Ἀγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων -"Περί τοῦ Νῶε καὶ τῆς Κιβωτοῦ"

Λόγοι, διδαχές και παραινέσεις των Αγίων της Ορθοδοξίας μας προς διόρθωση της πορείας του βίου μας.

Moderator: inanm7

Ἀγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων -"Περί τοῦ Νῶε καὶ τῆς Κιβωτοῦ"

Unread postby inanm7 » Fri Oct 08, 2021 1:16 pm

Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων

"Περί τοῦ Νῶε καὶ τῆς Κιβωτοῦ"


Βιβλίον Ἕν

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ


Κεφάλαιον Α'

Περὶ τοῦ ὅτι πρέπει νὰ προτείνηται πρὸς μίμησιν ὑπὸ πάντων ὁ Νῶε, ἀνὴρ δίκαιος, ὅστις εἶχεν ὑπολειφθῇ πρὸς ἀνανέωσιν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων: ἵνα καὶ ἐμεῖς ἀναπαυώμεθα ἀπὸ πάσης μερίμνης τούτου ἐδῶ τοῦ κόσμου καθὼς καὶ ἐκ τῶν ἔργων τῆς ἀδικίας.


1. Ἐπιχειροῦμε νὰ παρουσιάσωμεν ἐκτεταμένα, εἰ δυνατόν, τὴν ζωήν, τὰ ἤθη, τὰ κατορθώματα καθὼς καὶ τὸ ὕψος τοῦ νοὸς τοῦ ἁγίου Νῶε. Διότι ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ προφητεία (Ἱερ. ιζ',9) ἔχει εἴπῃ ὅτι οὐδὲν δυσκολώτερον ἀπὸ τὸ νὰ καταλάβῃς τὰ ἐνδότερα τοῦ ἀνθρώπου, πόσο μᾶλλον δύσκολον εἶναι νὰ γνωρίζῃς τὸ νοῦν ἀνδρὸς δικαίου;
(Κι' αὐτὸ) ἐπειδὴ εἶναι ἄξιον, ἵνα, αὐτός, ποὺ Κύριος ὁ Θεὸς διετήρησεν πρὸς ἀνανέωσιν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, ἀποτελῇ φυτώριο δικαιοσύνης. Εἶναι ἄξιον, νὰ περιγράφωμεν καὶ ἡμεῖς αὐτὸν πρὸς μίμησιν ὑπὸ πάντων, καὶ νὰ ἀναπαυώμεθα ἐν αὐτῷ ἐκ πάσης μερίμνης τούτου τοῦ κόσμου, τὴν ὁποίαν καθημερινῶς, ἕνεκα τῶν διαφόρων ταραχῶν, ὑπομένομεν. Προκαλεῖ αἰσχύνην τὸ νὰ ἐπιβιώνωμεν τῶν τέκνων, προξενεῖ ἀποστροφὴν νὰ ἐπωφελώμεθα αὐτοῦ (τοῦ ὑλικοῦ) φωτός, ὅταν ἀκούωμεν τόσα ἐνάντια ἐκ μέρους τῶν ἐπιφανεστάτων: ποιὸς εἶναι τόσο δυνατὸς ὥστε μεθ' ὑπομονῆς νὰ ὑπομένῃ τὰ διάφορα κύματα καὶ τὶς τρικυμίες τῶν ἰδίων τῶν Ἐκκλησιῶν εἴτε παρόντα νὰ τὰ ὑφίσταται εἴτε καὶ διὰ τοῦ πνεύματος νὰ τὰ συλλαμβάνῃ; Καὶ γι' αὐτὸ αὐτὴ ἡ ἀνάπαυση ὑπῆρξεν ἐπιθυμητή• ἵνα, ἐνόσῳ θεωροῦμεν τὸν ἅγιο Νῶε μὲ μείζονα πρόθεσιν, ἡσυχάζωμεν καὶ ἡμεῖς, ὅπως πᾶν τὸ γένος ἀνεπαύθη ἐν ἐκείνῳ ἀπὸ τῶν ἔργων των καὶ ἀπὸ τὴν ἀνίαν:
2. Ὅθεν καὶ ὀνομάζεται Νῶε, (ὄνομα) τὸ ὁποῖον στὴ Λατινικὴν σημαίνει: δίκαιος εἴτε: ἀνάπαυσις. Τελικά, καὶ οἱ γονεῖς του εἶπαν ὅτι "Οὗτος διαναπαύσει ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἔργων ἡμῶν καὶ ἀπὸ τῶν λυπῶν (τῶν χειρῶν ἡμῶν), καὶ ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς κατηράσατο Κύριος ὁ Θεός" (Γεν. ε',29). Ἐπειδὴ βέβαια ἐὰν νομίζης ὅτι πρέπει νὰ ἀναφέρηται (ἡ Γραφὴ) εἰς ὅσα ἐγένοντο, διότι ἐπ' αὐτοῦ ἔγινεν ὁ κατακλυσμός, δὲν φαίνεται ὅτι ἐπῆλθεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀνάπαυσις, ἀλλὰ θάνατος: οὔτε ἀφαίρεσις τῶν συμφορῶν, ἀλλὰ συσσώρευσις τῶν δεινῶν. Ἐὰν ὅμως θεωρήσῃς τὸ νοῦν τοῦ δικαίου ἀνδρός, θὰ παρατηρήσῃς ὅτι μόνη ἡ δικαιοσύνη εἶναι, ἡ ὁποία χάριν τῶν ἄλλων μᾶλλον ἐγεννήθη, παρὰ δι' ἑαυτὴν: δὲν ἐπιζητεῖ ὅ,τι εἶναι εἰς ἑαυτὴν χρήσιμον, ἀλλ' ὅ,τι εἰς ὅλους• αὐτὴ μᾶς κάνει νὰ ἀναπαυώμεθα ἐκ τῶν ἔργων τῆς ἀδικίας, αὐτὴ (μᾶς) ἀνακαλεῖ ἐκ τῆς θλίψεως• διότι ἐφ' ὅσον πράττομεν τὰ δίκαια, οὐδὲν φοβούμεθα διὰ τὴν ἀσφάλειαν τῆς καθαρᾶς συνειδήσεως, δὲν αἰσθανόμεθα βαθεῖαν λύπην. Διότι τίποτε δὲν προκαλεῖ μεγαλυτέραν θλῖψιν, παρὰ τὸ νὰ εἶσαι ἔνοχος ἁμαρτίας. Προσέτι ἂς ἀναπαυθῶμεν ἀπὸ πάσης φροντίδος ἐπίγειας συναναστροφῆς, ἡ ὁποία (καὶ) τὸ σῶμα μας καὶ τὴν ψυχή μας ζημιώνει μὲ συχνὲς θλίψεις, καθὼς καὶ τὴν ζωὴν ἰσοπεδώνει.

Κεφάλαιον Β'

Τὶ νὰ σημαίνωσιν τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν τοῦ Νῶε, καὶ τὶ ἡ σειρὰ μὲ τὴν ὁποίαν ἐκεῖνα καταγράφονται; Αὐτὸ ἐκτίθεται διὰ τοῦ δοθέντος παραδείγματος τῆς ὑποδειχθείσης παρατάξεως καὶ τῆς φύσεώς της. Τέλος διεξοδικῶς δηλώνεται διατὶ εἰς τὰς ἀναφερθείσας γεννήσεις των ἀντιστρέφεται ἡ σειρά.


3. Ἀπ' αὐτὸν (τὸ Νῶε) γεννήθηκαν τρεῖς υἱοί, ὁ Σήμ, ὁ Χάμ καὶ ὁ Ἰάφεθ. Αὐτὰ τὰ ὀνόματα σημαίνουν (ἀντίστοιχα) τὸν ἀγαθόν, τὸν κακὸν καὶ τὸν ἀδιάφορον, διὰ νὰ φανῇ καὶ ὅτι ἡ χάρις τῆς φύσεως εἶχεν ἀγαθότητα καὶ ὅτι ἡ πεῖρα τῶν κακῶν οὐδέποτε εἶχεν ἐκλείψει καὶ ὅτι οἱ ἀδιάφοροι ἦταν σὲ ἀφθονία, τοὐτέστιν, καθάπερ σκεύη γιὰ τὶς ἀρετές. Γιὰ ποιὸ ὅμως λόγο τοποθέτησεν στὴ μέση τὸν κακόν, τὸ πρᾶγμα εἶναι σαφές: ἐπειδὴ τὸ ἀγαθὸν ἐκ φύσεως ἐνυπάρχει εἰς ὅλους: οὔτε δηλαδὴ σὰν ναυαγοὺς ἐξοκέλλει εἰς τὸ φῶς, ἀλλ' ὑπαστράπτει καὶ εἰς τὰ πλήθη• ὅπου δὲν καταπιέζονται οἱ πονηρίες ὑπὸ τῶν δοκιμασιῶν, οὔτε σὰν ἀνάπηροι καταπίπτουν: ἀλλὰ ἐξοπλίζει καὶ σκεπάζει τοὺς ἀδιάφορους μὲ καλύμματα, οἷα ἡ ὑγεία, ἡ εὐρωστία, τὰ ἀγαθὰ, ἡ ὀμορφιά, ἡ ἀοκνία, τὰ πλούτη, ἡ δόξα, ἡ ἐπιφάνεια στὴν καταγωγήν• διὰ νὰ φυλάσσωσιν τὴν ἀγαθότητα τῆς φύσεως ἐφοδιασμένοι μὲ προῖκα καὶ νὰ ἐμποδίζωσιν ἐκεῖνο τὸ κακὸν γιὰ νὰ μὴ μπορῇ (αὐτὸ) νὰ βλάπτῃ καὶ σὰν κάτι κλειστὸ νὰ τὸ στραγγαλίζωσιν.
4. Πῶς δὲν διακρίνομεν σὰν μιὰ φάλαγγα ἀρετῶν παρατεταγμένην εἰς μάχην• (ὅπου) οἱ ἀσθενέστεροι εὑρίσκονται εἰς τὸ μέσον, ἡ δεξιὰ καὶ ἡ ἀριστερὰ (πλευρὰ τῆς φάλαγγος) ἰσχυρότερες σὰν κέρατα, μὲ τὰ ὁποῖα ὁλόκληρη ἡ παράταξη ἀποκτᾶ δύναμιν; Ὅθεν καὶ κάποιος Ἕλληνας ποιητὴς λέγει: "κακοὺς δ' ἐς μέσον ἔλασσεν" (Ὁμηρ. Ἰλιαδ. Δ'), δηλαδή, τοὺς κακοὺς ὅμως εἰς τὸ μέσον ἔβαλεν. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ἡ φύσις σὰν καλὸς στρατηγός, κατὰ διαταγὴν τοῦ Θεοῦ, γνωρίζει ὅσα ἡμεῖς κάμνομεν γιὰ τὶς μάχες αὐτοῦ τοῦ κόσμου• ὅσα ἀγαθὰ ἔχει, τὰ συνέταξεν στὴν πρώτην τάξιν• ὅσα ὑπηρετοῦν, στὴ δεύτερη• ὅσα βοηθοῦν, στὴν τρίτην, διὰ νὰ καταπιέζηται ἀπὸ τὶς δυνάμεις σὰν κάποιος ἐγκλεισθεὶς εἰς τὸ μέσον ἐχθρός, ὅπου κι' ἂν προσφέρῃ ἑαυτὸν εἰς τὸ ζεῦγος τῶν τάξεων: διὰ νὰ μὴ κουράζηται κάθε μιὰ ἀπ' αὐτὲς ἐξ αἰτίας ἰσόπαλων μαχῶν καὶ γιὰ νὰ ἔχῃ τὴν ἱκανότητα νὰ διεκφεύγῃ διὰ τῶν φυσικῶν στενωπῶν καὶ ἕρπῃ κρυφίως.
5. Ἀλλά, ἐπειδὴ ὅπου γεννιῶνται (οἱ υἱοὶ Νῶε) ἐκεῖ ὑπάρχει τάξις, ὅπου ὅμως γεννοῦν, ὁ Ἰάφεθ γράφεται στὸν πρῶτον τόπο, (ἐνῶ) στὸ τρίτο ὁ Χάμ• γι' αὐτὸ γιὰ νὰ μὴ τυχὸν κάποιος αὐθαίρετα κρίνῃ ὅτι ἡμεῖς ἔχομεν εἴπει εἰς τοὺς μεταγενέστερους ἀντίθετα, δὲον νὰ ἀναπτυχθῇ διὰ μακρῶν καὶ ὁ λόγος ἐκείνου τοῦ ἐδαφίου. Τὸ ἀγαθὸν μέν, τὸ ὁποῖον ἔγκειται σὰν σὲ κάποιαν εὐγένειαν τῆς φύσεως, προηγεῖται: τὸ κακὸν ὅμως ἕπεται• διότι ὑπάρχουν ἀντίθετες πρὸς τὸ νοῦν σκέψεις, οἱ ὁποῖες ἐμφανίζονται μετὰ τὰ ἀνωτέρω δύο. Αὐτὰ, ὅσον καιρὸ εἶναι σὰν ἔνδον κλεισμένα, δὲν γεννοῦν σὰν σὲ χόρτα, καὶ καλλιεργοῦνται σὰν σὲ κάποιον κόλπον ἀγαθοῦ νοῦ, γιὰ νὰ μὴ φανοῦν ἔξω. Διότι ὅσον καιρὸν τὸ κακὸν εὑρίσκεται εἰς τὴν βούλησιν, καὶ ὄχι "ἐν τῇ ἐντελεχείᾳ" δηλαδὴ ἐν τῷ ἔργῳ καὶ ἐν τῇ πραγματικότητα, ἡ ἀγαθότης τοῦ κυβερνήτη νοῦ κωλύει δίκην ἡνιόχου εἴτε σταματᾶ τὴν κακίαν ἡ ὁποία δοκιμάζει νὰ ἐκδηλωθῇ. Ὅταν ὅμως ἀναβράσῃ καὶ ἐκδηλωθῇ ὡς ἕλκος διὰ νὰ μὴ μπορεῖ μακρύτερον νὰ ὑφέρπῃ καὶ νὰ μολύνῃ τὰ γύρω-γύρω• τότε διαδέχεται ἡ δικαία πρόνοια, διὰ νὰ μὴ τυχὸν ἐκεῖνο τὸ ἀδιάφορον τὸ ὁποῖον κοινῶς ὀνομάζουν σύμφωνον μὲ τὸ ἀγαθόν, ἀποχωρήση, ἐπειδὴ ἤδη δὲν δύναται νὰ ἀντισταθῇ στὸ ἀναβράζον κακόν. Ὅθεν διὰ νὰ μὴ διαχέῃ εὑρύτερον ὁ ἰὸς τὴν βλάβην καὶ διὰ τῆς γεννήσεως δημιουργῇ πλείονας φθοράς, ἐκεῖνο τὸ πρῶτον ἀγαθὸν τὸ ὁποῖον εἶναι φύσει ἀγαθόν, ἐνόσῳ ἀλλάζει τόπους, ἀλλάζει σειράν• διὰ νὰ φέρῃ δύναμιν εἰς τὸ κοπιῶν κέρας καὶ ἵνα καταλάβῃ αὐτὸ τὸ μέρος τῆς παρατάξεως, ὅποιο δηλαδὴ κοπιᾷ περισσότερον• διότι ἡ ἀνδρεία τοῦ πολεμιστοῦ εἶναι ἀναγκαία σὲ δυσκολότερους τόπους• ὅπως καὶ ἡ παρουσία τοῦ καλοῦ φύλακος εἶναι συχνότερη ἐκεῖ ὅπου τὰ τείχη εἶναι εὐπροσβλητότερα. Καὶ γιὰ νὰ μὴ μένῃ κάποιο μέρος χωρὶς ὑπερασπιστήν, ἐνόσῳ ἐκεῖνο τὸ ἀγαθὸν ἀντέχει τὰ ἐπικλινέστερα, τότε ἐκεῖνο τὸ ἀδιάφορον καταλαμβάνει ἀνώτερον τόπον, ὅπως ὁ ἀκρωτηριαζόμενος σὲ αὐτὸ τὸ μέλος χάριν τελειοτέρου ἀγαθοῦ• διότι τίποτε δὲν εἶναι τελειότερον τῆς ἀρετῆς. Τὰ ἀδιάφορα ὅμως δὲν ἔχουν τὴν ῥωμαλεότητα τῆς ἔγκυρης ἀρετῆς, ἀλλὰ αὐξάνουν καὶ διαχέουν τὴ χάριν. Ὁ Ἰάφεθ ὅθεν ὀνομάσθη, (μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα), τὸ ὁποῖον Λατινιστὶ σημαίνει εὗρος.

Κεφάλαιον Γ'

Περὶ τοῦ ὅτι κατὰ τὸν ἀκολουθήσοντα κατακλυσμόν τὸ πανανθρώπινο γένος διὰ τῆς τεκνογονίας ἔβριθεν τέκνων• διὰ νὰ ἀποδίδωμεν τὰ (μὲν) παρασχεθέντα ἀγαθὰ εἰς τὴν θείαν εὐμένειαν, τὴ (δὲ) ἀνάκλησή τους καθὼς καὶ τὰς ἐπιβληθείσας ποινὰς εἰς τὴν ἰδική μας ἀδικίαν.


6. Οὔτε μόνον ὁ ἅγιος Νῶε ἀφθόνησε σὲ γεννήσεις υἱῶν• ἀλλὰ καὶ σύμπασα ὡς μάλιστα ἐξεχύθη ἡ γενιὰ τοῦ τότε καιροῦ. Διότι ἕνεκα τοῦ ἀκολουθήσοντος κατακλυσμοῦ δὲν ἔπρεπε νὰ νομισθῇ ὅτι ἐξέλιπεν ἡ χάρις τῆς γονιμότητος ἀπ' ἐκείνην τὴ γενιάν, τὴν ὁποίαν τὰ ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ κατέπιαν: διὰ νὰ θεωρηθῇ (ἔργον) τῆς θείας χάριτος, ἡ ἀφθονία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους• τὸ ὅτι ἐπηκολούθησεν ὁ κατακλυσμός, αὐτὸ ἂς προσγράφηται στὶς δικές μας ἀδικίες, ἡμῶν δηλαδή, οἱ ὁποῖοι ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν μας ἀποτρέπομεν τὴν εὐσπλαχνίαν. Οὕτω καὶ εἰς τοὺς μεταγενεστέρους θὰ ἀνακαλύψῃς, ὅτι τῆς προηγηθείσης στειρότητος τῆς Αἰγύπτου προηγήθη γονιμότης ἄλλων τόσων ἐτῶν (Γεν. μα',26,27). Διότι ἀποτελεῖ βασικὸν ἀξίωμα τῆς ἀρετῆς νὰ ἀρχίζῃ ἀπὸ τὶς εὐεργεσίες, καὶ νὰ προπαρασκευάζῃ τὴ χάριν. Ὅθεν καὶ ὁ Δαβὶδ λέγει: Ἔλεος καὶ κρίσιν ἄσομαί σοι Κύριε (Ψαλ. ρ',1). Προηγεῖται ἡ χάρις τῆς εὐεργεσίας, ἀκολουθεῖ ἡ αὐστηρὰ κρίσις τῆς νηφάλιας πειθαρχίας. Λοιπὸν τὸ νὰ προαποστέλλωνται τὰ ἀγαθὰ εἶναι κάτι τὸ θεϊκόν, τὸ νὰ ἀλλάζωσιν ἀφαιρούμενα εἶναι ἐκ δικῆς μας ὑπαιτιότητος.
7. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τὸ δηλώνει λέγων: "Οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις... διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας" (Γεν. στ',3). Τὸ ἅγιον Πνεῦμα εἶναι πνεῦμα σοφίας, πνεῦμα γνώσεως. Ἔχει σοφίαν, ἔχει καὶ πειθαρχίαν, ὅπως λέγει ἡ Γραφὴ καὶ περὶ τοῦ Βεσελεήλ,ὁ ὁποῖος διὰ θείου χρησμοῦ διετάχθη νὰ κατασκευάσῃ ἱερὰν σκηνήν: Διότι ἐνεπλήσθη πνεύματος συνέσεως καὶ πειθαρχίας (Ἐξ. λα',3). Αὐτό, λοιπόν, τὸ πνεῦμα δίδεται εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ δὲν παραμένει. Γιὰ ποιὸ λόγο ὅμως δὲν παραμένει, ὡς αἰτία φέρεται, τὸ ὅτι: εἶναι σάρκες. Διότι ἡ φύσις τῆς σαρκὸς ἀντιμάχεται τὴν πειθαρχίαν, ἐπειδὴ ἡ σάρκα ἀκολουθεῖ τὴν ἐπιθυμίαν. Τέλος, περὶ μόνου τοῦ Κυρίου "Ἐφ' ὅν ἂν ἴδητε τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ' αὐτόν, οὗτος ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ" (Ἰω. α',33). Δηλαδὴ ἔμενεν εἰς αὐτόν, ἀπ' τὸν ὁποῖον κανένα κώλυμα διαφθορᾶς σαρκικῆς δὲν (τὸ) ἀνακαλοῦσεν, ἀπὸ τὸ νὰ διακρατῇ (αὐτὸς) τὴν τάξιν τῆς ἀδιαφθόρου καὶ ἀνοθεύτου πειθαρχίας, (καὶ) τοῦ ὁποίου ἡ σάρξ δὲν εἶδε διαφθοράν.

Κεφάλαιον Δ'

Περὶ τοῦ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἦσαν ὅμοιοι μὲ τοὺς γίγαντες, ποὺ ἔζησαν στὴν ἐποχὴν τοῦ Νῶε, διότι ἐσπούδαζαν εἰς τὴν λατρείαν τῆς σαρκός τους. Ποιοὶ ὀνομάζονται υἱοὶ Θεοῦ• καὶ ἕνεκα ποιᾶς συμφωνίας λέγεται ὅτι ὁ Θεὸς ὀργίσθη καὶ ἐκινήθη (κατ' αὐτῶν): καὶ ἀκόμη γιατὶ ἀφανισθεισῶν τῶν ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου ἀφροσυνῶν, ὁ Νῶε εὗρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.


8. Οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ τῆς γῆς κατ' ἐκείνας τὰς ἡμέρας (Γεν. στ',4). Ὁ συγγραφεὺς τῆς ἁγίας Γραφῆς δὲν προτίθεται νὰ μᾶς δώσῃ νὰ ἐννοοῦμεν ὅτι μίλησεν ὅπως οἱ ποιηταὶ γιὰ ἐκείνους τοὺς γίγαντες τοὺς υἱοὺς τῆς γῆς: ἀλλὰ (μᾶς) διαβεβαιώνει ὅτι αὐτοὶ γεννήθηκαν ἐκ (τῆς) μίξεως ἀγγέλων καὶ γυναικῶν, (καὶ) τοὺς ὁποίους ὀνομάζει μ' αὐτὴν τὴν λέξιν, θέλων νὰ ἐκφράσῃ τὸ μέγεθος τοῦ σώματός των. Καὶ ἂς ἐξετάσωμεν, μὴ τυχὸν ὅμοιοι μὲ γίγαντες ἦσαν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ σπούδαζαν νὰ λατρεύουν τὴν σάρκα τους, (καὶ) οἱ ὁποῖοι δὲν ἔδειχναν καμιὰ φροντίδα γιὰ τὴν ψυχήν: ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὸ μῦθον τῶν ποιητῶν βγῆκαν (ἀπ' τὰ σπλάχνα) τῆς γῆς, πεποιθότες μὲ ἁβρότητα εἰς τὸ σῶμα τους, καὶ ἀναφέρεται ὅτι ἔδειξαν καταφρόνησιν πρὸς τοὺς ἀνωτέρους. Ἆράγε πρέπει νὰ θεωρηθοῦν ἀνόμοιοι (πρὸς τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους) ὅσοι, ἂν καὶ συνίστανται ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος, ἀποστρέφονται τὴ δύναμιν τοῦ νοῦ, ἀπ' τὸν ὁποῖον ἡ ψυχὴ δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο πολυτιμότερο καὶ ἐπιδεικνύουν ἑαυτοὺς ὡς μιμητὰς αὐτῆς τῆς σαρκὸς εἴτε ὡς κληρονόμους μητρικῆς ἡλιθιότητος; Ὅθεν εἰς μάτην κοπιῶσιν προσπαθοῦντες νὰ σφετερισθῶσιν τὸν οὐρανὸν μὲ μεγαλαυχίες καὶ ἐνδιατρίβοντες εἰς γήϊνα ἔργα, αὐτοὶ ποὺ μετέχουν εἰς τὴν ἐπιλογὴν τοῦ κατωτέρου, καὶ εἰς τὴν καταφρόνησιν τοῦ ἀνωτέρου, (καὶ) ὡς ἔνοχοι θεληματικῶν ἁμαρτημάτων καταδικάζονται μὲ μεγαλύτερην αὐστηρότητα.
9. Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ Γραφὴ ὀνομάζει τοὺς Ἀγγέλους υἱοὺς Θεοῦ• ἐπειδὴ οἱ ψυχὲς δὲν γεννῶνται ἀπὸ κανένα ἄνθρωπον. Ὁ Θεὸς ὅθεν δὲν καταφρονεῖται μὲ τὸ νὰ ὀνομάζωμεν υἱούς του τοὺς πιστοὺς ἄνδρας. Ὅπως, λοιπόν, οἱ ἄνδρες τῆς εὐλογημένης ζωῆς ὀνομάζονται υἱοὶ Θεοῦ (Ἰώβ α',6. Ψαλμ. ρλα',6), ἔτσι αὐτούς, τῶν ὁποίων τὰ ἔργα εἶναι σαρκικά, τοὺς ὀνομάζομεν, κατὰ τὴν αὐθεντίαν τῆς Γραφῆς, υἱοὺς σαρκός. Διότι λέγει ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι: Ὅσοι ἔλαβον τὸν Κύριον Ἰησοῦν, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ἐξουσίαν νὰ γίνωσιν υἱοὶ Θεοῦ, αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν εἰς τὸ ὄνομά του, οἱ ὁποῖοι ὄχι ἐξ αἱμάτων, οὔτε ἐξ ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, οὔτε ἐκ θελήσεως ἀνδρός, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν (Ἰω. α',12,13). Γι' αὐτὸ λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι μετὰ ταῦτα ὀργίσθη ὁ Κύριος, ἐπειδὴ, ὅσον κι' ἂν σκέφθηκε, δηλαδὴ, γνώριζεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος, τοποθετηθεὶς εἰς περιοχὴν τῆς γῆς, φέρων σάρκα, ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι χωρὶς ἁμαρτίαν (διότι ἡ γῆ εἶναι σὰν κάποιος τόπος πειρασμῶν καὶ ἡ σὰρξ θέλγητρον πρὸς διαφθοράν), ὅμως ἐπειδὴ (οἱ ἄνθρωποι) ἔχουν νοῦν ἱκανὸν διὰ τὴν δύναμιν τῆς λογικῆς ἐγκεχυμένον καὶ στὴν ψυχὴν καὶ στὸ σῶμα, περιπίπτουν εἰς σφάλματα ἀπ' τὰ ὁποῖα ὀφείλουν νὰ ἀνακαλέσωσιν ἑαυτούς. Διότι οὔτε ὁ Θεὸς σκέπτεται ὅπως οἱ ἄνθρωποι, ὥστε δηλαδὴ μιὰ νέα γνώμη νὰ διαδέχηται τὴν παληὰν μέσα του• οὔτε ὀργίζεται σὰν μεταβλητός, ἀλλὰ γι' αὐτὸ ἀναγινώσκονται αὐτά, διὰ νὰ ἐκφράζηται ἡ δεινότης τῶν ἰδικῶν μας ἁμαρτημάτων, ἡ ὁποία ἀξίζει (νὰ προκαλέσῃ) τὴ θείαν ἀπέχθειαν• τόσον τὸν κοσκινίζει ἡ ἁμαρτία (τὸν ἄνθρωπον) ὥστε ὁ Θεὸς, ὁ ὁποῖος φύσει δὲν κινεῖται ἀπὸ κανένα θυμὸν ἢ μῖσος ἢ πάθος νὰ θεωρῆται ὅτι προκαλεῖται εἰς ὀργήν.
10. Ἀπείλησεν ἐπίσης ὅτι θὰ ἀφανίσῃ τὸν ἄνθρωπον: Εἶπεν: Θὰ ἐξολοθρεύσω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον μέχρι τὰ κτήνη καὶ ἀπὸ τὰ ἑρπετὰ μέχρι τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ (Γεν. στ.7. ζ',4). Σὲ τὶ ἔβλαψαν τὰ ἄλογα ζῶα; Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκεῖνα εἶχαν γίνει χάριν τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀφανισθέντος αὐτοῦ γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγιναν, ἦταν ἑπόμενο, νὰ ἐξολοθρευθῶσιν κι' αὐτά, διότι δὲν ὑπῆρχεν ποιὸς νὰ τὰ χρησιμοποιήσῃ. Ἐκεῖνο φανερώνεται νὰ ἔχῃ ἕνα ὑψηλότερο νόημα, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι νοῦς ἱκανὸς γιὰ λογικήν• διότι ὁ ἄνθρωπος ὁρίζεται ὡς ἔμβιον ζῶον, θνητόν, λογικόν. Τοῦ κυρίου, λοιπόν, μέρους ἀποθανόντος καὶ πᾶσα αἴσθησις συναποθνήσκει• διότι οὐδὲν ὑπόλειμμα σώζεται καὶ ἐπιζεῖ, ὅταν τὸ θεμέλιον τῆς σωτηρίας, δηλαδὴ ἡ ἀρετή, ἀπολείπῃ. Λέγεται δὲ ὅτι ὁ Νῶε εὗρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πρὸς καταδίκην τῶν λοιπῶν καὶ πρὸς ἔκφρασιν τῆς θείας εὐσεβείας (τοῦ Νῶε). Συγχρόνως δεικνύεται ὅτι τὸ δίκαιον ἄνθρωπον δὲν τὸν ἐπισκιάζει ἡ προσβολὴ τῶν ἄλλων, ὅταν ὁ ἴδιος διατηρῆται (γιὰ νὰ χρησιμεύσῃ) ὡς φυτώριον τοῦ (ἀνθρωπίνου) γένους, καὶ ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖται ὄχι ἕνεκα εὐγενικῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀξιότητα τῆς δικαιοσύνης καὶ τελειότητός (του). Διότι γιὰ τὸν χρηστὸν ἄνδρα εὐγενὴς καταγωγὴ εἶναι ἡ ἐκ τῆς ἀρετῆς• διότι ὅπως οἱ ἄνθρωποι ἀποτελοῦν (εὐγενὲς) τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι καὶ οἱ (μυϊκὲς) δυνάμεις συνιστοῦν τὴν εὐγένειαν τῶν ζώων. Διότι βέβαια οἱ οἰκογένειες τῶν ἀνθρώπων λαμπρύνονται μὲ τὴ δόξαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων: ἐνῶ ἡ χάρις τῶν ζώων λαμπρύνεται μὲ τὴν λάμψη τῆς δυνάμεώς των.


Κεφάλαιον Ε'

Περὶ τοῦ ὅτι ἡ γῆ διεφθάρη ἕνεκα τῆς ἀδικίας τῶν ἀνθρώπων• ὡσαύτως ὅτι ὁ καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου κατανοεῖται ὅτι εἶναι διττός• τέλος ὅτι ἡ (λέξις) σὰρξ ἐκλαμβάνεται ἀντὶ ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὰ θέλγητρα τῆς ὁποίας διαφθείρεται ἡ ψυχή μας.


11. Διεφθάρη δὲ ἡ γῆ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐγέμισεν ἀδικίαν (Γεν. στ',11. Ἡ αἰτία τῆς γήϊνης διαφθορᾶς εἶναι φανερή, διότι ἡ ἀδικία τῶν ἀνθρώπων διέφθειρεν τὴ γῆν. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς λέγει: "Ὁ καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου ἦλθεν ἐνώπιόν μου. Διότι γέμισεν ἡ γῆ ἐκ τῶν ἀδικιῶν των" (αὐτόθι 13). Ὁ καιρὸς βέβαια πάντων τῶν ἀνθρώπων εὑρίσκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν θέλησίν του. Διότι δὲν ἀναρτᾶ (ὁ Θεὸς), ὅπως κοινῶς λέγουν, μοιραῖαν καταδικαστικὴν ἀπόφασιν: ἀλλὰ ὅμως εἰδικὰ ἐδῶ νομίζω πὼς ἐλέχθη, διότι ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος θὰ ἀπολυτρώσῃ διὰ τοῦ πάθους τοῦ σώματός του τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καὶ διότι θὰ καθαρίσῃ μὲ τὸ αἷμα του καὶ μὲ τὸ μυστήριον τοῦ βαπτίσματος, λέγει: Πάτερ ἐλήλυθεν ἡ ὥρα• δόξασόν σου τὸν Υἱόν, ἵνα καὶ ὁ Υἱός σου δοξάσῃ σε (Ἰω. ιζ',1). Λοιπὸν ὅπως εἰς τὸν κατακλυσμὸν διεσώθη διὰ τῆς κιβωτοῦ τοῦ Νῶε τὸ ὑπόλειμμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διὰ νὰ γίνῃ φυτώριον μελλοντικῆς ἐπανόρθωσης καὶ ἀνανέωσης, ἔτσι προέθεσεν ἐδῶ• Ὁ καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου ἦλθεν• διότι γέμισεν ἡ γῆ ἐκ τῶν ἀνομιῶν των. Αὐτὸ ἐν εἰκόνι• ἐν ἀληθείᾳ ὅμως λέγει: Τὰ ὑπολείμματα διὰ τῆς ἀγάπης τῆς χάριτος ἐσώθησαν (Ρωμ. ια',5). Καὶ γι' αὐτὰ κραυγάζει ὁ Ἀπόστολος λέγων: Ἐπερίσσευσεν ἡ ἁμαρτία, ἵνα ὑπερπερισσεύσῃ ἡ χάρις (Ρωμ. ε',20).
12. Εἶπεν: Διέφθειρεν πᾶσα σὰρξ τὴν ἑαυτῆς ὁδὸν (Γεν. στ',12). Ἔθεσεν ἐδῶ (τὴ λέξιν) σὰρξ πρὸς δήλωσιν τοῦ γήϊνου ἀνθρώπου, ἐν τῷ ὁποίῳ ἡ γοητεία τῆς σαρκὸς διέφθειρεν τὴν ὁδόν του. Αὐτὸς ἐὰν εἶχεν καταλάβῃ τὶ δῶρον εἶχεν λάβῃ παρὰ τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ πάθαινε ὥστε ἡ σὰρξ νὰ ἀνθίσταται στις ἀρετὲς τῆς ψυχῆς. Ὅθεν ἡ σὰρξ ἀποτελεῖ τὴν καταγωγὴν καὶ τὸν τόπον τῆς ἐπιθυμίας, ἐκ τῆς ὁποίας, σὰν ἀπὸ πηγῆς ἀναβλύζουν τὰ ῥεῖθρα τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν κακῶν παθῶν καὶ κρυφὰ ἐργάζονται. Εἰς αὐτὰ βυθίζεται ὑπό ἐκτιναχθέντος κωπηλάτου κάποιο κουπὶ τῆς ψυχῆς ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ νοῦς σὰν νὰ ἔχῃ ἡττηθῆ ἀπὸ κάποιες καταιγίδες καὶ θύελλες παραχωρεῖ τὸν δικόν του τόπον.
Ὡραῖα ὅμως λέγει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος διέφθειρεν τὴν ὁδὸν τῆς φύσεώς του. Διότι ἡ ὁδός του ἐν τῷ παραδείσῳ εὑρίσκετο εἰς ἐκείνην τὴν τρίβον τῶν μακαριοτήτων, εἰς ἐκείνην τὴν ἀκμὴν τῶν ἀρετῶν καὶ εἰς ἐκείνην τὴν ἀδιάφθορον χάριν, τὴν ὁποίαν ὁδὸν ἐμόλυνεν μὲ γήϊνους ῥύπους. Κάποιοι ἄλλοι προτιμοῦν (τὴν γραφήν): "Τὴν ὁδὸν αὐτοῦ" δηλαδὴ "τοῦ Θεοῦ". Αὐτὸ (ὅμως) πρέπει νὰ τὸ (ἀπο)δείχνουν μὲ τὸ λόγον τοῦ Κυρίου.

Κεφάλαιον ΣΤ'

Περὶ κατασκευῆς τῆς κιβωτοῦ, ἐν τῇ ὁποίᾳ περιγράφεται ἡ μορφὴ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος• καὶ αὐτοῦ τὰ κοιλώματα σημαίνουν τὰ ἐπὶ μέρους μέλη τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Πῶς διαγράφονται ἐκεῖνες οἱ πίσσες (τῆς κιβωτοῦ), σὰ σταθερὲς συνοχές τους (τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος).


