by Μαρία » Tue Sep 10, 2013 1:05 am
ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΕΙΠΕ ΓΕΡΩΝ…
Ο ΑΒΒΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ της Φέρμης, παρακάλεσε τον όσιο Παμβώ να του ειπεί έναν ωφέλιμο λόγο, που να τον θυμάται σ’ όλη του τη ζωή.
- Απόκτησε έλεος για όλους τους συνανθρώπους σου, Αββά Θεόδωρε, για να ’χεις παρρησία στο Θεό, του είπε ο άγιος Γέρων.
Ο ΑΒΒΑΣ ΗΣΑΪΑΣ συμβουλεύει ότι, όταν ελεήσεις τον πτωχό αδελφό σου, μη τον φωνάξεις να σε βοηθήσει στη δουλειά σου, για να μη χάσεις το μισθό της ευεργεσίας.
Ο ΑΒΒΑΣ ΝΙΣΘΕΡΩ, μια χειμωνιάτικη μέρα που το κρύο ήταν τσουχτερό, έβαλε πάνω από το συνηθισμένο του φόρεμα ένα χοντρό σάκο, για να πάει στην εκκλησία. Ένας άλλος ερημίτης, που τον συνάντησε στο δρόμο, τον ερώτησε πειραχτικά:
- Αν έλθει τώρα ένας φτωχός, Αββά, και σου ζητήσει ένα ρούχο, ποιο από τα δύο θα του δώσεις;
- Το πιο ζεστό, αποκρίθηκε ο Γέρων.
- Κι αν πιο πέρα σε ιδεί και δεύτερος και σου ζητήσει;
- Θα του δώσω ευχαρίστως και το άλλο και θα γυρίσω πίσω στο κελί μου, έως ότου στείλει ο Κύριός μου να με σκεπάσει, είπε γεμάτος εμπιστοσύνη στο Θεό ο Άγιος Γέροντας.
ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ έμενε με τον υποτακτικό του σε μια καλύβη, όχι μακριά από ένα κεφαλοχώρι. Κάποτε έπεσε στον τόπο μεγάλη δυστυχία κι ο φτωχός κόσμος πέθαινε σχεδόν από την πείνα. Πολλοί στην απελπισία τους πήγαιναν και κτυπούσαν στην καλύβη του ερημίτη. Εκείνος πάλι, που ήτο πολύ ελεήμων, έδινε με την καρδιά του απ’ ό,τι τύχαινε να έχει. Ο υποτακτικός όμως που έβλεπε με τρόπο το ψωμί τους να λιγοστεύει, είπε μια μέρα στενοχωρημένος στο Γέροντα:
- Αββά, δε μου ξεχωρίζεις τα ψωμιά που μου αναλογούν, χωρίς να ειπεί τίποτε κι εξακολούθησε να δίνει από τα δικά του στους φτωχούς. Μα κι ο Θεός που είδε την καλή του προαίρεση τα ευλόγησε, κι όσο εκείνος έδινε, τόσο αυτά επληθύνονταν.
- Ο υποτακτικός στο μεταξύ έφαγε τα δικά του. Όταν πια δεν του έμειναν παρά λίγα ψίχουλα, πήγε στον Γέροντά του και τον παρακαλούσε να τρώνε πάλι μαζί. Εκείνος τον δέχτηκε χωρίς να φέρει αντίρρηση. Τώρα όμως είχαν αυξηθεί και οι ζητιάνοι, κι ο υποτακτικός άρχισε πάλι να δυσανασχετεί. Μια μέρα κτύπησε η πόρτα. Ήταν ο απαραίτητος φτωχός. Ο υποτακτικός κατσούφιασε.
- Δώσε του ένα καρβέλι, πρόσταξε ο Γέροντας, που έκανε πως δεν είδε το μορφασμό του.
- Μου φαίνεται πως δεν έχομε πια να φάμε ούτε εμείς. Είπε φωναχτά ο υποτακτικός, για να τον ακούσει κι ο ζητιάνος.
