Ἀγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων - "Περί τοῦ Ἀβραάμ"

Λόγοι, διδαχές και παραινέσεις των Αγίων της Ορθοδοξίας μας προς διόρθωση της πορείας του βίου μας.

Moderator: inanm7

Ἀγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων - "Περί τοῦ Ἀβραάμ"

Unread postby inanm7 » Thu Oct 07, 2021 12:14 pm

Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων

"Περί τοῦ Ἀβραάμ"

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ


Βιβλίον πρῶτον

Κεφάλαιον Α'


Εἰς τὸ πρῶτον κεφάλαιον ἐκτίθεται ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου καθὼς καὶ ἡ διάταξη, ποὺ ἀκολουθήθηκεν κατὰ τὴ διαπραγμάτευση τοῦ θέματος: δηλαδή, ποιὰν ὠφέλειαν πρέπει νὰ ἀναμένωμεν ἀπὸ τὰ παραδείγματα τὰ παρμένα ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ Ἀβραάμ, τὰ ὁποῖα, σημειωτέον, ἔχομεν ἐκ θείας αὐθεντίας• ἐπίσης ἀποδεικνύεται αὐτὴ ἡ ὠφέλεια καὶ "ἐκ συναγωγῆς" ἀπὸ ἔργα τῶν φιλοσόφων.

1. Ὁ τίτλος τοῦ παρόντος βιβλίου εἶναι: "Περὶ τοῦ Ἀβραάμ" καὶ δικαιολογεῖται, ἐπειδὴ ἀκριβῶς μοῦ ἦλθεν στὸ νοῦν ἡ φαεινὴ ἰδέα νὰ ἐξετάσω κατὰ τάξη τὰ κατορθώματα αὐτοῦ τοῦ πατριάρχη. Καὶ κατὰ πρῶτο θὰ πραγματευθῶ τὰ περὶ αὐτοῦ ἀπὸ ἄποψη ἠθικῆς καὶ κατὰ τρόπον ἁπλόν. Κι' αὐτὸ γιατί, ἄν καὶ μὲ μιὰ διαπραγμάτευση κάπως ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποδώσῃ κανεὶς τόσον τὴν προκοπὴν ὅσον καὶ τὸν τύπον, ἀλλὰ καὶ τὸ εἶδος τῆς ἀρετῆς τοῦ ἀνδρός, ὅμως ἡ παροῦσα πραγματεία ἀφορμᾶται ἀπὸ τὴ θεώρηση ἀκόμη καὶ αὐτῶν τῶν ἐξωτερικῶν σημείων ἀπὸ τὶς καθημερινές του συνήθειες, ποὺ σὰν ἴχνη ἄφινεν στὸ διάβα της ἡ ἀρετή του.
Διότι, βέβαια, ἐάν, ὅσα παράγει ἡ φύση πρὸς συντήρηση τῶν ἀνθρώπων δὲν ἔχουν μόνο μίαν ἢ δύο, ἀλλὰ πάμπολλες χάρες, πόσο μᾶλλον ἁρμόζει νὰ θεωρῶμε χαριτωμένα καὶ ὅλα ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ ψυχὲς εὐφραίνονται καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι συχνῆς ὅσον καὶ ἄφθονης χρήσης, ἀλλὰ καὶ πολλαπλῆς (πνευματικῆς) ἀξίας.
Ἑπομένως, ἔχει μεγάλην σημασίαν ὅσον καὶ ὠφελιμότητα μία κοπιαστικὴ προσπάθεια σὰν κι' αὐτήν.
Ἐπειδή, λοιπόν, Κύριος ὁ Θεός μας ἐπιδαψίλευσεν τὸν Ἀβραάμ μὲ τὴν πλούσια χάρη τῆς εὐλογίας Του, ἔτσι ὥστε, καὶ ἡ δωρεὰ αὐτὴ προκάλεσε, θὰ λέγαμεν, ἀληθινὸν σκανδαλισμὸν στοὺς γύρω, ὅμως ἡ θεσμοθεσία ποὺ διευθέτησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νὰ θεραπεύσῃ αὐτὸν τὸν σκανδαλισμόν: Ἀκόμη, δηλαδή, καὶ ὁ Μωϋσῆς ἔδωσεν περιγραφὴν αὐτοῦ τοῦ φαινομένου, προκειμένου νὰ μᾶς παροτρύνῃ νὰ μιμηθῶμεν τὸν ἄνδρα. Καὶ τὸ ἔκανεν αὐτὸς μὲ τὴν ἑξῆς πρόθεση: διὰ τῆς μετὰ προσοχῆς θεώρησης τοῦ Ἀβραάμ νὰ ἀναστήσῃ, τρόπον τινά, σὰν ἀπὸ γήϊνον τάφον τὶς καρδιὲς ἀνθρώπων ποὺ κυλίονται σὲ ποταπότητες, πρᾶγμα ποὺ δὲν πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὅτι ἐμᾶς τώρα μᾶς ἐξαιρεῖ καὶ μᾶς ἀπαλλάσσει ἕνεκα τοῦ γεγονότος καὶ μόνον ὅτι καὶ ἐμεῖς θὰ ἐξετάσωμεν κατὰ τὸν ἀκριβέστερον τρόπον αὐτὰ τὰ ἴχνη, πού, ὅπως εἴπαμεν, ἄφησεν πίσω της ἡ ἀρετὴ τοῦ ἀνδρός.
Διότι ἐὰν οἱ σοφοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὅπως π.χ. ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων, αὐτὸς ὁ πρίγκηπας τῶν φιλοσόφων ἐπρότειναν νὰ ἐπιδιωχθῇ ἡ ἐγκαθίδρυση στὴν πραγματικότητα μιᾶς ὄχι ἁπτῆς, ἀλλὰ ἰδεατῆς ὅσον καὶ νεφελώδους πόλης, αὐτῆς δηλαδὴ ποὺ ὀνομάζει "Πολιτείαν" (Πλάτ. Ι, IV, Πολιτ.)• κι' αὐτὸ γιὰ νὰ διδάξῃ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ δημοκρατία καὶ μάλιστα ἐνῶ αὐτὴν τὴν "Πολιτείαν" δὲν τὴν εἶχεν κανεὶς οὔτε ἀκούσει οὔτε δεῖ, παρὰ ταῦτα ἔκρινεν ὁ φιλόσοφος ὅτι αὐτὴ ἔπρεπε νὰ περιγραφῇ καὶ σὰν περίπτωση συγκεκριμένης πόλης, ἔτσι ὥστε νὰ μποροῦν καὶ νὰ τὴν ἐγκαθιδρύουν ὑλοποιῶντας την, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν, ὅσοι ἀπολαμβάνουν αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν τῆς δημοκρατίας ποὺ καὶ τὴν κυβερνοῦν.
Καὶ ἄν ὁ συμμαθητὴς τοῦ Πλάτωνα, ὁ σωκρατικὸς ἐκεῖνος Ξενοφῶν, κι' αὐτὸς μὲ ἰδεατὰ μέσα θέλησε νὰ ἀποδώσῃ τὸ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ προσωπικότητα τοῦ ἰδανικὰ σοφοῦ ἀνδρός, μέσα στὸ ἐπιγραφόμενον ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Ξενοφῶντα βιβλίον: "Κύρου παιδεία" , ἀκριβῶς γιὰ νὰ προέλθῃ ἡ παιδεία τοῦ δίκαιου ὅσον καὶ σοφοῦ βασιλιᾶ ἀπ'τὰ μύχια τῶν κόλπων τῆς φιλοσοφίας, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς ὄχι τὴν ἐπίκτητη, δηλαδὴ τὴν διὰ τῆς παιδείας, συνθεμένη προσωπικότητα σοφοῦ ἀνδρός, ἀλλὰ τὴν ἐκ φύσεως ἐκδηλουμένην ἀρετὴν τοῦ Ἀβραάμ, ὀφείλομεν ὄχι μόνο νὰ ξαναθυμώμαστε ὅλο καὶ ζωηρότερον, δεδομένου ὅτι αὐτὴ θεσμοθετήθηκε μέσα στὴ θεϊκὴ διδασκαλίαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλ' ἔχομεν καὶ τὴν ὑποχρέωση νὰ ἀκολουθῶμεν τοὺς δρόμους, ποὺ αὐτὴ ἡ ἀρετὴ μᾶς ἀνοίγει καὶ τὴν ὁποίαν ἀργότερον ὁ Μωϋσῆς περιέγραψεν, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἀντίκρυσεν, ὅταν ὁ ἴδιος ἔστρεψεν ἐταστικὸν τὸ βλέμμα πρὸς τὸ παρελθόν.

Κεφάλαιον Β'

Πῶς ἡ εὐσέβεια τοῦ Ἄβραμ ἔτυχεν τῆς θεϊκῆς ἐπιδοκιμασίας, ἡ ὁποία φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ θεϊκοῦ μηνύματος. Τὶ ἆράγε νὰ εἶναι ἡ ἔξοδος "ἐκ τῆς συγγενείας" καὶ μὲ ποιὸ "σύμφωνον" ἐπεσφράγισεν ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ τὴν πρὸς Αὐτὸν ὑπακοὴν τοῦ Πατριάρχη; Ὁ ἴδιος ἐπικαλεσθεὶς τὸ Θεὸν φοβήθηκε, ναὶ ἢ ὄχι, ἐξ αἰτίας τῆς ὀμορφιᾶς τῆς συζύγου του καὶ τὴν ἔκρυψεν; Ἀλλὰ καὶ ἡ τιμωρία τοῦ Φαραὼ γιὰ τὴν ἁρπαγὴν ἐκείνης ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τοῦ πόσο μεγάλον εἶναι τὸ ἁμάρτημα τῆς μοιχείας• ἑπομένως ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἄβραμ παρακινούμεθα πρὸς μελέτην τῆς εὐσεβείας.

3. Ὄντως μέγας ὁ ἀνήρ, λαμπρύνεται δὲ μὲ τὰ διάσημα πολλῶν ἀρετῶν, τόσον ποὺ αὐτὸν δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸν φθάσῃ οὔτε ἡ ἴδια ἡ φιλοσοφία παρ' ὅλες τὶς ἐξάρσεις της. Καὶ ἐπειδή, ὅ,τι ἡ τελευταία αὐτὴ ἐρευνᾷ μὲ τὸ νοῦν καὶ τὴ φαντασίαν, εἶναι κατὰ πολὺ κατωτέρον ἀπὸ τοὺς ἄθλους τοῦ Ἄβραμ, τόσον ὅσον κατώτερον εἶναι ἀκόμη καὶ τὸ φιλοδοξότερον τῆς εὐγλωττίας ψεῦδος ἀπὸ τὴν ἁπλῆν ἐμμονήν καὶ πιστότητα στὴν ἀλήθειαν, ἄς ἐξετάσωμεν λοιπόν, τὶ λογῆς εὐσέβειαν εἶχε μέσα του αὐτὸς ἄνδρας. Διότι ἡ ἀρετὴ τῆς εὐσεβείας (ἢ ἀφοσίωσης) στὸ Θεὸν εἶναι ἡ πρώτη στὴν σειρὰν καὶ ἀποτελεῖ ἐπὶ πλέον τὸ θεμέλιον τῶν ὑπολοίπων ἀρετῶν.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς τὴν ἐπισημαίνει ἀκριβῶς σὰν τὴν πρώτην ὅταν λέγῃ: "Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου" (Γεν. ιβ',1). Βέβαια, θὰ ἦταν, ἀρκετὸ νὰ πῇ μόνον: "ἐκ τῆς γῆς σου". Διότι αὐτὸ θὰ ἐσήμαινεν ἐπίσης καὶ ἔξοδον "ἐκ τῆς συγγενείας", ἀλλὰ καὶ "ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός". Ἀλλὰ γι'αὐτὸ πρόσθεσεν τὰ ἐπὶ μέρους, ἀκριβῶς γιὰ νὰ θέσῃ σὲ δοκιμασίαν τὴν ἴδιαν τὴν ἀγάπην τοῦ Ἄβραμ, μήπως τυχόν, δηλαδή, εἴτε θεωρηθῆ ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἐπέλεξεν ἀνώριμον καὶ ἀδοκίμαστον, εἴτε πάλιν μήπως τὸ θεϊκὸ μήνυμα νομισθῇ καὶ σὰν μιὰ ἀπάτη, ὅπως ἐκεῖνα τὰ κάποιας διάρκειας οὐράνια σημεῖα. Ἀλλ' ὅπως τὰ μηνύματα τοῦ Θεοῦ ἦσαν ἀλλεπάλληλα, ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴ λησμονηθῇ κανένα ἀπ' αὐτά, ἔτσι ἀκριβῶς ἔπρεπε νὰ προταθῶσιν ἀπ' τὸ Θεὸν καὶ οἱ ἀντίστοιχές τους ἀμοιβές, μήπως τυχὸν καὶ ὁ Ἄβραμ ἀπογοητευθῇ. Ἔτσι, ὁ ἀνήρ μας δοκιμάζει μὲν πειρασμούς ὡς ἰσχυρός, παροτρύνεται δὲ σὰν πιστός, ὑφίσταται δὲ καὶ προκλήσεις σὰν δίκαιος, τέλος δὲ ἀντάξια πραγματοποιεῖ καὶ τὴν ἔξοδόν του ἔτσι ἀκριβῶς, ὅπως τοῦ εἶχεν εἴπει ὁ Κύριος.
4. "Καὶ ἐξῆλθε Λώτ μετ' αὐτοῦ." (αὐτόθι 4.). Αὐτό, λοιπόν, ποὺ ἀνάμεσα στὰ ῥητὰ τῶν ἑπτὰ σοφῶν ἐγκωμιάζεται σὰν σπουδαῖον, τὸ: "Ἕπου Θεῷ", δηλαδὴ "Νὰ ἀκολουθῇς πάντα τὸ Θεόν" τὸ κατόρθωσεν σὲ τέλειο βαθμόν ὁ Ἀβραάμ, καὶ διὰ τῆς πράξεως προέφθασεν τὰ γνωμικὰ τῶν σοφῶν, καὶ ἀκολουθῶντας τὸ Θεὸν ἐξῆλθεν ἐκ τῆς χώρας του. Ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ Ἀβραάμ εἶχεν προηγουμένως ἄλλη χώρα, δηλαδὴ τὴ χώρα τῶν χαλδαίων, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐξῆλθεν ὁ Θάρα, ὁ πατήρ του, καὶ μετανάστευσεν στὴ Χαῤῥὰν• καὶ ἐπειδὴ μαζύ του ἐξήγαγεν ὁ Ἀβραάμ τὸν ἀνεψιόν του, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχεν ἐπίσης δοθῆ ἡ ἐντολὴ: "Ἔξελθε ἐκ τῆς συγγενείας σου"• ἄς δοῦμε μήπως τυχὸν αὐτὸ σημαίνει νὰ βγῇ κανεὶς ἀπ'τὴ χώρα αὐτῆς τῆς γῆς, δηλαδή, νὰ μετοικήσῃ ἀπὸ κάποιαν διαμονὴν τοῦ σώματος, ἀπὸ τὴν ὁποίαν σημειωτέον μετοίκησεν καὶ ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος εἶπεν: "ἡμῶν δὲ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς, ὑπάρχει" (Φιλ. γ', 20)• τὸ εἶπε δὲ αὐτὸ γιὰ τὶς σωματικὲς ἀπολαύσεις καὶ ἡδονὲς σὰν γνώριμες στὴν ψυχή μας, ἡ ὁποία καὶ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ συμπάσχῃ μὲ τὸ σῶμα, ὅσον καιρόν αὐτὴ συνάπτεται συνδεόμενη διὰ δεσμοῦ μὲ τὸ σῶμα. Ἄς ἐξέλθωμε, λοιπόν, ἀπὸ τὴ γήϊνην συναναστροφὴν καὶ ἀπὸ τὰ κοσμικὰ θέλγητρα, διότι εἴμαστε ὑπόχρεοι γιὰ ἤθη καὶ πράξεις μιᾶς ἀνώτερης ζωῆς, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ μετακινώμεθα καὶ ἀλλάζωμε μόνον ἀπὸ τόπον σὲ τόπον, ἀλλὰ καὶ νὰ μετακινῶμε, δηλαδή, νὰ ἀλλάζωμεν τοὺς ἴδιους τοὺς ἑαυτούς μας. Ἐὰν ἐπιθυμῶμε νὰ ἐνωθῶμε μὲ τὸ Χριστόν, ἄς ἀπαρνηθῶμεν τὰ φθαρτά. Ὡς φθαρτὰ δέ, ἔχομεν τὴν σάρκα, τὴν ἀπόλαυση, τὴ φωνὴν ἐκείνην ποὺ προδίδει ἐνοχὴ γιὰ σωματικὰ πάθη. Ὅταν ὁμιλῶμε γιὰ φωνήν, ἐννοοῦμεν τὰ πάθη. Ὅθεν, ἐπειδὴ ἡ ψυχή μας εἶναι διμερής, δηλαδὴ περιλαμβάνει καὶ τὸ "λογικὸν" καὶ τὸ "ἄλογον", τὸ ὁποῖον πάλι διαιρεῖται στὴν σάρκα καὶ στὴν ἀπόλαυση τῶν σωματικῶν ἡδονῶν καθὼς καὶ στὰ ὑπόλοιπα πάθη τοῦ σώματος, ὅποιος εἶναι δίκαιος ἄνδρας ὀφείλει νὰ ἀποσυνδέσῃ καὶ νὰ χωρίσῃ τὸ λογικὸ μέρος τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ "ἄλογον". Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τοῦ νὰ "ἐξέλθῃ κάποιος ἀπὸ τὴ Χαῤῥάν", ὅπως ὅταν βγαίνῃ κανεὶς ἀπὸ κάποια σκοτεινὰ σπήλαια καὶ ὑπονόμους καὶ φωλιές.
Ἐξ ἄλλου, τὸ νὰ προσπαθῇ κάποιος νὰ μὴ γίνῃ ἀντιληπτὸς εἶναι χαρακτηριστικὸν τῆς ἐγκληματικὰ ἔνοχης συνείδησης. Κι' ἐμεῖς, λοιπόν, ἀκολουθῶντας τὸν Ἅβραμ ἄς βγῶμεν ἀπὸ τὶς φωλιές. Ἄν δηλαδὴ εἴμαστε γνήσια παιδιὰ τοῦ Ἄβραμ, ἄς πράττωμεν τὰ ἔργα του, γιὰ νὰ λάμπωσιν τὰ δικά μας ἔργα ἐνώπιον καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ δίκαιος ὁμολογεῖ τὰ ἔργα του στὸ βασιλιᾶ. Ὁ ἀμαρτωλὸς κρύβει τὸν ἑαυτόν του, ἀκριβῶς ὅπως ὁ Ἀδὰμ ἐπιδίωκε νὰ κρυφθῇ, ἀλλὰ δὲν κατόρθωσε νὰ μὴ γίνῃ ἀντιληπτός. Καὶ ἐμφανίστηκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἄβραμ διὰ μηνύματος, χωρὶς νὰ λέγῃ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἄν μεσολάβησεν καμιὰ χρονοτριβή.
5. "Ἐξελθὼν ἐβάδισεν τὴ χώραν μέχρι τὴν Συχέμ" (Γεν. ιβ', 6). Συχὲμ δὲ στὴ γλῶσσα μας μεταφράζεται ὠμοπλάτη ἢ αὐχένας, διὰ τοῦ ὁποίου δηλώνεται ἡ ἐκτέλεση τῆς προαναφερθείσης πράξης. Ὅπως καὶ κατωτέρω ἔχει γραφῇ: "Ὑπέβαλεν τὸν ὦμον του εἰς ἐργασίαν" (Γεν. μθ', 15). Ἑπομένως, διὰ τῆς εἰκονικῆς σημασίας τῶν τοπωνυμίων παρατηροῦμεν ὅτι ἐκφράζεται ἀκριβῶς τὸ ἑξῆς: ὅτι ὁ ἅγιος Ἄβραμ ὄχι μόνο μὲ προθυμίαν ἐπεσφράγισεν τὴν ἐπιλογήν του, ἀλλὰ καὶ μὲ καρποφόρον ἀποτελεσματικότητα, ἕνεκα τῆς ὁποίας ἔφθασε μέχρι τῆς δρυός. Σ' αὐτὸν τὸν τόπον τοῦ ἐμφανίστηκεν ὁ Κύριος καὶ τοῦ εἶπεν: "Εἰς τὸ σπέρμα σου θὰ δώσω αὐτὴν τὴ γῆν" (Γεν. ιβ',7). Δὲς πῶς μὲ συχνὰ ἐπαναλαμβανομένην ὑπόσχεση σὰν σὲ ἀνίσχυρον τοῦ δίδει πληροφορίαν καὶ ἐπὶ πλέον ὁ Θεὸς θεσμοθετεῖ, ἐνῷ ὁ Ἄβραμ συναισθανόμενος τὴν ἀδυναμίαν του τοῦ ἐμπιστεύεται ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν του, δὲν κρατάει τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτόν του. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἄβραμ ἔστησε βωμὸν πρὸς τιμὴν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχεν ἐμφανισθῇ• καὶ στὴν συνέχειαν ἀπομακρύνθηκεν ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς τὸ ὄρος Βαιθήλ κατ' Ἀνατολὰς (αὐτόθι), ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦσε νὰ δῇ ἀνατέλλοντα χάριν του τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης. Γι' αὐτὸ ἔστησεν τὴν σκηνήν του ὄχι εἰς τὰς πεδιάδας, ἀλλ' εἰς τὸ ὄρος γιὰ τὸν ἑαυτόν του, διότι ὁ Κύριος εἶναι Θεός τῶν ὀρέων καὶ ὄχι τῶν πεδιάδων.
6. Καὶ "ἐπεκαλέσθη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου" (αὐτόθι 8). Ὅπου Βαιθήλ, ὅπου οἶκος Θεοῦ, ἐκεῖ καὶ βωμὸς καὶ ὅπου βωμός, ἐκεῖ καὶ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ μας. Καὶ δὲν ἔκανεν ὁ Ἄβραμ μάταια τόσες προσπάθειες, διότι ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἔχῃ τὸ Θεὸ βοηθόν του. Ἀσκεῖται ὡς ἀθλητὴς Θεοῦ καὶ ἐπιδοκιμάζεται ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους, ἀναχωρεῖ εἰς τὴν ἔρημον, ὑφίσταται τὴν πεῖναν καί, τέλος, κατεβαίνει καὶ στὴν Αἴγυπτον.
Πληροφορεῖται ὅτι εἰς τὴν Αἴγυπτον ἡ σφριγηλὴ νεολαία εἶναι ἀσελγής, πολὺ ἀπαιτητικὲς οἱ σαρκικὲς ὀρέξεις της καὶ ἀκόλαστες οἱ ἐπιθυμίες της. Συλλογιζόταν ὅτι ἀνάμεσα σὲ τέτοιου εἴδους ἄνδρες ἡ σωφροσύνη τῆς συζύγου του θὰ εἶναι χωρὶς καμμιὰν ἐγγύηση προστασίας καὶ ὅτι ἡ ὀμορφιά της θὰ ἀποτελῇ κίνδυνον καὶ γιὰ τὸν ἴδιον. Συμβούλεψε, λοιπόν, τὴν σύζυγόν του νὰ πῇ ὅτι εἶναι ἀδελφή του. Ἀπ' αὐτὸ βγαίνει τὸ δίδαγμα ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐπιζητῆται ἡ μεγάλη ὀμορφιὰ τῆς συζύγου, ἡ ὁποία πολλάκις εἶναι δυνατὸ νὰ προκαλέσῃ ἀκόμη καὶ τὸ θάνατον τοῦ ἀνδρός της. Διότι ὄχι τόσον ἡ ὀμορφιὰ τῆς γυναίκας, ὅσον ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ σεμνότητά της εἶναι ποὺ μποροῦν νὰ εὐφραίνουν τὸν ἄνδρα. Ὅποιος ἀναζητεῖ τὴ γλυκειὰ θαλπωρὴν τῆς συζύγου του, ἄς μὴ προβαίνῃ σὲ οἰκονομικῶς ὑψηλότερες ἐπιδιώξεις πέραν τῶν προβλεπομένων ἀπὸ τὸ οἰκογενειακὸ δίκαιον, οὔτε σὲ ἐνέργειες, ποὺ δὲν τὶς καλύπτουν οἱ περὶ γάμου νόμοι. Αὐτό, δηλαδή, ἐὰν φυσικὰ θέλῃ ὁ σύζυγος τὴν σύζυγον στολισμένην ὄχι μόνο μὲ περιδέραια, ἀλλὰ καὶ μὲ καλὰ ἤθη. Συνήθως θεωρεῖται προσβολὴ γιὰ τὸν ἄνδρα, ὅταν ἡ σύζυγος γνωρισθῇ μὲ ἄλλον ἀνώτερόν του κοινωνικά. Ὅλα δὲ αὐτὰ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν ὑπερηφάνειαν. Ἡ Σάρα, ὅμως, δὲν ἦταν πλουσιότερη σὲ ὑλικὰ πλούτη, οὔτε καὶ λαμπρότερης καταγωγῆς. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν θεωροῦσε κατώτερόν της τὸν ἄνδρα της, γι' αὐτὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσε σὰν ἴσον της μὲ πολλὴν τρυφερότητα, ἐπειδή, δηλαδή, δὲν ἐμποδιζόταν ἀπ' τὴν κοινωνικήν της θέση, οὔτε ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς της, οὔτε ἀπὸ τοὺς γύρω της, ἀλλ' ἀκολουθοῦσε τὸ δικόν της ἄνδρα, ὅπου κι' ἄν πορεύονταν αὐτός. Εἰς τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνιση ἔδειχνε προσαρμοστικότητα, διεβεβαίωσε ὅτι εἶναι ἀδελφή του καὶ ἦταν εὐχαριστημένη σὲ περίπτωση ἀνάγκης νὰ ῥιψοκινδυνεύσῃ ἀκόμη καὶ τὴν σωφροσύνην της μᾶλλον παρὰ νὰ θέσῃ σὲ κίνδυνον τὴν ζωὴν τοῦ συζύγου της, καὶ γιὰ νὰ τὸν προστατεύσῃ εἶπεν ψέμματα ὅτι τἄχα εἶναι ἀδέλφια. Κι' αὐτὸ ἀπὸ φόβο μήπως ἡ κρυμμένη σωφροσύνη της συντελέσει στὸ νὰ τὸν φονεύσωσιν ὡς ἀντίζηλον καὶ ὡς διεκδικητὴν τῆς συζύγου του. Τελικά, ἀμέσως μόλις τὴν ἀντίκρυσαν οἱ Αἰγύπτιοι, θαυμαστὲς τῆς μεγάλης ὀμορφιᾶς της τὴν ὁδήγησαν στὸ βασιλιᾶ τους, ἐνῶ πρὸς τὸν ἴδιον τὸν Ἀβραάμ φέρθηκαν καλά, τιμῶντας τον ὡς ἀδελφὸν αὐτῆς, ἡ ὁποία θὰ ἄρεσεν στὸ βασιλιᾶν.
7. "Ἔπληξε δὲ ὁ Κύριος μὲ μεγάλες καὶ σκληρότατες πληγὲς καὶ τὸν ἴδιον τὸ Φαραὼ καὶ τὴν οἰκογένειάν του ἐξ αἰτίας τῆς Σάρας τῆς συζύγου τοῦ Ἄβραμ." (Γεν. ιβ', 17). Αὐτὸ ἀποτελεῖ σπουδαία μαρτυρίαν καὶ ἀπόδειξη γιὰ τὸ ὅτι ἔχομεν καθῆκον τήρησης τῆς ἁγνότητος. Πρόκειται γιὰ τόσον παραινετικὸν ἐδάφιον, ὥστε ὁ καθένας νὰ τηρῇ τὸν ἑαυτόν του ἁγνόν, νὰ μὴ ἐπιθυμῇ τὰ ξένα, οὔτε μὲ κρυφὴν ἐλπίδα, καὶ νὰ μὴ προσβάλλῃ τὴν τιμὴν τῆς συζύγου τοῦ συνανθρώπου του ἐπαναπαυόμενος στὴν τυχὸν ἀτιμωρησίαν τῆς πράξης του, οὔτε καὶ νὰ εἶναι κανεὶς προκλητικὸς βασιζόμενος στὴν πιθανὴν ὀλιγωρίαν ἢ ἀνοησίαν τοῦ συζύγου, ἢ καὶ στὴν τυχὸν μακροχρονιότερην ἀπουσίαν του.
Παρὼν εἶναι ὁ προεστὼς τοῦ γάμου, ὁ Θεός, ἀπ' τοῦ ὁποίου τὴν ἀντίληψη τίποτα δὲν διαφεύγει, ἀπὸ τὸν ὁποῖον οὐδεὶς διεκφεύγει, τὸν ὁποῖον κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ξεγελάσῃ: στὴ θέση τοῦ ἀπόντος συζύγου αὐτὸς προστατεύει, ἐκτελεῖ καθήκοντα νυκτερινοῦ φύλακος, ἀλλὰ βέβαια καὶ χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀνάγκην ἀπὸ νυχτερινό φρουρόν, συλλαμβάνει τὸν ἔνοχον καὶ πρὶν ἀκόμη ὁ τελευταῖος αὐτὸς ἐκτελέσῃ τὰ σχέδιά του. Ἀνιχνεύει τὸ ἔγκλημα, ποὺ τελεῖται τόσον στὶς ψυχὲς ὅσον καὶ στὸ μυαλὸν τόσον τῶν ἐπὶ μέρους ἀτόμων ὅσον καὶ τοῦ συνόλου τῶν ἀνθρώπων. "Καὶ ἐὰν σύ, ἡ μοιχαλίς, ἐξαπατήσῃς τὸν σύζυγον, ὅμως γίνεσαι ἀντιληπτή ἀπ' τὸ Θεόν. Κι' ἄν διαφύγῃς ἀπ' τὴν ἀντίληψη τοῦ συζύγου κι' ἄν ξεγελάσῃς τὸν ἐξωτερικὸν δικαστὴν, δὲν θὰ ξεφύγῃς ἀπὸ τὸν Κριτὴν σύμπαντος τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος αὐστηρότερον τιμωρεῖ διὰ τὴν προσβολὴν κατὰ τοῦ πτωχοῦ, διὰ τὴν ὕβριν κατὰ τοῦ ἴσως ἀσύνετου συζύγου. Διότι μεγαλύτερη εἶναι ἡ ποινὴ γιὰ τὸ δράστην παρὰ γιὰ τὸν ἀμελῆ καὶ ἀσύνετο φύλακα τοῦ συζυγικοῦ κοιτῶνος.
8. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Φαραὼ, ὁ νόμιμος βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου, τὸν ὁποῖον ἡ ὑπεροψία ἐκ τῆς βασιλικῆς δύναμης θὰ μποροῦσε νὰ ἔκανεν ἀμελῆ, ἀλλὰ καὶ τὸν ὁποῖον οἱ ἀσέλγειες καὶ ἀκολασίες τῆς Αἰγύπτου θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ ἀπομακρύνουν ἀπ' τὴ φροντίδα γιὰ τήρηση τῆς ἁγνότητος, παρὰ ταῦτα ὅμως κάλεσεν τὸν Ἀβραάμ καὶ τὸν ἤλεγξε λέγοντάς του: "Τὶ μοὔκανες; Γιατὶ δὲν μοὖπες ὅτι αὐτὴ εἶναι γυναῖκα σου, ἀλλὰ μοὖπες ὅτι εἶναι ἀδελφή σου καὶ θὰ τὴν ἔπαιρνα σὰν δική μου γυναῖκα; Καὶ τώρα προστάζω νὰ ἐξακολουθῇ νὰ εἶναι αὐτὴ γυναῖκα σου ἐνώπιόν σου" (αὐτόθι, 18,19).
Ἄν καὶ κατὰ τὴ φύση του σκληρὸς καὶ βάρβαρος, ὅμως δηλώνει μ' ὅσα λέγει, ὅτι ἀκόμη καὶ ὅσοι ἔχουν ξένα καὶ βάρβαρα ἤθη δείχνουν σεβασμὸν στὴν αἰδημοσύνην καὶ θεωροῦν ὅτι οἱ ἴδιοι ὀφείλουν νὰ φυλάσσωνται ἀπὸ τὴ διάπραξη τέτοιων ἐγκλημάτων. Ὅποιος, λοιπόν, προφασίζεται ἄγνοιαν τοῦ θεϊκοῦ νόμου, ἄς καταδικάζῃ τοὐλάχιστον τὴν ἀκολασία. Μὴ ἀπορῆτε, λοιπόν, ἐὰν ἀκόμη καὶ ὁ βάρβαρος γνωρίζῃ τὸ φυσικὸν δίκαιον. Παρατήρησε καὶ τὰ ζῶα, ποὺ δὲν τηροῦν κανέναν ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς πολιτείας, ὅμως πολλὰ ἀπ' αὐτὰ ὄχι μόνο μένουν πιστὰ στὸ δεσμὸ μὲ τὰ ὅμοιά τους, ἀλλ' ἐπὶ πλέον φυλάσσουν ἀμίαντην τὴ μονογαμικὴν σχέση τους. Ἑπομένως, ἀνώτερος εἶναι ὁ νόμος τῆς φύσης ἀπὸ τὶς ἀπαγορεύσεις τοῦ νόμου τῆς πολιτείας. Μὴ θαυμάζετε ποὺ ὁ ἴδιος ὁ βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου φοβήθηκεν τὸ Θεόν, αὐτὸς ποὺ δὲν φοβόταν ἄνθρωπον, καὶ πλήρωσεν τιμωρία γιὰ μοιχείαν, αὐτὸς ποὺ ἀπὸ κανένα νόμον τοῦ κράτους δὲν ἐθεωρεῖτο ὑπόδικος. Διότι εὐθὺς ὡς κατάλαβεν ὅτι ἡ Σάρα ἦταν σύζυγος ἄλλου, ἀμέσως ὄχι μόνον τὴν ἐπέστρεψεν εἰς τὸν σύζυγόν της, ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὸν, τὸν πραγματικόν της σύζυγον, ἔδωσεν προπομπούς, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω, γιὰ νὰ μὴ τυχὸν κανεὶς ἀπ' τὸ βάρβαρο λαὸν ἀσκήσῃ βίαν εἴτε κατὰ τῆς περιουσίας τοῦ ἀνδρός, εἴτε κατὰ τῆς σωφροσύνης τῆς συζύγου του.
9. Ὡραιότερον εἶναι αὐτὸ τὸ ἐδάφιον, ποὺ μᾶς διδάσκει ὅτι πρέπει νὰ προτρέπωμεν ὅλους πρὸς τήρηση τῆς εὐσεβείας, διότι, ὅποιος ἀκολουθεῖ τὸ Θεόν, εὑρίσκεται ὁλόκληρος ὑπὸ τὴν προστασίαν Του. Γι' αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ προτιμῶμεν τὸ Θεὸν ἀπ' ὅλα τὰ ἄλλα καὶ οὔτε ἡ ἀφοσίωση στὴν πατρίδα, οὔτε ἡ ἀγάπη πρὸς γονεῖς καὶ πρὸς παιδιά, οὔτε ἡ προσκόλληση πρὸς τὴν σύζυγον πρέπει νὰ μᾶς ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὴν ἐκτέλεση τῶν οὐρανίων παραγγελμάτων, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς ἐπιδαψιλεύει τὰ πάντα καὶ μπορεῖ νὰ κάνῃ νὰ διατηρηθῶσιν ὅσα Αὐτὸς μᾶς δωρίζει.
Ἑπομένως, μέγα εἶναι τὸ παράδειγμα ἀφοσίωσης τοῦ Ἄβραμ, πού, δηλαδή, κατέβηκεν στὴν Αἴγυπτον μαζὺ μὲ τὴν πανέμορφην σύζυγόν του.
Φυσικὰ καὶ νοιαζόταν καὶ φρόντιζεν ὁ δίκαιος αὐτὸς ἄνδρας γιὰ τὴν σωφροσύνην τῆς συζύγου του. Ὅμως, μεγαλύτερη ἦταν ἡ σπουδή του νὰ αὐξήσῃ τὴν εὐσέβειάν του, γιὰ νὰ μὴ φανῇ ὅτι προτίμησεν τὴ φύλαξη τοῦ γάμου ἀπὸ τὰ οὐράνια μηνύματα. Ἑπομένως, ἐπειδὴ χάριν Θεοῦ περιφρόνησεν ὅλα τὰ ἄλλα ἔλαβεν ἀπὸ τὸ Θεὸν τὰ πάντα καὶ μάλιστα πολλαπλάσια. Ἔτσι, ὁ Θεός, σὰν πρώτην ἀμοιβὴν τῆς εὐσεβείας του, τοῦ ἔδωκεν τὴν ἀγαπημένην του σύζυγον. Ἐπειδή, δηλαδή, διὰ τῆς ἐπιμονῆς του νὰ ὑπακούσῃ στὸ οὐράνιο μήνυμα, ἐξέθεσεν τὴν σύζυγόν του ἀκόμη καὶ στὸ νὰ διατρέξῃ κίνδυνον ἡ σωφροσύνη της, κατόρθωσε νὰ προφυλάξῃ ἀκόμη καὶ τὴν ἁγνότητα τῆς συζύγου του.

Κεφάλαιον Γ '

Περὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν τοῦ Ἄβραμ, δὲν πρέπει νὰ παραξενεύηται κανεὶς γιὰ τὴν σύνεσή του κατὰ τὶς προκύψασες αἰτίες ἐρίδων, γιὰ τὴ δικαιοσύνην του κατὰ τὴ διανομὴν τῶν ἀγαθῶν, ὅπου γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὴν ἔλλειψη σύνεσης τοῦ Λώτ, ὁ ὁποῖος ὑποτιμοῦσεν ὅ,τι χρησίμευεν πρὸς πραγματικὴν τέρψη, καθὼς καὶ γιὰ τὴν τιμωρίαν τοῦ τελευταίου αὐτοῦ: τόσον σχετικὰ μὲ τὴν πρὸς τὸν ἴδιον ἀγάπην τοῦ ἐκ πατρὸς θείου του, τοῦ Ἄβραμ, ὅσον καὶ μὲ τὴν εὐσέβειαν τοῦ Ἄβραμ καὶ μὲ τὴν αὐτοσυγκράτηση τούτου ὅταν κατήγαγεν νίκην, ἀλλὰ καὶ σχετικὰ μὲ τὴν ἐκ μέρους του ἐκλογήν τῆς ἀνταμοιβῆς, ποὺ τοῦ πρότεινεν ὁ Θεὸς: τέλος δὲ γίνεται λόγος καὶ περὶ τῆς ἀποδοχῆς ποὺ ἔκαμεν ὁ Ἄβραμ τῶν μελλοντικῶν του ἀπογόνων καθὼς καὶ περὶ τῆς ὑπόσχεσης ποὺ τοῦ ἔγινε γιὰ τὴ μέλλουσα γέννηση τοῦ Χριστοῦ.

10. Τὰ πρῶτα, λοιπόν, μέρη τὰ διεκδίκησε γιὰ τὸν ἑαυτόν της μὲ ἀκριβῆ προτεραιότητα ἡ εὐσέβεια. Ἄς δοῦμεν τὴ χάρη καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν. Ἑτέρπετο ὁ ἅγιος Ἄβραάμ ἐκ τῆς παρουσίας τοῦ ἀνεψιοῦ, πρὸς τὸν ὁποῖον ἐπεδείκνυεν τὴν ἀγάπην του σὰν θεῖος. Ξέσπασε δὲ ἔρις ἀνάμεσα στοὺς δούλους τοῦ ἀνεψιοῦ καὶ σ' αὐτοὺς τοῦ θείου. Σὰν συνετότερος ὁ Ἀβραάμ παρετήρησεν ὅτι συνήθως ἐξ αἰτίας ἐρίδων τῶν δούλων διαῤῥηγνύεται καὶ ἡ ὁμόνοια τῶν κυρίων τους, καὶ διέκοψεν τὸ νῆμα τῆς ἔριδος, γιὰ νὰ μὴ μεταδοθῇ ἡ ἐξ αὐτῆς μόλυνση καὶ στὰ ἀφεντικά. Δηλαδὴ ἔκρινεν ὅτι θὰ ἦταν πιὸ ἀνώδυνη ἡ διακοπὴ τοῦ δεσμοῦ τῆς συμβίωσης τῶν κυρίων, παρὰ ἡ ῥήξη τῆς μεταξύ τους ἀγάπης. Αὐτὸ καὶ σὺ ὀφείλεις νὰ κάνῃς ὅταν τυχὸν βρεθῇς σὲ παρόμοιαν περίπτωση, γιὰ νὰ ἐξουδετερώσῃς τὰ σπέρματα τῆς ἔριδος. Διότι βέβαια δὲν εἶσαι ἐσὺ ἰσχυρότερος τοῦ Ἀβραάμ. Ἐκεῖνος ἐθεώρησεν ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀποτρέψῃ ἀκόμη καὶ τὶς ἔριδες τῶν ὑπηρετῶν καὶ νὰ μὴ τὶς παραβλέψῃ. Καὶ ἐὰν ἐσὺ εἶσαι ἰσχυρότερος πρόσεχε μήπως ὁ ἄλλος εἶναι ἀσθενέστερος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ καὶ νὰ παράσχῃ στοὺς ψιθύρους τῶν δούλων τὰ χρυσὰ νομίσματα. Συχνὰ οἱ συμβιοῦντες δοῦλοι διαφορετικῶν ἀφεντικῶν καλλιεργοῦν τὴ διχόνοια μεταξὺ συγγενῶν κυρίων. Γι' αὐτὸ καλύτερα νὰ χωρίζῃς, γιὰ νὰ διατηρῆται τοὐλάχιστον ἡ φιλία. Οἶκος ποὺ δὲν χωρίζεται, δὲν μπορεῖ νὰ ἐξακολουθήση νὰ στεγάζῃ καὶ τοὺς δύο κυρίους.
Μήπως δὲν εἶναι προτιμότερο νὰ μετοικήσῃς μὲ ἀγάπη, παρὰ νὰ συγκατοικῇς μὲ διχόνοιαν;
11. Ὁ πατριάρχης μᾶς διδάσκει ἐπίσης τὶ εἴδους πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ χωρισμός. Ὁ ἰσχυρότερος παίρνει τὴν πρωτοβουλία νὰ προβῇ σὲ διαίρεση τῶν ἀγαθῶν, ὁ ἀσθενέστερος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διαλέγῃ γιὰ νὰ μὴ πάρῃ αὐτὸ τὸ μερίδιο γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ γκρινιάζῃ. Διότι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσῃ στὸ μέλλον ψεῦδος καὶ ἀπάτη γιὰ τὸ μερτικὸ ποὺ ὁ ἴδιος διάλεξεν. Καὶ διότι δὲν τοῦ μένει πιὰ ἡ εὐκαιρία νὰ ἀλλάξῃ γνώμην αὐτὸς στὸν ὁποῖο δίδεται ἀπὸ πρὶν τὸ δικαίωμα τῆς ἐπιλογῆς, οὔτε καὶ μπορεῖ νὰ ἐνοχλήσῃ πιὰ αὐτὸν ποὺ ἐξετέλεσεν τὴν ἴδια τὴν πράξη τῆς διαίρεσης. Ἔτσι ὥστε ὁ τελευταῖος αὐτὸς οὔτε νὰ ἐμποδίζηται νὰ προβῇ στὴν ἐνέργειαν τῆς διαίρεσης, οὔτε καὶ νὰ γίνῃ θῦμα ἐξαπάτησης κατὰ τὴν ἐκλογήν.
12. Ἄν προέβη λοιπὸν εἰς τὴ διαίρεση ὁ Ἀβραάμ, ἦταν ὅπως ὁ ἴδιος λέγει διότι "δὲν ἐπιθυμοῦσε, νὰ κατοικῇ ἐκεῖνες τὶς περιοχὲς ὁμοῦ μετὰ τοῦ Λῶτ" (Γεν. ιγ', 6) γιὰ τὸ λόγο ὅτι αὐτὲς δὲν ἦταν καθόλου εὔφορες. Τὸ αἰώνιο μειονέκτημα: ὁ κόσμος νὰ μὴ ἔχει προσόδους ἀπὸ τοὺς πλουσίους. Διότι, τίποτε δὲν ἱκανοποιεῖ ἐπαρκῶς τὴν ἐπιθυμίαν τῶν πλουσίων. Ὅσον πλουσιότερος γίνει κάποιος, τόσον ἀπληστότερος εἶναι γιὰ τὴν ἀπόκτηση καὶ ἄλλου πλούτου. Ἐπιθυμεῖ νὰ ἐπεκτείνῃ τὰ ὅρια τοῦ χωραφιοῦ καὶ νὰ ἀποκλείσῃ τὸν ὅμορόν του. Μήπως λοιπὸν τέτοιος ἦταν καὶ ὁ Ἀβραάμ; Κάθε ἄλλο, ἄν καὶ στὴν ἀρχὴν ἦταν καὶ ὁ ἴδιος ἀτελέστερος. Διότι πόθεν τελειότης πρὸ τῆς ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ; Δὲν εἶχεν ἔλθει ἀκόμη αὐτὸς ποὺ θὰ ἔλεγεν: "Ἄν θέλῃς νὰ εἶσαι τέλειος, πούλησε ὅ,τι ἔχεις καὶ δός τα στοὺς πτωχούς καὶ κατόπιν ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσῃς" (Μάτθ. ιθ', 21). Ὅπως ὅμως ποτὲ ὁ πλεονέκτης δὲν σοῦ δίνει τὸ δικαίωμα ἐκλογῆς, ἔτσι καὶ ὁ δίκαιος ἀκρωτηριάζει τὴν φιλονεικίαν. Εἶπεν: Ἄς μὴ ὑπάρχῃ ἔρις μεταξύ μας καὶ μεταξὺ τῶν ποιμένων μας, διότι εἴμαστε συγγενεῖς. Νά, λοιπόν, ὅλη ἡ περιοχὴ δὲν ἐκτείνεται πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν σου; Ἀποχώρησε ἀπὸ κοντά μου: ἐὰν ἐσὺ διαλέξῃς νὰ πᾶς στὴν ἀριστερὰν περιοχὴν, ἐγὼ θὰ πάω στὴ δεξιάν. Ἢ ἐὰν ἐσὺ στὴ δεξιάν, ἐγὼ στὴν ἀριστεράν (Γεν. ιγ', 8,9).
13. "Καὶ ὕψωσεν ὁ Λὼτ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ διάλεξεν τὴν ἀρδευομένην περιοχὴν τοῦ Ἰορδάνου, λέγει ἡ Γραφή, ἐπειδὴ ὁλόκληρη ἀρδεύετο, καὶ ἦταν σὰν τὸν παράδεισον τοῦ Θεοῦ" (αὐτόθι 10).
Πολλάκις τὰ κτήματα προέρχονται ἐκ κληρονομιᾶς, καὶ εἶναι ἄλλα ὠφελιμότερα ἐξ αἰτίας τῆς καρποφορίας τους, καὶ ἄλλα θελκτικότερα ἐξ αἰτίας τῆς ὀμορφιᾶς τους. Δὲν εἶναι βέβαια δευτερεύοντα ὡς πρὸς τὴν ἔκταση τῆς κληρονομούμενης μοίρας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι κάποτε ἀρχίζει νὰ μειώνηται ἡ ἀξία τοῦ καθενὸς ἀπ' αὐτὰ τὰ κτήματα. Ἀλλὰ ἐὰν δὲν μποροῦν οἱ κληρονόμοι νὰ συμφωνήσουν γιὰ τὰ χρησιμότερα κτήματα, ἄς προσφέρωνται τὰ θελκτικὰ κτήματα ἀντὶ τῶν χρησιμοτέρων. Διαφορετικὰ σκέφτεται ὁ κάθε ἄνθρωπος• ἄλλους τοὺς γοητεύουν τὰ ὠφέλιμα, ἄλλους τὰ ὄμορφα. Ὁ πιὸ ἀμβλύνους ἐκλέγει τὰ ὀμορφότερα, ἐνῶ ἀποστρέφεται ἀπὸ κόρον τὰ ὠφελιμότερα. Ὁ ἐπιστάτης τῶν γεωργῶν εἶναι ἐνίοτε χρήσιμος (λόγω τῆς πείρας του) καὶ ὁ ἀγρότης συνεισφέρει στὸν ἀστόν. Ἐὰν αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸ δικαίωμα ἐκλογῆς εἶναι ἀμβλὺς στὸ νοῦν, εἴτε πρόκειται νὰ ἐκλέξῃ ἕνα μάγειρα εἴτε ἕνα τραγουδιστὴν ποὺ τὸν θεωρεῖ χαρισματικὰ ἡδύφωνον, ἀποῤῥίπτει τὸν ὠφελιμότερον.
Καὶ πολλὲς φορὲς ὅπου οἱ καρποὶ μοιάζουν, ὁ μυαλωμένος ἀποφεύγει τὰ ἁπλῶς ὀμορφότερα.
Οἱ πλεονέκτες εὔκολα προκαλοῦν τὸ φθόνον καὶ εὔκολα ἐξεγείρουν ἐναντίον τους τὴ διάθεση τῶν ἄλλων. Ἐδῶ ὅμως ἡ Γραφὴ δὲν εἶπεν τίποτε γιὰ τὸ ὅτι ἡ μία περιοχὴ ἦταν ὠφελιμότερη καὶ ἡ ἄλλη θελκτικότερη, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθῇ ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἐπιδίωξε νὰ ξεγελάσῃ τὰ μάτια τοῦ νεαροῦ. Ἡ Γραφή, λοιπόν, περιέγραψε μὲν τὴν ὀμορφότερη περιοχὴν δὲν ἀνέφερεν ἐπιπροσθέτως τίποτε γιὰ τὴν ὠφελιμότητα τῆς ἄλλης.
Ἦταν ἀναγκαῖο νὰ κάνῃ λόγο γιὰ τὰ δυὸ μέρη τῆς εὐρύτερης περιοχῆς: ἔπειτα διαίρεσεν ὄχι τὰ ἀπόντα, ἀλλὰ τὰ παρόντα. Δὲν ἦταν δυνατὸν ὁλόκληρη ἡ περιοχὴ νὰ γίνῃ ἀντικείμενον ἐπιθυμίας καὶ ἐκλογῆς καὶ στὸν ἕνα καὶ στὸν ἄλλον.
Ὅ,τι, λοιπόν, ἦταν ὁπωσδήποτε ζήτημα ἀκριβέστατης δικαιοσύνης, αὐτὸ καὶ ἔγινεν: ὁ Ἀβραὰμ πρότεινε νὰ καταφύγωσιν στὸ σύστημα τῆς ἐκλογῆς.
14. Ὁ Λὼτ διάλεξεν τὴ θελκτικὴ γιὰ τὴν ὀμορφιάν της περιοχὴν, ἡ ὁποία γρήγορα γυάλισεν στὰ μάτια τῶν λῃστῶν: Ἐντεῦθεν ξέσπασεν πόλεμος μεταξὺ τῶν βασιλέων, ἐπακολούθησε νίκη τῶν ἐχθρῶν, αἰχμαλωσία τῶν γεωργῶν. Ἑπομένως καὶ ὁ Λὼτ πλήρωσεν τὸ τίμημα τῆς ἀμβλυνούστερης ἀπόφασής του ἀπογοητευθεὶς ὄχι ἀπὸ τὴν μὴ γονιμότητα τῶν ἐδαφῶν ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου ποὺ ἐπέσυρεν ἡ περιοχή του λόγῳ τῆς ὀμορφιᾶς της, ἔτσι ὥστε καὶ ὁ ἴδιος νὰ ἀπαχθῇ αἰχμάλωτος• διότι ἕνεκα τοῦ ἐλαττώματος τῆς ἐλαφρότητας ποὺ ταιριάζει σὲ δούλους ἀπομακρύνθηκεν ἀπὸ ὅ,τι ἦταν τὸ καλλίτερον, μὲ τὸ νὰ διαλέξῃ δηλαδὴ τὴ λίαν ἐπονείδιστον μοίραν. Διότι τὰ Σόδομα ἦσαν πλούσια καὶ ἀκόλαστα. Καὶ γι' αὐτὸ ἡ λατινικὴ ἀπόδοση τῆς λέξεως Λώτ, εἶναι: αὐτὸς ποὺ ἐπιλέγει τὸ ἐλαττωματικὸ, αὐτὸς ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἀρετὴν καὶ ἀποστρέφεται τὴ δικαιοσύνη.
15. "Τοῦτο πυνθανόμενος ὁ Ἄβραμ ἀρίθμησεν τοὺς οἰκογενεῖς δούλους του" (Γεν. ιδ', 14) καὶ μὲ ἑκατὸν δέκα ὀκτὼ ἄνδρες κατήγαγε νίκην καὶ ἐλευθέρωσεν τὸν ἀνεψιόν.
Ἀποδεικνύεται ἡ ὕπαρξη ἐκ μέρους του στοργῆς ποὺ συνόδευεν τὴ διαίρεση, ἀφοῦ τόσον πολὺ ἀγαποῦσεν τὸν ἀνεψιὸν ὥστε νὰ ἀναλάβῃ ἀκόμη καὶ τὸν κίνδυνον τῆς πολεμικῆς ἀναμέτρησης.
Ἀλλὰ τὶ σημαίνει "ἀρίθμησεν"; Σημαίνει "διάλεξε". Ὅθεν ἐκεῖνο τὸ "ἀρίθμησεν" δὲν ἀναφέρεται μόνον εἰς ἐκείνους ποὺ εἶχαν γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ προσέτι σ' αὐτοὺς ποὺ εἶχαν τὴ χάρη νὰ εἶναι δίκαιοι, πρᾶγμα ποὺ ἀνέφερεν ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιον: "Καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ὑμῶν ἠριθμημέναι εἰσίν" (Λουκ. ιβ', 7). Ἐγνώρισεν ὁ Κύριος τοὺς δικούς του ἀνθρώπους: ὅσοι ὅμως δὲν εἶναι δικοί του δὲν ἀξιώνονται νὰ εἶναι γνωστοί του. Ἀρίθμησε δὲ ἑκατὸν δέκα ὀκτώ, γιὰ νὰ μάθῃς ὅτι δὲν ἐκφράζεται ἡ ἀριθμητικὴ ποσότητα, ἀλλὰ ἡ ἀξία τῆς ἐκλογῆς. Διότι αὐτοὺς προσέλαβεν, ὅσους ἔκρινεν ἄξιους τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πιστῶν, ὅσοι πιστεύουν στὸ πάθος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διότι τὸ μὲν "τριακόσιοι" δηλώνεται μὲ τὸ ἑλληνικὸ γράμμα "τ", ποὺ ἔχει δηλαδὴ τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ, τὸ δὲ ἄθροισμα "δέκα ὀκτὼ" ἀποδίδεται στὰ ἑλληνικὰ μὲ τὸ ιη', ποὺ εἶναι ἀρχικὸν τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦς. Ἑπομένως ὁ Ἀβραὰμ ἐνίκησεν ἕνεκα τῆς ἀξίας τῆς πίστης του, καὶ ὄχι λόγῳ πολυάριθμου στρατοῦ. Καὶ τελικὰ ἐκστρατεύσας μὲ λίγους οἰκογενεῖς κατήγαγε θρίαμβον ἐπὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐξοπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα πέντε βασιλέων.
16. Ἀλλ' ὅποιος νικᾶ δὲν πρέπει νὰ ὑπερηφανεύηται ὁ ἴδιος γιὰ τὴ νίκην, ἀλλὰ νὰ τὴν ἀποδίδῃ στὸ Θεόν. Αὐτὸ μᾶς τὸ διδάσκει ὁ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος παρὰ τὸ θρίαμβον ἔγινεν ταπεινότερος καὶ ὄχι πιὸ ἀγέρωχος.
Τελικὰ προσέφερε θυσίαν, καὶ ἔδωσεν τὴ δεκάτην. Καὶ γι' αὐτὸ τὸν εὐλόγησεν ὁ Μελχισεδὲκ ὄνομα τὸ ὁποῖον στὴ γλῶσσα μας σημαίνει "βασιλιᾶς τῆς δικαιοσύνης", "βασιλιᾶς τῆς εἰρήνης": "Ἦν γὰρ ἱερεὺς Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου" (Γεν. ιδ', 18,19). Ἀλλὰ ποιός, λοιπόν, εἶναι αὐτὸς ὁ βασιλιᾶς τῆς δικαιοσύνης καὶ ὁ ἱερέας τοῦ Θεοῦ, παρὰ αὐτὸς πρὸς τὸν ὁποῖον ἐλέχθη: "Σὺ εἶ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ" (Ψαλμ. 109,4). τοὐτέστιν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἱερέας τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς θυσίας τοῦ σώματός του ἐξιλέωσεν τὸν Πατέρα γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα;
17. Πόσον μέγα ὅμως ἦταν ἐκεῖνον ἀφοῦ ἀπὸ τὰ λάφυρα τῆς νίκης τίποτε δὲν θέλησεν νὰ ἀγγίξῃ, οὔτε προσφερθὲν νὰ λάβῃ; Διότι ἡ ἀνάληψη τῆς ἀνταμοιβῆς μειώνει τὸν καρπὸν τοῦ θριάμβου καὶ κατατρώγει τὴ δωρεὰν τῆς εὐεργεσίας.
Διότι πλειστάκις, ἀναφέρεται γιὰ ποῖο ἐκ τῶν δύο ἀγωνίζεσαι γιὰ χρήματα, ἢ γιὰ δόξα; Ἄλλος ὁδηγεῖ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν τόπον τῆς ἀνταμοιβῆς• ἄλλος θεωρεῖται ἄξιος νὰ διατηρήσῃ τὴ δόξαν. Ἄν καὶ δικαιοῦται ὁ ἅγιος νὰ πάρῃ κάτι ἀπὸ τὰ λάφυρα εἴτε καὶ προσφερθὲν τὸ ἀρνεῖται, γιὰ νὰ μὴ πῇ αὐτὸς ποὺ τὸ ἔδωσεν: ἐγὼ τὸν ἔκανα πλούσιον• μαρτυρεῖται ὅτι τὸ μόνον ποὺ τὸν ἱκανοποιεῖ εἶναι ὅτι ἀφορμήθη ἀπὸ τὴ νομὴν τῶν νεαρῶν μαχομένων. Ἴσως πεῖ κάποιος: Ἀφοῦ ὁ ἴδιος νίκησεν, πῶς λέγει στὸν βασιλιᾶν τῶν Σοδόμων: τίποτε δὲν θὰ πάρω ἀπὸ σένα• διότι τὰ λάφυρα περιῆλθαν σχεδὸν εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ νικητῆ. Διδάσκει τὴν στρατιωτικὴν πειθαρχίαν, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὰ πάντα τὸ βασιλιᾶ. Σωφρόνως, σ' αὐτοὺς ποὺ μαζύ του βρίσκονταν σύντροφοι ἴσως εἰς βοήθειαν, καὶ τὸ μερίδιον τοῦ κέρδους ποὺ ἔπρεπε νὰ τοὺς ἀποδώσει, τοὺς τὸ ἐξασφαλίζει ὡς ἀνταμοιβὴν γιὰ τὸν κόπον τους.
18. Γιὰ τὸ λόγο ὅτι δὲν ζήτησεν ἀπὸ ἄνθρωπο μισθόν, ἔλαβεν παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ διαβάζομεν στὴν Γραφὴν: ὅτι μετὰ τούτους τοὺς λόγους ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς τὸν Ἀβραὰμ ἐν ὁράματι, λέγων: Μὴ φοβοῦ Ἄβραμ, ἐγὼ θὰ σὲ προστατεύσω, ὁ μισθὸς σου θὰ εἶναι πάρα πολὺς (Γεν. ιε', 1).
Ὁ Κύριος δὲν εἶναι βραδὺς εἰς μισθαποδοσίαν, καὶ εὐθὺς ὑπόσχεται, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἐπιδαψιλεύει.
Γιὰ νὰ μὴ τυχόν, ἕνεκα ἀναβολῆς τινος, ὑπεισέλθῃ στὶς ἀμελεῖς ψυχές, ἀλλαγὴ γνώμης ὥστε νὰ καταφρονήσῃς τὰ δῶρα, ἀνταποδίδει ὁ Θεὸς μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση, γιὰ νὰ ἀποκαταστήσῃ πλουσιότερα ὅποιον δὲν κυριεύθηκεν ἀπὸ τὴν κατόπιν δωρεᾶς ἀνταμοιβήν. Ἄς θεωρήσωμεν, τὸν μισθὸν ποὺ αὐτὸς ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸ Θεόν.
19. Ὄχι πλούτη, ὅπως γι' αὐτὰ ἱκετεύει ὁ φιλάργυρος, ὄχι τὴν μακροβιότητά του, ὅπως ἕνας ποὺ φοβεῖται τὸ θάνατον ὄχι τὴν ἰσχύν• ἀλλὰ ζητάει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος ἄξιος κληρονόμος τοῦ κόπου: Τὶ θὰ μοῦ δώσῃς; εἶπεν. "Ἐγὼ δὲ ἀπομένω χωρὶς γυιοὺς" (αὐτόθι 2). Καὶ κατωτέρω: "ἐπειδὴ δὲν μοῦ ἔδωσες σπέρμα τεκνοποιοῦν, θὰ μὲ κληρονομήσῃ ὁ οἰκογενής μου" (αὐτόθι 3). Ἄς μάθουν λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴ καταφρονοῦν τὶς συζυγίες, οὔτε καὶ νὰ ἔρχωνται εἰς γάμου κοινωνίαν μὲ ἀνόμοιούς τους κοινωνικά: μήπως μ' αὐτὸν τὸν τρόπον ἀποκτήσουν παιδιά, τὰ ὁποῖα δὲν θὰ μποροῦν νὰ τὰ ἔχουν ὡς κληρονόμους, ἵνα εἴτε διὰ τῆς θεωρήσεως τῆς μεταβιβαστέας κληρονομίας, ἐὰν δὲν ἔχουν γιὰ κίνητρο καμιὰ τήρηση τῆς αἰδημοσύνης, σπεύδουν σ' ἕνα ἄξιο γάμο.
20. Ἀλλ' ὅταν ἡ γνώμη τοῦ Ἄβραμ λιγότερο ὠφελῇ στὴ διόρθωση, δέξου τὸ χρησμὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καταδικάζει τὴν κληρονομίαν: Δὲν θὰ εἶναι, εἶπεν, αὐτὸς ὁ δικός σου κληρονόμος, ἀλλ' ἄλλος ὁ ὁποῖος καὶ θὰ προέλθῃ ἀπὸ σένα, ἐκεῖνος θὰ εἶναι ὁ κληρονόμος σου (αὐτόθι 4). Ποιὸν ὀνομάζει "ἄλλον"; Διότι καὶ ἡ Ἄγαρ ἐγέννησε γυιόν, τὸν Ἰσμαήλ, ἀλλὰ δὲν λέγει γι' αὐτόν, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἅγιον Ἰσαάκ. Καὶ γι' αὐτὸ προσθέτει: "κι' αὐτὸς θὰ προέλθῃ ἀπὸ σένα". Διότι ἐκεῖνος ἀληθῶς ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ γεννήθηκε μὲ κανονικὸ γάμο. Ἀλλὰ ὑπὸ τὸ νόμιμο γυιὸν Ἰσαάκ, ἐκεῖνον τὸν ἀληθινὸ νόμιμο γυιὸ μποροῦμε νὰ νοήσουμεν, τὸν Κύριον Ἰησοῦ Χριστόν γιὰ τὸν ὁποῖο διαβάζομεν στὴν ἀρχὴν τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου ὅτι εἶναι γυιὸς Ἀβραὰμ (Ματθ. α,1) ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη ἀληθινὸς γυιὸς Ἀβραὰμ φωτίζων τὴ διαδοχὴν τοῦ γενάρχου καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Ἀβραὰμ προσέβλεψεν πρὸς τὸν οὐρανὸν, καὶ ἐγνώρισεν τὴν αἴγλην τῶν ἀπογόνων του ὄχι ὀλιγότερον λαμπρὰν ἀπ' ὅ, τι ἡ λάμψη ποὺ ἐκπέμπουν τ' ἄστρα τοὐρανοῦ.
Διότι ὅπως τὸ ἕνα ἀστέρι διαφέρει ὡς πρὸς τὴ λαμπρότητα ἀπ' τὸ ἄλλον ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν (Α' Κορ. ιε', 41,42). Καὶ τὸ ἑξῆς ποὺ καθιστᾶ συμμετόχους τῆς ἀναστάσεώς του, τὸ ὅτι δηλαδὴ κατέστησε μετόχους τῆς οὐρανίου βασιλείας ὅσους ἀνθρώπους ὁ θάνατος συνήθιζε νὰ χώνῃ στὴ γῆ.
21. Πῶς δὲ τὰ ἔκγονα τοῦ Ἀβραὰμ διεδόθησαν, παρὰ διὰ τῆς κληρονομιᾶς τῆς πίστεως, γιὰ τῆς ὁποίας παριστάμεθα εἰς τὸν οὐρανὸν, συνιπτάμεθα μετὰ τῶν ἀγγέλων, ἐξισωνόμεθα μὲ τοὺς ἀστέρας;
Γι' αὐτὸ λέγει: "Ἔτσι θὰ εἶναι τὸ σπέρμα σου (Γεν. ιε',5). Καί, ἐπίστευσεν, λέγει, ὁ Ἄβραμ εἰς τὸ Θεόν" (αὐτόθι 6). Τὶ ἐπίστευσεν; Ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ εἶναι ὁ μέλλων κληρονόμος διὰ τῆς προσλήψεως σώματος. Γιὰ νὰ δῇς ὅτι αὐτὸ ἐπίστευσε, λέγει ὁ Κύριος: "Ὁ Ἀβραὰμ εἶδεν τὴν ἡμέραν τὴν ἐμὴν καὶ ἐχάρη" (Ἰω. η',56). Διότι "ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην" ἐπειδὴ δὲν ζήτησε λογικὲς ἐξηγήσεις, ἀλλὰ ἐπίστευσε μὲ αὐθόρμητον καὶ πηγαίαν πίστιν.
Εἶναι καλὸν ἡ πίστις νὰ προλαβαίνῃ τὴ λογικὴν• γιὰ νὰ μὴ θεωρώμεθα ἐμεῖς ὅτι ἀπαιτοῦμεν ἀπὸ Κύριον τὸ Θεόν μας λογικὲς ἐξηγήσεις, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἄνθρωπον (ὅπως ζητᾶμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους).
Διότι τὶ ἀνάξιο θὰ ἦταν νὰ πιστεύαμε μὲν στὶς μαρτυρίες ποὺ ἕνας ἄνθρωπος μᾶς δίνει σχετικὰ μὲ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο, καὶ νὰ μὴ πιστεύωμεν στοὺς χρησμοὺς τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του!
Ἄς γίνῃ, λοιπόν, ὁ Ἄβραμ ἀντικείμενο μίμησης ἐκ μέρους μας, γιὰ νὰ γίνωμεν κληρονόμοι τῆς γῆς μέσω τῆς δικαιοσύνης τῆς πίστεως, διὰ τῆς ὁποίας αὐτὸς ἔγινεν κληρονόμος τοῦ κόσμου.

