Ἀγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων "Περί τοῦ Παραδείσου"

Λόγοι, διδαχές και παραινέσεις των Αγίων της Ορθοδοξίας μας προς διόρθωση της πορείας του βίου μας.

Moderator: inanm7

Ἀγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων "Περί τοῦ Παραδείσου"

Unread postby inanm7 » Wed Oct 06, 2021 12:47 pm

Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων

"Περί τοῦ Παραδείσου"

Βιβλίον Ἕν

Κεφάλαιον Α'


Πόσο δύσκολον εἶναι νὰ πραγματεύηται κανεὶς περὶ τοῦ Παραδείσου. (Εἰς τὸ ἀκόλουθον κείμενον) ἐνδείκνυται ὁ δημιουργός του, ἡ φύσις τοῦ παραδείσου, ἡ τοποθεσία του, ὁ ἔνοικός του• καὶ γιὰ τὸ ὅλον πρᾶγμα δίδεται ἡ ἑρμηνεία κατὰ τὸ μυστικὸν νόημά (του).


1. "Καὶ ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν τῇ Ἐδέμ, κατὰ ἀνατολάς: καὶ ἔθεσεν ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον ἔπλασεν" (Γεν. β',8). Ἡ περὶ τοῦ παραδείσου ὁμιλία, ποὺ ἐπιχειροῦμε, δὲν φαίνεται νὰ μᾶς ἐμβάλλῃ μέτριον ζῆλο, γιὰ νὰ ἐξετάσωμεν καὶ ἐξηγήσωμεν στοὺς ἐπιθυμοῦντες τὶ ἆράγε νὰ εἶναι ὁ παράδεισος καὶ ποῦ νὰ βρίσκηται καὶ τὶ εἴδους νὰ εἶναι: καὶ μάλιστα ἐπειδὴ ὁ Ἀπόστολος λέγει ὅτι δὲν γνωρίζει ἐὰν εἴτε μὲ τὸ σῶμα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος (πάντως), ὅμως (γνωρίζει ὅτι) ἡρπάγη μέχρι τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ ἀμέσως πάλιν, λέγει: Γνωρίζω ὅτι ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος, εἴτε ἐν σώματι, εἴτε ἐκτὸς σώματος, δὲν γνωρίζω ἐγώ, ὁ Θεὸς ξέρει, ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον, καὶ ἄκουσε ῥήματα ἄῤῥητα, τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ νὰ τὰ λαλήσῃ ἄνθρωπος... Περὶ τούτου θὰ καυχηθῶ καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτόν μου παρὰ μόνο γιὰ τὶς ἀδυναμίες μου: ἀλλὰ καὶ ἄν θελήσω νὰ καυχηθῶ, δὲν θἆμαι ἀσύνετος: διότι λέγω τὴν ἀλήθειαν (Β' Κορ. ιβ' , 3-6). Ἑπομένως, ἐὰν ὁ παράδεισος εἶναι τέτοιου εἴδους, ὥστε αὐτὸν μόνον ὁ Παῦλος καὶ ὅποιος ἄλλος ὅμοιος τοῦ Παύλου μπόρεσε νὰ δῆ, ὅταν διῆγεν αὐτὴν τὴν ζωήν• ὁ ἴδιος δὲ δὲν μποροῦσε νὰ θυμηθῇ ἐὰν (ἦταν) ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς σώματος• ἄκουσε δὲ λόγια γιὰ τὰ ὁποῖα ἐμποδίσθηκε νὰ ἀνακοινώση ὅ,τι ἄκουσε, κατὰ ποιὸ λοιπὸν τρόπο θὰ μπορούσαμε ἐμεῖς νὰ λύσωμεν τὴν ἀπορία γιὰ τὴν τοποθεσίαν τοῦ παραδείσου, τὸν ὁποῖον οὔτε νὰ δοῦμε μπορέσαμεν; (Ἀλλὰ) καὶ ἐὰν εἴχαμε μπορέσει νὰ δοῦμε θὰ ἐκωλυόμεθα ὅμως νὰ τὸ δηλώσωμεν σὲ ἄλλους; Πάλιν ἀφοῦ ὁ Παῦλος φοβήθηκε μὴ ὑπερηφανευθῆ ἕνεκα τῆς ὑπερβολῆς τῶν ἀποκαλύψεων, πόσο μᾶλλον πρέπει ἐμεῖς νὰ φοβώμεθα νὰ ἐρευνῶμεν περιεργότερον αὐτό, τοῦ ὁποίου ἀκόμη καὶ ἡ ἀποκάλυψις διατρέχει τὸν κίνδυνο νὰ εἶναι βλαπτική; Δὲν πρέπει, λοιπόν, νὰ ἐκλαμβάνωμεν αὐτὸν τὸν παράδεισον σὰν ὑλικόν• καὶ ἔτσι ἀφίνομεν τὸν Παῦλο νὰ ἔχῃ τὸ μυστικόν (του).
2. Ὅμως ἐπειδὴ σ' αὐτὸ τὸ σημεῖον τῆς Γενέσεως διαβάζομεν ὅτι ὁ παράδεισος φυτεύθηκεν ἀπὸ τὸ Θεὸν "κατὰ ἀνατολάς" καὶ ὅτι ἐδῶ τοποθετήθηκεν ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον ἔπλασεν ὁ Θεός• αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ παραδείσου τὸ δημιουργὸν μποροῦμεν ἤδη νὰ ἀνακαλύψωμε. Διότι ποιὸς μπόρεσε νὰ διαμορφώσῃ τὸν παράδεισον, παρὰ μόνον ὁ παντοδύναμος Θεός, ὁ ὁποῖος εἶπεν καὶ ἔγιναν, ὁ ὁποῖος ποτὲ δὲν στερεῖται ἀπ' ὅσα (αὐτὸς) θέλει νὰ παραχθῶσιν; Λοιπόν, ὁ ἴδιος ἐφύτευσεν τὸν παράδεισον περὶ τοῦ ὁποίου ἡ Σοφία λέγει: "Κάθε φυτεία, τὴν ὁποίαν δὲν ἐφύτευσεν ὁ Πατήρ μου, θὰ ἐκριζωθῇ" (Ματ. ιβ', 13). Καλὴ ἡ φυτεία τῶν ἀγγέλων, καλὴ καὶ ἡ τῶν ἁγίων. Διότι οἱ ἅγιοι ὑπὸ τὴν συκῆν καὶ τὴν ἄμπελον λέγονται (ὅτι θὰ εἶναι) κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν τῆς μελλοντικῆς εἰρήνης, οἱ ὁποῖοι (ἅγιοι) ἀποτελοῦν τύπον τῶν ἀγγέλων (Μιχ. δ', 4).
3. Λοιπὸν ὁ παράδεισος ἀναφέρεται ὡς ἔχων πάμπολλα δένδρα, ἀλλὰ δένδρα καρποφόρα, δένδρα εὔχυμα καὶ εὔρωστα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἐλέχθη: "Θὰ ἀγαλλιασθοῦν ὅλα τὰ δένδρα τῶν δασῶν" (Ψαλ. 95', 12)• δένδρα ἀειθαλῆ ἔχοντα τὸ ἐκ τῶν ἀρετῶν χλωρὸ χρῶμα, ὅπως ἐκεῖνο τὸ δένδρον, ποὺ ἐφυτεύθη "παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων" (Ψαλ. α', 1-2), τὸ ὁποῖον δὲν φυλοῤῥοεῖ• γιατὶ σ' αὐτὸ ὅλα τὰ φροῦτα ἀφθονοῦν. Ἐδῶ λοιπὸν βρίσκεται ὁ παράδεισος.
4. Ὁ τόπος δὲ στὸν ὁποῖον αὐτὸς ἐφυτεύθη, ὀνομάζεται ἐπιθυμία. Ὅθεν καὶ ὁ ἅγιος Δαβὶδ λέγει: "Καὶ θὰ τοὺς ποτίσῃς ἐκ τοῦ χειμάῤῥου τῆς ἐπιθυμίας σου" (Ψαλ. λε',9). Διότι ἔχεις διαβάσει ὅτι: "Πηγὴ πηγάζει ἐκ τῆς Ἐδέμ, ἀρδεύουσα τὸν παράδεισον" (Γεν. β', 10). Αὐτὰ λοιπὸν τὰ δένδρα τῶν ἁγίων, ποὺ φυτεύθηκαν στὸν παράδεισον, ποτίζονται σὰν ἀπὸ κάποιο ῥέον ὕδωρ τοῦ χειμάρρου τοῦ πνεύματος. Περὶ αὐτοῦ καὶ ἀλλοῦ λέγει: "Τοῦ ποταμοῦ τὸ ὅρμημα εὐφραίνει τὴν πόλιν τοῦ Θεοῦ" (Ψαλ. με', 5). Εἶναι δὲ ἐκείνη ἡ πόλις ἡ ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἡ ἐλευθέρα, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἀναβλασταίνουν οἱ διάφορες ἀξιομισθίες τῶν ἁγίων.
5. Σ' αὐτὸ λοιπὸν τὸν παράδεισον ἔθεσεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ἔπλασεν. Νὰ ἐννοῇς ἀκόμη ὅτι δὲν ἔθεσεν τὸν κατ' εἰκόνα Θεοῦ πλασθέντα ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸν ἄνθρωπον κατὰ τὸ σῶμα. Διότι ἕνας ἀσώματος δὲν εἶναι ἐν τόπῳ. Ἔθεσεν δὲ αὐτὸν εἰς τὸν παράδεισον σὰν ἥλιον ἐν οὐρανῷ, προσδοκῶντα τὴ βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ὅπως ἡ κτίσις ἀναμένει ἐναγωνίως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ.
6. Ἑπομένως ἐὰν ὁ παράδεισος βρίσκηται ἐκεῖ ποὺ εἶχαν φυτρώσει θάμνοι, φαίνεται ὅτι ὁ παράδεισος εἶναι ἡ ψυχὴ ποὺ πολλαπλασιάζει τὸ σπαρμένον σπέρμα, εἰς τὴν ὁποίαν (ψυχὴν) φυτεύεται ἡ κάθε μία ἀρετή, εἰς τὴν ὁποίαν (ψυχὴν) ἐπίσης ἦταν τὸ δένδρον τῆς ζωῆς, τοὐτέστιν ἡ σοφία, ὅπως εἶπεν ὁ Σολομὼν (Σοφ. Σολ. ζ', 21-26) ὅτι: ἡ σοφία δὲν ἀνέτειλεν ἐκ τῆς γῆς, ἀλλ' ἐκ τοῦ Πατρός. Διότι τὸ αἰώνιο φῶς ἔχει τὴ λάμψιν (του) καὶ ἡ παντοκρατορικὴ δόξα τὴν ἀκτινοβολίαν (της).

Κεφάλαιον Β'

Δὲν εἶναι ἀξιόμεμπτον τὸ ὅτι εἰς τὸν παράδεισον ἦταν τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, καὶ ὅτι στὸ ἴδιο μέρος ὑπῆρξεν τὸ φίδι. Καὶ ὅτι μερικοὶ κατάλαβαν ὑπὸ τὸ φίδι τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν.

7. Ἦταν δὲ τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ. Διότι ἔτσι ἔχεις (στὸ κείμενον): "Καὶ ἔκαμεν ὁ Θεὸς νὰ βλαστήσῃ δένδρον ὡραῖον εἰς τὴν ὄψιν καὶ καλὸν εἰς τὴν γεῦσιν, καὶ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ" (Γεν. β', 9). Μετὰ ταῦτα θὰ δοῦμεν ἐὰν ἦταν ἢ ὄχι ὅπως τὰ ἄλλα, αὐτὸ τὸ δένδρον τὸ ὡραῖον εἰς τὴν ὄψιν καὶ καλὸν εἰς τὴν γεῦσιν. Διότι εἰς αὐτὸ τὸ ἐδάφιο θὰ συζητηθῇ ἐπιτηδειότερον, τὸ ὑπὲρ καὶ τὸ κατὰ τοῦ αἰτίου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀνακαλύπτομεν ὅτι ἐξηπατήθη ὁ ἄνθρωπος νὰ γευθῆ ἀπὸ αὐτὸ τὸ δένδρον. Ἐν τῷ μεταξὺ τίποτα δὲν ἔχομεν, ποὺ τώρα νὰ πρέπῃ νὰ τὸ μεμφώμεθα κι' ἄν ἀκόμη δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζωμεν τὸ λόγον του. Διότι οὔτε πρέπει νὰ ἐκφέρωμαν κάποιαν ἀπερίσκεπτην καταδικαστικὴν κρίσιν κατ' αὐτῆς τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ἐὰν μερικὰ μᾶς φαίνονται δυσκολονόητα καὶ ἀκατάληπτα στὸ νοῦ μας, ὅπως ἡ δημιουργία φιδιῶν καὶ δηλητηριώδους τινὸς ζώου. Βέβαια ὡς ἄνθρωποι δὲν μποροῦμε μέχρι στιγμῆς νὰ κατανοῶμεν καὶ νὰ γνωρίζωμεν τὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγινεν τὸ καθένα. Ἔτσι λοιπὸν καὶ στὶς θεῖες Γραφὲς δὲν μεμφόμεθα ἀβασάνιστα ὅ,τι δὲν μποροῦμε νὰ κατανοῶμεν. Διότι εἶναι πλεῖστα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μετρηθοῦν σύμφωνα μὲ τὸ δικό μας μυαλόν, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐκτιμηθῶσιν βάσει τοῦ ὕψους τῆς θεϊκῆς διαθέσεως καὶ τοῦ λόγου.
8. Διότι ὑπόθεσε, χωρὶς νὰ προδικάσῃς τὴ μελλοντικὴ διαβεβαίωσιν, ὅτι τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ γι' αὐτὸ δὲν σοῦ ἀρέσει, ἐπειδὴ ἀφοῦ τὸ γεύθηκαν οἱ ἄνθρωποι, κατάλαβαν ὅτι εἶναι γυμνοί. Ἀλλ' ὅμως πρὸς ἀνακεφαλαίωσιν τῆς θείας ἐνεργείας θὰ σοῦ πῶ καὶ ὅτι αὐτὸ τὸ δένδρον ἐβλάστησεν εἰς τὸν παράδεισον καὶ ὅτι γι' αὐτὸ ἐπετράπη ἀπὸ τὸ Θεόν, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ γνωρίζωμεν τὴν ὑπεροχὴν τοῦ καλοῦ. Διότι πῶς θὰ ξέραμε νὰ διακρίνωμεν μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ, ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ἡ γνῶσις τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ; Διότι οὔτε ὅ,τι ἦταν κακόν, θὰ τὸ ἐκρίναμεν ὡς κακόν, ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ἡ γνῶσις τοῦ καλοῦ: ἡ γνῶσις δὲ τοῦ καλοῦ δὲν δύναται νὰ ὑπάρχη, ἄν δὲ ὑπάρχη τὸ (ἴδιον) τὸ καλόν: οὔτε πάλιν ὅ,τι ἦταν καλὸν θὰ ξέραμε ὅτι εἶναι καλόν, ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ἡ γνῶσις τοῦ κακοῦ.
Πάρε παράδειγμα ἀπ' τὴν ἴδιαν τὴν κατάστασιν τοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Ἔχει δηλαδὴ (αὐτὸ) καὶ κάποιαν πικράδα τῆς χολῆς (του), τὴν ὁποίαν, ἐὰν συνολικῶς θεωρήσῃς (τὰ πράγματα), θὰ τὴν βρῇς χρήσιμη γιὰ τὴν ὑγιείαν τοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως καὶ ὅ,τι θεωροῦμεν κακόν, τοποθετούμενον ὅμως εἰς τὸ σύνολον εἶναι ὠφέλιμον. Διότι ὅπως ἡ χολὴ εἶναι μέρος τοῦ σώματος καὶ ὅμως συμβάλλει στὴν ὠφέλειαν ὁλοκλήρου τοῦ σώματος: ἔτσι γνωρίζων ὁ Θεὸς ὅτι ἡ γνῶσις τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ θὰ συμβάλη εἰς τὴν ὠφέλειαν ὅλων, ὡς τὸ ἐπὶ μέρους καθιέρωσεν, ἵνα τὸ γενικὸν ὠφελήσῃ.
9. Τέλος ὅπως ἀνακαλύπτεις τὸ φίδι στὸν παράδεισον, ἔτσι καὶ (τὸ βρίσκεις) νὰ γεννιέται ὄχι χωρὶς τὴ θέλησιν τοῦ Θεοῦ. Ὑπὸ τὴ μορφὴ δὲ τοῦ φιδιοῦ κρύβεται ὁ διάβολος. Διότι τὸ ὅτι στὸν παράδεισο βρισκόταν ὁ διάβολος τὸ διδάσκει προσέτι καὶ ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ, ὁ ὁποῖος λέγει περὶ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Τύρου: Ἐν τῇ ἐπιθυμία τοῦ παραδείσου ἐκτίσθης (Ἰεζ,. κη', 13).
Τὸν ἄρχοντα δὲ τῆς Τύρου ἐκλαμβάνομεν ἐν τῇ μορφῇ τοῦ διαβόλου. Μήπως λοιπὸν καὶ ἕνεκα τούτου θὰ κατηγορήσωμεν τὸ Θεόν, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβωμεν τοὺς ἀποκεκρυμμένους ἐν Χριστῷ καὶ ἀποκρύφους θησαυροὺς τῆς ὑπεροχῆς καὶ σοφίας του, ἐκτὸς αὐτῶν ποὺ ὁ ἴδιος ἀξιώσει νὰ ἀποκαλύψῃ; Ἀπεκάλυψεν δὲ καθὰ γνωρίζομεν ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ μοχθηρία τοῦ διαβόλου συμβάλλει στὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Ὄχι ὅτι ὁ διάβολος θέλει νὰ ὠφελήσῃ, ἀλλ' ὅτι τὴν κακίαν αὐτοῦ, ἀκόμη καὶ ἐναντιουμένου, ὁ Θεὸς τὴν μεταστρέφει γιὰ χάρη μας πρὸς σωτηρίαν. Τελικὰ καὶ τὴν κακότητα τοῦ διαβόλου τὴν ἔκαμεν (ὁ Θεὸς) νὰ γίνῃ ἀρετὴ καὶ ξακουστὴ ὑπομονὴ τοῦ ἁγίου ἀνδρὸς Ἰὠβ. Ἡ μοχθηρία τοῦ διαβόλου ἔγινε ἄσκηση γιὰ τὴ δικαιοσύνην τοῦ Ἰώβ• γιὰ νὰ ἀγωνισθῇ αὐτὸς καὶ νικήσῃ, καὶ γιὰ νὰ ἀκολουθήση τὴ νίκην ὁ στέφανος. Διότι κανεὶς δὲν στεφανώνεται, ἐὰν δὲν ἀγωνισθῇ νομίμως. Καὶ ἡ ἁγνότης τοῦ Ἰωσὴφ ποτὲ δὲν θὰ εἶχε φθάσει μέχρι τὴ δική μας ἀνάμνησιν, ἐὰν ἡ σύνοικος σύζυγος τοῦ κυρίου του, ἐρεθισθεῖσα ἀπὸ τὰ καυτὰ κεντριὰ τοῦ διαβόλου, δὲν εἶχε θέσει σὲ πειρασμὸν τὸν ζῆλον του, ἐὰν μετὰ ἀπ' αὐτὸ δὲν εἶχεν ἐπιδιώξει τὸν ὄλεθρόν του, πρᾶγμα ποὺ ἔκανε φανερότερην τὴν ἁγνότητα τοῦ ἀνδρός, ὁ ὁποῖος περιεφρόνησεν τὸ θάνατο χάρη τῆς ἁγνότητος. Θέλεις νὰ ξέρῃς τὸ σκεπτικὸν τοῦ Θεοῦ; Βέβαια στὸ δράστη διάβολο φαίνονται ὅτι φόνοι ἑτοιμάζονται κατὰ τῶν δικαίων ἀνθρώπων, κι' ὅτι ἀκόμη ἀσκοῦνται μιαιφονίες τῶν γυιῶν• ἀλλ' ὁ Θεὸς κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον ἐπείρασεν τὸν Ἀβραὰμ, ὥστε νὰ ζητήση ἀπ' τὸν ἴδιον νὰ τοῦ θυσιάσῃ τὸ γυιόν. Ἀπ' αὐτὸν τὸν πειρασμὸν ὁ Ἀβραὰμ (ἐξῆλθεν) πιστὸς στὸ Θεὸν ἐπιδοκιμασθείς, διότι οὔτε ἀπέβαλεν τὴ χάρη τῆς εὐσεβείας οὔτε λύγισεν ἀπὸ λύπηση πρὸς τὸν ἀγαπημένον (του) γυιόν.
Ἔτσι, λοιπόν, καὶ τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ εἰς τὸν παράδεισον: αὐτὸ ποὺ ἦταν ὄμορφον στὴν ὄψιν καὶ νόστιμον στὴ γεῦσιν, ἐξωτερικῶς ἐφαίνετο (ἔτσι)•Διότι δὲν ἦταν κατὰ τὴ δοκιμὴν καλὸν εἰς τὴν γεῦσιν• διότι ἡ γεῦσις του φαίνεται ὅτι ἔβλαψεν τοὺς ἀνθρώπους. Λοιπὸν ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ καθ' ἕκαστον βλάπτει, ἐν γενικότητι ὠφελεῖ, ὅπως ὁ διάβολος ἔβλαψεν τὸν Ἰούδα, ἀλλ' ἐκτὸς ἀπ' αὐτὸν, συνέβαλεν (ἄκων) νὰ στεφανωθοῦν οἱ λοιποί, οἱ ὁποῖοι νίκησαν τοὺς πειρασμοὺς τῆς κακότητος τοῦ διαβόλου.
10. Ὅθεν οὔτε ἀμφισβητήσιμον, οὔτε ἐπίμεπτον (εἶναι) ὅτι στὸν παράδεισο βρισκόταν ὁ διάβολος: ἐπειδὴ βέβαια δὲν μπόρεσε νὰ κλείσῃ τὸ δρόμον στοὺς ἁγίους γιὰ νὰ μὴ ἀναβῆ (ἐκεῖ) κάποιος (ἀπ' αὐτούς). Διότι οὔτε σὰν ἰδιοκτήτης ἀφήρπασεν ἀπὸ τοὺς δικαίους τὴν κατοίκησιν τῆς παροικίας (των). Διότι ἔστω (ὅτι), ὅπως ἐσὺ κάποιους τοὺς ὑπονομεύεις, (ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς) τοὺς ἐμπαθεῖς τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν παροικίαν τῆς ὡς ἄνω ἰδιοκτησίας, (καὶ) αὐτὸ (μολονότι εἶναι) πολὺ σεβαστότερον καὶ ὡραιότερον, (ὅμως) ἀποτρέπεται διὰ τῶν προσευχῶν τῶν ἁγίων, ἀφότου (μάλιστα) ἔχει ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο (τὸ ἄλλο): Ἐθεώρουν τὸν Σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν πεσόντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ (Λουκ. ι', 18).
Λοιπὸν ἄς μὴ φοβώμεθα αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀδύναμος μήπως καὶ ὁ ἴδιος πέση εἰς τὴν γῆν. Ἔλαβεν βέβαια (ὁ διάβολος) τὴν ἄδεια νὰ πειράζῃ: ἀλλὰ δὲν ἔλαβεν τὴ δύναμιν νὰ κατακρημνίζῃ, ἐκτὸς ἐὰν καταπίπτει ἐξ ἰδίας θελήσεως ἡ ἀδύναμη ψυχικὴ διάθεσις, ἡ ὁποία δὲν ἔχει μάθῃ νὰ ἐπικαλεῖται εἰς βοήθειάν της.
Καὶ γι' αὐτὸ εἶναι ἔργον κοπιῶδες νὰ μάθωμε μὲ ποιὰν ἀπάτην ἐπείρασεν (ὁ διάβολος) τὸν πρῶτον ἄνθρωπον καὶ τὶ θεώρησεν ὅτι πρέπει νὰ πειράξῃ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ, μὲ ποιὰν σειρά, μὲ ποιὰν τέχνη, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ φυλαγώμεθα.
11. Πολλοὶ ὅμως ποὺ δὲν θέλουν νὰ ἔχει ὑπάρξει ὁ διάβολος ἐν τῷ παραδείσῳ, -διαβάζομεν (ὅτι ὑπῆρξε) σὰν εἰς τὸν οὐρανὸν "ἑστηκὼς" μετὰ τῶν ἀγγέλων-, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθοῦν ὅτι προσβάλλονται μὲ τὴ δική μας ὁμιλίαν, ἄς ἐκλάβουν κατὰ τὴ θέλησίν τους τὴν ἑρμηνείαν αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ (βιβλικοῦ) ἀναγνώσματος. Διότι καὶ πρὶν ἀπὸ μᾶς ὑπῆρξεν (κάποιος) (Φίλων , Περὶ κατασκευῆς τοῦ Κόσμου), ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι διὰ τῆς ἐπιθυμίας διεπράχθη ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου παράβασις τῶν αἰσθήσεων ἐν τῷ εἴδει τοῦ φιδιοῦ, ἐκλαμβάνοντας τὴ μορφὴν τῆς ἡδονῆς ἐν τῇ μορφῇ τῆς γυναικός, τὴν sensum τῆς ψυχῆς συγκροτῶντας, τὴν ὁποίαν οἱ ἕλληνες ὀνομάζουν "αἴσθησιν": ἐξαπατηθείσης δὲ τῆς αἰσθήσεως ἐπιβεβαίωσεν τὸν ἐθελόκακον κατὰ τὴν διήγησιν mentem, τὸν ὁποῖον οἱ Ἕλληνες νοῦν ὀνομάζουν. Ὀρθῶς λοιπὸν εἰς τὴν ἑλληνικὴν ὁ νοῦς εἶναι (γραμματικῶς) ἀρσενικοῦ (γένους) ἡ δὲ αἴσθησις θηλυκοῦ. Ὅθεν καὶ κάποιοι (τὴ λέξιν Ἀδὰμ) μεταφράζουν "νοῦν γήϊνον". Ὁ δὲ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιον (Ματθ. κε' 1 ἑξ.) ἐκεῖνες τὶς παρθένες, ποὺ μὲ ἀναμμένες λαμπάδες ἢ σβυσμένες περίμεναν τὴν ἔλευσιν τοῦ νυμφίου θεώρησεν (ἀντίστοιχα) σὰν μυαλωμένες καὶ συνετὲς εἴτε σὰν μωρές. Διότι ἐὰν ἡ Εὔα δηλαδὴ ἡ αἴσθησις τῆς πρώτης γυναικὸς εἶχεν ἀναμμένες τὶς λαμπάδες, οὐδέποτε θὰ μᾶς εἶχεν ἐμπλέξει στὶς συνέπειες τῆς παραβάσεώς της, οὔτε καὶ ἡ ἴδια θὰ εἶχεν ἐκπέσει ἐξ ἐκείνης τῆς ἀθανασίας τῆς ἀρετῆς.

Κεφάλαιον Γ'


Διὰ τῆς πηγῆς τοῦ παραδείσου δηλοῦται ὁ Χριστός• περὶ τῶν ἐκεῖθεν πηγαζόντων τεσσάρων ποταμῶν, (ποὺ εἶναι) οἱ κύριες άρετὲς καὶ οἱ τέσσαρες ἐποχὲς τοῦ κόσμου.


