Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων
"Περί τοῦ Νῶε καὶ τῆς Κιβωτοῦ"
Βιβλίον Ἕν
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Κεφάλαιον Α'
Περὶ τοῦ ὅτι πρέπει νὰ προτείνηται πρὸς μίμησιν ὑπὸ πάντων ὁ Νῶε, ἀνὴρ δίκαιος, ὅστις εἶχεν ὑπολειφθῇ πρὸς ἀνανέωσιν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων: ἵνα καὶ ἐμεῖς ἀναπαυώμεθα ἀπὸ πάσης μερίμνης τούτου ἐδῶ τοῦ κόσμου καθὼς καὶ ἐκ τῶν ἔργων τῆς ἀδικίας.
1. Ἐπιχειροῦμε νὰ παρουσιάσωμεν ἐκτεταμένα, εἰ δυνατόν, τὴν ζωήν, τὰ ἤθη, τὰ κατορθώματα καθὼς καὶ τὸ ὕψος τοῦ νοὸς τοῦ ἁγίου Νῶε. Διότι ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ προφητεία (Ἱερ. ιζ',9) ἔχει εἴπῃ ὅτι οὐδὲν δυσκολώτερον ἀπὸ τὸ νὰ καταλάβῃς τὰ ἐνδότερα τοῦ ἀνθρώπου, πόσο μᾶλλον δύσκολον εἶναι νὰ γνωρίζῃς τὸ νοῦν ἀνδρὸς δικαίου;
(Κι' αὐτὸ) ἐπειδὴ εἶναι ἄξιον, ἵνα, αὐτός, ποὺ Κύριος ὁ Θεὸς διετήρησεν πρὸς ἀνανέωσιν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, ἀποτελῇ φυτώριο δικαιοσύνης. Εἶναι ἄξιον, νὰ περιγράφωμεν καὶ ἡμεῖς αὐτὸν πρὸς μίμησιν ὑπὸ πάντων, καὶ νὰ ἀναπαυώμεθα ἐν αὐτῷ ἐκ πάσης μερίμνης τούτου τοῦ κόσμου, τὴν ὁποίαν καθημερινῶς, ἕνεκα τῶν διαφόρων ταραχῶν, ὑπομένομεν. Προκαλεῖ αἰσχύνην τὸ νὰ ἐπιβιώνωμεν τῶν τέκνων, προξενεῖ ἀποστροφὴν νὰ ἐπωφελώμεθα αὐτοῦ (τοῦ ὑλικοῦ) φωτός, ὅταν ἀκούωμεν τόσα ἐνάντια ἐκ μέρους τῶν ἐπιφανεστάτων: ποιὸς εἶναι τόσο δυνατὸς ὥστε μεθ' ὑπομονῆς νὰ ὑπομένῃ τὰ διάφορα κύματα καὶ τὶς τρικυμίες τῶν ἰδίων τῶν Ἐκκλησιῶν εἴτε παρόντα νὰ τὰ ὑφίσταται εἴτε καὶ διὰ τοῦ πνεύματος νὰ τὰ συλλαμβάνῃ; Καὶ γι' αὐτὸ αὐτὴ ἡ ἀνάπαυση ὑπῆρξεν ἐπιθυμητή• ἵνα, ἐνόσῳ θεωροῦμεν τὸν ἅγιο Νῶε μὲ μείζονα πρόθεσιν, ἡσυχάζωμεν καὶ ἡμεῖς, ὅπως πᾶν τὸ γένος ἀνεπαύθη ἐν ἐκείνῳ ἀπὸ τῶν ἔργων των καὶ ἀπὸ τὴν ἀνίαν:
2. Ὅθεν καὶ ὀνομάζεται Νῶε, (ὄνομα) τὸ ὁποῖον στὴ Λατινικὴν σημαίνει: δίκαιος εἴτε: ἀνάπαυσις. Τελικά, καὶ οἱ γονεῖς του εἶπαν ὅτι "Οὗτος διαναπαύσει ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἔργων ἡμῶν καὶ ἀπὸ τῶν λυπῶν (τῶν χειρῶν ἡμῶν), καὶ ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς κατηράσατο Κύριος ὁ Θεός" (Γεν. ε',29). Ἐπειδὴ βέβαια ἐὰν νομίζης ὅτι πρέπει νὰ ἀναφέρηται (ἡ Γραφὴ) εἰς ὅσα ἐγένοντο, διότι ἐπ' αὐτοῦ ἔγινεν ὁ κατακλυσμός, δὲν φαίνεται ὅτι ἐπῆλθεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀνάπαυσις, ἀλλὰ θάνατος: οὔτε ἀφαίρεσις τῶν συμφορῶν, ἀλλὰ συσσώρευσις τῶν δεινῶν. Ἐὰν ὅμως θεωρήσῃς τὸ νοῦν τοῦ δικαίου ἀνδρός, θὰ παρατηρήσῃς ὅτι μόνη ἡ δικαιοσύνη εἶναι, ἡ ὁποία χάριν τῶν ἄλλων μᾶλλον ἐγεννήθη, παρὰ δι' ἑαυτὴν: δὲν ἐπιζητεῖ ὅ,τι εἶναι εἰς ἑαυτὴν χρήσιμον, ἀλλ' ὅ,τι εἰς ὅλους• αὐτὴ μᾶς κάνει νὰ ἀναπαυώμεθα ἐκ τῶν ἔργων τῆς ἀδικίας, αὐτὴ (μᾶς) ἀνακαλεῖ ἐκ τῆς θλίψεως• διότι ἐφ' ὅσον πράττομεν τὰ δίκαια, οὐδὲν φοβούμεθα διὰ τὴν ἀσφάλειαν τῆς καθαρᾶς συνειδήσεως, δὲν αἰσθανόμεθα βαθεῖαν λύπην. Διότι τίποτε δὲν προκαλεῖ μεγαλυτέραν θλῖψιν, παρὰ τὸ νὰ εἶσαι ἔνοχος ἁμαρτίας. Προσέτι ἂς ἀναπαυθῶμεν ἀπὸ πάσης φροντίδος ἐπίγειας συναναστροφῆς, ἡ ὁποία (καὶ) τὸ σῶμα μας καὶ τὴν ψυχή μας ζημιώνει μὲ συχνὲς θλίψεις, καθὼς καὶ τὴν ζωὴν ἰσοπεδώνει.
Κεφάλαιον Β'
Τὶ νὰ σημαίνωσιν τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν τοῦ Νῶε, καὶ τὶ ἡ σειρὰ μὲ τὴν ὁποίαν ἐκεῖνα καταγράφονται; Αὐτὸ ἐκτίθεται διὰ τοῦ δοθέντος παραδείγματος τῆς ὑποδειχθείσης παρατάξεως καὶ τῆς φύσεώς της. Τέλος διεξοδικῶς δηλώνεται διατὶ εἰς τὰς ἀναφερθείσας γεννήσεις των ἀντιστρέφεται ἡ σειρά.
3. Ἀπ' αὐτὸν (τὸ Νῶε) γεννήθηκαν τρεῖς υἱοί, ὁ Σήμ, ὁ Χάμ καὶ ὁ Ἰάφεθ. Αὐτὰ τὰ ὀνόματα σημαίνουν (ἀντίστοιχα) τὸν ἀγαθόν, τὸν κακὸν καὶ τὸν ἀδιάφορον, διὰ νὰ φανῇ καὶ ὅτι ἡ χάρις τῆς φύσεως εἶχεν ἀγαθότητα καὶ ὅτι ἡ πεῖρα τῶν κακῶν οὐδέποτε εἶχεν ἐκλείψει καὶ ὅτι οἱ ἀδιάφοροι ἦταν σὲ ἀφθονία, τοὐτέστιν, καθάπερ σκεύη γιὰ τὶς ἀρετές. Γιὰ ποιὸ ὅμως λόγο τοποθέτησεν στὴ μέση τὸν κακόν, τὸ πρᾶγμα εἶναι σαφές: ἐπειδὴ τὸ ἀγαθὸν ἐκ φύσεως ἐνυπάρχει εἰς ὅλους: οὔτε δηλαδὴ σὰν ναυαγοὺς ἐξοκέλλει εἰς τὸ φῶς, ἀλλ' ὑπαστράπτει καὶ εἰς τὰ πλήθη• ὅπου δὲν καταπιέζονται οἱ πονηρίες ὑπὸ τῶν δοκιμασιῶν, οὔτε σὰν ἀνάπηροι καταπίπτουν: ἀλλὰ ἐξοπλίζει καὶ σκεπάζει τοὺς ἀδιάφορους μὲ καλύμματα, οἷα ἡ ὑγεία, ἡ εὐρωστία, τὰ ἀγαθὰ, ἡ ὀμορφιά, ἡ ἀοκνία, τὰ πλούτη, ἡ δόξα, ἡ ἐπιφάνεια στὴν καταγωγήν• διὰ νὰ φυλάσσωσιν τὴν ἀγαθότητα τῆς φύσεως ἐφοδιασμένοι μὲ προῖκα καὶ νὰ ἐμποδίζωσιν ἐκεῖνο τὸ κακὸν γιὰ νὰ μὴ μπορῇ (αὐτὸ) νὰ βλάπτῃ καὶ σὰν κάτι κλειστὸ νὰ τὸ στραγγαλίζωσιν.
