ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ- ΛΟΓΟΙ

Λόγοι, διδαχές και παραινέσεις των Αγίων της Ορθοδοξίας μας προς διόρθωση της πορείας του βίου μας.

Moderator: inanm7

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ- ΛΟΓΟΙ

Unread postby inanm7 » Tue Sep 28, 2021 10:47 pm

Εἰς τὴν Γέννησιν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου

Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας


Ἂς ἐπικαλεσθοῦμε πρὶν ἀπὸ ὅλα ἐδῶ τὸ Θεό, ὄχι γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε μία ἔκφραση λόγου ἀντάξια πρὸς τὰ πράγματα καὶ κατάλληλη γιὰ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ -αὐτὸ ξεπερνάει ἐντελῶς τὶς ἀνθρώπινες ἐλπίδες- ἀλλὰ γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ φέρουμε κατὰ κάποιον τρόπο καὶ ὅσο μᾶς εἶναι δυνατὸν τὸ λόγο σὲ τέρμα καὶ νὰ μὴν ὑστερήσουμε πάρα πολὺ ἀπὸ τοὺς πολλούς, ποὺ ἔχουν μιλήσει σχετικὰ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς. Κι ἀκόμη, πρᾶγμα ποὺ εἶναι πολὺ σπουδαιότερο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦμε κάπως ἀπὸ τὸ ζῆλο καὶ νὰ κερδίσουμε ἕνα κάποιον ἁγιασμὸ ἀπὸ τὴν ὁμιλία, σὰν νὰ τελοῦμε κάποιαν ἱερὴ τελετή. Τὰ εὔχομαι δὲ αὐτὰ τὰ πράγματα, γιατὶ πιστεύω ὅτι μὲ αὐτὰ περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο τιμᾶται ἡ ὑμνουμένη καὶ ὅτι πρὶν ἀπὸ ὅλα θέλει γιὰ τοὺς ὑμνητές της τὸ ὄφελος τῆς ψυχῆς. Αὐτὸ τὸ ὄφελος ζητεῖ πράγματι καὶ διὰ μέσου ἐκείνων μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς εὐεργετεῖ καὶ διὰ μέσου ἐκείνων τὰ ὁποῖα ἀπαιτεῖ ἀπὸ ἐμᾶς σὰν ἀνταπόδοση γιὰ ὅ,τι μᾶς χαρίζει. Ἔπειτα οἱ πραγματικὰ μακάριοι ἐκεῖνοι ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι παρουσίασαν μὲ τὸ λόγο τοὺς χάριν κοινῆς ὠφελείας σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ τὸ κοινὸ ἀγαθό, νομίζω ὅτι δὲν ἔκαμαν λόγο γιὰ τὴν Παρθένο συμπτωματικὰ οὔτε τὴν ὕμνησαν ἁπλῶς σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Ῥητορικῆς, ἀλλὰ ὅσο τὸ δυνατὸ λαμπρότερα καὶ μὲ ὑπερβολικὴ ἀφοσίωση καὶ συναίσθηση ὀφειλόμενου χρέους. Γιατὶ δὲν εἶναι βέβαια λογικὸ τὸ νὰ μὴν ὑμνήση κανεὶς καθόλου τοὺς κοινοὺς εὐεργέτες ἢ νὰ τοὺς ἀντιπαρέλθη μὲ λίγα ἁπλῶς λόγια, αὐτοὺς πού, κι ἂν ὁλόκληρο τὸ σύμπαν ἔψαλλε μὲ μία φωνή, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ἐγκωμιάση ὅσο ἔπρεπε.
Ἂν ἀκόμη οἱ ἐργάτες ἑνὸς ἔργου εἶναι φυσικὸ νὰ συμβαδίζουν καὶ νὰ ταιριάζουν πλήρως πρὸς αὐτὸ κι ἂν ὁ Κύριος τοῦ ἔργου γνωρίζῃ καλά, σὰν σοφὸς ποὺ εἶναι, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ πράττωνται καὶ δὲν δυσκολεύεται καθόλου, σὰν ἰσχυρός, στὴν πραγματοποίησή τους, ποιὸ πλῆθος ἐγκωμίων δὲν εἶναι μπροστά σου μικρό, ὦ μακάριο Ζεῦγος; Γιατὶ σεῖς ἀξιωθήκατε νὰ χρησιμοποιηθῆτε ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὸ καλύτερο καὶ μεγαλύτερο, τὸ παραδοξότερο καὶ τὸ κοινωφελέστερο ἔργο ὅλων τῶν αἰώνων θέλω νὰ πῶ δηλαδὴ στὸ νὰ περιβληθῆ ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ νὰ γεννηθῆ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους παίρνοντας ἀπὸ σᾶς τὴ μητέρα!

2. Γιατὶ, ὅπως ἀκριβῶς οἱ συμφορὲς καὶ τὰ σκάνδαλα συμβαίνουν κατ᾿ ἀνάγκη στὴ ζωή μας, ὁ Κύριος ὅμως εἶπε «ἀλλοίμονο σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὰ προξενεῖ», παρόμοια, ἐνῷ ὅλοι ὅσοι ὑπῆρξαν βοηθοὶ τοῦ ἀνθρώπινου γένους εἶναι ἀγαθοὶ καὶ δικαιοῦνται νὰ ἀπολαμβάνουν τὶς γενικὲς τιμές, ἀπὸ ὅλους ἐσεῖς εἶσθε οἱ ἄριστοι καὶ οἱ ἀξιώτεροι γιὰ ἐπαίνους καὶ τιμές. Καὶ τόσο πολὺ ὑπερέχετε ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς νομοθέτες καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ λαοῦ καὶ ἀπὸ ὅλους ὅσους ἔχουν κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπο ἀγωνισθῆ γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους, ὅσο τὰ δικά τους κατορθώματα εἶναι ἀνάρμοστο ἀκόμη καὶ νὰ συγκρίνωνται μὲ τὶς εὐλογίες ποὺ χάρις σ᾿ ἐσᾶς ᾖρθαν στοὺς ἀνθρώπους. Γιατί, ἂν γιὰ νὰ διατηρηθῆ στοὺς ἀνθρώπους ἡ φθαρτὴ αὐτὴ ζωὴ καὶ νὰ διασωθῆ μέσα σὲ λίγα σώματα ἡ κοινὴ ἀνθρώπινη φύση μένοντας πάνω ἀπὸ τὴν κοινὴ καταστροφή, διαλέχθηχε μεταξὺ τῶν τότε ἀνθρώπων ὁ πιὸ δίκαιος (ὁ Νῶε)· ἂν ἐπίσης γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἑβραίων χρειάσθηκε ἕνας καθόλου τυχαῖος στρατηγός, τιμήθηκε δὲ μ᾿ αὐτὴ τὴν τιμὴ ὁ Μωυσῆς, γιατὶ ἀκριβῶς αὐτὸς μεταξὺ τῶν συγχρόνων του, ἀφοῦ γύμνασε τὴν ψυχή του πρὸς κάθε ἀρετή, μπόρεσε νὰ ἰδῆ μὲ ἰδιαίτερο τρόπο τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἀκούση τὴ φωνή του· κι ἂν ἀκόμη γιὰ τὴν ἀνάκτηση τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας ἦταν ἀρκετὸς ὁ περίφημος Ἰησοῦς (τοῦ Ναυῆ) καὶ τέλος πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Ἀβραὰμ ἔλαβε σὰν βραβεῖο τῆς εὐσεβείας του τὸ νὰ γίνῃ πατριάρχης ἑνὸς ἔθνους ποὺ γνώριζε νὰ σέβεται τὸ Θεό· ἂν δηλαδὴ γενικὰ δὲν ὑπάρχη εὐεργέτης τῆς ἀνθρωπότητος ποὺ νὰ μὴν εἶχε προηγουμένως καταστήση τὴν ψυχή του σύμφωνη καὶ σύμμετρη πρὸς τὰ ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα ἔγινε αἰτία νὰ ἔρθουν καὶ στοὺς ἄλλους, πόσο σπουδαίους εἶναι λογικὸ νὰ θεωρήσουμε τοὺς διακόνους ἐκείνους, ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Θεὸς σὰν ὄργανα τῆς φιλανθρωπίας του ἣ συνεργάτες του ἣ ὅπως ἀλλοιῶς πρέπει καλύτερα νὰ τοὺς ἀποκαλέσουμε, ὅταν θέλησε νὰ καταθέση στὸν κόσμο αὐτὴ τὴν ὑπέροχη χάρη, ὅταν δηλαδὴ ᾖρθε ὁ καιρὸς νὰ λυτρωθῆ ἡ οἰκουμένη ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν δαιμόνων, νὰ εἰσαχθῇ στὴ ζωὴ τῶν θνητῶν ἡ ἀθανασία, νὰ φυτευθῆ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἡ ἀγγελικὴ ζωὴ καὶ γενικὰ νὰ ἑνωθῆ ὁ οὐρανὸς μὲ τὴ γῆ;
Γιατὶ εἶναι φανερὸ ὅτι τὴν ὀργή, τὸ θυμὸ καὶ τὴ θλίψη, ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑποστοῦν οἱ κακοί, τὰ ἔστειλε ὁ Θεὸς μὲ ἀγγέλους κακούς, ἐνῷ τὰ ἀγαθὰ τὰ ἔδωσε μὲ τοὺς ἀγαθούς. Ἔτσι καὶ τὶς μεγαλύτερες ἀπὸ ὅλες τὶς δωρεὲς τὶς ἐπραγματοποίησε ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους διὰ μέσου ἐκείνων ποὺ ἦσαν ἀπὸ κάθε ἄποψη οἱ ἄριστοι. Καὶ ἀπὸ τὸ Μωυσῆ λοιπὸν καὶ ἀπὸ τὸν Νῶε καὶ ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, διὰ μέσου τῶν ὁποίων τὸ ἀνθρώπινο γένος καρπώθηκε τὰ ὠφέλιμα πράγματα, ἐσεῖς ὑπήρξατε πολὺ πιὸ δίκαιοι καὶ πιὸ πιστοὶ τηρητὲς τῶν νόμων καὶ πιὸ ἀγαπητοὶ στὸ Θεό. Γιατὶ τὸ γεγονὸς ὅτι μπορέσατε νὰ πραγματοποιήσετε τόσο μεγάλα πράγματα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τιμηθήκατε ἐξ αἰτίας τους μὲ τόσο ἀξιοθαύμαστη τιμή, εἶναι λαμπρὴ ἀπόδειξη ὅτι εἶσθε περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀγαπητοὶ στὸ Θεό. Κι αὐτὸ πάλι τὸ τελευταῖο ἀποδεικνύει καθαρὰ ὅτι τηρήσατε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους κι ὅτι τοὺς ξεπεράσατε ὅλους στὴν ἀρετή. Κι ἂν ἐξ ἄλλου εἶναι πρέπον νὰ ἀποκαλέσουμε καρπὸ δικό σας τὴ μακαρία Παρθένο -καὶ «ἀπὸ τοὺς καρπούς του, λέγει ὁ Κύριος, γνωρίζεται ὁ καθένας»- ποιὸς καρπὸς θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ θεωρηθῆ μεγαλύτερος, ἀφοῦ δὲν ἦταν ἕνα ἁπλὸ γέννημα τῆς φύσεως τὸ τέκνο σας, ἀλλὰ ὑπῆρξε ἔργο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀρετῆς σάς; Γιατὶ βέβαια ἡ φύση ἦταν ἀνίκανη νὰ παραγάγη ἕνα τόσο ὑπέροχο καρπό, πρᾶγμα ποὺ ἐξ ὁλοκλήρου παραχωρήθηχε ἀπὸ τὸ Θεό. Εἶναι δὲ φανερὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἀκολούθησε τὶς προσευχές σας κι ὅτι πάλι ἡ προσευχὴ σας πῆρε τὴ δύναμή της ἀπὸ τὴν ἀρετή σας. Ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἀπόγονοι ποὺ κάνουν τοὺς γεννήτορες εὐτυχεῖς εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, φανερώνει ὅτι ἀπὸ τὸ μέγεθος τῶν δώρων ἀποδεικνύεται ἡ ἁγιότης αὐτῶν ποὺ τὰ ἔλαβαν, ἀκριβῶς ὅπως ἀπὸ τὸ στεφάνι εἶναι κατὰ τὴ γνώμη μου δυνατὸ νὰ καταλάβουμε τὸν ἀθλητή. Γιατὶ μὲ κανέναν τρόπο βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι προσωπολήπτης ὁ Θεός, αὐτὸς ποὺ ὅλα τὰ πράγματα «τὰ μετράει μὲ ἀκριβοδίκαια μέτρα καὶ σταθμά».

3. Ἐξ ἄλλου, ὅπως ἡ χάρη εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ τὸ συμπλήρωμα τοῦ νόμου καὶ ὅπως, καθὼς γνωρίζουμε, τὰ νέα εἶναι πάντοτε καρποὶ τῶν παλαιῶν, -δὲν εἶναι δὲ ποτὲ δυνατὸν νὰ δώσῃ καρπὸ κάτι ποὺ δὲν εἶναι τέλειο- εἶναι φανερὸ ὅτι θρέψατε μὲ τὴ ζωὴ σὰς καὶ καταστήσατε τέλειο τὸ φυτὸ τοῦ νόμου. Γιατὶ ἀλλοιῶς δὲν θὰ μπορούσατε ἀσφαλῶς νὰ φέρετε στὸν κόσμο τὸν καρπὸ τοῦ νόμου, τὸ θησαυρὸ τῆς χάριτος, τὴν Παρθένο. Ἀλλὰ εἶναι ἀκόμη γεγονὸς ὅτι ἀξιώνεται νὰ δέχεται μεγάλες εὐεργεσίες ἀπὸ τὸ δίκαιο Θεὸ ἐκεῖνος ποὺ ἐπιμελήθηχε ὅπως ἔπρεπε τὶς μικρές. Πῶς λοιπὸν ἑπομένως δὲν εἶναι λαμπρὴ ἀπόδειξή του ὅτι τηρήσατε ἐξ ὁλοκλήρου τὸ νόμο κι ὅτι σεβασθήκατε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον τὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου τὸ γεγονὸς ὅτι ἐσεῖς μόνοι ἀξιοθήκατε νὰ φέρετε στὸν κόσμο- ἤ, ἀκόμη περισσότερο, νὰ δημιουργήσετε- τὴν ἀληθινὴ Σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, μπροστὰ στὴν ὁποία ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου εἶναι τόσο μικρή, ὥστε νὰ μὴν ἀποτελῇ παρὰ μία εἰκόνα της μόνο καὶ μία σκιά; Γιατὶ βέβαια δὲν θὰ μπορούσατε νὰ γίνετε ἄξιοι τῶν μεγαλυτέρων, ἂν δὲν ἀποδίδατε τὴν ἀξία ποὺ ἔπρεπε στὰ μικρότερα. Κι οὔτε θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ λάβετε τὴν ἀλήθεια, ἂν ἀδιαφορούσατε γιὰ τὴν προτύπωσή της.
Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ Σωτήρας, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ φέρῃ στὴν ἀνθρωπότητα τὸν καινὸ νόμο ἔπρεπε νὰ ἐφαρμόση προηγουμένως σ᾿ ὅλη του τὴν πληρότητα τὸν παλαιό, παρόμοια κι ἐσεῖς, ποὺ βρεθήκατε στὰ πρόθυρα τοῦ καινοῦ νόμου κι εἴχατε προπαρασκευασθῆ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ ναοῦ τῆς χάριτος, ἦταν ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ γίνετε προηγουμένως ἀκριβεῖς τηρητὲς τοῦ νόμου. Γιατὶ ἡ χάρη εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου. Καὶ πῶς βέβαια θὰ μπορούσατε νὰ προσθέσετε ὅ,τι ἔλειπε, ὅταν δὲν εἴχατε οἱ ἴδιοι ἀνταποκριθῆ σ᾿ αὐτὸ ποῦ ὑπῆρχε; Πῶς θὰ μπορούσατε νὰ βάλετε τὴ στέγη τοῦ νόμου, ἂν προηγουμένως δὲν εἴχατε οἰκοδομήσει καλὰ ὁλόκληρη τὴν oικία; Ἡ πονηρία τῶν Ἑβραίων ἔγινε φανερὸ πόσο μεγάλη ὑπῆρξε ἀπὸ τὸ ὅτι ἐξαφάνισαν τὸ νόμο καὶ καταθρυμμάτισαν τὶς πλάκες, στὶς ὁποῖες ἦταν γραμμένος, ἀφοῦ γιὰ τὸ Μωυσῆ δὲν ἦταν βέβαια ἀνεκτὸ νὰ ἐμπιστευθῆ σὲ αὐτιὰ μεθυσμένων ἐκεῖνα ποὺ αὐτὸς ἀξιώθηκε νὰ δεχθῆ μὲ νηφάλια σκέψη, νηστεία καὶ κόπους πολλούς. Ἀντίθετα, τὸ γεγονὸς ὅτι σεῖς ἀναδείξατε τὴν Παρθένο, τὸ ὅτι δημιουργήσατε τὸ ζωντανὸ ἐκεῖνο βιβλίο, τὸ ὁποῖο δὲν περιεῖχε ἁπλῶς τὸν νόμο, ἀλλὰ τὸ νομοθέτη τὸν ἴδιο, εἶναι τρανὴ ἀπόδειξη τῆς ὑπέροχης ἀρετῆς σάς. Καὶ ἐνηστεύσατε καὶ ἀκούσατε, ἀφοῦ προσευχηθήκατε, ὅπως ὁ Μωυσῆς τὴ θεία φωνή. Δὲν ἐπιτύχατε ὅμως ἁπλῶς ὅ,τι ἐκεῖνος, ἀλλά, ἐνῷ ἐκεῖνος πέτυχε νὰ πάρη μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ τὸ νόμο ποὺ ἔπαυσε νὰ ἰσχύῃ μετὰ ἀπὸ λίγο, ἐσεῖς ἐπιτύχατε τὸ αἷμα ποὺ ἵδρυσε καὶ σφράγισε τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸ αἷμα ποὺ ἔκαμε δικό του ὁ Θεὸς καὶ «εἰσῆλθε» μὲ αὐτὸ «εἰς τὸ ἐνδότερον τοῦ καταπετάσματος, λύτρωσιν εὑράμενος αἰωνίαν», ὅπως λέγει ὁ Παῦλος.

