ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Όπου δεν φθάνει ο άνθρωπος, βοηθάει ο ΘεόςΟ Θεός βοηθάει σε o,τι δεν γίνεται ανθρωπίνως- Τι καπνός είναι εκεί;
- Κάτι καίμε, Γέροντα.- Βάλατε φωτιά με τέτοιον αέρα;
- Γέροντα, έβρεξε το πρωί.- Έστω και να έβρεξε και κατακλυσμό να έκανε, αν σηκωθή μετά ένας αέρας, γίνεται τέτοια ξηρασία, που όλα γίνονται σαν μπαρούτι!
«Έβρεξε», σου λέει η άλλη! Παλιότερα είχε πιάσει φωτιά εκεί κάτω από χαζομάρα σας• το ξεχάσατε;
Όταν κανείς ρεζιλευθή μιά φορά, πρέπει στην συνέχεια να είναι πολύ προσεκτικός.
Ο Θεός βοηθάει εκεί που πρέπει, εκεί που δεν μπορεί ο άνθρωπος να ενεργήση ανθρωπίνως• δεν θα βοηθήση την χαζομάρα μας.
Ρεζιλεύουμε έτσι και τους Αγίους.
- Γέροντα, καταλαβαίνει κανείς πάντοτε μέχρι ποιο σημείο πρέπει να ενεργή ανθρωπίνως;- Κατ’ αρχάς αυτό φαίνεται. Αλλά και αν είχε διάθεση να κάνη αυτό που μπορούσε να κάνη και δεν το έκανε, γιατί κάτι τον εμπόδισε, ο Θεός θα τον βοηθήση σε μιά δύσκολη στιγμή.
Αν όμως δεν είχε διάθεση, ενώ είχε κουράγιο, ο Θεός δεν θα βοηθήση.
Σου λένε λ.χ. να βάζης το βράδυ τον σύρτη στην πόρτα και εσύ δεν τον βάζεις, γιατί βαριέσαι, και λες ότι θα φυλάξη ό Θεός.
Δεν είναι ότι έχεις εμπιστοσύνη στον Θεό και δεν βάζεις τον σύρτη, αλλά δεν τον βάζεις, γιατί βαριέσαι. Πώς να βοηθήση τότε ο Θεός; Να βοηθήση δηλαδή τον τεμπέλη;
Όταν λέω σε έναν να βάλη τον σύρτη και δεν τον βάζη, και μόνο για την παρακοή του θέλει τιμωρία.
Ό,τι μπορεί να κάνη κανείς ανθρωπίνως, πρέπει να το κάνη και ό,τι δεν μπορεί, να το αφήνη στον Θεό.
Και αν κάνη λίγο περισσότερο από ό,τι μπορεί, όχι όμως από εγωισμό αλλά από φιλότιμο, γιατί νομίζει ότι δεν εξήντλησε αυτό που μπορεί να κάνη ανθρωπίνως, πάλι το βλέπει ο Θεός και συγκινείται.
Ο Θεός, για να βοηθήση, θέλει και την δική μας προσπάθεια.
Βλέπεις, ο Νώε εκατό χρόνια παιδευόταν να φτιάξη την Κιβωτό. Πριόνιζαν τα ξύλα με ξύλινα πριόνια. Έβρισκαν άλλα ξύλα πιο σκληρά και τα έφτιαχναν πριόνια.
Δεν μπορούσε τάχα να κάνη κάτι ο Θεός, ώστε να τελείωση γρήγορα η Κιβωτός; Τους είπε όμως πως να την φτιάξουν και μετά τους έδινε δυνάμεις (1).
Γι' αυτό να κάνουμε ό,τι μπορούμε εμείς, για να κάνη και ο Θεός ό,τι εμείς δεν μπορούμε.
Ήρθε κάποιος στο Καλύβι και μου είπε: «Γιατί οι καλόγεροι κάθονται εδώ και δέν πάνε στον κόσμο, να βοηθήσουν τον λαό;».