13. Ἀλλὰ ἤδη λεκτέον γιὰ τὴν ἴδιαν τὴν κιβωτὸν τοῦ Νῶε, τὴν ὁποίαν, ἐὰν κανεὶς αὐστηρότερον θεωρήσῃ, θὰ εὕρῃ, πρὸς οἰκοδομήν του, νὰ ἀποτελῇ περιγραφὴν τῆς μορφῆς τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Διότι τὶ εἶναι (αὐτὸ) ποὺ λέγει ὁ Θεός: "Ποίησον οὖν σεαυτῷ κιβωτὸν ἐκ ξύλων τετραγώνων" (Γεν. στ',14); Βέβαια ὀνομάζομεν τετράγωνον, αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἴσιες πλευρὲς ποὺ ἰσοῦνται δηλαδὴ μεταξύ τους. Ὅθεν καὶ ὁ Θεὸς ὁ πλάστης τοῦ σώματος εἶναι ἐπὶ πλέον καὶ δημιουργὸς τῆς φύσεως, καὶ μ' αὐτὰ τὰ λόγια σημαίνεται ὅτι τὸ ἴδιο τὸ ἔργο (Του) εἶναι τέλειον. Εἶναι φανερὸς, λοιπόν, ὁ λόγος γιατὶ (ὀνομάζονται ὅτι) εἶναι τετράγωνα τὰ μέλη τοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν θεωρήσῃς τὸ στῆθος τοῦ ἀνθρώπου, θεωρήσῃς τὴν κοιλίαν ἰσόμετρην στὸ μῆκος καὶ στὸ πλάτος, ἐὰν (βέβαια) τὸ φυσικὸ μέτρο της δὲν ξεφεύγῃ ἀπ' τὰ ὅρια, διογκωμένης τῆς κοιλίας λόγῳ ὑπερβολικῶν ὁρέξεων καὶ εὐωχιῶν.
Ἢδη οἱ πόδες, οἱ χεῖρες, οἱ βραχίονες, οἱ μηροί, οἱ κνῆμες ὅτι εἶναι (μὲ τὴν ἀνωτέρω σημασίαν τῆς τελειότητος) τετραγωνισμένα ποιὸς δὲν τὸ παρατηρεῖ μὲ τὸ βλέμμα του; Εἶναι δὲ (τετράγωνα, δηλαδή, τέλεια) τὰ πλείονα αὐτῶν, κι' ἄν δὲν ἔχουν τὸ ἴδιο μῆκος καὶ πλάτος• ὅμως αὐτὰ τόσον πολὺ ἐξυπηρετοῦν τὴν ἀναλογίαν, ὥστε σ' αὐτὰ συντρέχουν τὸ ἀνάλογον μέτρον (τους) καὶ ὁ λόγος (τους):τὸ μῆκος εἶναι πληθωρικότερο ἀπὸ τὸ πλάτος καὶ τὸ πλάτος ἀπὸ τὸ ὕψος. Καὶ ὅπως στὰ ξύλα τῆς κιβωτοῦ, (ἔτσι κι' ἐδῶ) οἱ διαστάσεις εἶναι τρεῖς. Ἐὰν βέβαια τὸ μῆκος τριακοσίων πήχεων καὶ τὸ πλάτος πενῆντα πήχεων καὶ τὸ ὕψος τριάντα πήχεων διέταξεν ὁ Θεὸς νὰ ἐκτελεσθῇ• ἔτσι καὶ στὸ σῶμα μας ὑπάρχει ἡ μεγίστη, ἡ μεσαία καὶ ἡ ἐλαχίστη διάσταση.
Ἡ μεγίστη κατὰ τὸ μῆκος, ἡ μεσαία κατὰ τὸ πλάτος, καὶ ἡ ἐλαχίστη κατὰ τὸ ὕψος: ὅλον δὲ τὸ σῶμα φαίνεται νὰ ἀποτελῆται τετραγωνισμένον ἀπὸ ἐπὶ μέρους μέλη. Διότι εἶναι καὶ ἔθος νὰ ὀνομάζωμεν τετράγωνους αὐτοὺς ποὺ δὲν θεωροῦμεν οὔτε ὑπερμεγέθεις στὸ μῆκος καθὼς καὶ τοὺς δυνατοὺς μὲ ρωμαλεότητα σωματικήν.
14. Ἐπὶ πλέον τὸ τὶ θέλει νὰ πῇ μ' αὐτὸ, ποὺ λέγει: "Νοσσιὰς ποιήσεις εἰς τὴν κιβωτὸν", οὐδαμῶς φαίνεται ὅτι πρέπει νὰ ἀποσιωπηθῇ. Νομίζω ὅτι φυσικῶς ὀνομάσθη σὰν "νοσσιὰ" ἐκ τοῦ ὅτι εἶναι ὅλως συνυφασμένο μὲ τὸ δικό μας σῶμα: ἵνα τὸ ζωτικὸν πνεῦμα διαπεράσῃ ὅλα τὰ μέρη τῶν σπλάχνων καὶ διαχυθῆ ἐκ τῆς δικῆς μας κυριότητος διὰ τῶν κάθε ἀρθρώσεων. Φωλεὲς βέβαια εἶναι οἱ ὀφθαλμοί μας, διὰ τῶν ὁποίων καὶ διαχέεται ἡ ὅρασις. Φωλεὲς εἶναι τὰ κοιλώματα τῶν αὐτιῶν, διὰ τῶν ὁποίων ἐγχέεται ἡ ἀκοὴ καὶ σὰν σὲ μεγάλο λάκκο ἀπολήγει. Φωλεὰ εἶναι (ἡ κοιλότης) τῶν ῥουθουνιῶν, ποὺ ἕλκει τὴν ὄσφρησιν. Τετάρτη φωλεὰ καὶ μεγαλύτερη τῶν λοιπῶν εἶναι τὸ χάσμα τοῦ στόματος, στὸ ὁποῖον τρέφεται μέχρι νὰ αὐξηθῇ ἡ γεύση• καὶ ἀπὸ ὅπου βγαίνει ἡ φωνή. Σ' αὐτὴ (τὴ φωλιὰ) κρύπτεται ἡ γλῶσσα ἡ ὁποία σὰν ὄργανον τῆς φωνῆς ρυθμίζει τοὺς ἤχους της μὲ ἔντεχνη γλυκύτητα. Καὶ ἂν καὶ ἡ ἴδια εἶναι ἐξωλογική, τὴ λογικὴν φωνὴν ἐκφράζει. Φωλεὰ εἶναι τὸ κρανίον. Φωλεὰ εἶναι ἐκείνη ἡ μεμβράνη ποὺ θάλπει καὶ ἐμπεριλαμβάνει τὸν ἐγκέφαλον. Φωλεαὶ εἶναι τὰ ἐσωτερικὰ ὄργανα, δηλαδὴ οἱ πνεύμονες καὶ ἡ καρδιά. Ὁ πνεύμονας εἶναι φωλεὰ βέβαια τῆς πνοῆς μας αὐτῆς ποὺ εἰσπνέομεν, καὶ μὲ τὴν ὁποίαν τρεφόμεθα εἰς αὐτὴν τὴν ζωήν: ἡ δὲ καρδία εἶναι φωλεὰ τοῦ αἵματος καὶ τῆς πνοῆς. Διότι αὐτὴ ἔχει δύο κοιλίες: μίαν, διὰ τῆς ὁποίας (ἡ καρδία) σὰν σὲ κάποιον κόλπον δέχεται τὸ αἷμα• καὶ (τὸ) μεταβιβάζει στὶς φλέβες: ἄλλην, διὰ τῆς ὁποίας ἡ ἐξ ἐκείνου τοῦ ἀνωτέρου (κόλπου) ἄρδευσις ὁδηγεῖ στὶς ἀρτηρίες διὰ διπλῆς κινήσεως. Καὶ τὰ ὀστᾶ, σκληρότερα, ἔχουν τὶς φωλιές. Διότι εἶναι μέσα κρυμμένα, εἰς τὰς ὁποίας ὀπὰς ὑπάρχει ὁ μυελός. Στὰ ἴδια τὰ μαλακότερα σπλάχνα εὑρίσκονται οἱ φωλιὲς τῆς ἐπιθυμίας ἢ τοῦ πόνου. Καὶ ἄλλα ἄν θεωρήσῃ κανείς, καὶ τότε θὰ βρῆ πολλὲς φωλεὲς σ' αὐτὸ τὸ ἐργοστάσιο ποὺ λέγεται ἀνθρώπινο σῶμα. Νομίζω ὅθεν ὅτι εἶπεν καὶ ἐκεῖνο στὸν Ψαλμὸν ὄχι μόνον μυστικῶς, ἀλλὰ καὶ φυσικῶς. Διότι καὶ τὸ στρουθίον εὗρεν δι' ἑαυτὸ οἰκίαν και ἡ τρυγόνα νοσσιὰν ὅπου θὰ τοποθετήσῃ τοὺς νεοσσούς της. (Ψαλ. ρλγ',4). Διότι ἤδη ὑπάρχει σ' αὐτὸ τὸ σῶμα φωλεὰ αἰδημοσύνης, εἰς τὸ ὁποῖον (προηγουμένως) ὑπῆρχεν φωλεὰ ἐπιθυμίας παραλόγου. Διότι, ὅπου πρὶν ἀπ' τοὺς αἰσχροὺς τοκετοὺς ἐτρέφετο ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός, ἐκεῖ τώρα αὐξάνει ἡ κληρονομία τῆς εὐπρεποῦς ἁγνότητος.
15. Εἶπεν "καὶ ἀσφαλτώσεις αὐτὴν τῇ ἀσφάλτῳ" (Γεν. στ',14). Ἐκ πολλῶν ὀστέων καὶ νεύρων καὶ λοιπῶν ἄλλων συνίσταται τὸ ἀνθρώπινον σῶμα. Προσαρτᾶ λοιπὸν στὸν ἑαυτόν του συνηρμοσμένον μὲ κατάλληλη συναρμογὴν ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν καὶ συγκρατεῖται (τὸ σῶμα) δι' ἰδικῆς του ἱκανότητος, τὴν ὁποίαν οἱ Ἕλληνες ὀνομάζουν "ἁφήν"• (ἔτσι) ὥστε ἔσω μὲν ἐγκλεισμένη ἡ πνοή, ποὺ εἰσπνέεται, εἴτε ἡ πνευματικὴ οὐσία, ἡ ὁποία ἔσωθεν ἐνεργεῖται, σὰν ἀπὸ δίδυμα δεσμὰ συσφιχθεῖσα δὲν ἐξατμίζεται: ἀλλὰ συνέχεται πρὸς κατάλληλον καὶ συνεχῆ καὶ ἐγγυημένην συνάφειαν. Γι' αὐτὸ διατάζεται (ὁ Νῶε) νὰ συσφίξῃ τὴν κιβωτὸν μὲ πίσσα• διότι ἡ πίσσα εἶναι φυσικὸν ἰσχυρὸν συγκολλητικόν. Ὅθεν καὶ ὀνομάζεται εἰς τὴν ἑλληνικὴν "νάφθα" ἐκ τοῦ (ρήματος) "συνάπτειν", διότι συνάπτει τὰ διεστῶτα καὶ συσφίγγει μὲ δεσμὸ ἀδιάλυτον, ἔτσι ὥστε νὰ πιστεύῃς ὅτι ὑπάρχει φυσικὴ ἑνότης (στὰ δύο αὐτά). Γι' αὐτὸν τὸ λόγον ἡ κιβωτὸς ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν συγκολλᾶται μὲ πίσσαν, διὰ νὰ μὴ διαλυθῇ εὔκολα ἐκείνη ἡ συνοχή.

Κεφάλαιον Ζ'

Συγκρίνεται ἡ κιβωτὸς τοῦ Νῶε πρὸς τὴν Κιβωτὸν τῆς διαθήκης• ἀποδεικνύεται ὅτι διὰ τῶν διαστάσεων ταύτης δηλοῦται ὅτι τὰ ἐπὶ μέρους μέλη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος συνετέθησαν γιὰ ὡρισμένην χρῆσιν καὶ εὐπρέπειαν.


16. Ἀλλοῦ ὅμως, δηλαδὴ εἰς τὴν Ἔξοδον ἡ Κιβωτὸς ἐπὶ πλέον ἐπιχρυσώνεται ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν (Ἐξ. κε',11), ἡ ὁποία εἰς τὰ ἱερὰ πράγματα ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς μιμήσεως τοῦ νοητοῦ κόσμου. Διότι ὅπως τὸ χρυσάφι εἶναι πολυτιμότερον τῆς πίσσης, ἔτσι καὶ ἐκείνη ὁποία εἶναι Κιβωτὸς ἀφιερωμένη εἰς τὰ ἱερὰ ἀντικείμενα εἶναι πολυτιμότερη ταύτης. Τέλος, ἐδῶ ἁπλῶς ἔβαλε ξύλα: ἐκεῖ ὅμως χρησιμοποίησεν μὲν ξύλα, ἀλλὰ ἄσηπτα, δηλώνων (ἔτσι) τὶς ἀξιομισθίες τῶν ἁγίων. Προσέθεσε ἀκόμη ὅτι ἐκεῖ τὰ ὑποστηρίγματα εἶναι σταθερά, διὰ τὸν λόγον ὅτι ἡ στάσις τῶν ἁγίων εἶναι ἀκίνητη καὶ σταθερά: διότι ἀκολούθησαν τὴν τρίβον τῆς ἐπαινετῆς ζωῆς μὲ ὁδηγὸν τὴν ἀρετὴν παρεκκλίνοντες ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τῆς διαφθορᾶς. Αὐτὴ δὲ ἡ Κιβωτὸς (τῆς Διαθήκης), σὰν λόγῳ κατακλυσμοῦ, ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ ἀβέβαιες μετακινήσεις μετεκινεῖτο• ἐπειδὴ ἡ κατάστασις τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι ῥευστὴ καὶ οἱ βίοι τους σὰν διὰ κάποιου κατακλυσμοῦ τῶν πλημμυριζόντων παθῶν, μὲ βλαβερῆ διαφθορὰν ἕνεκα ἀσταθοῦς πλάνης περιπλανῶνται.
17. Οὔτε ἐκεῖνο πρέπει νὰ παραλείψωμεν τὸ ὁποῖον, ἀφοῦ εἶχεν εἶπε: "Καὶ θὰ κάνῃς κιβωτὸν μήκους τριακοσίων πήχεων καὶ πλάτους πεντήκοντα πήχεων καὶ ὕψους τριάκοντα πήχεων", προσέθεσεν: "Ἐπισυνάγων ποιήσεις τὴν κιβωτὸν καὶ εἰς πῆχυν συντελέσεις αὐτὴν ἄνωθεν" (Γεν. στ',15 καὶ 16): Ἵνα διὰ διακοσμήσεως τετραγωνίσῃ (δηλαδὴ τελειοποιήσῃ) τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀνθρώπου ἐν σχέσει πρὸς τὸ λοιπὸν σῶμα πρὸς χάριν τοῦ ταιριαστοῦ της μέτρου καὶ (ἵνα) σὰν βασιλικὴν (κεφαλὴν) συνάψῃ πρὸς τὴν κιβωτόν, ἐκ τῆς ὁποίας (κεφαλῆς) νὰ μεταδίδωνται τόσον ὅλες οἱ αἰσθήσεις πρὸς τὰ ἄλλα μέρη (τοῦ σώματος) ὅσον καὶ νὰ ἀτενίζουν τὰ μάλιστα οἱ ὀφθαλμοί ἄνωθεν, σὰν παρατηρητὲς καὶ φύλακες τοποθετημένοι ἐκ τῆς προνοίας τῆς φύσεως πλησίον ὅλης τῆς κατάστασης τοῦ κόσμου μας. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ νοῦς ἐκεῖ ἐντοπισμένος, κατὰ τὴ γνώμην τῶν πλείστων, καὶ μάλιστα τοῦ Σολομῶντος, ὁ ὁποῖος λέγει: Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ σοφοῦ ἐν κεφαλῇ αὐτοῦ (Ἐκκλ. β',14): σὰν σὲ αὐτοκρατορικὴν Αὐλὴν τοῦ δίδει συμβουλὴν γιὰ ἀρετές, ἕνεκα τοῦ ὁποίου συναθροισθείσης τῆς ἀκολουθίας καὶ ἡ ἴδια φροντίζει (κυττάζει πίσω) καὶ σὰν ἔκ τινος ἀναγγελθέντος φυλακίου κάνει κοινωνὸν ὁλοκλήρου τοῦ σώματος, δίνει ἀπαντήσεις, διὰ τοῦ ὁποίου (καὶ) δυνάμεθα ὄχι μόνον ἐμᾶς τοὺς ἴδιους νὰ φροντίσωμε, ὄχι μόνον νὰ δοῦμε αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει μπροστὰ στὰ πόδια μας, ἀλλὰ καὶ νὰ κυττάζωμε ἐξεταστικὰ μὲ βαθειὰ θεωρία σοφίας τὰ μυστικὰ τοῦ ἴδιου τοῦ οὐρανοῦ. Ἐδῶ, λοιπόν, ἀποκτᾶται τὸ κεφάλαιον τῆς σωτηρίας μας, ἐδῶ ἡ χάρις. Ἐκεῖ ἡ φύλαξις, ἐκεῖ ἀκόμη ἡ ὀμορφιὰ χάριν ὁλοκλήρου τοῦ σώματος, ἡ ὁποία (ὀμορφιὰ) πρῶτα εἰς τὴν ὄψιν θάλλει. Ἁρμόζει νὰ εἶναι ἡ χάρις ἀνωτέρα τῆς βασιλικῆς Αὐλῆς, εἰς τὴν ὁποίαν ἔτσι εἶναι ἡ λάμψις, δηλαδὴ σὰ μιὰ μείζων ὅρασις.
18. Διότι κι' ἂν παρατηρήσῃς ἕνα ἕνα ὅσα εἰς τὴν μορφὴν τοῦ ἀνθρώπου συνετέθησαν πρὸς κάποιαν χρῆσιν, ὅπως οἱ ὀφθαλμοὶ διὰ τὴν ὅρασιν, τὰ ὦτα διὰ τὴν ἀκοήν, οἱ ῥώθωνες διὰ τὴν ὄσφρησιν, τὸ στόμα διὰ τὴν ὁμιλίαν, ἔτσι (αὐτὰ) ἐξυπηρετοῦν τὶς (διάφορες) χρήσεις, ὥστε (τρόπον τινα νὰ) προΐστανται τοῦ διακόσμου. Πόσον παραμορφωμένη εἶναι ἡ ὄψις τῶν τυφλῶν! Καὶ τὶ τὸ θαυμαστὸν ἐὰν ἡ ὄψις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐξ αἰτίας τῶν ὀφθαλμῶν εἶναι παραμορφωμένη, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ οὐρανὸς ὅταν δὲν ἔχῃ ἥλιον, στερῆται τοῦ διακόσμου του; Μελαγχολικὲς ἡμέρες περνᾶμε χωρὶς ἥλιον, οἱ νύχτες χωρὶς σελήνη δὲν εἶναι ἀρεστές• διότι (ἥλιος καὶ σελήνη) εἶναι σὰν κάποιοι ὀφθαλμοὶ τοῦ κόσμου. Ἀφαίρεσε τὰ φῶτα τῶν ἀστέρων, καὶ (ἀμέσως) μιὰ κάποια παραμόρφωσις, ὡς ἐκ τυφλότητος, στὸν ἴδιον τὸν οὐρανόν.
Καθαροὶ ὅσοι καλύπτουν τὸν γυμνὸν ὀφθαλμόν, καὶ σὰν κάποιαν φάλαγγα τὸν προτείνουν, γιὰ νὰ μὴ βλάπτεται ἡ κόρη (τῶν ὀφθαλμῶν) ἀπὸ κάποιον ῥύπον εἴτε ἀπὸ κόκκον σκόνης• καὶ οἱ ἴδιοι δυσανασχετοῦν, ἂν κάτι τι μπῆ μέσα, ποὺ μπορῇ νὰ βλάπτη τὸν ὀφθαλμόν• ἂν προσβληθοῦν ἀπὸ ὀφθαλμίαν, πόσον ἄπρεπον εἶναι, ἂν τὸ βλέφαρον συσπᾶται περισσότερον ἂν ξυρίζωνται τὰ φρύδια, τὰ ὁποῖα ἀπαστράπτουν σὰν πολύτιμα περιδέραια ἢ σὰν νὰ εἶναι ποικιλμένα μὲ μαργαριτάρια!
19. Καὶ τῶν αὐτιῶν ὅσον ἀναγκαία εἶναι ἡ χρῆσις, τόσον (καὶ) ἡ διακόσμησις τῆς ὄψεως: ἔτσι ὥστε ἐὰν κάποιος τὰ ἀποκόψῃ, προκαλεῖ τὴν παραμόρφωσιν ὅλης τῆς ὄψεως τοῦ προσώπου. Σ' αὐτὰ ἡ φύσις ἔτσι ἔκανε τὸ ἔργον της, ὥστε οἱ ἴδιοι οἱ ἑλιγμοὶ τῶν κοιλοτήτων φροντίζουν, ὥστε νὰ μὴ κτυπᾶ ἀπότομα ὁ ἦχος τὰ ἐνδότερα τῆς κεφαλῆς. Τελικὰ βλέπομεν ὅτι συχνὰ πολλοὶ ἐκπλήττονται ἀπὸ τὴν ἀπροσδόκητον κραυγὴν καὶ ὅτι ἐμβρόντητοι εἴτε ἕνεκα τῆς φωνῆς κάποιου εἴτε ἐκ τοῦ ἤχου τοῦ θορύβου πανικοβάλλονται. Οἱ ἴδιοι οἱ ῥύποι ποὺ δημιουργοῦνται μεταξὺ τῶν ἴδιων ἑλίκων, σὰν μιὰ κόλλα, ἐμποδίζουν τὴν ἀκοήν. Εὐθὺς ἐὰν ἡ ἔνταση κάποιου ἤχου γίνῃ σφοδρότερη, θραύεται καὶ ἐπιβραδύνεται, ἵνα προαναγγελθεῖσα μᾶλλον πραϋνθῇ, παρὰ ἀπροσδόκητη ταράξῃ τὰ ἐσώτερα. Καὶ σκώληκες ἐὰν ἐπιχειρήσουν νὰ διεισδύσουν στὸ αὐτί, συγκρατοῦνται ἀπὸ τὴν κόλλα τὴν ἐκ τῶν ῥύπων.
20. Οἱ μυκτῆρες σὰν κορυφαῖοι φαίνονται παρὰ φύσιν: ἢδη ἐὰν ἀπεκόπτοντο πῶς θὰ συνεχιζόταν νὰ ὑφίσταται ἡ ζωή, ἀφαιρεθείσης τῆς ὁδοῦ τῆς ἀναπνοῆς• δὲν θεωρεῖται σὰν ἡ ὄψις μᾶλλον τοῦ κτήνους παρὰ σὰν ὄψις ἀνθρώπου;
21. Τὸ τριχωτὸν τῆς κεφαλῆς μὲ πόσον χαριτωμένην ἀμφίεσιν καλύπτει τὴν κεφαλήν, σὰν σωματοφύλακες τῆς βασιλικῆς Αὐλῆς• γιὰ νὰ μὴ βλάπτῃ τὸν ἐγκέφαλον ὁ ἄνεμος ἢ νὰ πλήττῃ ἡ ῥαγδαία βροχὴ ἢ ὁ ἥλιος νὰ φλέγῃ. Αὐτὰ δὲ ἔτσι τὰ ἔδωσεν ἡ φύσις, ὥστε ἀνάλογα μὲ τὸ φῦλο εἴτε οἱ πρόθυμοι νὰ μένουν εὐχαριστημένοι εἴτε καὶ οἱ ἀπέχοντες• καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχὴν ἢ ἀνάλογα μὲ τὴν ποιότητα τοῦ καιροῦ καὶ τοῦ ἔτους. Εἰς τοὺς γέρους ἡ πολιότης εἰς τὰ παιδιὰ τὰ ἀλλόκοτα• εὐχαριστεῖ κατὰ τὸ καλοκαῖρι τὸ κοντὸ κούρεμα, κατὰ τὸ χειμῶνα τὸ μὲ λιγώτερη αὐστηρότητα: γιὰ τὶς γυναῖκες ἡ κόμη εἶναι πρὸς στολισμόν, ἀπρεπὴς διὰ τοὺς ἄνδρας. Τέλος ὁ Ἀπόστολος σαφέστερον τὸ ἐκφράζει λέγων: "Διότι ἡ ἴδια ἡ φύσις σᾶς διδάσκει ὅτι ὁ ἀνήρ, ἐὰν τρέφῃ κόμην, εἶναι εἰς ἀτιμίαν του: ἡ γυνὴ ὅμως ἐὰν ἔχῃ κόμην, εἶναι πρὸς δόξαν της" (Α' Κορ. ια', 14,15).
22. Τὶ νὰ εἴπω γιὰ τὸν ἴδιον τὸν βασιλικὸν οἶκον, διὰ τοῦ ὁποίου ἐκφέρονται οἱ αὐλικοὶ λόγοι, σὰν κάποιοι δεῖκτες τοῦ νοῦ μας καὶ τῆς ψυχῆς ἀλληλάγγελοι; Τὶ (δὲ) περὶ τῆς σειρᾶς τῶν ὀδόντων, οἱ ὁποῖοι διὰ τοῦ ἔργου των ὑπηρετοῦν βέβαια τὶς δυνάμεις ὁλόκληρου τοῦ σώματος καὶ εἶναι ἐπίσης ῥυθμισταὶ τῆς ἴδιας τῆς φωνῆς; Ἂν πέσουν μερικὰ ἀπ' αὐτά, ἡ φωνὴ γίνεται ἐλαττωματική.
23. Αὐτὰ περὶ τῆς κεφαλῆς (τὰ) εἴπαμε διεξοδικότερον, διότι ἔπρεπε νὰ ἐντοπίσωμεν κεφαλαιωδῶς ὅλες τὶς αἰσθήσεις, ἀπ' ὅπου ὅλες οἱ λειτουργίες τῶν ὑπολοίπων μερῶν τοῦ σώματος διαιροῦνται. Ἐγγύτατος δὲ τῆς κεφαλῆς ὁ τράχηλος ἀπὸ τοῦ νώτου, (ἐνῶ) οἱ δεξιοὶ καὶ ἀριστεροὶ βραχίονες εἶναι, ποὺ σὰν πιστὴ φρουρὰ φυλάσσουν τὴν αὐτοκρατορικὴν ἀψῖδα. Τέλος αὐτὰ τὰ ἰσχυρότερα καὶ πλησιέστερα στὴν κεφαλήν, εἶναι καὶ ἀνώτερα. Καὶ τὸ στῆθος σὰν κάποιο ἄδυτον ἱεροῦ σοφίας καὶ ὁ στόμαχος σὰν κάποιος μάρτυς, ὅπως λέγουν οἱ γιατροί, καὶ γνώστης τῶν μυστικῶν τῆς κεφαλῆς, μέτοχος τῆς συμπαθείας στὴν ὁποίαν (αὐτὸς) ὅλα τὰ δικά του, εἴτε ὑγιεινὰ εἴτε βλαβερὰ μεταδίδει. Τὰ πλευρά, οἱ γλουτοί, οἱ μηροί, οἱ κνῆμες τὸ πλάτος τῶν διαστάσεων κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον σημαίνουν• καὶ τὸ βάδισμα τῶν ποδιῶν, οἱ ὁποῖοι προβάλλουν φευγαλεότερο, γίνονται ὅμως περισσότερον λανθάνοντες ὅταν βαδίζωμεν σιγὰ ὅταν σκιρτῶμεν.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων -"Περί τοῦ Νῶε καὶ τῆς Κιβωτ

Unread postby inanm7 » Fri Oct 08, 2021 1:19 pm

Κεφάλαιον Η'

Ὅτι διὰ τῆς τοποθετημένης ἐκ πλαγίου εἰς τὴν κιβωτὸν θύρας ἐκφράζεται εὐπρεπῶς τὸ χυδαιότερον μέρος τοῦ σώματος: σ' αὐτὸ ἀποδίδωμεν μείζονα τιμὴν κατὰ τὸν Ἀπόστολον. Αὐτὸ τὸ ἴδιο ἐφαρμόζεται μετὰ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τόσον στην ἴδιαν τὴν Ἐκκλησίαν ὅσον καὶ εἰς τὴν Συναγωγήν.


24. Προσθέτει δὲ ὡραῖα: "Τὴν θύραν (τῆς κιβωτοῦ) ποιήσεις ἐκ πλαγίων" (Γεν. στ',16) δηλώνουν αὐτὴν (σὰν) τὸ μέρος τοῦ σώματος, διὰ τοῦ ὁποίου συνηθίζομεν καὶ ἀποβάλλομεν τὰς τροφάς• διὰ νὰ ἀποδώσῃ περισσοτέραν τιμὴν σ' αὐτὰ ποὺ θεωροῦμεν σὰν τὰ χυδαιότερα τοῦ σώματος. Αὐτὸ ἡ Γραφὴ ἐκφράζει πολὺ χαριέστερον ἀπ' ὅτι διαβάζομεν εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Πλάτωνος ὅτι εἶπεν ὁ Σωκράτης. Δηλαδή, ἐπειδὴ τοῦτο στὰ γραπτὰ τοῦ Μωϋσῆ εἴτε ὁ Σωκράτης, εἴτε ὁ Πλάτων ὁ ὁποῖος μετέβη στὴν Αἴγυπτον, μπόρεσε εἴτε νὰ διαβάσῃ εἴτε ὑπὸ τῶν ἄλλων ποὺ διάβασαν νὰ πληροφορηθῇ• ἐπειδὴ εὑρέθη ἡ εὐπρέπεια τῆς κινήσεως ἐθεώρησεν τὴν θύραν ἀνοικτὴν εἰς ἑαυτὸν διὰ νὰ μαντεύσῃ τὴν βολὴν τοῦ κατασκευαστοῦ• ἐπαινῶν ὅτι μάλιστα ταιριάζει σὲ καλλώπισμα, διὰ νὰ ἀποτρέψῃ ἀπὸ τὸ δέρμα κάποιες ἀπαγωγές, εἴτε τὶς ἐξόδους τῶν ὑπονόμων μας διὰ νὰ μὴ προσβάλληται διὰ τῶν κενώσεων τῆς κοιλίας ἡ ὄψις μας. Ἀλλ' ὅμως εἶπεν ὁ Ἀπόστολος: "Τὰ δοκοῦντα μέλη τοῦ σώματος ἀσθενέστερα ὑπάρχειν ἀναγκαῖα ἐστι" (Α' Κορ. ιβ',22) μὲ ἕνα καὶ ἁπλοῦν λόγον ὑπερβάλλων τὰς περιγραφὰς τῆς Φιλοσοφίας. "Καὶ ἅ δοκοῦμε ἀτιμότερα εἶναι τοῦ σώματος, τούτοις τιμὴν περισσοτέραν περιτίθεμεν, καὶ τὰ ἀσχήμονα ἡμῶν εὐσχημοσύνην περισσοτέραν ἔχει" (αὐτόθι 23).
Διότι κυρίως σ' αὐτὸ ἀναγνωρίζεται ἔνδειξις νηφαλιότητος καὶ σωφροσύνης. Διότι οἱ ἀκρατεῖς εἴτε χαλεπῶς διατείνονται μέχρι κινδύνου, εἴτε λύονται ἕνεκα ἀσθενείας τῶν ἐντοσθίων.
25. Αὐτὸ ὡραῖα τὸ ἀνέφερεν ὁ Ἀπόστολος ἀκόμη καὶ εἰς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ποιὰ ἀσχήμονα εἶναι δικά μας καὶ περιττά, παρὰ ὅσα ὑβριστικὰ καὶ ἀσελγῆ; Ἀπ' αὐτοὺς ἂν κάποιος ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς νεανικῆς ἐμπλοκῆς ὅταν προχωρήσῃ στὴν ὡριμοτέραν ἡλικίαν, προσέλθῃ πρὸς τὸ βάπτισμα, ἀπαρνεῖται τὰ ἀνωτέρω, καὶ ἀπεκδύεται τὰ προηγούμενα ἤθη, καταθέτει τὰ ἁμαρτήματά του, συνθάπτεται μετὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, σταυρώνεται αὐτῷ ὁ κόσμος, καὶ ὁ ἴδιος τῷ κόσμῳ. Μήπως αὐτὸς ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ παραδόθηκε στὴν ἄφεση δὲν θεωρεῖται ὅτι ἔχει ἀφθονωτέραν τιμὴν παρὰ ἐκεῖνος ὁ κατηχούμενος, τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ εἶναι ἀθωοτέρα; Καὶ διὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὰ παράδειγμα τοῦ ἰδίου Ἀποστόλου, (ὁ ὁποῖος) ἦταν Ἰουδαῖος, ἦταν διώκτης! Κληθεὶς εἰς τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἄρχισε νὰ εἶναι Ἀπόστολος. Καὶ ἐπειδὴ ἔλαβε περισσότερα, ἄρχισεν περισσότερον νὰ ἀγαπᾶ, περισσότερον τῶν λοιπῶν ἀποστόλων νὰ κοπιάζῃ, γενόμενος σκεῦος ἐκλογῆς, ἀποσταλεὶς ὡς ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν. Ἀκόμη μήπως δὲν ἀκολούθησε τὴν ἀφθονοτέραν καὶ τιμιοτέραν δόξαν τῶν περισσοτέρων ἀπ' τοὺς ἴδιους τοὺς ἀποστόλους, αὐτὸς ὁ ὁποῖος προηγουμένως καὶ ἄτιμος καὶ ἄδοξος (ἦταν) ὅταν κατεδίωκεν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸς πτωχὸς καὶ ἀσθενὴς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὁ ἴδιος σὲ λυτρώνει μὲ τὶς εὐχές του.
26. Καὶ γιὰ νὰ διανοίξωμεν μείζονα μυστήρια, τὶ τόσον ἄτιμον ὅσον ὁ λαὸς τῶν ἐθνικῶν; Πτωχὸς σὰν αὐτὸν ποὺ δὲν διαθέτει λόγια Θεοῦ, ἀνάπηρος καὶ χωλὸς καὶ στὰ δύο πόδια αὐτὸς ποὺ οὔτε στὸ νόμον (τοῦ Μωϋσῆ), οὔτε στὸ Εὐαγγέλιον εἶχε πιστέψει, ὅμως κληθεὶς ἐπίστευσεν σ' αὐτό, βαπτισθεὶς ἔλαβε τὴ χάριν. Ὅθεν ἐπειδὴ τοῦ ἀφέθησαν περισσότεραι (ἁμαρτίαι), ἠγάπησεν περισσότερον. Ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαἰων παρέμεινεν, σὰν χωλός στὸ ἕνα πόδι: ἂν καὶ ἐχώλαινε καὶ εἰς τὸ ἰδιο τὸ νόμον. Ἐκεῖνος ὅθεν ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο ἐνδοξότατος, τὰ ἔχασε ὅλα, καὶ τὸν θαυμαστὸν σύμβουλον καὶ τὸν συνετὸν ἀρχιτέκτονα καὶ τὸν σοφὸν ἀκροατήν. Αὐτὸς ποὺ ἦταν ἄτιμος, λαβὼν τὰ πάντα διὰ τοῦ τίτλου τῆς πίστεως, δοξάζεται διὰ τοῦ τροπαίου τῶν μαρτύρων, διὰ τῆς κοινωνίας τῶν ἀγγέλων. Λοιπὸν ὁ Πλάτων ὅ,τι μπόρεσε, τὸ ἐπέδειξε μὲ τὴ γλαφυρότητα τοῦ λόγου. Ὁ Ἀπόστολος ὅμως, ὁ ὁποῖος εἶχεν πνεῦμα Θεοῦ, ἀπεκάλυψεν τὸ μυστήριον. Ἀρκετὰ εἴπαμε γιὰ τὴ θύραν• ἐπειδὴ ὅσοι εἶχαν μείνει πίσω, ἔγιναν πρῶτοι.

Κεφάλαιον Θ'

Περὶ τοῦ ὅτι ἡμεῖς διδασκόμεθα ὅτι διὰ τῶν κατωτέρων (μερῶν) τῆς κιβωτοῦ πρέπει νὰ θεωροῦνται ὡς ἐλάχιστες (αὐτὲς) οἱ ὐποδοχὲς τῶν τροφῶν• μ' αὐτὴν τὴν εὐκαιρίαν γίνεται συζήτησις περὶ στερεώσεως καὶ χρήσεως τῶν ἐντέρων. Δείχνεται ὅτι ἐκ τῆς ἀκρατείας προκύπτει ὁ κατακλυσμὸς καθὼς καὶ ποιὸ εἶναι τὸ κώλυμα καὶ τὸ φάρμακον.