- Πήγαινε και ψάξε καλά, πρόσταξε ο Γέροντας.
Σηκώθηκε εκείνος απρόθυμα να πάει στο κελαρικό. Μα τρόμαξε ν’ ανοίξει την πόρτα. Το βρήκε γεμάτο ως επάνω από καλοψημένα φρέσκα καρβέλια.
Από την ημέρα εκείνη απόκτησε μεγάλη εμπιστοσύνη στον άγιο Γέροντά του κι έγινε πρόθυμος στο ν’ ανακουφίζει τους φτωχούς.
ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΙΕΡΕΥΣ κάθε Κυριακή μετά τη Λειτουργία μάζευε τους φτωχούς της ενορίας του και τους μοίραζε τα χρήματα, που μάζευε το «κιβώτιο των πτωχών».
Μία Κυριακή πήγε μια γυναίκα με παλιά ξεσκισμένα ρούχα και με ύφος κακομοίρικο. Ο ιερεύς τη λυπήθηκε. Έβαλε το χέρι του στο κιβώτιο με την πρόθεση να της δώσει όσα χρήματα χωρούσε η παλάμη του. Όταν το τράβηξε έξω, είδε πως είχε πιάσει λίγα κέρματα. Βιάστηκε να της τα δώσει, γιατί πίσω της περίμενε άλλη να πάρει φιλοδώρημα. Αυτή φορούσε περιποιημένα φορέματα. Ο ιερεύς σκέφτηκε πως ήταν από εκείνες που χωρίς λόγο ζητιανεύουν. Θα της έδινε λίγα, για να μην την αφήσει να φύγει έτσι και της έμενε η ντροπή. Έβαλε πάλι το χέρι του στο κιβώτιο κι η φούχτα του γέμισε χρυσά νομίσματα.
Σαν ευλαβής που ήτο, κατάλαβε τη θεία επέμβαση. Ζήτησε λοιπόν πληροφορίες και για τις δύο εκείνες γυναίκες. Έμαθε τότε, πως η μία που φαινόταν καλοντυμένη, ήταν από καλή οικογένεια, που τελευταία από διάφορα ατυχήματα φτώχυνε και υπέφερε πολύ. Από αξιοπρέπεια φορούσε περιποιημένα ρούχα. Η άλλη έβαζε κουρέλια, όταν έβγαινε να ζητιανέψει, για να της δίνουν ευκολότερα.
ΕΝΑΣ ΣΟΦΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ έλεγε ότι, υπάρχουν άνθρωποι που ενώ είναι πρόθυμοι να δίνουν ελεημοσύνη στους φτωχούς, ο πονηρός τους κάνει να ακριβολογούν στα ελάχιστα, για να τους αφαιρεί το μισθό της αγαθοεργίας.
Έτυχε να επισκεφθώ κάποτε ένα φίλο μου ιερέα, την ημέρα που μοίραζε ελεημοσύνη στους πτωχούς της ενορίας του. Ήρθε κατά σύμπτωση μια πτωχή χήρα και παρακάλεσε να της δώσει λίγο σιτάρι.
- Φέρε το σακούλι σου να σου βάλω, της είπε ο ιερεύς. Η γυναίκα το έφερε.
- Πολύ μεγάλο είναι, ευλογημένη, της είπε κάπως απότομα ο φίλος μου.
Εκείνη έγινε κατακόκκινη από τη ντροπή της, ίσως γιατί ήτο κι ένας ξένος μπροστά σ’ αυτή την προσβολή. Σαν έφυγε ρώτησα το φίλο μου:
- Δε μου λες, πάτερ, το πούλησες στη γυναίκα το σιτάρι;
- Όχι, το εχάρισα. Είναι από τις ελεημοσύνες.