12. Ὁ παράδεισος λοιπὸν εἶναι κάποια εὔφορη γῆ ἤτοι γόνιμη ψυχή, φυτευμένη ἐν Ἐδέμ, δηλαδὴ ἔν τινι ἐπιθυμίᾳ εἴτε καλλιεργημένη γῆ ἐν τῇ ὁποίᾳ εὐφραίνεται ἡ ψυχή. Προσέτι ὑπάρχει νοῦς ὡς ὁ Ἀδάμ: ὑπάρχει σ' αὐτὸν αἴσθησις ὅπως ἡ Εὔα. Καὶ γιὰ νὰ μὴ ἔχης αὐτὸ ποὺ νὰ τὸ διαστρέφης σὰν (δῆθεν) ἀδυναμίαν τῆς φύσεως, ἢ σὰν βλαβερὴν συνθήκη διὰ τοὺς ἀνεκτοὺς κινδύνους, νὰ θεωρῇς ποιὰ ἐπικουρικὰ ἀποθέματα ἔχει αὐτὴ ἐδῶ ἡ ψυχή.
13. Ὑπῆρχε πηγὴ γιὰ νὰ ποτίζῃ τὸν παράδεισον (Γεν. β', 10). Ποιὰ ἡ πηγὴ παρὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός! Αὐτὸς εἶναι πηγὴ αἰώνιας ζωῆς, ὅπως καὶ ὁ Πατήρ. Διότι ἐγράφη: "Διότι κοντὰ σὲ σένα πηγὴ ζωῆς" (Ψαλ. λε', 10). Ἔπειτα, "ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος ῥέουν ἐκ τῆς κοιλίας του" (Ἰω. ζ', 38). Ἀναγινώσκεται καὶ πηγή, ἀναγινώσκεται καὶ ποταμὸς ποὺ ποτίζει τὸ καρποφόρον δένδρον τοῦ παραδείσου, τὸ ὁποῖον κάνει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον. Ἐδῶ λοιπόν, ὅπως διάβασες, πηγή, διότι, εἶπεν, πηγὴ πηγάζει ἐξ Ἐδέμ, τοὐτέστιν, ἡ ψυχή σου ἔχει πηγήν. Ὅθεν ὁ Σολομὼν λέγει: Πίνω νερὸ ἐκ τῶν δοχείων σου καὶ ἐκ τῶν πηγῶν τῶν φρεάτων σου (Παρ. ε', 15). Ἐδῶ εἶναι ἡ πηγὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἀσκημένην καὶ πλήρη ἐπιθυμίας ψυχήν: ἐδῶ ἡ πηγὴ ποὺ ποτίζει τὸν παράδεισον, τοὐτέστιν, τὶς ἀρετὲς τῆς ψυχῆς ποὺ βλασταίνει ἀπὸ ἐξαισιότατη ἀξιομισθίαν.
14. Καὶ ἐδῶ διαιρεῖται, εἶπεν, ἡ πηγὴ εἰς τέσσαρας κλάδους. Τὸ ὄνομα τοῦ ἑνὸς (εἶναι) Φισὼν: αὐτὸς εἶναι ποὺ περικυκλώνει ὅλην τὴ γῆν Ἀβιλά, ὅπου βρίσκεται τὸ χρυσάφι. Τὸ δὲ χρυσάφι αὐτῆς τῆς γῆς εἶναι καλόν, ἐκεῖ εἶναι τὸ βδέλλιον καὶ ὁ λίθος ὁ ὀνυχίτης. Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ δεύτερου εἶναι Γεὼν: εἶναι αὐτὸς ποὺ περιῤῥέει ὅλην τὴν Αἰθιοπίαν. Καὶ ὁ τρίτος ποταμὸς (εἶναι) ὁ Τίγρις: εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁρμάει στοὺς Ἀσσύριους. Καὶ τὸ τέταρτον ποτάμι εἶναι ὁ Εὐφράτης (Γεν. β', 10-14). Αὐτὰ λοιπὸν εἶναι τὰ τέσσερα ποτάμια, δηλαδὴ κατὰ τοὺς Ἑβραίους. Ὁ Γάγγης δὲ κατὰ τοὺς Ἕλληνες, ποὺ ῥέει πρὸς τὴν Ἰνδίαν. Καὶ ὁ Γεὼν ποὺ περιβάλλει τὴ γῆν τῆς Αἰγύπτου καὶ τὴν Αἰθιοπίαν. Ἡ δὲ Μεσοποταμία λέγεται (ἔτσι), ἐπειδὴ τὴν ἐγκλείουν ὁ Τίγρις καὶ ὁ Εὐφράτης• ἐκ τοῦ ὅτι αὐτὴ βρίσκεται μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ποταμῶν καὶ ἐκ τοῦ ὅτι πρὸ ἀμνημονεύτων χρόνων αὐτοὶ ἐπέβαλαν τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα, ἡ κοινὴ γνώμη τὸ ἔχει ἐκφράσει. Ἀλλὰ πῶς ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ λέγεται πηγή. Διότι, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον, πηγὴ εἶναι ὁ λέγων: "Ἐὰν κανεὶς διψῇ, ἄς ἔλθῃ σὲ μένα, καὶ ἄς πιῇ" (Ἰω. ζ', 37). Πηγὴ εἶναι καὶ κατὰ τὸν προφήτην, ὁ ὁποῖος λέγει: "Ἔλθετε καὶ φάγετε ἐκ τῶν ἄρτων μου καὶ πιέστε οἶνον• τὸν ὁποῖον ἀνέμειξα μὲ νερὸ γιὰ νὰ σᾶς κεράσω" (Παρ. θ',5).
Ὅπως λοιπὸν πηγὴ ζωῆς εἶναι ἡ σοφία, πηγὴ χάριτος πνευματικῆς, ἔτσι εἶναι πηγὴ τῶν λοιπῶν ἀρετῶν, οἱ ὁποῖες μᾶς κατευθύνουν στὸ ῥεῦμα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀπ' τὴν καλλιεργημένη λοιπόν, ὄχι ἀπ' τὴν ἀκαλλιέργητη ψυχὴν πηγάζει αὐτὴ ἐδῶ ἡ πηγή, γιὰ νὰ ποτίζῃ τὸν παράδεισον, ἤτοι κάποια δάση ποικίλων ἀρετῶν, τῶν ὁποίων τέσσαρες εἶναι οἱ διακλαδώσεις στὶς ὁποῖες διαιρεῖται αὐτὴ ἐδῶ ἡ σοφία.
Ποιοὶ εἶναι οἱ τέσσαρες κλάδοι τῶν ἀρετῶν, παρὰ ὁ ἕνας τῆς σύνεσης, ὁ ἄλλος τῆς ἐγκράτειας, ὁ τρίτος τῆς δυνάμεως, ὁ τέταρτος τῆς δικαιοσύνης; (Πλάτων, βιβλ. δ', Περὶ τῆς Πολιτείας).
Αὐτὰ καὶ οἱ σοφοὶ τούτου τοῦ κόσμου τὰ ἔλαβαν ἀπ' τοὺς δικούς μας καὶ τὰ μετέφεραν στὰ κείμενα τῶν βιβλίων τους. Ὡσαύτως ὡς πηγὴ τῆς σοφίας, ἔτσι καὶ αὐτὰ τὰ τέσσερα ποτάμια εἶναι κάποια ῥεῖθρα ἀρετῶν ῥέοντα ἐξ ἐκείνης τῆς πηγῆς.
15. Ὁ Φισών, λοιπόν, εἶναι ἡ σύνεσις καὶ γι' αὐτὸ διαθέτει καλὸ χρυσάφι, βαρύτιμον βδέλλιον καὶ λίθον ὀνυχίτην. Διότι τὸ χρυσάφι συχνὰ τὸ λαμβάνομεν (ἑρμηνεύομεν) ἀντὶ τῶν εὐρεθέντων συνετῶν. Ὅθεν καὶ ὁ Κύριος διὰ τοῦ προφήτου λέγει: "Τοῦ ἔδωσα χρυσάφι καὶ ἀσῆμι" (Ὡσ. β', 8). Καὶ ὁ Δαβὶδ λέγει γιὰ τοὺς συνετοὺς: "Ἐὰν κοιμηθῆτε μεταξὺ τῶν μεσαίων κλήρων, ἐπαργυρωμένα πτερὰ περιστερᾶς, καὶ τὰ ὀπίσω τῶν νώτων αὐτοῦ ἐν εἴδει χρυσίου" (Ψαλ. ξε', 14 ; ) ἐκ τοῦ ὅτι, ὅποιος προσκολλᾶται στὴν Παλαιὰν καὶ Καινὴ Διαθήκη, μπορεῖ νὰ προβαίνῃ μὲ ἄφθονες ἀπορίες γιὰ τὰ ἴδια τὰ μυστικὰ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ λοιπὸν ὀνομάζει καλὸ χρυσάφι, ὄχι ἐκεῖνο τοῦ νομίσματος, τὸ ὁποῖον εἶναι φθαρτὸν καὶ γήϊνον. Ἔχει ἀκόμη, εἶπεν, ἔκπαγλο βδέλλιον, εἰς τὸ ὁποῖον σπινθηρίζει μία μαρμαρυγὴ τῆς ψυχῆς μας. Ἔχει καὶ τὸν ὀνυχίτην λίθον ὁ ὁποῖος φαίνεται νὰ δείχνῃ στὴν ὄψη κάτι τὸ πράσινωπὸν καὶ ζωηρὸν τοῦ χρώματός του. Διότι θάλλουν ὅσα δένδρα ζοῦν, ἀντίθετα ὅσα πεθαίνουν, ξεραίνονται: πρασινίζει ἡ γῆ ὅσον ἀνθοφορεῖ, ἀκμάζουν καὶ σπέρματα ὅσον πέφτουν στὴ γῆν. Καὶ καλῶς στὸν πρῶτον τόπον ἐτοποθετήθη αὐτὸς ὁ ποταμὸς Φισών, ὁ ὁποῖος κατὰ τοὺς Ἑβραίους ὀνομαζόμενος Φισὼν σημαίνει: κίνησις ἐκβολῆς• διότι περιρρέει ὄχι μίαν χώραν, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον διαῤῥέει τὴ Λυδίαν. Γιατὶ ἡ σύνεσις δὲν εἶναι καμία στενόχωρη ἀλλὰ πλούσια σὲ χρησιμότητες, ἡ ὁποῖα πολλοὺς ὠφελεῖ. Γι' αὐτὸ πρώτη, ὅπως ἐὰν κανεὶς ἐκ τοῦ παραδείσου εἶχεν βγῆ, σὰν κάποιο ποτάμι σύνεσης τὸν ὑποδέχεται γιὰ νὰ μὴ μπορῇ γρήγορα νὰ ξεραθῇ: ἀλλὰ καὶ δι' αὐτῆς (τῆς σύνεσης) εὔκολα εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιστρέψῃ στὸν παράδεισον. Αὐτὸ τὸ ποτάμι ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους ἐσυχνάζετο, καὶ ἐλέγετο ὅτι ἔχει μεγίστην ὡραιότητα καὶ γονιμότητα.
Καὶ γι' αὐτὸ ἡ σύνεσις ἐν τῷ εἴδει αὐτοῦ λαμβάνεται, ἡ ὁποία πλείστους καρποὺς προσέφερεν κατὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ Κυρίου. Καὶ εἰς τὰ ἔσχατα τῆς γῆς ῥέει, διότι διὰ τῆς Σοφίας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπελυτρώθησαν. Ὅθεν καὶ ἐλέχθη: "Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν" (Ψαλ. ιη', 5).
16. Δεύτερος εἶναι ὁ ποταμὸς Γιών, κοντὰ στὸν ὁποῖον ἐδόθη νόμος εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας, ὅταν αὐτοὶ εἶχαν ἀνασυνταχθῆ ἐν Αἰγύπτῳ, γιὰ νὰ ἀναχωρήσωσιν ἐξ Αἰγύπτου καὶ γιὰ νὰ φᾶνε τὸ ἀρνί ἐζωσμένοι τὴν ὀσφύν, ποὺ εἶναι σημάδι ἐγκρατείας. Διότι ἁρμόζει νὰ ἑορτάζωσιν τὸ πάσχα τοῦ Κυρίου ἁγνοὶ καὶ ἁγιασμένοι. Καὶ γι' αὐτὸ δίπλα σ' αὐτὸν ἐδῶ τὸν ποταμὸν γιὰ πρώτη φορὰν ἔγινεν ἡ τήρηση (νόμου)• διότι τὸ ὄνομα αὐτὸ σημαίνει κάποιο χάσμα γῆς. Ὅπως λοιπὸν τὸ χῶμα καὶ τὰ οἱαδήποτε σ' αὐτὸ εἴτε ἀποῤῥίμματα εἴτε φύλλα τὰ καραβροχθίζει τὸ χάσμα: ἔτσι ἡ ἁγνότης συνηθίζει νὰ ἀφανίζῃ ὅλα τὰ πάθη τοῦ σῶματος. Καὶ δίκαια ἐκεῖ (ἔγινε) γιὰ πρώτη φορὰν ἡ σύστασις τηρήσεως (νόμου), διότι διὰ τοῦ νόμου καταβροχθίζεται τὸ σαρκικὸν ἁμάρτημα. Καλῶς, λοιπόν, λέγεται ὅτι ὁ Γιών, εἰκὼν τῆς ἁγνότητος, περιῤῥέει τὴν Αἰθιοπικὴν χώραν, γιὰ νὰ ἀποπλύνῃ τὸ ἀπεχθὲς σῶμα καὶ νὰ σβύσῃ τὴν πυρκαϊὰν τῆς ποταπῆς σαρκός. Διότι ἡ (λέξις) Αἰθιοπία σημαίνει σὲ λατινικὴ μετάφραση ἀπεχθὴς καὶ ποταπή. Τὶ δὲ ἀπεχθέστερον τοῦ σώματός μας; Τὶ τόσον ὅμοιο μὲ τὴν Αἰθιοπία, διότι καὶ ὁ νέγρος ἔχει κάποια σκοτάδια ἁμαρτιῶν;
17. Τρίτος εἶναι ὁ ποταμὸς Τίγρης ὁ ὁποῖος ῥέει πρὸς τοὺς Ἀσσυρίους, πρὸς τὸν ὁποῖον ὡδηγήθη αἰχμάλωτος ὁ παραβάτης Ἰσραήλ. Αὐτὸς ὁ ποταμὸς λέγεται ὅτι εἶναι ὁ ὁρμητικότερος πάντων, αὐτὸν κατοικοῦν οἱ Ἀσσύριοι, δηλαδὴ οἱ ἰθύνοντες. Διότι αὐτὸ σημαίνει μεταφραζόμενη ἡ λέξις (Ἀσσύριοι). Οἱοσδήποτε λοιπὸν διὰ τῆς ψυχικῆς δυνάμεως ᾐχμαλώτισεν τὰ παραβατικὰ ἐλαττώματα τοῦ σώματος κατευθύνων (αὐτὸ) πρὸς τὰ ἀνώτερα, αὐτὸς θεωρεῖται ὅμοιος μ' αὐτὸ τὸ πατάμι. Καὶ γι' αὐτὸ ἀποῤῥέει σὰν ἀπὸ μίαν πηγὴν ἀκόμη καὶ δύναμις ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ βρίσκεται στὸν παράδεισον.
Ἡ δύναμις δὲ σὰν κάποιο ῥεῦμα διαπερνᾶ τὶς οἱεσδήποτε ἀντιστάσεις, οὔτε καὶ σταματάει ἡ ῥοὴ τῶν κωλυμάτων της σὲ κάποια ἐμπόδια.
18. Τέταρτος εἶναι ὁ ποταμὸς Εὐφράτης, ὁ ὁποῖος στὰ λατινικὰ ὀνομάζεται γονιμότης καὶ ἀφθονία καρπῶν, δηλοῦσα κάποιον σημεῖο δικαιοσύνης, ἡ ὁποία καὶ ποιμαίνει κάθε ψυχήν. Διότι καμία ἀρετὴ δὲν φαίνεται νὰ ἔχῃ ἀφθονότερους καρπούς, ἀπ' ὅσον ἡ ἰσότης καὶ ἡ δικαιοσύνη, ἡ ὁποία ὠφελεῖ τοὺς ἄλλους μᾶλλον παρὰ τὸν ἑαυτόν της, καὶ παραμελεῖ τὶς δικές της χρησιμότητες προτιμῶσα τὴν κοινὴν ὠφέλειαν. Πολλοὶ (πάλιν) νομίζουν ὅτι (ἡ ὀνομασία) Εὐφράτης ἐλέχθη ἀπὸ τοῦ "εὐφραίνεσθαι", τοὐτέστιν ἐκ τοῦ χαίρεσθαι ἐκ τοῦ ὅτι τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τίποτε ἄλλο δὲν χαίρεται περισσότερον, ὅσον ἀπὸ τὴ δικαιοσύνην καὶ ἰσότητα ὡς αἰτίαν δὲ διὰ τὴν ὁποίαν περιγράφονται οἱ ἄλλοι ποταμοὶ ποῦ συγκλίνουν, (ἐνῶ) δὲν περιγράφονται οἱ περιοχὲς ὅπου ὁ Εὐφράτης συγκλίνει, δεχόμεθα ἐκείνην, ὅτι τὸ νερὸ του πιστοποιεῖται ζωτικὸν καὶ αὐτὸ θάλπει καὶ αὐξάνει.
Ὅθεν αὐτὸν Αὔξοντα οἱ σοφοὶ τῶν Ἑβραίων καὶ τῶν Ἀσσυρίων ὀνόμασαν: τοὐναντίον δὲ λέγεται ὅτι εἶναι τὸ νερὸν τῶν ἄλλων ποταμῶν.
Ἔπειτα ἐπειδὴ ὅπου σύνεσις, ἐκεῖ (παραμονεύει καὶ) ἡ κακότης: ὅπου ἰσχύς, ἐκεῖ καὶ ὀργή: ὅπου ἐγκράτεια πολλῶν, ἐκεῖ (ἐλλοχεύει) ἡ ἀκράτεια, ἢ εὑρίσκονται τὰ ἄλλα πάθη: ὅπου δὲ δικαιοσύνη, ἐκεῖ ὑπάρχει ἁρμονία καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν: γι' αὐτὸ ὄχι ἀπ' τοὺς τόπους ἀπ' ὅπου ῥέει, τοὐτέστιν δὲν γνωρίζεται ἐκ τοῦ μέρους.
Διότι ἡ δικαιοσύνη δὲν εἶναι μέρος, ἀλλὰ σὰν μητέρα τῶν πάντων. Σ' αὐτοὺς τοὺς τέσσαρες ποταμούς ἐκφράζονται οἱ τέσσαρες κύριες ἀρετές, οἱ ὁποῖες σὰν αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου νὰ ἐνέκλεισαν τὶς περιόδους.
19. Ἡ πρώτη λοιπὸν περίοδος ἐξ ἀρχῆς τοῦ κόσμου μέχρι τὸν κατακλυσμὸν ὑπῆρξεν ἐποχὴ συνέσεως, καθ' ἣν ἐποχὴν οἱ δίκαιοι ἀπαριθμοῦνται, τοῦ Ἅβελ ὀνομασθέντος δικαίου ὑπὸ τοῦ Θεοῦ (Ματ. κγ', 35)• καὶ ὁ Ἐνώς, δηλαδὴ ὁ κατ' εἰκόνα Θεοῦ πλασθεὶς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἤλπισε νὰ ἐπικαλεσθῇ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ (Γεν. δ', 16)• καὶ ὁ Ἐνώχ, ποὺ λατινιστὶ σημαίνει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἁρπαγεὶς εἰς τὸν οὐρανόν• (Γεν. ε', 24)• καὶ ὁ Νῶε, ὁ ὁποῖος ὁ ἴδιος εἶναι καὶ δίκαιος (Γεν. στ', 9) καὶ κάποια κατεύθυνσις ἀναπαύσεως.
20. Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἐποχὴ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν ὑπολοίπων πατριαρχῶν, εἰς τοὺς ὁποίους ἔλαμψεν κάποια ἁγνὴ καὶ καθαρὴ ἀντίληψις περὶ θρησκείας. Διότι ὁ ἄμωμος Ἰσαὰκ ἐδόθη ὡς γυιὸς στὸν Ἀβραὰμ διὰ ἐπανυποσχέσεως, ὁ ὁποῖος Ἀβραὰμ προτιμοῦσεν τὰ δῶρα ὄχι τόσον τῆς σωματικῆς γεννήσεως ὅσον καὶ θείας ἐπιείκειας, εἰς τὸν ὁποῖον προεπορεύετο ἡ μορφὴ τοῦ ἀληθῶς ἀμώμου, ὅπως διδάσκει ὁ Ἀπόστολος λέγων: Διότι εἰς τὸν Ἀβραὰμ ἐλέχθησαν οἱ ἐπαγγελίες καὶ στὸ σπέρμα του. Δὲν λέγει: καὶ στὰ σπέρματα σὰν σὲ πολλά, ἀλλὰ σὰν σὲ ἕνα, καὶ στὸ σπέρμα σου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς (Γαλ. γ', 16).
21. Τρίτη εἶναι ἡ ἐποχὴ τοῦ νόμου τοῦ Μωϋσῆ καὶ τῶν λοιπῶν προφητῶν. Διότι "ἐπιλείψει με ὁ χρόνος διηγούμενον περὶ τοῦ Γεδεών, τοῦ Βαράκ, τοῦ Σαμψών, τοῦ Δαβίδ, τοῦ Σολομῶντος, τοῦ Σαμουήλ, καὶ λοιπῶν προφητῶν, τοῦ Ἀνανία, Ἀζαρία Μισαὴλ καὶ Δανιήλ. Ἡλία καὶ Ἑλισαίου, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς πίστεως κατηγωνίσθησαν βασίλεια, ἐργάσθηκαν τὴ δικαιοσύνην, πέτυχαν ἐπαγγελίες, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβυσαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, ξέφυγαν ἀπ' τὴ λεπίδα τοῦ ξίφους, ξαναδυνάμωσαν ἐνῶ ἦταν ἀσθενεῖς, ἀπεδείχθησαν ἰσχυροὶ στὸν πόλεμον, παρεμβολὰς ἐχθρῶν ἔτρεψαν σὲ φυγήν" (Ἑβρ. ια', 32-34). Δίκαια λοιπὸν ἔχουν αὐτοὶ τὴν ὄψιν τῆς δυνάμεως. Διότι κατεδιώχθησαν, ὅπως βλέπεις κατωτέρω, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον. Περιπλανήθηκαν μὲ δέρματα αἰγῶν, στερούμενοι, στενοχωρούμενοι, θλιβόμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος. Στὶς ἐρημιὲς περιπλανώμενοι, στὰ βουνά, σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς. Ὀρθῶς λοιπὸν τοὺς ἀποδίδομεν ὄψιν δυνάμεως.
22. Κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο δὲ ἡ μορφὴ τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἄξια, διότι ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἀρετὴ εἰς σωτηρίαν παντὶ τῷ πιστεύοντι. Τελικὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει: "Ἄνευ μέτρου• διότι ἔτσι πρέπει νὰ ἐκπληρώσωμεν πᾶσα δικαιοσύνην" (Ματ. γ', 15): αὐτὴ βέβαια εἶναι γόνιμη μήτηρ τῶν λοιπῶν ἀρετῶν.
Ἐν τούτῳ προσέτι καὶ οἱ λοιπὲς εἶναι παροῦσες• διότι οἱ ἴδιες εἶναι ἀρετὲς συνημμένες πρὸς ἑαυτὲς καὶ συγκεκριμένες. Δηλαδὴ ὅπως ὁ δίκαιος Ἅβελ καὶ ὁ ἰσχυρότετος καὶ καρτερικότατος Ἀβραὰμ καὶ οἱ συνετότατοι προφῆτες: ὁ Μωϋσῆς ἀληθῶς πεπαιδευμένος μὲ πᾶσαν σοφίαν Αἰγυπτίων, προτίμησεν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴ μείζονα τιμὴν τῶν θησαυρῶν τῆς Αἰγύπτου. Καὶ ποιὸς σοφότερος τοῦ Δανιὴλ; Καὶ ὁ Σολομὼν ζήτησεν τὴν σοφίαν, καὶ ἀξιώθηκε νὰ τὴν ἀποκτήσῃ. Ἐλέχθη λοιπὸν περὶ τῶν τεσσάρων ποταμῶν τῶν ἀρετῶν, τῶν ὁποίων ἡ πόσις εἶναι ὠφέλιμη. Καὶ ὅτι ἐλέχθη ὅτι ὁ Φισὼν ἔχει καλὸ χρυσάφι τῆς γῆς καὶ βδέλλιον καὶ λίθον ὀνυχίτην, κι' αὐτὸ ἄς ἐξετάσωμεν, τὶ εἴδους εἶναι αὐτά.
23. Διότι σ' ἐμᾶς φαίνεται ὡς καλὸ χρυσάφι ὁ Ἐνώχ, ὁ ὁποῖος συνετῶς ἐπεθύμησε νὰ γνωρίζῃ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἐνὼχ δέ, ὁ ὁποῖος μετετέθη (εἰς τὸν οὐρανὸν) καὶ δὲν ἀντιμετώπισε θάνατον εἶναι κάποιο βδέλλιον, λίθος εὔοσμος, τὸν ὁποῖο διὰ τῶν ἔργων του ὁ ἅγιος Ἐνὼχ προσέφερεν στὸ Θεὸν ἀποπνέων χάριν ἐκ τῶν ἔργων του καὶ τῶν ἠθῶν του. Ὁ δὲ Νῶε ὡς λίθος ὀνυχίτης προτίμησεν τὸ πράσινο χρῶμα. Ἐὰν βέβαια κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ κατακλυσμοῦ διετηρήθη ἐντὸς ἐκείνης τῆς κιβωτοῦ σὰν γιὰ ζωτικὸν σπέρμα (προοριζόμενον) γιὰ μέλλουσαν ἀνασύστασιν. Ἑπομένως, ὁ παράδεισος, ὁ ὑπὸ πολλῶν ποταμῶν ἀρδευόμενος, καλῶς (λέγεται ὅτι) εἶναι πρὸς ἀνατολάς, ὄχι κατὰ τῆς ἀνατολῆς, δηλαδή, πρὸς ἐκεῖνον τὸν ἀνατέλλοντα τὸν ὀνομαζόμενον Ἀνατολήν, τοὐτέστιν πρὸς τὸ Χριστόν, ὁ ὁποῖος διαχέει κάποιον σέλας αἰωνίου φωτός, καὶ εἶναι ἐν τῇ Ἐδέμ, δηλαδὴ ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ.

Κεφάλαιον Δ '

Ὁ ἄνδρας δὲν ἐδημιουργήθη εἰς τὸν παράδεισον, ἀλλὰ (μόνον) τοποθετήθηκεν (σ' αὐτὸν): ἀλλ' ἡ γυναῖκα ἐδημιουργήθη εἰς τὸν παράδεισον (καὶ) δι' αὐτῆς ἐκεῖνος (ὁ ἄνδρας) ἐξηπατήθη. Τότε τὶ νὰ εἶναι ἆράγε τὸ "ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν";


24. "Καὶ ἔλαβεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον ἐποίησεν , καὶ τὸν ἔθεσεν ἐν τῷ παραδείσῳ ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν" (Γεν. β', 15). Βλέπεις γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἦταν (ἀπὸ πρὶν δημιουργημένος), λαμβάνεται. Εὑρίσκετο δὲ (μέχρι ἐκείνου τοῦ χρονικοῦ σημείου τῆς προσλήψεώς του) ἐν τῇ γῇ ὅπου αὐτὸς ἐπλάσθη. Ἔλαβε, λοιπόν, αὐτὸν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἐμπνέουσα (σ' αὐτὸν) προόδους καὶ αὐξήσεις τῆς ἀρετῆς: καὶ τελικὰ τὸν ἐτοποθέτησεν ἐν τῷ παραδείσῳ• γιὰ νὰ ξέρῃς πὼς καὶ τὸ ὅτι προσελήφθη ὅπως καὶ τὸ ὅτι ἐνεπνεύσθη εἶναι ἐκ θείας δυνάμεως. Γι' αὐτὸ παρατήρει ἐκεῖνο ἐκ τοῦ τόπου ὅτι ὁ ἄνδρας ἐδημιουργήθη ἐκτὸς τοῦ παραδείσου, γιὰ νὰ προσέξῃς τὸ ἐκτὸς τόπου, (ὅτι) ὄχι ἕνεκα εὐγενείας τοῦ γένους, ἀλλὰ ἕνεκα ἀρετῆς ὁ καθένας (τους) συγκρίνει μὲ τὸν ἑαυτόν του τὴ χάριν. Τελικὰ ἄν καὶ ἐδημιουργήθη ὁ ἄνδρας ἐκτὸς τοῦ παραδείσου, τοὐτέστιν εἰς κατώτερον τόπον, εὑρίσκεται καλλίτερος• καὶ ἐκείνη ποὺ δημιουργήθηκεν εἰς τόπον καλλίτερον, ἤτοι εἰς τὸν παράδεισον ἀποδεικνύεται κατώτερη. Διότι ἡ γυναῖκα προηγουμένως ἐξηπατήθη καὶ (κατόπιν) ἡ ἴδια ἐδελέασεν τὸν ἄνδρα. Ὅθεν ὁ ἀπὸστολος Πέτρος ἀνέφερεν ὅτι οἱ ἁγίες γυναῖκες οἱ ὑποταγμένες εἰς τὸ ἰσχυρότερον σκεῦος, εἰς τοὺς ἄνδρας τους, πρέπει νὰ ὑπακούουν (σ'αὐτοὺς) σὰν σὲ κυρίους (Α' Πέτρ. γ', 1). Καὶ ὁ Παῦλος λέγει: "Διότι δὲν ἐξηπατήθη ὁ Ἀδὰμ• ἀλλ' ἡ γυναῖκα ἐξηπατήθη εἰς παράβασιν (Α' Τιμ. β', 14).
Καὶ γι' αὐτὸ πρέπει νὰ προσέξωμεν ὥστε κανεὶς νὰ μὴ ἐκθέτῃ ἑαυτὸν ἀπὸ πρὶν μὲ εὐκολίαν. Διότι ἰδοὺ ἐκείνη ποὺ ἐδημιουργήθη γιὰ νὰ εἶναι βοηθὸς τοῦ ἀνδρός, στερεῖται τῆς ἐπιστασίας τοῦ ἀνδρός• διότι ὁ ἄνδρας εἶναι κεφαλὴ τῆς γυναικός: καὶ ἐκεῖνος ποὺ πίστευεν ὅτι ἐπρόκειτο νὰ εἶναι προστάτης τῆς συζύγου, ἐξέπεσεν ἐξ αἰτίας τῆς συζύγου.
Ὅθεν οὐδεὶς πρέπει νὰ ἐμπιστεύηται εὔκολα στὸν ἄλλον, παρὰ μόνον σ' ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου τὴν ἀρετὴν θὰ ἔχῃ δοκιμάσει, οὔτε νὰ ὑπερηφανεύηται ὅποιος ἔχει νομίσει τὸν ἑαυτόν του μὴ ἔχοντα βοηθηθῆ• ἀλλὰ μᾶλλον ἐὰν ἔχει εὕρῃ ἰσχυρότερον αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου θεωροῦσεν τὸν ἑαυτόν του ἐπιστάτην, νὰ λαμβάνῃ χάριν ἀπ' αὐτὸν τὸν ἴδιον, ὅπως καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος διδάσκει ὅτι καὶ οἱ ἄνδρες πρέπει νὰ λαμβάνουν τιμὴν ἐκ μέρους τῶν γυναικῶν, ὅταν λέγῃ: "Οἱ ἄνδρες ὁμοίως συνοικεῖτε μὲ τὰς γυναῖκας ἐν φρονήσει, ἀποδίδοντες τιμὴν εἰς τὸ γυναικεῖον φῦλον, ὡς εἰς σκεῦος ἀσθενέστερον καὶ ὡς συγκληρονόμον τῆς χάριτος τῆς ζωῆς, διὰ νὰ μὴ ἐμποδίζωνται οἱ προσευχές σας" (Α' Πέτρ. γ', 7).
25. Λοιπὸν ὁ ἄνδρας ἐτοποθετήθῃ στὸν παράδεισον, ἡ γυναῖκα ἐδημιουργήθη στὸν παράδεισον. Ἀλλὰ καὶ τότε, πρὶν νὰ ἐξαπατηθῇ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὸ φίδι, εἶχεν τὴ χάριν τοῦ ἀνδρός, διότι ἐλήφθη ἐκ τοῦ ἀνδρός: τοῦτο τὸ μυστήριον εἶναι μέγα, ὅπως εἶπεν ὁ Ἀπόστολος (Ἐφ. ε', 32). Καὶ γι' αὐτὸ (ἡ γυναῖκα) ἕλκει τὴν αἰτίαν τῆς ζωῆς ἀπ' αὐτὸν. Καὶ γι' αὐτὸ μόνον περὶ τοῦ ἀνδρὸς εἶπεν ἡ Γραφή, ὅτι ἔθεσεν αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν. Διότι εἰς τὴν ἐργασίαν ἐνυπάρχει κάποια πρόοδος στὴν ἀρετήν, εἰς τὴν φύλαξιν νοεῖται κάποια ἀνάλωσις τοῦ ἔργου• ἐκ τοῦ ὅτι ὡς δαπανηθέντα φυλάσσει. Αὐτὰ τὰ δύο ζητοῦνται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ νὰ ἀναζητῇ στὰ ἔργα ὅλο καὶ καινούργια καὶ νὰ φυλάσσῃ τὰ ἀποκτηθέντα, τὸ ὁποῖον ἰσχύει γενικῶς. Καὶ ὁ Φίλων, ἐπειδὴ δὲν συνελάμβανε τὰ πνευματικὰ μὲ τὸν ἰουδαϊκὸν ζῆλον (του), περιορίστηκεν στὰ ἠθικὰ γιὰ νὰ πῇ ὅτι αὐτὰ τὰ δύο ἐκζητοῦνται, τὰ ἔργα στὸν ἀγρόν, (καὶ) ἡ φύλαξις τοῦ οἴκου. Καὶ μολονότι ὁ παράδεισος, εἶπεν, δὲν ἐστερεῖτο ἔργων ἀγροτικῶν• ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος θὰ χρησίμευεν ὡς νόμος διὰ τοὺς μεταγενεστέρους, γι' αὐτὸ ἔλαβεν καὶ στὸν παράδεισον τὸ εἶδος τῆς νόμιμης ἐργασίας καὶ ἐμᾶς συνέσφιγξεν πρὸς ἐργασίαν καὶ φύλαξιν τοῦ ὀφειλόμενου καθήκοντος καὶ πρὸς ἀμοιβὴν τῆς κληρονομικῆς διαδοχῆς. Αὐτὰ τὰ δύο λοιπὸν ἀπαιτοῦνται ἀπὸ σένα εἴτε δηλαδὴ ἠθικῶς εἴτε πνευματικῶς. Αὐτὸ καὶ ὁ προφητικὸς ψαλμὸς σὲ διδάσκει, διότι ἐγράφη: Ἐὰν δὲν οἰκοδομήσῃ οἶκον ὁ Κύριος, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδόμοι. Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησαν οἱ φύλακές της" (Ψαλ. ρκστ', 1). Βλέπεις ὅτι κοπιάζουν ὅσοι ἐργάζονται καὶ ἀνυψώνουν οἰκοδομὲς• καὶ ὅτι αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν, ὅσοι ἤδη ἀνέλαβαν τὴ φύλαξιν τοῦ τελειωμένου ἔργου. Ὅθεν καὶ ὁ Κύριος εἰς τοὺς ἀποστόλους σὰν σὲ ἤδη τελειότερους, εἶπεν: "Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε, γιὰ νὰ μὴ μπῆτε στὸν πειρασμὸν" (Ματ. κστ', 41): διδάσκων (ἔτσι) ὅτι πρέπει νὰ ὑπηρετῆται τὸ δῶρον τῆς τελείας φύσεως καὶ ἡ χάρις τῆς πλήρους ἀρετῆς, καὶ οὔτε (πρέπει νὰ ὑπηρετῆται) ὁποιαδήποτε ἀκόμη καὶ ἡ τελειοτέρα (ἀρετὴ) ἐκτὸς ἐὰν θὰ ἔχῃ ἐπαγρυπνήσει κανεὶς πάνω στὸ καθῆκον γιὰ φύλαξη τοῦ ἑαυτοῦ του.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων "Περί τοῦ Παραδείσ

Unread postby inanm7 » Wed Oct 06, 2021 12:48 pm

Κεφάλαιον Ε '

Ἐρευνᾶται ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ μὴ φαγεῖν ἐκ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ καὶ ἐπιλύονται οἱ ἀνακύπτουσες γύρω ἀπ' αὐτὸ δυσκολίες.


