Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων
"Περί τοῦ Ἀβραάμ"
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Βιβλίον πρῶτον
Κεφάλαιον Α'
Εἰς τὸ πρῶτον κεφάλαιον ἐκτίθεται ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου καθὼς καὶ ἡ διάταξη, ποὺ ἀκολουθήθηκεν κατὰ τὴ διαπραγμάτευση τοῦ θέματος: δηλαδή, ποιὰν ὠφέλειαν πρέπει νὰ ἀναμένωμεν ἀπὸ τὰ παραδείγματα τὰ παρμένα ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ Ἀβραάμ, τὰ ὁποῖα, σημειωτέον, ἔχομεν ἐκ θείας αὐθεντίας• ἐπίσης ἀποδεικνύεται αὐτὴ ἡ ὠφέλεια καὶ "ἐκ συναγωγῆς" ἀπὸ ἔργα τῶν φιλοσόφων.
1. Ὁ τίτλος τοῦ παρόντος βιβλίου εἶναι: "Περὶ τοῦ Ἀβραάμ" καὶ δικαιολογεῖται, ἐπειδὴ ἀκριβῶς μοῦ ἦλθεν στὸ νοῦν ἡ φαεινὴ ἰδέα νὰ ἐξετάσω κατὰ τάξη τὰ κατορθώματα αὐτοῦ τοῦ πατριάρχη. Καὶ κατὰ πρῶτο θὰ πραγματευθῶ τὰ περὶ αὐτοῦ ἀπὸ ἄποψη ἠθικῆς καὶ κατὰ τρόπον ἁπλόν. Κι' αὐτὸ γιατί, ἄν καὶ μὲ μιὰ διαπραγμάτευση κάπως ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποδώσῃ κανεὶς τόσον τὴν προκοπὴν ὅσον καὶ τὸν τύπον, ἀλλὰ καὶ τὸ εἶδος τῆς ἀρετῆς τοῦ ἀνδρός, ὅμως ἡ παροῦσα πραγματεία ἀφορμᾶται ἀπὸ τὴ θεώρηση ἀκόμη καὶ αὐτῶν τῶν ἐξωτερικῶν σημείων ἀπὸ τὶς καθημερινές του συνήθειες, ποὺ σὰν ἴχνη ἄφινεν στὸ διάβα της ἡ ἀρετή του.
Διότι, βέβαια, ἐάν, ὅσα παράγει ἡ φύση πρὸς συντήρηση τῶν ἀνθρώπων δὲν ἔχουν μόνο μίαν ἢ δύο, ἀλλὰ πάμπολλες χάρες, πόσο μᾶλλον ἁρμόζει νὰ θεωρῶμε χαριτωμένα καὶ ὅλα ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ ψυχὲς εὐφραίνονται καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι συχνῆς ὅσον καὶ ἄφθονης χρήσης, ἀλλὰ καὶ πολλαπλῆς (πνευματικῆς) ἀξίας.
Ἑπομένως, ἔχει μεγάλην σημασίαν ὅσον καὶ ὠφελιμότητα μία κοπιαστικὴ προσπάθεια σὰν κι' αὐτήν.
Ἐπειδή, λοιπόν, Κύριος ὁ Θεός μας ἐπιδαψίλευσεν τὸν Ἀβραάμ μὲ τὴν πλούσια χάρη τῆς εὐλογίας Του, ἔτσι ὥστε, καὶ ἡ δωρεὰ αὐτὴ προκάλεσε, θὰ λέγαμεν, ἀληθινὸν σκανδαλισμὸν στοὺς γύρω, ὅμως ἡ θεσμοθεσία ποὺ διευθέτησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νὰ θεραπεύσῃ αὐτὸν τὸν σκανδαλισμόν: Ἀκόμη, δηλαδή, καὶ ὁ Μωϋσῆς ἔδωσεν περιγραφὴν αὐτοῦ τοῦ φαινομένου, προκειμένου νὰ μᾶς παροτρύνῃ νὰ μιμηθῶμεν τὸν ἄνδρα. Καὶ τὸ ἔκανεν αὐτὸς μὲ τὴν ἑξῆς πρόθεση: διὰ τῆς μετὰ προσοχῆς θεώρησης τοῦ Ἀβραάμ νὰ ἀναστήσῃ, τρόπον τινά, σὰν ἀπὸ γήϊνον τάφον τὶς καρδιὲς ἀνθρώπων ποὺ κυλίονται σὲ ποταπότητες, πρᾶγμα ποὺ δὲν πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὅτι ἐμᾶς τώρα μᾶς ἐξαιρεῖ καὶ μᾶς ἀπαλλάσσει ἕνεκα τοῦ γεγονότος καὶ μόνον ὅτι καὶ ἐμεῖς θὰ ἐξετάσωμεν κατὰ τὸν ἀκριβέστερον τρόπον αὐτὰ τὰ ἴχνη, πού, ὅπως εἴπαμεν, ἄφησεν πίσω της ἡ ἀρετὴ τοῦ ἀνδρός.
Διότι ἐὰν οἱ σοφοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὅπως π.χ. ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων, αὐτὸς ὁ πρίγκηπας τῶν φιλοσόφων ἐπρότειναν νὰ ἐπιδιωχθῇ ἡ ἐγκαθίδρυση στὴν πραγματικότητα μιᾶς ὄχι ἁπτῆς, ἀλλὰ ἰδεατῆς ὅσον καὶ νεφελώδους πόλης, αὐτῆς δηλαδὴ ποὺ ὀνομάζει "Πολιτείαν" (Πλάτ. Ι, IV, Πολιτ.)• κι' αὐτὸ γιὰ νὰ διδάξῃ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ δημοκρατία καὶ μάλιστα ἐνῶ αὐτὴν τὴν "Πολιτείαν" δὲν τὴν εἶχεν κανεὶς οὔτε ἀκούσει οὔτε δεῖ, παρὰ ταῦτα ἔκρινεν ὁ φιλόσοφος ὅτι αὐτὴ ἔπρεπε νὰ περιγραφῇ καὶ σὰν περίπτωση συγκεκριμένης πόλης, ἔτσι ὥστε νὰ μποροῦν καὶ νὰ τὴν ἐγκαθιδρύουν ὑλοποιῶντας την, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν, ὅσοι ἀπολαμβάνουν αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν τῆς δημοκρατίας ποὺ καὶ τὴν κυβερνοῦν.
Καὶ ἄν ὁ συμμαθητὴς τοῦ Πλάτωνα, ὁ σωκρατικὸς ἐκεῖνος Ξενοφῶν, κι' αὐτὸς μὲ ἰδεατὰ μέσα θέλησε νὰ ἀποδώσῃ τὸ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ προσωπικότητα τοῦ ἰδανικὰ σοφοῦ ἀνδρός, μέσα στὸ ἐπιγραφόμενον ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Ξενοφῶντα βιβλίον: "Κύρου παιδεία" , ἀκριβῶς γιὰ νὰ προέλθῃ ἡ παιδεία τοῦ δίκαιου ὅσον καὶ σοφοῦ βασιλιᾶ ἀπ'τὰ μύχια τῶν κόλπων τῆς φιλοσοφίας, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς ὄχι τὴν ἐπίκτητη, δηλαδὴ τὴν διὰ τῆς παιδείας, συνθεμένη προσωπικότητα σοφοῦ ἀνδρός, ἀλλὰ τὴν ἐκ φύσεως ἐκδηλουμένην ἀρετὴν τοῦ Ἀβραάμ, ὀφείλομεν ὄχι μόνο νὰ ξαναθυμώμαστε ὅλο καὶ ζωηρότερον, δεδομένου ὅτι αὐτὴ θεσμοθετήθηκε μέσα στὴ θεϊκὴ διδασκαλίαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλ' ἔχομεν καὶ τὴν ὑποχρέωση νὰ ἀκολουθῶμεν τοὺς δρόμους, ποὺ αὐτὴ ἡ ἀρετὴ μᾶς ἀνοίγει καὶ τὴν ὁποίαν ἀργότερον ὁ Μωϋσῆς περιέγραψεν, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἀντίκρυσεν, ὅταν ὁ ἴδιος ἔστρεψεν ἐταστικὸν τὸ βλέμμα πρὸς τὸ παρελθόν.
Κεφάλαιον Β'
Πῶς ἡ εὐσέβεια τοῦ Ἄβραμ ἔτυχεν τῆς θεϊκῆς ἐπιδοκιμασίας, ἡ ὁποία φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ θεϊκοῦ μηνύματος. Τὶ ἆράγε νὰ εἶναι ἡ ἔξοδος "ἐκ τῆς συγγενείας" καὶ μὲ ποιὸ "σύμφωνον" ἐπεσφράγισεν ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ τὴν πρὸς Αὐτὸν ὑπακοὴν τοῦ Πατριάρχη; Ὁ ἴδιος ἐπικαλεσθεὶς τὸ Θεὸν φοβήθηκε, ναὶ ἢ ὄχι, ἐξ αἰτίας τῆς ὀμορφιᾶς τῆς συζύγου του καὶ τὴν ἔκρυψεν; Ἀλλὰ καὶ ἡ τιμωρία τοῦ Φαραὼ γιὰ τὴν ἁρπαγὴν ἐκείνης ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τοῦ πόσο μεγάλον εἶναι τὸ ἁμάρτημα τῆς μοιχείας• ἑπομένως ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἄβραμ παρακινούμεθα πρὸς μελέτην τῆς εὐσεβείας.
3. Ὄντως μέγας ὁ ἀνήρ, λαμπρύνεται δὲ μὲ τὰ διάσημα πολλῶν ἀρετῶν, τόσον ποὺ αὐτὸν δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸν φθάσῃ οὔτε ἡ ἴδια ἡ φιλοσοφία παρ' ὅλες τὶς ἐξάρσεις της. Καὶ ἐπειδή, ὅ,τι ἡ τελευταία αὐτὴ ἐρευνᾷ μὲ τὸ νοῦν καὶ τὴ φαντασίαν, εἶναι κατὰ πολὺ κατωτέρον ἀπὸ τοὺς ἄθλους τοῦ Ἄβραμ, τόσον ὅσον κατώτερον εἶναι ἀκόμη καὶ τὸ φιλοδοξότερον τῆς εὐγλωττίας ψεῦδος ἀπὸ τὴν ἁπλῆν ἐμμονήν καὶ πιστότητα στὴν ἀλήθειαν, ἄς ἐξετάσωμεν λοιπόν, τὶ λογῆς εὐσέβειαν εἶχε μέσα του αὐτὸς ἄνδρας. Διότι ἡ ἀρετὴ τῆς εὐσεβείας (ἢ ἀφοσίωσης) στὸ Θεὸν εἶναι ἡ πρώτη στὴν σειρὰν καὶ ἀποτελεῖ ἐπὶ πλέον τὸ θεμέλιον τῶν ὑπολοίπων ἀρετῶν.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς τὴν ἐπισημαίνει ἀκριβῶς σὰν τὴν πρώτην ὅταν λέγῃ: "Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου" (Γεν. ιβ',1). Βέβαια, θὰ ἦταν, ἀρκετὸ νὰ πῇ μόνον: "ἐκ τῆς γῆς σου". Διότι αὐτὸ θὰ ἐσήμαινεν ἐπίσης καὶ ἔξοδον "ἐκ τῆς συγγενείας", ἀλλὰ καὶ "ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός". Ἀλλὰ γι'αὐτὸ πρόσθεσεν τὰ ἐπὶ μέρους, ἀκριβῶς γιὰ νὰ θέσῃ σὲ δοκιμασίαν τὴν ἴδιαν τὴν ἀγάπην τοῦ Ἄβραμ, μήπως τυχόν, δηλαδή, εἴτε θεωρηθῆ ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἐπέλεξεν ἀνώριμον καὶ ἀδοκίμαστον, εἴτε πάλιν μήπως τὸ θεϊκὸ μήνυμα νομισθῇ καὶ σὰν μιὰ ἀπάτη, ὅπως ἐκεῖνα τὰ κάποιας διάρκειας οὐράνια σημεῖα. Ἀλλ' ὅπως τὰ μηνύματα τοῦ Θεοῦ ἦσαν ἀλλεπάλληλα, ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴ λησμονηθῇ κανένα ἀπ' αὐτά, ἔτσι ἀκριβῶς ἔπρεπε νὰ προταθῶσιν ἀπ' τὸ Θεὸν καὶ οἱ ἀντίστοιχές τους ἀμοιβές, μήπως τυχὸν καὶ ὁ Ἄβραμ ἀπογοητευθῇ. Ἔτσι, ὁ ἀνήρ μας δοκιμάζει μὲν πειρασμούς ὡς ἰσχυρός, παροτρύνεται δὲ σὰν πιστός, ὑφίσταται δὲ καὶ προκλήσεις σὰν δίκαιος, τέλος δὲ ἀντάξια πραγματοποιεῖ καὶ τὴν ἔξοδόν του ἔτσι ἀκριβῶς, ὅπως τοῦ εἶχεν εἴπει ὁ Κύριος.