- Αφού λοιπόν ήταν ελεημοσύνη, του είπα, ποία η ανάγκη ν’ ακριβοεξετάζεις το μέτρο και να λυπήσεις τη φτωχή; Μη ξεχνάς άλλωστε να λόγια του μακαρίου Παύλου, «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός».
Ο ΑΒΒΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ, ο νέος πρεσβύτερος της σκήτης, είπε μια μέρα που συζητούσε με τον ΟΣΙΟ ΠΟΙΜΕΝΑ για μια γνωστή του γυναίκα στην Αλεξάνδρεια πως πόρνευε και το μισθό της τον έδινε ελεημοσύνη.
- Ο Θεός θα την ελεήσει και τελικά θα σωθεί, είπε ο Όσιος.
Ύστερα από λίγο καιρό ανέβηκε στη σκήτη η μητέρα του Αββά Τιμοθέου να ιδεί τον γιο της. Εκείνος τότε την ερώτησε για την αμαρτωλή γυναίκα.
- Εξακολουθεί δυστυχώς την ίδια ζωή, του είπε εκείνη. Η πελατεία της έχει πολύ αυξηθεί, αλλά κι αυτή έχει υπερβολικά αυξήσει τις ελεημοσύνες της.
Ο Αββάς Τιμόθεος το ανέφερε πάλι στον Όσιο Ποιμένα.
- Να είσαι βέβαιος πως οι ελεημοσύνες της θα τη σώσουν, είπε πάλι ο Όσιος.
Όταν ύστερα από πολλούς μήνες ξαναπήγε στη σκήτη, για δουλειά η μητέρα του Τιμοθέου, του είπε πως η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα, την είχε πολύ παρακαλέσει να την έπαιρνε μαζί της. Ήθελε, λέει, να ζητήσει από τους Γέροντες, να προσευχηθούν για την ψυχή της. Ο Αββάς Τιμόθεος τα είπε όλα αυτά στον Όσιο Ποιμένα. Εκείνος τον συμβούλεψε να πάει ο ίδιος στην πόλη να τη φέρει στον ίσιο δρόμο. Ο Πρεσβύτερος υπήκουσε και με τη βοήθεια της θείας Χάριτος, έφερε την παραστρατημένη γυναίκα σε μετάνοια.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΜΑΡΚΙΑΝΟ διηγούνται ακόμη –γιατί αγίασε ο καλός εκείνος ιερεύς της Αγίας Αναστασίας- ότι τις νύκτες γύριζε στις φτωχές συνοικίες της πόλεως και περιμάζευε τους εγκαταλειμμένους νεκρούς. Τους έπλενε με τα χέρια του, τους σαβάνωνε και τους πήγαινε στην εκκλησία, για να τους διαβάσει και να τους θάψει το άλλο πρωί. Κι είχε αποκτήσει τη συνήθεια να μην αφήνει μόνο στην εκκλησία το νεκρό, προτού τον ασπασθεί.
Κάποτε λοιπόν, έγινε αυτό το παράδοξο: Ο νεκρός ήταν ένας πολυβασανισμένος γέρος, χτυπημένος από τη ζωή. Έμοιαζε σαν να είχε αντικρίσει με ανακούφιση το θάνατο. Ο Άγιος Μαρκιανός τον περιποιήθηκε με όλη του την καρδιά, λες και το ένιωθε ο νεκρός. Τέλος, τον τοποθέτησε, όπως όλους, στο νεκροκρέββατο στο νάρθηκα της εκκλησίας. Έτοιμος να φύγει πια, γυρίζει στο νεκρό και του λέει:
- Έλα, αδελφέ μου, να φιληθούμε, σαν παιδιά του Χριστού.
Κι ο νεκρός με ευγνωμοσύνη, υπακούοντας στην πρόσκληση του ευεργέτου του, ανακάθισε στο φέρετρο, αντάλλαξε μαζί του αδελφικό ασπασμό κι έγειρε πάλι για τον αιώνιο ύπνο του. Ο Άγιος βγήκε αθόρυβα από την εκκλησία σαν να είχε συμβεί το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Μα κάποιος άλλος ιερεύς, που έτυχε να βρίσκεται την ώρα εκείνη στην εκκλησία, παρακολούθησε αθέατος την εκπληκτική σκηνή κι έτσι από στόμα σε στόμα διαδόθηκε σ’ ολόκληρη την πόλη.
