Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων
"Περί τοῦ Παραδείσου"
Βιβλίον Ἕν
Κεφάλαιον Α'
Πόσο δύσκολον εἶναι νὰ πραγματεύηται κανεὶς περὶ τοῦ Παραδείσου. (Εἰς τὸ ἀκόλουθον κείμενον) ἐνδείκνυται ὁ δημιουργός του, ἡ φύσις τοῦ παραδείσου, ἡ τοποθεσία του, ὁ ἔνοικός του• καὶ γιὰ τὸ ὅλον πρᾶγμα δίδεται ἡ ἑρμηνεία κατὰ τὸ μυστικὸν νόημά (του).
1. "Καὶ ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν τῇ Ἐδέμ, κατὰ ἀνατολάς: καὶ ἔθεσεν ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον ἔπλασεν" (Γεν. β',8). Ἡ περὶ τοῦ παραδείσου ὁμιλία, ποὺ ἐπιχειροῦμε, δὲν φαίνεται νὰ μᾶς ἐμβάλλῃ μέτριον ζῆλο, γιὰ νὰ ἐξετάσωμεν καὶ ἐξηγήσωμεν στοὺς ἐπιθυμοῦντες τὶ ἆράγε νὰ εἶναι ὁ παράδεισος καὶ ποῦ νὰ βρίσκηται καὶ τὶ εἴδους νὰ εἶναι: καὶ μάλιστα ἐπειδὴ ὁ Ἀπόστολος λέγει ὅτι δὲν γνωρίζει ἐὰν εἴτε μὲ τὸ σῶμα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος (πάντως), ὅμως (γνωρίζει ὅτι) ἡρπάγη μέχρι τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ ἀμέσως πάλιν, λέγει: Γνωρίζω ὅτι ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος, εἴτε ἐν σώματι, εἴτε ἐκτὸς σώματος, δὲν γνωρίζω ἐγώ, ὁ Θεὸς ξέρει, ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον, καὶ ἄκουσε ῥήματα ἄῤῥητα, τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ νὰ τὰ λαλήσῃ ἄνθρωπος... Περὶ τούτου θὰ καυχηθῶ καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτόν μου παρὰ μόνο γιὰ τὶς ἀδυναμίες μου: ἀλλὰ καὶ ἄν θελήσω νὰ καυχηθῶ, δὲν θἆμαι ἀσύνετος: διότι λέγω τὴν ἀλήθειαν (Β' Κορ. ιβ' , 3-6). Ἑπομένως, ἐὰν ὁ παράδεισος εἶναι τέτοιου εἴδους, ὥστε αὐτὸν μόνον ὁ Παῦλος καὶ ὅποιος ἄλλος ὅμοιος τοῦ Παύλου μπόρεσε νὰ δῆ, ὅταν διῆγεν αὐτὴν τὴν ζωήν• ὁ ἴδιος δὲ δὲν μποροῦσε νὰ θυμηθῇ ἐὰν (ἦταν) ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς σώματος• ἄκουσε δὲ λόγια γιὰ τὰ ὁποῖα ἐμποδίσθηκε νὰ ἀνακοινώση ὅ,τι ἄκουσε, κατὰ ποιὸ λοιπὸν τρόπο θὰ μπορούσαμε ἐμεῖς νὰ λύσωμεν τὴν ἀπορία γιὰ τὴν τοποθεσίαν τοῦ παραδείσου, τὸν ὁποῖον οὔτε νὰ δοῦμε μπορέσαμεν; (Ἀλλὰ) καὶ ἐὰν εἴχαμε μπορέσει νὰ δοῦμε θὰ ἐκωλυόμεθα ὅμως νὰ τὸ δηλώσωμεν σὲ ἄλλους; Πάλιν ἀφοῦ ὁ Παῦλος φοβήθηκε μὴ ὑπερηφανευθῆ ἕνεκα τῆς ὑπερβολῆς τῶν ἀποκαλύψεων, πόσο μᾶλλον πρέπει ἐμεῖς νὰ φοβώμεθα νὰ ἐρευνῶμεν περιεργότερον αὐτό, τοῦ ὁποίου ἀκόμη καὶ ἡ ἀποκάλυψις διατρέχει τὸν κίνδυνο νὰ εἶναι βλαπτική; Δὲν πρέπει, λοιπόν, νὰ ἐκλαμβάνωμεν αὐτὸν τὸν παράδεισον σὰν ὑλικόν• καὶ ἔτσι ἀφίνομεν τὸν Παῦλο νὰ ἔχῃ τὸ μυστικόν (του).
2. Ὅμως ἐπειδὴ σ' αὐτὸ τὸ σημεῖον τῆς Γενέσεως διαβάζομεν ὅτι ὁ παράδεισος φυτεύθηκεν ἀπὸ τὸ Θεὸν "κατὰ ἀνατολάς" καὶ ὅτι ἐδῶ τοποθετήθηκεν ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον ἔπλασεν ὁ Θεός• αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ παραδείσου τὸ δημιουργὸν μποροῦμεν ἤδη νὰ ἀνακαλύψωμε. Διότι ποιὸς μπόρεσε νὰ διαμορφώσῃ τὸν παράδεισον, παρὰ μόνον ὁ παντοδύναμος Θεός, ὁ ὁποῖος εἶπεν καὶ ἔγιναν, ὁ ὁποῖος ποτὲ δὲν στερεῖται ἀπ' ὅσα (αὐτὸς) θέλει νὰ παραχθῶσιν; Λοιπόν, ὁ ἴδιος ἐφύτευσεν τὸν παράδεισον περὶ τοῦ ὁποίου ἡ Σοφία λέγει: "Κάθε φυτεία, τὴν ὁποίαν δὲν ἐφύτευσεν ὁ Πατήρ μου, θὰ ἐκριζωθῇ" (Ματ. ιβ', 13). Καλὴ ἡ φυτεία τῶν ἀγγέλων, καλὴ καὶ ἡ τῶν ἁγίων. Διότι οἱ ἅγιοι ὑπὸ τὴν συκῆν καὶ τὴν ἄμπελον λέγονται (ὅτι θὰ εἶναι) κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν τῆς μελλοντικῆς εἰρήνης, οἱ ὁποῖοι (ἅγιοι) ἀποτελοῦν τύπον τῶν ἀγγέλων (Μιχ. δ', 4).
3. Λοιπὸν ὁ παράδεισος ἀναφέρεται ὡς ἔχων πάμπολλα δένδρα, ἀλλὰ δένδρα καρποφόρα, δένδρα εὔχυμα καὶ εὔρωστα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἐλέχθη: "Θὰ ἀγαλλιασθοῦν ὅλα τὰ δένδρα τῶν δασῶν" (Ψαλ. 95', 12)• δένδρα ἀειθαλῆ ἔχοντα τὸ ἐκ τῶν ἀρετῶν χλωρὸ χρῶμα, ὅπως ἐκεῖνο τὸ δένδρον, ποὺ ἐφυτεύθη "παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων" (Ψαλ. α', 1-2), τὸ ὁποῖον δὲν φυλοῤῥοεῖ• γιατὶ σ' αὐτὸ ὅλα τὰ φροῦτα ἀφθονοῦν. Ἐδῶ λοιπὸν βρίσκεται ὁ παράδεισος.
4. Ὁ τόπος δὲ στὸν ὁποῖον αὐτὸς ἐφυτεύθη, ὀνομάζεται ἐπιθυμία. Ὅθεν καὶ ὁ ἅγιος Δαβὶδ λέγει: "Καὶ θὰ τοὺς ποτίσῃς ἐκ τοῦ χειμάῤῥου τῆς ἐπιθυμίας σου" (Ψαλ. λε',9). Διότι ἔχεις διαβάσει ὅτι: "Πηγὴ πηγάζει ἐκ τῆς Ἐδέμ, ἀρδεύουσα τὸν παράδεισον" (Γεν. β', 10). Αὐτὰ λοιπὸν τὰ δένδρα τῶν ἁγίων, ποὺ φυτεύθηκαν στὸν παράδεισον, ποτίζονται σὰν ἀπὸ κάποιο ῥέον ὕδωρ τοῦ χειμάρρου τοῦ πνεύματος. Περὶ αὐτοῦ καὶ ἀλλοῦ λέγει: "Τοῦ ποταμοῦ τὸ ὅρμημα εὐφραίνει τὴν πόλιν τοῦ Θεοῦ" (Ψαλ. με', 5). Εἶναι δὲ ἐκείνη ἡ πόλις ἡ ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἡ ἐλευθέρα, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἀναβλασταίνουν οἱ διάφορες ἀξιομισθίες τῶν ἁγίων.