4. "Καὶ ἐξῆλθε Λώτ μετ' αὐτοῦ." (αὐτόθι 4.). Αὐτό, λοιπόν, ποὺ ἀνάμεσα στὰ ῥητὰ τῶν ἑπτὰ σοφῶν ἐγκωμιάζεται σὰν σπουδαῖον, τὸ: "Ἕπου Θεῷ", δηλαδὴ "Νὰ ἀκολουθῇς πάντα τὸ Θεόν" τὸ κατόρθωσεν σὲ τέλειο βαθμόν ὁ Ἀβραάμ, καὶ διὰ τῆς πράξεως προέφθασεν τὰ γνωμικὰ τῶν σοφῶν, καὶ ἀκολουθῶντας τὸ Θεὸν ἐξῆλθεν ἐκ τῆς χώρας του. Ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ Ἀβραάμ εἶχεν προηγουμένως ἄλλη χώρα, δηλαδὴ τὴ χώρα τῶν χαλδαίων, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐξῆλθεν ὁ Θάρα, ὁ πατήρ του, καὶ μετανάστευσεν στὴ Χαῤῥὰν• καὶ ἐπειδὴ μαζύ του ἐξήγαγεν ὁ Ἀβραάμ τὸν ἀνεψιόν του, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχεν ἐπίσης δοθῆ ἡ ἐντολὴ: "Ἔξελθε ἐκ τῆς συγγενείας σου"• ἄς δοῦμε μήπως τυχὸν αὐτὸ σημαίνει νὰ βγῇ κανεὶς ἀπ'τὴ χώρα αὐτῆς τῆς γῆς, δηλαδή, νὰ μετοικήσῃ ἀπὸ κάποιαν διαμονὴν τοῦ σώματος, ἀπὸ τὴν ὁποίαν σημειωτέον μετοίκησεν καὶ ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος εἶπεν: "ἡμῶν δὲ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς, ὑπάρχει" (Φιλ. γ', 20)• τὸ εἶπε δὲ αὐτὸ γιὰ τὶς σωματικὲς ἀπολαύσεις καὶ ἡδονὲς σὰν γνώριμες στὴν ψυχή μας, ἡ ὁποία καὶ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ συμπάσχῃ μὲ τὸ σῶμα, ὅσον καιρόν αὐτὴ συνάπτεται συνδεόμενη διὰ δεσμοῦ μὲ τὸ σῶμα. Ἄς ἐξέλθωμε, λοιπόν, ἀπὸ τὴ γήϊνην συναναστροφὴν καὶ ἀπὸ τὰ κοσμικὰ θέλγητρα, διότι εἴμαστε ὑπόχρεοι γιὰ ἤθη καὶ πράξεις μιᾶς ἀνώτερης ζωῆς, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ μετακινώμεθα καὶ ἀλλάζωμε μόνον ἀπὸ τόπον σὲ τόπον, ἀλλὰ καὶ νὰ μετακινῶμε, δηλαδή, νὰ ἀλλάζωμεν τοὺς ἴδιους τοὺς ἑαυτούς μας. Ἐὰν ἐπιθυμῶμε νὰ ἐνωθῶμε μὲ τὸ Χριστόν, ἄς ἀπαρνηθῶμεν τὰ φθαρτά. Ὡς φθαρτὰ δέ, ἔχομεν τὴν σάρκα, τὴν ἀπόλαυση, τὴ φωνὴν ἐκείνην ποὺ προδίδει ἐνοχὴ γιὰ σωματικὰ πάθη. Ὅταν ὁμιλῶμε γιὰ φωνήν, ἐννοοῦμεν τὰ πάθη. Ὅθεν, ἐπειδὴ ἡ ψυχή μας εἶναι διμερής, δηλαδὴ περιλαμβάνει καὶ τὸ "λογικὸν" καὶ τὸ "ἄλογον", τὸ ὁποῖον πάλι διαιρεῖται στὴν σάρκα καὶ στὴν ἀπόλαυση τῶν σωματικῶν ἡδονῶν καθὼς καὶ στὰ ὑπόλοιπα πάθη τοῦ σώματος, ὅποιος εἶναι δίκαιος ἄνδρας ὀφείλει νὰ ἀποσυνδέσῃ καὶ νὰ χωρίσῃ τὸ λογικὸ μέρος τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ "ἄλογον". Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τοῦ νὰ "ἐξέλθῃ κάποιος ἀπὸ τὴ Χαῤῥάν", ὅπως ὅταν βγαίνῃ κανεὶς ἀπὸ κάποια σκοτεινὰ σπήλαια καὶ ὑπονόμους καὶ φωλιές.
Ἐξ ἄλλου, τὸ νὰ προσπαθῇ κάποιος νὰ μὴ γίνῃ ἀντιληπτὸς εἶναι χαρακτηριστικὸν τῆς ἐγκληματικὰ ἔνοχης συνείδησης. Κι' ἐμεῖς, λοιπόν, ἀκολουθῶντας τὸν Ἅβραμ ἄς βγῶμεν ἀπὸ τὶς φωλιές. Ἄν δηλαδὴ εἴμαστε γνήσια παιδιὰ τοῦ Ἄβραμ, ἄς πράττωμεν τὰ ἔργα του, γιὰ νὰ λάμπωσιν τὰ δικά μας ἔργα ἐνώπιον καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ δίκαιος ὁμολογεῖ τὰ ἔργα του στὸ βασιλιᾶ. Ὁ ἀμαρτωλὸς κρύβει τὸν ἑαυτόν του, ἀκριβῶς ὅπως ὁ Ἀδὰμ ἐπιδίωκε νὰ κρυφθῇ, ἀλλὰ δὲν κατόρθωσε νὰ μὴ γίνῃ ἀντιληπτός. Καὶ ἐμφανίστηκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἄβραμ διὰ μηνύματος, χωρὶς νὰ λέγῃ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἄν μεσολάβησεν καμιὰ χρονοτριβή.
5. "Ἐξελθὼν ἐβάδισεν τὴ χώραν μέχρι τὴν Συχέμ" (Γεν. ιβ', 6). Συχὲμ δὲ στὴ γλῶσσα μας μεταφράζεται ὠμοπλάτη ἢ αὐχένας, διὰ τοῦ ὁποίου δηλώνεται ἡ ἐκτέλεση τῆς προαναφερθείσης πράξης. Ὅπως καὶ κατωτέρω ἔχει γραφῇ: "Ὑπέβαλεν τὸν ὦμον του εἰς ἐργασίαν" (Γεν. μθ', 15). Ἑπομένως, διὰ τῆς εἰκονικῆς σημασίας τῶν τοπωνυμίων παρατηροῦμεν ὅτι ἐκφράζεται ἀκριβῶς τὸ ἑξῆς: ὅτι ὁ ἅγιος Ἄβραμ ὄχι μόνο μὲ προθυμίαν ἐπεσφράγισεν τὴν ἐπιλογήν του, ἀλλὰ καὶ μὲ καρποφόρον ἀποτελεσματικότητα, ἕνεκα τῆς ὁποίας ἔφθασε μέχρι τῆς δρυός. Σ' αὐτὸν τὸν τόπον τοῦ ἐμφανίστηκεν ὁ Κύριος καὶ τοῦ εἶπεν: "Εἰς τὸ σπέρμα σου θὰ δώσω αὐτὴν τὴ γῆν" (Γεν. ιβ',7). Δὲς πῶς μὲ συχνὰ ἐπαναλαμβανομένην ὑπόσχεση σὰν σὲ ἀνίσχυρον τοῦ δίδει πληροφορίαν καὶ ἐπὶ πλέον ὁ Θεὸς θεσμοθετεῖ, ἐνῷ ὁ Ἄβραμ συναισθανόμενος τὴν ἀδυναμίαν του τοῦ ἐμπιστεύεται ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν του, δὲν κρατάει τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτόν του. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἄβραμ ἔστησε βωμὸν πρὸς τιμὴν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχεν ἐμφανισθῇ• καὶ στὴν συνέχειαν ἀπομακρύνθηκεν ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς τὸ ὄρος Βαιθήλ κατ' Ἀνατολὰς (αὐτόθι), ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦσε νὰ δῇ ἀνατέλλοντα χάριν του τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης. Γι' αὐτὸ ἔστησεν τὴν σκηνήν του ὄχι εἰς τὰς πεδιάδας, ἀλλ' εἰς τὸ ὄρος γιὰ τὸν ἑαυτόν του, διότι ὁ Κύριος εἶναι Θεός τῶν ὀρέων καὶ ὄχι τῶν πεδιάδων.
6. Καὶ "ἐπεκαλέσθη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου" (αὐτόθι 8). Ὅπου Βαιθήλ, ὅπου οἶκος Θεοῦ, ἐκεῖ καὶ βωμὸς καὶ ὅπου βωμός, ἐκεῖ καὶ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ μας. Καὶ δὲν ἔκανεν ὁ Ἄβραμ μάταια τόσες προσπάθειες, διότι ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἔχῃ τὸ Θεὸ βοηθόν του. Ἀσκεῖται ὡς ἀθλητὴς Θεοῦ καὶ ἐπιδοκιμάζεται ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους, ἀναχωρεῖ εἰς τὴν ἔρημον, ὑφίσταται τὴν πεῖναν καί, τέλος, κατεβαίνει καὶ στὴν Αἴγυπτον.
Πληροφορεῖται ὅτι εἰς τὴν Αἴγυπτον ἡ σφριγηλὴ νεολαία εἶναι ἀσελγής, πολὺ ἀπαιτητικὲς οἱ σαρκικὲς ὀρέξεις της καὶ ἀκόλαστες οἱ ἐπιθυμίες της. Συλλογιζόταν ὅτι ἀνάμεσα σὲ τέτοιου εἴδους ἄνδρες ἡ σωφροσύνη τῆς συζύγου του θὰ εἶναι χωρὶς καμμιὰν ἐγγύηση προστασίας καὶ ὅτι ἡ ὀμορφιά της θὰ ἀποτελῇ κίνδυνον καὶ γιὰ τὸν ἴδιον. Συμβούλεψε, λοιπόν, τὴν σύζυγόν του νὰ πῇ ὅτι εἶναι ἀδελφή του. Ἀπ' αὐτὸ βγαίνει τὸ δίδαγμα ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐπιζητῆται ἡ μεγάλη ὀμορφιὰ τῆς συζύγου, ἡ ὁποία πολλάκις εἶναι δυνατὸ νὰ προκαλέσῃ ἀκόμη καὶ τὸ θάνατον τοῦ ἀνδρός της. Διότι ὄχι τόσον ἡ ὀμορφιὰ τῆς γυναίκας, ὅσον ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ σεμνότητά της εἶναι ποὺ μποροῦν νὰ εὐφραίνουν τὸν ἄνδρα. Ὅποιος ἀναζητεῖ τὴ γλυκειὰ θαλπωρὴν τῆς συζύγου του, ἄς μὴ προβαίνῃ σὲ οἰκονομικῶς ὑψηλότερες ἐπιδιώξεις πέραν τῶν προβλεπομένων ἀπὸ τὸ οἰκογενειακὸ δίκαιον, οὔτε σὲ ἐνέργειες, ποὺ δὲν τὶς καλύπτουν οἱ περὶ γάμου νόμοι. Αὐτό, δηλαδή, ἐὰν φυσικὰ θέλῃ ὁ σύζυγος τὴν σύζυγον στολισμένην ὄχι μόνο μὲ περιδέραια, ἀλλὰ καὶ μὲ καλὰ ἤθη. Συνήθως θεωρεῖται προσβολὴ γιὰ τὸν ἄνδρα, ὅταν ἡ σύζυγος γνωρισθῇ μὲ ἄλλον ἀνώτερόν του κοινωνικά. Ὅλα δὲ αὐτὰ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν ὑπερηφάνειαν. Ἡ Σάρα, ὅμως, δὲν ἦταν πλουσιότερη σὲ ὑλικὰ πλούτη, οὔτε καὶ λαμπρότερης καταγωγῆς. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν θεωροῦσε κατώτερόν της τὸν ἄνδρα της, γι' αὐτὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσε σὰν ἴσον της μὲ πολλὴν τρυφερότητα, ἐπειδή, δηλαδή, δὲν ἐμποδιζόταν ἀπ' τὴν κοινωνικήν της θέση, οὔτε ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς της, οὔτε ἀπὸ τοὺς γύρω της, ἀλλ' ἀκολουθοῦσε τὸ δικόν της ἄνδρα, ὅπου κι' ἄν πορεύονταν αὐτός. Εἰς τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνιση ἔδειχνε προσαρμοστικότητα, διεβεβαίωσε ὅτι εἶναι ἀδελφή του καὶ ἦταν εὐχαριστημένη σὲ περίπτωση ἀνάγκης νὰ ῥιψοκινδυνεύσῃ ἀκόμη καὶ τὴν σωφροσύνην της μᾶλλον παρὰ νὰ θέσῃ σὲ κίνδυνον τὴν ζωὴν τοῦ συζύγου της, καὶ γιὰ νὰ τὸν προστατεύσῃ εἶπεν ψέμματα ὅτι τἄχα εἶναι ἀδέλφια. Κι' αὐτὸ ἀπὸ φόβο μήπως ἡ κρυμμένη σωφροσύνη της συντελέσει στὸ νὰ τὸν φονεύσωσιν ὡς ἀντίζηλον καὶ ὡς διεκδικητὴν τῆς συζύγου του. Τελικά, ἀμέσως μόλις τὴν ἀντίκρυσαν οἱ Αἰγύπτιοι, θαυμαστὲς τῆς μεγάλης ὀμορφιᾶς της τὴν ὁδήγησαν στὸ βασιλιᾶ τους, ἐνῶ πρὸς τὸν ἴδιον τὸν Ἀβραάμ φέρθηκαν καλά, τιμῶντας τον ὡς ἀδελφὸν αὐτῆς, ἡ ὁποία θὰ ἄρεσεν στὸ βασιλιᾶν.