26. "Καὶ ἔδωσεν ὁ Θεὸς στὸν Ἀδὰμ ἐντολὴ λέγων: Ἀπὸ ὅλα τὰ δένδρα τὰ ὁποῖα βρίσκονται στὸν παράδεισον πρὸς βρῶσιν, θὰ φᾶς: ἀπὸ τὸ δένδρον ὅμως τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, δὲν θὰ φᾶτε. Τὴν ἡμέρα δὲ ποὺ τυχὸν φᾶτε ἀπ' αὐτό, θὰ πεθάνετε μὲ θάνατον (Γεν. β', 16 κ' 17). Δὲν εἶναι τυχαῖον τὸ ἐρώτημα γιὰ ποιὸ λόγον, ἐκεῖ ὅπου ἐντέλλεται περὶ βρώσεως ἐκ παντὸς δένδρου, ἔχει πεῖ στὸν ἑνικὸν ἀριθμόν, "θὰ φᾶς"• ὅπου ὅμως (ἐντέλλεται) περὶ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, (λέγει) στὸν πληθυντικὸν ἀριθμό, "δὲν θὰ φᾶτε": Ἐὰν μὲ ἐπιμέλειαν δώσῃς προσοχήν, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπαντηθῇ (τὸ ἐρώτημα αὐτὸ) διὰ τῆς αὐθεντίας τῶν Γραφῶν. Διότι, αὐτὸ ποὺ εἶναι καλόν, αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ κάνωμεν: ὅ,τι δὲ καλὸν, εἶναι καὶ χωριστόν, καὶ πρακτέον, σύμφωνον καὶ συμβατόν: ὅ,τι ὅμως αἰσχρόν, αὐτὸ καὶ ἀσύμφωνον καὶ ἀσύμβατον καὶ χωριστὸν εἶναι. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Κύριος ἐπιδιώκων πάντοτε τὴν ἑνότητα, σύμφωνα μὲ τὴν ἑνότητα ἔδωσεν ἐντολήν. Τελικὰ τὴν ἑνότητα ἐργάζεται ὅποιος ἔκανε ἐξ ἀμφοτέρων ἕν. Ὄχι μόνον ἀμφότερα ἀλλὰ ὅλος ἕνα. Διότι διέταξεν νὰ εἴμεθα ὅλοι ἕνα σῶμα καὶ ἕνα πνεῦμα. Δι' ὅλων δὲ ὁ πρωτότοκος, ἐπειδὴ εὑρίσκεται ἐν ἐνότητι μετὰ τοῦ Πατρός, πάντοτε εἶναι συνημμένος μετὰ τοῦ Πατρός: ἐπειδὴ ὁ Λόγος "ἦν πρὸς τὸ Θεόν". Τέλος λέγει: Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ εἴμεθα ἕν (Ἰω. ι', 30)• ἵνα δείξη ὅτι εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς μεγαλειότητος καὶ τῆς θεότητός του μετὰ τοῦ Πατρός. Ἀλλὰ ἐντέλλεται νὰ εἴμεθα καὶ ἐμεῖς ἕν, καὶ μετάγγισε σὲ μᾶς τὴν ὁμοίωσιν τῆς δικῆς του φύσεως καὶ ἑνότητος διὰ τῆς υἱοθεσίας τῆς χάριτος, λέγων: "Πάτερ, ὅπως ἐγὼ καὶ σὺ εἴμαστε ἕν, οὕτω καὶ αὐτοὶ νὰ εἶναι ἕν μὲ ἐμᾶς (Ἰω. ιζ', 22). Λοιπόν, ὅπου διέταξεν τὸ καλὸν, σὰν πρὸς ἕνα τὸ διέταξε, λέγων, "θὰ φάγῃς". Διότι ἡ ἑνότης δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ παραβάτης. Ὅπου ὅμως λέγει ὅτι δὲν πρέπει νὰ γευθοῦν ἐκ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, σὰν πρὸς πολλούς, λέγει, "δὲν θὰ φάγητε". Διότι ὅ,τι εἶναι ἀπηγορευμένον, ὡς πρὸς πολλοὺς δίδεται ἡ (ἀπαγορευτικὴ) διαταγὴ. Ἐγὼ ὅμως ἄλλο νομίζω, καὶ βγάζω ἤδη ἀπ' τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ τὶ θὰ συμβῇ. Εἰς μόνον τὸν Ἀδὰμ ἐνετείλατο ὅτι ἐπιτρέπεται νὰ γευθῇ ἀπὸ ὅλα τὰ δένδρα, (τὸν Ἀδάμ) γιὰ τὸν ὁποῖον ἤξερεν ὅτι θὰ (τὸ) τηρήσῃ: περὶ δὲ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ὅτι δὲν πρέπει νὰ γευθοῦν, τὸ λέγει (ὁ Θεὸς) ἤδη ὄχι κατ' ἑνικὸν ἀλλὰ εἰς πληθυντικὸν (ἀριθμόν). Διότι ἐγνώριζεν ὅτι ἡ γυναῖκα θὰ κάνῃ παράβασιν καὶ γι' αὐτὸ διὰ τοῦ πληθυντικοῦ ἔδειξεν ὅτι δὲν θὰ τηρήσουν (τὴν ἐντολή), διότι ἡ γνώμη τῶν πολλῶν εἶναι διαφορετικὴ (μεταξύ τους).
27. Καὶ ὅσον ἀφορᾶ μὲν τὴ γνώμην τῶν Ἑβδομήκοντα (ἑρμηνευτῶν) ἀνδρῶν, ἐπελύθη τὸ ἀνακινηθὲν (ζήτημα). Ἀλλ' ὅτι ὁ Σύμμαχος ἀμφότερα εἰς ἑνικὸν ἀριθμὸν μετέφρασεν, κατανοοῦμεν ὅτι αὐτὸ συνεπέρανεν, ἐπειδὴ καὶ ἐν τῷ νόμῳ, ὅταν ὁ Θεὸς ὁμιλεῖ πρὸς τὸ λαόν, κατὰ ἑνικὸν (ἀριθμὸν) διαλέγεται, ὅπως ἔχεις τὸ: "Ἄκουε Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ Θεὸς εἶναι εἷς" (Δευτ. στ', 4). Οὔτε νὰ μὲ προκαταλαμβάνη ἡ μετάφρασις τοῦ Συμμάχου, ὁ ὁποῖος δὲν μπόρεσε νὰ δῆ τὴν ἑνότητα τοῦ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ• καὶ ἄν ἐνίοτε ἐν τῷ λόγῳ καὶ ὁ Ἀκίλας καὶ ὁ ἴδιος ὡμολόγησεν. Οὔτε καὶ κάποιος νὰ νομίζῃ περὶ τοῦ ὅτι καθ' ἑνικὸν δίδει (ὁ Θεὸς) τὶς θεῖες ἐντολὲς πρὸς τὸν λαὸν ποὺ θὰ τὶς παραβῇ, ὅτι (αὐτὸ) ἀντιτίθεται στὸ μυστικὸν τρόπον (τὸν καὶ ἀνώτερον) τῆς ὁμιλίας μας• διότι ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων παρεβίασε τὰ παραγγέλματα τὰ δοθέντα καὶ καθ' ἑνικὸν (ἀριθμόν). Διότι ὁ νόμος εἶναι πνευματικός: καὶ γι' αὐτὸ ἄλλο μὲ τὸ λόγον, ἄλλο μὲ τὸν προορισμόν, ὁ Θεὸς διαλεγόταν μὲ τὸ λαὸν μὲ θεϊκὸ χρησμόν. Τελικὰ λέγει: "Δὲν θέλεις ψήσει ἀμνὸν ἐν τῷ γάλακτι τῆς μητρὸς αὐτοῦ" (Ἐξ. λδ', 26).
28. Ἐντεῦθεν φαίνεται εὔκολη ἡ σειρὰ τῶν οὐρανίων ἐντολῶν: ἐὰν δὲν ἀνακινοῦσαν τὸ ζήτημα πλεῖστοι, στοὺς ὁποίους ἐμεῖς πρέπει νὰ δώσωμεν ἀπάντησιν. Ἄς μὴ δίνουν οἱ ἁπλοϊκοὶ νόες κακὴ μετάφρασιν. Διότι πολλοὶ τῶν ὁποίων αἴτιος εἶναι ὁ Ἀπελλῆς, ὅπως μπορεῖς νὰ δῆς στὸν τριακοστὸν ὄγδοον τόμον του, προτείνουν τὰ ἑξῆς ἐρωτήματα: Πῶς τὸ δένδρον τῆς ζωῆς φαίνεται νὰ δίδῃ περισσότερην ζωήν, ἀπ' ὅ,τι τὸ φύσημα τοῦ Θεοῦ; Ἔπειτα, ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε τέλειον τὸν ἄνθρωπον• ὁ καθένας δὲ διὰ τῆς δικῆς του ἐξυπνάδας τὴν δικήν του τελειότητα τῆς ἀρετῆς ἀποκτᾶ γιὰ λογαριασμόν του: δὲν φαίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος περισσότερον διὰ τὸν ἑαυτόν του ἀποκτᾶ, ἀπ' ὅ,τι τοῦ προσέφερεν ὁ Θεός; Τρίτον προβάλλουν τό: Καὶ ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχε γευθῇ τὸ θάνατον, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸν γνωρίζῃ σὰν κάτι ποὺ δὲν θὰ τὸ εἶχε γευθῇ. Λοιπὸν ἐὰν δὲν θὰ τὸ εἶχε γευθῇ, θὰ τὸ ἀγνοοῦσεν: ἐὰν τὸ ἀγνοοῦσε, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ φοβηθῇ. Εἰς μάτην λοιπὸν ὁ Θεὸς πρόβαλεν ὡς φόβητρον τὸ θάνατον, τὸν ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐφοβοῦντο.
29. Ἄς μάθωμε, λοιπόν, ὅτι ἐκεῖ εἶχεν φυτεύσει ὁ Θεὸς τὸ δένδρον τῆς ζωῆς, ὅπου καὶ τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Διότι ἔχεις (ὡς δεδομένον) ὅτι ἐφύτευσεν τὸ δένδρον τῆς ζωῆς "ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου". Διότι ἐμεῖς μὲ τὸ ἑλληνικὸν "ἐν μέσῳ" ἀντιλαμβανόμεθα αὐτὸ ποὺ in medio ἐδημιούργησεν. Ἑπομένως ἐν τῷ μέσῳ τοῦ παραδείσου καὶ ἡ ζωὴ βρισκόταν καὶ ἡ αἰτία τοῦ θανάτου. Νὰ κατανοήσῃς ὅτι δὲν ἔκανε ὁ ἄνθρωπος τὴν ζωὴν, ἀλλ' ὅτι ἦταν δυνατὸν νὰ τὴν ἀνακαλύψῃ εἴτε διὰ τοῦ ἐργάζεσθαι εἴτε διὰ τοῦ φυλάσσειν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. Ὅπως εἶπε δὲ ὁ Ἀπόστολος, ἡ "ζωὴ ἦταν ἀποκεκρυμμένη μετὰ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ Θεῷ" (Κολ. γ', 3). Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, εἴτε βρισκόταν στὴν σκιὰν τῆς ζωῆς ἐξ αἰτίας τῆς μέλλουσας ζωῆς, ἐπειδὴ σκιὰ εἶναι ἡ τωρινὴ ἐπίγεια ζωή μας εἴτε εἶχεν κάποιον ἐνέχυρον ζωῆς, ἐπειδὴ εἶχεν τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Εἶχε, λοιπόν, τὸ ἐνέχυρον τῆς ἀθανασίας: ἀλλὰ τοποθετηθεὶς εἰς τὴν σκιὰν τῆς ζωῆς τὴν ἀποκεκρυμμένην μετὰ τοῦ Χριστοῦ ζωὴν ἐν τῷ Θεῷ δὲν μποροῦσε νὰ δῇ καὶ νὰ ψαύσῃ μὲ κοινὴν ἁφὴν καὶ ὅρασιν: καὶ ἐὰν δὲν ἦταν ἀκόμη ἁμαρτωλός, δὲν εἶχεν ὅμως καὶ ἄφθορην εἴτε ἀναλλοίωτη φύσιν: ἔτσι ὥστε οὐδόλως μέχρι στιγμῆς νὰ εἶναι ἁμαρτωλός, αὐτὸς ποὺ (μόνο) μετὰ ταῦτα θὰ ἔπεφτε ἕνεκα ἁμαρτίας.
Τελικὰ βρισκόταν στὴν σκιὰν τῆς ζωῆς: ὅσοι εἶναι δὲ ἁμαρτωλοὶ βρίσκονται στὴν σκιὰν τοῦ θανάτου. Διότι, ὅπως διδάσκει ὁ Ἡσαΐας (Ἡσ. θ', 2), ὁ ἁμαρτωλὸς λαὸς ἐκάθητο ἐν σκιᾷ θανάτου, τοῦ ὁποίου (λαοῦ) τὸ φῶς ἀνέτειλεν διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὄχι διὰ τῆς ἀξίας τῆς δικῆς του ἀρετῆς. Λοιπόν, καμία διάκρισις μεταξὺ τῆς πνοῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς βρώσεως τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς. Οὔτε κανεὶς μπορεῖ νὰ πῇ ὅτι ὁ ἄνθρωπος περισσότερον γιὰ τὸν ἑαυτόν του μποροῦσε νὰ ἀποκτήσῃ, ἀπ' ὅ,τι τοῦ προσεφέρθη ὑπὸ τῆς θείας γενναιοδωρίας. Εἴθε νὰ μπορῶμε νὰ διατηρήσωμεν αὐτὸ ποὺ παρελάβομεν. Διότι καὶ ὁ κόπος μας φθάνει στὸ νὰ ξαναλάβωμεν ὅσα μᾶς εἶχαν δωρηθῇ. Τρίτον ἐκεῖνο τὸ προταθέν, ὅτι ὁ μὴ γευσάμενος θανάτου, δὲν ἠδύνατο νὰ φοβῆται τὸ θάνατον, ἔχει εὔκολην τὴ λύσιν ἐκ τῆς χρήσεως τῆς κοινῆς φύσεως. Διότι ὑπάρχει ἡ φύσις, τὸ ἔνστικτον εἰς ὅλα τὰ ζῶα, ὥστε καὶ αὐτὰ ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχουν τὴν ἐμπειρίαν τοῦ νὰ ἔχουν ὑποστῇ βλάβην, φοβοῦνται (κάποια ἄλλα) σὰν βλαβερὰ. Διότι πόθεν ὁ φόβος τῆς περιστερᾶς ἐπὶ τῇ ἐμφανίσει τοῦ γερακιοῦ; Πόθεν οἱ λύκοι προκαλοῦν φόβον στὰ πρόβατα καὶ οἱ ἰκτῖνοι στοὺς νεοσσοὺς τῶν ὀρνίθων; Διότι ἐὰν ὑπάρχῃ ἕνας μέγας φυσικὸς φόβος στὰ ἄλογα ζῶα γιὰ ἄλλου γένους ζῶα, γιὰ νὰ λαμβάνουν δυνατὴ αἴσθησιν ἄν καὶ ἄλογα, πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ θανάτου: πόσο μᾶλλον ὤφειλε νὰ ὑπάρχῃ ἐν τῷ πρώτῳ ἀνθρώπῳ τῆς λογικῆς, κατὰ τρόπον πληρέστατον, μιὰ κάποια φυσικὴ ἀντιληπτικὴ ἱκανότητα ἀκριβῶς πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ θανάτου.

Κεφάλαιον ΣΤ '

Πλεῖστες ἄλλες ἐγερθεῖσες ἀμφιβολίες διέλυσε γύρω ἀπ' τὴ δοθεῖσαν στὸν Ἀδὰμ ἐντολὴν καὶ τὴν παράβασιν τῆς Εὔας.


30. Πάλιν (κάποιοι) προβάλλουν ἄλλα ζητήματα κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον: Δὲν εἶναι πάντοτε κακὸν τὸ νὰ μὴ ὑπακούῃ κανεὶς σὲ μίαν ἐντολήν. Διότι ἐὰν ἡ ἐντολὴ εἶναι καλή, καλὴ εἶναι καὶ ἡ ὑπακοὴ (σ' αὐτήν): καὶ διότι ἐὰν εἶναι φαύλη ἡ ἐντολή, δὲν εἶναι ὠφέλιμη ἡ ὑπακοή. Ἑπομένως δὲν εἶναι πάντοτε κακὸ νὰ μὴ ὑπακούῃς στὴν ἐντολήν: ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ ὑπακούῃς σὲ καλὴν ἐντολὴν, εἶναι ἀδόκιμον. Καλὸν εἶναι δὲ τὸ δένδρον τῶν ἐργατῶν τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Ἐπειδὴ βέβαια ὁ Θεὸς ἐγνώρισεν καὶ τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν. Τελικὰ λέγει: "Ἰδοὺ ὁ Ἀδὰμ ἔγινεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν" (Γεν. γ', 22). Ἄν λοιπὸν τὸ νὰ ἔχῃς τὴ γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ εἶναι καλόν, (ἐὰν) εἶναι δὲ καλὴ αὐτὴ (ἡ γνῶσις) τὴν ὁποίαν ἀκόμη καὶ ὁ Θεός ἔχει, (ἐν τοιαύτη περιπτώσει) φαίνεται ὅτι αὐτὸς ποὺ τὴν ἀπηγόρευσεν στοὺς ἀνθρώπους, ὄχι ὀρθῶς (τὴν) ἀπηγόρευσεν• καὶ αὐτὸ μὲν θέτουν ὡς πρῶτον (οἱ ἐν λόγῳ ἀμφισβητίες). Ἀλλ' ἐὰν καταλάβαιναν τὶ εἶναι τὸ γιγνώσκειν, ποιὰ δύναμιν ἔχει αὐτὸ τὸ ῥῆμα: ἐὰν ἔτσι κατανοοῦσαν, ὅπως δηλαδὴ ἁρμόζει, τό: διότι ἔγνω ὁ Κύριος τοὺς δικούς του (Β' Τιμ. β' 19)• ἔγνω ὡς αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐκ πολλῶν ἔγιναν ἕν, μέσα στοὺς ὁποίους διαμένει καὶ μέσα στοὺς ὁποίους "ἐμπεριπατεῖ"• τὸ γιγνώσκειν, λοιπόν, δὲν ἔγκειται σὲ μόνην καὶ ἐπιπόλαια γνῶσιν, ἀλλὰ στὴν ἐργασίαν τους, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἐκτελῆται. (Λέγουν οἱ ἀμφισβητίες): Ἔπρεπε δὲ ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑπακούῃ εἰς τὴν ἐντολήν, καὶ δὲν ἀπεδείχθη παραβάτης διὰ τῆς μὴ ὑπακοῆς. (Λέγομεν ἡμεῖς:) Λοιπόν, ὅποιος δὲν ὑπήκουσεν, ἐπλανήθη, διότι ἡ παράβασις εἶναι ἁμάρτημα. Ἀληθὲς ἀκόμη τὸ ἐὰν θέλουν νὰ ἀμβλύνουν τὴ δύναμιν τῶν γνώσεων, γιὰ νὰ νομίζουν ἀπαγορευμένην τὴν ἐπιπόλαια γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, σ' αὐτὸ ἀκόμη βρίσκεται ἡ ἐνοχὴ τῆς παραβάσεως, στὸ ὅτι δὲν ὑπήκουσεν στὴν ἐντολήν• διότι Κύριος ὁ Θεὸς ἔκρινεν ὅτι πρέπει νὰ χρησιμοποιήσουν καὶ τὴν ἐσπευσμένη γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
31. Ἄλλο ζήτημα: Ἰσχυρίζονται: ὅποιος δὲν γνώρισεν τὸ καλὸν καὶ τὸ κακὸν δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ τὸ βρέφος. Γιὰ τὸ δίκαιο δὲ δικαστὴν καμίαν ἐνοχὴν δὲν ἔχει τὸ βρέφος. Ὁ δίκαιος μάλιστα ποιητὴς τοῦ κόσμου, (κατὰ μείζονα λόγον), οὐδέποτε θὰ ἐγκαλοῦσεν ὡς ἔνοχον ἕνα βρέφος, γιὰ τὸ ὅτι δὲν ἔχει γνωρίσει τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν• διότι τὸ βρέφος δὲν ἔχει κανένα ἔγκλημα παράβασης καὶ ἐνοχῆς. Μαζὶ μὲ τοὺς ἀνωτέρω θὰ λέγαμεν ὅτι εἶναι ἀληθές, ὅτι διπλῆ εἶναι ἡ κατανόησις τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἐὰν λαμβάνωμεν τὴν ἐπιπόλαιη γνῶσιν• εἶναι λοιπὸν ἐσκεμμένον τὸ ὅτι εἰς οὐδὲν διαφέρει τοῦ βρέφους, ὅποιος δὲν ἐγνώρισεν τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν. Ἄν εἶναι δὲ ἐσφαλμένον τὸ ὅτι (ὁ τοιοῦτος) οὐδόλως διαφέρει βρέφους• ἑπομένως δὲν ἦταν βρέφος ὁ Ἀδάμ. Ἐὰν δὲν ἦταν βρέφος, λοιπὸν προσγράφεται σ' αὐτὸν τὸ ἁμάρτημα σὰν σὲ μὴ βρέφος. Ἐὰν τοῦ καταλογίζηται τὸ ἁμάρτημα, ἀκολουθεῖ ἡ ποινὴ στὸ ἁμάρτημα, διότι εὑρίσκεται ἄξιος ποινῆς, διότι δὲν φρόντισε νὰ ἀποφύγῃ τὸ ἁμάρτημα. Καὶ εἶναι δυνατὸ νὰ συμβῇ, ὥστε καὶ ὁ μὴ ἔχων τὴ γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, νὰ μὴ εἶναι βρέφος: ἐπειδὴ πρὶν γνωρίσῃ τὸ παιδὶ καλὸν ἢ κακὸν (Ἡσ. ζ', 16) δὲν ἐξέλεξεν τὸ κακόν. Καὶ ξανὰ ἔχεις τό: Διότι πρὶν τὸ παιδὶ καλέσῃ τὸν πατέρα, λαμβάνει τὴ δύναμιν τῆς Δαμασκοῦ καὶ τὰ λάφυρα τῆς Σαμάρειας (Ἡσ. η', 4). Τέλειος δὲ ὁ ἐνεργῶν τὸ ἀγαθόν, κι' ἄς μὴ ἀπέκτησεν ἀκόμη τὴ γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ὅπως πολλοὶ πρὶν γνωρίσουν τὸ νόμον, εἶναι οἱ ἴδιοι στοὺς ἑαυτούς τους νόμος (Ρωμ. β', 14). Διότι ὁ Ἀπόστολος πρὶν ὁ Κύριος εἴπῃ: Μὴ ἐπιθυμήσῃς (Ρωμ. ζ', 7) ἀγνοοῦσεν ὅτι ἡ ἐπιθυμία εἶναι κακόν. Τελικὰ ὁ ἴδιος λέγει: "Τὴν ἁμαρτίαν δὲν τὴν ἐγνώρισα εἰμὴ διὰ τοῦ νόμου. Διότι ἀγνοοῦσα τὴν ἐπιθυμίαν, ἐὰν δὲν (μοῦ τὸ) ἔλεγεν ὁ νόμος: Οὐκ ἐπιθυμήσεις". (Αὐτόθι). Ἀπ' αὐτὴν τὴν πλευρὰν ἀκόμη καὶ τὸ μικρὸ παιδὶ μπορεῖ νὰ εἶναι τέλειον φυσικῷ δικαίῳ. πρὶν νὰ γνωρίσῃ ὅτι ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἁμαρτία, εἴτε πρὶν ἀποδεχθῇ τὸ κρῖμα τῆς ἐπιθυμίας. Ἑπομένως ὁ Θεὸς δὲν θέλησε ὁ ἄνθρωπος κατ' ἐπιπόλαια γνῶσιν νὰ γνωρίζῃ τὶ εἶναι κακόν, γιὰ νὰ μὴ τυχὸν ὡς ἀτελὴς δὲν μπορέσῃ νὰ (τὸ) ἀποφύγῃ.
Δὲν διατρέχομεν δὲ τὸν κίνδυνον ἐνοχῆς διὰ τῆς ὑπακοῆς εἰς τὴν ἐντολὴν: λοιπὸν ὁμολογοῦμεν τὴν ἐνοχήν. Πάλιν δὲ ἐὰν λέμε ὅτι ἡ γνῶσις τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ εἶναι ὑψηλὴ καὶ βαθεῖα, ἡ ὁποία βέβαια βαθεῖα γνῶσις καθιστᾶ (κάποιον) τέλειον: οὐχὶ δὲ ἀμέσως τὸ βρέφος, τὸ ὁποῖον δὲν μπορεῖ νὰ φθάσῃ στὴν ὑψηλὴν καὶ βαθεῖαν γνῶσιν, θὰ ἦτο ὀρθὸν νὰ κατεδικάζετο ὅπως τὸ μὴ βρέφος.
32. Πάλιν ἀναφύονται ζητήματα: Ποιὸς δὲν ξέρει, λέγουν (οἱ ἀμφιβάλλοντες), τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν, καὶ (ποιὸς) δὲν γνώρισε βέβαια ὅτι εἶναι κακὸν ἡ μὴ τήρησις τῆς ἐντολῆς, (ποιὸς δὲ) δὲν γνώρισεν τὸ ἴδιον τὸ καλόν, τοὐτέστιν τὴν ὑπακοὴν εἰς τὴν ἐντολήν. Καὶ γι' αὐτό, ἐπειδὴ δὲν εἶχε γνωρίσει, λέγουν, εἶναι ἄξιος συγχωρήσεως καὶ ὄχι καταδίκης, ὅποιος δὲν ὑπήκουσεν. Αὐτὸ δὲ τὸ ζήτημα, ποὺ προηγουμένως ἐμνημονεύσαμεν, (ἔτσι) ἐπιλύεται ἀπὸ αὐτούς. Διότι μπόρεσεν ὁ ἄνθρωπος ἐξ ὅσων προηγουμένως ὁ Θεὸς τοῦ προσέφερεν, (ὅπως) τὸ ὅτι ἔλαβεν τὴν πνοὴν τοῦ Θεοῦ, τὸ ὅτι εἶχεν τοποθετηθῇ εἰς τὸν παράδεισον τῆς τέρψεως, νὰ ἀναλογισθῇ ὅτι πρέπει νὰ ἐπιδεικνύῃ εἰς τὸν αἴτιον (πάντων τούτων) τὴν ὑψίστην ὑπακοήν. Καὶ γι' αὐτὸ ἄν ἀγνοοῦσεν τὴ δύναμιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ• ὅμως ἐπειδὴ τὸ εἶχεν εἴπει ὁ δημιουργὸς τόσων (ἀγαθῶν) περὶ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ὅτι δὲν ἔπρεπεν (οὔτε) νὰ τὸ γευθῶσιν ὤφειλεν (ὁ ἄνθρωπος) νὰ δώσῃ ἐμπιστοσύνην στὸν ἐντολέα. Διότι ἀπ' αὐτὸν τὸν Ἀδὰμ δὲν ἀπῃτεῖτο πεῖρα ἀλλὰ πίστις.
Ἀντιλαμβανόταν λοιπὸν ὅτι ὁ Θεὸς ὑπερέχει πάντων καὶ γι' αὐτὸ ὤφειλεν νὰ προσβλέψῃ στὸ πρόσωπον τοῦ διατάσσοντος. Καὶ ἄν δὲν ἀντιλαμβανόταν τὴ δύναμιν καὶ τὴν ποιότητα τῶν διαταγῶν• ἐγνώριζεν ὅμως ὅτι πρέπει νὰ ἀποδίδῃ σεβασμὸν στὸν ἐντολέα. Ἐν τῇ φύσει του εἶχεν αὐτὴν τὴ γνώμην κι' ἄς μὴ εἶχεν τὴν κρίσιν περὶ ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ.
Τελικὰ καὶ ἡ γυναῖκα εἶπεν στὸ φίδι: "Καὶ ἀπὸ παντὸς δένδρου τοῦ παραδείσου θὰ φάγωμεν: ἐκ τοῦ καρποῦ ὅμως τοῦ δένδρου, ποὺ εἶναι εἰς τὸ μέσον τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός. Δὲν θὰ φᾶτε ἀπ' αὐτὸ (Γεν. γ',2,3). Ἔτσι λοιπὸν (αὐτὴ) ἐγνώριζεν ὅτι πρέπει νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν ἐντολὴν, γιὰ νὰ λέῃ: Ἀπὸ παντὸς καρποῦ , ποὺ ὁ Θεὸς εἶχεν διατάξει θὰ φάγωμεν, ἀπὸ τὸ δένδρον ὅμως τὸ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ παραδείσου, ἡ διαταγὴ παρὰ τοῦ Θεοῦ λέγει ὅτι δὲν πρέπει νὰ γευθοῦν, διὰ νὰ μὴ πεθάνουν μὲ θάνατον. Ἐπειδή, ἑπομένως, ἤξερεν (αὐτὴ) ὅτι πρέπει νὰ τηρήσουν τὴν ἐντολήν, ἐγνώρισεν, λοιπόν, ὅτι ἡ παράβασις εἶναι κακόν, καὶ γι' αὐτὸ δικαίως καταδικάζεται ἡ παράβασις.
33. Κάντε τὴν ἑξῆς παραδοχήν: Ἐὰν ἡ λῆψις ἐκ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἦταν τόσον εὐεργετική, ὥστε νὰ ἀναγνωρίζουν τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν• τὸ ὁποῖον φαίνεται νὰ δείχνῃ ἡ Γραφὴ, ἐφόσον λέγει: Διότι μόλις ἔφαγαν καὶ οἱ δύο, ἀνοίχθηκαν τὰ μάτια τους καὶ γνώρισαν ὅτι ἦσαν γυμνοί" (Αὐτόθι 6 καὶ 7)• τοὐτέστιν ἄνοιξαν τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς καὶ γνώρισαν ὅτι εἶναι ντροπὴ νὰ ζοῦν γυμνοί: ἀναμφίβολα μόλις γεύθηκεν ἡ γυναῖκα ἐκ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἡμάρτησεν καὶ γνώρισεν ὅτι εἶχεν ἁμαρτήσει εἴτε καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ καλέσῃ τὸν ἄνδρα νὰ συμμετάσχῃ στὸ ἁμάρτημα. Μὲ τὸ νὰ ὁδηγήση δὲ τὸν ἄνδρα εἰς τὴν παρανομίαν καὶ μὲ τὸ νὰ τοῦ δώσῃ αὐτὸ ποὺ ἡ ἴδια εἶχε γευθῇ, δὲν ἀπέφυγεν, ἀλλ' ἐπανέλαβεν τὸ ἁμάρτημα γιὰ δεύτερη φοράν.
Διότι βέβαια ἄν ἐξετάσῃς ἀληθῶς τὴν αἰτίαν, ὤφειλεν αὐτὸν ποὺ ἠγάπα νὰ μὴ τὸν σύρῃ σὲ συμμετοχὴν στὴν ποινὴν, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τὸν ἀπομακρύνῃ ἀπ' αὐτὸ ποὺ ἡ ἴδια τὸ γνώριζεν σὰν ἁμαρτίαν ἢ ἀγνοοῦντα (νὰ τὸν ἀνακαλέσῃ στὴν τάξιν)• ἄν καὶ φαίνεται ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἐγνώριζεν ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ βρίσκηται στὸν παράδεισο μετὰ τὸ ἁμάρτημα, ὅτι φοβήθηκε μήπως ἀποβληθῇ μόνη ἐκ τοῦ παραδείσου. Τελικὰ ἐκρύβησαν ἀμφότεροι μετὰ τὴν ἐνοχή. Γνωρίζουσα λοιπὸν ὅτι εἶναι ἀποβλητέα δὲν θέλησε νὰ στερηθῆ τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνδρὸς ποὺ αὐτὴ ἀγαποῦσεν.
34. Κάνε καὶ τὴν ἑξῆς δεύτερην παραδοχήν: Δὲν εἶναι κακὸν ἡ γνῶσις τοῦ κακοῦ• ἀλλ' ὅταν ἡ πρᾶξις πραγματοποιῆ τὸ κακόν. Διότι ὅποιος ἀμέσως γνωρίσει τὸ κακὸν δὲν ἐκτελεῖ τὸ κακόν: ἀλλ' ἐνεργεῖ αὐτὸς ποὺ (ἀπὸ παλιά) γνώρισε τὸ κακόν. Ἔναυσμα δὲ γιὰ τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ κακοῦ συνήθως εἶναι ἡ ὀργὴ ἢ ἡ ἐπιθυμία. Καὶ οὔτε ποὺ εἶναι ἀνάγκη ὁ ἔχων τὴ γνῶσιν τοῦ κακοῦ νὰ κάνῃ τὸ ἀδόκιμον ποὺ γνώρισεν, ἐκτὸς ἐὰν ἡττηθῇ εἴτε ὑπὸ τῆς ὀργῆς εἴτε ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας. Ὅθεν ὅ,τι ὀνομάσαμεν ἔναυσμα γιὰ ἁμαρτίαν, εἶναι εἴτε ὁ θυμὸς εἴτε ἡ ἐπιθυμία, εἴτε πολλάκις ὁ φόβος, εἶναι δυνατὸν ἐκ τοῦ φόβου νὰ προέρχῃται ἡ ἐπιθυμία, ἐφ' ὅσον ὁ καθένας θέλει νὰ ἀποφύγῃ ὅτι φοβᾶται. Καὶ γι' αὐτὸ ὀρθῶς θέσαμε τὴν ὀργὴν καὶ τὴν ἐπιθυμίαν ὡς ἐναύσματα τῶν δύο ὑπολοίπων παθῶν. Ἄς ἐξετάσωμεν λοιπὸν ποιὸ ἀπ' τὰ δύο (συνέβη): ἠρεθίσθη ἢ ὄχι ἡ Εὔα ἀπ' αὐτὰ τὰ ἐρεθίσματα πρὸς τὸ πάθος. Ἀλλ' οὔτε ὠργίζετο κατὰ τοῦ συζύγου, οὔτε ἡττήθη ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν: εἰς τὸ δεύτερον τοὐλάχιστον πλανᾶται, γιὰ νὰ δώσῃ εἰς βρῶσιν στὸν ἄνδρα, ὅ,τι ἤδη ἡ ἴδια εἶχε γευθῇ. Πρῶτον ἡ ἐπιθυμία ὑπῆρξεν αἰτία τῆς πλάνης ὥστε νὰ φάγῃ ἡ ἴδια, καὶ ἀκολούθως ὑπῆρξεν ἡ αἰτία τοῦ ἁμαρτήματος. Διότι ὅ,τι ἤδη εἶχε γευθῇ, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἐπιθυμήσῃ: καὶ ἠκολούθησε διὰ τῆς γεύσεως τὴ γνῶσιν τοῦ κακοῦ.
Κακὸ λοιπὸν ἐκεῖνο ποὺ προέτρεψε. Ὤφειλε νὰ μὴ κάνῃ τὸν ἄνδρα νὰ ἀποκλίνῃ καὶ νὰ μὴ καταστήσῃ τὸ δικόν της σύζυγον παραβάτην τῆς θεϊκῆς ἐντολῆς. Λοιπὸν ἐν γνώσει καὶ ἐπιγνώσει ἁμάρτησεν καὶ ἐνσυνειδήτως παρέσυρε στὸ σφάλμα τὸν σύζυγόν της.
Ἄλλως, θὰ εὑρίσκετο ἐσφαλμένος ὁ λόγος περὶ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἐὰν καὶ μετὰ ποὺ ἔφαγεν ἀπ' αὐτὸ τὸ δένδρο δὲν μπόρεσε νὰ ἔχῃ τὴ γνῶσιν τοῦ κακοῦ. Διότι ἐὰν εἶναι ἀληθὴς ὁ λόγος, δὲν μπόρεσεν λοιπὸν νὰ ἔχῃ τὴν αἰτίαν τῆς ἐπιθυμίας: Καὶ πολλοὶ θεωροῦν ὅτι εἶναι θεμιτὸν ἔτσι νὰ τύχῃ συγγνώμης (αὐτή), διότι ἐπειδὴ ἀγαποῦσεν τὸν ἄνδρα γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ἐφοβεῖτο νὰ τὸν ἀποχωρισθῇ, καὶ προφασίζονται (οἱ ἀντιῤῥησίες) αὐτὴν ὡς αἰτίαν τῆς ἐπιθυμίας, τὸ ὅτι (αὐτὴ) εἶχεν ἀκριβῶς θελήσει νὰ βρίσκηται μαζὶ μὲ τὸν σύζυγον.