5. Σ' αὐτὸ λοιπὸν τὸν παράδεισον ἔθεσεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ἔπλασεν. Νὰ ἐννοῇς ἀκόμη ὅτι δὲν ἔθεσεν τὸν κατ' εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντα ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸν ἄνθρωπον κατὰ τὸ σῶμα. Διότι ἕνας ἀσώματος δὲν εἶναι ἐν τόπῳ. Ἔθεσεν δὲ αὐτὸν εἰς τὸν παράδεισον σὰν ἥλιον ἐν οὐρανῷ, προσδοκῶντα τὴ βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ὅπως ἡ κτίσις ἀναμένει ἐναγωνίως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ.
6. Ἑπομένως ἐὰν ὁ παράδεισος βρίσκηται ἐκεῖ ποὺ εἶχαν φυτρώσει θάμνοι, φαίνεται ὅτι ὁ παράδεισος εἶναι ἡ ψυχὴ ποὺ πολλαπλασιάζει τὸ σπαρμένον σπέρμα, εἰς τὴν ὁποίαν (ψυχὴν) φυτεύεται ἡ κάθε μία ἀρετή, εἰς τὴν ὁποίαν (ψυχὴν) ἐπίσης ἦταν τὸ δένδρον τῆς ζωῆς, τοὐτέστιν ἡ σοφία, ὅπως εἶπεν ὁ Σολομὼν (Σοφ. Σολ. ζ', 21-26) ὅτι: ἡ σοφία δὲν ἀνέτειλεν ἐκ τῆς γῆς, ἀλλ' ἐκ τοῦ Πατρός. Διότι τὸ αἰώνιο φῶς ἔχει τὴ λάμψιν (του) καὶ ἡ παντοκρατορικὴ δόξα τὴν ἀκτινοβολίαν (της).
Κεφάλαιον Β'
Δὲν εἶναι ἀξιόμεμπτον τὸ ὅτι εἰς τὸν παράδεισον ἦταν τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, καὶ ὅτι στὸ ἴδιο μέρος ὑπῆρξεν τὸ φίδι. Καὶ ὅτι μερικοὶ κατάλαβαν ὑπὸ τὸ φίδι τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν.
7. Ἦταν δὲ τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ. Διότι ἔτσι ἔχεις (στὸ κείμενον): "Καὶ ἔκαμεν ὁ Θεὸς νὰ βλαστήσῃ δένδρον ὡραῖον εἰς τὴν ὄψιν καὶ καλὸν εἰς τὴν γεῦσιν, καὶ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ" (Γεν. β', 9). Μετὰ ταῦτα θὰ δοῦμεν ἐὰν ἦταν ἢ ὄχι ὅπως τὰ ἄλλα, αὐτὸ τὸ δένδρον τὸ ὡραῖον εἰς τὴν ὄψιν καὶ καλὸν εἰς τὴν γεῦσιν. Διότι εἰς αὐτὸ τὸ ἐδάφιο θὰ συζητηθῇ ἐπιτηδειότερον, τὸ ὑπὲρ καὶ τὸ κατὰ τοῦ αἰτίου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀνακαλύπτομεν ὅτι ἐξηπατήθη ὁ ἄνθρωπος νὰ γευθῆ ἀπὸ αὐτὸ τὸ δένδρον. Ἐν τῷ μεταξὺ τίποτα δὲν ἔχομεν, ποὺ τώρα νὰ πρέπῃ νὰ τὸ μεμφώμεθα κι' ἄν ἀκόμη δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζωμεν τὸ λόγον του. Διότι οὔτε πρέπει νὰ ἐκφέρωμαν κάποιαν ἀπερίσκεπτην καταδικαστικὴν κρίσιν κατ' αὐτῆς τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ἐὰν μερικὰ μᾶς φαίνονται δυσκολονόητα καὶ ἀκατάληπτα στὸ νοῦ μας, ὅπως ἡ δημιουργία φιδιῶν καὶ δηλητηριώδους τινὸς ζώου. Βέβαια ὡς ἄνθρωποι δὲν μποροῦμε μέχρι στιγμῆς νὰ κατανοῶμεν καὶ νὰ γνωρίζωμεν τὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγινεν τὸ καθένα. Ἔτσι λοιπὸν καὶ στὶς θεῖες Γραφὲς δὲν μεμφόμεθα ἀβασάνιστα ὅ,τι δὲν μποροῦμε νὰ κατανοῶμεν. Διότι εἶναι πλεῖστα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μετρηθοῦν σύμφωνα μὲ τὸ δικό μας μυαλόν, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐκτιμηθῶσιν βάσει τοῦ ὕψους τῆς θεϊκῆς διαθέσεως καὶ τοῦ λόγου.
8. Διότι ὑπόθεσε, χωρὶς νὰ προδικάσῃς τὴ μελλοντικὴ διαβεβαίωσιν, ὅτι τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ γι' αὐτὸ δὲν σοῦ ἀρέσει, ἐπειδὴ ἀφοῦ τὸ γεύθηκαν οἱ ἄνθρωποι, κατάλαβαν ὅτι εἶναι γυμνοί. Ἀλλ' ὅμως πρὸς ἀνακεφαλαίωσιν τῆς θείας ἐνεργείας θὰ σοῦ πῶ καὶ ὅτι αὐτὸ τὸ δένδρον ἐβλάστησεν εἰς τὸν παράδεισον καὶ ὅτι γι' αὐτὸ ἐπετράπη ἀπὸ τὸ Θεόν, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ γνωρίζωμεν τὴν ὑπεροχὴν τοῦ καλοῦ. Διότι πῶς θὰ ξέραμε νὰ διακρίνωμεν μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ, ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ἡ γνῶσις τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ; Διότι οὔτε ὅ,τι ἦταν κακόν, θὰ τὸ ἐκρίναμεν ὡς κακόν, ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ἡ γνῶσις τοῦ καλοῦ: ἡ γνῶσις δὲ τοῦ καλοῦ δὲν δύναται νὰ ὑπάρχη, ἄν δὲ ὑπάρχη τὸ (ἴδιον) τὸ καλόν: οὔτε πάλιν ὅ,τι ἦταν καλὸν θὰ ξέραμε ὅτι εἶναι καλόν, ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ἡ γνῶσις τοῦ κακοῦ.
Πάρε παράδειγμα ἀπ' τὴν ἴδιαν τὴν κατάστασιν τοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Ἔχει δηλαδὴ (αὐτὸ) καὶ κάποιαν πικράδα τῆς χολῆς (του), τὴν ὁποίαν, ἐὰν συνολικῶς θεωρήσῃς (τὰ πράγματα), θὰ τὴν βρῇς χρήσιμη γιὰ τὴν ὑγιείαν τοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως καὶ ὅ,τι θεωροῦμεν κακόν, τοποθετούμενον ὅμως εἰς τὸ σύνολον εἶναι ὠφέλιμον. Διότι ὅπως ἡ χολὴ εἶναι μέρος τοῦ σώματος καὶ ὅμως συμβάλλει στὴν ὠφέλειαν ὁλοκλήρου τοῦ σώματος: ἔτσι γνωρίζων ὁ Θεὸς ὅτι ἡ γνῶσις τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ θὰ συμβάλη εἰς τὴν ὠφέλειαν ὅλων, ὡς τὸ ἐπὶ μέρους καθιέρωσεν, ἵνα τὸ γενικὸν ὠφελήσῃ.