7. "Ἔπληξε δὲ ὁ Κύριος μὲ μεγάλες καὶ σκληρότατες πληγὲς καὶ τὸν ἴδιον τὸ Φαραὼ καὶ τὴν οἰκογένειάν του ἐξ αἰτίας τῆς Σάρας τῆς συζύγου τοῦ Ἄβραμ." (Γεν. ιβ', 17). Αὐτὸ ἀποτελεῖ σπουδαία μαρτυρίαν καὶ ἀπόδειξη γιὰ τὸ ὅτι ἔχομεν καθῆκον τήρησης τῆς ἁγνότητος. Πρόκειται γιὰ τόσον παραινετικὸν ἐδάφιον, ὥστε ὁ καθένας νὰ τηρῇ τὸν ἑαυτόν του ἁγνόν, νὰ μὴ ἐπιθυμῇ τὰ ξένα, οὔτε μὲ κρυφὴν ἐλπίδα, καὶ νὰ μὴ προσβάλλῃ τὴν τιμὴν τῆς συζύγου τοῦ συνανθρώπου του ἐπαναπαυόμενος στὴν τυχὸν ἀτιμωρησίαν τῆς πράξης του, οὔτε καὶ νὰ εἶναι κανεὶς προκλητικὸς βασιζόμενος στὴν πιθανὴν ὀλιγωρίαν ἢ ἀνοησίαν τοῦ συζύγου, ἢ καὶ στὴν τυχὸν μακροχρονιότερην ἀπουσίαν του.
Παρὼν εἶναι ὁ προεστὼς τοῦ γάμου, ὁ Θεός, ἀπ' τοῦ ὁποίου τὴν ἀντίληψη τίποτα δὲν διαφεύγει, ἀπὸ τὸν ὁποῖον οὐδεὶς διεκφεύγει, τὸν ὁποῖον κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ξεγελάσῃ: στὴ θέση τοῦ ἀπόντος συζύγου αὐτὸς προστατεύει, ἐκτελεῖ καθήκοντα νυκτερινοῦ φύλακος, ἀλλὰ βέβαια καὶ χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀνάγκην ἀπὸ νυχτερινό φρουρόν, συλλαμβάνει τὸν ἔνοχον καὶ πρὶν ἀκόμη ὁ τελευταῖος αὐτὸς ἐκτελέσῃ τὰ σχέδιά του. Ἀνιχνεύει τὸ ἔγκλημα, ποὺ τελεῖται τόσον στὶς ψυχὲς ὅσον καὶ στὸ μυαλὸν τόσον τῶν ἐπὶ μέρους ἀτόμων ὅσον καὶ τοῦ συνόλου τῶν ἀνθρώπων. "Καὶ ἐὰν σύ, ἡ μοιχαλίς, ἐξαπατήσῃς τὸν σύζυγον, ὅμως γίνεσαι ἀντιληπτή ἀπ' τὸ Θεόν. Κι' ἄν διαφύγῃς ἀπ' τὴν ἀντίληψη τοῦ συζύγου κι' ἄν ξεγελάσῃς τὸν ἐξωτερικὸν δικαστὴν, δὲν θὰ ξεφύγῃς ἀπὸ τὸν Κριτὴν σύμπαντος τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος αὐστηρότερον τιμωρεῖ διὰ τὴν προσβολὴν κατὰ τοῦ πτωχοῦ, διὰ τὴν ὕβριν κατὰ τοῦ ἴσως ἀσύνετου συζύγου. Διότι μεγαλύτερη εἶναι ἡ ποινὴ γιὰ τὸ δράστην παρὰ γιὰ τὸν ἀμελῆ καὶ ἀσύνετο φύλακα τοῦ συζυγικοῦ κοιτῶνος.
8. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Φαραὼ, ὁ νόμιμος βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου, τὸν ὁποῖον ἡ ὑπεροψία ἐκ τῆς βασιλικῆς δύναμης θὰ μποροῦσε νὰ ἔκανεν ἀμελῆ, ἀλλὰ καὶ τὸν ὁποῖον οἱ ἀσέλγειες καὶ ἀκολασίες τῆς Αἰγύπτου θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ ἀπομακρύνουν ἀπ' τὴ φροντίδα γιὰ τήρηση τῆς ἁγνότητος, παρὰ ταῦτα ὅμως κάλεσεν τὸν Ἀβραάμ καὶ τὸν ἤλεγξε λέγοντάς του: "Τὶ μοὔκανες; Γιατὶ δὲν μοὖπες ὅτι αὐτὴ εἶναι γυναῖκα σου, ἀλλὰ μοὖπες ὅτι εἶναι ἀδελφή σου καὶ θὰ τὴν ἔπαιρνα σὰν δική μου γυναῖκα; Καὶ τώρα προστάζω νὰ ἐξακολουθῇ νὰ εἶναι αὐτὴ γυναῖκα σου ἐνώπιόν σου" (αὐτόθι, 18,19).
Ἄν καὶ κατὰ τὴ φύση του σκληρὸς καὶ βάρβαρος, ὅμως δηλώνει μ' ὅσα λέγει, ὅτι ἀκόμη καὶ ὅσοι ἔχουν ξένα καὶ βάρβαρα ἤθη δείχνουν σεβασμὸν στὴν αἰδημοσύνην καὶ θεωροῦν ὅτι οἱ ἴδιοι ὀφείλουν νὰ φυλάσσωνται ἀπὸ τὴ διάπραξη τέτοιων ἐγκλημάτων. Ὅποιος, λοιπόν, προφασίζεται ἄγνοιαν τοῦ θεϊκοῦ νόμου, ἄς καταδικάζῃ τοὐλάχιστον τὴν ἀκολασία. Μὴ ἀπορῆτε, λοιπόν, ἐὰν ἀκόμη καὶ ὁ βάρβαρος γνωρίζῃ τὸ φυσικὸν δίκαιον. Παρατήρησε καὶ τὰ ζῶα, ποὺ δὲν τηροῦν κανέναν ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς πολιτείας, ὅμως πολλὰ ἀπ' αὐτὰ ὄχι μόνο μένουν πιστὰ στὸ δεσμὸ μὲ τὰ ὅμοιά τους, ἀλλ' ἐπὶ πλέον φυλάσσουν ἀμίαντην τὴ μονογαμικὴν σχέση τους. Ἑπομένως, ἀνώτερος εἶναι ὁ νόμος τῆς φύσης ἀπὸ τὶς ἀπαγορεύσεις τοῦ νόμου τῆς πολιτείας. Μὴ θαυμάζετε ποὺ ὁ ἴδιος ὁ βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου φοβήθηκεν τὸ Θεόν, αὐτὸς ποὺ δὲν φοβόταν ἄνθρωπον, καὶ πλήρωσεν τιμωρία γιὰ μοιχείαν, αὐτὸς ποὺ ἀπὸ κανένα νόμον τοῦ κράτους δὲν ἐθεωρεῖτο ὑπόδικος. Διότι εὐθὺς ὡς κατάλαβεν ὅτι ἡ Σάρα ἦταν σύζυγος ἄλλου, ἀμέσως ὄχι μόνον τὴν ἐπέστρεψεν εἰς τὸν σύζυγόν της, ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὸν, τὸν πραγματικόν της σύζυγον, ἔδωσεν προπομπούς, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω, γιὰ νὰ μὴ τυχὸν κανεὶς ἀπ' τὸ βάρβαρο λαὸν ἀσκήσῃ βίαν εἴτε κατὰ τῆς περιουσίας τοῦ ἀνδρός, εἴτε κατὰ τῆς σωφροσύνης τῆς συζύγου του.
9. Ὡραιότερον εἶναι αὐτὸ τὸ ἐδάφιον, ποὺ μᾶς διδάσκει ὅτι πρέπει νὰ προτρέπωμεν ὅλους πρὸς τήρηση τῆς εὐσεβείας, διότι, ὅποιος ἀκολουθεῖ τὸ Θεόν, εὑρίσκεται ὁλόκληρος ὑπὸ τὴν προστασίαν Του. Γι' αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ προτιμῶμεν τὸ Θεὸν ἀπ' ὅλα τὰ ἄλλα καὶ οὔτε ἡ ἀφοσίωση στὴν πατρίδα, οὔτε ἡ ἀγάπη πρὸς γονεῖς καὶ πρὸς παιδιά, οὔτε ἡ προσκόλληση πρὸς τὴν σύζυγον πρέπει νὰ μᾶς ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὴν ἐκτέλεση τῶν οὐρανίων παραγγελμάτων, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς ἐπιδαψιλεύει τὰ πάντα καὶ μπορεῖ νὰ κάνῃ νὰ διατηρηθῶσιν ὅσα Αὐτὸς μᾶς δωρίζει.
Ἑπομένως, μέγα εἶναι τὸ παράδειγμα ἀφοσίωσης τοῦ Ἄβραμ, πού, δηλαδή, κατέβηκεν στὴν Αἴγυπτον μαζὺ μὲ τὴν πανέμορφην σύζυγόν του.
Φυσικὰ καὶ νοιαζόταν καὶ φρόντιζεν ὁ δίκαιος αὐτὸς ἄνδρας γιὰ τὴν σωφροσύνην τῆς συζύγου του. Ὅμως, μεγαλύτερη ἦταν ἡ σπουδή του νὰ αὐξήσῃ τὴν εὐσέβειάν του, γιὰ νὰ μὴ φανῇ ὅτι προτίμησεν τὴ φύλαξη τοῦ γάμου ἀπὸ τὰ οὐράνια μηνύματα. Ἑπομένως, ἐπειδὴ χάριν Θεοῦ περιφρόνησεν ὅλα τὰ ἄλλα ἔλαβεν ἀπὸ τὸ Θεὸν τὰ πάντα καὶ μάλιστα πολλαπλάσια. Ἔτσι, ὁ Θεός, σὰν πρώτην ἀμοιβὴν τῆς εὐσεβείας του, τοῦ ἔδωκεν τὴν ἀγαπημένην του σύζυγον. Ἐπειδή, δηλαδή, διὰ τῆς ἐπιμονῆς του νὰ ὑπακούσῃ στὸ οὐράνιο μήνυμα, ἐξέθεσεν τὴν σύζυγόν του ἀκόμη καὶ στὸ νὰ διατρέξῃ κίνδυνον ἡ σωφροσύνη της, κατόρθωσε νὰ προφυλάξῃ ἀκόμη καὶ τὴν ἁγνότητα τῆς συζύγου του.
