Κυριακάτικη ομιλία του Ηγουμένου της Ι. Μ. Αγ. Διονυσίου του εν Ολύμπω Γέροντα Μαξίμου.
---Προσευχή---
Επειδή σήμερα το αποστολικό ανάγνωσμα το έχουμε μελετήσει άλλες φορές γι’ αυτό σήμερα θα πούμε για κάτι που κι αυτό το έχουμε πει αλλά θα χρειαστεί μία υπενθύμιση και μία ανάλυση περισσότερη για να το εμπεδώσουμε εμείς οι χριστιανοί γιατί αυτό το θέμα που θα κάνουμε σήμερα, είναι θέμα που αφορά όλους τους ανθρώπους και κυρίως είναι θέμα που μας οδηγεί στην ένωση μας με το Θεό.
Ο Χριστός όταν ήταν στον κόσμο, εκτός από τις ευεργεσίες που έκανε στους ανθρώπους, και τις ιάσεις και τα διάφορα θαύματα ένα εκ των οποίων ήταν και το θαύμα της σημερινής περικοπής, που έθρεψε τόσους ανθρώπους στην έρημο, μετά από αυτή τη δραστηριότητα του, έφευγε από τον κόσμο και κατοικούσε σε έρημους τόπους, για αρκετές ώρες, πολλές φορές και ημέρες, δείχνοντας στους ανθρώπους ότι εκτός από τις κοινές και καθημερινές δραστηριότητες, που έχουν να επιτελέσουν στον κόσμο στη ζωή τους, βασική δραστηριότητα είναι και η προσευχή.
Όχι ότι ο Χριστός είχε ανάγκη να προσευχηθεί, επειδή ήταν Θεός και την προσευχή την κάνουμε προς το Θεό. Αλλά ως άνθρωπος ήθελε να επιτελέσει το καθήκον του επί της γης. Και κάθε τι που έκανε το έκανε για να δειγματίσει και να παραδειγματίσει τους ανθρώπους. Να αφήσει δηλαδή υπόδειγμα ζωής. Γι’ αυτό βλέπουμε πολλά πράγματα να τα κάνει χωρίς να τα έχει ανάγκη, ένα εκ των οποίων ήταν και η προσευχή.
Είδατε προτού βγει στη δραστηριότητα του ο Χριστός ήταν σε αφάνεια, και όταν βγήκε μετά το βάπτισμα έφυγε στην έρημο, σαράντα μέρες νηστεύοντας και προσευχόμενος, και εκεί βρήκε αντιμέτωπο με ειδική θα λέγαμε στρατιά και ενέργεια τον διάβολο.
Η προσευχή είναι ένας τρόπος ζωής, που ουσιαστικά δεν τα βάζουμε με κανέναν άλλον, παρά με το διάβολο τον εχθρό μας.
Η προσευχή είναι ένα όπλο, που νικά με τα εναέρια όπως λέμε πνεύματα, κι αφήνουμε ελεύθερη τη δίοδο του Θεού να μπει μέσα στον άνθρωπο, και ταυτοχρόνως του ανθρώπου να έρθει σε επαφή με το Θεό. Γι’ αυτό και καμία άλλη δραστηριότητα του ανθρώπου δεν πολεμείται τόσο πολύ από τους διαβόλους όσο η προσευχή.
Όταν ανακαλύψει ο διάβολος έναν άνθρωπο προσευχόμενο, θα προσφέρει τέτοιο πόλεμο, ώστε ει δυνατόν να του εξουδετερώσει όλη αυτή τη δύναμη. Πως μας διδάσκουν οι γραφές να προσευχόμαστε; Η Εκκλησία μας έχει θα λέγαμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της αφιερώσει στη προσευχή. Εσείς βέβαια είσθε στο κόσμο και έρχεσθε με επαφή με τα κείμενα τα λατρευτικά μία φορά ή δυο ή τρεις το πολύ την εβδομάδα και αυτό λίγες ώρες. Εμείς όμως που είμαστε μέσα στα μοναστήρια, τι μεγάλο πλούτο άφησε η πείρα της Εκκλησίας, των πατέρων των αγίων της Εκκλησίας, πείρα προσευχής και λατρείας στο Θεό.