Κεφάλαιον Δ '

Ὑπεράσπιση ὑπὲρ τοῦ Ἀβραὰμ γιὰ τὸ ἐὰν διέπραξεν ἁμάρτημα μοιχείας ἢ ὄχι μὲ τὸ νὰ γεννήσῃ ἐκ τῆς θεραπαινίδος γυιόν: καὶ ὅτι βέβαια δὲν ἦταν ἀπηλλαγμένος τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καὶ ὅτι τότε μόλις ἐγκατέλειψεν τὶς δεισιδαιμονίες τῶν Χαλδαίων• καὶ ὅτι οὔτε κατὰ τοῦ νόμου ὁ ὁποῖος ἀκόμη τότε ἦταν σὲ λανθάνουσα κατάσταση δὲν ἁμάρτησε• κατόπιν περὶ τοῦ ὅτι οὐχὶ ὑπὸ τῆς ἡδονῆς, ἀλλ' ἐξ ἀγάπης πρὸς καὶ γιὰ ἀπογόνους ὁδηγηθείς, εἰς τὸ ὁποῖον κεφάλαιον πολλὰ περὶ μοιχείας συζητοῦνται• τέλος ὑποστηρίζεται ὅτι αὐτὸ τοῦτο τὸ γεγονὸς ὑπῆρξε μυστήριον καὶ ὄχι ἁμάρτημα. Τελευταῖα ἐξετάζεται ἐὰν ἥρμοζεν ἡ περιτομή, ἡ ὁποία διὰ διατάξεως μετὰ ταῦτα ἔπρεπε νὰ ἐπαναληφθῇ καὶ ἡ ὁποία μικρὰν τελειότητα περιέχει ἐν ἑαυτῇ.

22. Ἀλλ' ἴσως κάποιος πεῖ: Πῶς μᾶς προτείνεις πρὸς μίμηση τὸν Ἀβραάμ, ἀφοῦ τεκνοποίησε μὲ τὴ θεραπαινίδα του; Ἢ, τὶ τέλος πάντων θέλει νὰ πῇ αὐτό, τὸ ὅτι ἕνας τόσον σπουδαῖος ἄνδρας ὑπέπεσεν σὲ κάποιον παράπτωμα, γιὰ νὰ θαυμάζωμεν τέτοια ἔργα του; Καὶ γι' αὐτὸ, ἵνα μὴ, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ναυτικῶν, αὐτὸν τὸν τόπον ποὺ πολλοὶ ἀβαθῆ θεωροῦν, θεωρηθῶμεν ὅτι ἀποφεύγομεν, ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐκθέσωμεν τὸν τρόπον ποὺ σκεπτόνταν (ὁ Ἀβραάμ).
Δὲν ἀρνοῦμαι ὅτι ὁ Ἀβραὰμ τεκνοποίησε μὲ τὴν ὑπηρέτριάν του• κι' αὐτὸ γιὰ νὰ ξέρῃς ὅτι ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν ἀπὸ κάποιαν ἄλλην ἰδιαιτέραν φύσιν ἢ οὐσίαν, ἀλλ' ἕνας ἀπ' τὸν ἀριθμὸν τῶν κοινῶν καὶ εὐθραύστων ἀνθρώπων. Τέλος ὅτι ἐκ τῆς χώρας τῶν Χαλδαίων ἐκλήθη, γιὰ τοὺς ὁποίους δεχόμεθα ὅτι κατείχοντο ὑπὸ ματαίας δεισιδαιμονίας περισσότερον ἀπ' ὅ,τι ἄλλοι καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Ἀβραὰμ βρῆκε χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἀπαρνήθηκεν τὰ θεωρούμενα σὰν ἀνώτερα, ἐπεξετάθη στὰ προηγούμενα (ποὺ ἀναφέραμε), γιὰ νὰ ἀκολουθήσῃ τὸ Θεόν. Προβάλλεται δηλαδὴ σὲ σένα πρὸς μίμηση, γιὰ νὰ προσέξῃς ὅτι ἐὰν ἀπαρνηθῇς τὴν ἁμαρτίαν, μπορεῖς νὰ γίνῃς ἄξιος τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ.
23. Μπορεῖ ὅμως κάποιον νὰ συγκινήσῃ τὸ ὅτι ἤδη συνομιλοῦσε μὲ τὸ Θεὸν καὶ μὲ τὴν θεραπαινίδα συνευρέθῃ, ὅπως εἶναι γραμμένο: "Διότι εἶπεν ἡ Σάῤῥα πρὸς τὸν Ἄβραμ: Ἰδοὺ ὅτι ὁ Θεὸς μὲ ἔκλεισε γιὰ νὰ μὴ τεκνοποιήσω• νὰ συνευρεθῇς λοιπὸν μὲ τὴν ὑπηρέτριά μου, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς γυιοὺς ἀπ' αὐτὴν" (Γεν. ιστ', 2,32). Καὶ ἔγινεν οὕτως. Ἀλλ' ἄς ἐξετάσωμεν, πρῶτον τὸ ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ἔζησεν πρὸ τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου καὶ πρὸ τοῦ Εὐαγγελίου• δὲν ἐφαίνετο ἀκόμη ὅτι ἡ μοιχεία ἦταν ἀπαγορευμένη. Ἡ ποινὴ διὰ τὴν ἁμαρτίαν ἔρχεται ὅταν ἰσχύῃ ὁ Νόμος, ὁ ὁποῖος κωλύει ἀπὸ τὴ διάπραξή της, οὔτε πρὶν τὸ νόμον ἰσχύει καταδίκη γιὰ κάτι, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τότε ποὺ τίθεται σὲ ἰσχὺν ὁ νόμος. Δὲν παρέβη ὁ Ἀβραὰμ τὸ νόμον, ἀλλὰ προηγήθηκεν αὐτοῦ. Ὁ Θεὸς στὸν παράδεισον ἐτίμησεν τὸ γάμο (Γεν. β', 24) δὲν κατεδίκασε τὴ μοιχείαν. Διότι δὲν θέλει τὸ θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ὅ,τι εἶναι ἀμοιβὴ τὸ ὑπόσχεται, τὴ δὲ ποινὴ δὲν τὴν ὁρίζει.
Διότι προτιμάει νὰ προκαλῇ μὲ πραότητα παρὰ νὰ τρομοκρατῇ μὲ ἄγριους τρόπους. Ἀλλὰ καὶ σὺ ἁμάρτησες ὅταν ἤσουν εἰδωλολάτρης, τώρα ἔχεις τὴν συγχώρηση: ἦλθες στὴν Ἐκκλησίαν, ἄκουσες τὸ νόμον: οὑ μοιχεύσεις (Ἐξ. κ',14) ἤδη δὲν ἔχεις δικαιολογίαν νὰ πέσῃς σὲ ἁμαρτίαν. Ὅμως, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας μου: ὅσοι ἔδωσαν στὸ Βάπτισμα τὴν ὀνομασίαν "χάρις", ἐὰν κάποιος ἔκανε τέτοιαν ἁμαρτίαν σὰν τὴν ἀνωτέρω ἄς γνωρίζῃ ὅτι εἶναι δυνατὸν καὶ ὅτι πρέπει νὰ συγχωρηθῇ• ἀλλὰ καὶ ὅτι αὐτὸς ποὺ διέπραξεν αὐτὴν τὴν ἁμαρτίαν τοῦ λοιποῦ ἄς γνωρίσῃ τὴν ἐγκράτειαν. Τέλος σ' ἐκείνην τὴ μοιχαλίδα τὴν ὁποίαν ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιον ἔφεραν οἱ γραμματεῖς τῶν Φαρισαίων, ἀγνόησε βέβαια ὁ Κύριος τὰ ἀνωτέρω, καὶ λέγει: "Πήγαινε καὶ τοῦ λοιποῦ μὴ ἁμαρτάνῃς". Ὅταν τὸ λέγῃ σὲ κείνην, σὲ σένα τὸ λέγει: Ἔκανες μοιχείαν ὡς εἰδωλολάτρης,ἢ ὡς κατηχούμενος; Τὸ ἀγνοεῖ καὶ σᾶς τὸ συγχωρεῖ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Βαπτίσματος. Πήγαινε καὶ μετὰ ἀπ' τὸ βάπτισμα πρόσεχε νὰ μὴ ἁμαρτάνῃς. Ἔχεις ἤδη μ' ὅσα εἶπα μέχρι τώρα τὴ μίαν συνηγορίαν ὑπὲρ τοῦ Ἀβραάμ.
24. Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἑξῆς: ὅτι ὄχι ἕνεκα κάποιου φλογισμοῦ ἄστατης ἐκκαιόμενης ἡδονῆς, ἐπειδὴ δὲν γοητεύθηκεν ἐξ ἀκολάστου μορφῆς, ἡ συνεύρεση μὲ τὴν θεραπαινίδα δὲν ὑποτίμησε τὴν συζυγικὴν κοίτην, ἀλλὰ (ὅλον αὐτὸ ἔγινεν) ἐκ σπουδῆς γιὰ τὴν ἀναζήτηση τέκνων καὶ γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἀπογόνων. Μέχρι τότε μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ὑπῆρχεν σπάνις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἦταν τότε καὶ ζήτημα θρησκευτικό, μήπως δηλαδὴ κανεὶς θεωρηθῇ ὅτι δὲν ἐπιστρέφει τὸ ὀφειλόμενον στὴ φύση. Τέλος καὶ τὶς θυγατέρες τοῦ ἁγίου Λώτ, αὐτὴ ἡ αἰτία τῆς ἐπιζήτησης ἀπογόνων τὶς κινοῦσε, μήπως καὶ ἐκλείψει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἔτσι χάριν τοῦ δημοσίου συμφέροντος ἐπροφασίζοντο τὴν ἰδιωτικὴν ἁμαρτίαν. Δὲν εἶναι δὲ τυχαῖον καὶ χωρὶς νόημα τὸ ὅτι εἰσάγεται ἡ σύζυγος ὡς δρᾶστις τοῦ γεγονότος: Γιὰ νὰ δικαιολογηθῇ ὁ σύζυγος μήπως καὶ θεωρηθῇ ὅτι κατελήφθη ἀπὸ τὴν ἄστατην ἐπιθυμίαν νὰ ἀποπλανήσῃ γυναῖκα: ἀλλὰ συνάμα γιὰ νὰ μάθωσιν οἱ γυναῖκες νὰ ἀγαπῶσιν τοὺς ἄνδρες καὶ νὰ μὴ ταράζωνται ἀπὸ τὴν ἀνωφελῆ καχυποψίαν γιὰ παλλακεῖαν οὔτε νὰ φθονῶσιν τὶς προγόνους, ἐὰν οἱ ἴδιες δὲν τεκνοποιοῦσαν: Ἦταν ζήτημα μεγαλοκαρδίας τοῦ ἀνδρὸς νὰ συγχωρῇ στὴν σύζυγον τὴν στειρότητά της• καὶ γιὰ νὰ μὴ γεννηθῇ θέμα γιὰ τὸν ἄνδρα ὅτι αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσῃ παιδιά, τὸν πείθει νὰ συνευρεθῇ μὲ τὴ θεραπαινίδα. Αὐτὸ ἔκανεν ἡ Λεία, αὐτὸ μετὰ ταῦτα καὶ ἡ Ραχήλ. Μάθαινε, ὦ γυναῖκα, νὰ ἀποθέτῃς τὸν ζῆλον, ὁ ὁποῖος συχνὰ διεγείρει τὶς γυναῖκες εἰς μανίαν.
25. Ἀλλά, ὦ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι φέρεσθε πρὸς τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, καὶ ἐσᾶς σᾶς παροτρύνω τὰ μέγιστα νὰ μὴ σμίγετε μὲ πορνικὸν σῶμα (διότι ὅποιος ἑνώνεται μὲ πόρνην, εἶναι ἕνα σῶμα) οὔτε νὰ δίνητε στὶς συζύγους αὐτὴν τὴν ἀφορμὴ διαζυγίου. Κανεὶς ἄς μὴ αὐτοτέρπηται μὲ ἀνθρώπινους νόμους. Κάθε διαφθορὰ παρθένου κόρης συνιστᾶ πορνείαν, οὔτε καὶ ἐπιτρέπεται στὸν ἄνδρα, ὅ,τι ἀπαγορεύεται στὴ γυναῖκα. Ἡ ἴδια ἁγνότητα ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὸν ἄνδρα, ὅποια καὶ ἀπὸ τὴν σύζυγον.
Ὁποιαδήποτε μοιχεία πραχθῇ στὴ μὴ νόμιμη σύζυγο, καταδικάζεται ὡς ἔγκλημα.
Ἑπομένως ἔχετε προειδοποιηθῇ νὰ φυλάγησθε μὴ τυχὸν κανεὶς ἀναξίως μετάσχῃ τῶν ἀχράντων μυστηρίων.
26. Δεχθῇτε καὶ τὸ ἄλλο, διότι τοιαύτη ἀκολασία διαλύει τὴ χάρη τοῦ γάμου, κάνει τὶς ὑπηρέτριες ὑπεροπτικές, ὀργίλες τὶς οἰκοδέσποινες, διχογνωμοῦσες τὶς συζύγους, θρασεῖς τὶς παλλακίδες, ἀσεβεῖς πρὸς τοὺς ἄνδρες. Εὐθὺς ὡς μία θεραπαινίδα συλλάβῃ ἀπὸ τὸν κύριόν της, ὡς εὐκαρποτέρα περιφρονεῖ τὴν κυρίαν της. Ἡ κυρία ὀδυνᾶται ἕνεκα καταφρόνησης, αἰτιᾶται τὸν σύζυγον ὡς αἴτιον τῶν προσβολῶν ποὺ ὑφίσταται ἡ ἴδια.
Πάντως ἡ ἴδια ἡ Σάρα ἔδωσεν στὸν σύζυγόν της τὴν ἄδειαν γιὰ τὴ θεραπαινίδα της καὶ ἡ ἴδια μετὰ τοῦ λέγει: "Ἀδικίαν εἰσέπραξα ἀπὸ σένα: ἐγὼ ἔδωσα στὴν ἀγκαλιά σου τὴ δούλη μου. Ἀλλὰ μόλις εἶδε ὅτι συνέλαβε, μὲ περιφρόνησε φανερὰ• ἄς κρίνῃ ὁ Θεὸς μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ". (Γεν. ιστ', 5). Πόσο μεγάλος ὁ πόνος τῆς ψυχῆς, πόσον σοβαρὴ ἡ ἔριδα μεταξὺ τῶν γυναικῶν αὐτῶν, ἐκτίθεται εἰς τὸ πρὸς ἀνάγνωση κείμενον.
Ὁμολόγησε ὅτι εἶναι ἀσύνετος καὶ ἐλαφρόμυαλος ὁ σύζυγος ποὺ δὲν ξέρει νὰ προσαρμόζηται καὶ δίνει ἀφορμὲς διαζυγίου. Ἀλλὰ ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ἀνὴρ μετριοπαθὴς καὶ συνετὸς: Ἰδοὺ, εἶπεν, ἡ θεραπαινίδα σου εἰς χεῖρας σου, κάνε την ὅ,τι θέλεις. Διότι προτίμησε νὰ κρατήσῃ τὴν σύζυγον παρὰ τὴ δούλην. Ἀλλ' οὔτε αὐτὸ ἦταν ἡ πλήρης θεραπεία. Ἔλαβεν εἰς χεῖρας της τὴν ἐξουσίαν ἡ ὀργισθεῖσα σύζυγος καὶ ἀπροσχημάτιστα θέτει εἰς ἐφαρμογὴν τὴν ἐκδίκησή της, γιὰ τὴν ὁποία μόλις εἶχε λάβει τὴν ἄδειαν τοῦ συζύγου της. Διότι ἐὰν ἡ Σάρα δὲν ἐτήρησε μετριοπάθειαν, ποιὰ θὰ τηρήσῃ. Γι' αὐτὸ ἐγράφη: "Καὶ κατέθλιψεν αὐτὴν ἡ Σάρα, καὶ ἔφυγεν ἀπὸ προσώπου αὐτῆς" (Αὐτόθι). Δυὸ τινὰ περιλαμβάνει ἡ Γραφὴ: τὴ μεγάλην ἀγανάκτηση τῆς οἰκοδέσποινας καὶ τὴν ἔπαρση καὶ τὴν ὑπεροψίαν τῆς δούλης.
Ἡ λύπη ποὺ προκάλεσεν σ' αὐτὴν ἡ Σάρα ὀφείλετο στὴν ὀργὴν τῆς τελευταίας• ἄν ἡ Ἄγαρ ἔφυγε ἦταν ἐπειδὴ δὲν ὑπέφερε μὲ δουλικὴν ὑπομονὴν τὸν προπηλακισμόν, αὐτὴ ἡ ὁποία διεκδικοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτόν της τὴν τιμητικὴ θέση τῆς παλλακίδος τοῦ κυρίου. Ἀγανάκτησε γιὰ τὴν ἀδικίαν, αὐτὴ ποὺ περιεβλήθη τὴν ἀλαζονείαν. Ἔτσι στὸν ἄγγελον, ποὺ τὴ ῥώτησεν ποῦ πηγαίνει, ἀπάντησεν: "Ἀπὸ προσώπου Σάρας τῆς κυρίας μου φεύγω" (Αὐτ. 8). Καὶ αὐτὸ εἶναι δεῖγμα τῆς ὑπέρμετρης ὑπερηφάνειάς της, τὸ ὅτι πρῶτα λέγει τὸ ὄνομα τῆς Σάρας, καὶ μετὰ τὴν ἑρμηνεύει κυρίαν. Ἐκεῖνο προταθὲν πρὸς ὕβριν, τοῦτο προταθὲν πρὸς ἔκφραση τοῦ προσώπου. Στὸν ἄγγελο δὲν ἄρεσεν ἡ ὕβρη τῆς δούλης. Καὶ ἔτσι εἶπεν σ' ἐκείνην. "Ἐπίστρεψον εἰς τὴν κυρίαν σου" (Αὐτ. 9).
Ὅθεν δὲν διέφυγεν τῆς προσοχῆς τοῦ ἀγγέλου ὅτι ἐὰν αὐτὴ εἶχε φύγει ἡττηθεῖσα ὑπὸ τῆς δυνάμεως τῶν ἱκεσιῶν, πολὺ περισσότερον εἶχεν ἀποδοκιμάσει τὴν ἀγριότητα τῆς ἐπίπληξης, παρὰ τὴν συμπαράταξη μὲ τὴ φεύγουσαν. Ἀλλά, γιὰ νὰ δείξῃ, ὅτι ἄν καὶ ἀγέρωχη ἔφευγε, δὲν ἦταν ὅμως ἀνώτερη τῆς κυρίας της, πρόσθεσεν ὁ ἄγγελος: "Καὶ ταπεινώσου κάτω ἀπὸ τὰς χεῖρας της". (Αὐτόθι). Δέχομαι, λοιπόν, νὰ μὴ κάνῃ κανεὶς τέτοιο λάθος. Ἀλλὰ κι' ἄν καποιος τὸ κάνῃ ἄς μάθῃ νὰ ταπεινώνῃ τὴ δούλην του στὴν σύζυγό του, ἄς μὴ τυχὸν καὶ ὅταν θέλῃ νὰ διεκδικήσῃ τὴ δούλην, ἀποκλείῃ τὴν σύζυγον.
27. Ἑπομένως, ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ἕνας προερχόμενος ἐξ εἰδωλολατριοῦ λαοῦ καὶ χάριν τῆς ἀπόκτησης ἀπογόνων συνευρέθῃ μὲ τὴ θεραπαινίδα. Ἐπειδὴ ἡ σύζυγός του ἐπιθυμοῦσα νὰ καλύψῃ τὴν στειρότητά της, ἔγινεν αἰτία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἄνδρα της: καὶ ὅμως δὲν εἶναι ἀδιάφορον αὐτὸ ποὺ μετὰ ταῦτα ἀμέσως τῆς εἶπεν ὁ Θεός, ἐπειδὴ ἄλλα ἔργα της ἐπιδοκιμάζει, εἴτε τὴ μετάνοιάν της γι' αὐτὸ τὸ γεγονός, εἶπεν εἰς ἐκεῖνον. "Ἐγὼ εἰμι ὁ Θεὸς σου, ἔσο ἄξιος ἐνώπιόν μου, καὶ μὴ φιλονεικῇς" (Γεν. ιζ', 1), ὡσὰν νὰ μὴ εἶχεν ὑπάρξει μέχρι τότε πλήρως ἄξιος, αὐτὸς ποὺ εἶχεν παύσει νὰ ἐλπίζῃ στὴ γέννηση παιδιοῦ ἀπ' τὴ στεῖρα σύζυγόν του, καὶ ἐπιζητοῦσεν ἀπογόνους ἀπὸ τὴ δούλην. Εἶπεν: "νὰ εἶσαι χωρὶς φιλονεικία, δηλαδὴ ἄψογος• ὥστε νὰ μὴ σὲ μέμφηται ἡ σύζυγος, οὔτε νὰ αἰτιᾶται κανεὶς τὰ ἔργα σου". Ἔτσι ἀλλάζει τὸ ὄνομα, διὰ προσθήκης γράμματος, ὥστε ἀπὸ Ἄβραμ νὰ ὀνομάζηται Ἀβραάμ, δηλαδή, ἀπὸ ψιλὸς πατήρ, ὅπως ἔχει ἡ λατινικὴ μετάφραση, νὰ ὀνομάζηται ὕψιστος πατήρ, πατὴρ ἐκλεκτός: εἴτε ἀπὸ ἁπλὸς πατήρ, νὰ γίνῃ πατὴρ υἱοῦ. Ψιλὸς ἦταν γιατὶ ἀγνοοῦσε τὸ Θεόν• ἔγινε δὲ ἐκλεκτὸς ἀφοῦ ἐγνώρισεν τὸ Θεόν. Πατὴρ ἦταν ὅταν ἀπέκτησεν ἀπόγονον ἀπ' τὴ δούλην: ἀλλὰ πατὴρ υἱοῦ δὲν ἦταν, ἐπειδὴ δὲν εἶχε γυιόν, ποὺ νὰ ἔχῃ συλληφθῇ μὲ νόμιμο γάμο. Ἐγέννησεν ἡ Σάρα καὶ ἔγινεν αὐτὸς πατὴρ υἱοῦ. Παίρνει ἐντολὴν νὰ περιτμηθῆ γιὰ νὰ λάβη τὴν κληρονομίαν τοῦ ἀληθοῦς σπέρματος. Προφανῶς ἡ περιτομὴ τῆς σάρκας δὲν ἀποτελεῖ ἐντολὴν ἁγνότητας, ἀλλὰ (ἁπλῶς) διὰ νὰ ἀποκόψῃ κανεὶς τὴν ἐπιθυμίαν τῆς σάρκας καὶ χαλιναγωγήσῃ τὶς ἀχαλίνωτες ἐπιθυμίες τῆς τρυφῆς καὶ ἀκολασίας; Διότι βέβαια μὲ τὴ λέξη περιτομὴ δηλοῦται ὅτι κάθε δυσωδία ἀκαθαρσίας ἀποκαθαίρεται καὶ ὁ παροξυσμὸς τῆς ἡδονῆς ἀφαιρεῖται. Χρησιμοποιήσαμε δύο ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τοῦ Ἀβραάμ.
28. Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτον, τὸ ὁποῖο μᾶς παρέσχεν ἡ αὐθεντία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ λέγει: Ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔπραξεν ὁ Ἀβραὰμ γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ ἀπὸ τὴ δούλην ἀπόγονον, ἔγιναν ὡς τύπος καὶ ἐλέχθησαν ἀλληγορικῶς. Ἀλληγορία εἶναι δὲ ὅταν ἄλλο γίνεται καὶ ἄλλο προτυποῦται ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος διδάσκει λέγων: "Ὑπὸ νόμον θέλοντες εἶναι .... ἀπὸ τοῦ ὄρους Σινᾶ εἰς δουλείαν, ὅ ἐστιν Ἄγαρ" (Γαλ. δ', 21) δεικνύων ὅτι ἐκ τοῦ γένους Ἀβραὰμ προῆλθον δύο λαοὶ: ὁ εἷς τῶν Ἰουδαίων, ἵνα ὑπηρετήσῃ τὸ γράμμα τοῦ Νόμου• ἐπειδὴ αὐτὸς φαίνεται ὅτι κατάγεται ἐκ τῆς δούλης προοριζόμενον εἰς δουλείαν: ὁ ἄλλος λαὸς τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος ἔλαβεν τὴν ἐλευθερίαν τῆς οὐράνιας χάρης γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν.
Αὐτό, λοιπόν, ποὺ νομίζεις ὅτι εἶναι ἁμαρτία παρατηρεῖς ὅτι εἶναι μυστήριο, διὰ τοῦ ὁποίου ἀπεκαλύπτοντο ὅσα κατὰ τοὺς μεταγενεστέρους χρόνους ἦσαν μελλοντικά.
Τέλος προσέθεσεν: "Ἐσεῖς, δέ, ἀδελφοί, εἶσθε υἱοὶ ἐπαγγελίας κατὰ Ἰσαὰκ (Γαλ. δ',28). Ἔτσι, εἶπε, μὴ ζητῆτε τὰ ἔργα τοῦ Νόμου• ...... ἐξ ἔργων νόμου, καὶ μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ" (Γαλ. β' ,16). Καὶ γιὰ νὰ μάθης ὅτι γιὰ τοὺς χριστιανοὺς εἶπεν: "Καὶ ἡμεῖς, εἶπεν, εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν πιστεύομεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου" (αὐτόθι). Ἄς μάθωμε λοιπὸν γιατὶ ὅσα εἰς τύπωσή τους συνέβαιναν, δὲν τοὺς ἐνοχοποιοῦσαν: ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἐνοχοποιοῦν ἐὰν δὲν θέλωμε νὰ φυλάξωμεν ὅσα πρὸς ἐπιτίμησή μας ἐγράφησαν: ἀλλὰ ἄς κάνωμε μᾶλλον τὸ ἑξῆς, ἵνα δηλαδὴ ἐπειδὴ εἴμεθα γυιοὶ τῆς ἐλευθερίας, δηλαδὴ τῆς Σάρας, μὴ ὑπηρετήσωμεν τὶς ἀπάτες τοῦ νόμου, ἐπειδὴ ὁ Ἀβραὰμ τὴν ἐλευθέραν ἐκράτησεν, ἐνῶ τὴν δούλην ἀπέβαλεν.
29. Ἀπ' αὐτὸ τὸ ἐδάφιο (Γεν. ιζ',10) ξέρω ὅτι πολλοὶ θὰ ἐντυπωσιασθῶσιν διότι ἐὰν εἶναι καλὴ ἡ περιτομὴ καὶ σήμερα ἔπρεπε νὰ τηρῇται: ἐὰν εἶναι ἀνωφελὴς, δὲν ἔπρεπε νὰ συνιστᾶται, κυρίως ἕνεκα θεϊκῆς ἐντολῆς. Ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶπεν: "Διότι ὁ Ἀβραὰμ ἔλαβεν τὸ σημεῖον τῆς περιτομῆς" (Ρωμ. δ', 11): πάντως τὸ σημεῖο δὲν εἶναι τὸ ἴδιον τὸ πρᾶγμα ποὺ αὐτὸ σημαίνει, ἀλλ' εἶναι σημεῖον ἄλλου πράγματος, δηλαδὴ δὲν εἶναι αὐτὸ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πραγματικότης, ἀλλ' εἶναι ἔνδειξη τῆς ἀλήθειας.
Ἔπειτα ὁ ἴδιος ἐξέθεσεν καὶ ἐξέφρασεν τοῦτο λέγοντας: Ἔλαβεν σημεῖον περιτομῆς, δεῖγμα τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς πίστης (Αὐτόθι). Ἑπομένως ὄχι ἀστήρικτα ἑρμηνεύομεν ὅτι ἡ σωματικὴ περιτομὴ εἶναι σημάδι τῆς πνευματικῆς περιτομῆς. Ἄρα ἔμεινεν σημάδι μέχρι νὰ ἔλθῃ ἡ ἀλήθεια. Ἦλθεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος λέγει. Εἶμαι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ (Ἰω. ιδ', 6). Διότι δὲν περιέτεμεν ἕνα μικρὸ μέρος τοῦ σώματος γιὰ νὰ χρησιμεύσῃ σὰν σημεῖον, ἀλλὰ ὅλον τὸν ἄνθρωπον εἰς ἀλήθειαν, ἀφήρεσε τὸ σημεῖον, εἰσήγαγε τὴν ἀλήθειαν• διότι μετὰ τὴν ἔλευση, πρᾶγμα τέλειον, ὅ,τι ἦταν ἐκ μέρους κατηργήθῃ• καὶ γι' αὐτὸ ἔπαυσεν ἡ περιτομὴ τοῦ ἐπιμέρους, ὅπου ἔλαμψεν ἡ περιτομὴ τοῦ ὅλου. Διότι ἤδη ὄχι ἐκ μέρους, ἀλλ' ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος σώζεται καὶ ὡς πρὸς τὸ σῶμα καὶ ὡς πρὸς τὴν ψυχήν. Διότι εἶναι γραμμένον: Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι (Ματ. ιστ', 24). Αὐτὴ εἶναι ἡ τελειότης τῆς περιτομῆς• ὅτι διὰ τῆς προσφορᾶς τοῦ σώματος σώζεται ἡ ψυχή, περὶ τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει: Ὅς ἄν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὑτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτὴν (Λουκ. θ', 24).
30. Ὑπολείπεται νὰ ἐξετάσωμεν τώρα ἐκεῖνον τὸ σημεῖον τοῦ ζητήματος, ποιὸ ἐκ τῶν δύο ἆράγε: ἔπρεπε νὰ προαναγγελθῇ ναὶ ἢ ὄχι τὸ ἐπὶ μέρους ἀτελὲς, ἐπειδὴ στὸ μέλλον θὰ ἤρχετο ἡ τελειότης; Αὐτὴ ἡ ἀπορία εἶναι εὔκολο νὰ διαλευκανθῆ, ἐὰν θεωρήσωμεν αὐτοὺς στοὺς ὁποίους διετάχθη τὸ ἀτελές, αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἐπεφυλάχθη ἡ τελειότης. Διότι τὸ ἀτελὲς διετάχθη κατὰ τὸ Νόμον εἰς τὸ λαὸν τῶν Ἰουδαίων, τὸν ὑπὸ σκληρὰ δουλείαν, τὸν ἀδύναμον, ὁ ὁποῖος δὲν ἐγνώρισεν τὸ Θεόν του. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν μποροῦσε νὰ ὑπομείνῃ τὸ ἀτελές, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ τηρήσῃ τὴν τελειότητα; Εἶναι ὅπως ἐὰν διδάσκῃς γράμματα σὲ μικρὸν παιδί, πρέπει νὰ ἀρχίσης τὴν διδασκαλίαν ἀπὸ ἕνα-ἕνα τὰ στοιχεῖα τῶν γραμμάτων, γιὰ νὰ τὸ ὁδηγήσῃς ἀπὸ τὰ γράμματα στὶς συλλαβές, ἀπ' τὶς συλλαβὲς μὲ τὴν σειρὰν στὰ ὀνόματα καὶ τέλος εἰς τὸ λόγον. Οὔτε μπορεῖ κάποιος νὰ ταξιδεύῃ στὴ θάλασσαν ἄφοβος, παρὰ ἐὰν προηγουμένως εἶχεν ταξιδέψει τοὐλάχιστον στοὺς ποταμούς. Τέλος, ἐὰν κάτι ἀπ'τὴν ἐκτέλεση μιᾶς ὁδοιπορίας ἢ ἀπ' τὴν ἄρση βαρῶν θελήσῃς νὰ διατάξῃς ἕνα παιδὶ καὶ ἕνα ὥριμον, θὰ τοὺς εἶναι ἴδιες οἱ δυσκολίες καὶ ὁ κόπος; Ἔτσι λοιπὸν θὰ μάθῃς ὅτι ἡ τελειότητα τῆς περιτομῆς ὑπηρετήθη ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τεθέντες ἀπὸ τὸ Χριστὸ νὰ θεωρῶνται κατάλληλοι ὑπὸ τῶν δυνατοτέρων• γιὰ νὰ δοκιμάζωνται οἱ πιστοὶ τῶν ὁποίων τὸ ἀναρίθμητον πλῆθος σηκώνει σταυρό• γιὰ νὰ ἀφιερώνῃ αὐτὸ τὸ πλῆθος τὴν ψυχήν του στὸ Χριστὸν καὶ γιὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ἀντιστέκωνται οἱ ἄπιστοι, οἱ ὁποῖοι φρονοῦν ὅτι ἐπιδιώκουν τὴν σωτηρία διὰ τῆς θυσίας ὁλοκλήρου τοῦ σώματος• οἱ ὁποῖοι θεωροῦν σωτήριον τὸ λιγοστὸν αἷμα ἐκ τῆς περιτομῆς.
31. Ἄς δοῦμεν τώρα αὐτὸ ποὺ τεθὲν εἰς τὴν πόσθην ὀνόμασεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ μέχρι σήμερον ἀκροβυστίᾳ καὶ τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ ἐπεσχημένη κληρονομία τοῦ νόμιμου γυιοῦ• γιὰ νὰ τὸν πιστεύῃς ἐσὺ ὄχι μόνον σὰν πατέρα τῶν Ἰουδαίων, ὅπως οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονται, ἀλλὰ σὰν γενάρχην ὅλων τῶν πιστευόντων διὰ τῆς πίστεως.
Ἡ Σάρα ἐπίσης πρὸ τῆς περιτομῆς τοῦ ἀνδρὸς ἕνεκα τῆς προσθήκης ἑνὸς γράμματος στὸ ὄνομά της λαμβάνει ὡς εὐλογίαν ὄχι εὐκαταφρόνητην ἀμοιβήν, προκειμένου νὰ ἔχῃ τὰ πρωτεῖα τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς χάρης• περὶ αὐτῆς ἐγγυᾶται στὰ μελλοντικὰ ἔθνη καὶ στοὺς βασιλεῖς, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ ἰδία τύπος ὄχι τῆς Συναγωγῆς, ἀλλὰ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὅτι πάλιν ἕνεκα τοῦ ὑπεσχημένου νὰ προέλθῃ ἐξ αὐτῆς γυιοῦ, γέλασεν ὁ Ἀβραάμ, δὲν ἦταν δεῖγμα ἀπιστίας, ἀλλὰ σκιρτήματος (χαρᾶς). Τέλος προσπίπτει κατὰ πρόσωπον ὁ λάτρης• καὶ πίστεψεν καὶ πρόσθεσεν: Μήπως μπορεῖ ἀπὸ μένα τὸν ἑκατονταετῆ νὰ γεννηθῇ γυιὸς καὶ ἡ ἐνενηκονταέτις Σάρα νὰ γεννήσῃ; Καὶ εἶπεν. Αὐτὸς ὁ Ἰσμαὴλ ἄς ζῆ ἐνώπιόν μου (Γεν. ιζ' , 17,18). Δὲν εἶναι ἄπιστος στὶς ὑποσχέσεις, ἀλλὰ φειδωλὸς στὰ τάματα. Δηλαδή, δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι θὰ κάνῃς ὥστε ἀκόμη καὶ σὲ ἑκατονταετῆ γέροντα νὰ δώσης γυιόν, καί, σὺ, δημιουργὸς τῆς φύσεως, νὰ ἀναστείλῃς τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Μακάριος αὐτὸς ποὺ τοῦ δωρίζονται τέτοια δῶρα• ἀλλ' ὅμως καὶ αὐτὸς ὁ Ἰσμαὴλ ποὺ ἀπέκτησα ἀπ' τὴν θεραπαινίδα, ἐὰν ζῆ ἐνώπιόν σου, μὲ γεμίζει χάρη. Τέλος ὁ Κύριος καὶ ἐπεδοκίμασεν τὴν ἀγάπην του καὶ στὴν αἴτησή του δὲν ἐκώφευσεν καὶ πραγματοποίησεν τὴν ὑπόσχεσή Του.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων - "Περί τοῦ Ἀβραάμ

Unread postby inanm7 » Thu Oct 07, 2021 12:15 pm

Κεφάλαιον Ε '

Περὶ τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἀβραὰμ παρατηροῦντος τὴν ἄφιξη τῶν ξένων καὶ σπεύδοντος εἰς προϋπάντησή των. Συνιστᾶται ἡ ἰδία ἀρετὴ καὶ διευκρινίζεται ἡ μάταιη πρόφαση κάποιων. Πόσον ἐπιμελὴς σ' αὐτὰ ἀπεδείχθη ὁ ἅγιος καὶ πῶς καταλόγισεν τὴν σύζυγον εἰς τὴ μερίδα τῆς ἀξιομισθίας. Τὶ σημαίνουν μυστικῶς τὰ προσφερθέντα ὑπὸ ἀμφοτέρων. Τέλος ἐκτίθεται ἡ γενομένη εἰς τὸν ὑπηρετοῦντα Ἀβραὰμ ὑπόσχεση γυιοῦ, ὅπως ἐπίσης ἐκτίθεται ὁ γέλωτας τῆς Σάρας.

32. Μιλήσαμε γιὰ τὴν ἀφοσίωση τοῦ Ἀβραάμ, καὶ γιὰ τὴν πίστη του, τὴν σύνεση, τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἀγάπην, τὴ φειδώ• τώρα ἄς κάνουμε λόγον καὶ γιὰ τὴ φιλοξενία. Διότι δὲν εἶναι μικρὴ αὐτὴ ἡ ἀρετή. Ὅθεν καὶ ὁ Ἀπόστολος δίδαξε μὲ τὴν αὐθεντίαν τῆς Γραφῆς ὅτι κυρίως αὐτὴ ἁρμόζει νὰ ὑπάρχῃ στὸν ἐπίσκοπο. Γιὰ νὰ συμπαρασταθῇ στοὺς ἐρχομένους (ὁ Ἀβραάμ), καὶ τρέχει εἰς ὑπάντησή τους, καὶ ἐξετάζει τὰ μονοπάτια, καὶ παρίσταται σ'αὐτοὺς χωρὶς αὐτοὶ νὰ τὸ ζητήσουν καὶ τοὺς ἁρπάζει τρόπον τινα νὰ μὴ φύγουν ὅταν αὐτοὶ ἔκαναν νὰ τὸν προσπεράσουν. Μπροστὰ στὴ θύραν καθόταν τὸ μεσημέρι ὁ Ἀβραάμ. Ὅταν ἄλλοι ἡσύχαζαν αὐτὸς ἐρευνοῦσεν τὶς ἀφίξεις ξένων. Ἐπάξια τοῦ φανερώθηκεν ὁ Θεὸς παρὰ τὴ δρῦν Μαμβρῆ, διότι ἐπιζητοῦσεν ἐπιμελέστατα τὸν καρπὸν τῆς φιλοξενίας.
33. Καὶ ἀναβλέψας, εἶπεν, εἶδε μὲ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες ἵσταντο ἀπέναντί του. Καὶ ὅταν τοὺς εἶδεν προσέτρεξεν πρὸς προϋπάντησή τους (Γεν. ιη', 2). Δὲς πρῶτα τὸ μυστήριον τῆς πίστεως. Ὁ Θεὸς τοῦ ἐφανερώθη καὶ αὐτὸς προσέβλεψε μὲ σεβασμὸν καὶ θάμβος πρὸς τρεῖς. Αὐτός, στὸν ὁποῖον ἔλαμψεν ὁ Θεός, εἶδεν τὴν Τριάδα, ἐξέλαβεν τὸν πατέρα οὐχὶ ἄνευ τοῦ Υἱοῦ, οὔτε ἄνευ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὁμολογεῖ τὸν Υἱόν. Αὐτὰ ὅλα ὅμως σὲ ἄλλον ἔργο μας ἐκθέτομεν πληρέστερον (εἰς τὸ βιβλίον περὶ Ἀναστάσεως τῆς σαρκός). Τώρα ἐκτίθενται τὰ ἠθικὰ διδάγματα τοῦ ἐδαφίου.
Δὲν κάθεται ἀργὸς καὶ ἀδιάφορος, αὐτὸς ποὺ ἐπὶ μακρὸν ἐπισκοποῦσεν πέριξ του: οὔτε περιορίστηκε νὰ ἐπισκοπῇ γύρω του, ἔτρεξεν πρὸς ὑπάντηση. Ἔσπευσεν τρέχοντας, διότι δὲν ἀρκεῖ νὰ κάνῃς κάτι ὀρθά, ἐὰν δὲν τὸ κάνῃς προσέτι στὴν κατάλληλην ὥραν.
Διότι ὁ Νόμος διατάζει (Ἔξ. ιβ', 11) ἐν σπουδῇ καὶ γίνῃ τὸ Πάσχα τὴν κατάλληλην ὥραν. Ἐπειδὴ ἀφθονότερους καρποὺς φέρει ἡ ταχεῖα εὐσέβεια. Μάθαινε, λοιπόν, πόσον ἄοκνος καὶ πρόθυμος ὀφείλεις νὰ εἶσαι, γιὰ νὰ μπορέσῃς νὰ προφθάσῃς τὸν ξένο• γιὰ νὰ μὴ προφθάσῃ κάποιος ἄλλος καὶ σοῦ ἁρπάξῃ τὴν ἀφθονίαν τῆς καλῆς ἀνταμοιβῆς.
34. Καλὴ εἶναι ἡ φιλοξενία, ἔχει τὸ δικόν της μισθόν, πρῶτον αὐτὸν τῆς ἀνθρώπινης χάρης, ἔπειτα, τὸ μεῖζον, αὐτὸν τῆς θείας ἀνταμοιβῆς. Ὅλοι σ' αὐτὸ τὸ ἐπίγειο διαμονητήριον εἴμαστε ξένοι• διότι γιὰ τὸ χρόνον τῆς κατοικήσεώς μας ἀπολαμβάνομεν τὴ φιλοξενίαν: ἄς μετοικίσωμεν ταχέως. Ἄς προσέξωμε μήπως, ἐὰν ἐμεῖς ὑπήρξαμεν σκληροὶ ἢ ἀμελεῖς εἰς τὴν ὑποδοχὴν τῶν ξένων, ἀκόμη καὶ σὲ μᾶς μετὰ τὴ διαδρομὴν αὐτῆς τῆς ζωῆς μᾶς ἀρνηθοῦν οἱ ἅγιοι τὴ φιλοξενίαν. Λοιπὸν ὁ Σωτὴρ εἰς τὸ Εὐαγγέλιο λέγει: Ποιήσατε ὑμῖν φίλους ἐκ τοῦ μαμμωνᾶ τῆς ἀδικίας, διὰ νὰ σᾶς δεχθοῦν αὐτοὶ εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς τους (Λουκ. ιστ', 9). Ἔπειτα καὶ σ' αὐτὸ τὸ σῶμα πολλάκις γεννιέται σὰν δίψα ἡ ἀνάγκη τῆς μετανάστευσης. Ὅ,τι λοιπὸν εἰς τοὺς ἄλλους ἀρνηθῇς, αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκεις στὸν ἑαυτόν σου: καὶ ὅ,τι σ' ἄλλους προσφέρῃς, αὐτὸ ἀξιώνεσαι νὰ βρῇς μπροστά σου. Ἄν δὲν ἀκολουθοῦν ὅλοι αὐτὴν τὴ γνώμην περὶ ὑποδοχῆς τῶν ξένων, ποῦ θὰ ὑπάρχῃ ἀνάπαυση στοὺς ὁδοιποροῦντας; Ἐγκαταλειφθεισῶν, λοιπόν, τῶν ἀνθρωπίνων κατοικιῶν, θὰ καταλάβωμεν τοὺς ἔρημους τόπους τῶν κτηνῶν, τοὺς κοιτῶνες τῶν θηρίων.
35. Ἀλλὰ προφασίζεσαι τὴ φτώχιαν σου. Δὲν ἀπαιτεῖ ἀπὸ σένα ὁ φιλοξενούμενος πλούτη, ἀλλὰ χάρη• ὄχι διακοσμημένον συμπόσιον, ἀλλὰ πρόχειρο φαγητόν.
Καλλίτερη, λέγει, εἶναι ἡ φιλοξενία μὲ ἐλιὲς πρὸς φιλίαν καὶ χάρη, παρὰ ἐὰν σφάξῃς μοσχαράκι πρὸς καταφρόνηση καὶ ἐχθρότητες (Παρ. ιε', 17). Αὐτὰ εἶναι χαριτωμένα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀποδεκτὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Γι' αὐτὸ ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἰς τὸ Εὐαγγέλιο (Ματ. ι', 42) διαβεβαιώνει ὅτι αὐτὸς ποὺ ὡς φιλοξενίαν προσέφερεν ποτήριον ψυχροῦ ὕδατος δὲν θὰ ἐξαιρεθῇ ἀπὸ τὰ μέλλοντα οὐράνια βραβεῖα.
Τέλος, καὶ ὁ Ἰακὼβ ἐπότισεν τὰ πρόβατα τῆς Ῥαχήλ, καὶ εἰσέπραξε χάρη, καὶ ἀπέκτησεν σύζυγον. Ἔπειτα ποῦ ξέρεις ἄν ὑποδέχεσαι τὸν ἴδιον τὸ Θεόν, καὶ τὸ νομίζεις σὰν ξένον; Ὁ Ἀβραὰμ ἐνόσω προσφέρει φιλοξενίαν στοὺς ὁδοιπόρους, τὸ Θεὸν καὶ ἀγγέλους ἔλαβεν εἰς φιλοξενίαν του: μολονότι ἀκόμη καὶ ὅταν ὑποδέχησαι ξένον, ὑποδέχεσαι τὸν ἴδιον τὸ Θεόν, καθὼς εἶναι γραμμένον εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Νόμου, ὅπου ὁ Κύριος Ἰησοῦς λέγει: Ξένος ἤμουν καὶ μὲ μαζέψατε... Διότι ὅ,τι σ' ἕνα ἀπ' τοὺς ἐλαχίστους αὐτοὺς κάνατε, τὸ κάνατε σὲ μένα (Ματ. κε', 35 καὶ 40). Μὲ φιλοξενία μιᾶς ὥρας ἐκείνη ἡ χήρα, ἡ ὁποία φιλοξένησεν τὸν Ἠλίαν καὶ μὲ λίγην τροφὴν ἐθαύμασεν, ἀνεκάλυψεν τροφὴν συνεχῶς καθ' ὅλον τὸ χρόνον, καὶ ἔλαβε θαυμαστὸ μισθόν, καὶ ποτὲ δὲν τέλειωσε τὸ ἀλεύρι ἀπὸ τὸ πιθάρι (της).
Ὁ Ἐλισσαῖος ἐπίσης ξόφλησεν τὴν ὑποχρέωση τῆς φιλοξενίας διὰ τῆς γενόμενης ἀνάστασης τοῦ νεκροῦ-ἐνεχύρου (τῆς γενικῆς Ἀνάστασης).
36. Δὲν ἐπιζητεῖται ὅμως μόνη ἡ εὐκολία τῆς ὑποδοχῆς, ἀλλὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν προθυμίαν τοῦ ὑποδεχομένου καὶ ἀπὸ τὸν ζῆλον του. Ἀμφότερα ὁ Ἀβραὰμ σοῦ διδάσκει. Ἔτρεξεν πρὸς προϋπάντηση, ἱκέτευσεν προηγουμένως λέγοντας: Κύριε, ἐὰν βρῆκα χάρη ἐνώπιόν σου, μὴ παραβλέψης τὸ δοῦλον σου: ἄς πάρω νερὸν κι ἄς πλύνω τὰ πόδια σας, καὶ ἄς δροσισθῆτε κάτω ἀπὸ τὸ δένδρον: καὶ ἄς φέρω ψωμὶ γιὰ νὰ φᾶτε καὶ κατόπιν φεύγετε; διότι γι' αὐτὸ παρεκκλίνατε ἀπ' τὸ δρόμο σας καὶ ἤλθατε πρὸς τὸ δοῦλον σας (Γεν. ιη', 3-5). Τρεῖς εἶδεν καὶ ἕνα ὀνομάζει Κύριον, καὶ αὐτοῦ μόνον ὁμολογεῖ δοῦλον τὸν ἑαυτόν του. Ἔπειτα στραφεὶς πρὸς τοὺς δύο, τοὺς ὁποίους ἐνόμιζεν ὑπηρέτας καὶ σ' αὐτοὺς τοὺς ἴδιους προσέφερε μὲ τὰ χέρια του ὅσα τερπνὰ, χωρὶς νὰ ἐμποδισθῇ ἀπὸ τὸ ἰσχῦον δίκαιον περὶ δουλείας, ἀλλὰ διὰ τοῦ θεληματικοῦ ὀνόματος τῆς προθυμίας καὶ διὰ τῶν καθιερωμένων ἐθίμων τῆς δουλείας (ὡς δοῦλος τοὺς τὰ προσέφερεν).
37. Καὶ ἔσπευσεν ὁ Ἀβραὰμ ἐντὸς τῆς σκηνῆς πρὸς τὴν Σάραν καὶ τῆς εἶπεν: Κάνε γρήγορα καὶ ῥάντισε τρία μέτρα σιμιγδάλι καὶ φτιάξε "ἐγκρύφια" (Αὐτόθι 6). Ὁ καλὸς σύζυγος δὲν ἀνέχεται νὰ ἐξαιρεθῇ ἡ σύζυγος ἀπὸ τὴ θρησκευτικὴν ἀνταμοιβήν, οὔτε πλεονεκτικὰ σφετερίζεται γιὰ τὸν ἑαυτόν του ὁλόκληρην τὴν ἀνταμοιβήν. Ὀρθῶς λοιπὸν τηρεῖται ἡ ὑπόθεση καὶ τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς σεμνότητος. Ὅ,τι ἀνήκει στὴν εὐσέβειαν, τὸ θέλει κοινόν: ὅ,τι ἀνήκει στὴν αἰδώ, μένει ἀκέραιον στὴν Σάρα. Μπροστὰ ἀπὸ τὴν σκηνὴν ὁ ἄνδρας ἐρευνᾶ τὶς ἀφίξεις τῶν ξένων: ἐντὸς τῆς σκηνῆς ἡ Σάρα φυλάσσει τὴ γυναικείαν αἰδημοσύνην, καὶ τὰ γυναικεῖα ἔργα τὰ ἐκτελεῖ μὲ πᾶσαν σεμνότητα. Πρὸ τῆς θύρας ὁ ἄνδρας προσκαλεῖ, ἐντὸς ἡ Σάρα διακοσμεῖ τὸ συμπόσιον. Οὔτε μόνον ὁ ἴδιος ὁ Ἀβραὰμ σπεύδει, ἀλλὰ ἐπίσης λέγει στὴν σύζυγον ὅτι πρέπει νὰ κάνῃ γρήγορα, δείχνοντας ἀφοσίωση σ' αὐτήν, ἡ ὁποία οὔτε εἶναι ξένη τῆς πίστεως.
38. Ῥάντισε, εἶπεν, τρία μέτρα σιμιγδαλιοῦ καὶ φτιάξε "ἐγκρύφια". Στὰ ἑλληνικά, "ἐγκρύφια" ὀνομάζονται ὅ,τι εἶναι ἀπόκρυφα. Ἐπειδὴ πρέπει νὰ ξεφεύγῃ τῆς προσοχῆς (τῶν ἀπίστων) κάθε μυστήριον καὶ σχεδὸν νὰ τελῆται μὲ πιστὴν σιγήν, διὰ νὰ μὴ δημοσιεύηται ἀλογίστως εἰς τὰ ὦτα τῶν ἀμυήτων. Μ' αὐτὸ εὐωχεῖται ἡ θεία μεγαλειότητα, μ' αὐτὸν τὸν ζῆλον ἑστιᾶται, ὁποῖος εἶναι ὁ συγκρατημένος λόγος, καὶ ποὺ οὔτε φέρνει ἐν μέσῳ τοῦ κοινοῦ τὰ ἱερά.
Ἐν ὀλίγοις δὲ ἡ Σάρα διδάσκει τὸ μυστήριον τῆς πίστης, ἀπὸ μίαν οὐσίαν σιμιγδαλιοῦ φτιάχνοντας τρία μέτρα, τὰ ὁποῖα συνιστοῦν τύπον τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τὴν ὁποίαν λέγεται: Νὰ χαίρεσαι, ἡ στεῖρα, ποὺ δὲν τεκνοποιεῖς: σκίρτησε καὶ κραύγασε ἡ μὴ τίκτουσα (Ἡσ. νδ, 1). Διότι αὐτὴ εἶναι ποὺ ἀναζωογονεῖ τὴν πίστη διὰ τοῦ ἐσωτερικοῦ πνεύματος, ὀνομάζεται Τριάδα τῆς ἴδιας θεότητος, μὲ κάποιο ἴσο μέτρον καὶ μὲ σεβασμὸ λατρεύει (αὐτὴ ἡ πίστη) τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, καὶ διὰ τῆς ἑνότητος τῆς μεγαλειότητος συλλατρεύει διακρίνουσα τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν προσώπων, μὲ αὐτὴν τὴ διαβεβαίωση νὰ ραντίζῃς (καὶ σύ) τὴν ἀφοσίωση τῆς πίστης σου.
39. Ἡ γυναῖκα ἄς προσφέρῃ τὸ σιμιγδάλι, δηλαδή, τὰ ἐσώτερα τῆς πνευματικῆς ἀλεύρου εἴτε τοῦ σπόρου ἐκείνου, περὶ τοῦ ὁποίου ἐλέχθη, ὅτι ἐὰν δὲν πέσῃ στὴ γῆ, κανένα καρπὸ δὲν θὰ ἀποφέρῃ. Ὅθεν καὶ πρώτη εἶδεν ἡ Μαρία τὸ μυστήριον τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου, καὶ ἔσπευσεν ὄχι ἀδιαφόρως πρὸς ὅλους, ἀλλ' εἰς μόνους τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννη νὰ ἀναγγείλη μὲ οἰκειότητα τὴν εἴδηση τῆς ἱερᾶς σωτηρίας.
Ὁ ἀνήρ, πάλιν, τρέχει στὰ βόδια, πιάνει τὸ μοσχαράκι καὶ ἀκούραστος διὰ μεγάλης σπουδῆς, ἀναπέμψας τὴ θυσίαν τοῦ κυριακοῦ Πάθους, χωρὶς νωθρὴ ἄνεση τὸ παραλαμβάνει, τὸ παραδίδει στὸ παιδί, τὸ ὁποῖον διατηρεῖ τὴν ἀθωότητα τῆς τρυφερῆς ἡλικίας, ἀγνοεῖ τὸ δόλο, δὲν ἤξερεν οὔτε νὰ χτυπήσῃ, φυλάσσει τὴν ἁγιότητα τοῦ ἀδιαφθόρου σώματος. Γι' αὐτὸν εἶπεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Ἐὰν δὲν στραφῆτε καὶ γίνητε σὰν αὐτὸ τὸ παιδί, δὲν θὰ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν (Ματ. ιη', 3). Σ' αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ στὰ ὅμοιά του προσέτι ὁ ἅγιος Δαβίδ ἀπονέμει τὸ λειτούργημα τῆς θείας δοξολογίας, λέγων: Αἰνεῖτε, παῖδες, τὸν Κύριον (Ψαλ. 112,1).
40. Οὔτε ἐκεῖνο εἶναι ἀνωφελές, ὅτι ἔτρεξεν στὰ βόδια ἔπιασεν τὸ τρυφερὸν καὶ καλὸ μοσχάρι, καὶ τὸ παρέθεσε μετὰ τοῦ γάλακτός του. Τέλος καὶ στὴν Ἔξοδον, ὅταν ὁ Μωϋσῆς δηλώνῃ τὸ Πάσχα τοῦ Κυρίου, λέγει: Ἀμνὸν ἄμωμον, καθαρόν, τέλειον, ἐνιαύσιον, ἀρσενικὸ θὰ ἔχητε ἀπὸ τὰ πρόβατα καὶ ἀπὸ τὶς αἶγες. Θὰ τὸν λάβητε, θὰ τὸν σφάξητε, εἶπεν, ὅλη ἡ συναγωγὴ κατὰ τὴν ἑσπέραν (Ἔξ. ιβ', 5,6). Ὅθεν καὶ ἐδῶ περιγράφεται ὅτι εἶναι μεσημβρία, ὅταν ὁ Ἀβραὰμ προσφέρῃ φιλοξενίαν εἰς τὸν Κύριον. Ἀλλὰ γιὰ τὸ γεῦμα σφαγιάζεται μοσχαράκι καὶ μετὰ τοῦ γάλακτος ἐσθίεται, δηλαδὴ ὄχι μὲ αἷμα, ἀλλὰ μετὰ τῆς ἁγνότητος τῆς πίστης. Καλὸς ἀμνός ἵνα αὐτὸς τὰ ἁμαρτήματα ἐξαφανίσῃ. Τρυφερός, διότι οὐχὶ μὲ σκληρὸν τράχηλον, ἀλλὰ ἀναγνωρίζει τὸν ζυγὸν τοῦ ἤπιου νόμου, δὲν ἀρνεῖται τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ. Καὶ ἐπάξια τρυφερὸς αὐτός, ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ ὁποίου καὶ τῶν ποδῶν καὶ τῶν σπλάχνων τίποτε δὲν ὑπελείφθη, καὶ ὀστοῦν δὲν συνετρίβη ἀπ' αὐτὸν, ἀλλ' ὅλος παρεδόθη πρὸς τροφὴν τῶν εὐωχουμένων. Τέτοιον μᾶς τὸν προεικόνισεν ἡ σκιὰ τοῦ Νόμου, τέτοιον μᾶς τὸν ἀπέδειξεν ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου (Ἰω. ιθ', 36).
41. Ἔφαγαν, εἶπεν, ἐκεῖνοι: Ὁ δὲ Ἀβραὰμ στεκόταν κάτω ἀπ' τὸ δένδρον. (Γεν. ιη', 8). Παρατηροῦμεν ὅτι ἡ διακονία μετὰ ταπεινώσεως , ἐπιτάσσει τὴν ταπείνωση. Ὁ Ἀβραὰμ ἵστατο καὶ σὺ καταλαμβάνεις τὴν πρώτη θέση στὴν κατάκλιση. Τελικὰ ἐκείνη ἡ ταπείνωση βρίσκει τὴν χάρη, ἵνα τοῦ δοθῇ ὑπόσχεση γιὰ ἀπόκτηση γυιοῦ.
42. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν: Ποῦ εἶναι ἡ Σάρα ἡ γυναῖκα σου; Αὐτὸς ἀπήντησεν καὶ εἶπεν: Ἰδοὺ εἶναι μέσα στὴν σκηνὴν (Αὐτόθι 9). Μήπως ἀγνοοῦσεν ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἐκ τῶν προτέρων ἀναγγέλλει τὸν μελλοντικὸν ὄλεθρον τῶν Σοδόμων, ποῦ βρισκόταν ἡ Σάρα; Δὲν ἀγνοοῦσεν: ἀλλ' ἤθελε νὰ διδάξῃ ἐμᾶς πόση πρέπει νὰ εἶναι ἡ αἰδὼς τῶν γυναικῶν καὶ, γιὰ νὰ μὴ στρέψουν, ἐξ ἀναιδοῦς συναντήσεως τῶν ξένων, τοὺς ὀφθαλμοὺς τους αὐτοὶ πρὸς αὐτές, διὰ σωτηρίας σεμνότητος, ἄς ἐκτελοῦν οἱ γυναῖκες τὴν ὑπηρεσίαν τους.
Ὁ Ἀβραὰμ ἐπίσης ἀκούγεται στ' αὐτιά σου μέσα στὴ σκηνὴ νὰ λέγῃ στὴν Σάρα νὰ προσκομίσῃ (τὰ φαγητὰ), γιὰ νὰ μάθῃς τὶ πρέπει νὰ ἀπαιτῇς ἀπὸ τὴν σύζυγον. Προκεχωρημένης ἤδη ἠλικίας ἡ Σάρα διατηρεῖ τὴ νεανικὴν σεμνότητα καὶ γι' αὐτὸ ὁ Κύριος τῆς ὑποσχέθηκε γυιόν. Εἶχαν παύσει, εἶπεν, τὰ ἔμμηνα στὴ Σάρα (Αὐτόθι 11). Δὲν εἶναι ἀδιάφορον αὐτὸ ποὺ προστίθεται, γιὰ νὰ μὴ νομίσῃς ὅτι τότε εἶχεν ἡ γυναῖκα καὶ τὴν δυνατότητα νὰ γεννήσῃ.
43. Ἐγέλασε δὲ ἡ Σάρα (Αὐτόθι 16). Αὐτὸ εἶναι μᾶλλον ἔνδειξη τοῦ μέλλοντος, παρὰ ἀπιστίας κατὰ τὴν κρίση μου. Διότι (τὸ ὅτι) ἐγέλασεν, εἶναι θεμιτὸν ἐπειδὴ μέχρι τότε ἀγνοοῦσε γιατὶ γέλασε, διὰ τὸ ὅτι (δηλαδὴ) θὰ εἶχε φανερὴ χαρὰ μὲ τὴ γέννηση τοῦ Ἰσαάκ. Γι' αὐτὸ ἀρνήθηκεν ὅτι γελοῦσε, διότι ἀγνοοῦσεν: γι' αὐτὸ ἐγέλασε, διότι ἐπροφήτευσεν.

Κεφάλαιον ΣΤ'

Προλέγεται εἰς τὸν Ἀβραὰμ ὁ ἀφανισμὸς τῶν Σοδόμων, καὶ ἡ θεϊκὴ ἐπιείκεια γιὰ τὰ ἀνεκτὰ ἁμαρτήματα καὶ γιὰ τὰ ἐξεταστέα καὶ συγγνωστά. Οἱ Ἄγγελοι ἐλθόντες τὴν ἑσπέραν φιλοξενοῦνται παρὰ τῷ Λώτ. Ἕνεκα τοῦ τεραστίου ἐγκλήματος τῶν Σοδομιτῶν συσσωρεύονται ἐπονείδιστες πράξεις. Ὁ Λὼτ προσπαθεῖ διὰ τῶν προσφερθεισῶν θυγατέρων νὰ κατευνάσῃ τὴ μανίαν των, τοὺς ὁποίους πλήττουν μὲ τύφλωση οἱ ἄγγελοι. Ὁ ἴδιος ὁ Λὼτ ἐξαιτίας τῶν ἀρνουμένων νὰ ἀκολουθήσωσιν τὸ φυσικόν τους φύλον, ὁδηγεῖται ἔξω ὑπὸ τῶν κωλυόντων ἵνα μὴ στρέψῃ πίσω τὸ βλέμμα, καὶ (ἀναφέρομεν) γιὰ ποιὸ λόγον ἔγινεν αὐτὸ καθὼς καὶ τὸ ὅτι αὐτὸ ἀφορᾷ καὶ σὲ ἐμᾶς. Τέλος περιγράφονται τὰ κακὰ τῆς μέθης δικαιολογηθείσης τῆς αἱμομιξίας τῶν θυγατέρων μὲ τὸν πατέρα.