4. Πῶς δὲν διακρίνομεν σὰν μιὰ φάλαγγα ἀρετῶν παρατεταγμένην εἰς μάχην• (ὅπου) οἱ ἀσθενέστεροι εὑρίσκονται εἰς τὸ μέσον, ἡ δεξιὰ καὶ ἡ ἀριστερὰ (πλευρὰ τῆς φάλαγγος) ἰσχυρότερες σὰν κέρατα, μὲ τὰ ὁποῖα ὁλόκληρη ἡ παράταξη ἀποκτᾶ δύναμιν; Ὅθεν καὶ κάποιος Ἕλληνας ποιητὴς λέγει: "κακοὺς δ' ἐς μέσον ἔλασσεν" (Ὁμηρ. Ἰλιαδ. Δ'), δηλαδή, τοὺς κακοὺς ὅμως εἰς τὸ μέσον ἔβαλεν. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ἡ φύσις σὰν καλὸς στρατηγός, κατὰ διαταγὴν τοῦ Θεοῦ, γνωρίζει ὅσα ἡμεῖς κάμνομεν γιὰ τὶς μάχες αὐτοῦ τοῦ κόσμου• ὅσα ἀγαθὰ ἔχει, τὰ συνέταξεν στὴν πρώτην τάξιν• ὅσα ὑπηρετοῦν, στὴ δεύτερη• ὅσα βοηθοῦν, στὴν τρίτην, διὰ νὰ καταπιέζηται ἀπὸ τὶς δυνάμεις σὰν κάποιος ἐγκλεισθεὶς εἰς τὸ μέσον ἐχθρός, ὅπου κι' ἂν προσφέρῃ ἑαυτὸν εἰς τὸ ζεῦγος τῶν τάξεων: διὰ νὰ μὴ κουράζηται κάθε μιὰ ἀπ' αὐτὲς ἐξ αἰτίας ἰσόπαλων μαχῶν καὶ γιὰ νὰ ἔχῃ τὴν ἱκανότητα νὰ διεκφεύγῃ διὰ τῶν φυσικῶν στενωπῶν καὶ ἕρπῃ κρυφίως.
5. Ἀλλά, ἐπειδὴ ὅπου γεννιῶνται (οἱ υἱοὶ Νῶε) ἐκεῖ ὑπάρχει τάξις, ὅπου ὅμως γεννοῦν, ὁ Ἰάφεθ γράφεται στὸν πρῶτον τόπο, (ἐνῶ) στὸ τρίτο ὁ Χάμ• γι' αὐτὸ γιὰ νὰ μὴ τυχὸν κάποιος αὐθαίρετα κρίνῃ ὅτι ἡμεῖς ἔχομεν εἴπει εἰς τοὺς μεταγενέστερους ἀντίθετα, δὲον νὰ ἀναπτυχθῇ διὰ μακρῶν καὶ ὁ λόγος ἐκείνου τοῦ ἐδαφίου. Τὸ ἀγαθὸν μέν, τὸ ὁποῖον ἔγκειται σὰν σὲ κάποιαν εὐγένειαν τῆς φύσεως, προηγεῖται: τὸ κακὸν ὅμως ἕπεται• διότι ὑπάρχουν ἀντίθετες πρὸς τὸ νοῦν σκέψεις, οἱ ὁποῖες ἐμφανίζονται μετὰ τὰ ἀνωτέρω δύο. Αὐτὰ, ὅσον καιρὸ εἶναι σὰν ἔνδον κλεισμένα, δὲν γεννοῦν σὰν σὲ χόρτα, καὶ καλλιεργοῦνται σὰν σὲ κάποιον κόλπον ἀγαθοῦ νοῦ, γιὰ νὰ μὴ φανοῦν ἔξω. Διότι ὅσον καιρὸν τὸ κακὸν εὑρίσκεται εἰς τὴν βούλησιν, καὶ ὄχι "ἐν τῇ ἐντελεχείᾳ" δηλαδὴ ἐν τῷ ἔργῳ καὶ ἐν τῇ πραγματικότητα, ἡ ἀγαθότης τοῦ κυβερνήτη νοῦ κωλύει δίκην ἡνιόχου εἴτε σταματᾶ τὴν κακίαν ἡ ὁποία δοκιμάζει νὰ ἐκδηλωθῇ. Ὅταν ὅμως ἀναβράσῃ καὶ ἐκδηλωθῇ ὡς ἕλκος διὰ νὰ μὴ μπορεῖ μακρύτερον νὰ ὑφέρπῃ καὶ νὰ μολύνῃ τὰ γύρω-γύρω• τότε διαδέχεται ἡ δικαία πρόνοια, διὰ νὰ μὴ τυχὸν ἐκεῖνο τὸ ἀδιάφορον τὸ ὁποῖον κοινῶς ὀνομάζουν σύμφωνον μὲ τὸ ἀγαθόν, ἀποχωρήση, ἐπειδὴ ἤδη δὲν δύναται νὰ ἀντισταθῇ στὸ ἀναβράζον κακόν. Ὅθεν διὰ νὰ μὴ διαχέῃ εὑρύτερον ὁ ἰὸς τὴν βλάβην καὶ διὰ τῆς γεννήσεως δημιουργῇ πλείονας φθοράς, ἐκεῖνο τὸ πρῶτον ἀγαθὸν τὸ ὁποῖον εἶναι φύσει ἀγαθόν, ἐνόσῳ ἀλλάζει τόπους, ἀλλάζει σειράν• διὰ νὰ φέρῃ δύναμιν εἰς τὸ κοπιῶν κέρας καὶ ἵνα καταλάβῃ αὐτὸ τὸ μέρος τῆς παρατάξεως, ὅποιο δηλαδὴ κοπιᾷ περισσότερον• διότι ἡ ἀνδρεία τοῦ πολεμιστοῦ εἶναι ἀναγκαία σὲ δυσκολότερους τόπους• ὅπως καὶ ἡ παρουσία τοῦ καλοῦ φύλακος εἶναι συχνότερη ἐκεῖ ὅπου τὰ τείχη εἶναι εὐπροσβλητότερα. Καὶ γιὰ νὰ μὴ μένῃ κάποιο μέρος χωρὶς ὑπερασπιστήν, ἐνόσῳ ἐκεῖνο τὸ ἀγαθὸν ἀντέχει τὰ ἐπικλινέστερα, τότε ἐκεῖνο τὸ ἀδιάφορον καταλαμβάνει ἀνώτερον τόπον, ὅπως ὁ ἀκρωτηριαζόμενος σὲ αὐτὸ τὸ μέλος χάριν τελειοτέρου ἀγαθοῦ• διότι τίποτε δὲν εἶναι τελειότερον τῆς ἀρετῆς. Τὰ ἀδιάφορα ὅμως δὲν ἔχουν τὴν ῥωμαλεότητα τῆς ἔγκυρης ἀρετῆς, ἀλλὰ αὐξάνουν καὶ διαχέουν τὴ χάριν. Ὁ Ἰάφεθ ὅθεν ὀνομάσθη, (μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα), τὸ ὁποῖον Λατινιστὶ σημαίνει εὗρος.