27. Τώρα ἐξετάζομεν τὸ ἑξῆς, τὶ νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Κύριος: "Κατάγαια (τῆς κιβωτοῦ) διώροφα καὶ τριώροφα ποιήσεις." (Γεν. στ',16). Βέβαια μὲ τὸ νὰ λέγῃ "τὰ κατάγαια", παρατηροῦμεν ὅτι θέλησεν μὲ εὐπρεπῆ τρόπο νὰ νοήσουμε τὶς θεωρητέες ὡς κατωτέρου τόπου ὑποδοχὲς τῶν τροφῶν, δηλαδὴ αὐτὰ τὰ ἐντόσθια τὰ ὁποῖα χωνεύουν τὴν ληφθεῖσαν τροφήν. Διότι φθαρτὴ εἶναι ἡ τροφή: ὅ,τι δὲ φθαρτὸν πρέπει νὰ παραβάλλεται ὄχι πρὸς τὰ ἀνώτερα, ἀλλὰ πρὸς τὰ κατώτερα. Εὐθὺς ὡς ἡ τροφὴ ὁδηγηθῇ πρὸς τὰ κάτω, μικρὸν μέρος αὐτῆς ὠφελεῖ τὶς σωματικὲς δυνάμεις καὶ τὴ διατροφήν• τὸ ὑπόλοιπον μέρος ὅμως ἀπάγεται πρὸς καθαρισμὸν τῆς κοιλίας• διότι τὰ ἔντερα μὲ ὅσες (τροφὲς) κατεβαίνουν, γεμίζουν.
28. Ἔτσι ὁ δημιουργός μας κανόνισε, νὰ μὴ προεκτείνονται (τὰ ἔντερα) ἀπ' τὸ στομάχι (κατ' εὐθεῖαν καὶ ἀπότομα) πρὸς τὰ κατώτατα (σημεῖα), ἀλλὰ μὲ ἑλιγμοὺς καὶ ἀνακεκλασμένα: διὰ τούτου διαδίδεται ὁ τρόπος τῆς δικῆς μας ζωῆς. Διότι ἐὰν τὰ ἔντερα ποὺ δέχονται καὶ ἀπάγουν τὴν τροφὴν ἐξετείνοντο εὐθὺς καὶ χωρὶς (νὰ προκαλεῖται) καθυστέρηση• καὶ θὰ ἦταν ἀνάγκη ἀεννάως νὰ πεινᾶμε, ἀεννάως νὰ τρῶμε εἴτε ἐλλειπούσης τῆς οὐσίας τῶν τροφῶν, ἀμέσως νὰ ἀσθενοῦμε. Τώρα ὅμως μ' ἐκείνην τὴ διμερῆ καὶ τριμερῆ ἀνακλασιμότητα καὶ ἕλιξη ἡ τροφὴ ἔχει τὸ χρόνο νὰ ἀπορροφηθῇ καὶ διὰ τῆς ὀλίγον κατ' ὀλίγον καθόδου της ὑπηρετεῖ τὶς δυνάμεις (τοῦ σώματος), ἐγχέει τὸν χυμὸν εἰς τὸ σῶμα, διατηρεῖ τὸν χορτασμόν, ἀναβάλλει τὴν ὄρεξη γιὰ βρώση• οὔτε ξαφνικὴ ἡ ἔκχυση, οὔτε ἀπότομη ἡ κένωση, οὔτε ἀκόρεστη ἡ ὄρεξη, οὔτε ἀχόρταγη ἡ ἐπιθυμία γιὰ εὐωχίαν. Πρῶτον λοιπὸν εἶναι ἡ στέρηση καὶ ἡ πεῖνα: κατόπιν, ἀπ' αὐτὰ ἀκολουθεῖ ἡ συνέχιση τοῦ τρώγειν χωρὶς διακοπήν. Τὶ δὲ ἀπαισιότερον ἀπὸ τὸ νὰ μὴ σκέπτεσαι παρὰ τὴν κοιλίαν σου, ποὺ ἐπειδὴ γέμισε πρέπει νὰ ἀδειάσῃ• ποὺ ἐπειδὴ ἄδειασε, πρέπει νὰ γεμίσῃ. Τρίτον τὶ θὰ ὑπερεῖχεν, παρὰ ὁ θάνατος ἀνάμικτος μὲ τὶς ἴδιες τὶς τροφὲς καὶ εὐωχίες; Διότι πῶς θὰ μποροῦσαν νὰ συνεχίσουν τὴν ζωήν, ὅλο τρώγοντας, πεινῶντας, πίνοντας καὶ διψῶντας, καὶ προτοῦ νὰ γεμιστοῦν ματαίως μὲ ὅλα ὅσα ἔλαβαν, ἀμέσως νὰ πεινοῦν; Τώρα ὅμως ἐνόσῳ ὀλίγον κατ' ὀλίγον κατεβαίνει ἡ τροφή, ἡ φυσικὴ πρόνοια μετριάζει τὴν πεῖνα καὶ τὴ δυσπεψίαν. Διότι πρῶτον στὸ στομάχι, τὸ ὁποῖον πολλοὶ ὀνομάζουν ἀνωτέραν κοιλίαν, ἡ τροφὴ χωνεύεται: ἔπειτα ψήνεται ἀπὸ τὸ σηκώτι• καὶ μ'αὐτὸν τὸν ἀτμὸν χωνεύεται. Ὁ χυμός του διασπᾶται σὲ ὡρισμένες ποσότητες στὰ ἐντόσθια, ἐκ τοῦ ὁποίου ὁλόκληρον τὸ σῶμα γίνεται ἰσχυρόν. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ἀρκούντως γιὰ τὴν αὔξηση τῶν νεωτέρων, γιὰ τὴν ἀντοχὴν τῶν γερόντων. Τὸ ὑπόλοιπον τῆς τροφῆς καταπίπτει εἰς τὴν κοιλίαν, τὴν ὁποίαν ὅλοι ὀνομάζομεν κοιλίαν, ἄνευ προσθήκης τινός καὶ πολλοὶ ὀνομάζουν κατωτέραν κοιλίαν• ἀπ' αὐτὴν τὰ κόπρανα ποὺ ἤδη βρίσκονται σὲ ἀποσύνθεση κατεβαίνουν, ἀποβάλλονται δι' ἐκείνης τῆς ἐκ πλαγίων θύρας.
29. Αὐτὰ ἂν καὶ φαίνονται τόσο ἔντεχνα διὰ φυσικῆς θεσμοθέτησης συνθεμένα κατὰ διαταγὴν τοῦ Θεοῦ• ὅμως ἐὰν δὲν τηρῆται ἀπὸ ἡμᾶς ὁ τρόπος τοῦ τρώγειν καὶ πράττειν, προκύπτει κατακλυσμὸς ἕνεκα τῆς ἀφθονίας τῶν παθῶν καθὼς καὶ μία πλήρης κατάπτωσις τοῦ σώματος, διότι ἡ ἀκράτεια ἐκκαίει τὴν ἡδονήν, γεννᾶ δυσπεψίαν, δημιουργεῖ διαφθοράν. Ὅθεν εἴτε ἕνεκα ἐσωτερικῆς ὡμότητος (αὐτὰ) ἐκτείνονται καὶ καταπονοῦνται ἕνεκα λύπης εἴτε προκύπτει κάποιο ἐσωτερικὸ περίβλημα ἕνεκα τῆς μὴ καύσεως τῶν τροφῶν καὶ τῆς δριμύτητος τῆς δυσπεψίας: διότι τὸ διπλὸ περίβλημά τους διαγιγνώσκεται σὰν ὑπὸ μορφὴν χάρτου: ἕνα ἐξωτερικό, ποὺ οἱ εἰδικοὶ τὸ λένε συνεχές, ποὺ τὸ ἐξετάζουν σὰν ἀξιοπερίεργο, καὶ ποὺ κατευθύνεται ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω-κάτω: τὸ ἄλλο (ὀνομάζουν) ἐσωτερικὸν σὰν συνυφασμένον μὲ τὰ (πέριξ) τοιχώματα• λέγουν ὅθεν ὅτι δὲν λύεται ὅλον ὅταν κινῆται. Διότι ἐὰν ἦταν συνεχὲς τὸ ἐσωτερικὸν ἡ (τυχὸν) σχισμή του θὰ ἦταν ἀγιάτρευτη μὲ τὸ νὰ ἀπορροφᾶ ἐν ἐκείνη ἐξ ἐπιβραδύνσεως τῶν προσθηκῶν τὰ ὑπολείμματα τῶν τροφῶν. Ἐὰν δὲ αὐτὲς οἱ προσθῆκες διασπῶνται, μὲ τὸ νὰ φθάνουν ἡμίβρωτες οἱ τροφὲς καὶ τὰ οὖρα νὰ σταματοῦν, αὐτὸ εἶναι ὁ κατακλυσμὸς τοῦ ἀνθρώπου.
30. Μοῦ φαίνεται ὅθεν ὅτι ὁ Θεὸς θέλησε μὲ τὸ σχῆμα αὐτῆς τῆς κιβωτοῦ νὰ μᾶς διδάξῃ, πῶς ἀκριβῶς νὰ προστατευώμεθα ἀπὸ τὸν εἰδικὸν κατακλυσμόν. Διότι αἰτία τοῦ κατακλυσμοῦ ἦταν ἡ διαφθορά: ὅπου αὐτὴ παρεισφρύσει, (ἐκεῖ) ἀνοίγονται οἱ καταρράκτες, ἀναπηδοῦν ὅλες οἱ πηγὲς τῶν ἐπιθυμιῶν• διὰ νὰ ἀναδύεται ὁλόκληρον τὸ σῶμα ἀπὸ τόσον μεγάλον καὶ τόσο βαθὺν ποταμὸν παθῶν. Διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰ ὑποδουλώνει σὲ τέτοιαν ἄθλιαν δουλείαν τὸν ἄνθρωπον, ὅσον ἡ ἡδονὴ καὶ οἱ τέτοιου εἴδους ἐπιθυμίες, οἱ ὁποῖες σὰν μὲ κάποιο βαρὺν ζυγὸν ἐγκλημάτων καταπιέζουν τὴν καϋμένην τὴν συνείδησιν, γιὰ νὰ μὴ μπορῇ νὰ βαστάσῃ ἑαυτἠν, (μὲ ἀπώτερον σκοπόν) νὰ ἀποβάλῃ αὐτὴ τὴν ἐλευθερίαν τῆς ἀθωότητος. Μέγιστον λοιπὸν φάρμακον γι' αὐτὸν τὸν κατακλυσμὸν εἶναι τὸ νὰ προτιμᾶς τὸν δίκαιον καὶ νὰ τὸν ἐπιλέγῃς (διότι αὐτὸς εἶναι) ἐκτελεστὴς τῆς θεϊκῆς ἐντολῆς. Ποιὸς ἀνάμεσά μας εἶναι δίκαιος, παρὰ ὁ ἀκμαῖος στὸ πνεῦμα, ὁ ὁποῖος μέσα σ' αὐτὴν τὴν κιβωτὸν ἐγκλωβίζει κάθε γένος ζώων, ποὺ εὑρίσκεται ἐπὶ τῆς γῆς; Ἐμπόδισε λοιπὸν καὶ σὺ ὅλα τὰ ἄλογα πάθη σου, καὶ ὑπόταξε στὸ νοῦν σου ὅλες τὶς αἰσθήσεις σου καὶ ἐθίσου στὶς προσταγὲς τῆς ψυχῆς. Βγὲς γρήγορα ἔξω ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες σου, βγάλε στὸ κοινὸν τὴν ἡδονήν σου: καὶ διὰ τοῦ λογικοῦ νοός σου, θὰ μπορέσεις καὶ τὰ ἄλογα καὶ τὰ ἀκάθαρτα ἁμαρτήματα νὰ ἐλευθερώσῃς ἀπὸ κάθε κίνδυνον κατακλυσμοῦ.

Κεφάλαιον Ι'

Περὶ τῶν τριῶν αἰτιῶν, διὰ τὰς ὁποίας τὰ ἄψυχα ζῶα διὰ τοῦ κατακλυσμοῦ ὑπέστησαν τιμωρίαν καὶ πῶς πεθαίνουν ἕνεκα τοῦ ἁμαρτήματος τῆς δικῆς μας αἰσθήσεως• καὶ (περὶ τοῦ ὅτι) ὁ Θεὸς ἔκανε τὴ διαθήκην του μετὰ τοῦ δικαίου.


31. Εἶπεν: Ὅσα εὑρίσκονται ἐπὶ τῆς γῆς θὰ ἀποθάνουν (Γεν. δ',17). Γιατὶ νὰ ἐκλείψουν ὡσαύτως τὰ ἄφωνα ζῶα; Γιατὶ ὑπέστησαν ποινήν, αὐτὰ ποὺ δὲν ἔχουν τὴν ἔννοιαν τοῦ ἁμαρτάνειν; Ἀλλ' ὅμως εἰς τὸν πόλεμον ὅταν φονεύηται ὁ αὐτοκράτωρ ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, συναποθνῄσκει ὁ στρατός του, καὶ ὅλη ἡ στρατιωτικὴ ἰσχὺς συνελαττοῦται, ἔτσι φαίνεται ὅτι δὲν ἀντιλέγει πρὸς τὴ δικαιοσύνην, ὅταν φονεύηται ὁ ἄνθρωπος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔδωσεν κάποιαν βασιλικὴν ἐξουσίαν ἐπὶ παντὸς γένους ζώων, ὥστε (ὁ ἄνθρωπος) νὰ προΐσταται ὅλων τῶν πτηνῶν, τῶν κτηνῶν, τῶν θηρίων μὲ αὐτοκρατορικὴν αὐθεντίαν, ἵνα συναποθνῄσκουν καὶ τὰ κτήνη καὶ τὰ οἱαδήποτε ἄλογα ζῶα. Τέλος, ἐάν, ὅταν πέση λοιμός, διακοπείσης δηλαδὴ τῆς εὐνοίας τοῦ οὐρανοῦ, προηγουμένως ἡ φοβερὰ λύμη προσβάλλη τὰ ἄλογα (ζῶα) καὶ μάλιστα τοὺς σκύλους, τοὺς ἵππους, τὰ βόδια, καὶ αὐτὰ μολύνῃ ὅσα θεωροῦνται ὅτι συναναστρέφονται τὸν ἄνθρωπον: ἔτσι ἡ (καταραμένη) δύναμη τοῦ λοιμοῦ προσβάλλει καὶ τὸ ἀνθώπινον εἶδος. Αὐτή, λοιπόν, ἀποτελεῖ τὴν πρώτην αἰτίαν, ὅπως νομίζω, τῆς δίκαιης ἐπιβεβαίωσης (τοῦ γεγονότος).
32. Ἡ δευτέρα ἐκείνη αἰτία, ἐπειδὴ οὐδεὶς κατηγορεῖ τὴ φύση, διατὶ τὰ λοιπὰ μέλη τοῦ σώματός μας νὰ πεθαίνουν διὰ τῆς ἀφαιρέσεως μόνον τῆς κεφαλῆς (τῶν σωμάτων), ἂν καὶ βλέπομεν πολλοὺς νὰ ἐπιζοῦν ἀποκοπεισῶν τῶν χειρῶν καὶ ἀποκοπέντων τῶν ποδῶν.
Ἀλλὰ τὰ προνόμια τῶν ἄλλων μελῶν δὲν εἶναι τὰ ἴδια μ' ἐκεῖνα τῆς κεφαλῆς• γι' αὐτὸ καὶ ἀποκοπεἰσης αὐτῆς, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐκπορεύονται οἱ αἰσθήσεις πρὸς τὸ λοιπὸν σῶμα, συναποθνῄσκουν καὶ ὅλα τὰ μέλη: οὔτε σ' αὐτὸ λείπει ἡ πρόνοια τοῦ δημιουργοῦ ἢ ἐξελέγχεται τὸ εὔθραυστον τῆς ἀνθρωπίνης οὐσίας. Παρόμοια λοιπὸν οὐδεὶς τώρα ἂς μὴ ἐπιχειρηματολογῇ, ἐπειδὴ ἡ κεφαλὴ καὶ ἡ κάποια ἀρχὴ τῶν λοιπῶν ζώων εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἀποθανόντος δὲν πρέπει νὰ προκαλῇ ἀπορίαν, ἐὰν καὶ τὰ ἄλλα ζῶα συναποθνῄσκουν μ' αὐτόν.
33. Τρίτον εἶναι τὸ ἑξῆς• ἐπειδὴ τὰ ζῶα ποὺ δείχνουν νὰ ἔχουν κάποια νοημοσύνην, δὲν ἔγιναν ἐξ ἑαυτῶν ἀλλὰ διὰ τοῦ ἀνθρώπου ἔτσι. Ἐπειδὴ αἰτία (γι' αὐτό) εἶναι τὰ παραγγέλματα τοῦ ἀνθρώπου ἵνα προέχῃ ἡ ἀνθρωπίνη ἰδιότης εἰς τὴν τιθάσσευσή των. Τέλος ὁ Προφήτης τὸ ἀπέδωσεν εἰς τὴν χάριν τοῦ ἀνθρώπου λέγων: Πάντα ὑπέταξας ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, πρόβατα καὶ βόας ἁπάσας, ἔτι δὲ καὶ τὰ κτήνη τοῦ ἀγροῦ, τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ και τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης" (Ψαλ. η',8,9) διότι χάριν αὐτοῦ (τοῦ ἀνθρώπου) ὅλα ἐκεῖνα: ἄλλα χάριν χρησιμότητος, ἄλλα χάριν εὐχαρίστησης, ἄλλα χάριν ἐπιθυμίας. Ἦταν, λοιπόν, ἑπόμενον, νὰ καταστραφοῦν κι αὐτὰ μὲ τὴν ἴδιαν εὐκαιρίαν, ὅταν ἠφανίζετο ἀπὸ προσώπου γῆς ὁ ἄνθρωπος, χάριν τοῦ ὁποίου αὐτὰ δημιουργήθηκαν.
34. Ὑψηλοτέρα ὅμως καὶ βαθυτέρα ἑρμηνεία ἐκεῖνο προσυφαίνει, τὸ ὁποῖον ὅπου ἡ ψυχὴ κάμπτεται ἐκ τοῦ μεγάλου πλήθους τῶν παθῶν, καὶ σὰν νὰ βυθίζεται εἰς τὸ καῦμα διαφόρων ἐπιθυμιῶν, ὅλοι οἱ γήϊνοι λογισμοὶ καὶ οἱ φιλήδονες ἐπιθυμίες ὁρμοῦν στὸν κρημνόν: διότι κάθε ἕνας ἁμαρτωλὸς ποὺ ὅσον διέπραξεν μεγαλύτερες ἀτιμίες, τόσον γίνεται ἀσυνετότερος. Ναὶ διότι διὰ τῆς χρήσεως καὶ ἀσκήσεως ἡ φαυλότης αὐξάνεται, καὶ ἡ θρασύτης τρέφεται μὲ τὴν ἀτιμωρησίαν. Ἀπομακρύνεται ὅθεν ἀπὸ κάθε σεβασμὸν πρὸς τὴν ἐντιμότητα, καὶ ἐν αὐτῷ ἀποθνήσκουν πάντα τὰ γήϊνα ἕνεκα τῆς δεινότητος τοῦ θανάσιμου κινδύνου ἡ ὁποία μὲ ἀληθινὸν καὶ διηνεκῆ θάνατον ἀφανίζει τὸν ἁμαρτωλόν. Διότι οὐδεὶς χαλεπώτερον ἀποθνήσκει παρὰ ὁ ζῶν ἐν ἁμαρτίᾳ. Ἀποθνήσκουν ἐν αὐτῷ τὰ πάθη ἕκαστα: ἀποθνήσκει ἡ ὅρασις, ἡ ὁποία αἰχμαλωτίζεται ὑπὸ τῆς γοητείας τοῦ ξένου προσώπου, τὴν ὁποίαν ἔδεσαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς ἑταίρας, τὴν ὁποίαν ἡ ὄψις ἡ πορνικὴ ἐπαγίδευσεν. Μήπως δὲν φαίνεται εἰς τὸ ἦθος, ποὺ βυθίζει στὸν ἑαυτόν του τὸ ἐγχειρίδιον τῆς ἡδονῆς, ποὺ θεληματικὰ κι' αὐθόρμητα ὁρμᾶ στὸν λάκκον τοῦ θανάτου; Ἀποθνῄσκει καὶ ἡ ἀκοή, ὅταν ἀναφέρῃ ἐγκλήματα, ὅταν ἀναγγέλλῃ τὸν λόγον τῆς παρότρυνσης πρὸς μοιχείαν, ὅταν ἐμβάλλη εἰς τὰς ψυχὰς τὰ λόγια τῆς πόρνης, ἡ ὁποία δελεάζει τὸν νέον διὰ τῆς πολλῆς κολακείας τοῦ λόγου, δένει δὲ αὐτὸν μὲ τοὺς βρόχους τῶν χειλέων της. Ἀποθνήσκει ἡ φωνὴ διὰ τῆς σιγῆς, ἐὰν δὲν ὁμολογῇ τὸ Θεόν. Ἀποθνήσκει ἡ πολυλογία, διότι εἶναι γεγραμμένον: "Ἐκ πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξει ἁμαρτίας (Παρ. ι',19). Ἀποθνήσκει ἕνεκα τῆς ὀργῆς, ὅταν ὑπερβαίνεται τὸ μέτρον τῆς τιμωρίας. Διότι τελικὰ καὶ κάθε αἴσθησις ἀποθνήσκει, ἐὰν αὐτὴ εἶναι ὑπηρέτης τῆς ἀδικίας.
35. Καὶ γι' αὐτὸ ἐπειδὴ ὅλα τὰ γήϊνα ἀποθνῄσκουν ἐκ τοῦ κατακλυσμοῦ, μένει δὲ μόνος ὁ δίκαιος εἰς τὸν αἰῶνα, λέγεται πρὸς τὸν ἴδιον: "Ἔκανα τὴ διαθήκην μου πρὸς σὲ" (Γεν. στ',18): διότι ὁ ἴδιος εἶναι θείας χάριτος κληρονόμος, ὁ ἴδιος κάτοχος οὐρανίας κληρονομίας, κοινωνὸς τῶν μακαριωτάτων ἀγαθῶν. Καὶ οἱ ἄνθρωποι συνηθίζουν πρὶν ἀποθάνουν νὰ μεταβιβάζουν διὰ διαθήκης τὴν περιουσίαν τους• δὲν ἰσχύει ἡ κληρονομία ἐνόσω ζῇ ὁ διαθέτης: ὁ Θεὸς δὲ ἐπειδὴ εἶναι παντοτεινός, μεταβιβάζει στοὺς δικαίους τὴν κληρονομίαν τῆς θεϊκῆς περιουσίας• καὶ ὁ ἴδιος χωρὶς νὰ εἶναι ἐνδεὴς δωρίζει τὰ δικά του χωρὶς ἐκείνην τὴν ἕνεκα τῆς δωρεᾶς ἀνάλωσιν, τὴν ὁποίαν δὲν ἀρνοῦνται οἱ κοινωνοὶ τῶν ἀγαθῶν του καὶ μᾶλλον πλουτίζει ἀπ' αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς χρησιμοποιοῦμεν. Τέλος, ὁ Κύριος Ἰησοῦς γενόμενος πτωχός, ἂν καὶ ἦταν πλούσιος, διὰ νὰ πλουτίσωμεν ἡμεῖς μὲ τὴν πτωχείαν ἐκείνου: αὐτὸς καὶ τὶς δύο Διαθῆκες ὑπέγραψεν διὰ τοῦ αἵματός του, διὰ νὰ κάνῃ ἡμᾶς συγκληρονόμους τῆς ζωῆς του καὶ κληρονόμους τοῦ θανάτου του, στὴ ζωὴν τοῦ ὁποίου ἔχομε κοινωνίαν καὶ ἀπὸ τὸν θάνάτόν του κέρδος. Πολὺ ἔδωσε δὲ στὸν δίκαιον, μὲ τὸ νὰ λέγῃ: "Ἔκαμα τὴν διαθήκην μου πρὸς σε": ἐκ τοῦ ὅτι διαθήκη Θεοῦ εἶναι ὁ λογικὸς καὶ πιστὸς ἀνήρ. Διότι ὁ ἴδιος εἶναι κληρονομία, ὁ ἴδιος περιουσία, εἰς αὐτὸν βρίσκεται ἡ δύναμις τῆς θείας διαθήκης, ἐν αὐτῷ ὁ καρπὸς τῆς κρίσεως, ἐν αὐτῷ ἡ κληρονομία τῆς ἐπαγγελίας, περὶ αὐτοῦ ὁ Δαβὶδ λέγει: "Ἰδοὺ ἡ κληρονομία Κυρίου, υἱοί, ὁ μισθὸς τοῦ καρποῦ τῆς γαστρὸς" (Ψαλ. ρκστ',3). Ἀλλὰ ἤδη ἂς περάσουμε διὰ σωτηρίου ἐκθέσεως στὰ ὑπόλοιπα τοῦ βαθυτέρου μυστηρίου.

Κεφάλαιον ΙΑ'

Ὁ δίκαιος ἀνὴρ εἶναι σωτηρία διὰ τὸν ἑαυτόν του, ἐνδέχεται ἐνίοτε νὰ ὑπεισέρχηται ἡ πλάνη εἰς τον χαλαρώνοντα τὴν σπουδήν. Ὁ δίκαιος παρὰ τοῖς ἀνθρώποις δὲν εἶναι πάντα δίκαιος παρὰ τῷ Θεῷ. Τέλος, μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀνάμεσα στὰ πάθη ἐκτελεῖ λειτουργίαν οἰκοδεσπότου.

36. Εἴπεν: Εἴσελθε σὺ καὶ πᾶς ὁ οἶκος σου εἰς τὴν κιβωτὸν, διότι σὲ εἶδα δίκαιον ἐνώπιόν μου ἐν ταύτῃ τῇ γενεᾷ (Γεν. ζ',1). Φανερὰ προστίθεται ἡ πίστη τῆς προφητικῆς ῥήσης καὶ σ' αὐτὸ τὸ χωρίον, ὅτι ὁ μωρὸς εἰς μόνον τὸν ἑαυτόν του εἶναι μωρὸς ὁ δὲ σοφὸς ἔχει σοφίαν δι' ἑαυτὸν καὶ διὰ πολλοὺς (Παρ. θ',12). Ὅθεν ἕνεκα τῆς ἀξιομισθίας τοῦ Νῶε ἀκόμη καὶ ὁ οἶκος του διατηρεῖται κατὰ τὸν κατακλυσμόν. Ἔτσι οἱ πλέοντες εἰς τὴ θάλασσαν, καθὼς καὶ ὁ στρατὸς ἐν πολέμῳ, ἂν δὲν τοὺς λείπῃ σ' ἐκείνους ἡ ἐμπειρία τοῦ κυβερνήτου, σ' αὐτοὺς ἡ σύνεση τοῦ στρατηγοῦ προστατεύονται ἀπὸ τὸν κίνδυνον μὲ ξένη δύναμη. Ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ στρατὸς τοῦ καλοῦ στρατηγοῦ εἶναι καλός• γι' αὐτὸ καὶ ἐν τούτῳ κατανοοῦμεν ὅτι δὲν παρατρέχεται ὁ ἔπαινος τοῦ δικαίου, ὁ ὁποῖος κατέστησεν τὴν οἰκίαν του τοιαύτην, ὥστε νὰ λάμπῃ διὰ τῆς μετοχῆς τῆς ἀρετῆς καὶ οἱ συγγενεῖς του εὑρίσκουν διὰ τῆς ἀξιομισθίας (του) σωτηρίαν. Οὔτε ἀντιμάχεται σ' αὐτὸ, τὸ ὅτι κατόπιν εἴτε ὁ υἱὸς εἴτε ἡ σύζυγος τὸν προσβάλλει. Ὁ δίκαιος ἐκοιμᾶτο, ἐνῶ ὁ υἱὸς περιεπλανᾶτο (Γεν. θ',22). Καὶ ἡ γυναῖκα, ἐπειδὴ πολὺ θορυβήθηκεν ἐκ τοῦ κινδύνου ποὺ διέτρεχεν τὸ ἀσθενὲς φῦλον (Γεν. ιθ',26), διότι αὐτὴ πίστευεν ὅτι ὅλη ἡ γῆ θὰ καταστραφῇ διὰ θεϊκοῦ πυρός, τὶ ἀπορεῖς, διὰ τὸ ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ ἀκολουθήσῃ τὸν ἄνδρα, ὅταν ὁ ἴδιος (σὰν) δίκαιος παραινεθεὶς ὑπὸ τῶν ἀγγέλων, μόλις διέφυγεν (αὐτόθι 29); Καὶ τὶ τὸ θαυμαστὸν ἐὰν ἡ πλάνη ὑπεισέρχεται εἰς τὸν ἄνθρωπον εἴτε ἐὰν ἡ ἔντασις τῆς προσοχῆς χαλαρώνει; Νὰ ἐπιχειρηματολογῆς λοιπόν γιὰ ποιοὺς λόγους ἀκόμη καὶ ὁ δίκαιος ἐμέθυσεν. Ἀλλ' αὐτὸ τὸ ζήτημα κρίνω ὅτι πρέπει νὰ ἐξετασθῇ στὴν δική του σειρά.
37. Πρὸς τὸ παρὸν ἐξετάζομεν τὸ ὑπόλοιπον. Διότι ὡραῖα εἶπεν: "Ἐπειδὴ σὲ εἶδα δίκαιον ἐνώπιόν μου ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ" (Γεν. ζ',1). Πολλοὶ φαίνονται στοὺς ἀνθρώπους δίκαιοι, λίγοι στὸ Θεὸ: ἀλλιῶς στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλιῶς στὸ Θεόν. Εἰς τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴν ἐξωτερικὴν ὄψη τῆς ζωῆς• εἰς τὸ Θεὸν κατὰ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, κατὰ τὴν ἀλήθειαν τῆς ἀρετῆς• οἱ ἄνθρωποι ἐπιδοκιμάζουν τὰ ἐξωτερικά. Ὁ Θεὸς ἐξετάζει τὰ ἐσωτερικά. Ἐσκεμμένα προσέθεσεν δέ: "ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ": διὰ νὰ μὴ καταδικάσῃ τοὺς προγόνους οὔτε νὰ ἐξαιρέσῃ τοὺς ἀπογόνους καὶ εὐθέως προσθέτει ὅτι ὁ κατακλυσμὸς ἔγινε διὰ τοῦ ἀφανισμοῦ ἐκείνης τῆς γενεᾶς, ἡ ὁποία δὲν μετεῖχεν τῆς δικαιοσύνης. Αὐτὰ ὡς πρὸς τὴν κατὰ γράμμα ἑρμηνείαν.
38. Ὑψηλοτέρα ὅμως ἔννοια μᾶς προκαλεῖ νὰ θεωρήσωμεν ἐδῶ ὅτι ἡ ἀκμὴ τοῦ νοὸς εὑρίσκεται στὴν ψυχὴν καὶ ὅτι ἡ ψυχὴ (εἶναι) στὸ σῶμα, τοὐτέστιν οἰκοδεσπότης στὸν οἶκον της. Διότι ὅ,τι εἶναι στὴν ψυχὴν ὁ νοῦς, αὐτὸ εἶναι ἡ ψυχὴ στὸ σῶμα. Ἐὰν ὁ νοῦς προστατεύηται, προστατεύεται ὁ οἶκος, προστατεύεται ἡ ψυχή: ἐὰν ἡ ψυχὴ ἀκεραία, ἀκεραία ἡ σάρξ. Διότι ὁ νηφάλιος νοῦς ἐμποδίζει ὅλα τὰ πάθη, κυβερνᾶ τὶς αἰσθήσεις, διοικεῖ τὸν λόγον. Καὶ γι' αὐτὸ καλῶς λέγει εἰς τὸν δίκαιον ὁ Κύριος "ἀναμέσον σοῦ", τοὐτέστιν, ἐντὸς σοῦ τοῦ ἰδίου, εἰς τὸ νοῦν σου, εἰς τὸ κύριον (μέρος) τῆς ψυχῆς σου• ἐκεῖ εἶναι ἡ σωτηρία, ἐκεῖ τὸ πηδάλιον• ἔξω ὁ κατακλυσμός, ἔξω ὁ κίνδυνος. Ἐὰν ὅμως εἶσαι μέσα, καὶ ἔξω εἶσαι προστατευμένος• διότι ὅπου διαιτητὴς εἶναι ὁ νοῦς καλοὶ εἶναι οἱ συλλογισμοί, καλὲς εἶναι οἱ ἀκολουθίες. Διότι ἐὰν δὲν ἐπισκιάζῃ τὸ νοῦν οὐδὲν ἐλάττωμα, οἱ λογισμοὶ εἶναι εἰλικρινεῖς. Ἐὰν ἡ ἁγνότης χαρακτηρίζηται ἀπὸ σπουδὴν καὶ ἡ ἐγκράτεια εἶναι καρδιακή, καμία φλόγα ἡδονῆς δὲν φλέγει, κανένα εἶδος ἕλκους ἀσθενείας δὲν ὑφέρπει. Διότι ἡ νηφαλιότης τοῦ νοῦ ἀποτελεῖ ἰατρικὴν τοῦ σώματος.

Κεφάλαιον ΙΒ'

Ὅτι ἀνὰ ἑπτὰ καθαρὰ ζῶα ἀμφοτέρων τῶν φύλων καὶ ἀνὰ δύο ἀκάθαρτα εἰσάγονται εἰς τὴν κιβωτόν, διότι ὁ μὲν ἀριθμὸς ἑπτὰ εἶναι ἱερὸς καὶ πλήρης ὁ δὲ ἀριθμὸς δύο (δείχνει) τὰ φῦλα. Παρ' ἡμῖν τὸ σεπτενάριον ἤτοι τροχαϊκὸ μέτρον ἔχει κάτι τὸ γυναικεῖον, ἀλλ' ὑπὸ ἀνδρὸς μορφωμένου ἀναδεικνύεται εἰς ἀνδρικὴν ἰδιότητα. Τέλος, ὅτι ἡ ἀνθρωπίνη φύση δηλώνεται σὰν περιεκτικὴ ἀντιθέσεων.


39. Τώρα ἐξετάζομεν γιὰ ποιὸ λόγο διατάζει νὰ εἰσάγωνται ἀπὸ μὲν τὰ καθαρὰ ἀνὰ ἑπτὰ, ἀρσενικὰ καὶ θηλυκά: ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα ὅμως ἀνὰ δύο, διὰ νὰ διατηρηθοῦν οἱ γόνοι (των) εἰς πᾶσαν τὴν γῆν (Γεν. ζ',2). Καί, ὅπως ἐγὼ κρίνω βεβαιώνει (ἔτσι ἡ Γραφὴ) ὅτι ἄρχεται ἡ καθαρὰ ἑβδομάς: διότι ὁ ἀριθμὸς εἶναι (καὶ) καθαρὸς καὶ ἱερός. Ἐπειδὴ μὲ κανέναν ἄλλον δὲν μίγνυται οὔτε (καὶ) ἀπὸ ἄλλον γεννιέται. Καὶ γι' αὐτὸ λέγεται παρθένος, διότι οὐδὲν ἐξ αὐτοῦ γεννᾶται• καὶ κατ' ἀξίαν σὰν ἄμοιρος μητρίου καὶ ἀμέτοχος τοκετοῦ, καὶ γυναικείου δεσμοῦ, ἂν καὶ ἡ ἑβδομὰς σὰν λέξη εἶναι θηλυκοῦ γένους, (ὅμως) ἔχει τὴ χάριν τῆς ἀνδρικῆς ἁγιοποίησης. Διότι: "πᾶν ἄρρεν διανοῖγον μήτραν κληθήσεται ἅγιον Θεῷ" (Ἐξ. λδ',19). Καὶ ἐκ τοῦ προφήτου ἔχεις τὸ (ἑξῆς ῥητὸν) "ἐξέφυγεν καὶ ἔτεκεν ἄρρεν" (Ἡσ. ξστ',7), ἤτοι ἅγιον. Ὅμως ὁ ἀριθμὸς δύο δὲν εἶναι πλήρης, διότι διαιρετός. Ὅ,τι δὲ δὲν εἶναι πλῆρες, θεωρεῖται κενόν. Ὁ ἀριθμὸς ὅμως ἑπτὰ (εἶναι) πλήρης, διότι ἡ ἑβδομάς, ὡς ἡ δεκάς• καὶ (εἶναι) ὁμοία ἐκείνου τοῦ πρώτου, διότι αὐτὴ ἔγινε καθ' ὁμοιότητα ἐκείνου, ποὺ ὑπάρχει πάντα, καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον προχέονται καὶ κινοῦνται οἱ ἀρετὲς ποὺ εὑρίσκονται σὲ κάθε γένος. (Καὶ) αὐτὰ (μὲν) εἶναι τὰ φυσικά.
40. Γιὰ νὰ μιλήσουμε ὅμως γιὰ τὰ ἠθικά, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τὸ ἄλογον μέρος τῆς ψυχῆς μας διαιρεῖται εἰς πέντε μέρη (ἀλλὰ) καὶ ἡ φωνὴ καὶ ἡ γεννητικότης, αὐτὰ φαίνονται νὰ εἶναι θηλυκά• διότι οἱ αἰσθήσεις μας διεισδύουν ταχέως εἰς τὰ ὑλικὰ καὶ ἐφήμερα. Ὅθεν δηλώνει ὅτι αὐτὲς ἔχουν οὐσίαν ἀσθενεστέρας φύσεως. Ἀλλὰ εἰς τὸν καλλιεργημένον καὶ εὐφυῆ ἄνθρωπον ὅλα εἶναι καθαρά: διότι ἡ σοφία μεταγγίζει εἰς τὴν ἐξάσκησιν τοῦ ἀνδρὸς καθὼς καὶ ἡ ἀρετὴ στερέωμα σ' αὐτοὺς δι' ἀνδροπρεποῦς κρίσεως. Λοιπὸν διὰ τῆς προτάσεως τοῦ σώφρονος καὶ τοῦ κυβερνῶντος μεταφέρονται ἐκ τῆς ἰδιότητος τοῦ ἀσθενεστέρου φύλου εἰς ἰσχυροτέραν οὐσίαν. Διότι ἡ γνώμη τοῦ σοφοῦ εἶναι ἔγκυρη καὶ σταθερὰ• ὄχι ἀσταθὴς ὅπως τοῦ μωροῦ καὶ ἀνοήτου ὁ ὁποῖος κυμαίνεται μὲ ἀσταθῆ γνώμην, ὅπως τοῦ φαύλου, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπιλέγει τὸ ἀληθὲς καὶ δίκαιον, ἀλλ' ὅ,τι θέλει νὰ τὸν βολεύῃ, ἀποσχίζεται ἀπὸ τὸ ἀληθές, ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὸ δίκαιον. Διότι ἡ δικαιοσύνη εἶναι τὸ μοναδικὸν ἀγαθόν, δι' ἑαυτοῦ της σκοποῦν τὴν τόσην ἀξίαν της. Ἡ ἀδικία δὲ σὰν διαιρετὴ γεννᾶ, ἄλλοτε συνυφασμένη μὲ τὸ μῖσος, ἄλλοτε μὲ τὸ κέρδος καὶ συγχέει τὰ διαιρετά. Διότι ὁ μωρὸς ἀλλάζει σὰν τὴν σελήνην καὶ σὰν τὸν ἄνεμον, εἴτε ἕνεκα τῆς ποικιλίας τῶν διαθέσεων παραμορφώσεως συμμολύνει μὲ μιαρὰν ρύπανση τὴν ψυχήν του σὰν μὲ λεπρὸ σῶμα, ἀναμιγνύων συχνὰ τοὺς ὑγιεῖς λογισμοὺς μὲ βλαβερούς.
41. Ἀλλά, ἴσως, ἐπειδὴ διακρίνεις ὅτι εἰσήχθησαν εἰς τὸν βυθὸν τῆς κιβωτοῦ καθαρὰ καὶ ἀκάθαρτα ζῶα, εἶναι δυνατὸν δικαίως νὰ δημιουργηθῇ ἡ ἀπορία ἀφοῦ εἶπα ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀναμιγνύονται οἱ ἀπρεπεῖς μὲ τοὺς τίμιους λογισμούς. Οὔτε ἐγὼ ἀρνοῦμαι βέβαια ὅτι ὑπάρχουν κάποια σπέρματα τῶν ἀλόγων καθαρῶν κινήσεων σὰν ἀρχὲς εἰς τὴν ψυχήν μας καὶ αὐτῶν ποὺ δὲν εἶναι καθαρές. Διότι ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι περιεκτικὴ ἀντιθέσεων καθὼς καὶ οἱ κακίες εἶναι σ' αὐτὰ δύναμις ὅπως καὶ ἡ ἔφοδος τῆς ἀρετῆς καὶ ἐπαξίως στὴν ἀρχὴν αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, ποὺ εἶναι ἡ Γένεσις, ἀνέγνωσες ὑπὸ τὴν μορφὴν δένδρου ἐν τῷ μέσῳ τοῦ παραδείσου τὴν γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ (Γεν. β',9). Ὑπάρχει ἐντολὴ περὶ αὐτοῦ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ὅτι δὲν πρέπει νὰ φάγουν (ἀπ' αὐτό)• διότι ὁ νοῦς μας εἰς τὸν ὁποῖον ὑπάρχει γνῶσις καὶ πειθαρχία λαμβάνει τὴ γνῶσιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Ὅθεν ὁ τεχνίτης τῆς φύσεως• σὰν γιὰ διάδοση εἴτε καὶ ἐπανόρθωση τοῦ γένους, διετήρησεν τὰ ζῶα, ἵνα σύμπασα ἡ γῆ πληρωθῇ γεννημάτων ζώων• καὶ ἔτσι δὲν ἐθεώρησεν ὅτι πρέπει νὰ ἐγκαταλειφθῇ ἡ γήϊνη οὐσία τοῦ σώματός μας κενὴ αὐτοῦ τοῦ εἴδους παθῶν, σὰν ζώων ἀκαθάρτων, ἡ ὁποία (οὐσία) μὲ ἡδονὲς καὶ ἀσέλγειες καὶ (ἔχουσα) σὰν ἀμοιβὴν τὸν κατακλυσμὸν καταποντίζεται, κυμαίνεται ἀπὸ τὰ πολυθρύλητα πάθη. Ὅπου ὅμως ἕνεκα νηφαλιότητος καὶ ἐγκρατείας ἕνας ἕκαστος ἐκένωσεν τὸν κατακλυσμὸν τῶν πλημμυριζόντων παθῶν καὶ ἀνεκάλυψεν κάποιαν ξηρότητα ψυχῆς ἄρχισε νὰ ζωογονῇ τὸ σῶμα του, καὶ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, τῆς ὁποίας κυβερνήτης εἶναι ἡ σοφία.