9. Τέλος ὅπως ἀνακαλύπτεις τὸ φίδι στὸν παράδεισον, ἔτσι καὶ (τὸ βρίσκεις) νὰ γεννιέται ὄχι χωρὶς τὴ θέλησιν τοῦ Θεοῦ. Ὑπὸ τὴ μορφὴ δὲ τοῦ φιδιοῦ κρύβεται ὁ διάβολος. Διότι τὸ ὅτι στὸν παράδεισο βρισκόταν ὁ διάβολος τὸ διδάσκει προσέτι καὶ ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ, ὁ ὁποῖος λέγει περὶ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Τύρου: Ἐν τῇ ἐπιθυμία τοῦ παραδείσου ἐκτίσθης (Ἰεζ,. κη', 13).
Τὸν ἄρχοντα δὲ τῆς Τύρου ἐκλαμβάνομεν ἐν τῇ μορφῇ τοῦ διαβόλου. Μήπως λοιπὸν καὶ ἕνεκα τούτου θὰ κατηγορήσωμεν τὸ Θεόν, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβωμεν τοὺς ἀποκεκρυμμένους ἐν Χριστῷ καὶ ἀποκρύφους θησαυροὺς τῆς ὑπεροχῆς καὶ σοφίας του, ἐκτὸς αὐτῶν ποὺ ὁ ἴδιος ἀξιώσει νὰ ἀποκαλύψῃ; Ἀπεκάλυψεν δὲ καθὰ γνωρίζομεν ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ μοχθηρία τοῦ διαβόλου συμβάλλει στὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Ὄχι ὅτι ὁ διάβολος θέλει νὰ ὠφελήσῃ, ἀλλ' ὅτι τὴν κακίαν αὐτοῦ, ἀκόμη καὶ ἐναντιουμένου, ὁ Θεὸς τὴν μεταστρέφει γιὰ χάρη μας πρὸς σωτηρίαν. Τελικὰ καὶ τὴν κακότητα τοῦ διαβόλου τὴν ἔκαμεν (ὁ Θεὸς) νὰ γίνῃ ἀρετὴ καὶ ξακουστὴ ὑπομονὴ τοῦ ἁγίου ἀνδρὸς Ἰὠβ. Ἡ μοχθηρία τοῦ διαβόλου ἔγινε ἄσκηση γιὰ τὴ δικαιοσύνην τοῦ Ἰώβ• γιὰ νὰ ἀγωνισθῇ αὐτὸς καὶ νικήσῃ, καὶ γιὰ νὰ ἀκολουθήση τὴ νίκην ὁ στέφανος. Διότι κανεὶς δὲν στεφανώνεται, ἐὰν δὲν ἀγωνισθῇ νομίμως. Καὶ ἡ ἁγνότης τοῦ Ἰωσὴφ ποτὲ δὲν θὰ εἶχε φθάσει μέχρι τὴ δική μας ἀνάμνησιν, ἐὰν ἡ σύνοικος σύζυγος τοῦ κυρίου του, ἐρεθισθεῖσα ἀπὸ τὰ καυτὰ κεντριὰ τοῦ διαβόλου, δὲν εἶχε θέσει σὲ πειρασμὸν τὸν ζῆλον του, ἐὰν μετὰ ἀπ' αὐτὸ δὲν εἶχεν ἐπιδιώξει τὸν ὄλεθρόν του, πρᾶγμα ποὺ ἔκανε φανερότερην τὴν ἁγνότητα τοῦ ἀνδρός, ὁ ὁποῖος περιεφρόνησεν τὸ θάνατο χάρη τῆς ἁγνότητος. Θέλεις νὰ ξέρῃς τὸ σκεπτικὸν τοῦ Θεοῦ; Βέβαια στὸ δράστη διάβολο φαίνονται ὅτι φόνοι ἑτοιμάζονται κατὰ τῶν δικαίων ἀνθρώπων, κι' ὅτι ἀκόμη ἀσκοῦνται μιαιφονίες τῶν γυιῶν• ἀλλ' ὁ Θεὸς κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον ἐπείρασεν τὸν Ἀβραὰμ, ὥστε νὰ ζητήση ἀπ' τὸν ἴδιον νὰ τοῦ θυσιάσῃ τὸ γυιόν. Ἀπ' αὐτὸν τὸν πειρασμὸν ὁ Ἀβραὰμ (ἐξῆλθεν) πιστὸς στὸ Θεὸν ἐπιδοκιμασθείς, διότι οὔτε ἀπέβαλεν τὴ χάρη τῆς εὐσεβείας οὔτε λύγισεν ἀπὸ λύπηση πρὸς τὸν ἀγαπημένον (του) γυιόν.
Ἔτσι, λοιπόν, καὶ τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ εἰς τὸν παράδεισον: αὐτὸ ποὺ ἦταν ὄμορφον στὴν ὄψιν καὶ νόστιμον στὴ γεῦσιν, ἐξωτερικῶς ἐφαίνετο (ἔτσι)•Διότι δὲν ἦταν κατὰ τὴ δοκιμὴν καλὸν εἰς τὴν γεῦσιν• διότι ἡ γεῦσις του φαίνεται ὅτι ἔβλαψεν τοὺς ἀνθρώπους. Λοιπὸν ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ καθ' ἕκαστον βλάπτει, ἐν γενικότητι ὠφελεῖ, ὅπως ὁ διάβολος ἔβλαψεν τὸν Ἰούδα, ἀλλ' ἐκτὸς ἀπ' αὐτὸν, συνέβαλεν (ἄκων) νὰ στεφανωθοῦν οἱ λοιποί, οἱ ὁποῖοι νίκησαν τοὺς πειρασμοὺς τῆς κακότητος τοῦ διαβόλου.
10. Ὅθεν οὔτε ἀμφισβητήσιμον, οὔτε ἐπίμεπτον (εἶναι) ὅτι στὸν παράδεισο βρισκόταν ὁ διάβολος: ἐπειδὴ βέβαια δὲν μπόρεσε νὰ κλείσῃ τὸ δρόμον στοὺς ἁγίους γιὰ νὰ μὴ ἀναβῆ (ἐκεῖ) κάποιος (ἀπ' αὐτούς). Διότι οὔτε σὰν ἰδιοκτήτης ἀφήρπασεν ἀπὸ τοὺς δικαίους τὴν κατοίκησιν τῆς παροικίας (των). Διότι ἔστω (ὅτι), ὅπως ἐσὺ κάποιους τοὺς ὑπονομεύεις, (ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς) τοὺς ἐμπαθεῖς τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν παροικίαν τῆς ὡς ἄνω ἰδιοκτησίας, (καὶ) αὐτὸ (μολονότι εἶναι) πολὺ σεβαστότερον καὶ ὡραιότερον, (ὅμως) ἀποτρέπεται διὰ τῶν προσευχῶν τῶν ἁγίων, ἀφότου (μάλιστα) ἔχει ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο (τὸ ἄλλο): Ἐθεώρουν τὸν Σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν πεσόντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ (Λουκ. ι', 18).
Λοιπὸν ἄς μὴ φοβώμεθα αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀδύναμος μήπως καὶ ὁ ἴδιος πέση εἰς τὴν γῆν. Ἔλαβεν βέβαια (ὁ διάβολος) τὴν ἄδεια νὰ πειράζῃ: ἀλλὰ δὲν ἔλαβεν τὴ δύναμιν νὰ κατακρημνίζῃ, ἐκτὸς ἐὰν καταπίπτει ἐξ ἰδίας θελήσεως ἡ ἀδύναμη ψυχικὴ διάθεσις, ἡ ὁποία δὲν ἔχει μάθῃ νὰ ἐπικαλεῖται εἰς βοήθειάν της.
Καὶ γι' αὐτὸ εἶναι ἔργον κοπιῶδες νὰ μάθωμε μὲ ποιὰν ἀπάτην ἐπείρασεν (ὁ διάβολος) τὸν πρῶτον ἄνθρωπον καὶ τὶ θεώρησεν ὅτι πρέπει νὰ πειράξῃ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ, μὲ ποιὰν σειρά, μὲ ποιὰν τέχνη, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ φυλαγώμεθα.