4. Τί λοιπὸν ὑπάρχει ἁγιώτερο ἀπὸ τὰ στόματα ποῦ μπόρεσαν νὰ ὑψώσουν πρὸς τὸ Θεὸ τέτοια φωνή; Τί εἶναι ἴσο με τὶς εὐχὲς ἐκεῖνες, ποῦ προσευχήθηκαν τόσο ἀποτελεσματικά; Ἀπὸ ποιὲς θυσίες δὲν εἶναι πιὸ ἀγαπητὲς αὐτὲς οἱ ψυχὲς στὸ Θεό; Ἀπὸ ποιὰ θυσιαστήρια δὲν εἶναι πιὸ ἱερές; Γιατὶ ἦταν ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ρίζα καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ νὰ λάβη τὸ πνευματικὸ σῶμα της: νὰ γεννηθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἦταν περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους οἰκεῖοι στὸ Θεὸ καὶ μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς. Ἔπρεπε δηλαδὴ ἐκείνη ἡ ὁποία συνένωσε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ Θεό, διαλύοντας τὸ μῖσος ποὺ ὑπῆρχε μεταξύ τους, κι ἄνοιξε στὶς προσευχὲς τῶν ἀνθρώπων τὸ δρόμο γιὰ τὸν οὐρανό, γκρεμίζοντας τὸ διαχωριστικὸ τεῖχος, νὰ ἔρθη στὴ ζωὴ χρησιμοποιώντας τὶς κατάλληλες βάσεις καὶ ἀφετηρίες: Κι ἂν συνέβησαν τὰ ἴδια καὶ σὲ ἄλλους καὶ γεννήθηκαν σὰν καρπὸς προσευχῆς -εἴτε πρὶν ἀπὸ αὐτὴ εἴτε κατόπιν- εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Παρθένος δὲν εἶναι ἡ αἰτία μόνο σὲ ὅσους ᾖρθαν μετὰ ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ ἔχοντας ἀνοίξει τὸ θησαυρὸ τῶν χαρίτων γιὰ ὅλους, αὐτὴ εἶναι ἐκείνη στὴν ὁποία ἀναφέρονται καὶ στὴν ὁποία ὁδηγοῦν καὶ τὰ προηγούμενα. Γιατὶ κι ὅ,τι καλὸ ὑπῆρχε πρίν, ἀπὸ ἐκεῖ προερχόταν: εἴτε ὅπως προέρχεται ἀπὸ τὸ σῶμα ἡ σκιά, παίρνοντας ἀπὸ αὐτὸ τὴ μορφὴ καὶ τὸ σχῆμα -ἐπειδὴ τὰ γεγονότα τῆς Παλαιᾶς μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σχετίζονται πρὸς τὰ γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης- εἴτε γιατὶ ἡ Παρθένος ἦταν τὸ κοινὸ κόσμημα ὅλων καὶ πρὶν ἀκόμη ἔρθη στὴ ζωή, γιατὶ ὁ Θεὸς μὲ τὶς τιμὲς ποὺ ἔκανε στὸ γένος ἀπὸ μακριὰ τὴν μητέρα τοῦ κοσμοῦσε.
Ἑπομένως, δὲν συνέβησαν ὅλα αὐτὰ καθόλου -οὔτε κατὰ τὸ ἐλάχιστο- μὲ τὸν ἴδιο τρόπο σ᾿ ἐκείνους καὶ στὴν Πάναγνη, ἀλλὰ ὑπάρχει μεταξὺ τοὺς ἢ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ σκιὰ καὶ στὴν ἀλήθεια, στὸ ἀποτύπωμα καὶ στὰ ἴδια τὰ πράγματα. Ὅπως ἀκριβῶς ὑπῆρχε καὶ στοὺς παλαιούς- πρὶν ἀπὸ τὸ μεγάλο Θῦμα- αἷμα ποὺ καθάριζε τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα τόση διαφορὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὶς δυὸ θυσίες, ὅση εἶναι καὶ ἡ ὁμοιότης τους στὶς μορφὲς καὶ τὰ ὀνόματα. Καὶ στὶς δυὸ προσφέρεται πράγματι θυσία μὲ αἷμα γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν. Τὸ ἴδιο συμβαίνει ἀκριβῶς καὶ ἐδῶ. Ἔτσι ἡ Παρθένος εἶναι καὶ τὸ μοναδικὸ ἀληθινὸ κατόρθωμα προσευχῆς ἁγίας -ποὺ δὲν εἶχε τίποτε τὸ ἀνεπιθύμητο- καὶ ἡ μόνη ποὺ ὑπῆρξε δῶρο τοῦ Θεοῦ ἄξιο καὶ γιὰ νὰ τὸ δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ γιὰ νὰ τὸ λάβουν αὐτοὶ ποὺ τὸ ζήτησαν. Γιατὶ ὅ,τι εἶχε ἡ Παρθένος ταίριαζε καὶ στὸ χέρι ποὺ ἔδινε καὶ στὸ χέρι ποὺ λάβαινε.
Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο ἦταν ἑπόμενο στὴ γέννηση τῆς Πανάγνου νὰ μὴν μπορῇ τίποτε νὰ εἰσφέρῃ ἡ φύση, ἀλλὰ νὰ τὴν πραγματοποιήση ἐξ ὁλοκλήρου αὐτὸς ποὺ προσκλήθηκε. Ἦταν ἑπόμενο, ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὴ φύση, νὰ δημιουργήση ὁ Θεὸς τὴ Μακαρία, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, κατὰ τρόπον ἄμεσο, ὅπως τὸν πρῶτο ἄνθρωπο. Ἐπειδὴ βέβαια πολὺ κανονικὰ καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν εἶναι πρῶτος ἄνθρωπος ἡ Παρθένος, αὐτὴ ποὺ πρώτη καὶ μόνη φανέρωσε τὴν ἀνθρώπινη φύση. Κι αὐτὸ ἔχει ὡς ἑξῆς:

5. Ἀνάμεσα στὰ πολλὰ δῶρα ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει ἤδη δώσει στοὺς ἀνθρώπους ἢ ἐπρόκειτο νὰ δώση, σὰν βραβεῖα στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν τήρηση τῶν πρώτων, ἐκεῖνο ποὺ περισσότερο ἀπὸ ὅλα δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἡ συγκεφαλαίωση ὅλων, εἶναι τὸ νὰ ἀγαπᾷ μὲ τρόπο καθαρὸ τὸ Θεό, τὸ νὰ ζῇ ἔλλογα, τὸ νὰ κυριαρχῇ τὰ πάθη του καὶ νὰ εἶναι σ᾿ αὐτὸν ἄγνωστη καὶ ἡ παραμικρὴ ἁμαρτία. Τὴ δύναμη δὲ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ ζοῦμε κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ νὰ εἴμαστε ἀνώτεροι καὶ ἀπόλυτα καθαροὶ ἀπὸ κάθε κακία τὴν ἔβαλε ὁ Θεὸς μέσα μας τὴν ὥρα τῆς δημιουργίας, ὥστε στὴν ἀρχὴ μὲν νὰ ὑπερνικοῦμε τὴν ἁμαρτία ὄχι χωρὶς κόπους, ἀλλὰ μὲ ἀγῶνα, ἀφοῦ δὲ παρουσιάσουμε καὶ ἀξιοποιήσουμε μέχρι τέλους ὅλες τὶς δικές μας δυνατότητες, νὰ σταματοῦν τότε οἱ κόποι καὶ νὰ εἴμαστε ἀγαθοὶ καὶ νὰ μένουμε ἀναμάρτητοι χωρὶς ἀγῶνες, ἔχοντας ἐπιτύχει καὶ αὐτὴ τὴν ἀφθαρσία τοῦ σώματος.
Γιατὶ ἀλλοιῶς, τὸ νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο δημιουργημένος, δὲν θὰ ἦταν βέβαια πρᾶγμα λογικό. Γιατί, ἂν τόσο πολὺ ἔκλινε πρὸς τὴν ἁμαρτία ἡ φύση μας, ὥστε μολονότι ἀγωνιζόμαστε μὲ ὅλα τὰ μέσα ἐναντίον της, νὰ μὴ μποροῦμε νὰ μείνουμε ἐντελῶς καθαροὶ ἀπὸ τὰ τραύματά της καὶ τὸ κακὸ ἦταν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μέσα μας ἀμετακίνητο, θὰ ἤμαστε πρὶν ἀπ᾿ ὅλα χειρότεροι κι ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἄλογα ζῷα, στὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχει τίποκε τὸ κακό. Ἐξ ἄλλου θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ μὴν κατηγορήσουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση τὸ Δημιουργό, τόσο ὡς μὴ ἐξ ὁλοκλήρου ἀγαθὸ καὶ ὡς αἴτιο κακῶν, ὅσο καὶ ὡς μὴ δικαιοκρίτη πάντοτε ἀφοῦ ζητεῖ ἀπό μας αὐτὰ ποὺ δὲν κατέθεσε στὴ φύση μας καὶ κρίνοντάς μας ἀπαιτεῖ ἀνταπόδοση γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες, μολονότι ὁ ἴδιος δὲν ὤπλισε τὸν ἄνθρωπο ἐναντίον ὅλων. Ἂν πάλι μας εἶχε συνδέσει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ τὶς καλὲς πράξεις, ἔτσι ὥστε νὰ εἴμαστε ἀγαθοὶ χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ ἔχουμε ἀγωνισθῆ στὸ παραμικρό, θὰ ἦταν ἀσφαλῶς ἀδύνατο νὰ ἤμαστε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀληθινὰ ἀγαθοί, ἀφοῦ δὲν θὰ εἴχαμε τρέξει οἱ ἴδιοι με τὴ θέλησή μας πρὸς τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετή, ἀλλὰ θὰ εἴχαμε παρασυρθῆ καὶ ὑποστῇ μᾶλλον παρὰ ἐνεργήσει τὸ ἀγαθό. Ἔπειτα πῶς θὰ χρησιμοποιούσαμε τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως, τὴν ὁποία ἐλάβαμε γιὰ νὰ διαφέρουμε ἀπὸ τὰ ζῷα, ποὺ ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὰ φυσικὰ ἔνστικτα καὶ βαδίζοντας, μόνοι οἱ ἄνθρωποι, μὲ τὴ θέλησή μας νὰ ἔχουμε τὴν ἐλευθερία σὰν ἀφορμὴ ἐπαίνων καὶ στεφάνων; Ἐξ ἄλλου οὔτε πρὸς τὸ Θεὸ οὔτε πρὸς τὶς χάριτες μὲ τὶς ὁποῖες αὐτὸς προίκισε τὴν ἀνθρώπινη φύση θὰ ταίριαζε τὸ νὰ μὴν καταπαύουν κάποτε οἱ ἀγῶνες γιὰ τὴν ἀρετή, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ἀφεθῆ ὁ ἄνθρωπος νὰ παλεύῃ ἀτέλειωτα, νὰ μὴ γνωρίζῃ δηλαδὴ ποτὲ κανένα τέρμα στοὺς ἀγῶνες. Γιατὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση τίποτε δὲν θὰ ἦταν ἀθλιώτερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ κάθετι ἄλλο ἔχει τὸ σκοπὸ στὸν ὁποῖον ὁδηγεῖται καὶ τὸ τέρμα στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ καταλήξη. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἐναπέθεσε στὴ φύση μας δύναμη γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση κάθε ἁμαρτίας κι ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ μετατρέψουμε ἐμεῖς τὴ δύναμη σὲ ἐνέργεια. Καὶ τότε, ἀφοῦ μὲ τὴ χρησιμοποίηση τῶν δικῶν μας μέσων θὰ γινόμαστε μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ ἴδιου μας τοῦ ἑαυτοῦ ἀγαθοί, θὰ πρόσθετε ὁ Θεὸς ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτόν, θὰ ὁλοκλήρωνε ἔτσι μέσα μας τὸν ἀγαθὸ ἄνθρωπο καὶ θὰ κατέπαυαν οἱ ἀγῶνες καὶ ἡ σπουδή. Γιατὶ σὲ τί ἄλλο χρειαζόμαστε τοὺς ἀγῶνες παρὰ στὸ νὰ προφυλαγώμαστε, ὄσo ἡ ἀρετὴ εἶναι ἀκόμη μέσα μας ἀτελής, ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ μᾶς περιβάλλει καὶ νὰ μὴ στεκώμαστε πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς ποῦ βρίσκονται ἀπέναντί μας; Ἐνῷ τότε, ὅταν ὁ Θεός, τὸ τελειότατο ἀγαθό, γίνῃ ἐξ ὁλοκλήρου κύριος τῶν ἐπιθυμιῶν μας καὶ δὲν ἀφήση μέσα μας τίποτε ποὺ νὰ μὴν τὸ γεμίση ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, δὲν θὰ ὑπάρχη κανένας κίνδυνος καὶ καμμιὰ -οὔτε ἡ παραμικρή- πρὸς τὴν ἁμαρτία μέσα μας ροπή.
Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τόσο μεγαλειώδη τρόπο ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως, ἐνῷ τόσο καλὴ ἔλαβαν τὴ φύση ἀπὸ τὸ πλαστουργὸ ἐκεῖνο χέρι, καὶ τόσο καλύτερη θὰ τὴ λάβαιναν, ἂν ἔμεναν πιστοὶ στὶς πρῶτες δωρεές, τόσο πολύ τη διέστρεψαν, ὥστε οὔτε αὐτὰ ποὺ εἶχαν διαχειρίσθηκαν καὶ οὔτε χρησιμοποίησαν ὅπως ἔπρεπε οὔτε, πολὺ περισσότερο, μπόρεσαν νὰ πετύχουν τὰ δεύτερα καὶ πολὺ ἀνώτερα, ἐκεῖνα ποὺ θὰ λάβαιναν ἂν ἀποδεικνύονταν καλοὶ οἰκονόμοι τῶν πρώτων. Καὶ ἡ δύναμη βέβαια κατὰ τῆς ἁμαρτίας ὑπῆρχε στὴ φύση καὶ βρισκόταν μέσα σὲ ὅλους, κανεὶς ὅμως δὲν τὴ μετέτρεπε σὲ ἔργο, οὔτε ὑπῆρξε κανεὶς ποὺ νὰ ἔζησε χωρὶς νὰ ἁμαρτήση. Ἀλλ᾿ ἡ ἀρρώστια ξεκινώντας ἀπὸ τὸν πρῶτο ἄνθρωπο καὶ προχωρώντας διὰ μέσου ὅλων κυριάρχησε σὲ ὅλους. Ἔμοιαζε ἔτσι νὰ εἶναι φύση μας τὸ κακό. Καὶ ἡ φυσικὴ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἔμενε κρυμμένη κι ἦταν μέσα στὰ ἀναρίθμητα ἀνθρώπινα σώματα ὁ ἄνθρωπος ἀφανής. Γιατὶ ὅλοι ἔκαναν χρήση τῶν πιὸ κακῶν τάσεων τῆς ψυχῆς καὶ τὸ ἀγαθὸ ποὺ ὑπῆρχε μέσα τῆς δὲν φαινόταν πουθενά, ἀφοῦ κανεὶς δὲν ζοῦσε σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο.

6. Ἀλλὰ ἡ πανάμωμη Παρθένος, χωρὶς νὰ ἔχῃ γιὰ πόλη τῆς τὸν οὐρανό, χωρὶς νὰ ἔχῃ γεννηθῆ ἀπὸ τὰ οὐράνια σώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ -ἀπὸ αὐτὸ τὸ ξεπεσμένο γένος, ποὺ ξέχασε τὴν ἴδια του τὴ φύση- καὶ κατὰ τὸν ἴδιο με ὅλους τρόπο, μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος σὲ κάθε κακία. Ἀπέδωκε ἔτσι στὸ Θεὸ ἀμόλυντη τὴν ὡραιότητα ποὺ χάρισε στὴ φύση μας καὶ χρησιμοποίησε, αὐτὴ μόνη, ὅλα τὰ ὅπλα καὶ ὅλη τη δύναμη ποὺ ἔβαλε μέσα μας. Μὲ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε γιὰ τὸν Θεό, μὲ τὴ ρωμαλεότητα τῆς σκέψεώς της, τὴν εὐθύτητα τῆς θελήσεως καὶ τὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη τῆς ἔτρεψε σὲ φυγὴ κάθε ἁμαρτία κι ἔστησε τρόπαιο νίκης τέτοιο, ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε νὰ συγκριθῆ. Μὲ ὅλα αὐτὰ φανέρωσε τὸν ἄνθρωπο τέτοιον ποὺ ἀληθινὰ δημιουργήθηκε, φανέρωσε δὲ καὶ τὸ Θεό, τὴν ἄφατη σοφία καὶ τὴν ἀπέραντη φιλανθρωπία του. Ἔτσι αὐτὸν ποὺ παρουσίασε ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν περιέβαλε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, αἰσθητὰ στὰ μάτια ὅλων, τὸν ἀποτύπωσε καὶ τὸν εἰκόνισε προηγουμένως μὲ τὰ ἔργα τῆς ἐπάνω στὸν ἑαυτό της. Καὶ ἦταν δυνατὸν ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα διὰ μέσου αὐτῆς μόνης «νὰ γνωρίσουμε ἀληθινὰ τὸ Δημιουργό». Οὔτε ὁ νόμος ἀποδείχθηκε ἱκανὸς νὰ φανερώσῃ τὴ θεία χρηστότητα καὶ σοφία οὔτε οἱ γλῶσσες τῶν προφητῶν οὔτε ἡ τέχνη τοῦ Δημιουργοῦ ποὺ ἀποκαλύπτει ἡ ὁρατὴ δημιουργία οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ διηγεῖται κατὰ τὸν ψαλμῳδὸ «δόξαν Θεοῦ» οὔτε ἀκόμη ἡ φροντίδα καὶ ἡ πρόνοια τῶν Ἀγγέλων γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος οὔτε τέλος κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. Γιατὶ μόνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ φέρει μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν φανερωθῆ αὐθεντικὰ τέτοιος ποὺ εἶναι, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἐπάνω του τίποτε τὸ νόθο, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψη ἀληθινὰ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Ἀλλὰ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ἢ πρόκειται νὰ ὑπάρξουν, ἐκείνη ἡ ὁποία τὰ ἐπραγματοποίησε ὅλα αὐτὰ καὶ διεφύλαξε κατὰ τρόπο λαμπρὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀνόθευτη ἀπὸ κάθετι ξένο εἶναι ἡ μακαρία Παρθένος. Γιατὶ κανένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν ἦταν «καθαρὸς ἀπὸ ῥύπου», ὅπως λέγει ὁ προφήτης. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα καὶ προξενεῖ ἔκπληξη ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς Ἀγγέλους καὶ ξεπερνάει κάθε ρητορικὴ ὑπερβολή: τὸ πῶς, ἐνῷ ἡ Παρθένος ἦταν μόνο ἄνθρωπος καὶ δὲν εἶχε τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπόρεσε νὰ διαφύγη, μόνη αὐτή, τὴν κοινὴ ἀρρώστια.

7. Πῶς τὸ μπόρεσε; Ποιοὺς λογισμοὺς χρησιμοποίησε; Ἀκόμη περισσότερο, πῶς τῆς δημιουργήθηχε ἀρχικὰ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ θέλησε νὰ ριχθῆ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, τὸν ὁποῖο κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους της δὲν ἀκούσθηκε ὅτι εἶχε ποτὲ κερδίσει; Ποιοὺς ὁδηγοὺς εἶχε μπροστά της; Ποιὸς τῆς ἔδωκε ἐλπίδες ὅτι θὰ νικήση; Ἀπὸ ποῦ ἄντλησε τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος; Γιατὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν πεσμένη, εἶναι δὲ ἀπερίγραπτη ἡ φαυλότης μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων. Λίγοι ἦσαν οἱ καλοὶ κι εἶχαν κι αὐτοὶ ἀνάγκη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θὰ τοὺς στηρίξουν. Τόσο πολὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι χρήσιμοι στοὺς ἄλλους.
Τί λοιπὸν ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔδωκε τὴ νίκη στὴν Παρθένο, ἀφοῦ οὔτε ᾖρθε στὴ ζωὴ πρὶν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ἔχῃ λάβει φύση καθαρὴ ἀπὸ κάθε κακία, οὔτε μετὰ ἀπὸ τὸν καινὸ Ἄνθρωπο καὶ τὴν νέα κλίση καὶ δύναμη ποὺ ἔλαβαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ Αὐτόν; Γιατὶ δὲν θὰ ἦταν βέβαια καθόλου παράδοξο νὰ νικήση ὁ Ἀδὰμ τὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ νὰ μὴν τὸν ὠθῇ πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ μὴν τὸν ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὴν κακία. Εἶχε πράγματι γιὰ διαμονὴ τόπο γεμάτο ἀπὸ κάθε εἴδους τέρψη, ζωὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κόπους, σῶμα ποὺ δὲν εἶχε δοκιμάσει φθορά, ψυχὴ ἄγευστη ἀκόμη ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Δὲν εἶχε γιὰ γενάρχη τοῦ ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλά, κατὰ τρόπον ἄμεσο, τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Αὐτὸν γνώριζε καὶ σὰν πατέρα τῆς φύσεως καὶ σὰν παιδαγωγὸ καὶ νομοθέτη κι ἦταν πλασμένος ἔτσι, ὥστε νὰ βρίσκεται μὲ Αὐτὸν σὲ κάθε εἴδους κοινωνία καὶ σχέση. Ἦταν ἑπομένως φυσικὸ ὅλα αὐτὰ νὰ κρατοῦν μέσα τοῦ ἄσβεστη τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Θεό. Ἂν πάλι ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε κακία ἐκεῖνοι ποὺ γεννήθηκαν μετὰ τὴ χάρη καὶ τὴ συμφιλίωση μὲ τὸ Θεό, μετὰ τὸ Χριστό, τὸ καινὸ Θῦμα, καὶ τὴν ἔκχυση τοῦ Πνεύματος καὶ τὴ μυστικὴ γέννηση τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ φρικτὴ τράπεζα τῆς θ.Εὐχαριστίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν δεχθῆ τόσα πολλὰ καὶ τόσο ὑπέροχα βοηθήματα τίποτε βέβαια τὸ ἀξιοθαύμαστο δὲν θὰ παρουσίαζαν. Ἂς ἔρθουμε ὅμως στὴν περίπτωση τῆς Παρθένου. Ἀφοῦ τόσο σκληρὴ καὶ δύσκολη εἶναι ἡ μέχρι τέλους ἀντίσταση στὴν ἁμαρτία, ὥστε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ ὑπῆρξε στὴ γῆ νὰ εἶναι καὶ ὁ πρῶτος ποὺ ἄρχισε τὴν παρανομία καὶ παρὰ τὰ τόσα ὅπλα ποὺ εἶχε γιὰ νὰ ἀγωνισθῆ γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀρετὴ δὲν ἄντεξε στὴν προσβολὴ κι ἔπεσε ἀμέσως στὴν ἁμαρτία καὶ ἐκεῖνοι, ἐξ ἄλλου, ποὺ ἦρθαν μετὰ τὸ λουτρὸ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ χάρη -καὶ ἐννοῶ τοὺς πιὸ ἐναρέτους ἀπὸ ὅλους, αὐτοὺς ποὺ ἀφιερώθηκαν στὴν εὕρεση τοῦ ὕψιστου ἀγαθοῦ κι ἔγιναν κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ τους- ὑπάρχουν κακὰ γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἐντελῶς ἀνεύθυνοι καὶ ἔχουν γι᾿ αὐτὸ ἀνάγκη ἀπὸ τὴν συνεχῆ κάθαρση τῶν Μυστηρίων, ποιὰ γλῶσσα μπορεῖ νὰ ὑμνήση ὅπως πρέπει καὶ ποιὸς νοῦς νὰ λάβη ἰδέα τοῦ πόσο καθαρὴ ἀπὸ κάθε κακία διατήρησε τὴν ψυχή της ἢ Παρθένος, πόσο καθαρὸς ἄνθρωπος -σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρη μόνο εὐγνωμοσύνη- ὑπῆρξε, ἀφοῦ αὐτὰ ποῦ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἀπὸ κάθε ἄποψη προετοιμασμένοι δὲν μπόρεσε νὰ τὰ ἐπιτύχη, αὐτὴ τὰ ἐπραγματοποίησε ἐξ ὁλοκλήρου, χωρὶς μάλιστα νὰ χρειασθῇ βοήθεια ἀπὸ κανέναν; Κι αὐτὸ μολονότι δὲν ᾖρθε στὴ ζωὴ οὔτε πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀρρώστια τῆς φύσεως οὔτε μετὰ τὸν κοινὸ ἰατρό, ἀλλὰ στὸ μεσουράνημα τοῦ κακοῦ καὶ βρέθηχε μέσα στὸν τόπο τῆς καταδίκης, σὲ μιὰ φύση ποὺ ἔμαθε πάντοτε νὰ νικιέται, σὲ σῶμα ποὺ δουλεύει στὸ θάνατο, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ὅλοι ὅσοι μποροῦσαν νὰ βοηθῆσονν στὴν πραγματοποίηση τῆς κακίας ἦσαν ὑπερβολικὰ κοντά, ἐνῷ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ γνώριζαν νὰ συμπολεμοῦν ἀπουσίαζαν. Γιατὶ εἴτε ἰδοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ συμφιλίωση, πρὶν νὰ ἔρθη στὴ γῆ ὁ δημιουργός της εἰρήνης, αὐτὴ ἡ ἴδια διέλυσε μέσα τῆς τὴν ἔχθρα ποὺ ὑπῆρχε στὴν ἀνθρώπινη φύση κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄνοιξε τὸν οὐρανὸ καὶ προσείλκυσε τὴ χάρη καὶ ἔλαβε τὴ δύναμη ν᾿ ἀγωνισθῆ κατὰ τῆς ἁμαρτίας, αὐτὸ τὸ θαῦμα ξεπερνάει ἀσφαλῶς κάθε ἀνθρώπινη κατανόηση -γιατὶ πόσο ὑπέροχη πρέπει νὰ εἶναι ἡ συνεισφορὰ τῆς Παρθένου, ἀφοῦ μπόρεσε ν᾿ ἀποδειχθῆ ἰσάξια μὲ ἐκείνη τοῦ μεγάλου Θύματος; -Εἴτε πάλι θεωρήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι, μολονότι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν ἐχθρική, τόσα πολλὰ μπόρεσε νὰ πραγματοποιήση ἡ πρόθεση τῆς Παρθένου, καὶ ἐνῷ ὁ φραγμὸς τῆς ἔχθρας ὑπῆρχε ἀκόμη, αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸν Θὲδ καὶ ὅτι τὸ τεῖχος ἐκεῖνο ποῦ χώριζε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν ἄντεξε στὴν προθυμία μιᾶς ψυχῆς, ἀπὸ αὐτὸ τί ὑπάρχει πρωτοφανέστερο; Γιατὶ οὔτε βέβαια τὴν ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς ἐπίτηδες τὴν Παρθένο ἔτσι, ὥστε νὰ ζῇ ἀναγκαστικὰ μὲ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο ζωῆς, οὔτε, ἐνῷ ἡ ἴδια πρόσφερε ὅ,τι καὶ οἱ ἄλλοι, τὴν ἐτίμησε ὁ Θεὸς μὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους βοηθήματα. Ἀλλὰ ἡ Παρθένος νίκησε τὴν πρωτάκουστη καὶ θαυμαστὴ αὐτὴ νίκη χρησιμοποιώντας μόνο τὸν ἑαυτό της καὶ τὰ ὅπλα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς.