Κεφάλαιον ΙΓ'

Γιατὶ ὁ κατακλυσμὸς συνέβη μετὰ ἑπτὰ ἡμέρας ἀφ' ὅτου εἰσῆλθεν ὁ Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν. Ὡσαύτως, γιατὶ εἶπεν ὁ Μωϋσῆς ὅτι ὁ κατακλυσμὸς διήρκεσεν σαράντα ἡμέρες καὶ σαράντα νύκτες: γιὰ ποιὸ δὲ λόγο σαράντα ἡμέρες διεκαρτέρησεν. Μὲ ποιὰν συμφωνίαν ἀναφαίνεται στὴν ἴδια τὴν ἀπειλὴν γιὰ τιμωρίαν ἡ θεϊκὴ εὐσπλαχνία. Μετὰ ἀπ' αὐτὰ θεωρεῖται ἡ ἐλευθέρα ὑπακοὴ τοῦ Νῶε.


42. Καὶ τὸ ἑξῆς πρέπει μετὰ σπουδῆς νὰ ἐρευνήσωμεν, ποιὰ δηλαδὴ εἶναι ἡ αἰτία, γιὰ τὴν ὁποίαν, ἀφοῦ εἰσῆλθεν ὁ Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ εἰσήγαγεν τὰ ζῶα, μετὰ ἑπτὰ ἡμέρες ἔγινεν ὁ κατακλυσμός. Διότι δὲν φαίνεται περιττόν, τὸ ὅτι οὔτε περισσότερες οὔτε ὀλιγότερες ἡμέρες παρενεβλήθησαν, ἀλλὰ τόσες ὅσες εἶχαν χρειασθῇ κατὰ τὴν σύστασιν τοῦ κόσμου. Διότι σὲ ἕξ ἡμέρες ἐδημιουργήθη ὁ κόσμος, "κατὰ (δὲ) τὴν ἑβδόμην ἡμέραν ἀνεπαύθη ὁ Θεὸς ἀπὸ τῶν ἔργων του" (Γεν. β',2). Δι' αὐτοῦ ἐδήλωσεν (ἡ Γραφὴ) ὅτι ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου ἦταν ὁ ἴδιος μὲ ἐκεῖνον (ποὺ προκάλεσεν) καὶ τὸν κατακλυσμόν. Τὸν (μὲν) κόσμον ἐξ ἀγαθότητός του ἔκτισεν, τὸν (δὲ) κατακλυσμὸν (τὸν) ἔκανε διότι τὸν ἀξίζανε τὰ δικά μας ἁμαρτήματα. Παραινέθηκαν λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἡμερῶν, καθ' ἃς ἐκτίσθη ὁ κόσμος, ὅτι ὤφειλαν νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ τὸν δημιουργόν τους, ὄχι μόνον μὲ δάκρυα καὶ ἱκεσίες, ἀλλὰ (καὶ) μὲ διόρθωσιν τῶν ἠθῶν. Ὁ Κύριος λοιπὸν ἔδωσε διάστημα χρόνου πρὸς μετάνοιαν, θέλων μᾶλλον νὰ μὴ λάβῃ ὑπ' ὄψιν παρὰ νὰ τιμωρήσῃ, ἵνα μετέωρος διὰ τῆς ἀπειλῆς τοῦ ἐπικειμένου κατακλυσμοῦ ἀναγκάσῃ εἰς αἴτησιν συγγνώμης. Ἵνα δι' αὐτοῦ ἐφόσον τρέμουν τὸν κίνδυνον ἐπικειμένου θανάτου, ἀπαρνηθοῦν τὴν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν. Δεύτερον (σημεῖον) εἶναι, τὸ νὰ ἀναλογιζώμεθα καὶ ἐδῶ καὶ τὴν ὑπέρμετρον ἐπιείκειαν τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ• διότι τὴν γενομένη ὕβριν πολλῶν ἐτῶν, ἀπὸ συστάσεως κόσμου μέχρι τέλους θέλησε νὰ συγχωρήσῃ ἐὰν μετανοοῦσαν γιὰ λίγες μέρες. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀμνήμων τῆς ἁμαρτίας, ἀνταποδότης τῆς ἀρετῆς, ὅπως ὁ ἴδιος λέγει εἰς τὸν προφήτην: Ἐγὼ εἶμαι, ἐγὼ ποὺ ἐξαλείφω ἀδικίες καὶ δὲν θὰ τὶς θυμηθῶ• σὺ ὅμως νὰ εἶσαι μνήμων των καὶ ἂς διαλεχθῶμεν• εἰπὲ τὰς ἀνομίας σου, ἵνα δικαιωθῆς (Ἡσ. μγ',25,26).
Διότι ὅταν παρατηρῆ ὅτι ξεχειλίζει ἡ ἀληθινὴ ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, τόσον μεγάλην τιμὴν τῆς ἀποδίδει, ὥστε ὄχι μόνον συγχωρεῖ τὰ βαρύτερα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ προσέτι μεταδίδει τὴ χάριν καὶ τὴν δικαίωσιν. Ἀνέμεινε δὲ καὶ τὴν ἕβδομην ἡμέραν, τὴν ἴδιαν κατὰ τὴν ὁποίαν ἀνεπαύθη ἐκ τῆς ἐργασίας• ἵνα ἐὰν ἠτεῖτο συγγνώμη, ἀκολουθήσῃ ἡ διόρθωση καὶ παύσῃ ἀπὸ τῆς ὀργῆς.
43. Ἐλήφθη πρόνοια νὰ μὴ παραληφθῇ καὶ τὸ ἑξῆς, τὸ ὅτι δηλαδὴ εἶπεν ὅτι ἔγινε (μὲν) ἐπὶ σαράντα ἡμέρες καὶ προσέθεσεν ἐπὶ "σαράντα νύκτες" (Γεν. ζ',12). Διότι ξέρομεν ὅτι ἡμέρα λέγεται αὐτὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ λαμπρὸς ἥλιος φωτίζει τὴ γῆν• νύκτα αὐτή, καθ' ἥν τὰ διάχυτα σκοτάδια χωρίζουν ἀπὸ τὴν φωτεινότητα: καὶ πολλὲς φορὲς ἐμεῖς δίνομε τέτοιαν σημασίαν στὴν ἡμέραν ὥστε δὲν συμπεριλαμβάνομε καὶ τὴ νύκτα καὶ πολλάκις τὴν συνυπολογίζομεν. Διότι δηλώνοντας περὶ τριακονθημέρου μηνός, συνδηλώνομεν καὶ τὶς νύκτες. Ὅθεν ἐρωτᾶται ἐφ' ὅσον ἦταν ἀρκετὸν τὸ ὅτι ὁ Μωϋσῆς εἶπεν ὅτι ὁ κατακλυσμὸς κράτησε σαράντα ἡμέρες, γιατὶ προσέθεσεν, "καὶ σαράντα νύκτες"; Καὶ κάποιοι, πρὸ ἡμῶν, ἔτσι (τὸ) ἐξέλαβον, ἵνα δηλωθῆ ὁ διὰ τοῦ κατακλυσμοῦ ἐπελθὼν ἀφανισμὸς καὶ τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικῶν, ἀναφέροντες τὴν ἡμέραν, ποὺ εἶναι καθαρότερη καὶ ὅμοια μὲ φῶς, εἰς τὸν ἄνδρα, τὴν νύκτα εἰς τὴ γυναίκα, ἡ ὁποία περιγράφεται δημιουργηθεῖσα ἐκ τοῦ κοιμηθέντος ἀνδρός (Γεν. β',21)• καὶ συγχρόνως ἐπειδὴ ὁ ἀνὴρ προηγεῖται σὰν αἴτιος ὁ ὁποῖος κινεῖ τὴν ἀρετὴν τῆς γυναικὸς καὶ τὴν παρακινεῖ εἰς τοκετούς: ἐκεῖνος περιφημότερος γιὰ τὴ δημόσια δράση του• ἐκείνη ἀσημότερη ὡς κεκλεισμένη στοὺς (τέσσερεις) τοίχους τῆς οἰκίας καὶ κατὰ τὴ νύκτα ἐγγυτάτη, (ἐνῶ) ἐγερθεῖσα (τὴν ἡμέραν εὑρίσκεται) εἰς δευτέραν θέση καὶ πλασθεῖσα ἤδη ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ ἀνδρὸς ὀφείλουσα (εἰς αὐτὸν) χάριν, μὲ ἀνώτερο προνόμιο, καὶ ὡς ὑποκείμενη εἰς τὸν κρείττονα (τὸν ἄνδρα), καὶ ἕνεκα τῆς λειτουργίας τοῦ τοκετοῦ συγκρινομένη πρὸς τὰ ὑλικά. Σύμφωνος δὲ ὁ ἀριθμὸς (δύο) εἰς ἀμφοτέρους τοὺς κινδύνους, ἐπειδὴ καὶ τὰ ἁμαρτήματά (τους) (εἶναι κι' αὐτὰ) σύμφωνα (μὲ τὸν ἀριθμὸν δύο)• καὶ δίκαια δὲν διῒστανται τὰ διαστήματα τῶν χρόνων, διότι δὲν διῒστανται οἱ ἀνταμοιβὲς ἐκ τῶν παρανομιῶν (τους).
44. Ὄχι λιγώτερον ἐρευνοῦν προσέτι πολλοὶ γιὰ ποιὸ λόγο ὁ κατακλυσμὸς διήρκεσεν σαράντα ἡμέρες. Καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι θεωρήθηκε ὁ ὑλικὸς ἀριθμὸς μεταξὺ τῶν ἀθλιοτέρων, δηλαδὴ διὰ τὴν καταστροφήν τῆς δημιουργίας ὅτι (ὑπολογίστηκε) δὲ ἡ ἑβδομάδα διὰ τὴν κατασκευὴν τοῦ κόσμου δηλαδὴ μεταξὺ τῶν εὐφροσυνοτέρων. Ἀλλ' ἴσως νὰ ἀναφερθῇ (ἀπὸ κάποιον) διατὶ καὶ ὁ Νόμος (τοῦ Μωϋσῆ) ἐδόθη σὲ σαράντα ἡμέρες, (διότι) τόσες ἡμέρες ἔμεινεν ὁ Μωϋσῆς ἐπὶ τοῦ ὅρους Σινᾶ καὶ ἐβράδυνεν, ὅταν ἔλαβεν τὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου (Ἐξ. κδ',18); Ὀρθῶς λοιπὸν μὲ τὸν ἴδιον ἀριθμὸν (ἡμερῶν) δίδονται ἐντολὲς περὶ παρέκκλισης ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν, μὲ τὸν ὁποῖον (ἀριθμὸν) ἐκτίεται ἡ ποινὴ διὰ τὴν ἐνοχήν: διὰ νὰ γνωρίζωμεν ὅτι πρέπει νὰ παραβάλληται ὁ ἐκ τῆς διορθώσεως ἔπαινος πρὸς τὸν ἴδιον χρόνον ζωῆς, καθ' ὅν δυνατὸν νὰ διεπράχθησαν τὰ πρὸς τιμωρίαν ἐγκλήματα. Ὅθεν τώρα ἤδη οἱ σαράντα ἡμέρες δὲν ἀποτελοῦν παραγγέλματα γιὰ ποινὴν ἀλλὰ γιὰ ζωήν: ἵνα κατ' αὐτὸν τὸν ἀριθμὸν μὲ νηστεῖες καὶ προσευχὲς συχνὲς ἐλαφρύνωμεν τὶς τιμωρίες διὰ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ ἐντείνοντες τὴν προσοχή μας πρὸς τὰ προστάγματα τοῦ λόγου διὰ ἀφοσιώσεως καὶ πίστεως διορθώσωμεν τὴν πλάνην μας. Ὅθεν κατὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡ τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἤδη δὲν θεωρεῖται νεοτάτη, ἀλλὰ πρώτη: καὶ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἀριθμεῖται ἡ ζωὴ, ὅπου πρὶν ὁ ἀριθμὸς πρὸς συντέλεσιν τοῦ θανάτου καὶ ἀφανισμὸν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπελογίζετο.
45. "Καὶ ἐξαλείψω πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὅ ἐποίησα, ἀπὸ προσώπου γῆς" (Γεν. ζ',4). Ὤ ὀμορφιὰ οὐρανίων λόγων, ἐὰν κανεὶς ἐξετάζῃ μὲ εὐπρεπῆ διάνοιαν εὐσεβοῦς νοός. Ὀργίζεται ὁ Θεὸς μὲ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ τὴν εὐσέβειαν. Ἀπειλεῖ μὲ τιμωρίαν, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει τὸν ἀφανισμόν. Μετριάζει τὴν ἐκδίκησιν, ἀνακαλεῖ τὴν αὐστηρότητα. Λέγει ὅτι θὰ ἐξαφανίσῃ πᾶσαν σάρκα ὄχι ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλὰ "ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς". Κόβει τὸ ἄνθος, διατηρεῖ τὴν ῥίζαν• ἀφίνει νὰ παραμείνῃ εἰς τὸ βάθος ὁ γόνος τῆς ἀνθρώπινης οὐσίας, αὐτὴ ποὺ ἐργάζεται εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, εἰς τὸ ἐσωτερικὸν διατηρεῖται ἀπαθής, καὶ διατηρεῖται πρὸς ἀντικατάστασιν τῆς ἀηδοῦς βλάβης αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι ὑπόδικοι εἰς δίκην. Ὡραῖα ἔθεσεν δὲ "θὰ ἐξαλείψω", σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ κεραῖες γραμμάτων που ἐξαλείφονται χωρὶς βλάβην τῶν βιβλίων καὶ χωρὶς μείωση τῶν πινάκων. Ἡ βαφὴ ἐξαλείφεται, ἀλλὰ τὸ ξύλο μένει. Ἐξαλείφονται τὰ στοιχεῖα, ἵνα γράφωνται καλλίτερα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον. Ἀφαιρεῖται ἡ βαφή, δὲν καταστρέφεται ἡ οὐσία. Εἶπεν: "Θὰ ἐξαλείψω τὴν διαφθορὰν τῆς σαρκός, διὰ νὰ γράψω τὴν ἀφθαρσίαν. Θὰ ἐξαλείψω τὸ "ἀνάστημα τῆς σαρκός" ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς ἵνα ἐγγράψω εἰς τοὺς ἐπουρανίους τοὺς ἀνασταινομένους. Θὰ ἐξαλείψω ἀπὸ τὸ βιβλίον τῆς γῆς, ἵνα ἐγγράψω εἰς τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς. Ἐξαλειφθήτωσαν, Κύριέ μου, ὤ Κύριε, ἐξαλειφθήτωσαν ταχέως τὰ στοιχεῖα τοῦ σιδήρου (τῆς γραφῖδος), γιὰ νὰ γραφοῦν τὰ στοιχεῖα τοῦ Χριστοῦ. Ἂς καταστραφῆ τὸ "ἀνάστημα" τῆς γῆς ἵνα πλημμυρίσῃ ἡ οὐράνια χάρις. Ἔλα, Μωϋσῆ, προετοίμασε τὸ γόνατο (γιὰ νὰ γονατίσῃ), πάρε τὸ νόμο, πάρε τὶς κεραῖες ποὺ ἤδη ἡ θεία εὐσπλαχνία δὲν ἐξάλειψεν. Ἀνάλαβε τὶς πλάνες ποὺ ὁ Θεὸς (τὶς) ὅρισεν διὰ τὴν αἰωνιότητα. Εἴθε ὁ ἴδιος νὰ μὴ (τὶς θραύσεις).
Καὶ τὶς ἴδιες θὰ μοῦ τὶς καθαιροῦσεν ἡ ἐνοχή μου, ἐὰν ὁ Κύριος δὲν τὶς εἶχε ξαναδώσει. Δίκαια βέβαια θύμωσεν ὁ Μωϋσῆς, ποὺ δὲν κράτησαν τὰ θεϊκὰ προνόμια, αὐτοὶ ποὺ δὲν τήρησαν πειθαρχίαν. Ἀλλὰ νομίζω, (ὤ Μωϋσῆ), ὅτι ὄχι γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους θὰ (τὶς) θραύσῃς. Τὶς ἔθραυσες γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, τὶς ἀνέλαβες γιὰ μένα. Ἐθραύσθησαν οἱ προηγούμενες, διὰ νὰ μείνουν οἱ ἑπόμενες. Τὶς ἔσπασες στὰ στήθη τῶν Ἰουδαίων. Διότι τὶ ὠφελοῦσε νὰ κρατοῦν τὶς πλάκες, τῶν ὁποίων τὶς ἐντολὲς δὲν μπόρεσαν νὰ κρατήσουν; Ἰδοὺ λέγουν ὅτι εἶναι κάτοχοι τῶν δευτέρων πλακῶν, ἀλλὰ δὲν τὶς τηροῦν. Λέγουν ὅτι διαβάζουν τὰ θεῖα γράμματα ἀλλὰ δὲν τὰ διαβάζουν. Ὁ Μωϋσῆς λέγει ὅτι οἱ πλάκες γράφηκαν μὲ τὸν δάκτυλον τοῦ Θεοῦ (Δευτ. θ',10): ἐκεῖνοι δὲν διαβάζουν τὸν δάκτυλον τοῦ Θεοῦ, τὸ γράψιμον τῆς σιδηρᾶς (γραφῖδος) διαβάζουν. Βλέπουν τὴ μελάνην, δὲν βλέπουν τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ' ἡ Ἐκκλησία ἀγνοεῖ τὸ μελάνι, τὸ πνεῦμα γνώρισεν. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος ἔμαθε νὰ γράφῃ ὄχι μὲ μελάνι ἀλλὰ μὲ πνεῦμα Θεοῦ ζῶντος (Β' Κορ. γ',2,3).
Ὤ τῆς ἀνοήτου ἱεροσυλίας τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων! Ἄνθρωπος γράφει διὰ πνεύματος Θεοῦ καὶ ἄνθρωπος ἀνατραφεὶς ὑπὸ Νόμον, καὶ δι' ἐκεῖνον θέλουν νὰ ἔχει γράψει ὁ Θεὸς ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ διὰ τοῦ πνεύματος.
46. Λοιπόν, ἵνα εἰς τὰ ἀνωτέρω ἐπανέλθωμεν, ὀφείλει ὁ Θεὸς ἀνάστασιν σαρκός, σὰν γραφὴν τῶν κεραιῶν (τοῦ γράμματος): μ' αὐτὸ δηλοῦται ὅτι ἐξάλειψεν ἕνεκα τῆς ἀσεβείας τὴν περίσσειαν γέννησιν ἀνθρώπων• τὴν οὐσίαν δὲ καὶ τὴν συμπεριφορὰν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τὴν διετήρησεν σὰν διὰ ἀδιακόπου συνεχείας τῶν πλακῶν διὰ νὰ ἐκβλαστάνη ἐξ αὐτῆς ὁ λοιπὸς γόνος. Φαίνεται ὅτι σ' αὐτὴν τὴν γνώμην ταιριάζει καὶ ἐκεῖνο ποὺ λέγει: Θὰ ἐξαλείψω, εἶπεν, πᾶν ἀνάστημα σαρκός. Ἡ κάθαρση φαίνεται ὅτι ἀντιτίθεται στὴν ἀνάσταση σὰν κοινὴν λειτουργίαν τῆς φύσεως: διότι ἡ πολυτέλεια τῆς ἀναστάσεως μένει πίσω ἕνεκα τῆς καθάρσεως καὶ καταπιέζεται. Πᾶν δὲ ὅ,τι καθαίρεται, ἀποβάλλει τὴν ὄψη διατηρεῖ τὴν οὐσίαν του καὶ (τὴν) βελτιώνει. Καταπιέζει δὲ ὁ Κύριος ὁ ὁποῖος ἢδη διὰ τῆς καθάρσεως μὲ κατακλυσμόν, τὴν σωματικὴν χρῆσιν καὶ τὴν συμπεριφορὰν αὐτῆς τῆς γενεᾶς ἡ ὁποία εἶχεν ἐκφυλισθῇ ὡς πρὸς τὴν εὐπρέπειαν τῆς φύσεως καὶ τοῦ γενομένου γένους κάνει χαριτωμένην. Αὐτὰ κατὰ γράμμα.
Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τὴν ὑψηλοτέραν ἔννοιαν, τὸ εἶδος τοῦ κατακλυσμοῦ ἀποτελεῖ τύπον τῆς καθάρσεως τῆς ψυχῆς μας. Ὅταν, ὅθεν, ὁ νοῦς μας ἀπολαύσῃ ἑαυτὸν ἀπὸ τὰ σωματικὰ θέλγητρα τούτου τοῦ κόσμου, ἀπ' τὰ ὁποῖα προηγουμένως ἐξηπατᾶτο, καὶ μὲ ἀγαθοὺς λογισμοὺς ἀπομάσσει τὸ βόρβορον τῆς ἐπιθυμίας, σὰν μὲ καθαρότερα ὕδατα θυελλῶν ἀπορροφῶν πρὶν τὴν πικρότητα τῶν ῥευμάτων.
47. Εἶπεν: "Καὶ ἔκαμε ὁ Νῶε πάντα ὅσα τοῦ παρήγγειλεν Κύριος ὁ Θεός" (Γεν. ζ',5). Ὁ δίκαιος λαμβάνει παραγγέλματα, ὁ δοῦλος διαταγές. Ἐδῶ τοποθετεῖται εἰς τόπον φίλου, ὁ ὁποῖος ἐξετέλεσεν ὅλα ὅσα ἀνέλαβεν ὡς ἀκολουθητέα. Σὲ ἐκεῖνον ποὺ κλονίζεται σὲ (ζητήματα) πειθαρχίας, προστίθεται τὸ βάρος τῆς δουλείας. Τέλος καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς λέγει ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ: "Ὑμεῖς φίλοί μοὺ ἐστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐντέλλομαι ὑμῖν. Ἤδη δὲν σᾶς ἀποκαλῶ δούλους (Ἰω. ιε', 14 καὶ 15). Ἐντέλλεται, λοιπόν, ὡς εἰς φίλον, δίδεται ἐντολὴ ὡς εἰς αὐτόν, ὁ ὁποῖος μὲ ἔγκυρη ἀγάπη καὶ νηφάλια σύνεση τὰ ἐντεταλμένα ἀκολουθεῖ. Οὔτε ἔσφαλεν ὁ Κύριος εἰς τὴν κρίση του, ἐξετέλεσεν ὁ δίκαιος τὰ πάντα, ὄχι ἕνα μέρος, ἀλλὰ πάντα ὅσα τοῦ παρηγγέλθησαν• καὶ γι' αὐτὸ ἔλαβεν τὴν μαρτυρίαν τῆς θείας Γραφῆς. Οὔτε νὰ θεωρῆς περιττὸν αὐτὸ ποὺ ταυτόχρονα ἔθεσεν, δηλαδὴ (τὴν ἔκφραση) Κύριος καὶ Θεός, διότι (ὑπάρχει) καὶ Θεὸς ἐν Κυρίῳ καὶ Κύριος ἐν Θεῷ: ἀλλὰ (τὸ ἔθεσεν ὁμοῦ) διὰ νὰ ἐννοήσῃς τὴν κοινὴν ἐντολὴν Πατρὸς καὶ Υἱοῦ. Ἄλλοι ὅμως πρὶν ἀπὸ ἡμᾶς ὡς ἑξῆς ἡρμήνευσαν, γιὰ τὸ ὅτι σ' αὐτὸ τὸ ἐδάφιον μὲ τὸ νὰ λέγῃ Κύριον καὶ Θεόν, ἐξέφρασεν τὴν δίδυμην ἐξουσίαν αὐτοῦ ὁ ὁποῖος θὰ τιμωρήσῃ καὶ αὐτοῦ ὁ ὁποῖος θὰ συγχωρήσῃ• καὶ (ἐπειδὴ) αὐτὸς ἐδῶ τιμωρεῖ προηγουμένως τοὺς ἁμαρτωλούς, γι' αὐτὸ καὶ πρὶν Κύριος ὀνομάζεται• ἐπειδὴ ὅμως μετὰ ταῦτα χαρίζεται νὰ διαδοθῇ τὸ φυτώριον τοῦ δικαίου, γι' αὐτὸ Θεὸς μετὰ ὀνομάζεται. Τέλος λέγεται Θεὸς ὡς αὐτὸς ποὺ θὰ δημιουργήσῃ τὸν κόσμον: "Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν... Καὶ εἶπεν Ὁ Θεὸς: γεννηθήτω φῶς (Γεν. α',1,3).

Κεφάλαιον ΙΔ'

Περὶ τοῦ ὅτι ὁ κατακλυσμὸς συνέβη σὲ ἐποχὴ χειμῶνος, διὰ νὰ βασανισθοῦν μ' αὐτὸ περισσότερον οἱ ἄνθρωποι• καὶ κατὰ τὸ ἑξακοσιοστὸν ἔτος τοῦ Νῶε, διὰ νὰ συμπέσῃ μὲ τὰ ἔτη δημιουργίας ὁ ἀφανισμὸς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ περὶ τοῦ ὅτι, διὰ τῆς ῥήξεως τῶν πηγῶν τῆς ἀβύσσου καὶ τῶν καταρρακτῶν τοῦ οὐρανοῦ, σημαίνεται ὁ κατακλυσμὸς τοῦ σώματος (τοῦ ἀνθρώπου).


48. Προσέτι ἐκείνη δὲν εἶναι πληρεστέρα θεώρηση τὸ ὅτι ἔγινεν ὁ κατακλυσμὸς κατὰ τὸ ἑξακοσιοστὸν ἔτος τοῦ Νῶε, στὶς εἴκοσι ἑπτὰ τοῦ δεύτερου μήνα. Δὲν ἀμφισβητεῖται ὅτι ἦταν ὁ δεύτερος μήνας χειμωνιάτικης ἐποχῆς, ὅταν δηλαδὴ τὰ γεννήματα αὔξαιναν, ὁ ἀγρὸς βλάσταινε, γονιμότερη ἡ γῆ φύτρωνεν ὅλα τὰ εἰς χρῆσιν τοῦ ἀνθρώπου, τὰ καλλιεργημένα ἐδάφη ἀναμένονται (νὰ ἀποδώσουν), τὰ χωράφια γεμίζουν ἀπὸ σιτάρι καὶ κριθάρι, τὰ φυλλώματα τῶν δένδρων εἶναι ντυμένα μὲ ἄνθη τοῦ ἐλευσομένου καρποῦ, δὲν λείπουν ἀπ' τὴ γῆ οἱ χάρες της οὔτε ἀπὸ τὰ ζῶα τὰ δῶρα τους, τὰ ὁποῖα γίνονται μὲ τοὺς τοκετούς, γιὰ νὰ μὴ λείπῃ τίποτε στὸν ἄνθρωπο. Ἀπ' τὸν ἄνθρωπο μόνο οἱ τοκετοὶ εἶναι λειψοί, ἀγνοεῖ τὸν δημιουργόν του, ἀπ' τὸν ὁποῖον χάριν του ὅλα οἰκονομοῦνται, ἀγνοεῖ τὸν κτίστην του. Καταφρονεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἀνταποδότην του, ἂν καὶ ὁ Θεὸς τὸ ἔργον του δὲν τὸ περιφρονεῖ. Μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπον κινοῦνται ὅλα, διότι γεννήθηκαν γι' αὐτόν. Μὲ τὰ πλούτη του (τοῦ Θεοῦ) τελειοῦται ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν προίκιση (τοῦ Θεοῦ) ἀποθνῄσκει. Πρὸ τοῦ ἀνθρώπου ἡ γῆ δὲν εἶχε κάνει καμιὰ ἁμαρτία, ὡς πρὸς κανένα καρπὸν δὲν εἶχεν ἐξαπατηθῇ• εἰς τὸ πρόσωπον μόνον τοῦ ἀνθρώπου εἶδε τὸν ἑαυτόν της νὰ ἐκφυλίζεται, βγάζοντας ἀγκάθια καὶ τριβόλους ἀντὶ καρπῶν. Ὅ,τι ἦταν μόνον θαυμαστὸν δῶρον, τὸ κύριον (δῶρον) τοῦ νοὸς αὐτὸ ἀπέθανεν.
Γιατὶ (λοιπὸν) νὰ ἐξακολουθήσουν νὰ ὑπάρχουν ὅλα ἐκεῖνα; Γι' αὐτὸ τὸ ὕδωρ εἰσβάλλει ὄχι μόνον μετὰ τὴν συγκομιδὴν τῶν καρπῶν, διὰ νὰ μὴ νιώσῃ ἡ γῆ μᾶλλον εὐεργεσίαν παρὰ κατακλυσμόν. Τέλος παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις τὸ χειμῶνα, ἀλλὰ σὲ διαφορετικὸ μῆνα πλημμυρίζει ὁ Νεῖλος, ἡ γῆ μαλακώνει πρὸς σπορὰν καὶ σὲ πιὸ εὐχάριστη ἀγκαλιὰ σὲ ἡπιότερον κόλπον γίνονται δεκτὰ τὰ σπαρέντα σπέρματα. Τὸ ὅτι δὲ ὁ κατακλυσμὸς ἔγινε κατὰ τὸ ἑξακοσιοστὸν ἔτος τοῦ Νῶε, αὐτὸ φαίνεται νὰ δείχνῃ ὅτι ὁ Ἀδὰμ ἐδημιουργήθη τὴν ἕκτην ἡμέραν. Ὁ ἴδιος ἀριθμός, δηλαδή, ὁ ὁποῖος λέγεται ζυγός, χρησιμεύει καὶ (εἰς τὸν Θεὸν) καὶ σὰν δημιουργὸν καὶ σὰν ἀποκαταστάτην• διότι ὁ ἀριθμὸς ἕξ ἀποτελεῖ πηγὴν τοῦ ἀριθμοῦ ἑξακόσια ἑξῆντα. Ὁ ἴδιος δὲ καὶ ὁ πρῶτος και ἕβδομος μήνας λέγεται. Ἀλλὰ πρέπει μᾶλλον νὰ τὸν τηρήσωμεν ὡς πρῶτον• διότι μετὰ τὸν κατακλυσμὸν χειμῶνα καιρὸ προπαρασκευάζεται ἡ φροντίδα γιὰ τὴν καλλιέργειαν τῶν ἀγρῶν καὶ ἀρχίζουν νὰ βγαίνουν γεννήματα τοῦ ἥσυχου καὶ ἄφθονου ἐδάφους. Δι' αὐτὸ σημαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς οὐδαμῶς σ' αὐτὸν τὸν ἀριθμὸν ἢ καιρὸν θὰ ἐπρόκειτο νὰ κάνῃ τὴν καταστροφήν τοῦ ἀφανισμοῦ ποὺ ἔκαμεν, ἐὰν δὲν εἶχεν προσβληθῇ μὲ τόσον παμμεγέθη ἁμαρτήματα. Αὐτὸς ὁ λόγος δίδει ταυτόχρονα τὴν ἄδειαν καὶ τοῦ καιροῦ καὶ τοῦ ἀριθμοῦ• διότι ἀκόμη καὶ ὀργισθεὶς παραινεῖ καὶ μὲ τὶς προηγούμενες αἰτίες τῶν εὐεργεσιῶν του, διὰ νὰ μὴ ἀφανίσῃ παντελῶς τὴν οὐσίαν των.
49. Καὶ ἐρράγησαν πᾶσαι αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου καὶ ἀνοίχθησαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ (Γεν. ζ',11). Ἡ Γραφὴ ὅπως ταίριαζε περιγράφει τὴ δύναμη τοῦ κατακλυσμοῦ, λέγουσα ὅτι ἐκινήθησαν οὐρανὸς καὶ γῆ ἐξ ἴσου, στοιχεῖα ἐκ τῶν ὁποίων συνίσταται πᾶσα ἀρχὴ τούτου τοῦ κόσμου. Ὅθεν λοιπὸν καὶ συγκλεισθὲν τὸ ἀνθρώπινο γένος ἐκ τῶν τεραστίων εἰσροῶν ὑδάτων σφόδρα ἐπιέζετο. Αὐτὰ κατὰ γράμμα. Ὅ,τι ἀφορᾷ στὴν ὑψηλοτέραν ἔννοιαν, διὰ μὲν τοῦ συμβόλου τοῦ οὐρανοῦ σημαίνεται ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, διὰ δὲ τῆς ὀνομασίας τῆς γῆς, τὸ σῶμα καὶ ἡ αἴσθησις. Μεγάλα, λοιπόν, τὰ ναυάγια, ὅταν ἀναμιγνύωνται δίνη καὶ θύελλα τοῦ νοῦ ἐξίσου καὶ τοῦ σώματος καὶ ὅλων τῶν αἰσθήσεων. Κρίνομεν ὅτι ἐπιμελῶς ἐλέχθησαν. Καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ ἀπάτη τοῦ νοὸς καὶ ὁ δόλος χύνουν τὸ δηλητήριόν τους, ἀλλ' ὅμως ἡ νηφαλιότης καὶ ἡ ἐγκράτεια τοῦ σώματος ἐπισκιάζουν τὴν πονηρίαν τοῦ πνεύματος. Συχνὰ ὁ νοῦς εἶναι ἄστατος ἕνεκα ἀβεβαιότητος τῆς πίστεως καὶ τῆς γνώμης του, ἀλλ' ὅμως ἡ σὰρξ ἕνεκα ἡδονῶν καὶ χλιδῆς βρίσκεται σὲ ἀργίαν ἵνα ἡ σωφροσύνη συγχωρήσῃ τὴν πλάνην τοῦ νοῦ, ὅπως συμβαίνουν μὲ πολλοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ προβάλλουν τὴν ἐγκράτειαν τοῦ σώματος, ἵνα ἕνεκα διαβεβαιώσεώς της σφετερίζωνται τὴν πίστη διὰ τῆς μαρτυρίας τῆς νηφάλιας σάρκας: ἂν καὶ ἀπατηλοὶ στὶς ἔννοιες, ὅμως τὸ λιγότερον αἰσχυντηλοί, θεωροῦνται κάπως περισσότερον συγγνωστοί.
Ὅταν ὅμως συγχέουν τὰ δηλητήρια τοῦ νοῦ καὶ τὸ μόλυσμα σωματικῆς αἰσχρότητος καὶ κάθε ἀκμὴν τῶν αἰσθήσεων• καὶ (ὅταν) ἡ ψυχὴ ἀσταθὴς ἕνεκα ἀβεβαίας κινήσεως, ὄζουσα ἐκ τῆς μελανῆς κακότητος, προσβληθεῖσα ὑπὸ τῆς μανίας τῆς ὡμότητος, καὶ διὰ σωματικῶν τιμωριῶν παροτρύνεται, ἄπληστη ἀκόμη διάθεση, ἀναίσθητη σὲ μέτριες ἱκανότητες ἕνεκα τῆς ἐπιθυμίας τῆς χλιδῆς καὶ τῆς διάχυσης ὁρμᾶ εἰς τὸ ἀδίκημα τῆς προσβολῆς τῆς σωτηρίας τοῦ ἄλλου• τόσον μεγάλος εἶναι ὁ κατακλυσμὸς εἰς ὅλα ἐξ ἴσου τὰ ἐνσκήπτοντα πάθη, τόσον φαίνεται νὰ ἐκχύεται ἡ μωρία, ἡ ἀδικία, ἡ ἀκρισία, ἡ φαυλότης, ἡ ἀπιστία περὶ τοῦ ἀνωτέρου μέρους, ὅσοι οἱ καταρράκται τοῦ νοῦ. Ὅθεν ἐκλύονται ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ γήϊνου σώματος ἡ ἡδονή, ἡ μέθη, ἡ χλιδή, τελευταῖα οἱ τῶν διαφόρων ἐγκλημάτων πτώσεις, οἱ ὁποῖες ἐκθηλύνουν παντελῶς καὶ τοῦ σώματος εὐρωστίαν καὶ τοῦ πνεύματος τὴν ἀκμήν.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων -"Περί τοῦ Νῶε καὶ τῆς Κιβωτ

Unread postby inanm7 » Fri Oct 08, 2021 1:20 pm

Κεφάλαιον ΙΕ'

(Περὶ τοῦ ὅτι δηλοῦται) διὰ τῆς κιβωτοῦ ἔξωθεν κλεισθείσης καὶ εἰς τὰ ὕδατα κυμαινομένης τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖον εἶναι καλυμμένο μὲ δέρμα καὶ τὸ ὁποῖον ταράζεται ὑπὸ πολλῶν κινήσεων• καὶ μὲ τὶς δεκαπέντε πήχεις ὕδατος οἱ ὁποῖες ξεπέρναγαν τὰ ὄρη, (δηλοῦνται) οἱ ἀνθρώπινες αἰσθήσεις: τέλος μὲ τὸν θάνατον πάσης σαρκὸς σκιαγραφεῖται ὁ θάνατος ἕνεκα τῶν παθῶν τῆς διαφθαρείσης ψυχῆς• ὅτι δὲ οἱ ὑπερήφανοι πρέπει ἐξαιρέτως νὰ καταστραφοῦν, ἐνῶ ὁ δίκαιος ἐν τῷ μεταξὺ νὰ παραμένῃ ἐν σώματι σὰν ἀσώματος ἐξαλειφθεισῶν τῶν φαύλων κινήσεων.