11. Πολλοὶ ὅμως ποὺ δὲν θέλουν νὰ ἔχει ὑπάρξει ὁ διάβολος ἐν τῷ παραδείσῳ, -διαβάζομεν (ὅτι ὑπῆρξε) σὰν εἰς τὸν οὐρανὸν "ἑστηκὼς" μετὰ τῶν ἀγγέλων-, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθοῦν ὅτι προσβάλλονται μὲ τὴ δική μας ὁμιλίαν, ἄς ἐκλάβουν κατὰ τὴ θέλησίν τους τὴν ἑρμηνείαν αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ (βιβλικοῦ) ἀναγνώσματος. Διότι καὶ πρὶν ἀπὸ μᾶς ὑπῆρξεν (κάποιος) (Φίλων , Περὶ κατασκευῆς τοῦ Κόσμου), ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι διὰ τῆς ἐπιθυμίας διεπράχθη ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου παράβασις τῶν αἰσθήσεων ἐν τῷ εἴδει τοῦ φιδιοῦ, ἐκλαμβάνοντας τὴ μορφὴν τῆς ἡδονῆς ἐν τῇ μορφῇ τῆς γυναικός, τὴν sensum τῆς ψυχῆς συγκροτῶντας, τὴν ὁποίαν οἱ ἕλληνες ὀνομάζουν "αἴσθησιν": ἐξαπατηθείσης δὲ τῆς αἰσθήσεως ἐπιβεβαίωσεν τὸν ἐθελόκακον κατὰ τὴν διήγησιν mentem, τὸν ὁποῖον οἱ Ἕλληνες νοῦν ὀνομάζουν. Ὀρθῶς λοιπὸν εἰς τὴν ἑλληνικὴν ὁ νοῦς εἶναι (γραμματικῶς) ἀρσενικοῦ (γένους) ἡ δὲ αἴσθησις θηλυκοῦ. Ὅθεν καὶ κάποιοι (τὴ λέξιν Ἀδὰμ) μεταφράζουν "νοῦν γήϊνον". Ὁ δὲ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιον (Ματθ. κε' 1 ἑξ.) ἐκεῖνες τὶς παρθένες, ποὺ μὲ ἀναμμένες λαμπάδες ἢ σβυσμένες περίμεναν τὴν ἔλευσιν τοῦ νυμφίου θεώρησεν (ἀντίστοιχα) σὰν μυαλωμένες καὶ συνετὲς εἴτε σὰν μωρές. Διότι ἐὰν ἡ Εὔα δηλαδὴ ἡ αἴσθησις τῆς πρώτης γυναικὸς εἶχεν ἀναμμένες τὶς λαμπάδες, οὐδέποτε θὰ μᾶς εἶχεν ἐμπλέξει στὶς συνέπειες τῆς παραβάσεώς της, οὔτε καὶ ἡ ἴδια θὰ εἶχεν ἐκπέσει ἐξ ἐκείνης τῆς ἀθανασίας τῆς ἀρετῆς.
Κεφάλαιον Γ'
Διὰ τῆς πηγῆς τοῦ παραδείσου δηλοῦται ὁ Χριστός• περὶ τῶν ἐκεῖθεν πηγαζόντων τεσσάρων ποταμῶν, (ποὺ εἶναι) οἱ κύριες άρετὲς καὶ οἱ τέσσαρες ἐποχὲς τοῦ κόσμου.
12. Ὁ παράδεισος λοιπὸν εἶναι κάποια εὔφορη γῆ ἤτοι γόνιμη ψυχή, φυτευμένη ἐν Ἐδέμ, δηλαδὴ ἔν τινι ἐπιθυμίᾳ εἴτε καλλιεργημένη γῆ ἐν τῇ ὁποίᾳ εὐφραίνεται ἡ ψυχή. Προσέτι ὑπάρχει νοῦς ὡς ὁ Ἀδάμ: ὑπάρχει σ' αὐτὸν αἴσθησις ὅπως ἡ Εὔα. Καὶ γιὰ νὰ μὴ ἔχης αὐτὸ ποὺ νὰ τὸ διαστρέφης σὰν (δῆθεν) ἀδυναμίαν τῆς φύσεως, ἢ σὰν βλαβερὴν συνθήκη διὰ τοὺς ἀνεκτοὺς κινδύνους, νὰ θεωρῇς ποιὰ ἐπικουρικὰ ἀποθέματα ἔχει αὐτὴ ἐδῶ ἡ ψυχή.
13. Ὑπῆρχε πηγὴ γιὰ νὰ ποτίζῃ τὸν παράδεισον (Γεν. β', 10). Ποιὰ ἡ πηγὴ παρὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός! Αὐτὸς εἶναι πηγὴ αἰώνιας ζωῆς, ὅπως καὶ ὁ Πατήρ. Διότι ἐγράφη: "Διότι κοντὰ σὲ σένα πηγὴ ζωῆς" (Ψαλ. λε', 10). Ἔπειτα, "ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος ῥέουν ἐκ τῆς κοιλίας του" (Ἰω. ζ', 38). Ἀναγινώσκεται καὶ πηγή, ἀναγινώσκεται καὶ ποταμὸς ποὺ ποτίζει τὸ καρποφόρον δένδρον τοῦ παραδείσου, τὸ ὁποῖον κάνει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον. Ἐδῶ λοιπόν, ὅπως διάβασες, πηγή, διότι, εἶπεν, πηγὴ πηγάζει ἐξ Ἐδέμ, τοὐτέστιν, ἡ ψυχή σου ἔχει πηγήν. Ὅθεν ὁ Σολομὼν λέγει: Πίνω νερὸ ἐκ τῶν δοχείων σου καὶ ἐκ τῶν πηγῶν τῶν φρεάτων σου (Παρ. ε', 15). Ἐδῶ εἶναι ἡ πηγὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἀσκημένην καὶ πλήρη ἐπιθυμίας ψυχήν: ἐδῶ ἡ πηγὴ ποὺ ποτίζει τὸν παράδεισον, τοὐτέστιν, τὶς ἀρετὲς τῆς ψυχῆς ποὺ βλασταίνει ἀπὸ ἐξαισιότατη ἀξιομισθίαν.
14. Καὶ ἐδῶ διαιρεῖται, εἶπεν, ἡ πηγὴ εἰς τέσσαρας κλάδους. Τὸ ὄνομα τοῦ ἑνὸς (εἶναι) Φισὼν: αὐτὸς εἶναι ποὺ περικυκλώνει ὅλην τὴ γῆν Ἀβιλά, ὅπου βρίσκεται τὸ χρυσάφι. Τὸ δὲ χρυσάφι αὐτῆς τῆς γῆς εἶναι καλόν, ἐκεῖ εἶναι τὸ βδέλλιον καὶ ὁ λίθος ὁ ὀνυχίτης. Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ δεύτερου εἶναι Γεὼν: εἶναι αὐτὸς ποὺ περιῤῥέει ὅλην τὴν Αἰθιοπίαν. Καὶ ὁ τρίτος ποταμὸς (εἶναι) ὁ Τίγρις: εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁρμάει στοὺς Ἀσσύριους. Καὶ τὸ τέταρτον ποτάμι εἶναι ὁ Εὐφράτης (Γεν. β', 10-14). Αὐτὰ λοιπὸν εἶναι τὰ τέσσερα ποτάμια, δηλαδὴ κατὰ τοὺς Ἑβραίους. Ὁ Γάγγης δὲ κατὰ τοὺς Ἕλληνες, ποὺ ῥέει πρὸς τὴν Ἰνδίαν. Καὶ ὁ Γεὼν ποὺ περιβάλλει τὴ γῆν τῆς Αἰγύπτου καὶ τὴν Αἰθιοπίαν. Ἡ δὲ Μεσοποταμία λέγεται (ἔτσι), ἐπειδὴ τὴν ἐγκλείουν ὁ Τίγρις καὶ ὁ Εὐφράτης• ἐκ τοῦ ὅτι αὐτὴ βρίσκεται μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ποταμῶν καὶ ἐκ τοῦ ὅτι πρὸ ἀμνημονεύτων χρόνων αὐτοὶ ἐπέβαλαν τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα, ἡ κοινὴ γνώμη τὸ ἔχει ἐκφράσει. Ἀλλὰ πῶς ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ λέγεται πηγή. Διότι, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον, πηγὴ εἶναι ὁ λέγων: "Ἐὰν κανεὶς διψῇ, ἄς ἔλθῃ σὲ μένα, καὶ ἄς πιῇ" (Ἰω. ζ', 37). Πηγὴ εἶναι καὶ κατὰ τὸν προφήτην, ὁ ὁποῖος λέγει: "Ἔλθετε καὶ φάγετε ἐκ τῶν ἄρτων μου καὶ πιέστε οἶνον• τὸν ὁποῖον ἀνέμειξα μὲ νερὸ γιὰ νὰ σᾶς κεράσω" (Παρ. θ',5).