Κεφάλαιον Ζ '

Ἐρευνᾶται ποῖον ἐκ τῶν δύο: ἀπὸ τὸ Θεόν, ἢ ἀπὸ τὸ δένδρο ἢ τέλος ἀπ' ἀλλοῦ ἐπῆλθεν ὁ θάνατος στὸν ἄνθρωπον: καὶ ἀναιρεῖται ἡ ἀντίῤῥηση διὰ πολλαπλοῦς ἀπαντήσεως.

35. Πάλιν ἄλλο ζήτημα ὑπεισῆλθεν: πόθεν ἐπισυνέβη ὁ θάνατος στὸν Ἀδάμ, ποῖον ἐκ τῶν δύο: ἀπ' τὴ φύσιν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τοῦ δένδρου, ἢ ἀληθῶς ἀπ' τὸ Θεόν. Ἐὰν τὸ ἀποδώσωμεν στὴ φύσιν τοῦ δένδρου, φαίνεται ὅτι ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῦ δένδρου εἶναι ἰσχυρότερος τῆς ζωοποιοῦ πνοῆς τοῦ Θεοῦ• ἐὰν βέβαια αὐτὸν ποὺ ἡ ζωοποιὸς πνοὴ τοῦ Θεοῦ εἶχεν ζωογονήσει, ὁ καρπὸς τοῦ δένδρου αὐτοῦ τὸν ἔσυρεν πρὸς τὸ θάνατον. Ἢ ἐὰν ἀναφέρωμεν τὸ Θεὸν σὰν δημιουργὸν τοῦ θανάτου, λέγουν (οἱ ἀντιῤῥησίες) ὅτι κατηγοροῦμεν τὸ Θεὸν μὲ δύο κατηγορίες: ὅτι εἴτε εἶναι τόσον στρυφνός, ὥστε δὲν θέλησε νὰ ἀγνοῇ, ἄν καὶ μποροῦσεν• εἴτε ὅτι ἐὰν δὲν εἶχε μπορέσει νὰ ἀγνοῇ, νὰ φαίνηται ἀνίσχυρος. Ἄς δοῦμε, λοιπόν, πῶς πρέπει νὰ ἀναιρεθῇ (αὐτὴ ἡ ἀντίῤῥηση) .
Ἐὰν δὲν ἀπατῶμαι, αἰτία τοῦ θανάτου ὑπῆρξεν ἡ ἀνυπακοή• καὶ γι' αὐτὸ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι αἰτία τοῦ θανάτου του καὶ δὲν εἶχεν τὸ Θεὸν σὰν αἴτιον τοῦ θανάτου του. Διότι οὔτε ἐὰν ὁ γιατρὸς ἀπαγορεύσῃ στὸν ἄρρωστον αὐτὰ ἀπ' τὰ ὁποῖα ἐμφανῶς θὰ πρέπῃ (αὐτὸς) νὰ φυλάγηται, καὶ ὁ ἀσθενὴς δὲν ἀποφασίσῃ νὰ ἀπέχῃ (ἀπ' αὐτά), εἶναι αἰτία τοῦ θανάτου ο ἰατρός: ἀλλὰ λοιπὸν ὁ ἴδιος εἶναι ἔνοχος γιὰ τὸ θάνατόν του. Ὅθεν καὶ ὁ Θεὸς σὰν καλὸς ἰατρὸς ἀπηγόρευσεν νὰ μὴ γευθῆ ὁ Ἀδὰμ τὰ θανατηφόρα.
36. Πάλιν ἀποδέξου (τὸ ἑξῆς): Τὸ νὰ γνωρίζῃς τὸ καλὸν εἶναι καλλίτερον ἀπ' τὸ νὰ τὸ ἀγνοῇς: καὶ εἶναι ὡραῖον αὐτὸς ποὺ γνωρίζει τὸ καλόν, νὰ γνωρίζῃ ποιὸ εἶναι τὸ κακό, γιὰ νὰ γνωρίζῃ νὰ φυλάγηται ἀπὸ τὸ κακὸν καὶ ὡς συνετὸς νὰ εὑρίσκηται ὑπὸ τὴν προστασίαν τῆς φρουρᾶς. Πάλιν ὅμως δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ γνωρίζῃς μόνον ὅ,τι εἶναι κακόν: μήπως καὶ ἐπειδὴ γνωρίζεις τὸ κακὸν ἀρχίσῃς νὰ ἀποστερῆσαι τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ. Ὡραιότερον λοιπὸν εἶναι νὰ γνωρίζωμεν ἀμφότερα• γιὰ νὰ ἀποφεύγωμεν τὸ κακόν, ἐπειδὴ γνωρίζομεν τὸ καλόν• καὶ ἵνα ἐκ τοῦ ὅτι γνωρίζομεν τὸ κακόν προτιμῶμεν τὴ χάριν τοῦ καλοῦ. Ἀλλ' ἔτσι ὀφείλεις νὰ γνωρίζῃς καὶ τὰ δύο, γιὰ νὰ γνωρίσῃς κατὰ βάθος, καὶ ὅ,τι θὰ ἔχῃς γνωρίσει νὰ ἐκτελῆς καὶ γιὰ νὰ συμφωνῇ ἡ πράξη μὲ τὴ γνῶσιν. Ἄλλως ἡ Γραφὴ δεικνύει ἀνεκτότερον αὐτὸν ποὺ ἀγνοεῖ καὶ τὰ δύο, παρὰ ἐκεῖνον ποὺ ἐπιφανειακὰ γνώρισεν ἀμφότερα (Λουκ. ιβ', 47,48). Διότι δυσχεραίνεται νὰ γνωρίσῃ, ὅ,τι δὲν δύνασαι εἴτε νὰ ἀκολουθήσῃς εἴτε νὰ ἀποφύγῃς• δυσκολεύεται νὰ γνωρίση χωρὶς τὴ χρήση καὶ τὸ ἔργον τῆς βαθειᾶς γνώσεως.
Τέλος ἀντιβαίνει στὴ γνώμη νὰ γνωρίζῃ ὁ ἰατρὸς τὶ ὠφελεῖ καὶ τὶ βλάπτει τὸν ἀσθενῆ:ἐὰν δὲν χρησιμοποιῇ τὴ γνῶσιν αὐτὴν δεόντως: καὶ γι' αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ γνῶσις καλὴ ἐκτὸς ἐκείνης ποὺ τὴ χρησιμοποιεῖ δεόντως.
37. Πάλιν παραδέξου (τὸ ἑπόμενον): Ὄχι ἄσκοπα τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ φυτεύθηκεν στὸ μέσον τοῦ παραδείσου: καὶ ἐὰν εἶχε φυτευθῇ χάριν κάποιου ἀνθρώπου, (τότε) ἡ (σχετικὴ) ἀπαγόρευσις ἦταν περιττή. Ἀλλ' οὔτε μάταια οὔτε γιὰ ἄλλον, ἐκτὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἔλαβεν τὴν ἐντολήν, ἐφυτεύθη: γιὰ νὰ μὴ τὸ χρησιμοποιῆ μόνον αὐτό, ἀλλ' αὐτὸ μαζὶ καὶ μὲ τὰ ἄλλα. Διότι ἐὰν πολλὰ συζητήσῃς, θὰ βρῆς πάμπολλα καὶ σαφῶς ἀναρίθμητα, τὰ ὁποῖα νὰ μποροῦν νὰ βλάψουν τὸν ἀγνοοῦντα τὴ χρῆσιν (τους). Οὔτε τὰ ἴδια τὰ πλούτη θὰ βρῆς καρποφόρα, ἐὰν ὁ ἔχων τὰ πλούτη ὡς καταφύγιον γιὰ ἀφθονίαν, ἀρνῆται τρόφιμα στοὺς πτωχούς, ἀποκλείῃ τὸν ἐνδεῆ ἀπογυμνωμένον βοηθείας, ἀποσπᾶ ἀπ' τοὺς ἄλλους ὅσα δὲν τοῦ ἀνήκουν, (μόνο καὶ μόνον) ἐπειδὴ εἶναι ἰσχυρότερος. Ἡ ἴδια ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ πιὸ χαριτωμένη μορφὴ τοῦ σώματος συχνὰ σύρει εἰς τὸ πάθος, παρὰ ἡ ἀσχήμια. Ἆράγε λοιπὸν ὁ οἱοσδήποτε ἐπιθυμεῖ νὰ ἔχῃ ἄσχημα παρὰ ὄμορφα παιδιὰ προτιμάει τὰ παιδιά του νὰ εἶναι φτωχὰ παρὰ πλούσια; Πολλὰ εἶναι τὰ τοιαῦτα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὰ σχετίζωμεν μὲ τὴν ἀστοχασίαν τῆς ἀφθονίας τοῦ πλούτου, ἀλλὰ μὲ τὴν πλάνην τοῦ κάνοντος κακὴν χρῆσιν. Καὶ γι' αὐτὸ κατηγορητέος εἶναι μᾶλλον ὁ χρήστης παρὰ ὁ δωρητής.

Κεφάλαιον Η '

Ἐπιλύονται ζητήματα περὶ τῆς προγνώσεως τοῦ Θεοῦ γύρω ἀπ' τὶς παραβάσεις τοῦ Ἀδάμ, καὶ τὴν γνώμην περὶ καλοῦ καὶ κακοῦ, ἡ ὁποία θεόθεν ἐντυπώθηκεν στὸ νοῦν τῶν ἀνθρώπων.


38. Ἄλλη ἐρώτηση: Ὁ Θεὸς ἐγνώριζεν ἢ ὄχι ὅτι ὁ Ἀδὰμ θὰ παραβῇ τὶς ἐντολές Του; Ἄν ἀγνοοῦσεν, κάτι τέτοιο ἀπάδει στὴ θείαν ἐξουσίαν: ἐὰν ὅμως ἐγνώριζεν καὶ οὐδὲν ἧττον ἐν γνώσει ἔδινεν ἐντολὲς γι' αὐτὰ ποὺ θὰ κατεφρονοῦντο, δὲν εἶναι ἴδιον τοῦ Θεοῦ νὰ ἐντέλληται κάτι περιττόν. Περιττὸν διέταξε δὲ σ' ἐκεῖνον τὸν πρωτόπλαστον Ἀδάμ, ὅ,τι δηλαδὴ ἀπὸ πρὶν ἐγνώριζεν ὅτι κάθε ἄλλο παρὰ θὰ τὸ ἐφαρμόσῃ: Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν κάνει τίποτε τὸ περιττόν• λοιπὸν ἡ Γραφὴ δὲν εἶναι ἐκ Θεοῦ. Διότι αὐτὸ ἀντιτείνουν ὅσοι δὲν παραδέχονται τὴν Παλαιὰ Διαθήκην, καὶ παρεμβάλλουν τέτοιες ἐρωτήσεις. Ἀληθῶς αὐτοὶ πρέπει νὰ ἡττηθῶσιν στὴν ἄποψιν καὶ γνώμην των. Ἐφ' ὅσον δηλαδὴ δὲν ἀποῤῥίπτουν τὴν πίστιν τῆς Καινῆς Διαθήκης, πρέπει νὰ τοὺς ἐπιχειρηματολογήσωμεν μὲ παράδειγμα, γιὰ νὰ πιστεύσωσιν εἰς τὴν Παλαιάν: διότι ἐφ' ὅσον αὐτῶν (τῶν δύο Διαθηκῶν) οἱ ἐντολὲς καὶ τὰ γεγονότα ἐναρμονίζονται, εἶναι φανερὸν ὅτι πρέπει νὰ πιστεύηται ὅτι ἀμφοτέρων εἶναι αἴτιος ἕνας. Ἄς μάθωσι λοιπὸν ὅτι οὔτε περιττή, οὔτε καὶ ἄδικη ἦταν ἡ ἐντολὴ ποὺ ἐδόθη στὸ μέλλοντα παραβάτην τῆς ἀπαγορεύσεως. Διότι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐκλέγει τὸν Ἰούδαν (ὡς μαθητήν), γιὰ τὸν ὁποῖον ἐγνώριζεν ὅτι θὰ τὸν προδώσῃ. Ἐὰν νομίζουν ὅτι ἀπὸ ἀπερισκεψίαν τὸν ἐξέλεξεν, ἀκυρώνουν τὴν Ἐξουσίαν τὴ θεϊκήν. Ἀλλ' αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ τὸ ὑποστηρίξωσιν, διότι ἡ Γραφὴ λέγει: "Διότι ἐγνώριζεν ὁ Ἰησοῦς ποῖος θὰ τὸν ἐπρόδιδεν" (Ἰω. στ', 65). Ἄς σιωπήσωσι λοιπὸν οἱ πολέμιοι αὐτοὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
39. Ἀλλ' ἐπειδὴ ἀκόμη καὶ στοὺς Ἐθνικούς, τόσον ἰσχυρὰ τὸ ἀντιτείνουν, εἶναι φανερὸν ὅτι πρέπει νὰ δοθῇ ἀπάντησις (σ' αὐτούς), οἱ ὁποῖοι ἐνῶ δὲν δέχονται τὸ (λογικὸν) παράδειγμα ἀπαιτοῦν λογικὴν (ἀπόδειξιν): ἄς δεχθοῦν οἱ ἴδιοι γιὰ ποιὸ λόγον ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἴτε νὰ ἔδωσεν τὴν ἐντολὴν σ' αὐτὸν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τὴν παραβῇ, εἴτε νὰ ἐξέλεξεν (ὡς μαθητήν του) αὐτὸν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τὸν προδώσῃ.
Προτίθεται ὁ Κύριος Ἰησοῦς νὰ σώσῃ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀκόμη καὶ στοὺς ἀσεβεῖς ὤφειλε νὰ δείξῃ (αὐτὴν) τὴ θέλησίν του. Καὶ γι' αὐτὸ οὔτε τὸ μέλλοντα προδότην του ὤφειλε νὰ παρατρέξῃ• γιὰ νὰ παρατηροῦν ὅλοι ὅτι εἰς τὴν ἐκλογὴν ἀκόμη καὶ τοῦ προδότη ὕψωσεν τὴν σημαῖαν ὅλων αὐτῶν ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸν ὑπηρετῶσιν, οὔτε καθήψατο αὐτοῦ, εἴτε τοῦ Ἀδὰμ ἐπειδὴ αὐτὸς ἔλαβεν τὴν ἐντολὴν, εἴτε τοῦ Ἰούδα, ἐπειδὴ αὐτὸς ἐξελέγη (μαθητής). Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἐπέβαλεν εἴτε σ' ἐκεῖνον τὴν ἀναγκαιότητα τῆς παραβάσεως, εἴτε σ' αὐτὸν τὴν ἀναγκαιότητα τῆς προδοσίας, διότι ὁ καθένας ἀπ' τοὺς δύο θὰ εἶχε μπορέσει νὰ ἀπόσχῃ τῆς ἁμαρτίας, ἐὰν εἶχεν φυλάξῃ ὅ,τι εἶχεν παραλάβει. Τέλος γνώριζεν ὅτι οὔτε ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι θὰ πιστεύσουν, καὶ ὅμως λέγει: "Δὲν ἦλθα παρὰ μόνον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπωλολότα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ" (Ματ. ιε', 24).
Ἑπομένως ἡ ἐνοχὴ δὲν βρίσκεται στὴν ἐντολήν, ἀλλὰ τὸ ἁμάρτημα ἔγκειται εἰς τὸν παραβάτην. Καὶ ὅ,τι ὑπῆρξεν ἐν τῷ Θεῷ, δείχνει σὲ ὅλους ὅτι ὁ Θεὸς θέλησε νὰ ἐλευθερώσῃ τοὺς πάντες. Δὲν λέγω ὅμως ὅτι ἀγνοοῦσεν τὴ μέλλουσαν παράβασιν, (ἀντίθετα) μάλιστα διαβεβαιώνω ὅτι (τὴν) ἐγνώριζεν: ἀλλὰ γι' αὐτὸ δὲν ὤφειλε νὰ ἀποκλίνῃ εἰς ἑαυτὸν τὸ φθόνον τοῦ ἀπολλυμένου προδότη, γιὰ νὰ καταλογίζηται στὸ Θεόν, ἡ πτῶσις ἑκατέρου. Τώρα ὅμως ὁ καθένας ἀπ' τοὺς δύο ἐξελέγχεται καὶ στηλιτεύεται• διότι καὶ ἐκεῖνος παρέλαβεν τὴν ἐντολὴ νὰ μὴ ὀλισθήσῃ καὶ αὐτὸς προσέτι ἔγινε δεκτὸς στὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα ἵνα καὶ διὰ τῆς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ ἀνακληθῇ ἀπὸ τὴ μανίαν γιὰ προδοσίαν: γιὰ νὰ ἔχῃ εὐθὺς ὠφελήσει ὅλους καθ' ὅν χρόνον ἄλλοι θὰ κατανικῶνται. Διότι δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἁμάρτημα, ἐὰν δὲν εἶχεν προηγηθῆ ἡ ἀπαγόρευσις. Μὴ ὑφισταμένου ὅμως (οὕτω) ἁμαρτήματος, ὄχι μόνον τὸ κακὸν ἀλλὰ προσέτι οὔτε ἡ ἀρετὴ ἴσως δὲν θὰ ὑπῆρχεν: αὐτὴ ἐὰν δὲν εἶχαν ὑπάρξει σπέρματα κακίας δὲν θὰ μποροῦσεν οὔτε νὰ ὑπάρχῃ οὔτε νὰ ἐξέχῃ. Διότι τὶ εἶναι ἡ ἁμαρτία εἰμὴ παράβασις τοῦ θείου νόμου καὶ ἀνυπακοὴ στὰ οὐράνια παραγγέλματα; Διότι περὶ τῶν οὐρανίων ἐντολῶν δὲν κρίνομεν διὰ τῶν ὤτων τοῦ σώματος: ἀλλ' ἐπειδὴ εἶναι λόγος Θεοῦ, κάποιες ἰδέες τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἀναβλαστάνουν μέσα μας• ἐφόσον ὅ,τι εἶναι κακὸν ἀντιλαμβανόμεθα ἐκ φύσεως ὅτι πρέπει νὰ τὸ ἀποφεύγωμεν, καὶ ὅ,τι εἶναι καλὸν κατανοοῦμεν φυσικῶς ὅτι ἀποτελεῖ ἐντολήν. Εἰς αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἄλλα ἀπαγορεύει ἄλλα ἐντέλλεται θεωροῦμεν ὅτι ἀκοῦμεν τὴ φωνὴν τοῦ Θεοῦ. Καὶ γι' αὐτὸ ἐὰν κανεὶς δὲν ὑπακούῃ σ' ἐκεῖνα ποὺ τὰ πιστεύομεν ὡς ἅπαξ (διὰ παντὸς) ἐντεταλμένα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖται κολάσιμος. Τὴν ἐντολὴν δὲ τοῦ Θεοῦ ἀναγινώσκομεν ἐγγεγραμμένην ὄχι σὰν σὲ πέτρινες πλάκες μὲ μελάνι, ἀλλὰ τὴν κρατοῦμεν ἐντυπωμένην εἰς τὰς καρδίας μας διὰ τοῦ πνεύματος τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Λοιπὸν ἡ ἴδια ἡ ἰδέα μας κάνει νόμον στὸν ἑαυτόν της. Διότι ἐὰν ἔθνη, τὰ νόμο μὴ ἔχοντα, φύσει τὰ τοῦ νόμου πράττουν καὶ μολονότι δὲν ἔχουν τέτοιου εἴδους νόμον οἱ ἴδιοι εἶναι νόμος στοὺς ἑαυτούς τους, οἱ ὁποῖοι ἐπιδεικνύουν τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν. Ἡ ἰδέα λοιπὸν ἡ ἀνθρωπίνη εἶναι στὸν ἄνθρωπον σὰν νόμος Θεοῦ.
40. Πάλιν μετὰ ἀπ' αὐτὰ ὑποβάλλουν ἄλλην ἐρώτησιν, ἵνα κατηγορῶσιν ἐν μέρει τὸ παράγγελμά Του, ποὺ εἴπαμεν ὅτι συνίσταται στὴν ἰδέαν τοῦ ἀνθρώπου, (ἐν μέρει) αὐτὴν τὴν ἴδιαν τὴν ἰδέαν τὴν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς ἐντολὴν τοῦ θείου νόμου ἐντυπωμένην.
Ἤξερεν, λέγουν, (ὁ Θεὸς) ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ αὐτὸς ἐδημιούργησεν καὶ ποὺ τοῦ ἐνετύπωσεν αὐτὲς τὶς ἰδέες τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ θὰ ἁμαρτήσῃ, ἢ δὲν τὸ ἤξερεν; Διότι ἐὰν εἴπῃς ὅτι δὲν ἐγνώριζεν, φρονεῖς κάτι ἀλλότριον τῆς μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ• ἐὰν δὲ εἴπης ὅτι ἄν καὶ ἐγνώριζεν ὁ Θεὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ ἁμαρτήσῃ, παρὰ ταῦτα τὶς κοινὲς ἰδέες τοῦ καλοῦ καὶ κακοῦ ἐνετύπωσεν σ' αὐτόν• ὅπως ἕνεκα τῆς προσμίξεως τῶν κακῶν δὲν δύναται νὰ ὑπηρετήσῃ τὴν συνέχισιν τῆς ζωῆς, ἔτσι σ' ἐκεῖνο δὲν ὑπάρχει μαντεία περὶ τοῦ μέλλοντος, ἔτσι καὶ σ' αὐτὸ νὰ θεωρῇς ὅτι σημαίνει πὼς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι καλός. Καὶ ἐντεῦθεν ἐπιχειρηματολογοῦν ὅτι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔγινεν ἀπὸ τὸ Θεόν. Διότι ὅπως ἀνωτέρω δείξαμεν ὅτι αὐτοὶ λέγουν ὅτι δὲν εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἐδῶ λέγουν: Δὲν ἐδημιουργήθη ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ Θεόν, διότι ὁ Θεὸς δὲν ἐδημιούργησεν τὸ κακόν. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως συνέλαβεν τὴν ἰδέαν τοῦ κακοῦ, ἐνόσῳ διατάσσεται νὰ ἀπέχῃ τῶν κακῶν. Μ' αὐτὸ δὲ τὸν συλλογισμὸν ἀποπειρῶνται νὰ διαβεβαιώσωσιν ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ ἀγαθὸς Θεός, ἄλλος ὁ δημιουργὸς τοῦ ἀνθρώπου. Σ' αὐτοὺς πρέπει νὰ δοθῇ ἀπάντησις ἀμέσως σύμφωνα μὲ τὴ δικήν τους γνώμη. Διότι ἐὰν δὲν θέλουν νὰ ἔχῃ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπον ὁ Θεός, διὰ τὸ λόγον ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ προσπαθοῦν νὰ ἀποφύγουν αὐτό, μήπως δηλαδὴ ὁ ἀγαθὸς Θεὸς φανῆ ὅτι ἐδημιούργησε τὸν ἁμαρτωλόν• ἄς μᾶς ποῦν ποῖον ἐκ τῶν δύο: πιστεύουν ὅτι ὁ δημιουργὸς τοῦ ἀνθρώπου (μὲ τὴν σειράν του) δημιουργήθηκεν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἢ ὄχι; Διότι ἐὰν ἐκεῖνος, ὁ δημιουργὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐδημιουργήθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ , ὅπως (οἱ ἴδιοι) λέγουν, πῶς ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἐδημιούργησεν τὸ δημιουργὸν τοῦ κακοῦ;
Ὅθεν δὲν εἶναι ἀγαθός, διότι δὲν εἶναι ἀγαθὸς ὁ δημιουργὸς τοῦ ἁμαρτωλοῦ• ἄς προσέξουν (μάλιστα) μήπως χειρότερον εἶναι νὰ δημιουργήσῃς τὸν δημιουργὸν τοῦ κακοῦ. Διότι ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ὤφειλε νὰ ἐμποδίσῃ τὴ γέννησιν αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νὰ εἰσαγάγῃ τὴν οὐσίαν τῆς ἁμαρτίας. Διότι ἐὰν λέγουν ὅτι δὲν ἐγεννήθη ὁ δημιουργὸς τοῦ κακοῦ, ἐρευνητέον ποῖον ἐκ τῶν δύο: μποροῦσε, ἢ ὄχι ὁ ἀγαθὸς Θεὸς νὰ ἐμποδίσῃ καθ' οἱονδήποτε τρόπον τὴν ἀρχομένην κακίαν; Διότι ἄν δὲν μπόρεσε, ἄρα εἶναι ἀδύναμος: ἄν μπόρεσε, καὶ δὲν τὸ ἔκανε, ἄρα δὲν εἶναι ἀγαθός. Ἑπομένως ἐὰν αὐτὰ δὲν συμφωνοῦν μεταξύ τους, καὶ οὔτε οἱ γνῶμες τῶν αἱρετικῶν συμφωνοῦν μεταξύ τους, ἄς ἐρευνήσωμεν μήπως τυχὸν ὑπῆρξε λογική, ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς τὴν κακίαν εἴτε τοῦ γεννητοῦ εἴτε τοῦ ἀγέννητου ἐκείνου δημιουργοῦ νὰ εἰσαγάγῃ σ' αὐτὸν τὸν κόσμον, ἐνῷ ἠδύνατο νὰ (τὴν) ἐμποδίσῃ.
41. Ὅθεν λατρεύοντες ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Θεὸν ἀγαθὸν καὶ δημιουργόν, τὸ ἑξῆς ἄν μπορῶμεν, προσθέτομεν, τὸ ὁποῖον συμφωνεῖ μὲ ἑκατέραν χάριν, νὰ μὴ ὑποχωρῶμεν στὴ μοχθηρίαν τῆς κατηγορίας αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι αὐτὰ ἰσχυρίζονται: Πῶς ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον ἔπαθεν, νὰ εἰσάγῃ σ' αὐτὸν τὸν κόσμον τὴν κακίαν, ἀλλὰ προσέτι ἐπέτρεψεν νὰ ἐπέλθῃ τόση σύγχυσις; Εἶναι ἀλήθεια ὅτι αὐτὴ ἡ κατηγορία τότε ἔχει θέσιν, ἐὰν ἔτσι ἀνεμίγνυεν τὴ δύναμιν τῆς ψυχῆς μὲ τὰ ἐσώτατα μυστικὰ τοῦ νοῦ• γιὰ νὰ μὴ μπορῇ μὲ καμίαν συμφωνίαν νὰ καταστραφῇ αὐτὴ ἡ μῖξις καὶ ὁ ἰὸς τῶν ἀνιάτων πληγῶν νὰ ἐγκατασταθῇ εἰς τὸ νοῦ καὶ στὴν ψυχή μας: διότι θὰ ἦταν καταλληλότερος τόπος αὐτῆς τῆς ἔριδος τὸ ὅτι μολονότι ὁ Θεὸς εἶναι παντοδύναμος, ὅμως ἔπαθε διὰ νὰ ἀπολέσῃ τὸν ἄνθρωπον.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἀφοῦ ὁ Θεὸς ὁ οἰκτίρμων ἐπεφύλαξεν τὰ φάρμακα γιὰ νὰ ἀποπτύσωμεν τὴν πλάνην μας, δὲν ἀπώλεσεν τὴν ἱκανότητα καὶ τῆς καταστροφῆς παντὸς μολυσμοῦ: Πόσον παράλογον ἢ ἄδικον εἶναι τὸ ἐὰν ἐπέτρεψεν νὰ πειράζηται τὸ ὑλικὸ μέρος μας μὲ κάποιον τρόμον γιὰ τὴν ἀνθρώπινην εὐθραυστότητα: καὶ ἡ μεγαλύτερη δανείστρια μετὰ ταῦτα, ἡ χάρις, διὰ τῆς μετανοίας γιὰ τὶς ἁμαρτίες νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸς στοργὴν διὰ τὸν ἄνθρωπον, καὶ αὐτὸς συνειδὼς τὴν ἰδίαν εὐθραυστότητα ἐπειδὴ τόσον εὔκολα ἔσπευσεν διὰ τῆς ἀποκλίσεως ἀπὸ σειρᾶς θεϊκῶν παραγγελμάτων, ἐφοβεῖτο, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ πορφυρᾶν ἐσθῆτα τῆς κυμαινομένης ψυχῆς, νὰ ἀποβάλῃ τὰ οὐράνια παραγγέλματα: εἰς τὴν θείαν εὐσπλαχνίαν περισσότερον ἀποδίδων ὅ,τι ξανὰ ἔλαβεν, ποὺ τὸ εἶχεν (πρὶν) ἀποβάλει, καὶ δι' ἐαυτὸν σφετεριζόμενος κάτι ἀπὸ τὴ χάριν τὸ ὁποῖον νὰ ἐπέστρεφεν.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων "Περί τοῦ Παραδείσ

Unread postby inanm7 » Wed Oct 06, 2021 12:49 pm

Κεφάλαιον Θ '

Ἄν ἄρμοζε νὰ δοθῇ ἀπὸ τὸ Θεὸν στὸν ἄνθρωπον ἐντολὴ περὶ τροφῆς, καθὼς καὶ γιατὶ στὴν προτεθεῖσαν ποινὴ δὲν εἶχε λεχθῆ (ἁπλῶς) "ἀποθανεῖσθε", ἀλλὰ "θανάτῳ ἀποθανεῖσθε" ;