44. Ἀφοῦ δὲ σηκώθηκαν ὄρθιοι οἱ ἄνδρες προσέβλεψαν πρὸς τὸ μέρος τῶν Σοδόμων καὶ Γομόρρας (Αὐτόθι 16). Ὅπως παραχωρεῖται ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου εἰς τοὺς θεοφοβουμένους, ἔτσι ἀκόμη δίδεται ὡς ἀνταπόδοση εἰς τοὺς ἀσεβεῖς ἡ ποινὴ τοῦ ἁμαρτήματος. Ὁ Ἀβραὰμ συνόδευε τοὺς φιλοξενούμενους, προσέφερεν τερπνὰ πρὸς χάριν τῆς ἀνθρωπότητος. Διότι οἱ Σοδομῖτες ἀντὶ καθηκόντων τῆς εὐσεβείας, προσέφεραν ἐπονείδιστες πράξεις.
45. Δὲν θὰ κρύψω, εἶπεν, ἀπὸ τὸν παῖδα μου τὸν Ἀβραὰμ ὅ,τι θὰ κάμω (Αὐτόθι 17). Ἡ Γραφὴ στὰ ἀνωτέρω ἐδήλωσεν τὴ γεροντικὴν ἡλικίαν τοῦ Ἀβραάμ, ὅτι δηλαδὴ αὐτὸς εἶχε φθάσει τὰ ἐνενῆντα ἐννέα ἔτη: πῶς (ὅμως) τὸν ὀνομάζει παῖδα; Ἀλλὰ ἀφοῦ τὸν περιγράφει νὰ μὴ ὑπολογίζῃ τὸ γῆρας, ἀκούραστον ἐρευνητήν, ἄοκνον στὸ τρέξιμον, ὑπομονετικὸν στὴν ἀναμονήν, προθυμότατον στὴν συνοδείαν, δὲν φαίνεται λοιπὸν ὅτι τοῦ ἁρμόζει τὸ ὄνομα τοῦ παιδὸς γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ὑπηρεσίες; Ἐπάξια ὀνομάζεται παῖς, αὐτὸς ποὺ δὲν ὑπελόγιζεν τὸ βάρος ἀπὸ τὰ γηρατειά, ποὺ προσέφερε μὲ παιδικὴν ἀφέλειαν τὴν ὑπηρεσίαν του. Ἑπομένως δίδεται εἰς τὸν δίκαιον ἡ χάρη τῆς εὐλογίας καὶ ἡ κληρονομιὰ ἀπογόνων.
46. Ἐκτίθεται ὅμως (καὶ) ἡ ἀνία ἡ ἐκ τῶν ἁμαρτημάτων. Ἡ κραυγή, εἶπεν, τῶν Σοδόμων καὶ Γομόρρας γέμισεν τὸν τόπο (Αὐτόθι 28). Μεγάλη ἡ ὑπομονὴ τοῦ Κυρίου, διότι δὲν τιμωρεῖ ἀμέσως τὸν ἁμαρτωλόν, ἀλλ' ἐπὶ μακρὸν ἀναβάλλει, ἀναμένων τὴ διόρθωση: οὔτε ὀργίζεται γιὰ νὰ πλήξη, παρὰ μόνον ἐὰν ὁ ἁμαρτωλὸς ξεπεράσῃ τὰ ὅρια τοῦ μέτρου.
Ὅθεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἰς τὸ Εὐαγγέλιον λέγει πρὸς τοὺς Ἰουδαίους: Πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων σας (Ματ. κγ', 32).
47. Ἄς κατέβω, λοιπόν, γιὰ νὰ ἀκούσω τὴν κραυγὴν ἐκείνων, ἡ ὁποία φθάνει μέχρις ἐμένα, ἐὰν ἔχουν ἀφανισθῇ: ὄχι τίποτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ ξέρω (Γεν. ιη', 21).
Δὲν ἀγνοοῦσεν ὁ Κύριος τὰ ἁμαρτήματα τῶν Σοδόμων, ἀλλὰ μιλοῦσε γιὰ νὰ διδαχθῆς ἐσὺ μὲ τέτοιου εἴδους λόγια, γιὰ νὰ ἐρευνήσῃς ἐσὺ ἐκ τοῦ ἐγγύτερον τὶς πράξεις τους, γιὰ τὶς ὁποῖες τυχὸν κρίνεις ὅτι ἔπρεπε νὰ τύχαιναν ἀμνήστευσης.
Ἄς κατέβω, εἶπε, νὰ δῶ, δηλαδὴ καὶ σὺ φρόντιζε νὰ κατεβαίνης, κατάβαινε μὲ σπουδὴν νὰ πολιορκήσῃς: γιὰ νὰ μὴ ὑπάρχη τίποτε ποὺ νὰ πέφτῃς ἔξω, ἢ ποὺ νὰ διαφεύγῃ τὴν προσοχήν σου ἐπειδὴ τυχὸν θὰ εἶσαι ἀφηρημένος: γιὰ νὰ συλλαμβάνῃς μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὅ,τι ἀνόσιον. Μακρὰν τῆς τοποθεσίας πολλὰ μποροῦν νὰ εἶναι ἀδιάφορα. Ποιὰν κραυγὴν ὅμως λέγει, παρὰ ἴσως, ἐπειδὴ εἰς αὐτὸν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον τίποτε δὲν διαφεύγει καὶ στὸν ὁποῖον τὰ πάντα κραυγάζουν, φαίνεται ὅτι κραυγάζουν τὰ ἁμαρτήματα τοῦ καθενός.
Τέλος εἰς τὸν Κάϊν λέγεται: Τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου πρὸς ἐμὲ κράζει (Γεν. δ', 10), δηλαδὴ: δὲν τοῦ διαφεύγει τῆς προσοχῆς, ἀλλὰ: τὸ αἷμα κραυγάζει τὴν ἀδελφοκτονίαν σου. Ὅθεν ἔτσι ὀργίζεται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν κραυγῶν τῶν ἀνοσιουργημάτων μας, καὶ κάποτε ἀπαλλάσσει, αὐτὸς ποὺ εὐχαρίστως συγχωρεῖ.
Τέλος ὅταν ὁ Ἀβραὰμ ζήτησε νὰ μὴ καταστρέψῃ εὐθὺς τοὺς δικαίους ὅπως τοὺς ἀδίκους, καὶ ὅταν αὐτὸς ἐρώτησεν: Ἐὰν ὑπῆρχαν πενῆντα δίκαιοι εἰς τὴν πόλη, θὰ καταστρέψῃς ἐκείνους; (Γεν. ιη', 24), ἀπήντησεν: Δὲν θὰ καταστρέψω τὴν πόλη, ἐὰν ὑπῆρχαν σ' αὐτὴν πενῆντα δίκαιοι καὶ ὅλην τὴν περιοχὴν θὰ διαφυλάξω (Αὐτόθι, 26). Καὶ ἔτσι μετὰ μίαν σειρὰν ἐρωταποκρίσεων πρὸς ἀλλήλους, ἀκόμη κι' ἄν εὕρῃ δέκα δίκαιους στὴν πόλη, ὅμως ἐξ αἰτίας τῆς δικαιοσύνης τῶν ὀλίγων, ὑπόσχεται ἀτιμωρησίαν σ' ὅλον τὸ λαόν. Ἀπ' αὐτὸ γνωρίζομεν, πόσο μεγάλον τεῖχος εἶναι γιὰ τὴν πατρίδα ἕνας δίκαιος ἄνδρας, γιατὶ δὲν πρέπει νὰ φθονῶμεν τοὺς ἁγίους ἄνδρας οὔτε ἀλογίστως νὰ τοὺς ἀκυρώνωμε. Διότι ἡ πίστη ἐκείνων μᾶς διαφυλάσσει, ἡ δικαιοσύνη ἐκείνων μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν ὄλεθρον. Ἀκόμη καὶ τὰ Σόδομα ἐὰν εἶχαν δέκα δικαίους ἄνδρας, μποροῦσαν νὰ μὴ ἀφανισθοῦν.
49. Τὶ πάει ὅμως νὰ πῇ τὸ ὅτι: "αὐτοὶ οἱ ἄνδρες ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Κύριον ἦλθαν ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ ἀναζήτησαν τὰ Σόδομα", παρὰ γιὰ νὰ ἐξαφθῆ τὸ ἔγκλημά τους, ἐὰν αὐτοὺς τοὺς ὁποίους ὁ δίκαιος εἶχεν τιμήσει, οἱ ἀσεβεῖς ἀποπειράθηκαν διὰ μείζονος ἀνοσιουργίας βιαίως νὰ προσβάλουν; Διότι γι' αὐτὸ τοὺς εἶπεν ἄνδρας, προφανὴς εἶναι ὁ λόγος: διότι προτιμοῦσαν (οἱ Σοδομῖτες) τὴν ὄψη τῶν ἀνδρῶν.
50. Στὰ Σόδομα ἦλθαν τὴν ἑσπέραν, ἐνῶ μεσημέρι (εἶχαν ἔλθει) πρὸς τὸν Ἀβραὰμ: διότι εἰς τὸν δίκαιο λάμπει ἡ παρουσία τῶν ἀγγέλων, ἐνῶ εἰς τοὺς ἀσεβεῖς προσφέρεται τὸ σκότος. Μπορεῖ ὅμως νὰ ἀναφερθῇ καὶ στὴν ὥραν τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου, ὅτι τὸ ἑσπέρας ἦλθαν πρὸς αὐτόν (τὸν Λώτ), ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τοὺς Σοδομῖτες, ἀπὸ τοὺς μολυσμούς (τους) καὶ ἀπὸ τὸν ἀφανισμὸν ὁλόκληρης τῆς πόλης. Ἑσπέρα ἦταν πρὶν ἔλθῃ ὁ Χριστός: διότι ὅλος ὁ κόσμος βρισκόταν στὰ σκοτάδια. Ἑσπέρα ἦταν γιὰ ὅλους τοὺς ὁποίους ἡ σκοτεινὴ ῥυπαρότητα τῶν ὑπερμεγέθων ἁμαρτημάτων ταλαιπωροῦσεν. Ἦλθεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἐξαγόρασε μὲ τὸ αἷμα του τὸν κόσμον, ἔφερεν τὸ φῶς. Ἦλθαν δὲ οἱ δύο ἄγγελοι στὰ Σόδομα πρὸς τὸ ἑσπέρας (Γεν. ιθ', 1). Ὅπου εἶναι ἄφθονη ἡ χάρη, ἐκεῖ εἶναι παρὼν ὁ Χριστὸς: ὅπου πρέπει νὰ ἀσκηθῇ αὐστηρὴ τιμωρία , μόνοι εἶναι παρόντες οἱ ὑπηρέτες, ἀπουσιάζει ὁ Ἰησοῦς.
51. Ἐκάθητο ὁ Λὼτ παρὰ τὴ θύραν (Αὐτόθι). Ὑπενθύμισαν στὸν ἅγιο Λώτ τὶς ταλαιπωρίες τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τὸν ἔκαναν νὰ βυθισθῇ σὲ μέριμναν καὶ φροντίδα.
Ὅθεν ἕνεκα τῆς προβεβηκυίας ἡλικίας του εἶχε μάθει νὰ μιμῆται τὸ θεῖον του. Καὶ ἐκάθητο παρὰ τὴ θύραν γιὰ νὰ παρατηρῇ τὶς ἀφίξεις τῶν ξένων. Ὅθεν ἠγέρθη ὄρθιος πρὸς προϋπάντηση ἐκείνων. Τελειότερος ὄντας ἔσπευσεν εἰς προϋπάντηση: ὁ ἴδιος ἠγέρθη καὶ προσεκύνησεν ἐνώπιόν τους μέχρι τοῦ ἐδάφους καὶ εἶπεν: Ἰδού, κύριοι, ἐλᾶτε εἰς τὸν οἶκον τοῦ παιδός σας (Αὐτόθι 1 καὶ 2). Καὶ τοὺς ἀνάγκασε νὰ ἀλλάξουν γνώμην αὐτοί, ποὺ ἔλεγαν: θὰ μείνωμεν στὴν πλατεῖαν (Αὐτόθι 2). Συνιστᾶται ἐδῶ ἡ ἁγιότητα τοῦ δικαίου καὶ ἡ χάρη τῶν ἀγγέλων. Ἐκείνοι δὲν ἤθελαν νὰ θεωρηθῆ ἡ ἄφιξή τους μεγαλύτερον βάρος φιλοξενίας: ἐκεῖνος ὅμως ἤξερεν, ἀνάμεσα σὲ τὶ εἴδους ἀνθρώπων κατοικεῖ• καὶ τὴν οἰκίαν του τὴν προσέφερε γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ διέτρεχαν οἱ ξένοι.
Βέβαια αὐτὸ στὸ ὁποῖο βραδύτερον ἠρέσκοντο, ἐπὶ πολὺν χρόνον προταθέν (ὑπὸ τοῦ Λώτ), περαιτέρω τὸ ἐνέκριναν.
52. Οἱ ἄνδρες δὲ τῆς πόλης τῶν Σοδόμων ἀπὸ παιδὸς μέχρι γέροντος, ὅλος ὁ λαὸς ἐξ ἴσου περικύκλωσαν τὸ σπίτι (Αὐτόθι, 4). Μᾶς προετοιμάζει ἔτσι γιὰ τὴ δικαιοσύνην τῆς θεϊκῆς κρίσης, γιὰ νὰ μὴ τυχὸν κάποιος πῇ: Ποιὰν ἁμαρτίαν διέπραξαν τὰ παιδιά, ὥστε ὅλοι νὰ συμπεριληφθοῦν στὸν ὄλεθρον; Ὅθεν ἐκεῖ οὐδεὶς ὑπῆρξε δίκαιος, οὐδεὶς ἀθῶος. Ἄκουε τὴ Γραφὴ μαρτυροῦσαν ὅτι περικύκλωσαν τὸ σπίτι ἀπὸ μικροῦ παιδιοῦ μέχρι γέροντος, ὅλος ὁ λαὸς ὁμοίως. Καμία ἡλικία δὲν ἦταν ἀπαλλαγμένη τῆς ἐνοχῆς, ἔτσι καὶ κανεὶς δὲν ἐξαιρέθηκεν τοῦ ὀλέθρου. Καὶ ὅποιος δὲν εἶχεν τὴ δυνατότητα διάπραξης τοῦ ἐγκλήματος, ὅμως εἶχεν τὸν πρὸς τοῦτο ζῆλον. Καταβεβλημένοι ἦσαν οἱ γέροντες ἄνδρες, ἀλλὰ ὁ νοῦς τους πλήρης ἡδυπαθείας. Ὁ ἅγιος Λὼτ προσέφερεν τὴν αἰδημοσύνην τῶν θυγατέρων. Δηλαδὴ μολονότι καὶ αὐτὸ ἦταν ἀσελγὴς ἀκαθαρσία• ὅμως ἦταν λιγότερο νὰ συνευρεθοῦν κατὰ φύση, παρὰ νὰ ἁμαρτήσουν παρὰ φύση. Προτιμοῦσεν τὴν χάρη τῆς φιλοξενίας ἀπὸ τὴν σωφροσύνην τοῦ οἴκου του, διότι ἡ φιλοξενία εἶναι ἀπαραβίαστη ἀκόμη καὶ στὰ βάρβαρα ἔθνη. Τέλος, ἐκεῖ κυρίως πρέπει νὰ εἶναι ἀπρόσβλητη ἡ φιλοξενία, ὅπου ἡ φιλαδελφότης δὲν εἶναι ἀρκετὰ προστατευμένη.
53. Ἔπληξαν δὲ ἐκείνους οἱ ἄγγελοι μὲ τύφλωση, ἔτσι ὥστε ἀκόμη καὶ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ στὴν ὁποίαν ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἔχουν πρόσβαση, νὰ μὴ βρίσκουν. Δηλώνεται ἐδῶ ἡ θαυμαστὴ βέβαια δύναμη τῶν ἀγγέλων• γιὰ νὰ μὴ βρίσκωνται οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ ἕνεκα τῆς σκοτεινῆς τυφλότητας τοῦ ἀκαθάρτου. Ἀλλ' ἀκόμη δείχνεται ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδὴ τυφλὴ εἶναι κάθε ἡδονή, καὶ ὅτι δὲν βλέπει μπροστά της. Ἐκ τοῦ ὅτι δὲ ὁ ἅγιος Λὼτ διὰ τῆς δυνάμεως τῶν ξένων ἀνεκλήθη, ἀποδεικνύεται ὁ καταφρονητὴς τοῦ κινδύνου, ὁ μνήμων τῆς πίστης, ὅτι δὲν ἀπέφυγε τὸν κίνδυνο, ἀλλ' ὅτι ῥίχτηκεν σ' αὐτόν.
54. Ἄς ἀναφερθῇ τὸ ἐδάφιον τῆς εὐσεβείας, ὅτι φανερωθείσης εἰς αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων τῆς καταστροφῆς ὅλης τῆς περιοχῆς, εἰσάγεται ὅτι ὁ ἅγιος Λὼτ εἶχε γαμβρούς, καὶ ὅτι τοὺς συμβούλευσε νὰ φύγουν: συγχρόνως οὔτε μὲ τὸ νὰ τοὺς κάνῃ νὰ φύγουν, οὔτε μὲ τὸ νὰ τοὺς παραινῇ, ἔδειχνε λιγότερον σεβασμὸν πρὸς τοὺς συζύγους τῶν θυγατέρων: καὶ ἄς προσάπτεται στὸν ἴδιον ἡ αἰτία τοῦ σφάλματος ἐκείνων, οἱ ὁποῖες δηλαδὴ στερημένες τῆς ἀνδρικῆς παρουσίας ἐπεζήτησαν τὴν αἱμομιξίαν μὲ τὸ μεθυσμένον πατέρα.
Ἔ! λοιπόν, ἡ Γραφὴ δὲν ἀφίνει ἀνυπεράστιστον τὸν ἅγιον ἄνδρα: διότι ἐκεῖ εἰσάγεται ὅτι αὐτὸς εἶχεν παραδώσει στοὺς γαμβροὺς τὶς θυγατέρες καὶ ὅτι συμβούλευσεν τοὺς γαμβρούς. Ἀλλὰ τοὺς ἐφάνη ὅτι αὐτὸς προσπαθεῖ νὰ τοὺς ξεγελάσῃ καὶ παρὰ ταῦτα συνέχιζεν ὁ Λώτ, γιὰ νὰ πείσῃ τοὺς γαμβρούς του. Καὶ σχεδὸν δὲν θὰ εἶχεν προλάβει καὶ νὰ βγῇ, γιὰ νὰ διαφύγῃ, ἄν δὲν ἠναγκάζετο νὰ ἀναχωρήσῃ ὑπὸ τῶν βιαστικῶν ἀγγέλων οἱ ὁποῖοι (μάλιστα) τὸν κράταγαν ἀπὸ τὸ χέρι.
55. Λοιπὸν δὲν βγῆκεν, τὸν βγάλανε ἔξω: καὶ πῆρεν ἐντολὴ νὰ μὴ στραφῆ ὀπίσω, οὔτε καὶ νὰ μείνῃ σ' ὅλην ἐκείνην τὴν περιοχήν, ἀλλὰ νὰ ἀνεβῆ στὸ βουνόν. Αὐτὸ ποὺ λέγεται σ' ἐκεῖνον, λέγεται σ' ὅλους. Ἄν λοιπὸν θέλῃς καὶ σὺ νὰ διεκφύγῃς, μὴ στραφῇς ὀπίσω, ἀλλὰ μπροστά. Κύττα ποῦ εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ σοῦ λέγει: Ἀκολούθα με, ὅπως λέγει στὸν Πέτρο: Ἀκολούθει μοι (Ματ. ιστ', 23), γιὰ νὰ ἀκολουθῇ τὸ Χριστό, νὰ βλέπῃ τὸ Χριστό. Πίσω τὰ Σόδομα εἶναι γεμᾶτα ἀνοσιουργίες, πίσω τὰ Γόμορρα βρίθουν ἀπὸ πάθη, ἡ περιοχὴ τῶν ἐγκλημάτων. Μὴ ἀκουμπᾶτε, εἶπεν ὁ Ἀπόστολος, μὴ ἀγγίζετε, ἢ μὴ γεύεσθε ὅσα εἶναι πρὸς διαφθοράν (Κολ. β', 21). Φεῦγε, λοιπὸν τὰ Σόδομα, ἐγκατάλιπε τάχιστα τὴν Γομόρραν, ἄφησε τὰ στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μὴ σὲ περιτυλίξωσιν ἐπικείμενοι κίνδυνοι: μὴ καθυστερῇς τὴ φυγή, μὴ κινηθῆς σ' ὅλη τὴν περιοχὴν τῶν παθῶν. Ὅποιος δὲν στρέφει τὸ πρόσωπον, διεξέφυγεν: πρὸς ὅσα (ὅμως) γύρισεν τὸ πρόσωπόν του, δὲν μπόρεσε νὰ τὰ διαφύγ•ῃ.
56. Συγχωροῦνται δὲ οἱ θυγατέρες τοῦ ἁγίου Λώτ, ἐπειδὴ ἐνόμισαν ὅτι ἡ καταστροφὴ ἐκείνη ὑπῆρξεν ὄχι τῆς γειτονικῆς περιοχῆς, ἀλλ' ὁλόκληρης τῆς γῆς καὶ ὅτι αὐτὲς μόνες μὲ τὸν πατέρα τους εἶχαν ὑπολειφθῇ ἀπ' ὅλους τοὺς λαούς. Καὶ γι' αὐτό, γιὰ νὰ μὴ δηλαδὴ ἐξαλειφθῇ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἐπιδίωξαν τὴν αἱμομιξίαν μὲ τὸν πατέρα τους γιὰ νὰ ἀναστήσουν σπέρμα ἀνθρώπινης γενιᾶς ἀπὸ τὸν πατέρα τους. Ἑπομένως δὲν ὑπῆρξεν πάθος ἡδονῆς, ἀλλὰ ἀντίδοτον ὑπὲρ τῆς διατηρήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχω τὴν γνώμην ὅτι καταλήγει σὲ περίπτωση ἐγκλήματος.
Διότι καὶ ἡ Εὔα προσληφθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ ὁποίου ἐπλάσθη ὡς γυναῖκα, οὖσα ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν του καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός του ὅμως χάριν τῆς συνεχείας τῆς ἀνθρώπινης διαδοχῆς ἐμίγη μετὰ τοῦ ἀνδρός, Ὑφαρπάζεται ὅμως σ' αὐτὴν τὴν ἐκδοχὴν ἡ συνείδηση τοῦ δικαίου ἀνδρός• διότι μεθυσμένος μὲ κρασὶ ὅπως ἦταν, δὲν ἤξερεν τὶ ἔκανεν. Ἑπομένως δὲν εἶναι ἀπορίας ἄξιον ἐὰν ἡ ἐσφαλμένη γνώμη ἐξαπάτησεν τὶς κοπέλλες, οἱ ὁποῖες ἐνόμιζαν ὅτι εἶχαν ἀφανισθῇ οἱ λαοὶ ὁλόκληρης τῆς ὑδρογείου. Δὲν ἦταν ἴδια ἡ δικαιολογία τοῦ ἁγίου Λώτ, ὁ ὁποῖος ἤκουσεν παρὰ τῶν ἀγγέλων, ὅτι (μόνον) ὁ τόπος ἐκεῖνος, (καὶ) ὄχι ὅλος ὁ κόσμος θὰ καταστραφῇ.
57. Ὑγιῶς διδασκόμεθα ὅτι εἶναι ἀπευκτέα ἡ μέθη, ἕνεκα τῆς ὁποίας δὲν ἔχομεν τὴ δυνατότητα νὰ κρύψωμεν τὰ ἐγκλήματα. Διότι ἀπ' ὅ,τι φυλαγόμεθα νηφάλιοι, τὸ διαπράττομεν ἀγνοοῦντες το ἕνεκα τῆς μέθης. Ἐπίσης ἕνεκα αὐτῆς κορώνει ἡ ἡδονή, ἀνάπτουν οἱ ἐπιθυμίες τοῦ σώματος, καὶ ὁ ἴδιος ὁ νοῦς ὑποσκάπτει καὶ αἰχμαλωτίζει τὸ πνεῦμα, καταλύει τὴν αἴσθηση. Δὲν ξέρουν τὶ λέγουν ὅσοι ἐπιτρέπουν στὸν ἑαυτόν τους τὴ χρήση ὑπέρμετρου οἴνου, κεῖνται χάμω σὰν νεκροί.
Ἐπίσης ἕνεκα τούτου ἐὰν ἐξαιτίας οἴνου πέσουν κάποιοι σὲ κάποιο παράπτωμα ζητοῦν συγγνώμην σίγουρα γιὰ τὶς πράξεις τους ἀπὸ τοὺς σοφοὺς δικαστὲς, ἀλλὰ καὶ χαρακτηρίζονται αἴτιοι ἐλαφρότητος καὶ κουφότητος. Πόση ἡ ἴδια ἀσχήμια, καθὼς ἐξασθενοῦν ἀπὸ τὴ μέθη οἱ δυνάμεις, καὶ τὸ βῆμα κατὰ τὴ βάδιση νὰ ταλαντεύηται.
58. Πολλοὶ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους δυνατοὺς ἆράγε δυνατότερους τοῦ Λώτ; Μήπως εἶναι πιὸ ἐγκρατεῖς ἀπὸ τὸ Νῶε; Πάντως ἡ Γραφὴ δὲν ἐξέθεσεν αὐτὰ σὰν ἐλαττώματα τῶν πατριαρχῶν, γιὰ τοὺς ὁποίους διαβάζομεν ὅτι νικήθηκαν ἀπὸ τὸν οἶνον• ἀλλὰ γιὰ νὰ μάθῃς ἐσὺ ἀπὸ τὶ νὰ φυλάγεσαι. Αὐτὸς ξάπλωσε γυμνός, ἐκεῖνος ὑπέστη τὸ σφάλμα τῶν θυγατέρων. Καὶ ὁ δίκαιος Νῶε ἐξηπατήθη ἐπειδὴ ὑπῆρχε μέχρι τότε ἄγνοια τῆς δύναμης τοῦ οἴνου: ἀλλὰ μ' αὐτὸ ἐσὺ διδάσκεσαι, νὰ μὴ τὸ ἀγνοῇς. Ὁ Λὼτ ἔδωσεν πίστη στὶς θυγατέρες, καὶ ἐξασθενήσας ἀπὸ τὴ μεγάλην οἰνοποσία, διέπραξε ἐν ἀγνοία του αἱμομιξίαν: ἐσὺ πίνε ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ κυριευθῆς ἀπὸ τὸν οἶνον. Σὲ διδάσκουν οἱ Πατριάρχες ὄχι μόνο μὲ τὴ διδασκαλίαν τους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ λάθος τους. Διότι ἐπαναλαμβάνεται τὸ παράδειγμα τῆς μέθης, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθῇ ἡ διδασκαλία τῆς πίστεως.

Κεφάλαιον Ζ'

Ὁ θάνατος τοῦ Ἀβιμέλεχ ποὺ προεκλήθη ἀπὸ τὸ Θεὸν διὰ τὴν δοκιμασθεῖσαν σεμνότητα τῆς Σάρας, δείχνει πόσο μεγάλον εἶναι τὸ ἔγκλημα τῆς μοιχείας. Γι' αὐτὸ γιὰ τὴν ἴδιαν αἰτίαν ὁ Φαραὼ ἐτιμωρήθη βαρύτερον τοῦ Ἀβιμέλεχ; Ἐξ αἰτίας τῆς συμπεφωνημένης ἀνοχῆς τῆς μοιχείας ἀπὸ τὸν οἶκον τοῦ Φαραὼ διὰ τῶν προσευχῶν τοῦ Ἀβραὰμ ἡ στειρότης ἐσήμανεν τὴν δοθεῖσαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν γονιμότητα. Γεννιέται ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὑπὸ τῆς μητρὸς γαλακτοτροφεῖται. Ὁ δὲ Ἰσμαὴλ μὲ παρώθηση τῆς Σάρας καὶ μὲ θεϊκὴ ἀπάντηση ἀποῤῥίπτεται: καθὼς καὶ ποιὰ ἠθικὰ διδάγματα περιλαμβάνονται σ' ὅλα αὐτά.

59. Τέλος γιὰ δεύτερη φορὰ δοκιμάζεται ἡ σεμνότητα της Σάρας, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ὅλοι. Διότι καὶ ὁ Ἀβιμέλεχ ἐπεχείρησε νὰ τὴ λάβῃ ὡς σύζυγόν του, καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν τὴ νύχτα σ' αὐτόν: Ἰδοὺ θὰ πεθάνῃς ἐξ αἰτίας τῆς γυναικός (Γεν. κ', 3). Παρατηροῦμεν ὅτι κατὰ θείαν κρίση ἡ μοιχεία τιμωρεῖται μὲ θάνατον. Γι' αὐτὸ πρόσθεσεν: Αὐτὴ δὲ ἄς μένῃ μετὰ τοῦ ἀνδρός της (Αὐτόθι). Ἔχει βέβαια ἡ μίξη κάθε ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ποὺ τελεῖται χωρὶς εἶδος νόμιμου γάμου, τὴν ἐνοχήν της• Διότι μάθετε ὅσοι προορίζεσθε γιὰ τὴ χάρη τοῦ βαπτίσματος, ὡς ὑποψήφιοι τῆς πίστης, τὴ νηφάλιαν πειθαρχίαν τῆς ἐγκράτειας. Σὲ κανένα δὲν ἐπιτρέπεται νὰ συνευρεθῇ μὲ γυναῖκα, ἐκτὸς τῆς συζύγου του. Γι' αὐτὸ εἶναι δεδομένον τὸ δικαίωμα τῆς συζύγου σου: νὰ μὴ πέσῃς στὴν παγίδα καὶ ἁμαρτήσῃς μὲ ξένη γυναῖκα. Εἶσαι ἑνωμένος μὲ τὴ σύζυγο, μὴ ζητᾶς χωρισμόν: διότι δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται, ζώσης τῆς γυναικός σου, νὰ νυμφευθῆς (ἄλλην) σύζυγον. Δηλαδὴ καὶ ἄλλη γυναῖκα νὰ ἐπιζητῇς, ἐνῶ ἔχεις τὴ δικήν σου, ἀποτελεῖ ἔγκλημα μοιχείας, αὐτὸ δὲ εἶναι βαρύτερον, νὰ νομίζῃς ὅτι ἡ ἐξουσία πρέπει μὲ τὸ νόμο νὰ ἐξετάζη τὸ δικόν σου ἁμάρτημα. Ἀνεκτότερη εἶναι ἡ λανθάνουσα ἐνοχή, παρὰ ἐὰν ἐπιληφθῆ αὐτῆς ἡ ἐξουσία. Οὔτε αὐτὸ μόνον εἶναι μοιχεία νὰ ἁμαρτήσῃς μὲ ξένην σύζυγον, ἀλλὰ καὶ μὲ κάθε μίαν, ἡ ὁποία στερεῖται τῆς προστατευτικῆς δυνάμεως τοῦ συζύγου: ἀλλὰ τὸ ἐδάφιον αὐτὸ διδάσκει ὅτι ἀποτελεῖ βαρύτερον ἔγκλημα, ὅπου ἀψηφοῦνται τὰ δίκαια τοῦ τελεσθέντος γάμου, καὶ παραβιάζεται ἡ γυναικεία αἰδημοσύνη. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἀβιμέλεχ θὰ ἰσχυρίζετο ὅτι ἀγνοοῦσε πὼς ἦταν σύζυγος ἄλλου αὐτή, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος ὁ ἄντρας της εἶπεν ὅτι εἶναι ἀδελφή του, τοῦ ἀποκρίθηκεν ὁ Κύριος: Κι' ἐγὼ γνωρίζω ὅτι τὸ ἔκανες μὲ καθαρὴν συνείδηση, καὶ σὲ λυπήθηκα, γιὰ νὰ μὴ ἁμαρτήσῃς ἐνώπιόν μου: γι' αὐτὸ δὲν ἀνέχθηκα νὰ τὴν ἀγγίξῃς (Αὐτόθι, 6). Γνωρίζομεν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι σὰν χοράρχης καὶ φύλακας τοῦ γάμου, ὁ ὁποῖος καὶ δὲν ἀνέχεται νὰ μολύνῃται ἡ ξένη κοίτη. Καὶ ἐὰν κανεὶς κάμῃ ὥστε νὰ ἁμαρτήσῃ εἰς τὸ Θεὸν παραβιάζοντας τὸ νόμον Του, παραβιάζει τὴ χάρη. Καὶ ἐπειδὴ στὸ Θεὸν ἁμαρτάνει, ἀποβάλλει τὴν κοινωνίαν μετὰ τοῦ οὐρανίου μυστηρίου.
60. Ἴσως σοῦ κάνῃ ἐντύπωση γιὰ ποιὸ λόγον ὁ Φαραὼ ἐπλήγη βαριὰ ἀπὸ τὸν παντοδύναμο Θεόν; ὅπως ἀνωτέρω ἀναγνώσαμεν, ἐπειδὴ κι αὐτὸς ἀγνοοῦσεν ὅτι ἡ Σάρα ἦταν σύζυγος τοῦ Ἀβραὰμ γιὰ τὴν ὁποίαν ἄκουσεν ὅτι ἦταν ἀδελφή του (Γεν. ιβ', 17). Ὁ Ἀβιμέλεχ ὅμως δὲν διέφυγεν καμιὰν ποινήν. Πολὺ περισσότερο βέβαια γνώρισες ὅτι ὁ βασιλιὰς τῆς Αἰγύπτου ἦταν φορτωμένος ἀπὸ πάθη μὲ κορῶνα, ὁ ὁποῖος ἦταν πολὺ περισσότερον ἔκδοτος στὶς ἡδονές, γι' αὐτὸ διέπραξεν περισσότερα ἀνοσιουργήματα. Ὁ Ἀβιμέλεχ ὅμως, -τόσον πιστὸς, ἐξετιμήθη ἀπὸ τὸ Θεὸν ὥστε ἀξιώθηκε νὰ ἀκούσῃ τό: Καὶ ἐγὼ γνώριζα ὅτι μὲ καθαρὴν καρδιὰν τὸ ἔκανες- ἦταν βασιλιᾶς, ὄχι θλίψεως ὅπως ὁ Αἰγύπτιος, ἀλλὰ ἰσοπολιτείας, ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ ἑρμηνεία (τῆς ὀνομασίας) τῶν Γεράρων, τῶν ὁποίων προΐστατο. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἀμφιβολία ὅτι αὐτὸς μὲ ἄλλες του ἐνέργειες ἐπέσυρε τὴν ὀργὴν τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος κατ' ἀλήθειαν εἶναι ὁ κριτὴς τῆς ἐσωτερικῆς συνείδησης, καὶ ὁ διερμηνέας τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος. Τέλος, δὲν ἀρνήθηκεν οὔτε περιφρόνησεν τὶς ὁδηγίες τοῦ Θεοῦ ὅπως ἐκεῖνος ὁ Φαραὼ τὰ συμπεφωνημένα μὲ τὸν Μωϋσῆ, οὔτε ἀνέβαλε νὰ πειθαρχήσῃ: ἀλλὰ ἀμέσως ἐκάλεσεν τὸν Ἀβραάμ, τοῦ ἐπέστρεψεν τὴν σύζυγόν του, ἐχαράτσωσεν τὸν ἑαυτόν του μὲ τὸ νὰ δώσῃ τιμὲς καὶ δῶρα ὡς προῖκα διὰ τὴν σεμνότητά της δι' ὅσα εἶδεν εἰς τὴν ξένη γυναῖκα, καὶ (τέλος) τὴν ἀπέλυσεν.
61. Καὶ ἐντεῦθεν δύναται νὰ συναχθῇ ὅτι ὁ Ἀβιμέλεχ ἄξιζε μεγαλύτερης ἐπιείκειας, διότι ὁ Ἀβραὰμ προσευχήθηκεν καὶ ζήτησεν αἰτήματα χάριν του. Διότι καὶ ἡ σύζυγός του (τοῦ Ἀβιμέλεχ) γέννησεν καὶ ἡ θεραπαινίδα του, τὶς ὁποῖες προηγουμένως εἶχεν κλείσει ὁ Θεὸς ἐξαιτίας τῆς συζύγου τοῦ Ἀβραὰμ Σάρας: τοῦτο ἀφορᾶ ἐξ ἴσου στὴν οἰκονομίαν, ὅπως ὁ τοκετὸς ποὺ εἶχεν ἡ Σάρα, δοθεὶς δι' ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ, στηρίζεται δὲ καὶ στὴν ἑξῆς μαρτυρίαν: ἐπειδὴ παρατηρεῖς ὅτι ἕνεκα προσβολῆς κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ γόνιμες γίνονται στεῖρες καὶ ἀντίστροφα διὰ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ οἱ στεῖρες γονιμοποιοῦνται, κατὰ τὸ γεγραμμένο: Ἐγὼ δὲν ἔκανα καὶ τὴν στεῖρα καὶ τὴν τίκτουσα; λέγει Κύριος (Ἡσ. 6,9). Ἄν καὶ ἐκλαμβάνεται ὅτι ἐλέχθη γιὰ τὸ μυστήριον τῆς Συναγωγῆς καὶ τῆς Ἐκκλησίας• διότι καὶ ἡ συναγωγὴ ἔπαυσεν νὰ γεννᾶ, ἡ ὁποία ἐξηπατήθη ὑπὸ τῶν ἀπογόνων τῆς διαδοχῆς, καὶ ἡ συναγωγὴ τῶν ἐθνῶν ἡ ὁποία ἦταν στεῖρα ἐπειδὴ ἀγνοοῦσεν τὸ Θεὸν, ἄρχισε νὰ γεννᾷ αἰωνίως. Ὅθεν ἀναγινώσκεται: Νὰ χαίρεσαι, στείρα, ποὺ δὲν γεννᾷς: σκίρτησε καὶ ἀναφώνησε ἐσύ, ἡ ὁποία δὲν τίκτεις: διότι εἶναι πολλοὶ οἱ γυιοὶ τῆς ἐρήμου, πολὺ περισσότεροι ἀπ' αὐτοὺς ἐκείνης ποὺ ἔχει ἄνδρα (Ἡσ. νδ', 1).
62. Γεννήθηκε δὲ γυιὸς στὸν Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὅταν ἐκεῖνος ἦταν ἐτῶν ἑκατόν (Γεν. κα', 5). Καὶ σὺ ἄν εἶσαι τέλειος θὰ ἔχῃς τοὺς ἀπογόνους τῆς χαρᾶς καὶ τὴν κληρονομίαν τῆς ἀγαλλίασης. Εἶπεν καὶ ἡ Σάρα: Ὁ Κύριος μὲ ἔκανε νὰ γελάσω: διότι ὅποιος ἀκούσει (τὴν χαρούμενην εἴδηση), θὰ μὲ συγχαρῇ (Αὐτόθι, 6). Ὄχι ὅπως αὐτὸ τὸ ἀντιλαμβάνεται ἡ γενεὰ αὐτή, ἡ ὁποία σὲ πολλὲς περιπτώσεις εἶναι ἐπικίνδυνη, ὥστε ἐνίοτε δὲν συνέβη νὰ ἔχουν γεννήσει καλλίτερα: ἀλλὰ αὐτὸ λέγεται περὶ τῆς γενεᾶς γιὰ τῆς ὁποίας τὸν οἱονδήποτε ἁμαρτωλὸν μετανοοῦντα, ἐπειδὴ αὐτὸς σώζεται ἐκ τοῦ θανάτου, εἶναι σύνηθες στοὺς ἀγγέλους νὰ ἐκφράζουν τὴ χαράν τους.
63. Καὶ εἶπεν ἡ Σάρα: Ποιὸς θὰ ἀναγγείλῃ στὸν Ἀβραὰμ ὅτι ἡ Σάρα γαλακτοτροφεῖ υἱόν (Αὐτόθι, 7); Ἠθικὸν τὸ ἐδάφιον. Προκαλοῦνται οἱ γυναῖκες νὰ ἐνθυμῶνται τὴν ἀξίαν τους καὶ νὰ θηλάζωσιν τοὺς γυιούς τους. Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ χάρη τῶν μητέρων, αὐτὴ ἡ τιμή, μὲ τὴν ὁποίαν κάνουν τοὺς γυιούς τους εὐχάριστους στοὺς ἄνδρες τους. Τέλος αὐτοὺς τοὺς γυιοὺς συνήθως ἀγαποῦν περισσότερον, ὅποιους οἱ ἴδιες οἱ μητέρες θήλασαν μὲ τοὺς δικούς των μαστούς.
64. Παρέθεσε δὲ γεῦμα μέγα ὁ Ἀβραὰμ τὴ μέρα ποὺ ἀπεγαλακτίσθη ὁ γυιός του Ἰσαὰκ (Αὐτόθι, 8). Δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ γεγονὸς κάτι τὸ μικρὸν οὔτε συνηθισμένο. Διότι δὲν παρέθεσε μέγα συμπόσιον ὁ Ἀβραὰμ (ἁπλᾶ) ἐπειδὴ τὸ παιδὶ ἀπεκόπη ἀπὸ τὸ γάλα τὸ πρὸς διατροφήν του, ἀλλ' ἐπειδὴ ἡ (ψυχικὴ) εὐεξία τοῦ Ἰσαὰκ εἶναι μεγαλύτερης ἀξίας ἀπ' τὴν τροφὴν καὶ δυνάμεως ἀπ' τὸ φαγητόν, ὄχι ἔτσι, ὅπως ὁ Κορίνθιος (ἐκεῖνος ποὺ ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος), ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νὰ πίνῃ γάλα, ἀλλὰ δυναμώνων (ὁ Ἰσαάκ) μὲ εὐωχίες στερεωτέρων τροφῶν τῶν οὐρανίων ἐντολῶν τὰ νεῦρα τοῦ νοός του.
65. Τὴν εὐτυχία γρήγορα ἀκολουθεῖ ὁ φθόνος. Ἐγέννησεν ἡ Σάρα, ἀπεγαλάκτισεν τὸ γυιόν: Εἶδε τὸ γυιὸν τῆς δούλης νὰ παίζῃ μὲ τὸ γιόν της Ἰσαάκ, καὶ εἶπεν στὸν Ἀβραάμ: Ἀπομάκρυνε τὴ δούλη καὶ τὸ γυιόν της: διότι δὲν θὰ εἶναι ὁ γυιὸς τῆς δούλης συγκληρονόμος μὲ τὸ γυιό μου Ἰσαὰκ (Αὐτόθι 9 καὶ 10). Σκληρὸν ἦταν τὸ θέαμα γιὰ τὸν Ἀβραάμ, νὰ ἀποπέμψῃ τὸ γυιόν του, ἄν καὶ τὸν ἀπέκτησεν ἐκ τῆς θεραπαινίδος. Ἀλλὰ καὶ σὺ νὰ μὴ σμίγῃς μὲ δούλην, οὔτε νὰ ἀποκτήσῃς ἀπ' αὐτὴ γυιὸν, καὶ ἡ σύζυγός σου δὲν ἀνέχεται νὰ γίνῃ ἐκεῖνος συγκληρονόμος μὲ τὸ δικόν της γυιόν.
Διότι εἶδες ἐδῶ νὰ παραβιάζηται ἡ χάρη τοῦ γάμου. Βέβαια ἄν σοῦ συνέβη καὶ ἀπέκτησες γυιόν, ἀπομάκρυνε τὴ δούλην καὶ τὸ γυιόν της. Διότι εἶναι προτιμότερο νὰ ἀναχωρήσῃ ἡ δούλη παρὰ ἡ σύζυγος καὶ ὁ γυιὸς τῆς δούλης ἄν καὶ νόμιμος ἄς ἀπομακρυνθῇ. Διότι ἐὰν διστάσης, ἐὰν καταφρονήσῃς τὴ γνώμην τῆς συζύγου σου καὶ θὰ γίνῃς θεατής σκληρῆς καταστάσεως, λέγει σὲ σένα ὁ Θεὸς ὅ,τι εἶπεν στὸν Ἀβραὰμ: Διότι ὅ,τι εἶπεν σ' ἐκεῖνον, σ' ἐσένα τὸ λέγει καὶ σ' ὅλους τὸ λέγει:
Ἄς μὴ φαίνηται σκληρὸν στὰ μάτια σου τὸ περὶ τοῦ παιδιοῦ καὶ τῆς δούλης. Γιὰ ὅλα ὅσα σοῦ εἶπεν ἡ Σάρα, ἄκουεν τὴ φωνήν της: διότι ἐν τῷ Ἰσαὰκ θὰ κληθῇ χάριν σου σπέρμα (Αὐτόθι, 12).
Κάπου ἀλλοῦ εἶπεν: Ἄκουε τὴ φωνὴν τῆς συζύγου σου, ἐδῶ ὅμως, τοὐτέστι διέπραξες ἀδικίαν κατὰ τῆς συζύγου σου καὶ δὲν καταπράϋνες τὸν ζῆλον της, ἐγέννησες γυιὸν ἐκ τῆς θεραπαινίδος καὶ δὲν ἐτίμησες τὸ γυιὸν τῆς συζύγου. Μήπως μπορεῖ νὰ κληθῇ τὸ σπέρμα σου ἐν τῷ υἱῷ τῆς δούλης; Ὄχι ἔτσι• διότι ἡ ἀληθινὴ διαδοχὴ εἶναι μὲ τὸ νόμιμο γυιόν. Ἀλλὰ φοβᾶσαι, ἐπειδὴ εἶναι γυιός σου, μήπως τυχὸν ἀποπεμφθεὶς ἀπολεσθῇ καὶ ἀποθάνῃ.
Δὲν ἐκλείπει (ὅμως) ἀπ' αὐτὸν ἡ δική μου χάρη. Ὅλους τοὺς διατρέφει ὁ Θεός μας, ὅλους τοὺς ὑποστηρίζει, καὶ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς ἀδίκους. Ὅπως ἔκανεν ὁ Ἀβραὰμ κάνε καὶ σύ. Ἀπόβαλε τὴ θεραπαινίδα, γιὰ νὰ μένῃ στὸ σπίτι ἡ σύζυγος ἀσφαλισμένη καὶ ἀπρόσβλητη. Ἀπομάκρυνε καὶ τὸ γυιὸν τῆς θεραπαινίδας, γιὰ νὰ μὴ ἔχῃ τὴν συμμετοχὴν στὴν κληρονομίαν ὅποιος δὲν ἔχει τὸ προνόμιον τῆς καταγωγῆς.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων - "Περί τοῦ Ἀβραάμ

Unread postby inanm7 » Thu Oct 07, 2021 12:16 pm

Κεφάλαιον Η'

Ὁ Θεὸς πειράζει ποικιλοτρόπως τὸν Ἀβραάμ, ἀλλὰ μάλιστα διὰ τοῦ δοθέντος παραγγέλματος τῆς θυσίας τοῦ γυιοῦ. Σταθμίζονται ἕνα-ἕνα τὰ λόγια τῆς διαταγῆς τοῦ ἴδιου σταθμίζονται καὶ δηλώνεται ἡ τέλεια ὑπακοὴ τοῦ πατριάρχη ἐν τῇ προθυμία του καὶ ἐν τῇ λοιπῇ μεγαλοπρεπείᾳ τῆς θυσίας. Μετὰ ταῦτα κατόπιν τοῦ ἐκτεθέντος μυστηρίου τοῦ προεικονισθέντος μὲ τὸν προσφερθέντα ἀντὶ τοῦ Ἰσαὰκ κριὸν προτείνεται ἡ τρίτη εὐλογία τοῦ ἰδίου Ἀβραὰμ.

66. Καὶ συνέβη ὥστε μετὰ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ἐπείρασεν ὁ Θεὸς τὸν Ἀβραὰμ (Γεν. κβ',1). Ἀλλιῶς πειράζει ὁ Θεός, ἀλλιῶς ὁ διάβολος. Ὁ διάβολος πειράζει γιὰ νὰ ἀνατρέψῃ, ὁ Θεὸς πειράζει γιὰ νὰ στεφανώσῃ. Τέλος τοὺς δοκίμους του πειράζει ὁ Θεός. Ὅθεν λέγει ὁ Δαβίδ: Δοκίμαζέ με, ὁ Θεός, καὶ πείραζέ με (Ψαλ. 138, 23). Καὶ τὸν ἅγιον Ἀβραὰμ προηγουμένως τὸ δοκίμασε καὶ ἔτσι τὸν πείρασε: γιὰ νὰ μὴ τυχὸν ἐὰν τὸν πειράξῃ πρὶν τὸ δοκιμάσῃ, τὸν ἐπιβαρύνῃ: τὸν ἐδοκίμασεν ὅταν τὸ διέταξε νὰ ἐξέλθῃ τῆς Χαρρὰν καὶ τὸ βρῆκεν ὑπάκουον (Γεν. ιβ', 14). Τὸν ἐδοκίμασεν ὅταν ὁ Ἀβραὰμ στηριζόμενος στὸ ὄνομα τῆς πίστης ἐλευθέρωσεν τὸν ἀνεψιόν, ὅταν ἀπὸ τὰ λάφυρα δὲν ἄγγιξεν τίποτα (Αὐτόθι ιδ', 16), ὅταν ὁ Θεὸς ὑπεσχέθη γυιὸν ἐνῶ ἦταν ἤδη γέρος ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἦταν ἑκατὸν ἐτῶν, καὶ ἐνῶ ἤξερεν ὅτι τὰ γυναικεῖα τῆς Σάρας εἶχαν παύσει (Αὐτόθι ιζ', 19), ὅμως ὁ Ἀβραὰμ ἐπίστευσε, δὲν ταλαντεύθηκεν στὴν πίστη, ἐνῶ μποροῦσε νὰ ἔχῃ ἀμφιβολίες λόγῳ τῆς στειρότητος ἢ τοῦ γήρατος: τὸ δοκίμασεν στὴν προθυμίαν τῆς φιλοξενίας (Γεν. ιη' 1 καὶ ἑξῆς). Τὸν θεώρησε λοιπὸν δόκιμον καὶ ὡς ἰσχυρότερον ἄξιον νὰ πειρασθῇ ὑπὸ τῶν ἀρχόντων καὶ κάποιων σκληρῶν εἰς τὴν ἐξουσίαν. Καὶ ἀπ' αὐτὸ βέβαια τὸ παράδειγμα διδασκόμεθα γιατὶ κάποιος μέσω ἀληθινῶν γεγονότων δοκιμάζεται: πειράζεται ὅμως καὶ ὑπὸ μὴ ἀληθινῶν καὶ ὑπὸ εἰκονικῶν καταστάσεων. Διότι δὲν ἤθελεν ὁ Θεὸς νὰ θυσιασθῇ ὑπὸ τοῦ πατρὸς ὁ γυιὸς δὲν ἤθελε νὰ τελεσθῇ τέτοια θυσία, αὐτὸς ὁ ὁποῖος προσέφερεν πρὸς θυσίαν ζῶον ἀντὶ τοῦ γυιοῦ: ἀλλ' ἐπείραζεν τὸν ζῆλον τοῦ πατρός, ἐὰν δηλαδὴ αὐτὸς πράγματι προκρίνῃ τοῦ γυιοῦ τὰ παραγγέλματα τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μὴ ἀλλοιώσῃ διὰ τῆς προσηλώσεως τῆς πατρικῆς ἀφοσίωσης τὴ δύναμη τῆς πρὸς τὸ Θεὸν εὐσεβείας.
67. Καὶ εἶπεν πρὸς αὐτόν: Ἀβραὰμ, Ἀβραὰμ (Γεν. κβ', 1). Μὲ τὴν ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος διεγείρει τὸ νοῦν, γιὰ νὰ εἶναι περισσότερον ἕτοιμος. Τέλος ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: Ἰδοὺ ἐγώ. Καὶ εἶπεν: Παράλαβε τὸν προσφιλῆ σου γυιόν, τὸν Ἰσαὰκ τὸν ὁποῖον ἀγάπησες καὶ πήγαινε σὲ περιοχὴν ὑψηλήν, καὶ θὰ μοῦ τὸ θυσιάσῃς σὰν ὁλοκαύτωμα πάνω σ' ἕνα βουνόν, τὸ ὁποῖο θὰ σοῦ δείξω (Αὐτόθι, 1,2). Δὲν ἀφίνει ἀργὸν τὸν πατρικὸν ζῆλον. Ἐξ ἀρχῆς μόλις ἐρεθίζει καὶ κεντρίζει μὲ τὰ κεντριὰ τῆς πίστης, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ γυιοῦ προσέθεσεν εἰς τὸ ὄνομα τῆς φιλίας καὶ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης. Δὲν θεώρησεν ἀρκετὸ νὰ πῇ ἁπλῶς "γυιόν", προσέθεσεν, τὸν "προσφιλέστατον", τὸν Ἰσαὰκ ποὺ ἀγάπησεν (Αὐτόθι, 2). Τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει: "τὸν ὁποῖον ἀγάπησες": καὶ δὲν εἶπεν,"τὸν ὁποῖον ἀγαπᾶς";
Μποροῦμε βέβαια νὰ χρησιμοποιήσωμεν τὴν συνήθειαν τῆς Γραφῆς πρὸς ὑπεράσπισή της, διότι αὐτὴ θέτει πολλὲς φορὲς τὸν παρελθόντα χρόνον ἀντὶ τοῦ μέλλοντος ἢ τοῦ ἐνεστῶτος, ὅπως π.χ. εἰς τὸ Εὐαγγέλιον ἔχεις τὸ: Οὗτος ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα (Ματ. γ', 17) ἄν καὶ πάντοτε εὐδοκεῖ ἐν τῷ Υἱῷ ὁ Πατήρ καὶ εἰς τὸ: Εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Κύριόν μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου (Ψαλ. 109,1), ἄν καὶ ὁ Υἱὸς πάντοτε κάθεται ἐκ δεξιῶν. Μποροῦμε λοιπὸν καὶ τὸ "προσφιλέστατον" νὰ ἐκλάβωμεν εἰς τὸν ἐνεστῶτα, καὶ τὸ "αὐτὸν ποὺ ἀγάπησες" νὰ ἐκλάβωμεν σὰν νὰ δὲν πρόκειται γιὰ κάποια παρελθοῦσαν πρόσφατα ὁρμὴν ἀγάπης, ἀλλ' ὅτι σημαίνει τὸν πάντοτε καὶ γνήσια ἀγαπημένον; Διότι αὐτὸ ποὺ προσκαίρως αὐξανόταν, μὲ τὸ χρόνον ἐξασθενεῖ, ὅ,τι ὅμως ἐπὶ μακρὸν καὶ πάντοτε ἤρεσεν, δὲν μπορεῖ ἀπότομα νὰ ἀφανισθῇ. Εἶναι δυνατὸν καὶ ἐκεῖνο νὰ μὴ φανῇ ἄτοπον, τὸ ὅτι τοὺς μελλοθάνατους τοὺς ἀγαποῦμεν περισσότερον. Δηλαδὴ αὐτὸν ποὺ προηγουμένως ἀγάπησες: σὰν νὰ ἤδη ἀγαπᾶ τὸ πρὸς σφαγιασμόν. Οὔτε τυχαῖα πρόσθεσεν τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ, δηλαδὴ αὐτὸν ποὺ γέννησες μονογενῆ ἐκ τῆς συζύγου, ἀπέκτησες εἰς τὰ γηρατειά, τὸν ἔλαβες σὰν βραβεῖον τῆς πίστης σου, ἀνταμοιβὴ γιὰ τὰ ἔργα σου, τὸν ἔχεις ἐξ ἐπαγγελίας Θεοῦ, ὄχι ἕνεκα γονιμότητος τῆς συζύγου, ἀπ' τὴν ὁποία νὰ μπορῇ νὰ ἐλπίζῃς ἄλλον.
Θὰ μοῦ τὸν προσφέρῃς ὁλοκαύτωμα: ἀλλὰ προηγουμένως πήγαινε εἰς περιοχὴν ὑψηλὴν. Παρεμβάλλεται διάστημα γιὰ νὰ μὴ φανῇ ἡ ὁρμὴ νὰ σπεύδῃ ἀμέσως, ἵνα ὑφέρπῃ ἡ χάρη τῆς εὐσεβείας δι' ἐκείνης τῆς ἀναβολῆς καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ πατρός.
Προσέθεσεν: Εἰς ἕνα ὄρος, τὸ ὁποῖον θὰ σοῦ εἴπω• Καὶ ἐδῶ ὁμοίως, ἵνα ἐνῶ ἀνεβαίνει ὁ γέρων, ψύχηται ἡ ὁρμή, χαλαρώνῃ ἡ δεξιά, ἐλαττώνηται ἡ πρόθεση: καὶ ἐνόσῳ ἐπιζητεῖ νὰ μάθη ποιὸ εἶναι τὸ βουνό, νὰ λησμονήσῃ τὴν προετοιμασίαν (γιὰ τὴ θυσίαν).
68. Σηκώθηκεν ἀπ' τὸ κρεβάτι δὲ ὄχι μόνον ἁπλᾶ τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἀλλὰ προσέτι κατὰ τὸν ὄρθρον γιὰ νὰ φανῇ ὅτι ἡ νύχτα δὲν προκάλεσεν ἀνάσχεση στὴν σπουδὴν τοῦ πρόθυμου πατέρα: Ἔστρωσεν τὸν ὄνον του καὶ πῆρε μαζί του δύο δούλους καὶ τὸ γυιόν του Ἰσαὰκ καὶ ἔκοψεν ξύλα γιὰ τὸ ὁλοκαύτωμα (Γεν. κβ', 5). Ἄς μαθαίνωμε νὰ κάνωμεν ὅλες τὶς προετοιμασίες γιὰ τὴ θυσία. Μαθαίνομεν ἀκόμη τὴν προετοιμασίαν τῆς θυσίας καὶ τὴν προσφορὰν τῆς λειτουργίας νὰ τὰ κάνωμεν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ νὰ μὴ τὰ ἀναθέτωμεν σὲ ἄλλους. Γέρος ὁ Ἀβραὰμ καὶ πλούσιος σὲ κτήνη καὶ μὲ ἄφθονα ἀμπέλια δὲν ἐπιδίωξε πλήθος συνοδείας καὶ ὁ ἴδιος ἔκοψεν τὰ ξύλα καὶ οὔτε ἀνέθεσεν στοὺς ἄνδρες του μείζονες ὑπηρεσίες.
69. Ἔφθασε δὲ τὴν τρίτην ἡμέραν εἰς τὸν τόπον ποὺ τοῦ ὑπέδειξεν ὁ Θεός. Καὶ προχωρεῖ μὲ τοὺς δύο τρίτος ὁ ἴδιος, φέρνοντας μαζύ του τὸ δικόν του σφάγιον καὶ τὴν τρίτην ἡμέρα φθάνει εἰς τὸν τόπον τῆς θυσίας. Σωτήριος αὐτὸς ὁ ἀριθμὸς καὶ ἁρμόζων σ' αὐτοὺς ποὺ θὰ θυσιάζωσιν. Τέλος καὶ στοὺς μετέπειτα χρόνους ὁ Μωϋσῆς λέγει πρὸς τὸ Φαραὼ βασιλέα τῆς Αἰγύπτου: θὰ κάνωμε δρόμον τριῶν ἡμερῶν καὶ θὰ θυσιάσωμεν εἰς Κύριον τὸ Θεόν μας, ὅπως μᾶς εἶπεν (Ἐξ. η', 27). Καὶ ὀρθῶς τὴν τρίτην ἡμέραν τελεῖται ἡ θυσία τῆς Τριάδος.
70. Καὶ ἀναβλέψας τοὺς ὀφθαλμοὺς ὁ Ἀβραὰμ εἶδεν τόπο μακρόθεν (Γεν. ιζ', 4) . Ἱκετευτικὰ παρακαλεῖ αὐτὸς ποὺ ἐπιταχύνει τὴν ἐκτέλεση. Μολονότι μὲ προθυμίαν ἐπιταχύνει τὸ γεροντικὸ βῆμα, ὅμως μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς προέβλεπεν αὐτὴν τὴν πυρὰν τῆς θυσίας. Ἀνεζωογονοῦντο οἱ λειτουργίες τῶν μελῶν του, ἄν καὶ δὲν συνηθίζεται νὰ μποροῦν νὰ ἀκμάζουν τὰ γεροντικὰ μέλη. Συνήθως ἀμβλύνεται ἡ ὅραση τῶν γερόντων, ἔτσι ὥστε δὲν διακρίνουν οὔτε ὅσα βρίσκονται κοντά τους. Ἐκεῖνος ὄχι μόνον εἶδεν τὸν τόπον, ἀλλὰ ἀκόμη στάθηκεν ἐπὶ πολὺ νὰ τὸν παρατηρῇ.
71. Οὔτε ἀμφέβαλεν ὅτι τὸν εἶδεν, ἀλλὰ λέγει στοὺς δούλους του: Καθῆστε ἐδῶ μὲ τὸν ὄνον: ἐγὼ δὲ καὶ τὸ παιδί μου θὰ διαπεράσωμε μέχρις ἐκεῖ: καὶ ἀφοῦ τελέσωμεν τὰ τῆς λατρείας μας, θὰ ἐπιστρέψωμεν σὲ σᾶς (Αὐτόθι, 5) . Ἐπάξια δίδεται ὁ τύπος διὰ τοῦ ὄνου, διότι καὶ ἡ ἀλήθεια ἐπὶ πῶλον ὄνου (ἐκάθισεν). Διότι ἐν αὐτῶ ζωηρὰ προτυπώνεται ὁ λαὸς τῶν ἐθνῶν, ὁ ὁποῖος προηγουμένως βρισκόταν ὑπὸ τὸ βαρὺν ζυγόν, τώρα ὑπήχθη εἰς τὸ Χριστὀν. Ὁ Ἰσαάκ, λοιπόν, εἶναι τύπος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ ἔπασχεν. Ἦλθεν ἐπὶ ὄνου, γιὰ νὰ δηλωθῇ ὅτι θὰ πιστέψῃ ὁ λαὸς τῶν ἐθνῶν. Ὡσαύτως ὁ Κύριος ἦλθε γιὰ νὰ ὑποστῇ τὸ πάθος ὑπὲρ ἡμῶν, χρησιμοποίησεν πῶλον ὄνου, τὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος καβαλλίκευσεν πρᾶον καὶ τιθασσευμένον, ἤδη ἐμπιστευθέντα τὰ νῶτα του εἰς τὸ Χριστὸν. Αὐτὸ δὲ λέγει: Ἐγὼ καὶ τὸ παιδί μου θὰ διανύσωμε δρόμον, ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ἐμειοδότησεν ὁ πατὴρ στὴν τόσην προετοιμασίαν, οὔτε ὅτι ὁ Υἱὸς ἀπεχώρησεν: εἴτε ὅτι διήνυσαν τὴν αὐστηρότητα τόσον μεγάλου βίαιου ἔργου διὰ τοῦ φαρμάκου τῆς εὐσεβείας. Προσέθεσεν: Θὰ ἐπιστρέψωμεν σὲ σᾶς. Προφήτευσεν ὅ,τι ἀγνοοῦσεν. Ὁ ἴδιος προτίθεται νὰ ἐπιστρέψῃ μόνος, μετὰ τὴ θυσίαν τοῦ γυιοῦ: ἀλλ' ὁ Κύριος τοῦ ψιθύρισεν στ' αὐτί, τὶ ἑτοίμαζεν. Σοφιστικὰ δὲ μιλοῦσε μὲ τοὺς δούλους, μὴ τυχόν, γνωσθέντος τοῦ ἐγχειρήματος, κάποιος ἐμποδίσῃ, εἴτε ἐναντιωθῇ λόγω τῶν βογγητῶν ἢ τοῦ κλάματος.
72. Πῆρε δὲ τὰ ξύλα τοῦ ὁλοκαυτώματος καὶ τοποθέτησεν πάνω τους τὸ γυιόν του τὸν Ἰσαάκ, πῆρε μὲ τὸ χέρι του, ὁ ἴδιος φωτιὰν καὶ μαχαῖρι (Γεν. κβ', 6). Καθιερώνεται ἔτσι τὸ σφάγιον στὶς ἱερὲς λειτουργίες καὶ συνιστῶνται τὰ μέλλοντα. Τὸ σφάγιον τῆς εὐσεβείας θὰ προσκομισθῆ πρὸ τῆς ἱερᾶς λειτουργίας. Ὁ Ἰσαὰκ φορτώθηκεν τὰ ξύλα, ὁ Χριστὸς σήκωσεν στοὺς ὤμους Του τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ. Οὔτε ὁ Ἰσαὰκ ἦταν μόνος, οὔτε ὁ Ἰησοῦς μόνος. Τέλος λέγει: Μόνον μὲ ἀφίνετε, καὶ δὲν εἶμαι μόνος, διότι ὁ Πατὴρ εἶναι μαζί μου (Ἰω. ιστ', 32).
73. Εἶπε δὲ ὁ Ἰσαὰκ στὸν πατέρα του τὸν Ἀβραάμ: Πάτερ. Αὐτὸς εἶπεν: Τὶ θέλεις, γυιέ; (Γεν. κβ', 7). Ὠθεῖται ἡ πατρικὴ ἀγάπη ὑπό λέξεων εὐσεβείας καὶ διακόπτεται ποῦ καὶ ποῦ ἀπὸ κάποιαν ταραχὴν: ὁ πατήρ λέγει: "Γυιέ" ἵνα μὲ τὸν ἦχον τῶν λέξεων ἀναγνωρίζῃ ὁ πατὴρ τὸν ἑαυτόν του: διότι εἶναι ἀδύνατο νὰ μπορῇ νὰ μὴ λυγίσῃ, αὐτὸς ποὺ θὰ προτιμοῦσε νὰ ὑποστῇ ὁ ἴδιος τὴν σφαγήν. Αὐτὰ τὰ ὀνόματα τῆς ζωῆς συνήθως προκαλοῦν χάρη ὄχι τελετουργίαν θανάτου: αὐτὲς οἱ λέξεις συνήθως προτρέπουν πρὸς εὐσέβειαν ὄχι πρὸς θάνατον.
74. Προσέθεσεν ὁ Ἰσαὰκ λέγων: Ἰδοὺ τὰ ξύλα, ποῦ εἶναι τὸ πρόβατο γιὰ τὸ ὁλοκαύτωμα (Αὐτόθι); Καὶ ἐδῶ προφήτευσε διὰ τοῦ λόγου, ὄχι διὰ τῆς ἐπιγνώσεως. Διότι ἀπὸ τὸν Κύριον προετοιμαζόταν ζῶο γιὰ τὴ θυσίαν. Τέλος ἀπαντᾶ ἀνάλογα ὁ Ἀβραάμ: Ὁ Θεὸς θὰ προνοήσῃ ζῶο γιὰ ὀλοκαύτωμα, γυιέ (Αὐτόθι). Ἄκαμπτος ἀπ' τὸν ζῆλον τῆς ἀφοσίωσης ὁ λειτουργὸς δὲν διστάζει νὰ τὸν ὀνομάζῃ συχνὰ "γυιόν". Τόσον σταθερὸς ἦταν βασισμένος εἰς τὸ θεμέλιον τῆς προθέσεώς του: καὶ εἴτε θεωροῦσεν τὸν ἑαυτόν του τὸν καλλίτερον πατέρα εἴτε ἔκρινεν ὅτι θὰ ἔχῃ τὸ γυιόν του μέλλοντικὰ χάριν του κοντά του νὰ παραμένῃ γιὰ πάντα, ἐὰν τὸν θυσιάσῃ εἰς τὸ Θεόν. Ὄχι δὲ μόνο προφήτευσεν αὐτό, ποὺ παρευθὺς συνέβη, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς προνόησε γιὰ σφάγιον στὴ θέση τοῦ Ἰσαάκ, καὶ ἐπέστρεψεν τὸ γυιὸν στὸν πατέρα: ἀλλὰ καὶ ἀληθὲς εἶναι ἐκεῖνο μᾶλλον, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶχεν στὴ διάθεσή του αὐτὸ τὸ σφάγιον, ἀλλὰ ἄλλο ἦταν τὸ σφάγιον ποὺ ὁ Θεὸς ἑτοίμαζε γιὰ τὸν ἑαυτόν του γιὰ νὰ ἐξαγνίσῃ τὴν οἰκουμένην: ἐκείνο ἦταν τὸ πιὸ ἀποδεκτὸν ἀπὸ ὅλους, χάριν τοῦ ὁποίου πολλοὶ πατέρες προσφέρουν τοὺς γυιούς τους καὶ δὲν διστάζουν νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τοὺς γυιούς σ' αὐτὸν τὸν αἰῶνα. Καθημερινὰ προσφέρουν πατέρες τοὺς γυιούς τους, ἵνα ἀποθάνωσιν ἐν Χριστῷ, καὶ συνθάπτονται ἐν Κυρίῳ.
Πόσοι πατέρες, ἐπειδὴ φονεύθηκαν οἱ γυιοὶ εἰς τὸ μαρτύριον, ἐπέστρεψαν πιὸ χαρούμενοι ἀπὸ τὸν τάφον τους !
75. Ἦλθεν ὁ Ἀβραὰμ στὸν τόπον τὸν προορισμένο γιὰ τὴ θυσία: Καὶ οἰκοδόμησε βωμόν• καὶ τοποθέτησεν τὰ ξύλα (Αὐτόθι, 9). Πόσο μεγάλη ἡ δυσκολία τοῦ μέλλοντος νὰ θυσιάσῃ, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθῆ ξαφνικὰ ἁρπαγὴ τὸ πρὸς θυσίαν; Καὶ ἀφοῦ δέθηκαν χέρια καὶ πόδια τοῦ Ἰσαὰκ τοῦ γυιοῦ του, τὸν τοποθέτησεν εἰς τὸ βωμὸν πάνω στὰ ξύλα (Αὐτόθι). Ὁ πατὴρ ἔδεσε μὲ δεσμὰ τὰ χέρια τοῦ γυιοῦ• γιὰ νὰ μὴ διαφύγῃ ὁ γυιὸς καὶ ἁμαρτήσῃ ἀναστατωθεὶς ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ πυρός.
76. Καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος. Ἀβραάμ, Ἀβραάμ (Αὐτόθι, 11). Ἔτσι ἡ θεϊκὴ φωνὴ τοῦ συγκράτησεν τὰ χέρια καὶ σταμάτησεν τὸ χτύπημα τῆς τρεμάμενης δεξιᾶς του. Οὔτε τὸν ὀνόμασε ἅπαξ• γιὰ νὰ μὴ τυχὸν εἴτε τελείως δὲν ἀκούσῃ, εἴτε θεωρήσῃ τυχαίαν τὴ φωνήν. Ἔτσι τὸν ἀνεκάλεσεν, ὅπως τὸν διέταξεν. Ἐπανέλαβεν τὴ λέξη σὰν νὰ εὐλαβηθεὶς μήπως δὲν προλαμβάνετο νὰ προειδοποιηθῇ ἕνεκα τοῦ ζήλου τῆς ἀφοσιώσεως, καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσεν ὁ ἦχος μιᾶς λέξης νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν ὁρμὴν τοῦ θυσιαστῆ. Δὲν θὰ βάλῃς χέρι στὸ παιδί, οὔτε θὰ τοῦ κάνῃς τίποτα: διότι τώρα γνώρισα ὅτι σέβεσαι τὸ Θεόν σου, καὶ ὅτι δὲν ἐφείσθης τοῦ προσφιλεστάτου σου γυιοῦ χάριν μου (Αὐτόθι, 12): πρᾶγμα ποὺ σημαίνει: Δοκίμασα τὸν ζῆλον σου, δὲν ἀπαιτῶ τὴν ἐκτέλεση τῆς πράξης. Ἐπείρασα τὸ νοῦν σου, ἐὰν ἀκόμη καὶ τὸν προσφιλέστατόν σου γυιὸν δὲν θὰ λυπόσουν γιὰ χατήρι δικό μου. Δὲν ἀφαιρῶ αὐτὸ ποὺ ἐγὼ ὁ ἴδιος δώρισα, οὔτε φθονῶ τὸν κληρονόμον, τὸν ὁποῖον ἐδώρισα σὲ σένα ποὺ δὲν τὸν εἶχες. Οὔτε τυχαῖα καὶ ἐδῶ τὸν ὀνόμασεν προσφιλέστατόν του γυιόν, ἵνα ἐκεῖνο ποὺ ἀνωτέρω εἶπεν, "αὐτὸν ποὺ ἀγάπησες", δείξη ὅτι γι' αὐτὸ ἐλέχθη, γιὰ νὰ ἐκτιμήσῃς δηλαδὴ ἐσὺ ὅτι ἤδη δὲν ἔπαυσε νὰ ἀγαπάῃ.
77. Καὶ ἀναβλέψας ὁ Ἀβραὰμ εἶδεν, καὶ ἰδοὺ κριὸς κρατούμενος ὑπὸ τῶν κεράτων εἰς φυτὸν πυκνόφυλλον (Αὐτόθι, 13). Γιὰ ποιὸν λόγον κριός; Ὡς τὸν ἐπικεφαλῆς τῆς λοιπῆς ἀγέλης. Γιὰ ποιὸ λόγον κρεμώμενον; Γιὰ νὰ παρατηρήσῃς ὅτι ἐκεῖνο τὸ σφάγιο δὲν εἶναι γήϊνο. Γιὰ ποιὸ λόγον κρεμάμενον ἀπὸ τῶν κεράτων, παρὰ ἐπειδὴ ὕψωσεν ἀπὸ τὴ γῆν τὴν σάρκα του μὲ ἀνωτέρα δύναμη; σύμφωνα μὲ τὸ γεγραμμένον. Τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτοῦ (Ἡσ. θ', 6). Ποιὸς φυσικὰ σημαίνεται, παρὰ ἐκεῖνος γιὰ τὸν ὁποῖον ἐγράφη: Ὕψωσεν κέρας εἰς τὸν λαὸν αὐτοῦ (Ψαλ. ρμη', 14); Τὸ κέρας μας εἶναι ὁ Χριστὸς, ὁ ὁποῖος ὑπερέχει πάντων, ὅπως διαβάζομεν: Ὡραιότερος ὑπέρ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων (Ψλ. μδ', 3). Μόνος ὑψωθεὶς καὶ ἀναβὰς μεγαλοπρεπῶς ἀπὸ τὴ γῆ, ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς διδάσκει, ὅταν λέγῃ: Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμον, ἐγὼ ἐκ τῶν ἄνω εἶμαι (Ἰω. η', 23). Αὐτὸν εἶδεν ὁ Ἀβραὰμ σ' αὐτὴν τὴ θυσίαν, πρὸς τὸ πάθος αὐτοῦ προσέβλεψεν. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει γι' αὐτὸν: Ἀβραὰμ εἶδεν τὴν ἡμέρα μου, καὶ ἐχάρη (Αὐτόθι, 56).
78. Ὅθεν ἡ Γραφὴ λέγει: Ἐκάλεσεν ὁ Ἀβραὰμ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, "ὁ Κύριος εἶδεν"• καὶ ὅπως σήμερα τὸ λέγουν: "Εἰς τὸ ὄρος ἐμφανίστηκεν ὁ Κύριος" (Γεν. κβ', 14) τοὐτέστιν ὅτι ἐμφανίστηκεν στὸν Ἀβραάμ, ἀποκαλύπτοντας τὸ μελλοντικὸν πάθος τοῦ σώματός Του, διὰ τοῦ ὁποίου ἐλύτρωσεν τὸν κόσμον: ἐπιδεικνύων ἀκόμη τὸ εἶδος τοῦ πάθους, τὸν ἔδειξεν ὡς κρεμάμενον. Ἐκεῖνοι οἱ θάμνοι εἶναι τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ. Καὶ πάνω σ' αὐτὸ τὸ ξύλον ὁ ἐξαισιότατος μπροστάρης τῆς ποίμνης ὑψωθεὶς, τὰ πάντα ἕλκυσεν πρὸς τὸν ἑαυτὸν του, ἵνα ἀπὸ ὅλους γίνῃ γνωστός. Ὅθεν καὶ ὁ ἴδιος λέγει: Ὅταν ὑψώσητε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ εἶμαι (Ἰω. κ', 28). Ὅθεν καὶ ἄξιος τοῦ Θεοῦ ἔγινεν ὁ Ἀβραάμ.
79. Τέλος αὐτὴ εἶναι ἡ τρίτη εὐλογία. Διότι ἔλαβεν τρεῖς μεγάλες εὐλογίες: μία μετὰ τὴ νίκην, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐλευθέρωσεν τὸν ἀνεψιόν, τότε ποὺ προσέτρεξεν πρὸς ἐκεῖνον τὸν Μελχισεδὲκ (Γεν. ιδ', 19), ὅταν ὁ Κύριος εἶπεν: Κύτταξε τὸν οὐρανόν, καὶ μέτρησε τ' ἀστέρια ἄν μπορῇς: ἔτσι θὰ εἶναι τὸ σπέρμα σου. Καὶ πίστευσεν ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὸ Θεόν, καὶ τοῦ λογίστηκεν εἰς δικαιοσύνην (Γεν. ιε', 5,6): τὴν ἄλλην, ὅταν διατάχθηκεν ὁ Ἀβραὰμ νὰ πάρῃ ὄνομα καῖ δέχθηκεν σὰν σημάδι τὴν περιτομήν (Γεν. ιζ', 5,10): τρίτον ἐδῶ, ὅταν δηλαδὴ δὲν δίστασε νὰ προσφέρῃ εἰς τὸ Θεὸν ὡς ὁλοκαύτωμα τὸ γυιόν του. Αὐτὴ ἡ τελευταία εὐλογία ὑπερεῖχεν τῶν ἀνωτέρω. Διότι σ' ἐκεῖνες ὑπεσχέθη (ὁ Θεὸς) τὴ μέλλουσαν ἐξάπλωση τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀβραὰμ: σ' αὐτὴν ὅμως λέγει: Καὶ θὰ εὐλογηθοῦν ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ἐπειδὴ ἄκουσες τὴ φωνή μου (Γεν. κβ', 18). Ἑπομένως καὶ ἐμεῖς ἄς ἀκούωμεν τὴ φωνὴν τοῦ Θεοῦ μας, καὶ ἄς πειθαρχῶμεν στὶς ἐντολές του, ἄν θέλωμε νὰ εὕρωμε χάρη κοντά Του.

