Κεφάλαιο 3Η νέα γενιάΈλειψε το πνεύμα της θυσίαςΟι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα δεν γεύτηκαν την χαρά της θυσίας και δεν αγαπούν τον κόπο.
Μπήκε η τεμπελιά, το βόλεμα, η πολλή άνεση. Έλειψε το φιλότιμο, η θυσία.
Θεωρούν κατόρθωμα, όταν καταφέρνουν χωρίς κόπο να πετύχουν κάτι, όταν βολεύωνται. Δεν χαίρονται, όταν δεν βολεύωνται.
Ενώ, αν αντιμετώπιζαν τα πράγματα πνευματικά, θα έπρεπε τότε να χαίρωνται, γιατί τους δίνεται ευκαιρία για αγώνα.
Όλοι τώρα, μικροί-μεγάλοι, κοιτάζουν την ευκολία.
Οι πνευματικοί άνθρωποι κοιτάζουν πώς να αγιάσουν με λιγώτερο κόπο.
Οι κοσμικοί πώς να βγάλουν περισσότερα χρήματα, χωρίς να δουλεύουν.
Οι νέοι πώς να περνούν στις εξετάσεις, χωρίς να διαβάζουν, πώς να πάρουν πτυχίο, χωρίς να φεύγουν από την καφετέρια.
Και αν είναι δυνατόν, να τηλεφωνούν από την καφετέρια, για να τους δώσουν τα αποτελέσματα! Ναι, εκεί φθάνουν!
Έρχονται πολλά παιδιά στο Καλύβι και μου λένε: «Κάνε προσευχή να περάσω».
Δεν διαβάζουν και λένε: «Ο Θεός μπορεί να με βοηθήση».
«Διάβασε, του λέω, και κάνε και προσευχή». «Γιατί, μου λέει, δεν μπορεί ο Θεός να με βοηθήση;»
Δηλαδή την τεμπελιά του να ευλογήση ο Θεός; Δεν γίνεται αυτό.
Αν το παιδί διαβάζη, αλλά δεν πιάνη, τότε θα το βοηθήση ο Θεός.
Είναι μερικά παιδιά που δεν θυμούνται ή δεν καταλαβαίνουν, αλλά καταβάλλουν προσπάθεια.
Αυτά θα τα βοηθήση ο Θεός να γίνουν τετραπέρατα.
Ευτυχώς που υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, ένα παλληκάρι από την Χαλκιδική έδωσε εξετάσεις σε τρεις σχολές και πέρασε σε όλες (1), σε άλλη πρώτος, σε άλλη δεύτερος, αλλά τον ανέπαυε πιο πολύ να βρη μια δουλειά, για να ξελαφρώση τον πατέρα του που δούλευε στα μεταλλεία.
Έτσι δεν πήγε να σπουδάση και έπιασε αμέσως κάπου δουλειά.
Αυτή η ψυχή είναι φάρμακο για μένα. Για τέτοια παιδιά να πεθάνω, να γίνω φυτόχωμα.
Οι περισσότεροι όμως νέοι έχουν επηρεασθή από το κοσμικό πνεύμα και έχουν πάθει ζημιά.
Έμαθαν να τους ενδιαφέρη μόνον ο εαυτός τους, δεν σκέφτονται καθόλου τον πλησίον αλλά μόνον τον εαυτό τους. Και όσο τους βοηθάς, τόσο πιο πολύ χουζούρι κάνουν.
Βλέπω κάτι νερόβραστα παιδιά σήμερα. Να κρίνουν το ένα, να βαριούνται το άλλο, ενώ η καρδιά ούτε κουράζεται ούτε γερνάει ποτέ.
Να γίνουν καλόγεροι, βαριούνται. Να παντρευτούν, φοβούνται. Κοτζάμ παλληκάρια έρχονται, ξαναέρχονται στο Άγιον Όρος… «Αχ, και καλόγερος δύσκολα είναι, λένε.
Κάθε μέρα να πρέπη να σηκώνεσαι μεσάνυχτα! Δεν είναι μια και δυό μέρες!...» Γυρίζουν στον κόσμο. «Τι να κάνω σ΄ αυτήν την κοινωνία, με τι άνθρωπο θα μπλέξω, αν παντρευτώ; Φασαρία είναι», λένε, και έρχονται πάλι στο Όρος. Κάθονται λίγο, «δύσκολα…» σου λένε.