Ένα τέτοιο πλούτο που εκφράζεται θα λέγαμε σ’ όλο το εικοσιτετράωρο, από το πρωί που ξυπνάμε μέχρι το άλλο πρωί. Γι’ αυτό κάποια μονή στο Βυζάντιο στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν ακοίμητη μονή γιατί είχε προσευχή ανά οκτώ ώρες, εφαρμόζοντας έτσι εκείνο του αποστόλου Παύλου που λέέι: «αδιαλείπτως προσεύχεστε». Το αδιαλείπτως προσεύχεστε σημαίνει μία αναφορά συνεχής του νου και της καρδιάς μας στο Θεό, και ει δυνατόν και την ώρα που κοιμόμαστε ακόμη να είναι ανοικτή η καρδιά μας στο Θεό. Υπήρξε κάποιος μοναχός στο Άγιο Όρος παλαιά, συγχωρέθηκε αυτό το διάστημα το τελευταίο καιρό, ο οποίος είχε συνηθίσει τόσο πολύ την προσευχή, ώστε κι όταν κοιμόταν ακόμη το χέρι του τραβούσε όπως λέμε κομποσχοίνι. Έλεγε την ευχή: « Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Εφαρμόζοντας έτσι το «εγώ καθεύδω, η δε καρδία μου αγρυπνεί».
Η προσευχή επομένως είναι ένα γεγονός, το οποίο είναι πάρα πολύ αναγκαίο, όσοι δεν το χρησιμοποιούν σίγουρα δεν μπορούν να καταλάβουν την αναγκαιότητα της.
Η προσευχή είναι τόσο αναγκαία, λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος όσο η αναπνοή μας.
«Μνημονευτέον δει του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», Περισσότερο πρέπει να μνημονεύουμε το Θεό, παρά να αναπνέουμε. Γι’ αυτό και την ευχή πολλοί πατέρες την ρυθμίζουν με τους κτύπους της καρδιάς. Κάθε κτύπο της καρδιάς λέγεται και μία ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Οπότε συνηθίζει ο άνθρωπος και αποκτά μία οργανική σχέση με το Θεό, όσο είναι οργανική η αναπνοή και η τροφή του.
Πρώτον λοιπόν είναι αναγκαία, και μη θεωρήσει κανείς τη προσευχή ότι είναι των μικρών παιδιών, των παππούδων και των γιαγιών, οι οποίοι τέλειωσαν το βίο τους και θέλουν να αναφερθούν στο θεό στα τέλη της ζωής τους. Είναι αναγκαία για όλους τους ανθρώπους. Πρώτον, είναι αναγκαία γιατί πολεμάει τον διάβολο, ξέρετε ότι ο πειρασμός που λέμε, είναι καθημερινά ξάγρυπνος, δεν έχει να κοιμάται ο πειρασμός. Πρωί και βράδυ, νύχτα και ημέρα, βρίσκεται εν εγρηγόρσει. Και ο άνθρωπος ο όποίος πειράζεται από τον πειρασμό, τον διάβολο, πρέπει να είναι πάντοτε σε ετοιμότητα ώστε να αντιμετωπίζει τον πειρασμό. Και ένα όπλο που χρησιμοποιεί συνήθως είναι η προσευχή.
Ο διάβολος τρία πράγματα όπως ξέρετε φοβάται από τον άνθρωπο, το ένα είναι το βάπτισμα του, το δεύτερο είναι η θεία κοινωνία και το τρίτο είναι η προσευχή.
Εάν ο άνθρωπος δεν είχε την θωράκιση με την προσευχή, ο διάβολος θα γινόταν κύριος της καρδιάς, του νου και όλου του είναι του ανθρώπου, όπως το βλέπουμε σε ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με την προσευχή. Γίνεται κυρίαρχος πάνω στον άνθρωπο και ο άνθρωπος φθάνει έως δαιμονισμού, ανάλογα τι άδεια θα δώσει ο Θεός για να παιδαγωγηθεί ο άνθρωπος που αποστατεί από το Θεό, ο διάβολος ενεργεί πάνω στον άνθρωπο και μπορεί να τον φθάσει μέχρι δαιμονισμού. Μέχρι δηλαδή να μην μπορεί να ενεργεί η ελευθερία και η βούληση του ανθρώπου αλλά να ενεργεί ο διάβολος και μόνο.
Άρα το όπλο της προσευχής είναι αναγκαίο για να αντιμετωπίζουμε πρώτον όπως είπαμε το διάβολο.
Δεύτερον είναι αναγκαίο για να μας υπενθυμίζει την καταγωγή μας. Εμείς δεν είμαστε όπως λέμε αυτοδημιούργητοι. Δεν φυτευτήκαμε έτσι εκεί και ως έτυχε κάποτε και μεγαλώνουμε έτσι χωρίς καμιά πρόνοια κάποιου δημιουργού. Εμείς έχουμε άμεση σχέση με τον Θεό, δεν ζούμε όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος «τη ιδία φύσει», τη ιδία φύσει ζει μόνον ο Θεός. Αυτοφυής είναι μόνον ο Θεός. «Αεί ο ων ωσαύτως όντα», πάντα ο ίδιος όπως είναι αυτή τη στιγμή. Αείδιος ονομάζεται ο Θεός, χωρίς αρχή χωρίς τέλος. Χωρίς να είναι δημιουργημένος είναι ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Είναι ο αιώνιος Θεός, άρα εκείνος ζει τη ιδία του φύσει, με την ίδια του την φύση με την ίδια του την ύπαρξη.