Κεφάλαιον Θ'


Πεθαίνει ἡ Σάρα καὶ θάπτεται. Ὁ Ἀβραὰμ προνόησεν σύζυγο γιὰ τὸ γυιόν του, καὶ πρὸς τοῦτο δέσμευσε μὲ ὅρκον τὸν ἀγαπημένον του ὑπηρέτην: καὶ τὶ μυστήριον κρύπτεται ἐκεῖ. Ἐξεταστέα ἐν πρώτοις εἰς τὴ διαλεγμένην σύζυγον ἡ θρησκεία, ἀπ' τὴν ὁποίαν ἐξαρτῶνται τὰ ἤθη. Πῶς πρέπει νὰ τὴν ζητῶμε μεταξὺ τῶν ἐγγυτάτων, ὄχι μεταξὺ τῶν ἀλλογενῶν, οὔτε χωρὶς τὴ θέλησή της. Ὡσαύτως πῶς εἰς τὸ πρόσωπον τῆς Ρεβέκκας σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ βάπτισμα. Ποιὰ ἐνώτια κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς Ρεβέκκας πρέπει νὰ θωπεύωσιν οἱ χριστιανὲς παρθένες: τὶ ἆράγε νὰ σημαίνωσιν τὰ ἄλλα δῶρα ποὺ προσφέρθηκαν στὴν ἴδιαν κοπέλλαν. Πῶς ἡ ἴδια προσέφερεν παράδειγμα αἰδοῦς, καὶ πῶς ὀρθῶς μὲ τὸ γάμον της ἐκφράζεται ἡ κλήση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ διακονία ἡ ἀποστολικὴ.

80. Τὸ ἐδάφιον ποὺ ἀκολουθεῖ κάνει λόγο γιὰ τὸ θάνατον τῆς συζύγου, γιὰ τὸ θρῆνον τοῦ συζύγου, γιὰ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ ἐνταφιασμοῦ: Μὲ αὐτὰ ἐπιδοκιμάζεται ἡ συζυγική στοργή. Καὶ σηκώθηκεν, εἶπεν, ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ ἔμπροσθεν τοῦ νεκροῦ σώματος (Γεν. κγ', 3). Ἄς μαθαίνωμε νὰ μὴ προσκολλώμεθα ἐπὶ πολὺ στοὺς νεκρούς, ἀλλὰ ἄς τοὺς προσφέρωμεν ὅσον διαρκεῖ ἡ ἀκολουθία κι' αὐτὸ εἶναι ἀρκετόν. Ἔσπευσε δὲ νὰ δώσῃ χρήματα ἔμπροσθεν τοῦ τόπου τῆς ταφῆς, ἄν καὶ τοῦ παρεχωρεῖτο ὁ τόπος δωρεάν• γιὰ νὰ μὴ οἰκοδομῶμεν τὰ μνημεῖα τῶν συγγενῶν καὶ κοντινῶν μας σὲ ξένους τόπους ἀλλὰ μᾶλλον στοὺς δικούς μας. Διότι συχνὰ μὲ τὰ ξένα κτήματα προκύπτουν πωλήσεις αὐτῶν ἀκριβῶς τῶν κτημάτων, ὅπου ἔχομεν ἤδη κάνει τὴν ταφήν. Γι' αὐτὸ ἔτσι ὁ Ἀβραὰμ ἔκανε διότι δὲν ὑπῆρχαν τότε ἀκόμη τέτοιου εἴδους τεμένη τοῦ Θεοῦ (ὅπως τώρα ἔχομεν ἐμεῖς), ὅπου τὰ λείψανα τῶν πιστῶν τῷ Κυρίῳ νὰ φυλάσσωνται.
81. Εἶχεν πολὺ γεράσει ὁ Ἀβραὰμ: ὅθεν ὅπως κάθε καλὸς πατέρας, ἔπρεπε νὰ προνοήσῃ γιὰ σύζυγον χάριν τοῦ γυιοῦ: ἀλλ' ἐξ αἰτίας χρησμοῦ θεϊκοῦ δὲν μποροῦσε νὰ πορευθῇ ἐκεῖ, ἀπ' ὅπου εἶχε διαταχθῇ νὰ φύγῃ. Διότι κατοικοῦσεν στὴ γῆν τῶν Χαναναίων ἐκ τοῦ γένους τῶν ὁποίων ἀπέφευγε νὰ ἐπιδιώξῃ νόμιμη διαδοχή.
82. Καὶ ἐκάλεσεν τὸν πρεσβύτερον παῖδα (δοῦλον) τοῦ οἴκου του (Γεν. κδ', 2) καὶ τοῦ εἶπε νὰ ὑπάγῃ εἰς Χαράν, καὶ νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του σύζυγον γιὰ τὸ νεώτερον ἀφεντικόν του. Μάθαινε ἐδῶ ὅτι οἱ δοῦλοι ἀκόμη καὶ γεροντικῆς ἡλικίας ὀνομάζονται ἀπὸ τὰ ἀφεντικά, εἴτε ἀπὸ κάποιους ἀνώτερούς τους "παῖδες". Ὅταν καὶ κάποιος ποιητὴς εἶχεν τὴν ἀκόλουθη γνώμην εἴτε ὁ ἴδιος αὐτὸ τὸ συμπεραίνει διὰ τὴν χρησιμοποίηση ὅσων δούλων θεωρεῖ πεπαιδευμένους καὶ σοφούς, εἴτε ὁ ἴδιος περὶ τῶν ἰδικῶν μας μᾶς τὸ μεταφράζει: εἴτε μεταφρασμένο τὸ ἀνακαλύπτει "βόσκετε ἵνα πρὶν ἀπὸ τὰ βόδια, ὦ παῖδες, τιθασσεύητε τοὺς ταύρους" . (Βίργ. Ἐκλ. Ι) Ὅθεν καὶ παῖδας λέμε, ὅταν θέλωμε νὰ δηλώσωμεν τοὺς δούλους, ἐκφράζοντες ὄχι τὴν ἠλικίαν, ἀλλὰ τὴν συνθήκην ζωῆς τους.
83. Παρατήρησε τώρα τὶς ἀρετὲς τοῦ καλοῦ οἰκοδεσπότη καὶ θεώρησε πρῶτα, τὶ εἶναι τὸ δῶρον καὶ σὲ ποιὸν δίνει τὴν ἐντολήν: γιὰ νὰ διδάσκῃς καὶ σὺ ἔτσι τοὺς δούλους σου ὥστε αὐτοὶ νὰ φέρωσιν στὰ παιδιά σου τὴν πατρικὴν ἀγάπην καὶ νὰ προσφέρωσιν τὶς ὑπηρεσίες. Ἀνευρέθη ἐκ τῶν δούλων, πρεσβύτερος ὅμως, ἵνα διαλέξῃ σύζυγον προορισμένην γιὰ τὸ νεώτερον ἀφεντικόν, καὶ ἀναγκασθεὶς νὰ ὁρκισθῇ, ἔβαλεν τὸ χέρι του εἰς τὸ μηρὸν τοῦ κυρίου του. Μὲ τὸ μηρὸν ἐννοοῦμεν τὴ γενεά: γενεὰ δὲ τοῦ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ Χριστός. Ὅθεν καὶ ὁ ἀπόστολος λέγει: Τῷ Ἀβραὰμ ἐδόθησαν ἐπαγγελίαι καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ. Δὲν εἶπεν καὶ τοῖς σπέρμασιν, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ πολλά: ἀλλὰ σὰν γιὰ ἕνα καὶ γιὰ τὸ σπέρμα σου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς (Γαλ. γ', 16). Δείχνοντας σ' ἐμᾶς μὲ τὸν ἴδιον τὸ ἱερὸ μυστήριο, ὅτι θὰ ἔλθῃ ὅλη ἡ βοήθεια αὐτοῦ.
84. Ἀνάγκασε δὲ αὐτὸν νὰ μὴ φέρῃ ἐκ τοῦ σπέρματος τῶν Χαναναίων σύζυγον γιὰ τὸ ἀφεντικόν του καὶ ἔτσι μεταβιβάση στοὺς δικούς του τὴν κατηραμένην κληρονομίαν• καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ γνωρίζωμεν τὴν πίστη καὶ ποίαν κληρονομίαν πρέπει νὰ ἐπιζητῶμεν σ' αὐτοὺς ἀπὸ τὸ γένος τοῦ πατρός, τοὺς ὁποίους θέλομε νὰ παντρευθῶμεν.
Διότι, μετὰ τοῦ ἁγίου θὰ εἶσαι ἅγιος, μετὰ τοῦ στρεβλοῦ, στεβλός. Ἄν αὐτὸ ἰσχύει σὲ ἄλλα θέματα, πόσο μᾶλλον στὸ γάμον, ὅπου εἶναι μία σάρκα καὶ ἕνα πνεῦμα. Πῶς εἶναι δὲ δυνατὸ νὰ ἐναρμονίζηται ἡ ἀγάπη, ἐὰν διαμελίζηται ἡ πίστη; Καὶ ἐπίσης, πρόσεχε, Χριστιανέ, μήπως παραδώσῃς τὴ θυγατέρα σου σὲ ἐθνικὸν ἢ Ἰουδαῖον. Πρόσεχε, εἶπα, τὴν εἰδωλολάτρισσα ἢ τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν ἀλλογενῆ, δηλαδή, τὴν αἱρετικὴν καὶ κάθε ξένην πρὸς τὴν πίστη σου νὰ μὴ καλέσῃς σὰν σύζυγό σου.
Πρώτη πίστη στὸ γάμον εἶναι ἡ χάρη τῆς ἁγνότητας. Ἄν λατρεύῃ εἴδωλα τῶν ὁποίων προλέγονται οἱ μοιχεῖες, ἄν ἀρνῆται τὸ Χριστόν ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπιστάτης καὶ ἐπιβραβευτὴς τῆς σεμνότητος, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ἀγαπᾷ τὴν σεμνότητα; Ἄν αὐτὴ εἶναι Χριστιανή, δὲν εἶναι ἀρκετὸν, παρὰ ἐὰν ἀμφότεροι ἔχητε μυηθῇ εἰς τὸ μυστήριον τοῦ βαπτίσματος.
Συγχρόνως τὴ νύκτα πρέπει νὰ σηκώνησθε γιὰ προσευχὴν καὶ νὰ τιμᾶται ὁ Θεὸς μὲ τὶς συζυγικὲς προσευχές. Ἐπέρχεται τὸ ἄλλον παράσημον τῆς ἁγνότητος, ἐὰν πιστεύῃς στὸ Θεόν σου, σ' ἐσένα ποὺ ἐκληρώθης, σοῦ χαρίζεται γάμος. Ὅθεν καὶ ὁ Σολομὼν λέγει: Παρὰ τοῦ Θεοῦ, εἶπεν, ἑτοιμάζεται σύζυγος γιὰ τὸν ἄνδρα (Παρ. ιθ', 14). Δὲν μποροῦν αὐτὸ νὰ τὸ πιστεύσωσιν οἱ ἀλλόπιστοι, ὥστε νὰ θεωρῶσιν ὅτι κάποιος ἔχει ἀμέριστην τὴ χάρη τοῦ γάμου, ἀπ' ὅ,τι αὐτὸ ποὺ δὲν λατρεύει. Ἡ λογικὴ τὸ διδάσκει καὶ περισσότερα παραδείγματα παραινοῦν. Συχνὰ τὰ γυναικεῖα θέλγητρα ἐξαπατοῦν καὶ τοὺς δυνατότερους ἄνδρες καὶ τοὺς κάνουν νὰ ἐκπίπτουν τῆς θρησκείας (Γ' Βασ. ια', 4). καὶ ἔτσι ἐσύ, εἴτε συμβουλεύου τὸν ἔρωτα, εἴτε φυλάξου ἀπὸ τὴν πλάνην. Πρῶτον λοιπόν, στὸ γάμον ἐρευνᾶται τὸ ζήτημα τῆς θρησκείας. Ἔτσι ὁ Ἀβραὰμ τὴν τοῦ αὐτοῦ γένους ἐπεζήτησεν νὰ δώσῃ στὸ γυιόν του.
85. Καὶ σὺ νὰ ἐπιζητῇς τὴν τοῦ ἰδίου γένους. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ τοῦ ἰδίου γένους, ὁ πλησίον; Ὅποιος, εἶπεν, ἔκανεν εὐσπλαχνίαν (Λουκ. ι', 37). Εἰς τὸ Εὐαγγέλιον, αὐτὸ εἶπεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Καὶ σὺ ἐπιζήτει τὴν ἐγγυτάτην τοῦ γένους Ἀβραάμ, τὴν συγγενῆ τοῦ ὁμογενοῦς σου. Σπέρμα Ἀβραὰμ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ἴδιος ὁ πλησίον πάντων, διότι αὐτὸς σὲ ὅλους ἔδειξεν εὐσπλαχνίαν, αἴροντας τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Μάθε ἔπειτα τὶ πρέπει νὰ ζητῆται στὴν σύζυγον: ὄχι χρυσάφι, ὄχι ἀσῆμι ζήτησεν ὁ Ἀβραάμ, ὄχι κτήματα, ἀλλὰ τὴ χάρη τοῦ καλοῦ φυσικοῦ της χαρακτῆρος.
86. Ἔπειτα ἐρωτηθεὶς ὁ Ἀβραὰμ ἄν ἐπειδὴ τυχὸν δὲν ἤθελε νὰ ἔλθῃ ἡ σύζυγος, ποῖον ἐκ τῶν δύο ἆραγε, νὰ ὁδηγήσῃ ἐκεῖ τὸ γυιὸν τοῦ κυρίου του ναὶ ὴ ὄχι; Πρόσεχε, εἶπεν, μὴ ὁδηγήσῃς ἐκεῖ τὸ γυιόν μου. Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ ὁ καὶ Θεὸς τῆς γῆς μὲ προσέλαβεν ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου, καὶ ἐκ τῆς γῆς εἰς τὴν ὁποίαν ἐγεννήθην καὶ συνομίλησε μαζί μου καὶ ὠρκίσθηκε, λέγων: Αὐτὴν τὴ γῆν θὰ τὴ δώσω σὲ σένα καὶ στοὺς ἀπογόνους σου• ὁ ἴδιος θὰ στείλῃ τὸν ἄγγελόν του ἔμπροσθέν σου, καὶ θὰ διαλέξῃς σύζυγο γιὰ τὸ γυιό μου. Διότι μόνον ἐὰν δηλώσῃ ἡ γυναῖκα ὅτι θὰ ἔλθῃ μαζί σου σ' αὐτὴν ἐδῶ τὴ χώρα, θὰ εἶσαι ἀπαλλαγμένος ἀπ' αὐτὸν τὸν ὅρκον (Γεν. κδ', 6-8);
Τοῦτο νὰ σκέφτεσαι ἐπιμελέστερον πῶς θὰ πραγματοποιηθῇ αὐτό. Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ διαλέξῃς ἀλλογενῆ. Φυσικὰ ἐὰν γίνῃ χριστιανή, θὰ ἔχης ἕνεκα αὐτῆς τὸν ἔπαινον. Ἐπίσης ἡ ἀνάγνωση τοῦ κειμένου διδάσκει, ἐὰν ἀρνηθῇ νὰ γίνῃ χριστιανή, σὲ ἀποτρέπει ἀπ' τὴν πίστη ἡ σπουδὴ τῶν γάμων.
Ὁ Ἀβραὰμ συμβούλευσε νὰ ὁδηγηθῆ ἡ γυναῖκα ἔξω ἀπὸ τὴ χώρα της ἐὰν ἐκούσια ἀκολουθήσῃ, νὰ μὴ τῆς ζητηθῇ νὰ ἔλθη ἐὰν ἐπιμείνῃ νὰ μείνῃ στὴ χώρα της, οὔτε ὁ γυιός του νὰ πορευθῇ ἐκεῖ. Καὶ μὲ τὴ σωφροσύνην τοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν κατοίκηση τῆς γῆς ὅπου κατοικοῦσεν, εἶχεν ὁδηγηθῆ ἔξω, ὄχι γιὰ τὴ μέλλουσαν εὐσπλαχνίαν, ἀλλὰ μὲ τὸν ζῆλον τοῦ ὑποψηφίου νὰ μεταστρέψη τὴν διάθεση τῆς κορασίδος.
Ὡς προφήτης τὸ εἶπε γιὰ τὴν ὑπόθεση τοῦ γυιοῦ, καὶ ὡς δάσκαλος τῆς ἠθικῆς δίδαξε νὰ ἐλπίζωμεν ἀπὸ τὸν Κύριο, διότι ἀξιώνεται νὰ βοηθήσῃ οἱονδήποτε κάνει ἔρευνα γιὰ τὰ σπέρματα τῆς πίστεως.
87. Καὶ ἐγερθεὶς ὁ δοῦλος ἐπορεύθη εἰς Μεσοποταμίαν (Αὐτόθι 10): καὶ κατὰ τὴν σειρὰν τῆς εὐχῆς, ὅ,τι ὁ ταξιδεύων δοῦλος εἶχεν εὐχηθῇ, προσέτρεξεν πρὸς αὐτόν, ἔχουσα στάμνα στοὺς ὤμους της ἡ Ρεβέκκα, παρθένος ὡραιοτάτη, αὐτὴ ποὺ δὲν εἶχε γνωρίσει ἄνδρα. Κατέβηκε λοιπὸν στὴν πηγὴν καὶ γέμισεν τὴ στάμναν της, ἔδωσεν στὸ δοῦλο νὰ πιῇ, πότισεν ὅλες τὶς καμῆλες του (Αὐτόθι, 15, 16). Ὅθεν ὁ δοῦλος τοῦ Ἀβραὰμ ἔλαβε χρυσᾶ σκουλαρίκια βάρους μισοῦ σίκλου, καὶ δύο βραχιόλια βάρους δέκα σίκλων καὶ τῆς τὰ ἔδωσεν στὰ χέρια της καὶ τὴ ῥώτησεν ἄν ὑπάρχῃ τόπος φιλοξενίας καθὼς καὶ ποιανοῦ κόρη ἦταν. Ἐκφράζεται βέβαια μ' αὐτὰ ἡ ἠθικὴ ἁπλότητα, διότι ὁ τόπος δὲν ἦταν κατάλληλος γιὰ νὰ γίνῃ πρόταση γάμου. Ἀλλὰ πρέπει σ' αὐτὰ νὰ θεωρῶμεν τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ποῦ ἀνακαλύπτεται ἡ Ἐκκλησία, παρὰ εἰς τὴ Μεσοποταμίαν; Ἐκεῖ ἀναζητεῖται: ἀπὸ ἐκεῖ καλεῖται νὰ μᾶς ἔλθῃ, ὅπου γεμίζει ἀπὸ δύο ποταμούς, ἀπὸ τὸ βάπτισμα, τὸ λουτρόν τῆς χάριτος καὶ ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Διότι ἐὰν δὲν ξεπλύνῃς τὰ ἁμαρτήματά σου, ἐὰν δὲν λάβῃς τὴ χάρη τοῦ βαπτίσματος, δὲν ἀποκτᾶς τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ οὔτε δεσμὸν συζυγικόν. Τὴν προστατεύουν ὁ Τίγρις, δηλαδὴ ἡ σύνεση, καὶ ὁ Εὐφράτης, δηλαδὴ ἡ δικαιοσύνη, καὶ ὁ καρποφόρος φωτισμός, ὁ ὁποῖος (μᾶς) χωρίζει ἀπὸ τὰ βάρβαρα ἔθνη.
88. Παρθένος δὲ ὡραιοτάτη (Αὐτόθι 16), τῆς ὁποίας τὴν ὀμορφιὰ δὲν μειώνει καθόλου ἡ ἡλικία. Λίαν ὄμορφη, ἐπειδὴ ὡραῖος ὑπὲρ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος τὴν ἔκανε δικήν του. "Τὴν ὁποίαν δὲν ἐγνώρισεν ἄνδρας" (Αὐτόθι): διότι δὲν εἶχεν αὐτὴ δεσμὸ μὲ κανένα ἄνδρα, ἀλλὰ εἰς μόνον τὸ Χριστὸν ἦταν ἀφιερωμένη. "Ἔχουσα στάμναν εἰς τὸν ὦμον της" (Αὐτόθι), ἵνα δι' αὐτῆς πλένῃ τὰς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἐπειδὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ συνάθροιση τῶν ἐθνικῶν, ἵνα δι' αὐτῆς τῆς στάμνας τοὺς δικούς της πλένῃ ἔτσι ἐπειδὴ στοῦ νόμου "κατέβηκεν τὴν πηγήν, καὶ ἐγέμισεν τὴν ὑδρίαν καὶ ἀνέβη" (Αὐτόθι, 16). Ἡ Σαμαρείτισσα ἐκείνη ἦλθεν εἰς τὴν πηγήν, ὅπως εἶναι γραμμένον στὸ Εὐαγγέλιον (Ἰω. ιε', 7), ἀλλὰ δὲν κατέβηκεν: αὐτὴ κύτταζεν τὸ φρέαρ, οὔτε γέμισεν ὑδρίαν. Τέλος λέγει: Ὑδρία δὲν ἔχω. Δὲν εἶχε μὲ τὶ νὰ πλύνῃ τὶς δικές της πράξεις. Ἐνῶ αὐτὴ (ἡ Ρεβέκκα) μόνη κατέβηκεν, αὐτὴ μόνη γνώρισεν τὴν ἀληθινὴν πηγήν, δηλαδὴ τὴν πηγὴν ὄχι τοῦ ὕδατος, ἀλλὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς, ὅπως εἶπεν ὁ Δαβίδ: "ὅτι παρὰ σοὶ πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς" (Ψαλ. λε', 10). Ὡσαύτως εἶχε τὶ νὰ δώσῃ στοὺς διψασμένους, γιατὶ ἐπίστευσεν. Διότι αὐτὴ ποὺ δὲν πίστευεν, λέγει σ' αὐτὸν ποὺ ἤθελε νὰ τῆς δώσῃ νὰ πιῆ ἀπὸ ἐκείνην τὴν πηγήν: Πόθεν ἔχεις γιὰ νὰ δώσῃς σὲ μένα ὕδωρ ζῶν; (Ἰω. δ', 11). Αὐτὴ ὅμως (ἡ Ρεβέκκα), εἶχεν πόθεν νὰ ποτίσῃ ὄχι μόνον τὸ δοῦλον, ἀλλὰ καὶ τὶς καμῆλες, ἡ ὁποία ὄχι μόνον τοὺς δικαίους της συνήθιζε νὰ ποτίζῃ, ἀλλὰ προσέτι νὰ ξεδιψᾶ τοὺς ἀδίκους. Ὡσαύτως ἔλαβεν τὰ χρυσᾶ σκουλαρίκια καὶ βραχιόλια, τὰ ὁποῖα ἔστειλεν ὁ Ἀβραάμ, ὡς βραβεῖα τῶν ἀξιομισθιῶν της.
89. Ἴσως ἀκούοντας αὐτά, ὦ κορασίδες, οἱ ὁποῖες σπεύδετε πρὸς τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, καὶ ἐσεῖς παρακινηθῆτε νὰ ἔχῃτε σκουλαρίκια καὶ βραχιόλια, καὶ πῆτε: Πῶς ἀπαγορεύεις, αὐτό, ὦ ἐπίσκοπε, νὰ ἔχωμεν ὅ,τι ἡ Ρεβέκκα ἔλαβεν ὡς δῶρον, καὶ συνάμα προτρέπεις νὰ γίνωμεν ὅμοιες μὲ τὴ Ρεβέκκαν; Ἀλλ' ἡ Ρεβέκκα δὲν εἶχεν αὐτὰ τὰ ἐνώτια κι' αὐτὰ τὰ βραχιόλια, τὰ ὁποῖα συνήθως ἔριδες σπέρνουν στὴν Ἐκκλησίαν, καὶ τὰ ὁποῖα πολλάκις χάνονται: ἄλλα σκουλαρίκια εἶχεν, ποὺ εἶθε νὰ τὰ εἴχατε καὶ σεῖς! Ἄλλα βραχιόλια. Τὰ ἐνώτια τῆς Ρεβέκκας σήμαιναν τὴν καθαρὰν ἀκοὴν καὶ τὰ βραχιόλια της τὰ στολίδια τῶν πράξεών της. Αὐτὰ τὰ ἐνώτια εἶχεν ποὺ δὲν βαραίνουν τ' αὐτιά, ἀλλὰ τὰ χαϊδεύουν: αὐτὰ τὰ βραχιόλια ποὺ δὲν βαραίνουν τὸ χέρι μὲ ὑλικὸ χρυσάφι, ἀλλ' ἐξυψώνουν μὲ πνευματικὴν πράξη. Καὶ σύ φόρα τὰ ἐνώτια, τὰ ὁποῖα σοῦ ἄφησεν ὁ Ἀβραάμ: φόρα τὰ βραχιόλια ποὺ σοῦ ἄφησεν. Ἄκου τὰ λόγια Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ὅπως ὁ ἴδιος ἄκουεν • ἐφάρμοζε τὰ διατεταγμένα, ὅπως ὁ ἴδιος ἔσπευσε νὰ ἐκπληρώσῃ.
90. Ὡραιότατο δὲ τὸ χωρίον πρὸς διδασκαλίαν αὐτῶν στοὺς ὁποίους ἐπιτάσσεται κάτι, ὅτι ὁ δοῦλος τοῦ Ἀβραὰμ δὲν ἔφαγεν τὸν παρατεθέντα εἰς αὐτὸν ἄρτον προηγουμένως παρὰ μόνον ὅταν ἐξετελέσθη ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου. Ἀφοῦ αὐτὴ ἐξετελέσθη ἔδωσεν στὴ Ῥεβέκκα χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ δοχεῖα καὶ ἐσθῆτα. Ἐδῶ ὑπεδηλώθη ἡ Ἐκκλησία, ἔλαβεν τὰ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ δοχεῖα, εἰς τὰ ὁποῖα ἦταν ὁ θησαυρὸς τῆς πίστης• διότι ἄλλα δοχεῖα εἶναι πρὸς τιμὴν καὶ ἄλλα εἰς ἀτιμίαν. Ἄκουε ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ δοχεῖα: Ἔχομεν τὸ θησαυρὸν εἰς δοχεῖα εὐτελῆ (Β' Κορ. δ', 7). Εὔθραυστα δοχεῖα εἶναι τὰ σώματά μας: θησαυρὸς εἶναι ἡ πίστις μας. Καὶ ἴσως τυχὸν ἤδη καὶ τὰ ἴδια τὰ σώματά μας, ποὺ ἔχουν τὸ θησαυρὸν αὐτόν, εἶναι χρυσᾶ ἐπειδὴ εἶναι γεμάτα σωφροσύνην: καὶ ἀσημένια εἶναι τὰ δοχεῖα τὰ ὁποῖα φαίνονται νὰ λάμπουν ἀπὸ τὰ λόγια τῆς οὐράνιας ἐντολῆς. Ἄς τιμῶνται δὲ καὶ οἱ γονεῖς ἐξ αἰτίας τῶν δώρων.
91. Δὲν ζητεῖται ἡ γνώμη τῆς κορασίδος γιὰ τοὺς γάμους• δηλαδὴ ἐκείνη περιμένει τὴν ἀπόφαση τῶν γονέων, διότι δὲν ἁρμόζει εἰς τὴν παρθενικὴν αἰδὼ νὰ διαλέγῃ αὐτὴ τὸν σύζυγον: ἀλλ' ἤδη ἐκλεγέντος τοῦ συζύγου, τῆς ζητεῖται ἡ γνώμη γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἀναχώρησης. Καὶ οὔτε χωρὶς λόγον προτείνει ἀναβολὴ• διότι δικαίως ἔπρεπε νὰ σπεύδῃ πρὸς τὸν σύζυγον. Ὅθεν ἐκεῖνο τὸ εὐριπίδειον ποὺ πολλοὶ θαυμάζουν, τὸ ὁποῖον μεταφράζομεν, γίνεται φανερό. Διότι λέγει ἐν τῷ προσώπῳ τῆς γυναικός, ἡ ὁποία ὅμως ἤθελε νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸν σύζυγον καὶ πρὸς ἄλλο γάμο νὰ κατευθυνθῇ: Νυμφευμάτων μὲν τῶν ἐμῶν πατὴρ ἐμὸς Μέριμναν ἕξει, κ' οὐκ ἐμῶν κρίνειν τάδε. Εὐριπίδου Ἀνδρομάχη)
Δηλαδή: ὁ πατέρας μου ἔχει τὴ φροντίδα τῶν γάμων μου• διότι αὐτὸ δὲν εἶναι δική μου δουλειὰ νὰ τὸ κρίνω.
Ἑπομένως γιὰ ὅ,τι καὶ οἱ ἴδιοι οἱ φιλόσοφοι ἔτυχαν θαυμασμοῦ, νὰ τὸ τηρῆτε, ὦ παρθένες. Ἀλλ' ἐπίσης, οἱ γυναῖκες, ἐὰν καμία νεᾶνις, ἀπελθόντος τῆς ζωῆς ταχέως τοῦ συζύγου, φοβῆται μήπως πέσῃ εἰς τὴν παγίδα τῆς ἀδυναμίας της, ἄν θέλῃ νὰ ὑπανδρευθῇ, ἄς ὑπανδρευθῇ μόνον ἐν Κυρίῳ, ἄς παραχωρῇ τὴν ἐκλογὴν τοῦ συζύγου εἰς τοὺς γονεῖς, ἵνα μὴ θεωρηθῇ ὅτι ἀπὸ πεῖναν ἀκολασίας τὸ κάνει, ἄν ἡ ἴδια κρατάῃ τὸ δικαίωμα ἐκλογῆς γιὰ τοὺς γάμους της. Μᾶλλον ὀφείλει νὰ φαίνηται ὅτι ἐκζητεῖται ἀπὸ τὸν ἄνδρα, παρὰ ὅτι ἡ ἴδια ἐκζητεῖ τὸν ἄνδρα. Νὰ προθέτῃ τὴν αἰδὼ πρὸ τοῦ γάμου, διότι αὐτὴ ἀποτελεῖ συστατικὸν ὑπὲρ τοῦ ἴδιου τοῦ γάμου. Ἀλλ' ἐκεῖνοι ποὺ μιμοῦνται τὰ λόγια , ἀδυνατοῦν νὰ μιμηθοῦν τὰ ἔργα.
92. Εἶναι φανερὸν ὅτι σ' αὐτὸ ἐνυπάρχει τὸ μυστήριον τῆς ἐκκλησίας τῶν ἀπερίτμητων ἐπειδὴ κανεὶς δὲν ἐτόλμησεν πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστὸ νὰ τὴν ὀνομάσῃ: διότι μόνον ὁ Χριστὸς εἶχεν κατατεθέντα τὰ προνόμια τῆς κλήσης τῶν ἐθνῶν. Διότι αὐτὴ προσκληθεῖσα δὲν ἀνέβαλεν καὶ γι' αὐτὸ ἦταν εὐπροσδεκτότερη ἀπὸ τὸν Κύριον, ἐπειδὴ ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἦταν προσκεκλημένος στὸ δεῖπνο, δὲν ἀπέδειξεν τὸν ἑαυτόν του ἄξιον νὰ ἔλθῃ στὸ δεῖπνον: ἡ σύναξη ὅμως τῶν ἐθνῶν παρευθὺς μόλις ἀντελήφθη ὅτι προσεκλήθη νὰ ἔλθῃ, προσέτρεξεν.
93. Τέλος, γιὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι δὲν στερεῖται μυστηρίου, τὸ ὅτι ἦλθεν πρὸς τὸν μνηστῆρα ἐποχούμενη καμήλας • διότι ὁ λαὸς τῶν ἐθνῶν σὰν ἀπὸ κάποιο θηρίο φοβηθεὶς γιὰ τὴν ἀσχήμια τῶν πράξεών του, ποὺ δὲν εἶχεν κανένα στολίδι γιὰ τὴν ὄψη του θὰ δεχθῇ ὡς στολίδι τὴν πίστη καὶ τὴν συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας.
Οὔτε ἐκεῖνο εἶναι ἀδιάφορον, ὅτι ἐνῶ ἐρχόταν ἡ Ῥεβέκκα, εἶδεν τὸν Ἰσαὰκ νὰ περιδιαβαίνῃ• καὶ ὅταν ῥώτησεν (αὐτὴ) ποιὸς ἦταν, γνωσθέντος ὅτι ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος ποὺ θὰ τὴν νυμφευόταν, κατέβηκεν, καὶ ἐσκέπαζεν τὸ κεφάλι της, διδάσκοντάς μας ὅτι ἡ αἰδὼς πρέπει νὰ προηγῆται τοῦ γάμου: διότι ἔτσι καὶ οἱ νύμφες, καὶ ὀνομασθεῖσαι τοιαῦται νὰ καλύπτωνται χάριν τῆς αἰδοῦς σὰν νὰ ἦταν κορασίδες. Μάθετε, λοιπόν, ὦ παρθένες πῶς θὰ διατηρῆτε τὴν αἰσχημοσύνην, καὶ οὔτε μὲ ἀκάλυπτην τὴν κεφαλὴ νὰ ἐμφανίζησθε στοὺς ἔξω, ἐπειδὴ ἡ Ῥεβέκκα ἤδη μνηστευμένη δὲν ἐθεωροῦσεν ὅτι ὁ σύζυγος ποὺ τῆς τὸν ἔδειξαν ἔπρεπε νὰ τὴ δῆ μὲ ἀκάλυπτην τὴν κεφαλήν.
94. Ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ δοῦλος ποὺ φρόντισε γι' αὐτοὺς τοὺς γάμους; Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ ἐκεῖνος μάλιστα ποὺ λέγει: Ἄνδρες ἀδελφοὶ σεῖς γνωρίζετε ὅτι ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες ἡμέρες ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐξέλεξε γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ ἔθνη ἀπὸ τὸ δικό μου στόμα τὸ λόγον τοῦ Εὐαγγελίου (Πρ. ιε', 7): Ἤ ἐκεῖνος ποὺ ὀνομάστηκε διδάσκαλος τῶν Ἐθνῶν. Διότι οἱ ἴδιοι ποὺ τὸν διαβάζουν, ἢ τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην κερδίζουν ψυχὴν στὸ Χριστόν, ἵνα πιστεύσῃ ἡ ψυχὴ αὐτὴ ὅσα πρὶν δὲν πίστευσεν: καὶ εἰς τοὺς ἐπιθυμοῦντας νὰ ἴδουν τὸ Χριστὸν τοὺς τὸν ἀποδεικνύουν ἀπὸ τὰ λόγια του! Ὅθεν ὁ Ἀβραὰμ, τελεσθέντων τῶν γάμων τοῦ γυιοῦ, διὰ μακραίωνος ἡλικίας καὶ καλῶν γηρατειῶν συμπλήρωσεν τὶς ἡμέρες του (Γεν. κε', 8).
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων - "Περί τοῦ Ἀβραάμ

Unread postby inanm7 » Thu Oct 07, 2021 12:17 pm

Βιβλίο δεύτερον

Κεφάλαιον Α'


Μετὰ τὴν ἐκτεθεῖσαν ἠθικὴν σημασίαν μεταβαίνει τὸ κείμενον σὲ βαθυτέραν ἢ ἀλληγορικὴν σημασίαν: καὶ ἔτσι διδάσκεται ἡ ψυχή, νὰ βγῇ ἀπὸ τὴ γῆν της καὶ ἀπὸ τὴν συγγένειάν της• καὶ ἐξηγεῖ ἀπὸ ποιὰ πράγματα πρέπει νὰ ἀπέχῃς πρὸς τελείαν καθαρότητα. Καὶ τέλος ἀναφέρει τοὺς ἐπηγγελμένους ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ.

1. Τὸ ἠθικῆς σημασίας ἐδάφιον ἀκολουθήσαμε βέβαια προηγουμένως, μὲ ὅποια διανοητικὴν ἁπλότητα μπορέσαμεν• ἵνα ὅσοι ἀναγινώσκουν, δυνηθῶσι νὰ ἀντλήσωσι διὰ τοὺς ἑαυτούς των τὴν ἠθικὴ διδασκαλίαν: ἀλλ' ἐπειδὴ ἀπὸ ἀμφότερες τὶς πλευρές της ἡ κόψη τοῦ σπαθιοῦ εἶναι ἀκονισμένη, ἐξ ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν θὰ μάχεσαι• παρόμοια καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι κοφτερώτερος κι' ἀπ' τὸ πιὸ κοφτερὸ ξίφος, διεισδύων μέχρι διαιρέσεως ψυχῆς καὶ ὅπου κι' ἄν τὸν στρέψῃς, θὰ τὸν διαπιστώσῃς πανέτοιμον καὶ ἐπιτήδειον, γιὰ νὰ διαπεράσῃ τὴν ψυχὴν τοῦ ἀναγνώστη πρὸς ἀποκάλυψη τῶν αἰνιγμάτων τῶν προφητικῶν Γραφῶν. Ὅθεν δὲν βρίσκω ἄτοπον νὰ ἀνεβάσω πρὸς τὰ ὑψηλότερα τὸ νόημα, καὶ μὲ τὴν ἱστορία διαφόρων προσώπων νὰ ἐξηγήσω τὴν κάποιαν πρόοδον τῆς ἐναρέτου φυσιογνωμίας. Ἤδη μάλιστα ἀφοῦ γευθήκαμεν τὸ προοίμιο βαθυτέρας διανοίας ἐν τῷ Ἀδὰμ (εἰς τὴν ὁμιλίαν• Περὶ τοῦ Παραδείσου, κεφ. 2). Διότι καὶ τὸν Ἀδὰμ ὠνομάσαμε "νοῦν", τὴν Εὔαν σημάναμεν ὅτι εἶναι ἡ "αἴσθηση", ἐξεφράσαμεν τὸ θέλγητρον ἐκ τῆς ὄψεως τοῦ φιδιοῦ• ἀλλ' ἐκεῖ ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ τὴν ὕψιστη μακαριότητα εἰς τὴν ὁποίαν βρισκόταν παρεσύρθη εἰς τὴν ἐνοχὴν ἀπὸ κάποιαν τέρψη φυσικὴν τῶν ἀρετῶν διὰ τῆς περισυλλογῆς τῶν αἰσθήσεων καὶ διὰ τοῦ θελγήτρου τῆς ἡδονῆς: ἐδῶ λοιπὸν δίδεται ἡ θεώρηση τῆς ἐπίδοσης τοῦ νοῦ. Διότι ὁ νομοθέτης προνοητικὰ ἔκαμεν τοῦτο, καθὼς κατὰ κάποιον τρόπον ἀπέδειξεν τὸ ὀλισθηρὸν τοῦ νοῦ, ἵνα ἀποφεύγωμεν ἐκεῖνες τὶς ἀτραποὺς τῆς πλάνης, ἀκόμη καὶ γιὰ νὰ δηλώσῃ ἔτσι τὴν πρόοδον τοῦ νοῦ καὶ κάποιαν ἐπιστροφήν του εἰς ἀνώτερον ἐπίπεδον, ἵνα γνωρίζωμεν, πῶς ὁ ἀσθενὴς δὲν δύναται νὰ μεταμορφωθῇ. Διότι καθάρισεν ὁ Κύριος τὴ γῆ μὲ τὴν πρόκληση κατακλυσμοῦ, ἔπλυνεν τὸν συρφετὸν τῆς ἀνθρώπινης εὐθραυστότητας: ἀλλὰ δὲν ἦταν ἀρκετὸ γιὰ τὴν ἐπίδοση τῆς ἀρετῆς, παρὰ γιὰ νὰ διδαχθῇ ὁ ἄνθρωπος πῶς νὰ διοικῆται καὶ νὰ κυβερνᾶται, εἰσάγεται ὑπὸ τοῦ ἐδαφίου ὁ νοῦς τοῦ Ἀβραάμ. Λοιπόν, ἵνα ὁ νοῦς, ποὺ ἐν τῷ Ἀδὰμ ἐπιθυμοῦσεν ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν του μὲ ἡδονὴν καὶ τέρψεις σωματικὲς, φθάσῃ εἰς μορφὴν ἀρετῆς καὶ ὄψη, ὡς σοφὸς ἀνὴρ πρὸς μίμηση, προτείνεται αὐτὸς σὲ μᾶς.
Τέλος ὁ κατὰ τοὺς Ἑβραίους Ἀβραὰμ, κατὰ τοὺς Λατίνους ὀνομάσθηκεν πατήρ, διότι ὁ νοῦς σὰν κάποια πατρικὴ αὐθεντία, τίμηση, φροντίδα κυβερνάει ὅλον τὸν κόσμον.
2. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ νοῦς βρισκόταν στὴ Χαῤῥάν, τοὐτέστιν σὲ σπήλαια, δουλικὸς σὲ διάφορα πάθη. Καὶ γι' αὐτὸ τοῦ λέγεται: ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου (Γεν. ιβ', 1), δηλαδή, ἐκ τοῦ σώματός σου. Βγῆκεν ἐκεῖνος ἐξ αὐτῆς τῆς γῆς, ἐκεῖνος ποὺ ἡ συναναστροφή του εἶναι στὸν οὐρανόν. Καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου, εἶπεν (Αὐτόθι). Συγγενεῖς τῆς ψυχῆς μας εἶναι οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματος. Διότι ἡ ψυχή μας διαιρεῖται σὲ δύο μέρη: σ' αὐτὸ ποὺ εἶναι λογικόν, καὶ σ' αὐτὸ ποὺ εἶναι ἄλογον. Αὐτὸ δὲ ποὺ εἶναι ἄλογον, εἶναι οἱ αἰσθήσεις: ἑπομένως εἶναι συγγενικὲς μὲ τὸ λογικὸ μέρος, τοὐτέστιν τὸ νοῦν. Καὶ ἐκ τοῦ οἴκου σου, εἶπεν, ἔξελθε (Αὐτόθι). Ὁ Κύριος τοῦ νοῦ εἶναι ὁ προαναφερθεὶς λόγος. Διότι ὅπως ὁ οἰκοδεσπότης κατοικεῖ στὸν οἶκον του καὶ ἔχει ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του τὸ πῶς νὰ διοικῆ τὸ σπίτι του: ἔτσι καὶ ὁ νοῦς κατοικεῖ στοὺς λόγους μας καὶ κυβερνᾶ τὰ λόγια μας καὶ διαλάμπει ἡ δύναμή του καὶ ἡ πειθαρχία ἐν τῷ λόγῳ. Ὅπως ὁ καλὸς οἰκοδεσπότης ἀπ' τὴν εἴσοδον τοῦ σπιτιοῦ του κρίνεται, ἔτσι καὶ ἐκ τῶν λόγων μας σταθμίζεται ὁ νοῦς μας. Τέλος καὶ ἀπὸ τὴν ἁρμονίαν τῆς φωνῆς ἀπωθεῖ κανεὶς ἢ φέρει τοὺς ἄλλους κοντά του.
3. Ὅποιος λοιπὸν θέλει νὰ ἀκολουθῇ τὴν τέλειαν κάθαρση, ἄς ξεκολλήσῃ ἀπ' αὐτὲς τὶς ἀτραπούς, ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀπ' τὶς αἰσθήσεις τὶς σωματικές, ἀπὸ τὴ φωνήν, εἰς τὰ ὁποῖα βρίσκονται ὅλα τὰ πάθη τοῦ σώματος καὶ οἱ ἀπάτες τῶν αἰσθήσεων, ἀπ' τὶς ὁποῖες ἐξαπατώμεθα καὶ ἐμπαιζόμεθα. Διότι σὲ κανένα ἀπ' αὐτὰ τὰ τρία δὲν ὑπάρχει καλόν. Ὄχι στὴ σάρκα, ἄν καὶ ἡ σχολὴ τοῦ Ἐπικούρου, καὶ πολλοὶ ἀκόμη ἡδονιστὲς διαρρηγνύουν τὰ ἱμάτιά τους ἐπαινοῦντες τὴν τέρψη τοῦ σώματος: οὔτε στὶς αἰσθήσεις, ποὺ συχνὰ ἀπατοῦν• οὔτε στὸν ἦχον τῆς φωνῆς, ποὺ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀγγίζει τὴν ψυχὴ μὲ πλανερὰ τραγούδια, διότι αὐτὰ εἶναι διεφθαρμένα: ὅ,τι εἶναι δὲ ἀληθῶς καλόν, αὐτὸ εἶναι ἀδιάφθορον. Φανερὴ εἶναι δὲ ἡ πίστη. Διότι εἰς τὸ νεκρὸν ἄνθρωπον ἡ σάρκα φθείρεται, οἱ αἰσθήσεις ἀφανίζονται, ἡ φωνὴ χάνεται, παραμένει ὁ ἀθάνατος νοῦς, λαμβάνων ἀσώματην ζωήν. Ὅθεν καλεῖται εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν τὴ γεμάτην εὐτυχίαν, ὅπου ὄχι τὰ ψευδῆ ἀντὶ τῶν ἀληθινῶν, ὅπως σ' αὐτὴν τὴν ζωήν, ἀλλὰ διακρίνει τὴν ἀληθινὴν οὐσίαν τῶν πραγμάτων• διότι χωρισθεὶς ὁ νοῦς βιαίως τοῦ σώματος, καὶ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς φωνῆς σὰν σὲ μιὰ νεφελώδη εἰκόνα, ἀποθέτει τὸ φθαρτὸ σκότος, καὶ φανερωθείσης τῆς ὄψης τῆς μακαρίας ζωῆς θεᾶται ἀσκαρδαμυκτεὶ τὴ χάρη.
4. Θὰ σὲ εὐλογήσω, εἶπεν, ἐσὲ καὶ θὰ σὲ κάνω ἔθνος μέγα (Γεν. ιβ', 2). Τὴν ἀθανασίαν προδηλώνει, ὅταν δίνῃ ὑποσχέσεις περὶ ἔθνους. Διότι τὸ ἔθνος θεωρεῖται ἀθάνατον, τὰ ἄτομα ἕκαστα εἶναι θνητά, ὅπως οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἵπποι, οἱ μέλισσες. Περὶ τούτων λέγει βέβαια (ὁ ποιητὴς) Ἀλλὰ τὸ γένος παραμένει ἀθάνατον (Βιργιλίου Ι, ΙV Γεωργ.)
Ὅμως, πολὺ καλλίτερον εἶναι τὸ ὅτι ἔθνος μέγα εἶπεν τοὺς ἀτελεύτητους ἀπογόνους τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν οὐράνιαν ἐκείνη γενεάν, ποὺ εἶναι πολὺ μεγάλη ὥστε ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας μὲν νὰ πεθαίνωμε καὶ ἕνεκα τοῦ Θεοῦ νὰ ξαναγεννώμεθα.

Κεφάλαιο Β'

Μετὰ τὴν ἔξοδον τοῦ Ἀβραὰμ ὁ Θεὸς συνομιλεῖ μ' ἐκεῖνον σὰν μὲ φίλον. Ὁ ἴδιος προτείνεται σὲ μᾶς πρὸς μίμηση• γιὰ νὰ μεταμορφωθῇ ὁ νοῦς μας ἐκ τοῦ παραδείγματός του• τὶ ἆράγε νὰ σημαίνεται μὲ τὸ ἑξηκοστὸν ἔτος. Μὲ ποιὰν τέλος πάντων συμφωνίαν ὁ σοφὸς ἔγινεν κύριος τῆς ψυχῆς του.

5. Ἐξῆλθεν ὁ Ἀβραὰμ ὅπως τοῦ μίλησεν ὁ Κύριος (Γεν. ιβ',4). Ἐδῶ φέρνουν οἱ ἐθνικοὶ τὸ γνωμικὸν τῶν ἑπτὰ Σοφῶν: Ἕπου Θεῷ, σὰν δικόν τους ἐφεύρημα• διότι πολὺ ἀρχαιότερος ὑπῆρξεν, δὲν λέγω ,(μόνον) ὁ Ἀβραὰμ ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὁ Μωϋσῆς, διὰ τοῦ ὁποίου ἐδόθη ὁ νόμος, λέγων: Ὄπισθεν Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου θὰ βαδίζης (Δευτ. ιγ', 4) . Ἐξῆλθε λοιπὸν ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὸν ὁποῖον, ὄχι τόσον ἡ τελειότης του, ὅσον ἡ ἀφοσίωση τῆς ψυχῆς του καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ νοῦ, ἐξῆλθεν ἐκ τῶν δεσμῶν τοῦ σώματος, ἐκ τῶν τέρψεων τῆς ἡδονῆς. Τέλος ἔχεις καὶ τὸ ἑξῆς: Ἐξῆλθεν ὁ Ἀβραὰμ καθὼς τοῦ εἶπεν ὁ Θεός. Πιὸ πάνω ἔχεις τὸ: "Ἔξελθε" ὅτι τὸ εἶπεν ὁ Θεὸς (Γεν. ιβ', 1), εἰς τὸ ὁποῖον ἐκφράζεται ἡ φανερὴ ἐξουσία τοῦ διατάζοντος. Ἐδῶ ἔχεις τὸ πῶς συνομίλησε μαζί του ὁ Θεός. Γίνεται καταληπτὸν σὰν μία προθυμία γιὰ διάλογον. Διότι ὁ Ἀβραὰμ ἐξετέλεσεν ὅλα ὅσα τοῦ εἶχαν ρητὰ διαταχθῆ. Πρὸ τῆς ἐκτέλεσης λοιπὸν ὁ Θεὸς ὁμιλεῖ σὰν σὲ δοῦλο, μετὰ σὰν σὲ φίλο. Διότι εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ, ὅποιος ἐκτελεῖ τὰ παραγγέλματά Του. Ὅθεν καὶ στὸ Εὐαγγέλιόν του λέγει ὁ Κύριος Ἰησοῦς: Ἐσεῖς εἶσθε φίλοι μου, ἐὰν κάνητε ὅσα σᾶς ἐντέλλομαι. Ἤδη δὲν σᾶς λέγω δούλους (Ἰω. ιε', 14,15). Ἀλλά, ὅπως εἶπα, ἡ ἐπίδοση καὶ ὄχι ἡ τελειότητα τοῦ σοφοῦ ἀνδρὸς μᾶς προτείνεται πρὸς μίμηση, γράφεται πρὸς πειραματισμόν (ἐκ μέρους μας). Διότι μέχρι τὸ σημεῖον αὐτὸ μεταμορφώνεται ὁ νοῦς στὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος νοῦς εἶναι αὐτὸς ποὺ πρῶτος ἔπεσεν εἰς τὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ γι' αὐτὸ βαθμηδὸν καὶ αὐξητικῶς συλλέγει μέσα του αἰσθήματα.
6. Ὅθεν καὶ προσέθεσεν: Καὶ ἐξῆλθε μετ' αὐτοῦ ὁ Λὼτ (Γεν. ιβ', 4), τοὐτέστιν ἡ "ἀπόκλιση". Διότι αὐτὸ σημαίνει ἡ μετάφραση τοῦ ὀνόματος, αὐτὸ πού, ὅπως οἱ ὁδοιπόροι ποὺ πῆραν ἄγνωστο δρόμον, συχνὰ ξεγελιῶνται ἀπὸ κάποια δρομάκια, ὥστε νὰ ἀποκλίνωσιν ἀπὸ τὸν σωστὸ δρόμον καὶ ὅμως ἄν εἶναι συνετοί, δὲν χάνουν (τελικὰ) τὸ δρόμο, ἄλλοι σὰν βραδυκίνητοι, ξαναβρίσκουν τὴν ὁδὸν μὲ προσεκτικὴν παρατήρηση τῆς ὅλης περιοχῆς: ἔτσι καὶ ὁ Ἀβραὰμ σὰν κάποιος βραδυπορῶν, ὅμως ἀκολουθοῦσεν τὴν τρίβον τῆς ἀλήθειας. Ἐφέρετο πολλὲς φορὲς ὑπὸ τῆς πλανερῆς ὄψης ὅσων ἐφαίνοντο ὡς ἀγαθά, ἀλλὰ δὲν εἶχεν ἐνδόμυχα ῥοπὴν πρὸς αὐτά. Διότι εἶναι χαρακτηριστικὸν τοῦ τελείου νὰ μὴ ἐξαπατᾶται καὶ ἐξωτερικά, ἐνῶ τοῦ συνετοῦ νὰ μὴ ἀποκλίνῃ ἐσωτερικά. Μόνος ὅμως Ἐκεῖνος ἦταν ποὺ ποτὲ δὲν ἐξαπατήθηκεν, περὶ τοῦ ὁποίου ἐγράφη: Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἔξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ: Θὰ φάγῃ βούτυρον καὶ μέλι, πρὶν γνωρίσῃ ἢ προτιμήσῃ τὸ κακόν, θὰ ἐκλέξῃ τὸ ἀγαθόν• διότι πρὶν τὸ παιδὶ γνωρίσῃ τὸ ἀγαθὸν ἢ τὸ κακὸ θὰ ἀποῤῥίπτη τὸ κακὸν γιὰ νὰ διαλέξῃ τὸ καλὸν (Ἡσ, ζ', 14,15).
Αὐτὸ δὲν μποροῦσεν ὁ Ἀβραὰμ νὰ τὸ κάνῃ, νὰ διαλέγῃ ἀπὸ πρὶν τὸ ἀγαθὸν πρὶν γνωρίσῃ τὸ κακόν. Ἀλλὰ προσκολλᾶται στὰ οὐράνια παραγγέλματα, γιὰ νὰ μὴ ἀποκλίνῃ ἀπὸ τὸ ἀληθές. Καὶ γι' αὐτὸ περιγράφεται ὅτι ἑβδομηκονταπενταετὴς ἐξῆλθεν τῆς Χαῤῥὰν (Γεν. ιβ', 4), διότι ἐδῶ ὑπάρχει ἡ σημασία τῆς συγχώρησης διὰ τοῦ τέλειου ἀριθμοῦ ἑβδομῆντα, γιὰ ὅποιον μπορεῖ καμφθῇ (πρὸ τοῦ αἰτοῦντος τὴν συγγνώμην συνανθρώπου του). Διότι οἱ τέρψεις αὐτῶν τῶν αἰσθήσεων κάνουν, ὥστε δὲν γρηγορεῖ πάντοτε ὁ νοῦς μας, ἀλλὰ κάποτε κάμπτεται: γιὰ νὰ μὴ κρύπτῃται αὐτὸς στὰ ἄντρα τοῦ σώματος, εἴτε μέσα στὶς φωλεὲς τῆς ἐπιθυμίας.
7. Καὶ ὅμως ἄν καὶ μπῆκε σ' αὐτοὺς τοὺς ὑπόγειους δαιδάλους, ἔτσι διεξέφυγεν, ὥστε νὰ πάρῃ μαζί του τὴν σύζυγόν του, καὶ τὸν ἀνεψιόν του, κάθε ψυχὴν ἀπ' αὐτὲς ποὺ εἶχεν ὑπὸ τὴν κατοχήν του, εἰς τὴν Χαῤῥάν. Διότι οἱ σώφρονες καὶ ἐγκρατεῖς εἶναι κύριοι καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ψυχῆς, ἐκλέγοντες τὸ στόλισμα τῶν τιθασσευμένων ἠθῶν. Ὅσοι ὅμως εἶναι σαρκολάτρες, διεγείρονται μὲ τὶς ἡδονὲς τοῦ σώματος διότι ὅλη ἡ ἰσχὺς τῶν ἀλόγων ἀνθρώπων ἔγκειται στὴν ἕξη τὴν σωματικήν, τῶν λογικῶν δὲ στὶς ἀρετὲς τῆς ψυχῆς καὶ τῆς πειθαρχίας. Γι' αὐτὸ ἐγράφη (Αὐτόθι 5) ὅτι ἦταν κύριος τῆς ψυχῆς του, κυβερνῶντας την σὰν ἐλευθέραν καὶ χωρὶς νὰ εἶναι ὑποταγμένη σὲ καμιὰ δουλείαν. Αὐτὸ λοιπὸν ἔχει ἡ πρόθεση τοῦ διδασκάλου, τὸ ὅτι ἀκόμη καὶ μὲ κεῖνες τὶς περιστροφὲς καὶ τοὺς ἑλιγμούς τους, εἴτε μέχρι τὴν νεωτέραν ἐποχὴν, εἴτε πρὶν ἀκόμη τὴν τελειοποίηση τῆς πειθαρχίας εἴτε καὶ εἰς τόπον ἀναπεπταμένον κατοίκησεν βέβαια κοντὰ σὲ σφάλματα, χωρὶς ὅμως γι' αὐτὸ καὶ νὰ κλίνῃ αὐτὸς στὴν ἐνοχήν ὥστε νὰ μὴ μπορῇ νὰ μεταναστεύσῃ. Τελικὰ προστάτευσεν τὸ νοῦν του ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἀπατηλὴν ἰδιοκτησίαν καὶ τὴν ἔδωσεν σὲ ἄλλον.

Κεφάλαιον Γ'

Ἐπορεύετο ὁ Ἀβραὰμ μέχρι τὴν Συχέμ, (λέξη) ποὺ σημαίνει "ἄσκηση". Ἐκεῖ διέκρινεν τὸ Θεόν, τὸν ὁποῖον ὅσο ἦταν Χαλδαῖος δὲν μποροῦσε νὰ δῇ. Πρὸς τιμὴν του δὲ ἔκτισε βωμόν, ἀλλὰ δὲν θυσίασεν• καὶ γιὰ ποιὸ λόγον. Πάλιν δὲ ἀνεγερθέντος τοῦ βωμοῦ, ἐπεκαλέσθη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.