50. Καὶ ἔκλεισεν Κύριος τὴν κιβωτὸν ἔξωθεν (Γεν. ζ',16). Εἶναι φανερὸς ὁ λόγος κατὰ γράμμα. Ἔπρεπε νὰ κλείσῃ ἡ κιβωτός καὶ νὰ σφραγισθῇ μὲ κάλυμμα γιὰ νὰ μὴ μπαίνουν μέσα της τὰ ὁρμητικὰ κύματα τοῦ κατακλυσμοῦ. Ἡ ἑρμηνεία (αὐτὴ) δὲν εἶναι ἀσύμβατη μὲ ὑψηλοτέραν ἔννοιαν, ἐὰν κρίνωμεν ὅτι τὸ ἀνθρώπινον σῶμα, μὲ τὸ ὁποῖον εἰκονίζεται ἡ περιγραφομένη κιβωτός, ἀμύνεται μὲ ἑπτὰ δέρματα ἔναντι τοῦ κρύου καὶ τοῦ καύματος, διότι ὁ τεχνίτης Θεὸς ἀμφίεσεν πρὸς προστασίαν ὅλων τῶν μελῶν (τοῦ σώματος) διὰ φυσικῶν ἐπικαλυμμάτων καὶ μὲ κάποιο περιβάλλον περίβλημα ἐνέδυσεν, διὰ νὰ μὴ παγώνῃ ἀπ' τὸ κρύο οὔτε ἀπ' τὴν καλοκαιρινὴν ζέστη νὰ λυώνῃ.
51. Πλημμύρισε λοιπὸν τὸ ὕδωρ καὶ ἀνύψωσεν τὴν κιβωτὸν καὶ ἐφέρετο (αὐτὴ) ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῶν ὑδάτων. Δίκαια πλημμύρισεν τὸ ὕδωρ, ὅταν οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ ἀνοίχθηκαν, καὶ ἐκ τῆς γῆς ἐρράγησαν οἱ πηγὲς τῶν ὑδάτων καὶ οἱ ποταμοί. Αὐτὸ ἐλέχθη μὲ μεγάλην ἔμφαση. Διότι εἶναι ἀναγκαῖον ὅπου ἔκρηξις ἐκεῖ νὰ γίνεται ἀκατάσχετη ἔκχυσις• οὔτε ἡ πτώση τεραστίων κυμάτων εἶναι εὔκολον νὰ συγκρατηθῇ. Εἶναι λοιπὸν φανερὸν τὸ γεγραμμένον. Ἄν ὅμως νομίζῃς ὅτι πρέπει νὰ κάνωμεν ὑψηλότερη θεώρηση, ἡ σὰρξ μας ταράσσεται ὑπὸ ἀσθενειῶν καὶ κυμαίνεται ὁρμητικὰ ἀπὸ τὰ πάθη ὑπὸ τῶν ὁποίων ἐδῶ κι ἐκεῖ σὰν πάνω ἀπὸ κύματα τῶν θλίψεών της, ἄλλοτε ἕνεκα πείνας, ἄλλοτε ἕνεκα δίψας, ἄλλοτε ἐκ τῆς ἐπιθυμίας, ἄλλοτε ἐκ τῆς χαρᾶς, ἄλλοτε ἐκ τοῦ πόνου κλυδωνίζεται.
52. Καὶ τὸ ἑξῆς κρίνω ὅτι δὲν πρέπει νὰ παραλείψωμεν, ἐπειδὴ ἡ Γραφὴ δὲν τὸ ἀποσιωπᾶ, πόσον ἀριθμὸν πήχεων ξεπέρναγε τὸ ὕδωρ τὴ γῆν. Διότι εἶπεν ὅτι τὸ ὕδωρ ἀνέβηκε δεκαπέντε πήχεις πάνω ἀπ' τὰ ψηλότερα βουνά. Φαίνεται ὅθεν ἁπλῆ ἡ κατανόησις. Ἡ ἀλληγορία ὅμως περιλαμβάνει τὶς πέντε αἰσθήσεις, οἱ ὁποῖες εὑρίσκονται στὸ σῶμα μας σὰν ὕψιστα βουνά, τὰ ὁποῖα ἐπισκιάζουν αὐτὴν τὴν σάρκα τῶν παθῶν, καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τρέχουν πρὸς τὰ θηρία καὶ ἐρεθίζουν ἐκεῖνα ἐξ αὐτῶν ὅσα (ἀναπαύονται) ὁμοῦ στὴν σκιάν. Ὅθεν καὶ ὁ Κύριος διὰ τῆς πίστεως τῶν πιστευόντων ἐθνῶν ἦλθεν ἀπὸ τὸν Λίβανον ὅπως λέγει ὁ προφήτης Ἀβακοὺμ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: "Ὁ Κύριος ἥξει ἐκ Λιβάνου, ἐλ ὅρους κατασκίου καὶ δασέος" (Ἀβακ. γ',3). Καὶ ἡ Ἐκκλησία ῆλθεν ἐκ Λιβάνου, ὅπως ἀναφέρει τὸ Ἆσμα ἀσμάτων: "Δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου νύμφη, δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου• ἐλεύσῃ καὶ διελεύσῃ ἀπὸ ἀρχῆς πίστεως, ἀπὸ μανδρῶν λεόντων καὶ ἀπὸ ὀρέων παρδάλεων" (ᾎσμα ᾈσμ. δ', 8), δι' αὐτὸ (πρώην) λαοὶ εἰδωλολατρικοί, οἱ ὁποῖοι ὑφίσταντο σοβαρὲς ἐπιδρομὲς σὰν (ἐκεῖνες) κτηνωδῶν παθῶν, τώρα πορεύονται διὰ τοῦ ὕψους τῆς πίστεως καὶ διὰ τῆς μεταρσίωσης τῆς ἀφοσίωσης.
Γι' αὐτοὺς, λοιπόν, ἦλθεν ὁ Χριστὸς εἰς τὰ ὅρη, καταπιέζων διὰ τῶν εὐαγγελικῶν συζητήσεων τὶς ἄγριες κινήσεις αὐτοῦ τοῦ σώματος καὶ κατεδαφίζων ἐκείνων τὴν ὑψηλοκαρδίαν καὶ ἀφαιρῶν τὴν ὑπερηφάνειαν διὰ τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ταπεινώσεως• καὶ ἐπάξια ἄρχισαν νὰ φέρουν τοὺς καρποὺς τῆς ἡμερότητος, τοὺς ὁποίους προηγουμένως διέφθειραν οἱ κατακλυσμοὶ βαρέων παθῶν. Περὶ δὲ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πήχεων ἔτσι ὅπως κάποιοι πρὸ ἡμῶν ἔκριναν, ὅτι δηλαδὴ οἱ πέντε αἰσθήσεις περιλαμβάνουν τριπλὸν συλλογισμόν• ἐκ τοῦ ὅτι ἡ ὅρασις βλέπει τὸ ὁρατόν, ἡ ἀκοὴ ἀκούει τὸ δι' αὐτῆς ἀντιληπτόν, ἡ ὄσφρησις συλλαμβάνει τὸ ἀντικείμενόν της καὶ ἡ γεῦσις γεύεται τὸ γευστὸν καὶ ἡ ἀφὴ ὅ,τι ὑποπίπτει εἰς τὴν οὐσίαν τοῦ ἁπτοῦ, ἅπτεται. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ πέντε αἰσθήσεις ἐκτιμῶνται τριπλῶς, εἴτε κατ' ἐκεῖνο τὸ "Ἀπόγραψαι αὐτὰ σεαυτῷ τρισσῶς" (Παρ. κβ',20). Ἐγὼ ὅμως ταιριαστότερον βρίσκω ἐκεῖνο, ἵνα δηλαδὴ δεχθῶ ὡς τὶς αἰσθήσεις τοῦ γήϊνου ἀνθρώπου καὶ τοῦ ψυχικοῦ καὶ πνευματικοῦ, τὶς ὁποῖες ὑπερβαίνουν ἐκεῖνα τὰ κύματα τοῦ κατακλυσμοῦ.
53. Δικαίως πέθανε πᾶσα κινουμένη σάρξ. Αὐτὸ καὶ κατὰ γράμμα δηλοῦται καὶ ἐκφράζει κυρίως καὶ φυσικῶς τὴν διαφθορὰν τῆς σαρκὸς διὰ τῆς ἐνδείξεως τῆς θυελλώδους ἀναταραχῆς. Διότι ἐλαττωματικὴ ἀναταραχὴ δὲν ὑπάρχει παρὰ διὰ τῆς διαφθορᾶς τοῦ συναισθήματος. Διότι ἡ σὰρξ ἀναταράσσει ἡδονὲς καὶ ἡ ἴδια ταράσσεται ὑπὸ τῶν ἡδονῶν. Αὐτὴ δὲ ἡ κίνησις δημιουργεῖ τὴν διαφθοράν. Αἰτία λοιπὸν τῆς διαφθορᾶς εἶναι ἡ ἀναταραχὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦ ὁποίου ἐκφυλίζεται ἡ ψυχὴ τοῦ καθενός. Διότι ὅταν ταράσσουν τὸ νοῦν ἐλαττωματικὰ πάθη, γεννιέται ἡ διαφθορά ὅταν (τὸν) ταράσσῃ ἡ σπουδὴ τῶν ἀρετῶν, γεννᾶται ἡ πειθαρχία. Ὅποιος, λοιπόν, εὑρίσκεται ἐν τῇ ξηρασίᾳ, ἀπέθανεν: διότι οὔτε μποροῦσαν νὰ μὴ πεθάνουν αὐτοὶ τοὺς ὁποίους κατέκλυσεν κῦμα τόσον μεγάλου κατακλυσμοῦ. Αὐτὸ κατὰ τὸ κείμενον καὶ τὴν σειρὰν τῶν λέξεων. Τὸ ἄλλο, ἂν ζητῇς τὴν ἀλληγορίαν, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ξηροτέρου ξύλου, ποὺ εὐθὺς ὡς ἄρχισε νὰ διασυρίζῃ, (τὸ) κατατρώγει τὸ πῦρ: ἔτσι (καὶ) ἡ ψυχή, ἐὰν δὲν ὑγραίνηται διὰ τῆς δροσιᾶς τῶν διαφόρων ἀρετῶν, κατ' ὀλίγον τι ἀρδευθεῖσα ἐκ τῆς σοφίας καὶ ἐκ τῆς πηγῆς τῆς δικαιοσύνης καὶ ἐκ τῆς ἀρδεύσεως τῆς ἁγνότητας σὰν ἐκ μιᾶς ξηρανθείσης ζωτικῆς ῥίζας, διὰ πυρκαϊᾶς κατακαίει τὴν ἡδονὴν εἴτε ἐκ τοῦ ποταμοῦ τῆς σαρκὸς καταθραυσθεῖσα καταπίπτει. Ὅθεν ὀφείλει ἡ ψυχὴ πάντοτε νὰ τρέφηται μὲ λογισμοὺς καλῶν ἔργων ἵνα ὁ νηφάλιος νοῦς παχύνηται διὰ τοῦ χυμοῦ τῆς συνέσεως• γι' αὐτὸ (αὐτὴ) δὲν ὑποχωρεῖ εὔκολα στὴν ἀδικίαν τοῦ σωματικοῦ κατακλυσμοῦ καὶ εὐνουχισθεῖσα ἕνεκα τοῦ ξηρανθείσης τοποθεσίας τῆς ὀλιγωρίας, ἀποθνῄσκει. Καὶ γι' αὐτὸ μᾶς νουθετεῖ ὁ Κύριος νὰ μὴ ἀπομακρυνθῶμεν ἀπὸ τὴν πηγὴν τῆς σοφίας, νὰ ἀντλῶμεν τὰ ποτὰ τῆς ἀρετῆς• ἵνα μὴ κάποιος ξηραίνηται ὑπὸ τοῦ ἡλίου τῆς ἀδικίας καὶ ἀδυνατῆ νὰ ὑπομείνη τὴ θύελλα τοῦ διωγμοῦ (Βαροὺχ γ',10 καὶ ἑξῆς). Διότι εἶναι γεγραμμένον: "ὅτι εἰ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ τὶ γένηται;" (Λκ. κγ',31).
54. Εἶπεν: Ἡφάνισεν ὁ Θεὸς πᾶν τὸ ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς (Γεν. ζ',23). Σαφὴς ἡ ἐξήγησις τοῦ χωρίου. Δι' ἀλληγορίας δὲ μᾶς δηλώνει τὴν ἐκτεθεῖσαν ὑπερηφάνειαν, ἡ ὁποία ἀναιρεῖ ἑαυτὴν εἰς αὐτὴν τὴν γήϊνην καὶ εὔθραυστην οὐσίαν, καὶ ἀμνήμων (ἡ ὑπερηφάνεια) τῶν θεϊκῶν πραγμάτων, καταφρονήτρια τῶν ἀνθρώπων, παραμορφώνει τὴν ἴδιαν τὴν σωματικὴν κατάστασιν καὶ τὸ (μεγαλόπρεπο) βάδισμα τοῦ ἀλαζόνος ἀνδρός. Σὰν τέτοιες περιγράφει ὁ Ἡσαΐας τὶς θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας, λάμπουσες διὰ νευμάτων τῶν ὀφθαλμῶν καθὼς καὶ ἄλλα ῥιπτάζουσαι ἐν ὑψηλῷ τραχήλῳ (Ἡσ. γ',16). Διότι μ' αὐτὸν τὸν τρόπον ὑψώνουν τὰ φρύδια τους, μὲ φυσιουμένην τὴν καρδίαν, ὑψωμένον τὸ στῆθος, τὸν αὐχένα νωθρόν: αὐτὲς πιέζουν τὸ ἔδαφος βέβαια μὲ τὰ ἴχνη τῶν ποδιῶν, μὲ ὅλο δὲ τὸ σῶμα ἰσορροποῦν καὶ ταλαντεύονται σὲ ἀνόητη ἄσκηση: εἰς τὰ πρότερα μὲ βηματισμὸν προχωροῦν, εἰς τὰ κατόπιν κλίνουσαι τὴν κεφαλήν: τὸν οὐρανὸν κυττάζουν, καταφρονοῦν δὲ τὴ γῆν, σὰν ἕνεκα πόνου τοῦ ἐπικολλημένου τραχήλου, ὥστε νὰ μὴ δύνανται νὰ τὸν κλίνωσιν. Τούτους λοιπὸν ὁ Θεὸς ἐξήλειψεν ἐκ τῆς βίβλου τῆς ζωῆς λέγων: πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν, ταπεινωθήσεται (Λουκ. ριδ',11): οὔτε κάνει (ὁ Θεὸς) μεταξὺ τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων τὸ νὰ συνάπτωνται (οἱ ἀνωτέρω) μὲ οὐράνια πλάσματα.
55. Πάντων, λοιπόν, τῶν ἐκτὸς τῆς κιβωτοῦ, ἀποκτανθέντων, "ὑπελείφθη μόνος ὁ Νῶε ἐν τῇ κιβωτῷ μετὰ τῶν μετ' αὐτοῦ" (Γεν. ζ',23). Δὲν χρειάζεται ἑρμηνείαν ὁ λόγος ὡς ἁπλούστερος. Συντρέχει ἡ ἔννοια στὸ γράμμα (τοῦ κειμένου). Ὑψηλοτέρα ὅμως καὶ ἐσωτέρα σημασία ἀποδεικνύει τὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἐραστὴν τῆς σοφίας, ὡς δένδρον καρποφόρον, φυτευθέντων αὐτῶν (τῶν παθῶν) συνήθως ὅσα τοῦ κατέτρωγαν (αὐτοῦ τοῦ δένδρου) τὴν τροφὴν τοῦ ἐπεσκίαζαν τὸ φύλλωμα, συνέστελλαν τὴν ἀνάπτυξιν τῶν κλάδων, (αὐτὸν τὸν ἄνδρα) ὁ ὁποῖος σὰν σκληρὸν ἔδαφος ἀλόγων παθῶν εἶχεν παραμείνει μετὰ τῶν δικῶν του. Εἶναι δὲ οἱ δικοί του, οἱ καθαρὲς διαιτησίες τῆς ψυχῆς, οἱ ὁποῖες συνάπτονται πρὸς τὴν ἀρετήν. Καὶ καλῶς προσέθεσεν (ἡ Γραφὴ) ὅτι (αὐτὸς) εἶχεν παραμείνει ἐν τῇ κιβωτῷ, σὰν νὰ ἐφαίνετο μόλις πιστευτὸν ὅτι αὐτὸς ἀποκοπέντων τῶν σωματικῶν παθῶν μέχρι τότε ζοῦσε ἐν σώματι• ἕνεκα τούτου ἂν καὶ ἤδη στερεῖται γηῒνων μολυσμῶν μολονότι ὅμως μέχρι τοῦδε διετήρει ἄφθορον, τὴν οὐσίαν τοῦ σώματος• καὶ σὰν ἀσώματος ἐν σώματι ἐφέρετο ὑπεράνω τοῦ κατακλυσμοῦ δὲν κατεβροχθίζετο (ὑπ' αὐτοῦ)• ἔχων σῶμα ὡς τοποθετηθεὶς εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς κιβωτοῦ, ἀλλὰ ἵνα αὐτός, ἀνυπέρβλητος ἀπὸ τὰ πάθη, κυβερνᾶ ὡς ἀσώματος, τὸ ἴδιο τὸ σῶμα (του) ἐν μέσῳ τόσων κινήσεων.

Κεφάλαιον ΙΣΤ'

Διατὶ ἐλέχθη: Ἐνεθυμήθη Κύριος τὸ Νῶε, (ἐνῶ) καμία μνεία τῆς συζύγου του και τῶν υἱῶν του δὲν ἔγινε. Γιατὶ ὡσαύτως ἀνεφέρθησαν τὰ θηρία πρὶν ἀπὸ τὰ ὑποζύγια• καὶ ποιὸ πνεῦμα ἐπηνέχθη ἐπὶ τῆς γῆς, ἵνα τὰ ὕδατα ὑποχωρήσουν.


56. Ἐνεθυμήθη Κύριος τὸ Νῶε καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ὑποζύγια (Γεν. η',1). Ἀποροῦν πολλοὶ γιὰ ποιὸ λόγο δὲν εἶπεν ὁ συγγραφεὺς (τῆς Γενέσεως) ὅτι ὁ Κύριος θυμήθηκε καὶ τὴν σύζυγον καὶ τοὺς υἱοὺς τοῦ Νῶε, ἀφοῦ εἶχε θυμηθῆ τὰ θηρία καὶ τὰ ὑποζύγια. Ἀλλ' ὅταν εἶπεν ὅτι "ἐμνήσθη τοῦ Νῶε", συμπεριέλαβε τὰ λοιπὰ ἀναγκαῖα αὐτοῦ ἐν τῷ αἰτίῳ καὶ προστάτῃ τοῦ οἴκου. Φαίνεται ὅτι συγχρόνως ἐκφράζεται κάποια ἁρμονία τῶν λοιπῶν ἀναγκῶν. Διότι βέβαια ἐφ' ὅσον ὅλοι εἶναι μεταξύ τους προσφιλεῖς, ἕνας εἶναι ὁ οἶκος• ὅταν ὅμως διαφωνοῦν, χωρίζονται, ἀποσχίζονται σὲ πολλοὺς οἴκους. Ὅπου λοιπὸν ἀγάπη, ἐκεῖ διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ γεροντοτέρου ἐκ τοῦ ὁποίου ἐξαρτῶνται οἱ λοιποί, σημαίνεται ὁλόκληρος ὁ οἶκος• ὅπως ἐὰν κάποιος εἴπη: δένδρον, σ' αὐτὸ περιλαμβάνει καὶ τοὺς κλάδους: ἂν κανεὶς ὀνομάσῃ τὸν κλάδον, συμπεριλαμβάνει καὶ τὸν καρπὸν τὸν ἐν αὐτῷ, ἐξ ἴσου στὴν ἴδια λέξη.
57. Οὔτε ἐκεῖνο εἶναι παράδοξον τὸ ὅτι πρῶτον εἶπεν, ὅτι ὁ Κύριος ἐνεθυμήθη τὸ Νῶε, ἔπειτα τὰ θηρία, καὶ κατόπιν τὰ ὑποζύγια δηλαδή, διατὶ δὲν ἀνέφερε (ἀμέσως) μετὰ τὸν ἄνθρωπο τὰ ἡμερότερα ζῶα, ἀλλὰ τὰ ἀγριότερα. Αἰτία σ' αὐτὸ φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ ἑξῆς, ἵνα δηλαδὴ τὰ ἀγριότερα διὰ τῆς πρὸς τὶς δύο πλευρὲς γειτνιάσεως γίνωνται πιὸ χειροήθη. Αὐτὸ φαίνεται ὅτι δηλοῦται καὶ σ' ἐκεῖνο τὸν ποιητικὸν στῖχον: κακοὺς δ' ἐς μέσσον ἔλασσεν (Ὁμηρου, Ἰλιὰς).
Διότι καὶ ἐνταῦθα ὁ ποιητὴς ἔτσι (τὸ) χρησιμοποίησεν, διὰ νὰ τακτοποιήσῃ ἔτσι τὴν διάταξη τῆς μάχης τοῦ στρατοῦ• σ' αὐτὸ τὸ μέσον τοποθέτησεν τοὺς κατώτερους, γιὰ νὰ βοηθοῦνται ἐδῶ περισσότερον ἐκ τούτου ὑπὸ τῶν ἰσχυροτέρων καὶ γιὰ νὰ ἀναλάβουν τὴ μάχη ἑκατέρας πλευρᾶς.
Σ' αὐτὰ τὰ γραπτὰ δείχνεται ἡ σειρὰ. Δι' ὑψηλοτέρας ὅμως ἐννοίας εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ δίκαιος εἰς τὸ μέσον (καὶ) ὄχι στὴν πλευρὰν ἔχει τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδίας του καὶ ὅτι ὅσον καρποῦται αὐτὴν τὴν ζωήν, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχη ἐν τῷ σώματι ὅπως σ' ἐκείνην τὴν κιβωτὸν ἄγρια θηρία. Διότι δὲν ὑπάρχει κανένας νοῦς, καμία ψυχή, ποὺ νὰ μὴ δέχεται καὶ ἄγριες κινήσεις λογισμῶν. Ὅθεν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνοήτου ἀξίζει τὶς ἄγριες κινήσεις (τῶν λογισμῶν) καὶ καίει λιβανωτὸν στὰ δηλητήρια τῶν φιδιῶν: ἡ ἀκμαιότης ὅμως τοῦ σοφοῦ (τὰ) καταστέλλει καὶ τὰ περιορίζει.
58. Καὶ ἐπήγαγεν ὁ Θεὸς πνεῦμα ἐπὶ τὴ γῆν καὶ ἐκόπασεν τὸ ὕδωρ (Γεν. η',1). Δὲν νομίζω ὅτι αὐτὸ ἐλέχθη ἔτσι, ὥστε τὸ ὄνομα πνεῦμα νὰ ἐκλάβωμεν σὰν ἄνεμον. Διότι οὔτε ὁ ἄνεμος θὰ μποροῦσε νὰ ξηράνῃ τὸν κατακλυσμὸν. Ἄλλως δὲ ἀναταράσσεται ἡ θάλασσα καθημερινῶς διὰ τῶν ἀνέμων (καὶ) πάντως κοπάζει. Διότι πῶς δὲν θὰ ἐκενοῦτο ἡ θάλασσα• διὰ τῆς δυνάμεως τῶν ἀνέμων, εἰς τὴν ὁποίαν (δύναμιν) θὰ εἶχεν ὑποχωρήσει ὁ εἰς ὅλην τὴν γῆν διάχυτος κατακλυσμὸς μέχρι τὰς στήλας τὰς λεγομένους τοῦ Ἡρακλέους καὶ τὴν Μεγάλη θάλασσαν, κυμαίνοντας μὲ κρυφὲς δίνες τῶν ὑψίστων ὀρέων; Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἀμφιβολία ὅτι ἐκεῖνος ὁ κατακλυσμὸς κατεστάλη διὰ ἀοράτου θείας δυνάμεως, (καὶ) ὄχι διὰ (ἁπλοῦ) φυσήματος. Ὅθεν ἐγράφη: "Πάντα πρὸς σὲ προσδοκῶσι, ἵνα δῶς ἐκείνῳ τροφὴν ἐν καιρῷ: ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα, τὰ πάντα πλησθήσονται χρηστότητος. Ἀντανελεῖς τὸ πνεῦμα αὐτῶν καὶ ἐκλείψουσιν, καὶ εἰς τὸν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν. Ἐξαποστελεῖς τὸ πνεῦμα σου καὶ κτισθήσονται καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς (Ψάλ. ργ',27-30). Ὑπάρχει, λοιπόν, τὸ Πνεῦμα εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ ὁποίου φαίνονται νὰ ὑποχωροῦν τὰ σύμπαντα, ἐν τῷ ὁποίῳ ὑπάρχει ἡ δύναμις τοῦ ἰδίου τοῦ οὐρανοῦ, καθὼς ἐγράφη: "Τῷ λόγω τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ Πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν" (Ψαλ. λβ',6). Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα εἶναι ὁ δημιουργὸς τῶν ἁπάντων, ὅπως καὶ ὁ Ἰὼβ λέγει. Πνεῦμα θεῖον τὸ ποιῆσαν με" (Ἰώβ, λγ',4).

Κεφάλαιον ΙΖ'

Δείχνει ὅτι οἱ κλειστὲς πηγὲς καὶ οἱ καταρράκτες ποὺ εἶναι οἱ αἰτίες τῆς πλάνης πρέπει νὰ συσταλοῦν πρὸς ἐξυγίανσιν τῆς ψυχῆς• παρέχει ὡς ἔνδειξιν τῆς ἀπαρίθμησης τοῦ χρόνου κατὰ τὸν ὁποῖον ἡ κιβωτὸς ἐκάθισεν, τὴν ἀρχὴν τοῦ ἔτους τοὐτέστιν τὴν ἐποχὴν τοῦ χειμῶνα, καὶ ὅτι ἄρχισε καὶ σταμάτησε ὁ κατακλυσμός, καὶ ὅτι αὐξήθηκε καὶ ἐλαττώθηκε μὲ τοὺς ἴδιους ἀριθμούς: ὅτι ἡ ἀνοικτὴ θύρα τῆς κιβωτοῦ, δηλαδὴ ὁ νοῦς μέσῳ τῶν αἰσθήσεων διὰ τῆς θεωρίας τῆς φύσεως φθάνει εἰς τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ: τέλος (δείχνει) τὴν ἀποστολὴν κόρακος (δηλαδὴ) τὴν ἀπέλασιν ἐκ τῆς ψυχῆς, πρὸς τὴν ὁποίαν δὲν στρέφεται σβησθέντων τῶν παθῶν.