Εμείς ζούμε «τη μετοχή του Θεού» δηλαδή, με τη σχέση με το Θεό.
Από την ώρα που θα υπάρξει μια δύναμις που θα μας κόψει αυτή τη σχέση, ο άνθρωπος παύει να ζει έστω κι αν φαίνεται ότι ζει. Γιατί τα ζωτικά του όργανα κυρίως ο νους του και η καρδιά του, που είναι αποστασιοποιημένα από το Θεό, παύουν να ενεργούν και να κτυπούν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, γι΄ αυτό και πολλές φορές ενεργούν λανθασμένα. Με βλάβες πολλές, όχι απλώς οργανικές της καρδιάς, αλλά και ψυχολογικές της ψυχής, και διανοητικές διασαλεύσεις του νου και του λογισμού. Είναι πολύ εύκολο ο άνθρωπος να ασθενήσει, εάν φύγει από τη πηγή της ζωής. Και ένα μέσο που μας κρατάει με τη πηγή της ζωής, είναι η προσευχή. Είναι γεννήτρια, έχουμε ένα αγωγό που συνδεόμαστε με τη γεννήτρια του φωτός, και αυτός ο αγωγός, αυτό το καλώδιο, που μας αντλεί που αντλούμε από τη γεννήτρια το φως, είναι η προσευχή μας. Μας κρατάει αδιασάλευτο το νου, γιατί ο νους είναι τόσο ευόλιστος και τόσο ευμετάβολος, ώστε με το παραμικρό μπορεί να παρασυρθεί. Η προσευχή λοιπόν τον κάνει να έχει μία σταθερότητα. Να εδράζεται πάνω στη μνήμη του Θεού και ο Θεός να ενεργεί σ’ αυτόν.
Είναι επομένως για μας αναγκαία η προσευχή, όχι γιατί μας αντιμετωπίζει ο διάβολος με μίσος και πρέπει να τον πολεμάμε μόνο, αλλά και διότι πρέπει να ερχόμαστε σε άμεση επαφή με το ζωοδότη Θεό, να μας προσφέρει τη ζωή τη δική του.
Το αδιαλείπτως λοιπόν προσεύχεστε του αποστόλου Παύλου, είναι εκείνο το οποίο παρέδωσε ο Χριστός, με την προσευχή του Πάτερ ημών.
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς αγιασθήτω το όνομα σου, ελθέτω η βασιλεία Σου γεννηθήτω το θέλημα Σου ως εν ουρανώ και επί της γης, στον ουρανό το θέλημα του Θεού είναι να δοξολογείται συνεχώς το όνομα του από τους αγγέλους και τους αγίους αδιαλείπτως. Το γεννηθήτω το θέλημα Σου ως εν ουρανώ και επί της γης, εδώ σ’ αυτή τη περίπτωση είναι ακριβώς το ίδιο, να υπάρχει ει δυνατόν μία αδιάλειπτη σχέση του ανθρώπου με το Θεό μέσω της προσευχής. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον που αναφέρει όχι μόνο τον επιούσιο άρτο τον καθημερινό αλλά κυρίως τον άρτον τον εξ ουρανού καταβάντος, το σώμα και το αίμα του Χριστού δηλαδή κι’ αυτό δια προσευχής γίνεται. Βλέπετε ο ιερεύς όταν προσεύχεται στο θυσιαστήριο, επικαλείται το όνομα του Θεού, το Πνεύμα το Άγιον. «Κατάπεμψον το Πνεύμα Σου το Άγιον εφ’ ημάς και επί τα δώρα ταύτα και ποιήσον τον μεν άρτον τούτον τίμιον σώμα του Χριστού Σου το δε εν τω ποτηρίω τούτω τίμιον αίμα του Χριστού Σου, μεταβαλών τω Πνεύματι Σου τω Αγίω. Αμήν, Αμήν, Αμήν» που λέμε.
Στείλε λοιπόν το πνεύμα Σου το Άγιο, κατάπεμψον το Πνεύμα Σου το Άγιον, επί τα δώρα ταύτα τα οποία είναι στα Σα εκ των Σων πολλά από τα οποία μας έδωσες ένα μέρος και αγίασε τα και φτιάξε τον άρτο σώμα Σου και τον οίνο αίμα Σου μεταβάλλοντας τα με το Πνεύμα το Άγιο σ’ αυτά τα στοιχεία του σώματος και του αίματος του Χριστού.