Κεφάλαιον Γ'
Περὶ τοῦ ὅτι κατὰ τὸν ἀκολουθήσοντα κατακλυσμόν τὸ πανανθρώπινο γένος διὰ τῆς τεκνογονίας ἔβριθεν τέκνων• διὰ νὰ ἀποδίδωμεν τὰ (μὲν) παρασχεθέντα ἀγαθὰ εἰς τὴν θείαν εὐμένειαν, τὴ (δὲ) ἀνάκλησή τους καθὼς καὶ τὰς ἐπιβληθείσας ποινὰς εἰς τὴν ἰδική μας ἀδικίαν.
6. Οὔτε μόνον ὁ ἅγιος Νῶε ἀφθόνησε σὲ γεννήσεις υἱῶν• ἀλλὰ καὶ σύμπασα ὡς μάλιστα ἐξεχύθη ἡ γενιὰ τοῦ τότε καιροῦ. Διότι ἕνεκα τοῦ ἀκολουθήσοντος κατακλυσμοῦ δὲν ἔπρεπε νὰ νομισθῇ ὅτι ἐξέλιπεν ἡ χάρις τῆς γονιμότητος ἀπ' ἐκείνην τὴ γενιάν, τὴν ὁποίαν τὰ ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ κατέπιαν: διὰ νὰ θεωρηθῇ (ἔργον) τῆς θείας χάριτος, ἡ ἀφθονία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους• τὸ ὅτι ἐπηκολούθησεν ὁ κατακλυσμός, αὐτὸ ἂς προσγράφηται στὶς δικές μας ἀδικίες, ἡμῶν δηλαδή, οἱ ὁποῖοι ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν μας ἀποτρέπομεν τὴν εὐσπλαχνίαν. Οὕτω καὶ εἰς τοὺς μεταγενεστέρους θὰ ἀνακαλύψῃς, ὅτι τῆς προηγηθείσης στειρότητος τῆς Αἰγύπτου προηγήθη γονιμότης ἄλλων τόσων ἐτῶν (Γεν. μα',26,27). Διότι ἀποτελεῖ βασικὸν ἀξίωμα τῆς ἀρετῆς νὰ ἀρχίζῃ ἀπὸ τὶς εὐεργεσίες, καὶ νὰ προπαρασκευάζῃ τὴ χάριν. Ὅθεν καὶ ὁ Δαβὶδ λέγει: Ἔλεος καὶ κρίσιν ἄσομαί σοι Κύριε (Ψαλ. ρ',1). Προηγεῖται ἡ χάρις τῆς εὐεργεσίας, ἀκολουθεῖ ἡ αὐστηρὰ κρίσις τῆς νηφάλιας πειθαρχίας. Λοιπὸν τὸ νὰ προαποστέλλωνται τὰ ἀγαθὰ εἶναι κάτι τὸ θεϊκόν, τὸ νὰ ἀλλάζωσιν ἀφαιρούμενα εἶναι ἐκ δικῆς μας ὑπαιτιότητος.
7. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τὸ δηλώνει λέγων: "Οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις... διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας" (Γεν. στ',3). Τὸ ἅγιον Πνεῦμα εἶναι πνεῦμα σοφίας, πνεῦμα γνώσεως. Ἔχει σοφίαν, ἔχει καὶ πειθαρχίαν, ὅπως λέγει ἡ Γραφὴ καὶ περὶ τοῦ Βεσελεήλ,ὁ ὁποῖος διὰ θείου χρησμοῦ διετάχθη νὰ κατασκευάσῃ ἱερὰν σκηνήν: Διότι ἐνεπλήσθη πνεύματος συνέσεως καὶ πειθαρχίας (Ἐξ. λα',3). Αὐτό, λοιπόν, τὸ πνεῦμα δίδεται εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ δὲν παραμένει. Γιὰ ποιὸ λόγο ὅμως δὲν παραμένει, ὡς αἰτία φέρεται, τὸ ὅτι: εἶναι σάρκες. Διότι ἡ φύσις τῆς σαρκὸς ἀντιμάχεται τὴν πειθαρχίαν, ἐπειδὴ ἡ σάρκα ἀκολουθεῖ τὴν ἐπιθυμίαν. Τέλος, περὶ μόνου τοῦ Κυρίου "Ἐφ' ὅν ἂν ἴδητε τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ' αὐτόν, οὗτος ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ" (Ἰω. α',33). Δηλαδὴ ἔμενεν εἰς αὐτόν, ἀπ' τὸν ὁποῖον κανένα κώλυμα διαφθορᾶς σαρκικῆς δὲν (τὸ) ἀνακαλοῦσεν, ἀπὸ τὸ νὰ διακρατῇ (αὐτὸς) τὴν τάξιν τῆς ἀδιαφθόρου καὶ ἀνοθεύτου πειθαρχίας, (καὶ) τοῦ ὁποίου ἡ σάρξ δὲν εἶδε διαφθοράν.
Κεφάλαιον Δ'
Περὶ τοῦ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἦσαν ὅμοιοι μὲ τοὺς γίγαντες, ποὺ ἔζησαν στὴν ἐποχὴν τοῦ Νῶε, διότι ἐσπούδαζαν εἰς τὴν λατρείαν τῆς σαρκός τους. Ποιοὶ ὀνομάζονται υἱοὶ Θεοῦ• καὶ ἕνεκα ποιᾶς συμφωνίας λέγεται ὅτι ὁ Θεὸς ὀργίσθη καὶ ἐκινήθη (κατ' αὐτῶν): καὶ ἀκόμη γιατὶ ἀφανισθεισῶν τῶν ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου ἀφροσυνῶν, ὁ Νῶε εὗρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
8. Οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ τῆς γῆς κατ' ἐκείνας τὰς ἡμέρας (Γεν. στ',4). Ὁ συγγραφεὺς τῆς ἁγίας Γραφῆς δὲν προτίθεται νὰ μᾶς δώσῃ νὰ ἐννοοῦμεν ὅτι μίλησεν ὅπως οἱ ποιηταὶ γιὰ ἐκείνους τοὺς γίγαντες τοὺς υἱοὺς τῆς γῆς: ἀλλὰ (μᾶς) διαβεβαιώνει ὅτι αὐτοὶ γεννήθηκαν ἐκ (τῆς) μίξεως ἀγγέλων καὶ γυναικῶν, (καὶ) τοὺς ὁποίους ὀνομάζει μ' αὐτὴν τὴν λέξιν, θέλων νὰ ἐκφράσῃ τὸ μέγεθος τοῦ σώματός των. Καὶ ἂς ἐξετάσωμεν, μὴ τυχὸν ὅμοιοι μὲ γίγαντες ἦσαν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ σπούδαζαν νὰ λατρεύουν τὴν σάρκα τους, (καὶ) οἱ ὁποῖοι δὲν ἔδειχναν καμιὰ φροντίδα γιὰ τὴν ψυχήν: ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὸ μῦθον τῶν ποιητῶν βγῆκαν (ἀπ' τὰ σπλάχνα) τῆς γῆς, πεποιθότες μὲ ἁβρότητα εἰς τὸ σῶμα τους, καὶ ἀναφέρεται ὅτι ἔδειξαν καταφρόνησιν πρὸς τοὺς ἀνωτέρους. Ἆράγε πρέπει νὰ θεωρηθοῦν ἀνόμοιοι (πρὸς τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους) ὅσοι, ἂν καὶ συνίστανται ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος, ἀποστρέφονται τὴ δύναμιν τοῦ νοῦ, ἀπ' τὸν ὁποῖον ἡ ψυχὴ δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο πολυτιμότερο καὶ ἐπιδεικνύουν ἑαυτοὺς ὡς μιμητὰς αὐτῆς τῆς σαρκὸς εἴτε ὡς κληρονόμους μητρικῆς ἡλιθιότητος; Ὅθεν εἰς μάτην κοπιῶσιν προσπαθοῦντες νὰ σφετερισθῶσιν τὸν οὐρανὸν μὲ μεγαλαυχίες καὶ ἐνδιατρίβοντες εἰς γήϊνα ἔργα, αὐτοὶ ποὺ μετέχουν εἰς τὴν ἐπιλογὴν τοῦ κατωτέρου, καὶ εἰς τὴν καταφρόνησιν τοῦ ἀνωτέρου, (καὶ) ὡς ἔνοχοι θεληματικῶν ἁμαρτημάτων καταδικάζονται μὲ μεγαλύτερην αὐστηρότητα.
9. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ Γραφὴ ὀνομάζει τοὺς Ἀγγέλους υἱοὺς Θεοῦ• ἐπειδὴ οἱ ψυχὲς δὲν γεννῶνται ἀπὸ κανένα ἄνθρωπον. Ὁ Θεὸς ὅθεν δὲν καταφρονεῖται μὲ τὸ νὰ ὀνομάζωμεν υἱούς του τοὺς πιστοὺς ἄνδρας. Ὅπως, λοιπόν, οἱ ἄνδρες τῆς εὐλογημένης ζωῆς ὀνομάζονται υἱοὶ Θεοῦ (Ἰώβ α',6. Ψαλμ. ρλα',6), ἔτσι αὐτούς, τῶν ὁποίων τὰ ἔργα εἶναι σαρκικά, τοὺς ὀνομάζομεν, κατὰ τὴν αὐθεντίαν τῆς Γραφῆς, υἱοὺς σαρκός. Διότι λέγει ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι: Ὅσοι ἔλαβον τὸν Κύριον Ἰησοῦν, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ἐξουσίαν νὰ γίνωσιν υἱοὶ Θεοῦ, αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν εἰς τὸ ὄνομά του, οἱ ὁποῖοι ὄχι ἐξ αἱμάτων, οὔτε ἐξ ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, οὔτε ἐκ θελήσεως ἀνδρός, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν (Ἰω. α',12,13). Γι' αὐτὸ λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι μετὰ ταῦτα ὀργίσθη ὁ Κύριος, ἐπειδὴ, ὅσον κι' ἂν σκέφθηκε, δηλαδὴ, γνώριζεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος, τοποθετηθεὶς εἰς περιοχὴν τῆς γῆς, φέρων σάρκα, ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι χωρὶς ἁμαρτίαν (διότι ἡ γῆ εἶναι σὰν κάποιος τόπος πειρασμῶν καὶ ἡ σὰρξ θέλγητρον πρὸς διαφθοράν), ὅμως ἐπειδὴ (οἱ ἄνθρωποι) ἔχουν νοῦν ἱκανὸν διὰ τὴν δύναμιν τῆς λογικῆς ἐγκεχυμένον καὶ στὴν ψυχὴν καὶ στὸ σῶμα, περιπίπτουν εἰς σφάλματα ἀπ' τὰ ὁποῖα ὀφείλουν νὰ ἀνακαλέσωσιν ἑαυτούς. Διότι οὔτε ὁ Θεὸς σκέπτεται ὅπως οἱ ἄνθρωποι, ὥστε δηλαδὴ μιὰ νέα γνώμη νὰ διαδέχηται τὴν παληὰν μέσα του• οὔτε ὀργίζεται σὰν μεταβλητός, ἀλλὰ γι' αὐτὸ ἀναγινώσκονται αὐτά, διὰ νὰ ἐκφράζηται ἡ δεινότης τῶν ἰδικῶν μας ἁμαρτημάτων, ἡ ὁποία ἀξίζει (νὰ προκαλέσῃ) τὴ θείαν ἀπέχθειαν• τόσον τὸν κοσκινίζει ἡ ἁμαρτία (τὸν ἄνθρωπον) ὥστε ὁ Θεὸς, ὁ ὁποῖος φύσει δὲν κινεῖται ἀπὸ κανένα θυμὸν ἢ μῖσος ἢ πάθος νὰ θεωρῆται ὅτι προκαλεῖται εἰς ὀργήν.
10. Ἀπείλησεν ἐπίσης ὅτι θὰ ἀφανίσῃ τὸν ἄνθρωπον: Εἶπεν: Θὰ ἐξολοθρεύσω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον μέχρι τὰ κτήνη καὶ ἀπὸ τὰ ἑρπετὰ μέχρι τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ (Γεν. στ.7. ζ',4). Σὲ τὶ ἔβλαψαν τὰ ἄλογα ζῶα; Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκεῖνα εἶχαν γίνει χάριν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀφανισθέντος αὐτοῦ γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγιναν, ἦταν ἑπόμενο, νὰ ἐξολοθρευθῶσιν κι' αὐτά, διότι δὲν ὑπῆρχεν ποιὸς νὰ τὰ χρησιμοποιήσῃ. Ἐκεῖνο φανερώνεται νὰ ἔχῃ ἕνα ὑψηλότερο νόημα, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι νοῦς ἱκανὸς γιὰ λογικήν• διότι ὁ ἄνθρωπος ὁρίζεται ὡς ἔμβιον ζῶον, θνητόν, λογικόν. Τοῦ κυρίου, λοιπόν, μέρους ἀποθανόντος καὶ πᾶσα αἴσθησις συναποθνήσκει• διότι οὐδὲν ὑπόλειμμα σώζεται καὶ ἐπιζεῖ, ὅταν τὸ θεμέλιον τῆς σωτηρίας, δηλαδὴ ἡ ἀρετή, ἀπολείπῃ. Λέγεται δὲ ὅτι ὁ Νῶε εὗρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πρὸς καταδίκην τῶν λοιπῶν καὶ πρὸς ἔκφρασιν τῆς θείας εὐσεβείας (τοῦ Νῶε). Συγχρόνως δεικνύεται ὅτι τὸ δίκαιον ἄνθρωπον δὲν τὸν ἐπισκιάζει ἡ προσβολὴ τῶν ἄλλων, ὅταν ὁ ἴδιος διατηρῆται (γιὰ νὰ χρησιμεύσῃ) ὡς φυτώριον τοῦ (ἀνθρωπίνου) γένους, καὶ ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖται ὄχι ἕνεκα εὐγενικῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀξιότητα τῆς δικαιοσύνης καὶ τελειότητός (του). Διότι γιὰ τὸν χρηστὸν ἄνδρα εὐγενὴς καταγωγὴ εἶναι ἡ ἐκ τῆς ἀρετῆς• διότι ὅπως οἱ ἄνθρωποι ἀποτελοῦν (εὐγενὲς) τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι καὶ οἱ (μυϊκὲς) δυνάμεις συνιστοῦν τὴν εὐγένειαν τῶν ζώων. Διότι βέβαια οἱ οἰκογένειες τῶν ἀνθρώπων λαμπρύνονται μὲ τὴ δόξαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων: ἐνῶ ἡ χάρις τῶν ζώων λαμπρύνεται μὲ τὴν λάμψη τῆς δυνάμεώς των.
Κεφάλαιον Ε'
Περὶ τοῦ ὅτι ἡ γῆ διεφθάρη ἕνεκα τῆς ἀδικίας τῶν ἀνθρώπων• ὡσαύτως ὅτι ὁ καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου κατανοεῖται ὅτι εἶναι διττός• τέλος ὅτι ἡ (λέξις) σὰρξ ἐκλαμβάνεται ἀντὶ ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὰ θέλγητρα τῆς ὁποίας διαφθείρεται ἡ ψυχή μας.