42. Τώρα ἄς θεωρήσωμεν ποιὸς νὰ εἶναι ἐκεῖνος ὁ λόγος, ποιὸ νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ ὅταν ὁ Θεὸς ἔδιδεν τὴν ἐντολὴν στὸν ἄνθρωπον προειδοποιῶν περὶ ἐκείνης τῆς θαυμαστῆς καὶ μακαρίας ζωῆς ἵνα μὴ πράττων ἀντιθέτως ἀποθάνῃ "θανάτῳ", ἔκρινεν ὅτι ἔπρεπε νὰ δώσῃ ἐντολήν περὶ τοῦ φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν. Διότι ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὴ γνώμην ὅτι αὐτὴ ἐδῶ ἡ ἐντολὴ δὲν ταιριάζει καθόλου στὸ Δημιουργὸν τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καὶ τῶν πάντων• καθόλου ἄξιον τῶν κατοίκων τοῦ παραδείσου, ἐκ τοῦ ὅτι ἐκείνη ἡ ζωὴ ἦταν ὅμοια μὲ τὴν ἀγγελικήν. Καὶ γι' αὐτὸ μποροῦμε νὰ ἐκτιμήσωμεν ὅτι δὲν ὑπῆρξεν αὐτὴ ἡ τροφή γήϊνη καὶ φθαρτὴ • διότι ὅσοι πίνουν καὶ δὲν πίνουν, θὰ εἶναι ὡς ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐν τῇ τροφῇ δὲν ὑπάρχει βραβεῖον, διότι ἡ βρῶσις δὲν εἶναι σὲ μᾶς συστατικὸ γιὰ τὸ Θεὸν• οὔτε εἶναι καὶ μεγάλος κίνδυνος, διότι δὲν μολύνει τὸν ἄνθρωπον αὐτὸ ποὺ εἰσέρχεται στὸ στόμα, , ἀλλ' αὐτὸ ποὺ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ στόμα: φαίνεται χωρὶς ἀμφιβολίαν ὅτι δὲν εἶναι ἡ ἐντολὴ τέτοιου δημιουργοῦ, ἐκτὸς ἐὰν συσχετίσῃς αὐτὴν τὴν τροφὴ μ' ἐκείνην τὴν προφητικήν, διότι ὁ Κύριος ὑπόσχεται στοὺς ἁγίους του σὰν μεγάλο βραβεῖον: "Ἰδοὺ ὅσοι μὲ ὑπηρετοῦν, τρώγουσιν: σεῖς ὅμως θὰ λιμοκτονῆτε (Ἡσ. 65,13).
Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ τροφὴ ἡ περιέχουσα τὴν αἰώνιον ζωήν, ἀπ' τὴν ὁποίαν (τροφὴν) ὅποιος στερηθῆ, θανάτῳ ἀποθανεῖται". Διότι βέβαια ὁ ζῶν καὶ ὁ οὐράνιος ἄρτος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος δίδει ζωὴν σ' αὐτὸν τὸν κόσμον. Ὅθεν καὶ ὁ ἴδιος λέγει: "Ἐὰν δὲν φάγητε τὴν σάρκα μου καὶ πίητε τὸ αἷμα μου, δὲν θὰ ἔχητε ζωὴν αἰώνιον" ('Ιω. στ', 54). Ὑπῆρχε λοιπὸν κάποιος ἄρτος περὶ τοῦ ὁποίου ἐδόθη προειδοποίησις ὅτι πρέπει νὰ φάγωσιν οἱ ἔνοικοι τοῦ παραδείσου. Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτός; Δέξου ποιὸν λέγει: "Ἄρτον, εἶπεν, ἀγγέλων ἔφαγεν ὁ ἄνθρωπος" (Ψαλ. οζ', 25). Διότι ὑπάρχει ὁ καλὸς ἄρτος, ἐὰν ἐκτελῆς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θέλεις νὰ ξέρῃς ποιὸς εἶναι ὁ καλὸς ἄρτος; Ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς ἔφαγεν αὐτὸν τὸν ἄρτον, περὶ τοῦ ὁποίου λέγει: "Δική μου τροφὴ εἶναι νὰ πράττω τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου, τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς" (Ἰω. δ', 34).
43. Πάλιν ἄς δοῦμε γιὰ ποιὸ λόγον Κύριος ὁ Θεὸς νὰ εἶπεν εἰς τὸν Ἀδάμ: "θανάτῳ ἀποθανεῖσθε": τὶ ἐνδιαφέρει ποιὸ ἀπ' τὰ δύο, ἐὰν δηλαδὴ λέγῃ κάποιος "ἀποθανεῖσθε" ἢ προσθέτῃ "θανάτῳ ἀποθανεῖσθε". Διότι ὀφείλομε νὰ δείξωμεν ὅτι οὐδὲν περιττὸν ὑπάρχει εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν κρίνω ὡς ἑξῆς: Ἐπειδὴ τὰ δύο, θάνατος καὶ ζωὴ, εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους ὁμιλοῦντες ἁπλᾶ λέμε ὅτι ζῶμεν ἀπὸ τὴν ζωὴν καὶ ὅτι ἀποθνήσκομεν ἀπὸ τὸ θάνατον. Ἐὰν ὅμως θελήσῃς νὰ συζεύξῃς ἀμφότερα, ἐπειδὴ ἡ ζωὴ προκαλεῖ τὴν ζωήν, λέγεται ὅτι ἡ ζωὴ ζῇ ὅπως λέγει ὁ νόμος (τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης). Καὶ ἐπειδὴ ὁ θάνατος ἐπιφέρει τὸ θάνατον, λέγεται "θανάτῳ ἀποθανεῖται". Ὅμως δὲν εἶναι περιττὴ αὐτὴ ἡ ἀναδίπλωσις στὴν ἔκφρασιν: διότι ὑπάρχει ζωὴ πρὸς θάνατον καὶ θάνατος πρὸς ζωήν• διότι κάποιος καὶ ἐνόσῳ ζῇ, ἀποθνήσκει, καὶ ἐνόσῳ ἀποθνήσκει ζῆ. Γίνονται λοιπὸν τέσσαρες διακρίσεις: ζωῇ ζῆν, θανάτῳ ἀποθνήσκειν, θανάτῳ ζῆν καὶ ζωῇ ἀποθνῄσκειν. Ἐφόσον λοιπὸν αὐτὰ οὕτως ἔχουν τὴν προδίκασιν χρήσεως καὶ συνηθείας ὀφείλομεν νὰ τὴν ἀποκλείσωμεν• διότι στὴ χρῆσιν μὲν ἰσχύει τὸ κοινῶς λεγόμενον ζῆν καὶ γιὰ τὸν ζῶντα τὴν ζωὴν καὶ γιὰ τὸν ζῶντα τὸν θάνατον: ἐπίσης κοινῶς λέγεται θνήσκειν καὶ γιὰ κεῖνον ποὺ "θνήσκει θανάτῳ" καὶ γιὰ κεῖνον ποὺ "θνήσκει ζωῇ". Ἑπομένως ἐκ τῶν τεσσάρων "διακρίσεων" δύο σημαίνει "ἡ χρῆσις", ὅταν λέγῃ διὰ τὸν ζῶντα ζῆν, χωρὶς νὰ διακρίνῃ καλλίτερον καὶ χειρότερον, καὶ λέγει γιὰ τὸν θνήσκοντα "ἀποθνήσκειν", χωρὶς νὰ φαίνηται ἡ διαφορὰ μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ θανάτου. Διότι, ἄλλωστε, καὶ χωρὶς διάκρισιν δηλώνεται ἡ ζωὴ ὅπως π.χ. τῶν στερουμένων λογικῆς, ἢ καὶ τῶν βρεφῶν καὶ ὁμοίως χωρὶς διάκρισιν ὁ θάνατος.
44. Θεωροῦμεν, λοιπόν, χωρὶς τὴν κοινὴ χρῆσιν, τὸ τὶ νὰ εἶναι ζωῇ ζῆν, θανάτῳ ἀποθνῄσκειν, τὸ τὶ νὰ εἶναι ζῆν θανάτῳ καὶ ἀποθνήσκειν ζωῇ. Διότι πιστεύω ὅτι κατὰ τὰς Γραφὰς τὸ "ζῆν ζωῇ" σημαίνει μιὰν κάποιαν θαυμαστὴν καὶ μακαρίαν ζωήν, καὶ φαίνεται ὅτι ἀποδεικνύομεν αὐτὴν τὴν χρῆσιν τοῦ ζῆν καὶ τὸ δῶρον τῆς πνοῆς ὡς συνημμένον μετὰ τῆς χάριτος τῆς μακαρίας ζωῆς καὶ ἀναμεμιγμένον μὲ κάποιαν συμμετοχήν. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ζῆν ζωῇ, δηλαδὴ τῇ ἀρετῇ ζῆν, τὸ νὰ ἔχῃς στὴν ζωὴν τοῦ ἰδίου σώματος ἐνέργειες τῆς μακαρίας ζωῆς. Ἀντιθέτως δὲ τὶ ἄλλο εἶναι "θανάτῳ θνῄσκειν", παρὰ μαζὶ μὲ τὸ θάνατον τοῦ σώματος νὰ σημαίνῃ τὴν ἀσχήμιαν τοῦ θνῄσκοντος, τοῦ ὁποίου καὶ ἡ σάρκα ἀποστερεῖται τοῦ δώρου τοῦ κοινῶς ζῆν, καὶ ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ τὴ χρῆσιν τῆς αἰώνιας ζωῆς; Ὑπάρχει ἀκόμη αὐτὸς ποὺ ζωῇ ἀποθνῄσκει, καθὼς καὶ ὁ ζῶν τῷ σώματι, ἀλλὰ ἀποθνῄσκων τῇ πράξει του: τὶ εἴδους εἶναι ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Προφήτης: Κατῆλθαν εἰς ᾅδου ζῶντες (Ψαλ. νδ',16). Καὶ ἐκείνη περὶ τῆς ὁποίας ὁ Ἀπόστολος λέγει: Ἐπειδὴ ζῶσα ἀπέθανεν (Α' Τιμ. ε', 6). Τὸ τέταρτον ὑπερέχει, διότι εἶναι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι καὶ θανάτῳ ζῶσιν, ὅπως οἱ ἅγιοι μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὡς ἀποθνῄσκοντες ἵνα ζῶσιν. Ἀποθνῄσκει ἡ σὰρξ, ἀλλὰ ζῇ ἡ χάρις τῶν νεκρῶν. Λοιπὸν ἀπουσιάζει ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ νὰ ζῶμεν ἡμεῖς μέτοχοι τοῦ θανάτου: ἀλλὰ καὶ ἀντίστροφα ὡς μέτοχοι τῆς ζωῆς ἄς ἀποθάνωμεν. Διότι ὁ ἅγιος δὲν θέλει νὰ εἶναι αὐτὸς μέτοχος αὐτῆς ἐδῶ τῆς ζωῆς, ὁ ὁποῖος καὶ λέγει: Ἐπιθυμῶ ἀναλυθῆναι καὶ μετὰ τοῦ Χριστοῦ εἶναι• διότι εἶναι πολὺ καλλίτερον (Φιλ. α',3). Καὶ ἄλλος: "Οἴμοι εἰς ἐμὲ! διότι ἡ παραμονή μου παρετάθη" (Ψαλ. ριθ',5).
Ἀλγῶν, λοιπόν, διότι ἐνῶ ἐλπίζει στὴν κοινωνίαν τῆς αἰωνίου ζωῆς, περιορίζεται ὑπὸ τοῦ εὐθραύστου αὐτῆς ἐδῶ τῆς ζωῆς. Καὶ γι' αὐτὸ μπορῶ νὰ πῷ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ὅτι καὶ ἄν ἀκόμη εἶναι καλὸ νὰ ζῆς τὴν ζωήν, ὅμως εἶναι ἀμφίβολον. Διότι εἶναι δυνατὸν νὰ εἰπωθῇ ὅτι κάποιος ζωῇ ζῇ, τοὐτέστιν ὅτι στρατεύει τὴν σωματικήν του ζωὴν μὲ τὴν αἰωνίαν. Εἶναι ἐπίσης δυνατὸν νὰ λεχθῇ "ζωῇ ζῆν", τοὐτέστιν νὰ ἔχῃ εἴτε οἱανδήποτε εἴτε ἁγίαν ἐπιθυμίαν αὐτῆς ἐδῶ τῆς σωματικῆς ζωῆς, ἵνα, διὰ τῆς χάριτος τοῦ λόγου, ἐὰν κανεὶς γι' αὐτὸ νομίζῃ ὅτι εἶναι ἀγαθὸν τὸ ζῆν, καὶ ἵνα αὐτὸς συνοδεύῃ τὴ μακροβιότητά του μὲ καλὰ ἔργα ποὺ πολλοὶ εἶναι ἀσθενέστεροι, τοὺς ὁποίους αὐτὴ ἡ ζωὴ εὐχαριστεῖ.
45. Ὅπως λοιπὸν δεχθήκαμεν τὶ νὰ εἶναι τὸ "ζωῇ ζῆν", ἄς δεχθῶμεν καὶ τὸ τὶ νὰ εἶναι "θανάτῳ ἀποθνῄσκειν ἢ καὶ τὸ "θανάτῳ ζῆν". Διότι δύνανται νὰ ὑπάρχουν ὅσοι ἀποθνῄσκουν θανάτῳ καὶ ὅσοι ζῶσιν ζωῇ. Διότι ὁ μὴ βιώνων οὕτω, ὥστε νὰ ζῇ κατὰ τὸ θάνατον τῆς ψυχῆς του αὐτὸς ἀποθνῄσκει θανάτῳ, διότι δὲν εἶναι ὑποκείμενος εἰς θάνατον, δηλαδὴ τὸ δίχτυ τοῦ ἐναερίου θανάτου τὸν ἀφίνει νὰ φύγῃ, (καὶ) δὲν περισφίγγεται διὰ τῶν δεσμῶν τοῦ αἰωνίου θανάτου. Εἶναι νεκρὸς διὰ τὸ θάνατον, τοὐτέστιν, νεκρὸς στὴν ἁμαρτία, εἶναι νεκρὸς στὴν ποινήν: ἀντίθετον πρὸς αὐτὸ εἶναι τὸ "ποινῇ ζῆν", τοὐτέστιν, ὅταν κάποιος ζῇ πρὸς τιμωρίαν τότε ζῇ πρὸς θάνατον. Ὅποιος λοιπὸν ἀποθνῄσκει πρὸς ποινήν, ἀποθνήσκει πρὸς θάνατον. Ὑπάρχει ἀκόμη καὶ ἐκεῖνος ποὺ τοποθετηθεὶς εἰς αὐτὴν τὴν ζωὴν ἀποθνήσκει πρὸς ζωήν, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ λέγει: "Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός" (Γαλ. β', 20). Διότι ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀπέθανεν, ζῇ τῷ Θεῷ, δηλαδή ὁ (μὲν) θάνατος ἐν αὐτῷ ἀπέθανεν, ἀλλὰ " ἡ ζωὴ ζῇ", ποὺ εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Λοιπὸν ἡ καλὴ ζωὴ (εἶναι) αὐτῶν ποὺ ζῶσιν Θεῷ, κακὴ δὲ ἡ ζωὴ αὐτῶν ποὺ "ζῶσιν τῇ ἁμαρτίᾳ" Ὑπάρχει προσέτι ἡ μέση ζωή, ὅπως τῶν λοιπῶν ζώων, ὅπως ἔχεις γεγραμμένον: "Ἄς ἐξαγάγῃ ἡ γῇ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος" (Γεν. α', 24). Ὑπάρχει ἐπὶ πλέον ἡ ζωὴ τῶν νεκρῶν, ὅπως ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ• διότι (ὁ Κύριος) δὲν εἶναι Θεὸς τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ τῶν ζώντων. Ὑπάρχουν ἀκόμη αὐτοὶ ποὺ ἔχουν κάποιαν κοινότητα θανάτου καὶ ζωῆς, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος λέγων: "Ἐὰν εἶσθε συμμέτοχοι τοῦ θανάτου, ἀλλὰ καὶ τῆς ζωῆς. Διότι, εἶπεν, ἐὰν εἴμεθα σύμφυτοι τῆς ὁμοιότητος τοῦ θανάτου του, θὰ εἴμεθα ὁμοῦ καὶ τῆς ἀναστάσεως: γνωρίζοντες ὅτι ὁ παλαιὸς μας ἄνθρωπος ὁμοῦ συνεσταυρώθη εἰς τὸν σταυρόν: γιὰ νὰ καταργήσῃ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, γιὰ νὰ μὴ εἴμαστε πλέον δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας. Διότι ὅποιος πέθανε, εἶναι δικαιωμένος ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας (Ρωμ. στ', 5-8). Ὅπως δὲ γιὰ πολλὲς μορφὲς ζωῆς εἴπαμε, ἔτσι καὶ (μορφές) τοῦ θανάτου ἄς ἀνακαλύψωμεν. Διότι ὁ θάνατος ὀνομάζεται κακὸς σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο τὸ: "Ἡ ψυχὴ ἡ ἁμαρτάνουσα, ἡ ἴδια θὰ πεθάνῃ" (Ἱεζ. ιη', 20). Λέγεται δὲ καὶ κοινῶς θάνατος, ὅπως ἔχεις χάριν τοῦ λόγου: Διότι ὁ Ἀδὰμ ἔζησεν τόσα χρόνια καὶ πέθανεν καὶ προσετέθη εἰς τοὺς πατέρες. Λέγεται προσέτι θάνατος ἕνεκα τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, ὅπως ἔχεις (εἰς τὴν) Γραφήν: "Συνετάφημεν μὲ ἐκεῖνον διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸ θάνατον" (Ρωμ. στ', 4). Καὶ ἀλλοῦ: "Ἐὰν ἀποθάνωμεν δὲ μὲ τὸ Χριστόν, πιστεύομεν ὅτι καὶ θὰ ζήσωμεν ὁμοῦ μὲ ἐκεῖνον" (Αὐτόθι 8). Βλέπεις ὅτι βέβαια λέγεται θάνατος μόνο μὲ τὴν ὀνομασίαν, ἀλλ' αὐτὸς εἶναι ἡ δική μας ζωή.

Κεφάλαιον Ι '

Γιατὶ ὁ Θεὸς νὰ μὴ ἐπιδοκιμάσῃ τὸν ἄνθρωπον παρὰ μόνο μετὰ τὴ δημιουργίαν τῆς γυναικός, καὶ γιατὶ μάλιστα ἐκεῖνος δι' αὐτῆς ἐξαπατηθεὶς νὰ ἁμαρτήσῃ• ὡσαύτως γιατὶ αὐτὴ νὰ ἔχῃ δημιουργηθῇ ὄχι ἐκ τῆς γῆς, ὡς ὁ Ἀδάμ, ἀλλ' ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ;


46. Ἐπίσης (ἕνα) ἄλλο ζήτημα, γιατὶ εἶπεν ὁ Κύριος: "Δὲν εἶναι καλὸν νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος μόνος" (Γεν. β', 18). Πρῶτον πάντων νὰ γνωρίζῃς ὅτι στὰ ἀνωτέρω, ὅπου ὁ Θεὸς ἔπλασεν τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ λάσπην ἐκ τῆς γῆς, δὲν προσέθεσεν: "Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλὸν ἐστὶν (Γεν. α',10) ὅπως στὰ ἐπὶ μέρους ἔργα του. Διότι ἐὰν ἐκεῖ εἶχεν εἴπει ὅτι εἶναι καλὸν τὸ ὅτι ἔγινεν ὁ ἄνθρωπος, θὰ εὑρίσκετο αὐτὸ ἀντίθετον, καθὼς ἐδῶ θὰ ἔλεγεν ὅτι δὲν εἶναι καλόν, ἐπειδὴ εἶχεν εἴπει ἀνωτέρω ὅτι εἶναι καλόν. Ἀλλὰ νὰ ξέρης τοῦτο ἐδῶ, ὅπου μόνον τὸν Ἀδὰμ ἔπλασεν. Τὸ ἄλλο ὅπου ἀπὸ κοινοῦ συμπεριλαμβάνει δημιουργημένους καὶ τὸν ἄνδρα καὶ τὴ γυναῖκα, εἶναι θεμιτὸν νὰ μὴ πῇ ἐδῶ βέβαια εἰδικῶς: διότι ὅμως μετὰ ταῦτα ἔχεις (τὸ): "Εἶδεν ὁ Θεὸς πάντα ὅσα ἐποίησεν, καὶ ἰδοὺ ἦσαν καλὰ λίαν" (Γεν. α', 31), προφανῶς δηλοῦται ὅτι εἶναι καλὸν τὸ ὅτι ἔγινεν καὶ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναῖκα.
47. Ἀλλ' ἀπ' αὐτὸ τὸ ζήτημα ἄλλο πάλιν ἀνακύπτει. Πῶς δηλαδὴ ὅταν μὲν ἐπλάσθη μόνος ὁ Ἀδὰμ δὲν ἐλέχθη ὅτι ὁ Ἀδὰμ ἐπλάσθη καλός: ὅταν δὲ ἐπλάσθη ἐξ αὐτοῦ καὶ ἡ γυναῖκα τότε συμπεριελήφθη τὸ ὅτι ὅλα εἶναι καλά; θεμιτὸν (τὸ ὅτι) ἐκεῖ ἐπῄνεσεν κάθε δημιούργημα, καὶ ἡ δημιουργία τοῦ σύμπαντος ἐπεδοκιμάσθη, διότι ἐν τῷ ἀνθρώπῳ προελέχθη ἡ κοινότης τῆς φύσεως: Δὲν φαίνεται ὅμως περιττόν, γιὰ ποιὸ λόγο μόλις ἐπλάσθη μόνος ὁ Ἀδάμ, ὄχι μόνον οὐδαμῶς ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ καλοῦ νὰ προσηρτήθη στὸ ἀρεστὸν ἔργον• ἀλλὰ προσέτι νὰ ἔχῃ λεχθῇ ὅτι δὲν εἶναι καλὸ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος μόνος: διότι γνωρίζομεν ὅτι πρὶν πλασθῇ ἡ γυναῖκα, δὲν ἔσφαλεν ὁ Ἀδὰμ• τῷ ὄντι μετὰ τὴ δημιουργίαν τῆς γυναικός, πρώτη παρέβη τὴ θείαν ἐντολήν, καὶ τὸν ἄνδρα της παρέσυρεν εἰς σφάλμα, καὶ ἀπετέλεσεν ἔναυσμα γιὰ κεῖνον. Ἐὰν λοιπὸν ἀληθῶς ὑπαιτία τοῦ ἁμαρτήματος εἶναι ἡ γυνή, τίνι τρόπῳ θεωρεῖται καλή. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι, ἐὰν λάβῃς ὑπ' ὄψει ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὴ φροντίδα τοῦ σύμπαντος, θὰ ἀνακαλύψῃς ὅτι περισσότερον ἀρέσει στὸ Θεὸν ὅτι ὀφείλει αὐτὸ στὸ ὁποῖον ὑπάρχει αἰτία συμπαντική, παρὰ νὰ καταδικασθῇ ἐκεῖνο στὸ ὁποῖον ὑπάρχει αἰτία ἁμαρτίας. Καὶ γι' αὐτὸ, ἐπειδὴ ἐκ μόνου τοῦ ἀνδρὸς δὲν μποροῦσε νὰ γίνει ἡ διάδοσις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, διεκήρυξεν ὁ Κύριος ὅτι δὲν εἶναι καλὸν νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος μόνος. Διότι προτίμησεν ὁ Θεὸς νὰ εἶναι πολλοὶ αὐτοί, τοὺς ὁποίους θὰ μποροῦσε νὰ σώσῃ, καὶ στοὺς ὁποίους νὰ συγχωρήσῃ τὴν ἁμαρτίαν, παρὰ ἕνας μόνον, ὁ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος θὰ ἦτο ἐλεύθερος τῆς ἐνοχῆς.
Τελικὰ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι δράστης ἀμφοτέρων τῶν ἔργων, ἦλθεν εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον, γιὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς. Μετὰ οὔτε τὸν Κάϊν ὑπόδικον δι' ἀδελφοκτονίαν πρὶν αὐτὸς γεννήσῃ γυιοὺς ἀνέχθηκεν (ὁ Κύριος) νὰ θανατωθῇ (ὁ Κάϊν). Λοιπὸν χάριν τῆς γενεᾶς ἀνθρωπίνης διαδοχῆς ὤφειλε ἡ γυναῖκα νὰ προσκολληθῆ στὸν ἄνδρα. Τέλος αὐτὸ τὸ δηλώνουν, τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λέγει, ὅτι δὲν εἶναι καλὸν νὰ εἶναι μόνος ὁ ἄνθρωπος. Διότι ἄν καὶ ἡ γυναῖκα πρώτη θὰ ἁμάρτανεν, ὅμως δὲν ὥφειλεν ἐπειδὴ θὰ γεννήσῃ νὰ ἀποκλεισθῇ ἡ ἀπολύτρωσις ἀπὸ τὴ χρῆσιν τῆς θείας ἐνέργειας. Διότι ἄν καὶ ὁ Ἀδὰμ δὲν ἐξηπατήθη, ἡ δὲ γυνὴ ἐξηπατήθη καὶ ἔπεσεν στὴν παράβασιν, εἶπεν (ὁ Θεὸς) ὅτι ἡ γυνὴ θὰ σωθῇ διὰ τῆς γεννήσεως τέκνων (Α' Τιμ. β', 14 καὶ 15), μεταξὺ τῶν ὁποίων ἔτεκεν καὶ τὸν Χριστόν.
48. Οὔτε ἐκεῖνον εἶναι τυχαῖον τὸ ὅτι ὄχι ἀπ' τὴν ἴδια γῆν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, ἀλλ' ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ ἴδιου τοῦ Ἀδὰμ κατεσκευάσθη ἡ γυναῖκα• γιὰ νὰ γνωρίζωμεν ὅτι μία εἶναι ἡ φύσις τοῦ σώματος εἰς τὸν ἄνδρα καὶ εἰς τὴν γυναῖκα, ὅτι μία εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Γι' αὐτὸ ὄχι ἀπ' ἀρχῆς δύο, ἄνδρας καὶ γυναῖκα, οὔτε δύο ἄνδρες, οὔτε δύο γυναῖκες, ἀλλὰ πρῶτον ἄνδρας, ἔπειτα ἐξ αὐτοῦ γυναῖκα. Διότι ἐπειδὴ ἤθελεν ὁ Θεὸς νὰ συστήσῃ μία φύσιν τῶν ἀνθρώπων, ἐκ μιᾶς ἀρχῆς τῆς δημιουργίας αὐτοῦ ἀρχίζοντας (ὁ Θεὸς) ἀφήρεσεν τὴν ἰδιότητα τῶν πολλῶν καὶ διαφορετικῶν φύσεων.
"Ποιήσωμεν, εἶπεν, αὐτῷ βοηθὸν ὅμοιόν του" (Γεν. β',18). Καὶ ἐννοοῦμεν: βοηθὸν γιὰ τὴν γένεσιν τῆς ἀνθρωπίνης συστάσεως. Καὶ ἀληθῶς καλὴν βοήθειαν. Διότι ἐὰν ἐκλάβῃς ἐπὶ τὸ βέλτιον τὴν βοήθειαν, ἐξάγεται ὅτι μείζων τις ἡ ἐργασία τῆς γυναικὸς εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς τεκνογονίας• ὅπως (ἡ ἐργασία) αὐτῆς ἐδῶ τῆς γῆς, ἡ ὁποία τὰ σπέρματα ἅπαξ καὶ τὰ δεχθῆ, σιγὰ-σιγὰ διὰ τῆς συνεκτικῆς θαλπωρῆς της (τὰ) κάνει νὰ αὐξηθοῦν, καὶ νὰ δώσουν καρπούς. Σ' αὐτὸ λοιπὸν ἔγκειται ἡ καλὴ βοήθεια τῆς γυναικός, ἄν καὶ ἀκόμη κατώτερος λέγεται ὁ βοηθός• ὅπως καὶ συμβαίνει στὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων, ὅτι οἱ ἀνώτεροι στὸ ἀξίωμα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον παραλαμβάνουν κοντά τους βοηθὸν κατώτερης ἀξίας.

Κεφάλαιον ΙΑ '

Πῶς τὰ ζῶα θὰ ὁδηγηθῶσιν στὸν Ἀδάμ• τὶ μᾶς διδάσκει ὁ ὕπνος του καὶ ἡ κτίσις (τῆς Εὔας) ἐκ τῆς πλευρᾶς (του), τὶ νὰ σημαίνωσιν προσέτι τὰ μνημονευόμενα ζῶα τὰ ὁδηγηθέντα στὸν παράδεισον, καὶ μὲ ποιὰν συμφωνίαν οἱ δίκαιοι ἁρπάζονται στὸν παράδεισον.


49. Παρατήρησε τώρα γιατὶ μέχρις ἐδῶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς ἐκ τῆς γῆς ὅλα τὰ κτήνη τοῦ ἀγροῦ, καὶ ὅλα τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ ὡδήγησεν πρὸς τὸν Ἀδάμ, γιὰ νὰ ἀποφασίσῃ αὐτὸς πῶς θὰ τὰ ὀνομάσῃ. Γιὰ ποιὸ λόγον συνέβη αὐτό, ὅταν ὁ Θεὸς ὡδήγησεν πρὸς τὸν Ἀδὰμ μόνον τὰ κτήνη τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Διότι τὰ ζῶα ἦσαν κατὰ τὸ γένος αὐτῶν. Τέλος ἔχεις κατωτέρω: Ἐπειδὴ ἔδωσεν ὀνόματα ὁ Ἀδὰμ στὰ ζῶα καὶ σ' ὅλα τὰ κτήνη τοῦ ἀγροῦ. Διὰ τὸν Ἀδὰμ ὅμως δὲν εὑρέθη βοηθός, ὅμοιός του (Γεν. β',29). Ποιὰ λύσις, λοιπόν, ὑπάρχει παρὰ ὅτι τὰ ἀνήμερα θηρία καὶ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὁδηγοῦνται μὲ τὴ θεία δύναμιν πρὸς τὸν ἄνθρωπον. Ἐπὶ τῶν ζώων ὅμως τῶν δαμασμένων ποὺ συγκεντρώθηκαν εἶχεν ἐξουσίαν ὁ ἄνθρωπος. Ὅθεν ἐκεῖνο (μὲν) ὑπῆρξεν (ἔργον) τῆς θεϊκῆς ἐνεργείας, τοῦτο τῆς ἀνθρωπίνης ἐπιμέλειας. Παρευθὺς δέξου γιὰ ποιὰν αἰτίαν ὅλα (τὰ ζῶα) ὁδηγήθηκαν στὸν Ἀδάμ, γιὰ νὰ ἴδῃ σὲ ὅλα ὅτι ἡ οὐσία τῆς φύσεως συνίσταται ἐξ ἀμφοτέρων τῶν φύλων, τοὐτέστιν ἐξ ἄῤῥενος καὶ θήλεος καὶ γιὰ νὰ γνωρίζῃ ὁ ἴδιος ὅτι τοῦ εἶναι ἀναγκαία προσθήκη ἡ κοινωνία τῆς γυναικός.
50. "Καὶ ἐδῶ ἐνέβαλεν, εἶπεν, ὁ Θεός ὕπνον εἰς τὸν Ἀδὰμ καὶ ἀπεκοιμήθη (αὐτὸς) (Αὐτόθι 21). Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ἐδῶ ὁ ὕπνος, παρὰ ὅτι ὅταν ἐπ' ὀλίγον χρόνον στρέφωμεν τὴν ψυχὴν πρὸς τὸν δεσμὸν τῆς συζυγίας, φαινόμεθα νὰ προσκλίνωμεν τοὺς τεταμένους ὀφθαλμοὺς πρὸς τὴ βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ (τοὺς) στρέφωμεν πρὸς κάποιο ὄνειρον αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου καὶ ἐπ' ὀλίγον νὰ ἀποκοιμώμεθα γιὰ τὰ θεϊκὰ (πράγματα), ἐνῶ γιὰ κοσμικὰ καὶ γήϊνα ἐφησυχάζομεν;
Τελικά, ἀφοῦ ἐνέβαλεν ἐν τῷ Ἀδὰμ ὕπνον καὶ (αὐτὸς) ἐκοιμήθη, τότε "κατεσκεύασεν Κύριος ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ποὺ πῆρεν ἀπ' τὸν Ἀδὰμ, εἰς γυναῖκα" (Αὐτόθι, 22). Καλῶς εἶπεν (ὅτι): "κατεσκεύασεν" ὅπου περὶ δημιουργίας τῆς γυναικὸς ὡμίλει, διότι εἰς τὸν ἄνδρα καὶ στὴ γυναῖκα φαίνεται ὅτι ἡ πλήρης τελειότης εἶναι κάποιος οἶκος. Ὅποιος εἶναι χωρὶς σύζυγον, εἶναι σὰν νὰ δὲν ἔχει σπίτι, ἔτσι θεωρεῖται. Διότι ὅπως ὁ ἄνδρας θεωρεῖται ἐπιδεξιότερος στὶς δημόσιες ὑπηρεσίες, ἔτσι ἡ γυναῖκα (θεωρεῖται ἐπιτηδειότερη) στὶς οἰκιακὲς δουλειές. Πρόσεχε ὅτι ἀπὸ τὸ σῶμα ἔλαβεν (ὁ Θεὸς) τὴν πλευράν, καὶ (δὲν ἔλαβεν) μέρος τῆς ψυχῆς: τοὐτέστιν, ὄχι ψυχὴν ἐκ ψυχῆς, ἀλλ' "ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου" θὰ ὀνομάζηται αὐτὴ γυναῖκα.
51. Γνωρίζομε λοιπὸν τὴν αἰτίαν τῆς ἀνθρωπογένεσης. Ἀλλ' ἐπειδὴ πολλούς, οἱ ὁποῖοι ἐπιμελέστερον ἐρευνοῦν, κινεῖ (εἰς ἀπορίαν), πῶς ἐὰν εἴτε στὴν ἀρχὴν ὑπῆρξεν μεγάλο δῶρον τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους νὰ κατοικήσουν στὸν παράδεισον οἱ ἄνθρωποι, εἴτε κατόπιν ἐφαίνετο νὰ ἀποτελῇ (αὐτὸ) ἀμοιβήν τῶν σπουδαίων ἀξιομισθιῶν (των), ἵνα ὁ κάθε δίκαιος νὰ ἁρπάζηται στὸν παράδεισον, (πῶς λοιπὸν) λέγονται προσέτι τὰ κτήνη καὶ τὰ ζῶα τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ ὅτι (ὅλ' αὐτὰ) ὑπῆρξαν στὸν παράδεισον. Ὅθεν πολλοὶ θέλησαν (νὰ ὑποστηρίξουν) ὅτι ὁ παράδεισος ἦταν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὴν ὁποίαν ἀνεβλάστησαν κάποια σπέρματα ἀρετῶν. Ὅτι δὲ ὁ ἄνθρωπος ἐτοποθετήθη εἰς τὸν παράδεισον διὰ νὰ ἐργάζηται καὶ διὰ νὰ φυλάττῃ, τοὐτέστιν, ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρετὴ φαίνεται νὰ καλλιεργῇ τὴν ψυχὴν κι' ὄχι μόνο νὰ καλλιεργῇ, ἀλλὰ προσέτι ἐκτὸς ποὺ καλλιεργεῖ, νὰ φυλάσσῃ. Τὰ κτήνη δὲ τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ ούρανοῦ ποὺ ὁδηγοῦνται στὸν Ἀδάμ, εἶναι οἱ ἄλλογές μας κινήσεις, ἐκ τοῦ ὅτι τὰ κτήνη καὶ τὰ ζῶα, εἶναι σὰν κάποια διάφορα πάθη τοῦ σώματος εἴτε περισσότερον περιδινούμενα εἴτε καὶ ἐξαντλούμενα. Τὰ δὲ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ τὶ ἄλλο τὰ θεωροῦμεν, παρὰ μάταιες σκέψεις, ποὺ ὅπως συνηθίζουν τὰ πετεινά, περιΐπτανται τῆς ψυχῆς μας, καὶ ἐδῶ ἢ ἐκεῖ διαφορετικὴν κίνησιν συχνὰ μεταβιβάζουν;
Γι' αὐτὸ κανεὶς δὲν ἔχει βρεθεῖ βοηθὸς ὅμοιος τοῦ νοῦ μας, εἰμὴ ἡ αἴσθησις. Μόνην ὁμοίαν του ὁ νοῦς μας ἠδυνήθη νὰ ἀνακαλύψῃ.
52. Ἀλλ' ἴσως φέρῃς τὸ ἐπιχείρημα: ἐπειδὴ καὶ αὐτὰ ὁ Θεὸς σ' ἕνα τέτοιον παράδεισον ἐγκατέστησεν, τοὐτέστιν τὰ πάθη τοῦ σώματος καὶ κάποιαν ματαιοδοξίαν κυμαινομένων καὶ κενῶν σκέψεων, ἄρα ὁ ἴδιος ὑπῆρξεν ὁ αἴτιος τῆς ἁμαρτίας μας. Θεώρει τὶ λέγει: "Νὰ ἔχετε, εἶπεν, ἐξουσίαν ἐπὶ τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης, καὶ τῶν πτηνῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν ὅσα ἕρπουν ἐπὶ τῆς γῆς" (Γεν. α', 28).
Βλέπεις ὅτι ἐκεῖνος σοῦ δίδει ἐξουσία: γιὰ νὰ ὀφείλῃς νὰ κρίνῃς περὶ πάντων, (καὶ) νὰ διακρίνῃς μὲ νηφάλια διάκρισιν τὰ γένη τοῦ καθ' ἑνὸς (ἀπ' αὐτά). Τὰ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς ὅλα (νὰ ἔλθουν) πρὸς ἐσέ• ἵνα πάνω σ' ὅλα γνωρίζῃς τὸ νοῦν σου. Γιατί αὐτὰ ποὺ τὰ βρῆκες ἥκιστα νὰ σοῦ ὁμοιάζουν, τὰ προσέλαβες καὶ θέλησες νὰ συνδεθῇς μ' αὐτά; Σοῦ ἔδωσε βέβαια αἴσθησιν γιὰ νὰ γνωρίσῃς τὰ πάντα, καὶ γιὰ νὰ κρίνῃς ἐπὶ τῶν γνωστῶν, καὶ δίκαια ἀπεβλήθης ἀπ' ἐκεῖνον τὸν εὔφορον παράδεισον, διότι δὲν μπόρεσες νὰ τηρήσῃς τὴν ἐντολήν. Διότι ὁ Θεὸς ἐγνώριζεν ὅτι εἶσαι εὔθραυστος, ἐγνώριζεν ὅτι δὲν μποροῦσες νὰ κρίνῃς• γι' αὐτὸ (καὶ) εἶπεν σὰν σὲ εὐθραυστότερους: "Μὴ κρίνετε ἵνα μὴ κριθῆτε" (Ματ. ζ', 1). Λοιπὸν ἐπειδὴ ἐγνώριζεν ὅτι εἶσαι ἀνίσχυρος εἰς τὸ κρίνειν, ἤθελε νὰ εἶσαι ὑπάκουος στὴν ἐντολήν• γι' αὐτὸ καὶ ἔδωσεν ἐντολὴν. Ἐὰν δὲν τὴν εἶχες παραβῇ, θὰ ἀδυνατοῦσες νὰ διατρέξῃς τὸν κίνδυνον τῆς ἀβέβαιης κρίσεως. Ὅθεν ἐπειδὴ θέλησες νὰ κρίνῃς, γι' αὐτὸ προσέθεσεν: "Ἰδοὺ ὁ Ἀδὰμ ἔγινεν σὰν ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, στὸ νὰ γνωρίζῃ τὸ καλὸν καὶ τὸ κακὀν (Γεν. γ', 22).
Θέλησες γιὰ τὸν ἑαυτόν σου τὴν ἀξίωσιν νὰ κρίνῃς, γι' αὐτὸ ὀφείλεις νὰ μὴ ἀποβάλῃς τὴν ποινὴν τῆς στρεβλῆς κρίσεως. Σὲ ἔθεσεν δὲ ἔναντι τοῦ παραδείσου γιὰ νὰ μὴ μπορῇς νὰ ἀφανίσῃς τὴν ἀνάμνησίν του.
53. Τελικὰ οἱ δίκαιοι συχνὰ ἁρπάζονται στὸν παράδεισον, ὅπως καὶ ὁ Παῦλος ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἄκουσε ῥήματα ἄῤῥητα. Καὶ σὺ ἐὰν ἀπὸ τὸν πρῶτον οὐρανὸν πρὸς τὸ δεύτερον, ἀπὸ τὸ δεύτερον ἁρπαγῆς μὲ τὴ δύναμιν τοῦ νοῦ σου εἰς τὸν τρίτον, ποὺ σημαίνει ὅτι πρῶτον ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι σωματικός, δεύτερον ψυχικός, τρίτον πνευματικός: ἐὰν ἔτσι ἁρπαγῆς εἰς τὸν τρίτον οὐρανόν, γιὰ νὰ δῆς τὴ λάμψιν τῆς πνευματικῆς χάριτος (διότι ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος ἀγνοεῖ τὰ τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ) καὶ γι' αὐτὸ ἡ ἀνάβασις στὸν τρίτον οὐρανὸν εἶναι ἀναγκαία, γιὰ νὰ ἁρπαγῇς εἰς τὸν παράδεισον: Θὰ ἔχεις ἤδη ἁρπαγῇ χωρὶς κίνδυνον, γιὰ νὰ μπορέσῃς νὰ κρίνῃς τὰ πάντα, διότι ὁ πνευματικὸς ἀνακρίνει πάντα, ὁ ἴδιος δὲ ἀπὸ κανένα δὲν ἀνακρίνεται. Καὶ τυχὸν σὰν μέχρι τοῦδε εὔθραυστος θὰ ἀκούῃς ῥήματα ἄρρητα τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πῇ ἄνθρωπος: καὶ τότε ὅ,τι δεχθῇς διατήρησέ (το), κι'ὅ,τι ἀκούσῃς φύλαξέ (το). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπρόσεχε νὰ μὴ ὀλισθήσῃ, εἴτε ἄλλους βέβαια νὰ (μὴ) τοὺς κάνῃ νὰ ἁμαρτήσωσιν. Εἴτε πιθανὸν, γι' αὐτὸ λέγει ὁ Παῦλος, "ἅ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι" (Β' Κορ. ιβ', 4), διότι μέχρι τότε βρισκόταν ἀκόμη ἐν σώματι, τοὐτέστιν, ἔβλεπεν τὰ πάθη αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ σώματος, ἔβλεπεν τὸ νόμον τῆς σαρκός του ἀντιστρατευόμενον στὸ νόμον τοῦ νοός του. Διότι αὐτὸ ὡς κακὸν ἐγὼ κατάλαβα, γιὰ νὰ μὴ μοιάζωμεν νὰ ῥίπτωμεν τὸν τρόμον γιὰ κάποιον, πρὸς τὸ παρὸν, μελλοντικὸν κίνδυνον. Διότι μάλιστα ἀσφάλεια ἐξ αὐτῆς τῆς ζωῆς (εἶναι τὸ) νὰ μὴ φοβώμεθα τὶς παγίδες τῆς μέλλουσας παραβάσεως μετὰ ἀπὸ αὐτήν: ὁποιοσδήποτε λοιπὸν ὐπῆρξεν εἰς τὸν παράδεισον διὰ τῆς ἀναβάσεως τῆς ἀρετῆς θὰ ἀκούῃ ἐκεῖνα τὰ ἀπόκρυφα καὶ μυστικὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ: Θὰ ἀκούῃ τὸν Κύριο νὰ λέγῃ ὅπως σ' ἐκεῖνον τὸ ληστὴν ἐπιστρέφοντα ἀπὸ τὴν ἀνοσιουργίαν πρὸς τὴν ἐξομολόγησιν, καὶ ἀπὸ τὴν ληστείαν πρὸς τὴν πίστιν: Σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ (Λουκ. κγ', 43).