Το αμήν είναι η δική μας ικανοποίηση ότι ο Θεός ικανοποιεί αυτό το οποίο ζητήσαμε. Και ακούει αμέσως και γίνεται αυτό το μεγάλο γεγονός. Σαρκώνεται ο Χριστός κάθε ημέρα για μας, και αυτό το αμήν δεν πρέπει να το λέει μόνο ο παπάς ή ο διπλανός παπάς με τον οποίο συλλειτουργεί ο κυρίως παπάς, ή ο επίσκοπος, αλλά πρέπει να το λένε όλοι οι πιστοί, είναι στοιχείο που το αποδέχονται όλοι οι πιστοί και ευχαριστούν το Θεό με το αμήν και μάλιστα λέγεται στη κάθε φορά ξεχωριστά ένα αμήν και στο τέλος λέγονται τρία αμήν.
Βλέπετε και το σώμα και το αίμα του Κυρίου, τον άρτον τον επιούσιον τον ζητάμε δια της προσευχή δια να έλθει και να γίνει ένα με μας. Και κυρίως εκείνο που έχει σημασία είναι αυτό το πρώτο που σας είπα που λέει στο τέλος της Κυριακής προσευχής «και μη εισενέγκεις ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού».
Ο πονηρός λοιπόν είναι ένα στοιχείο το οποίο αποστάτησε από το Θεό, και πειράζει τον άνθρωπο γιατί δεν μπορεί να πειράξει το Θεό. Και ζητάμε από το Θεό να μας γλιτώσει από τους πειρασμούς. Στην ερώτηση λοιπόν κάθε πότε πρέπει να κάνουμε προσευχή, απαντάει ακριβώς η Κυριακή αυτή προσευχή. Εάν υπάρχει διάλειμμα που ο διάβολος δεν πολεμάει, ο πειρασμός δεν πολεμάει τον άνθρωπο τότε μην κάνετε προσευχή. Ας ξέρετε εσείς αυτό το διάλειμμα, ησυχάστε μην κάνετε προσευχή, δεν είναι αναγκαία. Εάν όμως ξέρουμε ότι ο διάβολος αγρυπνεί τότε είναι ανάγκη να μένουμε συνεχώς στη προσευχή, θα έλεγα δε ιδιαίτερα κατά την ώρα του πειρασμού. Να τονίσω και περισσότερο ιδιαίτερα κατά την ώρα εκείνη που ο διάβολος μας έχει βάλει μέσα στο δόκανο του. Χρειάζεται να έχουμε το λόγο της προσευχής στο στόμα, και να γλιτώσουμε εάν είναι δυνατόν εκείνη την ώρα αλλά κυρίως και εάν δεν γλιτώσουμε να είμαστε έτοιμοι να μετανοήσουμε και να πούμε το ήμαρτον στον Θεό. Γιατί και το ήμαρτον ακόμη μέσω της προσευχής έρχεται, αν δεν έχουμε αυτή τη διάθεση, τη συνήθεια δεν μπορούμε να σωθούμε και να ζητήσουμε τη μετάνοια από το Θεό.
Είναι τόσο αναγκαία η προσευχή ώστε να σας πω δυο παραδείγματα τα οποία τα έχουμε πει κι άλλοτε αλλά καλό είναι να τα υπενθυμίζουμε. ώστε όποιος τη χρησιμοποιεί έστω και τυπικά κάνει το θαύμα της:
α). Σας ανέφερα κάποτε ένα ληστή ο οποίος είχε μια ομάδα ληστών, κλεπτών που πήγαινε στις πόλεις, κατοικούσε στις ερήμους αλλά πήγαινε στις πόλεις τη νύχτα και έκλεβε, και πολλές φορές λεηλατούσε και σκότωνε ακόμη και ανθρώπους και μια φορά εκεί που πήγαιναν σε μια έρημο συνήντησαν έναν ασκητή. Νομίζοντας ότι ο ασκητής έχει κρυμμένα χρήματα, τον πήραν και του είπαν να μας δείξεις τα χρήματα γιατί αλλιώς θα σε σκοτώσουμε. Ο ασκητής βέβαια δεν είχε τίποτα άλλο από το ρασάκι του, ζήτησε προτού τον σκοτώσουν αν είναι δυνατόν να τους δείξει ο αρχιλήσταρχος αυτός να τους δείξει όλα τα παλικάρια του.