11. Διεφθάρη δὲ ἡ γῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐγέμισεν ἀδικίαν (Γεν. στ',11. Ἡ αἰτία τῆς γήϊνης διαφθορᾶς εἶναι φανερή, διότι ἡ ἀδικία τῶν ἀνθρώπων διέφθειρεν τὴ γῆν. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς λέγει: "Ὁ καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου ἦλθεν ἐνώπιόν μου. Διότι γέμισεν ἡ γῆ ἐκ τῶν ἀδικιῶν των" (αὐτόθι 13). Ὁ καιρὸς βέβαια πάντων τῶν ἀνθρώπων εὑρίσκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν θέλησίν του. Διότι δὲν ἀναρτᾶ (ὁ Θεὸς), ὅπως κοινῶς λέγουν, μοιραῖαν καταδικαστικὴν ἀπόφασιν: ἀλλὰ ὅμως εἰδικὰ ἐδῶ νομίζω πὼς ἐλέχθη, διότι ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος θὰ ἀπολυτρώσῃ διὰ τοῦ πάθους τοῦ σώματός του τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καὶ διότι θὰ καθαρίσῃ μὲ τὸ αἷμα του καὶ μὲ τὸ μυστήριον τοῦ βαπτίσματος, λέγει: Πάτερ ἐλήλυθεν ἡ ὥρα• δόξασόν σου τὸν Υἱόν, ἵνα καὶ ὁ Υἱός σου δοξάσῃ σε (Ἰω. ιζ',1). Λοιπὸν ὅπως εἰς τὸν κατακλυσμὸν διεσώθη διὰ τῆς κιβωτοῦ τοῦ Νῶε τὸ ὑπόλειμμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διὰ νὰ γίνῃ φυτώριον μελλοντικῆς ἐπανόρθωσης καὶ ἀνανέωσης, ἔτσι προέθεσεν ἐδῶ• Ὁ καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου ἦλθεν• διότι γέμισεν ἡ γῆ ἐκ τῶν ἀνομιῶν των. Αὐτὸ ἐν εἰκόνι• ἐν ἀληθείᾳ ὅμως λέγει: Τὰ ὑπολείμματα διὰ τῆς ἀγάπης τῆς χάριτος ἐσώθησαν (Ρωμ. ια',5). Καὶ γι' αὐτὰ κραυγάζει ὁ Ἀπόστολος λέγων: Ἐπερίσσευσεν ἡ ἁμαρτία, ἵνα ὑπερπερισσεύσῃ ἡ χάρις (Ρωμ. ε',20).
12. Εἶπεν: Διέφθειρεν πᾶσα σὰρξ τὴν ἑαυτῆς ὁδὸν (Γεν. στ',12). Ἔθεσεν ἐδῶ (τὴ λέξιν) σὰρξ πρὸς δήλωσιν τοῦ γήϊνου ἀνθρώπου, ἐν τῷ ὁποίῳ ἡ γοητεία τῆς σαρκὸς διέφθειρεν τὴν ὁδόν του. Αὐτὸς ἐὰν εἶχεν καταλάβῃ τὶ δῶρον εἶχεν λάβῃ παρὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ πάθαινε ὥστε ἡ σὰρξ νὰ ἀνθίσταται στις ἀρετὲς τῆς ψυχῆς. Ὅθεν ἡ σὰρξ ἀποτελεῖ τὴν καταγωγὴν καὶ τὸν τόπον τῆς ἐπιθυμίας, ἐκ τῆς ὁποίας, σὰν ἀπὸ πηγῆς ἀναβλύζουν τὰ ῥεῖθρα τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν κακῶν παθῶν καὶ κρυφὰ ἐργάζονται. Εἰς αὐτὰ βυθίζεται ὑπό ἐκτιναχθέντος κωπηλάτου κάποιο κουπὶ τῆς ψυχῆς ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ νοῦς σὰν νὰ ἔχῃ ἡττηθῆ ἀπὸ κάποιες καταιγίδες καὶ θύελλες παραχωρεῖ τὸν δικόν του τόπον.
Ὡραῖα ὅμως λέγει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος διέφθειρεν τὴν ὁδὸν τῆς φύσεώς του. Διότι ἡ ὁδός του ἐν τῷ παραδείσῳ εὑρίσκετο εἰς ἐκείνην τὴν τρίβον τῶν μακαριοτήτων, εἰς ἐκείνην τὴν ἀκμὴν τῶν ἀρετῶν καὶ εἰς ἐκείνην τὴν ἀδιάφθορον χάριν, τὴν ὁποίαν ὁδὸν ἐμόλυνεν μὲ γήϊνους ῥύπους. Κάποιοι ἄλλοι προτιμοῦν (τὴν γραφήν): "Τὴν ὁδὸν αὐτοῦ" δηλαδὴ "τοῦ Θεοῦ". Αὐτὸ (ὅμως) πρέπει νὰ τὸ (ἀπο)δείχνουν μὲ τὸ λόγον τοῦ Κυρίου.
Κεφάλαιον ΣΤ'
Περὶ κατασκευῆς τῆς κιβωτοῦ, ἐν τῇ ὁποίᾳ περιγράφεται ἡ μορφὴ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος• καὶ αὐτοῦ τὰ κοιλώματα σημαίνουν τὰ ἐπὶ μέρους μέλη τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Πῶς διαγράφονται ἐκεῖνες οἱ πίσσες (τῆς κιβωτοῦ), σὰ σταθερὲς συνοχές τους (τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος).
13. Ἀλλὰ ἤδη λεκτέον γιὰ τὴν ἴδιαν τὴν κιβωτὸν τοῦ Νῶε, τὴν ὁποίαν, ἐὰν κανεὶς αὐστηρότερον θεωρήσῃ, θὰ εὕρῃ, πρὸς οἰκοδομήν του, νὰ ἀποτελῇ περιγραφὴν τῆς μορφῆς τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Διότι τὶ εἶναι (αὐτὸ) ποὺ λέγει ὁ Θεός: "Ποίησον οὖν σεαυτῷ κιβωτὸν ἐκ ξύλων τετραγώνων" (Γεν. στ',14); Βέβαια ὀνομάζομεν τετράγωνον, αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἴσιες πλευρὲς ποὺ ἰσοῦνται δηλαδὴ μεταξύ τους. Ὅθεν καὶ ὁ Θεὸς ὁ πλάστης τοῦ σώματος εἶναι ἐπὶ πλέον καὶ δημιουργὸς τῆς φύσεως, καὶ μ' αὐτὰ τὰ λόγια σημαίνεται ὅτι τὸ ἴδιο τὸ ἔργο (Του) εἶναι τέλειον. Εἶναι φανερὸς, λοιπόν, ὁ λόγος γιατὶ (ὀνομάζονται ὅτι) εἶναι τετράγωνα τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν θεωρήσῃς τὸ στῆθος τοῦ ἀνθρώπου, θεωρήσῃς τὴν κοιλίαν ἰσόμετρην στὸ μῆκος καὶ στὸ πλάτος, ἐὰν (βέβαια) τὸ φυσικὸ μέτρο της δὲν ξεφεύγῃ ἀπ' τὰ ὅρια, διογκωμένης τῆς κοιλίας λόγῳ ὑπερβολικῶν ὁρέξεων καὶ εὐωχιῶν.
Ἢδη οἱ πόδες, οἱ χεῖρες, οἱ βραχίονες, οἱ μηροί, οἱ κνῆμες ὅτι εἶναι (μὲ τὴν ἀνωτέρω σημασίαν τῆς τελειότητος) τετραγωνισμένα ποιὸς δὲν τὸ παρατηρεῖ μὲ τὸ βλέμμα του; Εἶναι δὲ (τετράγωνα, δηλαδή, τέλεια) τὰ πλείονα αὐτῶν, κι' ἄν δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο μῆκος καὶ πλάτος• ὅμως αὐτὰ τόσον πολὺ ἐξυπηρετοῦν τὴν ἀναλογίαν, ὥστε σ' αὐτὰ συντρέχουν τὸ ἀνάλογον μέτρον (τους) καὶ ὁ λόγος (τους):τὸ μῆκος εἶναι πληθωρικότερο ἀπὸ τὸ πλάτος καὶ τὸ πλάτος ἀπὸ τὸ ὕψος. Καὶ ὅπως στὰ ξύλα τῆς κιβωτοῦ, (ἔτσι κι' ἐδῶ) οἱ διαστάσεις εἶναι τρεῖς. Ἐὰν βέβαια τὸ μῆκος τριακοσίων πήχεων καὶ τὸ πλάτος πενῆντα πήχεων καὶ τὸ ὕψος τριάντα πήχεων διέταξεν ὁ Θεὸς νὰ ἐκτελεσθῇ• ἔτσι καὶ στὸ σῶμα μας ὑπάρχει ἡ μεγίστη, ἡ μεσαία καὶ ἡ ἐλαχίστη διάσταση.