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ο ομολογητής λέγει τα ακόλουθα αξιοπρόσεκτα για την ελεημοσύνη: Όχι μόνο δια της ελεημοσύνης που γίνεται με χρήματα φαίνεται η διάθεσις της αγάπης, αλλά πολύ περισσότερο με το να μεταδίδεις στον άλλον λόγο Θεού. Ακόμη δε και με κάθε είδους εξυπηρέτηση. Εκείνος που πραγματικά έχει αποξενωθεί από τον κόσμο κι εξυπηρετεί τον πλησίον του με ειλικρινή αγάπη, γρήγορα θ’ απαλλαγεί από τα πάθη και θα γίνει συμμέτοχος της θείας αγάπης και γνώσεως. Εκείνος που αγαπά τον Θεόν, αγαπά απαραιτήτως και τον πλησίον του. Αυτός δεν μπορεί να κρατά τίποτε για τον εαυτό του. Οικονομεί τα πάντα όπως αρέσει στον Θεόν και δίδει με προθυμία ελεημοσύνη σ’ όσους έχουν ανάγκη.
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΤΑΠΕΙΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Την αρετή αυτή της ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ την έχει κατατάξει ο Θεός σ’ αυτές που είναι απαραίτητες για τη σωτηρία μας. Γι’ αυτό άλλωστε και μας άφησε ο ίδιος ο Χριστός ως Ιερά Παρακαταθήκη, βοήθεια και οδηγό στον πνευματικό αγώνα μας, πολλές αναφορές και παραβολές γι’ Αυτήν.
Το «αγαπά ελεημοσύνην ο Κύριος» (Ψαλμ. λβ΄5), το «Ελεημοσύναις και πίστεσιν αποκαθαίρονται αμαρτίαι» (Παρ. ιε΄ 27), το «έλεον θέλω και ου θυσίαν» (Ματθ. θ΄13), το «ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός» (Β΄Κορ. θ΄7), το «αγαπάτε τους εχθρούς ημών» (Ματθ. ε΄44), το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σ’ εαυτόν» (Ματθ. κβ΄39), το «σου δε ποιούντος ελεημοσύνην μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου… και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Ματθ. στ΄3), το «επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επισκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με…» (Ματθ. κε΄35), η Παραβολή των Δέκα Παρθένων, η Παραβολή του Καλού Σαμαρείτου και άλλες πολλές, αυτό θέλουν να πουν.
Συγκεκριμένα, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην οη΄ ομιλία του μας αναφέρει για τις παραβολές αυτές ότι: «Τέσσαρες γαρ εισιν αι πάσαι περί των αυτών διαφόρων ημίν παραινούσαι· λέγω δη της περί την ελεημοσύνην σπουδής, και του διά πάντων, ων αν δυνώμεθα, τον πλησίον ωφελείν, ως ουκ ενόν σωθήναι ετέρως». Δηλαδή: «Διότι τέσσαρες είναι όλαι αι παραβολαί, που μας προτρέπουν διά τα ίδια πράγματα με τρόπον διάφορον. Εννοώ δηλαδή την φροντίδα της ελεημοσύνης και της ωφελείας του πλησίον με όλα όσα ημπορούμεν, διότι δεν είναι δυνατόν να σωθώμεν με άλλον τρόπον».
Όλοι οι Χριστιανοί γνωρίζουν φυσικά για την αρετή αυτή που είναι συνυφασμένη με την αγάπη και τη φιλανθρωπία, πολλοί όμως μπορεί να μην είχαν συνειδητοποιήσει ότι είναι ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ για τη σωτηρία μας.