8. Γιατὶ τὸ νὰ νομίση κανεὶς ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ μέσα στὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀρετὴ ὅπως καὶ τὰ ἄλλα δημιουργήματα, εἶναι πρᾶγμα ποὺ ἀντίκειται πρὶν ἀπὸ ὅλα στὴν ἴδια τὴν φύση τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία εἶναι προαιρετικὸ ἀγαθὸ καὶ ἔργο τῆς προσωπικῆς μας θελήσεως. Γιατὶ ἀκριβῶς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸ «εἶναι» ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι λογικὰ καὶ μὲ ἐλεύθερη θέληση ὄντα, τὸ «εὖ εἶναι» δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ὑπάρχη στὴν καλὴ χρήση τῆς λογικότητος καὶ τῆς αὐτόνομης θελήσεώς τους. Οὔτε βέβαια εἶναι δυνατὸν τὸ «εὖ» νὰ καταστρέφῃ τὸ «εἶναι» οὔτε ἡ πρόοδος στὴν ἀρετὴ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μειώνῃ τὰ καλὰ ποὺ ἐκ φύσεως ἔχουμε, ἀφοῦ προορισμὸς τῆς εἶναι νὰ τὰ αὐξάνῃ. Γιατὶ θὰ ἦταν ἀσφαλῶς ἄτοπο αὐξάνοντας τὴν ἀρετὴ νὰ μειώνουμε τὴν ἐλευθερία, νὰ καταστρέφουμε δηλαδὴ ἔτσι μὲ τὰ καλὰ ἔργα τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, αὐτὸ ποὺ ἐκ φύσεως εἴμαστε. Ἀλλὰ ἡ υἱοθέτηση αὐτῶν τῶν σκέψεων εἶναι ἀρχὴ γιὰ χίλια δυὸ ἀτοπήματα. Γιατὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ παραδεχθοῦμε τότε ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: ἢ ὅτι κανεὶς δὲν ἔχει εὐθύνη γιὰ καμμιὰ ἁμαρτία του καὶ ὅτι, ἀντίστοιχα, οἱ ἀγαθοὶ δὲν κερδίζουν δίκαια τὰ βραβεῖα -ἀφοῦ δὲν ὁδηγοῦν οἱ ἴδιοι τους ἑαυτούς τους οὔτε εἶναι κύριοι τῆς θελήσεώς τους- ἤ, ἂν δὲν τὸ παραδεχώμαστε αὐτό, πρέπει ἀσφαλῶς νὰ πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ἀφοῦ, διαχωρίζοντας τοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους στεφανώνει καὶ ἄλλους καταδικάζει στὶς ἔσχατες τῶν ποινῶν, χωρὶς οὔτε στὸ ἕνα οὔτε στὸ ἄλλο νὰ ἐνεργῇ λογικά. Θὰ ἦταν δὲ κατ᾿ ἐξοχὴν μοχθηρό, ἐάν, ἐνῷ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀναδείξη ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀρίστους καὶ τὸ χέρι του μπορεῖ νὰ μοιράση τὰ ἀγαθὰ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο σὲ ὅλους, δὲν τὸ ἔκανε.
Πῶς θὰ ἦταν ἔτσι δυνατὸν νὰ ἰσχύῃ ἀκόμη τὸ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν «λαμβάνει πρόσωπον ἀνθρώπου» καὶ ὅτι «πάντας θέλει σωθῆναι» καὶ ὅτι ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τὸ ἀγαθὸ ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεται σὲ κοινωνία καὶ μετοχὴ τόσο περισσότερο ἀπὸ ὅλα -καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὰ ὑπόλοιπα- ὅσο περισσότερο «κενώθηκε» καὶ ὅσο περισσότερο εἶναι πλούσιο ἀγαθό; Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο ἕνα συμπέρασμα καὶ ἕνας συλλογισμός. Γιατὶ εἶναι ἐντελῶς φανερὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἐτίμησε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς δωρεὲς ἐκεῖνες ποὺ βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήση τὴν ἀληθινὴ ζωή. Ἂν ὅμως τιμήθηκαν ὅλοι με τὴ μεγαλύτερη, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔλαβαν ὅλοι τὴν ἴδια. Γιατὶ μεγαλύτερο ἀγαθό, δηλαδὴ ἀγαθὸ ποὺ νὰ ὁδηγῇ κατὰ καλύτερο τρόπο πρὸς τὴν ἀρετὴ ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα ζωὴ καὶ πολιτεία τοῦ Σωτῆρα, ἀπὸ τὸ θάνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτὰ -καὶ ποὺ ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη μπορεῖ νὰ ἀπολαμβάνῃ ἐξ ἴσου- εἶναι βέβαια καὶ ἀδύνατο νὰ δημιουργήση κανεὶς καὶ τὸ νὰ θεωρήση ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ κάτι τέτοιο, πρᾶγμα ἀπὸ τὰ πιὸ παράλογα. Ἑπομένως ἡ βοήθεια μὲ τὴν ὁποία ἐβοήθησε τὴ μητέρα Του δὲν εἶναι καθόλου μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἐχάρισε γενικὰ σ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

9. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη μὲ τὰ νόμιμα χαρίσματα καὶ τὴν ἀξιοποίησή τους ἢ ἴδια ἔπλεξε στὸν ἑαυτὸ τῆς αὐτὸ τὸ στεφάνι. Γιατί, ἐνῷ ἡ βοήθεια ποὺ δέχθηχε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἦταν ἡ ἴδια με ἐκείνη ποὺ δέχθηκαν ὅλοι, αὐτὴ τόσο πολὺ ξεπέρασε τοὺς ἄλλους μὲ ὅσα πρόσθεσε ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, ὥστε ὄχι μόνο νὰ νικήση παντοῦ ὅπου ἐκεῖνοι νικήθηχαν, ἀλλὰ καὶ νὰ νικήση τόσο λαμπρά, ὥστε ἡ νίκη της νὰ ἐπαρκέση καὶ γιὰ τὴν προσωπική της δόξα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ νὰ εἶναι σὰν μία νίκη ποὺ τὴν ἐπέτυχαν ὅλοι. Γιατὶ δὲν ἀπέδειξε χειρότερο τὸ ἀνθρώπινο γένος ξεπερνώντας τὸ σὰν ἕνας ἀντίδικός του, ἀλλὰ τὸ ἐκόσμησε. Οὔτε τὸ ἔκαμε νὰ ντρέπεται σὰ νὰ νικήθηχε, ἀλλὰ τὸ φανέρωσε λαμπρότερο. Οὔτε μὲ τὸ νὰ γίνῃ ἡ ἴδια ἐξαιρετικὰ ὡραία ἀποκάλυψε τὴν ἀσχήμια τῶν ὁμοφύλων της, ἀλλὰ τοὺς χάρισε ὡραιότητα. Οὔτε πάλι μὲ τὸ ὅτι ὑπερασπίσθηκε μὲ ἐπιτυχία τὴν ἀνθρώπινη φύση μέσα της, μεταθέτοντας ἔτσι καθαρὰ τὴν αἰτία τῆς ἁμαρτίας στὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά, ἔκαμε βαρύτερες τὶς εὐθύνες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀντίθετα, ἔχοντας ἡ ἴδια εὐδοκιμήσει μὲ πρωτοφανῆ τρόπο, κατήσχυνε καὶ νίκησε τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε κακία τοὺς κατησχυμμένους καὶ νικημένους. Κι ἔτσι τὸ κάλλος, ποὺ δόθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύση, δὲν τὸ διατήρησε ἀνόθευτο ἀπὸ κάθε ξένο στοιχεῖο μόνο στὸν ἑαυτό της, ἀλλά, ὅσο ἦταν δυνατόν, καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.

10. Καὶ ἂν ἤθελε κανεὶς νὰ ἐξετάση, θὰ μποροῦσε νὰ βρῇ γιὰ ὅλα τοῦτα πολλὲς καὶ λαμπρὲς ἀποδείξεις. Πρὶν ἀπὸ ὅλα, τίποτε δὲν ἐμπόδισε τὸ Θεὸ νὰ κατέλθη καὶ νὰ σκηνώσῃ μέσα της μόλις χρειάσθηκε. Γιατὶ δὲν θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ κατέλθη, ἂν ἦταν οἰκοδομημένο ἀνάμεσά τους τὸ διαχωριστικὸ τεῖχος, πρᾶγμα ποὺ θὰ συνέβαινε, ἂν ὑπῆρχε μέσα τῆς κάτι συγγενικὸ πρὸς τὴν ἁμαρτία, γιατί, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης, «Οἱ ἁμαρτίες σας διαχωρίζουν ἀνάμεσα σὲ σᾶς καὶ σὲ μένα». Κι οὔτε βέβαια πρέπει νὰ νομίσουμε ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἀντιστεκόταν πρὸς τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ τὸ τεῖχος καὶ ὅτι κατεβαίνοντας ὁ Θεὸς τὸ ἐγκρέμισε μὲ τὴ δυναμή Του.Γιατὶ τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ἔκρινε καλὸ νὰ καταλύση αὐτὸ τὸ φραγμὸ δὲν ὑπῆρχε, ἀφοῦ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀκόμη κατέλθει. Καὶ ἐννοῶ ἀσφαλῶς τὸ αἷμα καὶ τὸ πάθος, γιατὶ μὲ αὐτὸ μόνο τὸν τρόπο ἔπρεπε νὰ νικιέται ἡ ἁμαρτία, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦσαν στὴν ἐποχὴ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου -καὶ στοὺς ὁποίους προεικονιζόταν ἡ χάρη- λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «χωρὶς νὰ χυθῆ αἷμα, δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξη ἄφεση ἁμαρτιῶν».
Ἐξ ἄλλου ποιὸς δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Παρθένο ἀποδεικνύουν πῶς ἦταν ἀμέτοχη στὴν παραμικρὴ ἁμαρτία; Γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Κριτής, ποὺ «δὲν κρίνει μὲ προσωποληψία», κρίνοντας καὶ τὴν κοινὴ μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων (τὴν Εὔα) καὶ τὴν Παρθένο, τὴν Εὔα, ποὺ ἁμάρτησε, ἐτιμώρησε ἐπιτρέποντας νὰ ζῇ μὲ λύπη, ἐνῷ τὴν Παρθένο ἀξίωσε νὰ χαίρῃ. Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ λύπη ἁρμόζει στοὺς ἁμαρτωλούς, αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἁρμόζει ἡ χαρὰ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν τίποτε τὸ κοινό με τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο σὲ κανέναν ἀπολύτως ἄλλον ἄνθρωπο μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν ἀπηύθυνε ὁ Θεὸς τὸ «χαῖρε», ἀφοῦ ὅλοι ἦσαν ἀκόμη ὑπόδικοι καὶ μέτοχοί της Παλαιᾶς, κακότυχης κληρονομιᾶς.
Ἀλλὰ αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἐξετάζουν τὴν προετοιμασία τῆς Παρθένου γιὰ τὴ διακονία τοῦ μυστηρίου. Ὅταν Ἐκείνη ρώτησε γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πραγματοποιόταν ἡ παράδοξη γέννηση καὶ τί ἀλλοίωση ἔπρεπε νὰ ὑποστῇ ὥστε νὰ κυοφορήση καὶ νὰ γεννήση τὸ Θεό, ὁ Γαβριὴλ ἀπαντώντας μίλησε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ Ὑψίστου καὶ ἄλλα σχετικά. Πουθενὰ ὅμως στὴν χαρμόσυνη ἀγγελία τοῦ Ἀγγέλου δὲν ἔγινε λόγος γιὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ ἐνοχὴ καὶ γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ προετοιμασία θὰ χρειαζόταν ἀσφαλῶς πρὶν ἀπὸ ὁποιεσδήποτε τυχὸν ἄλλες. Γιατί, ἀφοῦ ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ σταλῆ σὰν ἁπλὸς προάγγελος τοῦ ἀγνώστου ὡς τότε μυστηρίου (τῆς Σαρκώσεως), εἶχε ἀνάγκη καθάρσεως καὶ μάλιστα μὲ φωτιά, τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ζητήθηκε καμμιὰ κάθαρση ἀπὸ ἐκείνη πού, ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός, χρειάσθηκε νὰ διακονήση στὴν πραγματοποίηση τοῦ μυστηρίου -κι αὐτὸ ὄχι μόνο με τὴ γλῶσσα, ἀλλὰ προσφέροντας καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλη τὴν ὕπαρξή της- δὲν φανερώνει αὐτὸ σαφέστατα ὅτι δὲν εἶχε τίποτε ποῦ ἔπρεπε νὰ ἀποβάλῃ; Ἂν δὲ ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Παρθένος καθαρίσθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι λέγοντας κάθαρση ἐννοοῦν τὴν προσθήκη χαρισμάτων, ἄφου οἱ ἴδιοι λένε ὅτι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καθαρίζονται καὶ οἱ Ἄγγελοι, στοὺς ὁποίους βέβαια δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ κακό.
Αὐτὴ δὲ ἀκριβῶς τὴν ἴδια μαρτυρία φαίνεται ὅτι ἤθελε νὰ δώσῃ ὁ Σωτῆρας γιὰ τὴ μητέρα Τοῦ μετὰ τὴ μυστηριώδη γέννηση ὅταν σὲ δημόσια συνάθροιση εἶπε ὅτι «μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν». Αὐτὰ τὰ εἶπε θέλοντας νὰ κοσμήσῃ ὄχι τόσο ἐκείνους, ὅσο τὴ μητέρα Του. Γιατὶ κοσμεῖται βέβαια ἡ μητέρα, ὅταν τονίζεται ὅτι ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους ἄξιους νὰ ὀνομάζωνται «μητέρα καὶ ἀδελφοί» Του εἶναι ἡ φροντίδα γιὰ τὴν τήρηση τοῦ θεῖον νόμου. Πράγματι, τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν Παρθένο δὲν τὴν τίμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα τῆς μητέρας οὔτε τὴν ἀποκάλεσε μόνο, ἀλλὰ τὴν εἶχε ἀληθινὰ μητέρα, φανερώνει καθαρὰ ὅτι αὐτὴ εἶχε ξεπεράσει κάθε κορυφὴ ἁγιότητος.
Γιατί, ἂν ἀναγνώριζε σὰν ἀκριβεῖς φύλακες τοῦ νόμου ὅσους τίμησε ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομα, δὲν ἔκαμε ἔτσι ὁλοφάνερο ὅτι σ᾿ ἐκείνη, στὴν ὁποία ἔδωκε καὶ τὴν πραγματικότητα, σ᾿ ἐκείνη δηλαδὴ ποὺ ὑπῆρξε ἀληθινὰ μητέρα Του, δὲν βρῆκε ποτὲ καὶ σὲ καμμιὰ περίπτωση κάτι ποὺ νὰ μὴν ἁρμόζῃ στὰ θελήματα καὶ τοὺς νόμους Του; Φανέρωσε ἀντίθετα ὅτι ἀναγνώρισε στὴν Παρθένο ἀρετὴ ποὺ τόσο ξεπερνάει κάθε ἀνθρώπινο μέτρο, ὅσο τὸ νὰ εἶναι κανεὶς πραγματικὰ κάτι, ἀπὸ τὸ νὰ ὀνομάζεται ἁπλῶς, ὅσο δηλαδὴ ἡ πραγματικότητα βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ ὀνόματα. Γιατί, ὅπως δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ γεννήση τὸ Χριστὸ καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι Τὸν γέννησε οὔτε νὰ γίνῃ κατὰ τρόπο πραγματικώτερο μητέρα Του ἀπὸ ὅ,τι ἔγινε, ἀλλὰ ἔφθασε στὴ σχέση τῆς πρὸς αὐτὸν στὸ ἀκρότατο ὅριο γνησιότητος, ἔτσι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ φθάση καὶ σὲ μεγαλύτερο μέτρο ἀρετῆς ἀπὸ ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο ἔζησε ὅλη τη ζωή της.

11. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἑξῆς εἶναι σημεῖο φανερὸ ὅτι ἡ μακαρία Παρθένος ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε κακία: τὸ ὅτι εἶχε εἰσέλθει στὸ ἁγιώτατο τμῆμα τοῦ Ναοῦ, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ποὺ ἦσαν ἄβατα καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Ἀρχιερέα, ἂν προηγουμένως δὲν εἶχε καθαρισθῆ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, μὲ τὸν τρόπο βέβαια ποὺ ἦταν δυνατὸν νὰ καθαρίζωνται τότε οἱ ἁμαρτίες. Γιατὶ μὲ τὸ ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη γιὰ ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ ἄλλους καθαρισμοὺς ἀπέδειξε ὅτι δὲν εἶχε τίποτε γιὰ νὰ καθαρίση. Καὶ δὲν εἰσῆλθε ἁπλῶς στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων με αὐτὸν τὸν τόσο παράδοξο τρόπο, ἀλλὰ καὶ κατοίκησε ἐκεῖ ἀπὸ βρέφος μέχρι τὴν νεανική της ἡλικία. Δὲν ὑπῆρξε ἔτσι ἀνάγκη γιὰ καθαρτήριες θυσίες οὔτε κατὰ τὴ γέννηση οὔτε κατὰ τὴν ἀνάπτυξή της. Καὶ τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι ὅτι καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖνα τὰ χρόνια δὲν φαινόταν νὰ ἀντιβαίνῃ σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεσμοὺς αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, τὸ νὰ φρίττῃ δηλαδὴ καὶ νὰ τρέμῃ ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ διασχίση τὴν εἴσοδο, κι αὐτὸ μιὰ φορᾷ τὸ χρόνο καὶ χωρὶς νὰ ἔχῃ παραλείψει τὶς ἐξιλαστήριες θυσίες, ἡ δὲ Παρθένος νὰ χρησιμοποιῇ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων σὰν κατοικία Της καὶ νὰ τρώγῃ καὶ νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ περνᾷ ἐκεῖ ὁλόκληρή τη ζωή Της. Συμμετεῖχε λοιπὸν ἡ Παρθένος στὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ κατὰ ἕναν τρόπο ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀφοῦ τὰ ἀναγκαία γιὰ τὴν τροφή της δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς τὰ προσφέρουν ἄνθρωποι, ἀλλὰ Ἄγγελος ἑτοίμαζε τὸ τραπέζι της. Ἀποδεικνύεται λοιπὸν τὸ πόσο ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ψόγο καὶ καθαρώτερη ἀπὸ τὸ νὰ χρειάζεται τὶς καθαρτήριες τελετὲς τοῦ νόμου, πρᾶγμα ποὺ ἦταν φανερὸ στὰ μάτια ὄχι μόνο Ἐκείνου ποὺ βλέπει τὰ κρυφά, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τόσο ἡ ἀρετὴ τῆς ἦταν μεγάλη καὶ λαμπρή, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ μείνη κρυμμένη. Καὶ μολονότι ἡ ἡλικία της καὶ τὸ γένος της καὶ ἡ ζωή της δὲν μποροῦσαν νὰ διακηρύξουν τὴν ἀρετή της, καὶ μάλιστα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν ἀκόμη τυφλοὶ καὶ βουτηγμένοι στὸ βαθὺ σκοτάδι -ἀφοῦ ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης δὲν εἶχε ἀκόμη φανῆ- τίποτε δὲν ἐμπόδιζε τὸ φῶς ἐκεῖνο τῆς Παρθένου νὰ λάμψη καὶ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς της νὰ κάμῃ, ξεπερνώντας ὅλα τὰ ἐμπόδια, αἰσθητὴ στοὺς τυφλοὺς τὴν ἀκτῖνα ποὺ εἶχε φθάσει στὴ γῆ. Καὶ ἦταν φυσικό. Γιατὶ τί μποροῦσε νὰ ὑπάρξη τόσο μεγάλο, ὥστε νὰ συγκαλύψη τὸ μέγεθος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σωφροσύνης ἐκείνης, ἡ ὁποία κατὰ τὸν προφήτη «ἐκάλυψε καὶ αὐτοὺς τοὺς οὐρανούς»; Γιατὶ ἐκείνη ποὺ ἦταν τόσο ἰσχυρότερη ἀπὸ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη κακία, ὥστε μεμιᾶς καὶ εὐκολώτατα νὰ τὴν ἐξαλείψη ὁλόκληρη, πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ συγκαλυφθῆ ἀπὸ τὴν ἀχλὺ τῆς κακίας, ὅταν ἐμφανίσθηκε;

12. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν διακρίνει στὴν Παρθένο τὰ πιὸ μεγάλα καὶ πιὸ θαυμαστὰ πράγματα, τέτοια ποὺ κανεὶς ἄλλος ποτὲ δὲν εἶχε, τὴν τιμοῦσαν μὲ ὅ,τι καλύτερο εἶχαν, προσφέροντάς της γιὰ κατοικία τὸν πιὸ ἱερὸ χῶρο ποὺ ὑπῆρχε. Ἔτσι τὸ χῶρο ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ξεχωρίσει καὶ εἶχαν ἀφιερώσει σὰν δῶρο ὅλης της γῆς ἀποκλειστικὰ στὸ Θεό, αὐτὸν ἔδωκαν σὰν κατοικία καὶ στὴν Παρθένο. Γιατὶ θεώρησαν ὅτι ὁ ἴδιος χῶρος ἔπρεπε νὰ εἶναι καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ κατοικία τῆς Παρθένου, γιατὶ ἔπρεπε μὲ τὰ ἴδια πράγματα νὰ λατρεύεται ὁ Θεὸς καὶ νὰ τιμᾶται ἡ Παρθένος ἢ μᾶλλον ἔπρεπε ὁ ἴδιος οἶκος ποὺ εἶχε μέσα τοῦ τὴν Παρθένο νὰ εἶναι καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ.
Ὁ δὲ Θεὸς ποὺ τὴν ἐγνώριζε πολὺ καλύτερα, σὰν καρδιογνώστης ποὺ εἶναι, ὅπως ἐγνώριζε καὶ ὅσα ἦταν ἄξια ἡ Παρθένος νὰ λάβη ἀπὸ αὐτὸν -καὶ ὄχι μόνο τὰ ἐγνώριζε, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν δύναμη νὰ τὰ δώση- τὴν κοσμοῦσε μὲ κάθετι ποὺ ἦταν ἀληθινὰ ἄξιό Της. Ἔτσι, ἀφοῦ τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα ἄβατα, τὴν ὁδήγησε σὲ ἄλλη σκηνὴ φτιαγμένη ὄχι ἀπὸ νεφέλη οὔτε ἀπὸ ἀγγελικὰ ἢ ἀρχαγγελικὰ φτερὰ οὔτε ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ κτιστὰ καὶ δουλικὰ πράγματα, ἀλλὰ ἔγινε Αὐτὸς ὁ ἴδιος γιὰ τὴν μακαρία σκηνή, αὐτὸς «ποὺ κατοικεῖ στὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτο». Κι ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἱερώτατος Γαβριήλ, τὴν «ἐπεσκίασεν ἡ Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος». Γιατὶ ὁ Θεὸς μόνο τὸν ἑαυτό του βρῆκε ὅτι μποροῦσε νὰ γίνῃ σκηνὴ ἄξια σ᾿ Ἐκείνη, ποὺ μόνη ἔγινε ἄξια γιὰ τὸν Θεὸ σκηνή.

13. Τὸ ὅτι πάλι κατοίκησε στὸν ἄβατο ἐκεῖνο χῶρο δὲν εἶναι κάτι ποὺ τιμᾷ τὴν Παρθένο, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνο τὸ χῶρο. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ παλαιὸ Πάσχα τιμᾶται ἀπὸ τὴν προσθήκη τῆς σφαγῆς ἐκείνης ποὺ συμβόλιζε, καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ τὸ πνευματικὸ βάπτισμα καὶ τὰ ὑπόλοιπα σύμβολα ἀπὸ τὶς ἀληθινὲς πραγματικότητες. Γιατί, ἂν ἄλλα σύμβολα συμβόλιζαν καὶ ὁδηγοῦσαν σὲ ἄλλες πραγματικότητες, τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὁδηγοῦσαν ἀσφαλῶς στὴν παναγία Παρθένο. Τὸ γεγονὸς πράγματι ὅτι ἡ εἴσοδος στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἐπιτρεπόταν μόνο στὸν Ἀρχιερέα κι αὐτὸ μιὰ φορὰ τὸ χρόνο κι ἐνῷ εἶχε προηγουμένως καθαρισθῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ὑποδηλοῦσε τὴν μυστηριώδη κυοφορία τῆς Παρθένου, ποὺ ἔφερε μέσα τῆς τὸ μόνον ἀναμάρτητο, Ἐκεῖνον ποὺ μὲ μιὰ μόνη ἱερουργία καὶ μία φορᾷ μέσα στοὺς αἰῶνες ἐξάλειψε ὅλη τὴν ἁμαρτία. Καὶ τὸ ὅτι πάλι τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἦσαν ἄβατα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πιὸ ἱερὸ ἀπὸ ὅλους, ἦταν σημεῖο ποὺ φανέρωνε πῶς ἡ μακαρία Παρθένος οὐδέποτε ἔφερε στὴν ψυχὴ τῆς κάτι ποὺ νὰ μὴν ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἅγιο. Ἦταν δὲ τόσο πολὺ σεβαστὸς ὁ ναός, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ δεχθῆ μέσα τοῦ Ἐκείνη, ἀφοῦ τίποτε ἄλλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπῆρχαν μέσα τοῦ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ δώσῃ αὐτὴ τὴ μεγαλειώδη σεμνότητα. Τίποτε πράγματι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἦταν τόσο πολύτιμο, ὥστε ἡ ἀξία του νὰ τὸ κάνῃ ἀπρόσιτο στοὺς πολλούς. Ἀφοῦ τὸ μάννα ἦταν δυνατὸν καὶ στὰ χέρια τους νὰ τὸ κρατήσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ στὸ σπίτι τους νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τραφοῦν μὲ αὐτό. Καὶ ἡ ράβδος τίποτε τὸ ἱερώτερο δὲν εἶχε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τὴν κρατοῦσαν καὶ γιὰ χάρη τῶν ὁποίων πέταξε βλαστοὺς μρ φύλλα. Τέλος κι ἀπὸ τὶς πλάκες, τὶς πολυτιμότερες ἀπ᾿ ὅλες, αὐτὲς ποὺ περιεῖχαν τὸ νόμο, ὅλοι μποροῦσαν νὰ τὶς κρατήσουν στὰ χέρια. Τί λοιπὸν πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι τιμοῦσε τόσο πολὺ ἐκεῖνον τὸ χῶρο, ἂν ὄχι οἱ προεικονίσεις τῆς Πανάγνου, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶχαν τὴν ἀναφορά τους καὶ ὁδηγοῦσαν σ᾿ Ἐκείνη; Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο, ἐνῷ ἦταν ἀπροσπέλαστος σ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἦταν βατὸς γι᾿ αὐτήν. Καὶ μόλις φάνηκε ἡ Παρθένος, ἀμέσως κατήργησε τὸ νόμο ποὺ ἴσχυε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ὅτι ὁ ναὸς δὲν ἐπέτρεπε τὴν εἴσοδο σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐπειδὴ τιμοῦσε ἐκείνη καὶ κρατοῦσε τὸν ἑαυτό του μόνο γι᾿ αὐτήν, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ὅτι ἦταν τόσο πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν δέχθηχε ποτὲ οὔτε τὸ παραμικρὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης μικρότητος. Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅτι, ἂν ὁ χῶρος ποὺ εἰκόνιζε τὴν Παρθένο τόσο πολὺ ἀπεῖχε ἀπὸ ὅλους καὶ δὲν εἶχε, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, τίποτε τὸ κοινό με τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν οἰκουμένη, τί πρέπει νὰ σκεφθοῦμε γιὰ τὶς ἴδιες τὶς πραγματικότητες, ἀφοῦ βέβαια εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸ μέτρο τῶν μικροτέρων πραγμάτων νὰ γνωρίζουμε τὸ ὕψος καὶ τὴν ἀξία τῶν πιὸ μεγάλων;

14. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ σώματα μὲ τὴν ὕπαρξή τους ἐμφανίζουν καὶ διασφαλίζουν μέσα στὴ σκιὰ τὴν περιγραφὴ καὶ τὸ σχῆμα τῶν σωμάτων τὰ ὁποῖα περιγράφονται, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Παρθένος ἀποχωρίσθηχε ἀπὸ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα καὶ ἀφοῦ προῆλθε ἀπὸ τὴ γῆ δὲν εἶχε στὴ συνέχεια τίποτε νὰ πάρη ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ κράτησε ἀπρόσβλητή τη βούλησή της ἀπὸ κάθε κακία, συμβολιζόταν σὰν μὲ κάποιο ἀσαφὲς καὶ ἀμυδρὸ σύμβολο ἀπὸ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Κι αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθο καὶ συμβαδίζει καὶ μὲ τὴ λογικὴ τῶν πραγμάτων καὶ μὲ τὴ φυσικὴ τάξη. Γιατὶ ἦταν ἀνάγκη κάποιος ἄνθρωπος νὰ ἀποδειχθῆ ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ἁμαρτία χρησιμοποιώντας τὴν προθυμία τοῦ λογισμοῦ καὶ τὴ δύναμη τοῦ ἴδιου του ἑαυτοῦ του, χωρὶς νὰ ἔχῃ λάβη τὸ δῶρο νὰ εἶναι μητέρα τοῦ ἀναμάρτητου, πρὶν δηλαδὴ ἀκόμη ἀποκτήση συγγένεια μὲ Ἐκεῖνον. Κι αὐτὸ γιὰ πολλοὺς λόγους. Πρῶτα πρῶτα ἐπειδὴ ἦταν ἀνάγκη ἡ ἀνθρώπινη φύση νὰ φανερωθῆ τέτοια ποὺ πλάσθηκε, γιὰ νὰ προξενήση στὸν τεχνίτη τὴν τιμὴ καὶ τὴν δόξα ποὺ τοῦ ἔπρεπε. Γιατὶ βέβαια οὔτε στὸ γενάρχη οὔτε στοὺς ἀπογόνους του ἦταν δυνατὸν νὰ βρῇ κανεὶς ἀκέραιο τὸν ἄνθρωπο, ἀφoὺ ὅλοι ἦταν διεφθαρμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὁ δεύτερος πάλι Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ εἶναι καὶ Θεὸς κατὰ φύση, δὲν παρουσίασε τὴ δεύτερη φύση του, τὴ δική μας ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι μόνη τῆς ὁρατή. Γιατὶ δὲν εἶχε πρὸς τὴν ἁμαρτία τὴ σχέση ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔχῃ ὁ ἄνθρωπος σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή. Δὲν διάλεξε, ἔχοντας ροπὴ καὶ πρὸς τὰ δυό, ἀπὸ τὸ κακὸ τὸ καλὸ οὔτε ἔτρεξε πρὸς τὸ καλό, ἐνῷ μποροῦσε νὰ γίνῃ κακός, ἀλλ᾿ οὔτε ἦταν βέβαια ποτὲ δυνατὸ Αὐτὸς νὰ ἁμαρτήση. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ φανῆ ἐκεῖνος πού, ἐνῷ μποροῦσε νὰ ἁμαρτήση, δὲν ἁμάρτησε καθόλου, φανερώνοντας ἔτσι πῶς ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή. Γιατὶ διαφορετικά, ἂν δηλαδὴ ἡ φύση δὲν εὕρισκε στὸ πρόσωπο κανενὸς ἀνθρώπου τὴ μορφὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ δημιουργὸς τὴν εἶχε πλάσει, θὰ ἀποδεικνυόταν μάταιη ἡ ἐπιδεξιότης τοῦ δημιουργοῦ κι αὐτὸ στὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα του. Ἔπειτα, πῶς εἶναι λογικὸ νὰ μὴν τηρηθῆ κάποτε στὴν πληρότητά του ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ὑπάρχη περίπτωση νὰ νομοθετῇ ἄσκοπα ὁ σοφός, χωρὶς νὰ πρόκειται νὰ ὑπάρξη κανένας ποὺ θὰ ἀκολουθήση ὅλους τοὺς νόμους, καὶ νὰ διατάσσῃ πράγματα στὰ ὁποῖα κανένας δὲν πρόκειται νὰ πειθαρχήση καὶ νὰ ὁμιλῇ χωρὶς νὰ βρίσκῃ κανέναν ποῦ νὰ θέλῃ νὰ τὸν ἀκούση κι ἔτσι αὐτός, ποῦ εἶναι σὲ ὅλα τὰ σημεῖα εὐτυχῇς, ἐδῶ νὰ μὴν εἶναι;

15. Ἐκεῖνο λοιπὸν τὸ ὁποῖο ἦταν ἀπὸ κάθε ἄποψη ἀναγκαῖο νὰ συμβῇ, τὸ νὰ ὑπάρξη δηλαδὴ ἕνας κατὰ πάντα συνεπὴς ἐκτελεστῆς τῶν θείων διαταγμάτων, ἕνας ἄνθρωπος καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ ἄριστος μποροῦσε νὰ τὸν ἐνσαρκώση; Καὶ ἄριστη ὑπῆρξε κατὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ ἡ μακαρία Παρθένος, ἐκείνη τὴν ὁποία διάλεξε ὁ ἴδιος σὰν ναὸ γιὰ τὸν ἑαυτό Του, προτιμώντας τὴν ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦταν ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ φανερώσῃ κάποιος ἄνθρωπος μὲ σαφήνεια τὴν ἀνθρώπινη φύση τέτοια ποὺ εἶναι πράγματι καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι ὑστέρησαν στὸ νὰ τὸ ἐπιτύχουν, δὲν ἀπόμενε παρὰ νὰ τὸ κατορθώσῃ ἡ Παρθένος. Ὅπως λοιπὸν εἶπα πιὸ πάνω, ὁ Θεὸς ἔβαλε μέσα μας δύναμη νὰ νικᾶμε τὴν ἁμαρτία ἀγρυπνώντας καὶ πολεμώντας, κι Αὐτὸς θὰ μᾶς κοσμοῦσε, ὅταν θὰ εἴχαμε νικήσει, καὶ μὲ τὸ νὰ μᾶς καταστήση ἐντελῶς ἀκίνητους στὸ ἀγαθό. Αὐτὰ καὶ τὰ δυὸ τὰ ἔφερε στὴν ἀνθρώπινη φύση μόνη ἡ Παρθένος. Τὸ πρῶτο με ἐκεῖνα ποὺ κατώρθωσε αὐτὴ ἡ ἴδια στὸν ἑαυτό της, τὸ δεύτερο μὲ Ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μητέρα.
Γιατὶ διὰ τῆς Παρθένου ἀπέδειξε ὁ ἄνθρωπος ὁλοφάνερα καὶ πάνω στὴν πράξη τὴ δύναμη ποὺ ὑπῆρχε μέσα τοῦ ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ἡ Παρθένος παρέμεινε πράγματι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τῆς ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακία χάρις στὴν ἄγρυπνη προσοχή της, στὴ σταθερὴ θέλησή της καὶ στὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη της. Ἐνῷ στὸ Χριστό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ βραβεῖο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος χωρὶς νὰ χρειασθῆ νὰ ἀγωνισθῆ καὶ νὰ νικήση, ᾖρθε στὴ ζωὴ στεφανωμένος σὰν ἡγεμόνας ποὺ παρουσιάζεται στοὺς ἀντιπάλους του στολισμένος, πρὶν ἀκόμη ἀρχίση ἡ μάχη, μὲ τὰ τρόπαια τῆς νίκης. Δὲν κράτησε ἀνέπαφη ἀπὸ κάθε κακό τη θέλησή του ἀγρυπνώντας, σὰν νὰ ὑπῆρχε καὶ περίπτωση νὰ δεχθῆ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ἡ θέλησή του ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἐντελῶς ἀμόλυντη καὶ ἀνεπίδεκτη κάθε κακίας, ὅπως ἔλαβε ἀπὸ τὸν τάφο ζωντανὸ τὸ σῶμα τοῦ πέρα ἀπὸ κάθε φθορά. Ἔτσι, μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν τὸ γένος μας, συμβάδιζε καὶ ἡ ποιότης τῶν δώρων ποὺ μᾶς ἔδινε ὁ Θεός. Ἡ μιὰ γέννησε τὴν ἄλλη, τὸ νὰ γίνῃ δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀναμάρτητος μὲ τοὺς ἀγῶνες του ἔφερε τὸ δῶρο του νὰ ἔχῃ ἐντελῶς ἀκίνητο μέσα του τὸ ἀγαθό.