Κεφάλαιον Γ '
Περὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν τοῦ Ἄβραμ, δὲν πρέπει νὰ παραξενεύηται κανεὶς γιὰ τὴν σύνεσή του κατὰ τὶς προκύψασες αἰτίες ἐρίδων, γιὰ τὴ δικαιοσύνην του κατὰ τὴ διανομὴν τῶν ἀγαθῶν, ὅπου γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὴν ἔλλειψη σύνεσης τοῦ Λώτ, ὁ ὁποῖος ὑποτιμοῦσεν ὅ,τι χρησίμευεν πρὸς πραγματικὴν τέρψη, καθὼς καὶ γιὰ τὴν τιμωρίαν τοῦ τελευταίου αὐτοῦ: τόσον σχετικὰ μὲ τὴν πρὸς τὸν ἴδιον ἀγάπην τοῦ ἐκ πατρὸς θείου του, τοῦ Ἄβραμ, ὅσον καὶ μὲ τὴν εὐσέβειαν τοῦ Ἄβραμ καὶ μὲ τὴν αὐτοσυγκράτηση τούτου ὅταν κατήγαγεν νίκην, ἀλλὰ καὶ σχετικὰ μὲ τὴν ἐκ μέρους του ἐκλογήν τῆς ἀνταμοιβῆς, ποὺ τοῦ πρότεινεν ὁ Θεὸς: τέλος δὲ γίνεται λόγος καὶ περὶ τῆς ἀποδοχῆς ποὺ ἔκαμεν ὁ Ἄβραμ τῶν μελλοντικῶν του ἀπογόνων καθὼς καὶ περὶ τῆς ὑπόσχεσης ποὺ τοῦ ἔγινε γιὰ τὴ μέλλουσα γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
10. Τὰ πρῶτα, λοιπόν, μέρη τὰ διεκδίκησε γιὰ τὸν ἑαυτόν της μὲ ἀκριβῆ προτεραιότητα ἡ εὐσέβεια. Ἄς δοῦμεν τὴ χάρη καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν. Ἑτέρπετο ὁ ἅγιος Ἄβραάμ ἐκ τῆς παρουσίας τοῦ ἀνεψιοῦ, πρὸς τὸν ὁποῖον ἐπεδείκνυεν τὴν ἀγάπην του σὰν θεῖος. Ξέσπασε δὲ ἔρις ἀνάμεσα στοὺς δούλους τοῦ ἀνεψιοῦ καὶ σ' αὐτοὺς τοῦ θείου. Σὰν συνετότερος ὁ Ἀβραάμ παρετήρησεν ὅτι συνήθως ἐξ αἰτίας ἐρίδων τῶν δούλων διαῤῥηγνύεται καὶ ἡ ὁμόνοια τῶν κυρίων τους, καὶ διέκοψεν τὸ νῆμα τῆς ἔριδος, γιὰ νὰ μὴ μεταδοθῇ ἡ ἐξ αὐτῆς μόλυνση καὶ στὰ ἀφεντικά. Δηλαδὴ ἔκρινεν ὅτι θὰ ἦταν πιὸ ἀνώδυνη ἡ διακοπὴ τοῦ δεσμοῦ τῆς συμβίωσης τῶν κυρίων, παρὰ ἡ ῥήξη τῆς μεταξύ τους ἀγάπης. Αὐτὸ καὶ σὺ ὀφείλεις νὰ κάνῃς ὅταν τυχὸν βρεθῇς σὲ παρόμοιαν περίπτωση, γιὰ νὰ ἐξουδετερώσῃς τὰ σπέρματα τῆς ἔριδος. Διότι βέβαια δὲν εἶσαι ἐσὺ ἰσχυρότερος τοῦ Ἀβραάμ. Ἐκεῖνος ἐθεώρησεν ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀποτρέψῃ ἀκόμη καὶ τὶς ἔριδες τῶν ὑπηρετῶν καὶ νὰ μὴ τὶς παραβλέψῃ. Καὶ ἐὰν ἐσὺ εἶσαι ἰσχυρότερος πρόσεχε μήπως ὁ ἄλλος εἶναι ἀσθενέστερος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ καὶ νὰ παράσχῃ στοὺς ψιθύρους τῶν δούλων τὰ χρυσὰ νομίσματα. Συχνὰ οἱ συμβιοῦντες δοῦλοι διαφορετικῶν ἀφεντικῶν καλλιεργοῦν τὴ διχόνοια μεταξὺ συγγενῶν κυρίων. Γι' αὐτὸ καλύτερα νὰ χωρίζῃς, γιὰ νὰ διατηρῆται τοὐλάχιστον ἡ φιλία. Οἶκος ποὺ δὲν χωρίζεται, δὲν μπορεῖ νὰ ἐξακολουθήση νὰ στεγάζῃ καὶ τοὺς δύο κυρίους.
Μήπως δὲν εἶναι προτιμότερο νὰ μετοικήσῃς μὲ ἀγάπη, παρὰ νὰ συγκατοικῇς μὲ διχόνοιαν;
11. Ὁ πατριάρχης μᾶς διδάσκει ἐπίσης τὶ εἴδους πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ χωρισμός. Ὁ ἰσχυρότερος παίρνει τὴν πρωτοβουλία νὰ προβῇ σὲ διαίρεση τῶν ἀγαθῶν, ὁ ἀσθενέστερος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διαλέγῃ γιὰ νὰ μὴ πάρῃ αὐτὸ τὸ μερίδιο γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ γκρινιάζῃ. Διότι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσῃ στὸ μέλλον ψεῦδος καὶ ἀπάτη γιὰ τὸ μερτικὸ ποὺ ὁ ἴδιος διάλεξεν. Καὶ διότι δὲν τοῦ μένει πιὰ ἡ εὐκαιρία νὰ ἀλλάξῃ γνώμην αὐτὸς στὸν ὁποῖο δίδεται ἀπὸ πρὶν τὸ δικαίωμα τῆς ἐπιλογῆς, οὔτε καὶ μπορεῖ νὰ ἐνοχλήσῃ πιὰ αὐτὸν ποὺ ἐξετέλεσεν τὴν ἴδια τὴν πράξη τῆς διαίρεσης. Ἔτσι ὥστε ὁ τελευταῖος αὐτὸς οὔτε νὰ ἐμποδίζηται νὰ προβῇ στὴν ἐνέργειαν τῆς διαίρεσης, οὔτε καὶ νὰ γίνῃ θῦμα ἐξαπάτησης κατὰ τὴν ἐκλογήν.
12. Ἄν προέβη λοιπὸν εἰς τὴ διαίρεση ὁ Ἀβραάμ, ἦταν ὅπως ὁ ἴδιος λέγει διότι "δὲν ἐπιθυμοῦσε, νὰ κατοικῇ ἐκεῖνες τὶς περιοχὲς ὁμοῦ μετὰ τοῦ Λῶτ" (Γεν. ιγ', 6) γιὰ τὸ λόγο ὅτι αὐτὲς δὲν ἦταν καθόλου εὔφορες. Τὸ αἰώνιο μειονέκτημα: ὁ κόσμος νὰ μὴ ἔχει προσόδους ἀπὸ τοὺς πλουσίους. Διότι, τίποτε δὲν ἱκανοποιεῖ ἐπαρκῶς τὴν ἐπιθυμίαν τῶν πλουσίων. Ὅσον πλουσιότερος γίνει κάποιος, τόσον ἀπληστότερος εἶναι γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ ἄλλου πλούτου. Ἐπιθυμεῖ νὰ ἐπεκτείνῃ τὰ ὅρια τοῦ χωραφιοῦ καὶ νὰ ἀποκλείσῃ τὸν ὅμορόν του. Μήπως λοιπὸν τέτοιος ἦταν καὶ ὁ Ἀβραάμ; Κάθε ἄλλο, ἄν καὶ στὴν ἀρχὴν ἦταν καὶ ὁ ἴδιος ἀτελέστερος. Διότι πόθεν τελειότης πρὸ τῆς ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ; Δὲν εἶχεν ἔλθει ἀκόμη αὐτὸς ποὺ θὰ ἔλεγεν: "Ἄν θέλῃς νὰ εἶσαι τέλειος, πούλησε ὅ,τι ἔχεις καὶ δός τα στοὺς πτωχούς καὶ κατόπιν ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσῃς" (Μάτθ. ιθ', 21). Ὅπως ὅμως ποτὲ ὁ πλεονέκτης δὲν σοῦ δίνει τὸ δικαίωμα ἐκλογῆς, ἔτσι καὶ ὁ δίκαιος ἀκρωτηριάζει τὴν φιλονεικίαν. Εἶπεν: Ἄς μὴ ὑπάρχῃ ἔρις μεταξύ μας καὶ μεταξὺ τῶν ποιμένων μας, διότι εἴμαστε συγγενεῖς. Νά, λοιπόν, ὅλη ἡ περιοχὴ δὲν ἐκτείνεται πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν σου; Ἀποχώρησε ἀπὸ κοντά μου: ἐὰν ἐσὺ διαλέξῃς νὰ πᾶς στὴν ἀριστερὰν περιοχὴν, ἐγὼ θὰ πάω στὴ δεξιάν. Ἢ ἐὰν ἐσὺ στὴ δεξιάν, ἐγὼ στὴν ἀριστεράν (Γεν. ιγ', 8,9).
13. "Καὶ ὕψωσεν ὁ Λὼτ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ διάλεξεν τὴν ἀρδευομένην περιοχὴν τοῦ Ἰορδάνου, λέγει ἡ Γραφή, ἐπειδὴ ὁλόκληρη ἀρδεύετο, καὶ ἦταν σὰν τὸν παράδεισον τοῦ Θεοῦ" (αὐτόθι 10).
Πολλάκις τὰ κτήματα προέρχονται ἐκ κληρονομιᾶς, καὶ εἶναι ἄλλα ὠφελιμότερα ἐξ αἰτίας τῆς καρποφορίας τους, καὶ ἄλλα θελκτικότερα ἐξ αἰτίας τῆς ὀμορφιᾶς τους. Δὲν εἶναι βέβαια δευτερεύοντα ὡς πρὸς τὴν ἔκταση τῆς κληρονομούμενης μοίρας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι κάποτε ἀρχίζει νὰ μειώνηται ἡ ἀξία τοῦ καθενὸς ἀπ' αὐτὰ τὰ κτήματα. Ἀλλὰ ἐὰν δὲν μποροῦν οἱ κληρονόμοι νὰ συμφωνήσουν γιὰ τὰ χρησιμότερα κτήματα, ἄς προσφέρωνται τὰ θελκτικὰ κτήματα ἀντὶ τῶν χρησιμοτέρων. Διαφορετικὰ σκέφτεται ὁ κάθε ἄνθρωπος• ἄλλους τοὺς γοητεύουν τὰ ὠφέλιμα, ἄλλους τὰ ὄμορφα. Ὁ πιὸ ἀμβλύνους ἐκλέγει τὰ ὀμορφότερα, ἐνῶ ἀποστρέφεται ἀπὸ κόρον τὰ ὠφελιμότερα. Ὁ ἐπιστάτης τῶν γεωργῶν εἶναι ἐνίοτε χρήσιμος (λόγω τῆς πείρας του) καὶ ὁ ἀγρότης συνεισφέρει στὸν ἀστόν. Ἐὰν αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸ δικαίωμα ἐκλογῆς εἶναι ἀμβλὺς στὸ νοῦν, εἴτε πρόκειται νὰ ἐκλέξῃ ἕνα μάγειρα εἴτε ἕνα τραγουδιστὴν ποὺ τὸν θεωρεῖ χαρισματικὰ ἡδύφωνον, ἀποῤῥίπτει τὸν ὠφελιμότερον.
Καὶ πολλὲς φορὲς ὅπου οἱ καρποὶ μοιάζουν, ὁ μυαλωμένος ἀποφεύγει τὰ ἁπλῶς ὀμορφότερα.
Οἱ πλεονέκτες εὔκολα προκαλοῦν τὸ φθόνον καὶ εὔκολα ἐξεγείρουν ἐναντίον τους τὴ διάθεση τῶν ἄλλων. Ἐδῶ ὅμως ἡ Γραφὴ δὲν εἶπεν τίποτε γιὰ τὸ ὅτι ἡ μία περιοχὴ ἦταν ὠφελιμότερη καὶ ἡ ἄλλη θελκτικότερη, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθῇ ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἐπιδίωξε νὰ ξεγελάσῃ τὰ μάτια τοῦ νεαροῦ. Ἡ Γραφή, λοιπόν, περιέγραψε μὲν τὴν ὀμορφότερη περιοχὴν δὲν ἀνέφερεν ἐπιπροσθέτως τίποτε γιὰ τὴν ὠφελιμότητα τῆς ἄλλης.
Ἦταν ἀναγκαῖο νὰ κάνῃ λόγο γιὰ τὰ δυὸ μέρη τῆς εὐρύτερης περιοχῆς: ἔπειτα διαίρεσεν ὄχι τὰ ἀπόντα, ἀλλὰ τὰ παρόντα. Δὲν ἦταν δυνατὸν ὁλόκληρη ἡ περιοχὴ νὰ γίνῃ ἀντικείμενον ἐπιθυμίας καὶ ἐκλογῆς καὶ στὸν ἕνα καὶ στὸν ἄλλον.
Ὅ,τι, λοιπόν, ἦταν ὁπωσδήποτε ζήτημα ἀκριβέστατης δικαιοσύνης, αὐτὸ καὶ ἔγινεν: ὁ Ἀβραὰμ πρότεινε νὰ καταφύγωσιν στὸ σύστημα τῆς ἐκλογῆς.
14. Ὁ Λὼτ διάλεξεν τὴ θελκτικὴ γιὰ τὴν ὀμορφιάν της περιοχὴν, ἡ ὁποία γρήγορα γυάλισεν στὰ μάτια τῶν λῃστῶν: Ἐντεῦθεν ξέσπασεν πόλεμος μεταξὺ τῶν βασιλέων, ἐπακολούθησε νίκη τῶν ἐχθρῶν, αἰχμαλωσία τῶν γεωργῶν. Ἑπομένως καὶ ὁ Λὼτ πλήρωσεν τὸ τίμημα τῆς ἀμβλυνούστερης ἀπόφασής του ἀπογοητευθεὶς ὄχι ἀπὸ τὴν μὴ γονιμότητα τῶν ἐδαφῶν ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου ποὺ ἐπέσυρεν ἡ περιοχή του λόγῳ τῆς ὀμορφιᾶς της, ἔτσι ὥστε καὶ ὁ ἴδιος νὰ ἀπαχθῇ αἰχμάλωτος• διότι ἕνεκα τοῦ ἐλαττώματος τῆς ἐλαφρότητας ποὺ ταιριάζει σὲ δούλους ἀπομακρύνθηκεν ἀπὸ ὅ,τι ἦταν τὸ καλλίτερον, μὲ τὸ νὰ διαλέξῃ δηλαδὴ τὴ λίαν ἐπονείδιστον μοίραν. Διότι τὰ Σόδομα ἦσαν πλούσια καὶ ἀκόλαστα. Καὶ γι' αὐτὸ ἡ λατινικὴ ἀπόδοση τῆς λέξεως Λώτ, εἶναι: αὐτὸς ποὺ ἐπιλέγει τὸ ἐλαττωματικὸ, αὐτὸς ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἀρετὴν καὶ ἀποστρέφεται τὴ δικαιοσύνη.