Και δεν ήταν δύσκολο να το κάνει αυτό ο ληστής και έφερε μπροστά τα παλικάρια ένα προς ένα. Όταν τελειώσανε λέει ο ασκητής: «δεν υπάρχει άλλος;» στην απάντηση ότι δεν υπάρχει άλλος επέμενε ο ασκητής ότι ψάξτε κάποιος άλλος υπάρχει. Και πράγματι πήγαν σε ένα ιδιαίτερο εκεί που πλέναν τα πιάτα και βρήκαν έναν και τον πήραν και τον έφεραν μπροστά στον ασκητή. Και του λέει ο ασκητής: «Σε εξορκίζω στο όνομα του Θεού του ζώντος να αποκαλύψεις εδώ μπροστά ποιος είσαι» και χωρίς να χάσει καιρό αυτός ο οποίος υποδύετο τη μορφή του ανθρώπου ήταν ένα διαβολάκι που είχε τη μορφή του ανθρώπου και μπήκε μέσα στη παρέα των ληστών, απεκάλυψε το εξής: «Εγώ είμαι ο διάβολος, με έστειλε ο αρχηγός μου να μπω μέσα σ’ αυτή την ομάδα των ληστών με τέτοιο τρόπο και το έργο μου είναι το εξής: θα περιμένω το χρόνο πότε αυτός ο αρχιλήσταρχος δεν θα πει τους χαιρετισμούς στη Παναγία για να του πάρω το κεφάλι. Αυτός λοιπόν ήτανε κοντά στο Θεό όταν ήταν μικρός και είχε μάθει τους χαιρετισμούς της Παναγίας απ’ έξω, και επειδή έφυγε μετά από το Θεό, κι όλη η δραστηριότητα του ήταν δραστηριότητα εμπαθής, όπως σας είπα κλεψιές και σκοτωμοί, αυτή τη συνήθεια την κράτησε, από τη μανούλα του φαίνεται και όπου πήγαινε μια φορά την ημέρα έλεγε την προσευχή των χαιρετισμών. Και τόσο πολύ εμπόδιζε τον διάβολο για να τον καθαρίσει θα λέγαμε, αυτόν τον ληστή ώστε τον έστειλε να παραφυλάει ο αρχιδιάβολος έναν διάβολο να παραφυλάει πότε θα παραμελήσει την προσευχή για να του πάρει το κεφάλι.
Τι σημασία μεγάλη ε; Για εκείνους οι οποίοι λένε μα δεν καταλαβαίνω εγώ την προσευχή. Όλοι μας δεν καταλαβαίνουμε όλες τις προσευχές. Εμείς που μπαίνουμε μέσα στην Εκκλησία από τις πέντε και τελειώνουμε στις δέκα, ακούμε ένα σωρό πράγματα, αν είχαμε το μυαλό μας σ’ όλα αυτά δεν ξέρω αν θα είχαμε και σώας τας φρένας; Είπε, κάποτε ο Άγιος Μακάριος απεφάσισε να συγκεντρωθεί επί ένα τριήμερο απόλυτα στη προσευχή χωρίς να σκεφθεί τίποτα άλλο και πήγε να τρελαθεί. Δεν είναι εύκολο. Πρέπει τη προσευχή να την παραλάβει η καρδιά και να μπει ο Θεός μέσα και να γίνει ένα με τον άνθρωπο για να μπορεί να την δέχεται αενάως ο άνθρωπος. Αν γίνεται απλώς προσπάθεια εξωτερική δεν είναι δυνατό να τα παρακολουθήσουμε όλα. Όμως αυτά όλα τα ψάλματα, τα αναγνώσματα, αυτά τα οποία τα λέμε τυπικά και δεν καταλαβαίνουμε, αυτά κάνουν τη δουλειά τους, μυστικά και κρυφά, μοιάζουν λέει ένα ς άγιος της Εκκλησίας μας, σαν τα έντομα εκείνα τα οποία αφήνουν τα αυγά τους το φθινόπωρο σε ένα μέρος και εκκολάπτονται την άνοιξη. Έρχεται ώρα που αυτά θα πάρουν την αμοιβή τους, αυτός ο κόπος που γίνεται για να κάνουμε το απόδειπνο επί παραδείγματι, ή να πούμε τον όρθρο ή να κάνουμε τον κανόνα μας, ή να κάνουμε προσευχή, έστω κι αν δεν το καταλαβαίνουμε έρχεται ώρα που μας τα ανταποδίδει ο Θεός εκατονταπλασίονα.
β). Και το άλλο είναι αυτό που αναφέρουν οι περιπέτειες ενός προσκυνητού. Ένας είχε ένα παπαγάλο λέει, και τον έμαθε την ευχή, να λέει την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με» και κάποια μέρα βγήκε από του κλουβί ο παπαγάλος, και χίμηξε ένα γεράκι επάνω να τον φάει και εκείνη την ώρα αντί άλλης κραυγής ο παπαγάλος είπε το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με» και το γεράκι έφυγε.
Πόσο χαρακτηριστικό είναι κι αυτό για την συνήθεια της προσευχής έστω και με τυπικό τρόπο.