Κεφάλαιον ΙΒ '

Ποιὰ ὑπῆρξεν ἡ σοφία τοῦ φιδιοῦ: πῶς ἔκαμεν τὴν ἔφοδον στὴ γυναῖκα• καὶ ποία ἡ ἀπάντησις αὐτῆς, τὴν ὁποίαν ἀπάντησιν ἀκολουθεῖ μακρὰ παρέκβασις περὶ κάποιας ἀμφισβητήσεως γύρω ἀπ' αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.


54. Τὸ δὲ φίδι ἦταν σοφώτερον πάντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς κτηνῶν, ὅσα ἐδημιούργησεν Κύριος ὁ Θεός, καὶ εἶπεν τὸ φίδι στὴ γυναῖκα: Τῷ ὄντι εἶπεν ὁ Θεὸς, δὲν θὰ φάγητε ἀπὸ παντὸς δένδρου, ποὺ βρίσκεται στὸν παράδεισον (Γεν. γ',1); Ὅταν λέγῃ (ὅτι) τὸ φίδι (ἦταν) σοφώτερον, ἀντιλαμβάνεσαι γιὰ ποιὸν ὁμιλεῖ, δηλαδή, γιὰ κεῖνον τὸν ἐχθρό μας, ὁ ὁποῖος ἔχει τόσην σοφίαν αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ ἡδονὴ καλῶς ὀνομάζεται ὄφις, διότι καὶ ἡ σαρκικὴ σοφία καλεῖται σοφία, καθὼς λέγει ἡ Γραφὴ: Διότι ἡ σοφία τῆς σαρκὸς εἶναι ἐχθρικὴ στὸ Θεόν (Ρωμ. η',7). Καὶ γιὰ νὰ ἐξιστορήσουν τὰ (διάφορα) γένη τῶν ἡδονῶν εἶναι ἐπιδέξιοι, διότι ἐπιζητοῦν τὴν ἐπιθυμίαν. Ἐὰν, λοιπόν, κατανοῇς (ὅτι ὁμιλεῖ γιὰ) τὴν ἡδονήν, αὐτὴ εἶναι ἀντίθετη στὸ θεϊκὸν παράγγελμα καὶ ἐχθρικὴ στὶς αἰσθήσεις μας. Ὅθεν ὁ ἅγιος Παῦλος λέγει: "Βλέπω ἄλλο νόμον εἰς τὰ μέλη μου ἀντιστρατευόμενον στὸ νόμον τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με εἰς τὸ νόμον τῆς ἁμαρτίας" (Ῥωμ. ζ', 23). Ἐὰν δὲ (ἔχῃς τὴ γνώμην ὅτι) ἀναφέρεται στὸ διάβολον, αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ποιὰ εἶναι δὲ ἡ αἰτία τῶν ἐχθροτήτων παρὰ ὁ φθόνος; Ὅπως λέει ὁ Σολομὼν: "Διότι ἀπὸ τὸ φθόνον τοῦ διαβόλου εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκουμένην ὁ θάνατος" (Σοφ. β', 24). Αἰτία δὲ τοῦ φθόνου (ὑπῆρξεν) ἡ ὡραιότης τοῦ ἀνθρώπου τοῦ τοποθετηθέντος εἰς τὸν παράδεισον, καὶ γι' αὐτὸ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξῃ τὴ χάριν ποὺ ἔλαβεν (ὁ ἄνθρωπος), ἐφθόνησεν τὸν ἄνθρωπον, διὰ τὸ λόγον ὅτι ἄν καὶ σχηματισθεὶς (ὁ ἄνθρωπος) ἐκ λάσπης, ἐξελέγη γιὰ νὰ εἶναι κάτοικος τοῦ παραδείσου. Διότι συλλογιζόταν ὁ διάβολος τό, ὅτι ὁ ἴδιος ποὺ εἶχεν ὑπάρξει ἀνωτέρας φύσεως, ἐξέπιπτεν σ' αὐτὰ τὰ ἐγκόσμια καὶ γήϊνα: ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος (ἄν καὶ) κατώτερης φύσεως προσδοκοῦσε τὰ αἰώνια. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ ὅτι φθονοῦσεν λέγων: Αὐτὸς ἄν καὶ κατώτερος πετυχαίνει, αὐτὸ ποὺ ἐγὼ (ἔχοντάς το) δὲν μπόρεσα νὰ τὸ διατηρήσω; Αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆν θὰ μεταναστεύσῃ στὸν οὐρανόν, ἐνῶ ἐγὼ ἀπ' τὸν οὐρανὸν ἐξέπεσα εἰς τὴ γῆν; Πολλοὺς τρόπους διαθέτω, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ μποροῦσα νὰ ἐξαπατήσω τὸν ἄνθρωπον. (Ὁ ἄνθρωπος) ἔγινεν ἀπὸ λάσπην, ἡ γῆ εἶναι ἡ μήτηρ του, εἶναι ἐμπεπλεγμένος στὰ φθαρτά. Καὶ ἄν ἡ ψυχή του εἶναι ἀνώτερης φύσεως, ὅμως καὶ αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ὑποκείμενη σὲ πτῶσιν, διότι εἶναι τοποθετημένη εἰς τὸ δεσμωτήριον τοῦ σώματος• ἐπειδὴ ἐγὼ δὲν μπόρεσα νὰ ἀποφύγω τὴν πτῶσιν. Λοιπόν, ὁ πρῶτος τρόπος γιὰ νὰ ἐξαπατηθῇ (ὁ ἄνθρωπος) εἶναι ἐνόσῳ ἐπιθυμεῖ τὰ ὑψηλότερα τῆς θέσης, στὴν ὁποίαν εὑρίσκεται. Διότι ἐν τούτῳ ὁ δεῖνα ἐπιχείρησεν διὰ τῆς πανουργίας. Ἔπειτα εἴναι ἴδιον τῆς σαρκὸς νὰ ἐπιθυμῇ ὅ,τι δὲν ἔχει. Στὸ κάτω-κάτω σὲ τὶ θὰ φαινόμουν ἐγὼ ὅτι εἶμαι σοφώτερος ὅλων, ἐὰν δὲν ξεγελάσω τὸν ἄνθρωπον, καὶ τὸν πολεμήσω μὲ τὴν πανουργίαν καὶ τὴν ἀπάτην. Ὅθεν ἐμηχανεύθη, νὰ μὴ ἀπευθυνθῇ πρῶτα στὸν Ἀδάμ, ἀλλὰ νὰ προσπαθῇ νὰ ξεγελάσῃ τὸν Ἀδὰμ μέσῳ τῆς γυναικός. Δὲν ἀρχίζει ἀπ' αὐτόν, ὁ ὁποῖος αὐτοπροσώπως ἔλαβεν τὸ οὐράνιον παράγγελμα: ἀλλὰ ἀπ' αὐτὴν ἄρχισεν, ἡ ὁποία παρὰ τοῦ ἀνδρὸς εἶχε πληροφορηθῆ (περὶ τοῦ μηνύματος τοῦ Θεοῦ), καὶ ὄχι (κατ' εὐθεῖαν) παρὰ τοῦ Θεοῦ εἶχε λάβει (τὶς ὁδηγίες) γιὰ τὸ τὶ (ἔπρεπε) νὰ τηρῇ. Διότι οὔτε ἔχεις (τὴν πληροφορίαν ἐκ τῆς Γραφῆς) ὅτι ὁ Θεὸς (τὸ) εἶπεν στὴ γυναῖκα, ἀλλ' ὅτι (τὸ) εἶπεν εἰς τὸν Ἀδάμ• καὶ γι' αὐτὸ πρέπει νὰ θεωρῆται ἡ γυναῖκα ὅτι διὰ τοῦ Ἀδὰμ (τὸ) ἐγνώρισεν.
55. Γνωρίζοντες, λοιπόν, ἀπ' αὐτὸ τὸ ἐδάφιον τὸ εἶδος τῆς διαθήκης, πάμπολλα ἀκόμη εἴδη διαθήκης ἀπὸ ἄλλα ἐδάφια θὰ ἀνακαλύψῃς. Ἀλλὰ εἶναι (τὰ) διὰ τοῦ ἄρχοντος αὐτοῦ τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος κάποια δηλητήρια σοφίας ἐξήμεσεν εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον• γιὰ νὰ νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ἀληθινὰ ὅσα εἶναι ψεύτικα καὶ γιὰ νὰ αἰχμαλωτίζηται ὁ ζῆλος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ κάποια (ψευδῆ) ὄψιν. Διότι δὲν ἐπιτίθεται πάντοτε ὁ ἐχθρὸς σὰν δεδηλωμένος: ἀλλ' ὑπάρχουν κάποιες δυνάμεις ποὺ ὑποκρίνονται τὴν ἀγάπην καὶ ἰσχυρίζονται τὴ χάριν• ἵνα σιγὰ-σιγὰ ἐκχύσωσιν τὸ δηλητήριον τῆς πονηρίας των στὶς σκέψεις μας, (καὶ) ἀπὸ τὶς ὁποῖες (δυνάμεις) προέρχονται ἐκεῖνα τὰ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα γεννιῶνται εἴτε ἐκ τῆς ἡδονῆς, εἴτε ἐκ τινος ῥαστώνης τοῦ νοῦ. Ὑπάρχουν ἀκόμη ἄλλες δυνάμεις οἱ ὁποῖες σὰν νὰ παλεύουν μὲ ἐμᾶς. Ὅθεν καὶ ὁ Ἀπόστολος λέγει: "Διότι δὲν εἶναι ἡ πάλη μας πρὸς σάρκα καὶ αἷμα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας καὶ τοὺς κοσμοκράτορας τούτου τοῦ κόσμου, τοῦ σκὀτους τούτου, πρὸς τὴν πονηρίαν τῶν πνευμάτων τῶν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις" (Ἐφ. στ',12). Διότι θέλουν μὲ αὐτὴν τὴν ἄς ποῦμε ἔριδα νὰ μᾶς συνθλίψωσιν καὶ αὐτὸ τὸ κάποιο σῶμα τῆς ψυχῆς μας νὰ συντρίψωσιν. Ὅθεν καὶ ὁ Παῦλος σὰν καλὸς ἀθλητὴς ὄχι μόνον τὶς βολὲς τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων ἐγνώριζεν νὰ ἀποφεύγῃ, ἀλλὰ προσέτι νὰ πλήττῃ τοὺς ἐχθρούς. Ὅθεν καὶ λέγει: "Πυγμαχῶ ὄχι ὡς εἰς ἀέρα δέρων". (Α' Κορ., θ', 26). Καὶ γι' αὐτὸ σὰν καλὸς ἀθλητὴς ἄξιζε νὰ κερδίσῃ τὸ στεφάνι. Λοιπὸν πολλαπλοῖ εἶναι οἱ πειρασμοὶ τοῦ διαβόλου. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ ὄφις θεωρεῖται δίγλωσσος καὶ θανατηφόρος, ἐκ τοῦ ὅτι ὡς ὑπηρέτης τοῦ διαβόλου ἄλλο λέγει μὲ τὴ γλῶσσα, κι'ἄλλο διαλογίζεται. μὲ τὴν καρδιάν. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ὑπηρέτες (τοῦ διαβόλου), οἱ ὁποῖοι ῥίπτουν τὰ βέλη τῶν λόγων τους σὰν δηλητηριασμένα μὲ τὸ φαρμάκι καὶ τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς φωνῆς τους, στοὺς ὁποίους ὁ Κύριος λέγει: "Γενεὰ ἐχιδνῶν, πῶς μπορεῖτε νὰ πῆτε ἀγαθὰ ἐνῶ εἶσθε πονηροί" (Ματ. ιβ',34).
56. "Καὶ εἶπεν ὁ ὄφις στὴ γυναῖκα: Τῷ ὄντι εἶπεν ὁ Θεὸς, νὰ μὴ φάγητε ἐκ παντὸς δένδρου, ποὺ βρίσκεται στὸν παράδεισον; Καὶ εἶπεν ἡ γυναῖκα στὸ φίδι: Ἐκ παντὸς δένδρου τοῦ παραδείσου θὰ φάγωμεν: ὅμως ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου τοῦ φυτευμένου στὸ μέσον τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός: Δὲν θὰ φᾶτε ἀπ' αὐτὸ, οὔτε θὰ τὸ ἀγγίξετε, γιὰ νὰ μὴ πεθάνετε" (Γεν. γ', 2 καὶ 3).
Ὅταν ἀκοῦς ὅτι ὁ ὄφις ἦταν τὸ σοφώτερον ὅλων τῶν κτηνῶν, ἐν τούτῳ ἤδη νὰ ζητῇς τὴν πανουργίαν του. Προσποιεῖται ὅτι αὐτὸς ἐπαναλαμβάνει (τὰ ἴδια) τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ (στὴν πραγματικότητα) ἐξυφαίνει τὶς δικές του δολιότητες. Διότι ὅταν εἶχεν εἴπει ὁ Θεός: "Ἀπὸ ὅλα τὰ δένδρα τὰ ἐν τῷ παραδείσῳ θὰ φάγητε σὰν ἔδεσμα: ὅμως ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ δὲν θὰ φᾶτε, τὴ μέρα δὲ ποὺ (τυχὸν) φᾶτε ἀπ' αὐτό, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε." (Αὐτόθι, β', 16 καὶ 17)• ὁ ὄφις ὅμως ῥωτῶντας αὐτὸ τὴ γυναῖκα ἄν καὶ ὁ Θεὸς εἶχεν εἴπει: "Ἐκ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ θὰ φάγητε", παρενέβαλεν ψεῦδος εἰς (τὴν φράσιν): ἀπὸ ἕνα δὲ δένδρο δὲν θὰ φάγητε, γιὰ νὰ πῇ: "Ἀπὸ κανένα δένδρο δὲν θὰ φᾶτε: ἐνῶ ὁ Θεὸς ἔδωσεν ἐντολὴ ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ γευθοῦν ἀπὸ ἕνα μόνον, τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Γιὰ ποιὸν ὅμως λόγο νὰ ἐξαπατήσῃ, δὲν εἶναι (καὶ) ἀπορίας ἄξιον, διότι αὐτοὶ ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ ξεγελάσουν κάποιον συνηθίζουν νὰ ἐξαπατῶσιν. Δὲν εἶναι λοιπὸν τυχαία ἡ ἐρώτησις, ποὺ ἔκανεν τὸ φίδι. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ὑπάρχῃ κανένα ἐλάττωμα στὴν ἐντολήν, ἀπήντησεν ἡ γυναῖκα, ὅπως λέγει ἡ Γραφή: "Ἀπὸ ὅλα τὰ δένδρα τοῦ παραδείσου θὰ φάγωμεν: ἐκ τοῦ καρποῦ δὲ τοῦ δένδρου τοῦ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός. Μὴ φᾶτε ἀπ' αὐτό, μήτε νὰ τὸ ἀγγίξητε, ἵνα μὴ θανάτῳ ἀποθανῆσθε" (Αὐτόθι, 2,3). Εἰς τὴν ἐντολὴν ὅμως κανένα ἐλάττωμα δὲν ὑπάρχει, παρὰ μόνον ὅταν γίνηται ἀναφορὰ τῆς ἐντολῆς. Διότι καὶ καθόσον ἡ παροῦσα διάλεξις διδάσκει, μαθαίνομεν ὅτι ὀφείλομεν τίποτε οὔτε χάριν εὐλαβείας νὰ μὴ προσθέτωμεν εἰς τὴν ἐντολήν. Διότι ἐὰν κάτι εἴτε (τὸ) προσθέσῃς, εἴτε (τὸ) ἀφαιρέσῃς, μοιάζει ὅτι εἶναι (αὐτὸ) κάποια παράβασις τῆς ἐντολῆς. Διότι πρέπει νὰ διατηρηθῇ ἡ ἀκραιφνὴς καὶ ἁπλῆ μορφὴ τῆς ἐντολῆς, εἴτε πρέπει νὰ δηλωθῇ ἡ σειρὰ τῆς μαρτυρίας. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον (ἕνας) μάρτυρας ἐνόσω προσθέτει ἀπ' τὸν ἑαυτόν του κάτι στὴν σειρὰν τῶν γεγονότων, ἀποδυναμώνει ὅλην τὴν ἀξιοπιστίαν τῆς πλευρᾶς (ὑπὲρ τῆς ὁποίας μαρτυρεῖ) ἕνεκα τοῦ ψεύδους. Λοιπὸν τίποτα δὲν πρέπει νὰ προστίθηται εἴτε κι' ἄν αὐτὸ φαίνηται καλόν. Διότι καὶ ἐδῶ αὐτὸ ποὺ προσέθεσεν ἡ γυναῖκα: (δὲν) ἔχει ἕνα στοιχεῖον ἁμαρτίας μὲ τὴν πρώτη ματιὰν "οὔτε νὰ ἀγγίξητε ἀπ' αὐτὸ κάτι"; Διότι ὁ Θεὸς δὲν εἶχεν εἴπει "Μὴ ἀγγίξετε", ἀλλὰ "Μὴ φᾶτε". Ἄλλ' ὅμως ἡ πτῶσις ἄρχίζει νὰ γίνηται ἀρχή. Διότι ὅσα (αὐτὴ) προσέθεσεν, παραπανήσια προσέθεσεν, εἴτε μὲ τὴν αὐτοσχέδιαν προσθήκην ἀντελήφθη ὅτι ἡμιτελὴς ἦταν ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Μᾶς διδάσκει λοιπὸν ἡ σειρὰ τῆς παρούσης διαλέξεως ὅτι ὀφείλομε νὰ μὴ ἀφαιρῶμεν κάτι ἀπὸ τὰ θεῖα παραγγέλματα, οὔτε καὶ νὰ προσθέτωμεν. Διότι ἐὰν ὁ Ἰωάννης αὐτὸ ἔκρινεν προκειμένου γιὰ τὰ γραπτά του: "Ἐὰν κανείς, εἶπεν, προσθέσῃ σ' αὐτὸ, νὰ τοῦ προσθέσῃ ὁ Θεὸς τὶς πληγὲς ποὺ περιγράφονται σ' αὐτὸ τὸ βιβλίον: καὶ ὅποιος ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ αὐτῆς τῆς προφητείας, θὰ σβύση ὁ Θεὸς τὸ μερίδιον ἐκείνου ἀπὸ τὴ βίβλον τῆς ζωῆς" (Ἀπ. κβ', 18,19), πόσον δὲν πρέπει νὰ ἀφαιρῶμεν τίποτα ἀπὸ τὶς θεϊκὲς ἐντολές! Λοιπὸν ἀπὸ δῶ ἄρχισε νὰ παίρνῃ ὕπαρξη ἡ πρώτη παράβασις τῆς ἐντολῆς. Καὶ πολλοὶ ἔχουν τὴ γνώμην ὅτι αὐτὸ τὸ σφάλμα δὲν ἦταν τῆς γυναικός, ἀλλὰ τοῦ Ἀδάμ: ἔτσι (νομίζουν) ὁ Ἀδὰμ εἶχεν εἴπει εἰς τὴ γυναῖκα, ἐνόσω ἤθελε νὰ τὴν καταστήσῃ πιὸ προσεκτικήν, καθὼς προσέθεσεν στὴν ἐντολὴν ποὺ εἶχε δώσει ὁ Θεὸς: "Μήτε νὰ ἀγγίξητε κάτι ἀπ' αὐτὸ". Ἐπειδὴ εἶναι δεδομένον ὅτι ὁ Ἀδὰμ καὶ ὄχι ἡ Εὔα ἔλαβεν τὴν ἐντολὴν ἀπὸ τὸ Θεόν. Διότι ἀκόμη δὲν εἶχεν πλασθῇ ἡ γυναῖκα. Τὰ ἴδια δὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀδὰμ μὲ τὰ ὁποῖα (αὐτὸς) ἀνέφερεν στὴ γυναῖκα γιὰ τὴ μορφὴν καὶ τὴν σειρὰν τῆς ἐντολῆς δὲν τὰ περιλαμβάνει (τὸ κείμενον) τοῦ ἀναγνώσματος: ἀλλ' ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ἡ σειρὰ μεταβιβάσεως τῆς ἐντολῆς ἦταν ἀπὸ τὸν ἄνδρα πρὸς τὴ γυναῖκα. Θὰ δοῦν ὅμως ἄλλοι τὶ φρονοῦν• πάντως σὲ μένα μοῦ φαίνεται ὅτι ἀπὸ τὴ γυναῖκα τὸ σφάλμα ἄρχισεν, καὶ ἐγκαινιάσθηκε τὸ ψέμμα. Διότι ἄν καὶ γιὰ τοὺς δύο φαίνεται ἀβέβαιον, ὅμως τὸ φύλον ἐξαγγέλλει ποιὸς πρὶν θὰ μποροῦσε νὰ ἁμαρτήσῃ. Πρόσθεσε (καὶ) τὸ ὅτι ἡ προδίκασις αὐτὴ ἐνισχύεται, τῆς ὁποίας καὶ μετὰ ταῦτα εὑρέθη προηγουμένη ἡ ἁμαρτία. Διότι (καὶ τελικὰ) ἡ γυνὴ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδὰμ καὶ ὄχι ὁ ἄνδρας αἴτιος τῆς ἁμαρτίας τῆς γυναικός. Ὅθεν καὶ ὁ Παῦλος λέγει: "Ὁ Ἀδὰμ, εἶπεν, δὲν ἠπατήθη: ἡ γυναῖκα ἐξηπατήθη ἐν τῇ παραβάσει" (Α' Τιμ., β', 14).
57. Τώρα ἄς ἴδωμεν ποῖον ἐκ τῶν δύο ἐκτὸς τῆς ἀποῤῥίψεως ποὺ ἐφήρμοσαν στὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, φαίνεται ὅτι ἔβλαψεν ἢ ὄχι ἡ (περὶ ἧς ὁ λόγος) προσθήκη;
Διότι, τῇ ἀληθείᾳ, ἄν εἶναι καλὸν τὸ: "Μήτε νὰ ἀγγίξητε ἐξ αὐτοῦ" καὶ ἐὰν συνέβαλλεν (αὐτὸ) εἰς τὴ φύλαξιν (τῆς ἐντολῆς), διατὶ ὁ Θεὸς αὐτὸ καθόλου δὲν τὸ ἀπαγόρευσεν, (ἀντιθέτως) μάλιστα φαίνεται ὅτι διὰ τῆς ἀπαγορεύσεως ἐπέτρεψεν; Ὅθεν ἐξεταστέα καὶ τὰ δύο, γιὰ ποιὸ λόγο δὲν εἶχεν οὔτε ἐπιτρέψει οὔτε ἀπαγορεύσει. Διότι ὑπάρχουν οἱ λέγοντες, Γιὰ ποιὸ λόγον ὅ,τι ἔκανε νὰ φαίνεται, δὲν διέταξε καὶ νὰ τὸ ἀγγίζουν; ἀληθὲς εἶναι ὅταν ἀκούῃς ὅτι σ' αὐτὸ τὸ δένδρον ὑπῆρξεν ἡ φύσις τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, δυνατὸν νὰ νομισθῇ ὅτι δὲν θέλησε (ὁ Θεὸς) νὰ ἀγγίξῃς ἐσὺ τὸ κακόν. Διότι σ' ἐμᾶς εἶναι ἀρκετὸν νὰ βλέπωμεν τὸν Σατανᾶν πίπτοντα ὡς ἀστραπὴν ἐξ οὐρανοῦ, κατὰ τὸ λόγον τοῦ Κυρίου (Λουκ. ε',18) καὶ δίδοντα τὸ δέλεαρ ὄχι στοὺς γυιοὺς τοῦ φωτός, ἀλλὰ σ' αὐτοὺς τῆς νύχτας καὶ τοῦ σκότους• διότι ἐγράφη: "Τὸν ἔδωσεν σὰν δόλωμα στοὺς λαοὺς τῶν Αἰθιόπων" (Ψαλ. ογ', 14). Λοιπὸν αὐτὸ ἐλέχθη περὶ τοῦ ὅτι δὲν ἔδωσεν ἐντολὴν νὰ ἀγγίξουν. Ὅτι δὲ δὲν εἶχεν ἐμποδίσει (τὸ ἄγγιγμα), ἄκου τὶ ἐννοῶ. Πολλὰ εἶναι ὅσα βλάπτουν, ἐὰν θὰ θέλαμε νὰ τὰ ἐξαντλήσωμεν ἀπὸ πρίν, παρὰ αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα γνωρίζομεν ἐκεῖνα (τὰ βλαπτικά). Διότι καὶ μὲ τὶς τροφὲς καὶ μὲ τὸ ποτόν στὴ χρῆσιν τῶν πολλῶν αὐτὸ συμβαίνει.
Διότι ἐὰν αὐτὸ ποὺ εἶναι πικρόν, τὸ γνωρίζῃς ἀπὸ πρὶν, περιβάλλεσαι τὴν ὑπομονήν• καὶ ἐὰν καταλαβαίνῃς ὅτι τὰ πικρὰ ὠφελοῦν, περιβάλλεσαι τὴν ἀνοχήν, μήπως ἡ πικρία σὲ πλήξῃ αἰφνιδίως καὶ ἀρχίσῃς νὰ ἀποῤῥίπτῃς ὅσα θὰ σὲ ὠφελήσουν. Λοιπὸν ὠφελεῖ νὰ γνωρίσῃς πρίν, ἵνα μὴ ἐκ τοῦ ὅτι γνωρίζεις ὅ,τι θὰ ὠφελήσῃ, σιχαθῆς τὰ πικρά. Ἀλλ' αὐτὰ λιγότερο μποροῦν νὰ βλάψωσιν: Πρόσεχε ἐκεῖνο ποὺ μᾶλλον μπορεῖ νὰ (σὲ) βλάψῃ, ἐὰν δὲν προβλεφθῇ.
58. Εἶναι κάποιος ἐθνικὸς; πρὸς τὴν πίστην τείνει; κατηχούμενος εἶναι; θέλει ἁδρότερην νὰ λάβῃ τὴ διδασκαλίαν καὶ τὴν πίστιν• ἄς φυλάγητε μήπως ἐνόσω θέλει νὰ μανθάνῃ, μανθάνει κακῶς, καὶ μήπως μανθάνει ἀπὸ τὸν (αἱρετικὸν) Φωτεινόν, ἀπὸ τὸν Ἄρειον καὶ τὸν Σαβέλλιον: μήπως παραδίδει τὸν ἑαυτόν του σὲ τέτοιου εἴδους διδασκάλους, τῶν ὁποίων ἡ (δῆθεν) αὐθεντία τὸν αἰχμαλωτίζει• καὶ ἐμποτισμένος μὲ τὴν θρασύτητα τῶν διδασκάλων ἐντυπωμένην στὶς ἁπαλὲς αἰσθήσεις δὲν ἔμαθε νὰ διακρίνῃ. Προηγουμένως λοιπόν, διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ νοῦ ἄς διακρίνῃ τὶ ἀκολουθεῖ, ἄς δῆ ποῦ εἶναι ἡ ζωή: ἄς ψαύσῃ, τέλος, τὰ καίρια καὶ ζωτικὰ ποὺ περιέχουν τὰ θεῖα ἀναγνώσματα, ὥστε νὰ μὴ τὸν προσβάλλῃ κανένας διεστραμμένος μεταφραστής. Διαβάζει ὁ Σαβέλλιος σ' ἐκεῖνο τὸ ἐδάφιον: Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ (Ἰω. ιδ',10) καὶ λέγει ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα πρόσωπον. Διαβάζει ὁ Φωτεινός: Ὅτι μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ἄνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς (Α' Τιμ. β',5). Καὶ ἀλλοῦ: Γιατὶ θέλετε νὰ μὲ φονεύσετε ἐμένα ἄνθρωπον (Ἰω. η',40); Διάβαζε καὶ ὁ Ἄρειος ὅτι λέγει: Διότι ὁ πατὴρ μείζων μου ἐστιν (Ἰω. ιδ',28). Εἶναι φανερὸν βέβαια (καὶ) λέγεται (αὐτὸ): ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγον ἐλέχθη (αὐτὸ), ὀφείλει (ὁ Ἄρειος) νὰ διασκεφθῆ προηγουμένως μὲ τὸν ἑαυτόν του, γιὰ νὰ βρῇ τὴν αἰτίαν αὐτῶν τῶν λόγων. Φέρεται σὰν ἀπὸ κάποιαν αὐθεντία διδασκάλων• καὶ θὰ τὸν εἶχεν ὀφελήσει νὰ μὴ εἶχεν ἀναζητήσει κάτι παρὰ ποὺ βρῆκεν τέτοιον διδάσκαλον. Διότι ἀκόμη καὶ ἄν κάποιος ἐθνικὸς λάβῃ τὶς Γραφές, διαβάζει: ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος (Λεϋτ. κδ', 20).
Διαβάζει ἀκόμη: Ἐὰν σὲ σκανδάλισεν ἡ δεξιά σου, ἀπόκοψέ την (Ματ. ε',30)• δὲν καταλαβαίνει τὸ νόημα, δὲν στρέφει τὴν προσοχήν του στὶς μυστικὲς διδασκαλίες τοῦ θεϊκοῦ λόγου, χειρότερα ὀλισθαίνει, ἀπ' ὅ,τι ἄν δὲν εἶχε διαβάσει. Καὶ γι' αὐτὸ ἐδίδαξεν (ἡ Γραφὴ) τίνι τρόπῳ ὀφείλουν νὰ ἀνιχνεύωσιν τὸ λόγον τοῦ Θεοῦ ὄχι ἀμελῶς καὶ μὲ αὐτοσχεδιασμούς, ἀλλ' ἐπιμελῶς καὶ ἀκριβῶς; Αὐτὸ ποὺ ἦταν, εἶπεν, ἀπ' ἀρχῆς, ποὺ τὸ ἀκούσαμεν καὶ τὸ εἴδαμε, καὶ τὸ ἀπολαύσαμε μὲ τὰ μάτια μας, καὶ τὰ χέρια μας (τὸ) ψηλάφησαν, δηλαδὴ (ἐννοῶ καὶ μιλῶ) περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς: καὶ (τὸν) εἴδαμε καὶ μαρτυροῦμε περὶ αὐτοῦ καὶ σᾶς τὸν ἀναγγέλομεν. (Α' Ἰω. α',1 καὶ 2). Βλέπεις ὅτι προηγουμένως σὰν μὲ κάποια χέρια ἐψηλάφισεν τὸ λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ τὸν ἀνήγγειλεν: καὶ γι' αὐτὸ δὲν θὰ εἶχεν ἴσως βλάψει τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν ὁ λόγος, ἐὰν προηγουμένως εἶχαν ψηλαφήσει μὲ κάποια νοητὰ χέρια ἐπιμελῶς διασκεπτόμενα. Διότι οἱ ἀδύναμοι διὰ τῆς διασκοπήσεως καὶ τῆς ἐπιμελέστερης ἀναζητήσεως μποροῦν νὰ ἐξιχνιάσουν τοῦ οἱουδήποτε τὴ φύσιν, τὴν ὁποία δὲν κατανοοῦν. Βέβαια ἐκεῖνοι οἱ ἀδύναμοι, οἱ ὁποῖοι ἤξεραν ὅτι αὐτὸ τὸ δένδρον στὸ ὁποῖον εἶχαν γνωρίσει ὅτι βρισκόταν ἡ γνῶσις τοῦ κακοῦ, πρὶν καθ' οἱονδήποτε τρόπον τὸ ἀγγίξωσιν, ὤφειλαν νὰ τὸ διερευνήσωσιν. Καὶ τοῦ κακοῦ δὲ ἡ γνῶσις μπορεῖ πολλάκις νὰ μᾶς ὠφελήσῃ. Καὶ γι' αὐτὸ διαβάζομεν τὶς ἀπάτες τοῦ διαβόλου εἴτε σ' αὐτὸ τὸ ἀνάγνωσμα, εἴτε εἰς τὴν προφητείαν (Ἰεζ. κη',18) γιὰ νὰ μαθαίνωμεν πῶς μποροῦμε νὰ φυλαγώμεθα ἀπὸ τὰ τεχνάσματά του. Διότι πρέπει νὰ γνωρίζωμεν τὶς πανουργίες αὐτοῦ, ὄχι γιὰ νὰ τὶς ἀκολουθῶμεν, ἀλλ' ὡς σοφοὶ καὶ πεπαιδευμένοι νὰ τὶς ἀποφεύγωμεν.
59. Ἕνεκα αὐτοῦ τοῦ χωρίου ὑπάρχουν οἱ ἀμφιβάλλοντες ποιὸ ἀπ' τὰ δύο: Ἔτσι εἶπεν ἢ ὄχι ὁ Θεὸς ὅτι ἐπιτρέπεται, δηλαδὴ, νὰ φᾶνε ἀπὸ ὅλα τὰ δένδρα, ὥστε ὅπως ἀπὸ ὅλα τὰ δένδρα, ἔτσι νὰ γευθοῦν ἀπὸ τὸ ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ• ἢ μήπως ἀληθῶς ἐπιτρέπεται νὰ φᾶνε ἀπὸ κάθε δένδρο, (καὶ) μόνον ἀπὸ τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ εἶχεν εἴπει ὅτι δὲν πρέπει νὰ φάγωσιν; Αὐτοὶ δὲν θεωροῦν ὅτι δὲν χρειάζεται λογικὴν ἐξήγησιν βέβαια αὐτό, τὸ ὁποῖον σὰν βλαβερὴ δύναμις δὲν ὑπῆρξεν τὸ δέλεαρ αὐτοῦ τοῦ δένδρου• ὅμως ἐὰν ἐτρώγετο μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα (δένδρα), δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι βλαβερὸν: ἐπειδὴ προσέτι βέβαια λέγεται ὅτι συνήθως παρεσκευάζετο (αὐτὸ) ὡς ἀντίδοτον ἐκ τοῦ σώματος τοῦ φιδιοῦ, τὸ ὁποῖον, ὅταν μόνον του λαμβάνηται ὅπως ὁ ἰὸς καὶ τὸ σῶμα τοῦ φιδιοῦ, βλάπτει• (ἐνῶ) ὅταν προσμιγνύεται μὲ ἄλλα εἶναι ὑγιεινὸν καὶ σωτήριον. Ἡ γνῶσις ἐπίσης τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἐὰν ἔχῃ κάτι ἀπὸ τὴν σοφίαν, ἐὰν κανεὶς στοχεύῃ στὴν ζωήν, ἐὰν κανεὶς ἀκολουθῇ τὰ ἄλλα εἴδη τῶν ἀρετῶν, ποτὲ δὲν θεωρεῖται ἀνωφελής. Λοιπόν, γι' αὐτὸν τὸ λόγο πολλοὶ νόμισαν ὅτι δυνατὸν καὶ ἐκεῖνο νὰ ἐννοήσωμε• γιὰ νὰ φανῇ ὅτι ὁ Θεὸς τοῦτο ἀνέστειλεν, νὰ μὴ γευθοῦν μόνον τὸ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἐξ ὅλων τῶν ἄλλων, καὶ ὅτι δὲν ἐμπόδισεν ἀπὸ τὰ ἄλλα. Καὶ γι' αὐτὸ ἔχουν τὴ γνώμην ὅτι αὐτὸ ἐλέχθη, ἐπειδὴ λέγει ὁ Θεὸς στὸν Ἀδάμ: "Ποιὸς σοῦ ὑπέδειξεν ὅτι εἶσαι γυμνός, ἐκτὸς ἐὰν ἔχῃς φάγει ἀπὸ τὸ δένδρον ἀπὸ τὸ ὁποῖον σοῦ παρήγγειλα ἀπ' αὐτὸ μόνο νὰ μὴ φάγῃς" (Γεν. γ',11);
Αὐτὸ φαίνεται ὅτι δίδει σὲ κάποιον ἑρμηνευτήν τόπον, ἐκτὸς ἐὰν ἡ γυναῖκα ὡς ἀνωτέρω, στὸ φίδι, ποὺ ἔλεγεν: "Τῷ ὄντι εἶπεν ὁ Θεός, νὰ μὴ φάγητε ἐκ παντὸς δένδρου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ" , εἶχεν ἀπαντήσει: "Δὲν θὰ φάγητε ἐξ αὐτοῦ ποὺ εἶναι φυτευμένον εἰς τὸ μέσον τοῦ παραδείσου" . Ἐν αὐτῷ ἄν καὶ φαίνεται ἀσθενέστερη ἡ πίστις τῆς παρεκτρεπησομένης γυναίκας ὅμως δὲν θὰ ἀπογυμνώσω τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ ὅλες τὶς δυνάμεις γιὰ νὰ φανῇ ὅτι δὲν ἔχει ἀκολουθήσει στὸν παράδεισον καμίαν ἀρετήν, ὅτι δὲν γεύθηκεν κανένα ἀπὸ τὰ λοιπὰ δένδρα, καὶ ὅτι προηγουμένως εἶχεν πέσει σὲ ἁμαρτίαν πρὶν νὰ ἀκολουθήσῃ κάποιους καρπούς. Δὲν θὰ ἀπογυμνώσω λοιπὸν τὸν Ἀδάμ, γιὰ νὰ μὴ συλήσω ὁλόκληρον τὸ ἀνθρώπινο γένος, διότι εἶναι ἀθῶος πρὶν νὰ λάβῃ αἴσθησιν τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Διότι οὔτε τυχαίως ἐλέχθη: "Ἐὰν δὲν μεταστραφῆτε καὶ γίνητε σὰν αὐτὸ ἐδῶ τὸ παιδί, δὲν θὰ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν" (Ματ. ιη',3). Διότι τὸ παιδὶ ὅταν ἐπιπλήττηται δὲν τὸ ἀνταποδίδει: ὅταν τύπτηται, δὲν ἀντιτύπτει: δὲν γνωρίζει τοὺς πειρασμοὺς τῆς φιλοδοξίας καὶ ἁρπακτικότητας.
60. Ὅθεν ἀληθέστερον νομίζω ὅτι δὲν ἔδωσεν ἐντολὴν ὅτι ἐπιτρέπεται νὰ φάγωσιν (μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους καρποὺς) καὶ (ἀπὸ) τὸ (ἐν λόγῳ) δένδρον. Διότι ἄν καὶ ἡ γνῶσις εἶναι καλὴ διὰ τὸν τέλειον, ὅμως δὲν εἶναι ὠφέλιμη γιὰ τὸν ἀτελῆ. Ἀτελῆ (δὲ) τολμῶ νὰ πῶ κάθε ἄνθρωπον, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος σὰν νὰ ἦταν ἀτελὴς λέγει: "Ὅχι ὅτι ἔλαβα ἤδη (τὸ βραβεῖον) ἢ ὅτι ἔγινα ἤδη τέλειος• τρέχω ὅμως κατόπιν, μήπως καὶ λάβω αὐτό" (Φιλ. γ',12). Καὶ γι' αὐτὸ ὡς πρὸς ἀτελεῖς λέγει ὁ Κύριος: Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε" (Ματ. ζ',1). Ἑπομένως στὸν ἀτελῆ εἶναι ἀνώφελη ἡ γνῶσις. Τέλος "τὴν ἁμαρτίαν δὲν θὰ ἐγνώριζα, ἐὰν ὁ νόμος δὲν ἔλεγε: "Μὴ ἐπιθυμήσεις". Καὶ κατωτέρω: "Διότι χωρὶς νόμου ἡ ἁμαρτία νεκρά" (Αὐτόθι 8). Διότι τὶ θὰ μὲ ὠφελοῦσε νὰ γνωρίζω ὅ,τι δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀποφύγω; Τὶ θὰ μὲ ὠφελήσῃ νὰ γνωρίζω αὐτό, στὸ ὁποῖον ἐναντιοῦται ὁ νόμος τῆς σαρκός μου.
Ἐναντιοῦται ὁ Παῦλος καὶ βλέπει "τὸ νόμον τῆς σαρκός του ἀντιστρατευόμενον στὸ νόμον τοῦ νοῦ του καὶ νὰ τὸν αἰχμαλωτίζῃ στὸ νόμον τῆς ἁμαρτίας", οὔτε περὶ τῆς συνειδήσεώς του ὁμιλεῖ: ἀλλὰ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ πιστεύει ὅτι μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ θανάτου: καὶ σὺ νομίζεις τὸν ἑαυτόν σου τόσο γνώστην καὶ ὅτι δὲν δύνασαι νὰ ἁμαρτήσῃς; Ὁ Παῦλος λέγει: "Διότι δὲν πράττω τὸ καλὸν ποὺ θέλω, ἀλλ' ὅ,τι κακὸ δὲν θέλω, αὐτὸ πράττω" (Αὐτόθι 19). Καὶ ἐσὺ κρίνεις ὅτι ἡ γνῶσις ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπον, ἡ ὁποία (γνώσις) αὐξάνει τὴν κακότητα τοῦ ἁμαρτήματος; Ἔστω ὅμως ὅτι ὁ τέλειος δὲν μπορεῖ νὰ ἁμαρτήσῃ. Στὸν Ἀδὰμ ὁ Θεὸς προέβλεπεν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἅρμοζε νὰ ἔχῃ κοινῶς τὸ ἀνθρώπινον γένος τὴν γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, τὴν ὁποίαν ἐξ αἰτίας τῶν παθῶν τῆς σαρκός, δὲν μποροῦσε νὰ ἀσκήσῃ ὅπως ἔπρεπε.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων "Περί τοῦ Παραδείσ