16. Ἔτσι τὴν πρώτη καθαρότητα ἔδωσε στὴ φύση μὲ τὴν πρόοδό της ἡ μητέρα. Καὶ ὁ Υἱὸς ἔδωσε τὴ δεύτερη καὶ καλύτερη. Κι αὐτὸ ἁρμόζει βέβαια νὰ συμβῇ σὲ μία μακάρια μητέρα, τὸ νὰ εὐοδοθῇ δηλαδὴ κάθετι ποὺ ἀφορᾷ τὸν υἱό της, νὰ νικηθῆ ἡ ἴδια ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ παιδιοῦ της καὶ νὰ κατορθώσῃ δι᾿ αὐτοῦ μεγαλύτερα κατορθώματα καὶ νὰ δοξασθῇ περισσότερο χάρις σ᾿ αὐτὸν παρὰ χάρις στὸν ἑαυτό της. Φανέρωσε ἔτσι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, σὰν στὸν παράδεισο, καθαρὸ κι ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, τέτοιον ποὺ πλάσθηκε στὴν ἀρχὴ καὶ τέτοιον ποὺ ἔπρεπε νὰ μείνη καὶ τέτοιον ποὺ θὰ ἦταν στὴ συνέχεια, ἂν ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν εὐγένειά του. Γιατί, ἀφοῦ ἔπρεπε ἡ ἀνθρώπινη φύση νὰ συναντηθῆ μὲ τὴ θεία καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί της τόσο στενά, ὥστε νὰ ὑπάρχῃ καὶ στὶς δυὸ ἡ ἴδια ὑπόσταση, ἦταν προηγουμένως ἀνάγκη νὰ φανερωθῆ ἡ κάθε μιὰ ἀμιγής. Καὶ ὁ Θεὸς βέβαια φανερώθηκε ὅπως ἦταν δυνατὸν σ᾿ αὐτὸν νὰ φανερωθῆ, ἐνῷ τὸν ἄνθρωπο τὸν φανέρωσε μόνη ἡ Παρθένος. Κι ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, ποὺ ἦταν Θεὸς καὶ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, παρουσιάσθηκε ἀφοῦ προηγουμένως φανερώθηκε χωριστὰ ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς δυό του φύσεις. Ὅπως ἀκριβῶς, ἀφοῦ πρῶτα ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸ νοητὸ κόσμο, στὴ συνέχεια ἐδημιούργησε τὸν αἰσθητὸ καὶ σὲ τρίτη φάση ἔκτισε αὐτὸν ποὺ ἀποτελεῖται καὶ ἀπὸ τὰ δυό, τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι ὁ μὲν Θεὸς ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἐμφανίσθηκε μόλις στὸ τέλος τῶν αἰώνων, στὶς ἔσχατες δὲ αὐτὲς ἡμέρες παρουσιάσθηκε ὁ Θεάνθρωπος. Καὶ μοῦ φαίνεται ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς στὸ τέλος μόλις τῶν αἰώνων ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση κι ὄχι ἀπὸ παλαιότερα, συνέβη αὐτό, γιατὶ δὲν εἶχε ὡς τότε ἀκόμη ὑπάρξει ἡ ἀνθρώπινη φύση κατὰ τρόπο ἀληθινό, ἀλλὰ γιὰ πρώτη φορᾷ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐμφανίσθηκε.

17. Ἔτσι ἡ Πανάμωμη δὲν ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν βρῆκε συντετριμμένο· οὔτε πάλι μας ἔδωσε τὴ φύση, ἀλλὰ τὴ συνετήρησε· οὔτε μας ἔπλασε αὐτή, ἀλλὰ πρόσφερε ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀναπλασθήκαμε. Ἔγινε ἔτσι βοηθὸς τοῦ πλάστη, τὸ ἄγαλμα συνεργάσθηκε μὲ τὸν τεχνίτη. Αὐτὴ ξανάδωκε στὸ ἄγαλμα ὅ,τι εἶχε προηγουμένως κι ἐκεῖνος πρόσθεσε αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Καὶ δὲν θὰ πρόσθετε βέβαια ἐκεῖνος αὐτὸ ποὺ ἔλειπε, ἂν δὲν εὕρισκε αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε, πάνω στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ προσθέση τὸ δεύτερο. Στὸν Ἀδὰμ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ζῷα τοῦ Παραδείσου μόνη βοηθὸς ἦταν ἡ Εὔα. Καὶ τὸ Θεό, γιὰ νὰ φανερώσῃ τὴ χρηστότητά Του, μόνη ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα τὸν ἐβοήθησε ἡ Παρθένος. Γιατὶ τίποτε ἄλλο δὲν μετεῖχε στὴ φύση τοῦ Ἀδὰμ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Εὔα, καὶ τίποτε ἑπομένως δὲν μποροῦσε νὰ λάβη μέρος στὶς πράξεις του. Ἀλλὰ καὶ καμμιὰ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ὑπάρξεις δὲν συμμετεῖχε τόσο στὴ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ Παρθένος· ἔτσι κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήση. Γιατὶ βέβαια καὶ ὁ καλύτερος τεχνίτης φθάνει στὸ σκοπό του καὶ γίνεται φανερός, ὅτι εἶναι ἄριστος, ἂν βρῇ τὸ κατάλληλο ὄργανo ποὺ τὸν ἐξυπηρετεῖ στὴν πραγματοποίηση τῆς τέχνης του. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν βρῆκε ἁπλῶς ἕνα ὄργανο, ποὺ ταίριαζε κατὰ πάντα στὸ σκοπό του, ἀλλὰ ἕνα ἰκανώτατο συνεργάτη, τὴ μακαρία Παρθένο, κι ἔτσι φανέρωσε τὸν ἑαυτό του. Καὶ ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ παρέμενε, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀθέατος, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς γιὰ νὰ τὸν φανερώση. Μόλις ὅμως ὑπῆρξε ἡ Παρθένος, ἔγινε καὶ αὐτὸς ἐντελῶς φανερός. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλα τὰ σώματα μόνον διὰ μέσου του ἀέρος βλέπουμε καθαρὰ τὸν ἥλιο -ἐπειδὴ ὁ ἀέρας δὲν βάζει μαζὶ μὲ τὸ φῶς τίποτε τὸ δικό του μπροστὰ στὰ μάτια μας- κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἐκείνη τίποτε ἄλλο δὲν εἶχε ἐκτὸς ἀπὸ καθαρότητα καὶ ἀπὸ ὅ,τι ἦταν κατ᾿ ἐξοχὴν συγγενικὸ πρὸς τὸ πρῶτο φῶς.

18. Γι᾿ αὐτὸ πανηγυρίζοντας μὲ εὐφροσύνη ἀπέραντη φθάνουμε λαμπροὶ καὶ μὲ τρόπο λαμπρὸ σ᾿ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν τὴν ἀρχή τους. Στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὄχι ἁπλῶς ἡ Παρθένος, ἀλλὰ μᾶλλον ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη, ποὺ πρώτη καὶ μόνη εἶδε τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐπήγασε γιὰ ὅλους ἡ δυνατότης νὰ γίνουν ἐπίσης ἀληθινοὶ ἄνθρωποι. Σήμερα ἡ γῆ ἔδωκε καθαρὰ τὸν καρπό της, ἐνῷ ὅλο τὸν ἄλλο καιρὸ ἔδινε καρποὺς γεμάτους ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἀπὸ τὴ συγκομιδὴ αὐτὴ ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Σήμερα ὁ οὐρανὸς κατάλαβε πῶς δὲν οἰκοδομήθηκε ἄσκοπα, ἀφοῦ αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖον δημιουργήθηκε φανερώθηκε, ἀφοῦ ὁ ἥλιος εἶδε ἐκεῖνο, πού, γιὰ νὰ τὸ βλέπῃ, ἔλαβε τὸ φῶς. Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση ἔνοιωσε τὸν ἑαυτὸ τῆς καλύτερο καὶ λαμπρότερο, ἀφοῦ ἔλαμψε τὸ κοινὸ στολίδι τοῦ σύμπαντος. Σήμερα «ὄλoι οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἔψαλαν μὲ φωνὴ κραταιὴ ὕμνους καὶ ἐγκώμια στὸν Κύριό τους», τόσο περισσότερο ἀπὸ τότε ποὺ στόλιζε τὸν οὐρανὸ μὲ τὸ στεφάνι τῶν ἀστέρων, ὅσο Αὐτὴ ποὺ ἀνατέλλει σήμερα εἶναι ὑψηλότερη, καὶ λαμπρότερη ἀπὸ κάθε ἀστέρι καὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο ὠφελιμώτερη. Σήμερα ἡ τυφλωμένη φύση τῶν ἀνθρώπων ἔλαβε διεισδυτικὸ ὀφθαλμό, τὴν Παρθένο, διὰ τοῦ ὁποίου ἔφθασε νὰ ἰδῆ τὰ μεγαλεῖα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ἡμέρας. Γιατί, ὅπως ἀργότερα τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, ἔτσι ὅταν συνάντησε ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση νὰ περιπλανιέται σκοντάφτοντας τὴν ἐλέησε καὶ τῆς ἔδωσε τὸν ἀξιοθαύμαστο αὐτὸ ὀφθαλμό. Καὶ εἶδε ὁ ἄνθρωπος αὐτὰ ποὺ «διὰ μέσου πολλῶν προφητῶν καὶ βασιλέων ἐπεθύμησε νὰ ἰδῆ ἀπὸ μακριά, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε». Γιατί, ὅπως μέσα σ᾿ ἕνα σῶμα ὑπάρχουν πολλὰ μέρη καὶ μέλῃ, κανένα ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μάτι δὲν ἔχει δημιουργηθῆ γιὰ νὰ βλέπῃ τὸν ἥλιο, ἔτσι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπῆρξαν ποτὲ μόνο στὴν Παρθένο δόθηκε ἀπόλυτα τὸ ἀληθινὸ Φῶς καὶ διὰ μέσου αὐτῆς δόθηκε σὲ ὅλους.
Μιὰ ἀκατάπαυστη λοιπὸν ὑμνῳδία προσφέρεται σ᾿ Αὐτὴ καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ κτίσεις. Μὲ μιὰ φωνὴ ὅλες οἱ γλῶσσες ψάλλουν τὰ δικά της μεγαλεῖα κι εἶναι ἀσίγητοι ὑμνῳδοὶ τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ χοροὶ τῶν Ἀγγέλων. Καταθέτουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ψάλλοντας, στὴν κοινὴ εἰσφορὰ αὐτὰ ποὺ μπορέσαμε: λιγώτερα δυστυχῶς καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὀφείλαμε καὶ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε πρόθυμοι νὰ προσφέρουμε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ προθυμοποιηθήκαμε. Τόσα πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ὀφείλουμε. Ἀλλὰ σ᾿ Ἐσένα καὶ στὴ δική σου φιλανθρωπία ἀνήκει, Πολυύμνητη, νὰ μὴ σταθμίσης τὴ χάρη ποὺ θὰ μᾶς δώσης σὲ τίποτε δικό μας, ἀλλὰ στὴ δική σου μεγαλοπρέπεια. Κι ὅπως Ἐσύ, ἀφοῦ ἑξαιρέθηκες ἀπὸ τὸ κοινὸ γένος κι ἔγινες δῶρο στὸ Θεό, ἐκόσμησες ἔπειτα ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ σ᾿ ἐμᾶς, ἀντὶ γι᾿ αὐτοὺς ἐδῶ τοὺς λόγους ποὺ σοῦ προσφέρουμε, ἁγίασε τὸ θησαυροφυλάκιο τῶν λόγων, τὴν καρδιά μας, κι ἀνάδειξε τὴ χώρα τῆς ψυχῆς ἄγονη γιὰ κάθε κακό με τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖον ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση μαζί με τὸν ἄναρχό Του Πατέρα καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ- ΛΟΓΟΙ

Unread postby inanm7 » Tue Sep 28, 2021 10:48 pm

Ἁγίου Νικόλαου Καβάσιλα:

Ὁμιλία στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

Ὤ πόσο πρωτοφανῆ καί ὑπέροχα εἶναι τά μυστήρια τῆς Παρθένου. Ὤ πόσο θαυμαστή αὐτή ἡ δικαιοσύνη! Ὤ μεγαλεῖο ψυχῆς, πού μέ τέτοια ἁγνότητα στόλισε τό σῶμα της! Ὤ σῶμα πού ξεπερνώντας τή φύση του τόσο πολύ ὑψώθηκε μαζί μέ τήν ψυχή! Ὤ φῶς λαμπρό πού καταύγασε ἐκεῖνο τό νοῦ! «Τί νά πῶ καί τί νά διαλαλήσω»; ρωτάει ἔκπληκτος ὁ προφήτης (Δαν. 10, 17). Τόν Θεό, πού κανένας ποτέ δέν περιέλαβε τόπος, πού ἡ κτίση ὅλη – κι ἄν ἀκόμα γίνει μύριες φορές μεγαλύτερη – δέν τόν χωρεῖ, Αὐτόν τόν περιέβαλε μέ τό αἷμα της ἡ Παρθένος. Κι ὄχι ἁπλῶς τόν περιέβαλε, ἀλλά τοῦ ὕφανε μέ τό αἷμα της τέτοιο χιτώνα, πού ἀπό κάθε ἄποψη νά ταιριάζει στό βασιλιά. Αὐτή ἡ ἕνωση οὔτε μπορεῖ νά γίνει παράδειγμα σέ τίποτε ἄλλο οὔτε ἀπό κανένα ἄλλο παράδειγμα μπορεῖ νά ἐκφρασθεῖ. Ἀλλά εἶναι μιά ἕνωση μοναδική, πρωτοφανής καί ἀνεπανάληπτη. Γιατί τό αἷμα τῆς μακαρίας ἔγινε αἷμα Θεοῦ – πῶς νά τό ἐκφράσω; – καί, συμμετέχοντας τόσο στενά σέ κάθετι πού Αὐτός εἶχε, ἀναδείχθηκε ὁμότιμο καί ὁμόθρονο καί ὁμόθεο μέ τή θεία φύση. Σέ τέτοιο ὕψος ἁγιότητος ἔφθασε ἡ Παρθένος, τόσο ἡ ἀρετή της ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινο νοῦ!
Ἄνθρωπος ἦταν. Ἀπό τούς ἀνθρώπους ἐβλάστησε. Κι ἦταν μέτοχος σέ κάθε κοινό χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Δέν κληρονόμησε ὅμως τήν ἴδια νοοτροπία οὔτε παρασύρθηκε ἀπό τήν τόσο μεγάλη κακία πού ἐπικρατεῖ σ’ αὐτή τή ζωή. Ἀλλά νίκησε τήν ἁμαρτία κι ἀντιστάθηκε στή φθορά τῆς φύσεώς μας κι ἔδωσε τέλος στήν κακία. Ἔγινε ἔτσι αὐτή ἡ ἴδια ἁγία ἀπαρχή καί βάδισε πρώτη καί ὑπῆρξε ὁδηγός τῶν ἀνθρώπων στό δρόμο πρός τόν Θεό. Γιατί διατήρησε τή θέλησή της τόσο καθαρή, σάν νά ἦταν μόνη της σ’ αὐτή τή ζωή, σάν νά μήν ὑπῆρχε κανείς ἄλλος ἄνθρωπος οὔτε κανένα ἄλλο πλάσμα νά εἶχε ποτέ δημιουργηθεῖ, σάν νά βρισκόταν μόνη μπροστά στόν μόνο Θεό. Δέν συγκέντρωσε τήν προσοχή της σέ κανένα ἀπό τά κτίσματα οὔτε προσηλώθηκε σέ τίποτε ἀπολύτως ἀπό ὅ,τι ὑπάρχει στόν κόσμο.

Ἀλλά ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή πού ἦρθε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους τούς ἀποχωρίσθηκε κατά τό καλύτερο μέρος. Κι ἔτσι, ἔχοντας ξεπεράσει ὅλη τήν κτίση, τή γῆ, τόν οὐρανό, τόν ἥλιο, τά ἀστέρια, τόν ἴδιο τό χορό τῶν Ἀγγέλων, πού περιβάλλει τόν Θεό, δέν σταμάτησε παρά ἀφοῦ ἑνώθηκε μέ τόν καθαρό Θεό, ἡ καθαρή. Κι ἀναδείχθηκε ἱερώτερη ἀπό τίς θυσίες, τιμιώτερη ἀπό τά θυσιαστήρια γιά τόν Θεό, τόσο πιό ἅγια ἀπό τούς δικαίους καί τούς προφῆτες καί τούς ἱερεῖς, ὅσο ἁγιώτερος ἀπό αὐτούς πού ἁγιάζονται εἶναι ἐκεῖνος πού τούς ἁγιάζει.

Γιατί βέβαια κανείς δέν ἦταν ἅγιος πρίν γεννηθεῖ ἡ μακαρία. Αὐτή πρώτη καί μοναδική, ἀπαλλαγμένη ἐντελῶς ἀπό τήν ἁμαρτία, παρουσιάσθηκε νά εἶναι πραγματικά ἁγία, καί ἁγία ἁγίων κι ὅ,τι ἀκόμη περισσότερο θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ. Κι ἄνοιξε καί στούς ἄλλους τήν πόρτα τῆς ἁγιοσύνης μέ τό νά ἔχει προετοιμασθεῖ κατάλληλα γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Σωτήρα, ἀπό ὅπου ἦλθε ἡ ἁγιότητα καί στούς προφῆτες καί στούς ἱερεῖς καί σέ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἀξιώθηκε νά συμμετάσχει στά θεῖα μυστήρια.

Γιατί ὁ καρπός τῆς Παρθένου εἶναι ἐκεῖνος πού πρῶτος καί μόνος ἔφερε τήν ἁγιότητα στόν κόσμο. Αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ μακάριος Παῦλος: «πρόδρομος γιά χάρη μας εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς εἰς τά ἅγια» (Ἑβρ. 6, 20). Γιατί, ἄν συμβαίνει νά λέγεται ὅτι καί πρίν νά ἔρθει ὁ Σωτήρας πολλοί ἄνθρωποι ἀξιώθηκαν νά ἔχουν αὐτή τήν ἐπωνυμία, αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι ἔλαβαν μέρος στά μυστήρια τῆς θείας οἰκονομίας, συμμετέχοντας στίς προτυπώσεις τους. Γι’ αὐτό τό λόγο λέγει ὁ Παῦλος ὅτι καί πρίν ἀκόμη «ὀνειδισθεῖ» ὁ Χριστός, ὁ Μωυσῆς προτίμησε «ἀπό τούς θησαυρούς τῆς Αἰγύπτου τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ» (11, 26). Καί ἀκόμη, γιά νά μπορέσουν νά εἶναι καλά παρασκευασμένοι γιά τήν ἀληθινή ἁγιότητα κι ἕτοιμοι νά ὑποδεχθοῦν, τήν ἀκτίνα ἐκείνη ἀπό τήν ὁποία ἀνέτειλε ἡ σωτηρία. Μέ αὐτά συμφωνεῖ ἀκριβῶς ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας: «ὑπέρ αὐτῶν ἐγώ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καί αὐτοί ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. 17, 19). Ἔτσι καταλαβαίνουμε πώς οἱ παλιοί ἐκεῖνοι ἅγιοι, μιά καί ὁ Σωτήρας δέν εἶχε ἀκόμη φανερωθεῖ, δέχθηκαν τόν ἁγιασμό διαμέσου σκιῶν καί συμβόλων.

Ἔπρεπε βέβαια νά λάβει μέρος σέ κάθετι πού ἔκανε ὁ Υἱός της γιά τή σωτηρία μας. Ὅπως Τοῦ μετέδωκε τό αἷμα καί τή σάρκα της κι ἔλαβε ἀμοιβαῖα μέρος στίς δικές του χάριτες, κατά τόν ἴδιο τρόπο ἔλαβε μέρος καί σέ ὅλους τούς πόνους καί τήν ὀδύνη Του. Κι Αὐτός βέβαια καρφωμένος στό σταυρό δέχθηκε στήν πλευρά τήν λόγχη, ἐνῶ διαπέρασε τήν καρδιά τῆς Παρθένου ρομφαία, ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἁγιώτατος Συμεών. Μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ὅλα τά ἄλλα μαρτύρια τά προξενοῦσαν οἱ «κύνες» ἐκεῖνοι ἀπό κοινοῦ στόν Υἱό καί στή μητέρα. Τό ἴδιο κι ὅταν χρησιμοποιώντας παλαιοτέρους λόγους Του τόν κατηγοροῦσαν σάν ἀλαζόνα κι ὅταν τόν ὀνόμαζαν πλάνο κι ἀγωνίζονταν ν’ ἀποδείξουν τήν πλάνη του.

Ἔτσι, χάρις σ’ αὐτές τίς ὁμοιότητες αὐτή ἦταν ἡ πρώτη πού ἔγινε «σύμμορφος» μέ τό θάνατο τοῦ Σωτήρα καί γι’ αὐτό ἔλαβε πρίν ἀπό ὅλους μέρος καί στήν ἀνάστασή Του. Γιατί, ὅταν ὁ Υἱός της διέλυσε τήν τυραννία τοῦ Ἅδη κι ἀναστήθηκε, τόν εἶδε βέβαια καί τόν ἄκουσε καί τόν προέπεμψε, ὅσο ἦταν δυνατόν, καθώς ἔφευγε γιά τόν οὐρανό καί πῆρε, μετά τήν Ἀνάληψη, τή θέση του ἀνάμεσα στούς Ἀποστόλους καί τούς ἄλλους συντρόφους του, αὐξάνοντας ἔτσι τίς εὐεργεσίες μέ τίς ὅποιες Ἐκεῖνος εὐεργέτησε τήν ἀνθρώπινη φύση, «ἀναπληρώνοντας», δηλαδή, πιό ἄξια ἀπό ὅλους «τά ὑστερήματα τοῦ Χριστοῦ» (Κολ. 1,24). Γιατί σέ ποιόν ἄλλο μποροῦσε ὅλα αὐτά νά ταιριάζουν παρά στή μητέρα;

Ἦταν ὅμως ἀνάγκη ἡ παναγία ἐκείνη ψυχή νά χωρισθεῖ ἀπό τό ὑπεράγιο ἐκεῖνο σῶμα. Καί χωρίζεται βέβαια καί ἑνώνεται μέ τήν ψυχή τοῦ Υἱοῦ της, μέ τό πρῶτο φῶς ἑνώνεται τό δεύτερο. Καί τό σῶμα, ἀφοῦ ἔμεινε γιά λίγο στή γῆ, ἀναχώρησε κι αὐτό μαζί μέ τήν ψυχή. Γιατί ἔπρεπε νά πέρασει ἀπό ὅλους τούς δρόμους ἀπό τούς ὁποίους πέρασε ὁ Σωτήρας, νά λάμψει καί στούς ζωντανούς καί στούς νεκρούς, νά ἁγιάσει διαμέσου ὅλων τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά λάβει ἀμέσως μετά τόν ἁρμόζοντα τόπο. Τό δέχθηκε ἔτσι γιά λίγο ὁ τάφος, τό παρέλαβε δέ καί ὁ οὐρανός, αὐτό τό πνευματικό σῶμα, τήν καινή γῆ, τό θησαυρό τῆς δικῆς μας ζωῆς, τό τιμιώτερο ἀπό τούς Ἀγγέλους, τό ἁγιώτερο ἀπό τούς Ἀρχαγγέλους. Ξαναδόθηκε ἔτσι ὁ θρόνος στό βασιλιά, ὁ παράδεισος στό ξύλο τῆς ζωῆς, ὁ δίσκος στό φῶς, στόν καρπό τό δένδρο, ἡ μητέρα στόν Υἱό, ἀξία καθόλα ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπινου γένους.