Η προσευχή επομένως διώχνει τα δαιμόνια, διώχνει τους εχθρούς του ανθρώπου και κυρίως ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό. Αλλά και πόσα άλλα πράγματα μπορεί να κάνει η προσευχή. Το «αιτείτε και δοθήσεσθαι» που λέει ο Χριστός στο ευαγγέλιο, δεν το αναφέρει αυτό επειδή ο Θεός δεν ξέρει τι να μας δώσει και δε γνωρίζει ποιες είναι οι ανάγκες μας. Αλλά το λέει «αιτείτε και δοθήσεσθαι» επειδή θέλει να μας βάλει εμάς σε δραστηριότητα προσευχής, πως λέμε αν δε κλάψει το παιδί δεν του δίνει η μάνα να φάει. Που σημαίνει όχι πως δεν ξέρει η μάνα πότε πρέπει να φάει, αλλά πρέπει και το παιδί να το ζητήσει αυτό για να μπορεί να το πάρει και να το αφομοιώσει. Γιατί αλλιώς αν το κυνηγάς από κοντά με το κουτάλι να του δώσεις τροφή, κάποτε θα σου το πετάξει στα μούτρα το κουτάλι, δεν θα μπορείς να το δαμάσεις και θα μένει νηστικό. Πρέπει και ο άνθρωπος να δραστηριοποιείται σ’ αυτό.
Αυτές είναι οι κοινές προσευχές και οι λόγοι για τους οποίους τις κάνουμε τις προσευχές. Υπάρχει όμως και η λεγόμενη νοερά προσευχή η οποία είναι μία ειδική θα λέγαμε εργασία, για τον κάθε ένα από εμάς.
Κυρίως αναφέρεται βέβαια για τους μοναχούς αυτή η νοερά προσευχή, αλλά μπορούμε όμως να την μάθουμε ο κάθε ένας από μας, και θα σας πω πέντε λόγια γι΄ αυτό και θα δείτε ότι είναι αποτελεσματικότερη αυτή από κάθε άλλη προσευχή η νοερά προσευχή.
Τι σημαίνει νοερά προσευχή; Το λέει και η λέξις, προσευχή που γίνεται με το νου. Μα οι άλλες με τι γίνονται; Οι άλλες γίνονται και με το λόγο μας, πολλές φορές και με το ψάλσιμο, με τη φωνή κλπ. Αυτή όμως γίνεται καθαρά με το νου. Δεν επεμβαίνει όπως λέμε ο λόγος. Ή αν επεμβαίνει ο λόγος είναι ο ενδιάθετος λόγος ο εσωτερικός λόγος, όχι ο εξωτερικός.
Αυτά τα πέντε λόγια της ευχής που λέμε, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με» πέντε λόγους, που όλη αυτή η προσευχή κρύβει όλη τη θεολογία, της Εκκλησίας μας και ταυτοχρόνως όλη την εκκλησιολογία και την ηθική.
Ο Κύριος Ιησούς είναι ο θεός, ο Χριστός είναι ο Θεός, ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Ο Υιός του Θεού που έγινε άνθρωπος. Και όλη η διδασκαλία της Εκκλησίας για να ενωθεί ο άνθρωπος με το Θεό στηρίζεται, στο «ελέησον με». Ο άνθρωπος είναι αδύνατος να έρθει σε επαφή με το Θεό. Γι’ αυτό ήλθε ο Θεός σε επαφή με τον άνθρωπο. Και χάρισε στον άνθρωπο το έλεος, γι’ αυτό κι από εκεί και πέρα η Εκκλησία το «Κύριε ελέησον» και το «ελέησον με» το λέει σε κάθε της προσευχή. Σε κάθε τροπάριο θα δείτε το ελέησον ημάς, ελέησον με , ελέησον τον αμαρτωλόν, τον άθλιον δούλον σου κλπ. Αυτό το ελέησον με είναι όλη η ηθική του ευαγγελίου, το δείγμα δηλαδή ότι ο άνθρωπος μόνος δεν μπορεί να σωθεί, και χρειάστηκε να τον σώσει, να έρθει ο ίδιος ο Θεός και να γίνει άνθρωπος και να προσεγγίσει τον άνθρωπο.
Αυτήν λοιπόν τη προσευχή τη λέμε νοερά, ο νους μας την πιάνει, καθόμαστε σε ένα σημείο, σε μια καρέκλα, σε ένα σκαμνί, σε ήρεμο τόπο, να μην έχουμε δίπλα φασαρίες, να είμαστε εξομολογημένοι και καθαρισμένοι και να μην η καρδιά μας την αποπέμπει την προσευχή, ει δυνατόν να είμαστε και κάπως ξεκούραστοι για να μην μας πιάσει ο ύπνος, γιατί καμιά φορά είναι ευκαιρία για ύπνο η νοερά προσευχή σε πολλούς και να αρχίσουμε με τις τρεις ενέργειες: πρώτον ο νους θα την παρακολουθεί, μόνο τα λόγια τίποτα άλλο, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με», ο λόγος, ο ενδιάθετος λόγος, μέσα μας ο λόγος, θα το λέει το Κύριε Ιησού Χριστέ, και η διάθεση της καρδίας μας θα επιμένει να πείθει την ύπαρξη μας να κάθεται και να το λέει, γιατί καμιά φορά έρχεται μια διάθεση να σηκωθούμε, βαριόμαστε, κουραζόμαστε, δεν παρακολουθούμε καλά την ευχή, έχουμε φασαρίες, έχουμε λογισμούς, έχουμε πειρασμούς, και μας έρχεται η διάθεση να σηκωθούμε από τη προσευχή. Αυτή η διάθεση πρέπει να υπάρχει πάντα σε μία εγρήγορση για να επιμένει να λέμε την ευχή.