Unread postby inanm7 » Wed Oct 06, 2021 12:50 pm

Κεφάλαιον ΙΓ '

Πῶς οἱ πειρασμοὶ τοῦ διαβόλου εἶναι πλήρεις ψεύδους: καὶ περὶ τῆς ἐξαπατήσεως τῆς γυναικὸς καὶ περὶ τῆς πτώσεως τοῦ Ἀδάμ. Προσέτι τίνι τρόπῳ γνώρισαν τοὺς ἑαυτούς τους γυμνούς καὶ ἔκαναν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους χιτῶνες καὶ τὶ σημαίνουν (οἱ χιτῶνες) αὐτοί;


61. Λοιπὸν ἄς μάθωμεν ὅτι οἱ πειρασμοὶ τοῦ διαβόλου εἶναι πλήρεις ψεύδους: διότι μόλις ἕνα φαίνεται ἀληθινὸν ἀπ' ὅσα ὑποσχέθηκεν (ἐνῶ) τὰ λοιπὰ σὰν ψέμματα τὰ συνέθεσεν. Διότι ἔτσι ἔχεις (στὴ Γραφήν): Καὶ εἶπεν τὸ φίδι στὴ γυναῖκα: Δὲν θὰ πεθάνετε μὲ θάνατον (Γεν. γ',4). Ἰδοὺ τὸ ἕνα ψέμμα• διότι ὁ ἄνθρωπος πέθανε μὲ θάνατον, ἐπειδὴ ἀκολούθησεν τὶς ὑποσχέσεις τοῦ φιδιοῦ. Ἔπειτα πρόσθεσεν: "Γνωρίζει, εἶπεν, ὁ Θεός, ὅτι καθ' ἥν ἡμέραν θὰ φάγητε ἀπὸ αὐτό, θὰ ἀνοιχθοῦν οἱ ὀφθαλμοί σας" (Αὐτόθι, 5). Αὐτὸ μόνον εἶναι ἀληθινόν, τὸ ἑξῆς: "Διότι ἔφαγαν ἀμφότεροι καὶ ἀνοίχθηκαν τὰ μάτια τους". (Αὐτόθι 6,7). Ἀλλ' αὐτὸ ἦταν ἀληθὲς τὸ καὶ βλαπτικόν. Τέλος δὲν εἶναι σὲ ὅλους ὠφέλιμον νὰ ἀνοίγουν οἱ ὀφθαλμοί, διότι ἐγράφη: Θὰ ἔχουν ὀφθαλμοὺς καὶ δὲν θὰ βλέπουν (Ἡσ. στ',9). Ἀλλ' εὐθὺς μόλις ἔπιασεν τὸ ψέμμα, προσέθεσεν: "Καὶ θὰ εἶσθε σὰν θεοὶ γνωρίζοντες τὸ καλὸν καὶ τὸ κακόν" (Γεν. γ',5). Σ' αὐτὸ πρέπει νὰ παρατηρήσωμεν ὅτι τὸ φίδι εἶναι ὁ αἴτιος τῆς εἰδωλολατρίας, ἐκ τοῦ ὅτι φαίνεται ὅτι ἡ πανουργία τοῦ φιδιοῦ εἶχεν εἰσαγάγει πολλοὺς θεοὺς πρὸς παραπλάνησιν τῶν ἀνθρώπων. Καὶ δι' αὐτοῦ ἠπάτησεν, δηλαδὴ (διὰ τοῦ ψεύδους) ὅτι ὁ ἄνθρωπος (θὰ ἐγίνετο) ὡς οἱ θεοί. Διότι ὄχι μόνον σὰν θεοὶ δὲν ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ προσέτι καὶ ὄντες -ἤδη αὐτοὶ σὰν θεοί- πρὸς τοὺς ὁποίους ἐλέχθη: Ἐγὼ εἶπα, εἶσθε θεοί (Ψαλ. πα', 6) ἔχασαν ἀπὸ πάνω τους τὴ χάριν.
62. "Καὶ εἶδεν ἡ γυνὴ ὅτι τὸ δένδρον εἶναι καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ εὐχάριστον νὰ τὸ βλέπῃς μὲ τὰ μάτια καὶ ὡραῖον νὰ τὸ θεωρῇς" (Γεν. γ',6). Ἀσθενικὰ κρίνουσα αὐτὴ ποὺ ἔκρινε γι' αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ εἶχε δοκιμάσει. Καὶ γι' αὐτὸ δὲν φαίνεται εὔκολον ὅτι πρέπει νὰ ἀναληφθῇ κάποιο ἔργον, ἐκτὸς αὐτοῦ ποὺ ἐπιμελέστερον θὰ ἔχωμεν διαπραγματευθῇ καὶ ποὺ θὰ τὸ ἔχωμεν ἐπιδοκιμάσει μὲ ἐσωτερικὸν ζῆλον: "Λαμβάνουσα, εἶπεν, ἐκ τοῦ καρποῦ του ἔφαγεν, καὶ ἔδωσεν εἰς τὸν ἄνδρα της εὐθὺς καὶ ἔφαγαν ἀμφότεροι" (Αὐτόθι). Καλῶς παρελείφθη ἐν τίνι ἐξηπατήθη ὁ Ἀδάμ• διότι ἔπεσεν ὄχι ἐξ ἰδίας ὑπαιτιότητος ἀλλὰ ἐκ τῆς τῆς συζύγου.
63. Καὶ ἀνοίχθηκαν, εἶπεν, οἱ ὀφθαλμοί τους, καὶ γνώρισαν ὅτι ἦσαν γυμνοί (Αὐτόθι 7). Καὶ πρὶν βέβαια ἦσαν γυμνοί, ἀλλ' ὄχι χωρὶς τὰ καλύμματα τῶν ἀρετῶν. Ἦσαν γυμνοὶ λόγω τῆς ἁπλότητος τῶν ἠθῶν καὶ διότι ἡ φύσις ἀγνοοῦσε τὸ περιβόλαιον τῆς ἀπάτης. Τώρα δὲ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς καλύπτεται ἀπὸ πολλὰ καλύμματα ὑποκρίσεως. Λοιπὸν μετὰ ποὺ εἶδαν τοὺς ἑαυτούς τους γυμνοὺς εἰλικρινείας καὶ ἁπλότητος τῆς ἀκεραίας καὶ ἀδιαφθόρου φύσεως, ἄρχισαν νὰ ἐπιζητοῦν τὰ γήϊνα καὶ τεχνητά, μὲ τὰ ὁποῖα ἐνεργοῦν τὰ γυμνὰ τοῦ νοῦ του• ἡδονὲς ἐπὶ ἡδονῶν καὶ οἱ ἐπιθυμίες οἱ καθημερινὲς αὐτοῦ τοῦ κόσμου σὰν φύλλα μὲ φύλλα συῤῥάπτοντες (οἱ πρωτόπλαστοι), μὲ τὰ ὁποῖα κάλυπταν τὰ ἀπόκρυφά τους μέρη. Διότι πῶς εἶχεν ὁ Ἀδὰμ κλειστοὺς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ σώματος, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ ζῶα ἔτσι τὰ εἶδεν ὥστε σ' αὐτὰ νὰ δώσῃ καὶ ὄνομα. Πῶς γνώρισαν, τοὐτέστιν μὲ ἐσωτερικότερην καὶ ὑψηλότερην γνῶσιν ὅτι ὄχι ὁ χιτῶνας ἀλλὰ τὰ καλύμματα τῶν ἀρετῶν τοὺς ἔλειπαν.
64. Καὶ ἔῤῥαψαν, εἶπεν, φύλλα συκῆς καὶ ἔκαναν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους χιτῶνες (Αὐτόθι,7). Σὰν τὶ εἶναι σ' αὐτὸ τὸ ἐδάφιον ἡ συκῆ, ὀφείλομεν (νὰ ἀναλογισθῶμεν). Σὰν τὶ εἴδους πρέπει νὰ ἐκλάβωμεν σ' αὐτὸ τὸ χωρίον τὴν συκῆν, μᾶς (τὸ) διδάσκει ἡ σειρὰ τῶν θείων ἀναγνωσμάτων• ἐπειδὴ βέβαια ἡ Γραφὴ μνημονεύει ὅτι εἶναι ἅγιοι οἱ ἀναπαυόμενοι ὑπὸ τὴν συκῆν καὶ τὴν ἄμπελον (Μιχ. δ',4) καὶ ὁ Σολομὼν εἶχεν εἴπει: "Ποιὸς φυτεύει συκῆν καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ της δὲν τρώγει;". (Παρ. κζ',18) καὶ ὁ Κύριος ἦλθεν πρὸς τὴν συκῆν• καὶ γι' αὐτὸ λυπήθηκεν, διότι δὲν βρῆκεν καρπόν, ἀλλὰ μόνο φύλλα. Μὲ διδάσκει λοιπὸν ὁ Ἀδὰμ τὶ εἶναι φύλλα, ποὺ μετὰ τὴν ἁμαρτίαν του, μὲ φύλλα συκῆς ἔκαμε δι' ἑαυτόν χιτῶνα, αὐτὸς ποὺ ὤφειλεν νὰ γεύθηκε μᾶλλον ἀπ' τοὺς καρπούς αὐτῆς. Ὡς δίκαιος (ἀκόμη) διαλέγει τὸν καρπόν, ὡς ἁμαρτωλὸς (ἤδη), τὰ φύλλα. Ποιὸς εἶναι ὁ καρπὸς; "Ὁ καρπός, εἶπεν, τοῦ πνεύματος εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, ἀγαθωσύνη, πραότης, ἐγκράτεια, χρηστότης." (Γαλ. ε', 22). Δὲν εἶχεν τὸν καρπόν, αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχεν τὴ χαράν. Δὲν εἶχε πίστιν, αὐτὸς ποὺ παρέβη τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶχε ἐγκράτειαν, αὐτὸς ποὺ εἶχεν γευθῆ ἀπὸ τὸ ἀπαγορευμένο δένδρον.
65. Ἑπομένως ὅποιος παραβαίνει τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἀπεκδύεται καὶ ξεγυμνώνεται καὶ γίνεται ὁ ἴδιος τροφὴ αἰσχρά: θέλει νὰ καλυφθῇ μὲ κάποια φύλλα συκῆς, ἴσως μὲ κάποια μάταια εἴτε χάριν ἀσκήσεως λόγια, τὰ ὁποῖα μὲ σύνθετα ψέμματα συρράπτουν καὶ λόγον στὸ λόγο στοιβάζουν πρὸς κάλυψιν τῆς συνειδήσεως τοῦ νοῦ του, ἐνυφαίνει ὁ ἁμαρτωλὸς τὸ κάλυμμα τῆς πράξεώς (του), γιὰ νὰ σκεπάσῃ τὶς ντροπές του. Διότι ῥίχνει πάνω του φύλλα, αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμῶντας νὰ καλύψῃ τὴν ἁμαρτίαν εἴτε θυμᾶται τὸ διάβολον ὡς δημιουργὸν τοῦ ἁμαρτήματος εἴτε προφασίζεται τὴν ἡδονὴν τῆς σαρκός, εἴτε κάποιον ἄλλον πειστῆρα τῆς πλάνης ἐξαγγέλλει.
Καὶ ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφὲς συχνὰ φέρνει παραδείγματα μὲ τὰ ὁποῖα ἐμποδίζεται νὰ ἔχουν πέσει σὲ σφάλμα οἱ δίκαιοι, λέγοντας ἐὰν τυχὸν ἐφωράθη (ὁ ἴδιος) ἐν αἰσχρότητι. Καὶ ὁ Ἀβραὰμ μὲ τὴ θεραπαινίδα συνευρέθη (Γεν., ιστ',4) καὶ ὁ Δαβὶδ γυναῖκα ἄλλου ἐρωτεύθηκε καὶ τὴν ἔκαμε σύζυγόν του (Β' Βασ. ια', 4 καὶ 27). Διότι συνέῤῥαψε διὰ τὸν ἑαυτόν του κάποια φύλλα, κάποια παραδείγματα ἐκ τῆς σειρᾶς τῶν προφητικῶν γραφῶν, τὸν καρπόν τους ὅμως δὲν θεωρεῖ ποθητόν.
66. Δὲν σοῦ φαίνεται ὅτι καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἀκόμη ἔῤῥαψαν φύλλα, ἐνόσῳ τὰ λόγια τοῦ πνευματικοῦ νόμου σωματικῶς ἑρμηνεύουν; Τούτων ἡ ἑρμηνεία στερεῖ κάθε καρπόν τῆς ἀκμαιότητός του, οἱ ὁποῖοι καρποὶ ἔχουν καταδικασθῆ διὰ τῆς κατάρας τῆς αἰώνιας ξηρασίας. Λοιπόν, ἡ καλὴ ἑρμηνεία, τοὐτέστιν ἡ πνευματικὴ συκῆ εἶναι καρποφόρα, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποίαν βρίσκουν ἀνάπαυσιν οἱ δίκαιοι καὶ οἱ ἅγιοι. Αὐτὴν ἐὰν κάποιος τὴν φυτεύσῃ στὴν ψυχὴν τοῦ καθενός, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος: Ἐγὼ ἐφύτευσα, ὁ Ἀπολλὼ ἐπότισεν (Α' Κορ. γ',6), θὰ φάγῃ ἐξ αὐτῆς καρπόν. Ἡ κακὴ ὅμως ἑρμηνεία δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ φέρῃ καρπόν, οὔτε νὰ διατηρήσῃ τὴν φιλαλήθειαν.
67. Τὸ βαρύτερον, λοιπόν, εἶναι ὅτι ὁ Ἀδὰμ περιεβλήθη αὐτὴν τὴν ἑρμηνείαν ὡς χιτῶνα ἐκεῖ, ὅπου ὤφειλεν μᾶλλον νὰ περιβληθῇ τὸν καρπὸν τῆς ἁγνότητος. Διότι λέγεται ὅτι στὴν ὀσφὺν τὴν ὁποίαν περιζωννύμεθα, ὑπάρχουν κάποια σπέρματα γιὰ τεκνογονίαν• καὶ γι' αὐτὸ κακῶς ἐκεῖ ζώστηκεν ὁ Ἀδὰμ μὲ φύλλα ἀνωφελῆ, ὅπου ὄχι τὸ μέλλοντα καρπὸν τῆς μέλλουσας γενιᾶς, ἀλλὰ κάποια ἁμαρτήματα σημαίνει, ποὺ ἔμειναν μέχρι τὴν ἄφιξιν τοῦ Κυρίου Σωτῆρος. Ἀφοῦ ἦλθεν ὁ Κύριος βρῆκεν ἄλλην συκῆν ἀπεριποίητην: παρακληθεὶς νὰ μὴ διατάξῃ νὰ ἐκριζωθῇ, ἐπέτρεψεν νὰ τύχῃ περιποιήσεως. Καὶ γι' αὐτὸ ἤδη δὲν περιζωννύμεθα μὲ φύλλα, ἀλλὰ μὲ τὸ θεϊκὸ λόγον: διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει: "Ἄς εἶναι οἱ ὀσφύες σας ζωσμένες, καὶ αἱ λαμπάδες σας ἀναμμένες" (Λουκ. ιβ',35). Ὅθεν προσέτι χρήματα στὶς ζῶνες μας ἀπαγορεύει νὰ φέρωμεν (Ματ. ι',9). Διότι ἡ ζώνη μας ὀφείλει νὰ διατηρῇ ὄχι τὰ γήϊνα, ἀλλὰ τὰ αἰώνια.

Κεφάλαιον ΙΔ '

Περὶ τῆς φωνῆς τοῦ Κυρίου, περιπατοῦντος τὴν ἑσπέραν, καὶ περὶ τῆς ἐπιπλήξεως τοῦ Ἀδάμ, Ποῦ εἶσαι; Γιατὶ παρὰ ταῦτα νὰ ἐπιτιμᾶται πρῶτος ὁ Ἀδάμ, ἀφοῦ ἡ γυναῖκα ἐγεύθη πρώτη: καὶ περὶ τῆς δικαιολογίας τῆς γυναικός, καὶ περὶ τῶν μυστηρίων ποὺ δι' αὐτῶν δηλοῦνται.