Ἡ μεγίστη κατὰ τὸ μῆκος, ἡ μεσαία κατὰ τὸ πλάτος, καὶ ἡ ἐλαχίστη κατὰ τὸ ὕψος: ὅλον δὲ τὸ σῶμα φαίνεται νὰ ἀποτελῆται τετραγωνισμένον ἀπὸ ἐπὶ μέρους μέλη. Διότι εἶναι καὶ ἔθος νὰ ὀνομάζωμεν τετράγωνους αὐτοὺς ποὺ δὲν θεωροῦμεν οὔτε ὑπερμεγέθεις στὸ μῆκος καθὼς καὶ τοὺς δυνατοὺς μὲ ρωμαλεότητα σωματικήν.
14. Ἐπὶ πλέον τὸ τὶ θέλει νὰ πῇ μ' αὐτὸ, ποὺ λέγει: "Νοσσιὰς ποιήσεις εἰς τὴν κιβωτὸν", οὐδαμῶς φαίνεται ὅτι πρέπει νὰ ἀποσιωπηθῇ. Νομίζω ὅτι φυσικῶς ὀνομάσθη σὰν "νοσσιὰ" ἐκ τοῦ ὅτι εἶναι ὅλως συνυφασμένο μὲ τὸ δικό μας σῶμα: ἵνα τὸ ζωτικὸν πνεῦμα διαπεράσῃ ὅλα τὰ μέρη τῶν σπλάχνων καὶ διαχυθῆ ἐκ τῆς δικῆς μας κυριότητος διὰ τῶν κάθε ἀρθρώσεων. Φωλεὲς βέβαια εἶναι οἱ ὀφθαλμοί μας, διὰ τῶν ὁποίων καὶ διαχέεται ἡ ὅρασις. Φωλεὲς εἶναι τὰ κοιλώματα τῶν αὐτιῶν, διὰ τῶν ὁποίων ἐγχέεται ἡ ἀκοὴ καὶ σὰν σὲ μεγάλο λάκκο ἀπολήγει. Φωλεὰ εἶναι (ἡ κοιλότης) τῶν ῥουθουνιῶν, ποὺ ἕλκει τὴν ὄσφρησιν. Τετάρτη φωλεὰ καὶ μεγαλύτερη τῶν λοιπῶν εἶναι τὸ χάσμα τοῦ στόματος, στὸ ὁποῖον τρέφεται μέχρι νὰ αὐξηθῇ ἡ γεύση• καὶ ἀπὸ ὅπου βγαίνει ἡ φωνή. Σ' αὐτὴ (τὴ φωλιὰ) κρύπτεται ἡ γλῶσσα ἡ ὁποία σὰν ὄργανον τῆς φωνῆς ρυθμίζει τοὺς ἤχους της μὲ ἔντεχνη γλυκύτητα. Καὶ ἂν καὶ ἡ ἴδια εἶναι ἐξωλογική, τὴ λογικὴν φωνὴν ἐκφράζει. Φωλεὰ εἶναι τὸ κρανίον. Φωλεὰ εἶναι ἐκείνη ἡ μεμβράνη ποὺ θάλπει καὶ ἐμπεριλαμβάνει τὸν ἐγκέφαλον. Φωλεαὶ εἶναι τὰ ἐσωτερικὰ ὄργανα, δηλαδὴ οἱ πνεύμονες καὶ ἡ καρδιά. Ὁ πνεύμονας εἶναι φωλεὰ βέβαια τῆς πνοῆς μας αὐτῆς ποὺ εἰσπνέομεν, καὶ μὲ τὴν ὁποίαν τρεφόμεθα εἰς αὐτὴν τὴν ζωήν: ἡ δὲ καρδία εἶναι φωλεὰ τοῦ αἵματος καὶ τῆς πνοῆς. Διότι αὐτὴ ἔχει δύο κοιλίες: μίαν, διὰ τῆς ὁποίας (ἡ καρδία) σὰν σὲ κάποιον κόλπον δέχεται τὸ αἷμα• καὶ (τὸ) μεταβιβάζει στὶς φλέβες: ἄλλην, διὰ τῆς ὁποίας ἡ ἐξ ἐκείνου τοῦ ἀνωτέρου (κόλπου) ἄρδευσις ὁδηγεῖ στὶς ἀρτηρίες διὰ διπλῆς κινήσεως. Καὶ τὰ ὀστᾶ, σκληρότερα, ἔχουν τὶς φωλιές. Διότι εἶναι μέσα κρυμμένα, εἰς τὰς ὁποίας ὀπὰς ὑπάρχει ὁ μυελός. Στὰ ἴδια τὰ μαλακότερα σπλάχνα εὑρίσκονται οἱ φωλιὲς τῆς ἐπιθυμίας ἢ τοῦ πόνου. Καὶ ἄλλα ἄν θεωρήσῃ κανείς, καὶ τότε θὰ βρῆ πολλὲς φωλεὲς σ' αὐτὸ τὸ ἐργοστάσιο ποὺ λέγεται ἀνθρώπινο σῶμα. Νομίζω ὅθεν ὅτι εἶπεν καὶ ἐκεῖνο στὸν Ψαλμὸν ὄχι μόνον μυστικῶς, ἀλλὰ καὶ φυσικῶς. Διότι καὶ τὸ στρουθίον εὗρεν δι' ἑαυτὸ οἰκίαν και ἡ τρυγόνα νοσσιὰν ὅπου θὰ τοποθετήσῃ τοὺς νεοσσούς της. (Ψαλ. ρλγ',4). Διότι ἤδη ὑπάρχει σ' αὐτὸ τὸ σῶμα φωλεὰ αἰδημοσύνης, εἰς τὸ ὁποῖον (προηγουμένως) ὑπῆρχεν φωλεὰ ἐπιθυμίας παραλόγου. Διότι, ὅπου πρὶν ἀπ' τοὺς αἰσχροὺς τοκετοὺς ἐτρέφετο ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός, ἐκεῖ τώρα αὐξάνει ἡ κληρονομία τῆς εὐπρεποῦς ἁγνότητος.
15. Εἶπεν "καὶ ἀσφαλτώσεις αὐτὴν τῇ ἀσφάλτῳ" (Γεν. στ',14). Ἐκ πολλῶν ὀστέων καὶ νεύρων καὶ λοιπῶν ἄλλων συνίσταται τὸ ἀνθρώπινον σῶμα. Προσαρτᾶ λοιπὸν στὸν ἑαυτόν του συνηρμοσμένον μὲ κατάλληλη συναρμογὴν ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν καὶ συγκρατεῖται (τὸ σῶμα) δι' ἰδικῆς του ἱκανότητος, τὴν ὁποίαν οἱ Ἕλληνες ὀνομάζουν "ἁφήν"• (ἔτσι) ὥστε ἔσω μὲν ἐγκλεισμένη ἡ πνοή, ποὺ εἰσπνέεται, εἴτε ἡ πνευματικὴ οὐσία, ἡ ὁποία ἔσωθεν ἐνεργεῖται, σὰν ἀπὸ δίδυμα δεσμὰ συσφιχθεῖσα δὲν ἐξατμίζεται: ἀλλὰ συνέχεται πρὸς κατάλληλον καὶ συνεχῆ καὶ ἐγγυημένην συνάφειαν. Γι' αὐτὸ διατάζεται (ὁ Νῶε) νὰ συσφίξῃ τὴν κιβωτὸν μὲ πίσσα• διότι ἡ πίσσα εἶναι φυσικὸν ἰσχυρὸν συγκολλητικόν. Ὅθεν καὶ ὀνομάζεται εἰς τὴν ἑλληνικὴν "νάφθα" ἐκ τοῦ (ρήματος) "συνάπτειν", διότι συνάπτει τὰ διεστῶτα καὶ συσφίγγει μὲ δεσμὸ ἀδιάλυτον, ἔτσι ὥστε νὰ πιστεύῃς ὅτι ὑπάρχει φυσικὴ ἑνότης (στὰ δύο αὐτά). Γι' αὐτὸν τὸ λόγον ἡ κιβωτὸς ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν συγκολλᾶται μὲ πίσσαν, διὰ νὰ μὴ διαλυθῇ εὔκολα ἐκείνη ἡ συνοχή.