8. Καὶ ἐβάδισεν, εἶπεν, ὁ Ἀβραὰμ μέχρι τὴν τοποθεσίαν Συχέμ, πλησίον μιᾶς ὑψηλῆς βελανιδιᾶς (Γεν. ιβ', 6). Ἆράγε δὲν φαίνονται ὅτι εἶναι περιττές (αὐτὲς οἱ λεπτομέρειες), ἐκτὸς ἄν ἀναζητῆς τὸ λόγο (γιὰ τὸν ὁποῖον ἐγράφησαν αὐτές), ἐπειδὴ ἀκόμη καὶ τὸ ὕψος τῆς βελανιδιᾶς, δὲν παρέλειψεν (ἡ Γραφή); Ἀλλ' ὅπου ὑπάρχει λόγος, τίποτα δὲν εἶναι περιττό. Διότι Συχὲμ σημαίνει εἴτε ὦμος, εἴτε αὐχένας εἶναι δηλαδὴ ἔνδειξη τοῦ κόπου καὶ τῆς ἄσκησης. Ὅθεν καὶ ἄνδρας ἀσκημένος τοῦ Ἰακὼβ ἔδωσεν στὸ γυιόν του Ἰωσήφ αὐτὴν τὴν ἰδίαν. Ἐπειδὴ λοιπὸν οὔτε χωρὶς τὴν προικοδότηση τῆς φύσης ἡ ἴδια ἡ ἄσκηση μπορεῖ ἀπὸ μόνη της νὰ προσφέρη τὴν τελειότητα, καὶ ἡ χάρη τῆς φύσης παύει, ἄν ἀπουσιάζῃ ἡ ἄσκηση (διότι στήριγμα τοῦ εὐφυοῦς εἶναι ἡ ἐπιμέλεια), εἰσάγεται αὐτὸς ὁ ἀνὴρ κατὰ μίμηση τοῦ ὁποίου νὰ διαπλάττησαι, πρὸς τὴ χάρη τῆς φύσης μὲ συνδυασμὸ τῆς ἄσκησης, τόσον κραταιότερος καὶ ἐξαισιότερος γενόμενος, ὥστε μέχρι τὴν ὑψηλὴ βελανιδιὰ νὰ διαβῇ. Αὐτὸ τὸ δένδρον, τόσον ὑψηλὸν ὅσον καὶ ῥωμαλαῖον, ἀποτελεῖ ἔνδειξη τοῦ ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἁγίου Ἀβραὰμ δὲν ἐκάμπτετο εὔκολα ἀπὸ τὶς θύελλες αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα, ἀλλ' ἔμενεν ὄρθια• γιὰ νὰ ἀνυψώνῃ ἑαυτὸν ἀπὸ τὶς γήϊνες ἀναζητήσεις πρὸς τὸ ὕψος τῆς θεϊκῆς γνώσης.
9. Στὴν συνέχειαν, τέλος, τοῦ φανερώθηκεν ὁ Θεός (Γεν. ιβ', 7). Πουθενὰ ἀνωτέρω δὲν ἔχεις (τὴν πληροφορίαν) ὅτι τοῦ φανερώθηκεν ὁ Θεός. Ὅθεν ἐδῶ εἶναι σαφὴς ἡ ἀναφορά, ὅτι ὅσον ὑπῆρξεν Χαλδαῖος, δηλαδὴ Χαλδαῖος ὄχι μόνον γιὰ τὸν τόπον κατοικίας του ἀλλὰ προσέτι γιὰ τὸ φρόνημα τῶν Χαλδαίων, δὲν μπόρεσε νὰ δῆ τὸ Θεόν, τὸν ὁποῖον ἀναζητοῦσε μέσα στὸν κόσμον. Διότι οἱ Χαλδαῖοι λέγουν ὅτι ἀνώτερος Θεὸς εἶναι ὁ κόσμος καὶ διαβεβαιώνουν ὅτι τὰ γήϊνα φέρονται ἀκόμη ὡς εἴδη σταφυλῶν οἴκοθεν ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῆς πορείας τῶν ἀστέρων (ἐπηρεάζονται) καὶ ὅτι συνέχονται δι' ἑνὸς δεσμοῦ. Ὅθεν καὶ θεοὺς ὠνόμασαν τοὺς ἀστέρας ἐκ τοῦ ὅτι (οἱ Χαλδαῖοι) πιστεύουν ὅτι οἱ ἀστέρες αὐτοὶ ἔχουν κάποιαν ἐξουσίαν, διότι ὑφίσταται μία συμπάθεια τῶν ἀστέρων πρὸς τὰ γήϊνα. Ἔπρεπεν ὅμως αὐτοὶ νὰ ἐκτιμῶσιν πώς, ὅ,τι συμπάσχει, ὄχι κατὰ τὸ αὐτοκρατορικὸν οὔτε κατὰ τὸ ἡγεμονικὸ δίκαιον, σὰν νὰ ἦταν Θεός, δύναται νὰ ἐπιδεικνύῃ συμπάθειαν γιὰ τὶς λύπες τους• διότι εἶναι καὶ ὁ ἴδιος θνητὸς καὶ φθαρτός. Ὁ κόσμος ἐπίσης ἐπειδὴ δημιουργήθηκε, βέβαια ὁ ἴδιος δὲν εἶναι Θεός, ἀλλ' ὁ Θεὸς εἶναι δημιουργὸς καὶ κτίστης του. Ἑπομένως ὅσο χρόνον ἐμπλέκεται στὶς πλάνες τὶς Χαλδαϊκές, δὲν βλέπει τὸ Θεόν, τὸν ὁποῖον ἀναζητεῖ σ' αὐτὰ ποὺ φαίνονται, ὄχι σ' αὐτὰ ποὺ δὲν φαίνονται• ὅσα ὅμως φαίνονται, εἶναι ἐφήμερα• διότι ὅσα δὲν φαίνονται εἶναι αἰώνια. Ἀλλ' ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἐφήμερος, ἑπομένως δὲν βλέπεται. Οὔτε λοιπὸν βλέπει τὸ Θεὸν ἐκεῖνος ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ τὴ διδασκαλίαν τῶν Χαλδαίων. Ὅθεν οὔτε ὁ Ἀβραὰμ στὴν ἀρχὴν ἔβλεπεν. Πῶς μποροῦσε δὲ νὰ δῆ αὐτόν, ποὺ ἐπιστεύετο ὅτι πάνω του βρίσκεται τὸ ὕψος; Ὅταν δὲ μετανάστευσεν ὄχι εἰς ἄλλην περιοχήν, ἀλλ' εἰς τὴν ἀληθινὴν θρησκείαν τὴν προορισμένην γιὰ τὴν ταπείνωση, διότι αὐτὸ σημαίνει ἡ λέξη Χαναάν, τότε ἄρχισε νὰ βλέπῃ τὸ Θεὸν καὶ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός, μὲ τὴν ἀόρατη δύναμη τοῦ ὁποίου, παρετήρησεν ὅτι ὅλα διοικοῦνται καὶ κυβερνῶνται.
Ἑπομένως αὐτὸ διδάσκει ἡ Γραφή, ὅτι ἀπομακρυνόμενος ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴν παρατήρηση τῶν ἀστέρων εἶδεν τὸ Θεόν.
10. Συνδιάζεται ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς μαρτυρίας (Γεν. ιβ', 7): ὅτι ἐπὶ τόπου οἰκοδόμησε βωμὸν εἰς τὸ Θεόν, εἰς αὐτὸν ποὺ τοῦ ἐμφανίσθηκεν. Διότι ὁ ἴδιος ὁ τύπος εἶναι ἰσχυρὰ ἐντυπωμένος στὴν ψυχήν του, καὶ εἶναι φανερὴ ἡ πίστη τῆς ἀληθείας: γιατὶ ἀρκεῖ εἰς τὸν εὐγνώμονα ἄνδρα ἡ μνήμη, εἰς τὸν ἀχάριστον εἰσέρπει ἡ λήθη. Σ' ἐκεῖνον προσκολλῶνται αὐτοὶ ἀπ' τοὺς ὁποίους βοηθεῖται, σ' αὐτὸν γίνεται τὸ πᾶν γιὰ νὰ τοῦ προσφέρωνται ἀγαθά. Ἤγειρε δὲ βωμόν, ἀλλὰ δὲν ἐθυσίασε. Μποροῦσε νὰ τὸ ἐπιχειρήσῃ, ἄν δὲν θυμόσουν τὴν ἐπίδοση τοῦ νοῦ του, γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθῆ ἡ ἀκολουθία τῆς Γραφῆς. Καὶ γι' αὐτὸ περίμενεν ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ πληροφορηθῆ τὸ εἶδος τῆς θυσίας. Διότι παρατηροῦσεν τὸ ἄλογον ζῶον, τὸ δανεικὸν κτῆνος καὶ σφάγιον γιὰ θυσίαν ἀντάξιαν τῆς θείας λατρείας δὲν φαινόταν. Ἀκόμη δὲν εἶχε γνωρίσει ὅτι ἐν τῷ Ἰσαὰκ θὰ ἦτο ὁ τύπος τῆς μελλοντικῆς θυσίας, ἀκόμη ὁ Μελχισεδὲκ δὲν τοῦ εἶχε δώσει τὴ χάρη τῆς εὐλογίας ἔτσι ὥστε νὰ γνωρίζῃ.
11. Ἀνεχώρησεν, εἶπεν, ἐκεῖθεν εἰς τὸ ὄρος Βαιθήλ, πρὸς τὴν Ἀνατολὴν. Τὸ ὕψος τοῦ ὄρους σημαίνει τὴν αὔξηση τῆς ἀφοσίωσης αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου (ὄρους) ἡ ἀνάβαση εἶναι ἔνδειξη ἀφθονότερης ἐπίδοσης. Γι' αὐτὸ πρὸς τὴν Ἀνατολήν, διότι προφήτευσεν τὸ μέλλοντα Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης• διότι ἐκεῖ ἡ Σοφία ἑτοιμάζει γιὰ τὸν ἑαυτόν της οἶκον, καὶ ἐδῶ διὰ τῆς παρθένου προετοίμασεν τὴν δικήν του ἀνατολήν. Ἤθελε λοιπὸν νὰ λάβῃ τὸ φῶς τῆς ἤδη πρέπουσας ἐπίγνωσης τῶν μυστηρίων. Διότι ὅπως μὲ τὸν ἥλιον ὁ κόσμος, ἔτσι μὲ τὴ λάμψη τῆς σοφίας ἐφωτίζετο ὁλόκληρος ὁ νοῦς. Καὶ δίκαια ἔθεσεν ἐκεῖνο τὸ "πρὸς Ἀνατολὴν Βηθλεέμ" εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ἐγεννήθη ὁ Χριστὸς. Ὅθεν ὁ Θεὸς λέγει διὰ τοῦ προφήτου: "Καὶ σύ, Βηθλεέμ, δὲν εἶσαι ἐλαχίστη μεταξὺ τῶν ἡγεμόνων Ἰούδα• γιατὶ ἀπὸ σένα θὰ βγῇ ἡγούμενος, ποὺ θὰ κυβερνήσῃ τὸ λαό μου" (Μιχ. ε',2). Δὲν εἶπεν πρὸς τὴ Βηθλεέμ, ἀλλὰ σκηνήν του ὀνόμασε τὴν ἴδιαν τὴ Βηθλεέμ. Διότι ἡ σκηνὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν δικαίων. Ἤδη ἐκείνη ποὺ δὲν θαυμάζει τὰ μυστήρια, διότι ἡ Βηθλεὲμ βρίσκεται πλησίον τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας ἀπὸ Ἀνατολάς. Διότι εἴτε ἡ ψυχὴ ποὺ ἀξίζει νὰ ὀνομασθῇ ναὸς Θεοῦ, εἴτε ἡ Ἐκκλησία καταιγίζεται ὑπὸ τῶν κυμάτων τῶν κοσμικῶν φροντίδων, ἀλλὰ δὲν βυθίζεται: πλήττεται, ἀλλὰ δὲν καταβάλλεται, τὶς κινήσεις τῶν κυμάτων καὶ τὶς διεγέρσεις τῶν σωματικῶν παθῶν εὔκολα τὶς καταστέλλει καὶ τὶς καταπραῢνει. Κυττάζει τὰ ναυάγια τῶν ἄλλων, ἡ ἴδια ἀπρόσβλητη καὶ ἐκτὸς κινδύνου, ἕτοιμη πάντα νὰ τὴν καταλάμψῃ ὁ Χριστός, καὶ ἀποκτᾷ γιὰ τὸν ἑαυτό της τὴ γλυκύτητα τοῦ φωτισμοῦ. Διότι ὅπως οἱ ὀφθαλμοὶ τέρπονται ἀπὸ τὸ πρῶτο φῶς τῆς ἡμέρας: ἔτσι καὶ ὁ νοῦς μας τρέφεται μὲ τὰ ἐφευρήματα τῆς σοφίας, καὶ φαίνεται νὰ λάμπῃ ἀπὸ κάποιες ἀκτῖνες του. Διότι διὰ τῶν ἀκτίνων τοῦ ὁρατοῦ ἡλίου τὰ ἐδάφη τῆς γῆς καίγονται• οἱ ἀόρατες ὅμως ἀκτῖνες διεισδύουν στὶς ἐσωτερικὲς ἀναβάσεις τῆς καρδίας μας.
12. Πάλιν ὠκοδόμησε βωμὸν καὶ ἐπεκαλέσθη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου (Γεν. ιβ', 8). Τὶς προόδους τῆς πίστεως δήλωσε μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Κυρίου. Τοῦτο προσέθεσεν στὰ ἀνωτέρω.

Κεφάλαιον Δ'


Ποῦ εἶχε μείνει ὁ Ἀβραὰμ: ἐπὶ καιρὸν εἰς τὴν ἔρημον, ἡ ὁποία ὑποδηλώνει τὴν ἡσυχίαν τοῦ νοῦ, εἰς τὴν Αἴγυπτον, ποὺ δηλώνει τὸν πειρασμὸν, κατέβηκεν παρακινηθεὶς ἀπὸ τὴν πεῖναν. Γιατὶ ἐδῶ ὠνόμασεν τὴν Σάραν ἀδελφήν, καὶ ὄχι σύζυγόν του. Αὐτὴν ὁ Φαραὼ τὴν ἐπιστρέφει στὸν σύζυγο μὲ ἐκτίμηση, σημαίνει τὸν ἀρνούμενον τὸ νοῦν τῆς ἐγκρατείας.

13. Καὶ ἀνεχώρησεν ὁ Ἀβραάμ, καὶ διέτριψεν ἐν τῇ ἐρήμῳ (Αὐτόθι, 9). Τότε δοκιμάζεται ὁ νοῦς, ὅταν βρίσκεται σὲ κάποιαν ἔρημον, ὅπου καμία ἀσέλγεια ἐπιθυμιῶν, καμία ἀφθονία χρημάτων, καμία δαπάνη χλιδῆς. Εἴθε νὰ μποροῦσα νὰ βρίσκωμαι σ' αὐτὴν τὴν ἔρημον, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε ἐρέθισμα τῶν ἐπιθυμιῶν, ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ κάθε προθυμία γιὰ ἁμαρτίαν, ἀπογυμνωμένος ἀπὸ κάθε ἀλαζονείαν καὶ ἔπαρση. Ἀλλ' ἐπειδὴ εἴτε ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ πειραζώμεθα εἴτε ὁ πειραστὴς εἰσορμᾶ, ἐπειδὴ φαίνεται στὸν ἑαυτόν του ὅτι ἡ ψυχὴ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἡσυχάζει ἀπὸ κάθε ὄρεξη γιὰ γήϊνες ἐπιθυμίες, ὠθεῖται εἰς Αἴγυπτον ὅπου εἶναι δυνατὸ νὰ κεντρισθῇ ἀπὸ τὸν πειρασμόν. Διότι βουκέντρα τοῦ νοῦ εἶναι τὸ σῶμα μας καὶ τὰ πάθη του εἶναι τὰ κεντριά μας. Τὸ ἴδιον τὸ σῶμα εἶναι ἡ Αἴγυπτός μας, τὸ ἴδιον εἶναι κατάθλιψη. Σ' αὐτὸ κατεβαίνει ὁ νοῦς μας, ὅταν σκέπτηται τὰ σαρκικά. Τότε δὲ ἀνεβαίνει, ὅταν ἐπιθυμῇ τὰ ἀόρατα. Γι' αὐτὸ καὶ λέγεται ὅτι ὁ Ἀβραὰμ κατέβηκεν στὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ καταθλιβῆ. Τὸ παθαίνει αὐτὸ ὁ νοῦς μας, τὴ στιγμὴν ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τοῦ σώματος, διακρίνει τὶ νὰ κάνῃ μόνος, ἐπιθυμῶν νὰ τείνῃ στὰ ἀσώματα καὶ νὰ προσκολλᾶται σ' αὐτά. Ἐνόσω, ἕνεκα τοῦ συνδέσμου ψυχῆς καὶ σώματος, ῥέπει ὁ νοῦς πρὸς τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες στὶς ὁποῖες ὡς ἀσθενής ὑποτάσσεται, δὲν θεωρεῖται ἰσχυρότερος. Οἱ θλίψεις λοιπὸν τοῦ ἰσχυροῦ ἀνδρὸς εἶναι στεφάνια, τοῦ ἀδύναμου εἶναι ἀσθένειες. Ὅθεν καὶ δὲν φοβόνταν τὶς θλίψεις μὲ τὶς ὁποῖες ἀξίως ἐδοκιμάζετο (ὁ Παῦλος) ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος λέγει: Διότι ὅταν ἦλθαμεν εἰς Μακεδονίαν, τὸ σῶμα μας δὲν εἶχεν καμίαν ἀνάπαυση, ἀλλὰ σὲ ὅλα ἐθλίβημεν: ἔξω μάχες, ἔσω φόβοι (Β' Κορ. ζ', 5).
14. Ἀλλὰ ἡ πεῖνα τὸν ἀνάγκασε νὰ κατέβη στὴν Αἴγυπτον (Γεν. ιβ', 10). Διότι ξεσπάει φοβερὴ πεῖνα τοῦ νοῦ, ὅταν πλεονάζῃ ἡ ὄρεξη γιὰ τὴ σάρκα του καὶ προσβλέπῃ σ' ὅσα εἶναι ἀντίθετα τῆς σωτηρίας. Ὁδηγούμεθα στὶς στενοχωρίες τὶς σωματικὲς, ὅταν ὑπεισέλθη ἡ ἐπιθυμία τῆς ἀπόκτησης ἀγαθῶν, ἡ πολυτέλεια εἰς τὴν γλυκύτητα, ἡ ὑψηλοφροσύνη στὴν καρδιὰν. Οἱ πάντες πειραζόμεθα. Προσέτι νηφαλιότερη στρέφεται ἡ ψυχή, κατεβαίνει στὴν Αἴγυπτον, δηλαδὴ στὴ θλίψη τοῦ σώματος. Ἔτσι ὅμως κατέβηκεν, σὰν ξένη γιὰ νὰ φαίνεται ὅτι θὰ κατοικήσῃ παροδικὰ ὄχι γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ ἰδιοκτησίαν σὰν κανονικὸς πολίτης. Ξένος εἶμαι σ' αὐτὴν τὴ γῆ (Ψαλ. ριη', 19). Καὶ ἀλλοῦ: Ἀλλοίμονόν μου, διότι ἡ διαμονή μου παρετάθη (Ψαλ. ριθ', 5).
15. Κατεβαίνοντας δὲ ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὴν Αἴγυπτο, δηλαδὴ στὰ ἄγρια καὶ βάρβαρα ἤθη, τὰ ὁποῖα δὲν ξέρουν νὰ κοιμῶνται μὲ τὴν ἀρετήν• εἶπεν στὴν Σάρα: γιὰ νὰ μὴ τὴ βλάψουν ἀπὸ φθόνο νὰ μὴ πῆ ὅτι (αὐτὴ) εἶναι σύζυγός του, ἀλλὰ νὰ τὴν ὀνομάζῃ ἀδελφὴν του (Γεν. ιβ', 13). Καὶ ἐδῶ μεγάλον τὸ τῆς ἀρετῆς μυστήριον, τὸ ὁποῖον ταχέως φθονεῖται. Καὶ γιὰ νὰ ἐπιπλήξη τὸ φθόνον, πρέπει νὰ παρουσιάζηται ταπεινότερος. Δὲν διεκδικεῖ ἡγεμονίαν πάνω σὲ ὅλους: δὲν ἀπαιτεῖ μὲ ὑπερηφάνεια γιὰ μόνον τὸν ἑαυτόν του τὴν σοφίαν σὰν ἐξαίσιαν κυρίαν. Αὐτὴ εἶναι τὴν ὁποίαν ὡς σύζυγον ἀπέκτησεν καὶ ὁ Σολομών. Διότι ὡς σύζυγος ἁρμόζει κυρίως σὲ ἕνα. Ὅθεν ὅλοι ἐπιθυμοῦν νὰ φανῶσιν ἄξιοι ἑνὸς τέτοιου δεσμοῦ, ὥστε λυποῦνται νὰ προτιμηθῇ ἄλλος στὴ θέση τους. Ποιὸς μόνος ἔχει τόσην ὁμορφιάν; Ἡ ἀδελφὴ ὅμως συνάπτεται μὲ πολλοὺς εἴτε βάσει κάποιου δικαίου συγγενείας εἴτε βάσει τοῦ ὀνόματος. Καὶ γι' αὐτὸ τὸν ἀληθινὰ ἀγαπημένον της φυλάσσει ἀκέραιον ἀπὸ τῆς διαπράξεως εἰς βάρος του ἀδικίας.
16. Ὅθεν βλέποντας αὐτὴν οἱ Αἰγύπτιοι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ διακρίνουν, οὔτε τὴ φυσιογνωμίαν τῆς ἀρετῆς νὰ γνωρίζουν, κρίνοντας μὲ χυδαίαν κρίση, τὴν ὡδήγησαν εἰς τὸν τύραννον (Αὐτόθι 15), δηλαδή, στὸν ὑπερήφανο νοῦν, ὁ ὁποῖος δὲν ἄντεξεν τὸ βάρος τῆς σοφίας καὶ γι' αὐτὸ κατεβλήθη. Διότι, ἀφοῦ τὴν ἀδόκιμον ἀρετῆς ψυχὴν εἰσήγαγεν ὁ λόγος, τὴν ἤλεγξε γιὰ ἐνοχὴν καὶ γιὰ σφάλματα, τὴν περιβάλλει μὲ ντροπὴν καὶ τὴ βασανίζει μὲ τὸν πόνον τοῦ ὀλισθήματος. Δηλαδὴ ἐφ' ὅσον βρισκόμαστε σὲ κάποιαν ἡδονὴν ἁμαρτίας, ὁ νοῦς καλύπτεται ἀπὸ κάποια νέφη μωρίας καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς ἀδικίας του ἀμαυροῦνται ἀπὸ κάποιον καπνό, γιὰ νὰ μὴ δῆ τὴν ἀσχήμιαν αὐτῶν ποὺ ἐπιθυμεῖ.
Ἀλλ' ὅταν κάθε νέφος διαλυθῇ καὶ λάμψῃ ἡ ἀστραπὴ τῆς σοφίας, ἀσκοῦνται βαριὰ βασανιστήρια σὰν σὲ κάποιον ἀσυνείδητο γραμματέα. Ὅθεν καὶ ὁ νοῦς μας εἶναι αὐστηρότερος κριτὴς τῆς συνειδήσεως διὰ τοῦ δικαστικοῦ ἀγῶνα καὶ τῆς δικαστικῆς ἀπόφασης τῆς μετανοίας. Πράγμα ποὺ ἐὰν εἴτε τὴν τύψη τῆς ἐνοχῆς εἴτε τὶς ἀδυναμίες τῆς ἀσθένειας δὲν μπορῇ νὰ ὑποφέρῃ οὔτε καὶ τὴν παρουσίαν συνεχοῦς ἀρετῆς, τὴν ἐγκαταλείπει καὶ ἀπομακρύνεται, οὔτε τῆς ἐπιτρέπει νὰ γυρίσῃ στὸν ἑαυτόν της καὶ νὰ προσκολληθῆ στὶς σκέψεις της. Καὶ ὅπως οἱ ἀσθενέστεροι ὀφθαλμοὶ ἀποφεύγουν τὸ φῶς, ἔτσι ὁ ἀσθενὴς νοῦς τὴν ἀστραπὴν τῆς σοφίας δὲν τὴν ἀντέχει. Τέτοιοι ἦταν οἱ Γεργεσηνοί, ποὺ παρακαλοῦσαν νὰ φύγῃ ἀπὸ τὰ ὅριά τους ὁ Κύριος Ἰησοῦς (Ματ. η', 34).
17. Τέλος αὐτὸς ἐδῶ ὁ βασιλιὰς τῆς Αὐγύπτου λέγει πρὸς τὸν Ἀβραὰμ: Τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔκανες; Γιατὶ δὲν μοῦ εἶπες, ὅτι εἶναι σύζυγός σου; ἀλλὰ εἶπες ὅτι εἶναι ἀδελφή σου, καὶ θὰ τὴν ἔπαιρνα γιὰ σύζυγό μου. Καὶ τώρα ἰδοὺ ἡ γυναῖκα σου ἐνώπιόν σου, καὶ φύγε ἀπὸ δῶ (Γεν. ιβ', 18 καὶ 19). Διαισθανόμεθα μὲ τὴν ψυχὴν κάποιον ἀκόλαστον, διότι αὐτὸς θεωρεῖ ὅτι ἡ χάρη τῆς ἐκ διαισθήσεως ἁγνότητος πρέπει νὰ ἀκολουθῆται ἀπὸ κάποιο διάκοσμον τῆς σύνεσης. Ἔπειτα ἀγνοῶντας τὴν ἀκολουθίαν της, ποὺ μὲ τὴν συνοδείαν της βαδίζει καὶ περιστοιχούμενη φθάνει: δηλαδὴ τὴν νηφαλιότητα, τὴν μετριοφροσύνη καὶ τὴν αἰδώ, τὸ λιτοδίαιτον, τὴν ἀποφυγὴν τῆς ἀσελγείας, τῆς ἀναιδείας, τῆς ἀκολασίας, τὴν σπουδαίαν πίστη, τὴ φύλαξη τῆς μέριμνας, ξαφνικὰ εἴτε κινηθεὶς ἀπὸ θερμῆς μέθης, εἴτε ἐκ τοῦ πυρώματος τῆς σάρκας εἴτε τῇ συνδρομῇ τῆς εὐπρεποῦς μορφῆς, ἄν καὶ οὔτε συνεκρατήθη, οὔτε ἀπωθεῖ τὸ νόμο τῆς σάρκας• οὔτε λέγει: Θεώρησα εὐκολότερον πρᾶγμα νὰ ἀκολουθῶ τὴν ἁγνότητα: ὅμως αὐτὸ εἶναι πάνω ἀπὸ τοὺς ὥμους μου, πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου. Σπάνιος αὐτὸς μὲ τὸν ὁποῖον αὐτὰ ἐδῶ συνδυάζονται. Χαῖρε ἁγνότης, φύγε, φύγε ἀπὸ τὰ ὅρια τῶν αἰσθήσεών μου. Ἐπίστρεψε γρήγορα ἐκεῖ ἀπ' ὅπου ἦλθες: δὲν ἀντέχω τὴν παρουσίαν σου, θλίβομαι ἀπὸ βαριὰ ἐρωτήματα, ὅσο κρίνω ὅτι πρέπει νὰ σὲ κρατήσω, ἐσένα τὴν ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ διατηρήσω.
18. Στραφεὶς ἔπειτα ὡς πρὸς κάποιον παιδαγωγὸν του, στοῦ ὁποίου τὸ νοῦν ἔσπευσε νὰ εἰσαγάγῃ τὴν ἕξη τῆς ἁγνότητος, ὑπονοῶν ὅτι δὲν θὰ εἶναι αὐτὴ δυσκολοκατόρθωτη, οὔτε ἀδύνατη, ἀλλὰ κοινὴ σὲ πολλούς, ὅμορος στοὺς πρόθυμους, ἁρμόζουσα στοὺς ἀνθρώπους θέλησης. Τὶ εἶναι, εἶπεν, αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔκανες; Γιατὶ δὲν μοῦ εἶπες ὅτι εἶναι σύζυγός σου; Δηλαδή, αὐτὸ ποὺ ὄχι ἐπιφανειακὰ ἀλλὰ νόμιμα θεωρεῖται γάμος, μαζί του σέρνει μεγίστην προῖκα, καὶ σηκώνει τὰ μεγάλα βάρη τῆς συζυγίας, καὶ τῶν ἐνοχλήσεων τοῦ σκληροῦ δανείου: ἀλλὰ εἶπες σύζυγον, μὴ περισφιγγομένην ἀπὸ τοὺς νόμους, καὶ φίλην τῆς φύσεως, χωρὶς ἕνεκα κάποιου δικαίου προικώας τίμησης νὰ εἶναι ὑπερήφανη καὶ ἰσχυρὰ. Ὅθεν ἀσύνετος γιὰ τοὺς θησαυρούς της θεώρησα ὅτι πρέπει νὰ κάνω δεσμὸν μαζί της καὶ νὰ τὴν κρατήσω, ἀλλὰ ἀντιλήφθηκα ποιὸ βάρος καὶ φορτίον βρίσκεται σ' αὐτήν. Ἰδοὺ ἡ σύζυγός σου, δηλαδή, ἰδοὺ ἡ πειθώς σου ἐνώπιόν σου, πάρτην καὶ φύγε. Ἄς μὴ εἶναι ἐνώπιόν μου, καὶ ἐνώπιον τῶν σκέψεών μου. Δίνε του ἀπὸ δῶ μαζὶ μὲ τὶς συμβουλές σου, μαζὶ μὲ τὴν παραίνεσή σου, γρήγορα δίνε του, γρήγορα φύγε, δὲν ἀνέχομαι τὶς καθυστερήσεις σου, εἶναι κατάθλιψη γιὰ μένα: ἀρκετὸν τὸ ὅτι προηγουμένως ἀπεγοητεύθην. Καὶ ἔστειλεν τὰ θρέμματά του μὲ τὰ ὁποῖα περιπλανᾶται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὁ ἀκρατέστερος νοῦς, ἀναπολῶν τὶς σκέψεις τῆς ἀκολασίας, φιλοξενίας, φιλοχρηματίας, καὶ διὰ τοῦτο προσκρούων πρὸς διαφόρους ἀσελγείας: γιὰ νὰ περιορίσωσιν καὶ νὰ ἀπωθήσωσιν μακρυὰ τὴν ἁγνότητα, γιὰ νὰ μὴ ξαναεπιστρέψῃ σ' ἐκεῖνα τὰ σύνορα ἀπ' ὅπου ἐξεδιώχθη: ἕνεκα τοῦ ὁποίου, ἀσφαλὴς (ἡ ἁγνότητα) ἤδη καὶ ἐλεύθερη αὐστηρότερης κρίσης, δὲν φοβεῖται νὰ ἀνασκευάσῃ τὰ δικά της ἁμαρτήματα.

Κεφάλαιον Ε'

Κατέβηκεν ὁ Ἀβραὰμ ἐξ Αἰγύπτου μετὰ τῆς Σάρας τῆς συζύγου καὶ ὅλων τῶν δικῶν του, δηλαδὴ τοῦ ἀληθινοῦ πλούτου τῆς ψυχῆς. Τὶ νὰ σημαίνῃ ἡ ἐπιστροφή του στὴ Βαιθήλ. Γιατὶ ὁ Λὼτ δὲν ὀνομάζεται πλούσιος σὲ χρυσὸν καὶ ἄργυρον.

19. Ὅθεν κατέβη ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ δῶ ἔχοντας μαζί του τὴν σύζυγόν του Σάραν (Γεν. ιγ', 1) δηλαδὴ τὴν πριγκήπισσαν, ὄχι τὴ δούλην. Γι' αὐτὸ καὶ λέγεται σ' ἐκεῖνο: Νὰ ἀκοῦς τὴν Σάρα τὴν σύζυγόν σου (Γεν. κα', 12). Διότι ὅποιος ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴ δουλείαν τῶν ἁμαρτημάτων, ἔχει ἡγεμονίαν, ὄχι δουλείαν. Ὁ νοῦς λοιπὸν ὁ ἰσχυρότερος ἔχει μαζί του τὴν πριγκηπικὴν ἀρετήν, δηλαδὴ τὴν αὐτοκυριαρχίαν εἰς τὰς αἰσθήσεις τοῦ σώματος, ὄχι τὴν ὑποδούλωση. Ἀπ' ὅσα κουβάλησε μαζί του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, οὐδὲν ἐκ τῶν ζητημάτων πειθαρχίας του παρέλειψεν. Δὲν εἶναι φτιασιδωμένη μὲ τὴν ἀκράτειαν, τὴν ἀλαζονείαν, τὴν ἀμετρίαν στὶς αἰσχρουργίες, δὲν ἀπεγυμνώθη ἀπὸ τὸ ἱμάτιον τῆς φιλοσόφου νηφαλιότητος, δὲν ἀπεξεδύθη το ροῦχον τῆς αἰδοῦς.
20. Ἦτο πολὺ πλούσιος (Γεν. ιγ', 2) (ὁ Ἀβραὰμ) σὰν ἐκεῖνον ποὺ δὲν τοῦ λείπει κανένα ἀγαθόν, ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦσεν τίποτα ἄλλον ἀπὸ ὅσα εἶχεν ὁ συνάνθρωπός του, ποὺ ἀπὸ τίποτα δὲν ἐστερεῖτο, ποὺ νὰ θέλῃ νὰ λέγεται δικό του. Διότι αὐτὸ σημαίνει νὰ εἶσαι ὁ πλούσιος, νὰ ἔχῃς δηλαδὴ ὅ,τι ἀρκεῖ εἰς τὴ θέλησή σου. Διότι ἡ ἀφθονία ἔχει μέτρον, δὲν ἔχει τίμηση αὐτὸς ποὺ τὸ μέτρον του βρίσκεται στὴν κρίση τοῦ ἐρευνητῆ. Ἦταν δὲ πλούσιος σὲ κοπάδια, ἀσῆμι, χρυσόν. Τὶ γυρεύουν αὐτὰ σ' αὐτόν; Δὲν μοῦ φαίνεται ὅτι ἐγκωμιάζονται τὰ κοσμικὰ πλούτη. Ὅθεν ὑπὸ τὰ σωματικὰ κοπάδια ἀντιλαμβάνομαι ὅτι καὶ αὐτὰ εἶναι ἄλογα: ὑπὸ τὸν ἄργυρον ἐννοῶ τὸν λόγον, ὑπὸ τὸν χρυσὸν τὸν νοῦν. Ἄξιζε νὰ εἶναι πλούσιος ὁ Ἀβραὰμ, διότι διοικοῦσεν τὶς ἄλογες αἰσθήσεις. Τέλος καὶ δάμασεν καὶ ὑπέταξεν (αὐτὲς) ὥστε νὰ γίνουν λογικές. Εἶχεν τὸ λόγον τῆς πίστεως μὲ ἔκπαγλο χρῶμα, κεκαθαρμένο διὰ τῆς χάριτος τῆς θεϊκῆς πειθαρχίας: εἶχεν τὸ νοῦ γεμάτον σύνεση. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ ἀγαθὸς νοῦς συγκρίνεται μὲ τὸ χρυσόν: διότι ὅπως ὁ χρυσὸς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τἄλλα μέταλλα, ἔτσι ὁ ἀγαθὸς νοῦς μέσα στὸν ἄνθρωπον εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ τὰ λοιπὰ μέρη τῆς ἀνθρώπινης οὐσίας. Ἀπὸ τρία λοιπὸν ἐκτιμᾶται ὁ σοφός, ἀπὸ τὴν αἴσθηση, ἀπὸ τὸ λόγο, ἀπὸ τὸ νοῦν: κάποια διαβάθμιση βέβαια γίνεται κατὰ τάξη, ὅπως διαβάζομεν καὶ στὸν Ἀπόστολον: Μένει δὲ ἡ ἐλπίς, ἡ πίστη, η ἀγάπη, αὐτὰ τὰ τρία, ὅμως ἀνώτερη ἀπ' αὐτὰ εἶναι ἡ ἀγάπη (Α' Κορ. ιγ', 13). Καὶ ὁ νοῦς ἑπομένως εἶναι μείζων• διότι ὁ ἴδιος εἶναι ποὺ ἀλέθει τὸ πνευματικὸ σιτάρι, ποὺ προτιμᾶ τὴν καθαριότητα τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν λόγων. Ἄς διατηρῆται παντοῦ τὸ πρόσωπον τοῦ σοφοῦ ἀνδρός.
21. Τέλος ἐδῶ εἰσάγεται ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ Ἀβραὰμ εἰς Βαιθήλ ἀπ' ὅπου κατέβηκεν εἰς Αἴγυπτον, γιὰ νὰ γνωρίζωμεν ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ δίκαιοι βρισκόμενοι στὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, καὶ προσέχοντες τὸ λόγον τοῦ Θεοῦ πειράζονται βέβαια ἀπὸ κοσμικὲς θλίψεις, ἀλλὰ δὲν ἀποξενώνονται ἀπὸ τὴ φύλαξη τῶν οὐρανίων παραγγελμάτων. Ὅτι εἶναι εὐχαριστημένοι στὰ ὅριά τους, ὅτι δὲν τοὺς συναρπάζουν τὰ ἄφθονα πλούτη, καὶ τῶν πραγμάτων κυμαινομένων κατὰ τὴ φύση τῶν ἐπιθυμιῶν, δηλαδὴ ὅτι οἱ δίκαιοι ἔχουν ἄριστον νοῦ: νὰ σκέπτωνται πάντα τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος καὶ ἀπ' αὐτὸ νὰ ἐκπορεύωνται καὶ σ' αὐτὸ νὰ εἰσέρχωνται, δηλαδὴ στὸ ἀγαθόν. Ἀγαθὸν δὲ εἶναι ἡ σοφία. Διότι οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰμὴ εἷς, ὁ Θεός.
Ἀπ' αὐτὸν προερχόμεθα, δημιουργημένοι ἀπ'τὸν ἴδιον: καὶ σ' αὐτὸν ἐπιστρέφομεν, διότι νὰ εἶσαι μετὰ τοῦ Χριστοῦ εἶναι πολὺ καλλίτερον. Καὶ γιὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι εἶναι καλὸ νὰ συμπίπτῃ ἡ ἀρχὴ μὲ τὸ τέλος, ὁ ἴδιος ὁ ἀγαθὸς Ἰησοῦς λέγει: Ἐγὼ εἶμαι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος (Ἀποκ. α',8).
22. Ὁ νοῦς μας λοιπὸν ἄς εἶναι πάντοτε μὲ τὸν ἴδιον: ἀπὸ τὸ ναόν Του ἀπὸ τὸ λόγον Του ποτὲ ἄς μὴ ἀπομακρύνηται. Ἄς εἶναι πάντοτε μὲ τὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, μὲ περισυλλογὲς καὶ προσευχὲς ἵνα ὁ λόγος Αὐτοῦ τοῦ ὄντως ὄντος, πάντοτε ἐνεργῇ μέσα μας καὶ ἵνα πάντοτε ἐπισκεπτόμενοι τὴν Ἐκκλησίαν, εἴτε ἀσχολούμενοι μὲ κατ' οἶκον προσευχές, ἀπ' τὸν ἴδιον ἄς ἀρχίζωμεν καὶ εἰς τὸν ἴδιον καταλήγωμεν. Ἔτσι οἱ μέρες ὅλης τῆς ἐδῶ ζωῆς μας καὶ ἡ διαδρομὴ τῆς κάθε μέρας ἀπ' αὐτὸν ἄς ἀρχίζῃ καὶ στὸν ἴδιον ἄς τελειώνῃ. Διότι ὅπως εἶναι σωτήριον νὰ πιστεύῃς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς ζωῆς καὶ νὰ μυῆσαι στὰ τοῦ Θεοῦ: ἔτσι ἡ ἐμμονὴ μέχρι τέλους εἶναι ἀπαραίτητη. Ἔχει δὲ ὁ ἄριστος νοῦς τὴν ἐπιμέλειαν: γιὰ νὰ μὴ κάνῃ τίποτε τὸ ἄλογον προσέχων στὸ λόγον τοῦ Θεοῦ, ἐκ τοῦ ὁποίου ἀλόγου ὑπεισέρχεται ἡ λύπη: ἵνα ἀδιαλείπτως ἔχων (ὁ νοῦς) καλὴν συνείδηση τῶν πράξεών του, ὑπηρετῇ τὴ χαρὰν τὴν ἐκ τῆς ἀγαθῆς συνειδήσεως. Διότι αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀγαθόν, ὑπάρχει χωρὶς φόβον καὶ λύπη, δηλαδὴ εἶναι πλῆρες σιγουριᾶς καὶ χάριτος. Διότι ἡ ἰδιοκτησία τοῦ δικαίου εἶναι γιὰ τὸ Θεὸν χαριτωμένη: τῶν ἀφρόνων ὅμως κανένας βαθμός της. Ἔτσι ὁ Ἡσαΐας εἰς τὸν προσεγγίζοντα τὸ ἀγαθὸν λέγει: Ἄς φύγῃ ὁ πόνος καὶ ἡ λύπη, καὶ ὁ στεναγμὸς (Ἡσ. λε', 10). Καὶ ὁ Ἰωάννης εἰς τὴν Ἀποκάλυψη: Καὶ ὁ ἴδιος, εἶπεν, ὁ Θεὸς θὰ εἶναι μαζὶ μ' ἐκείνους, καὶ θὰ ἐξαλείψῃ κάθε δάκρυον ἀπ' τοὺς ὀφθαλμούς τους, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχη πιὰ θάνατος, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγή, οὔτε πόνος πλέον (Ἀπ. κα', 17). Διότι κατὰ τὴν ἀνάσταση τῶν δικαίων θὰ ὑπάρξῃ χαρὰ κορυφαία καὶ χάρη, ἐπειδὴ ἐκεῖνο τὸ ἀγαθὸν ἄρχισε νὰ εἶναι μὲ τοὺς ἁγίους του, ὅταν θὰ ἀναπαύωνται εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ, μέσα στὴν σκηνήν του, τὸ ὁποῖον προσδιορίζεται ὡς κατάσταση μεταξὺ οἴκου εἴτε λόγου Θεοῦ καὶ χάριτος: αὐτὰ σημαίνουν ὅτι ἡ ἀθωότητα τῶν πιστῶν θὰ ἀναπέμπῃ εὐχαριστίες εἰς τὸν δημιουργόν τους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν ἀπὸ τὶ νὰ μετανοήσουν ποὺ ἔζησαν σ' αὐτὸν τὸν κόσμον.
23. Διὰ τῶν ἁπλῶν λοιπὸν πράξεων τοῦ Ἀβραὰμ ἐξηγοῦνται τὰ ἐπίσημα κείμενα τῶν ὑψηλῶν διδασκαλιῶν. Ἐπάξια πλούσιος αὐτός, ποὺ ἐμπλουτίζει ἀκόμη καὶ τὶς συζητήσεις τῶν φιλοσόφων, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν πράξη αὐτοῦ διατυπώνουν τὰ παραγγέλματά τους.
24. Τὰ πλούτη λοιπὸν αὐτοῦ ἐξέφρασεν ἡ Γραφὴ• ὑπολείπεται νὰ γνωρίσωμεν ποῖον ἐκ τῶν δύο ἆράγε ἦταν ἢ δὲν ἦταν καὶ ὁ Λὼτ ὁ ἀνεψιός του, καὶ ὁ ἴδιος ὡς ἐκ τῆς διαδοχῆς του, πλούσιος: ἀλλ' ἡ Γραφὴ διαβεβαιώνει ὅτι αὐτὸς εἶχεν σὲ ἀφθονία μόνον κοπάδια: Τελικὰ οὕτως ἔχει τὸ κείμενον: Καὶ ὁ Λὼτ ὁ ὁποῖος παρευθὺς ἐβάδιζε μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραὰμ εἶχεν πρόβατα, βόδια κ.λπ., σκηνές (Γεν. ιγ', 5). Δὲν εἶχεν ἀσῆμι, διότι δὲν ἦταν ἀκόμη δίκαιος. Διότι ἀργύριον πεπυρωμένον εἶναι ἡ γλῶσσα τοῦ δικαίου. Δὲν εἶχε χρυσάφι, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἐκεῖνος ποὺ εἶδεν τὰ ὄπισθεν τοῦ Χριστοῦ, περὶ τοῦ ὁποίου ἐγράφη: Καὶ τὰ ὄπισθεν αὐτοῦ ἐν εἴδει χρυσοῦ (Ψαλ. 67, 14). Ὁ Ἀβραὰμ εἶδεν ἐκεῖνον ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Κύριος λέγων: Ὁ Ἀβραὰμ εἶδεν τὴν ἡμέραν τὴν ἐμὴν καὶ ἐχάρη (Ἰω. η', 56). Καὶ γι' αὐτὸ ἀξιώθηκε νὰ ἔχῃ καὶ νὰ κατέχῃ τὴν ὄψη τοῦ χρυσοῦ.

Κεφάλαιον ΣΤ'

Μ' αὐτὴν τὴν ἔννοιαν εἶναι γεγραμμένον: Καὶ ὁ Λὼτ ὁ ὁποῖος ἐπορεύετο μετὰ τοῦ Ἀβραὰμ (Γεν. ιγ', 5), ὡσαύτως: Δὲν τοὺς χώραγεν ἡ γῆ (Αὐτόθι 6). Περὶ τῶν ποιμένων, καὶ τῆς ἔριδας ποὺ ξέσπασε μεταξύ τους, τὴν ὁποίαν προσπαθεῖ νὰ κατευνάσῃ ὁ Ἀβραάμ. Ὁ ἴδιος ἐπειδὴ μάταια εἶχε δοκιμάσει νὰ συγκρατήσῃ τὸ Λὼτ, ἐκεῖνον μὲ καλὸν τρόπον ἀπέπεμψεν. Περὶ τῆς ἀπειρίας καὶ ἀλαζονείας τοῦ Λὼτ κατὰ τὴν ἐκλογὴν• καὶ περὶ τῶν ἁμαρτημάτων τῶν Σοδομιτῶν.

25. Τώρα ἐκεῖνο δὲν τὸ θεωρῶ καθόλου ὅτι πρέπει νὰ τὸ παραλείψωμεν, τὸ ὅτι φαίνεται πὼς ἀκόμη καὶ οἱ σοφότεροι μεταβάλλουν, γι' αὐτὸ τὸ λόγον εἶναι οὕτω γεγραμμένον: Καὶ ὁ Λὼτ ὁ ὁποῖος ἐβάδιζεν μετὰ τοῦ Ἄβραμ (Γεν. ιγ', 5), σὰν νὰ ἦταν ἄλλος ὁ Λώτ, ὁ ὁποῖος δὲν ἐβάδιζε μαζί του, σύμφωνα μὲ ὅ,τι δεχθήκαμεν. Καὶ πολλοὶ ἔχουν τὴ γνώμην ὅτι τὸ ζήτημα μένει ἄλυτον. Λοιπόν, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσωμεν ἐκείνους, καὶ γιὰ νὰ μὴ ἀπομακρυνθῶμεν ἀπὸ τὸν κανόνα τῆς Γραφῆς, λέγομεν ὅτι εἶναι ἕνα πρόσωπον, δύο ἀσχολίες, δηλαδὴ δύο πράγματα ποὺ σημαίνονται σὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπον: κατὰ τὸν ἀριθμὸν εἶναι ἕνας, κατὰ τὴν ἀσχολία διπλός. Διότι τὸ ὄνομα Λὼτ σημαίνει "ἀπόκλιση" κατὰ τὴ λατινικὴ μετάφρασή του. Ἀποκλίνει δὲ κάποιος εἴτε ἀπὸ τὸ ἀγαθὸν εἴτε ἀπὸ τὸ κακόν. Ὅταν λοιπὸν ὁ Λὼτ ἀπέκλινεν ἀπὸ τὸ κακόν, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πλάνην , τὴν πονηρίαν, τὸ ἔγκλημα προσεκολλᾶτο στὸ θεῖον του: ὅταν ἀπέκλινεν ἀπὸ τὸ ἀγαθόν, δηλαδή, ἀπὸ τὸν δίκαιον, ἀθῶον, ἅγιον, θρησκεύοντα, συνήπτετο πρὸς τὴν αἰχρότητα. Καλῶς λοιπὸν εἶπεν (ἡ Γραφὴ): Καὶ ὁ Λὼτ ποὺ ἐπορεύετο μετὰ τοῦ Ἄβραμ• διότι μέχρι τοῦτο τὸ χρονικὸν σημεῖο δὲν προτιμοῦσεν τὰ Σόδομα, δὲν κατοικοῦσε μὲ τοὺς δρᾶστες τῶν αἰσχροτήτων. Μετὰ ταῦτα δηλαδὴ ἄρχισε νὰ κατοικῇ στὰ Σόδομα. Γι' αὐτὰ σὰν κινηθεὶς ἀφ' ἑαυτοῦ, εἴτε ὡς ἄλλος ἐκλαμβάνεται, ἀφιστάμενος ὄχι μόνον ἀπὸ τοῦ δικαίου ἀνδρός, ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ ἑαυτοῦ του.
26. Τέλος ἐπειδὴ μὲ σπουδὴν ἤρχισε νὰ ἀποστρέφηται τὸ θεῖον του. Δὲν τοὺς χώραγεν ἡ γῆ (Αὐτόθι). Διότι κανένας χῶρος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀρκετὸς σὲ διαφωνοῦντες: εἰς τοὺς ἤρεμους καὶ εἰρηνικοὺς ἀκόμη καὶ οἱ στενοὶ χῶροι εἶναι εὐρύχωροι: εἰς τὰ ἀσύμφωνα ἤθη ἀκόμη τὰ εὐρύχωρα ἀποτελοῦν ἐμπόδια. Καὶ ἐπειδὴ ἀπ' τὴν ἀρχὴν εἶπα γιὰ νὰ μορφωθῇ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ, ὁ ὁποῖος νοῦς ἀπ' ἀρχῆς ἦταν ἀτελής, ἀλλὰ προοδεύει κατὰ κάποιες αὐξήσεις καὶ βαθμίδες, γι' αὐτὸ λέγει: Δὲν τοὺς χώραγεν ἡ γῆ, δηλαδή, ἡ μία ψυχὴ δὲν περιελάμβανε διάφορα πάθη ποὺ ἀπ'τὴ φύση τους ἀντιμάχονται μεταξύ τους. Εἶναι ὅμως δυνατὸ νὰ γίνῃ ὥστε ὅλα νὰ μὴ τελειοποιηθοῦν σὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτό, νὰ εἶναι δυνατὸ δὲ κάποια ἐλαττώματά του νὰ καλύπτῃ, εἴτε νὰ κατευνάζῃ τὰ πάθη του• ἢ νὰ ὑπάρχουν πολλὰ καλὰ μὲ τὰ ὁποῖα νὰ καλύπτῃ λιγότερα ἐλαττώματα: εἴτε μὲ τὴν ξαφνικὴν κίνηση τῶν παθῶν νὰ τὰ ἀπομακρύνῃ μὲ ὡριμότερη σκέψη. Ἀληθεύει τὸ ἐὰν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν συντρέχουν (πράγματα) ἀσύμφωνα καὶ ἀλληλομαχόμενα, εἶναι ἀναγκαῖον νὰ λύνηται ἡ κατοίκηση σὲ μίαν ψυχὴν ἀρετῶν καὶ παθῶν ἀλληλοσυγκρουομένων. Μεταφορικῶς λοιπὸν κατὰ τοὺς φιλοσόφους ὠνόμασεν τὴν ψυχὴ γῆν. Διότι καὶ ὁ Σολομὼν λέγει: Σὰν χωράφι εἶναι ὁ ἀσύνετος ἄνθρωπος (Παρ. κδ', 20): αὐτὸ ἄν εἶναι εὔφορο μὲ δυνατοὺς καρποὺς εὐκαρπίας, μπορεῖ νὰ κρύβῃ τὰ ἀγκάθια, ἐὰν ὅμως τὰ ἀγκάθια συμπνίγωσιν τοὺς στάχυες, δὲν ὑπάρχει καμία δυνατότητα ἀπὸκρυψης.
27. Ποιοὶ λοιπὸν νὰ εἶναι οἱ ποιμένες (Γεν. ιγ', 7), καὶ ποιμένες ποιῶν ζώων, καὶ ποιὰ ἡ φιλονικεία ποὺ νὰ θεωροῦμε μεταξὺ τῶν βοσκῶν τοῦ Ἀβραὰμ καὶ αὐτῶν τοῦ Λώτ. Ποιμένες εἶναι οἱ ἡγεμόνες τῶν κοπαδιῶν, εἴτε εἶναι ἐπιμελεῖς καὶ νηφάλιοι, μὴ ἐπιτρέποντες νὰ πατηθοῦν οἱ καλλιέργειες τῶν ἀγρῶν ἀπὸ τὸ κοπάδι τους μὲ πατημασιὲς ποδιοῦ καὶ νὰ καῶσι μὲ ἀγκάθια: εἴτε ἀμελεῖς καὶ ὑποχωρητικοί, ποὺ δὲν καλοῦν τό κοπάδι τους, ὅπου ἀπὸ πυκνόφυλλα καὶ ὄχι πολύκαρπα νὰ βόσκουν, ἀλλὰ ἐπιτρέπουν ἐλεύθερα νὰ βόσκουν ἀπὸ τοὺς διάφορους καρποὺς τοῦ ἀγροῦ. Τούτων δὲ ἐδῶ τῶν ποιμένων ἡ πολυμήχανη φύλαξη, ἄς μὴ τυχὸν προσγράφηται στοὺς ἐπιμελεῖς, διότι ἡ ῥαδιουργία ἀκυρώνει τὴν ἀμέλειαν. Ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ λόγος δὲν εἶναι γιὰ τὰ ὁρατά, γι' αὐτὸ ἄς δοῦμεν πρὶν ποιοῦ κοπαδιοῦ ποιμένες εἶναι. Μποροῦμε νὰ προσδιορίσωμεν αὐτοὺς τοὺς ποιμένες. Ποιμένες, εἶπεν, ὑποζυγίων (Γεν. ιγ', 7). Δεχόμεθα ὅτι μὲ τὰ ὑποζύγια δηλώνονται οἱ ἄλογες αἰσθήσεις τοῦ σώματος. Ποιοὶ λοιπὸν εἶναι οἱ ποιμένες τῶν αἰσθήσεων, παρὰ οἱ παιδαγωγοὶ καὶ σὰν κάποιοι ὁδηγοὶ τῶν κοπαδιῶν, ἡγέτες αὐτῶν, εἴτε διδάσκαλοι ποὺ διδάσκουν κάποιον λόγον, εἴτε δηλαδὴ οἱ σκέψεις τοῦ νοῦ μας;
Αὐτοὶ οἱ ποιμένες ἐὰν εἶναι ἔμπειροι στὴν πειθαρχίαν καὶ φειδωλοί, δὲν ἐπιτρέπουν ἐπὶ πολὺ νὰ βόσκῃ τὸ κοπάδι τῶν αἰσθήσεων καὶ νὰ μπαίνῃ σὲ ἀνωφελεῖς καὶ ἐπικίνδυνες βοσκές, ἀλλὰ (τὶς) ἀνακαλοῦν σὰν ὑπὸ προνοητικοῦ ὁδηγοῦ, καὶ θέτουν σὲ ἐνέργειαν τοὺς χαλινοὺς τῆς λογικῆς καὶ ἀνθίστανται στοὺς ἀντιτιθέμενους. Οἱ κακοὶ ὅμως παιδαγωγοί, εἴτε αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν κρίση τὶς ἐπιτρέπουν νὰ φέρωνται μὲ τὴ δικήν τους ὁρμήν, καὶ νὰ γκρεμίζωνται στὸν γκρεμὸν καὶ στὸν κίνδυνον καὶ νὰ καταστρέφωσιν τὶς καλλιέργειες μὲ τὸ νὰ βόσκωσιν στοὺς καρποφόρους ἀγρούς. Ὅπως ἐὰν ὅσοι τέτοιοι καρποὶ ἀρετῶν βρίσκονται στὴν ἴδιαν ψυχήν, καὶ αὐτοὶ νὰ καταστρέφωνται. Ἐντεῦθεν λοιπὸν καὶ ὁ διχασμὸς τῶν σκέψεών μας. Ἐπειδὴ ἡ σὰρξ ἀνταγωνίζεται τὸ πνεῦμα καὶ τὸ πνεῦμα τὴ σάρκα (Γαλ. ε', 17), δὲν εἶναι ἀσήμαντη ἡ μάχη, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος, τὸ δοχεῖον ἐκλογῆς τοῦ Κυρίου, λέγῃ: Βλέπω τὸ νόμο τῆς σάρκας μου νὰ ἀντιστρατεύεται τὸ νόμο τοῦ νοῦ μου, καὶ νὰ μὲ αἰχματωτίζῃ στὸ νόμον τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ στὰ μέλη τοῦ σώματός μου (Ρωμ. ζ', 23). Ὁ ἴδιος ἀδυνατοῦσε νὰ κατασιγάσῃ αὐτὴν τὴ μάχη, καὶ γι' αὐτὸ καταφεύγει στὸ Χριστὸ λέγοντας: Δυστυχὴς ἄνθρωπος ἐγώ, ποιὸς θὰ μὲ ἐλευθερώσῃ ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου; (Αὐτόθι 24) τοὐτέστι γιὰ νὰ μὴ προσκολλῶμαι στὶς ἡδονὲς τοῦ σώματος. Ποιὸς λοιπὸν ὑπάρχει, ποὺ νὰ μὲ λύσῃ ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ νὰ μὲ συνάψῃ ἐλεύθερον στὸ Θεόν, καὶ τὶς αἰσθήσεις στὴ νηφαλιότητα τῆς ψυχῆς μᾶλλον νὰ μεταστρέψῃ, παρὰ πρὸς τὴ μέθη τοῦ σώματος; Ἀλλ' ἐπειδὴ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων δὲν μποροῦσε νὰ βρῇ τέτοιον ὁδηγόν, ἐστράφη πρὸς τὸ Θεόν: Ἡ χάρις, εἶπεν, τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ (Αὐτόθι 25). Ἐὰν μολονότι ἰσχυρότερος δὲν παρεδόθη στὶς δικές του δυνάμεις, ἵνα ἀποφύγῃ τὸ σῶμα τοῦ θανάτου, ἀλλ' ἐζήτησε βοήθειαν ἀπὸ τὸ Χριστόν, τὶ πρέπει νὰ κάνωμεν ἐμεῖς οἱ ἀσθενέστεροι; Ὁ Ἀβραὰμ γνώριζεν ὅτι αὐτὴ ἡ μάχη εἶναι σπουδαιότερη καὶ γι' αὐτὸ ἀπ' τὴν ἀρχὴν ἦταν τῆς γνώμης ὅτι πρέπει νὰ φυλάγηται. Διότι ὁ σοφὸς ἔχει τὴ σπουδὴ γιὰ εἰρήνη, στὸν ἀσύνετο φιλικὴ εἶναι ἡ ἔριδα.
28. Ἄς μὴ ὑπάρχη, εἶπεν, ἔρις μεταξὺ σοῦ καὶ ἐμοῦ, καὶ μεταξὺ τῶν ποιμένων μου καὶ τῶν δικῶν σου, διότι εἴμαστε ἄνθρωποι ἀδελφοὶ (Γεν. ιγ',8). Διαβάζομεν περὶ τοῦ Ἀβραὰμ τοῦ θείου, καὶ περὶ τοῦ ἀνεψιοῦ του Λώτ• πῶς τὸν ὀνομάζει ἀδελφόν; Ἀλλὰ παρατήρα ὅτι ὁ σοφὸς δίνει (ἔτσι) τὶς αἰτίες τῆς (εὐκταίας) ὁμόνοιας. Ὅθεν προέθεσεν τό, Ἄνθρωποι εἴμεθα. Ὅλοι δὲ οἱ ἄνθρωποι εἶναι γεννήματα μιᾶς φύσης, ἐντὸς τῶν σπλάχνων τῆς συλλαβούσης αὐτούς, καὶ μιᾶς ὑγρᾶς καὶ εὐρείας κοιλίας. Ὅθεν ἐμεῖς, σύμφωνα μὲ κάποιο δίκαιον συγγενείας συνδεόμεθα ὡς ἀδελφοί, γεννημένοι ἀπὸ ἕνα πατέρα καὶ τεχθέντες ἀπὸ μία μητέρα σὰν ὁμομήτρια ἀδέλφια. Καὶ γι' αὐτὸ ἐπειδὴ εἴμαστε γόνοι λογικῆς φύσης, σὰν ὁμογάστριοι ὀφείλομεν νὰ ἀγαπώμεθα ἀμοιβαίως μὲ ἀγάπη, νὰ μὴ ἀντιμαχώμεθα καὶ ἀλληλοκαταδιωκώμεθα. Πολὺ δὲ ἀληθέστερον ἀναφέρεται εἰς τὴ μίαν ψυχήν, τῆς ὁποίας τὸ λογικὸν ἔχει γνωστὲς ἄλογες αἰσθήσεις, ὅπως εἴπαμεν ἀνωτέρω: ὅ,τι ὅμως εἶναι λογικόν, ἔχει τὸν σύνδεσμον τῶν ἀρετῶν. Ὅθεν μὲ κάποιαν ἀδελφικὴν ἀναγκαιότητα συνδέονται τὰ πάθη καὶ οἱ ἀρετὲς τοῦ ἀνθρώπου• διότι εἶναι ἐκεῖνα τῆς σαρκικῆς, αὐτὰ ἐδῶ τῆς λογικῆς ψυχῆς. Ἡ σάρκα δὲ καὶ ἡ ψυχὴ συνεταιρίζονται σὰν μὲ κάποιο νόμον συζυγίας, ἐκ τῶν ὁποίων συνίσταται ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν σὰν πρὸς δικές του μερίδες ὀφείλει νὰ συνασπίζηται καὶ νὰ ἐξαναγκάζῃ πρὸς εἰρήνην. Ἀλλ' ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχεν κανεὶς τέτοιος, ποὺ νὰ νικήσῃ τὴν σάρκα, γι' αὐτὸ ἦλθεν ἡ εἰρήνη μας, αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔκαμε τὰ δύο ἕν, καὶ ἔλυσεν τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ, καταργήσας τὴν ἔχθραν ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ, τὸ νόμον τῶν ἐντολῶν τὸν ἐν τοῖς διατάγμασιν, διὰ νὰ κτίσῃ εἰς ἑαυτὸν τοὺς δύο εἰς ἕνα νέον ἄνθρωπον, φέρων εἰρήνην, καὶ νὰ συνδιαλλάξῃ ἀμφοτέρους εἰς ἕν σῶμα πρὸς τὸ Θεὸν διὰ τοῦ σταυροῦ, θανατώσας τὴν ἔχθραν ἐν ἑαυτῷ (Ἐφ. β', 14 καὶ 15). Ὀρθῶς λοιπὸν ὀνόμασεν ὁ Ἀπόστολος τὸν ἑαυτόν του δυστυχῆ ἄνθρωπον (Ρωμ. ζ', 24), ὁ ὁποῖος ἕνα τόσο μεγάλον πόλεμον ἔβλεπε νὰ ξεσπάῃ μέσα του, τὸν ὁποῖον αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ καταπνίξῃ. Τέλος ἐπειδὴ περὶ τοῦ μικροῦ μεριδίου παθῶν, δηλαδὴ τῆς ὀργῆς, εἶπεν ὁ Σολομὼν: Καλλίτερος, εἶπεν, εἶναι ὁ σοφὸς ἀπὸ τὸν ἰσχυρόν: ὅποιος συγκρατεῖ δὲ τὴν ὀργήν, εἶναι καλλίτερος ἀπ' αὐτὸν ποὺ κυριεύει πόλη (Παρ. ιστ', 32). Εὐτυχὴς λοιπὸν ὅποιος γλυτώνει ἀπ' αὐτὸν τὸν πόλεμον, καὶ προσέτι ὄχι ξένος καὶ ἀλλοδαπός, ἀλλὰ πολίτης τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ἄν και τοποθετημένον νὰ ζῆ ἐπὶ γῆς, τὰ γήϊνα δὲν τὸν καταταλαιπωροῦν.
29. Αὐτὸν τὸν ζῆλον ἐπιθυμοῦσε νὰ διατηρήσῃ ὁ Ἀβραάμ. Ὅθεν καὶ σὰν ἄνδρας εἰρηνικὸς λέγει πρῶτον: Ἄς μὴ ὑπάρχῃ ἔρις μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ (Γεν. ιγ', 12). Ὅθεν λέγει: Καὶ μεταξὺ τῶν ποιμένων μου καὶ τῶν δικῶν σου (Αὐτόθι). Τρίτον ἔθεσεν τὸ: Ἰδού, εἶπεν, ὅλη ἡ γῆ ἐνώπιόν σου (Αὐτόθι 9), τοὐτέστιν, Ἄν δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συμφωνήσωμεν, παραχωρῶ τὰ πάντα, πάρε το ὅλον, ἄν ἡ διχόνοια εἶναι γιὰ τὸν τόπο καὶ γιὰ τὰ κτήματα. Διότι ἐὰν αὐτὸ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὰ καλὰ ἤθη, ἀπομακρύνσου ἀπὸ μένα. Ὅσα προηγουμένως προτιμοῦσε, μήπως ἦταν ἀναγκασμένος νὰ τὰ ἀπεμπολήσῃ; Διότι καὶ αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικὸν τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πειθαρχίας. Διότι πρὶν ἀπὸ μᾶς κάποιος ἄνδρας παρακινηθεὶς ἐκ τῆς διδασκαλίας τῆς φιλοσοφίας εἶπεν ὅτι ὁ ἀγαθὸς ἄνδρας ἔχει τὰ ἑξῆς τέσσερα: Νὰ κοπιάσῃ πρῶτον προκειμένου ὅλους νὰ τοὺς κάνῃ φίλους του: δεύτερον, ἵνα ἐὰν δὲν δύνηται νὰ τοὺς κάνῃ φίλους, τοὐλάχιστον νὰ μὴ τοὺς κάνῃ ἐχθρούς: τρίτον, ἵνα ἐὰν οὔτε αὐτὸ ἐδῶ πετύχῃ, νὰ ἀπαρνηθῇ τὴ γνώμην του: τέταρτον ἐὰν κάποιος τὸν καταδιώκῃ ὑποχωροῦντα, νὰ διεκδικήσῃ τὸ δίκαιόν του, ὅπως μπορεῖ. Ἀλλ' ἐκεῖνα τὰ ἀνωτέρω τρία στὸν Ἀβραὰμ τὰ ἀναγνωρίζομεν ὄχι μὲ σχέτα λόγια, ἀλλὰ σὰν δυνάμεις μὲ ἔργα.
30. Τὸ τέταρτον ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι, ὅταν ἀκόμη καὶ ὑποχωρῶν διετήρησεν τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν συγγενῆ ἀνεψιόν, ὥστε ὄχι μόνο δὲν τὸν κατεδίωξεν, ἀλλὰ προσέτι αἰχμαλωτισθέντα τὸν ἀφήρπασεν καὶ τὸν ἐλευθέρωσεν. Τέλος ὁ Ἀπόστολος μ' ἐκεῖνα τὰ τρία διδάσκει, τὸ τέταρτον τὸ λύει μὲ τὰ παραγγέλματά του, πρᾶγμα στὸ ὁποῖον προσθέτει ἡ Φιλοσοφία. Διότι ὁ Ἀπόστολος ἐπειδὴ θέλει νὰ πληροφορήσῃ τὸν εἰρηνικὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, λέγει: Ἄν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνῃ, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ σᾶς, ὥστε νὰ εἶσθε εἰρηνικοὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους (Ρωμ. ιβ', 18): ἔπειτα ἐὰν αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατό, βέβαια νὰ μὴ ἔχητε οὔτε διχόνοιες, οὔτε ἐχθρότητες. Καὶ γι' αὐτὸ προστιθεμένων τῶν: Μὴ ἐκδικῆτε ἑαυτούς, ἀγαπητοὶ (Αὐτόθι 19), μὲ τὸ ὁποῖον ἀποκλείεται τὸ τέταρτον ἐκεῖνο, ὥστε οὐδέποτε νὰ θέλωμε νὰ διεκδικῶμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας τὸ δίκαιόν μας, λέγει: Ἀλλὰ δῶστε τόπον στὴν ὀργὴν (Αὐτόθι). Ἔχεις καὶ τὸ τέταρτον, γιὰ νὰ ἀποχωρίζεσαι μᾶλλον, καὶ νὰ ζητᾶς τὴ διεκδίκηση ἀπὸ τὸ Θεόν, αὐτὴν ποὺ ἀπαιτεῖς ἀπ' τὸν ἑαυτόν σου• ἄν καὶ θέλησε νὰ φανῇ ὅτι αὐτὸ ἐλέχθη μᾶλλον σύμφωνα μὲ τὸν (παλαιὸ) νόμον. Ἐνῶ κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον, ὡς ἀνωτέρω, ἔχεις: Εὐλογεῖτε τοὺς διῶκτες σας (Ματ. ε', 44). Ἔχομεν αὐτὰ τὰ παραγγέλματα στὴ δευτέραν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολήν: Γι' αὐτὸ τὸ λόγον, εἶπεν, σὲ συμβουλεύω νὰ ἀναζωπυρώνῃς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι πάνω σου μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν δικῶν μου χειρῶν (Β' Τιμ. α', 6,7). Διότι δὲν μᾶς ἔδωσεν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως, διακρίσεως καὶ συνέσεως (Β' Τιμ. β', 1). Καὶ πάλιν: Καὶ ἐσύ, τέκνον ἀγαπητότατον, ἐνδυναμοῦ ἐν τ•ῇ χάριτι (Β' Τιμ. β', 1). Ἔχεις λοιπὸν τὴν ἐντολὴν ὑπὲρ τῆς πρώτης γνώμης ἵνα δίνῃς χάρη πρὸς ὅλους• ἔπειτα, ἐὰν δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κερδίσῃς ὅλους διὰ τῶν παραγγελμάτων του, πρόσεχε μὴ ἐξαγριώνῃς κάποιους μὲ τὰ λόγια, δηλαδὴ μὴ τοὺς κάνῃς ἐχθρούς. Ὅθεν λέγει κατωτέρω: Αὐτὰ παραινῶ, μαρτυρῶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴ λογομαχῇς πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν χρησιμεύει σὲ τίποτα παρὰ στὴν καταστροφὴν τῶν ἀκροατῶν σου (Αὐτόθι 14). Ὁ δοῦλος δὲ τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ ἐρίζει, ἀλλὰ νὰ εἶναι πρᾶος πρὸς ὅλους.
Μετὰ ταῦτα κατὰ τρόπον ὄμορφον ὑποβάλλει, καὶ ἀναδεικνύει τὴν αἰτίαν, τὴν ὁποίαν ἡ φιλοσοφία δὲν διέκρινε: Μὲ μετριοφροσύνην, εἶπε, νὰ διορθώνῃς τοὺς ἀνθισταμένους, μήπως κάποτε ὁ Θεὸς δώσῃ σ' ἐκείνους μετάνοιαν πρὸς ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας (Αὐτόθι 25).
Καὶ πρὸς ἐκεῖνον τὸ τέταρτον, ἵνα ἀποχωριζώμεθα ἀπ' αὐτοὺς μὲ τοὺς ὁποίους δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συμφωνήσωμεν, ἔχεις πρόσθετον, ὅταν ἐντέλληται νὰ λὲγῃς ὅσα ἁρμόζουν στὴν ὑγιῆ διδασκαλίαν, ἔπειτα νὰ ἀποκλίνῃς ἀπὸ τὴ διαμάχην τοῦ νόμου, δηλαδή, πρῶτον νὰ σπέρνῃς τὴ χάρη, ἔπειτα εἰδοποιεῖ νὰ μὴ ἀντιμάχησαι κανέναν: τέταρτον εἶναι τὸ νὰ ἀποφεύγῃς τὸν αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ ἀπὸ πρώτην καὶ δευτέρα νουθεσίαν• διότι ὁ τοιοῦτος ἐξέστραπται καὶ ἁμαρτάνει ὄντας κατάκριτος ἀφ' ἑαυτοῦ του (Τίτ. γ', 10,11).
Ἀπ' τὸ ὁποῖον ἔχετε τὸ ἐπιχείρημα ὅτι αὐτοκατάκριτον τὸν θεωρεῖ ἡ δική μας τιμωρία καὶ αὐτὸν ποὺ ἐκδικεῖται ὡς ἀνάξιον.
Ὁ δὲ Δαβὶδ ἀποκηρύσσει τὸν ζῆλον γιὰ ἐκδίκηση λέγοντας: Ἐὰν ἀνταπέδωκα σ' ὅσους μοῦ ἀνταπέδωσαν κακὰ (Ψαλ. ζ', 2).
31. Ὁ νοῦς λοιπὸν τοῦ σοφοῦ ἀνδρὸς σπεύδει νὰ διορθώσῃ εἴτε τὶς πτώσεις, εἴτε τὶς ἄλογες κινήσεις τῆς ψυχῆς τοῦ ἰδίου καὶ νὰ τὶς συνάψῃ στὸν ἑαυτόν του.
Διότι εἶναι δυνατὸ νὰ συμβῆ ὥστε ὅσα ἐν τῷ μεταξὺ ἀπαρέσκουν, νὰ διορθώνωνται μὲ τὴ χάρη. Ἐὰν μειωθῇ ὁ διασκορπισμὸς τῆς πατρικῆς περιουσίας ἔχει τὴν ἐλευθεριότητα χωρὶς τὴν ζημίαν. Ἡ χαυνότης ἐν τῷ μεταξὺ ἐμποδίζεται περισσότερον• ἐὰν ἐπιβεβαιωθῇ, διαθέτει καὶ τὴ χάρη τῆς αἰδοῦς καὶ τὴν προηγουμένην σταθερότητα. Ἡ ταραχὴ ἐὰν καλμάρῃ ἀποθέτει τὸν τρόμον τὸν ἐκ τῆς ὀργῆς,. καὶ ἀναλαμβάνει τὸν ἔπαινον τῆς δυνάμεως. Διότι, ἐὰν δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιφέρῃ διόρθωση, δὲν ἐξαγριώνεται ἀπὸ ἔλλειψη μέτρου. Καταλαμβάνει τὴν πύρωση τῆς ἡδονῆς, τὴν ὁποίαν συγκρατεῖ διὰ τοῦ γάμου, ἵνα μὴ ἐνῶ ἐπιζητεῖται ἡ ἐγκράτεια, ὑπεισέλθῃ ἡ ἀναισχυντία. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ διδάσκαλος τῶν καλῶν: Λέγω, εἶπεν, εἰς τοὺς ἀγάμους καὶ εἰς τὰς χήρας, καλὸν εἶναι εἰς ἐκείνους νὰ μείνωσιν ὅπως ἐγώ. Διότι ἐὰν δὲν ἐγκρατεύωνται, ἄς νυμφεύωνται. Διότι εἶναι προτιμότερον νὰ νυμφευθῶσιν παρὰ νὰ ἐξάπτωνται (Α' Κορ., ζ', 8,9). Ὑπάρχουν κάποιες γυναῖκες, οἱ ὁποῖες στερήθηκαν τῶν ἀνδρῶν τους, ἕνεκα πρώϊμου θανάτου, καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐγκρατευθῶσιν. Θέλω, εἶπεν, οἱ νεώτερες νὰ ὑπανδρεύωνται, νὰ κάνωσιν γυιούς, νὰ γίνωνται οἰκοδέσποινες, νὰ μὴ δίδωσιν καμίαν εὐκαιρίαν εἰς τὸν ἐχθρό (Α' Τιμ., ε', 14). Διότι ἐὰν κάποιες τέρπωνται μὲ τὴν ἡδονήν, καὶ θέλωσιν νὰ ἀσελγῶσιν πρὸς τὸ Χριστόν, ἀγαπῶντας τὴ δόξαν τῆς χηρείας, τὸ νόμον τῆς φιλαδελφείας μὴ φυλάσσουσαι, αὐτὲς τὶς θεωρεῖ ὅτι πρέπει νὰ τὶς ἀποφεύγωμεν, καθὼς εἶναι γεγραμμένον: Τὰς νεωτέρας χήρας ἀπόφευγε (Αὐτόθι 11).
32. Ὀρθῶς λοιπὸν ὁ Ἀβραὰμ μὲ καλόκαρδην συγχωρητικότητα θέλησε νὰ ἀποπέμψῃ τὸν ἀνεψιόν, τὸν ὁποῖο δὲν μπόρεσεν ἀποκλίνοντα ἀπ' αὐτὸν νὰ συγκρατήσῃ. Ἔτσι καὶ ὁ ἀγαθὸς νοῦς διακρίνει καὶ διαχωρίζει ἑαυτὸν ἀπὸ τὸ ὀλίσθημα τοῦ γκρεμοῦ καὶ τῶν ἀλόγων σκέψεων τοῦ ἐχθροῦ. Ἐὰν ἐσύ, εἶπεν, στὴν ἀριστερὴν (πλευρὰν τῆς γῆς αὐτῆς), ἐγὼ εἰς τὴν δεξιάν: εἴτε ἐὰν ἐσὺ εἰς τὴν δεξιάν, ἐγὼ εἰς τὴν ἀριστεράν (Γεν. ιγ', 9), δηλαδὴ ὅσα γιὰ σένα εἶναι στὰ δεξιά, γιὰ μένα εἶναι στὰ ἀριστερά: καὶ ὅσα γιὰ σένα εἶναι στὰ ἀριστερά, γιὰ μένα στὰ δεξιά. Διότι γιὰ τὸν ἀσύνετον ἄνδρα δεξιὰ εἶναι ὅσα εἶναι σωματικά• αὐτὰ προτιμᾶ, αὐτὰ θεωρεῖ σὰν τὴν καλλίτερην πλευράν, προτιμᾶ τὰ πλούτη καὶ τὶς τιμές: καὶ τὴ χάρη δὲ τοῦ νὰ ἐπιτύχῃ τὴν ἀθανασίαν, τὴν θεωρεῖ ἀριστερὰν ἡ ὁποία γιὰ τὸν σοφὸν εἶναι δεξιά. Διότι γιὰ ἐκεῖνον δεξιὰ εἶναι ἡ μακροβιότητα. Καὶ ὅλες τὶς ἀρετὲς τῆς ψυχῆς ὁ ἄφρων ἄνδρας ἀπορρίπτει εἰς τὰ ἀριστερά: ὁ σώφρων ὅμως ἄνδρας αὐτὲς τὶς τοποθετεῖ στὰ δεξιά• καὶ τὰ σωματικὰ στ' ἀριστερά.
33. Καὶ ὕψωσεν, εἶπεν, ὁ Λὼτ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ κύτταξεν ὅλην τὴν περιοχὴν τοῦ Ἰορδάνη (Γεν. ιγ', 18). Εἰς τοὺς ἀποστρεφομένους τὸ ἀληθὲς φίλη εἶναι ἡ ἀλαζονεία. Τέλος ὅσον ταπεινότερον συμπεριεφέρθη ὁ Ἀβραάμ, ποὺ πρότεινεν τὴν ἐκλογήν• τόσον ἀλαζονικότερον ὁ Λώτ, ὁ ὁποῖος θέλησεν νὰ ἐπωφεληθῆ τῆς ἐκλογῆς. Ἡ ἀρετὴ αὐτοταπεινοῦται, διότι ἀπ' αὐτὴν ἀφαιρεῖται ἡ ἀδικία: αὐτὸς ποὺ ὤφειλε νὰ ἐνεργήση ὡς ὡριμότερος, γιὰ νὰ εἶναι καὶ ἐπὶ κεφαλῆς, τελικὰ δὲν μπόρεσε νὰ κάνῃ τὴν συμφερότερή του ἐκλογήν. Δηλαδὴ πρῶτον ὕψωσεν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ κύτταξεν τὴν περιοχή, δηλαδή, ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἦταν ζήτημα πρώτης σημασίας, ἀλλὰ τρίτης, δηλαδὴ νεωτεριστικότητας. Διότι πρῶτα ἔρχονται ὅσα εἶναι ἀγαθὰ στὴν ψυχή: δεύτερα, ὅσα στὸ σῶμα, δηλαδή, ἡ ὑγεία, ἡ δύναμη, ἡ ὀμορφιά, ἡ χάρη τῆς μορφῆς: τρίτα εἶναι ὅσα ἐπισυμβαίνουν, δηλαδὴ τὰ πλούτη, οἱ ἐξουσίες, ἡ πατρίδα, οἱ φίλοι, ἡ δόξα. Ἡ ἰδιοκτησία περιοχῆς τῆς γῆς λοιπὸν τοποθετεῖται στὴν τρίτη θέση• διότι ἀποτελεῖ ἁπλᾶ ζήτημα κατοίκησης.
34. Εἶδε λοιπὸν τὴν περιοχήν, ποὺ ἀρδευόταν, πρὶν ὁ Θεὸς νὰ ἐξολοθρεύσῃ τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα, ὡς παράδεισος τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς γῆ Αἰγύπτου, μέχρι νὰ ἔλθῃ κανεὶς εἰς Σηγὼρ (Αὐτόθι 10). Τὸ ὁποῖον, ἐὰν δὲν φερθῇς μὲ ἐπιμέλειαν, μήπως δὲν μπορεῖ νὰ πέσῃς ἔξω καὶ νὰ πῇς, ὅτι ἐξέλεξε σύμφωνα μὲ τὸ γράμμα (τῆς Γραφῆς); Ἀλλ' ἐπειδὴ ἡ λέξη Ἰορδάνης σημαίνει κάθοδον, κατῆλθεν (ὁ Λὼτ) καὶ κατέστρεψεν τὴν συνοδείαν τῆς ἀρετῆς, καὶ διάλεξεν ὅ,τι φαινόταν καλὸ στὰ μάτια, ὄχι στὴν ἀλήθειαν. Ὁ παράδεισος εἶναι ἡ τέρψη τῆς τέλειας μακαριότητος, εἴτε, τὰ θεμέλια τῆς καρπερῆς ψυχῆς, ἐντὸς τῆς ὁποίας εὐρίσκονται τὰ φυτώρια τῆς δικαιοσύνης καὶ τῶν λοιπῶν ἀρετῶν. Ἡ γῆ δὲ τῆς Αἰγύπτου σημαίνει τὴν σωματικὴν οὐσίαν, τῆς ὁποίας φυτώρια εἶναι οἱ αἰσθήσεις καὶ τὰ πάθη τοῦ σώματος. Διότι ὅπως οἱ λειμῶνες τῶν ἀρετῶν ἔχουν σὰν πηγήν τους τὸ Χριστόν, ἔχουν καὶ τὴν ἀφθονίαν τῆς πνευματικῆς χάριτος, ἐκ τῆς ὁποίας πλεονάζουν: ἔτσι καὶ ἡ ἀκράτεια εἶναι πηγὴ τῶν σωματικῶν παθῶν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν πηγὴν τρέφονται ὅλα τὰ περιττὰ καὶ ἄχρηστα.
35. Ὡραῖα δὲ λέγει ἡ Γραφὴ (Γεν. ιγ', 11). Διάλεξε γιὰ τὸν ἑαυτόν του ὁ Λώτ, δηλαδή ἡ "ἀπόκλιση": διότι ὁ Θεὸς ἔθεσεν ἐνώπιόν μας τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ κακόν, γιὰ νὰ διαλέξη ὁ καθένας ὅ,τι θέλει. Ἄς μὴ διαλέγωμεν λοιπὸν ὅ,τι φαίνεται ἡδὺ στὴν ὄψη, ἀλλὰ ὅ,τι ὑπερέχει ὡς πρὸς τὴν ἀλήθειαν. Οὔτε, ἐπειδὴ μᾶς δόθηκεν τὸ δικαίωμα ἐκλογῆς, νὰ ἀκολουθῶμεν τὰ ἰσχυρότερα, ἄς ὑψώσωμεν τοὺς ὀφθαλμοὺς μακρυὰ ἀπὸ τὸν ψεύτικο διάκοσμον τῆς τέρψης: ἄς καλύπτωμε δὲ τὴν ἀλήθειαν τῆς φύσεως σὰν μὲ ἀποστραμμένα βλέμματα.
36. Γιὰ τὸ ὅτι δὲ οἱ ἄνθρωποι στὰ Σόδομα ἦσαν ἄγριοι (Αὐτόθι 13), πολὺ ἁμαρτωλοὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι ἐδῶ ἀσήμαντη ἡ οἰκονομία, γιὰ νὰ παρατηρήσης ὅτι ὁ πρᾶος Θεὸς ὡργίσθη πρὸς τιμωρίαν ἐκ τῆς μεγάλης ὀξύτητας τῶν ἁμαρτημάτων καὶ ὄχι ἄδικα ὁ Ἀβραὰμ δὲν μπόρεσε νὰ ἐξιλεώσῃ τὸ Θεὸ νὰ συγχωρήση τοὺς Σοδομῖτες, διότι ἦσαν πονηροί πάνω ἀπὸ τὸ μέτρον. Πολλοὶ εἶναι τόσον ἀσελγεῖς ὅσον καὶ κρυφοί, οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν τὴν ἀνίχνευση ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων, ὅπου τὰ πράγματα γίνονται χωρὶς κριτὴν εἴτε καὶ ὁ δίκαιος περικυκλώνεται ἀπὸ ψεύτικη μαρτυρία. Παραμένει ὅμως ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δίκαιος, ἄν καὶ καταδικάζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους• διότι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἡ ἔκβαση τῶν ἀνθρωπίνων κρίσεων, οὔτε κυττάζει νὰ ἀνιχνεύσῃ ἐνέργειες περιβεβλημένες μὲ περιβολές, ἀλλὰ γυμνὴ θεωρεῖ τὴ φύση τῶν ἐνεργειῶν. Κατὰ τὴν ἐξέταση δὲ τῶν ἀνθρώπων ἡ πλάνη ἐκ τῆς ἐσφαλμένης γνώμης πολλὲς φορὲς καλύπτει τὴ δύναμη τῆς ἀληθείας. Παρέμενε κοντὰ στὸ Θεὸν ἡ Σουζάνα πολὺ ντροπαλή, ἀκόμη κι' ἄν καταδικαζόταν γιὰ μοιχεία• διότι ὁ Θεὸς δὲν ἐξέταζεν τὸ ἀξιόπιστον τοῦ γεγονότος βάσει διαβεβαιώσεων ψευδῶν μαρτύρων• ἀλλ' ἐρευνοῦσεν τὴν συνείδηση τοῦ ἐσωτερικοῦ πνεύματος.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων - "Περί τοῦ Ἀβραάμ