59. Ἂς δοῦμε τώρα τὶ νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει ἡ θεία Γραφή: "Ἐκλείσθησαν οἱ πηγὲς τῶν ὑδάτων καὶ οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ" (Γεν. η',2). Οὔτε ἀσαφὲς τὸ θεωρῶ. Διότι ἀπ' αὐτὲς τὶς αἰτίες μειώνεται ὁ κατακλυσμός, ἀπ' τὶς ὁποῖες αὐξήθηκεν. Εἶχαν ἐκραγῆ οἱ πηγὲς τῶν ὑδάτων, εἶχαν ἀνοίξει οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ, διὰ νὰ κατακλυσθῇ ἡ γῆ ἀπὸ πανταχόθεν εἰσρέοντα ὕδατα. Ἔπρεπε νὰ κλείσουν αὐτὰ ἀπ' τὰ ὁποῖα προερχόνταν ἡ αἰτία τοῦ κατακλυσμοῦ, διὰ νὰ ἀρχίσει ὁ κοπασμός του. Αὐτὸ λέγει τὸ γράμμα (τοῦ κειμένου). Λεπτοτέραν ὅμως ἑρμηνείαν ἐκφράζει ἐκ τοῦ ὅτι ὁ κατακλυσμὸς τῆς ψυχῆς ἄλλαξεν τὸ ἐλάττωμα τοῦ νοῦ καὶ τῆς σωματικῆς ἀκολασίας ὥστε νὰ ἀναμιχθῆ ἡ κακότης μὲ τὸ πάθος, τὸ πάθος μὲ τὴν κακότητα: εἰσερχομένου (δὲ) τοῦ ἰατροῦ-Λόγου τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐπίσκεψιν τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἕνεκα μακροχρονίου νόσου ἐργάζεται μὲ φαυλότητα κρίσεων καὶ δριμύτητα παθῶν, προηγουμένως ὤφειλαν νὰ ἀποκοποῦν οἱ αἰτίες τῆς νόσου. Διότι ἀρχὴ τῆς ἰατρικῆς εἶναι νὰ κόβῃ τὶς αἰτίες τῆς ἀσθένειας• ἵνα μὴ μακροχρονιότερον ὅσα βλάπτουν συμβάλουν στὴν αὔξηση τῆς ἀσθενείας. Αὐτὸ μᾶς τὸ διδάσκει καὶ ὁ νόμος (τοῦ Μωϋσῆ)• διότι ὅταν θὰ ἔχῃ σταματήσει ἡ λέπρα, γιὰ νὰ μὴ μεταδίδεται πλέον, τότε λέγει νὰ εἶναι καθαρὸ κάποιο κατάλυμα καὶ (κάποια) διαμονὴ τοῦ λεπριῶντος (Λεϋτ. ιγ',5 καὶ 6). Διότι ὅ,τι τὸ πάρα φύσιν εἶναι ἀκάθαρτον. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς αὐτὴ ἡ σωτηρία τοῦ νοῦ, ἵνα παύσῃ ἡ εἰσροὴ τῆς πλάνης, ἵνα σταματήσῃ ἡ ἐνοχή, ἵνα μὴ εἰσέρπῃ. Ἀφοῦ σταματήσῃ αὐτὸς ὁ μαέστρος τῆς ἁμαρτίας, εἶναι προστατευμένη καὶ ἡ ἐκ τοῦ παραπτώματος σωτηρία καὶ ἐκδιπλώνεται ἡ ἀβλαβὴς ἀκμαιότης τῆς ψυχῆς.
60. Εἶπεν: "καὶ ἐκάθισεν ἡ κιβωτὸς τὸν ἕβδομο μῆνα, στὶς εἴκοσι ἑπτὰ τοῦ μηνὸς" (Γεν. η',4). Ἐὰν δὲν ἐντείνῃς τὴν προσοχήν σου ἐπιμελῶς, ἀκόμη καὶ ἡ κατὰ γράμμα κατανόηση τοῦ ἐδαφίου εἶναι δύσκολη. Καὶ πρῶτον ἀπ' ὅλα πρέπει νὰ προσέξουμε μήπως ταράξῃ κάποιον ἡ συχνὴ ἐπανάληψη τοῦ ἕβδομου μήνα. Διότι ἔτσι εἶναι γραμμένον, ὅτι ὁ κατακλυσμὸς ἄρχισεν τὸ ἑξακοσιοστὸν ἔτος, κατὰ τὴν Ἑβραϊκὴν ἀλήθειαν, τὸν πρῶτο δὲ μῆνα, κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἑβδόμην ἡμέρα τοῦ μηνός: ὅτι διήρκεσεν ἡ ἔγχυσις τῶν ὑδάτων ἑκατὸν πενῆντα ἡμέρες, ὅτι ἡ κιβωτὸς κάθισεν ἐπὶ τοῦ ὅρους τὸν ἕβδομο μῆνα, στὶς εἴκοσι ἑπτὰ τοῦ μηνός• ὅτι μετὰ ταῦτα ἄρχισαν νὰ ἐλαττώνονται τὰ ὕδατα, ὅτι, μὲ τὴν εὐσπλαχνίαν τοῦ Θεοῦ συνετελέσθη ἡ μείωση τῶν ὑδάτων σὲ ἑκατὸν πενήντα ἡμέρες ὅτι μετὰ ταῦτα ἀνεφάνησαν οἱ κορυφὲς τῶν βουνῶν: κατόπιν ὅτι μετὰ σαράντα ἡμέρες ὁ ἅγιος Νῶε ἄνοιξεν τὴν θύραν τῆς κιβωτοῦ, ὅτι ὁ κόρακας ἀφεθεὶς ἐλεύθερος δὲν ἐπέστρεψεν, ὅτι ἡ ἀφεθεῖσα περιστερὰ ἐπέστρεψεν ἄπρακτη, ὅτι ἀφεθεῖσα πάλιν μετὰ ἑπτὰ ἡμέρες δὲν ἐπέστεψεν, ὅτι ἔτσι εἰδοποιήσεν τὸ Νῶε ὅτι ὅλον τὸ ὕδωρ εἶχε ὑποχωρήσει. Καὶ ἔτσι δείχνεται ὅτι ἔκλεισε χρόνος δηλαδὴ τὸ ἑξακοσιοστὸν πρῶτον ἔτος, κατὰ (δὲ) τὸ δεύτερον ἔτος στὶς εἴκοσιν ἑπτὰ τοῦ μηνός. Ὅσον λοιπὸν γιὰ τὴν πρόδηλον ἐξήγηση, κατὰ τὸν ἴδιο μῆνα καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν ἡμέραν ἀποκαθίσταται ἡ ἰσορροπία τῆς γῆς μετὰ τὸν κατακλυσμόν, ἀπ' τὸν ὁποῖον διεφθάρη μὲ τὴν ἔναρξη τῆς εἰσροῆς τοῦ κατακλυσμοῦ. Διότι τὴν ἐποχὴν τῆς ἀνοίξεως πρασινίζει κάθε ἀγρὸς καὶ ἡ γῆ γεννᾶ καρπούς. Τότε ἀρχίζουν νὰ βλαστάνουν τὰ δένδρα νὰ γεννοῦν καρπούς. Τὸν πλοῦτον λοιπὸν ὁ Κύριος τὸν μεταρρύθμισεν καὶ ἀπεκατέστησεν τὴν ποιότητα. Λοιπὸν τὸ δεύτερο μῆνα δηλαδὴ τὸν Ἀπρίλιο, (διότι πρῶτος μῆνας εἶναι ὁ Μάρτιος κατὰ τὸν ὁποῖον ἔχει ὁ δίκαιος τὰ γενέθλιά του, ὁπότε (καὶ) ὑπολογίζεται ἡ ἰσότης νυκτῶν καὶ ἡμερῶν, ὅπερ ὀγδόην ὅπως λένε οἱ Ρωμαῖοι, ἄλλοι πέμπτην Καλλενδῶν Ἀπριλίου)• Εἶπα, κατὰ τὸ δεύτερο μῆνα, δηλαδὴ τὸν Ἀπρίλιο, στὶς εἴκοσιν ἑπτὰ τοῦ μηνὸς ἢρχισεν ὁ κατακλυσμός. Τὸ ἔαρ, λοιπόν, θεωρεῖται ἡ ἀρχὴ τοῦ ἔτους ὄχι κατὰ τὴ χρήση τοῦ καιροῦ, ἀλλὰ κατὰ τὸ προνόμιον τῆς φύσεως• ἵνα ἐπειδὴ τώρα ἀρχίζει ἡ ἐλπὶς τοῦ ἔτους καὶ ἀρχίζει νὰ δείχνῃ τὸν ἑαυτόν του ὁ καρπός, τότε φαίνωνται ὅτι εἶναι (καὶ) ἡ ἀρχὴ τοῦ ἔτους. Ὁ ἕβδομος δὲ ἀριθμητικὰ μήνας θεωρεῖται ὁ λεγόμενος Σεπτέμβριος• διότι ἂν καὶ φαίνεται νὰ ἀρχίζῃ τὸ ἔτος ἀπὸ τὸ μῆνα Σεπτέμβριον, ὅπως ἡ χρήση τῶν τωρινῶν Ἰνδικτιώνων δείχνει (διότι τότε <γίνεται> ἡ σπορὰ) κατ' ἀλήθειαν ὅμως ἀπὸ ἐκεῖνο ἀπ' τὸ ὁποῖο ἀρχίζει νὰ αὐτοαποδεικνύεται πληρεστέρα ἡ χάρις, ἀπ' αὐτὸ ὑπολογίζεται ἡ ἀρχὴ τοῦ ἔτους• καὶ γι' αὐτὸ αὐτὸς ποὺ γιὰ ἄλλο λόγο ὑπολογίζεται πρῶτος κατὰ διαφορετικὴν ἐκτίμηση θεωρεῖται ἕβδομος. Τότε λοιπὸν κάθισεν ἡ κιβωτὸς πάνω στὸ βουνό, τοὐτέστιν τὸν ἕβδομον μῆνα, στὶς εἴκοσι ἑπτὰ τοῦ μῆνα ἀκριβῶς. Ἔκτοτε ἄρχισε νὰ ἐλαττώνεται ὁ κατακλυσμός. Συνάμα νὰ παρατηρήσης ὅτι στοὺς ἴδιους ἀριθμοὺς ποὺ κάποια ἀρχίζουν, λήγουν (ἐπίσης): ὅπως ὁ κατακλυσμὸς ἄρχισε τὸ δεύτερο μῆνα τοῦ ἔτους, στὶς εἴκοσι ἑπτὰ τοῦ μηνός, διήρκεσεν ὁ κατακλυσμὸς ἑκατὸν πενῆντα ἡμέρες, σὲ ἄλλες ἑκατὸν πενῆντα μέρες ὑποχώρησεν ἡ πλημμύρα• σαράντα μέρες κυμάτιζε μὲ ὑπερβολικὴ ραγδαία βροχὴν τῆς οὐράνιας δύναμης καὶ μὲ διάρρηξη τῶν πηγῶν, ἀκριβῶς σαράντα μέρες ἀφοῦ ἐφάνησαν οἱ κορυφὲς τῶν ὀρέων, κατὰ τὸν ἑνδέκατο μῆνα, τὴν πρώτη μέρα τοῦ μήνα, ἄφησε τὸν κόρακα ὁ ἅγιος Νῶε: ἔτσι διαπιστώνει, ὅτι κατὰ τὸν ἴδιον ἀριθμὸν (ἡμερῶν), καθ' ὅν συσσωρεύθηκεν, ὁ κατακλυσμὸς ἐλαττώθηκεν. Ὅθεν μᾶς διδάσκει ἡ Γραφὴ ὅτι πρέπει νὰ τηρῶμεν τὴν σειράν.
61. Ὅτι δὲ κατὰ τὴν σωματικὴν ἑρμηνείαν αὐτὸ ποὺ ἄνοιξεν (ὁ Νῶε) ἦταν ἡ θύρα τῆς κιβωτοῦ, ἐλέχθη ἀνωτέρω. Ὅμως κατὰ ὑψηλοτέραν ἑρμηνείαν φαίνεται ὅτι πρέπει νὰ ὁμίλησεν (ἡ Γραφὴ) περὶ ἐκείνου, ὅτι (δηλαδὴ) οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματος θεωροῦνται ὅμοιες μὲ θύρες. Διότι μέσω αὐτῶν εἰσβάλλει σὰν διὰ θύρας εἰς τὸν νοῦν μας κάποια κατανόησις τῶν αἰσθητῶν. Λοιπὸν ὁ νοῦς μας φαίνεται ὅτι μ' αὐτὲς τὶς αἰσθήσεις φροντίζει καὶ μάλιστα μὲ τὴν ὅραση, ἡ ὁποία θεωρεῖται ἀνωτέρα πασῶν τῶν αἰσθήσεων τοῦ σώματος: ἐπειδὴ (αὐτὴ) εἶναι οἰκεία πρὸς τὸ φῶς, καὶ δι' αὐτῆς προσβλέπομεν τὸν οὐρανόν, τὴ γῆν, τὶς θάλασσες, ἀκόμη καὶ τὸν ἥλιον, τὴν σελήνην, τὰ ἀστέρια μὲ τοὺς οὐρανοὺς μὲ τοὺς ὁποίους αὐτὴ (ἡ ὅραση) κοσμεῖται, ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ κτίστης τοῦ κόσμου καὶ ὁ κυβερνήτης, οὔτε καὶ πιστεύομεν ὅτι χωρὶς τὸ δημιουργὸ Θεὸν καὶ κτίστην τόσων ἔργων θὰ μποροῦσαν αὐτὰ νὰ γίνουν ἢ ὅτι εἶναι δυνατὸν (ἅπαξ γενόμενα) νὰ (ἐξακολουθοῦν νὰ) ὑφίστανται.
62. Δι' αὐτοῦ λοιπὸν τοῦ παραθύρου ὁ δίκαιος ἄφησεν ἐλεύθερον πρῶτον τὸν κόρακα. Ἐρευνητέα (εἶναι) ἡ αἰτία, οὔτε δὲ (καὶ) διαφεύγει τῆς προσοχῆς σ' ὅτι ἀφορᾷ τὴν κατὰ γράμμα σημασίαν• διότι πολλοὶ θεωροῦν τὸν κόρακα προάγγελον τῶν μελλόντων, καὶ παρατηροῦν τὶς κραυγές του, διερευνοῦν τὸν τρόπον πετάγματός του. Ἡ ὑψηλοτέρα δὲ ἔννοια εἶναι ὅτι ὁ νοῦς τοῦ δικαίου, ὅταν ἀρχίζῃ νὰ αὐτοκαθαίρηται πρῶτον ἀποκρούει ἀπ' τὸν ἑαυτόν του ὅσα σκοτεινά, ὅσα ἀκάθαρτα, ὅσα ἀσυλλόγιστα. Διότι βέβαια κάθε ἀναισχυντία, εἶναι καὶ σκοτεινὴ ἁμαρτία καὶ τρέφεται μὲ πτώματα, ὅπως ὁ κόρακας. Γειτνιάζουσα ὅμως στὸ φῶς εἶναι ἡ ἀρετὴ ἡ ὁποία λάμπει ἐκ τῆς ἁγνότητος καὶ ἁπλότητος τοῦ νοῦ. Καὶ γι' αὐτὸ ὅπως ἐκπέμπεται καὶ φυγαδεύεται ἡ ἁμαρτία, ἔτσι καὶ ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὴν ἀθωότητα, διὰ νὰ μὴ ὑπολειφθῆ οὐδὲν τὸ σκοτεινὸν εἰς τὸ νοῦν τοῦ δικαίου ἀνδρός. Τέλος δὲ ἀναχωρήσας ὁ κόρακας δὲν ἐπιστρέφει πρὸς τὸν δίκαιον• ἐπειδὴ κάθε ἁμαρτία εἶναι φυγὰς τῆς δικαιοσύνης, οὔτε φαίνεται νὰ ταιριάζῃ στὴ χρηστότητα καὶ στὴ δικαιοσύνην. Καὶ τελικὰ ὁ ἄδικος πιστεύει γιὰ τὸν ἑαυτόν του ὅτι διεξέφυγεν σὰν ἀπὸ δεσμά, ἐνῶ ὁ δίκαιος ἐχώρισεν τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τῆς κοινωνίας ἐκείνου, τοῦ οἰκείου πρὸς κάποιον κατακλυσμὸν καὶ διαφθοράν, ὅπως (ἀκριβῶς) ὁ κόρακας, ὁ ὁποῖος ἐπειδὴ δὲν βρῆκε κανένα μέρος τῆς γῆς στεγνωμένο, δὲν ἐπέστρεψεν, ἀλλὰ ἔφυγε ἀνεπίστρεπτα.
63. Ἐξεταστέον προσέτι γιατὶ εἶπεν (ἡ Γραφὴ) ὅτι ὁ κόρακας δὲν ἐπέστρεψεν "ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἐπὶ τῆς γῆς" (Γεν. η',7), σὰν δηλαδὴ νὰ ἐπέστρεψεν κατόπιν. Ἀλλ' αὐτὸς ὁ τρόπος ἐκφράσεως εἶναι συνήθης στὴ θεία Γραφήν. Ἀφοῦ βεβαίως καὶ στὸ Εὐαγγέλιον διαβάζεις γεγραμμένον περὶ τῆς ἁγίας Μαρίας, ὅτι ὁ Ἰωσὴφ "οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκεν τὸν υἱόν" (Ματ. α',25), ἐφ' ὅσον οὔτε καὶ κατόπιν τὴν ἐγνώρισεν. Ἔπειτα ποιὰ εἶναι καὶ ἡ ἑξῆς ἔκφραση τὸ ὅτι λέγει: ἕως οὗ ξηρανθῆ τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ὄχι ἡ γῆ ἀπὸ τοῦ ὕδατος; Καὶ βέβαια συνηθίζει νὰ τὸ ἔχῃ αὐτὸ αὐτὸς ὁ τρόπος ἐκφράσεως. Ὅμως μερικοὶ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ἔκριναν ὅτι (ἐλέχθη οὕτω) ἐπειδὴ φαίνεται ὅτι διατυπώνεται ἡ ὑπέρμετρη δύναμη τῶν παθῶν πρὸς ἔκφρασιν τῶν λόγων• διότι ἡ ψυχὴ καταναλίσκεται ἕνεκα ταραχωδῶν καὶ θυελλωδῶν παθῶν, (αὐτῶν δὲ) ἐκλιπόντων καὶ οἱονεὶ ξηρανθέντων, ἀναλαμβἀνει τὴν ἀρετήν. Δὲν ἐπιστρέφει, λοιπόν, ἡ μορφὴ τῆς ἁμαρτίας εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ δικαίου, ἀφίνουσα (ἡ μορφὴ τῆς ἁμαρτίας) σὰν ξηρὰν καὶ νεκρὰν (τὴν ψυχήν), καὶ τὴν ὁποίαν δὲν δύναται πλέον νὰ βλάψῃ.

Κεφάλαιον ΙΗ'

Ὅπως τὸ σώμα ἐκφράζει τὴν πονηρίαν, ἔτσι ἡ περιστερὰ τὴν ἀρετὴν (ἐκφράζει). Ὁ Νῶε ἔδειξε ὅτι ἦταν ἕτοιμος νὰ τὴν δέχεται πάντα σὰν δικαίαν. Καὶ ὁ ἴδιος κρατῶν τὴν περιστερὰν ἄλλες ἑπτὰ μέρες, διδάσκει τὴν ἀναγκαίαν εἰς τὸ διορθώνειν ὑπομονήν.


64. Οὔτε εἶναι περιττὸν τὸ ὅτι μετὰ ταῦτα ἀφίνεται (ἐλεύθερη) ἡ περιστερά. Καὶ διότι ἡ ἁπλότης διαλύει τὴν πονηρίαν καὶ ἡ ἀρετὴ τὴν ἁμαρτίαν. Ἡ πονηρία λοιπὸν ἀγαπᾶ τὸν κατακλυσμὸν καὶ ἀποφεύγει τὴν κοινωνίαν μετὰ τοῦ δικαίου νοῦ, καὶ σὰν ἀπογοητευμένη καὶ ἄνευ σταθμοῦ παραμένει χωρὶς νὰ ἔχῃ καμίαν ἐπικοινωνίαν μὲ τὴν ἀρετήν. Ἡ ἀρετὴ ὅμως ἐπιστρέφει ἀγαπῶντας νὰ ἔχῃ παρέα τοὺς δικαίους καὶ οἰκειοτέρα δαψιλοῦς χρησιμότητας, αὐτὴ ποὺ προσφέρει τὰ σωτήρια καὶ φυλασσόμενη ἀπὸ τὰ βλαβερὰ κάνει ὑπομνήσεις: ὅπως ἡ περιστερὰ ἀφεθεῖσα ἐλεύθερη, μόλις εἶδεν ὅτι τὸ ὕδωρ ὑπεχώρησεν, ἐπέστρεψεν σὰ γεμάτη δικαιοσύνη• ἔτσι ἀναγγέλλει σ' αὐτὸν ἀπ' τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀποσταλῇ, τὶ ἔπρεπε προσέτι νὰ προσέξῃ καὶ (ὅτι) διὰ τῆς ἀναμονῆς καλλιτέρου καρποῦ μετὰ ταῦτα νὰ κυριαρχοῦσεν. Τὸ ὅτι ὅμως ἡ περιστερὰ μὴ εὑρίσκουσα τὴν ἀνάπαυσίν της ἐπιστρέφει πρὸς αὐτόν, ἔδωσεν φανερὰν ἔνδειξιν ὅτι (ἔτσι) ἐκφράζεται μ' αὐτὰ τὰ πτηνὰ πόσον μεγάλη ἡ διαφορὰ μεταξὺ κακίας καὶ ἀρετῆς. Διότι πάντως ὁ κόρακας ἀφεθεὶς προηγουμένως ὅταν τέλος πάντων ἐφαίνετο ὅτι ὁ κατακλυσμὸς εὐρύτερον πλημμυρίζει, ἐφάνη ὅτι βρῆκε τόπον παραμονῆς. Καὶ βέβαια ὁ κόρακας δὲν εἶναι τοῦ εἴδους ἄλλων πτηνῶν τὰ ὁποῖα συνηθίζουν νὰ σχετίζωνται μὲ τὰ ὕδατα. Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ κόρακας φαίνεται ὅτι βρῆκε ποῦ νὰ μείνῃ, ἡ δὲ περιστερὰ δὲν βρῆκε. Εἶναι προφανὴς ὁ λόγος ὅτι δι' ὑψηλοτέρας ἑρμηνείας σημαίνεται, ἐπειδὴ ἡ πονηρία συνηθίζει νὰ ἀναμιγνύεται μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῆς ταραχῆς διὰ τῶν ὁποίων διαφθείρεται ἡ ψυχή, καὶ εὐφραίνεται σὰν μὲ συγγενεῖς καὶ οἰκιακοὺς καὶ ἐκεῖ κάνει τὴ διαμονήν της. Ἡ ἀρετὴ ὅμως πρώτη εὐθὺς ὡς προσβληθεῖ ἡ ὄψη της σπεύδει νὰ ἐπιστρέψῃ στὸ νοῦν καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ δικαίου, ὅπερ ἐκεῖ τυγχάνει ἀσφαλέστατος τόπος• ἐπειδὴ σὰν ἄλλοθι ἡ περιστερά, ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ βρῆ ἀσφαλέστατον σταθμὸν (παραμονῆς) ἡ τοιούτου εἴδους ἀρετή. Διότι ἀργὰ μεταξὺ τῶν πονηριῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ τῶν κυμάτων τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν συνηθίζει ἡ ἁπλότης νὰ βρίσκῃ καταφύγιον.
65. Ὅθεν ὅπως ἡ δικαιοσύνη σὰν χάρι θεωρίας προοδεύσασα ὀλίγον, σπεύδει νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν ἄριστον νοῦν, (καὶ) οὔτε ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὸν δίκαιον μακροχρονιότερον: ἔτσι καὶ ὁ δίκαιος καὶ ἐπιμελούμενος τῆς ψυχῆς, ὅπου γνώρισε νὰ πλησιάζῃ τὴν ἀρετήν, διαδίδει τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ πνεύματός του. Διότι τὶ δι' ἑαυτὸν θέλει τὸ ὁποῖον ἀνήρ, ἐπιμελούμενος τῆς ἀρετῆς ὡς ὁ Νῶε ὁ ὁποῖος ἐκτείνων τὴν χεῖρα τὴν ἔλαβε, καὶ (τὸ) εἰσήγαγεν εἰς ἑαυτόν;
Αὐτὸ καὶ ἂν φαίνεται σχεδιασθὲν κατὰ τὸ γράμμα, ὅμως δὲν συλλογίζεσαι εὔκολα, ἐκτὸς ἄν σοῦ γίνῃ γνωστὴ ἡ συνήθεια τοῦ σοφοῦ ἀνδρός, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τὴν ἀρετὴν σὰν κατάσκοπον καὶ φαίνεται νὰ δίνει σ' αὐτὴν κάποιο προνόμιο τῆς ἐξερεύνησης τῶν ἔργων καὶ κατορθωμάτων. Λοιπόν, αὐτὴ ἡ ἀρετὴ δαπανᾶ τὶς φύσεις, ἵνα ἐὰν σὲ κάποια ἐξ αὐτῶν τῆς ἐφαίνετο ὅτι προκαλεῖ ἐπίδοσιν, μπορέσῃ νὰ συναφθῆ μ' αὐτήν.
Διότι ἡ ἀγαθότης τῆς σοφίας εἶναι κοινή τις καὶ ἡ τῆς χρησιμότητος μεγαλόδωρη καὶ ἄφθονη, ἔτσι ὥστε ὅσες (αὐτὴ) διακρίνει νὰ τὴν ὑπηρετοῦν, τὶς προσεταιρίζεται: ὅπου ὅμως βλέπει ὅτι κατόπιν προτάσεώς της ἀπολακτίζουν τὴν φύσιν κάποιων, σὰν πρὸς κατοικίαν της πετᾶ, καὶ προστρέχει, τὴν ὁποίαν ὁ σοφὸς καὶ ἔξυπνος σπεύδει νὰ πάρῃ σὰν μὲ κάποιο χέρι τοῦ νοῦ, ἀνοίγοντας ὅλη του τὴν καρδιάν, ἀπ' τὴν ὁποίαν τὴν κρατοῦσε κι' αὐτὴν μακρυά. Διότι ποτὲ δὲν δύναται ὁ σοφὸς νὰ μὴν εἶναι μέτοχος τῆς δικῆς του σοφίας.
66. Ἐκτὸς ἀπ' αὐτὰ τὶ νὰ θέλησε γιὰ τὸν ἑαυτόν του, μὲ τὸ νὰ κρατήσῃ ἄλλες ἑπτὰ μέρες τὴν περιστερὰν καὶ πάλιν νὰ τὴν ἀποστείλῃ, παρὰ γιὰ νὰ παρατηρήσῃς (ἐσὺ) ὅτι ἡ ἀγαθότης τοῦ σοφοῦ καὶ στὴν ἄριστη πρόταση πάντοτε σπουδάζει νὰ συνάπτη στὸν ἑαυτόν της καθὼς καὶ ἄλλους πλανώμενους νὰ βγάζῃ ἀπ' τὴν πλάνην, περιπλανώμενους (δὲ) νὰ διορθώνῃ; Ἐὰν αὐτὸν ποὺ ἐν ἀρχῇ (τὸν) παρετήρησεν νὰ ἀναπηδᾶ, ὅμως δὲν ἀπελπίζεται (νὰ τὸν βλέπῃ) νὰ φθάνῃ εἰς συναίσθηση καὶ διόρθωση. Διότι ὅπως ὁ καλὸς γιατρός, κι' ἂν δὲν εἶναι ὁ καιρὸς τῆς θεραπείας, (ὅμως) προαποστέλλει καὶ πρὶν τὴν ἐξέταση τὴν κατὰ τὴν ἐπίσκεψη: ἔπειτα (δὲ) δὲν ἀμελεῖ τοὺς νυκτερινοὺς φύλακας ἀκριβοῦς ἐπίβλεψης (τοῦ ἀσθενοῦς), καὶ ὀλίγον ὑποχωρῶν εἰς τὰς νόσους ἀσκεῖ τὴν θεραπευτικὴν ἐνέργειαν, τὴν ὁποίαν ἂν καὶ εἶχεν προσφερθῆ, δὲν (τὴν) παρεμβάλλει στὴν ὑπηρεσία του: ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ σοφὸς μὲ λόγους καὶ συζητήσεις, ὅπως ὁ γιατρὸς μὲ τὰ φάρμακα ἐπιθυμεῖ νὰ θεραπεύσῃ τὰ βλαβερὰ πάθη. Καὶ ἐπειδὴ εἰς ὅλα πρέπει νὰ χρησιμοποιθῇ τὸ φάρμακον τῆς θείας εὐνοίας• γι' αὐτὸ περιέμεινεν ἑπτὰ ἡμέρες (Γεν. η',12) κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ κόσμος ὅλος περιγράφεται σὰν ἀφανισθεὶς καὶ ἡ ἀνάπαυση γενομένη ὑπὸ τοῦ αἰτίου (Γεν. β',2), διὰ νὰ ἀναλαμβάνηται ἡ πειθαρχία τοῦ ἀνθρωπίνου ἔργου ὑπ' ἐκείνου ποὺ εἶναι ὁ αἴτιος τῶν πάντων.

Κεφάλαιον ΙΘ'

Γιὰ ποιὸ λόγο λέγεται ὅτι ἡ περιστερὰ ἐπέστρεψεν τὴν ἑσπέρα μὲ κλάδον ἐλαίας εἰς τὸ ῥάμφος: ὡσαύτως πόθεν ἐγνώρισεν ὁ Νῶε ὅτι εἶχαν ἐλαττωθῇ τὰ ὕδατα: τέλος δὲ διατὶ ἡ ἰδία περιστερὰ ἀποσταλεῖσα μετὰ ἑπτὰ ἡμέρες διὰ τρίτη φοράν, δὲν ἐπέστρεψεν.


67. Ἐπέστρεψεν λοιπὸν ἡ περιστερὰ τὴν ἑσπέραν, ἔχουσα εἰς τὸ ῥάμφος της φύλλον ἐλαίας καὶ κλάδον (Γεν. η',11). Δὲν ἀνέφερεν τυχαίως (ἡ Γραφὴ) τὰ: "ἑσπέραν" καὶ "ἐπέστρεψεν" καὶ "ἔχουσα φύλλον ἐλαίας" καὶ "κλάδον" ἐν τῷ στόματί της, γιὰ νὰ μὴ νομίσῃς τὴν φεύγουσαν ἀρετὴν σὰν τοιαύτην μελλοντικῆς ἐπιδόσεως, ἂν (αὐτὴ) μπορῆ νὰ κατακτήσῃ κάποιους• οὔτε πάλιν νὰ ἔχης τὴ γνῶσιν ὅτι αὐτὴ ὑπῆρξεν σὰν (κάποια) χωρὶς φῶς, καὶ κρυμμένη σὲ κάποια σκοτάδια ἀλλὰ ὅτι ἀναμένει λάμπουσα μὲ ἡμερησίαν λαμπρότητα μέχρι τὴ δύση τῆς ἡμέρας καὶ ὅτι ἔτσι ἐπιστρέφει σ' αὐτόν, παρὰ τῷ ὁποίῳ δὲν δύναται νὰ ἔχῃ ἑσπερινὰ σκοτάδια. Καὶ τὸ φύλλον ποὺ ἔφερε μαζί της, ἂν καὶ φαίνεται ὅτι ἐκόμιζεν βραχυχρονίως ἐκεῖνο τὸ φύλλον, ὅμως ἐσήμανεν τὴν ἐλπίδα ὅσων μετανοοῦν γιὰ τὴν πλάνην τους, ἂν καὶ δὲν τὴν (ἐσήμανε) σὰν μιὰ κάποιαν μεγάλην τοιαύτην. Διότι φύλλον χωρὶς φυτὸν δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρχῃ. Λοιπὸν σὰν ἀναβλαστάνουσας διόρθωσης, ἂν καὶ κάτι μικρόν, ὅμως κομίζει (κάποιο) σημάδι καὶ φύλλον ἐλαίας, ἐν τῷ ὁποίῳ δένδρῳ ὁ καρπὸς τῆς ἐληᾶς γεννιέται, ἀπ' τὴν ὁποίαν παρασκευάζεται τὸ ἔλαιον, ὑλικὸν διὰ τοῦ ὁποίου ἀναζωπυροῦται τὸ φῶς καὶ διαλύεται ἡ μαυρίλα τοῦ σκοταδιοῦ. Τὶ εἶναι δὲ μᾶλλον οἰκεῖον στὴν ἀρετὴν παρὰ τὸ φῶς. Τὸ φύλλον λοιπὸν καὶ ὁ κλάδος εἶναι σημάδια διορθώσεως• ἡ δὲ διόρθωση ἔχει τὴν μετάνοιαν σὰν ῥίζαν της, ἡ ὁποία μετάνοια δὲν δύναται νὰ φυτρώσῃ εἰς τοὺς ταραγμένους ἀλλὰ σ' αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τὸν πνευματικὸν λόγον.
Καὶ δὲν φαίνεται ὅτι ἐφέρετο μάταια ὁ κλάδος τῆς ἐλαίας στὸ στόμα, ἐκ τοῦ ὅτι ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ σοφία ἔχει τὴν σαφήνειαν εἰς τὸν λόγον της καὶ εὐθὺς μὲ τὴν ἴδιαν ὄψιν λάμπει τὸ φῶς της, μάλιστα μὲ εἰρηνικὴν (ὄψιν) ὁμιλεῖ• ἐπειδὴ καὶ αὐτὸν τὸν κλάδον οἱ ζητοῦντες εἰρήνην συνηθίζουν νὰ προβάλλουν. Ἔφερεν τὸν κλάδον, διότι ἡ ἁπλότης ἐνσπείρει στὰ ὦτα μας κάποια σπέρματα ὠφελείας ἕνεκα τῆς καθαρότητος καὶ εἰλικρινείας: καὶ ἡ διδασκαλία τῆς ἀγαθῆς ἀρετῆς εἴτε πρὸς φιλοπονίαν προκαλεῖ καὶ προσκαλεῖ πρὸς βραβεῖον τὸ ὁποῖον ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτόν του τὴν συνείδησιν καλῆς πειθαρχίας, εἴτε ἐμβάλλει εἰς τὸν ἁμαρτωλὸν τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ ἄγειν μετάνοιαν καὶ ἀκολουθεῖν τὴν συναναστροφήν.
68. Πόθεν καὶ ἐκτὸς τούτων ἐγνώρισεν ὁ ἅγιος Νῶε ὅτι ἐξέλιπεν τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς, καθὼς ἐγράφη (αὐτόθι), φαίνεται ἐξεταστέον. Πρῶτον πάντων κατὰ τὸ γράμμα, διότι μπόρεσε νὰ ἀντιληφθῇ πότερον, εἶχεν προσκομισθῆ ξηρὸν ἢ ὑγρὸν φύλλον. Ἔπειτα, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἡ περιστερὰ τέτοιου εἴδους ποὺ νὰ μπορῇ νὰ ἀποσπᾶ κρυμμένους ὑπὸ τὸ ὕδωρ καρπούς. Ἀλλὰ ποῖον ἐκ τῶν δύο, ἐκεῖνο τὸ φύλλο εἶχε φυτρώσει πρὶν τὸν κατακλυσμὸν ἢ (μήπως) πρέπει νὰ τὸ θεωρήσῃς (ὅτι φύτρωσεν) κατὰ τὴ διάρκειαν τοῦ κατακλυσμοῦ. Ἐὰν (μὲν) πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ, ὁ δίκαιος ἀνὴρ χάρηκε διὰ καρπὸν διατηρηθέντα ἐκ τοῦ παλαιοῦ σπέρματος καὶ ἐκ τούτου ἀναλογίζεται τὸ σημάδι τῆς θείας εὐσπλαχνίας, διότι ἤδη εἶχεν ἀναστείλει τὸν κατακλυσμὸν αὐτὴ (ἡ θεία εὐσπλαχνία) ἡ ὁποία ἐπεδείκνυεν καρπόν, τὸν ὁποῖον δὲν εἶχαν μπορέσει νὰ βλάψουν τὰ ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ἂν τὸ φύλλον ἐγεννήθη στὴ διάρκειαν τοῦ κατακλυσμοῦ, εἰδοποιεῖ πάντως ὅτι ὁ δίκαιος εἶχεν καρποφορήσει νέα σπέρματα οὐράνιας εὐσπλαχνίας, διὰ νὰ ζοῦν οἱ ῥίζες τῶν δένδρων καὶ σὰν ἀναληφθείσης τῆς ψυχῆς νὰ βλαστάνουν τοὺς ἀρχαίους βλαστούς, καὶ νὰ ἀποδίδουν τὰ συνήθη βλαστήματα, τῶν ὁποίων τὴν ἔνδειξη ἀποδεικνύουν τὰ προβληθέντα φύλλα.
69. Ἀλλ' αὐτὸ συνθέτει μᾶλλον ὑψηλὴν ἑρμηνείαν, διότι Κύριος ὁ Θεός μας, ἂν καὶ εἶχεν προσβληθῆ μὲ τὶς φοβερὲς πλάνες τῆς δικῆς μας ἀδικίας, ὅμως διετήρησεν κάποιο ἢ μικρὸ ἐνάρετον σπέρμα τοῦ ἀρχαίου μας γένους καὶ πατρίδος, ἵνα μὴ ἔνδοθεν τοῦ ἔργου καὶ τῆς δημιουργίας του ἀκρωτηριασθῆ κάθε σημάδι γύρω ἀπ' τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὅθεν καὶ ὁ Ἠσαΐας λέγει: Ἂν ὁ Κύριος Σαβαὼθ δὲν μᾶς εἶχεν ἀφήσει σπέρμα, θὰ εἴχαμε γίνει σὰν τὰ Σόδομα καὶ θὰ εἴχαμε ὁμοιωθεῖ μὲ τὰ Γόμορρα (Ἡσ. α',9), ἐκφράζων μὲ τὸ ὄνομα τῆς μιᾶς πόλεως τὴν ἔνδειξη τῆς τυφλότητος, μὲ τῆς ἄλλης τὴν στειρότητα. Διότι ἔτσι οἱ Χαλδαῖοι στὴ πατρικήν τους γλῶσσαν ὀνομάζουν Σόδομα καὶ Γόμορρα δηλώνοντας τὴν τυφλότητα καὶ στειρότητα. Καὶ ἄξια ὁ Κύριος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀπέκοψε μᾶλλον τὰ ἀνθρώπινα ἐλαττώματα τῶν πόλεων, παρὰ ἔκρινεν ὅτι πρέπει νὰ τιμωρηθοῦν (οἱ ἴδιοι) οἱ ἄνθρωποι.
70. Τρίτον ἀφίνεται ἐλεύθερη ἡ περιστερὰ μετὰ ἑπτὰ ἡμέρες, καὶ ἡ ἴδια δὲν ἐπιστρέφει. Ὅθεν ἂς δοῦμε, μήπως ὅ,τι εἴπαμε ἀνωτέρω εὑρεθῆ νὰ εἶναι ἀντίθετον. Ἐὰν λόγῳ μὲν ἡ περιστερά, ἔργῳ δὲ ἡ ἀρετὴ δὲν ἐπιστρέφει στὸν δίκαιον• λοιπόν, ὁ δίκαιος ἔχει διαψευσθῇ καὶ ἀπατηθῇ ὡς πρὸς τὴν μισθαποδοσίαν του; Οὐδαμῶς. Διότι οὐδέποτε ἀνὴρ αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἀποχωρίζεται τῆς ἀρετῆς, οὔτε ὅταν ἐκπέμπῃ ἐκ τοῦ στόματός (του) τὴ δικαιοσύνη καὶ εἰσάγῃ τὴν ἀμφισβήτησιν ἄλλης ἀρετῆς, ἀπεκδύεται τῆς ἀρετῆς, καὶ ἁρπάζει ἀπ' τοὺς ἄλλους τὴν πρὸς ἄλλους δικαιοσύνην: ἀλλὰ σὰν ἥλιος φωτίζει τοὺς ἄλλους, ὅταν ἐκπέμπῃ τὶς ἀκτῖνες τοῦ φωτός του. Τὸ πῦρ βέβαια θερμαίνει τοὺς γύρω του, ἔτσι ὥστε τὸ ἴδιο νὰ ἔχῃ τὴ θερμότητα τῆς φύσης του. Μήπως καὶ λείπει τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, ὅταν φωτίζει μὲ τὴ λάμψη ὅλον τὸν κόσμο; Ἔχει ἀνεμπόδιστον τὴν πορείαν του, καὶ ἀκέραιαν τὴ φύση. Ἔτσι καὶ αὐτὴ ἡ ὑπὸ μορφὴν περιστερᾶς ἀρετή, ὅταν μέχρι τώρα ἐκυμαίνετο ὁ κατακλυσμός, κατὰ τὸ πτηνὸν ὅμως εἰς τὴν γῆν κατὰ τὴν ἀρετὴν εἰς τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων ἐπιστρέφει πρὸς τὸν δίκαιον• διότι ὅπως μπορεῖ νὰ ἐπικολληθῇ ἡ ἀρετὴ στὰ στήθη τῶν ἀδίκων (ἐξωτερικῶς), ὅμως δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εὑρεθῆ ἐντός. Καὶ γι' αὐτὸ σ' ἐκεῖνο τὸ δεύτερό της ἐπιστρέφουσα προσκολλᾶται καὶ ἀναπαύεται. Ἀλλ' ὅμως ὅπως κοπάζουν οἱ κατακλυσμοὶ τῶν παθῶν, καὶ πλεῖστοι θὰ σπούδαζαν νὰ ἦσαν κοινωνοὶ τοῦ ἀκουσθέντος λόγου καὶ τῆς σαφοῦς διδασκαλίας, ἡ πειθαρχία τῆς ἀρετῆς ἀρχίζει νὰ εἶναι περιττὴ ὄχι ἑνός, ἀλλὰ κοινὸν ἀγαθὸν καὶ ὅπως τὸ ποτὸν τῆς σοφίας ἀντλεῖται ἀπὸ πολλοὺς οἱ ὁποῖοι πρὶν δὲν ἤθελαν νὰ πίνουν γνωρίζοντες, ὅπως τώρα κυμαίνονται κατακλυσμοὶ στὰ στήθη τῶν Ἰουδαίων καὶ μολονότι τὸ ὕδωρ τῆς οὐράνιας διδασκαλίας πλημμυρίζει, τὸ ποτὸν πλεονάζει δὲν νομίζουν ὅτι εἶναι πόσιμον. Τὸ Εὐαγγέλιον ἀναγινώσκεται, ἡ ἀρετὴ προβάλλει ἀπ' τὸν οὐράνιο λόγο πραγματεύεται (θέματα) ὁ ἱερεὺς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ τυχὸν ἔνδον τῆς κιβωτοῦ μόνος τεθεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀκουσθῇ, ἐν τῷ μεταξὺ καὶ ἐξελθών, παραινεῖ τὴν Ἐκκλησίαν, ὅπου ὁ Ἰουδαῖος θὰ προσέτρεχεν, παρέχει παράδειγμα τῶν οὐρανίων Γραφῶν. Κλείνουν τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴ τὰ ἀποπλύνει ἡ πηγὴ προσκληθέντα, καὶ τὰ ῥαντίσῃ ἡ δροσιὰ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου. Ἂν ὅμως κάποιοι πιστεύουν, προστρέχουν πρὸς τὴν πηγήν, ἐκζητοῦν τὴ διδασκαλίαν, ἐπιθυμοῦν νὰ διεισδύσῃ μέσα τους τὸ Εὐαγγέλιον, οὔτε χορταίνουν μὲ τὸ δόκιμον ποτόν. Ἔτσι ἐπιθυμοῦν ἁμιλλώμενοι νὰ γεμίσουν μὲ τὴν πηγὴν τῆς σοφίας, τὴν ὁποίαν προηγουμένως ἐπιθυμοῦσαν σφόδρα νὰ ἀποφύγουν. Ποιὰν πηγήν; Ἄκου λέγουσαν: Ἂν κάποιος διψᾶ, ἂς ἔλθῃ πρός με καὶ ἂς πιῇ. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς λέγει ἡ Γραφή, ποταμοὶ ἀπὸ ζῶν ὕδωρ θὰ ῥεύσουν ἐκ τῆς κοιλίας του (Ἰω. ζ',37,38).
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων -"Περί τοῦ Νῶε καὶ τῆς Κιβωτ

Unread postby inanm7 » Fri Oct 08, 2021 1:21 pm

Κεφάλαιον Κ'

Μὲ τὸ ὅτι μνημονεύεται πὼς τὴ μιὰ μέρα τὸ ὕδωρ ἐλαττώθηκεν, τὴν ἄλλην ἐστέγνωσεν ἡ ξηρά, μ' αὐτὸ σημαίνεται ὅτι ὁ δίκαιος Νῶε ὑπῆρξεν πρῶτος σὲ δύο γενεές. Μὲ τὴν γύμνωση ἐκφράζεται ἡ παραίτηση ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τῆς σωματικῆς κιβωτοῦ. Γι' αὐτὸ ἡ ἡμέρα τῆς ἄνοιξης ὀνομάσθηκε πρῶτος ἢ δεύτερος μήνας. Τέλος λύεται ἡ δυσκολία περὶ τοῦ δηλωθέντος φύλλου.