Κεφάλαιον Ζ'
Συγκρίνεται ἡ κιβωτὸς τοῦ Νῶε πρὸς τὴν Κιβωτὸν τῆς διαθήκης• ἀποδεικνύεται ὅτι διὰ τῶν διαστάσεων ταύτης δηλοῦται ὅτι τὰ ἐπὶ μέρους μέλη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος συνετέθησαν γιὰ ὡρισμένην χρῆσιν καὶ εὐπρέπειαν.
16. Ἀλλοῦ ὅμως, δηλαδὴ εἰς τὴν Ἔξοδον ἡ Κιβωτὸς ἐπὶ πλέον ἐπιχρυσώνεται ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν (Ἐξ. κε',11), ἡ ὁποία εἰς τὰ ἱερὰ πράγματα ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς μιμήσεως τοῦ νοητοῦ κόσμου. Διότι ὅπως τὸ χρυσάφι εἶναι πολυτιμότερον τῆς πίσσης, ἔτσι καὶ ἐκείνη ὁποία εἶναι Κιβωτὸς ἀφιερωμένη εἰς τὰ ἱερὰ ἀντικείμενα εἶναι πολυτιμότερη ταύτης. Τέλος, ἐδῶ ἁπλῶς ἔβαλε ξύλα: ἐκεῖ ὅμως χρησιμοποίησεν μὲν ξύλα, ἀλλὰ ἄσηπτα, δηλώνων (ἔτσι) τὶς ἀξιομισθίες τῶν ἁγίων. Προσέθεσε ἀκόμη ὅτι ἐκεῖ τὰ ὑποστηρίγματα εἶναι σταθερά, διὰ τὸν λόγον ὅτι ἡ στάσις τῶν ἁγίων εἶναι ἀκίνητη καὶ σταθερά: διότι ἀκολούθησαν τὴν τρίβον τῆς ἐπαινετῆς ζωῆς μὲ ὁδηγὸν τὴν ἀρετὴν παρεκκλίνοντες ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τῆς διαφθορᾶς. Αὐτὴ δὲ ἡ Κιβωτὸς (τῆς Διαθήκης), σὰν λόγῳ κατακλυσμοῦ, ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ ἀβέβαιες μετακινήσεις μετεκινεῖτο• ἐπειδὴ ἡ κατάστασις τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι ῥευστὴ καὶ οἱ βίοι τους σὰν διὰ κάποιου κατακλυσμοῦ τῶν πλημμυριζόντων παθῶν, μὲ βλαβερῆ διαφθορὰν ἕνεκα ἀσταθοῦς πλάνης περιπλανῶνται.
17. Οὔτε ἐκεῖνο πρέπει νὰ παραλείψωμεν τὸ ὁποῖον, ἀφοῦ εἶχεν εἶπε: "Καὶ θὰ κάνῃς κιβωτὸν μήκους τριακοσίων πήχεων καὶ πλάτους πεντήκοντα πήχεων καὶ ὕψους τριάκοντα πήχεων", προσέθεσεν: "Ἐπισυνάγων ποιήσεις τὴν κιβωτὸν καὶ εἰς πῆχυν συντελέσεις αὐτὴν ἄνωθεν" (Γεν. στ',15 καὶ 16): Ἵνα διὰ διακοσμήσεως τετραγωνίσῃ (δηλαδὴ τελειοποιήσῃ) τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀνθρώπου ἐν σχέσει πρὸς τὸ λοιπὸν σῶμα πρὸς χάριν τοῦ ταιριαστοῦ της μέτρου καὶ (ἵνα) σὰν βασιλικὴν (κεφαλὴν) συνάψῃ πρὸς τὴν κιβωτόν, ἐκ τῆς ὁποίας (κεφαλῆς) νὰ μεταδίδωνται τόσον ὅλες οἱ αἰσθήσεις πρὸς τὰ ἄλλα μέρη (τοῦ σώματος) ὅσον καὶ νὰ ἀτενίζουν τὰ μάλιστα οἱ ὀφθαλμοί ἄνωθεν, σὰν παρατηρητὲς καὶ φύλακες τοποθετημένοι ἐκ τῆς προνοίας τῆς φύσεως πλησίον ὅλης τῆς κατάστασης τοῦ κόσμου μας. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ νοῦς ἐκεῖ ἐντοπισμένος, κατὰ τὴ γνώμην τῶν πλείστων, καὶ μάλιστα τοῦ Σολομῶντος, ὁ ὁποῖος λέγει: Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ σοφοῦ ἐν κεφαλῇ αὐτοῦ (Ἐκκλ. β',14): σὰν σὲ αὐτοκρατορικὴν Αὐλὴν τοῦ δίδει συμβουλὴν γιὰ ἀρετές, ἕνεκα τοῦ ὁποίου συναθροισθείσης τῆς ἀκολουθίας καὶ ἡ ἴδια φροντίζει (κυττάζει πίσω) καὶ σὰν ἔκ τινος ἀναγγελθέντος φυλακίου κάνει κοινωνὸν ὁλοκλήρου τοῦ σώματος, δίνει ἀπαντήσεις, διὰ τοῦ ὁποίου (καὶ) δυνάμεθα ὄχι μόνον ἐμᾶς τοὺς ἴδιους νὰ φροντίσωμε, ὄχι μόνον νὰ δοῦμε αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει μπροστὰ στὰ πόδια μας, ἀλλὰ καὶ νὰ κυττάζωμε ἐξεταστικὰ μὲ βαθειὰ θεωρία σοφίας τὰ μυστικὰ τοῦ ἴδιου τοῦ οὐρανοῦ. Ἐδῶ, λοιπόν, ἀποκτᾶται τὸ κεφάλαιον τῆς σωτηρίας μας, ἐδῶ ἡ χάρις. Ἐκεῖ ἡ φύλαξις, ἐκεῖ ἀκόμη ἡ ὀμορφιὰ χάριν ὁλοκλήρου τοῦ σώματος, ἡ ὁποία (ὀμορφιὰ) πρῶτα εἰς τὴν ὄψιν θάλλει. Ἁρμόζει νὰ εἶναι ἡ χάρις ἀνωτέρα τῆς βασιλικῆς Αὐλῆς, εἰς τὴν ὁποίαν ἔτσι εἶναι ἡ λάμψις, δηλαδὴ σὰ μιὰ μείζων ὅρασις.
18. Διότι κι' ἂν παρατηρήσῃς ἕνα ἕνα ὅσα εἰς τὴν μορφὴν τοῦ ἀνθρώπου συνετέθησαν πρὸς κάποιαν χρῆσιν, ὅπως οἱ ὀφθαλμοὶ διὰ τὴν ὅρασιν, τὰ ὦτα διὰ τὴν ἀκοήν, οἱ ῥώθωνες διὰ τὴν ὄσφρησιν, τὸ στόμα διὰ τὴν ὁμιλίαν, ἔτσι (αὐτὰ) ἐξυπηρετοῦν τὶς (διάφορες) χρήσεις, ὥστε (τρόπον τινα νὰ) προΐστανται τοῦ διακόσμου. Πόσον παραμορφωμένη εἶναι ἡ ὄψις τῶν τυφλῶν! Καὶ τὶ τὸ θαυμαστὸν ἐὰν ἡ ὄψις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐξ αἰτίας τῶν ὀφθαλμῶν εἶναι παραμορφωμένη, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ οὐρανὸς ὅταν δὲν ἔχῃ ἥλιον, στερῆται τοῦ διακόσμου του; Μελαγχολικὲς ἡμέρες περνᾶμε χωρὶς ἥλιον, οἱ νύχτες χωρὶς σελήνη δὲν εἶναι ἀρεστές• διότι (ἥλιος καὶ σελήνη) εἶναι σὰν κάποιοι ὀφθαλμοὶ τοῦ κόσμου. Ἀφαίρεσε τὰ φῶτα τῶν ἀστέρων, καὶ (ἀμέσως) μιὰ κάποια παραμόρφωσις, ὡς ἐκ τυφλότητος, στὸν ἴδιον τὸν οὐρανόν.