Οι νέοι σήμερα μοιάζουν με καινούργιες μηχανές που τα λάδια τους είναι παγωμένα.
Πρέπει να ζεσταθούν τα λάδια, για να πάρουν μπρος οι μηχανές, αλλιώς δεν γίνεται.
Έρχονται στο Καλύβι ταλαίπωρα παιδιά –δεν είναι ένα και δυό- και με ρωτούν:
«Τι να κάνω, Πάτερ; Πώς να περάσω την ώρα μου; Με πιάνει πλήξη».
«Να βρης μια δουλειά, βρε παιδί». «Έχω λεφτά, μου λέει. Τι να την κάνω την δουλειά;»
«Μα ο Απόστολος Παύλος λέει: «ει τις ου θέλει εργάζεσθαι μηδέ εσθιέτω»(1).
Πρέπει να δουλέψης, για να φας, και ας έχης χρήματα.
Η δουλειά βοηθάει τον άνθρωπο να ξεπαγώσουν τα λάδια της μηχανής του. Είναι δημιουργία. Δίνει χαρά και παίρνει το άγχος, την πλήξη.
Έτσι, βρε παλληκάρι, να βρης μια δουλειά που να σου αρέση έστω και λίγο, και να ξεκινήσης. Για δοκίμασε, να δης!»
Και βλέπεις, μερικά παιδιά κουράζονται, και ξεκουράζονται με την κούραση.
Έρχονται νέα παιδιά στο Καλύβι και κάθονται, και κουράζονται που κάθονται.
Αλλά με πολύ φιλότιμο με ρωτούν συνέχεια: «Τι να σου κάνουμε; Τι να σου φέρουμε;»
Δεν ζητώ ποτέ τίποτε. Το βράδυ με τον φακό κάνω τις δουλειές, να κουβαλήσω ξύλα, να ανάψω δυό σόμπες τον χειμώνα, να συμμαζέψω.
Πολλοί από τους επισκέπτες τα αφήνουν όλα άνω-κάτω, λάσπες, κάλτσες βρεγμένες.
Τους δίνω λεπτές κάλτσες που μου στέλνουν, πετούν τις άλλες.
Τους δίνω χαρτοπετσέτες να τις τυλίξουν, δεν τις συμμαζεύουν.
Τρεις φορές στην ζωή μου ζήτησα κάτι. Σε ένα παλληκάρι είπα μια φορά:
«Θέλω δυό κουτιά σπίρτα από τις Καρυές» - αν και είχα τέσσερις αναπτήρες, αλλά το έκανα για να του δώσω χαρά.
Έτρεξε χαρούμενος, λαχάνιασε να τα φέρη, αλλά τον ξεκούρασε η κούραση, γιατί γεύτηκε την χαρά της θυσίας.
Και άλλος καθόταν και κουράσθηκε που καθόταν.
Ζητούν να νιώσουν την χαρά, αλλά πρέπει να θυσιασθή ο άνθρωπος, για να έρθη η χαρά.
Η χαρά από την θυσία γεννιέται. Η πραγματική χαρά βγαίνει από το φιλότιμο.
Έτσι και καλλιεργηθή το φιλότιμο, είναι πανηγύρι.
Το βάσανο του ανθρώπου είναι ο εγωισμός, η φιλαυτία. Εκεί είναι που σκαλώνει κανείς.
Είχαν έρθει δύο νέοι αξιωματικοί στο Άγιον Όρος και μου είπαν: «Θέλουμε να γίνουμε μοναχοί».
«Γιατί, λέω, θέλετε να γίνεται μοναχοί; Από πότε σας απασχόλησε αυτό;»
«Τώρα, μου λένε, κάναμε μια επίσκεψη στο Άγιον Όρος και σκεφτόμαστε να μείνουμε, μήπως γίνη και κανένας πόλεμος».
«Βρε, δεν ντρέπεστε, τους λέω. «Μήπως γίνη και κανένας πόλεμος»!
Και πώς θα φύγετε από τον στρατό;» «Θα βρούμε μια αιτία», μου λένε.
Τι θα βρουν; Ή θα κάνουν ότι είναι τρελλοί ή…, κάτι πάντως θα βρουν.
«Αν ξεκινάτε να γίνετε μοναχοί με αυτό το σκεπτικό, είστε αποτυχημένοι εξ αρχής», τους λέω.