Unread postby inanm7 » Thu Oct 07, 2021 12:18 pm

Κεφάλαιον Ζ'

Ὅτι οἱ φιλόσοφοι ἄντλησαν τὸ ἑξῆς δόγμα τους ἐκ τῶν λόγων τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Ἀβραάμ: Τὰ πάντα ἔχει ὁ σοφός, καὶ ἐδῶ ποιὰν ἰδιοκτησίαν ὑπεσχέθη ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ; Οἱ πέντε βασιλεῖς, δηλαδὴ οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματος, ὑπὸ τῶν τεσσάρων, δηλαδὴ τῶν θελγήτρων τῶν σωματικῶν, ἡττῶνται. Ἀλλ' ὁ ἴδιος πατριάρχης ἀνακαλεῖ τὸ ἱππικὸν τῶν Σοδόμων μαχόμενος ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ χαλιναγωγεῖ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς πλάνες.

37. Ἀκολουθεῖ τὸ ἐδάφιον εἰς τὸ ὁποῖον σαφῶς διδασκόμεθα πόσον ὁ νοῦς ἀφοῦ ἐξαντληθοῦν τὰ περιττὰ τοῦ ἄλογου μέρους, προχωρεῖ καὶ πόσον προσφέρουν τὰ ἐλαττώματα προστιθέμενα στὰ ἐλαττώματα τῆς κακίας. Διότι ἡ Γραφὴ δὲν ἔθεσεν τυχαῖα τό: Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Ἀβραάμ, μετὰ ποὺ ἀποχώρησεν ἀπ' αὐτὸν ὁ Λώτ. Στρέψε τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ δὲς ἀπ' τὸν τόπον ποὺ βρίσκεσαι τώρα, πρὸς τὴν Ἀφρικὴν καὶ τὴ μεσημβρίαν καὶ τὴν Ἀνατολὴν καὶ τὴ θάλασσαν, διότι ὅλην τὴ γῆν ποὺ βλέπεις, θὰ τὴ δώσω σὲ σένα καὶ στοὺς ἀπογόνους σου ἕως αἰῶνος (Γεν. ιγ', 14 καὶ 15). Ἀπὸ δῶ σὰν ἀπὸ πηγὴν ἄντλησαν οἱ Στωϊκοὶ φλόσοφοι τὴν ἄποψη τῶν δογμάτων τους (Διογέν. Λαέρτ. βιβλ. ζ' ἐν Βίος Ζήνωνος). Διότι Ἀνατολὴ καὶ Δύση, Βοῤῥᾶς καὶ Νότος, εἶναι μέρη τοῦ σύμπαντος: διότι σ' αὐτὰ περιλαμβάνεται ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ὑποσχέθηκε νὰ τὰ δωρίση στὸν Ἀβραάμ, τὶ ἄλλο δηλώνει, παρὰ ὅτι ἐπειδὴ ὅλα εἶναι παρόντα στὸν σοφὸν καὶ δίκαιον, τίποτε δὲν τοῦ λείπει; Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Σολομὼν εἰς τὰς Παροιμίας λέγει: Αὐτὸς ποὺ εἶναι πιστός, κατέχει ὅλον τὸν κόσμον τοῦ πλούτου (Παρ. κβ', 6). Πόσον προτύτερος ἦταν ὁ Σολομὼν τοῦ Ζήνωνος ἀρχιδιδασκάλου τῶν Στωϊκῶν, καὶ ἱδρυτοῦ τῆς ἴδιας φιλοσοφικῆς αἵρεσης! Πόσον προτύτερος τοῦ ἴδιου τοῦ Πλάτωνος πατρὸς τῆς φιλοσοφίας, εἴτε τοῦ ἐφευρέτη τοῦ ὀνόματός της, τοῦ Πυθαγόρα! ποιὸς δὲ πιστός, παρὰ μόνον ὁ σοφός; Διότι ὁ ἀνόητος μεταβάλλεται ὅπως ἡ σελήνη: ὁ σοφὸς ὅμως παραμένει ἀμετακίνητος στὴν πίστη.
38. Ἀλλ' ἴσως πῆς: Πῶς ὁ σοφὸς ἔχει δικόν του ὅλον τὸν κόσμον; Ἐπειδὴ ἡ ἴδια ἡ φύση δίνει σ' ἐκεῖνον τὸν κοινὸν κλῆρον, καὶ ἄν ἀκόμη ὁ ἴδιος δὲν κατέχῃ τίποτε. Διότι κυρία καὶ κάτοχος πάντων εἶναι ἡ σοφία, ἡ ὁποία τὰ δικά της τὰ θεωρεῖ δῶρα τῆς φύσης• διότι πρὸς χρήση τῶν ἀνθρώπων ἐδόθησαν, γιὰ νὰ μὴ στερῆται (αὐτὸς) τίποτε, ἀκόμη κι ἄν τοῦ λείπουν τὰ ἀπαραίτητα πρὸς τὸ ζῆν. Διότι ὅπως ὁ μουσικὸς τὰ ὄργανα ἢ ὅπως ὁ γιατρὸς τὰ φάρμακα, ἢ ὁ ναύκληρος ὅσα ἐργαλεῖα τοῦ πλοίου εἶναι ἀναγκαῖα, κι' ὅταν δὲν τὰ διαθέτῃ• ἔχει ὅμως τὸν ἑαυτόν του ὁ ὁποῖος ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ τὰ χρησιμοποιήσῃ, κι' ἄν πρὸς καιρὸν δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ χρήση τους: πόσο μᾶλλον ὁ σοφὸς θεωρεῖ δικά του ὅ,τι ἀνήκει στὴ φύση καὶ ζεῖ κατὰ φύση! Διότι δὲν ἀπεμπολεῖ τὸ δίκαιόν του ὅποιος δὲν ξεχνάει ὅτι πλάσθηκεν κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καθὼς καὶ τὸ λεχθὲν στοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ Κυρίου τοῦ Θεοῦ: Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ γεμίσατε τὴ γῆν καὶ κυριεύσατέ την καὶ νὰ διατάζητε τὰ ψάρια τῆς θάλασσας καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὅλα τὰ κτήνη καὶ ὅλα τὰ ἑρπετὰ ἐπὶ τῆς γῆς (Γεν. α', 28). Καὶ κατάλαβεν ὅτι ἡ σοφία εἶναι "μήτηρ πάντων"καὶ ὅτι ἡ ἴδια εἶναι κάτοχος τῆς σφαίρας τοῦ κόσμου. Τέλος ὁ Σολομὼν ποὺ ἀναζητεῖ τὴν σοφίαν καὶ τὴν λαμβάνει παρὰ Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, εἶπεν: Ὁ ἴδιος μοῦ ἔδωκεν τὴ γνώση τῶν ὄντων γιὰ νὰ γνωρίζω τὴ διάταξη τῆς ὑδρογείου καὶ τὴ δύναμη τῶν στοιχείων, τὴν ἀρχὴν τὸ τέλος καὶ τὸ μέσον πάντων τῶν πραγμάτων καὶ διαιρέσεις ἐποχῶν, καὶ διαδρομὲς τοῦ ἔτους, καὶ κινήσεις ἀστέρων, τὶς φύσεις τῶν ζώων καὶ τὴν ὀργὴν τῶν κτηνῶν, τὴ δύναμη τῶν ἀνέμων καὶ τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων, τὶς ποικιλίες τῶν χόρτων, καὶ τὶς δυνάμεις τῶν ῥιζῶν καὶ ὅ,τιδήποτε τὸ κρυφὸν καὶ ἀπροσδόκητον (Σοφ. Σολ. ζ', 17, 21). Ἀλλὰ αὐτὰ σὲ κανένα ἄλλον παρὰ μόνον στὸν σοφὸν ὑπάρχουν.
39. Τέλος ὁ Ἀβραὰμ ὅσον ἦταν σ' αὐτὸν προσκολλημένος ὁ Λώτ, δηλαδὴ ἡ ἀπόκλιση ἀπὸ τὰ ἤθη, δὲν ἐδέχθη τὸν κλῆρον των. Ὅπου ἕνεκα ἀμφιβόλου τινός ἀποκλίσεως καὶ ἑλιγμοῦ κατέληγεν, ἄρχισε νὰ διανύῃ μὲ συνεχῆ βήματα τῆς ψυχῆς του τὶς ὀρθὲς ἀτραποὺς τῶν ἀρετῶν, καὶ ἀποστέλλεται ὡς κτήτορας πάσης τῆς γῆς, καὶ τοῦ λέγει ὁ Θεός: Ἐγείρου καὶ βάδιζε τὴ γῆν κατὰ μῆκος καὶ κατὰ πλάτος, διότι θὰ τὴν δωρίσω σ' ἐσένα, καὶ στὸ σπέρμα σου στὴν αἰωνιότητα (Γεν. ιγ', 17). Λοιπὸν αὐτὸς ποὺ ἦταν ἀντάξιος τῆς σοφίας καὶ δὲν ὑπῆρξε γυιὸς θεραπαινίδος, δὲν ὑπῆρξεν οὔτε δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, οὔτε ὑπεύθυνος γιὰ τὴν σαρκικὴ διαδοχήν• ἀλλὰ ἀπὸ τῆς ἐλευθέρας δηλαδὴ τῆς Σάρας ἐκείνης ποὺ δὲν ἦταν δούλη, ἀλλὰ πριγκίπησσα, καλὴ ῥίζα, καλὴ φύση, ἀπέκτησεν τὴν κληρονομίαν τοῦ σύμπαντος μὲ τὸν τίτλον τῆς τέλειας ἀρετῆς. Λέγεται λοιπὸν στὸν Ἀβραάμ: Ἐγείρου. Δὲν σημαίνει τὴν σωματικὴν ἔγερση, ἀλλὰ τὴν πνευματικὴν, τοὐτέστιν, ἐγέρθητι ἐκ τοῦ ὕπνου (Ἐφ. ε', 14) ἐγέρθητι ἐκ τῶν γήϊνων, ἐγέρθητι ἐκ τῶν σωματικῶν, ἐγκατάλειψε τὰ γήϊνα, προσηλώσου στὸν οὐρανόν: καὶ ἐγέρθητι ἐκ τῶν νεκρῶν, τοὐτέστιν ἐκ τῶν ματαίων λογισμῶν καὶ συζητήσεων τῶν Χαλδαίων. Κύτταξε τὸν κόσμον, κύτταξε βαθειὰ καὶ Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ δώσῃ ὅλον τὸν κόσμον. Στὴν κατοχὴν σου θὰ δώσω τὸν κόσμον, τὸν ὁποῖον προηγουμένως τὸν πίστευες γιὰ Θεόν.
40. Βάδιζε τὴν γῆ κατὰ μῆκος της καὶ κατὰ πλάτος. Ὡσαύτως πρὸς τὸ παρὸν αὐτὴν τὴ χώραν τῶν Περσῶν ἐγκλεισμένην εἰς αὐτοκρατορίαν, καὶ ἀπὸ τὶς ἀκτὲς τῶν Ἰνδιῶν μέχρι, ὅπως λέγουν, τῶν στηλῶν τοῦ Ἡρακλῆ, εἴτε μέχρι τὰ ἔσχατα σύνορα τῆς Βρεταννίας, δὲν μπόρεσε νὰ πορευθῆ. Καὶ ἦταν δυνατὸ νὰ θεωρηθῇ σὰν ἀνόσιος, αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχεν ὑπακούσει στὸν οὐράνιο χρησμόν, ἐὰν εἶχε λάβῃ τὸ μήνυμα νὰ περιέλθῃ ὅλην τὴ γῆν: ἀλλ' ἐπειδὴ ἡ ἀφοσίωσή του ἦταν δοκιμασμένη• διότι πρὸς τὴ δρῦν Μαμβρῆ μόνο μετέφερεν τὴν σκηνὴν (Γεν. ιη', 1), σὰν στὴ γῆν, δηλαδὴ μποροῦμε νὰ νοήσωμεν τὴν τέλειαν ἀρετήν, ἡ ὁποία δίνει ἀγαθοὺς καρποὺς καὶ γόνιμες ἐπινοήσεις, καὶ τὶς ἀπαρχὲς τῶν σκέψεων, τὸν τρυγητὸν τῶν ἀξιοτήτων, καὶ μὲ στάρι, οἶνον καὶ ἔλαιον γεμίζει τὸν ἐσωτερικὸν οἶκον, τὴ γῆν τῆς ἀναστάσεως, τὴν ὁποίαν ὑπεσχέθη στοὺς πατέρας μας ρέουσαν γάλα καὶ μέλι (Ἐξ. γ', 17), τὴν εὐχαρίστηση τῆς ζωῆς, τὴ χάρη τῆς γλυκύτητος, τὴ λάμψη τῆς δόξας, τῆς ὁποίας πρῶτος κληρονόμος ὑπῆρξεν ὁ πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ γυιὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ γι' αὐτὸ δὲν εἶπεν "τοῖς σπέρμασιν", ἀλλὰ "τῷ σπέρματι" (Γαλ. γ', 16), γιὰ νὰ δηλώσῃ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπέκτησεν αὐτὴν τὴν κληρονομίαν.
41. Γνωρίσαμεν τὴν πρόοδον τοῦ ἀγαθοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος ἐγειρόμενος ἀπὸ τοῦ πάθους τῆς ὀλισθηρᾶς ἀπόκλισης ἐπιδίωξε ἀμέσως τὸ βραβεῖον τῆς σοφίας, τὴν κληρονομίαν τῆς δικαιοσύνης. Πόσον βλάπτουν δὲ τὰ πάθη προστιθέμενα στὴν ἐλαφρότητα, διδάσκει ἡ συνέχεια τῶν ἑπομένων ἀναγνώσεων. Διότι ἐκεῖνοι οἱ τέσσαρες βασιλεῖς οἱ ὁποῖοι θριάμβευσαν ἐπὶ τῶν πέντε βασιλέων, καὶ ὁδήγησαν ὁλόκληρον τὸ ἱππικὸν τῶν Σοδόμων, ἔλαβαν καὶ τὸ Λὼτ τὸ γυιὸν τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἀνεχώρησαν (Γεν. ιδ', 1-12). Οἱ πέντε βασιλεῖς εἶναι οἱ πέντε αἰσθήσεις τοῦ σώματός μας, ἡ ὅραση, ἡ ὄσφρηση, ἡ γεύση, ἡ ἀφή, ἡ ἀκοή: οἱ τέσσερεις βασιλεῖς εἶναι τὰ σωματικὰ καὶ κοσμικὰ θέλγητρα, διότι καὶ ἡ σάρκα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ κόσμος συνίσταται ἀπὸ τέσσερα στοιχεῖα. Ἐπάξια λέγονται βασιλεῖς, διότι ἡ ἐνοχὴ ἔχει τὴν κυριαρχίαν της, ἔχει τὸ μεγάλο βασίλειόν της. Ὅθεν ὁ Ἀπόστολος λέγει: Ἄς μὴ βασιλεύῃ ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ σας σώματι (Ρωμ. στ', 12). Οἱ αἰσθήσεις μας λοιπὸν εὔκολα ὑποχωροῦν στὶς σωματικὲς καὶ κοσμικὲς ἡδονές, καὶ κυριεύονται ἀπὸ κάποιαν ἐξουσίαν αὐτῶν. Διότι τὶς σωματικὲς ἡδονὲς καὶ τὰ θέλγητρα αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος δὲν τὰ νικάει• ἐκτὸς τοῦ νοῦ ποὺ ὑπῆρξεν πνευματικός, προσκολλώμενος στὸ Θεὸν καὶ ἀποχωριζόμενος ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὰ γήϊνα. Κάθε τέτοια ἀπόκλιση συλλαμβάνεται• Ὅθεν ὁ Ἰωάννης λέγει: Οὐαὶ εἰς τοὺς κατοικοῦντας τὴ γῆν! (Ἀπ. η', 13). Δὲν καταλαβαίνει ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, ὅποιος προσφέρει ὅλην τὴν ἐνταῦθα πορείαν αὐτῆς τῆς ζωῆς (διότι βρίσκονται καὶ στὴ γῆν ὅσοι ἔχουν τὴν ἀναστροφὴν εἰς τὸν οὐρανόν), ἀλλ' αὐτὸς ποὺ ὁ ζῆλος τῆς ἐπίγειας ἀναστροφῆς καὶ ἡ ἀπόλαυση αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος νίκησεν. Ἑπομένως δὲν εἴμαστε κάτοικοι ἀλλ' ἄποικοι αὐτῆς τῆς γῆς. Διότι ὁ ἄποικος καλλιεργεῖ τὴν ἐλπίδα τοῦ πρόσκαιρου• ὁ κάτοικος ὅμως φαίνεται νὰ ἐπενδύῃ καὶ ὅλην τὴν χρήση τῆς ἐκεῖ οὐσίας του, ὅπου ἐνόμισεν ὅτι πρέπει νὰ κατοικήσῃ. Ὅθεν ὅποιος εἶναι ἄποικος τῆς γῆς, εἶναι κάτοικος τοῦ οὐρανοῦ: ὅποιος εἶναι δὲ κάτοικος τῆς γῆς, εἶναι κάτοχος τοῦ θανάτου.
42. Ἀρίθμησεν ὁ Ἄβραμ τριακόσιους δέκα ὀκτὼ οἰκογενεῖς του καὶ ἔπληξεν αὐτοὺς (τοὺς ἐχθρούς) καὶ τοὺς κατεδίωξε μέχρι Χοβά, ἡ ὁποία βρίσκεται δεξιὰ τῆς Δαμασκοῦ (Γεν. ιστ', 14 καὶ 15). Καὶ ὁ ἀριθμὸς εἶναι ζωτικός. Διότι ἐν αὐτῷ ἡ ζωή, ἐὰν πιστεύωμεν εἰς τὸ πάθος ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Γιατὶ η ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος εἶναι ἡ ἑξῆς: αὐτὸ ποὺ εἴπαμεν Χοβὰ δηλαδὴ ζωή (βιβλίον πρῶτον Περὶ Ἀβραάμ, κεφ. β'). Ὡραῖα λέγεται ὅτι βρίσκεται στὰ δεξιὰ τῆς Δαμασκοῦ. Διότι τὰ ἀρνία στὰ δεξιά, τὰ ἐρίφια στὰ ἀριστερά. Ὁ ἀσκημένος νοῦς γνωρίζει ποιοὺς νὰ διαλέγῃ γιὰ τὴ διεξαγωγὴν τῆς μάχης, ποιοὺς εἶχεν ἤδη ἐξασκήσει στὰ ὅπλα, ποιοῦ στρατεύματος νὰ ἡγηθῇ. Δὲν προτιμάει οὔτε τὶς σημαῖες μὲ τὰ σύμβολα τῶν ἀετῶν, οὔτε ἐκεῖνες μὲ τῶν δρακόντων: ἀλλ' ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ προχωρεῖ εἰς τὴ μάχην, μ' αὐτὸ τὸ σημεῖον τοῦ ἰσχυροῦ, μ' αὐτὸ τὸ σύμβολον τοῦ πιστοῦ. Ἐπάξια λοιπὸν ὁ ἀσκημένος νοῦς, ὁ ὁποῖος ἔλαβεν τὴν ἀληθινὴν σοφίαν τοῦ δικαίου ἀνδρός (προχωρεῖ). Ἡ δὲ δικαιοσύνη εἶναι πολυμήχανος τῶν ἐπιλαμβανομένων ἔργων, καὶ ἀνακαλεῖ τοὺς ἁμαρτάνοντες ἀνακατασκευάζοντάς τους, καὶ περισφίγγει τὶς ἐξόδους τῶν παθῶν.
43. Γι' αὐτὸ λέγει ἡ Γραφή, ὅτι ἀνεκάλεσεν ὅλον τὸ ἱππικὸν τῶν Σοδόμων, δηλαδή κράτησεν τὰ ἡνία τῆς ἐξουσίας, ἐπέβαλεν τοὺς χαλινοὺς τῆς λογικῆς, ἀνεκάλεσεν τὴν ἐνοχήν, καθῄρεσεν τὴν πλάνην. Διότι ὁ ἵππος ἀδυνατεῖ νὰ σταθῆ ἀκίνητος, ταχὺς πρὸς ἔφοδον, ὑψώνων τὸν τράχηλόν του, χλιμιντρίζοντας πρὸς τὴν ἡδονήν. Τὶ ἄλλο εἶναι τόσον ὅμοιον πρὸς τὸ ἁμάρτημα; Διότι φλογίζεται ἡ ἐνοχὴ ἀπὸ τὴν πρώτην ἔφοδον καὶ προφθαίνει κάθε σκέψη ὀρθήν, καὶ μὲ ἀνώριμη κίνηση σκιρτάει, ὥστε δύσκολα μπορεῖ νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ τὸ λογικόν. Ὁρμᾶ ἀπότομα, καὶ τὸν ἀναβάτην του τὸν ρίπτει εἰς αὐτὴν τὴν θάλασσαν τούτου τοῦ αἰῶνος, ἀρνούμενος τὸν ζυγὸν τῆς ὑποταγῆς τοῦ ἐπηρμένου τραχήλου. Ὑπάρχει κάποια εἰδικὴ μορφὴ ἡδονῆς, ἡ ὁποία μεταβάλλει τὴ φωνὴν τοῦ ἀνθρώπου, φθείρει τὰ λόγια τοῦ ἀγαπῶντος, καὶ παραδίδεται στὰ ἴδια της τὰ λόγια.
Τελικὰ λέγει Κύριος ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἱερεμίου πρὸς τὸν Ἰούδα: Τώρα θὰ φανῇ ἡ αἰσχύνη σου, καὶ ἡ μοιχεία σου καὶ οἱ χρεμετισμοί σου καὶ ἡ αἰσχρότητα τῆς πορνείας σου πάνω στοὺς λόφους (Ἱερ. ιγ', 26,27). Αὐτὸ τὸ ἱππικὸν ἀνεκάλεσεν ὁ δίκαιος: καὶ τὰ ἤθη τοῦ ἀποκλίνοντος μετέστρεψεν καὶ ἐκάλεσεν πρὸς τὸν ἑαυτόν της, γιὰ νὰ γίνουν μιμητές του ὅσοι ἀπεξέκλιναν: διότι οἱ αἰσθήσεις μας προστρέχουν πρὸς πειθαρχίαν τοῦ νοῦ.
44. Καὶ τὴν οὐσίαν ἀνέλαβεν. Ὄχι τὴν πατρικὴν περιουσίαν καθὼς σημαίνει ἡ λέξη, ἀλλὰ τὴν ζωτικὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς, ἐντὸς τῆς ὁποίας ὑπάρχει πολύτιμη τίμηση, ὄχι κάλαμοι, ὄχι χόρτος. Ἐν αὐτῇ ὁ πιστὸς λάμπει ἀπὸ τὴν παρηγορίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπάρχει ἡ τίμηση τῆς ἐλπίδας μας. Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινή μας οὐσία: αὐτὴ εἶναι ὁ ἄφθονος πλοῦτος τῆς σοφίας, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀθάνατη οὐσία. Ἡ χρήση δὲ τοῦ σώματος εἴτε τῶν συμβεβηκότων του εἶναι μᾶλλον μακροήμερη παρὰ μακροχρόνια. Ὅθεν κάποιοι δὲν θεωροῦν ὅτι ὀρθῶς λέγεται οὐσία τῆς πατρικῆς περιουσίας. Διότι δὲν ὑφιστάμεθα ἐν αὐτῷ, διότι καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν λείπουν τὰ χρήματα, δὲν ἀπουσιάζει ὅλως ἡ οὐσία τῆς ζωῆς.

Κεφάλαιον Η'

Μαθαίνει ὁ νοῦς μας μὲ τὸ Μελχισεδὲκ τὴν ἀφοσίωση πρὸς τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ βασιλιᾶ τῶν Σοδόμων τὸν πειρασμὸν ποὺ μέχρι τώρα πρέπει νὰ φοβώμεθα, ἀκόμη ὅτι πρέπει νὰ ἀποφεύγωμεν καὶ ἀφοῦ ἡττήθη ὁ νοῦς, ἐν τῷ Ἀβραὰμ τὴν μόλυνση ἐκ τῆς ἀσελγείας. Ὅθεν δίδεται σ' αὐτὸν ἡ ὑπόσχεση ἀνταμοιβῆς μόνο μετὰ τὴ νίκη: καὶ αὐτὸς προτιμᾶ τὴ φροντίδα γιὰ τοὺς ἀπογόνους; Στὸ τέλος, σ' αὐτὸν τὸν Ἀβραὰμ ποὺ τοῦ ἀπαγορεύθηκαν οἱ δεισιδαιμονίες τῆς ἱεροσκοπίας, ὑποβάλλεται πολλαπλῆ ἑρμηνεία τῆς θυσίας ποὺ προσφέρθηκεν ἀπὸ τὸν ἴδιον.