Ὅπως λοιπὸν πηγὴ ζωῆς εἶναι ἡ σοφία, πηγὴ χάριτος πνευματικῆς, ἔτσι εἶναι πηγὴ τῶν λοιπῶν ἀρετῶν, οἱ ὁποῖες μᾶς κατευθύνουν στὸ ῥεῦμα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀπ' τὴν καλλιεργημένη λοιπόν, ὄχι ἀπ' τὴν ἀκαλλιέργητη ψυχὴν πηγάζει αὐτὴ ἐδῶ ἡ πηγή, γιὰ νὰ ποτίζῃ τὸν παράδεισον, ἤτοι κάποια δάση ποικίλων ἀρετῶν, τῶν ὁποίων τέσσαρες εἶναι οἱ διακλαδώσεις στὶς ὁποῖες διαιρεῖται αὐτὴ ἐδῶ ἡ σοφία.
Ποιοὶ εἶναι οἱ τέσσαρες κλάδοι τῶν ἀρετῶν, παρὰ ὁ ἕνας τῆς σύνεσης, ὁ ἄλλος τῆς ἐγκράτειας, ὁ τρίτος τῆς δυνάμεως, ὁ τέταρτος τῆς δικαιοσύνης; (Πλάτων, βιβλ. δ', Περὶ τῆς Πολιτείας).
Αὐτὰ καὶ οἱ σοφοὶ τούτου τοῦ κόσμου τὰ ἔλαβαν ἀπ' τοὺς δικούς μας καὶ τὰ μετέφεραν στὰ κείμενα τῶν βιβλίων τους. Ὡσαύτως ὡς πηγὴ τῆς σοφίας, ἔτσι καὶ αὐτὰ τὰ τέσσερα ποτάμια εἶναι κάποια ῥεῖθρα ἀρετῶν ῥέοντα ἐξ ἐκείνης τῆς πηγῆς.
15. Ὁ Φισών, λοιπόν, εἶναι ἡ σύνεσις καὶ γι' αὐτὸ διαθέτει καλὸ χρυσάφι, βαρύτιμον βδέλλιον καὶ λίθον ὀνυχίτην. Διότι τὸ χρυσάφι συχνὰ τὸ λαμβάνομεν (ἑρμηνεύομεν) ἀντὶ τῶν εὐρεθέντων συνετῶν. Ὅθεν καὶ ὁ Κύριος διὰ τοῦ προφήτου λέγει: "Τοῦ ἔδωσα χρυσάφι καὶ ἀσῆμι" (Ὡσ. β', 8). Καὶ ὁ Δαβὶδ λέγει γιὰ τοὺς συνετοὺς: "Ἐὰν κοιμηθῆτε μεταξὺ τῶν μεσαίων κλήρων, ἐπαργυρωμένα πτερὰ περιστερᾶς, καὶ τὰ ὀπίσω τῶν νώτων αὐτοῦ ἐν εἴδει χρυσίου" (Ψαλ. ξε', 14 ; ) ἐκ τοῦ ὅτι, ὅποιος προσκολλᾶται στὴν Παλαιὰν καὶ Καινὴ Διαθήκη, μπορεῖ νὰ προβαίνῃ μὲ ἄφθονες ἀπορίες γιὰ τὰ ἴδια τὰ μυστικὰ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ λοιπὸν ὀνομάζει καλὸ χρυσάφι, ὄχι ἐκεῖνο τοῦ νομίσματος, τὸ ὁποῖον εἶναι φθαρτὸν καὶ γήϊνον. Ἔχει ἀκόμη, εἶπεν, ἔκπαγλο βδέλλιον, εἰς τὸ ὁποῖον σπινθηρίζει μία μαρμαρυγὴ τῆς ψυχῆς μας. Ἔχει καὶ τὸν ὀνυχίτην λίθον ὁ ὁποῖος φαίνεται νὰ δείχνῃ στὴν ὄψη κάτι τὸ πράσινωπὸν καὶ ζωηρὸν τοῦ χρώματός του. Διότι θάλλουν ὅσα δένδρα ζοῦν, ἀντίθετα ὅσα πεθαίνουν, ξεραίνονται: πρασινίζει ἡ γῆ ὅσον ἀνθοφορεῖ, ἀκμάζουν καὶ σπέρματα ὅσον πέφτουν στὴ γῆν. Καὶ καλῶς στὸν πρῶτον τόπον ἐτοποθετήθη αὐτὸς ὁ ποταμὸς Φισών, ὁ ὁποῖος κατὰ τοὺς Ἑβραίους ὀνομαζόμενος Φισὼν σημαίνει: κίνησις ἐκβολῆς• διότι περιρρέει ὄχι μίαν χώραν, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον διαῤῥέει τὴ Λυδίαν. Γιατὶ ἡ σύνεσις δὲν εἶναι καμία στενόχωρη ἀλλὰ πλούσια σὲ χρησιμότητες, ἡ ὁποῖα πολλοὺς ὠφελεῖ. Γι' αὐτὸ πρώτη, ὅπως ἐὰν κανεὶς ἐκ τοῦ παραδείσου εἶχεν βγῆ, σὰν κάποιο ποτάμι σύνεσης τὸν ὑποδέχεται γιὰ νὰ μὴ μπορῇ γρήγορα νὰ ξεραθῇ: ἀλλὰ καὶ δι' αὐτῆς (τῆς σύνεσης) εὔκολα εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιστρέψῃ στὸν παράδεισον. Αὐτὸ τὸ ποτάμι ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους ἐσυχνάζετο, καὶ ἐλέγετο ὅτι ἔχει μεγίστην ὡραιότητα καὶ γονιμότητα.
Καὶ γι' αὐτὸ ἡ σύνεσις ἐν τῷ εἴδει αὐτοῦ λαμβάνεται, ἡ ὁποία πλείστους καρποὺς προσέφερεν κατὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ Κυρίου. Καὶ εἰς τὰ ἔσχατα τῆς γῆς ῥέει, διότι διὰ τῆς Σοφίας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπελυτρώθησαν. Ὅθεν καὶ ἐλέχθη: "Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν" (Ψαλ. ιη', 5).