71. Κατὰ τὸ ἑξακοσιοστὸν πρῶτον ἔτος τῆς ζωῆς τοῦ Νὠε, λέγει (ἡ Γραφὴ) ὅτι τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ μῆνα ἐλαττώθηκεν τὸ ὕδωρ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς. Ἀναφέρει δὲ ὅτι τὸ δεύτερο μῆνα, στὶς εἴκοσιν ἑπτὰ τοῦ μῆνα ἐστέγνωσεν ἡ γῆ. Τὶ θέλει νὰ πῇ αὐτὴ ἡ προσθήκη περὶ μειώσεως τοῦ ὕδατος, ἀφοῦ φαίνεται ὅτι συναριθμούμενος ὁ ἀνωτέρω ὑπολογισμὸς εἶχε κλείσει ἔτος, τὸ ὁποῖον ἀρχίζει (ἔτσι) ἀπὸ τὸ δεύτερο μῆνα, καὶ τὸν δεύτερον μῆνα τοῦ ἔτους προχωρεῖ μέχρι τὸ ἄλλο; Ἐκτὸς ἐὰν θελήσουμε μόνο νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἴσως ἐδῶ τὴ μορφὴν τοῦ δικαίου (ἀνδρὸς) δηλώνει: καθὼς πρῶτον ἔτος ὑπῆρξεν αὐτὸ κατὰ τὸ ὁποῖον ἄρχισεν ὁ κατακλυσμὸς δηλαδὴ τὸ πρῶτον ἔτος μετὰ τὸ ἑξακοσιοστόν• πρῶτον ὡσαύτως ἔτος καὶ πρῶτος μήνας μετὰ τὸ ἑξακοσιοστὸν ἔτος, ὅταν ἐλαττώθηκεν τὸ ὕδωρ ἀπὸ προσώπου γῆς: διότι ὁ δίκαιος (ἀνὴρ) μέσα στὴ γενεὰ τῶν ἁμαρτωλῶν, ἡ ὁποία ἠφανίσθη διὰ τὰ ἁμαρτήματα, ἦταν πρῶτος εἰς τὴν ἀρετήν, καὶ μέσα στὴ δεύτερη γενεά, ἡ ὁποία ξεκίνησε μετὰ τὸν κατακλυσμὸν καὶ ὡς πρὸς τὴν σειράν, ἐπειδὴ ὑπῆρξεν πρῶτος τῆς δεύτερης γενεᾶς, καὶ κατὰ τὴν ἀξίαν πρῶτος διεκρίθη. Διότι ὀρθῶς τοῦ ἀποδίδεται τιμή, σ' αὐτὸν ποὺ καὶ πρῶτος τῆς πρώτης γενεᾶς ὑπῆρξεν καὶ ἀρχὴ τῆς δεύτερης• αὐτὸς ἄξιζε νὰ διακριθῇ ἐκείνης καὶ νὰ γεννήσῃ δίκην φυτωρίου. Διότι, ἐνῶ ἄλλοι ἠφανίζοντο, (αὐτὸς) μόνος, ἀξίζοντας ἐξαίρετον ζωὴν καὶ πλούσιος παρὰ τῷ Θεῷ σὲ προνόμια ἀρετῆς, δὲν δοκίμασε τὴ διαφθορὰν τῆς μοχθηρίας, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπετεύχθη ὥστε νὰ μὴ φαίνηται ὅλο τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἴτε ὅτι κατεστράφη ἐπὶ γῆς, εἴτε ὅτι ἀπὸ τοῦ Θεοῦ χωρισθέν, ἐγκατελείπετο ὑπὸ τῆς χάριτος (τοῦ Θεοῦ).
72. Εἶπεν: Καὶ ἀπεστέγασεν ὁ Νῶε τὴν στέγην τῆς κιβωτοῦ (Γεν. η',13). Ἀφοῦ, ὅπως ἀνωτέρω (ἀνωτ. κεφ. ΣΤ'), ἐκλαμβάνομεν τὴν κιβωτὸν ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ σώματος, ἂς κατανοήσωμεν τὶ νὰ εἶναι τὸ "σῶμα ἀπογυμνοῦσθαι", κατὰ ὑψηλοτέραν δηλαδὴ ἔννοιαν. Τὸ ἄλλο εἶναι σαφές, κατὰ ποῖον δηλαδὴ τρόπον ἦτο δυνατὸν νὰ ἀνοιχθῇ ἡ κιβωτός, κατὰ γράμμα. Ποιά, λοιπόν, ἦταν ἡ στέγη στὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἡ ὁποία ἦτο κλειστὴ κατὰ τὸν κατακλυσμόν, παρὰ ἐὰν τυχὸν ἐκλάβωμεν (ὡς τοιαύτην) τὴν ἡδονήν, ἡ ὁποία ἐνεργοῦσε σ' αὐτὸ μας τὸ σῶμα, καὶ σὰν νὰ κάλυπτε μ' αὐτὸ τὸ σφάλμα τοῦ Ἀδάμ; Καὶ ὡς πρὸς τὸ ἑξῆς μάλιστα κρίνεται αὐτὴ (ἡ ἡδονὴ) ὅμοια μὲ στέγη• ἐπειδὴ κάθε αἴσθηση (εἶναι) στὸ κεφάλι, ὁπόθεν ἡ ἡδονή, ἡ ὁποία (συνήθως) ἔχει ὑποχείριον ὁλόκληρον τὸ σῶμα. Ἀλλὰ εὐθὺς ὡς ὁ νοῦς τοῦ δικαίου ἀνδρὸς νηφάλιος καὶ ἀκέραιος ἀπὸ διαφθορὰν κατακλυσμοῦ, ἀναφλεγεὶς ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας τῆς θείας γνώσεως, συνήθως θέλει νὰ ἀπομακρυνθῇ καὶ νὰ πετάξῃ πρὸς τὰ ἀνώτερα (καὶ) ἀποστεγάζει ὅσα ἦσαν ἐμπόδιον καὶ ξανανοίγει καὶ ξανασκεπάζει τὴν ἐπιθυμίαν, ἡ ὁποία σὰν μὲ κάποιο κάλυμμα ἐσκέπαζεν τὰ μέρη τοῦ σώματος• διὰ νὰ μὴ ἐλευθερώνῃ μόνον τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν δουλείαν ἀπεχθοῦς κατακτήτριας, ἀλλὰ διὰ νὰ συμπεριλαμβάνῃ καὶ ὅσα ἦσαν ἀσώματα• διότι ὅσα δὲν φαίνονται, εἶναι αἰώνια. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ δίκαιος ἐπιζητοῦσεν τὸν Κύριον, τὸν ὁποῖον δὲν ἔβλεπε, ἀμέτοχος τῆς διαφθορᾶς, ἐπιθυμῶν τὴν αἰωνιότητα.
73. Τὸ ὅτι δὲ λέγει ὁ πρῶτος μῆνας ἢ ὁ δεύτερος, καὶ ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡμέρα τῆς ἐποχῆς τῆς ἄνοιξης, τὸ ἔχεις γεγραμμένον καὶ ἀλλοῦ: Αὐτὸς ὁ μῆνας θὰ εἶναι ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν ἡμερῶν τοῦ ἔτους (Ἐξ. ιβ',2). Διότι αὐτὸς ποὺ ἐν τῇ χάριτι εἶναι πρῶτος μετὰ τὸν κίνδυνον, αὐτὸς (καὶ) ὀρθῶς ἔλαβεν τὸ προνόμιον τοῦ πρώτου μηνός.
74. Οὔτε ὅμως νὰ σὲ κάνῃ νὰ ἀπορῆς αὐτὸ ποὺ εἴπαμε ἀνωτέρω, ὅτι τὸ δηλωθὲν φύλλον εἰς τὸ ράμφος μετὰ τὸν κατακλυσμὸν μπόρεσε νὰ βλαστήσῃ (ἀνωτ. κεφ. ιθ'):ἂν καὶ ὑπὸ τὸ ὕδωρ πλῆθος φυτῶν συχνὰ βλαστάνουν. Ὅμως γιὰ κάθε δυνατὴν ἀκρίβειαν, τὶ τὸ μέγα ἐὰν τοῦ Θεοῦ προστάζοντος σὲ μιὰ μέρα ποὺ τὸ ὕδωρ εἶχεν ἐλαττωθῆ, εὐθὺς ἐβλάστησεν καὶ ἡ γῆ, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ παρασκευαστὴς καὶ κτίστης τῶν καρπῶν, δὲν ἐλησμόνησεν καὶ τὴ χρήση τοῦ ἔργου του; Τέλος, ἔχεις καὶ εἰς τὴν Γένεσιν ὅτι εὐθὺς ὡς διέταξεν ἵνα ἡ γῆ βλαστήσῃ χόρτον νομῆς, καὶ δένδρον καρποφόρον μὲ τὸν καρπόν του καὶ ἀμέσως φύτρωσεν ἡ γῆ χόρτον νομῆς, ἔχοντα σπέρμα κατὰ εἶδος καὶ δένδρον καρποφόρον (Γεν. α',11,12) καὶ ἐκείνη ἡ ἡμέρα ἦταν μία, καθ' ἥν αὐτὰ διέταξεν ἢ ἔκαμεν ὁ Θεός. Ἑπομένως ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀμνήμων εἰς τὶς εὐεργεσίες του, (εἶναι) ὅμως ἀμνήμων τῆς δικῆς μας ἀδικίας, ἐπεσκεύασεν τὸ ἔργον του τὸν ἴδιο τὸν χρόνον ποὺ τὸ ἄρχισε.

Κεφάλαιον ΚΑ'

Διατὶ ὁ Νῶε γιὰ νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν κιβωτὸν ἀνέμενεν τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Πῶς μὲ τὴν σειρὰν, καθ'ἥν περιγράφεται ὁ ἴδιος μετὰ τῶν ἰδικῶν του εἰσῆλθεν καὶ ἐξῆλθεν, δηλοῦται ἡ ἐγκράτεια τῆς γενεᾶς καθὼς καὶ ἡ ἐμπειρία; Τέλος, τὶ ἐκείνη ἡ σειρὰ μᾶς διδάσκει μὲ πνευματικὴν ἔννοιαν;


75. Καὶ εἶπεν Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Νῶε: Ἔξελθε ἐκ τῆς κιβωτοῦ σύ, καὶ ἡ σύζυγος καὶ τὰ τέκνα σας (Γεν. η',15,16). Ὅθεν ὑποχωρήσαντος τοῦ ὕδατος καὶ ἀποξηρανθείσης τῆς γῆς μπόρεσε νὰ ἐξέλθῃ ὁ Νῶε ἐκ τῆς κιβωτοῦ.Ὅμως ὁ δίκαιος τίποτε δὲν προσαπαιτεῖ γιὰ τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν του συνάπτει εἰς τὴν ἐξουσίαν τὴν θεϊκήν. Καὶ μάλιστα ὁ μὲ οὐράνιον χρησμὸν εἰσελθών, ἔπρεπε προκειμένου νὰ ἐξέλθῃ νὰ περιμένῃ οὐράνιαν ἀπάντηση. Διότι αἰδήμων εἶναι ἡ δικαιοσύνη: καὶ ἡ ἀδιάντροπη ἀδικία, ἡ ὁποία σφετερίζεται αὐτὰ ποὺ δὲν δικαιοῦται, δὲν εὐλαβεῖται τὸν δημιουργόν.
76. Τώρα ἂς ἐρευνήσουμε γιὰ ποιὸ λόγο κατὰ τὴν εἴσοδον εἰς τὴν κιβωτὸν ἴσχυσεν αὐτὴ ἡ σειρὰ γιὰ τοὺς εἰσερχομένους, ὥστε (δηλαδὴ) πρῶτον ὁ ἴδιος νὰ εἰσέλθῃ καθὼς καὶ τὰ τέκνα του: καὶ ἔπειτα ἡ σύζυγός του καὶ οἱ σύζυγοι τῶν υἱῶν του: ὅταν ὅμως βγῆκαν, συνετελέσθη ἀλλαγή. Διότι ἐγράφη: Ἐξῆλθεν ὁ ἴδιος, καὶ ἡ σύζυγός του, καὶ οἱ υἱοὶ καὶ οἱ σύζυγοι τῶν υἱῶν του (αὐτόθι 18). Καὶ βέβαια (ἡ κατὰ) γράμμα (ἑρμηνεία) σημαίνει ἐν τῇ εἰσόδῳ τὴν ἐγκράτειαν τῶν γενεῶν ἐν τῇ ἐξόδῳ τὴν ἐμπειρίαν τῆς γενεᾶς. Διότι τότε ὁ πατὴρ μετὰ τῶν υἱῶν προηγουμένως εἰσῆλθεν καὶ οἱ υἱοὶ μετὰ τοῦ γονέος καὶ κατόπιν ἡ σύζυγός του καὶ οἱ σύζυγοι τῶν υἱῶν του, δηλαδή, δὲν συμμιγνύεται τὸ φῦλον ἐν τῇ εἰσόδῳ, (ἐνῶ) ἐν τῇ ἐξόδῳ συμμιγνύεται. Φανερά, λοιπόν, ὅπως στὴν ἴδιαν σειρὰν τῆς εἰσόδου ὁ δίκαιος ἐκβάλλει κάποιαν φωνήν, ὅτι ὁ καιρὸς ἐκεῖνος δὲν ἦταν (καιρὸς γιὰ) συνουσίαν καὶ ἡδονές, κατὰ τὸν ὁποῖον (καιρὸν) θάνατος ἐπαπειλεῖτο κατὰ πάντων. Ὅθεν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ὁ Κύριος λέγει (Λουκ. ιζ',26,27) κατακρίνων τὸ ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Νῶε ἔτρωγαν καὶ ἔπιναν, ἐνυμφεύοντο καὶ ἐνύμφευαν τὶς θυγατέρες τους: καὶ ὅτι γι' αὐτό, ἕνεκα τῆς ἀκρατείας των ἐπισυνέβη ὁ κατακλυσμός.
Καιρὸς λύπης λοιπὸν ἦταν ἐκεῖνος, ὄχι χαρᾶς. Καὶ ὅθεν ὁ δίκαιος δὲν εὐφραινόταν μὲ τὴν συντροφιὰν τῆς συζύγου οὔτε οἱ υἱοί τοῦ δικαίου ἐπιζητοῦσαν τὴν συζυγικὴν ἕνωση. Διότι πόσον ἀπρεπὲς (ἦτο), ἵνα καθ' ὅν χρόνον ζώντες ἀπέθνησκον, τότε (καὶ) μέλλοντες νὰ χαθοῦν γεννοβολοῦσαν; Μετὰ ταῦτα ὅμως ὀρθῶς ἀκολούθησεν ἡ χρῆσις καὶ ἡ φροντὶς συζύγου πρὸς ἐμφύτευσιν ἄλλων (ἀπογόνων), ὅταν δηλαδὴ κόπασεν ὁ κατακλυσμός. Ὅθεν ἐξέρχονται ὄχι ἄνδρες μὲ ἄνδρες, ἀλλὰ γυναῖκες μετὰ ἀνδρῶν: ἵνα τῆς ἀνδρικῆς μίξης ἀπαγορευμένης καθ' αὐτήν, φαίνηται ὅμως ἐπιτραπεὶς ὁ μὲ νόμιμον τρόπον συζυγικὸς δεσμὸς τοῦ ἀνδρικοῦ καὶ γυναικείου (φύλου).
77. Ἡ ὑψηλοτέρα ὅμως ἔννοια μᾶς δίδει τὸ ἑξῆς (δεδομένον): ὅπου ὑπάρχει κίνδυνος, κάποιες ἀνδροπρεπεῖς καὶ ἰσχυρότερες διαιτησίες προσάπτονται στὸ νοῦν καὶ ὁ νοῦς βλέπει τὸν ἑαυτόν του σὰν κάποιον ἀπόγονον υἱῶν, σ' αὐτὸ στὸ ὁποῖο ἕνεκα θυελλῶν καὶ βαρυτέρων παθῶν προστρέχει κάποια ἀνδρικὴ παράταξη (μάχης), οὐδὲν βλάπτει ἡπιότεροι λογισμοὶ νὰ συνάπτωνται μὲ ὑγιέστερους τοιούτους• ὄχι γιὰ νὰ ἐκθηλύνωνται ὑπὸ τῶν ἡπιοτέρων οἱ ἰσχυρότεροι, ἀλλὰ ἵνα ἐνισχύωνται οἱ μαλθακότερες αἰσθήσεις σὰν ἀπὸ κάποιους ἀνδροπρεπεῖς ἐπειδὴ ὅλα τὰ δικά μας κατευθύνονται πρὸς τὴν ἀρετήν, τὴν δικαιοσύνην, τὴν ἀκεραιότητα τὴν ἀνδρείαν καὶ μὲ κάποιαν πεῖραν καὶ καλλιέργειαν τῶν ἀρετῶν μποροῦν νὰ δημιουργοῦν δι' ἑαυτοὺς καὶ νὰ αὐξάνουν ὑγιέστερες σκέψεις. Δὲν εἶναι λοιπὸν χρήσιμον, ὅταν ὑπάρχη κάποια σύγχυση ἐλαττωμάτων ποὺ καταλαμβάνει τὸν νοῦν νὰ σπείρῃ ὁ νοῦς λογισμοὺς καὶ νὰ γεννᾶ καὶ νὰ τίκτῃ. Ὅταν δὲ συμπιεσθοῦν οἱ ἐπιθυμίες, καὶ ἀναπαυθῆ ὁ νοῦς, τότε ἀναληφθείσης καλλιεργείας τινος τῆς κρίσεως, δύνανται οἱ ἀρετὲς νὰ γεννοῦν ἀγαθὰ ἔργα.

Κεφάλαιον ΚΒ'

Γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Νῶε διαταχθεὶς ἔκτισεν βωμὸν πρὸς τιμὴν τοῦ Θεοῦ • διατὶ δὲ (λέγει) πρὸς τιμὴν τοῦ Θεοῦ (καὶ δὲν λέγει) πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου: γιατὶ καὶ ὁλοκαυτώματα ἐκ θηρίων καὶ πτηνῶν καθαρῶν προσέφερεν• καὶ τὶ εἶναι αὐτὸ πού: "λέγει ὁ Κύριος "διανοηθεὶς οὐ προσθήσω ἔτι καταράσασθαι τὴν γῆν, κλπ


78. Καὶ οἰκοδόμησεν, ὁ Νῶε βωμὸν πρὸς τιμὴν τοῦ Θεοῦ (Γεν. η',20). Γιατὶ ἀνωτέρω ὁ Κύριος συμβούλεψεν ποιὰ νὰ κάνη ὁ Νῶε, τὰ ὁποῖα αὐτὸς καὶ ἔκανε: αὐτὸ δὲ ποὺ αὐτὸς χωρὶς νὰ νουθετηθῆ (ἀπ' τὸ Θεὸν) ἔκανε, ἴσως ἀναζητεῖται. Ἀλλὰ βέβαια ὁ Κύριος δὲν ὤφειλεν σὰν νὰ ἦταν κάποιος φιλοχρήματος νὰ ἀξιώσῃ μισθὸν γιὰ τὴν (χορηγηθεῖσαν ὑπ' αὐτοῦ) χάριν καὶ ὁ δίκαιος κατενόησεν ὅτι ἐκείνη ἦταν ἀληθὴς ἐνέργεια χαρίτων, ὅποια δὲν ἦταν ἀντικείμενον διαταγῆς, ἀλλὰ προσεφέρετο (ἐλευθέρως καὶ αὐθορμήτως). Ὅθεν δὲν προσέφυγεν στὴν ἀναβολήν. Διότι καὶ ἡ χαριτωμένη ἀρετὴ τῆς ψυχῆς ἀποκλείει τὸ πάθος τῆς ἀμφιβολίας: ὅποιος ὅμως θεωρεῖ ὅτι ἡ χάρις εἶναι τι τὸ ὀφειλόμενον, εἶναι ἀχάριστος. Εἶπεν ὅτι τὸ ἔκτισεν πρὸς τιμὴν τοῦ Θεοῦ• καὶ δὲν εἶπεν (πρὸς τιμὴν) τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ• κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ ὀνόματος, δὲν φαίνεται γενομένη ἀναγκαστικὰ αὐτὴ πράξη σὰν πρὸς Κύριον, ἀλλὰ ὑπηρετικὴ καὶ χαριστικὴ σὰν πρὸς Θεόν. Ὅ,τι εἶναι ἐπιτακτικὸ (τὸ) ξεχώρισεν• ὅ,τι (εἶναι) τῆς εὐργεσίας (τὸ) κατονόμασεν.
79. Καὶ ἔλαβεν ἐκ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν πτηνῶν τῶν καθαρῶν• καὶ προσέφερεν, εἶπεν, ὁλοκαύτωμα (Αὐτόθι). Ἡ κατὰ γράμμα (ἔννοια) εἶναι προφανής, ὅτι (δηλαδὴ) ὀφείλομεν νὰ προσφέρωμεν τὰ ἀμόλυντα, μὲ τὰ ὁποῖα διαφαίνεται ἡ διάθεση τοῦ προσφέροντος. Ἡ δὲ ὑψηλοτέρα ἑρμηνεία εἶναι ἡ ἑξῆς, ὅτι τὰ καθαρὰ κτήνη φαίνονται νὰ εἶναι τοῦ σοφοῦ• τὰ δὲ πτηνὰ (φαίνονται νὰ εἶναι) τῆς διανοίας, τὰ ὁποῖα εἶναι πολὺ λεπτότερα καὶ ἐλαφρότερα.
80. Τώρα ὅμως ἂς θεωρήσωμεν ἐπιμελέστερον τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει: Καὶ εἶπεν Κύριος ὁ Θεός: "διανοηθεὶς οὐ προσθήσω ἔτι καταράσασθαι τὴν γῆν διὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων• ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ" (Γεν. η',20-21). Ἑπομένως ἀπὸ δῶ καὶ πέρα δὲν θὰ πλήξῃ (ὁ Θεὸς) ὅπως ἔκανε ὅλην τὴ γῆν, καθ' ὅλας τὰς (λοιπὰς) ἡμέρας (ζωῆς) τῆς γῆς. Κι' ἄν θὰ τιμωροῦσε τὸ ἀνθρώπινο γένος, ὅμως θὰ ἐγνώριζεν ὅτι ἡ ἐκδίκηση τοῦ νόμου ὁδηγεῖ πρὸς ἐκφοβισμόν, καὶ γνῶσιν τῆς διδασκαλίας, μᾶλλον παρὰ πρὸς μετάλλαξη τῆς φύσης, ἡ ὁποία δύναται (μὲν) ἐν τισι νὰ διορθωθῆ, δὲν δύναται (ὅμως) ἐν πᾶσιν νὰ ἀλλάξῃ. Ἐτιμώρησεν, λοιπόν, ὁ Κύριος διὰ νὰ φοβώμεθα, ἐφείσθη διὰ νὰ διατηρηθῶμεν. Καὶ τιμώρησεν ἅπαξ πρὸς παραδειγματισμὸν φόβου, ἐφείσθη τὸ ὑπόλοιπον, διὰ νὰ μὴ κυριαρχῇ πάντα ἡ πικρία τοῦ ἁμαρτήματος• διότι εὐθὺς ἐὰν κανεὶς ἐπιθυμῇ πλειστάκις νὰ τιμωρήσῃ τὰ ἁμαρτήματα, αὐστηρὸς μᾶλλον παρὰ τιμητὴς θεωρεῖται. Καὶ γι' αὐτὸ λέγει ὁ Κύριος: Οὐ προσθήσω ἔτι καταράσασθαι τὴν γῆν διὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, διότι θέλησε νὰ δηλώσῃ τὸν σεβασμόν του πρὸς τὸ σύνολον τῶν ἀνθρώπων, καὶ παρὰ ταῦτα δὲν ὄδειλεν νὰ προσφέρῃ βοήθειαν καὶ κάποιαν ὀλιγωρίαν εἰς τὸν νοῦν τῶν ἀνθρώπων, ὀλίγους τιμωρεῖ, τοὺς πλείονας διασῴζει. Ἔπειτα, ὅταν λέγῃ: Οὐ προσθήσης, δείχνει ὅτι ἀναλαμβάνει μᾶλλον τὶς ταλαιπωρίες τῶν ἀνθρώπων, παρὰ τὶς κάνει χαλεπώτερες, ἐπειδὴ γνωρίζει ὅτι ὅλως διόλου τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀβάστακτα. Ὅπως εἰς τὴν παροιμίαν (λέγεται): Ἂν κάποιος μὲ λεπτὸ δίχτυ θέλει νὰ ἀντλήσῃ ὕδωρ, (μοιάζει μὲ ἐκεῖνον) ὁ ὁποῖος ἐπιχειρεῖ νὰ ἀφαιρέσῃ τὴν πονηρίαν ἀπὸ τὰ στήθη τῶν ἀνθρώπων.
81. Εἶπεν: Οὐ προσθήσω καταράσασθαι τὴν γῆν διὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων• ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ" (Γεν. η',20-21). Δὲς πῶς σημαίνει ὁ Θεὸς ὅτι μετὰ σπουδῆς ἁμαρτάνομεν μὲ τὸ νὰ λέγη ὅτι ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά: μ' αὐτὸ τὸ λόγο φαίνεται πὼς σημαίνει ὅτι ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ῥέπει πρὸς τὶς ἁμαρτίες καὶ ὅτι ἐνυπάρχει εἰς τὸ ἡγεμονικό μας ἡ ὀλισθηρότης τοῦ ἁμαρτάνειν, καὶ τὸ χειρότερον ὅτι δὲν ἀπουσιάζει ἡ (πρὸς τοῦτο) σπουδή. Διότι γι' αὐτὸ λέγει "ἐπιμελῶς", σὰν νὰ ἔχουμε τὴν ἔγνοια, μήπως ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπ' τὴν ἁμαρτίαν μπορέση νὰ διεισδύση σὲ μᾶς. Ἔπειτα δὲν εἶπεν "ἐπὶ τὸ πονηρόν", τὸ ἕνα, ἀλλ' "ἐπὶ τὰ πονηρά". Καὶ προσέθεσεν "ἐκ νεότητος": διότι ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἡλικίαν αὐξάνει ἡ πονηρία, ἂν καὶ ἀλλοῦ διαβάζομεν ὅτι χωρὶς ἁμαρτίαν δὲν εἶναι οὔτε ἕνα παιδὶ μιᾶς ἡμέρας (Ἰὼβ, ιδ',4). Ἀλλὰ καὶ ἡ νηπιότητα δὲν εἶναι χωρὶς ἁμαρτίαν λόγῳ τῆς ἀσθένειας τοῦ σώματος, ἀπὸ τὴν νεανικὴν ὅμως ἡλικίαν ἀρχίζει ἡ ἐπιμέλεια καὶ ἡ σπουδὴ πρὸς τὸ ἁμαρτάνειν• ἵνα ὁ (μὲν) παῖς ὡς ἀδύναμος ἁμαρτάνῃ, ὁ νέος σὰν ἀδόκιμος, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ διαπράττη μετὰ σπουδῆς ἁμαρτήματα, καὶ νὰ καυχᾶται γιὰ τὰ ἁμαρτήματα. Διότι ἀπὸ πολλοὺς ἡ (μὲν) ἀθωότης θεωρεῖται δειλία, ἡ (δὲ) ἁμαρτία ἔπαινος. Ἔτσι οἱ νέοι συνηθίζουν νὰ ὑπερηφανεύωνται γιὰ τὴν ἀσωτείαν καὶ τὶς ἡδονὲς καὶ τὰ πάθη τῆς μοιχείας. Λοιπὸν μὲ τὴν πάροδον τῆς ἡλικίας αὐξάνει καὶ ἡ ἁμαρτία. Ὅλο λοιπὸν τό γένος τῶν ἀνθρώπων τὸ κηρύσσει σὰν νὴ καταστρεπτέον πλέον, ὅταν λέγῃ: Οὐ προσθήσω καταράσασθαι πᾶσαν σάρκαν: ἀλλὰ (αὐτὴ) τιμωρηθεῖσα μερικῶς, διασώζεται (συνολικῶς).

Κεφάλαιον ΚΓ'

Αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Κύριος: Σπορὰ καὶ θερισμός, ψῦχος καὶ καῦμα οὐ καταπαύσουσιν, ἐξηγεῖται (καὶ) γραμματικῶς καὶ ἠθικῶς.


82. Τὶ εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ λέγει:Σπορὰ καὶ θερισμός, ψῦχος καὶ καῦμα, χειμὼν καὶ θέρος, ἡμέραν καὶ νύκτα δὲν θὰ παύσουν (Γεν. η',22). Σύμφωνα μὲ τὸ γράμμα σημαίνει, ἕνεκα τῆς μὴ παύσης τῶν κατὰ θεσμοθέτηση τοῦ Κυρίου παραμενόντων κατὰ τὴν τάξιν τους τὰ ἀδιάφθορα ἀπὸ τὶς ἐποχὲς ζῶα, εἴτε ὅλα τὰ δρυμώδη. Διότι ὅταν χαλοῦν οἱ ἐποχὲς φθείρονται καὶ ὅσα γεννιοῦνται στὶς ἐποχές τους. Ἂν ὅμως ὑπάρχει σύγχυση ἐποχῶν, πῶς μποροῦν κατόπιν τῆς συγχύσεως νὰ διατηρηθοῦν τὰ γεννώμενα; Οἱ ἐποχὲς λοιπὸν εἶναι ποὺ εἴτε φθείρουν εἴτε διατηροῦν σὰν τὰ ἴδια νὰ εἶχαν τὴν ἰδιότητά τους. Καὶ γι' αὐτὸ τὸ ἔτος ἄγεται ἐξ ἀντιθέτων, ἀνοίξεως, φθινοπώρου, θέρους, χειμῶνα, ὅπως ἡ ἁρμονία τοῦ λαϊκοῦ ᾄσματος φαίνεται συντεθειμένη ἀπὸ βαρεῖες καὶ ὀξεῖες. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ κόσμος αὐτὸς σύγκειται ἐξ ἀντιθέτων, τοῦ ἀέρα καὶ τῆς γῆς, τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ ὕδατος. Καὶ τὰ σώματά μας μὲ τὸ ψῦχος καὶ τὴν θερμότητα, τὴν ὑγρασίαν καὶ τὴν ξηρότητα, ὑπηρετοῦν κάποιαν τάξη τῆς φύσης. Δηλαδὴ ἐὰν συγχέηται ἡ φυσικὴ τάξη καὶ τὸ μέτρο, τότε κατ' ἀνάγκην ἀκολουθεῖ θάνατος. Λοιπὸν ὁ Κύριος ὑπόσχεται ὅτι θὰ ὑπάρχῃ σίγουρη τάξη τῶν ἐποχῶν (τοῦ ἔτους), πρὸς διατήρησιν τοῦ κόσμου.
83. Ἡ ὑψηλοτέρα δὲ ἔννοια ἔγκειται στὸ ἑξῆς: ἵνα διὰ τῆς σπορᾶς νοῶμεν τὴν ἀρχήν, διὰ τοῦ θερισμοῦ τὸ τέλος. Καὶ στὰ δύο ὑπάρχει αἰτία σωτηρίας. Τὸ ἕνα χωρὶς τὸ ἄλλο εἶναι ἀτελές: διότι ὅπου ὑπάρχει ἀρχή, ζητεῖται τὸ τέλος, οὔτε (καὶ) ἀφαιρεθέντος τοῦ τέλους νὰ ὑπάρχη ἀρχή, καὶ τὸ τέλος ἀνατρέχει εἰς τὴν ἀρχήν. Λοιπὸν πάντα στὰ ἴδια θὰ ἀνατρέχῃ (ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας) ἐνόσῳ εὑρίσκεται εἰς αὐτὸν τὸν κόσμο, μνημονεύει τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καὶ ἀφοῦ ἀρχίσῃ τὸ ἔτος, ἂς τελειώνῃ• ὅταν τελειώνῃ, ἂς ἀρχίζῃ, δὲν διαλύεται ὁ κόσμος ἐν μέσῳ χρόνῳ. Ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, ὅταν κάτι φαίνηται νὰ ἀρχίζῃ, μέχρι τὸ τέλος κατατείνει, καὶ ἀναζητεῖ τὸ πέρας τοῦ ἔργου του. Ὅταν περατοῦται ἕνα ἔργον ἂς μὴ ἑορτάζηται ἀργία σὰν σὲ συντελεσθέν ἔργον: ἀλλὰ ἂς ἀναδράμῃ πρὸς ἄλλα ἔργα καὶ πάντα ἂς ἀπεργάζηται ἐπιδόσεις τῆς ἀρετῆς: ὅταν βέβαια βλέπῃ ὅτι ἡ γῆ πάντοτε ἀνακαλεῖται εἰς τοὺς καρπούς της οἱ ὁποῖοι σὲ ποικιλία γεννιῶνται τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ θέρος, καθὼς στὶς περιοχὲς τῆς Ἀνατολῆς, εἴτε (γεννιῶνται) τὸ θέρος καὶ τὸ φθινόπωρο ὅπως στὰ μέρη τῆς Δύσης.
84. Ἄλλην ἐποχὴν τὰ φυτώρια τῆς γῆς κάνουν τοὺς τοκετούς τους• ἄλλην δὲ ἐποχὴν δρέπομεν τοὺς καρποὺς τῶν δένδρων. Οἱ ἀτομικοὶ καρποὶ λοιπὸν εἶναι ἀναγκαῖοι καὶ ἐπιθυμητοί• ἀναγκαῖον ἐκ τῆς σπορᾶς τῶν γαιῶν• ἀλλὰ ὄντως ἐπιθυμητοὶ ἐκ τῶν καρπῶν τῶν δένδρων. Ὅθεν τὸ σῶμα μας τρέφεται μὲ τὸν ἀέρα ὡς ἀληθῶς μὲ φυσικὴν τροφήν, ποὺ μὲ τὸ ἑλληνικὸν ὄνομα λέγεται "Ἀὴρ", (ἐνῶ) μὲ τὸ λατινικὸν "Ἔαρ" (Ver). Γι' αὐτὸ ἡ Γραφὴ ἔλαβεν ὡς παράδειγμα ἐκ τῶν μερῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ μάλιστα τῆς Αἰγύπτου διὰ τῆς ὁποίας διῆλθεν ὁ Ἑβραῖος (λαὸς) εἴτε ἐκ τῶν μερῶν τῆς Φοινίκης. Ἡ ψυχὴ ὅμως τρέφεται μὲ τὰ παρέχοντα ἡδονήν, τοὐτέστιν μὲ τοὺς καρποὺς τῆς σοφίας: σ' αὐτὸ πάλιν, ὅπως στὸ σῶμα μας εἶναι ἀντίθετον τὸ ψῦχος καὶ τὸ καῦμα, ἔτσι θεωροῦνται ἀντίθετα ὁ φόβος καὶ ἡ ὀργή. Ἀλλ' ἐπειδὴ (ἡ ψυχὴ) εὑρίσκεται ἐντὸς τοῦ σώματος, εἶναι ἀνάγκη καὶ ὀργὴν νὰ ἔχῃ καὶ φόβον, οὔτε (καὶ) εἶναι δυνατὸν (αὐτὴ) νὰ εἶναι χωρὶς αὐτὴν τὴν ἀνάγκην τῆς σωματικῆς φύσης. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ νοῦς τοῦ σοφοῦ τὴ δίκαιη διακυβέρνηση διοικεῖ: ἵνα μὴ ἀναμιγνύῃ ὀργὴν καὶ φόβον, καὶ ἐπισυμβῇ κάποια σύγχυση εἰς τὴν ψυχήν του καὶ κατακλυσμός.
85. Καὶ αὐτὸ ποὺ λέγει: "Καθ' ἡμέραν" καὶ "κατὰ νύκτα", διὰ τοῦ "ἡμέρα" καταλαβαίνεις τὴν φωτίζουσαν ἀλήθειαν, διὰ τοῦ "νύκτα" ἀναγνωρίζεις τὴν σκοτεινὴν ἀνοησίαν. Ὅθεν καὶ ἐν τῷ φόβῳ ὡς ἐν ψύχει δύναται ἡ ἀρετὴ νὰ εἶναι φωτιστική. Παρομοίως ἡ σύνεση μπορεῖ νὰ συμπιέζῃ καὶ τὴν ὀργήν• ὅπως ἐν τῷ φόβῳ τινὲς οὐδόλως εὑρίσκουν ἀπελευθέρωση, καὶ μᾶλλον κατευθύνουν τὸ φόβον πρὸς τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. Χάριν λόγου, ἂν ὁ διώκτης ἐπιμένῃ, ἵνα τὸν Θεὸν φοβῆσαι, καὶ ἀδιάκοπα μᾶλλον βασανιστήρια, ἀπ' ὅ,τι θεωρεῖς τὰ παρόντα ὡς ἀπευκτέα, τὰ ὁποῖα ἐφόσον φοβεῖσαι, θὰ φθάσης τὴν δόξαν ὀργισθεὶς διὰ τὴν ἀπιστίαν καὶ τὸ ἀνοσιούργημα. Πάλιν ἕνεκα τῆς ὀργῆς τῆς ἐφόδου θὰ μετριάσῃς τὴν συγκίνηση μὲ τὸ θεῖο φόβο.