Στην αρχή να ξέρετε δεν θα καταλάβουμε τίποτα, πολλές φορές ο νους μας θα φεύγει σε όλες τις άλλες δραστηριότητες που κάναμε στη ζωή μας και ελάχιστα θα παρακολουθούμε τα λόγια της προσευχής. Εάν όμως εξασκηθούμε για ώρες και για μήνες στην προσευχή έτσι όπως σας είπα με το τρόπο που διδάσκουν οι πατέρες τότε να ξέρετε θα δημιουργήσει αυτή η προσευχή, μια γλυκύτητα στο βάθος της καρδιάς, τέτοια που μετά θα ψαχνόμαστε να βρίσκουμε τόπους να καθόμαστε για να προσευχόμαστε. Γιατί; γιατί αυτή γλύκα της καρδιάς είναι τόσο ελκυστική, και τι ότι ξέρουμε ότι έρχεται από τη προσευχή, θα τρέχουμε στα βουνά και στα όρη κραυγάζοντας μυστικώς το όνομα του Θεού, για να γίνεται μέτοχος ο άνθρωπος, η ψυχή μας και η καρδιά μας, με τη χάρη και την ενέργεια του Θεού.
Αυτή είναι η πείρα που δίνει στην αρχή η προσευχή όταν κανείς επιμένει και κάνει αυτή την προσευχή την νοερά μ΄ αυτό τον τρόπο που σας είπα. Η πρώτη πείρα γλυκαίνεται ψυχή μας. Αρχίζει μετά μια άλλη δραστηριότητα μέσα στο βάθος, η δραστηριότητα της συμπάθειας του άλλου ανθρώπου, που δεν την βλέπουμε πριν και χωρίς την προσευχή. Μπορεί να συμπαθήσουμε τον άλλο άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας, που ίσως ήμασταν μαλωμένοι για μέρες και για χρόνια. Να έρθει ένα ιλαρό πνεύμα και μια μετάνοια μέσα στη ψυχή μας, και να θέλουμε να του μιλήσουμε αυτού του ανθρώπου και να τον υπηρετήσουμε κιόλας. Έρχεται μετά η διάθεση να κάνουμε εργασία, που πολλές φορές οι αμαρτίες και οι ραθυμίες μας, μας κάνουν ώστε να παραμελούμε και αυτά τα εξωτερικά καθήκοντα. Και κυρίως και βασικώς έρχεται μία διάθεση να αυξήσουμε αυτή τη χάρη και τη χαρά που μας δίνει ο Θεός με το να προσθέσουμε πάνω στην προσευχή κι άλλη προσευχή.
Βλέπετε οι πατέρες όταν έκαναν προσευχή και είχαν μέσα τους αυτή τη πείρα, έπαιρναν το κομποσχοίνι και έφυγαν μακριά στις ερήμους και καθόντουσαν ώρες ολόκληρες και ημέρες για να προσεύχονται, ανέβαιναν πάνω σε στύλους, άλλοι έφτιαχναν ειδικά βαρέλια και μπαίναν μέσα και καθόντουσαν εκεί, κρεμασμένο το βαρέλι σε δύο δένδρα και καθόντουσαν μέσα στο βαρέλι και κάναν νοερά προσευχή. :Άλλοι χτίζονταν σε πύργους να μην βγουν έξω για να μην έχει η ψυχή την διάθεση να βγει στον έξω κόσμο για να επιμένουν στην προσευχή. Άλλοι έφευγαν στα όρη όπως σας είπα και άλλοι έβρισκαν διάφορους τρόπους.