16. Δεύτερος εἶναι ὁ ποταμὸς Γιών, κοντὰ στὸν ὁποῖον ἐδόθη νόμος εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας, ὅταν αὐτοὶ εἶχαν ἀνασυνταχθῆ ἐν Αἰγύπτῳ, γιὰ νὰ ἀναχωρήσωσιν ἐξ Αἰγύπτου καὶ γιὰ νὰ φᾶνε τὸ ἀρνί ἐζωσμένοι τὴν ὀσφύν, ποὺ εἶναι σημάδι ἐγκρατείας. Διότι ἁρμόζει νὰ ἑορτάζωσιν τὸ πάσχα τοῦ Κυρίου ἁγνοὶ καὶ ἁγιασμένοι. Καὶ γι' αὐτὸ δίπλα σ' αὐτὸν ἐδῶ τὸν ποταμὸν γιὰ πρώτη φορὰν ἔγινεν ἡ τήρηση (νόμου)• διότι τὸ ὄνομα αὐτὸ σημαίνει κάποιο χάσμα γῆς. Ὅπως λοιπὸν τὸ χῶμα καὶ τὰ οἱαδήποτε σ' αὐτὸ εἴτε ἀποῤῥίμματα εἴτε φύλλα τὰ καραβροχθίζει τὸ χάσμα: ἔτσι ἡ ἁγνότης συνηθίζει νὰ ἀφανίζῃ ὅλα τὰ πάθη τοῦ σῶματος. Καὶ δίκαια ἐκεῖ (ἔγινε) γιὰ πρώτη φορὰν ἡ σύστασις τηρήσεως (νόμου), διότι διὰ τοῦ νόμου καταβροχθίζεται τὸ σαρκικὸν ἁμάρτημα. Καλῶς, λοιπόν, λέγεται ὅτι ὁ Γιών, εἰκὼν τῆς ἁγνότητος, περιῤῥέει τὴν Αἰθιοπικὴν χώραν, γιὰ νὰ ἀποπλύνῃ τὸ ἀπεχθὲς σῶμα καὶ νὰ σβύσῃ τὴν πυρκαϊὰν τῆς ποταπῆς σαρκός. Διότι ἡ (λέξις) Αἰθιοπία σημαίνει σὲ λατινικὴ μετάφραση ἀπεχθὴς καὶ ποταπή. Τὶ δὲ ἀπεχθέστερον τοῦ σώματός μας; Τὶ τόσον ὅμοιο μὲ τὴν Αἰθιοπία, διότι καὶ ὁ νέγρος ἔχει κάποια σκοτάδια ἁμαρτιῶν;
17. Τρίτος εἶναι ὁ ποταμὸς Τίγρης ὁ ὁποῖος ῥέει πρὸς τοὺς Ἀσσυρίους, πρὸς τὸν ὁποῖον ὡδηγήθη αἰχμάλωτος ὁ παραβάτης Ἰσραήλ. Αὐτὸς ὁ ποταμὸς λέγεται ὅτι εἶναι ὁ ὁρμητικότερος πάντων, αὐτὸν κατοικοῦν οἱ Ἀσσύριοι, δηλαδὴ οἱ ἰθύνοντες. Διότι αὐτὸ σημαίνει μεταφραζόμενη ἡ λέξις (Ἀσσύριοι). Οἱοσδήποτε λοιπὸν διὰ τῆς ψυχικῆς δυνάμεως ᾐχμαλώτισεν τὰ παραβατικὰ ἐλαττώματα τοῦ σώματος κατευθύνων (αὐτὸ) πρὸς τὰ ἀνώτερα, αὐτὸς θεωρεῖται ὅμοιος μ' αὐτὸ τὸ πατάμι. Καὶ γι' αὐτὸ ἀποῤῥέει σὰν ἀπὸ μίαν πηγὴν ἀκόμη καὶ δύναμις ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ βρίσκεται στὸν παράδεισον.
Ἡ δύναμις δὲ σὰν κάποιο ῥεῦμα διαπερνᾶ τὶς οἱεσδήποτε ἀντιστάσεις, οὔτε καὶ σταματάει ἡ ῥοὴ τῶν κωλυμάτων της σὲ κάποια ἐμπόδια.
18. Τέταρτος εἶναι ὁ ποταμὸς Εὐφράτης, ὁ ὁποῖος στὰ λατινικὰ ὀνομάζεται γονιμότης καὶ ἀφθονία καρπῶν, δηλοῦσα κάποιον σημεῖο δικαιοσύνης, ἡ ὁποία καὶ ποιμαίνει κάθε ψυχήν. Διότι καμία ἀρετὴ δὲν φαίνεται νὰ ἔχῃ ἀφθονότερους καρπούς, ἀπ' ὅσον ἡ ἰσότης καὶ ἡ δικαιοσύνη, ἡ ὁποία ὠφελεῖ τοὺς ἄλλους μᾶλλον παρὰ τὸν ἑαυτόν της, καὶ παραμελεῖ τὶς δικές της χρησιμότητες προτιμῶσα τὴν κοινὴν ὠφέλειαν. Πολλοὶ (πάλιν) νομίζουν ὅτι (ἡ ὀνομασία) Εὐφράτης ἐλέχθη ἀπὸ τοῦ "εὐφραίνεσθαι", τοὐτέστιν ἐκ τοῦ χαίρεσθαι ἐκ τοῦ ὅτι τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τίποτε ἄλλο δὲν χαίρεται περισσότερον, ὅσον ἀπὸ τὴ δικαιοσύνην καὶ ἰσότητα ὡς αἰτίαν δὲ διὰ τὴν ὁποίαν περιγράφονται οἱ ἄλλοι ποταμοὶ ποῦ συγκλίνουν, (ἐνῶ) δὲν περιγράφονται οἱ περιοχὲς ὅπου ὁ Εὐφράτης συγκλίνει, δεχόμεθα ἐκείνην, ὅτι τὸ νερὸ του πιστοποιεῖται ζωτικὸν καὶ αὐτὸ θάλπει καὶ αὐξάνει.
Ὅθεν αὐτὸν Αὔξοντα οἱ σοφοὶ τῶν Ἑβραίων καὶ τῶν Ἀσσυρίων ὀνόμασαν: τοὐναντίον δὲ λέγεται ὅτι εἶναι τὸ νερὸν τῶν ἄλλων ποταμῶν.
Ἔπειτα ἐπειδὴ ὅπου σύνεσις, ἐκεῖ (παραμονεύει καὶ) ἡ κακότης: ὅπου ἰσχύς, ἐκεῖ καὶ ὀργή: ὅπου ἐγκράτεια πολλῶν, ἐκεῖ (ἐλλοχεύει) ἡ ἀκράτεια, ἢ εὑρίσκονται τὰ ἄλλα πάθη: ὅπου δὲ δικαιοσύνη, ἐκεῖ ὑπάρχει ἁρμονία καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν: γι' αὐτὸ ὄχι ἀπ' τοὺς τόπους ἀπ' ὅπου ῥέει, τοὐτέστιν δὲν γνωρίζεται ἐκ τοῦ μέρους.
Διότι ἡ δικαιοσύνη δὲν εἶναι μέρος, ἀλλὰ σὰν μητέρα τῶν πάντων. Σ' αὐτοὺς τοὺς τέσσαρες ποταμούς ἐκφράζονται οἱ τέσσαρες κύριες ἀρετές, οἱ ὁποῖες σὰν αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου νὰ ἐνέκλεισαν τὶς περιόδους.
19. Ἡ πρώτη λοιπὸν περίοδος ἐξ ἀρχῆς τοῦ κόσμου μέχρι τὸν κατακλυσμὸν ὑπῆρξεν ἐποχὴ συνέσεως, καθ' ἣν ἐποχὴν οἱ δίκαιοι ἀπαριθμοῦνται, τοῦ Ἅβελ ὀνομασθέντος δικαίου ὑπὸ τοῦ Θεοῦ (Ματ. κγ', 35)• καὶ ὁ Ἐνώς, δηλαδὴ ὁ κατ' εἰκόνα Θεοῦ πλασθεὶς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἤλπισε νὰ ἐπικαλεσθῇ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ (Γεν. δ', 16)• καὶ ὁ Ἐνώχ, ποὺ λατινιστὶ σημαίνει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἁρπαγεὶς εἰς τὸν οὐρανόν• (Γεν. ε', 24)• καὶ ὁ Νῶε, ὁ ὁποῖος ὁ ἴδιος εἶναι καὶ δίκαιος (Γεν. στ', 9) καὶ κάποια κατεύθυνσις ἀναπαύσεως.
20. Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν ὑπολοίπων πατριαρχῶν, εἰς τοὺς ὁποίους ἔλαμψεν κάποια ἁγνὴ καὶ καθαρὴ ἀντίληψις περὶ θρησκείας. Διότι ὁ ἄμωμος Ἰσαὰκ ἐδόθη ὡς γυιὸς στὸν Ἀβραὰμ διὰ ἐπανυποσχέσεως, ὁ ὁποῖος Ἀβραὰμ προτιμοῦσεν τὰ δῶρα ὄχι τόσον τῆς σωματικῆς γεννήσεως ὅσον καὶ θείας ἐπιείκειας, εἰς τὸν ὁποῖον προεπορεύετο ἡ μορφὴ τοῦ ἀληθῶς ἀμώμου, ὅπως διδάσκει ὁ Ἀπόστολος λέγων: Διότι εἰς τὸν Ἀβραὰμ ἐλέχθησαν οἱ ἐπαγγελίες καὶ στὸ σπέρμα του. Δὲν λέγει: καὶ στὰ σπέρματα σὰν σὲ πολλά, ἀλλὰ σὰν σὲ ἕνα, καὶ στὸ σπέρμα σου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς (Γαλ. γ', 16).