Ο φτωχός που μας ζητά λίγη τροφή, ο ασθενής που βρίσκεται στο κρεβάτι του πόνου και δεν έχει τα απαραίτητα ή κάποιον να του σταθεί, ο φυλακισμένος αδελφός μας που διάφορες συγκυρίες μπορεί να τον οδήγησαν εκεί και έχει ανάγκες οικονομικές, ένδυσης ή μιας καλής κουβέντας, είναι χτυπήματα στην πόρτα μας από τον ίδιο τον Χριστό και ανοίγοντάς την, δεχόμαστε τον ΙΔΙΟ στη ζωή και στην καρδιά μας.
Ακόμη και η νηστεία που μπορεί να κάνει κανείς, χωρίς όμως ελεημοσύνη, όχι μόνον δεν λογαριάζεται ως νηστεία, αλλά και αυτός που νηστεύει και είναι ανελεήμων, όπως τονίζει στην ΟΖ΄ ομιλία, του αυτού τόμου, ο άγ. Ιωάννης, «…γαστριζομένου και μεθύοντος χείρων ο τοιούτος, και τοσούτω χείρων, όσω τρυφής ωμότης χαλεπώτερον», δηλαδή είναι «…χειρότερος από εκείνον που τρώγει και μεθά, και τόσον χειρότερος, όσον χειροτέρα είναι η σκληρότης από την απαλότητα».
Πολλή διδακτική είναι επίσης και η παραβολή των δέκα παρθένων. Απ’ αυτές οι πέντε, αν και είχαν καταφέρει να βγουν νικήτριες στο δύσκολο δρόμο της παρθενίας και της εγκράτειας, επειδή ακριβώς δεν είχαν το απαιτούμενο λάδι, δηλαδή δεν έπρατταν ελεημοσύνη και δεν έδειχναν αγάπη στον πλησίον τους, άκουσαν από τον ίδιο τον Κύριόν μας το «Απέλθετε απ’ εμού, ΟΥΚ ΟΙΔΑ ΥΜΑΣ», και δυστυχώς, δεν αξιώθηκαν της Ουράνιας Βασιλείας.
Ας μη περιφρονούμε λοιπόν, τους ενδεείς και φτωχούς ανθρώπους, αλλά ας τους βοηθάμε πάντοτε, όπως διδασκόμεθα από τη ζωή των αγίων μας και ιδιαιτέρως από τον βίο του Αγίου Ιωάννη του ελεήμονος, που εορτάζει στις 12 Νοεμβρίου.
Αν μη τι άλλο, ας σκεφτούμε πως με την ελεημοσύνη μας και αυτούς βοηθάμε αλλά και εισιτήριο για τα ουράνια αγαθά εξασφαλίζουμε και για την άφεση των αμαρτιών μας εργαζόμαστε και τις ψυχές των κεκοιμημένων μας ανακουφίζουμε.
Σήμερα δε, που οι ανάγκες των ανθρώπων είναι πολύ μεγάλες και η φτώχεια περισσεύει, η αρετή είναι ιδιαίτερα επίκαιρη και χρήσιμη.
Αλλά εάν η ανωτέρω ελεημοσύνη είναι τόσο πολύ χρήσιμη και απαραίτητη για τη σωτηρία μας, ασυγκρίτως ανώτερη και απαραίτητη είναι για τη σωτηρία μας, η πνευματική ελεημοσύνη. Διότι όπως λένε οι Άγιοι Πατέρες μας, εάν όταν βοηθάει κάποιος το σώμα, παρ’ όλο που είναι θνητό, εκτελεί θεάρεστο έργο, πόσο μάλλον, πολύ περισσότερο, όταν βοηθάει την ψυχή, η οποία είναι αθάνατη.
