Ο Γέροντας Αρσένιος ο Σπηλαιώτης, για τον παπα Εφραίμ Κατουνακιώτη-Γέροντα, ο παπα-Εφραίμ κατάγεται από άλλη συνοδεία και πως θεωρείται σαν μέλος της δικής σας συνοδείας;
-Ο παπα-Εφραίμ, οταν πρωτοηλθε στό Αγιο Ορος τό 1933 πήγε στόν παπα Νικηφόρο. Αυτός μόλις τόν είδε νεαρόν τότε μέ τόση ευλάβεια καί αγωνιστικό φρόνημα, τόν έκειρε μοναχό καί μέ τήν ευλογία του χειροτονήθηκε ιερεύς. Ρασοφόρος μοναχός έγινε απο τόν Γέροντα του παπα Νικηφόρου, τόν Γέροντα Λογγίνο, Αλλ’ επειδή αυτός κοιμήθηκε σύντομα, μεγαλόσχημος μοναχός έγινε απο τόν παπα Νικηφόρο.
Ο Γέρο-Νικηφόρος ητο αυστηρός στά καλογέρια του. Τούς επέβαλε εργόχειρο απο τό πρωί μέχρι τό βράδυ, αλλά απο εμπειρία προσευχής δέν είχε πολλά νά τούς προσφέρη. ’Αλλά καλόγερος πού μόνο δουλεύει χωρίς νά ασκήται μέ υπομονή καθημερινά στήν προσευχή, δέν διαφέρει πολύ απο τούς κοσμικούς! Ο παπα-Εφραίμ είχε πολύ ζήλο στήν προσευχή. Όταν ομως διεπίστωσε οτι ο Γέροντάς του δέν μπορούσε νά τόν βοηθήση, εστενοχωρείτο καί οι λογισμοί του τόν ταλάνιζαν. Δέν ήξερε τί νά κάνη. Ομως κάτι καλό οικονόμησε ο Φιλάνθρωπος Κύριός μας. Πρίν γίνη ακόμη ιερεύς ο π. Εφραίμ, γύρω στό 1935 κάλεσε ο Γέρο Ιωσήφ τόν παπα Νικηφόρο νά λειτουργήση στό Εκκλησάκι της Καλύβης μας, πού ητο πρός τιμήν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Μαζί του πηρε ο παπάς καί τόν νεαρό π. Εφραίμ. Εκείνη η συνάντησις ητο καί σταθμός γιά τό υπόλοιπον της μοναχικής ζωής του νεαρού τότε π.Εφραίμ. Ο Γέροντας διέβλεπε στό πρόσωπό του «μιά διψασμένη έλαφο» καί ανέμενε την κατάλληλη ευκαιρία νά του μεταδώση τό ζων ύδωρ του θείου λόγου καί η ευκαιρία αυτή οικονομήθηκε ως εξης:
Ο π. Νικηφόρος βλέποντας τήν υπερβολική ευλάβεια του νέου υποτακτικού του, απεφάσισε τόν επόμενο κιόλας χρόνο της κουράς του νά τόν κάνη ιερέα. Τότε βρήκε τήν χρυσή ευκαιρία ο Γέροντας καί ζήτησε απο τόν παπα Νικηφόρο, τον Γέροντά του νά του στέλνη τακτικά τόν παπα Εφραίμ γιά θεία Λειτουργία. Του έδωσε την ευλογία του κι έτσι ο παπα-Εφραίμ εθεωρείτο σάν δικός μας αδελφός.
Μετά τήν πρώτη λειτουργία του, τόν πλησίασε ο Γερο-’Ιωσήφ καί τόν ρώτησε:
-Πως περνάς, παιδί μου;
-Καλά-καλά, Γέροντα.
-Μά εγώ δέν σέ βλέπω καλά, παιδί μου. Πές μου τί σου συμβαίνει. Σιγά-σιγά έλαβε θάρρος ο νεαρός παπα-Εφραίμ καί του είπε: «Μά, Γέροντα, είναι καλογερική ζωή αυτή πού κάνουμε εμείς; Μιά καλή κουβέντα νά μήν ακούς απο τόν Γέροντά σου, καί μόνο δουλειά απο τό πρωί μέχρι τό βράδυ;»
.
-Παιδί μου, αυτός είναι ο Γέροντάς σου. Αυτόν σου έδωσε ο Θεός. Ούτε μπορείς να φύγης, ούτε επιτρέπεται νά τόν κατακρίνης.
-Μά είναι συμπεριφορά αυτή, Γέροντα;
-Εσύ, παιδί μου, αρνήθηκες τόν κόσμο καί απο τήν άλλη ζηταάς νά σέ τιμούν καί να σέ κολακεύουν. Επεσες έξω στούς συλλογισμούς σου. Αν θέλης νά είσαι δούλος του Χριστού οφείλεις νά δεχθης κι εσύ οτι υπέμεινε γιά χάρι μας ο Κύριος: Εξευτελισμούς, ύβρεις, ακόμη καί ξύλο καί φτύσιμο καί κάθε καταφρόνησι γιά τήν Βασιλεία των Ουρανών. Η υπομονή μπροστά σέ τέτοιου είδους δοκιμασίες είναι καί γιά μας ένας μικρός σταυρός. Μέ τίς ανέσεις καί ψευτοευγένειες σωτηρία δέν επιτυγχάνεται.
Ο νέος ιερομόναχος, επειδή ητο καλοπροαίρετος, δέχθηκε τίς συμβουλές του Γέροντος καί του απήντησε:
-Καλά αυτά τά λόγια σου, Γέροντα, Αλλά σάν μοναχοί δέν πρέπει νά μάθουμε και τήν προσευχή;
-Σωστά μέ ρώτησες. Εσύ κράτησε τήν υπακοή σου στόν Γέροντά σου καί όσον αφορά γιά τήν πρόοδό σου στήν προσευχή, αυτό είναι δουλειά δική μου. Από σήμερα θ’ αρχίσης νά λές συνέχεια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Ελέησόν με» καί τό βράδυ θά κάμνης το ίδιο μέ τό δικό μας τυπικό.
Ετσι ο Γέροντάς μου του διώρθωσε τούς λογισμούς του, τόν δίδαξε τήν νοερά προσευχή καί μετά απο διάστημα τριών μηνών ο παπα-Εφραίμ είχε γίνει δυναμώσει. Τον Γέροντά μου τόν θεωρούσε τόν μεγαλύτερο ευεργέτη του μετά τόν Θεό.
Ακόμη ο Γέροντάς μου τόν βοήθησε καί σ’ ένα άλλο σοβαρό θέμα, τήν υγεία του, η οποία απο τόν κόσμο ητο κλονισμένη καί λόγω καί της πολλής σκληραγωγίας στην καλογερική ζωή, εκινδύνευε νά πάθη φυματίωσι.
Ο τόσο αυστηρός γιά τόν εαυτό του Γέροντάς μου, έλεγε ο π. Αρσένιος, παρήγγειλε να έλθουν απο τόν κόσμο τυρί, βούτυρο, αυγά, κουτιά γάλακτος, ψάρια γιά νά βοηθήση τόν νεαρό του Εφημέριο. Εκεινος αρχικά αντέδρασε ως ασυμβίβαστα αυτά τρόφιμα μέ την μοναχική ζωή. Χάριν ομως της υπακοης έφαγε όσο του εχρειάζετο καί επανέφερε, όπως ο ίδιος ομολογούσε, τήν ποθητή υγεία του.
Από το βιβλίο του π. Ιωσήφ Διονυσιάτου, Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