21. Τρίτη εἶναι ἡ ἐποχὴ τοῦ νόμου τοῦ Μωϋσῆ καὶ τῶν λοιπῶν προφητῶν. Διότι "ἐπιλείψει με ὁ χρόνος διηγούμενον περὶ τοῦ Γεδεών, τοῦ Βαράκ, τοῦ Σαμψών, τοῦ Δαβίδ, τοῦ Σολομῶντος, τοῦ Σαμουήλ, καὶ λοιπῶν προφητῶν, τοῦ Ἀνανία, Ἀζαρία Μισαὴλ καὶ Δανιήλ. Ἡλία καὶ Ἑλισαίου, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς πίστεως κατηγωνίσθησαν βασίλεια, ἐργάσθηκαν τὴ δικαιοσύνην, πέτυχαν ἐπαγγελίες, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβυσαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, ξέφυγαν ἀπ' τὴ λεπίδα τοῦ ξίφους, ξαναδυνάμωσαν ἐνῶ ἦταν ἀσθενεῖς, ἀπεδείχθησαν ἰσχυροὶ στὸν πόλεμον, παρεμβολὰς ἐχθρῶν ἔτρεψαν σὲ φυγήν" (Ἑβρ. ια', 32-34). Δίκαια λοιπὸν ἔχουν αὐτοὶ τὴν ὄψιν τῆς δυνάμεως. Διότι κατεδιώχθησαν, ὅπως βλέπεις κατωτέρω, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον. Περιπλανήθηκαν μὲ δέρματα αἰγῶν, στερούμενοι, στενοχωρούμενοι, θλιβόμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος. Στὶς ἐρημιὲς περιπλανώμενοι, στὰ βουνά, σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς. Ὀρθῶς λοιπὸν τοὺς ἀποδίδομεν ὄψιν δυνάμεως.
22. Κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο δὲ ἡ μορφὴ τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἄξια, διότι ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἀρετὴ εἰς σωτηρίαν παντὶ τῷ πιστεύοντι. Τελικὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει: "Ἄνευ μέτρου• διότι ἔτσι πρέπει νὰ ἐκπληρώσωμεν πᾶσα δικαιοσύνην" (Ματ. γ', 15): αὐτὴ βέβαια εἶναι γόνιμη μήτηρ τῶν λοιπῶν ἀρετῶν.
Ἐν τούτῳ προσέτι καὶ οἱ λοιπὲς εἶναι παροῦσες• διότι οἱ ἴδιες εἶναι ἀρετὲς συνημμένες πρὸς ἑαυτὲς καὶ συγκεκριμένες. Δηλαδὴ ὅπως ὁ δίκαιος Ἅβελ καὶ ὁ ἰσχυρότετος καὶ καρτερικότατος Ἀβραὰμ καὶ οἱ συνετότατοι προφῆτες: ὁ Μωϋσῆς ἀληθῶς πεπαιδευμένος μὲ πᾶσαν σοφίαν Αἰγυπτίων, προτίμησεν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴ μείζονα τιμὴν τῶν θησαυρῶν τῆς Αἰγύπτου. Καὶ ποιὸς σοφότερος τοῦ Δανιὴλ; Καὶ ὁ Σολομὼν ζήτησεν τὴν σοφίαν, καὶ ἀξιώθηκε νὰ τὴν ἀποκτήσῃ. Ἐλέχθη λοιπὸν περὶ τῶν τεσσάρων ποταμῶν τῶν ἀρετῶν, τῶν ὁποίων ἡ πόσις εἶναι ὠφέλιμη. Καὶ ὅτι ἐλέχθη ὅτι ὁ Φισὼν ἔχει καλὸ χρυσάφι τῆς γῆς καὶ βδέλλιον καὶ λίθον ὀνυχίτην, κι' αὐτὸ ἄς ἐξετάσωμεν, τὶ εἴδους εἶναι αὐτά.
23. Διότι σ' ἐμᾶς φαίνεται ὡς καλὸ χρυσάφι ὁ Ἐνώχ, ὁ ὁποῖος συνετῶς ἐπεθύμησε νὰ γνωρίζῃ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἐνὼχ δέ, ὁ ὁποῖος μετετέθη (εἰς τὸν οὐρανὸν) καὶ δὲν ἀντιμετώπισε θάνατον εἶναι κάποιο βδέλλιον, λίθος εὔοσμος, τὸν ὁποῖο διὰ τῶν ἔργων του ὁ ἅγιος Ἐνὼχ προσέφερεν στὸ Θεὸν ἀποπνέων χάριν ἐκ τῶν ἔργων του καὶ τῶν ἠθῶν του. Ὁ δὲ Νῶε ὡς λίθος ὀνυχίτης προτίμησεν τὸ πράσινο χρῶμα. Ἐὰν βέβαια κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ κατακλυσμοῦ διετηρήθη ἐντὸς ἐκείνης τῆς κιβωτοῦ σὰν γιὰ ζωτικὸν σπέρμα (προοριζόμενον) γιὰ μέλλουσαν ἀνασύστασιν. Ἑπομένως, ὁ παράδεισος, ὁ ὑπὸ πολλῶν ποταμῶν ἀρδευόμενος, καλῶς (λέγεται ὅτι) εἶναι πρὸς ἀνατολάς, ὄχι κατὰ τῆς ἀνατολῆς, δηλαδή, πρὸς ἐκεῖνον τὸν ἀνατέλλοντα τὸν ὀνομαζόμενον Ἀνατολήν, τοὐτέστιν πρὸς τὸ Χριστόν, ὁ ὁποῖος διαχέει κάποιον σέλας αἰωνίου φωτός, καὶ εἶναι ἐν τῇ Ἐδέμ, δηλαδὴ ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ.
Κεφάλαιον Δ '
Ὁ ἄνδρας δὲν ἐδημιουργήθη εἰς τὸν παράδεισον, ἀλλὰ (μόνον) τοποθετήθηκεν (σ' αὐτὸν): ἀλλ' ἡ γυναῖκα ἐδημιουργήθη εἰς τὸν παράδεισον (καὶ) δι' αὐτῆς ἐκεῖνος (ὁ ἄνδρας) ἐξηπατήθη. Τότε τὶ νὰ εἶναι ἆράγε τὸ "ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν";
24. "Καὶ ἔλαβεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον ἐποίησεν , καὶ τὸν ἔθεσεν ἐν τῷ παραδείσῳ ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν" (Γεν. β', 15). Βλέπεις γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἦταν (ἀπὸ πρὶν δημιουργημένος), λαμβάνεται. Εὑρίσκετο δὲ (μέχρι ἐκείνου τοῦ χρονικοῦ σημείου τῆς προσλήψεώς του) ἐν τῇ γῇ ὅπου αὐτὸς ἐπλάσθη. Ἔλαβε, λοιπόν, αὐτὸν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἐμπνέουσα (σ' αὐτὸν) προόδους καὶ αὐξήσεις τῆς ἀρετῆς: καὶ τελικὰ τὸν ἐτοποθέτησεν ἐν τῷ παραδείσῳ• γιὰ νὰ ξέρῃς πὼς καὶ τὸ ὅτι προσελήφθη ὅπως καὶ τὸ ὅτι ἐνεπνεύσθη εἶναι ἐκ θείας δυνάμεως. Γι' αὐτὸ παρατήρει ἐκεῖνο ἐκ τοῦ τόπου ὅτι ὁ ἄνδρας ἐδημιουργήθη ἐκτὸς τοῦ παραδείσου, γιὰ νὰ προσέξῃς τὸ ἐκτὸς τόπου, (ὅτι) ὄχι ἕνεκα εὐγενείας τοῦ γένους, ἀλλὰ ἕνεκα ἀρετῆς ὁ καθένας (τους) συγκρίνει μὲ τὸν ἑαυτόν του τὴ χάριν. Τελικὰ ἄν καὶ ἐδημιουργήθη ὁ ἄνδρας ἐκτὸς τοῦ παραδείσου, τοὐτέστιν εἰς κατώτερον τόπον, εὑρίσκεται καλλίτερος• καὶ ἐκείνη ποὺ δημιουργήθηκεν εἰς τόπον καλλίτερον, ἤτοι εἰς τὸν παράδεισον ἀποδεικνύεται κατώτερη. Διότι ἡ γυναῖκα προηγουμένως ἐξηπατήθη καὶ (κατόπιν) ἡ ἴδια ἐδελέασεν τὸν ἄνδρα. Ὅθεν ὁ ἀπὸστολος Πέτρος ἀνέφερεν ὅτι οἱ ἁγίες γυναῖκες οἱ ὑποταγμένες εἰς τὸ ἰσχυρότερον σκεῦος, εἰς τοὺς ἄνδρας τους, πρέπει νὰ ὑπακούουν (σ'αὐτοὺς) σὰν σὲ κυρίους (Α' Πέτρ. γ', 1). Καὶ ὁ Παῦλος λέγει: "Διότι δὲν ἐξηπατήθη ὁ Ἀδὰμ• ἀλλ' ἡ γυναῖκα ἐξηπατήθη εἰς παράβασιν (Α' Τιμ. β', 14).