Ο σύγχρονος άνθρωπος της μεταβιομηχανικής εποχής έχει ανάγκη ψυχικής συμπαράστασης και βοήθειας, είτε είναι φτωχός είτε είναι πλούσιος. Βομβαρδίζεται καθημερινά από εκατοντάδες ειδήσεις, πληροφορίες, τεχνολογικά επιτεύγματα, πλήθος κοσμοθεωριών, πλανών και αιρέσεων και μοιάζει σαν χαμένος. Γίνεται έτσι, εύκολη λεία και θύμα ανθρώπων, που στόχο τους έχουν να πλουτίσουν ή να εξυπηρετήσουν μηχανισμούς καθοδήγησης και χειραγώγησης των μαζών με προσωπείο κάποια ολοκληρωτική θρησκεία, εκμεταλλευόμενοι την αέναη υπαρξιακή αγωνία των ανθρώπων και την έμφυτη επιθυμία για ειρήνη και ευτυχία. Όλα αυτά σε συνδυασμό με το ότι σήμερα πολλοί άνθρωποι δεν διαβάζουν, δεν μελετούν τα κείμενα της εκκλησίας μας και εν ολίγοις δεν γνωρίζουν την Πίστη μας, έχουν δώσει πρόσφορο έδαφος σε μία δυναμική εμφάνιση, διαφόρων παραθρησκευτικών και αιρετικών ομάδων, αλλά και τσαρλατάνων, μέντιουμ, νεοπαγανιστών κ.ο.κ.
Όσοι χριστιανοί, με τη Χάρη του Θεού, έχουν γνώσεις και ψυχικά θέματα, εκεί πρέπει να εστιάσουν την πνευματική ελεημοσύνη, στη μετάδοση του αληθινού Λόγου του Θεού, στις καρδιές των ανθρώπων, δηλαδή στη θεάρεστη Ιεραποστολή. Στην ανακούφιση και σωτηρία του ανθρώπου, μέσα από την αγάπη στον πλησίον. Γιατί σήμερα που η αγάπη τείνει να ψυγεί και η μοναξιά έχει «εισχωρήσει» σ’ όλες τις ηλικίες και τα κοινωνικά στρώματα, ειδικά στις μεγαλουπόλεις, η εκδήλωση απλού αλλά ειλικρινούς ενδιαφέροντος προς το συνάνθρωπο, μία επίσκεψη, ένας λόγος παρακλητικός, είναι ικανός να δώσει τόση δύναμη, όση δεν θα του έδιναν πλήθος υλικών αγαθών.
Έτσι, δεν υπάρχει ελαφρυντικό και για όσους λένε, πως δεν έχουν χρήματα για να κάνουν ελεημοσύνη. Ένας παρηγορητικός λόγος, αν και ανεκτίμητης αξίας δεν κοστίζει τίποτε. Το μόνο που χρειάζεται είναι περίσσευμα ΑΓΑΠΗΣ.
Κλείνουμε τις ταπεινές αυτές σκέψεις μας, με κάτι πολύ αισιόδοξο από τα σπουδαία λόγια του Αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου: «…καν πολλάς έχης αμαρτίας, ελεημοσύνη δε η συνήγορος, μη φοβού· ουδεμία γαρ αυτή των άνω δυνάμεων αντιτάσσεται· χρέος απαιτεί, ίδιον έχει χειρόγραφον μετά χείρας βαστάζουσα… Ώστε ουν όσας έχεις άλλας αμαρτίας, η ελεημοσύνη σου βαρεί τας όλας». Δηλαδή, «…κι αν ακόμα έχεις πολλές αμαρτίες, μη φοβάσαι, εφόσον έχεις συνήγορο την ελεημοσύνη· γιατί καμιά ουράνια δύναμη δεν αντιστέκεται σ’ αυτήν· απαιτεί το χρέος, έχει δικό της χειρόγραφο που το κρατά στα χέρια της… Ώστε λοιπόν όσες άλλες αμαρτίες έχεις, η ελεημοσύνη σου τις ισοζυγίζει όλες». (Περί Μετανοίας, Ομιλία γ΄).