15. "Τοῦτο πυνθανόμενος ὁ Ἄβραμ ἀρίθμησεν τοὺς οἰκογενεῖς δούλους του" (Γεν. ιδ', 14) καὶ μὲ ἑκατὸν δέκα ὀκτὼ ἄνδρες κατήγαγε νίκην καὶ ἐλευθέρωσεν τὸν ἀνεψιόν.
Ἀποδεικνύεται ἡ ὕπαρξη ἐκ μέρους του στοργῆς ποὺ συνόδευεν τὴ διαίρεση, ἀφοῦ τόσον πολὺ ἀγαποῦσεν τὸν ἀνεψιὸν ὥστε νὰ ἀναλάβῃ ἀκόμη καὶ τὸν κίνδυνον τῆς πολεμικῆς ἀναμέτρησης.
Ἀλλὰ τὶ σημαίνει "ἀρίθμησεν"; Σημαίνει "διάλεξε". Ὅθεν ἐκεῖνο τὸ "ἀρίθμησεν" δὲν ἀναφέρεται μόνον εἰς ἐκείνους ποὺ εἶχαν γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ προσέτι σ' αὐτοὺς ποὺ εἶχαν τὴ χάρη νὰ εἶναι δίκαιοι, πρᾶγμα ποὺ ἀνέφερεν ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιον: "Καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ὑμῶν ἠριθμημέναι εἰσίν" (Λουκ. ιβ', 7). Ἐγνώρισεν ὁ Κύριος τοὺς δικούς του ἀνθρώπους: ὅσοι ὅμως δὲν εἶναι δικοί του δὲν ἀξιώνονται νὰ εἶναι γνωστοί του. Ἀρίθμησε δὲ ἑκατὸν δέκα ὀκτώ, γιὰ νὰ μάθῃς ὅτι δὲν ἐκφράζεται ἡ ἀριθμητικὴ ποσότητα, ἀλλὰ ἡ ἀξία τῆς ἐκλογῆς. Διότι αὐτοὺς προσέλαβεν, ὅσους ἔκρινεν ἄξιους τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πιστῶν, ὅσοι πιστεύουν στὸ πάθος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διότι τὸ μὲν "τριακόσιοι" δηλώνεται μὲ τὸ ἑλληνικὸ γράμμα "τ", ποὺ ἔχει δηλαδὴ τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ, τὸ δὲ ἄθροισμα "δέκα ὀκτὼ" ἀποδίδεται στὰ ἑλληνικὰ μὲ τὸ ιη', ποὺ εἶναι ἀρχικὸν τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦς. Ἑπομένως ὁ Ἀβραὰμ ἐνίκησεν ἕνεκα τῆς ἀξίας τῆς πίστης του, καὶ ὄχι λόγῳ πολυάριθμου στρατοῦ. Καὶ τελικὰ ἐκστρατεύσας μὲ λίγους οἰκογενεῖς κατήγαγε θρίαμβον ἐπὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐξοπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα πέντε βασιλέων.
16. Ἀλλ' ὅποιος νικᾶ δὲν πρέπει νὰ ὑπερηφανεύηται ὁ ἴδιος γιὰ τὴ νίκην, ἀλλὰ νὰ τὴν ἀποδίδῃ στὸ Θεόν. Αὐτὸ μᾶς τὸ διδάσκει ὁ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος παρὰ τὸ θρίαμβον ἔγινεν ταπεινότερος καὶ ὄχι πιὸ ἀγέρωχος.
Τελικὰ προσέφερε θυσίαν, καὶ ἔδωσεν τὴ δεκάτην. Καὶ γι' αὐτὸ τὸν εὐλόγησεν ὁ Μελχισεδὲκ ὄνομα τὸ ὁποῖον στὴ γλῶσσα μας σημαίνει "βασιλιᾶς τῆς δικαιοσύνης", "βασιλιᾶς τῆς εἰρήνης": "Ἦν γὰρ ἱερεὺς Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου" (Γεν. ιδ', 18,19). Ἀλλὰ ποιός, λοιπόν, εἶναι αὐτὸς ὁ βασιλιᾶς τῆς δικαιοσύνης καὶ ὁ ἱερέας τοῦ Θεοῦ, παρὰ αὐτὸς πρὸς τὸν ὁποῖον ἐλέχθη: "Σὺ εἶ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ" (Ψαλμ. 109,4). τοὐτέστιν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἱερέας τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς θυσίας τοῦ σώματός του ἐξιλέωσεν τὸν Πατέρα γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα;
17. Πόσον μέγα ὅμως ἦταν ἐκεῖνον ἀφοῦ ἀπὸ τὰ λάφυρα τῆς νίκης τίποτε δὲν θέλησεν νὰ ἀγγίξῃ, οὔτε προσφερθὲν νὰ λάβῃ; Διότι ἡ ἀνάληψη τῆς ἀνταμοιβῆς μειώνει τὸν καρπὸν τοῦ θριάμβου καὶ κατατρώγει τὴ δωρεὰν τῆς εὐεργεσίας.
Διότι πλειστάκις, ἀναφέρεται γιὰ ποῖο ἐκ τῶν δύο ἀγωνίζεσαι γιὰ χρήματα, ἢ γιὰ δόξα; Ἄλλος ὁδηγεῖ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν τόπον τῆς ἀνταμοιβῆς• ἄλλος θεωρεῖται ἄξιος νὰ διατηρήσῃ τὴ δόξαν. Ἄν καὶ δικαιοῦται ὁ ἅγιος νὰ πάρῃ κάτι ἀπὸ τὰ λάφυρα εἴτε καὶ προσφερθὲν τὸ ἀρνεῖται, γιὰ νὰ μὴ πῇ αὐτὸς ποὺ τὸ ἔδωσεν: ἐγὼ τὸν ἔκανα πλούσιον• μαρτυρεῖται ὅτι τὸ μόνον ποὺ τὸν ἱκανοποιεῖ εἶναι ὅτι ἀφορμήθη ἀπὸ τὴ νομὴν τῶν νεαρῶν μαχομένων. Ἴσως πεῖ κάποιος: Ἀφοῦ ὁ ἴδιος νίκησεν, πῶς λέγει στὸν βασιλιᾶν τῶν Σοδόμων: τίποτε δὲν θὰ πάρω ἀπὸ σένα• διότι τὰ λάφυρα περιῆλθαν σχεδὸν εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ νικητῆ. Διδάσκει τὴν στρατιωτικὴν πειθαρχίαν, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὰ πάντα τὸ βασιλιᾶ. Σωφρόνως, σ' αὐτοὺς ποὺ μαζύ του βρίσκονταν σύντροφοι ἴσως εἰς βοήθειαν, καὶ τὸ μερίδιον τοῦ κέρδους ποὺ ἔπρεπε νὰ τοὺς ἀποδώσει, τοὺς τὸ ἐξασφαλίζει ὡς ἀνταμοιβὴν γιὰ τὸν κόπον τους.
18. Γιὰ τὸ λόγο ὅτι δὲν ζήτησεν ἀπὸ ἄνθρωπο μισθόν, ἔλαβεν παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ διαβάζομεν στὴν Γραφὴν: ὅτι μετὰ τούτους τοὺς λόγους ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς τὸν Ἀβραὰμ ἐν ὁράματι, λέγων: Μὴ φοβοῦ Ἄβραμ, ἐγὼ θὰ σὲ προστατεύσω, ὁ μισθὸς σου θὰ εἶναι πάρα πολὺς (Γεν. ιε', 1).
Ὁ Κύριος δὲν εἶναι βραδὺς εἰς μισθαποδοσίαν, καὶ εὐθὺς ὑπόσχεται, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἐπιδαψιλεύει.
Γιὰ νὰ μὴ τυχόν, ἕνεκα ἀναβολῆς τινος, ὑπεισέλθῃ στὶς ἀμελεῖς ψυχές, ἀλλαγὴ γνώμης ὥστε νὰ καταφρονήσῃς τὰ δῶρα, ἀνταποδίδει ὁ Θεὸς μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση, γιὰ νὰ ἀποκαταστήσῃ πλουσιότερα ὅποιον δὲν κυριεύθηκεν ἀπὸ τὴν κατόπιν δωρεᾶς ἀνταμοιβήν. Ἄς θεωρήσωμεν, τὸν μισθὸν ποὺ αὐτὸς ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸ Θεόν.
19. Ὄχι πλούτη, ὅπως γι' αὐτὰ ἱκετεύει ὁ φιλάργυρος, ὄχι τὴν μακροβιότητά του, ὅπως ἕνας ποὺ φοβεῖται τὸ θάνατον ὄχι τὴν ἰσχύν• ἀλλὰ ζητάει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ἄξιος κληρονόμος τοῦ κόπου: Τὶ θὰ μοῦ δώσῃς; εἶπεν. "Ἐγὼ δὲ ἀπομένω χωρὶς γυιοὺς" (αὐτόθι 2). Καὶ κατωτέρω: "ἐπειδὴ δὲν μοῦ ἔδωσες σπέρμα τεκνοποιοῦν, θὰ μὲ κληρονομήσῃ ὁ οἰκογενής μου" (αὐτόθι 3). Ἄς μάθουν λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴ καταφρονοῦν τὶς συζυγίες, οὔτε καὶ νὰ ἔρχωνται εἰς γάμου κοινωνίαν μὲ ἀνόμοιούς τους κοινωνικά: μήπως μ' αὐτὸν τὸν τρόπον ἀποκτήσουν παιδιά, τὰ ὁποῖα δὲν θὰ μποροῦν νὰ τὰ ἔχουν ὡς κληρονόμους, ἵνα εἴτε διὰ τῆς θεωρήσεως τῆς μεταβιβαστέας κληρονομίας, ἐὰν δὲν ἔχουν γιὰ κίνητρο καμιὰ τήρηση τῆς αἰδημοσύνης, σπεύδουν σ' ἕνα ἄξιο γάμο.
20. Ἀλλ' ὅταν ἡ γνώμη τοῦ Ἄβραμ λιγότερο ὠφελῇ στὴ διόρθωση, δέξου τὸ χρησμὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καταδικάζει τὴν κληρονομίαν: Δὲν θὰ εἶναι, εἶπεν, αὐτὸς ὁ δικός σου κληρονόμος, ἀλλ' ἄλλος ὁ ὁποῖος καὶ θὰ προέλθῃ ἀπὸ σένα, ἐκεῖνος θὰ εἶναι ὁ κληρονόμος σου (αὐτόθι 4). Ποιὸν ὀνομάζει "ἄλλον"; Διότι καὶ ἡ Ἄγαρ ἐγέννησε γυιόν, τὸν Ἰσμαήλ, ἀλλὰ δὲν λέγει γι' αὐτόν, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἅγιον Ἰσαάκ. Καὶ γι' αὐτὸ προσθέτει: "κι' αὐτὸς θὰ προέλθῃ ἀπὸ σένα". Διότι ἐκεῖνος ἀληθῶς ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ γεννήθηκε μὲ κανονικὸ γάμο. Ἀλλὰ ὑπὸ τὸ νόμιμο γυιὸν Ἰσαάκ, ἐκεῖνον τὸν ἀληθινὸ νόμιμο γυιὸ μποροῦμε νὰ νοήσουμεν, τὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστόν γιὰ τὸν ὁποῖο διαβάζομεν στὴν ἀρχὴν τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου ὅτι εἶναι γυιὸς Ἀβραὰμ (Ματθ. α,1) ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη ἀληθινὸς γυιὸς Ἀβραὰμ φωτίζων τὴ διαδοχὴν τοῦ γενάρχου καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Ἀβραὰμ προσέβλεψεν πρὸς τὸν οὐρανὸν, καὶ ἐγνώρισεν τὴν αἴγλην τῶν ἀπογόνων του ὄχι ὀλιγότερον λαμπρὰν ἀπ' ὅ, τι ἡ λάμψη ποὺ ἐκπέμπουν τ' ἄστρα τοὐρανοῦ.
Διότι ὅπως τὸ ἕνα ἀστέρι διαφέρει ὡς πρὸς τὴ λαμπρότητα ἀπ' τὸ ἄλλον ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν (Α' Κορ. ιε', 41,42). Καὶ τὸ ἑξῆς ποὺ καθιστᾶ συμμετόχους τῆς ἀναστάσεώς του, τὸ ὅτι δηλαδὴ κατέστησε μετόχους τῆς οὐρανίου βασιλείας ὅσους ἀνθρώπους ὁ θάνατος συνήθιζε νὰ χώνῃ στὴ γῆ.