45. Ἄφθονα εἴπαμε γιὰ τὸ Μελχισεδὲκ στὴν ἠθικὴν διαπραγμάτευσή (μας) (βιβλίον πρῶτον. Περὶ τοῦ Ἀβραάμ, κεφ. γ'), εἰς τὸν ὁποῖον (Μελχισεδὲκ) ὑπάρχει μυστήριον ποὺ κάθε ἄλλο εἶναι λανθᾶνον καὶ ποὺ κάθε ἄλλο (ἐπιτρέπεται νὰ) τὸ παραλείπῃ κανείς. Σ' αὐτὸ ὅμως τὸ ἐδάφιον εἶναι ἀρκετὸ νὰ δώσωμεν αὐτὴ μόνον τὴ νουθεσίαν, ὅτι νοῦς γεμᾶτος σύνεση καὶ δικαιοσύνην εἶναι εὐσεβέστερος πρὸς τὴ λατρείαν τοῦ Θεοῦ καὶ δίδει σ' αὐτὸν ὡς δεκάτας τὰ γεννήματα τῆς γῆς, μὲ φροῦτα, σύμφωνα μὲ τὴν ἀνωτέραν σύνεση. Ἐπειδὴ ἀναφέρει στὸ Θεὸν τὴν τελειότητα ὅλων τῶν αἰσθήσεων καὶ ἔργων του, δὲν σφετερίζεται ὑπεροπτικὰ τίποτε, ἀπ' ὅ,τι δὲν μπορεῖ νὰ προσγραφῇ σ' αὐτόν, παρὰ τὸ ὅ,τι στηρίχθηκεν στὴ θείαν εὔνοιαν.
Τέλος ὅπου νομίζει ὅτι νικήθηκεν, πειράζεται καὶ ὀνειδίζεται. Αὐτὸ ἐκφράζει καὶ διδάσκει ἡ ἀνάγνωση (τοῦ ἐδαφίου), ὅτι πάντοτε ἐναντίον τῶν σωματικῶν παθῶν ὁ νοῦς μας σὰν πρὸς νυκτερινὴ φρουρὰν ὀφείλει νὰ ἐπινοῇ προφάσεις. Διότι τὶ, εἶναι ἐκεῖνος ὁ λόγος: Ὁ βασιλιᾶς, εἶπεν, τῶν Σοδόμων ἐξῆλθεν πρὸς συνάντηση τοῦ Ἄβραμ καὶ εἶπεν. Δῶσε μου ἄνδρες καὶ πάρε γιὰ πάρτι σου ἵππους (Γεν. ιδ', 11)• παρὰ ὅτι μετὰ ἀπ' αὐτὲς τὶς νίκες κατὰ τῆς χλιδῆς κάποια δύναμη ἡδονῆς δύναται νὰ ἐμφιλοχωρήσῃ εἰς τὸ λογικὸν τοῦ νοῦ, γιὰ νὰ τοῦ ἐγχύσῃ ἄλογα πάθη;
46. Ἀλλὰ ἴδιον τοῦ τέλειου νοῦ εἶναι νὰ μὴ ἀναλαμβάνῃ τίποτε ἀπὸ τὰ γήϊνα, κανένα ἀπὸ τὰ σωματικὰ θέλγητρα, νὰ ἀπέχῃ ἀπὸ τὰ γήϊνα. Γι' αὐτὸ ὁ Ἀβραὰμ λέγει: Ἄς μὴ λάβω οὐδὲν ἐκ τῶν δικῶν σου (Αὐτόθι 23). Ἀποφεύγει σὰν μόλυσμα τὴν ἀσέλγειαν, σὰν ἀπὸ αἶσχος ἀπομακρύνεται ἀπ' τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις, τὶς τέρψεις τοῦ κόσμου τὶς ἀποῤῥίπτει, ἐπιζητῶν τὰ ὑπὲρ τὸν κόσμον, δηλαδὴ νὰ ἐκτείνῃ τὰ χέρια του πρὸς τὸ Θεόν. Τὸ χέρι εἶναι δύναμη ὑπηρετικὴ τῆς ψυχῆς. Αὐτὸ τὸ χέρι τὸ ἐκτείνει, ὄχι πρὸς τὸ μῆλον τοῦ γήϊνου δένδρου, ἀλλὰ πρὸς τὸν Κύριον: ὁ ὁποῖος, εἶπεν, ἔκανεν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴ γῆν• (Αὐτόθι 22), τοὐτέστιν, τὴ νοητὴν καὶ ὁρατὴν οὐσίαν. Διότι ἡ νοητὴ οὐσία εἶναι ὁ οὐρανὸς: ὁρατὴ ἢ αἰσθητὴ οὐσία εἶναι ἡ γῆ. Ἑπομένως σημαίνει ὅτι τὴν ἀρετὴν τῆς ψυχῆς του τὴν ἐκτείνει στὰ ἀνώτερα, γιὰ νὰ περιβληθῆ ἐξ ἐκείνης τῆς νοητῆς οὐσίας τῆς θεωρητικῆς ψυχῆς τὸ ὕψος, προσβλέπων ὄχι στὰ ὁρατά, ἀλλὰ στὰ ἀόρατα, δηλαδὴ στὰ μὴ γήϊνα, στὰ μὴ σωματικά, ὄχι στὰ παρόντα, ἀλλὰ στὰ ἀσώματα, στὰ αἰώνια, στὰ οὐράνια: ἀπ' αὐτὴ δὲ τὴν ὁρατὴν οὐσίαν τῆς ὑπηρετικῆς καὶ πολιτικῆς πειθαρχίας ἅδραξεν τὴ χάρη.
47. Προσέθεσεν σ' αὐτὰ τὸ χρησμὸν τοῦ Κυρίου λέγοντος: Μὴ φοβοῦ, Ἄβραμ, ἐγὼ θὰ σὲ προστατεύω, ὁ μισθὸς σου θὰ εἶναι πάρα πολὺ μεγάλος (Γεν. ιε', 1). Διερωτῶμαι γιατὶ μετὰ τὴν ἔκβαση τοῦ πολέμου; Τώρα ὑπῆρχεν ὁ τόπος γιὰ τὴν ἐπηγγελμένην ἀμοιβήν. Διότι θὰ τὴν ἔκανε λιγότερον ἀξιοθαύμαστην, ἐὰν ἀκολουθῶν τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ ἐπιχειροῦσε νὰ καταδιώξῃ τὸν ἐχθρόν. Σίγουρος γιὰ τὴ νίκη βάδιζε κληθεὶς μᾶλλον πρὸς θρίαμβον, παρὰ πρόθυμος γιὰ δόξαν εἴτε προετοιμασθεὶς πρὸς τιμωρίαν γιὰ τὸ ἐπίπονον τῆς εὐσεβείας. Δὲν ἀπῄτησεν τὴν ἀνταμοιβὴν γιὰ τὸν εὐσεβῆ νοῦν του, ἀλλ' ὡς μισθὸν ἔχει τὴν συνείδηση τῆς καλῆς πράξης του καὶ τὸν ζῆλον γιὰ τὸ δίκαιον ἔργον.
Στενόχωροι νόες προσηλώνονται στὰ ὑπεσχημένα, διεγείρονται ἀπὸ τὶς ἐλπιζόμενες ἀμοιβές: ὁ ἀγαθὸς νοῦς ὁ ὁποῖος χωρὶς συμβόλαιον οὐράνιας ἀπάντησης ἁρπάζει τὴ μάχη, ἀποκτᾶ γιὰ τὸν ἑαυτόν του τὸν καρπὸν τοῦ διδύμου ἐπαίνου: γιὰ νὰ τοποθετῇ τὴ χάρη καὶ τῆς λίαν ἐμπιστευτικῆς ἐνδυνάμωσης καὶ τῆς ἄφθονης ἀφοσίωσης. Αὐτὸ περὶ τοῦ ἁγίου Ἀβραὰμ ἁρμόζει νὰ τύχῃ ἐκτίμησης: ὅτι δὲν ὁδήγησεν ἑαυτὸν νὰ περιφρονήση τὴ θεϊκὴ εὔνοιαν ἕνεκα τῶν δίκαιων πόνων, καὶ τὸν ἐχθρὸν κατέβαλεν διὰ τῆς καταφρονήσεως τοῦ κινδύνου, διότι ἔκρινεν ὅτι ἀντὶ τῆς δόξας τῆς δικῆς του καὶ ὑπὲρ τῆς ἐκδίκησης τῆς εὐσέβειας ἔπρεπε νὰ τὸν ὑποστῇ. Ἐν αὐτῷ κηρύττεται καὶ τοῦ Θεοῦ ἡ δικαιοσύνη, ὁ ὁποῖος ἐπιδαψιλεύει τὴν ἀμοιβὴν στοὺς εὐσεβεῖς νόες ὄχι ἐξ ἀναγκαιότητος τῆς ὑπόσχεσης, ἀλλ' ἐκ θεωρήσεως τῆς δικαιοσύνης του, κρίνοντας ὅτι θὰ εἶναι ἄξιον ἵνα γιὰ αὐτὸ ποὺ ἀγωνίζονται χωρὶς καμιὰν ἐπιβράβευση μὲ ἀνθρώπινο μισθὸν, ἔχωσιν κατατεθειμένο βραβεῖον ἐν τῇ ἀγαθότητί του εἰς τὸν ὁποῖον αὐτοὶ ἐκτιμοῦν ὅτι πρέπει νὰ ἀφιερώσουν τὶς ψυχές τους. Εὐθὺς σὰν πολεμικός ἆθλος ἐκ τῆς χρήσεως τῆς νίκης τοῦ ἰδίου, εἴτε σὰν χάρη ἐξ ἀνθρώπων, ἕτοιμον ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἀπονέμεται τὸ βραβεῖον τῆς εὐσεβείας, καὶ τῆς φειδοῦς, καὶ τῆς ἁγνότητος καὶ τῶν ἄλλων προσωπικῶν ἀρετῶν. Ὅσα εἶναι φανερὰ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὑπὸ τοῦ ἰδίου ἐπιβραβεύονται. Ὅλα δὲ δὲν εἶναι φανερά, ἀλλὰ ἄλλα φανερά, ἄλλα ἀβέβαια, καὶ μάλιστα ἀπόκρυφα τῆς καρδίας. Ὅθεν καὶ ἐκεῖνος λέγει: Τὰ ἄδηλα καὶ κρύφια τῆς καρδίας μου μοῦ ἐφανέρωσας (Ψαλ. ν', 8), τῶν ὁποίων θεατὴς καὶ ἐρευνητὴς εἶναι ὁ Θεός. Δὲν θὰ εἶχε λοιπὸν ὑποσχεθῇ μέγα μισθὸν εἰς τὸν Ἀβραάμ, ἐὰν δὲν εἶχεν κρίνῃ τὴν ψυχήν του καθαρὰν ἀπὸ κάθε μολυσμὸν ἁμαρτίας.
48. Μείζων φροντίδα ὅμως τοῦ ἁγίου καὶ προφητικοῦ νοῦ ὑπάρχει γιὰ τοὺς συνεχεῖς ἀπογόνους. Διότι ὁ τοκετὸς τῆς σοφίας ἐπιθυμεῖ τὴν κληρονομίαν τῆς πίστεως. Γι' αὐτὸ λέγει: Τὶ θὰ μοῦ δώσῃς; Ἐγὼ δὲ ἀπέρχομαι τῆς ζωῆς ἄτεκνος (Γεν. ιε', 2). Αὐτὸ τὸ γένος τῆς Ἐκκλησίας ἐπιθυμοῦσεν, αὐτὴν τὴν διαδοχὴν ἐπεζήτει ἡ ὁποία δὲν ἦταν δουλικὴ ἀλλ' ἐλευθέρα: ὄχι κατὰ τὴν σάρκα, ἀλλὰ κατὰ τὴ χάρη. Καὶ γι' αὐτὸ τέτοιου εἴδους θεϊκὴ ἀπάντηση ἀντήχησεν, ἐκ τῆς ὁποίας διδαχθεὶς ἤκουσεν: Κύττα τὸν οὐρανὸν καὶ μέτρησε τ' ἀστέρια, ἄν μπορῆς νὰ τὰ μετρήσῃς. Καὶ εἶπεν. Ἔτσι θὰ εἶναι τὸ σπέρμα σου. Καὶ ἐπίστευσεν ὁ Ἀβραάμ στὸ Θεόν, καὶ τοῦ ὑπολογίστηκεν σὰν δικαιοσύνη (Γεν. ιε', 3). Τὶ πίστευσεν; Δηλαδὴ ὅτι πρέπει νὰ ἀναγγελθῆ ὄχι μόνον στὸ πλῆθος τῶν λαῶν τῶν πιστευόντων εἰς Χριστόν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἡ λάμψη τῆς οὐράνιας χάρης καὶ ἡ ἀνάσταση αὐτοῦ τοῦ ἀθάνατου γένους τῆς Ἐκκλησίας. Τὶ εἶναι δὲ αὐτὸ ποὺ λέγει:
Καὶ ὁδήγησεν αὐτὸν ἔξωθεν τῆς θύρας (Αὐτόθι 5). Σὰν ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα ὁδηγεῖται ὁ προφήτης, γιὰ νὰ βγῆ ἔξω ἀπὸ τὴν πύλην τοῦ σώματος καὶ τὶς στενότητες τῆς δρώσης σαρκὸς καὶ τὴν ἔκχυση τοῦ ἁγίου πνεύματος καὶ τὴ βλέπει σὰν μίαν κάποιαν ἀναχώρηση. Πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ βγοῦμεν ἀπὸ τὶς στενοχωρίες τοῦ ἀντιπάλου, νὰ καθαρίσωμεν τὸν τόπον τῆς ψυχῆς μας ἀπὸ κάθε σπίλον, νὰ ἀποβάλωμεν τὸν ῥύπον τῆς κακότητος, ἄν θέλωμεν νὰ λάβωμεν τὸ πνεῦμα τῆς σοφίας, διότι σὲ κακοήθη ψυχὴν δὲν θὰ εἰσέλθῃ ἡ σοφία. Πίστευσε δὲ ὁ Ἀβραὰμ δελεασθεὶς ὄχι ἀπὸ τὴ μαρτυρίαν τοῦ χρυσοῦ ἢ τοῦ ἀργύρου: ἀλλὰ διότι μὲ τὴν καρδίαν του πίστευσεν εἰς δικαιοσύνην πρᾶγμα ἐν τῷ ὁποίῳ ἐπιδοκιμάσθηκεν ἡ ἀξία του καί, ἐν τούτῳ τοῦ ἀπεδόθη τὸ βραβεῖον.
49. Τέλος εὐθὺς ἔδωσεν ὁ Κύριος μαρτυρίαν τῆς πίστεως αὐτοῦ λέγων: Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου ὅστις σὲ ἐξήγαγα ἐκ γῆς Χαλδαίων, γιὰ νὰ σοῦ δώσω αὐτὴν τὴ γῆν, γιὰ νὰ εἶσαι κληρονόμος της (Γεν. ιε', 7). Καὶ ἐπειδὴ ἀπέβαλεν ὁ Ἀβραὰμ τὸν ζῆλον τῶν Χαλδαίων, τώρα ἐρωτᾶ: Πῶς, εἶπεν, θὰ καταλάβω ὅτι εἶμαι κληρονόμος της; (Αὐτόθι 8) τοὐτέστιν. Ἤδη ἀποστράφηκα τὶς θεουργίες τῶν μάγων, μάθε μου πῶς θὰ ξέρω ὅτι ἐγὼ θὰ εἶμαι ὁ μέλλων κληρονόμος αὐτῆς τῆς γῆς. Ὅποιος ζητάει νὰ μάθῃ, τὸ πῶς, δὲν ἀμφιβάλλει, ὅτι ἐπειδὴ τοῦ φανερώνει ὁ Θεός, μπορεῖ νὰ γνωρίζῃ ἑαυτόν: ἀλλὰ θέλει νὰ δώσῃ πληροφορίες γιὰ τὴ μορφὴν τῆς ἀπόκτησης τῆς γνώσης. Διότι καὶ εἰς τὸ Εὐαγγέλιον ἡ Μαρία μόλις ἄκουσεν ἀπὸ τὸν ἄγγελον ὅτι ἄν καὶ παρθένος θὰ γεννήσῃ γυιόν, ἀπήντησεν: Πῶς θὰ γίνῃ τοῦτο, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζω ἄνδρα (Λουκ. α', 34); Καὶ δικαίως ἀπήντησε, δηλαδή:
Ἀφοῦ τὸ ἐκ φύσεως, δὲν ἀρκεῖ, ἐπειδὴ δὲν συνηθίζεται νὰ γεννᾶ ὅποια δὲν εἶναι σύζυγος ἀνδρός, ἐρωτῶ πῶς παρὰ τοὺς νόμους τῆς φύσης μπορῶ ἄν καὶ παρθένος νὰ γεννήσω;
50. Καὶ εἶπεν πρὸς ἐκεῖνον Κύριος ὁ Θεός, Λάβε γιὰ μένα δάμαλιν τριῶν ἐτῶν καὶ αἶγα τριῶν ἐτῶν καὶ κριὸν τριῶν ἐτῶν καὶ τρυγόνα καὶ περιστερὰν (Γεν. ιε', 9). Θὰ παρέλειπα τὴν ἑρμηνείαν τῆς τοιαύτης θυσίας ἐὰν δὲν παρατηροῦσα ὅτι γιὰ κάποιους γεννιέται στὸ σημεῖον αὐτὸ ἐμπόδιον ἐκ τοῦ ὅτι δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση γιὰ κάποιο, κατὰ τὰ ἱερὰ γράμματα, "νομιζόμενον" κάποιας μαντικῆς, ὅτι μετὰ τὸν σφαγιασμὀν τους διαιρέθηκαν τὰ ζῶα καὶ ὅτι τέθηκαν τὸ ἕνα ἀπέναντι τοῦ ἄλλου, καὶ συνεφώνησε μ' ἐκεῖνα ὁ Ἀβραάμ. Ἀλλ' ἐὰν θεωρήσωμεν τὴ δύναμη τῆς προηγηθείσης ἐρώτησης καὶ τῆς μέλλουσας ἀπάντησης, θὰ μπορούσαμε νὰ στρέψωμεν τὴν ἐλπίδα μας καὶ νὰ συμφωνήσωμε μὲ τὴν διδασκαλίαν γιὰ τὴν πίστη αὐτῆς τῆς θυσίας. Διότι ἡ δάμαλις εἶναι γεωργικὸν ζῶον, ἀφιερωμένον στὸ μόχθον τοῦ χωραφιοῦ. Ἡ αἶγα εἰκονίζεται διὰ τῶν αἰνιγμάτων καθ' ὁμοίωση τῶν ὑδάτων, διότι στὰ ἑλληνικὰ αἶξ πῆρε τὴν ὀνομασίαν "παρὰ τὸ αἴσσειν" ἐκ τοῦ ὅτι φέρεται μὲ ὁρμήν. Διότι τρέχει ἔτσι, ὅπως τὸ νερό. Μποροῦμε νὰ τὴν ἐκτιμήσωμε εἴτε ἀπὸ τὸν ἦχον τῶν ποταμῶν, τὸ ῥεῦμα των, εἴτε ἀπὸ τὰ κύματα τῆς ὁρμητικῆς θάλασσας. Ὁ κριὸς παραβάλλεται δὲ πρὸς τὸν ἀέρα, διότι ἀπ' ὅλα τὰ ζῶα σὰν χρησιμότερον αὐτὸ τὸ ξεχωρίζει τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἐπειδὴ καὶ τὴ χρήση ἐνδυμάτων μᾶς παρέχει, καὶ σὰν ἀέρας ἡ πνοή του ὑπηρετεῖ τὴν ζωτική μας οὐσίαν. Ὅθεν καὶ αὐτὴν τὴν σειρὰ νομίζω ὅτι ἔθεσεν, ἵνα προηγουμένως εἴπῃ• Λάβε γιὰ μένα δάμαλιν καὶ αἶγα καὶ τρίτον στὴν σειρὰ λέγει κριόν, ἐπειδὴ πρῶτα ἐκεῖνα δηλαδὴ ἡ δάμαλις, ἡ αἶξ παραβάλλονται πρὸς τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπειδὴ λέγονται θηλυκά: ὅμως ὁ κριὸς εἶναι ἀρσενικὸν ζῶον, ὁρμητικὴ φύση, καὶ μὲ βίαιη δύναμη στὰ κέρατα. Ὅμοια δὲ μὲ ἀέρα εἶναι ἡ ζωτική του πνοή, διότι τὸ ἀρσενικὸν εἶναι ὁ δράστης καὶ αἴτιος ὅσων γεννιοῦνται, προκαλῶντας τὴ γέννηση τῶν ἐπὶ γῆς καὶ ἑνούμενον μὲ κάποιο δεσμόν. Ἄλλο ζωτικὸ λοιπὸν πάνω στὴ γῆ, ἄλλο στὴ θάλασσα, ἄλλο στὸν ἀέρα, ἔτσι μυστικὰ εἰκονίζεται τὸ γένος αὐτῶν τῶν τριῶν ζώων.
51. Αὐτὴ ἡ παράδοση εἶναι φυσική: ἀλλὰ καὶ ἡ ἠθικὴ συντρέχει καὶ ὑποπίπτει (στὴν ἀντίληψή μας). Διότι εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὑπάρχει ἡ σάρκα, ἡ αἴσθηση καὶ ὁ λόγος. Ἡ σάρκα μας εἶναι ἡ δάμαλις: ἐργάζεται γιὰ τὴν σποράν: ἐργάζεται γιὰ τὴν συγκομιδήν: καταπονεῖται γιὰ νὰ γεννήσῃ• μὲ ἀναρίθμητους κόπους κοπιάζει. Ὅθεν καὶ οἱ Ἕλληνες εἶπαν τὴ δάμαλιν "δάμαν" "ἀπὸ τοῦ δαμάσθαι μὲ αὐτήν", ἐκ τοῦ ὅτι δαμάζεται μὲ κραυγές. Ἐκ τῶν ἀρσενικῶν τὸ βόδι ἐπιτελεῖ διὰ τοῦ κόπου, τοῦ ἀρότρου, τοῦ ζυγοῦ. Τοὺς θηλυκοὺς τοκετοὺς παριστᾷ νὰ γίνωνται μὲ πολλὴ γονιμότητα. Καὶ ἡ σάρκα μας ὑποτάσσεται στὶς ἀνάγκες αὐτῆς τῆς ζωῆς, κατατρύχεται ἀπὸ συνεχεῖς πόνους, καὶ γηράσκει κυριευμένη ἀπὸ κάποιον τοκετὸν ταλαιπωριῶν. Ποιὸς ἤδη ἀγνοεῖ ἐκεῖνο, ὅτι εἶναι ὁρμητικότερη ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς, στὴν ὁποίαν σὰν σὲ νύμφην προσκολλᾶται στὴ διαδρομὴν τῆς ζωῆς αὐτῆς ἡ σωματικὴ οὐσία; οἱ αἰσθήσεις μας δὲ σὰν αἶγες καὶ σὰν μὲ κάποιο πήδημα ἀναπηδοῦν καὶ βόσκουν στοὺς κρημνούς, διεγείρουσαι μὲ τὴν ὁρμὴν τὴ δικήν τους τὶς συγκινήσεις τῆς ψυχῆς, σείοντάς την. Εἶναι παροῦσες σὲ κάθε εὐκαιρίαν εἴτε μὲ τὴν συνδρομὴν τῆς γυναικείας ὀμορφιᾶς, εἴτε μὲ τὴν εὐχάριστην ὀσμὴν κάποιου προσώπου. Ἐκ τῆς ἀκοῆς ἐξ ἴσου καὶ ἐκ τῆς ἁφῆς κινοῦνται αὐτὲς ταχέως, μὲ τὶς ὁποῖες ἀλλάζουν τὴν σταθερότητα ἀκόμη καὶ τῆς ψυχῆς, καὶ σὰν ἀπὸ τὴ φύση τους τὴν ἀλλοτριώνουν. Ὅθεν καὶ πολλοὶ τὴ θεωροῦν ὀνομασθεῖσαν "ἀφορμήν", ἐπειδὴ “impetus” σημαίνει ὁρμήν, ἐκ τοῦ ὅτι ἀπὸ κάποιαν ὁρμὴν τῶν αἰσθήσεων, γεννᾶται ἡ αἰτία τῆς μεταστροφῆς καὶ τῆς ἀλλοτρίωσής μας. Εἶναι δὲ (γραμματικῶς) θηλυκοῦ γένους καθὼς καὶ οἱ "αἰσθήσεις" ὀνομάζονται στὰ ἑλληνικὰ μὲ λέξη θηλυκοῦ (γένους). Ἐξαντλοῦνται (οἱ αἰσθήσεις) ταχέως καθ' ὅν τρόπον κάθε ἀποτέλεσμα προερχόμενον ἀπὸ ζωντανά, ὅπου ἐκχέεται (ἐξαντλουμένη) ἡ γέννηση τῆς γενεᾶς των καὶ τῆς τέρψης καὶ ἐκ νέου (οἱ αἰσθήσεις) προκαλοῦν νέες ὁρμὲς διὰ τῶν διεγειρομένων ἐπιθυμιῶν.
52. Εἰς δὲ τὸν κριὸν θεωρεῖται ὁμοιότης πρὸς τὸ λόγον καὶ τὴν ὁμιλία μας, διότι ὁ κριὸς εἶναι ὁρμητικός, ὅπως καὶ ὁ λόγος μας ἔχει ἀποτελεσματικὴν ἐνέργειαν καὶ ἀποτελεῖ κάποιαν αἰτίαν τοῦ ὅλου διακόσμου μας καὶ τῆς ἐξωτερικῆς ἐμφάνισής μας. Ὁ κριὸς μὲ τὴν ἐπιβολὴν ἐκ τῆς ἐξωτερικῆς του ἐμφάνισης ὁδηγεῖ τὸ κοπάδι μὲ κάποιαν τάξη, ὅπως ἐξηγεῖται ἡ τάξη τῆς ζωῆς καὶ τῆς χρήσης τοῦ λόγου μας. Θεωρῶ δὲ ὅτι ὀφείλομεν νὰ καταλαβαίνωμεν περισσότερον ἐκεῖνον τὸ λόγον, δηλαδὴ τὸ λόγον τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ὁ αὐτὸς ὁ κριὸς δὲν φαίνεται νὰ ἔχη οὔτε τὴν ἐλαχίστη γνώση τούτου. Διότι ὁ Λόγος ἐμᾶς μᾶς ἐνεδύθη ἀληθῶς ὡς περιβολήν του καὶ (μᾶς) εἰσήγαγεν εἰς τὸν οἶκον τῆς αἰώνιας σωτηρίας. Αὐτὸς προσέφερεν ἑαυτὸν θυσίαν ὑπὲρ ἡμῶν, ὁ ὁποῖος ὡς πρόβατον ὁδηγήθηκεν στὴν σφαγὴν καὶ ὡς κριὸς ἄφωνος ἐνώπιον τοῦ κείροντος αὐτόν, ἔτσι ἀκριβῶς οὔτε ποὺ ἄνοιξεν τὸ στόμα του (Ἡσ. νγ',7). Ἐκ τούτου ἔχομεν τὸ ὅτι κατὰ κάποιαν τάξη τῆς οὐσίας καὶ ἱερᾶς ἀπολύτρωσης, διὰ τοῦ ἰδίου καὶ ἐκτίσθημεν καὶ ἀπελυτρώθημεν. Διπλῆ λοιπὸν κατὰ τὸ Λόγον εἶναι ἡ αἰτία καὶ φυσικὴ καὶ ἠθική: φυσικὴ διὰ τῆς ὁποίας ἔκτισεν, ἠθικὴ διὰ τῆς ὁποίας ἐλύτρωσεν. Καὶ ἡ φιλοσοφία δίδυμην τὴ μορφήν της συνιστᾶ ἐν λόγῳ, φυσικὴν καὶ ἠθικήν. Διότι λογικὴ εἶναι ἡ μερίδα ἀμφοτέρων. Τὴ φυσικήν, κατὰ τὴ δημιουργίαν τοῦ κόσμου, τὴν ὁποίαν δείχνει διὰ τοῦ λόγου: ἠθικὴν κατὰ τὴ δικαιοσύνην καὶ ἰσότητα τοῦ ζῆν, τῆς ὁποίας ἡ ζωὴ καὶ ἡ λογικὴ προέρχονται ἐκ τοῦ λόγου.
53. Ἕνεκα τούτου, ὅταν συνεπληροῦντο σαράντα ἡμέρες ἀπὸ τὸν τοκετὸν τῆς Παρθένου Μαρίας, ἔφεραν τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ κάνωσιν προσφορὰν εἰς τὸν Κύριον σύμφωνα μὲ τὸ νόμον (τοῦ Μωϋσῆ), καὶ γιὰ νὰ δώσωσιν σὰν σφάγιον ζεῦγος τρυγόνων, ἢ δύο περιστεράκια (Λουκ. β', 22-24), ἐπειδὴ εἰς τὸ περιστέρι θεωρεῖται ὅτι βρίσκεται ἡ πνευματικὴ χάρη, εἰς τὴν τρυγόνα ἡ φύση τῆς ἀδιάφθορης γενιᾶς, εἴτε ἡ ἁγνότητα τοῦ ἄσπιλου σώματος. Ἐπάξια λοιπὸν προτρέπονται νὰ λάβουν πρὸς θυσίαν μετὰ τὸν κριὸν τὴν τρυγόνα καὶ τὸ περιστέρι γιὰ νὰ κατανοήσῃς ὅτι προσκολλῶσιν πρὸς τὸ Λόγον τὴν ἄφθαρτον ἁγνότητα καὶ τὴν πνευματικὴ χάρη. Καὶ ἐκ τοῦ ὅτι ἀκριβῶς βέβαια ἔθεσεν τὰ πτηνά, δυνάμεθα νὰ κατανοήσωμεν τὴν ταχύτητα τῶν οὐρανίων ἀξιῶν. Διότι ὑπάρχουν πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ ποὺ ἔρχονται καὶ κατοικοῦν στὰ κλαδιὰ αὐτοῦ τοῦ δένδρου, τὸ ὁποῖο φύτρωσεν ἀπὸ σπόρον σινάπεως, μὲ τὸν ὁποῖον παρομοιάζεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματ. ιγ', 32). Καὶ ὁ Ἰεζεκιὴλ λέγει ὅτι τοῦ εἶναι ἀνοιχτοί οἱ οὐρανοί, καὶ ὅτι μεταξὺ ἄλλων εἶδε μίαν ἅμαξαν πάνω ἀπὸ τὴ γῆν, ζευγμένη μὲ τέσσαρα ζῶα (Ἰεζ. α', 15). Καὶ κατωτέρω: Ἄκουγα, εἶπεν, τὸν ἦχον τῶν πτερύγων τους ὡς ἦχον ὑδάτων πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν τοῦ Ὑψίστου: καὶ ὅταν πορεύονταν, ὡς φωνὴν τῆς λαλιᾶς, ὡς φωνὴν στρατοπέδου (Αὐτόθι 24).
54. Λοιπὸν κάποιοι σύμφωνα μὲ τὰ βιβλία τῆς φιλοσοφίας παρήγαγαν τὸ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ οὐρανὸς εἶναι ὅμοιος μὲ φτερωτόν. Ὅθεν ὁ Πλάτων εἶπεν ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶναι ἅμαξα φτερωτή, ἐξ αὐτοῦ ποὺ εἶχεν εἴπει ὁ προφήτης: Ὅταν ἐβάδιζαν τὰ ζῶα προχωροῦσαν καὶ οἱ ἅμαξες οἱ ζευγμένες μ' ἐκεῖνα• κι' ὅταν τὰ ζῶα ἀνυψώνονταν ἀπὸ τὴ γῆν, ὑψώνονταν οἱ ἅμαξες. (Αὐτόθι 24). Ἀλλ' ὁ προφήτης δὲν ὀνόμασε πτηνὸν τὸν ἴδιον τὸν οὐρανὸν, ἀλλ' εἶπεν ὅτι ὑπάρχουν πτηνὰ στὸν οὐρανόν. Τέλος καὶ ὁ Δαβὶδ λέγει: Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξα Θεοῦ (Ψαλ. ιη', 2), δηλαδὴ οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ὅπως ὅταν κυττάζωμεν ἕνα ὡραῖον στοιχεῖον, ἐγκωμιάζομεν τὸν ποιητήν του. Ὁ δὲ προφήτης περιγράφει τὴν ψυχήν, τῆς ὁποίας τέσσαρες εἶναι οἱ κινήσεις σὰν ἵπποι: τὸ λογιστικόν, τὸ θυμοειδές, τὸ ἐπιθυμητικόν, τὸ διορατικόν. Αὐτὰ εἶναι τὰ τέσσαρα ζῶα, δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος τὸ λογιστικόν, ὁ λέων τὸ θυμοειδές, ἡ δάμαλις τὸ ἐπιθυμητικόν, ὁ ἀετὸς τὸ διορατικόν. Γι' αὐτὸ μπαίνει μπροστὰ τὸ λογικόν, γιὰ νὰ ἀκολουθοῦν τὰ λοιπὰ τὸ λογικὸν. Γι' αὐτὸ ὅπως δεξιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ λιοντάρι, δηλαδὴ ἡ μετὰ λογικῆς συγκίνηση εἶναι στὰ δεξιά. Ὅταν αὐτὰ ἐδῶ τὰ ζῶα ὑψώνωνται, ὑψοῦνται καὶ οἱ ἅμαξες. Ἡ δὲ ἅμαξα εἶναι αὐτὴ ἡ ζωὴ πάνω στὴ γῆν, ποὺ τὴν ζῶμεν. Ἐὰν οἱ τέσσαρες κινήσεις τῆς ψυχῆς μας ἀνυψῶνται, ὑψώνεται καὶ ἡ ζωή μας. Καὶ γι' αὐτὸ πρόσθεσε: Διότι, εἶπεν: στὴν ἅμαξαν ἦταν πνεῦμα ζωῆς (Ἰεζ. α' 20). Ἡ ψυχὴ λοιπὸν εἶναι μᾶλλον ἅμαξα ἡ ὁποία λέγει εἰς τὸ Ἆσμα ἀσμάτων: Μὲ ἔκανες ἅμαξαν τοῦ Ἀμιναδὰβ (Ἆσμα Ἀσμάτων, στ', 11), δηλαδὴ τοῦ Κυρίου μας. Δὲν συνδράμει λοιπὸν ἡ προφητικὴ περιγραφὴ τὴν παράδοση τῆς φιλοσοφίας. Τέλος λέγει ὁ προφήτης ὅτι ἄκουσεν ἦχον πτερύγων.
Αὐτὲς ἐδῶ οἱ πτέρυγες εἶναι οἱ ἀρετές, οἱ ὁποῖες τὰ μέγιστα, καὶ σὰν μὲ διπλὸ χτύπον τὸν τερπνὸν διάκοσμον τῆς σύνεσης, τῆς ἐνδυνάμωσης, τῆς ἐγκράτειας, τῆς δικαιοσύνης, ἀντηχοῦν τὸ ἆσμα τῆς ζωῆς. Ὁ Πλάτων ὅμως παρέλαβεν τὴ διδασκαλίαν ὅτι κάποιοι γλυκοὶ ἦχοι γεννιῶνται ἐκ τῆς περιστροφῆς τῆς οὐράνιας σφαίρας, ἡ φήμη μᾶλλον καὶ ἡ πομπὴ, τὴν ὁποία διδασκαλίαν ὡς ἀλήθειαν ἠκολούθησεν. Διότι καὶ ὁ ἡμέτερος Ὠριγένης, δηλαδὴ ὁ ἄνδρας ποὺ ἀφιερώθηκεν στὴν ὑπηρεσίαν τῆς Ἐκκλησίας, διαβεβαιώνει ὅτι ἐκ τῆς κινήσεως τῶν ἀστέρων ὑπάρχει μία ἁρμονία ἀπερίγραπτη τοῦ γλυκυτάτου ἐκείνου ἤχου, ὅμως καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος πολλὴν ἐπιείκειαν δείχνει στὴν παράδοση τῶν φιλοσόφων καθὼς πολλὰ γραπτὰ του μαρτυροῦν• γι' αὐτὸ τὸ ἔγραψα γιὰ νὰ διαστείλω τὴν ἑρμηνείαν τῆς θυσίας περὶ τῆς ὁποίας κάνομεν λόγον ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς ἱεροσκοπίας καὶ τῆς φιλοσοφίας. Ἄς θέλουν κάποιοι ἄλλοι νὰ ἐπιδοκιμάζωσιν τὴ διδασκαλίαν του• ἐγὼ κατὰ τὸν Ἀπόστολον προτιμῶ νὰ φαίνωμαι ὅτι φοβοῦμαι παρὰ ὅτι εἶμαι πεπαιδευμένος, ὁ ὁποῖος Ἀπόστολος λέγει: Βλέπετε μήπως κανεὶς σᾶς ληστέψῃ διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς κενῆς ἀπάτης κατὰ τὴν παράδοση τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τούτου τοῦ κόσμου καὶ ὄχι κατὰ Χριστόν (Κολ. β', 8 ; ).
55. Αὐτὸ δὲ ποὺ λέγει: Διχοτόμησεν ὁ Ἀβραὰμ τὰ σώματα καὶ ἔθεσεν ἑκάτερον τεμάχιον ἀπέναντι τοῦ ὁμοίου του (Γεν. ιε', 10), γιὰ νὰ μὴ τὸ νομίσῃ κάποιος οἰωνοσκοπίαν, δὲν ἀρνοῦμαι ὅτι τὰ λόγια μοιάζουν μὲ ἱεροσκοπίαν. Διότι ἔτσι τὰ ἀκούω: ἀλλὰ τὸν τεμαχισμὸν τῶν σωμάτων τῶν τετραπόδων ὅπως προσθέτει ἡ ἀνάγνωση (τοῦ κειμένου) ὅτι ἔγινε, σὰν νὰ ἔγινε ἐνδοσκόπηση αὐτῶν, καὶ τῶν πτηνῶν ἔγινεν ἀποκεφαλισμός, σὰν γιὰ νὰ γίνῃ ἐνδοσκόπηση. Τὶ συνέβη καὶ ἐὰν αὐτὸ συνάδῃ μὲ τὴν πίστη μας. Καὶ ἄς ἐξετάσωμεν μὲ τά λόγια μας τὶ γιὰ τὴν ἀνωτέρω "οἰωνοσκοπίαν" μᾶς παραδίδει ἡ παράδοση. Εἴπαμεν ἀνωτέρω ὅτι μὲ τὴ δάμαλιν ἐννοοῦμεν τὴ γῆν, μὲ τὴν αἶγα τὸ ὕδωρ, μὲ τὸν κριὸν τὸν ἀέρα, ὅτι στὸ ἴδιον ἐπίθετον συγκεφαλαιοῦται τὸ, ὅτι δίδεται ἡ διαταγὴ νὰ ληφθοῦν "τριετῆ" πρὸς θυσίαν, διότι ἡ ἴδια ἡ γῆ διαιρεῖται, στὶς τρεῖς μορφές της• εἴτε δηλαδὴ ἤπειρος, εἴτε νῆσος, εἴτε χερσόννησος: καὶ τὸ ἴδιον τὸ ὕδωρ σὲ τρία: διότι εἴτε εἶναι θάλασσα, εἴτε ποτάμι, εἴτε λίμνη• δηλαδὴ οἱ πηγές, εἴτε οἱ ἰδιαίτερες ἐνέργειες τῶν φρεάτων οὐδόλως ἀξίζει νὰ τύχωσιν γενικῆς ἢ κοινῆς διαίρεσης• τὰ φρέατα κρύβονται, οἱ πηγὲς σὲ ἄλλους ὀφείλουν τὴν προέλευσή τους. Καὶ ὁ ἀὴρ ἔχει τὶς διαιρέσεις τῶν ἐποχῶν τῆς ἄνοιξης, τοῦ θέρους, τοῦ φθινοπώρου καὶ χειμῶνα• καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ κοσμική τους διαίρεση. Σὲ τὶ ἀποσκοπεῖ αὐτό; Στὸ νὰ γνωρίζωμεν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ποιητὴς αὐτῶν, καὶ ὁ ῥυθμιστὴς πάντων, ὁ ὁποῖος ἔδωσεν τὴν τάξη σὲ ὅλα τὰ πράγματα, καὶ διεχώρισεν αὐτὰ διὰ τῆς διαιρέσεως, ὥστε ἀπ' αὐτὰ νὰ συμπεράνῃς ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σοῦ προσφέρῃ ὅσα εὐσεβῶς ἐσὺ αἰτεῖς καὶ ὅσα αὐτὸς ὑπόσχεται νὰ ἐκπληρώσῃ.
56. Ὅθεν ὁ Ἀβραὰμ ἐπειδὴ ἀπήντησεν εἰς τὸν ὑποσχόμενον τὴν κληρονομίαν τῆς γῆς Κύριον: Πόθεν θὰ γνωρίζω ὅτι θὰ εἶμαι κληρονόμος αὐτῆς τῆς γῆς (Γεν. ιε', 8), μὲ ἐκεῖνα τὰ εἴδη τῶν σφαγίων πληροφορεῖται, ἵνα πιστεύσῃ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πάνω ἀπὸ τὸν κόσμον, ὁ ὁποῖος διήρεσεν μὲ χωρισμὸν ὅλα ὅσα ἐκ τοῦ κόσμου εἶναι ἀντικείμενον πρόνοιας: ἀλλὰ ὅσα διαιρέθηκαν τὰ ἀπέδωσα μετὰ ταῦτα, ὅσα δὲ δὲν διαιρέθηκαν (δηλαδὴ τὰ πτηνὰ ἤτοι τὴν τρυγόνα καὶ τὸ περιστέρι δὲν τὰ διῄρεσεν) οὐδέποτε παρέδωσα, διότι ἡ πίστη μένει ἀκέραιη, ἡ ὁποία κατὰ τὴν συνήθειαν τῆς περιστερᾶς ἀνυψοῦται στὰ ὑψηλότατα μέρη. Λάμπουσα στὰ ὕψη, καὶ μὲ πνευματικὲς πτήσεις τῶν φτερούγων της περιΐπταται κυκλόθεν στὸν οὐρανόν. Καὶ ὁ νοῦς παραβάλλεται μ' ἐκείνην τὴν τρυγόνα, ὁ ὁποῖος νοῦς ὅπως συνηθίζει αὐτὸ τὸ πτηνὸν τρέφεται μυστικὰ, ἀναζητῶν τὴν ὑπερνοητὴν ἐκείνην καὶ ἀδιαίρετον οὐσίαν τῆς Τριάδος, καταφεύγων σὲ κάποιον πλῆθος δημιουργημάτων καὶ ἀναμιγνυόμενος σὲ σωματικὴν συνάθροιση, καὶ χωριζόμενος ἀπὸ κάθε κηλῖδα τῶν παθῶν. Αὐτὴ ἡ θυσία ζητεῖται ἀπὸ σένα. Αὐτὸς ποὺ προσφέρει τέτοια σφάγια, τὴν πίστη καὶ τὴν ἁγνότητα τοῦ νοῦ, τὴ χάρη τῆς ἁπλότητος, τὸν ζῆλον τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης, ὁ ἴδιος ἀναγνωρίζει ἑαυτὸν κληρονόμον ἐκείνης τῆς μακάριας γῆς: ὅπως καὶ ὁ Κύριος σαφέστερον ἐδήλωσεν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ λέγων: Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, διότι αὐτοὶ θὰ ἀποκτήσουν τὴ γῆν (Ματ. ε', 9).
57. Ἄκου ἄλλη διαίρεση. Καὶ ἡ σάρκα μας μὲ τὴν ἴδιαν τὴ διαταγὴν τοῦ Θεοῦ διχοτομηθεῖσα ἔχει ὅλα τὰ μέλη: Δύο εἶναι οἱ ὀφθαλμοί, διπλὰ τὰ αὐτιά, δύο οἱ παρειές, οἱ ῥώθωνες χωρισμένοι, ἡ δίδυμος σειρὰ τῶν ὀδόντων, οἱ μαστοί, οἱ ὠμοπλάτες, τὰ χέρια, τὰ πλευρά, οἱ μηροί, τὰ γόνατα, οἱ κνῆμες, τὰ πόδια, δὲν εἶναι ὅλα διπλᾶ, ἵνα στηριζόμενα στὰ ὑπολείμματα τοῦ διδύμου, φαίνωνται ὅτι ἐπιτελοῦν ὅλες τὶς (σωματικές) λειτουργίες μας;
Ἡ ψυχὴ ἐπίσης ὑφίσταται τὴ διαίρεση τῶν μερῶν της. Διότι τὸ "διορατικὸν", τοὐτέστιν τὰ ἀνώτερα εἶναι ὅπως κάποιοι ὀφθαλμοὶ ἀντίθετοι, δηλαδὴ τὸ λογικὸν καὶ τὸ ἄλογον. Τὸ ἴδιον τὸ λογικὸ διαιρεῖται στὸ νοῦν καὶ στὸ λόγον. Τὸ αἰσθητὸν αὐτοῦ εἰς τὴν ἀκοὴν καὶ τὴν ὅραση εἰς τὰ ὁποῖα συσσωρεύεται ἡ χάρη αὐτῆς τῆς ζωῆς. Διότι ἡ ὄσφρηση καὶ ἡ γεύση θεωροῦνται ὅτι παρέχουν τὴν ἀναγκαίαν ὑπηρεσίαν τῆς ζωτικῆς χρήσης τους. Τὸ ζεῦγος τῶν ῥωθώνων διὰ τῆς εἰσπνοῆς ἐξασφαλίζουν τὴν ζωτικὴν ἀναπνοήν, ἐφοδιάζουν σὰν μὲ κάποιαν συνεχῆ τροφὴν τὴν οὐσίαν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ γεύση γεννᾶται διὰ τῆς πόσης καὶ τῶν εὐωχιῶν. Ἡ πέμπτη δὲ αἴσθηση, δηλαδὴ ἡ ἁφή ἀποτελεῖ κάτι σὰν μῖγμα ἐκείνων τῶν τεσσάρων. Ἡ ὅραση δὲ καὶ ἡ ἀκοὴ βοηθοῦν τὸ νοῦν. Αὐτὲς εἶναι οἱ διαιρέσεις, ποὺ ἔγιναν κατὰ τὴν σάρκα μας καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὸ τοῦ ὑψίστου ποιητοῦ.
58. Ὅθεν πρέπει νὰ συμπεράνωμεν ὅτι καὶ αὐτὸς ἐδῶ ὁ κόσμος εἶναι διατεταγμένος σὰν κατὰ κάποια δίδυμα μέλη καὶ σὰν τρόπον τινὰ "ἀντιπροσωπευτικά": ἡ γῆ μὲ τὰ ὄρη καὶ τὶς πεδιάδες, σὰν νὰ εἶναι μέρη τοῦ σώματός μας ἄλλα ὑψηλότερα, ἄλλα πιὸ ἐπίπεδα. Ἐξέχουν οἱ ὠμοπλάτες καὶ τὰ ὑψηλότερα μέρη τῶν ποδῶν, εἴτε τῶν χεριῶν: τὰ πλευρὰ δὲ καὶ τὰ κατώτερα τοῦ αὐχένος, σὰν πεδιάδες εἶναι ἐξησκημένα καὶ κοῖλα. Πρᾶγμα ποὺ καὶ γιὰ τὶς χοῦφτες τῶν χεριῶν ἐπιτρέπεται νὰ νοήσωμεν. Διότι στὴν ἴδιαν τὴν πτέρναν τοῦ ποδιοῦ ἄλλα μέρη ἐξέχουν, ὅτι δὲ τὸ μεσαῖον μέρος σχηματίζει κόλπον, ποιὸς τὸ ἀμφισβητεῖ; Τὸ νερὸν στὴ θάλασσαν εἶναι ἁλμυρόν, στὸ ποτάμι γλυκὺ εἴτε καὶ στὶς πηγές. Ὁ ἀέρας εἶναι τὸ χειμῶνα ψυχρός, κατὰ τοὺς μῆνες τῆς ἄνοιξης εὔκρατος, κατὰ τὸ θέρος θερμός. Ἑπομένως αὐτὰ ἐδῶ τὰ ἐρρύθμισεν ὁ δημιουργός. Τὸ νοῦ μας ὅμως, ὁ ὁποῖος δίκην πτηνῶν, φερόμενος ἐπὶ τῶν πτερύγων διαφόρων ἀρετῶν καὶ τῆς δικῆς του δύναμης, πετάει πάνω ἀπ' τὸν οὐρανό, δὲν τὸν διήρεσε, διότι τὸν συνῆψεν στὴν τὰ πάντα διαιροῦσα μόνην ἀδιαίρετον Τριάδα. Ὅθεν οἱ φιλόσοφοι τὴν ἀνωτέραν οὐσίαν αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τὴν ὁποίαν ὀνομάζουν αἰθέρα, δὲν τὴ θέλουν νὰ συνίσταται ἀπὸ μῖξιν ἄλλων στοιχείων: ἀλλὰ λάμπουσαν, καὶ ἀκτινοβολοῦσαν πολὺ φῶς, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τὴν ῥυπαρότητα τῆς γῆς, τὴν ὑγρασίαν τῶν ὑδάτων, τὸ νεφελῶδες τοῦ ἀέρος, οὔτε καὶ αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ πυρὸς τὸ οἱονδήποτε ἐρυθρὸ χρῶμα, ἔτσι τὴν ἐκλαμβάνουν καὶ διαβεβαιώνουν ὅτι εἶναι ἐκ πέμπτης τινὸς οὐσίας καὶ ὅτι ὁ νοῦς εἶναι σὰν πτηνὸν τοῦ κόσμου τούτου ὅμως ταχύτερος καὶ καθαρότερος τῶν λοιπῶν μερῶν. Διότι τὰ ἄλλα μέρη εἶναι μικτὰ καὶ συγκεκριμένα. Ἐμεῖς ὅμως πιστεύομεν ὅτι τίποτε ἀπαλλαγμένο καὶ ξένον ὑλικῆς συνθέσεως (δὲν ὑπάρχει), ἐκτὸς ἐκείνης μόνης τῆς οὐσίας τῆς λατρευτῆς Τριάδος, ἡ ὁποία καὶ εἶναι ἀληθῶς καθαρὴ καὶ ἁπλῆ, φύσεως εἰλικρινοῦς καὶ ἀσυνθέτου: ἄν καὶ κάποιοι φρονοῦν περὶ ἐκείνης τῆς πέμπτης οὐσίας ὅτι εἶναι τὸ λαμπρότερο φῶς, περὶ τοῦ ὁποίου εἶπεν ὁ Δαβὶδ ὅτι ὁ Θεὸς περιβάλλεται τὸ φῶς ὡς ἱμάτιον (Ψαλ. ρβ', 2) καὶ ὁ Ἀπόστολος ἔγραψεν περὶ τοῦ ἰδίου τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ, ὅτι αὐτὸς μόνος ἔχει ἀθανασίαν καὶ ὅτι κατοικεῖ φῶς ἀπρόσιτον (Α' Τιμ. στ',16).
59. Γιὰ ποιὸ δὲ λόγον εἶπεν ὅτι τὰ πτηνὰ κατέβηκαν πάνω στὰ τεμαχισμένα σώματα τῆς δαμάλεως, τῆς αἴγας καὶ τοῦ κριοῦ (Γεν. ιε', 11), δὲν τὸ συμπεραίνω εὔκολα, παρὰ ἐπειδὴ ὅλα τὰ γήϊνα, τὰ θαλασσινὰ καὶ τὰ ἐναέρια εἶναι γεμάτα ἀπὸ παγίδες καὶ ταραχές.
Διότι φαίνονται αὐτὰ ἐδῶ τὰ πτηνὰ ὅτι χάριν τῆς τροφῆς τους κατέβηκαν πάνω στὰ σώματα. Ἐκ φύσεως δὲ τὰ ὁρμητικότερα καὶ ἰσχυρότερα σὲ δύναμη, ἐφορμοῦν ἐπὶ τῶν ἀσθενεστέρων, καὶ ἐνσκήπτουν σὰν σὲ νεκρὰ σώματα, συχνότερον ὁρμῶντα ἐξ ἀπροόπτου: εἴτε πάλιν, πρᾶγμα ποὺ θεωρῶ πλησιέστερον στὴν ἀλήθειαν, ἐπειδὴ ὁ πρίγκηπας αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ, δηλαδὴ οἱ ἀδυναμίες οἱ πνευματικὲς ποὺ ὑπάρχουν στὰ οὐράνια ὄντα, αὐτὰ ποὺ εἶναι διηρημένα ἕνεκα μερίμνης καὶ φροντίδος, μὲ ταχεῖαν κίνηση τὰ προσβάλλουν, καὶ σὰν πτώματα νεκρῶν τὰ σπαράσσουν μὲ κοφτερὸ δόντι. Διότι περὶ αὐτῶν ἐλέχθη: Ἄφησε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουν τοὺς δικούς τους νεκρούς (Λουκ. θ', 60) ἐπειδὴ αὐτοὶ εἶναι ἐκ τοῦ βασιλείου τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος διάβολος ἐν ἑαυτῷ διῃρέθη. Ὅσοι ὅμως εἶναι ἐκ τοῦ βασιλείου τοῦ Θεοῦ, στοὺς ὁποίους λέγει ὁ Ἰησοῦς: Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα σας (Λουκ. ιζ', 21), αὐτοὶ δὲν εἶναι διῃρημένοι, διότι προσκολλῶνται στὸ Θεόν, διότι ὁ κολλώμενος εἰς τὴν πόρνην, εἶναι ἕνα σῶμα (μ' αὐτήν). Διότι, εἶπεν, θὰ εἶναι οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. Ὁ κολλώμενος δὲ στὸν Κύριον, ἀποτελεῖ ἕνα πνεῦμα (μαζί του)• (Α' Κορ. στ',16 καὶ 17). Αὐτοὶ λοιπὸν δὲν εἶναι νεκρὰ σώματα, γιὰ νὰ τοὺς καταφάγουν τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλ' εἶναι πνεύματα, καὶ κάνει ὁ Θεὸς τοὺς ἀγγέλους του πνεύματα. Τέλος πάνω στὸ περιστέρι καὶ στὴν τρυγόνα δὲν κατέβηκαν, γιατὶ αὐτὰ ἐδῶ τὰ πτηνὰ δὲν ἦσαν διῃρημένα. Διότι δὲν εἶναι διῃρημένοι οἱ δίκαιοι, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγεται: νὰ εἶναι ἁπλοῖ σὰν τὶς περιστερές (Ματ. ι', 16). Καὶ γι' αὐτὸ λέγει ὁ Δαβὶδ ὅτι καὶ τὸ στρουθίον εὑρίσκει τὸν οἶκον του καὶ τρυγὼν τὴν φωλεάν της, ὅπου ἀποθέτει τὰ μικρά της (Ψαλ. 83, 4). Αὐτὰ πρόσεχεν ὁ Ἀβραάμ, αὐτὰ θεωροῦσε μὲ (θεϊκὴ) βοήθειαν καὶ πνευματικὴ διόραση.
60. Καὶ γι' αὐτὸ εἶναι γεγραμμένον: Ἔθεσεν ὁ Ἀβραὰμ τὸ ἕνα τεμάχιον ἀπέναντι στὸ ἄλλον (Γεν. ιε', 10), ὄχι σὰν σὲ ἱεροσκοπίαν, ἀλλὰ σὰν ἑρμηνευτὴς τῆς οὐράνιας ἀποκάλυψης, ἐρευνῶν τὰ σημάδια τῆς θεϊκῆς ἐνέργειας. Διότι ὁ εὐθὺς νοῦς ἔβλεπεν πρὸς τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ ὅτι αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι γεμᾶτος ἀδικίαν, ἡ ὁποία σὰν ἀπὸ τὸν ὕψιστον οὐρανὸν πέταγεν καὶ καταπίεζεν τοὺς ἀδύναμους τῆς γῆς: ἡ αἰδὼς δέ, ἡ πίστη, ἡ εἰλικρίνεια ὅτι δὲν εἶναι ὑπήκοοι στὰ πάθη: ὅτι δὲ ἡ φιλαργυρία, οἱ μέριμνες τοῦ αἰῶνος ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἄγχονται ὅσοι ἔχουν τὶς ἐπιθυμίες γιὰ πλούτη, σπαράττονται καὶ διαιροῦνται. Ὅθεν καὶ τὰ πλούτη ὀνομάστηκαν μέριμνες καὶ σκέψεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου (Ματ. ιγ', 22), διότι διαιροῦν τὸ νοῦν, καὶ σὲ διαφορετικὰ μέρη τὸν ἀποσχίζουν, καὶ τὸν σύρουν στὰ ἐπὶ μέρους οὔτε τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ εἶναι ἀδιάφθορος καὶ ἀκέραιος. Ὁ ἄνδρας λοιπὸν τοῦ εἰρηνικοῦ νοῦ ἔβαζεν τὰ τεμάχια τῶν ζώων τὸ ἕνα ἀπέναντι τοῦ ἄλλου καὶ συλλογιζόταν μέχρι πότε μὲ τὰ χέρια του μπορεῖ νὰ ἐμποδίζῃ αὐτὰ τὰ κακά, τὰ ὁποῖα ἐφορμοῦν στοὺς ἀνθρώπους.

Κεφάλαιον Θ'

Γιατὶ ἐπέπεσεν ἔκσταση καὶ φόβος ἐπὶ τὸν Ἀβραάμ• καὶ τὶ σημαίνει ἡ ἐπανάληψη σ' αὐτὸν τοῦ χρησμοῦ περὶ τῆς παρεπιδημίας καὶ δουλείας τῶν ἀπογόνων του στὴν Αἴγυπτον καὶ περὶ τοῦ δικοῦ του θανάτου καὶ περὶ τῆς ἀπελευθέρωσης τῶν ἀπογόνων τοῦ ἰδίου; Καὶ πρὸς τὶ τείνει ἡ ὅραση τῆς φλόγας καὶ τῆς καμίνου;

61. Τέλος αὐτὸν τὸν κόπον, εἰς τὸν ὁποῖον ὑπεβλήθη ὁ Ἀβραὰμ μὲ τὸν πνευματικὸν καὶ προφητικὸν ζῆλον, διδάσκουν τὰ ἀκόλουθα. Δηλαδὴ κατὰ τὴ δύση τοῦ ἡλίου ἔκσταση ἐπέπεσεν πάνω του• καὶ ἰδοὺ φόβος μέγας καὶ σκοτεινὸς ἐνέσκηψεν ἐπ' αὐτὸν (Γεν. ιε', 12). Ἡ δὲ προφητικὴ ἔκσταση εἶναι συνήθης νὰ γίνηται, ὅπως καὶ ἔχεις τὸν Προφήτην ὅτι εἶπεν: Ἐγὼ εἶπα ἐν τῇ ἐκστάσει μου: Πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης (Ψαλ. ριε', 2). Διότι ἐξέστη ὁ νοῦς τοῦ προφήτου σὰν σὲ κάποια ὅρια τῆς ἀνθρώπινης σύνεσης, ὅταν αὐτὸς γεμίζει ἀπὸ Θεόν. Καὶ προηγουμένως ἀδειάζει τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὶς σκέψεις καὶ ἀμφιβολίες αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα, γιὰ νὰ παράσχῃ ἑαυτὸν καθαρὸν καὶ κενὸν εἰς τὴν ἐρχομένην πνευματικὴν χάρη, ἐπὶ πλέον ἐπέρχεται, εἰς αὐτὸν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐγχέοντάς του μεγάλη δύναμη, τόσον ποὺ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ξαφνικὰ ταράσσεται ὑπερβολικά. Τέλος καὶ ὁ ἄγγελος ἦλθεν πρὸς τὴ Μαρίαν, καὶ μὲ σπουδὴν καὶ χάρη ἦλθεν, καὶ ὅμως ἡ Μαρία ταράχθηκε μὲ τὴν ἐμφάνισή του. Ὅθεν ὁ ἄγγελος τῆς λέγει: Μὴ φοβᾶσαι, Μαρία, διότι βρῆκες χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: καὶ ἰδοὺ θὰ συλλάβῃς στὴν γαστέρα σου καὶ θὰ γεννήσῃς γυιὸν (Λουκ. α', 30,31). Γνωρίζομε λοιπόν, ὅτι ὅταν ἔρχηται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πάνω σὲ προφητικὸ νοῦν, ξαφνικὰ εἰσορμᾷ, καὶ ἀναγινώσκομεν ὅτι ἐντεῦθεν ἐνσκήπτει καὶ ἐπιπίπτει ἐπὶ τὸν προφήτην τὸ ἅγιον Πνεῦμα, διότι ὑφίσταται τὴν ἔκσταση καὶ ταράσσεται καὶ φοβεῖται καὶ καλύπτεται ἀπὸ κάποια σκοτάδια ἄγνοιας καὶ ἔλλειψης σύνεσης• ὅπως διαβάζομεν καὶ στὶς Πράξεις ἀποστόλων (Πρ. θ', 3,4) ὅτι περιάστραψε φῶς ἀπ' τὸν οὐρανὸν πάνω στὸν Σαῦλον, καὶ ἔπεσεν αὐτὸς κάτω, καὶ ταράχθηκεν ἀπὸ τρόμον τῆς ψυχῆς, καὶ ἄκουσεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ φωνὴ λέγουσαν: Σαούλ, Σαοὺλ γιατὶ μὲ καταδιώκεις (Αὐτόθι, 4); Διότι κατέληξε νὰ δῆ τὰ ἐγκόσμια, αὐτὸς ποὺ ἄρχισε νὰ ἀκούῃ τὰ θεϊκά. Ὅθεν οὔτε γιὰ τὸ φόβον τοῦ Ἀβραὰμ οὔτε γιὰ τὰ σκοτάδια ὀφείλεις νὰ ἀπορῇς, σὰν νὰ συνέβαιναν ἐκτὸς τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀξίας του, ὅταν παρατηρῆς ὅτι ἁρμόζει στὴν συνήθειαν τῶν προφητῶν, ὅταν εἶναι συνημμένοι μ' αὐτές, νὰ γνωρίζουν τὰ μέλλοντα.
62. Ἔχεις δὲ συνεχῶς λεγόμενον πρὸς αὐτόν, τὸ: Γινώσκων γίνωσκε ὅτι τὸ σπέρμα σου θὰ εἶναι παρεπίδημον σὲ γῆν ὄχι ἰδικήν του, καὶ θὰ καταπιέζωνται ἀπὸ δουλείαν καὶ θὰ τοὺς βλάπτωσιν, καὶ θὰ τοὺς ταπεινώνωσιν ἐπὶ τετρακόσια ἔτη (Γεν. ιε', 13). Δίκαια ἐπέπεσεν ζοφώδης καὶ μέγας τρόμος, διότι ἐπρόκειτο γιὰ σπουδαίους χρησμοὺς, διότι ἐδίδετο ἐντολὴ αἰώνιος στὸ λαόν. Πῶς τόσον εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ χωρέσῃ ὁ νοῦς αὐτὸ ἐδῶ, μάλιστα ἕνας νοῦς ποὺ ἐνουθετεῖτο, ἵνα παρεπιδημῇ σ' αὐτὴν τὴ γῆν; Διότι δὲν ἐδηλώνονταν τόσον ὅσα ἦσαν μέλλοντα, ὅσα προεγράφοντο, ὅσα ἔπρεπε νὰ πραχθοῦν ἀπὸ ἐμᾶς. Παρεπίδημον, εἶπεν, θὰ εἶναι τὸ σπέρμα σου, εἴτε ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὀφείλομε νὰ εἴμεθα παρεπίδημοι σ' αὐτὴν τὴ γῆν, διότι πατέρας ὅλων εἶναι ὁ Ἀβραὰμ• εἴτε ἐπειδὴ τὸ ἀληθὲς σπέρμα τοῦ Ἀβραὰμ παρεπιδημεῖ σ' αὐτὸν τὸν κόσμο. Διότι ἐκεῖνον εἶναι τὸ ἀληθινὸν σπέρμα, περὶ τοῦ ὁποίου ἐλέχθη: Ἐν τῷ Ἰσαὰκ εἶναι τὸ σπέρμα σου (Γεν. κα', 12).
Τέλος λέγει αὐτὸς ποὺ ἀνεγνώριζεν τὸν ἑαυτόν του κληρονόμον τοῦ Ἀβραὰμ: Ἐγὼ εἶμαι σ' αὐτὴν τὴ γῆ ξένος καὶ παρεπίδημος, ὅπως ὅλοι οἱ πατέρες μου (Ψαλ. λη', 13). Διότι ὅποιος ὑπῆρξεν ἐδῶ παρεπίδημος, εἶναι στὸν οὐρανὸν πολίτης, ὅποιος ὅμως ἐνόμισεν ὅτι ὅλη ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς του συνίσταται ἐν ταύτῃ τῇ γῇ καὶ ἐσκίρτησε γιὰ νὰ ἀποκτήση τὴν κληρονομίαν αὐτῆς τῆς γῆς, ἀποκλείεται ἀπὸ τὴ βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν ὁ Ἀπόστολος λέγει πρὸς τοὺς πιστοὺς ἄνδρες, καὶ πολῖτες τῆς Ἰερουσαλὴμ τῆς ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ πρὸς τοὺς γυιοὺς τῆς Ἐκκλησίας: Ἑπομένως δὲν εἶσθε πιὰ ξένοι καὶ παρεπίδημοι, ἀλλ' εἶσθε συμπολῖτες τῶν ἁγίων, καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ (Ἐφεσ. β', 19). Λοιπὸν δὲν εἶναι δική σας αὐτὴ ἡ γῆ, περὶ τῆς ὁποίας ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου δείχνοντας ὅλα τὰ βασίλεια τῆς οἰκουμένης μπορεῖ νὰ πῇ: θὰ σοῦ δώσω αὐτὴν τὴν ἐξουσίαν ἐὰν προσκυνήσας μὲ λατρεύσῃς (Ματ. δ', 8): Ὅλα θὰ εἶναι δικά σου, ὅσα οἱ ἀλλότριοι διεκδικοῦν, καὶ διὰ τῆς δουλείας καταπιέζουν τὸ λαὸν τοῦ Θεοῦ, διότι ἀποπειρῶνται νὰ βλάψωσιν τοὺς δούλους καὶ νὰ ταπεινώσωσιν τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ. Τέλος ὁ ἴδιος ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τίποτε ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμο δὲν ἐθεώρησεν ὅτι πρέπει νὰ διεκδικήσῃ ὅθεν λέγει: Ἔρχεται ὁ ἄρχων τούτου τοῦ κόσμου καὶ δὲν βρίσκει σ' ἐμένα τίποτε (Ἰω. ιδ', 30). Διάφορα λοιπὸν ἀφεντικὰ θέλουν νὰ μᾶς κρατοῦν σὲ δουλείαν, εἰσβάλλει ὁ διάβολος, ὑποδαυλίζουν οἱ ἄγγελοί του τὰ πάθη καὶ τὶς κινήσεις τοῦ σώματος σὰν νὰ ἐνσπείρωσιν τὴν ἀνησυχίαν ὡς οἰκειακοὶ καὶ κολλητοὶ φιλοξενούμενοι. Ἔξω μάχες, μέσα φόβοι: ἔξω μάχες, μέσα ἐπιθυμίες. Διότι εἶναι ἀλλότρια ἡ οὐσία τοῦ οἰκείου σώματος στὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, καὶ γι' αὐτὸ (ἡ τελευταία αὐτή) ἐναντιοῦται εἴτε βέβαια ἁμύνεται. Ὁ πόλεμος λοιπὸν εἶναι καθημερινός, καὶ μέσα ἀπὸ τὰ τείχη ἡ ἴδια σφοδρὴ μάχη, μέχρι ποὺ ὁ ἐλεήμων Θεὸς νὰ κρίνῃ τὸ διάβολον καὶ τοὺς διακόνους του, νὰ σβύσῃ τὰ πάθη καὶ νὰ τὰ ὑποτάξῃ στὸν ἐπιμελῆ νοῦν. Ἀφαρπάζει τὶς ψυχές μας ἀπὸ ὅλες τὶς προσβολὲς καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπαιτίους τῶν κινδύνων μας, αὐτὸς ὁ ὁποῖος λέγει: Τὸ αἷμα τῶν ψυχῶν σας θὰ ἐκζητήσω ἐκ χειρῶν πάντων τῶν κτηνῶν (Γεν. θ', 5). Καὶ ὁ Ἰωάννης εἶδεν καὶ εἶπεν: Διότι ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἐῤῥίφθησαν εἰς τὴ λίμνην τοῦ πυρὸς (Ἀπ. κ', 14).
63. Ἄρα θὰ ἐξέλθουν (τῆς ζωῆς) οἱ δίκαιοι καὶ τίποτε ἀπὸ τὰ δικά τους δὲν θὰ ἀφήσουν σ' αὐτὴν τὴ γῆ: οὔτε τὰ λάφυρά τους θὰ βρίσκωνται στοὺς κατοίκους καὶ κτήτορες αὐτῆς ἐδῶ τῆς γῆς. Αὐτοὶ ἀκόμη θὰ φύγουν ἔτσι ἀπὸ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γῆν τῆς Αἰγύπτου, ὥστε νὰ κουβαλήσωσιν τὰ ἀγγεῖα ποὺ πῆραν ἀμοιβαῖα ἀπὸ τοὺς Αἰγύπτιους, εἴτε χρυσᾶ, εἶπεν, εἴτε ἀργυρᾶ τὰ ὁποῖα πρόσκαιρα χρησιμοποιοῦσαν, καὶ νὰ λεηλατήσωσιν τοὺς Αἰγύπτιους (Ἐξ. ιβ', 35,36). Τὰ πῆραν αὐτὰ τὰ ἀγγεῖα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ τὰ κουβάλησαν μαζί τους, ἐπειδὴ αὐτοὶ εἶναι γυιοὶ τῆς ἀνάστασης, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγεται: Δὲν θὰ χαθῇ οὔτε τρίχα ἀπὸ τὸ κεφάλι σας (Λουκ. κα', 18). Αὐτὰ τὰ ἀγγεῖα τὰ ἔδωσαν οἱ Αἰγύπτιοι, τὰ ὁποῖα ἐλήφθησαν ἐκ τῆς γῆς τῆς θλίψεως• καὶ ἄλλα εἶναι χρυσᾶ, ἄλλα ἀργυρᾶ, ἐπειδὴ ὅλη ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ εἶναι καλὴ καὶ σπουδαιότατη μάλιστα στὴ γῆ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποία δημιουργίαν ἐτίμησεν ὁ Θεός, ὥστε νὰ ἐμφυσήσῃ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου πνεῦμα ζωῆς, καὶ νὰ προΐσταται (ὁ ἄνθρωπος) πάντων τῶν ζώων. Αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα τὰ ἀγγεῖα, γιὰ τὰ ὁποῖα λέγει ὁ Ἀπόστολος: Ἔχομεν τὸ θησαυρὸν σὲ ἀγγεῖα κεράμου (Β' Κορ. δ', 7). Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔνδυμα τῶν Αἰγυπτίων, μὲ τὸ ὁποῖον ἐνδύεται ἡ ψυχή μας, ἵνα εὐγλωττότερον ἐνταῦθα ἀποκρύπτῃ (ἡ Γραφὴ) καὶ ἵνα ἐλευθερώνηται, ὅ,τι ἐδῶ βαρειὰ ἐργαζόταν. Διότι ὄχι μόνον πᾶσα κτίση στενάζει καὶ ὠδίνει, ἀλλὰ προσέτι καὶ ἐμεῖς, μέχρι ποὺ νὰ ἔλθῃ ἡ ἀπολύτρωση τοῦ σώματός μας. Ἔχει ὁ Θεὸς τὴ φροντίδα γιὰ τὸ ποίημά του ἔχει τὴ φροντίδα τῆς φύσης πρόθυμης σὲ πολλά, πρὸς τὴ λογικὴν καὶ τὴν καλοκαγαθία. Διότι δὲν διατρέχομεν τὸν κίνδυνο νὰ καταστραφῶμεν καὶ νὰ ἐξαφανισθῶμεν ὅπως τὰ δένδρα, τῶν ὁποίων ἡ γονιμότης μᾶς προκύπτει κατὰ τὴν πρώτην καρποφορίαν, ἐὰν κατὰ τὴ μεταγενεστέραν ἡλικίαν τους εἴτε ὁ ἄνεμος τὰ ρίχνῃ κάτω, εἴτε ὁ ἥλιος τὰ ἀποξηραίνῃ, εἴτε ἀντὶ νὰ ὑποκαταστήσῃ καὶ καταστήσῃ ὑποτονικὴν τὴ δύναμή τους, ἡ οὐσία τους παρουσιάζει μειονεκτήματα ἐξ αἰτίας τῆς ἀνομβρίας: ἀλλὰ διαφέρομεν ὄχι ἀνεξετάστως καὶ ἀπὸ τὰ καλλίτερα χρυσαφικὰ. Καὶ γι' αὐτὸ Κύριος ὁ Θεός μας ὁ ἀνταποδότης τῆς ἀγαθῆς θέλησης, καὶ ἔχων τὴ θέαν τῆς φύσης, μπαίνει στὸ ἔργον τῆς συλλογῆς καὶ φύλαξης κάθε πατρικῆς περιουσίας τῆς ψυχῆς μας, μέλλων νὰ ἐπιδοκιμάσῃ ἐκείνην τὴν εὐκρασίαν τῆς μέλλουσας ἔλευσής του.
64. Ὡσαύτως μνήμων τοῦ δώρου του, τὸ ὁποῖον ἀθάνατο θέλησε νὰ τὸ ἔχουν οἱ πραεῖς, ἀλλὰ μόνον ἐὰν δὲν ὑπεισέρχετο τὸ πταῖσμα καὶ τὸ σοβαρὸν ποὺ ἔκανε νὰ μὴ ἀφίνῃ στοὺς ἀνθρώπους νὰ ζοῦν ἐπὶ πάρα πολύ, λέγει πρὸς τὸν Ἀβραάμ: Σὺ δὲ θὰ ὑπάγῃς πρὸς τοὺς πατέρας σου ἐν εἰρήνῃ, ἔχων καλὰ γεράματα (Γεν. ιε', 15). Ἀφίνει ἐμᾶς νὰ ἀποχωρισθῶμεν ἀπ' αὐτὸν τὸν αἰῶνα, καὶ μὲ τὸ χωρισμὸν τῆς ψυχῆς αὐτὸ τὸ σῶμα διαλύεται καὶ ὑπάγει εἰς τὴ γῆν του, καὶ γιὰ νὰ ἔλθῃ τὸ τέλος τῆς ἁμαρτίας: ἔπειτα διὰ τῆς ἀναστάσεως νὰ ἀναπλάθηται διὰ τῆς χάριτος τῆς θείας μεγαλοδωρίας. Καὶ γι' αὐτὸ λέγει πρὸς τὸν Ἀβραάμ: Σὺ θὰ ὑπάγῃς πρὸς τοὺς πατέρας σου. Κάποιοι νόμισαν ὅτι πατέρες εἶναι τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὰ ὁποῖα συνίσταται ἡ σάρκα μας ὅσον ζῶμεν, καὶ εἰς τὰ ὁποῖα διαλυόμεθα. Ἀλλ' ἐμεῖς ποὺ θυμόμαστε ὅτι μητέρα μας εἶναι ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἡ ἐλευθέρα, ἡ μητέρα ὅλων μας, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος (Γαλ. δ', 26), ἐκείνους θεωροῦμεν πατέρες οἱ ὁποῖοι προηγήθησαν ἡμῶν στὴν ζωὴν καὶ κατὰ τὴν ἀξίαν καὶ κατὰ τὴ χρονικὴν σειράν. Ἦταν ἐκεῖ ὁ Ἄβελ, τὸ εὐσεβὲς θῦμα, ἦταν ὁ εὐσεβὴς καὶ ἅγιος Ἐνώχ, ἦταν ὁ Νῶε, πρὸς αὐτοὺς δίδεται ἡ ὑπόσχεση τῆς ἐπιδημίας τοῦ Ἀβραάμ. Διότι ἐπιδημεῖ αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τούτην τὴν ζωὴ μεταναστεύει στὴν ἄλλην, ὅπου ζεῖ ὁ νοῦς τοῦ σοφοῦ καὶ δίκαιου ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἀνετράφη ἐν εἰρήνη. Διότι ὁ ἄσοφος τρέφεται μὲ τὸν πόλεμον καὶ τὶς διχόνοιες: ὁ δίκαιος ζεῖ μὲ καλὰ γητατειά. Δὲν εἶπεν "μακρά", ἀλλὰ "κ α λ ά" γηρατειά (Γεν. ιε', 15), διότι ὁ δίκαιος γηράσκει καλά: κανένας ὅμως ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς ἀκόμη καὶ ἄν ἔζησε μακροχρονιότερην ζωὴν ἀπὸ τὶς μακρόβιες ἐλάφους. Διότι ἡ μακρὰ ζωὴ εἶναι κοινὸ γνώρισμα καὶ τῶν σοφῶν καὶ τῶν ἀσόφων: ὅμως τὸ καλῶς ζῆν εἶναι εἰδικὸν χαρακτηριστικὸν τοῦ σοφοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ γῆρας εἶναι ἀξιοσέβαστον, καὶ ἡ ἡλικία τῶν γηρατειῶν ὁ βίος ὁ ἀκηλίδωτος: ὄχι μακροχρόνια, εἶπεν, οὔτε μὲ ἀριθμὸν ἐτῶν μετρᾶται, οὔτε μὲ τὴν ἀναιδῆ κόμην εἰς τὴν κεφαλήν, ἀλλὰ μὲ τὴ φρόνηση (Σοφ. Σολ. δ', 8). Λοιπὸν ἐκεῖνος καλῶς γηράσκει, ὅποιος ἔχει καλὴ φρόνηση.
65. Στὴν τέταρτην ὅμως γενεὰ θὰ ἐπιστρέψωσιν (Γεν. ιε', 16). Ἡ ἱστορία βέβαια φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ πὼς πρόκειται γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι μετέβησαν στὴν Αἴγυπτον, καὶ ἐξῆλθαν τῆς Αἰγύπτου. Τὰ τετρακόσια τριάντα ἔτη (ποὺ ἔκαναν) αὐτοὶ ἐκεῖ εἶναι ἀκριβῆ. Ἀλλὰ ὅλοι, καὶ ὅσοι ἐξῆλθαν, δὲν ἔζησαν ἑκατὸν ἔτη, ὅπως ὁ Μωϋσῆς ἢ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, γιὰ νὰ συμφωνῆ ὁ χρόνος μὲ τὶς τέσσερες γενεές. Ὅθεν κάτι τὸ μυστικὸ μᾶλλον ἄς ἀναζητήσωμεν, τὸ ὅτι ἡ τετρὰς εἶναι κατάλληλη γιὰ ὅλους τοὺς ἀριθμοὺς καὶ τρόπον τινὰ ῥίζα καὶ θεμέλιον τῆς δεκάδος καὶ ἐπίσης τὸ μέσον τῆς ἑβδομάδος. Τέλος ὁ ἐννενηκοστὸς τρίτος ψαλμὸς γράφεται τὴν τετάρτην τοῦ Σαββάτου, ἐκ τοῦ ὅτι αὐτὸς ὁ ἀριθμὸς εἶναι μεσαῖος στοὺς προηγούμενους καὶ στοὺς ἑπόμενους. Διότι τρεῖς προηγοῦνται αὐτοῦ, ὁ πρῶτος, ὁ δεύτερος, ὁ τρίτος• καὶ τρεῖς ἀκολουθοῦν, ὁ πέμπτος, ὁ ἕκτος, ὁ ἕβδομος. Ὅποιος ψέλνει αὐτὸν τὸν ψαλμόν, σὰν μὲ κατάλληλους ἀριθμοὺς διεξέρχεται τὴν ζωὴν αὐτοῦ τοῦ κόσμου, σὰν νὰ ἦταν τετράγωνος, σταθερὸς καὶ τέλειος. Σὲ τέσσερα (ἐπίσης) βιβλία περιλαμβάνεται πλῆρες καὶ τέλειον τὸ Εὐαγγέλιον. Τέσσαρα μυστικὰ ζῶα ὑπάρχουν. Καὶ αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου τὰ μέρη εἶναι τέσσαρα, ἐκ τῶν ὁποίων συναθροίστηκαν οἱ υἱοὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ διαδίδουν τὴν ἱερότατην βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ, ἐρχόμενοι ἀπὸ Ἀνατολὴν καὶ Δύση καὶ Βοῤῥᾶν καὶ Νότον. Ἐκ τετραμεροῦς λοιπὸν πλευρᾶς ἀπέῤῥευσεν ἡ ἁγία Ἐκκλησία. Ἀλλὰ καὶ ἡ δεκάδα ἐξ αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ ἀριθμοῦ προῆλθεν. Διότι ἐὰν συνδυάσῃς ἀπὸ τὸ ἕνα μέχρι τὸ τέσσαρα, μ' αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ συναποτελέσῃς τὸ δέκα. Ὑπολόγισε ἕνα, πρόσθεσε σ' ἐκεῖνο δύο, κάνουν τρία: πρόσθεσε τρία στὰ τρία, κάνουν ἕξ: καὶ στὰ ἕξ πρόσθεσε τέσσαρα, κάνουν δέκα. Ἡ τετρὰς λοιπὸν γεμίζει τὴ δεκάδα, ἡ δὲ δεκὰς περιλαμβάνει πάντα ἀριθμόν. Ἐπίσης τέσσαρες εἶναι οἱ ἡλικίες τοῦ ἀνθρώπου, ἡ παιδικὴ, ἡ ἐφηβική, ἡ νεανική, ἡ ὡριμότης. Ἤρεμα ἐγείρεται καὶ θεμελιώνεται. Ὡσαύτως ἡ μεγίστη σοφία τῆς σύνεσης ἔρχεται κατὰ τὴν τετάρτην στὴ σειρὰν ἡλικίαν. Καὶ δικαίως, ἵνα ἐὰν κανεὶς προηγουμένως διετέλεσεν ὑπὸ τὸ βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου ἐξέλθη τῆς ἐξουσίας του κατόπιν ὡριμότερης σκέψης καὶ ἀναγνωρίση ποιὸ νόμον πρέπει αὐτὸς νὰ ἀκολουθήσῃ. Τότε ὑπάρχει γι' αὐτὸν ἡ διαπλεύσιμη θάλασσα αὐτῆς ἐδῶ τῆς ζωῆς. Ὁ λόγος μοιάζει μ' ὅσα γεννιοῦνται ἀπὸ μόνα τους. Ὅπου ἐσπάρη σπέρμα, λύεται στὸ χῶμα: καὶ πρῶτον ῥίχνει ῥίζες ἔπειτα, βλαστάνει, σχηματίζεται ὁ καρπὸς καὶ ὡριμάζει. Καὶ τὰ ἴδια τὰ δένδρα φέρουν τὸν πρῶτον καρπόν, ἔπειτα ὁ καρπός ἀναπτύσσεται, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἀλλάζει χρῶμα, κατὰ τὴν τέταρτη φάση τρώγεται, δηλαδὴ τὴν τελευταίαν περίοδον. Ἔτσι λοιπὸν κι' ἐμεῖς πάνω σ' αὐτὴν τὴ γῆ, τῆς θλίψης δηλαδὴ, ἄς ἀποφεύγωμεν νὰ γεμίζωμε βαλάντια: ἀλλὰ μὲ δάκρυα καὶ στεναγμούς, ἄς ἀποσπῶμεν τὴν εὐσπλαχνίαν τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ μᾶς στέλνῃ τὸ Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών, δηλαδὴ τὸ νόμον καὶ τὴν ἱερωσύνην: ἀλλὰ ἐκεῖνον τὸν ἀληθῆ Ἱερέα καὶ ἀρχηγὸν τῶν ἱερέων, ὁ ὁποῖος νόμιμα συνανεστράφη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐλέγετο: Ἰδοὺ τὸ πνεῦμα πρὸ τοῦ προσώπου μας ὁ Κύριος Χριστός• καὶ νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ ἐκ τῆς Αἰγύπτου, γιὰ νὰ τελέσουμε τὸ Πάσχα Κυρίου. Ἄς κάνωμεν προσέτι τὸν καρπὸν τῆς πίστεως ἀπ' τὴν παιδικὴν κι' ὅλας ἡλικίαν, ἄς αὐξάνωμεν ἐν τῇ ἐφηβείᾳ, ἄς χρωματιζώμεθα ἐν τῇ νεότητι, ἄς τελειοποιώμεθα ἐν τῷ γήρατι. Διότι ἤδη ὁ πέλεκυς ἐπὶ τὴ ῥίζα τοῦ δένδρου ἐτέθη, ἵνα ὅ,τι κάνει κανείς, φέρῃ καρπόν. Καὶ τὴ νεανικὴν καὶ τὴν ὥριμον καλλιεργημένην γῆ μας τὴν ἀνακαλύπτει ὁ θεριστής, γιὰ νὰ συλλέξῃ στὶς ἀποθῆκες τοὺς ὥριμους καρπούς, γιὰ νὰ μὴ τυχὸν τοὺς ἀνώριμους τοὺς προλάβῃ ὁ χειμῶνας, τοὺς ῥίξη κάτω ὁ ἄνεμος τοὺς καταστρέψῃ ἡ βροχή.
66. Ἐγὼ ὅμως νομίζω ὅτι δηλοῦται μᾶλλον τὸ μεταξὺ τῆς προηγούμενης ἔλευσης τοῦ Κυρίου, καὶ τῆς δεύτερης διάστημα ποὺ εἶναι ἡ μελλοντικὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως, δηλαδὴ τὸ χρονικὸ μεσοδιάστημα. Διότι γι' αὐτὸ καὶ ἐφοβήθη αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ ἄνδρας κατὰ τὴ δύση τοῦ ἡλίου, ἐπειδὴ διὰ τοῦ δύοντος ἤδη κόσμου ἐδηλοῦτο ἡ μελλοντικὴ θυσία, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ κόσμος θὰ ἀπελυτροῦτο, ἡ πίστη θὰ ἦταν τὸ σφάγιον, ποὺ δὲν θὰ διῃρεῖτο ὑπὸ τῶν υἱῶν τοῦ Ἀβραάμ. Διότι ὅσοι τὸ διαιροῦν δὲν εἶναι γυιοὶ τοῦ Ἀβραάμ. Ἡ πίστη παραβάλλεται μὲ τὴ βασιλείαν τῶν οὐρανῶν: Διότι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ὁμοία μὲ κόκκον σινάπεως (Ματ. ιγ', 31)• καὶ ὁμοία εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν πρὸς ἐπιχειρηματίαν (Αὐτόθι 45), ὁ ὁποῖος ἀγοράζει ἀγρὸν καὶ βρίσκει σ' αὐτὸν ἕνα πολύτιμο μαργαριτάρι. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ἀδιαίρετη ἐπειδὴ ἡ βασιλεία τῆς Τριάδος εἶναι μία. Γι' αὐτὸ εἶναι ἀΐδιος καὶ αἰωνία, ἐπειδὴ εἶναι ἀδιαίρετη• διότι κάθε βασιλεία διαιρούμενη εὔκολα καταλύεται. Προσέτι τὸ σφάγιο θὰ εἶναι ἡ αἰδὼς ἀφιερωμένη στὴν Τριάδα, μετὰ ἐκείνην τὴ θυσίαν καὶ τῆς δαμάλεως ὑπὲρ τῶν μόχθων, ἐπειδὴ ἱερατικὸν εἶναι τὸ θῦμα: τῆς αἰγὸς δέ, ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι σφάγιον ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν• τοῦ κριοῦ, ἐπειδὴ εἶναι (σφάγιον) ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὑπὲρ τῶν ἴδιων τῶν κριῶν, ἢ τῶν οὐρανίων, ὄχι μόνον ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων, οὔτε μόνον ὑπὲρ τῶν ἀμνῶν, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τῶν ἐριφίων τὰ ὁποῖα ἐξέδυσεν τῆς μήτρας τῆς ἁμαρτωλῆς γενεᾶς. Μαρτυρεῖ ὁ χρησμὸς ὅτι οἱ μέλλοντες γυιοὶ τοῦ Ἀβραὰμ βρίσκονται μέχρι τώρα στὴ γῆν τῆς θλίψης ἵνα κατόπιν πολλῶν καὶ σφοδρῶν μαχῶν ἐπιδοκιμασθῶσιν καὶ ἔτσι μὲ πολλὰ σκεύη χρυσῶν καὶ ἀργυρῶν ἀγγείων, (ποὺ ἀποτελοῦν) πολύτιμα λάφυρα, ἐξέλθωσιν καὶ ἐπιστρέψωσιν αἱ ψυχαὶ καὶ ἐξέλθωσιν οἱ κάτοχοι πολύτιμων σωμάτων διαφόρων ἀρετῶν καὶ κυρίως πλήρεις τοῦ θησαυροῦ τῶν κατακτήσεων τῆς ἁγνότητος, ἡ ὁποία καὶ κατὰ τὴν κρίση τοῦ Χριστοῦ θὰ λάβῃ ἀπὸ τὸ διάβολον καὶ τοὺς διακόνους του καὶ τοὺς λοιποὺς ὅσοι ἤθελαν νὰ τὴ βλάψουν, τὴν ἐκδίκηση. Τότε θὰ ἐπιπέσῃ μέγας φόβος ἀκόμη καὶ ἐπὶ τοὺς δικαίους. Διότι οὐδεὶς ὑπάρχει χωρὶς ἁμαρτίες. Ὅλοι ἔχουν τὶ νὰ φοβηθοῦν γιατὶ τὰ ἁμαρτήματα θὰ εἶναι πλήρη. Καὶ ὅπου εἶναι ἄφθονη ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ θὰ ὑπερπερισσεύσῃ ἡ χάρη.
67. Πάλιν ὅταν ἤδη ὁ ἥλιος ἔδυεν, ἄναψε μεγάλη φλόγα: καὶ ἰδοὺ κάμινος καπνίζουσα καὶ φλόγες πυρός, ποὺ διαπέρασαν διὰ μέσου ἐκείνων τῶν διχοτομημένων (Γεν. ιε', 17). Ἄν καὶ πιθανὸν νὰ ἐγερθῶσιν ἀμφιβολίες γιὰ τὰ ἀνωτέρω, ἐπιβεβαιώνουν τὰ ἀκόλουθα ὅταν διαβάζωμεν γιὰ ἀναμμένη φλόγα, ἡ ὁποία φώτιζεν τὶς ἑσπερινὲς στιγμὲς τοῦ κόσμου καὶ ἔλαμπεν στὰ σκοτάδια καὶ ἀπεκάλυπτεν τὰ κρυφά. Τέλος συνεχῶς ἐκείνη ἡ καπνίζουσα κάμινος, καθ' ὁμοιότητα τῆς ὁποίας φαίνεται ὅτι ἐκφράζεται ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀναμεμιγμένη στὶς ἀδικίες αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ αἰῶνα καὶ ἐμπεπλεγμένη, μὴ ἔχουσα τὴ διαύγειαν τῆς ἀληθινῆς λάμψης, καὶ τὴ λαμπρότητα τοῦ γνησίου φωτός. Ἐντὸς σὰν κάμινος θερμαίνεται μὲ διάφορες ἐπιθυμίες καὶ ἀποπνέει τὸ πῦρ οἱωνδήποτε ἐπιθυμιῶν. Ἔξω σὰν ἀπὸ κάποιον καπνὸν περιβάλλεται, γιὰ νὰ μὴ δῇ τὸ πρόσωπον τῆς ἀλήθειας. Ἀμαυρώνονται ὅθεν καὶ καλύπτονται ἀπὸ κάποιαν ἀχλὺν οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ ὑφίσταται σύγχυση ἡ ὄψη τοῦ νοῦ ἀπὸ κάποιαν σφαῖραν καπνίζοντος νέφους, γιὰ νὰ μὴ μπορῇ νὰ βλέπῃ καθαρὰ τὰ ἔργα, μέχρι ποὺ τὶς οὐράνιες λαμπάδες νὰ κατευθύνῃ ὁ Κύριος Ἰησοῦς δηλαδὴ τὴ λάμψη τῆς δόξης Του, ὅταν, εἶπεν, δὲν θὰ σβύνωνται αἱ λυχνίαι ἀπὸ φῶς, καὶ ἀπὸ φῶς ἡλίου: διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ εἶναι φῶς γιὰ ὅλους (Ἀπ. κβ', 5), καὶ ὁ ἴδιος θὰ φωτίσῃ τὰ πάντα τούτου ἐδῶ τοῦ κόσμου, τῶν ὁποίων ἀνωτέρω ἐγνώσθη ἡ διχοτόμηση, νῦν φανερωθεῖσα ἐν τῷ φωτὶ ὄχι σὲ ἔσοπτρον αἰνιγματικῶς οὔτε μερικῶς, ἀλλά νὰ μπορῇ νὰ φαίνεται πρόσωπον πρὸς πρόσωπον ἡ στερεότης τῆς ἀλήθειας καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τέλειον.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων - "Περί τοῦ Ἀβραάμ

Unread postby inanm7 » Thu Oct 07, 2021 12:19 pm

Κεφάλαιον Ι '

Ὅταν λέγηται στὸν Ἀβραάμ, Εἰς τὸ σπέρμα σου θὰ δώσω αὐτὴν τὴ γῆν (Γεν. ιε', 18), δίδεται σ' αὐτὸν ὑπόσχεση γιὰ τὴν ἀληθινὴ μακαριότητα, μᾶλλον ὅμως προεικονίζεται ἡ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ὁ τύπος ἐκφράζεται ἐν τῇ στείρα Σάρα, ὅπως τῆς Συναγωγῆς καὶ τῶν αἱρέσεων ἐν τῇ θεραπαινίδι Ἄγαρ. Ποιὰ ὀφείλει νὰ εἶναι ἡ ἐγρήγορση τοῦ σοφοῦ• καὶ τὶ εἶναι, τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ὑπόσχεται στὸν Ἀβραὰμ μ' ἐκεῖνα τὰ λόγια, θὰ σὲ αὐξήσω πολύ. (Γεν. ιζ',6), κ.λπ.