Ποιός λόγος εἶναι ἀρκετός γιά νά ὑμνήσει, ὤ μακαρία, τήν ἀρετή σου, τίς χάριτες πού σοῦ δώρισε ὁ Σωτήρας, αὐτές πού Σύ δώρισες στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων; Κανείς, ἔστω κι ἄν «λαλεῖ τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων», ὅπως θά έλεγε ὁ Παῦλος (Α΄ Κορ. 13, 1). Προσωπικά μοῦ φαίνεται ὅτι τό νά καταλαβαίνει κανείς καί νά διακηρύσσει σωστά καί ὅπως πρέπει τά μεγαλεῖα Σου ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς αἰώνιας μακαριότητας, πού ἀπόκειται στούς δικαίους. Τά δικά Σου μεγαλεῖα ἀνήκουν μόνο στό χῶρο ἐκεῖνο ὅπου ὁ οὐρανός εἶναι καινός καί ἡ γῆ καινή, τό χῶρο πού φωτίζεται ἀπό τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος Ἥλιος οὔτε προηγεῖται οὔτε ἕπεται ἀπό τό σκοτάδι, ἐκεῖ ὅπου ὑμνητής τῶν μεγαλείων Σου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας καί Ἄγγελοι αὐτοί πού χειροκροτοῦν. Σ’ αὐτόν μόνο πράγματι τό χῶρο μπορεῖ νά Σοῦ προσφερθεῖ ἡ ὑμνωδία πού Σοῦ ἀξίζει. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατον νά ὁλοκληρώσουμε τήν ὕμνησή Σου. Τόσο μόνο μποροῦμε νά Σέ ὑμνήσουμε, ὅσο χρειάζεται γιά νά ἁγιάσουμε τή γλώσσα καί τήν ψυχή μας. Γιατί καί μόνο ἕνας λόγος καί μιά ἀνάμνηση, πού ἀναφέρεται σέ κάποιο ἀπό τά δικά Σου μεγαλεῖα, ἀνυψώνει τήν ψυχή καί κάνει καλύτερο τό νοῦ καί μᾶς μετατρέπει ὅλους ἀπό σαρκικούς σέ πνευματικούς καί ἀπό βέβηλους σέ ἁγίους.

Ἀλλ’, ὦ Παρθένε, Σύ πού εἶσαι κάθε ἀγαθό, κάθετι πού ξέρουμε σ’ αὐτή τή ζωή κι ὅ,τι θά μάθουμε, ὅταν ἀφήσουμε τόν κόσμο! Ὤ Σύ, πού ἀρχίζοντας ἀπό τόν ἑαυτό σου ὁδήγησες καί τούς ἄλλους πρός τή μακαριότητα καί τήν ἁγιωσύνη! Ὤ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί φῶς τοῦ κόσμου καί ὁδός πού ὁδηγεῖ στόν Σωτήρα καί θύρα καί ζωή, Σύ πού εἶσαι ἀξία νά ὀνομάζεσαι μέ ὅλα ἐκεῖνα τά ὀνόματα μέ τά ὅποια προσφωνήθηκε γιά τή σωτηρία πού μᾶς χάρισε ὁ Σωτήρας.

Ὤ Σύ Παρθένε, πού εἶσαι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἔπαινο κι ἀπό κάθε ὄνομα, πού θά μποροῦσε νά σέ χαρακτηρίσει, δῶσε νά μπορέσουμε νά κατανοήσουμε καί νά ψάλλουμε κάπως καλύτερα τά μεγαλεῖα Σου καί τώρα, σ' αὐτή τή ζωή, καί μετά ἀπό αὐτήν, στήν αἰωνία. Ἀμήν.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ- ΛΟΓΟΙ

Unread postby inanm7 » Tue Sep 28, 2021 10:49 pm

Εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν

Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας


Ἐὰν πρέπει κάποτε νὰ χαίρῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ σκιρτᾶ καὶ νὰ ψάλλῃ μὲ εὐφροσύνη, ἐὰν ὑπάρχῃ μιὰ περίοδος ποὺ ἀπαιτεῖ νὰ λεχθῇ ὅ,τι ὑπάρχει πιὸ μεγάλο καὶ πιὸ λαμπρὸ καὶ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ποθῇ νὰ ἔχῃ ὅσο τὸ δυνατὸν εὐρύτερη σχέση, ὡραιότερη ἔκφραση καὶ δυνατώτερο λόγο, γιὰ νὰ ὑμνήσῃ τὰ μεγαλεῖα της, δὲν βλέπω ποιὰ ἄλλη μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτή, ἂν ὄχι ἡ σημερινὴ γιορτή. Γιατὶ σὰν σήμερα ἔφθασε στὴ γῆ Ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀναγγέλλοντας τὴν ἀπαρχὴ ὅλων των καλῶν. Σήμερα ὁ οὐρανὸς μεγαλύνεται. Σήμερα ἡ γῆ ἀγάλλεται. Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση χαίρει. Καὶ δὲν μένει ἔξω ἀπὸ τὴ γιορτὴ οὔτε Αὐτὸς ποὺ κρατεῖ στὰ χέρια Του τὸν οὐρανό. Γιατὶ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν σήμερα εἶναι ἕνα πραγματικὸ πανηγύρι. Ὅλοι συναντιοῦνται σ᾿ αὐτό, στὴν ἴδια χαρά. Ὅλοι ζοῦν καὶ δίνουν καὶ σ᾿ ἐμᾶς τὴν ἴδια εὐφροσύνη: Ὁ Δημιουργός, τὰ δημιουργήματα ὅλα, ἡ ἴδια ἡ μητέρα τοῦ Δημιουργοῦ ποὺ τοῦ πρόσφερε τὴ φύση μας καὶ τὸν ἔκαμε ἔτσι κοινωνὸ στὶς χαρμόσυνες συνάξεις καὶ τὶς γιορτές μας. Χαίρει πρὶν ἀπ᾿ ὅλους ὁ Δημιουργός. Γιατὶ εἶναι βέβαια εὐεργέτης κι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας ἔχει σὰν ἔργο Του τὴν εὐεργεσία. Ποτέ Του δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε καὶ δὲν ξέρει ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ προσφέρῃ καὶ νὰ εὐεργετῇ. Σήμερα ὅμως, χωρὶς νὰ σταματήσῃ τὸ σωτήριο ἔργο Του, περνᾶ στὴ δεύτερη θέση, ἔρχεται ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ποὺ εὐεργετοῦνται. Καὶ δὲν χαίρεται τόσο γιὰ τὶς μεγάλες δωρεὲς ποὺ χάρισε Αὐτὸς στὴν κτίση καὶ ποὺ τὸν ἀποδεικνύονν γενναιόδωρο, ὅσο γιὰ τὰ μικρὰ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τοὺς εὐεργετημένους, γιατὶ ἔτσι φανερώνεται ὅτι εἶναι φιλάνθρωπος. Καὶ θεωρεῖ ὅτι τὸν δοξάζουν ὄχι μόνο ἐκεῖνα ποὺ ὁ ἴδιος ἔδωσε στοὺς φτωχοὺς δούλους, ἀλλὰ κι ὅσα oι φτωχοί του χάρισαν. Γιατὶ ἂν καὶ διάλεξε ἀπὸ τὴ θεία δόξα τὴν κένωση καὶ καταδέχθηχε νὰ πάρῃ σὰν δῶρο ἀπὸ μᾶς τὴν ἀνθρώπινη φτώχεια, ὁ πλοῦτος Του ἔμεινε ἀναλλοίωτος καὶ μετέτρεψε πάνω του τὸ δῶρο μας σὲ κόσμημα καὶ βασιλεία.
Γιὰ τὴν κτίση πάλι -καὶ λέγοντας κτίση ἐννοῶ ὄχι μόνο τὴν ὁρατή, ἀλλὰ κι ἐκείνη ποὺ ξεπερνᾶ τὸ ἀνθρώπινο μάτι- τί θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσῃ μεγαλύτερη ἀφορμὴ εὐφροσύνης ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι βλέπει τὸ Δημιουργό της νὰ ἔρχεται μέσα της καὶ τὸν Κύριο τῶν ὅλων νὰ παίρνῃ θέση ἀνάμεσα στοὺς δούλους; Κι αὐτὸ ὄχι ἀπογυμνώνοντας τὸν ἑαυτό Του ἀπὸ τὴν ἐξουσία Του, ἀλλὰ προσλαμβάνοντας τὸ δοῦλο, ὄχι ἀποβάλλοντας τὸν πλοῦτο, ἀλλὰ μεταδίδοντάς τον στὸ φτωχό, ὄχι ξεπέφτοντας ἀπὸ τὰ ὕψη Του, ἀλλὰ ἐξυψώνοντας τὸν ταπεινό.
Ἀλλὰ χαίρει καὶ ἡ Παρθένος, χάρις στὴν ὁποία ὅλες αὐτὲς oι δωρεὲς δόθηκαν στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ χαίρει γιὰ πέντε λόγους. Πρὶν ἀπ᾿ ὅλα σὰν ἄνθρωπος, ποὺ συμμετέχει, ὅπως ὅλοι, στὰ κοινὰ ἀγαθά. Χαίρει ὅμως καὶ γιατὶ oι δωρεὲς δόθηκαν σ᾿ Αὐτὴ καὶ πρὶν καὶ ἀφθονώτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, κι ἀκόμη περισσότερο, γιατὶ Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ oἱ δωρεὲς αὐτὲς δόθηκαν σ᾿ ὅλους. Ὁ πέμπτος ὅμως καὶ μεγαλύτερος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο χαίρει ἡ Παρθένος εἶναι ὅτι ὄχι ἁπλῶς διὰ μέσου αὐτῆς ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια, χάρις σ᾿ ἐκεῖνα ποὺ γνώρισε καὶ προεῖδε, ἔφερε τὴν ἀνάσταση στοὺς ἀνθρώπους.

2. Γιατὶ ἡ Παρθένος δὲν εἶναι ὅπως ἡ γῆ ποὺ συνετέλεσε μέν, ἀλλὰ δὲν ἔκαμε ὅμως ἡ ἴδια τίποτε στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ χρησιμοποιήθηκε σὰν ἁπλὴ ὕλη ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ καὶ ἁπλῶς «ἔγινε» χωρὶς νὰ «πράξῃ» τίποτε. Ἡ Παρθένος πραγματοποίησε ἡ ἴδια μέσα της καὶ πρόσφερε στὸ Θεὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ προσείλκυσαν τὸν Τεχνίτη στὴ γῆ, ποὺ παρακίνησαν τὸ δημιουργικὸ χέρι. Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτά; Βίος πανάμωμος, ζωὴ πάναγνη, ἄρνηση κάθε κακίας, ἄσκηση ὅλων των ἀρετῶν, ψυχὴ ἀπὸ τὸ φῶς καθαρώτερη, σῶμα ἐντελῶς πνευματικό, λαμπρότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καθαρώτερο, ἀπὸ τοὺς χερουβικοὺς θρόνους ἱερώτερο. Φτερούγισμα νοῦ, ποὺ δὲν δειλιάζει μπρὸς σὲ κανένα ὕψος, ποὺ ξεπερνᾶ ἀκόμη καὶ τὰ φτερὰ τῶν Ἀγγέλων. Θεῖος ἔρως, ποὺ ἀπορρόφησε καὶ ἀφομοίωσε κάθε ἄλλη ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς. Κτῆμα τοῦ Θεοῦ, ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ ποὺ δὲν χωράει σὲ καμμιὰ ἀνθρώπινη σκέψη.
Ἔτσι, ἔχοντας στολίσει μὲ τέτοιο κάλλος καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή Της, κατορθώνει νὰ ἑλκύσῃ ἐπάνω της τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ. Ἀνέδειξε, χάρις στὴ δική Της ὡραιότητα, ὡραία τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη φύση. Καὶ κατέκτησε τὸν ἀπαθῆ. Καὶ ἔγινε ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας τῆς Παρθένου Ἐκεῖνος ποὺ ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας ἦταν στοὺς ἀνθρώπους μισητός.

3. Καὶ τὸ «μεσότοιχον τῆς ἔχθρας» καὶ ὁ «φραγμὸς» δὲν εἶχαν γιὰ τὴν Παρθένο καμμιὰ ἰσχύ, ἀλλὰ κάθετι ποὺ χώριζε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὸ Θεὸ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἴδια εἶχε καταργηθῆ. Ἔτσι καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ καταλλαγὴ εἶχε συναφθῆ ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὴν Παρθένο μόνη εἰρήνη. Ἀκόμη περισσότερο, δὲν χρειάσθηκε ποτὲ νὰ προσφέρῃ ἐκείνη σπονδὲς εἰρήνης καὶ συμφιλιώσεως, μιὰ καὶ στεκόταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴν κορυφὴ τοῦ χοροῦ τῶν φίλων. Ὅλα αὐτὰ πραγματοποιήθηκαν γιὰ τοὺς ἄλλους. Καὶ ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ τὸν Παράκλητο, «παράκλητος ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν Θεόν», γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν ἔκφραση τοῦ Παύλου, ὑψώνοντας πρὸς Αὐτὸν γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων ὄχι τὰ χέρια Της, ἀλλά, ἀντὶ γιὰ ἄλλη ἱκεσία, τὴν ἴδια τὴ ζωή Της. Κι ἔφθασε ἡ ἀρετὴ μιᾶς ψυχῆς νὰ σταματήσῃ τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων ὅλων των αἰώνων. Ὅπως ἡ Κιβωτὸς ποὺ ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὸ κοινὸ ναυάγιο τῆς οἰκουμένης δὲν ἔλαβε ἡ ἴδια μέρος στὶς συμφορὲς καὶ διέσωσε στὸ γένος τὴ δυνατότητα νὰ συνεχισθῇ, τὸ ἴδιο συνέβηκε καὶ μὲ τὴν Παρθένο. Διατήρησε πάντοτε τὴ σκέψη Της τόσο ἄθικτη καὶ ἱερή, σὰν νὰ μὴν εἶχε ἀποτολμηθῇ ποτὲ στὴ γῆ καμμιὰ ἁμαρτία, σὰν νὰ ἦταν ὅλοι συνεπεῖς σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε, σὰν νὰ ἔμεναν ὅλοι ἀκόμα στὴν ἑστία τοῦ Παραδείσου. Οὔτε καν αἰσθάνθηκε, πράγματι, τὴν κακία ποὺ ξεχύθηκε σ᾿ ὅλη τὴν γῆ. Καὶ ὁ κατακλυσμὸς τῆς ἁμαρτίας ποὺ ξαπλώθηκε παντοῦ κι ἔκλεισε τὸν οὐρανὸ κι ἄνοιξε τὸν Ἅδη κι ἔβαλε σὲ πόλεμο τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεὸ κι ἔδιωξε ἀπὸ τὴ γῆ τὸν Ἀγαθό, φέρνοντας στὴ θέση του τὸν Πονηρό, δὲν κατάφερε οὔτε στὸ παραμικρὸ νὰ θίξῃ τὴ μακαρία Παρθένο. Ἀλλ᾿ ἐνῷ κυριάρχησε σ᾿ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη κι ἔσεισε καὶ συντάραξε καὶ γκρέμισε τὰ πάντα, νικήθηκε ἀπὸ ἕνα μόνο λογισμό, ἀπὸ μιὰ ψυχή. Καὶ δὲν νικήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο μόνο, ἀλλὰ χάρις σ᾿ αὐτὴν ὑποχώρησε ἡ ἁμαρτία κι ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Αὐτὴ ἦταν ἡ συμβολὴ τῆς Παρθένου στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, πρὶν φθάσῃ, ἡ ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὸ προαιώνιο σχέδιό Του, νὰ κλίνῃ τοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ κατέβῃ στὴ γῆ: ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ γεννήθηκε οἰκοδομοῦσε κατάλυμα γιὰ ἐκεῖνον, ποὺ μποροῦσε νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο, ἀγωνιζόταν νὰ καταστήσῃ ὡραία τὴν κατοικία τοῦ Θεοῦ, τὸν ἑαυτό Της, τέτοια ποὺ νὰ μπορῇ νὰ εἶναι ἄξια γι᾿ Αὐτόν. Ἔτσι τίποτε δὲν βρῆκε νὰ κατηγορήσῃ στὰ ἀνάκτορα ὁ βασιλιάς. Κι ἀκόμη περισσότερο, δὲν τοῦ πρόσφερε ἡ Παρθένος μόνο βασιλικὴ κατοικία ἀξία τοῦ μεγαλείου του, ἀλλὰ τοῦ ἑτοίμασε ἀπὸ τὸν ἑαυτό της καὶ τὴ βασιλικὴ πορφύρα καὶ τὴ ζώνη καί, ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ, τὴν «εὐπρέπεια», τὴ «δύναμη» καὶ τὴν ἴδια τὴ «βασιλεία». Ὅπως μιὰ λαμπρὴ πολιτεία, ποὺ ξεπερνᾷ ὅλες τὶς ἄλλες στὸ μέγεθος καὶ τὴν ὡραιότητα, στὸ ὑψηλὸ ἠθικὸ φρόνημα καὶ στὸ πλῆθος τῶν κατοίκων καὶ στὸν πλοῦτο καὶ σὲ κάθε εἴδους δύναμη, δὲν περιορίζεται μόνο στὸ νὰ δεξιωθῇ καὶ νὰ φιλοξενήσῃ ἁπλῶς τὸ βασιλιᾶ, ἀλλὰ γίνεται τὸ κράτος του καὶ ἀποτελεῖ τὴν ἐξουσία του καὶ τὴν τιμή του καὶ τὴ δύναμη καὶ τὸν ὁπλισμό του. Ἔτσι καὶ ἡ Παρθένος, μὲ τὸ νὰ δεχθῇ μέσα της τὸ Θεό, μὲ τὸ νὰ τοῦ δώσῃ τὴ σάρκα της, ἔκαμε νὰ παρουσιασθῇ ὁ Θεὸς μέσα στὸν κόσμο καὶ νὰ γίνῃ στοὺς μὲν ἐχθροὺς συμφορὰ ἀκαταμάχητη, στοὺς δὲ φίλους σωτηρία καὶ πηγὴ ὅλων των ἀγαθῶν.

4. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ὠφέλησε τὸ ἀνθρώπινο γένος πρὶν ἀκόμη ἔρθῃ ὁ καιρὸς τῆς γενικῆς σωτηρίας: Ἀλλὰ κι ὅταν ἦρθε ὁ καιρὸς καὶ παρουσιάσθηκε ὁ οὐράνιος ἀγγελιοφόρος, πάλι ἔλαβε ἐνεργητικὸ μέρος στὴ σωτηρία μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι πίστεψε σὲ ὅ,τι τῆς εἶπε καὶ δέχθηχε νὰ ἀναλάβῃ τὴ διακονία ποὺ τῆς ζήτησε ὁ Θεός. Γιατὶ ἦταν κι αὐτὰ ἀπαραίτητα καὶ χρειάζονταν ὁπωσδήποτε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἂν ἡ Παρθένος δὲν τηροῦσε αὐτὴ τὴ στάση, καμμιὰ πιὰ ἐλπίδα δὲν θὰ ἀπόμενε στοὺς ἀνθρώπους. Δὲν ἦταν βέβαια δυνατό, ὅπως εἶπα πιὸ πάνω, νὰ προσβλέψῃ ὁ Θεὸς μὲ εὐμένεια πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ νὰ θελήσῃ νὰ κατέβῃ στὴ γῆ, ἂν δὲν εἶχε προπαρασκευασθῆ ἡ Παρθένος, ἂν δὲν ὑπῆρχε δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὴν ὑποδεχόταν, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ διακονήσῃ στὴ σωτηρία. Κι οὔτε πάλι ἦταν δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθῇ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἂν δὲν πίστευε σ᾿ αὐτὸ ἡ Παρθένος καὶ δὲν δεχόταν νὰ διακονήσῃ. Αὐτὸ γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ μὲν Γαβριὴλ μὲ τὸ «χαῖρε» ποὺ εἶπε στὴν Παρθένο καὶ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν ὀνόμασε «κεχαριτωμένη» τελείωσε τὴν ἀποστολή του, φανέρωσε ὁλόκληρο τὸ μυστήριο. Ὅση ὅμως ὥρα ἡ Παρθένος ζητοῦσε νὰ μάθῃ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖον θὰ γινόταν ἡ κύηση, ὁ Θεὸς δὲν κατερχόταν. Ἐνῷ τὴ στιγμὴ ποὺ πείσθηκε κι ἀποδέχθηκε τὴν πρόσκληση, ὁλόκληρο τὸ ἔργο μὲ μιᾶς πραγματοποιήθηκε: ὁ Θεὸς πῆρε ἐπάνω Του σὰν ἐνδυμασία τὸν ἄνθρωπο κι ἔγινε μητέρα τοῦ Κτίστου ἡ Παρθένος.
Ἀλλὰ τὸ ἀκόμη πιὸ θαυμαστὸ εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὁ Θεὸς οὔτε προειδοποίησε τὸν Ἀδὰμ οὔτε τὸν ἔπεισε νὰ τοῦ δώσῃ τὴν πλευρά, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ δημιουργηθῇ ἡ Εὔα. Τὸν ἐκοίμισε κι ἔτσι, ἔχοντάς του ἀφαιρέσει τὶς αἰσθήσεις, τοῦ ἀπέσπασε τὸ μέλος. Ἐνῷ γιὰ νὰ προχωρήσῃ στὴ δημιουργία τοῦ Νέου Ἀδὰμ ἐδίδαξε προηγουμένως τὴν Παρθένο καὶ περίμενε τὴν πίστη καὶ τὴν παραδοχή της. Γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ Ἀδὰμ πάλι συσκέπτεται μὲ τὸν μονογενῆ του Υἱὸ λέγοντας: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον». Ὅταν ὅμως χρειάσθηκε νὰ «εἰσαγάγῃ τὸν πρωτότοκον»-αὐτὸν τὸν «θαυμαστὸν Σύμβουλον» -»εἰς τὴν οἰκουμένην», ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, καὶ νὰ πλάσῃ τὸν δεύτερο Ἀδάμ, παίρνει στὴν ἀπόφασή του αὐτὴ συνεργάτη τὴν Παρθένο. Ἔτσι τὴ μεγάλη ἐκείνη «βουλὴ» τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ἡσαΐας, τὴν ἀνήγγειλε ὁ Θεὸς καὶ τὴν ἐπεκύρωσε ἡ Παρθένος. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν ἔργο ὄχι μόνο τοῦ Πατρός, ποὺ «εὐδόκησε», καὶ τῆς Δυνάμεώς του, ποὺ «ἐπεσκίασε», καὶ τοῦ Πνεύματος, ποὺ «ἐπεδήμησε», ἀλλὰ καὶ τῆς θελήσεως καὶ τῆς πίστεως τῆς Παρθένου. Γιατὶ, ὅπως χωρὶς ἐκείνους δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ καὶ νὰ προσφερθῇ στοὺς ἀνθρώπους ἡ ἀπόφαση γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου, ἔτσι χωρὶς τὴν προσφορὰ τῆς θελήσεως καὶ τῆς πίστεως τῆς Πανάγνου ἦταν ἀδύνατη ἡ πραγματοποίηση τῆς θείας βουλῆς.

5. Ἀφοῦ λοιπὸν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν καθοδήγησε καὶ τὴν ἔπεισε ὁ Θεός, τὴν κάνει στὴ συνέχεια μητέρα του. Ἔτσι δανείζεται τὴ σάρκα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ καὶ θέλει νὰ τὴ δανείσῃ καὶ ξέρει γιατὶ τὸ κάνει. Γιατὶ ἔπρεπε νὰ συμβῇ στὴν Παρθένο ὅ,τι συνέβηκε καὶ στὸν ἴδιο. Ὅπως Αὐτὸς ἤθελε καὶ «συνελήφθη», ἔτσι κι ἐκείνη ἔπρεπε νὰ κυοφορήσῃ καὶ νὰ γίνῃ μητέρα του ὄχι ἀναγκαστικά, ἀλλὰ μ᾿ ὅλη τὴν ἐλεύθερη θέλησή της. Γιατὶ ἔπρεπε ἀκόμη -πράγμα πολὺ σημαντικώτερο- ὄχι μόνο νὰ συντελέσῃ στὴν oἰκoνoμία τῆς σωτηρίας σὰν κάτι τὸ ἑτεροκίνητο, ποὺ ἁπλῶς χρησιμοποιήθηκε, ἀλλὰ νὰ προσφέρῃ ἡ ἴδια τὸν ἑαυτό Της καὶ νὰ γίνῃ συνεργάτης τοῦ Θεοῦ στὴ φροντίδα γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἔτσι, ὥστε νἄχῃ μ᾿ Αὐτὸν μερίδιο καὶ νὰ εἶναι κοινωνὸς καὶ στὴ δόξα ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτὴ τὴ φιλανθρωπία. Ἔπειτα, ἀφοῦ ὁ Σωτήρας δὲν ἦταν ἄνθρωπος καὶ υἱὸς ἀνθρώπου ἐξ αἰτίας μόνο της σάρκας, ἀλλ᾿ εἶχε καὶ ψυχὴ καὶ νοῦ καὶ θέληση καὶ κάθετι τὸ ἀνθρώπινο, ἦταν ἀνάγκη νὰ ἔχῃ καὶ μητέρα τελεία, ποὺ θὰ ὑπηρετοῦσε στὴ γέννησή Του ὄχι μόνο μὲ τὴ φύση τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴ θέληση καὶ μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή της: νὰ εἶναι μητέρα καὶ κατὰ τὴ σάρκα καὶ κατὰ τὴν ψυχή, νὰ εἰσαγάγῃ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπόρρητη γέννηση.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο πρὶν ἡ Παρθένος θέσῃ τὸν ἑαυτό της στὴν ὑπηρεσία τοῦ θείου μυστηρίου μαθαίνει, πιστεύει, θέλει καὶ εὔχεται τὴν πραγματοποίησή του. Ἀλλὰ αὐτὸ ἔγινε καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ κάμῃ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο φανερὴ τὴν ἀρετὴ τῆς Παρθένου. Πόσο δηλαδὴ μεγάλη ἦταν ἡ πίστη της καὶ πόσο ὑψηλὸ τὸ φρόνημά της, ποιὰ ἡ ἀκεραιότης τοῦ νοῦ καὶ ποιὸ τὸ μεγαλεῖο της ψυχῆς της, πράγματα ποὺ φανερώθηκαν μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Παρθένος παραδέχθηκε καὶ πίστεψε τὸν παράδοξο λόγο τοῦ Ἀγγέλου: ὅτι δηλαδὴ ἐπρόκειτο νὰ ἔρθῃ ἀληθινὰ ὁ Θεὸς στὴ γῆ καὶ νὰ φροντίσῃ προσωπικὰ ὁ ἴδιος γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ ὅτι αὐτὴ θὰ εἶναι ἱκανὴ νὰ διακονήσῃ συμμετέχοντας ἐνεργητικὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο. Τὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι πρῶτα ζήτησε ἐξηγήσεις καὶ πείσθηκε, εἶναι λαμπρὴ ἀπόδειξή του ὅτι γνώριζε πολὺ καλὰ τὸν ἑαυτό της καὶ δὲν ἔβλεπε τίποτε μεγαλύτερο, ἄξιο νὰ τὸ ἐπιθυμήσῃ. Ἐξάλλου τὸ ὅτι ὁ Θεὸς θέλησε νὰ φανερώσῃ τὴν ἀρετή της εἶναι ἰσχυρὴ ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ἡ Παρθένος γνώριζε πολὺ καλὰ τὸ μέγεθος τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ φιλανθρωπίας. Καὶ μόνον φαίνεται ὅτι χάριν αὐτοῦ ἀκριβῶς δὲν μυήθηκε κατὰ τρόπο ἄμεσο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, γιὰ νὰ ἀποκαλυφθῇ δηλαδὴ πλήρως ὅτι ἡ πίστη μὲ τὴν ὁποία ζοῦσε κοντὰ στὸ Θεὸ ἦταν αὐτοπροαίρετη ἐκδήλωσή Της καὶ νὰ μὴ θεωρηθοῦν ὅλα σὰν ἀποτελέσματα τῆς δυνάμεως τοῦ πείθοντος Θεοῦ. Γιατὶ ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ποὺ δὲν εἶδαν καὶ ἐπίστευσαν εἶναι πιὰ μακάριοι ἀπὸ ὅσους ἀπαιτοῦν νὰ δοῦν, ἔτσι κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πιστεύσει στὰ μηνύματα ποὺ ἔστειλε διὰ μέσου δούλων ὁ Δεσπότης ἔχουν περισσότερη φρόνηση ἀπὸ ἐκείνους ποὺ χρειάσθηκε νὰ τοὺς πείσῃ ὁ ἴδιος. Τὸ γεγονὸς πάλι ὅτι εἶχε συνείδηση πὼς δὲν ὑπῆρχε στὴν ψυχή της τίποτε τὸ ἀταίριαστο πρὸς τὸ μυστήριο καὶ πὼς τὰ ἤθη της ἅρμοζαν πρὸς αὐτὸ τόσο πολύ, ὥστε νὰ μὴν κάνῃ μνεία καμμιᾶς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀμφέβαλε γιὰ τὸ πῶς θὰ συμβοῦν ὅλα αὐτὰ καὶ δὲν συζήτησε καθόλου γιὰ τοὺς τρόπους ποὺ θὰ τὴν ὁδηγοῦσαν στὴν καθαρότητα, οὔτε εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ μυσταγωγό, ὅλα αὐτὰ δὲν ξέρω ἂν εἶναι πράγματα ποὺ μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἀνήκουν στὴν κτιστὴ φύση.
Γιατὶ κι ἂν ἀκόμη ἦταν Χερουβὶμ ἢ Σεραφὶμ ἢ κάτι πολὺ καθαρώτερο ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς αὐτὲς ὑπάρξεις, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ὑποφέρῃ αὐτὴ τὴ φωνή; Πῶς θὰ νόμιζε ὅτι ἦταν δυνατὸ νὰ ἐκπληρώσῃ τὶς ἐπαγγελίες; Πῶς θὰ εὕρισκε δύναμη κατάλληλη γι᾿ αὐτὰ τὰ μεγαλειώδη ἔργα; Καὶ ὁ Ἰωάννης βέβαια, ἀπὸ τὸν ὁποῖον «κανεὶς δὲν ὑπῆρξε ποτὲ μεγαλύτερος», σύμφωνα μὲ τὴν κρίση τοῦ ἴδιου του Σωτῆρα, δὲν ἀξίωσε τὸν ἑαυτό του οὔτε τὰ ὑποδήματα Ἐκείνου νὰ ἀγγίξῃ, κι αὐτὸ καίτοι ὁ Κύριος ἐμφανιζόταν μὲ τὴν πτωχὴ ἀνθρώπινη φύση. Ἐνῷ ἡ Πανάμωμη τὸν ἴδιο τὸν λόγο τοῦ Πατρός, τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ, καὶ πρὶν ἀκόμη κενωθῇ, πῆρε τὸ θάρρος νὰ φέρῃ μέσα στὰ σπλάχνα της. «Τίς εἰμι ἐγὼ καὶ τίς ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου; Καὶ ἐν ἐμοί, Κύριε, σώσεις τὸν Ἰσραήλ;» Τέτοιες φράσεις μπορεῖ κανεὶς ν᾿ ἀκούσῃ ἀπὸ τοὺς δικαίους, μολονότι καλοῦνται σὲ ἔργα πολλὲς φορὲς κι᾿ ἀπὸ πολλοὺς πραγματοποιημένα. Ἐνῷ τὴν μακαρία Παρθένο ὁ Ἄγγελος τὴν κάλεσε νὰ πραγματοποιήσῃ κάτι τὸ ἐντελῶς ἀσυνήθιστο, κάτι ποὺ δὲν ἦταν σύμφωνο μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ξεπερνοῦσε τὴ λογικὴ κατανόηση. Γιατὶ στ᾿ ἀλήθεια τί μικρότερο τῆς ζητήθηκε ἀπὸ τὸ νὰ ἀνυψώσῃ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, ἀπὸ τὸ νὰ μετακινήσῃ καὶ νὰ ἀλλάξῃ, χρησιμοποιώντας σὰν μέσο τὸν ἑαυτό Της, τὸ σύμπαν; Κι ὅμως δὲν ταράχθηκε ὁ λογισμός Της οὔτε θεώρησε ὅτι δὲν ἄξιζε γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο. Ἀλλὰ ὅπως σὲ τίποτε δὲν ἐνοχλοῦνται τὰ μάτια, ὅταν πλησιάζῃ τὸ φῶς, κι ὅπως δὲν εἶναι παράξενο νὰ ἰσχυρισθῇ κανεὶς ὅτι, μόλις ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, γίνεται ἡμέρα, ἔτσι καθόλου δὲν παραξενεύθηκε ἡ Παρθένος, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι θὰ μπορέσῃ νὰ δεχθῇ καὶ νὰ κυοφορήσῃ μέσα της τὸν ἀχώρητο σὲ ὅλους τοὺς τόπους Θεό. Καὶ δὲν ἄφησε βέβαια νὰ περάσῃ ἀνερεύνητη ἡ προσφώνηση οὔτε ἔπαθε τίποτε ἀνεξέταστα κι οὔτε πάλι παρασύρθηκε ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐγκωμίων. Ἀλλὰ συγκέντρωσε τὴν προσοχή της καὶ μὲ ὅλη της τὴν ἔνταση ἐξέταζε τὸ χαιρετισμό, ζητώντας νὰ μάθῃ μὲ ἀκρίβεια τόσο τὸν τρόπο τῆς κυήσεως, ὅσο καὶ κάθετι τὸ σχετικό. Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐνδιαφέρεται καθόλου νὰ ρωτήσῃ ἂν εἶναι ἡ ἴδια ἱκανὴ καὶ κατάλληλη γιὰ μιὰ τόσο ὑψηλὴ διακονία, ἂν ἔχῃ ἀγνίσει ὅσο χρειάζεται τὸ σῶμα Της καὶ τὴν ψυχή Της. Ἐκπλήσσεται γιὰ τὰ θαυμάσια ποὺ ἐπέρχονται στὴ φύση καὶ ἀντιπαρέρχεται κάθετι ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴ δική Της προπαρασκευή. Γι᾿ αὐτὸ ζήτησε τὴν ἐξήγηση γιὰ τὸ πρῶτο ἀπὸ τὸ Γαβριήλ, ἐνῷ τὸ δεύτερο τὸ ἤξερε ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Τὸ θάρρος πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν παρρησία τὰ εὕρισκε πράγματι ἡ Παρθένος μέσα της, ἀφοῦ δὲν εἶχε «τὴν καρδίαν τῆς καταγινώσκουσαν», ὅπως λέγει ὁ Ἰωάννης, ἀλλὰ «συνηγοροῦσαν».

6. «Πῶς θὰ γίνῃ αὐτό;» ἐρωτᾶ. Ὄχι γιατὶ ἔχω ἡ ἴδια ἀνάγκη ἀπὸ περισσότερη καθαρότητα καὶ μεγαλύτερη ἁγιότητα, ἀλλὰ γιατὶ εἶναι νόμος τῆς φύσεως νὰ μὴν μποροῦν νὰ κυοφορήσουν ὅσοι, ὅπως ἐγώ, ἔχουν διαλέξει τὴ ζωὴ τῆς παρθενίας. «Πῶς θὰ γίνῃ αὐτό, ἐρωτᾶ, ἀφοῦ δὲν ἔχω σχέση μὲ ἄνδρα;» Ἐγὼ βέβαια, συνεχίζει, εἶμαι ἕτοιμη γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔχω ἀρκετὰ προπαρασκευασθῆ. Πές μου ὅμως σύ, ἂν ἡ φύση θὰ συμμορφωθῇ καὶ μὲ ποιὸ τρόπο. Καὶ τότε, μόλις ὁ Γαβριὴλ ἀνακοίνωσε τὸν τρόπο τῆς παράδοξης κυοφορίας λέγοντας τὸ γνωστό: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» καὶ τὰ ἐξήγησε ὅλα, ἡ Παρθένος δὲν ἀμφιβάλλει πλέον γιὰ τὸ ἀγγελικὸ μήνυμα, ὅτι εἶναι μακαρία, τόσο γι᾿ αὐτά, τὰ τόσο ὑπέροχα, στὰ ὁποῖα διακόνησε, ὅσο καὶ γι᾿ αὐτὰ στὰ ὁποῖα πίστεψε, ὅτι δηλαδὴ θὰ εἶναι ἀξία νὰ ἀναλάβῃ αὐτὴ τὴ διακονία.
Κι αὐτὸ δὲν ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς ἐλαφρότητος. Ἦταν ἡ φανέρωση τοῦ θαυμαστοῦ καὶ ἀπόρρητου ἐκείνου θησαυροῦ, ποὺ ἔκρυβε μέσα της ἡ Παρθένος, θησαυροῦ γεμάτου ἀπὸ ὕψιστη σύνεση, πίστη καὶ καθαρότητα. Αὐτὸ τὸ ἔκανε φανερὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ὀνομάζοντας τὴν Παρθένο μακαρία, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἀποδέχθηκε τὸ μήνυμα καὶ δὲν δυσκολεύθηκε καθόλου νὰ πιστέψῃ στὶς οὐράνιες ἀγγελίες. Ἡ μητέρα τοῦ Ἰωάννου, πράγματι, μόλις γέμισε ἡ ψυχή της ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ἐμακάρισε λέγοντας: «Ἂς εἶναι μακαρία αὐτὴ ποὺ πίστεψε ὅτι θὰ πραγματοποιηθοῦν ὅσα τῆς εἶπε ὁ Κύριος». Ἡ ἴδια ἡ Παρθένος ἄλλωστε εἶχε εἰπεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό της ἀπαντώντας στὸν Ἄγγελο: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου». Γιατὶ εἶναι, στ᾿ ἀλήθεια, δούλη τοῦ Κυρίoυ αὐτὴ ποὺ τόσο βαθιὰ κατανόησε τὸ μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ του. Αὐτὴ πού, «ὅταν ἦρθε» ὁ Δεσπότης καὶ «ἔκρουσε», ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ἄνοιξε ἀμέσως τὴν οἰκία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός της καὶ χορήγησε ἔτσι σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ ἦταν πρὶν ἀπὸ αὐτὴν ἄ-οἶκος πραγματικὸ κατοικητήριο ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους.
Συνέβη στὸ σημεῖο αὐτὸ κάτι παραπλήσιο μ᾿ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη στὸν Ἀδάμ. Ἐνῷ ὅλο τὸ ὁρατὸ σύμπαν κτίσθηκε γιὰ χάρη δική του κι ὅλα τα ὑπόλοιπα κτίσματα εἶχαν βρεῖ τὸ καθένα τὸν κατάλληλο σύντροφό του, μόνο γιὰ τὸν Ἀδὰμ δὲν βρέθηκε, πρὶν ἀπὸ τὴν Εὔα, κατάλληλος βοηθός. Ἔτσι καὶ γιὰ τὸ Λόγο, ποὺ ἔφερε στὴν ὕπαρξη τὰ πάντα κι ὅρισε γιὰ τὸ κάθε πλάσμα τοῦ τὸν κατάλληλο τόπο, δὲν ὑπῆρχε κανεὶς τόπος καὶ καμμιὰ κατοικία πρὶν ἀπὸ τὴν Παρθένο. Ἡ Παρθένος ὅμως δὲν ἔδωσε «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς οὐδὲ νυσταγμὸν τοῖς βλεφάροις» ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ πρόσφερε σ᾿ Αὐτὸν σκήνωμα καὶ τόπο. Γιατὶ βέβαιά τα λόγια αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ θεωρήσουμε σὰν φωνὴ τῆς Πανάγνου, ποὺ τὴν πρόφερε ἡ γλώσσα τοῦ Δαυΐδ, μιὰ κι αὐτὸς ἦταν ὁ ἀρχηγὸς τῆς γενιᾶς της. Ὅπως ἀκριβῶς, σύμφωνα μ᾿ αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Παῦλος, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ἔδωσε τὴν δεκάτη στὸ Μελχισεδέκ, ἔχει δώσει δεκάτη καὶ ὁ Λευῒ «ἐν τῇ ὀσφύϊ τοῦ πατρὸς ὤν».

7. Ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγάλο καὶ πιὸ παράδοξο ἀπὸ ὅλα εἶναι ὅτι, χωρὶς τίποτε νὰ ξέρῃ ἀπὸ πρίν, χωρὶς καμμιὰ προειδοποίηση τόσο πολὺ ἦταν προετοιμασμένη γιὰ τὸ μυστήριο, ὥστε μόλις φάνηκε ξαφνικὰ ὁ Θεός, νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ τὸν ὑποδεχθῇ ὅπως ἔπρεπε, μὲ ψυχὴ ἕτοιμη καὶ ἄγρυπνη καὶ σταθερή. Κι αὐτὸ τὸ λόγο, ποὺ ἦταν κατάλληλος καὶ ἅρμοζε σ᾿ αὐτήν, ἀπάντησε γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι oι ἄνθρωποι τὴ σωφροσύνη μὲ τὴν ὁποία ἔζησε πάντοτε ἡ μακαρία Παρθένος, πόσο δηλαδὴ ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, πόσο ἦταν πρωτοφανής, πόσο ἦταν μεγαλύτερη ἀπὸ ὅσο μποροῦσαν νὰ καταλάβουν oι ἄνθρωποι, Αὐτὴ ποὺ ἄναψε μέσα στὴν ψυχή της τόσο σφοδρὸ ἔρωτα γιὰ τὸ Θεό, ὄχι γιατὶ τῆς εἶχαν προαγγελθῆ αὐτὰ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τῆς συμβοῦν προσωπικὰ καὶ στὰ ὁποῖα αὐτὴ μόνο θὰ λάβαινε μέρος, ἀλλὰ χάρις στὶς γενικὲς δωρεὲς ποὺ δόθηκαν ἢ ἐπρόκειτο νὰ δοθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ, ὅπως ὁ Ἰὼβ θαυμάζεται ὄχι τόσο γιὰ τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἔδειξε μέσα στὶς συμφορές του, ὅσο γιατὶ δὲν ἤξερε τί ἐπρόκειτο νὰ τοῦ δοθῇ σὰν ἀμοιβὴ γι᾿αὐτὸ τὸν ἀγώνα τῆς ὑπομονῆς, ἔτσι κι ἐκείνη ἀνέδειξε τὸν ἑαυτό της ἄξιο νὰ λάβῃ τὶς δωρεὲς ποὺ ξεπερνοῦν κάθε ἀνθρώπινη λογική, χάρις σ᾿ αὐτὰ ποὺ δὲν ἐγνώριζε. Ὑπῆρξε νυμφικὸς θάλαμος, χωρὶς νὰ περιμένῃ τὸ Νυμφίο. Ἦταν οὐρανός, μολονότι ἀγνοοῦσε ὅτι μέσα ἀπὸ αὐτὴ ἐπρόκειτο νὰ ἀνατείλῃ ὁ Ἥλιος.
Τί εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξισωθῇ μὲ τοῦ νοῦ αὐτοῦ τὴ μεγαλωσύνη; Καὶ ποιὰ θὰ ἦταν ἂν τὰ ἤξερε ὅλα μὲ σαφήνεια ἀπὸ πρὶν καὶ εἶχε ἔτσι καὶ τῆς ἐλπίδας τὰ φτερά; Γιατί ὅμως δὲν τὰ εἶχε πληροφορηθῆ προηγουμένως; Μήπως ἐπειδὴ μ᾿ αὐτὸ γίνεται φανερὸ ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἄλλος χῶρος στὸν ὁποῖον ἔπρεπε νὰ προχωρήσῃ, ἀφοῦ δὲν εἶχε ἀφήσει ἀξεπέραστη καμμιὰ κορυφὴ ἁγιότητος, κι ὅτι δὲν ὑπῆρχε τίποτε τὸ ὁποῖο ὄφειλε νὰ προσθέσῃ σ᾿ αὐτὰ ποὺ εἶχε, οὔτε ἦταν δυνατὸν νὰ γίνῃ καλύτερη στὴν ἀρετή, ἀφοῦ κατέλαβε τὴν ἴδια τὴν κορυφή; Γιατὶ, ἂν ἦταν πραγματοποιήσιμα αὐτὰ καὶ ὑπῆρχε, πέρα ἀπὸ ὅσα εἶχε ἤδη κατορθώσει, καὶ μιὰ κάποια ἄλλη κορυφὴ ἀρετῆς, δὲν θὰ τὴν ἀγνοοῦσε ἡ Παρθένος, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἦρθε στὴ ζωή, καὶ ἀφοῦ ὁ Θεὸς διδάσκει, ἔτσι ὥστε νὰ μπορῇ νὰ τὴ διατρέξῃ καὶ αὐτὴ καὶ νὰ εἶναι καλύτερα προπαρασκευασμένη γιὰ τὴ διακονία τοῦ μυστηρίου. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἰσχυρισθῇ κανεὶς ὅτι δὲν θὰ εἶχε δῆθεν ἡ Παρθένος ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν ἐλπίδων μεγαλύτερη ἔφεση γιὰ τὴν ἀρετή, ἂν βέβαια ἦταν ποτὲ δυνατὸν νὰ συμβῇ αὐτό. Ἀλλὰ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἄγνοιά της τὴν ἀπέδειξε ἀκόμη καλύτερη, αὐτὴν ἡ ὁποία, παρ᾿ ὅλο ὅτι δὲν ὑπῆρχαν ἐκεῖνα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν ὠθήσουν στὴν ἀρετή, τόσο πολὺ τελειοποίησε τὴν ψυχή της, ὥστε διαλέχθηκε ἀπὸ τὸ δίκαιο Θεὸ μέσα ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση. Οὔτε πάλι εἶναι φυσικὸ γιὰ τὸ Θεὸ νὰ μὴν εἶχε κοσμήσει τὴ μητέρα του μὲ ὅλα τα ἀγαθὰ καὶ νὰ μὴν τὴν εἶχε πλάσει κατὰ τὸν καλύτερο καὶ τελειότερο τρόπο.

8. Μὲ τὸ γεγονὸς λοιπὸν ὅτι εἶχε σιωπήσει καὶ δὲν τῆς προεῖπε τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν ἀπoδείχθηκε ὅτι δὲν ἐγνώριζε τίποτε καλύτερο ἢ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅσα ἔβλεπε νὰ ἔχῃ κατορθώσει ἡ Παρθένος. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ πάλι γίνεται φανερὸ ὅτι διάλεξε γιὰ μητέρα του ὄχι ἁπλῶς τὴν καλύτερη ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὲς ποὺ ὑπῆρχαν, ἀλλὰ τὴν ἀπόλυτα καλύτερη. Οὔτε ἐκείνη ποὺ ταίριαζε σ᾿ Αὐτὸν περισσότερο ἀπὸ ὅλους μέσα στὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀλλὰ αὐτὴν ποὺ ταίριαζε ἀπόλυτα, ἔτσι ὥστε νὰ πρέπῃ νὰ εἶναι μητέρα του.
Γιατὶ ἦταν βέβαια ὁπωσδήποτε ἀνάγκη νὰ παρουσιάσῃ κάποτε ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων τὸν ἑαυτό της κατάλληλο γιὰ τὸ ἔργο ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε. Νὰ φέρῃ δηλαδὴ στὴ ζωὴ κάποιον ἄνθρωπο ποὺ νὰ μπορῇ νὰ διακονήσῃ ἄξια στὸ σκοπὸ τοῦ Δημιουργοῦ. Ἐμεῖς βέβαια δὲν δυσκολευόμαστε νὰ παραβιάζουμε τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖον κατασκευάσθηχαν τὰ διάφορα ἐργαλεῖα χρησιμοποιώντας τὰ ἄλλοτε στὴ μιὰ κι ἄλλοτε στὴν ἄλλη τέχνη. Ὁ Δημιουργὸς ὅμως δὲν ἔδωκε στὴν ἀνθρώπινη φύση ἕνα προορισμὸ στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ τὸν ἄλλαξε. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὴν ἔπλασε τέτοια, ὥστε, ὅταν θὰ χρειαζόταν νὰ γεννηθῇ, νὰ πάρῃ ἀπὸ αὐτὴ τὴ μητέρα. Κι ἀφοῦ ἔδωκε πρῶτα αὐτὸν τὸ προορισμὸ στὴν ἀνθρώπινη φύση, ἔπλασε στὴ συνέχεια τὸν ἄνθρωπο χρησιμοποιώντας γιὰ κανόνα αὐτὴ τὴ σαφῆ χρησιμότητα. Ἦταν ἑπομένως ἀνάγκη νὰ ὑπάρξῃ κάποτε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ νὰ μπορῇ νὰ ἐκπληρώσῃ αὐτὸν τὸ σκοπό. Γιατὶ βέβαια οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ μὴ θεωρήσουμε σὰν σκοπὸ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου τὸν καλύτερο ἀπὸ ὅλους, ἐκεῖνον ποὺ προξενεῖ στὸν Τεχνίτη τὴ μεγαλύτερη τιμὴ καὶ δόξα, οὔτε πάλι εἶναι δυνατὸ νὰ νομίσουμε ὅτι μπορεῖ κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπο νὰ ἀποτύχῃ ὁ Θεὸς σ᾿ αὐτὰ ποὺ δημιουργεῖ. Αὐτὸ βέβαια ἀποκλείεται, ἀφοῦ ἀκόμη κι oι κτίστες κι oι ράφτες κι οἱ ὑποδηματοποιοὶ κατορθώνουν νὰ φτιάχνουν τὰ ἔργα τους πάντοτε σύμφωνα πρὸς τὸ σκοπὸ ποὺ θέλουν, ἂν κι αὐτοὶ δὲν ἐξουσιάζουν ἐντελῶς τὴν ὕλη. Καὶ μολονότι τὸ ὑλικὸ ποὺ χρησιμοποιοῦν δὲν τοὺς ὑπακούει πάντοτε, μολονότι μερικὲς φορὲς τοὺς ἐναντιώνεται, αὐτοὶ κατορθώνουν μὲ τὴν τέχνη τους νὰ τὸ ὑποτάξουν καὶ νὰ τὸ σύρουν πρὸς τὸ σκοπό τους. Ἂν λοιπὸν τὸ κατορθώνουν αὐτοί, πόσο φυσικώτερο εἶναι νὰ τὸ ἐπιτύχῃ ὁ Θεός, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς ὁ κυρίαρχος τῆς ὕλης, ἀλλὰ καὶ ὁ δημιουργός της, πού, ὅταν τὴ δημιούργησε, ἤξερε πῶς θὰ τὴν χρησιμοποιήσῃ. Τί λοιπὸν θὰ ἐμπόδιζε νὰ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση σὲ ὅλα σύμφωνη πρὸς τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖον δημιουργήθηκε; Ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ κυβερνᾶ τὴν οἰκονομία. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἔργο Του, τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν ἔργο τῶν χειρῶν Του. Καὶ τὴν πραγματοποίησή του δὲν τὴν ἐμπιστεύθηκε σὲ κανέναν ἄνθρωπο ἢ Ἄγγελο, ἀλλὰ τὴν κράτησε ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό Του. Δὲν εἶναι λοιπὸν λογικὸ νὰ φρόντισε ὁ Θεὸς περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλο τεχνίτη, νὰ τηρήσῃ κατὰ τὴ δημιουργία τοὺς κανόνες ποὺ ἔπρεπε; Καὶ μάλιστα, ὅταν δὲν πρόκειται γιὰ ἕνα ὁποιοδήποτε, ἀλλὰ γιὰ τὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ δημιουργήματά του; Σὲ ποιὸν δὲ ἄλλον ἀπὸ ὅλους θὰ ἔδινε ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ χρειαζόταν, ἂν ὄχι στὸν ἑαυτόν του; Καὶ πράγματι ὁ Παῦλος ζητεῖ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο (ποὺ ἀποτελεῖ, ὡς γνωστόν, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ) νὰ προσπαθῇ πρὶν ἀπὸ τὶς φροντίδες γιὰ τὸ κοινὸ καλὸ νὰ διευθετῇ σωστὰ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν οἶκο του.

9. Ἔχει καλῶς. Ὅταν λοιπὸν ὅλα αὐτὰ συνέβηκε νὰ βρεθοῦν μαζί: ὁ δικαιότατος κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος, ὁ καταλληλότατος διάκονος τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ, τὸ καλύτερο ἀπὸ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Δημιουργοῦ ὅλων των αἰώνων, πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν εἶναι ἐδῶ κάθετι ποὺ ἔπρεπε; Γιατὶ ἦταν βέβαια ἀνάγκη νὰ διατηρηθῇ ἡ ἁρμονία καὶ ἡ ἀπόλυτη συμφωνία σὲ ὅλα τα σημεῖα καὶ τίποτε τὸ ἀταίριαστο νὰ μὴν ὑπάρξῃ στὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸ αὐτὸ ἔργο. Γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν δίκαιος. Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα ὅπως ἔπρεπε καὶ τὰ «ζυγίζει ὅλα στὴ ζυγαριὰ τῆς δικαιοσύνης Του». Σὰν ἀπάντηση λοιπὸν σ᾿ ὅλα αὐτά, ποὺ ζητοῦσε ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἡ Παρθένος, μόνη γι᾿ αὐτὸ κατάλληλη, πρόσφερε τὸν Υἱό της. Κι ἔγινε μητέρα ἐκείνου, τοῦ ὁποίου ἦταν κατὰ πάντα δίκαιo νὰ εἶναι μητέρα. Κι ἂν λοιπὸν καμμιὰ ἄλλη ὠφέλεια δὲν ἐπρόκειτο νὰ προέλθῃ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔγινε ὁ Θεὸς υἱὸς ἀνθρώπου, μποροῦμε νὰ ὑποστηρίξουμε πὼς τὸ ὅτι ἦταν κατὰ πάντα δίκαιο νὰ γίνῃ ἡ Παρθένος μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἔφθανε γιὰ νὰ προκαλέσῃ τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου. Καὶ πὼς ἀκόμη τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἦταν δυνατὸν παρὰ νὰ ἀποδώσῃ στὸ κάθε πλάσμα Του ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἅρμοζε, νὰ ἐνεργῇ δηλαδὴ πάντοτε μὲ δικαιοσύνη, ἦταν ἀρκετὴ αἰτία γιὰ νὰ προκαλέσῃ αὐτὸν τὸν καινούργιο τρόπο ὑπάρξεως τῶν δύο φύσεων.
Γιατὶ, ἂν ἡ Πανάμωμη τήρησε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εἶχε ὑποχρέωση νὰ τηρήσῃ, ἂν ἀποδείχθηκε ἄνθρωπος τόσο εὐγνώμων καὶ δὲν παρέλειψε τίποτε ἀπ᾿ ὅσα τοῦ χρωστοῦσε, πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ φερόταν ἐξίσου δίκαια καὶ ὁ Θεός; Ἂν ἡ Παρθένος δὲν παρέλειψε τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μποροῦν νὰ ἀναδείξουν τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ Τὸν ἀγάπησε μὲ τόσο σφοδρὸ ἔρωτα, θὰ ἦταν βέβαια ἐντελῶς ἀπίθανο νὰ μὴ θεωρήσῃ ὁ Θεὸς ὑποχρέωσή του νὰ τῆς δώσῃ ἰσάξια ἀμοιβή, νὰ γίνῃ υἱός της. Γιατὶ πάλι, ἂν δίνῃ ὁ Θεὸς στοὺς πονηροὺς ἄρχοντα σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τους, πῶς δὲν θὰ ἔπαιρνε γιὰ μητέρα Του αὐτὴ ποὺ ἀποδείχθηκε κατὰ πάντα σύμφωνη μὲ τὴν δική του ἐπιθυμία; Τόσο πολὺ πράγματι ἦταν συγγενικὸ καὶ ταιριαστὸ στὴ μακαρία αὐτὸ τὸ δῶρο. Γι᾿ αὐτό, ὅταν τῆς εἶπε μὲ σαφήνεια ὁ Γαβριὴλ ὅτι θὰ γεννήσῃ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ -γιατὶ αὐτὸ φανέρωσε λέγοντας ὅτι αὐτὸς ποὺ θὰ γεννηθῇ «βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος»- ἡ Παρθένος δέχθηκε τὴν εἴδηση μὲ χαρά, σὰν νὰ ἄκουσε κάτι συνηθισμένο, κάτι ποὺ δὲν ἦταν καθόλου παράξενο οὔτε ἀταίριαστο πρὸς αὐτὰ ποὺ συνήθως συμβαίνουν. Κι ἔτσι μὲ γλώσσα μακαρία, μὲ ψυχὴ καθαρὴ ἀπὸ ἀνησυχίες, μὲ σκέψεις γεμάτες γαλήνη: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, εἶπε, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου».

10. Αὐτὰ εἶπε κι ἀμέσως ὅλα πραγματοποιήθηκαν. «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Ἔτσι, μόλις ἡ Παρθένος ἔδωσε τὴν ἀπάντησή της στὸ Θεό, δέχεται ἀμέσως ἀπὸ αὐτὸν τὸ Πνεῦμα, ποὺ δημιουργεῖ τὴν ὁμόθεη ἐκείνη σάρκα. Ἦταν λοιπὸν ἡ φωνὴ τῆς «φωνὴ δυνάμεως», ὅπως εἶπε ὁ Δαυΐδ. Καὶ πλάθεται ἔτσι μὲ λόγο μητρικὸ ὁ τοῦ Πατρὸς Λόγος. Καὶ κτίζεται μὲ τὴν φωνὴ τοῦ κτίσματος ὁ Δημιουργός. Κι ὅπως, μόλις εἶπε ὁ Θεὸς «γενηθήτω φῶς», ἔγινε ἀμέσως φῶς, ἔτσι ἀμέσως μὲ τὴ φωνὴ τῆς Παρθένου τὸ ἀληθινὸ ἀνέτειλε Φῶς κι ἑνώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ κυοφορήθηκε αὐτὸς ποὺ φωτίζει «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον». Ὦ φωνὴ ἱερή! Ὦ λόγια ποὺ κατορθώσατε τέτοιο μεγαλεῖο! Ὦ γλώσσα εὐλογημένη, ποὺ ἀνακάλεσες μεμιᾶς ἀπὸ τὴν ἐξορία ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη! Ὦ θησαυρὲ ψυχῆς ἁγνῆς, ποὺ μὲ τὰ λίγα λόγια της σκόρπισε σὲ μᾶς τέτοια ἀφθονία ἀγαθῶν! Γιατὶ αὐτὰ τὰ λόγια μετέτρεψαν τὴ γῆ σὲ οὐρανὸ κι ἄδειασαν τὸν Ἅδη ἐλευθερώνοντας τοὺς φυλακισμένους. Ἔκαμαν νὰ κατοικηθῇ ἀπὸ ἀνθρώπους ὁ οὐρανὸς καὶ φέρνοντας τόσο κοντὰ τοὺς Ἀγγέλους στοὺς ἀνθρώπους συνέπλεξαν τὸ οὐράνιο καὶ τὸ ἀνθρώπινο γένος σ᾿ ἕνα μοναδικὸ χορὸ γύρω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ εἶναι ταυτόχρονα καὶ τὰ δύο, αὐτὸν πού, ὄντας Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος.
Γι᾿ αὐτά Σου τὰ λόγια ποιὰ εὐχαριστία θὰ ἦταν ἄξια νὰ Σοῦ προσφερθῇ ἀπὸ μᾶς; Πῶς νὰ σὲ προσφωνήσουμε Ἐσένα, ποῦ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀντάξιό σου ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους; Γιατὶ τὰ δικά μας τὰ λόγια εἶναι γήινα, ἐνῷ Σὺ ξεπέρασες ὅλου τοῦ κόσμου τὶς κορυφές. Ἂν λοιπὸν χρειάζεται νὰ Σοῦ προσφερθοῦν τιμητικοὶ λόγοι, αὐτὸ νομίζω πὼς πρέπει νὰ εἶναι ἔργο Ἀγγέλων, νοῦ χερουβικοῦ, πύρινης γλώσσας. Γι᾿αὐτὸ κι ἐμεῖς, ἀφοῦ θυμηθήκαμε ὅσο μπορούσαμε τὰ κατορθώματά Σου καὶ ὑμνήσαμε κατὰ τὴ δύναμή μας Ἐσένα, τὴν ἴδια μας τὴ σωτηρία, ζητοῦμε τώρα νὰ βροῦμε ἀγγελικὴ φωνή. Καὶ καταλήγουμε στὴν προσφώνηση τοῦ Γαβριήλ, τιμώντας ἔτσι καὶ τὴν ἴδια μας τὴν ὁμιλία: «χαῖρε, κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετὰ σοῦ»!
Ἀλλὰ δῶσε, Παρθένε, ὄχι μόνο νὰ μιλᾶμε γιὰ ὅσα φέρνουν τιμὴ καὶ δόξα σ᾿ Αὐτὸν καὶ σ᾿ Ἐσένα ποὺ τὸν ἐγέννησες, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόζουμε. Προετοίμασέ μας δηλαδὴ νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς οἰκητήρια δικά Του γιατὶ σ᾿ Αὐτὸν ἁρμόζει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm


Return to ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 2 guests