68. Καὶ ἄκουσαν, εἶπεν, τὴ φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ κατὰ τὴν ἑσπέραν (Γεν. γ', 8). Ποιὸ εἶναι τὸ περπάτημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πανταχοῦ πάντοτε εἶναι; Ἀλλὰ ἔχω τὴ γνώμην ὅτι ὑπάρχει ἕνα περπάτημα τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μὲ τὴν σειρὰν τῶν θείων Γραφῶν, στὶς ὁποῖες παραδίδεται κάποια παρουσία τοῦ Θεοῦ• διότι ἀκοῦμεν ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος βλέπει τὰ πάντα, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ τοὺς δικαίους (Ψαλ. λγ', 16): ὅταν διαβάζωμεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐγνώριζεν τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν (Λουκ. στ',8): ὅταν διαβάζωμεν: "Διατὶ διαλογίζεσθε πονηρὰ μέσα στὶς καρδιές σας;" (Ματ. θ',4). Λοιπὸν ἐνόσῳ ἀναλογιζόμεθα αὐτά, γνωρίζομεν τὸ Θεὸν ὡς περιπατοῦντα. Εἶχε διαφύγει ὁ ἁμαρτωλός, ὄχι ὅτι μποροῦσε νὰ κρυφτῇ ἀπ' τὴν ὄψιν τοῦ Θεοῦ: ἀλλ' ἤθελε νὰ κρυφθῇ μέσα στὴν συνείδησή του, δὲν ἤθελε νὰ ῥίψη φῶς στὰ ἔργα του. Διότι τοῦ δικαίου ἴδιον εἶναι νὰ βλέπῃ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον• διότι ὁ νοῦς τοῦ δικαίου ὄχι μόνον εἶναι παρὼν στὸ Θεόν, ἀλλὰ προσέτι μετὰ τοῦ Θεοῦ συνομιλεῖ, ὅπως εἶναι γεγραμμένον: Κρίνατε ὀρφανὸν καὶ δικαιώσατε χήραν, καὶ ἐλᾶτε νὰ διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος (Ἡσ. α',17 καὶ 18). Ὅταν λοιπὸν διαβάζῃ ὁ ἁμαρτωλὸς αὐτὲς τὶς θεϊκὲς Γραφές, ἀκούει τὴ φωνὴν τοῦ Θεοῦ ὡς περιπατοῦντος κατὰ τὴν ἑσπέραν. Τὶ εἶναι τό: κατὰ τὴν ἑσπέραν, παρὰ ὅτι ὄψιμα γνώρισεν τὸ ἁμάρτημά του, καὶ ὄψιμα ἦλθεν ἕνας κάποιος φόβος, γιὰ τὸ παρατρέξαν σφάλμα, ὁ ὁποῖος ὤφειλεν νὰ προλάβῃ τὸ ἁμάρτημα; Διότι ἐνόσῳ τὸ ἁμάρτημα ζέει εἰς τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ ἐξεγείρεται διὰ τῶν παθῶν τοῦ σώματος, δὲν σκέπτεται τὸ Θεὸν ἡ αἴσθησις τοῦ πλανωμένου, τοὐτέστιν δὲν ἀκούει τὸ Θεὸ νὰ περιπατῇ ἐν ταῖς θείαις Γραφαῖς, περιπατοῦντα εἰς τὸ νοῦν τοῦ καθενός. Ἐπειδὴ λέγει ὁ Θεός, Διότι θὰ κατοικήσω σ' ἐκείνους, καὶ μεταξὺ αὐτῶν θὰ περιπατήσω καὶ θὰ εἶμαι Θεός των (Λευϊτ. κστ',12). Λοιπὸν ὅσον ἐπιστρέφει ὁ φόβος τῆς θείας ἐξουσίας εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ψυχῆς, τόσον αἰσχυνόμεθα, τότε ἐμεῖς κάνομεν τὴ χειρονομίαν τῆς ἀποκρύψεως, τότε μέσα στοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἁμαρτημάτων μας, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δένδρου τοῦ παραδείσου, ὅταν ἁμαρτήσαμεν, ἐπιπληττόμεθα, ἐπιθυμοῦντες μὴ γίνωμεν ἀντιληπτοὶ καὶ νομίζοντες ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀνιχνεύει τὰ κρύφια. Ἀλλ' ὁ ἐξερευνητὴς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν λογισμῶν εἰσδύων μέχρι διαιρέσεως ψυχῆς λέγει: Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; (Γεν. γ',9).
69. Πῶς ὁμιλεῖ ὁ Θεός; Μήπως ἆράγε μὲ σωματικὴ φωνήν; Πράγματι ὄχι, ἀλλὰ μὲ κάποιαν ὑπεροχοτέρα δύναμιν, ἀπ' ὅ,τι μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ σώματος, ἐκφέρων χρησμούς. Αὐτὴν τὴ φωνὴν οἱ προφῆτες του τὴν ἄκουσαν• αὐτὴν τὴ φωνὴν οἱ πιστοὶ τὴν ἀκούουν, οἱ ἀσεβεῖς δὲν τὴν κατανοοῦν. Τέλος, ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ἔχεις, ὅτι ἤκουσεν ὁ εὐαγγελιστὴς νὰ λέγῃ ὁ Πατήρ: καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω: ἀλλ' οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤκουσαν. Διότι ἔλεγαν: Βροντὴ ἔγινε (Αὐτόθι 29). Ἐκεῖ λοιπόν, ὅπως ἔχεις ἀνωτέρω, ὅπως γινόταν αἰσθητὸς νὰ περπατῇ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος (ὅμως) δὲν περιεπάτει, ἔτσι ἠκούετο ὁμιλῶν ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν ὡμίλει.
70. Ἀλλ' ἄς ἴδωμεν τὶ συζητοῦσαν: Ἀδάμ , ποῦ εἶσαι; Μέχρι τοῦ σημείου αὐτοῦ ὑπάρχει φάρμακον γιὰ τὴν ὑγείαν σ' αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἀκούουν τὸ λόγον τοῦ Θεοῦ. Τέλος οἱ Ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι ἔκλεισαν τὰ αὐτιά τους γιὰ νὰ μὴ ἀκούωσιν καὶ σήμερα δὲν εἶναι ἄξιοι νὰ ἀκούωσιν• ἔπειτα ἔχουν φάρμακον ὅσοι κρύβονται. Διότι ὅποιος κρύπτεται, αἰσχύνεται: ὅποιος αἰσχύνεται μεταστρέφεται• ὅπως εἶναι γραμμένο: Ταραχθήτωσαν καὶ ἐντραπήτωσαν πάντες ὡς ταχέως (Ψαλ. στ', 11).
Ἔπειτα αὐτὸ καθ' αὐτὸ τὸ ὅτι καλεῖ (ὁ Θεὸς) ἀποτελεῖ ἔνδειξιν τῆς μέλλουσας θεραπείας, διότι ὁ Κύριος οὕς οἰκτίρει, καὶ καλεῖ. Μὲ τὸ ποὺ εἶπεν, Ποῦ εἶσαι (Γεν. γ',9); δὲν ῥωτᾶ γιὰ τὸν τόπον αὐτὸς ποὺ γνώρισεν τὸ μυστικόν• διότι οὔτε ὁ Θεὸς εἶχεν κλειστοὺς τοὺς ὀφθαλμούς, ὥστε νὰ μὴ ἴδη τὸν κρυβόμενον.
Τέλος, γι' αὐτὸ εἶπεν: Ἔγινεν ὁ Ἀδὰμ ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν (Αὐτόθι 22)• διότι ἤνοιξεν τοὺς ὀφθαλμούς. Καὶ αὐτὸς βέβαια ἤνοιξεν τοὺς ὀφθαλμοὺς γιὰ νὰ ἴδῃ τὴν ἁμαρτίαν του, τὴν ὁποίαν δὲν μπόρεσε νὰ ἀποφύγῃ. Διότι μᾶλλον ἀφοῦ ἁμαρτήσαμεν, δὲν ξέρω πῶς γνωρίζομεν τὰ παραπτώματά μας: καὶ τότε καταλαβαίνομεν ὅτι εἶναι ἁμαρτία, αὐτὴ ποὺ πρὶν ἁμαρτήσωμεν, δὲν θεωρούσαμεν ὅτι εἶναι ἁμαρτία. Βέβαια ὄχι σὰν ἁμάρτημα νομίζαμεν ὅτι πρέπει νὰ καταδικασθῇ: δηλαδὴ ἐὰν καταδικάζαμεν δὲν θὰ ἀπεδεχόμεθα. Ὁ Θεὸς ὅμως βλέπει ὅλων τὶς ἁμαρτίες καὶ γνωρίζει ὅλων τὰ ἁμαρτήματα: πάνω ἀπὸ κάθε ψυχήν, ἐπὶ τὰ μυστικὰ ὅλων στρέφει τοὺς ὀφθαλμούς. Τὶ εἶναι λοιπὸν τό: Ἀδὰμ ποῦ εἶσαι; Δηλαδή, ὄχι σὲ ποιὸ τόπον, ἀλλὰ σὲ ποιὰ κατάστασιν εἶσαι. Λοιπὸν ὄχι ἐρώτησις, ἀλλὰ ἐπίπληξις. Ἀπὸ ποιά, εἶπεν, ἀγαθὰ, ἀπὸ τὴν παιδικὴν εὐτυχίαν, ἀπὸ τὶ εἴδους χάριν σὲ ποιὰν ἀθλιότητα ὑποτροπίασες; Κατέλιπες τὴν αἰώνιον ζωὴν καὶ ἐτάφης τῷ θανάτῳ, συνετάφης μὲ τὴν ἁμαρτίαν. Ποῦ βρίσκεται ἐκείνη ἡ δική σου καλῶς συνειδητὴ ἐμπιστοσύνη; Αὐτὸς ἐδῶ ὁ φόβος τὴν ἁμαρτίαν ὁμολογεῖ, ἡ πρόφασις τὴν παράβασιν. Λοιπόν, ποῦ εἶσαι; Δηλαδὴ δὲν ζητῶ σὲ ποιὸν τόπον, ἀλλὰ σὲ ποιὰν κατάστασιν. Εἰς αὐτὸ σὲ ὡδήγησαν τὰ ἁμαρτήματά σου, νὰ ἀποφεύγῃς τὸ Θεὸν σου ποὺ προηγουμένως ἐπιζητοῦσες; Ἴσως συγκινεῖ τὸ γιατὶ προηγουμένως ὁ Ἀδὰμ ἐπιπλήττεται, ἐνῶ ἡ γυναῖκα προηγουμένως εἶχε γευθῆ; Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παράβασιν ἔκαμε ἀρχὴν τὸ ἀσθενέστερον φύλον, ἀπὸ τὸ φόβον καὶ τὴ δικαιολογίαν τὸ ἰσχυρότερον: ὥστε ἡ γυναῖκα ἔγινεν αἰτία τοῦ σφάλματος, ὁ ἄνδρας αἰτία τῆς ντροπῆς.
71. Καὶ εἶπεν ἡ γυναῖκα: Τὸ φίδι μὲ ἀπάτησεν καὶ ἔφαγα (Γεν. γ',13). Ἀφέσιμη ἁμαρτία τὴν ὁποίαν ἀκολουθεῖ ἡ ὁμολογία τῶν παραπτωμάτων. Γι' αὐτὸ δὲν ἀπογοητεύεται ἡ γυναῖκα ἐκείνη, ποὺ δὲν ἀποσιώπησεν στὸ Θεόν, ἀλλὰ τὸ ἁμάρτημα ἐξομολογήθηκεν μᾶλλον παρ' ὅ,τι ἠκολούθησεν ἡ ἰατρικὴ γνωμάτευσις. Εἶναι καλὸν νὰ καταδικαζώμεθα γιὰ τὴν ἁμαρτίαν καὶ νὰ μαστιγωνώμεθα γιὰ τὸ παράπτωμα μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Τέλος ὁ Κάϊν ἐπειδὴ θέλησε νὰ ἀρνηθῇ τὸ ἔγκλημά (του) ἐκρίθη ἀνάξιος νὰ τιμωρηθῇ γιὰ τὸ ἁμάρτημα: ἀλλ' ἀφέθη χωρὶς παράγγελμα γιὰ ποινήν, ἴσως ὄχι τόσον αὐστηρὸ ἕνεκα τοῦ βαρέος ἐγκλήματος τῆς μιαιφονίας (διότι ἐκεῖνο τὸ διέπραξεν κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ) ὅσον ἕνεκα τοῦ τῆς ἀνοσιουργίας, διότι ἐπίστευσεν ὅτι μπορεῖ νὰ ψευσθῇ στὸ Θεὸν λέγων: "Δὲν ξέρω: μήπως ἐγὼ εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου" (Γεν δ',9); Καὶ γι' αὐτὸ ἡ κατ' αὐτοῦ κατηγορία φυλάχθηκεν ἀπὸ τὸν κατήγορον διάβολον• ἵνα ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους του μαστιγώνηται, αὐτὸς ποὺ δὲν θέλησε νὰ μαστιγώνηται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Τέλος περὶ τῶν τοιούτων ἐλέχθη: "Δὲν εἶναι λύπαι εἰς τὸν θάνατον αὐτῶν... οὐδὲ μαστιγώνονται μετὰ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων" (Ψαλ. οβ',4,5).
Λοιπὸν ἄλλος ἦταν ὁ λογισμὸς τῆς γυναικός, ἡ ὁποία κι' ἄν ἔπεσεν στὸ σφάλμα τῆς παραβάσεως ὅμως εἶχεν μέχρι τώρα ἐκ τῶν δένδρων τοῦ παραδείσου τὸ δέλεαρ τῆς δυνάμεως: καὶ γι' αὐτὸ εἶπεν τὸ ἁμάρτημά της καὶ τῆς ὑπολογίστηκεν πρὸς ἄφεσιν. Διότι δίκαιος κατήγορος ἐν ἀρχῇ εἶναι αὐτὸς τοῦ δικοῦ του λόγου. Διότι οὔτε μπορεῖ κάποιος νὰ δικαιωθῇ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἐὰν δὲν ἐξομολογηθῇ προηγουμένως τὴν ἁμαρτίαν. Ὅθεν ὁ Κύριος λέγει: "Εἰπὲ τὰς ἀδικίας σου, ἵνα δικαιωθῇς" (Ἡσ. μγ',26).
72. Λοιπὸν, ἐπειδὴ ἡ ἴδια ἡ Εὔα ἐξωμολογήθη τὸ ἁμάρτημα, πραότερην καὶ ὠφέλιμη γνώμην ἀκολουθεῖ, γιὰ νὰ καταδικάσῃ τὴν πλάνην καὶ νὰ μὴ ἀρνηθῇ τὴ γνώμην ἵνα πρὸς τὸν ἄνδρα της στραφεῖσα τὸν ὑπηρετῇ. Πρῶτον γιὰ νὰ μὴ τὴν εὐχαριστῇ εὔκολα νὰ ἁμαρτάνῃ: ἔπειτα γιὰ νὰ μὴ παραδίδῃ τὸν ἄνδρα ἔχουσα τοποθετηθῆ ὑπὸ ἰσχυρότερον σκεῦος, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ τὴ συμβουλὴν τοῦ ἀνδρὸς καὶ ἡ ἴδια νὰ διοικῆται. Σ' αὐτὸ βέβαια διακρίνω σαφῶς τὸ μυστήριον τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Δηλοῦται ἡ μέλλουσα στροφὴ καὶ ἡ θρησκευτικὴ δουλεία ὑποταγμένη στὸ Λόγον τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι πολὺ καλλίτερη ἀπ' τὴν ἐλευθερίαν αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος. Τέλος ἐγράφη: "Κύριον τὸ Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις" (Δευτ. στ',13).
Αὐτὴ ἡ δουλεία στὸ Θεὸν εἶναι δῶρον. Τέλος μεταξὺ τῶν εὐλογιῶν ἀριθμεῖται ἡ χάρις αὐτῆς τῆς δουλείας: διότι καὶ ὁ Ἰσαὰκ εἰς τὸν τόπον τῆς εὐλογίας τὴν ἔδωσεν στὸν Ἡσαῦ τὸ γυιόν του, διὰ νὰ ὑπηρετῇ τὸν ἀδελφόν του. Τέλος ἐκεῖνος ἐπιζητοῦσεν τὴν εὐλογίαν: ἄν καὶ εἶχε γνωρίσει ὅτι ἡ μία τοῦ εἶχεν ὑφαρπαγῇ, ὅμως ἄλλην ἀπαιτοῦσε λέγων: "Μήπως μία εὐλογία ἔχεις, πατέρα;" (Γεν. κζ',38); Μ' αὐτὴν τὴ δουλείαν ἐκεῖνος ποὺ ἕνεκα λαιμαργίας πούλησεν προηγουμένως τὰ πρωτοτόκια καὶ ἀπὸ ζῆλο γιὰ κυνῆγι ἄγριων ζώων ἀπέβαλεν τὴ χάριν τῆς εὐλογίας, πίστεψεν ὅτι ἡ μέλλουσα (εὐλογία) θὰ εἶναι καλλίτερη, ἐὰν στὸ πρόσωπον τοῦ ἀδελφοῦ ἐσέβετο τὸν τύπον τοῦ Χριστοῦ. Διότι μὲ αὐτὴν τὴ διακονίαν ἰσχύει ὁ χριστιανικὸς λαός, ὅπως καὶ ὁ Κύριος λέγει εἰς τοὺς μαθητές του. "Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι πρῶτος ἀνάμεσά σας, νὰ εἶναι διάκονος πάντων" (Ματ. κ', 27). Τέλος, αὐτὴν τὴ δουλείαν κατεργάζεται ἡ ἀγάπη ἡ ὁποία εἶναι μείζων καὶ τῆς ἐλπίδος καὶ τῆς πίστεως. Ὅθεν ἐγράφη: "Δι' ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις" (Γαλ. ε',13). Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ μυστήριον ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος ὅτι εἶναι ἐν Χριστῷ καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν (Ἐφεσ. ε',32). Διότι ἀληθῶς αὐτὴ ὑπῆρξεν πρὶν τὴν παράβασιν, αὐτὴ θὰ σωθῇ διὰ τῆς τεκνογονίας ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ καὶ ἁγιασμῷ μετὰ ἁγνότητος. Παραβάτις ὅπως ἐν τοῖς πατρᾶσιν ἡ γενεὰ τῶν ἀνθρώπων σῴζεται δι' υἱῶν, ἵνα ὅ,τι προσκρούει στοὺς Ἰουδαίους, διορθώνηται εἰς τοὺς ἀπογόνους τῶν Χριστιανῶν.

Κεφάλαιον ΙΕ '

Γιὰ ποιὸ λόγον τὸ ἁμάρτημα τῆς γυναικὸς εἶναι ἄξιον συγχωρήσεως• καὶ τὶ σημαίνεται διὰ τοῦ ὄφεως, τῆς γυναικὸς καὶ τοῦ ἀνδρός. Ποιὰ ἡ καταδίκη τοῦ ὄφεως. Καὶ σὲ ποιὰ (σημεῖα) διακρίνεται αὐτὴ ἀπὸ ἐκείνην τοῦ Ἀδάμ.


73. Ὁ ὄφις, εἶπεν μὲ ἠπάτησεν: καὶ αὐτὸ φάνηκεν στὸ Θεὸν συγγνωστόν• ἐκ τοῦ ὅτι εἶχε γνωρίσει ὅτι ὁ ὄφις ἔχει πολλοὺς τρόπους νὰ ἐξαπατᾶ (διότι μεταμορφώνεται σὲ ἄγγελο φωτὸς καὶ οἱ διάκονοί του εἶναι σὰν διάκονοι τῆς δικαιοσύνης), (ὁ ὁποῖος ὄφις ἐπὶ πλέον) δίνει στὸ κάθε πρᾶγμα ψεύτικα ὀνόματα ὥστε τὴν ἀκρισίαν νὰ τὴ λέγῃ ἀρετὴν καὶ νὰ δίνῃ στὴ φιλοπονίαν τὸ ὄνομα τῆς ἀπληστίας. Διότι ὁ ὄφις ἐξηπάτησε τὴ γυναίκα, ἡ γυνὴ παρέσυρεν τὸν ἄνδρα πρὸς παραβίασιν τῆς ἀληθείας. Ἡ σωματικὴ ἡδονὴ ἔλαβεν τὸν τύπον: ἡ γυναῖκα εἶναι σύμβολον τῆς αἰσθήσεώς μας, ὁ ἄνδρας (σύμβολον) τοῦ νοῦ. Ἡ ἡδονὴ ἑπομένως κινεῖ τὴν αἴσθησιν, ἡ αἴσθησις μεταγγίζει στὸ νοῦν τὸ πάθος ποὺ δέχθηκεν (ἡ ἴδια). Ἡ ἡδονή, λοιπόν, εἶναι ἡ πρώτη καταγωγὴ τῆς ἁμαρτίας, καὶ γι' αὐτὸ ἄς μὴ ἀπορῇς, γιατὶ προηγουμένως καταδικάζεται διὰ τῆς ἀποφάσεως τοῦ Θεοῦ ὁ ὄφις, δεύτερον ἡ γυναῖκα, τρίτον ὁ ἄνδρας. Κατὰ τὴν τάξιν τοῦ ἁμαρτήματος ἐτηρήθη καὶ ἡ σειρὰ τῆς καταδίκης. Διότι ἡ ἡδονὴ τῶν αἰσθήσεων εἴθισται νὰ καθιστᾶ καὶ τὸ νοῦν αἰχμάλωτον τῆς αἰσθήσεως. Γιὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι ὁ ὄφις εἶναι τύπος τῆς ἡδονῆς, παρατήρα τὴν καταδίκη του.
74. Ἐπὶ τοῦ στήθους σου, εἶπεν, καὶ τῆς κοιλίας σου θὰ περιπατῆς (Γεν. γ', 14). Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ περιπατοῦσαν ἐπὶ τῆς κοιλίας των, παρὰ ὅσοι ζοῦν γιὰ τὴν κοιλιάν καὶ γιὰ τὴ λαιμαργίαν τῶν ὁποίων θεὸς εἶναι ἡ κοιλία, καὶ δόξα τὰ ἀπόκρυφα ὄργανά τους, οἱ ὁποῖοι ὄζουν γῆς καὶ φορτωμένοι τροφὴν γέρνουν στὰ γήϊνα; Λοιπόν, καλῶς λέγει περὶ τῆς ἡδονῆς, ἡ ὁποία συντονισμένη πρὸς τὴ γῆν φαίνεται ὅτι τρώει χῶμα: Ἐπὶ τοῦ στήθους σου καὶ τῆς κοιλίας σου θὰ περιπατήσῃς καὶ θὰ τρῶς γῆν ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου. Πρέπει νὰ ἀρθῇ κάθε συγχώρηση ἀπὸ τὸ διάβολον: μήπως τυχὸν ἕνεκα τῆς πονηρίας του μπορέσῃ νὰ προφασισθῆ κάτι, γιὰ νὰ πῆ ὅτι ἡ ἀδικία του προῆλθεν ἐκ τῆς καταδίκης• καὶ γι' αὐτὸ νὰ ἰσχυρίζηται αὐθαδῶς, ὅτι γι' αὐτὸ καταδικάσθηκε, δηλαδὴ γιὰ νὰ βλάπτῃ: διότι φαίνεται νὰ εἶναι κοντὰ στὴ γνώμη, ἐὰν αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἀπόφασιν (τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ φίδι) ἐκλάβωμεν ὡς (ἀπόφασιν) καταδίκης. Διότι ὁ Θεὸς δὲν κατεδίκασεν τὸν ὄφιν σ' αὐτό, διὰ νὰ βλάπτῃ: ἀλλ' ἔδειξεν τὶ θὰ ἐγίνετο (ὁ ὄφις). Καὶ βέβαια ὅτι ἐκεῖνος ὁ πειρασμὸς εὐρύτερον ὠφελεῖ τοὺς ἀνθρώπους, τὸ ἀπεδείξαμεν ἀνωτέρω: ἀλλ' ὅμως ὅταν διαβάζωμεν ὅτι ἐγράφη, τοῦ Θεοῦ λέγοντος: Τοὺς τιμῶντας με τιμήσω καὶ ὁ καταφρονῶν (με) θὰ στερηθῇ τῆς τιμῆς (Α' Βασ. β',30), εἶναι θεμιτὸν ἀπ' αὐτὰ τὰ λόγια κάτι νὰ ἐκτιμήσωμεν.
Διότι ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ τὸ καλόν, ὄχι τὸ κακόν. Ἑπομένως ἄς σὲ διδάξουν τὰ θεϊκὰ λόγια ὅτι ἐνεργεῖ τὴ δόξαν, (ἐνῶ) τὴν ποινὴν τὴν ἐγκαταλείπει. Τοὺς τιμῶντας με, εἶπεν θὰ τιμήσω δηλώνων ὅτι ἡ τιμὴ τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων εἶναι δικόν του ἔργον. Καὶ γιὰ τοὺς καταφρονητές του δὲν εἶπε "θὰ τοὺς στερήσω τὴν τιμήν", ἀλλὰ "θὰ στερηθοῦν τῆς τιμῆς"• μὴ λογίζων τὴν ὕβριν των εἰς τὴν δικήν του ἐνέργειαν, ἀλλὰ δεικνύων τὶ μέλλει νὰ εἶναι. Λοιπὸν ἐδῶ δὲν εἶπεν: Σὲ κάνω νὰ περπατᾶς ἐπὶ τοῦ στήθους σου καὶ τῆς κοιλίας σου καὶ νὰ τρώγῃς χῶμα πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου, ἀλλά: Θὰ περιπατῆς, εἶπεν, καὶ θὰ τρώγῃς: καθὼς εἶχεν προείπει μᾶλλον περὶ τοῦ ὄφεως τὰ μέλλοντα, φαίνεται, παρὰ εἶχεν προδιατυπώσει τὶ θὰ ἔκανεν.
Διότι ἡ γῆ, εἶπεν, θὰ σοῦ εἶναι τροφή, ὄχι ἡ ψυχὴ καὶ δι' αὐτοῦ δηλαδὴ ὠφελεῖ, τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὅθεν καὶ ὁ Ἀπόστολος παρέδωσεν εἰς ἀπώλειαν τῆς σαρκός αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Λέγει δὲ ὅτι ἕρπει μὲ τὸ στῆθος καὶ τὴν κοιλίαν ὁ ὄφις, ὄχι τόσον ἕνεκα τῆς μορφῆς τοῦ σώματος, ὅσον ἐκ τοῦ ὅτι ἕνεκα γηΐνων σκέψεων ἐξέπεσεν ἐξ ἐκείνης τῆς οὐρανίου μακαριότητος. Διότι τὸ στῆθος συχνὰ ἐκλαμβάνεται ὡς ὑποχώρησις τῆς σοφίας. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ ἀπόστολος ἐπὶ τοῦ στήθους τοῦ Χριστοῦ ἔκλινεν τὴν κεφαλήν, δὲν τὴν ἔστρεψεν πρὸς τὴ γῆν. Ἐάν, λοιπόν, ἡ σοφία τοῦ διαβόλου παραβάλληται πρὸς δεινότατα δεσμὰ ποὺ συνοδεύουν καὶ βαρύνουν τὸ στῆθος. Καὶ ἀκόμη ἐὰν οἱ ἄνθρωποι ποὺ φρονοῦν τὰ γήϊνα, οὔτε μὲ ἐσωτερικὸν ζῆλον ὑψώνωνται πρὸς τὸν οὐρανόν, φαίνονται νὰ ἕρπουν μὲ τὴν κοιλίαν. Πράγματι ὀφείλομεν νὰ γεμίζωμεν τὴν κοιλίαν τῆς ψυχῆς μας ὄχι μὲ τὰ φθαρτά, τοῦ αἰῶνος τούτου, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ (τὴν) ἱκανοποιῶμε μὲ τὸ λόγον τοῦ Θεοῦ. Καλῶς, λοιπόν, ὁ Δαβὶδ ὑποδυόμενος τὸ πρόσωπον τοῦ Ἀδάμ λέγει: Ἐταπεινώθη εἰς τὸν χοῦν ἡ ψυχή μου, προσεκολλήθη εἰς γῆν ἡ γαστέρα μου (Ψαλ. μγ',25). Διότι προσεκολλήθη ὅσον συσχηματίζεται τῷ ὄφει βόσκοντι ἐν τῇ γηῒνη ἀδικίᾳ. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος λέγει ὅτι πρέπει ἐμεῖς νὰ συσχηματιζώμεθα τῷ Χριστῷ (Ῥωμ. ιστ',5), ἵνα ἡ ἀρετὴ ἐκτείνηται μέσα μας. Αὐτὴ ἡ ἀπόφασις γιὰ τὸ φίδι δὲν θεωρεῖται αὐστηρή, ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἀδάμ, ποὺ ἁμάρτησεν ἐλαφρότερον, καταδικάζεται μὲ τέτοιαν ἀπόφασιν.
75. Διότι εἶναι γεγραμμένον: Κατηραμένη ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου: ἐν λύπῃ θὰ τρώγῃς αὐτὴν πᾶσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου (Γεν. γ',17). Φαίνεται σίγουρα ὅτι ὑπάρχει κάποια ὁμοιότης στὴν (καταδικαστικὴν) ἀπόφασιν: ἀλλ' ὅμως στὴν ἴδιαν ὁμοιότητα (καὶ) μεγάλη διάκρισις. Διότι εἶναι ἐνδιαφέρον (νὰ δοῦμε) ποιὸ ἀπ' τὰ δύο νὰ τρώγῃ κάποιος γῆν, ὅπως ἐλέχθη εἰς τὸν ὄφιν, ὅτι θὰ τρώγῃ γῆν: ἢ μήπως ὅπως στὸν Ἀδὰμ ἐλέχθη "ἐν λύπῃ θὰ τρώγῃς". Διότι ἡ ἐπανάληψις τῶν λέξεων εἶναι ἡ αὐτή: Τὸ "ἐν λύπῃ" εἰσάγει διάκρισιν. Θεώρησε τὴν δύναμιν ποὺ ἔχει ἡ διάκρισις. Καλὸν μοῦ εἶναι νὰ τρώγω γῆν ἐν λύπῃ μᾶλλον, παρὰ ἐν ἡδονῇ, τοὐτέστιν ἄς φαίνωμαι ὅτι λυποῦμαι εἰς κάποιαν πρᾶξιν καὶ αἴσθησιν σώματος, παρὰ ὅτι εὐχαριστοῦμαι ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ. Διότι πολλοὶ γιὰ ἀσήμαντες ἀδικίες δὲν ἔχουν συνείδησιν ἁμαρτίας. Ἀλλ' ἐκεῖνος ποὺ λέγει "Δαμάζω τὸ σῶμα μου καὶ δουλαγωγῶ" (Α' Κορ. θ',27) θλίβεται ἐν τῇ μετανοίᾳ τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων: διότι τόσα ἁμαρτήματα δικά του δὲν εἶχεν, ὥστε νὰ ὀφείλῃ νὰ θλιβῆ γι' αὐτά. Τελικὰ καὶ ἐμᾶς συμβουλεύει ὅτι αὐτὴ ἐδῶ ἡ λύπη εἶναι ὡφέλιμος, δηλαδὴ ἡ κατὰ Θεόν, ὄχι ἡ κατὰ κόσμον. Πρέπει, εἶπεν, νὰ θλίβησθε εἰς μετάνοιαν κατὰ Θεόν (Β' Κορ. ζ',9,10). Διότι ἡ κατὰ Θεὸν λύπη σωτηρίαν κατεργάζεται, ἡ δὲ κατὰ κόσμον λύπη κατεργάζεται θάνατον. Ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πάρε τὶς περιπτώσεις ἐκείνων ποὺ ἔφθασαν στὴ χάριν, οἱ ὁποῖοι ἐθλίβοντο ἐν τοῖς ἔργοις τοῦ σώματος: καὶ ἐκείνων ποὺ ἔμειναν στὴν τιμωρίαν, οἱ ὁποῖοι ηὐφραίνοντο ἀπὸ τὰ ἔργα τούτου τοῦ κόσμου. Τέλος οἱ Ἑβραῖοι ποὺ στέναζαν εἰς τὰ ἔργα τῆς Αἰγύπτου (Ἐξ. β', 24), ἀκολούθησαν τὴ χάριν τῶν δικαίων. Καὶ ἐπειδὴ ἔφαγαν ἄρτον ἐν λύπῃ, ἔφαγαν πνευματικὸ βρῶμα (Ἐξ. ιστ', 15 ἑξ.). Οἱ Αἰγύπτιοι δέ, οἱ ὁποῖοι τέτοια ἔργα ἐν ἀγαλλιάσει τελοῦσαν, ὑπηρετοῦντες ἀπεχθῆ βασιλέα, δὲν ἔτυχαν καμίας συγχώρησης.
76. Ἀλλ' ὑπάρχει καὶ ἡ ἑξῆς διάκρισις, ὅτι στὸν ὄφιν λέγεται ὅτι θὰ φάγῃ γῆν• εἰς δὲ τὸν Ἀδάμ: Ἐν λύπῃ, εἶπεν θὰ φάγῃς, καὶ ἐν ἱδρῶτι θὰ φάγῃς καὶ θὰ φάγῃς τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ (Γεν. γ',18)• σὰν κάποια πρόοδος ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ὑπάρχει σ' αὐτὰ καὶ ὅταν τρώγωμεν γῆν, φαινόμεθα ὅτι βρισκόμεθα εἰς κάποιαν μοχθηρίαν: ὅταν χόρτον, εἰς κάποιαν πρόοδον: ὅταν δὲ ἄρτον, πόση δύναμις συντελέσθηκεν. Λοιπὸν καὶ ἐμεῖς ἄς ἔχωμεν τὴν ἐπίδοσιν τῆς ζωῆς ὅπως ὁ Παῦλος ὁ ὁποῖος λέγει: Ζῶ δὲ ἤδη ὄχι ἐγώ (Γαλ. β',20), τοὐτέστιν, ὄχι ἐγώ, ὁ ὁποῖος προηγουμένως ἔτρωγα γῆν: ὄχι ἐγὼ ποὺ (ἔτρωγα) χόρτον, διότι πᾶσα σὰρξ χόρτος. Ἀλλὰ ζῆ ἐν ἐμοὶ Χριστός (Αὐτόθι), τοὐτέστιν, ζῆ ἐκεῖνος ὁ ζῶν ἄρτος ποὺ ἦλθεν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ζῆ ἡ σοφία, ζῆ ἡ χάρις, ζῆ ἡ δικαιοσύνη, ζῆ ἡ ἀνάστασις.
77. Ἔπειτα δὲς ὅτι δὲν εἶναι κατηραμένος ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὸ φίδι: οὔτε ἡ γῆ καθ' ἑαυτὴν εἶναι κατηραμένη, ἀλλὰ Κατηραμένη, εἶπεν, ἐν τοῖς ἔργοις σου (Γεν. γ',17), τὸ ὁποῖον ἐλέχθη πρὸς τὸν Ἀδάμ. Τότε εἶναι κατηραμένη ἡ γῆ, ἐὰν ἔχῃς ἔργα γήϊνα, δηλαδὴ ἔργα κοσμικά. Καὶ κατηραμένη ὄχι ἐν γένει• ἀλλὰ γιὰ νὰ παράγῃ ἀκάνθας καὶ τριβόλους, ἐὰν δὲν θὰ ἔχῃ καλλιεργηθῆ διὰ τῆς ἐπιμελείας τῆς ἀνθρώπινης ἐργασίας. Διότι ἐὰν αὐτὴν θὰ ἔχωμεν καλλιεργήσῃ βέβαια μὲ κόπον καὶ ἱδρῶτα, ἀλλ' ὅμως τὸν ἄρτον θὰ φάγωμεν. Διότι ἀντιμάχεται ὁ νόμος τῆς σαρκὸς πρὸς τὸ νόμον τοῦ νοός. Καὶ πρέπει νὰ κοπιῶμεν καὶ νὰ στάζωμεν ἱδρῶτα, γιὰ νὰ τιμωρήσωμεν τὸ σῶμα καὶ νὰ τὸ ὑποδουλώσωμεν, καὶ νὰ σπείρωμεν τὰ πνευματικά. Διότι ἐὰν σαρκικὰ σπείρωμεν, θὰ θερίσωμεν σαρκικά: ἄν ὅμως σπείρωμεν πνευματικά, θὰ θερίσωμεν τὰ πνευματικά.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm


Return to ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 4 guests

cron