68. Μετὰ ταῦτα ἀκολούθησεν ὁ χρησμὸς τοῦ Θεοῦ λέγοντος: Στὸ σπέρμα σου θὰ δώσω αὐτὴν τὴ γῆν, ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τῆς Αἰγύπτου μέχρι τὸ μεγάλον ποτάμι, τὸν Εὐφράτην (Γεν. ιε', 18). Αὐτὸς ποὺ εἶχεν ἐπιδείξει τὴ μέλλουσα δόξαν, ὤφειλε νὰ ὑποσχεθῇ καὶ τὶς προσφερτέες ἀμοιβὲς τῆς ἀρετῆς. Διότι ὁ ἴδιος εἶναι καὶ βοηθὸς τῶν μοχθούντων, καὶ ἀνταποδότης τῶν ἀθώων. Αἴγυπτος ἐδῶ δὲν εἶναι τὸ ὄνομα τῆς χώρας, ἀλλὰ τοῦ ποταμοῦ. Διότι οἱ ἀρχαῖοι ἔτσι ὀνόμαζαν τὸ Νεῖλον, εἴτε διότι ὁ ἴδιος εἶχε δώσει τὸ ὄνομα στὴ χώρα, εἴτε διότι αὐτὸς εἶχε λάβῃ τὴν ὀνομασίαν ἐκ τῆς χώρας. Τέλος καὶ ὁ Ἕλλην ποιητὴς μαρτυρεῖ ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, λέγων: Στῆσα δ' ἐν Αἰγύπτῳ ποταμῷ νέας ἀμφιελίσσας (Ὁμήρ. Ὀδύσ. Ξ).
Στενόχωρον καὶ εὐτελὲς εἶναι, νὰ νομίζωμεν ὅτι ὑπεσχέθη τὴ γήϊνα μέσῳ οὐρανίων σημείων. Ὅθεν ἄς θεωρήσωμεν ὅτι ὄχι τυχαίως ὑπεσχέθη τὴν τελεία μακαριότητα καὶ τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν ἀμοιβῶν. Διότι ἡ τελεία μακαριότητα φαίνεται ὅτι συνίσταται ἐκ τῶν τριῶν τούτων, τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τῶν ἀγαθῶν συμβεβηκότων, τὰ ὁποῖα οἱ Ἕλληνες ὀνόμασαν "ἐνόντα", καθὼς εἶναι ἡ ἁγνότητα τοῦ σώματος, ἡ ὑπομονή, ἡ ἐγκράτεια καὶ τῆς ψυχῆς ἡ σύνεση καὶ ἡ δικαιοσύνη. Αἴγυπτος λοιπὸν ποταμὸς φαίνεται νὰ σημαίνῃ τὰ σωματικά. Ὅθεν καὶ Γιὼν ὀνομάσθη ὁ ἴδιος ποταμὸς (Γεν. β', 13), ἐπειδὴ ἐκ τῆς γῆς σχηματίσθηκεν ὁ ἄνθρωπος. Εὐφράτης σημαίνει δὲ τὰ τῆς ψυχῆς, ἐπειδὴ πηγὴ τῶν ἄλλων ἀρετῶν εἶναι ἡ δικαιοσύνη, ἡ ὁποία φωτίζει τὶς ἄλλες ἀρετές. Διότι ἡ σύνεση χωρὶς τὴ δικαιοσύνη βλάπτει: καὶ ἡ δύναμη ἐὰν δὲν τὴ μετριάζῃ ἡ δικαιοσύνη, εἶναι ἀνυπόφορη ἀλαζονεία, ποὺ ταιριάζει μᾶλλον στὴ μανίαν παρὰ στὴ λογικήν, εἰς τὴν τάση πρὸς κυριαρχίαν παρὰ εἰς τὴν ἐλευθερίαν. Ἡ νηφαλιότητα καὶ ἡ μετριοπάθεια σ' ἕνα πρόσωπον εἶναι καλή, οὔτε ἄλλης χρήσης, παρὰ μόνον τοῦ σωστοῦ σεβασμοῦ πρὸς τὸ Θεὸν καὶ γιὰ νὰ καλλιεργῇς τὴν εὐσέβειαν μὲ νοῦν πίστεως. Μόνη ἡ δικαιοσύνη ἀγκαλιάζει ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς κυβερνᾶ ὅλες. Τὰ συμβεβηκότα ἐπίσης εἶναι οἱ διαπραγματεύσεις, οἱ συναλλαγές, οἱ ἀγροτικὲς ἀσχολίες, ἁρμόδια γιὰ τὸ ἐκ τῶν μόχθων καὶ ἀγροτικῶν ἐργασιῶν κέρδος. Ὑπάρχουν καὶ τὰ συμβεβηκότα τοῦ σώματος, ἡ ὑγεία, ἡ ἄνεση (ποὺ προέρχεται) ἀπ' τὸ σωματικὸν σθένος, ὁ καλλωπισμός, ἡ δύναμη, τὰ ὁποῖα μὲ τὸν καιρὸν ἔρχονται καὶ μὲ τὴν πάροδον τῆς ἡλικίας ἀλλάζουν.
69. Μὴ ὑποτιμᾶς αὐτὴν τὴν τριπλῆ χάρη. Διότι ἔχεις τὴν πλήρη τελειότητα ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ. Διότι ὅταν εἶπεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς σ' ἐκεῖνον τὸ νομομαθῆ: Ἀγαπήσεις Κύριον τὸ Θεόν σου (Ματ. κβ', 37), ἐντέλλεται τὴ διακήρυξη τῆς δικαιοσύνης στὴν ψυχὴν. Καὶ μολονότι εἶναι δίκαιο νὰ τιμῶνται οἱ γονεῖς, πόσο μᾶλλον ἁρμόζει νὰ προσφέρωμεν τιμὲς στὸν πρόγονον πάντων; Πάλιν, ὅταν λέγῃ: Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις (Ματ. ιθ', 18), νουθετεῖ νὰ διατηρήσωμεν τὶς ἀρετὲς τοῦ σώματος. Στὰ μετέπειτα δὲ λέγων, Οὐδεὶς ἀφήσας τὸν οἶκον, τοὺς γονεῖς, ἢ τὴν σύζυγον, ἢ τοὺς γυιοὺς χάριν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ λάβῃ ἑπταπλάσια μόνον τώρα σ' αὐτὸν τὸ χρόνον καὶ στὸ μέλλοντα δὲ αἰῶνα θὰ ἀποκτήσῃ ζωὴν αἰώνιον (Λουκ. ιη', 29,30), δὲν ὑπόσχεται τὴν αὔξηση τῶν καλῶν συμβεβηκότων μὲ ἀνταμοιβὴν τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος;
70. Αὐτὸ ποὺ μὲ ἁπλᾶ λόγια ἐκφράζει ἡ ἱερὰ Γραφὴ τὸ προσωποποιοῦν σὲ κάποιον τραγικὸν πρόσωπον ὁ Ἀριστοτέλης (Βιβλ. α, Ἠθικ. γ', 8) καὶ οἱ Περιπατητικοὶ καὶ τὸ ἐξαίρουν. Μαρτυροῦν δὲ ὅτι εἶναι δόγμα τοῦ Πυθαγόρα. Ἀλλὰ ποιὸς ἀπ' αὐτοὺς ἔφθασε χρονολογικὰ στὴν ἀρχαιότητα τοῦ Ἀβραάμ. Ποιὸς μὲ κῦρος καὶ σοφίαν ἐγνώρισεν τὸν Κύριον, διὰ τοῦ χρησμοῦ, διὰ τῆς τριπλῆς χάριτός τοῦ ὁποίου ἦλθεν ἡ ἀνταμοιβή πρὸς τὸν Ἀβραὰμ ;
71. Τοῦ δίδονται σὰν πρὸς πειθαρχίαν ἀλλογενῆ ἔθνη, ἵνα ὁ πραότατος νοῦς περικόπτῃ τὰ ἐλαττώματα, διορθώνῃ τὰ σφάλματα. Σαφέστερον ὅμως δηλοῦται τὸ μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, διότι διὰ τῶν ἀποστόλων του, οἱ ὁποῖοι ἦσαν Ἰσραηλῖτες, στοὺς ὁποίους ἀνήκουν οἱ πατέρες καὶ ἐκ τῶν ὁποίων πατέρων ἐγεννήθη ὁ Χριστός κατὰ τὴν σάρκα ὑπὸ νόμον, πρέπει νὰ συναχθῇ ἡ Ἐκκλησία χάριν ὅσων λαῶν προέρχονται ἀπὸ τὰ (εἰδωλολατρικὰ) ἔθνη. Αὐτοὺς ὄχι τυχαίως ἐσήμανε διὰ τοῦ ἀριθμοῦ δέκα, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξη ὅτι μὲ τὴν πρόοδον τῆς πίστεως θὰ λάβουν τὸ στεφάνι.
72. Τέλος ἀκολουθεῖ τὸ ὅτι ἡ Σάρα ἡ σύζυγος τοῦ Ἀβραὰμ ἦταν στεῖρα (Γεν. κστ', 1): ὑπῆρχεν ὅμως καὶ μία Αἰγύπτια δούλη ὀνόματι Ἄγαρ, διότι ὅ,τι σχετικὰ μὲ τὴν Ἐκκλησίαν σ' ἐκείνην τὴν ἔκθεση ποὺ γιὰ τὴν ἠθικὴν πλευρὰν γράψαμε, τὸ διδάξαμε δι' ἀποστολικῶν παραδειγμάτων (βιβλ. πρῶτον Περὶ Ἀβραάμ, κεφ. δ'). Διότι ἡ Ἐκκλησία φαίνεται στεῖρα σ' αὐτὸν τὸν αἰῶνα, διότι δὲν γεννᾷ τὰ ἐγκόσμια, οὔτε τὰ παρόντα, ἀλλὰ τὰ μέλλοντα δηλαδή, ὄχι ὅσα φαίνονται. Δούλη της εἶναι ἡ Συναγωγή, εἴτε ὅλες οἱ αἱρέσεις, ποὺ γεννοῦν δούλους καὶ ὄχι ἐλεύθερους. Γι' αὐτὸ καὶ Ἄγαρ ὀνομάζεται κατοίκηση. Διότι ἐφήμερη (οὖσα) θάλπει τὴν ἐλπίδα, καὶ ἔχει τὴ χάρη τῆς συνεχοῦς κατοχῆς. Ὅθεν γιὰ νὰ μὴ γίνῃ ἡ δούλη της ἀλαζονικὴ λόγω τῆς σωματικῆς γέννησης, καὶ διεκδικῇ ὑπὲρ ἑαυτῆς τὸ δίκαιον τῆς Ἐκκλησίας, λέγεται σ' ἐσένα: Ἀπόῤῥιψε τὴ δούλην καὶ τὸ γυιόν της: διότι δὲν πρέπει νὰ εἶναι ὁ γυιὸς τῆς δούλης κληρονόμος μαζὶ μὲ τὸ γυιό μου τὸν Ἰσαάκ (Γεν. κα', 10).
73. Ἀλλὰ καὶ ἄλλος ἄνθρωπος εἶναι ἡ Σάρα, ἄλλη ἡ Ἄγαρ. Ἡ ἀρετὴ τῆς Σάρας εἶναι ἀληθινή, ἀληθινὴ καὶ ἡ σοφία (της): ἡ Ἄγαρ ὅμως εἶναι πανοῦργα, σὰν ἀνωτέρου ἐπιπέδου δούλη. Διότι ἄλλη εἶναι ἡ πνευματικὴ σοφία, ἄλλη ἡ σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Γι' αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται Αἰγυπτία, διότι ἡ φιλοσοφικὴ μόρφωση ὑπῆρξεν ἄφθονη στὴν Αἴγυπτον. Τέλος καὶ ὁ Μωϋσῆς ἦταν πεπαιδευμένος μὲ κάθε σοφίαν τῶν Αἰγυπτίων, ἀλλὰ τὴν ἀπέῤῥιψεν προτιμῶν τὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ ὀνειδισμὸν τῶν θησαυρῶν τῆς Αἰγύπτου. Διότι ἐὰν καὶ γιὰ μιὰν στιγμὴν εἶχεν κρίνει ὅτι ἐκείνη ἦταν ἡ σοφία δὲν θὰ εἶχεν πεῖ τὰ ἐξῆς: Δέομαι Κύριε• ἐγὼ δὲν εἶμαι εὔλαλος, οὔτε ἀπὸ χθές, οὔτε ἀπὸ προχθές, οὔτε ἀφ' ἧς ὥρας ἐλάλησες πρὸς τὸ δοῦλον σου• ἀλλ' εἶμαι βραδύστομος καὶ βραδύγλωσσος (Ἐξ. δ', 10). Τέλος τοῦ δίδεται ἀπάντηση σὰν σὲ ἀμόρφωτο, διότι ἐμορφώνετο ὑπὸ τοῦ Κυρίου. Ἐγὼ θὰ σοῦ ἀνοίξω τὸ στόμα σου καὶ θὰ σὲ διδάξω τὶ πρέπει νὰ πῇς (Αὐτόθι 12).
74. Φανερὸν δὲ τὸ μυστήριον ὅτι ὁ νόμος δὲν ἦταν ἱκανοποιητικὰ πλήρης• γιὰ νὰ πείσῃ τοὺς λαούς, γιὰ νὰ καλέσῃ τὰ ἔθνη εἴτε καὶ διότι θὰ συνεπληροῦτο τελικὰ μέχρι τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκθέτοντάς μας τοὺς προφητικοὺς χρησμούς, καὶ προφέροντας τὶς μαρτυρίες τῆς παλαιᾶς Γραφῆς, ἄνοιξε σὰν κάποιο στόμα τοῦ νόμου, γιὰ νὰ φθάσῃ ἡ κραυγὴ τῆς πίστης σὲ ὅλην τὴν οἰκουμένην. Ὅθεν καὶ μὲ μυστικὸ νόημα λέγει ἡ Σάρα: Συνέκλεισέ με ὁ Κύριος γιὰ νὰ μὴ γεννήσω• κοιμήσου λοιπὸν μὲ τὴ δούλη μου καὶ ἀπόκτησε γυιὸν ἀπ' ἐκείνην (Γεν. ιστ', 2).
Δι' αὐτοῦ ἀναγνωρίζει ὅτι κατὰ προορισμὸν ὑπῆρξεν πάντοτε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἦταν προετοιμασμένη ἡ γονιμότητα τῆς πίστης, ὅταν διέταζεν ὁ Θεὸς νὰ διαῤῥαγῆ ἀλλ' ὅτι τῷ θελήματι βέβαια τοῦ Κυρίου διετηρήθη γιὰ νὰ φανερωθῇ ἐν καιρῷ. Τέλος ἔτσι γράφτηκεν: Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σε (Ἡσ. μθ', 8). Παρατηροῦμεν ὅθεν ὅτι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἔσπευδεν, ἀλλ' ἡ γονιμότης της ἦταν κλειστή. Ἀπ' αὐτὸν τὸ λόγο ἀποδεικνύεται ὅτι γι' αὐτὸ περίμενε τὸν καιρὸν τοῦ τοκετοῦ της, ἐπειδὴ ὅ,τι εἶχεν συγκλεισθῇ θὰ ἀνοίγετο. Ἀπὸ ποιὸν συλλογισμὸν συμπεραίνεται (τοῦτο) σὲ διδάσκει ὁ Ἀπόστολος λέγων: Διότι συνέκλεισεν ὁ Θεὸς πάντα ἐν τῇ ἀπιστίᾳ, ἵνα πάντας ἐλεήσῃ (Ρωμ. ια', 32). Καθὼς καὶ: ὄχι τοῦ θέλοντος οὔτε τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ (Ρωμ. θ', 16) εἶναι ἡ χάρη• μὴ δικαιώνῃς τὸν ἑαυτόν σου ἀλλὰ τὰ πάντα νὰ τὰ ἀποδίδῃς στὸ Θεόν, ὁ ὁποῖος σὲ ἐκάλεσεν. Κανεὶς ἄς μὴ εἶναι νωθρὸς καὶ ἄς μὴ προφασίζηται δικαιολογία γιὰ τὴν ἀργίαν του, αὐτὸ ἅς τὸ πιστεύῃ σοβαρότερον, διότι εἶναι γραμμένον ὄχι τοῦ θέλοντος οὔτε τοῦ τρέχοντος. Διότι ἄς προσέξῃ τὶ προστέθηκεν: Ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος, εἶπεν, Θεοῦ. Τέτοιο λοιπὸν νὰ προσφέρῃς τὸν ἑαυτόν σου μὲ καλὸν ζῆλον καὶ πρόθυμην πίστη, γιὰ νὰ σὲ εὐσπλαχνισθῇ ὁ Θεὸς καὶ γιὰ νὰ σὲ καλέσῃ ὅπως θὰ καλέσῃ τὴν Ἐκκλησίαν , λέγων: Παρουσιάστηκα σ' αὐτοὺς ποὺ δὲν μὲ ἀναζητοῦσαν, ἐμφανίστηκα σ' αὐτοὺς ποὺ δὲν μὲ ῥωτοῦσαν (Ἡσ. 65, 1).
75. Καὶ ὀρθῶς προηγήθηκαν τὰ κατώτερα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν καὶ τὰ καλλίτερα. Γέννησε δούλους ἡ θεραπαινίδα, γιὰ νὰ τοὺς κάνῃ ἡ Ἐκκλησία ἐλεύθερους καὶ ἐκ τῆς δουλείας ἐκάλεσεν τοὺς λαοὺς εἰς ἐλευθερίαν, ἐκ τῆς ἐνοχῆς εἰς τὴν ἀθωότητα, ἐκ τῆς ὕβρεως εἰς τὴ χάρη. Ἄν θεωρήσης τὴν σειρὰν (ἐξελίξεως) τοῦ κάθε ἑνὸς ἀνθρώπου, (θὰ δῆς ὅτι) δὲν ἄρχισαν ὅλοι ἀπὸ τὴν τελειότητα, οὔτε ὅτι σὲ ὅλους ἡ τέλεια ἀρετὴ προηγεῖται χρονικά, ἀλλὰ εἶναι ἀρχαιότερη (μόνον) ὡς πρὸς τὴν ἀξίαν. Εἶναι λοιπὸν ἴδιον τοῦ σώφρονα νοῦ νὰ θεωρῇ, ὅσον ἡ ψυχὴ βρίσκεται σὲ τελειότητα, καὶ νὰ διαβουλεύηται μὲ τὸν ἑαυτόν του γιὰ τὸ ποιὲς εἶναι αὐτὲς (οι ἀρετὲς), ἵνα ἐξασκῆται εἴτε στὶς μετέπειτα ἀσκήσεις τῶν ἀρετῶν, μέχρι νὰ γίνῃ δυνατὸς διὰ τῆς χρήσεως τῆς ἄσκησης. Ἐνόσω ὅμως ἀπεκδυθῆ τῆς ἄπτερης πλάνης, καὶ ἀποχωρισθῇ ἀπὸ κάθε ὕβρη, παρέχων στὸν ἑαυτόν του τελείαν κάθαρση, τότε ἐπιχειρεῖ κατὰ τὴν τάξη του νὰ ἔχῃ σπουδαίους τοκετούς.
76. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ λέγεται εἰς τὸν Ἀβραάμ: Νὰ εἶσαι ἄμωμος (Γεν. ιζ', 1): Αὐτὸς προωρίζετο σὰν σοφὸς (γιὰ νὰ ἔχῃ) τὸ ἅγιον Πνεῦμα, νὰ εἶναι ἀκέραιος, κινούμενος πρὸς τὸ καλόν, ἄμωμος. Πρέπει λοιπὸν ἡ ψυχὴ τοῦ σοφοῦ ἀνδρὸς νυχθημερὸν νὰ βρίσκηται σὲ ἄσκηση δίκην ἀένναης σκοπιᾶς, οὐδαμῶς νὰ ὑποχωρῇ στὸν ὕπνον, μὲ συνεχεῖς ἀγρυπνίες νὰ διεκδικῇ μὲ τὴν προσεκτικὴν προσήλωση στὸ Θεὸν τὴν κατανόηση τῶν ὄντων, καὶ τὴ γνώση τῶν ἐπὶ μέρους αἰτιῶν. Ἀλλὰ ἡ σοφία εἶναι ἐπίσης διερμηνεὺς τῶν μελλόντων, γνωρίζει τὰ παρελθόντα καὶ ἐκτιμᾷ τὰ μέλλοντα,. Γνωρίζει τὶς πανουργίες ποὺ (συχνὰ) κρύβονται στὰ λόγια καὶ βρίσκει ἀπάντηση στὰ ἐπιχειρήματα (τῶν ἄλλων). Τὰ σημεῖα καὶ τέρατα τὰ γνωρίζει πρὶν ἐνσκήψουν καθὼς καὶ τὴν ἔκβαση τῶν καιρῶν καὶ τῶν αἰώνων. Δὲν εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ὁ ἀγαθὸς καὶ τέλειος νὰ μὴ ἀποκτήσῃ τὴν σοφία, διότι καὶ πᾶσαν ἀρετὴν ἔχει καὶ ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς ἀγαθότητος. Ὅθεν καὶ οἱ σοφιστὲς αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα πραγματεύθηκαν τὸν ὁρισμὸν κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον, ὅτι ὁ σοφὸς καὶ ἀγαθὸς ἄνδρας εἶναι ἔμπειρος στὴν ὁμιλίαν.
77. Ἄς ἐπιστρέψωμεν τώρα στὸ δῶρον τοῦ Θεοῦ ἀπ' τὸ ὁποῖον τίποτα δὲν ὑπάρχει τὸ πληρέστερο. Διότι τὶ καλύτερον ἀπὸ τὴν σοφίαν; Τὶ χειρότερον τῆς ματαιοδοξίας; Τὶ ὑποδεέστερον τῆς δεισιδαιμονίας; Καὶ γι' αὐτὸ σὰν πρὸς αὐτὸν στὸν ὁποῖον ὑπεσχέθη τὴν πληρότητα τῆς τελειότητας, λέγει: Θὰ σὲ αὐξήσω λίαν, καὶ θὰ σὲ θέσω ἐπὶ τὰ ἔθνη, καὶ ἀπὸ σένα θὰ προέλθωσι βασιλεῖς (Γεν. ιζ', 6): διότι σ' αὐτὸν ποὺ εἶναι πιστός, ἀνήκει ὅλος ὁ κόσμος τῶν θησαυρῶν, καὶ αὐτὸς αὐξάνεται, δὲν ἐλαττώνεται ὅπως ὁ μωρός. Τίθεται ἐπὶ τὰ ἔθνη ὁ Ἀβραάμ, δηλαδή, ἡ πίστη του μεταφέρεται εἰς τὰ ἔθνη, καὶ οἱ βασιλεῖς τοῦ αἰῶνος, οἱ ὁποῖοι ἐπίστευσαν ὑποτάσσονται στὸν Κύριον Ἰησοῦν εἰς τὸν ὁποῖον λέγεται: Θὰ σοῦ προσφέρουν δῶρα οἱ βασιλεῖς (Ψαλ. 67,30). Οὔτε εἶναι παράξενον τὸ ἑξῆς, ὅτι ἀπὸ τὸ γένος Ἀβραὰμ ὄχι μόνο θὰ ὑπάρχουν βασιλεῖς κατὰ τὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ προσέτι ἐκεῖνοι οἱ βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπηρετοῦν τὴν ἁμαρτίαν, ποὺ δὲν τοὺς νικᾶ ἡ μοχθηρία, ποὺ πάνω τους δὲν ἔχει ἐξουσίαν ὁ θάνατος. Καὶ γνωρίζομεν ὅτι εἶναι βασιλεῖς τοῦ ἀγαθοῦ νοῦ καὶ ἄρχοντες οἱ ἐφευρέσεις, καὶ ὁ νοῦς ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ὅπως ὁ Ἀβραὰμ προέλευση ἐκ μετρίας γενιᾶς, ἀλλὰ ἀφθονεῖ σὲ δῶρα. Εἰς αὐτὸν (τὸ νοῦν) ἐδόθη ἡ γῆ πρὸς κατοχήν, ἵνα δηλαδὴ κυριαρχῇ στὸ σῶμα, καὶ οὔτε νὰ εἶναι αἰχμάλωτος τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, ἀλλὰ σὰν λόγω ὀφειλόμενης δουλείας νὰ ὑπηρετῇ δουλικῶς ἡ σάρκα τὸ πνεῦμα. Στὸ πρόσωπο δὲ τοῦ Ἀβραὰμ εἶναι ἐμφανὲς τὸ μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατέχει ἐκ κληρονομίας ὅλην τὴν πιστὴν οἰκουμένην, καὶ αὐτὸς καλῶς λέγεται πατὴρ τῆς ἐκλογῆς, πατὴρ τῆς πίστεως, πατὴρ τῆς εὐσεβοῦς ὁμολογίας.

Κεφάλαιον ΙΑ'


Τὶ νὰ σημαίνῃ ἡ δοθεῖσα στὸν Ἀβραὰμ ἐντολὴ γιὰ περιτομήν; Τὶ δὲ προσέτι ἡ δοθεῖσα κατὰ τῶν ὀκταημέρων παιδιῶν ποὺ δὲν περιτμήθηκαν ἀπειλὴ γιὰ ἀφανισμόν (τους); Στὸ ὄνομα τῆς Σάρας προστίθεται ἕνα γράμμα. Ὁ Ἀβραὰμ πίπτει κατὰ πρόσωπον καὶ γελᾶ. Μήπως ὁ ἴδιος ἀμφέβαλεν; Σ' αὐτὸν τὸν ἴδιον ἐνῶ προσηύχετο ὑπὲρ τοῦ Ἰσμαὴλ προσένευσεν ὁ Θεὸς καὶ ὑπεσχέθη γυιὸν ἐκ τῆς Σάρας.

78. Καὶ ἐπειδὴ ὀνομάζεται ὁ χρησμὸς τέλειος, ἔλαβεν (ὁ Ἀβραὰμ) χρησμὸν τελειότητος. Θὰ κάνετε, εἶπεν, περιτομὴν σὲ κάθε ἀρσενικόν σας, καὶ στὴν σάρκα σας (Γεν. ιζ', 10,11). Τέλεια δὲ περιτομὴ εἶναι ἡ πνευματική. Τέλος καὶ ἡ ἀνάγνωση (τοῦ ἱεροῦ κειμένου) αὐτὸ διδάσκει, ὅταν λέγη: Θὰ περιτμήσετε τὴν σκληρότητα τῆς καρδίας σας (Δευτ. ι', 16). Καὶ αὐτὸ ἐδῶ πολλοὶ τὸ ἐκλαμβάνουν, σὰν νὰ ἔλεγεν: Νὰ κάνετε περιτομὴν σὲ ὅλα τὰ ἀρσενικά σας, δηλαδὴ στὸ νοῦν σας. Διότι τίποτε δὲν εἶναι ἰσχυρότερον τοῦ νοῦ. Ἔπειτα ἐπειδὴ καὶ τὸ ἀρσενικὸν ὀνομάζεται ἅγιον: Πᾶν ἄρσεν τὸ τὴν μήτραν διανοῖγον ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται (Ἐξ. ιγ', 2). Τὶ δὲ ἁγιότερον τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος δίδει τὰ σπέρματα τῶν ἀγαθῶν σκέψεων, στὶς ὁποῖες διανοίγει τὴ μήτραν τῆς ψυχῆς κεκλεισμένην διὰ στειρότητος γέννησης, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ γεννήσῃ ἐκεῖνες τὶς ἀόρατες γενεὲς ἐξ ἐκείνης τῆς κοιλίας δηλαδὴ τῆς πνευματικῆς, περὶ τῆς ὁποίας λέγει ὁ Ἡσαΐας: Ἐν γαστρὶ συνελάβομεν καὶ γεννήσαμεν πνεῦμα σωτηρίας (Ἡσ. κστ', 18); Λοιπὸν ἡ περιτομὴ τῆς καρδίας εἶναι πνευματική, καὶ ἡ περιτομὴ τῆς σαρκὸς διαμηνύεται αἰσθητή: ἐκείνη ἐν ἀληθείᾳ, (αὐτὴ) ἐν σημείῳ. Ὅθεν δίδυμος ἡ περιτομή, διότι ἐπιζητεῖται ἡ ἐγκράτεια καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Τέλος οἱ Αἰγύπτιοι περιτέμνουν τὰ ἀρσενικὰ κατὰ τὸ δέκατον τέταρτον ἔτος τους καὶ τὰ θηλυκὰ παρ' αὐτοῖς ὁδηγοῦνται στὴν περιτομὴν κατὰ τὸ αὐτὸ ἔτος, διότι ἀπ' αὐτὸ τὸ ἔτος δηλαδὴ ἀρχίζει νὰ τοὺς φλογίζῃ τὸ ἀνδρικὸν πάθος ἀφ' ἑνὸς καὶ ἀφ' ετέρου (τότε) ἀρχίζουν στὶς γυναῖκες τὰ ἔμμηνα (ἀντίστοιχα). Ὁ δὲ νομοθέτης (τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης) ἀπαιτεῖ τὸ σημεῖον τῆς αἰώνιας σαρκικῆς περιτομῆς σὲ μόνα τὰ ἀρσενικά, γιὰ νὰ εἶναι ὁ ἄνδρας κατὰ τὴ χρήση τῆς μίξης του μὲ τὴ γυναῖκα ὁρμητικότερος: καὶ γι' αὐτὸ θέλησε μὲ τὸ σημάδι τῆς περιτομῆς νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν ὁρμὴν τοῦ ἰδίου. Εἴτε ἐπειδὴ ὑπάρχει διαδεδομένη ἡ πεποίθηση ὅτι ἐπιτρέπεται στὸν ἄνδρα νὰ περιπλανᾶται, ἀρκεῖ μόνο νὰ ἀπέχῃ τῆς μοιχείας, θεωροῦν δὲ τὶς πορνικὲς μίξεις σὰν ἀπαίτηση τοῦ φυσικοῦ νόμου, ἐνῶ ἐκτὸς γάμου δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μίγνηται μὲ ἄλλη γυναῖκα. Μὲ ἀνώτερη δὲ ἑρμηνεία φανερώνεται ἐκεῖνο, ὅτι ἐὰν ὁ νοῦς καθαρισθῇ καὶ περιτμηθῇ, ἀπεκδυθεὶς ἀπὸ ἄχρηστες ἐπιθυμίες καὶ σκέψεις, ἀναγκάζει τὴν ψυχὴν στὴν ἁγνότητά της, καὶ τὴν κάνει μητέρα ποὺ γεννᾶ διάχυτες καλὲς αἰσθήσεις.
79. Διατάζει δὲ ὁ νόμος νὰ περιτέμνηται τὸ παιδὶ κατὰ τὴν ὄγδοην ἡμέραν, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἀνάστασης ἐπειδὴ Κυριακὴν ἡμέραν ἀνέστη ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Ἑπομένως ἐὰν ἡ ἡμέρα τῆς ἀνάστασης μᾶς βρίσκῃ περιτμημένους καὶ γυμνοὺς ἁμαρτημάτων, ἀπολελουσμένους ἀπὸ κάθε ῥύπον, καθαροὺς ἀπὸ σωματικὰ ἐλαττώματα, ἐὰν καθαρὸς ἐξέλθῃς ἀπὸ δῶ, καθαρὸς θὰ ἀναστηθῇς. Περίτμησε λοιπὸν ἑαυτὸν ὄχι κατὰ τὴν σάρκα, ἀλλὰ κατὰ τὸ σαρκικὸν πάθος. Καὶ περίτμησε ὄχι μόνον τὸ δοῦλον σου ἀλλὰ καὶ τὸν "τιμῇ ἠγορασμένον". Ἐὰν ἀναφερθῇς στὰ ἐπὶ μέρους, δοῦλοι εἶναι οἱ φυσικὲς κινήσεις (τοῦ σώματος), "τιμῇ ἠγορασμένοι" οἱ ἀποκτηθέντες διὰ τοῦ λόγου καὶ τῆς διδασκαλίας. Ἔχουν δὲ καὶ ἐκεῖνοι καὶ αὐτοὶ ἀνάγκην σὰν κάποιος θαμνῶνας ἀπὸ καθάρισμα καὶ τῆς χλιδῆς, γιὰ νὰ μὴ περιπλανῶνται ὅπως οἱ στεῖρες κληματαριὲς καὶ γιὰ νὰ καλύπτωσιν τὰ ἄχρηστα μὲ τὰ καρποφόρα. Ὅπως κάποια γεμάτη μὲ ὅλα τὰ ἐλαττώματα , ἐν πολλοῖς εἰς μάτην κοπιᾶ: ἔτσι πρέπει νὰ φυλαχθῶμε μήπως καὶ ὁ δικός μας νοῦς ἀπασχολημένος μὲ πολλὰ δὲν κάνει μόνον ὑγιεῖς τοκετούς, ἀλλὰ καὶ ἐκφυλίζεται μὲ πολλοὺς ἄχρηστους τοκετούς. Εὐθὺς ὅμως κλαδευθεῖσα ἄμπελος δὲν ὑλοτομεῖται εὐκόλως, γρήγορα διαλύεται, ἀλλὰ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενεὲς διατηρεῖται.
Δηλαδὴ καὶ εἰς τὸν εὐφυῆ πολλὰ γεννῶνται, τὰ ὁποῖα εἶναι χρήσιμο νὰ περιτέμνωνται καὶ ὅσοι μὲ ἐπιμέλειαν ἀκολουθοῦν τὴ διδασκαλίαν, ὀφείλουν νὰ βλέπωσιν μέσα στὸν ἑαυτόν τους (τὴν ὑπάρχουσαν) ἀγνωσίαν. Ὁ λόγος ὅμως τοῦ μυστηρίου εἶναι φανερός. Διότι δοῦλοι εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ "τιμῇ ἠγορασμένοι" εἶναι τὰ ἔθνη ποὺ πίστευσαν• διότι ἡ Ἐκκλησία ἐλυτρώθη διὰ τῆς τιμῆς τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως καὶ ὁ Ἰουδαῖος καὶ ὁ Ἕλλην (εἰδωλολάτρης) καθὼς καὶ οἱοσδήποτε ἐπίστευσεν, ὀφείλει νὰ γνωρίζῃ νὰ περιτέμνηται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ σωθῇ: καὶ ὁ οἰκογενής, καὶ ὁ ἀλλογενὴς καὶ ὁ δίκαιος καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς περιτέμνεται διὰ τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν γιὰ νὰ μὴ ἐνεργῆται πλέον ἡ ἁμαρτία• διότι οὐδεὶς ἀνέβη εἰς τὴ βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, εἰμὴ διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Οὔτε ὠφέλησεν ἡ δικαιοσύνη τῶν προηγουμένων χρόνων (ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος) στὸ τέλος τῆς ζωῆς ἐγκατέλειψεν τὴ δικαιοσύνην. Γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος λέγει: "Τιμῇ ἠγοράσθητε, μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων" (Α' Κορ. ζ', 23). Διότι ὑπάρχουν τὰ ἀντίθετα ἐπειδὴ ἡ δουλεία συναιρεῖται μὲ τὶς ἁμαρτίες καὶ ἡ ἁμαρτία συγχωρεῖται διὰ τῆς (καταβληθείσης) τιμῆς.
80. Αὐτὰ λοιπὸν ποὺ ἐξετέθησαν μὲ ἁπλότητα νομίζομεν ὅτι εἶναι ὑπὲρ ἀρκετὰ πρὸς κατανόηση (τῆς Γραφῆς). Καὶ γι' αὐτὸ οὔτε τοὺς κύβους τῆς Γεωμετρίας οὔτε τὸ τετράγωνον τῶν ἀριθμῶν τῆς Φιλοσοφίας, δηλαδὴ τὴν Πυθαγόρειαν, ὅπως λέγουν, ὁμολογίαν, οὔτε τοὺς ἀειπάρθενους, ὅπως ὀνομάζουν τοὺς ἀριθμοὺς τῆς ἑβδομάδας διαιρέσαμε μὲ μεγάλη φροντίδα, οὔτε ὑποστηρίξαμεν ὅτι σχηματίστηκεν ὁ κόσμος ἀπὸ κάποια ἀκτῖνα, οὔτε ἀναζητήσαμεν τὸν οὐρανὸν στὴ γῆν, οὔτε κλείσαμεν ἐντὸς στενόχωρων πινακίων τὴν οἰκουμένην. Ἀλλὰ φανερώσαμεν τὰ ἀληθῆ μυστήρια, ὅτι δηλαδή, μοναδικὴ σωτηρία εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἄς συνταφῶμεν λοιπὸν μὲ τὸ ὁμοίωμα τοῦ θανάτου Του, ὥστε νὰ εἴμαστε ἄξιοι τῆς συμμετοχῆς στὴν ἀνάσταση. Καὶ ὁ παλαιός μας ἄνθρωπος συνεσταυρώθη, γιὰ νὰ καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας.
81. Ἐξόχως ὅμως διατάζει ὁ νόμος μὲ τοὺς πρώτους κλαυθμηρισμοὺς τῆς βρεφικῆς ἡλικίας νὰ περιτέμνωνται οἱ ἄρρενες, ἀκόμη καὶ οἱ δοῦλοι (ἄρρενες)• Διότι ὅπως ἀπ' τὴ νηπιότητα (ἀρχίζει τὸ ἁμάρτημα), ἔτσι ἀπὸ τὴ νηπιακὴν ἡλικία (γίνεται) ἡ περιτομή. Δὲν πρέπει νὰ μεσολαβήσῃ κανένα χρονικὸ διάστημα χωρὶς νὰ φρουρῆται (τὸ βρέφος), διότι κανένας (χρόνος) δὲν εἶναι χωρὶς πταῖσμα. Καὶ τὸ νήπιον πρέπει νὰ ἀνακληθῇ ἀπὸ τὸ ἁμάρτημα, γιὰ νὰ μὴ μολύνηται ἀπὸ τὸ μίασμα τῆς εἰδωλολατρίας καὶ γιὰ νὰ μὴ συνηθίσῃ νὰ προσκυνᾶ τὸ εἴδωλον καὶ νὰ τὸ καταφιλῇ, γιὰ νὰ μὴ βλάπτῃ δηλαδὴ τὸν οἶκον τοῦ πατέρα, γιὰ νὰ μὴ λυμαίνηται τὴν εὐσέβειαν. Συνάμα, διατάζεται ὁ Ἀβραὰμ νὰ περιτμηθῇ ,γιὰ νὰ μὴ εἶναι ἀξιοθρήνητος ποὺ νὰ φαίνηται ὅτι αὐτοδικαιώνεται, μὲ τὴν πρόοδον τῆς ὡρίμου ἡλίκίας. Οὔτε, λοιπόν, ὁ γέρων-προσήλυτος, οὔτε τὸ νήπιον-δοῦλος ἐξαιρεῖται, διότι πᾶσα ἡλικία (εἶναι) ἔνοχη ἁμαρτήματος καὶ γι' αὐτὸ πᾶσα ἡλικία (εἶναι) κατάλληλη γιὰ τὸ μυστήριον (τοῦ βαπτίσματος).
82. Καὶ θὰ εἶναι ἡ διαθήκη μου, εἶπεν, ἐν τῇ σαρκί σας (Γεν. ιη',13). Ἴσως νὰ ἀναφέρηται ἐν αὐτῷ τῷ χωρίῳ: Τίνι τρόπῳ λέγεις πνευματικὴν τὴν περιτομήν, ἀφοῦ ὁ χρησμὸς λέγει: Θὰ εἶναι ἡ διαθήκη τῆς περιτομῆς ἐν τῇ σαρκί σας; Ὅμως ἡ ἐγκράτεια ἐκφέρεται σὰν ἐγκράτεια τῆς ψυχῆς μόνης καὶ ὄχι τῶν παθῶν τοῦ σώματος. Διότι καὶ τῆς ὅρασης καὶ τῆς ἀκοῆς καὶ τῆς ὄσφρησης καὶ τῆς γεύσης καὶ τῆς ἁφῆς καὶ τῆς ἴδιας τῆς φωνῆς ἀπαιτεῖται κάποια ἁγνότητα• διότι καὶ ἡ ὅραση ἔχει ἀναιδέστερον τὸ ἁμάρτημα καὶ γι' αὐτὸ ἐγράφη: Μὴ ἁπλώσῃς χέρι σὲ δόλια γυναῖκα, οὔτε νὰ αἰχμαλωτισθῇς ἀπ' τοὺς ὀφθαλμούς (της), οὔτε νὰ συναρπαγῇς ἀπὸ τὰ βλέφαρά (της) (Παρ. ε', 2;). Καὶ στὴν ἴδιαν τὴν ἀκοὴν ὑπάρχει ἁμάρτημα, ἐὰν σὲ γοητεύῃ πόρνη, καὶ μὲ πολλὴν κολακείαν διὰ τοῦ λόγου καὶ μὲ παγίδες ποὺ στήνουν τὰ χείλη της σὲ δελεάζῃ. Καὶ σ' αὐτὴν τὴν ἁφὴν ὑπάρχει ἁμαρτία• γι' αὐτὸ σοῦ λέγεται: Μὴ θέλγεσαι ἀπὸ ξένην• οὔτε νὰ ἐναγκαλίζησαι ἀλλοτρίαν (Αὐτόθι 20). Καὶ εἰς τὴ φωνὴν ὑπάρχει ἐνοχή: διότι παγίδα δεινότατη εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπον τὰ χείλη του, καὶ ἐξαπατᾶται ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ στόματός του. Καὶ ἀκόμη καὶ τὸ ἴδιον τὸ μέλι μὴ τὸ φᾶς σὲ μεγάλην ποσότητα, γιὰ νὰ μὴ κάνῃς ἐμετόν. Λοιπὸν πρέπει νὰ τονίζηται τὸ μέτρον γιὰ ὅλες τὶς αἰσθήσεις, ἵνα μὴ εἴτε ἡ ὁρμὴ παρασύρῃ σὲ ἐλάττωμα εἴτε ἡ ὑπερβολὴ βλάψῃ, εἴτε ἡ χρονικὴ παράταση γίνῃ ζημιογόνος.
83. Ὅμως ὄχι τυχαῖα οὔτε περιττὰ πολλοὶ φαίνονται νὰ συγκινῶνται ἀπ' τὸ ἐδάφιον ποὺ ἀκολουθεῖ ἐὰν κάτι τέτοιο εἶπεν ὁ Κύριος: Διότι ὅποιο ἀρσενικὸ δὲν περιετμήθη καὶ δὲν περιέτεμεν τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας του τὴν ὄγδοην ἡμέρα, θὰ ἐξολοθρευθῇ ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ τοῦ γένους της, ἐπειδὴ διέφθειρεν τὴ διαθήκη μου (Γεν. ιζ', 14). Διότι θεωρεῖται βαρύ, ὅτι παιδὶ ὀκτὼ ἡμερῶν θὰ εἶναι ὑπόλογον ἁμαρτίας ἕνεκα τῆς ἀμέλειας τῶν γονέων, ἔτσι ὥστε νὰ ἐξολοθρεύηται ἡ ψυχή του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ νόμος, ὑποχρεώνει πολιτεῖες ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν ἀνθρωποκτόνο (ὁ ὁποῖος ὅμως ἐξετέλεσεν ὄχι ἑκούσιαν πράξη ἀνθρωποκτονίας) (Ἰησ. Ναυῆ κ',3) νὰ δικαιοῦται μὲ τὸ νὰ καταφεύγῃ σ' αὐτὲς ν' ἀπολαύῃ ἀτιμωρησία διὰ τὴν αἱματοχυσίαν. Πῶς λοιπὸν εἴτε ἐκεῖ λαμβάνεται ὑπ' ὄψει τὸ ἀκούσιον τοῦ φόνου, εἴτε ἐδῶ δὲν λαμβάνεται ὑπ' ὄψει ἡ βρεφικὴ ἡλικία, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ἁμάρτημα δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι οὔτε ἐξ ἀμελείας (τοῦ ἴδιου τοῦ βρέφους) εἴτε σκόπιμον• ἐκτὸς ἐὰν (ὅπως) τυχὸν νομίζουν κάποιοι, ὅτι μὲ τὸ θάνατον τοῦ γυιοῦ βαρύτερον τιμωροῦνται οἱ γονεῖς; Ἀλλὰ φαίνεται ἄδικον ἕνεκα τῆς ἐνοχῆς τῶν ζημιωσάντων νὰ μεταφέρηται ἡ ποινὴ εἰς τὸν ἀθῶον, εἴτε ἐξ αἰτίας τῆς ποινῆς τοῦ βλάψαντος νὰ τιμωρῆται ὁ ἀθῶος, ἢ νὰ γίνηται κοινωνὸς τῆς τιμωρίας ὅποιος δὲν τὸ ἀξίζει. Ὅθεν ἄλλοι ἔχουν τὴ γνώμην ὅτι τὸ γονιὸν ἐννοεῖ ὅταν λέγῃ ὅτι αὐτὸς πρέπει νὰ ἐξολοθρευθῇ, αὐτουνοῦ νὰ ἀφανισθῇ ἡ ψυχή, ὄχι τοῦ βρέφους. Ἀλλὰ γι' αὐτὴ τὴν ἑρμηνείαν διατηροῦμεν πολλὲς ἐπιφυλάξεις. Ἐπιτρέπεται νὰ συναινέσωμεν μὲ τὴν ἑξῆς διαβεβαίωση, διότι λέγει (ἡ Γραφὴ). Ἐπειδὴ διέφθειρεν τὴ διαθήκην μου. Ὅθεν αὐτὸ φαίνεται νὰ ἀναφέρηται σὲ (ἄτομο) μὲ (ἀνεπτυγμένη) νοημοσύνην, παρὰ σὲ βρέφος. Ἄλλοι ὑποθέτουν βαρύτερα γιὰ τοὺς γονεῖς εἴτε τὸν διὰ τῆς σιωπῆς ἀπειλοῦντα Κύριον τὸ Θεόν, ποὺ τὸν φοβοῦνται περισσότερον οἱ μεγάλοι ὅταν (αὐτὸς) δὲν φείδηται οὔτε βρέφους.
84. Σ' ἐμένα δὲ ἀρκετὰ σαφὲς φαίνεται τὸ λεχθὲν γιὰ τὸ νοῦν τοῦ καθενὸς. Διότι εἴπαμεν ὅτι ὁ νοῦς (ἑλληνιστὶ) δηλοῦται μὲ ὄνομα ἀρσενικοῦ γένους, διότι εἶναι δυνατὴ ἡ ῥωμαλεότητα τοῦ νοῦ, καὶ σύρει τὴν ψυχὴν εἰς δεσμὸ μὲ τὸν ἑαυτόν του, καὶ διότι εἶναι ὁρμητικότερος ὡς ἰσχυρότερος κατὰ τὸ γένος καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνδρικὴν ἰσχύν. Ἑπομένως αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον κάθε ἀπερίτμητος νοῦς ἀπὸ τὰ περιττὰ σωματικὰ (στοιχεῖα), καὶ ποὺ δὲν ἐκαθάρθη δι' ἐπισήμου ἱερουργίας ἵνα ἀπεκδυθῆ παθῶν καὶ ἐλαττωμάτων, θὰ ἀφανισθῇ. Δὲν εἶπεν, ἡ σάρκα θὰ ἀφανισθῇ, ἐπειδὴ αὐτὴ μποροῦσε νὰ σωθῇ, ἐὰν εἶχεν τὴν κάθαρση• γυμνὴ δὲ λόγω τοῦ συρφετοῦ τῆς φρουρᾶς καὶ τῆς ἀπερίτμητης καρδιᾶς δὲν μπορεῖ συνήθως ὡς ἀσθενεστέρα νὰ διατηρήσῃ τὴν σωτηρίαν τοῦ γένους της. Κάθε δὲ γένος φαίνεται ἀθάνατον, ὅπως π.χ. ὁ ἄνθρωπος γενικὰ ποὺ εἶναι γένος, καὶ ὅπως ὁ συγκεκριμένος ποὺ εἶναι εἶδος. Πάντοτε λέγεται ἄνθρωπος ἐν γένει, ὄχι πάντα ἐπὶ μέρους ἄνθρωπος, μάλιστα δὲν εἶναι λειψὸς ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος. Ἔλλειμμα παρουσιάζει ὁ μὴ διαθέτων πίστη, πρόσωπον ἀξιοδάκρυτον, ἡ ἰδιότης ὅμως ἢ τὸ ὄνομα ἄνθρωπος δὲν τοῦ λείπουν. Ἀπὸ τὸ μακροχρόνιο λοιπὸν καὶ ἀβλαβὲς σ' ὅ,τι ἐγκόσμιον συμπεραίνει ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ τὸ βλαβερόν, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νὰ προσγράψῃ στὸ νοῦν τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὅτι ὑπῆρξεν ἀπρόσεκτος καὶ ἀκρατής, εἴτε ὅτι δὲν ἔλαβεν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν: Ἐὰν μή τις γεννηθῆ ἄνωθεν ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος ἁγίου, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴ βασιλείαν τῶν οὐρανῶν (Ἰω. γ', 5). Βέβαια κανένα δὲν ἐξαιρεῖ, οὔτε παιδί, οὔτε κάποιον ποὺ τὸν πρόφθασε μιὰ ἀνάγκη (Στὴν τελευταίαν περίπτωση ποὺ ἀπὸ μιὰν ἀπροσδόκητη ἀναγκαιότητα ἐμποδίστηκαν ἐνῶ τὸ ἐπιθυμοῦσαν νὰ βαπτισθοῦν) θὰ ἔχωσιν ὅμως ἐκείνην τὴ φανερὰν ἀτιμωρησίαν τῶν ποινῶν, ἀγνοῶ ἐὰν θὰ ἔχωσιν τὴ δόξαν τῆς βασιλείας.
85. (Εἰς τὸ ὄνομα ἐπίσης) τῆς Σάρας προστίθεται ἕνα γράμμα, δηλαδὴ τὸ "Ρ", γιὰ νὰ ὀνομάζῃται Σάρρα (Γεν. ιζ', 15). Αὐτὸ βέβαια ἰσοδυναμεῖ, ὡς ἀνωτέρω, ὄχι (ἁπλᾶ) μὲ τὴν προσθήκην ἑνὸς κυρτοῦ γράμματος. Διότι ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι (ἁπλᾶ) μονογράμματη, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ δύναμη τοῦ γράμματος, τὸ ὁποῖον ἐκφράζει τὴ χάρη τῆς θεϊκῆς δωρεᾶς. Διότι τὸ ὄνομα Σάῤῥα λέγεται (μὲ τὴ σημασίαν:) "ἀρχὴ ἐμή", τοὐτέστιν, ἐξουσία μου, ἢ ἀρχὴ τῆς ἡγεμονίας μου ἢ τοῦ βασιλέως. Ἑλληνιστὶ ἡ Σάῤῥα λέγεται "ἄρχουσα", λατινιστὶ "ἡ βασιλεύουσα". Ἐκείνη εἶναι θνητὴ, τούτη ἐδῶ ἀθάνατη: ἐκείνη "εἰδική", τούτη δῶ "γενική". Ἐγὼ δηλαδὴ ἔχω συγκεκριμένην σύνεση, ἁγνότητα, ἀνδρεία, δικαιοσύνη, (ὅλ' αὐτά) ἐμένα μόνον κυβερνοῦν, καὶ μὲ κυριεύουν καὶ εἶναι θνητά. Διότι ἐμοῦ θανόντος, συνδιαλύονται καὶ συναποθνῄσκουν καὶ ἐκεῖνα. Αὐτὴ ὅμως ποὺ γενικῶς λέγεται σύνεση, ἁγνότητα, ἀνδρεία, καὶ οἱ λοιπὲς ἡγεμονικὲς ἀρετές, ἀλλὰ γενικῶς ἡγεμονικὲς ἀρετὲς καὶ βασίλισσες τινὲς ἀθάνατες, μεταξὺ τῶν ὁποίων εἶναι ἡ Ἐξουσία, ἐκεῖνο τὸ ἀθάνατον, ἡγεμονικὸν ὅπως εἶναι ἡ βασίλισσα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὄχι πάνω σ' ἐμένα τὸν ἕνα (μόνον), ἀλλὰ παγκοσμίως βασιλεύει. Ἑπομένως, βλέπομεν νὰ μεταστρέφῃται τὸ εἶδος στὸ γένος, τὸ ἐπὶ μέρους στὸ γενικόν, ἡ φθορὰ στὴν ἀφθαρσίαν. Εἶναι βέβαιον ὅτι ὅλα αὐτὰ ἁρμόζουν στὴν Ἐκκλησίαν. Διότι αὐτὴ δὲν εἶναι εἰδικὸς ἀλλὰ γενικὸς λόγος οὔτε αὐτὴ εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ μέρους ἀλλὰ τοῦ γενικοῦ. Καὶ γι' αὐτὸ μ' ὅσα προηγήθηκαν ἐπειδὴ ἕνεκα τῆς σύνεσής της ἐξήγαγεν πρὸς αὐτὴν τὴν κύριαν καὶ εἰς ὅλους διακεχυμένην σωτηρίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπάρχει ἡ πηγὴ τῆς σοφίας καὶ τῆς δικαιοσύνης , ἀναζητεῖται ἡ γενεὰ καθὼς καὶ ἐκεῖνος ὁ τοκετὸς τῆς τέλειας γλυκύτητος, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι Ἰσαάκ. Διότι καμιὰ ἐπιθυμία δὲν εἶναι καλύτερη, ἀπ' ἐκείνην τῆς ὑπὸ τῆς χάριτος διορθωθείσης συνείδησης. Ἐντεῦθεν καὶ οἱ Ἐπικούριοι ὑποστήριξαν στὶς πραγματεῖες τους ὅτι ἡ ἐπιθυμία εἶναι τὸ ὕψιστον ἀγαθόν, ἀλλὰ ἔκριναν τέτοιαν ἐκείνην μᾶλλον ἕνεκα τοῦ ῥύπου τοῦ σώματος, παρὰ ἕνεκα τῆς νηφαλιότητος τοῦ νοῦ.
86. Τὶ εἶναι ὅμως αὐτὸ ποὺ λέγει: Καὶ ἔπεσεν κατὰ πρόσωπον ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἐγέλασεν (Γεν. ιζ', 17); Καὶ ἐδῶ δηλώνεται ἡ εὐσέβεια, διότι ἐφοβήθη νὰ προσβάλῃ τὸ Θεὸν σὰν μὲ αὐθόρμητο γέλωτα μολονότι ὁ γέλωτας δὲν ἐδήλωνεν παρὰ τὴ χαρὰν τοῦ δίκαιου ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἐπιδαψιλεύθη μὲ τόσες ὑποσχέσεις. Διότι αὐτὸς ὁ γέλωτας δὲν ἦταν γέλως ἀμφιβάλλοντος, ἀλλὰ πιστεύοντος. Διότι ὅλα συγχρόνως ταπεινοῦνται πρὸ τοῦ Θεοῦ καὶ μεταβάλλονται καὶ παρέρχονται, πάντοτε μένει ἐκείνη ἡ ἀμετάβλητη οὐσία. Ἢ ἴσως καὶ εἰς αὐτὸ τὸ μυστήριον προφήτευσεν ὁ Ἀβραὰμ τὸν Κύριον Ἰησοῦ, διότι διὰ τῆς πρόσληψης (ἀπ' Αὐτὸν) τοῦ δεσποτικοῦ σώματος καὶ διὰ τῆς ἀνάστασης ἐπέπρωτο νὰ ὁλοκληρωθῇ ἡ χάρη μὲ ἕνα τόσο μεγάλο χρησμόν. Προσκυνεῖ λοιπὸν (ὁ Ἀβραὰμ) οὐχὶ τὸ στοιχεῖον τῆς γῆς, περὶ τοῦ ὁποίου ἐλέχθη: Καὶ προσκυνῆτε τὸ ὑποποδίον (τῶν ποδῶν) αὐτοῦ, ὅτι ἅγιον ἐστὶν (Ψαλ. 98,5). Διότι ὅπου (βρίσκεται) τὸ σῶμα ἐκεῖ εἶναι καὶ οἱ ἀετοί, οἱ ὁποῖοι προσκυνοῦν τὸν κλίναντα ἐν σώματι (Ἰησοῦ Χριστόν).
87. Καὶ εἶπεν, ἐν τῇ καρδίᾳ του: Ἄν ἐξ ἐμοῦ ὄντος ἑκατονταετοῦς, θὰ γεννηθῇ γυιὸς καὶ ἐὰν ἡ Σάρρα ἑννενηκονταέτις θὰ γεννήσῃ (Γεν. ιζ', 17) ; Τὸ ἑλληνικὸν κείμενον ἔχει "ἐν τῇ διανοίᾳ", γιὰ νὰ μπορέσωμεν νὰ ἐκτιμήσωμεν ὅτι τὸ εἶχεν εἴπει στὴν καρδίαν του σὰν σὲ κάποιον ἄλλον ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του: Εἶναι δυνατὸν ἀπὸ ἑκατονταετῆ νὰ γεννηθῇ γυιός, καὶ ἡ ἑννενηκονταέτις νὰ γεννήσῃ; Τοὐτέστιν ἡ ἡλικία κατὰ τὴν ὁποίαν γεννοῦν τὰ ζευγάρια παρῆλθεν, ἀλλὰ στὸ Θεὸν τὰ πάντα εἶναι δυνατὰ• Καὶ νὰ γιατὶ εἶναι εὔκολον ἀκόμη κι' αὐτὸ ἐδῶ, νὰ ἀνακαλῇ δηλαδὴ (ὁ Θεὸς) τὶς αἰσθήσεις σὲ νεανικὰ χρόνια, νὰ ξαναφέρνῃ τὶς σωματικὲς δυνάμεις, νὰ δίδῃ γονιμότητα στὶς στεῖρες.
88. Οὔτε ἐκεῖνο πρέπει νὰ παραληφθῇ, διότι ὁ Ἀβραὰμ γιὰ τὴν ἐπηγγελμένην σ' αὐτὸν νόμιμη γενεὰν ἀπεκρίθη στὸ Θεόν. Ὁ Ἰσμαὴλ ἄς ζῆ σ' αὐτὸν τὸν τὸπον ἐνώπιόν σου. Τοῦ δικαίου ὅμως ἰδίωμα εἶναι νὰ μεσιτεύῃ καὶ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Καὶ πράγματι νὰ γιατὶ τὸ πιστεύουν αὐτὸ οἱ Ἰουδαῖοι, διότι (ὁ Ἀβραὰμ) μεσιτεύει καὶ γιὰ τοὺς ἴδιους, ἐὰν ὅμως πιστεύωσιν. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ νὰ ζῆς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ νὰ ἐπιτελῇς ἔργα ἀντάξια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ: διότι οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου (εἶναι) πάνω στοὺς δικαίους.
89. Ὅθεν καὶ ὁ Κύριος λέγει: Ναί. Ἰδοὺ ἡ σύζυγός σου Σάῤῥα θὰ σοῦ γεννήσῃ γυιὸν ... Περὶ δὲ τοῦ Ἰσμαήλ, σὲ εἰσήκουσα (Αὐτόθι 19,20). Ὅταν λέγη "Ναὶ", ἐπιβεβαιώνει τὰ ὑποσχεθέντα. Διότι ἡ λέξη αὐτὴ εἶναι ἐπιβεβαιωτική. Καὶ γι' αὐτὸ προηγουμένως ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ γενεὰ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μελλοντική, γιὰ νὰ γνωρίζῃ ἀληθῶς ὁ προφήτης ὅτι ὁ Θεὸς εἶπε γιὰ τὸν Ἰσμαὴλ τὸν εἰσήκουσεν ὁ Θεός, προβλέπων ὅτι ἡ τύφλωση τοῦ Ἰσραὴλ ἐπρόκειτο νὰ τὸν προσβάλῃ μερικῶς, μέχρι νὰ εἰσέλθῃ (εἰς τὴν Ἐκκλησίαν) τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν, καὶ ἔτσι θὰ ἐσώζετο ὅλος ὁ Ἰσραήλ. Ὅπως, λοιπόν, οἱ διαθῆκες τῶν ἀνθρώπων διαλαμβάνουν προηγουμένως τὸν κληρονόμον, (καὶ) μετὰ ἐκφράζουν τὸν ἐντολέα, διὰ τῶν καλλιτέρων τὴν κληρονομίαν, διὰ τῶν κατωτέρων τὴν ἐντολήν: ἔτσι (καὶ) στὴ διαθήκην τοῦ Κυρίου, ἀπ' ὅπου καὶ ἐμεῖς ἐδῶ ἐλάβαμεν τὸ ἦθος της, ὁ κληρονόμος σημειοῦται ὡς κατὰ τὴ φύση ἀγαθός, εὐγενής, γεννηθεὶς ἐκ νομίμου γάμου: κατωτέρα φύση ἀποδίδεται στὸν κληροδότην.
90. Ὑπόσχεται δὲ τὴ γενεὰν κατὰ τὸ ἑπόμενον ἔτος (Αὐτόθι 21), γιὰ νὰ παρατηρήσῃς ποιὰ γεννεὰν ὑπόσχεται ὁ Κύριος, δηλαδή, ὄχι ἐκείνην τὴν ἐκ τῆς σωματικῆς μήτρας τῆς Σάῤῥας, ἀλλ' αὐτὸν ἐδῶ τὸν τοκετὸν τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος θὰ ἦτο (τότε) μελλοντικός. Τέλος καὶ κατωτέρω λέγει: Θὰ ἐπιστρέψω πρὸς σὲ μὲ καρπὸν καὶ θὰ ἔχῃ ἡ Σάῤῥα γυιὸν (Γεν. ιη', 10). Μ' αὐτὸ ὁποιοδήποτε ἀπ' τὰ δύο μποροῦμε νὰ δεχθῶμεν, καὶ αὐτὴν ἐδῶ τὴν σύναξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν πιστῶν.
91. Ἐπίσης, εἶναι ἐμφανὴς ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖον περιετμήθη ὁ Ἰσμαήλ. Διότι αὐτὸς ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ ἀρχίσῃ νὰ ἔχῃ (σεξουαλικὲς) σχέσεις μὲ γυναῖκα, προηγουμένως ὀφείλει νὰ ἀποκόπτη τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὸ καῦμα τῆς ἡδονῆς, ὥστε νὰ ἀπέχῃ ἀπὸ περιττοὺς ἀγῶνες, νὰ προορίζῃ τὸν ἑαυτόν του μόνο γιὰ τὸ νόμιμο γάμον.
92. Εἶναι ἐπίσης εὐπρεπὲς ὁ νοῦς τοῦ σοφοῦ νὰ εἶναι φιλόξενος, ὥστε καὶ στοὺς ἄλλους νὰ μεταδίδῃ τὴ χάρη του καὶ προσέτι νὰ διανέμῃ καὶ εἰς ἄλλους τὸν καρπὸν τῆς σύνεσής του γιὰ νὰ εὐωχῶνται τοιουτοτρόπως μὲ τὶς ὠφέλιμες τροφὲς τῆς διδαχῆς, ἀλλὰ καὶ νὰ προσφέρῃ τὰ πλούσια γεύματά του εἰς τοὺς ἐπιθυμοῦντας.
93. Ἔπειτα, πρὸς τούτοις, ἀγνοεῖ (ὅλα) ἐκτὸς τοῦ νὰ ζῇ σύμφωνα μὲ τὴ φύση αὐτός, ποὺ ἔχει τὸ νόμον τοῦ Θεοῦ σὰν θεσμὸν καὶ σὰν προτεραιότητα. Αὐτὸς δὲν γνωρίζει νὰ ἀναμιγνύηται σὲ καμμιὰν ἐπιθυμίαν παρεκτροπῆς, προτιμᾶ ἐκείνην τῆς μοναδικῆς σοφίας. Σύμφωνα μὲ τὰ παραγγέλματα τοῦ Θεοῦ δὲν ξέρει νὰ προτιμᾶ τὴ δόξαν αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος οὔτε κάποιαν κληρονομιὰν τοῦ παρόντος ἐπαίνου. Ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ θυσιάζῃ τὰ δικά του συμφέροντα στοὺς βωμοὺς τοῦ Κυρίου, γι' αὐτὸ καὶ δὲν λαμβάνει τὸ πῦρ τῆς κρίσεως οὔτε καὶ φοβᾶται ὁ ἴδιος, ἀλλὰ προσέτι μοχθεῖ μᾶλλον νὰ σώζῃ τοὺς ἄλλους.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm


Return to ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 1 guest