Καθαροὶ ὅσοι καλύπτουν τὸν γυμνὸν ὀφθαλμόν, καὶ σὰν κάποιαν φάλαγγα τὸν προτείνουν, γιὰ νὰ μὴ βλάπτεται ἡ κόρη (τῶν ὀφθαλμῶν) ἀπὸ κάποιον ῥύπον εἴτε ἀπὸ κόκκον σκόνης• καὶ οἱ ἴδιοι δυσανασχετοῦν, ἂν κάτι τι μπῆ μέσα, ποὺ μπορῇ νὰ βλάπτη τὸν ὀφθαλμόν• ἂν προσβληθοῦν ἀπὸ ὀφθαλμίαν, πόσον ἄπρεπον εἶναι, ἂν τὸ βλέφαρον συσπᾶται περισσότερον ἂν ξυρίζωνται τὰ φρύδια, τὰ ὁποῖα ἀπαστράπτουν σὰν πολύτιμα περιδέραια ἢ σὰν νὰ εἶναι ποικιλμένα μὲ μαργαριτάρια!
19. Καὶ τῶν αὐτιῶν ὅσον ἀναγκαία εἶναι ἡ χρῆσις, τόσον (καὶ) ἡ διακόσμησις τῆς ὄψεως: ἔτσι ὥστε ἐὰν κάποιος τὰ ἀποκόψῃ, προκαλεῖ τὴν παραμόρφωσιν ὅλης τῆς ὄψεως τοῦ προσώπου. Σ' αὐτὰ ἡ φύσις ἔτσι ἔκανε τὸ ἔργον της, ὥστε οἱ ἴδιοι οἱ ἑλιγμοὶ τῶν κοιλοτήτων φροντίζουν, ὥστε νὰ μὴ κτυπᾶ ἀπότομα ὁ ἦχος τὰ ἐνδότερα τῆς κεφαλῆς. Τελικὰ βλέπομεν ὅτι συχνὰ πολλοὶ ἐκπλήττονται ἀπὸ τὴν ἀπροσδόκητον κραυγὴν καὶ ὅτι ἐμβρόντητοι εἴτε ἕνεκα τῆς φωνῆς κάποιου εἴτε ἐκ τοῦ ἤχου τοῦ θορύβου πανικοβάλλονται. Οἱ ἴδιοι οἱ ῥύποι ποὺ δημιουργοῦνται μεταξὺ τῶν ἴδιων ἑλίκων, σὰν μιὰ κόλλα, ἐμποδίζουν τὴν ἀκοήν. Εὐθὺς ἐὰν ἡ ἔνταση κάποιου ἤχου γίνῃ σφοδρότερη, θραύεται καὶ ἐπιβραδύνεται, ἵνα προαναγγελθεῖσα μᾶλλον πραϋνθῇ, παρὰ ἀπροσδόκητη ταράξῃ τὰ ἐσώτερα. Καὶ σκώληκες ἐὰν ἐπιχειρήσουν νὰ διεισδύσουν στὸ αὐτί, συγκρατοῦνται ἀπὸ τὴν κόλλα τὴν ἐκ τῶν ῥύπων.
20. Οἱ μυκτῆρες σὰν κορυφαῖοι φαίνονται παρὰ φύσιν: ἢδη ἐὰν ἀπεκόπτοντο πῶς θὰ συνεχιζόταν νὰ ὑφίσταται ἡ ζωή, ἀφαιρεθείσης τῆς ὁδοῦ τῆς ἀναπνοῆς• δὲν θεωρεῖται σὰν ἡ ὄψις μᾶλλον τοῦ κτήνους παρὰ σὰν ὄψις ἀνθρώπου;
21. Τὸ τριχωτὸν τῆς κεφαλῆς μὲ πόσον χαριτωμένην ἀμφίεσιν καλύπτει τὴν κεφαλήν, σὰν σωματοφύλακες τῆς βασιλικῆς Αὐλῆς• γιὰ νὰ μὴ βλάπτῃ τὸν ἐγκέφαλον ὁ ἄνεμος ἢ νὰ πλήττῃ ἡ ῥαγδαία βροχὴ ἢ ὁ ἥλιος νὰ φλέγῃ. Αὐτὰ δὲ ἔτσι τὰ ἔδωσεν ἡ φύσις, ὥστε ἀνάλογα μὲ τὸ φῦλο εἴτε οἱ πρόθυμοι νὰ μένουν εὐχαριστημένοι εἴτε καὶ οἱ ἀπέχοντες• καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχὴν ἢ ἀνάλογα μὲ τὴν ποιότητα τοῦ καιροῦ καὶ τοῦ ἔτους. Εἰς τοὺς γέρους ἡ πολιότης εἰς τὰ παιδιὰ τὰ ἀλλόκοτα• εὐχαριστεῖ κατὰ τὸ καλοκαῖρι τὸ κοντὸ κούρεμα, κατὰ τὸ χειμῶνα τὸ μὲ λιγώτερη αὐστηρότητα: γιὰ τὶς γυναῖκες ἡ κόμη εἶναι πρὸς στολισμόν, ἀπρεπὴς διὰ τοὺς ἄνδρας. Τέλος ὁ Ἀπόστολος σαφέστερον τὸ ἐκφράζει λέγων: "Διότι ἡ ἴδια ἡ φύσις σᾶς διδάσκει ὅτι ὁ ἀνήρ, ἐὰν τρέφῃ κόμην, εἶναι εἰς ἀτιμίαν του: ἡ γυνὴ ὅμως ἐὰν ἔχῃ κόμην, εἶναι πρὸς δόξαν της" (Α' Κορ. ια', 14,15).
22. Τὶ νὰ εἴπω γιὰ τὸν ἴδιον τὸν βασιλικὸν οἶκον, διὰ τοῦ ὁποίου ἐκφέρονται οἱ αὐλικοὶ λόγοι, σὰν κάποιοι δεῖκτες τοῦ νοῦ μας καὶ τῆς ψυχῆς ἀλληλάγγελοι; Τὶ (δὲ) περὶ τῆς σειρᾶς τῶν ὀδόντων, οἱ ὁποῖοι διὰ τοῦ ἔργου των ὑπηρετοῦν βέβαια τὶς δυνάμεις ὁλόκληρου τοῦ σώματος καὶ εἶναι ἐπίσης ῥυθμισταὶ τῆς ἴδιας τῆς φωνῆς; Ἂν πέσουν μερικὰ ἀπ' αὐτά, ἡ φωνὴ γίνεται ἐλαττωματική.
23. Αὐτὰ περὶ τῆς κεφαλῆς (τὰ) εἴπαμε διεξοδικότερον, διότι ἔπρεπε νὰ ἐντοπίσωμεν κεφαλαιωδῶς ὅλες τὶς αἰσθήσεις, ἀπ' ὅπου ὅλες οἱ λειτουργίες τῶν ὑπολοίπων μερῶν τοῦ σώματος διαιροῦνται. Ἐγγύτατος δὲ τῆς κεφαλῆς ὁ τράχηλος ἀπὸ τοῦ νώτου, (ἐνῶ) οἱ δεξιοὶ καὶ ἀριστεροὶ βραχίονες εἶναι, ποὺ σὰν πιστὴ φρουρὰ φυλάσσουν τὴν αὐτοκρατορικὴν ἀψῖδα. Τέλος αὐτὰ τὰ ἰσχυρότερα καὶ πλησιέστερα στὴν κεφαλήν, εἶναι καὶ ἀνώτερα. Καὶ τὸ στῆθος σὰν κάποιο ἄδυτον ἱεροῦ σοφίας καὶ ὁ στόμαχος σὰν κάποιος μάρτυς, ὅπως λέγουν οἱ γιατροί, καὶ γνώστης τῶν μυστικῶν τῆς κεφαλῆς, μέτοχος τῆς συμπαθείας στὴν ὁποίαν (αὐτὸς) ὅλα τὰ δικά του, εἴτε ὑγιεινὰ εἴτε βλαβερὰ μεταδίδει. Τὰ πλευρά, οἱ γλουτοί, οἱ μηροί, οἱ κνῆμες τὸ πλάτος τῶν διαστάσεων κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον σημαίνουν• καὶ τὸ βάδισμα τῶν ποδιῶν, οἱ ὁποῖοι προβάλλουν φευγαλεότερο, γίνονται ὅμως περισσότερον λανθάνοντες ὅταν βαδίζωμεν σιγὰ ὅταν σκιρτῶμεν.