Καὶ γι' αὐτὸ πρέπει νὰ προσέξωμεν ὥστε κανεὶς νὰ μὴ ἐκθέτῃ ἑαυτὸν ἀπὸ πρὶν μὲ εὐκολίαν. Διότι ἰδοὺ ἐκείνη ποὺ ἐδημιουργήθη γιὰ νὰ εἶναι βοηθὸς τοῦ ἀνδρός, στερεῖται τῆς ἐπιστασίας τοῦ ἀνδρός• διότι ὁ ἄνδρας εἶναι κεφαλὴ τῆς γυναικός: καὶ ἐκεῖνος ποὺ πίστευεν ὅτι ἐπρόκειτο νὰ εἶναι προστάτης τῆς συζύγου, ἐξέπεσεν ἐξ αἰτίας τῆς συζύγου.
Ὅθεν οὐδεὶς πρέπει νὰ ἐμπιστεύηται εὔκολα στὸν ἄλλον, παρὰ μόνον σ' ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου τὴν ἀρετὴν θὰ ἔχῃ δοκιμάσει, οὔτε νὰ ὑπερηφανεύηται ὅποιος ἔχει νομίσει τὸν ἑαυτόν του μὴ ἔχοντα βοηθηθῆ• ἀλλὰ μᾶλλον ἐὰν ἔχει εὕρῃ ἰσχυρότερον αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου θεωροῦσεν τὸν ἑαυτόν του ἐπιστάτην, νὰ λαμβάνῃ χάριν ἀπ' αὐτὸν τὸν ἴδιον, ὅπως καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος διδάσκει ὅτι καὶ οἱ ἄνδρες πρέπει νὰ λαμβάνουν τιμὴν ἐκ μέρους τῶν γυναικῶν, ὅταν λέγῃ: "Οἱ ἄνδρες ὁμοίως συνοικεῖτε μὲ τὰς γυναῖκας ἐν φρονήσει, ἀποδίδοντες τιμὴν εἰς τὸ γυναικεῖον φῦλον, ὡς εἰς σκεῦος ἀσθενέστερον καὶ ὡς συγκληρονόμον τῆς χάριτος τῆς ζωῆς, διὰ νὰ μὴ ἐμποδίζωνται οἱ προσευχές σας" (Α' Πέτρ. γ', 7).
25. Λοιπὸν ὁ ἄνδρας ἐτοποθετήθῃ στὸν παράδεισον, ἡ γυναῖκα ἐδημιουργήθη στὸν παράδεισον. Ἀλλὰ καὶ τότε, πρὶν νὰ ἐξαπατηθῇ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὸ φίδι, εἶχεν τὴ χάριν τοῦ ἀνδρός, διότι ἐλήφθη ἐκ τοῦ ἀνδρός: τοῦτο τὸ μυστήριον εἶναι μέγα, ὅπως εἶπεν ὁ Ἀπόστολος (Ἐφ. ε', 32). Καὶ γι' αὐτὸ (ἡ γυναῖκα) ἕλκει τὴν αἰτίαν τῆς ζωῆς ἀπ' αὐτὸν. Καὶ γι' αὐτὸ μόνον περὶ τοῦ ἀνδρὸς εἶπεν ἡ Γραφή, ὅτι ἔθεσεν αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν. Διότι εἰς τὴν ἐργασίαν ἐνυπάρχει κάποια πρόοδος στὴν ἀρετήν, εἰς τὴν φύλαξιν νοεῖται κάποια ἀνάλωσις τοῦ ἔργου• ἐκ τοῦ ὅτι ὡς δαπανηθέντα φυλάσσει. Αὐτὰ τὰ δύο ζητοῦνται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ νὰ ἀναζητῇ στὰ ἔργα ὅλο καὶ καινούργια καὶ νὰ φυλάσσῃ τὰ ἀποκτηθέντα, τὸ ὁποῖον ἰσχύει γενικῶς. Καὶ ὁ Φίλων, ἐπειδὴ δὲν συνελάμβανε τὰ πνευματικὰ μὲ τὸν ἰουδαϊκὸν ζῆλον (του), περιορίστηκεν στὰ ἠθικὰ γιὰ νὰ πῇ ὅτι αὐτὰ τὰ δύο ἐκζητοῦνται, τὰ ἔργα στὸν ἀγρόν, (καὶ) ἡ φύλαξις τοῦ οἴκου. Καὶ μολονότι ὁ παράδεισος, εἶπεν, δὲν ἐστερεῖτο ἔργων ἀγροτικῶν• ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος θὰ χρησίμευεν ὡς νόμος διὰ τοὺς μεταγενεστέρους, γι' αὐτὸ ἔλαβεν καὶ στὸν παράδεισον τὸ εἶδος τῆς νόμιμης ἐργασίας καὶ ἐμᾶς συνέσφιγξεν πρὸς ἐργασίαν καὶ φύλαξιν τοῦ ὀφειλόμενου καθήκοντος καὶ πρὸς ἀμοιβὴν τῆς κληρονομικῆς διαδοχῆς. Αὐτὰ τὰ δύο λοιπὸν ἀπαιτοῦνται ἀπὸ σένα εἴτε δηλαδὴ ἠθικῶς εἴτε πνευματικῶς. Αὐτὸ καὶ ὁ προφητικὸς ψαλμὸς σὲ διδάσκει, διότι ἐγράφη: Ἐὰν δὲν οἰκοδομήσῃ οἶκον ὁ Κύριος, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδόμοι. Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησαν οἱ φύλακές της" (Ψαλ. ρκστ', 1). Βλέπεις ὅτι κοπιάζουν ὅσοι ἐργάζονται καὶ ἀνυψώνουν οἰκοδομὲς• καὶ ὅτι αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν, ὅσοι ἤδη ἀνέλαβαν τὴ φύλαξιν τοῦ τελειωμένου ἔργου. Ὅθεν καὶ ὁ Κύριος εἰς τοὺς ἀποστόλους σὰν σὲ ἤδη τελειότερους, εἶπεν: "Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε, γιὰ νὰ μὴ μπῆτε στὸν πειρασμὸν" (Ματ. κστ', 41): διδάσκων (ἔτσι) ὅτι πρέπει νὰ ὑπηρετῆται τὸ δῶρον τῆς τελείας φύσεως καὶ ἡ χάρις τῆς πλήρους ἀρετῆς, καὶ οὔτε (πρέπει νὰ ὑπηρετῆται) ὁποιαδήποτε ἀκόμη καὶ ἡ τελειοτέρα (ἀρετὴ) ἐκτὸς ἐὰν θὰ ἔχῃ ἐπαγρυπνήσει κανεὶς πάνω στὸ καθῆκον γιὰ φύλαξη τοῦ ἑαυτοῦ του.