21. Πῶς δὲ τὰ ἔκγονα τοῦ Ἀβραὰμ διεδόθησαν, παρὰ διὰ τῆς κληρονομιᾶς τῆς πίστεως, γιὰ τῆς ὁποίας παριστάμεθα εἰς τὸν οὐρανὸν, συνιπτάμεθα μετὰ τῶν ἀγγέλων, ἐξισωνόμεθα μὲ τοὺς ἀστέρας;
Γι' αὐτὸ λέγει: "Ἔτσι θὰ εἶναι τὸ σπέρμα σου (Γεν. ιε',5). Καί, ἐπίστευσεν, λέγει, ὁ Ἄβραμ εἰς τὸ Θεόν" (αὐτόθι 6). Τὶ ἐπίστευσεν; Ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ εἶναι ὁ μέλλων κληρονόμος διὰ τῆς προσλήψεως σώματος. Γιὰ νὰ δῇς ὅτι αὐτὸ ἐπίστευσε, λέγει ὁ Κύριος: "Ὁ Ἀβραὰμ εἶδεν τὴν ἡμέραν τὴν ἐμὴν καὶ ἐχάρη" (Ἰω. η',56). Διότι "ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην" ἐπειδὴ δὲν ζήτησε λογικὲς ἐξηγήσεις, ἀλλὰ ἐπίστευσε μὲ αὐθόρμητον καὶ πηγαίαν πίστιν.
Εἶναι καλὸν ἡ πίστις νὰ προλαβαίνῃ τὴ λογικὴν• γιὰ νὰ μὴ θεωρώμεθα ἐμεῖς ὅτι ἀπαιτοῦμεν ἀπὸ Κύριον τὸ Θεόν μας λογικὲς ἐξηγήσεις, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἄνθρωπον (ὅπως ζητᾶμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους).
Διότι τὶ ἀνάξιο θὰ ἦταν νὰ πιστεύαμε μὲν στὶς μαρτυρίες ποὺ ἕνας ἄνθρωπος μᾶς δίνει σχετικὰ μὲ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο, καὶ νὰ μὴ πιστεύωμεν στοὺς χρησμοὺς τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του!
Ἄς γίνῃ, λοιπόν, ὁ Ἄβραμ ἀντικείμενο μίμησης ἐκ μέρους μας, γιὰ νὰ γίνωμεν κληρονόμοι τῆς γῆς μέσω τῆς δικαιοσύνης τῆς πίστεως, διὰ τῆς ὁποίας αὐτὸς ἔγινεν κληρονόμος τοῦ κόσμου.
Κεφάλαιον Δ '
Ὑπεράσπιση ὑπὲρ τοῦ Ἀβραὰμ γιὰ τὸ ἐὰν διέπραξεν ἁμάρτημα μοιχείας ἢ ὄχι μὲ τὸ νὰ γεννήσῃ ἐκ τῆς θεραπαινίδος γυιόν: καὶ ὅτι βέβαια δὲν ἦταν ἀπηλλαγμένος τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καὶ ὅτι τότε μόλις ἐγκατέλειψεν τὶς δεισιδαιμονίες τῶν Χαλδαίων• καὶ ὅτι οὔτε κατὰ τοῦ νόμου ὁ ὁποῖος ἀκόμη τότε ἦταν σὲ λανθάνουσα κατάσταση δὲν ἁμάρτησε• κατόπιν περὶ τοῦ ὅτι οὐχὶ ὑπὸ τῆς ἡδονῆς, ἀλλ' ἐξ ἀγάπης πρὸς καὶ γιὰ ἀπογόνους ὁδηγηθείς, εἰς τὸ ὁποῖον κεφάλαιον πολλὰ περὶ μοιχείας συζητοῦνται• τέλος ὑποστηρίζεται ὅτι αὐτὸ τοῦτο τὸ γεγονὸς ὑπῆρξε μυστήριον καὶ ὄχι ἁμάρτημα. Τελευταῖα ἐξετάζεται ἐὰν ἥρμοζεν ἡ περιτομή, ἡ ὁποία διὰ διατάξεως μετὰ ταῦτα ἔπρεπε νὰ ἐπαναληφθῇ καὶ ἡ ὁποία μικρὰν τελειότητα περιέχει ἐν ἑαυτῇ.
22. Ἀλλ' ἴσως κάποιος πεῖ: Πῶς μᾶς προτείνεις πρὸς μίμηση τὸν Ἀβραάμ, ἀφοῦ τεκνοποίησε μὲ τὴ θεραπαινίδα του; Ἢ, τὶ τέλος πάντων θέλει νὰ πῇ αὐτό, τὸ ὅτι ἕνας τόσον σπουδαῖος ἄνδρας ὑπέπεσεν σὲ κάποιον παράπτωμα, γιὰ νὰ θαυμάζωμεν τέτοια ἔργα του; Καὶ γι' αὐτὸ, ἵνα μὴ, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ναυτικῶν, αὐτὸν τὸν τόπον ποὺ πολλοὶ ἀβαθῆ θεωροῦν, θεωρηθῶμεν ὅτι ἀποφεύγομεν, ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐκθέσωμεν τὸν τρόπον ποὺ σκεπτόνταν (ὁ Ἀβραάμ).
Δὲν ἀρνοῦμαι ὅτι ὁ Ἀβραὰμ τεκνοποίησε μὲ τὴν ὑπηρέτριάν του• κι' αὐτὸ γιὰ νὰ ξέρῃς ὅτι ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν ἀπὸ κάποιαν ἄλλην ἰδιαιτέραν φύσιν ἢ οὐσίαν, ἀλλ' ἕνας ἀπ' τὸν ἀριθμὸν τῶν κοινῶν καὶ εὐθραύστων ἀνθρώπων. Τέλος ὅτι ἐκ τῆς χώρας τῶν Χαλδαίων ἐκλήθη, γιὰ τοὺς ὁποίους δεχόμεθα ὅτι κατείχοντο ὑπὸ ματαίας δεισιδαιμονίας περισσότερον ἀπ' ὅ,τι ἄλλοι καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Ἀβραὰμ βρῆκε χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἀπαρνήθηκεν τὰ θεωρούμενα σὰν ἀνώτερα, ἐπεξετάθη στὰ προηγούμενα (ποὺ ἀναφέραμε), γιὰ νὰ ἀκολουθήσῃ τὸ Θεόν. Προβάλλεται δηλαδὴ σὲ σένα πρὸς μίμηση, γιὰ νὰ προσέξῃς ὅτι ἐὰν ἀπαρνηθῇς τὴν ἁμαρτίαν, μπορεῖς νὰ γίνῃς ἄξιος τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ.
23. Μπορεῖ ὅμως κάποιον νὰ συγκινήσῃ τὸ ὅτι ἤδη συνομιλοῦσε μὲ τὸ Θεὸν καὶ μὲ τὴν θεραπαινίδα συνευρέθῃ, ὅπως εἶναι γραμμένο: "Διότι εἶπεν ἡ Σάῤῥα πρὸς τὸν Ἄβραμ: Ἰδοὺ ὅτι ὁ Θεὸς μὲ ἔκλεισε γιὰ νὰ μὴ τεκνοποιήσω• νὰ συνευρεθῇς λοιπὸν μὲ τὴν ὑπηρέτριά μου, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς γυιοὺς ἀπ' αὐτὴν" (Γεν. ιστ', 2,32). Καὶ ἔγινεν οὕτως. Ἀλλ' ἄς ἐξετάσωμεν, πρῶτον τὸ ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ἔζησεν πρὸ τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου καὶ πρὸ τοῦ Εὐαγγελίου• δὲν ἐφαίνετο ἀκόμη ὅτι ἡ μοιχεία ἦταν ἀπαγορευμένη. Ἡ ποινὴ διὰ τὴν ἁμαρτίαν ἔρχεται ὅταν ἰσχύῃ ὁ Νόμος, ὁ ὁποῖος κωλύει ἀπὸ τὴ διάπραξή της, οὔτε πρὶν τὸ νόμον ἰσχύει καταδίκη γιὰ κάτι, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τότε ποὺ τίθεται σὲ ἰσχὺν ὁ νόμος. Δὲν παρέβη ὁ Ἀβραὰμ τὸ νόμον, ἀλλὰ προηγήθηκεν αὐτοῦ. Ὁ Θεὸς στὸν παράδεισον ἐτίμησεν τὸ γάμο (Γεν. β', 24) δὲν κατεδίκασε τὴ μοιχείαν. Διότι δὲν θέλει τὸ θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ὅ,τι εἶναι ἀμοιβὴ τὸ ὑπόσχεται, τὴ δὲ ποινὴ δὲν τὴν ὁρίζει.
Διότι προτιμάει νὰ προκαλῇ μὲ πραότητα παρὰ νὰ τρομοκρατῇ μὲ ἄγριους τρόπους. Ἀλλὰ καὶ σὺ ἁμάρτησες ὅταν ἤσουν εἰδωλολάτρης, τώρα ἔχεις τὴν συγχώρηση: ἦλθες στὴν Ἐκκλησίαν, ἄκουσες τὸ νόμον: οὑ μοιχεύσεις (Ἐξ. κ',14) ἤδη δὲν ἔχεις δικαιολογίαν νὰ πέσῃς σὲ ἁμαρτίαν. Ὅμως, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας μου: ὅσοι ἔδωσαν στὸ Βάπτισμα τὴν ὀνομασίαν "χάρις", ἐὰν κάποιος ἔκανε τέτοιαν ἁμαρτίαν σὰν τὴν ἀνωτέρω ἄς γνωρίζῃ ὅτι εἶναι δυνατὸν καὶ ὅτι πρέπει νὰ συγχωρηθῇ• ἀλλὰ καὶ ὅτι αὐτὸς ποὺ διέπραξεν αὐτὴν τὴν ἁμαρτίαν τοῦ λοιποῦ ἄς γνωρίσῃ τὴν ἐγκράτειαν. Τέλος σ' ἐκείνην τὴ μοιχαλίδα τὴν ὁποίαν ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιον ἔφεραν οἱ γραμματεῖς τῶν Φαρισαίων, ἀγνόησε βέβαια ὁ Κύριος τὰ ἀνωτέρω, καὶ λέγει: "Πήγαινε καὶ τοῦ λοιποῦ μὴ ἁμαρτάνῃς". Ὅταν τὸ λέγῃ σὲ κείνην, σὲ σένα τὸ λέγει: Ἔκανες μοιχείαν ὡς εἰδωλολάτρης,ἢ ὡς κατηχούμενος; Τὸ ἀγνοεῖ καὶ σᾶς τὸ συγχωρεῖ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Βαπτίσματος. Πήγαινε καὶ μετὰ ἀπ' τὸ βάπτισμα πρόσεχε νὰ μὴ ἁμαρτάνῃς. Ἔχεις ἤδη μ' ὅσα εἶπα μέχρι τώρα τὴ μίαν συνηγορίαν ὑπὲρ τοῦ Ἀβραάμ.
24. Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἑξῆς: ὅτι ὄχι ἕνεκα κάποιου φλογισμοῦ ἄστατης ἐκκαιόμενης ἡδονῆς, ἐπειδὴ δὲν γοητεύθηκεν ἐξ ἀκολάστου μορφῆς, ἡ συνεύρεση μὲ τὴν θεραπαινίδα δὲν ὑποτίμησε τὴν συζυγικὴν κοίτην, ἀλλὰ (ὅλον αὐτὸ ἔγινεν) ἐκ σπουδῆς γιὰ τὴν ἀναζήτηση τέκνων καὶ γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἀπογόνων. Μέχρι τότε μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ὑπῆρχεν σπάνις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἦταν τότε καὶ ζήτημα θρησκευτικό, μήπως δηλαδὴ κανεὶς θεωρηθῇ ὅτι δὲν ἐπιστρέφει τὸ ὀφειλόμενον στὴ φύση. Τέλος καὶ τὶς θυγατέρες τοῦ ἁγίου Λώτ, αὐτὴ ἡ αἰτία τῆς ἐπιζήτησης ἀπογόνων τὶς κινοῦσε, μήπως καὶ ἐκλείψει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἔτσι χάριν τοῦ δημοσίου συμφέροντος ἐπροφασίζοντο τὴν ἰδιωτικὴν ἁμαρτίαν. Δὲν εἶναι δὲ τυχαῖον καὶ χωρὶς νόημα τὸ ὅτι εἰσάγεται ἡ σύζυγος ὡς δρᾶστις τοῦ γεγονότος: Γιὰ νὰ δικαιολογηθῇ ὁ σύζυγος μήπως καὶ θεωρηθῇ ὅτι κατελήφθη ἀπὸ τὴν ἄστατην ἐπιθυμίαν νὰ ἀποπλανήσῃ γυναῖκα: ἀλλὰ συνάμα γιὰ νὰ μάθωσιν οἱ γυναῖκες νὰ ἀγαπῶσιν τοὺς ἄνδρες καὶ νὰ μὴ ταράζωνται ἀπὸ τὴν ἀνωφελῆ καχυποψίαν γιὰ παλλακεῖαν οὔτε νὰ φθονῶσιν τὶς προγόνους, ἐὰν οἱ ἴδιες δὲν τεκνοποιοῦσαν: Ἦταν ζήτημα μεγαλοκαρδίας τοῦ ἀνδρὸς νὰ συγχωρῇ στὴν σύζυγον τὴν στειρότητά της• καὶ γιὰ νὰ μὴ γεννηθῇ θέμα γιὰ τὸν ἄνδρα ὅτι αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσῃ παιδιά, τὸν πείθει νὰ συνευρεθῇ μὲ τὴ θεραπαινίδα. Αὐτὸ ἔκανεν ἡ Λεία, αὐτὸ μετὰ ταῦτα καὶ ἡ Ραχήλ. Μάθαινε, ὦ γυναῖκα, νὰ ἀποθέτῃς τὸν ζῆλον, ὁ ὁποῖος συχνὰ διεγείρει τὶς γυναῖκες εἰς μανίαν.