Άλλοι πάλι, ενώ είναι έτοιμοι από καιρό να παντρευτούν, να δημιουργήσουν οικογένεια, έρχονται και μου λένε:
«Τι να παντρευτώ; Είναι να κάνης οικογένεια και παιδιά σ΄ αυτούς τους δύσκολους καιρούς;»
«Καλά, λέω, όταν γίνονταν διωγμοί, η ζωή είχε σταματήσει; Ούτε δούλευαν ούτε παντρεύονταν; Μήπως εσύ βαριέσαι;»
«Θέλω να γίνω καλόγερος», λέει. «Εσύ βαριέσαι! Τι προκομμένος καλόγερος θα γίνης;»
Καταλάβατε; Αν μια ξεκινάη να γίνη καλόγρια, επειδή σκέφτεται:
«Τι να μείνω στον κόσμο, να κάνω οικογένεια, νάχω παιδιά, ζαλούρα, φασαρία;
Θα πάω σε Μοναστήρι, θα κάνω εκεί μια υπακοή, ευθύνη δεν θάχω, και αν μου πουν καμμιά κουβέντα, θα σκύβω το κεφάλι.
Πού να φτιάξω σπίτι; Εκεί θα έχω κελλί δικό μου, φαγητό κ.λπ.», να το ξέρη, είναι εξ αρχής αποτυχημένη.
Σας φαίνεται παράξενο; Υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι.
Να ξέρετε, ένας προκομμένος οικογενειάρχης και στην καλογερική θα έκανε προκοπή, και ένας προκομμένος μοναχός, αν έκανε οικογένεια, θα έκανε προκοπή.
Κάποιος είχε καθήσει δόκιμος σ΄ ένα Μοναστήρι και δεν ήθελε να γίνη καλόγερος.
«Γιατί, παιδί μου, μένεις έτσι;» τον ρωτάω.
«Γιατί ο καλογερικός σκούφος μου θυμίζει το κράνος», μου λέει.
Ακούς κουβέντα; Δεν ήθελε να γίνη καλόγερος, για να μη φορέση την καλογερική σκούφια.
Του θύμιζε το κράνος! Και πότε φόρεσε το κράνος; Ζήτημα να το φόρεσε μερικές φορές μόνο σε καμμιά άσκηση.
Πού να πήγαινε και σε πόλεμο! Του θύμιζε το κράνος! Ακούς; Μα τι θέλει στην καλογερική αυτός;
Όταν ξεκινάη κανείς έτσι, τι καλόγερος θα γίνη; Μπορείς να μου πης;
Τελικά έγινε ο ταλαίπωρος κάπου μοναχός και δεν φορούσε χονδρή σκούφια.
Μια φορά ήρθαν δυό νεαροί στο Καλύβι με κάτι μαλλιά μέχρι κάτω.
Πήγα να τους κουρέψω, αντέδρασαν, βιαζόμουν και εγώ, και μόνον τους κέρασα.
Είχα και ένα γατί εκεί πέρα. «Να το πάρω;» λέει ο ένας. «Πάρ΄ το», του λέω.
Πήγαν από εκεί στην Ιβήρων, μια ώρα δρόμο, με το γατί ο ένας στην αγκαλιά –και να βρέχη.
Ζήτησε εκεί να μείνη στο Αρχονταρίκι με το γατί.
«Δεν γίνεται», του είπαν και έμεινε έξω στην βροχή όλη νύχτα.
Αν του έλεγες να φυλάξη μια ώρα σκοπιά, θα σου έλεγε:
«Όχι, δεν μπορώ», αλλά να καθήση μια νύχτα έξω με το γατί, μπορεί.
Ένας άλλος πήγε στρατιώτης και έφυγε. Ήρθε μετά στο Καλύβι και μου λέει:
«Θέλω να γίνω μοναχός». «Να πας να υπηρετήσης την θητεία σου!» του λέω.
«Στον στρατό δεν είναι όπως στο σπίτι μου», μου λέει. «Καλά που μου τόπες, παλληκάρι, δεν τόξερα, για να το λέω και στους άλλους!»
Εν τω μεταξύ να τον ψάχνουν οι δικοί του. Μετά από λίγες μέρες ξαναπέρασε πρωί-πρωί.
Ήταν Κυριακή του Θωμά. «Σε θέλω», μου λέει.
«Τι θέλεις; του λέω. Πού εκκλησιάστηκες;» «Πουθενά», μου λέει.