Αναφέρεται για κάποιον στυλίτη ο οποίος ανέβηκε πάνω σε ένα στύλο και προσηύχετο μέρα και νύχτα όρθιος, αφού είχαν σαπίσει τα πόδια του και έβγαζαν υγρά τα πόδια του και εκείνος δεν καταλάβαινε τίποτα γιατί η ψυχή του ήταν δοσμένη στο Θεό. Και κάποτε ένας απ’ αυτούς μία νύχτα παγερή πάγωσε και έγινε κόκαλο κυριολεκτικά κι όταν οι υποτακτικοί του πήγαν να τον πάρουν να τον θερμάνουν λιγάκι να τον ξεπαγώσουν, όταν ξεπάγωσε τότε ξύπνησε θα λέγαμε, βγήκε από την προσευχή, και τους είπε γιατί μου διακόψατε την εργασία που έκανα;
Η προσευχή γίνεται αιτία να αρπαχθεί ο νους στον ουρανό κι αυτό είναι η πρώτη αρχή που μας δίνει την αίσθηση η προσευχή. Και εν συνεχεία κατεβάζουμε τον Θεό μέσα στη καρδιά μας. Είναι η δεύτερη εργασία που γίνεται και από εκεί αρχίζει, όπως λένε και οι πατέρες η θέωσις της ψυχής του ανθρώπου. Από το ότι αισθάνεται εν ταις καρδίες αυτού να λαλεί αββά ο πατήρ, η καρδιά του να μιλάει πατέρα μου, πατέρα μου.
Είναι μία πείρα που την διδάσκουν οι πατέρες και δεν την διδάσκουν επειδή την διάβασαν, αλλά επειδή την δοκίμασαν, την πήραν από την εργασία τους και την κληρονόμησαν από τους προηγούμενους πατέρες τους.
Η προσευχή επομένως είτε τυπική είναι αυτή που παρέδωσαν με τη λατρευτική ζωή οι πατέρες μας είτε νοερά, είναι τόσο αναγκαία όσο είναι θα λέγαμε και η αναπνοή μας. Γι’ αυτό αδελφοί μου, ας κάνουμε όσο μπορούμε ο καθένας προσπάθεια, μέσα στις πολλές δραστηριότητες που έχουμε όλοι μας και σεις οι κοσμικοί και εμείς οι μοναχοί, να μην παύουμε τις ώρες της προσευχής μας. Έστω μερικές ώρες της ημέρας αν δεν μπορούμε συνέχεια. Αλλά όμως όπου και να βρισκόμαστε ας έχουμε τον νου μας που λέμε στο Θεό. Να μνημονεύουμε το όνομα του Χριστού με το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με», εσωτερικά χωρίς να μας αντιλαμβάνεται κανείς και έτσι θα γλιτώνουμε από πολλά άλλα κακά που έρχονται στη ζωή μας.
Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πληθώρα παραδειγμάτων και γεγονότων από την ορθόδοξη ζωή των αγίων της εκκλησίας μας, που εξαιτίας της προσευχής γλίτωσαν από σοβαροτάτους κινδύνους και εξωτερικούς και εσωτερικούς, και αυτοί και πολλές φορές και οι οικογένειες τους. Είναι όμως περιττό γιατί πολλοί από σας έχετε εντρυφήσει μέσα στα κείμενα και μέσα στα γεροντικά των πατέρων και έχετε αντιληφθεί τουλάχιστον γνωσιολογικά το τι σημαίνει η προσευχή. Δεν απομένει πια το να πιάσει ο καθένας το κομποσχοίνι του και να αρχίσει να προσεύχεται έστω κι αν του έρχεται ο πειρασμός της νύστας και της ραθυμίας, με βία στην αρχή, με ευκολία μεγαλύτερη αργότερα, να δίνουμε τον εαυτό μας και την καρδιά μας στο Θεό, γιατί τότε θα μας δοθεί ο Θεός.
Εάν δεν κάνουμε εμείς μία πράξη τέτοια, ασκητική, να ξέρετε ο Θεός δεν μας δίδεται, δεν έρχεται διά μαγείας μέσα στο νου μας και στη καρδιά μας ο Θεός, αλλά έρχεται με συνεργασία, και με δικό μας άνοιγμα και δική μας προσπάθεια.
Τα περισσότερα για προσευχή θα διαβάσετε: «ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ» του πατρός Θεοκλήτου, θα διαβάσετε «Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ», θα διαβάσετε «ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ», θα διαβάσετε «ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥ», θα διαβάσετε ένα άλλο αγιορείτικο βιβλίο δεν το θυμάμαι τώρα πως λέγεται τώρα ο τίτλος του και πολλά άλλα βιβλία που αναφέρουν για τη νοερά προσευχή. Κυρίως όμως και βασικώς να διαβάσετε πατερικά βιβλία, αν θέλετε «ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ» που μέσα εκεί έχει πάρα πολλά για την τήρηση του νοός και τη νοερά προσευχή, που μπορεί κανείς να σπουδάσει πάνω σ’ αυτό το θέμα και να του δοθεί αφορμή, να αρχίσει την εργασία πάνω στην προσευχή. Για να μπορεί στη ζωή του να ζει σαν πραγματικός Χριστιανός και όχι σαν κατ’ όνομα. ΄Οπως ζούμε εμείς.