25. Ἀλλά, ὦ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι φέρεσθε πρὸς τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, καὶ ἐσᾶς σᾶς παροτρύνω τὰ μέγιστα νὰ μὴ σμίγετε μὲ πορνικὸν σῶμα (διότι ὅποιος ἑνώνεται μὲ πόρνην, εἶναι ἕνα σῶμα) οὔτε νὰ δίνητε στὶς συζύγους αὐτὴν τὴν ἀφορμὴ διαζυγίου. Κανεὶς ἄς μὴ αὐτοτέρπηται μὲ ἀνθρώπινους νόμους. Κάθε διαφθορὰ παρθένου κόρης συνιστᾶ πορνείαν, οὔτε καὶ ἐπιτρέπεται στὸν ἄνδρα, ὅ,τι ἀπαγορεύεται στὴ γυναῖκα. Ἡ ἴδια ἁγνότητα ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὸν ἄνδρα, ὅποια καὶ ἀπὸ τὴν σύζυγον.
Ὁποιαδήποτε μοιχεία πραχθῇ στὴ μὴ νόμιμη σύζυγο, καταδικάζεται ὡς ἔγκλημα.
Ἑπομένως ἔχετε προειδοποιηθῇ νὰ φυλάγησθε μὴ τυχὸν κανεὶς ἀναξίως μετάσχῃ τῶν ἀχράντων μυστηρίων.
26. Δεχθῇτε καὶ τὸ ἄλλο, διότι τοιαύτη ἀκολασία διαλύει τὴ χάρη τοῦ γάμου, κάνει τὶς ὑπηρέτριες ὑπεροπτικές, ὀργίλες τὶς οἰκοδέσποινες, διχογνωμοῦσες τὶς συζύγους, θρασεῖς τὶς παλλακίδες, ἀσεβεῖς πρὸς τοὺς ἄνδρες. Εὐθὺς ὡς μία θεραπαινίδα συλλάβῃ ἀπὸ τὸν κύριόν της, ὡς εὐκαρποτέρα περιφρονεῖ τὴν κυρίαν της. Ἡ κυρία ὀδυνᾶται ἕνεκα καταφρόνησης, αἰτιᾶται τὸν σύζυγον ὡς αἴτιον τῶν προσβολῶν ποὺ ὑφίσταται ἡ ἴδια.
Πάντως ἡ ἴδια ἡ Σάρα ἔδωσεν στὸν σύζυγόν της τὴν ἄδειαν γιὰ τὴ θεραπαινίδα της καὶ ἡ ἴδια μετὰ τοῦ λέγει: "Ἀδικίαν εἰσέπραξα ἀπὸ σένα: ἐγὼ ἔδωσα στὴν ἀγκαλιά σου τὴ δούλη μου. Ἀλλὰ μόλις εἶδε ὅτι συνέλαβε, μὲ περιφρόνησε φανερὰ• ἄς κρίνῃ ὁ Θεὸς μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ". (Γεν. ιστ', 5). Πόσο μεγάλος ὁ πόνος τῆς ψυχῆς, πόσον σοβαρὴ ἡ ἔριδα μεταξὺ τῶν γυναικῶν αὐτῶν, ἐκτίθεται εἰς τὸ πρὸς ἀνάγνωση κείμενον.
Ὁμολόγησε ὅτι εἶναι ἀσύνετος καὶ ἐλαφρόμυαλος ὁ σύζυγος ποὺ δὲν ξέρει νὰ προσαρμόζηται καὶ δίνει ἀφορμὲς διαζυγίου. Ἀλλὰ ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ἀνὴρ μετριοπαθὴς καὶ συνετὸς: Ἰδοὺ, εἶπεν, ἡ θεραπαινίδα σου εἰς χεῖρας σου, κάνε την ὅ,τι θέλεις. Διότι προτίμησε νὰ κρατήσῃ τὴν σύζυγον παρὰ τὴ δούλην. Ἀλλ' οὔτε αὐτὸ ἦταν ἡ πλήρης θεραπεία. Ἔλαβεν εἰς χεῖρας της τὴν ἐξουσίαν ἡ ὀργισθεῖσα σύζυγος καὶ ἀπροσχημάτιστα θέτει εἰς ἐφαρμογὴν τὴν ἐκδίκησή της, γιὰ τὴν ὁποία μόλις εἶχε λάβει τὴν ἄδειαν τοῦ συζύγου της. Διότι ἐὰν ἡ Σάρα δὲν ἐτήρησε μετριοπάθειαν, ποιὰ θὰ τηρήσῃ. Γι' αὐτὸ ἐγράφη: "Καὶ κατέθλιψεν αὐτὴν ἡ Σάρα, καὶ ἔφυγεν ἀπὸ προσώπου αὐτῆς" (Αὐτόθι). Δυὸ τινὰ περιλαμβάνει ἡ Γραφὴ: τὴ μεγάλην ἀγανάκτηση τῆς οἰκοδέσποινας καὶ τὴν ἔπαρση καὶ τὴν ὑπεροψίαν τῆς δούλης.
Ἡ λύπη ποὺ προκάλεσεν σ' αὐτὴν ἡ Σάρα ὀφείλετο στὴν ὀργὴν τῆς τελευταίας• ἄν ἡ Ἄγαρ ἔφυγε ἦταν ἐπειδὴ δὲν ὑπέφερε μὲ δουλικὴν ὑπομονὴν τὸν προπηλακισμόν, αὐτὴ ἡ ὁποία διεκδικοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτόν της τὴν τιμητικὴ θέση τῆς παλλακίδος τοῦ κυρίου. Ἀγανάκτησε γιὰ τὴν ἀδικίαν, αὐτὴ ποὺ περιεβλήθη τὴν ἀλαζονείαν. Ἔτσι στὸν ἄγγελον, ποὺ τὴ ῥώτησεν ποῦ πηγαίνει, ἀπάντησεν: "Ἀπὸ προσώπου Σάρας τῆς κυρίας μου φεύγω" (Αὐτ. 8). Καὶ αὐτὸ εἶναι δεῖγμα τῆς ὑπέρμετρης ὑπερηφάνειάς της, τὸ ὅτι πρῶτα λέγει τὸ ὄνομα τῆς Σάρας, καὶ μετὰ τὴν ἑρμηνεύει κυρίαν. Ἐκεῖνο προταθὲν πρὸς ὕβριν, τοῦτο προταθὲν πρὸς ἔκφραση τοῦ προσώπου. Στὸν ἄγγελο δὲν ἄρεσεν ἡ ὕβρη τῆς δούλης. Καὶ ἔτσι εἶπεν σ' ἐκείνην. "Ἐπίστρεψον εἰς τὴν κυρίαν σου" (Αὐτ. 9).
Ὅθεν δὲν διέφυγεν τῆς προσοχῆς τοῦ ἀγγέλου ὅτι ἐὰν αὐτὴ εἶχε φύγει ἡττηθεῖσα ὑπὸ τῆς δυνάμεως τῶν ἱκεσιῶν, πολὺ περισσότερον εἶχεν ἀποδοκιμάσει τὴν ἀγριότητα τῆς ἐπίπληξης, παρὰ τὴν συμπαράταξη μὲ τὴ φεύγουσαν. Ἀλλά, γιὰ νὰ δείξῃ, ὅτι ἄν καὶ ἀγέρωχη ἔφευγε, δὲν ἦταν ὅμως ἀνώτερη τῆς κυρίας της, πρόσθεσεν ὁ ἄγγελος: "Καὶ ταπεινώσου κάτω ἀπὸ τὰς χεῖρας της". (Αὐτόθι). Δέχομαι, λοιπόν, νὰ μὴ κάνῃ κανεὶς τέτοιο λάθος. Ἀλλὰ κι' ἄν καποιος τὸ κάνῃ ἄς μάθῃ νὰ ταπεινώνῃ τὴ δούλην του στὴν σύζυγό του, ἄς μὴ τυχὸν καὶ ὅταν θέλῃ νὰ διεκδικήσῃ τὴ δούλην, ἀποκλείῃ τὴν σύζυγον.
27. Ἑπομένως, ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ἕνας προερχόμενος ἐξ εἰδωλολατριοῦ λαοῦ καὶ χάριν τῆς ἀπόκτησης ἀπογόνων συνευρέθῃ μὲ τὴ θεραπαινίδα. Ἐπειδὴ ἡ σύζυγός του ἐπιθυμοῦσα νὰ καλύψῃ τὴν στειρότητά της, ἔγινεν αἰτία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἄνδρα της: καὶ ὅμως δὲν εἶναι ἀδιάφορον αὐτὸ ποὺ μετὰ ταῦτα ἀμέσως τῆς εἶπεν ὁ Θεός, ἐπειδὴ ἄλλα ἔργα της ἐπιδοκιμάζει, εἴτε τὴ μετάνοιάν της γι' αὐτὸ τὸ γεγονός, εἶπεν εἰς ἐκεῖνον. "Ἐγὼ εἰμι ὁ Θεὸς σου, ἔσο ἄξιος ἐνώπιόν μου, καὶ μὴ φιλονεικῇς" (Γεν. ιζ', 1), ὡσὰν νὰ μὴ εἶχεν ὑπάρξει μέχρι τότε πλήρως ἄξιος, αὐτὸς ποὺ εἶχεν παύσει νὰ ἐλπίζῃ στὴ γέννηση παιδιοῦ ἀπ' τὴ στεῖρα σύζυγόν του, καὶ ἐπιζητοῦσεν ἀπογόνους ἀπὸ τὴ δούλην. Εἶπεν: "νὰ εἶσαι χωρὶς φιλονεικία, δηλαδὴ ἄψογος• ὥστε νὰ μὴ σὲ μέμφηται ἡ σύζυγος, οὔτε νὰ αἰτιᾶται κανεὶς τὰ ἔργα σου". Ἔτσι ἀλλάζει τὸ ὄνομα, διὰ προσθήκης γράμματος, ὥστε ἀπὸ Ἄβραμ νὰ ὀνομάζηται Ἀβραάμ, δηλαδή, ἀπὸ ψιλὸς πατήρ, ὅπως ἔχει ἡ λατινικὴ μετάφραση, νὰ ὀνομάζηται ὕψιστος πατήρ, πατὴρ ἐκλεκτός: εἴτε ἀπὸ ἁπλὸς πατήρ, νὰ γίνῃ πατὴρ υἱοῦ. Ψιλὸς ἦταν γιατὶ ἀγνοοῦσε τὸ Θεόν• ἔγινε δὲ ἐκλεκτὸς ἀφοῦ ἐγνώρισεν τὸ Θεόν. Πατὴρ ἦταν ὅταν ἀπέκτησεν ἀπόγονον ἀπ' τὴ δούλην: ἀλλὰ πατὴρ υἱοῦ δὲν ἦταν, ἐπειδὴ δὲν εἶχε γυιόν, ποὺ νὰ ἔχῃ συλληφθῇ μὲ νόμιμο γάμο. Ἐγέννησεν ἡ Σάρα καὶ ἔγινεν αὐτὸς πατὴρ υἱοῦ. Παίρνει ἐντολὴν νὰ περιτμηθῆ γιὰ νὰ λάβη τὴν κληρονομίαν τοῦ ἀληθοῦς σπέρματος. Προφανῶς ἡ περιτομὴ τῆς σάρκας δὲν ἀποτελεῖ ἐντολὴν ἁγνότητας, ἀλλὰ (ἁπλῶς) διὰ νὰ ἀποκόψῃ κανεὶς τὴν ἐπιθυμίαν τῆς σάρκας καὶ χαλιναγωγήσῃ τὶς ἀχαλίνωτες ἐπιθυμίες τῆς τρυφῆς καὶ ἀκολασίας; Διότι βέβαια μὲ τὴ λέξη περιτομὴ δηλοῦται ὅτι κάθε δυσωδία ἀκαθαρσίας ἀποκαθαίρεται καὶ ὁ παροξυσμὸς τῆς ἡδονῆς ἀφαιρεῖται. Χρησιμοποιήσαμε δύο ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τοῦ Ἀβραάμ.
28. Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτον, τὸ ὁποῖο μᾶς παρέσχεν ἡ αὐθεντία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ λέγει: Ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔπραξεν ὁ Ἀβραὰμ γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ ἀπὸ τὴ δούλην ἀπόγονον, ἔγιναν ὡς τύπος καὶ ἐλέχθησαν ἀλληγορικῶς. Ἀλληγορία εἶναι δὲ ὅταν ἄλλο γίνεται καὶ ἄλλο προτυποῦται ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος διδάσκει λέγων: "Ὑπὸ νόμον θέλοντες εἶναι .... ἀπὸ τοῦ ὄρους Σινᾶ εἰς δουλείαν, ὅ ἐστιν Ἄγαρ" (Γαλ. δ', 21) δεικνύων ὅτι ἐκ τοῦ γένους Ἀβραὰμ προῆλθον δύο λαοὶ: ὁ εἷς τῶν Ἰουδαίων, ἵνα ὑπηρετήσῃ τὸ γράμμα τοῦ Νόμου• ἐπειδὴ αὐτὸς φαίνεται ὅτι κατάγεται ἐκ τῆς δούλης προοριζόμενον εἰς δουλείαν: ὁ ἄλλος λαὸς τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος ἔλαβεν τὴν ἐλευθερίαν τῆς οὐράνιας χάρης γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν.
Αὐτό, λοιπόν, ποὺ νομίζεις ὅτι εἶναι ἁμαρτία παρατηρεῖς ὅτι εἶναι μυστήριο, διὰ τοῦ ὁποίου ἀπεκαλύπτοντο ὅσα κατὰ τοὺς μεταγενεστέρους χρόνους ἦσαν μελλοντικά.
Τέλος προσέθεσεν: "Ἐσεῖς, δέ, ἀδελφοί, εἶσθε υἱοὶ ἐπαγγελίας κατὰ Ἰσαὰκ (Γαλ. δ',28). Ἔτσι, εἶπε, μὴ ζητῆτε τὰ ἔργα τοῦ Νόμου• ...... ἐξ ἔργων νόμου, καὶ μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ" (Γαλ. β' ,16). Καὶ γιὰ νὰ μάθης ὅτι γιὰ τοὺς χριστιανοὺς εἶπεν: "Καὶ ἡμεῖς, εἶπεν, εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν πιστεύομεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου" (αὐτόθι). Ἄς μάθωμε λοιπὸν γιατὶ ὅσα εἰς τύπωσή τους συνέβαιναν, δὲν τοὺς ἐνοχοποιοῦσαν: ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἐνοχοποιοῦν ἐὰν δὲν θέλωμε νὰ φυλάξωμεν ὅσα πρὸς ἐπιτίμησή μας ἐγράφησαν: ἀλλὰ ἄς κάνωμε μᾶλλον τὸ ἑξῆς, ἵνα δηλαδὴ ἐπειδὴ εἴμεθα γυιοὶ τῆς ἐλευθερίας, δηλαδὴ τῆς Σάρας, μὴ ὑπηρετήσωμεν τὶς ἀπάτες τοῦ νόμου, ἐπειδὴ ὁ Ἀβραὰμ τὴν ἐλευθέραν ἐκράτησεν, ἐνῶ τὴν δούλην ἀπέβαλεν.
29. Ἀπ' αὐτὸ τὸ ἐδάφιο (Γεν. ιζ',10) ξέρω ὅτι πολλοὶ θὰ ἐντυπωσιασθῶσιν διότι ἐὰν εἶναι καλὴ ἡ περιτομὴ καὶ σήμερα ἔπρεπε νὰ τηρῇται: ἐὰν εἶναι ἀνωφελὴς, δὲν ἔπρεπε νὰ συνιστᾶται, κυρίως ἕνεκα θεϊκῆς ἐντολῆς. Ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶπεν: "Διότι ὁ Ἀβραὰμ ἔλαβεν τὸ σημεῖον τῆς περιτομῆς" (Ρωμ. δ', 11): πάντως τὸ σημεῖο δὲν εἶναι τὸ ἴδιον τὸ πρᾶγμα ποὺ αὐτὸ σημαίνει, ἀλλ' εἶναι σημεῖον ἄλλου πράγματος, δηλαδὴ δὲν εἶναι αὐτὸ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πραγματικότης, ἀλλ' εἶναι ἔνδειξη τῆς ἀλήθειας.
Ἔπειτα ὁ ἴδιος ἐξέθεσεν καὶ ἐξέφρασεν τοῦτο λέγοντας: Ἔλαβεν σημεῖον περιτομῆς, δεῖγμα τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς πίστης (Αὐτόθι). Ἑπομένως ὄχι ἀστήρικτα ἑρμηνεύομεν ὅτι ἡ σωματικὴ περιτομὴ εἶναι σημάδι τῆς πνευματικῆς περιτομῆς. Ἄρα ἔμεινεν σημάδι μέχρι νὰ ἔλθῃ ἡ ἀλήθεια. Ἦλθεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος λέγει. Εἶμαι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ (Ἰω. ιδ', 6). Διότι δὲν περιέτεμεν ἕνα μικρὸ μέρος τοῦ σώματος γιὰ νὰ χρησιμεύσῃ σὰν σημεῖον, ἀλλὰ ὅλον τὸν ἄνθρωπον εἰς ἀλήθειαν, ἀφήρεσε τὸ σημεῖον, εἰσήγαγε τὴν ἀλήθειαν• διότι μετὰ τὴν ἔλευση, πρᾶγμα τέλειον, ὅ,τι ἦταν ἐκ μέρους κατηργήθῃ• καὶ γι' αὐτὸ ἔπαυσεν ἡ περιτομὴ τοῦ ἐπιμέρους, ὅπου ἔλαμψεν ἡ περιτομὴ τοῦ ὅλου. Διότι ἤδη ὄχι ἐκ μέρους, ἀλλ' ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος σώζεται καὶ ὡς πρὸς τὸ σῶμα καὶ ὡς πρὸς τὴν ψυχήν. Διότι εἶναι γραμμένον: Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι (Ματ. ιστ', 24). Αὐτὴ εἶναι ἡ τελειότης τῆς περιτομῆς• ὅτι διὰ τῆς προσφορᾶς τοῦ σώματος σώζεται ἡ ψυχή, περὶ τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει: Ὅς ἄν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὑτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτὴν (Λουκ. θ', 24).
30. Ὑπολείπεται νὰ ἐξετάσωμεν τώρα ἐκεῖνον τὸ σημεῖον τοῦ ζητήματος, ποιὸ ἐκ τῶν δύο ἆράγε: ἔπρεπε νὰ προαναγγελθῇ ναὶ ἢ ὄχι τὸ ἐπὶ μέρους ἀτελὲς, ἐπειδὴ στὸ μέλλον θὰ ἤρχετο ἡ τελειότης; Αὐτὴ ἡ ἀπορία εἶναι εὔκολο νὰ διαλευκανθῆ, ἐὰν θεωρήσωμεν αὐτοὺς στοὺς ὁποίους διετάχθη τὸ ἀτελές, αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἐπεφυλάχθη ἡ τελειότης. Διότι τὸ ἀτελὲς διετάχθη κατὰ τὸ Νόμον εἰς τὸ λαὸν τῶν Ἰουδαίων, τὸν ὑπὸ σκληρὰ δουλείαν, τὸν ἀδύναμον, ὁ ὁποῖος δὲν ἐγνώρισεν τὸ Θεόν του. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν μποροῦσε νὰ ὑπομείνῃ τὸ ἀτελές, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ τηρήσῃ τὴν τελειότητα; Εἶναι ὅπως ἐὰν διδάσκῃς γράμματα σὲ μικρὸν παιδί, πρέπει νὰ ἀρχίσης τὴν διδασκαλίαν ἀπὸ ἕνα-ἕνα τὰ στοιχεῖα τῶν γραμμάτων, γιὰ νὰ τὸ ὁδηγήσῃς ἀπὸ τὰ γράμματα στὶς συλλαβές, ἀπ' τὶς συλλαβὲς μὲ τὴν σειρὰν στὰ ὀνόματα καὶ τέλος εἰς τὸ λόγον. Οὔτε μπορεῖ κάποιος νὰ ταξιδεύῃ στὴ θάλασσαν ἄφοβος, παρὰ ἐὰν προηγουμένως εἶχεν ταξιδέψει τοὐλάχιστον στοὺς ποταμούς. Τέλος, ἐὰν κάτι ἀπ'τὴν ἐκτέλεση μιᾶς ὁδοιπορίας ἢ ἀπ' τὴν ἄρση βαρῶν θελήσῃς νὰ διατάξῃς ἕνα παιδὶ καὶ ἕνα ὥριμον, θὰ τοὺς εἶναι ἴδιες οἱ δυσκολίες καὶ ὁ κόπος; Ἔτσι λοιπὸν θὰ μάθῃς ὅτι ἡ τελειότητα τῆς περιτομῆς ὑπηρετήθη ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τεθέντες ἀπὸ τὸ Χριστὸ νὰ θεωρῶνται κατάλληλοι ὑπὸ τῶν δυνατοτέρων• γιὰ νὰ δοκιμάζωνται οἱ πιστοὶ τῶν ὁποίων τὸ ἀναρίθμητον πλῆθος σηκώνει σταυρό• γιὰ νὰ ἀφιερώνῃ αὐτὸ τὸ πλῆθος τὴν ψυχήν του στὸ Χριστὸν καὶ γιὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ἀντιστέκωνται οἱ ἄπιστοι, οἱ ὁποῖοι φρονοῦν ὅτι ἐπιδιώκουν τὴν σωτηρία διὰ τῆς θυσίας ὁλοκλήρου τοῦ σώματος• οἱ ὁποῖοι θεωροῦν σωτήριον τὸ λιγοστὸν αἷμα ἐκ τῆς περιτομῆς.
31. Ἄς δοῦμεν τώρα αὐτὸ ποὺ τεθὲν εἰς τὴν πόσθην ὀνόμασεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ μέχρι σήμερον ἀκροβυστίᾳ καὶ τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ ἐπεσχημένη κληρονομία τοῦ νόμιμου γυιοῦ• γιὰ νὰ τὸν πιστεύῃς ἐσὺ ὄχι μόνον σὰν πατέρα τῶν Ἰουδαίων, ὅπως οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονται, ἀλλὰ σὰν γενάρχην ὅλων τῶν πιστευόντων διὰ τῆς πίστεως.
Ἡ Σάρα ἐπίσης πρὸ τῆς περιτομῆς τοῦ ἀνδρὸς ἕνεκα τῆς προσθήκης ἑνὸς γράμματος στὸ ὄνομά της λαμβάνει ὡς εὐλογίαν ὄχι εὐκαταφρόνητην ἀμοιβήν, προκειμένου νὰ ἔχῃ τὰ πρωτεῖα τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς χάρης• περὶ αὐτῆς ἐγγυᾶται στὰ μελλοντικὰ ἔθνη καὶ στοὺς βασιλεῖς, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ ἰδία τύπος ὄχι τῆς Συναγωγῆς, ἀλλὰ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὅτι πάλιν ἕνεκα τοῦ ὑπεσχημένου νὰ προέλθῃ ἐξ αὐτῆς γυιοῦ, γέλασεν ὁ Ἀβραάμ, δὲν ἦταν δεῖγμα ἀπιστίας, ἀλλὰ σκιρτήματος (χαρᾶς). Τέλος προσπίπτει κατὰ πρόσωπον ὁ λάτρης• καὶ πίστεψεν καὶ πρόσθεσεν: Μήπως μπορεῖ ἀπὸ μένα τὸν ἑκατονταετῆ νὰ γεννηθῇ γυιὸς καὶ ἡ ἐνενηκονταέτις Σάρα νὰ γεννήσῃ; Καὶ εἶπεν. Αὐτὸς ὁ Ἰσμαὴλ ἄς ζῆ ἐνώπιόν μου (Γεν. ιζ' , 17,18). Δὲν εἶναι ἄπιστος στὶς ὑποσχέσεις, ἀλλὰ φειδωλὸς στὰ τάματα. Δηλαδή, δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι θὰ κάνῃς ὥστε ἀκόμη καὶ σὲ ἑκατονταετῆ γέροντα νὰ δώσης γυιόν, καί, σὺ, δημιουργὸς τῆς φύσεως, νὰ ἀναστείλῃς τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Μακάριος αὐτὸς ποὺ τοῦ δωρίζονται τέτοια δῶρα• ἀλλ' ὅμως καὶ αὐτὸς ὁ Ἰσμαὴλ ποὺ ἀπέκτησα ἀπ' τὴν θεραπαινίδα, ἐὰν ζῆ ἐνώπιόν σου, μὲ γεμίζει χάρη. Τέλος ὁ Κύριος καὶ ἐπεδοκίμασεν τὴν ἀγάπην του καὶ στὴν αἴτησή του δὲν ἐκώφευσεν καὶ πραγματοποίησεν τὴν ὑπόσχεσή Του.