«Σήμερα, Κυριακή του Θωμά, στα Μοναστήρια κάνουν Αγρυπνία και εσύ δεν πήγες; Και θέλεις να γίνης καλόγερος; Πού ήσουν;»
«Κάθησα στο ξενοδοχείο. Ήταν ήσυχα, στα Μοναστήρια έχει θόρυβο!»
«Και τώρα τι θα κάνης;» «Σκέφτομαι να πάω στο Σινά, γιατί θέλω σκληρή ζωή».
«Κάνε λίγη υπομονή», του λέω. Πάω μέσα, παίρνω ένα τσουρέκι που μου είχαν φέρει και του το δίνω.
«Πάρε αυτό το μαλακό τσουρέκι, του λέω, για να κάνης σκληρή ζωή, και φύγε!»
Αυτοί είναι οι νέοι σήμερα. Δεν ξέρουν τι ζητούν. Στρίμωγμα δεν σηκώνουν καθόλου. Πού να θυσιασθούν μετά;
Θυμάμαι στον στρατό πόσες φορές παρουσιαζόταν μια ανάγκη και άκουγες:
«Κύριε Διοικητά, να πάω εγώ αντί γι΄ αυτόν, αυτός είναι παντρεμένος, έχει παιδιά, να μη μείνουν τα παιδιά του στον δρόμο».
Να παρακαλούν τον Διοικητή να πάνε αυτοί στην θέση του, στην πρώτη γραμμή!
Χαίρονταν να σκοτωθούν αυτοί και να μη σκοτωθή ο άλλος και αφήση τα παιδιά του στον δρόμο!
Πού τώρα να κάνη κανείς τέτοια θυσία! Σπάνιο πράγμα!
Μια φορά είχαμε μείνει από νερό σε μια τοποθεσία.
Είδε ο Διοικητής στον χάρτη ότι στο τάδε σημείο υπήρχε νερό. Εκεί όμως ήταν οι αντάρτες. Μας λέει:
«Εδώ κοντά έχει νερό, αλλά είναι πολύ επικίνδυνα. Ποιος θα πάη να γεμίση μερικά παγούρια; ούτε φως δεν θα ανάψη».
Πετάγεται ο ένας: «Θα πάω εγώ, κύριε Διοικητά», ο άλλος «εγώ», ο άλλος «εγώ»!
Όλοι δηλαδή ζητούσαν να πάνε! Και την νύχτα, χωρίς φως, είναι ο τρόμος πολύς.
«Δεν μπορείτε να πάτε και όλοι!» λέει ο Διοικητής.
Θέλω να πω, κανείς δεν σκέφθηκε τον εαυτό του. Δεν τραβιόταν ο ένας να πη:
«Κύριε Διοικητά, μου πονάει το πόδι», ο άλλος «μου πονάει το κεφάλι» ή «είμαι κουρασμένος».
Όλοι θέλαμε να πάμε, και ας κινδύνευε η ζωή μας.
Σήμερα υπάρχει ένα πνεύμα χλιαρό, καθόλου ανδρισμός, καθόλου θυσία.
Όλα τα μετέτρεψαν με την σημερινή βλαμμένη λογική.
Και βλέπεις, ενώ παλιά πήγαιναν εθελοντές στον στρατό, τώρα παίρνουν τρελλάδικο χαρτί, για να μην υπηρετήσουν.
Κοιτάζουν τι να κάνουν, για να μην πάνε στρατιώτες. Πού πρώτα;
Είχαμε έναν λοχαγό, είκοσι τριών ετών ήταν, αλλά ήταν παλληκάρι!
Μια φορά τον πήρε τηλέφωνο ο πατέρας του, που ήταν απόστρατος αξιωματικός, και του είπε ότι σκέφτεται να φροντίση να φύγη από την πρώτη γραμμή και να πάη στα μετόπισθεν.
Έβαλε τις φωνές ο λοχαγός. «Ντροπή σου, πατέρα, να λες εσύ τέτοια πράγματα! Οι κηφήνες κάθονται».
Είχε ειλικρίνεια, τιμιότητα, παλληκαριά πολλή, που ξεπερνούσε τα όρια, έτρεχε μπροστά.
Η χλαίνη του ήταν κόσκινο από τις σφαίρες, και δεν είχε σκοτωθή.
Όταν απολύθηκε, πήρε την χλαίνη μαζί του, να την έχη για ενθύμιο.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ A’
1) Β΄ Θες. 3, 10