«Αν πήγαιναν έξω στον κόσμο, να βοηθήσουν τον λαό, του είπα, θα έλεγες γιατί οι καλόγεροι γυρίζουν στον κόσμο. Τώρα που δεν πάνε -, λες γιατί δεν πάνε».
Ύστερα μου λέει: «Γιατί οι καλόγεροι πηγαίνουν στους γιατρούς και δεν τους βοηθάει ο Χριστός τους και η Παναγία τους να γίνουν καλά;».
«Αυτήν την ερώτηση, του λέω, μου την έκανε και ένας Εβραίος γιατρός».
«Αυτός δεν είναι Εβραίος», μου λέει ένας που ήταν μαζί του.
«Δεν έχει σημασία πού δεν είναι Εβραίος, του λέω. Αυτή η ερώτηση Εβραίου είναι. Και θα σας πω την απάντηση που έδωσα στον Εβραίο, αφού είναι όμοια η περίπτωση.
Εσύ, σαν Εβραίος που είσαι, του είπα, έπρεπε να ξέρης απ' έξω την Παλαιά Διαθήκη.
Εκεί στον Προφήτη Ησαΐα αναφέρει ότι ο Θεός χάρισε στον βασιλιά Εζεκία, επειδή ήταν πολύ καλός, ακόμη δεκαπέντε χρόνια ζωής.
Έστειλε τον Προφήτη Ησαΐα και είπε στον βασιλιά: Ο Θεός σου χαρίζει ακόμη δεκαπέντε χρόνια ζωής, γιατί διέλυσες τα άλση των ειδωλολατρών.
Και για την πληγή σου – ο βασιλιάς είχε και μια πληγή - είπε ο Θεός να βάλης επάνω μια τσαπέλλα (2) σύκα, και θα γίνης καλά!
Αφού ο Θεός του χάρισε δεκαπέντε χρόνια ζωής, δεν μπορούσε να θεραπεύση και εκείνη την πληγή; Εκείνη όμως γιατρευόταν με μιά τσαπέλλα σύκα» (3).
Πράγματα που γίνονται από τους ανθρώπους να μην τα ζητάμε από τον Θεό.
Να ταπεινωνώμαστε στους ανθρώπους και να ζητάμε την βοήθεια τους.Μέχρις ενός σημείου θα ενεργήση ο άνθρωπος ανθρωπίνως και μετά θα αφεθή στον Θεό.
Είναι εγωιστικό να προσπαθή να βοηθήση κανείς σε κάτι που δεν γίνεται ανθρωπίνως.
Σε πολλές περιπτώσεις που επιμένει ο άνθρωπος να βοηθήση, βλέπω ότι είναι από ενέργεια του πειρασμού, για να τον αχρηστέψη.
Εγώ, όταν βλέπω ότι δεν βοηθιέται μιά κατάσταση ανθρωπίνως - λίγο-πολύ καταλαβαίνω μέχρι ποιο σημείο μπορεί να βοηθήση ο άνθρωπος και από ποιο σημείο και μετά πρέπει να τ’ αφήση στον Θεό -, τότε υψώνω τα χέρια στον Θεό, ανάβω και δυο λαμπάδες, αφήνω το πρόβλημα στον Θεό και αμέσως τακτοποιείται.
Ο Θεός ξέρει ότι δεν το κάνω από τεμπελιά.
Γι' αυτό, όταν μας ζητούν βοήθεια, πρέπει να διακρίνουμε και να βοηθούμε σε όσα μπορούμε.
Σε όσα όμως δεν μπορούμε, να βοηθούμε έστω με μια ευχή ή με το να τα αναθέτουμε μόνο στον Θεό• και αυτό είναι μιά μυστική προσευχή.
Ο Θεός είναι φύσει αγαθός και για το καλό μας φροντίζει πάντα, και όταν του ζητήσουμε κάτι, θα μας το δώση, εάν είναι για το καλό μας.
Ό,τι είναι απαραίτητο για την σωτηρία της ψυχής μας και για την σωματική μας συντήρηση, ο Θεός θα μας το δώση πλουσιοπάροχα και θα έχουμε την ευλογία Του.
Ο,τι μας στερεί, είτε για να μας δοκιμάση είτε για να μας προφύλαξη, όλα να τα δεχώμαστε με χαρά, αλλά και να τα μελετούμε, για να ωφελούμαστε.
Ξέρει πότε και πώς να οικονομάη το πλάσμα Του. Βοηθάει με τον τρόπο Του την ώρα που χρειάζεται.
Πολλές φορές όμως το αδύνατο πλάσμα Του αδημονεί, γιατί το θέλει εκείνη την ώρα που το ζητάει, σαν το μικρό παιδί που ζητάει το κουλούρι από την μάνα του άψητο και δεν κάνει υπομονή να ψηθή.
Εμείς θα ζητάμε, θα κάνουμε υπομονή και η Καλή μας Μητέρα η Παναγία, όταν είναι έτοιμο, θα μας το δώση.
- Γέροντα, οι Άγιοι πότε βοηθούν ;- Όποτε χρειάζεται να βοηθήσουν, όχι όποτε νομίζουμε εμείς ότι χρειάζεται να βοηθήσουν.
Βοηθούν δηλαδή, όταν αυτό μας ωφελή. Κατάλαβες; Ένα παιδί π.χ. ζητάει από τον πατέρα του μοτοσακό, αλλά ο πατέρας του δεν του παίρνει.
Το παιδί του λέει: «Το θέλω το μοτοσακό, γιατί κουράζομαι να πηγαίνω με τα πόδια, παιδεύομαι».
Ο πατέρας του όμως δεν του παίρνει μοτοσακό, γιατί φοβάται μη σκοτωθή. «Θα σου πάρω αργότερα αυτοκίνητο», του λέει.
Βάζει λοιπόν χρήματα στην Τράπεζα και, όταν μαζευτούν, θα του πάρη αυτοκίνητο.
Έτσι και οι Άγιοι ξέρουν πότε πρέπει να μας βοηθήσουν.
- Γέροντα, το έλεος του Θεού πώς το νιώθουμε;- Το έλεος του Θεού είναι η θεία παρηγοριά που νιώθουμε μέσα μας.
Τα φέρνει έτσι ο Θεός, ώστε να μην αναπαυώμαστε στην ανθρώπινη παρηγοριά και να καταφεύγουμε στην θεία.
Βλέπεις, οι Έλληνες λ.χ. της Αυστραλίας, επειδή βρέθηκαν τελείως μόνοι τους, πλησίασαν τον Θεό περισσότερο από άλλους
ξενιτεμένους, όπως της Γερμανίας, που ήταν πιό κοντά στην πατρίδα και βρήκαν εκεί και άλλους Έλληνες.
Η δυσκολία πολύ τους βοήθησε να γαντζωθούν στον Θεό.
Όλοι ξεκίνησαν με μια βαλίτσα, βρέθηκαν μακριά από την πατρίδα, μακριά από τους συγγενείς- έπρεπε να βρουν δουλειά, να βρουν δάσκαλο για τα παιδιά τους κ.λπ., χωρίς βοήθεια από πουθενά.
Γι' αυτό στράφηκαν στον Θεό και κράτησαν την πίστη τους.
Ενώ στην Ευρώπη οι Έλληνες που δεν είχαν αυτές τις δυσκολίες, δεν έχουν αυτήν την σχέση με τον Θεό.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Β’
(1) Βλ. Γεν. 6,13 κ.έ.
(2) Αρμαθιά από ξερά σύκα περασμένα σε νήμα ή βούρλο.
(3) Βλ. Ήσ. 38,4 κ.έ.