Κεφάλαιον ΚΔ'

Περὶ τοῦ θεόθεν παραχωρηθέντος εἰς τοὺς ἀνθρώπους προνομίου ἐπὶ τῶν ἄλλων ζώων, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ὡς δῶρον ὁ Νῶε μετὰ τῶν δικῶν του. Καὶ πῶς νοεῖται ὁ Κύριος ὅτι στοὺς ἴδιους ἄνθρώπους ἔδωσεν πρὸς τροφὴν πάντα τὰ ἑρπετά, ἀφοῦ κάποια ἀπ' αὐτὰ εἶναι δηλητηριώδη.


86. Καὶ εὐλόγησεν ὁ Κύριος τὸ Νῶε καὶ τοὺς υἱούς του, λέγων: Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν, καὶ κυριεύσατε αὐτῆς: καὶ ὁ φόβος ἀπὸ σᾶς καὶ ὁ τρόμος γιὰ σᾶς θὰ εἶναι σ' ὅλα τὰ κτήνη τῆς γῆς, καὶ σ' ὅλα τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ σὲ ὅλα τὰ κινούμενα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης (Γεν. θ',1 καὶ 2). Ὅτι αὐτὰ τὰ προηγούμενα προνόμια ἐξουσίας ἐπὶ τῶν λοιπῶν ζώων ἐχορηγήθησαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους φαίνεται καὶ σὲ ἄλλα μέρη ἀνωτέρω. Ἀλλ' εἰς αὐτὸ τὸ ἐδάφιον, ὅπου εἶπεν ὅτι ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸν ἄνθρωπον, λέγεται: Ἄρσεν καὶ θῆλυ τοὺς ἔκανε, καὶ τοὺς εὐλόγησε λέγων: Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν, καὶ κυριεύσατε αὐτήν, καὶ νὰ ἔχετε ἐξουσίαν ἐπὶ τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης, καὶ ἐπὶ τῶν πτηνῶν καὶ ἐπὶ τῶν θηρίων τῆς γῆς καὶ ἐπὶ τῶν ἑρπετῶν (Γεν. α',27-28). Διότι μ' αὐτὸ προέτρεψα ἵνα καὶ κατανοῇς ὅτι ἐκφράζεται ἡ δίδυμη γενεὰ τοῦ ἀνθρώπου: μία κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄλλη κατὰ τὴν ἐκ πηλοῦ τῆς γῆς πλάσιν. Τέλος, ἐκείνη ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἐκ πηλοῦ γῆς φαίνεται ὅτι ἔγινε μετὰ (τὴν δημιουργίαν) τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ἀνεπαύθη ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ ἔργα του. Ὅπως ὀψέτερον γίνεται ἡ πλάση τοῦ ἀνθρωπίνου ἀγάλματος. Δὲν ὑπῆρχεν βροχὴ ἐπὶ τῆς γῆς, οὔτε ἄνθρωπος εἰργάζετο τὴν γῆν (Γεν. β',5). Τότε ἐκ πηλοῦ γῆς ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον καὶ ἔπνευσεν εἰς τὸ πρόσωπό του πνεῦμα ζωῆς καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν (Αὐτόθι 7). Ἐκεῖνος δὲ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἕκτην ἡμέραν, σὰν ἀριθμὸν τέλειον, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖον συνετελέσθησαν ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, σὰν μὲ κάποια τέλεια ἐνέργειαν συσταθείς, εἶναι κατ' εἰκόνα Θεοῦ, πρὸς τὸν ὁποῖον παραβάλλεται καὶ αὐτός, ὁ ὁποῖος ἐν τῷ κατακλυσμῷ εὑρέθη δίκαιος. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν κατέστησεν ἐπὶ πάντα τὰ γήϊνα, ὅπως καὶ ἐκεῖνον γενόμενον κατ' εἰκόνα Θεοῦ, ἐπειδὴ ἑκάτερος ὑπὸ γήϊνων ἐλαττωμάτων ἀπετελεῖτο. Αὐτὸς ποὺ ἐγεννήθη ἔτσι, ὥστε οὐδὲν νὰ ὀφείλῃ σὲ γήϊνη ἐπιρροή: αὐτὸς ποὺ ἐπιδοκιμάσθηκε μὲ κινδύνους καὶ ἐξετάσθηκε στὰ πάθη καὶ εὑρέθη ὅτι ἐν τῇ συγχύσει δὲν ὑπῆρξεν ὑποκείμενος εἰς πάθος.
87. Ὑψηλοτέρα δὲ ἔννοια εἶναι ὅτι ὁ δίκαιος μὲ τὸ μέγεθος καὶ τὸ πλῆθος τῆς ἀρετῆς αὐξάνει καθὼς καὶ μὲ τὴ διδασκαλίαν• καὶ γεμίζει τὴν γῆν, σὰν κάποια καρδιὰ εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται δοχεῖον τῶν νοητῶν (πραγμάτων). Ἔτσι δὲν ἀνέχεται νὰ ὑπάρχῃ κανένα κενὸν σοφίας, στὸ ὁποῖον νὰ μπορῆ ἡ ἀνοησία νὰ εἰσβάλῃ. Ὄχι μόνον σ' ὅλα τὰ τιθασσευμένα γήϊνα πάθη λοιπόν, ἀλλὰ καὶ στὶς (τιθασσευμένες) σωματικὲς αἰσθήσεις καὶ τὰ θηρία ὑπέταξεν εἰς ἑαυτὸν διὰ τινος τρόμου καὶ φόβου στὰ ὁποῖα φαίνεται ὅτι ἐνυπάρχει ἡ μορφὴ τῆς δολιότητος καὶ ἀγριότητος.
Διότι στὰ ἀτίθασσα καὶ ἄγρια ὑπάρχει κάθε κακία καὶ ἀποπνέουν κάποιαν ἀγριότητα. Οὔτε ἐκεῖνο ἀσαφές, ὅτι κάποια ἑρπετὰ ἔχουν μιὰν κάποιαν μορφὴν θανατηφόρων παθῶν, ὑπὸ τῶν ὁποίων φαίνεται ὅτι ἐγχύνεται κάποιο δηλητήριον εἰς τὸ νοῦν.
Ὅλα λοιπὸν αὐτὰ τὰ ἐξουσιάζει ὁ δίκαιος, στὰ ὁποῖα (καὶ) δὲν συμμιγνύει ἑαυτόν: ἀλλὰ περιορίζει αὐτά, ἐὰν ὁ νοῦς του δὲν ἄγεται ὑπὸ ἡδονῆς οὔτε ὑπὸ ἐπιθυμίας, δὲν κατατρύχεται ὑπὸ θλίψεως καὶ φόβου• οὔτε καὶ ἕνεκα ἡδονῆς καὶ τέρψεων νὰ ἐκτελῆ τὴν πορείαν τῆς ζωῆς σὰν ὀλισθηρὴν καὶ ἀσταθῆ, ἀλλὰ διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ μετριότητος ἂς ἀπομακρύνῃ ἀπ' τὸν ἑαυτόν του ὁ σοφὸς ἀνὴρ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ πάθη.
88. Ἀλλ' ἐπειδὴ εὐθὺς ὑποβάλλει: Ὅλα τὰ ζῶντα ἑρπετά, θὰ εἶναι εἰς τροφήν σας (Γεν. θ',3)• οὔτε (καὶ) τυχὸν νὰ σὲ ἐντυπωσιάζῃ ὅτι προηγουμένως μιλήσαμε γιὰ ἑρπετὰ φαρμακερά, νὰ γνωρίζῃς ὅτι ἄλλα εἶναι τὰ δηλητηριώδη ἑρπετά, ἄλλα τὰ ἀκίνδυνα. Δέχου λοιπόν ὅτι ἀπὸ τὰ ἀκίνδυνα ἑρπετά, ὅσα ἂν καὶ δὲν ἕρπουν ὅλα μὲ τὴν κοιλιὰν καὶ τὸ στῆθος ὅπως τὰ φίδια, ὅμως ἔχουν μικρὰ πόδια, γιὰ νὰ φαίνωνται ὅτι μᾶλλον ἕρπουν παρὰ ὅτι περιπατοῦν. Νὰ δεχθῇς λοιπὸν ὅτι στὸ σῶμα τὰ ἀκάθαρτα πάθη εἶναι ὅμοια μὲ δηλητηριώδη ἑρπετά, μὲ ἀβλαβῆ δὲ τὰ εὐπρεπῆ (πάθη). Διότι κάθε συναίσθημα ἐκτὸς γοητείας τῆς ἐπονειδίστου ἡδονῆς, εἶναι εἶδος πάθους, ἀλλὰ καλοῦ πάθους. Μαλθακοτέρα ἐπιθυμία καὶ ὀργὴ καὶ φόβος εἶναι βλαβερὰ πάθη τῆς ψυχῆς• ὅμως τὰ ἀβλαβῆ συναισθήματα εἶναι καλὰ πάθη. Καὶ μ' αὐτὰ ἐξυπηρετεῖται ἐκ μέρους μας ἡ χρήση τῆς ζωῆς, καὶ ἡ αἰτία: αὐτῶν ποὺ τὴν τροφήν τους τὴν χρησιμοποιοῦμεν ὡς τροφὴν πρὸς χάριν τῆς ζωῆς, μὲ αὐτῶν τὶς εὐτυχίες εὐφραινόμεθα.

Κεφάλαιον ΚΕ'

Μήπως ὁ Κύριος διέταξε ὅτι πρέπει νὰ τρεφώμεθα μᾶλλον μὲ λαχανικὰ παρὰ μέ κρέας• καὶ πῶς μᾶς ἐφοδίασεν (σχετικῶς) ὁ Μωϋσῆς κατὰ τῶν γνωμῶν τῶν φιλοσόφων περὶ ψυχῆς, τῶν ὁποίων οἱ διάφορες γνῶμες καταδικάζονται: ὡσαύτως γιὰ ποιόν λόγον πρέπει νὰ γίνεται διάκριση ἀνάμεσα στὸ λογικὸν καὶ αἰσθητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς• εἴτε διατὶ τὸ αἷμα λέγεται ψυχή.


89. Τὶ εἶναι καὶ τὸ λεγόμενον: Ὡς λάχανα χόρτου δέδωκα ὑμῖν τὰ πάντα (Γεν. θ',3); Σ' αὐτὸ (τὸ σημεῖον) καὶ ὅσοι ἀφελῶς (τὸ) ἀντιλαμβάνονται, (ὅτι τὸ λέει) "γιὰ νὰ μὴ προβοῦν σὲ ἐξέταση τοῦ λόγου", δὲν μᾶς φαίνονται ἀντιγνωμοῦντες. Διότι ὑπάρχουν οἱ φρονοῦντες ὅτι πρόκειται γιὰ τὰ λαχανικὰ ὡς τροφὴν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς ἡμᾶς ἀποδοθέντα, τὰ ὁποῖα ὀφείλομεν μᾶλλον νὰ χρησιμοποιῶμεν παρὰ τὰ γεύματα ἀπὸ κρέατα: ἐγὼ ὅμως εὐχαρίστως θὰ συμφωνήσω μαζύ τους ὅτι ἡ χρήση τῶν λαχανικῶν ἐπαυξήθηκε μᾶλλον πρὸς φειδὼ καὶ ἐγκράτειαν: ἐκτὸς ἐὰν δὲν ἔβλεπα ἐκ μέρους αὐτῶν ποὺ δὲν δέχονται εὐχαρίστως ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναφέρω ἐγὼ (κάτι τέτοιο), ἐπειδὴ δὲν κρίνονται ὅλα τὰ λαχανικὰ κατάλληλα πρὸς τροφὴν τοῦ ἀνθρώπου. Ἔπειτα, ἐπειδὴ δὲν ὁδηγεῖται ὑπὸ τῆς ἀγάπης πρὸς τὴν σοφίαν καὶ τὴν ἐγκράτειαν ὅλον τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ δύναται νὰ ἐφαρμόζῃ τὴν ἐγκράτειαν. Καὶ γι' αὐτὸ, ἐπειδὴ ἀποτελεῖ γενικὴν ἐντολήν, δὲν δυνάμεθα νὰ παροχετεύσωμεν εἰς μικρὰ μερίδα λίγων ἀνθρώπων, δίδεται σ' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους αὐτὴ ἡ ἐντολή.
90. Γι' αὐτὸ καὶ ἂς θεωρήσωμεν τὶ εἶπεν: Ὡς λάχανα χόρτου, εἶπεν, δέδωκα ὑμῖν πάντα, (καὶ) ὄχι σᾶς ἔδωσα ὅλα τὰ λαχανικὰ πρὸς τροφήν. Ἂς χρησιμοποιοῦν λοιπὸν ὅσοι χρησιμοποιοῦν τὸ κρέας, ὅπως (καὶ) τὰ λαχανικά, ὄχι πρὸς διάτασιν καὶ λίπανσιν τοῦ σώματος, τὴν ὁποίαν συνήθως προκαλοῦν αἱ εὐωχίαι τῆς σαρκός. Ἀλλ' ὅπως οὔτε ὅλα τὰ λαχανικὰ εἶναι κατάλληλα πρὸς διατροφικὴν χρήση, ἔτσι καὶ οὔτε κάθε ζῶν ἑρπετὸν εἶναι κατάλληλον πρὸς χρῆσιν τροφῆς. Ἐὰν βέβαια πρέπει νὰ ἀπέχωμεν ἀπ' ὅλα τὰ δηλητηριώδη, ἂν καὶ ἐδῶ προκύπτει ἡ χλιδή, ὥστε νὰ φροντίζῃ μᾶλλον γιὰ τὴν εὐχαρίστηση παρὰ τὸ (τυχὸν) ἐπικίνδυνον καὶ σὲ πολλὰ ἀφοῦ ἀφαιρεθῆ ὅ,τι τὸ δηλητηριῶδες λέγεται ὅτι ἐνυπάρχει φύσει, τὸ λοιπὸν μέρος ὡς τροφὴν διεκδικεῖ• αὐτὴ ἂν καὶ δὲν εἶναι ὅλως διόλου ἐπικίνδυνη, ὅμως πλησιάζει πρὸς τὸ νὰ εἶναι ἐπικίνδυνη -εἶναι ἀνάγκη- κάποια διαφθορὰ διαχέεται εἰς τὸν χυμὸν ὁλοκλήρου τῆς σαρκός. Πολλοὶ προσέτι μὲ δηλητηριώδη βέλη διατρυποῦν τὰ ἐλάφια καὶ τὰ παρόμοια ταχύποδα ζῶα καὶ κατόπιν μετὰ τὴν ἀποκοπὴν μέρους τινὸς τῶν μελῶν, χρησιμοποιοῦν τὸ ὑπόλοιπο σῶμα ὡς διατροφήν.
91. Ὅσον τώρα γιὰ τὴν ὑψηλοτέραν ἔννοιαν, τοὐτέστιν, πόθεν μᾶλλον ἐλέχθη ὅτι τὰ ἄλογα πάθη πρέπει νὰ ὑποταγοῦν εἰς τὸ νοῦν τοῦ σοφοῦ, ὅπως τὰ λαχανικὰ στὸν ἀπαίδευτο• καὶ ἔτσι ἂς χρησιμοποιῶμεν αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς δηλαδὴ ὡς ἑρπετά, ὅπως ὁ γεωργὸς τὰ λαχανικά, ποὺ ἂν καὶ δὲν δύνανται νὰ βλάψουν ὅμως δὲν ἔχουν τὴ δύναμη ἰσχυροτέρας τροφῆς. Διότι τὸ εἰς πάντας γενικὸν καὶ κοινὸν παράγγελμα, δὲν παραπέμπει σὲ ὑψηλότερα γένη ἀρετῶν, τὰ ὁποῖα πάντως εἶναι τῶν ὀλίγων. Ἀλλὰ καὶ ἐὰν κάποιος δὲν μπορῇ νὰ ἐπιδείξη ἰσχυρότερές του εὐτυχίες ἀρετῶν, ὅμως ἂς ἔχῃ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα δὲν βλάπτουν, ἀλλ' εὐφραίνουν.
92. Γι' αὐτὸ ἐν ἀρχῇ ὁ ἅγιος Μωϋσῆς μᾶς πληροφόρησε καὶ ἐδίδαξεν περὶ τῆς ἐμφύσησης τῆς ψυχῆς διὰ νὰ μὴ ὀλισθαίνωμεν στὶς διάφορες γνῶμες τῶν φιλοσόφων, οἱ ὁποῖοι οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι σταθεροὶ στὸν ἑαυτόν τους. Διότι πολλοὶ διάφορα ἐφρόνησαν, καθὼς ὁ Κριτίας καὶ οἱ μαθητές του, λέγοντες ὅτι ψυχὴ εἶναι τὸ αἷμα, ἡ ἴδια πάντως ψυχὴ ποὺ ζοῦμε καὶ ποὺ εἶναι αἰσθητὴ ὄχι ἐκείνη ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία κρίνεται λογικὴ καὶ νοητὴ στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἱπποκράτης ὅμως ἂν καὶ δὲν ἐπεδοκίμασεν τὸ πνεῦμα τοῦ Κριτία, (ὅμως) οὔτε τὴν ἀντίρρηση ἐκείνου ἀνήρεσεν• ὅμως (οὔτε) τὴν γνώμην ἔστερξεν. Ὁ (δὲ) Ἀριστοτέλης (τὴν) ὀνόμασεν "ἐντελέχειαν" (βιβλ. Α', περὶ Ψυχῆς, παραγρ. 29 καὶ 30). Ἄλλοι τὴν θέλησαν πῦρ. Ἐμεῖς λοιπὸν διατηροῦμεν τὴν διαίρεσιν αὐτήν: ἵνα (δηλαδὴ) χωρίζωμεν τὸ λογικὸν τῆς ψυχῆς, τοῦ ὁποίου οὐσία εἶναι τὸ θεῖον πνεῦμα, καθὼς λέγει ἡ Γραφή: διότι ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνεῦμα ζωῆς (Γεν. β',7). Καὶ ὅτι εἶναι δὲ ἐν αὐτῇ (τῇ ψυχῇ) κάποια τροφὴ ζωτικὴ ἐκ τῆς ὁποίας ζωοποιεῖται αὐτὸ τὸ σῶμα καὶ ὅτι εἶναι εὐχάριστη. Ἡ οὐσία δὲ ἐκείνων τῶν μερῶν τῆς ζωτικῆς καὶ εὐφραντικῆς ψυχῆς ἀπὸ κάποιους ὀνομάζεται αἷμα, ἂν καὶ εἶπεν ἀκόμη καὶ ἡ Γραφὴ: Ἡ ψυχὴ πάσης σαρκός, εἶναι τὸ αἷμα (Λευιτ. ιζ',11). Κατάλληλα λοιπὸν ὀνόμασεν ψυχὴν τὸ αἷμα τῆς σαρκός: Διότι ἐν τῇ σαρκὶ τέρψις καὶ πάθος ὑπάρχει, κι ὄχι νοῦς καὶ συλλογισμός. Ἀλλ' ἐὰν ἐπιμελῶς προσέξης, αὐτὸ τὸ χωρίον τὸ ἐξηγεῖ. Διότι μολονότι σ' αὐτὸ τὸ ἐδάφιον τὴν ψυχὴν εἶπεν αἷμα, πάντως ἐσήμανεν ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ ψυχή, ἄλλο τὸ αἷμα, διὰ νὰ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς ζωτικὸν πνεῦμα: ἀλλὰ ὅτι τὸ ἴδιον τὸ ζωτικὸν πνεῦμα δὲν προσφέρεται πρὸς χρῆσιν δι' ἑαυτοῦ μόνον καὶ ἄνευ αἵματος, ἀλλ' ὅτι συμμιγνύεται μετὰ τοῦ αἵματος• διότι οἱ ὀνομαζόμενες ἀρτηρίες (εἶναι) σὰν δοχεῖα τοῦ πνεύματος, τὰ ὁποῖα ὄχι μόνον περιλαμβάνουν τὸν καθαρὸν ἀέρα, ἀλλὰ καὶ τὸ αἷμα. Ἀλλὰ μικροτέραν εἰς ἔκτασιν δόσιν αἵματος. Ἀφοῦ εἶναι δίδυμα τὰ δοχεῖα, ἄλλο εἶναι τῆς φλεβός, ὅπως τὴ λέγουν οἱ Ἕλληνες, ἄλλο τῆς ἀρτηρίας. Ἡ φλέβα ἔχει περισσότερον αἷμα παρὰ πνεῦμα, ἡ ἀρτηρία ἔχει λιγώτερον αἷμα, (καὶ) πολὺ περισσότερον πνεῦμα. Ἤδη ἡ ἰδιοσυγκρασία εἶναι τῶν ἀνθρώπων ἑκάστων καὶ παίζει τὸν ῥόλον τῆς διαφορετικότητος τῆς φύσεως.
93. Ἡ ὑψηλοτέρα ὅμως ἔννοια ποὺ δίνει τὴ σημασία τοῦ αἵματος ὀνομασθέντος γι' αὐτὸ ψυχῆς πρέπει νὰ σοῦ προκαλῇ τέρψιν, διότι τὸ αἷμα εἶναι θερμὸν καὶ πυρρῶδες, ὅπως εἶναι ἡ ἀρετή. Ὅποιος τυχὸν λοιπὸν σπουδάσῃ νὰ γίνῃ ὑπηρέτης τῆς ἀρετῆς καὶ ἀναλάβῃ τὸν λιβανωτὸν τοῦ ἐπαίνου, ὅλας τὰς τέρψεις τῆς κοιλίας τὰς ἀποκλείει. Ὅσοι λοιπὸν ἐκ τῶν λογισμῶν εἶναι σαρκικοὶ καὶ γήϊνοι, ἐν τῇ ζέσει τῆς ἀρετῆς, εἶπεν, τοποθετηθέντας (τοὺς) ἀπορρίπτετε, σὰν ἀκατάλληλην πνευματικὴν τροφήν. Διότι δὲν ἔτρωγε σάρκα, τοὐτέστιν, (δὲν) ἐσκέπτετο κάτι τὸ γήϊνον, ὁ εἰπὼν: Ἐμὴ τροφὴ εἶναι τὸ νὰ κάμω τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς τοῦ ἐν οὐρανοῖς (Ἰω. δ',34), ἐμπνέων στοὺς ἀνθρώπους σπουδὰς τῆς ἀρετῆς καὶ ἐμβάλλων τὴν ἐπιθυμίαν γιὰ θεῖον λογισμόν. Λοιπὸν οἱ γήϊνοι λογισμοὶ καὶ οἱ ἀδύναμοι, θεωροῦνται σὰν εὐνουχισθέντες καὶ ἄνευ χρήσεως αἵματος. Εὐνουχισθεὶς λέγεται δὲ καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχασεν τὸ πλεῖστον τοῦ αἵματος, καὶ διότι διὰ τῆς ἐκχύσεως τοῦ αἵματος γίνεται ἄτονος. Ὅποιος λοιπὸν ἐπιμελεῖται τῶν ἀρετῶν ἀποπέμπει τροφὲς καὶ ἀπορρίπτει τὰ σωματικά, ἐκτὸς μόνον ὅσον γνωρίζει ὅτι ἀρκεῖ εἰς τὴν φύσιν. Ὅποιος ὅμως ὑπῆρξεν ἀμελέστερος ἀκολουθήσας τὴν ὀλισθηρὰν καὶ ὑδρώδη πορείαν αὐτῆς τῆς ζωῆς, χαμένων τῶν ἰχνῶν πίπτει εἰς τὴν γαστέρα καὶ τὴν κοιλίαν. Ὅθεν ἐπιθυμεῖ ὅσα εἶναι γήϊνα, ξένος πρὸς τὴν οὐράνιον τροφήν: καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ πῇ τὸ πολίτευμά μου ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει (Φιλιπ. γ',20). Καὶ γι' αὐτὸ ἵνα προτρέψῃ πρὸς τοὺς μυστικούς, λέγει ὁ ἴδιος: "Μὴ ἅψη μηδὲ γεύσῃ μηδὲ θίγῃς -ἅ ἐστι πάντα εἰς φθορὰν τῇ ἀποχρήσει- κατὰ τὰ ἐντάλματα καὶ διδασκαλίας τῶν ἀνθρώπων• ἅτινά ἐστι λόγον μὲν ἔχοντα σοφίας ἐν ἐθελοθρησκείᾳ καὶ ταπεινοφροσύνῃ καὶ ἀφειδίᾳ σώματος, οὐκ ἐν τιμῇ τινι πρὸς πλησμονὴν τῆς σαρκός" (Κολ. β',21-23).

Κεφάλαιον ΚΣΤ'

Ὅτι εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὰ θηρία αὐτὸς ποὺ φονεύει ἀδελφόν, δηλαδή, μέτοχον τῆς αὐτῆς φύσεως• μείζων δὲ κίνδυνος τὸ νὰ σὲ φοβοῦνται οἱ ἴδιοι οἱ ὁμομήτριοι ἀδελφοί: καὶ ὅτι ἀπ' αὐτοὺς δὲν ἀφαιρεῖται τὸ ὄνομα τὸ ἀδελφικόν, γιὰ νὰ βαρυνθῇ περισσότερον ἡ ἀσέβειά τους. Ὅθεν καὶ τὸ ἠθικὸ δόγμα, τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ προφυλαχῇ ἀπὸ τοὺς δικούς μας λογισμοὺς καὶ λόγους. Ὁποία ἡ ἀπειλὴ κατὰ αὐτοῦ ποὺ γίνεται αἴτιος ἐκχύσεως αἵματος: αὐτὴ (ἡ ἀπειλὴ) μᾶς διδάσκει τὸ λεχθὲν περὶ τοῦ ἀνθρώπου, κατ' εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτὸν (Γεν. α',27): καὶ τὶ ἡ προστεθεῖσα αἰτία τῆς τιμωρίας (μᾶς διδάσκει).


94. Τέλος καὶ ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια, (μᾶς τὸ) ἐπιβεβαιώνουν τὰ ἑπόμενα• διότι λέγει ὡς ἑξῆς: καὶ γὰρ τὸ ὑμέτερον αἷμα τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἐκ χειρὸς πάντων τῶν θηρίων ἐκζητήσω αὐτὸ καὶ ἐκ χειρὸς ἀνθρώπου (Γεν. θ', 4). Μὲ τὴ θηριώδη κακίαν συνέκρινεν, καὶ βέβαια ἐπεσώρευσεν τὴν ἀδικίαν τοῦ ἀνθρώπου ὑπὲρ τὴν ἀγριότητα τῶν θηρίων, λέγοντας: Ἐκ χειρὸς ἀνθρώπου ἀδελφοῦ (Αὐτόθι). Διότι πράγματι τὰ θηρία δὲν ἔχουν μὲ μᾶς τίποτε τὸ κοινὸν τῆς φύσεως, μὲ κανένα δικαίωμα σὰν μὲ ἀδελφικὸ (τοιοῦτο) δὲν καταδαμάζονται. Ἂν βλάπτουν τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς βλάπτουν σὰν ξένους, (καὶ) δὲν παραβιάζουν τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Τὴν συμπάθειαν πρὸς τὸ αὐτάδελφον δὲν τὴν ξεχνοῦν. Γι' αὐτὸ βαρύτερον ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐπιβουλεύεται τὸν ἀδελφόν: καὶ ὁ Κύριος ὑπεσχέθη ὅτι θὰ πάρῃ αὐστηρότερη ἐκδίκηση, λέγων: Τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου ἐκ χειρὸς τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ζητήσω. Ἢ, μήπως, δὲν εἶναι ὁ ἀδελφὸς αὐτὸς ποὺ κάποια γαστέρα λογικῆς φύσεως ἐξέχεεν καὶ ἡ γέννηση τῆς ἴδιας μητέρας συνῆψεν μὲ ἡμᾶς; Διότι τῆς ἴδιας φύσεως εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων• καὶ γι' αὐτὸ ὅλοι εἴμαστε ἀδελφοί, γεννημένοι ἀπὸ μίαν καὶ τὴν αὐτὴν μητέρα καὶ δεμένοι μὲ τὸ ἴδιο δίκαιον συγγενείας.
95. Καὶ γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ὀνόμασεν ἀδελφόν, καὶ ἀδελφὸν αὐτὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐκζητεῖται τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ, σημαίνων ὅτι πρέπει νὰ φοβοῦνται τὸν κίνδυνον ἐκ μέρους αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι συνεταιρίζονται μὲ βάσιν τὸ ἀδελφικὸν δίκαιον. Διότι πάντως ἐντεῦθεν αἱ ἐπιβουλαὶ ἐντεῦθεν οἱ συχνότεροι κίνδυνοι συγκρίνονται πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ διὰ νὰ συμπεριλάβωμεν τὰ εἰδικά, διότι σὲ εἰδικὲς περιπτώσεις ἀδελφῶν κατὰ τὸν χωρισμὸν τῆς περιουσίας συχνὰ ἀναφύονται μίση. Ἔπειτα, ἐὰν σὲ ἕνα ἀπ' τοὺς ἀδελφοὺς ἀφήσουν περισσότερα οἱ γονεῖς, οἱ ἄλλοι ἀδελφοὶ ἀγανακτοῦν περισσότερον καὶ ἐπιχειροῦν τὴν προσφερθεῖσαν ὑπὸ τῶν γονέων χάριν, διὰ φόνου νὰ ἀφαιρέσουν. Αὐτοὶ οἱ πόλεμοι εἶναι μᾶλλον ὕποπτοι, (δηλαδὴ) οἱ πόλεμοι ὄχι μόνον τῶν πολιτῶν, ἀλλὰ τοῦ κάθε σπιτιοῦ. Ἐκείνους λοιπὸν ὁ Κύριος συμπεριέλαβεν εἰς τὴν τιμωρητικήν (του) ἀπόφαση ὅσους ἐγνώρισεν ὅτι θὰ τὸν ἐπιβουλευθοῦν.
96. Τρίτον: γι' αὐτὸ ἐν αὐτῷ εἶπεν ἀδελφόν, ὄχι διότι ὁ ἀδελφοκτόνος εἶναι ἄξιος εὐσεβείας: ἀλλὰ ἵνα μὲ ὅσον περισσοτέρας εὐσεβείας ὄνομα τὸν φορτώσῃ, καὶ ἐντεῦθεν συμβῇ ἡ αὔξησις τοῦ ἐγκλήματος, τόσον δικαιότερη εἶναι ἡ τιμωρία τοῦ ἀνοσιουργήματος. Λοιπὸν Κύριος ὁ Θεὸς μας ὑποσχέθηκεν τιμωρίαν: ἵνα εἴτε ἔτσι καταβάλληται ὑπὸ τοῦ φόβου, ὁ ἐπιλήσμων τῆς εὐσεβείας καὶ (γιὰ νὰ) γνωρίζῃ ὅτι ἂν καὶ ὁ ἀδελφοκτόνος ἀποφεύγει τοὺς ἀνθρώπους, ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ διαφύγῃ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ διατηρεῖται πρὸς μείζονα καὶ αἰώνιαν τιμωρίαν.
97. Μὲ ὑψηλοτέραν δὲ ἔννοιαν καταλαβαίνομεν αὐτό, ὅτι πρέπει νὰ φυλαγώμεθα ὄχι μόνον ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς ἐπιβουλὲς μόνον, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς δικές μας, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς δικούς μας λογισμούς. Ἔπειτα πρέπει νὰ προφυλάξωμεν ἑαυτοὺς ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν κακίαν τοῦ νοός, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς λόγους μας. Καὶ γι' αὐτὸ λέγει: Ἐκ τῆς πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξῃ ἁμαρτίας (Παρ. ι',19). Λοιπὸν φαίνεται ὅτι σημαίνει πὼς πρέπει νὰ ἀποδίδωμεν εἰς τὸν Κύριον τὴν αἰτίαν ὄχι μόνον τοῦ ἔργου μας ἀλλὰ καὶ τοῦ λόγου, ὁ ὁποῖος εἶναι μᾶλλον οἰκεῖος. Καὶ γι' αὐτὸ ἐπιμελέστερον θεωρητέον μήπως εἴτε διὰ λόγου εἴτε διὰ ἔργου διαπράττομεν προσβολήν• διότι ὅπως ἡ διὰ στόματος ὁμολογία γίνεται πρὸς σωτηρίαν, ἔτσι ἡ διὰ στόματος πτῶσις γίνεται πρὸς θάνατον.
98. Εἶπεν: ὁ ἐκχέων αἷμα ἀνθρώπου, ἀντὶ αἵματος αὐτοῦ. Δὲν πλανήθηκε (ἡ Γραφὴ) σ' αὐτὴν τὴν ἔκφραση, ἀλλ' αὐτὴ ἀποτελεῖ ἔμφασιν, ἤτοι, ὑπερβολὴν στὸν τρόπο ἔκφρασης, ἐκ τοῦ ὅτι ὁ ἐκχέων αἷμα ἀνθρώπου, ὁ ἴδιος, ἐκχέεται σὰν αἷμα, διότι ἀφαιρεῖ ἀπ' αὐτὸν τὴν ἐλπίδα ἀπογόνων• διότι ὅπως τὸ αἷμα ἐκχυθὲν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐδῶ κι' ἐκεῖ ῥαντίζεται, ἔτσι διαλύεται ἡ ψυχὴ τῶν ἀσεβῶν σύμφωνα μὲ τὸ εὔθραυστον τοῦ σώματος• διότι καὶ περὶ τῆς συμφορᾶς ἐλέχθη ὅτι ὁ θάνατος αὐτοῦ ἀποτελεῖ διαφθορὰν (Ἰὼβ λγ',28), ἐκ τοῦ ὅτι (αὐτὴ) στερεῖται τῆς δωρεᾶς τῆς οὐράνιας χάριτος καὶ σὰν προσκρούσασα εἰς τοὺς σκοπέλους τῆς κακίας ἐξασθενίζει τὸ σῶμα ἐκ τῆς ὑγείας του.
99. Ἐντυπωσιάζει ἀκόμη πολλοὺς αὐτὸ ποὺ εἶπεν (ἡ Γραφὴ): Κατ' εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν τὸν ἄνθρωπον: καὶ δὲν εἶπεν: κατ' εἰκόνα μου, ἀφοῦ ὁ ἴδιος εἶναι Θεός. Ἀλλὰ κατανόησον ὅτι εἶναι καὶ ὁ Πατὴρ (Θεὸς) καὶ ὁ Υἱὸς (Θεός). Καὶ μολονότι ὅλα ἔγιναν διὰ τοῦ Υἱοῦ, ὅμως ἀναγινώσκομεν ὅτι ὁ Πατήρ, ἔκανε πάντα, καὶ (τὰ) ἔκανε διὰ τοῦ Υἱοῦ, καθὼς εἶναι γεγραμμένον: Πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας (Ψαλ. ργ',24). Εἴτε λοιπὸν ὁ Πατὴρ λέγει, (ὅτι) κατ' εἰκόνα τοῦ Λόγου ἐποίησεν: εἴτε ὁ Υἱὸς λέγει, κατ' εἰκόνα Θεοῦ Πατρὸς ἐποίησεν. Καὶ γι' αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κάποια οἰκεία τοῦ Θεοῦ καὶ (μάλιστα) οἰκιακὴ αὐτοῦ, ἡ φύσις τοὐτέστιν τοῦ λογικοῦ ἀνθρώπου σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖον ἐδημιουργήθημεν κατ' εἰκόνα Θεοῦ• καὶ γιὰ τὴν αἰτίαν αὐτὴν βλέπει νὰ μὴ εἶναι ἀτιμώρητον παρὰ τῷ Θεῷ ὅ,τι (βλέπει) νὰ ἔχη διαπραχθῇ ὑφ' ἑαυτοῦ κατὰ οἰκιακοῦ ζώου κατὰ τρόπον θηριώδη καὶ ἀσεβῆ.
100. Ἡ αἰτία λοιπὸν τῆς τιμωρίας προστεθεῖσα συντελεῖ, ὥστε πρῶτοι νὰ ἀποκλείωμεν τὶς γνῶμες κάποιων φιλοσόφων, ποὺ ἀρνοῦνται ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὴν φροντίδα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους• ἔπειτα γνωρίζοντες τὸ προνόμιον τῆς τιμωρίας μας, δηλαδὴ νὰ μένωμεν παρὰ τῷ Θεῷ, οὔτε νὰ ἐπιχειροῦμεν κατ' ἄλλων ὅ,τι τιμωρεῖται κατὰ θείαν κρίσιν• οὔτε οἱ ἴδιοι τὸν θάνατον σφοδρότερον νὰ φοβώμεθα, ἐπειδὴ γνωρίζομεν ὅτι παρὰ τῷ Θεῷ οὐδεμία ὑπάρχει καταφρόνησις γιὰ τὸν φονευθέντα ἀθῶον ἄνθρωπον.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων -"Περί τοῦ Νῶε καὶ τῆς Κιβωτ

Unread postby inanm7 » Fri Oct 08, 2021 1:22 pm

Κεφάλαιον ΚΖ'

Δίδεται ἡ ὑπόσχεση ὅτι οὐδέποτε θὰ εἶναι ὁ κατακλυσμὸς τέτοιου εἴδους, ὥστε νὰ διαφθείρῃ ὅλην τὴν γῆν• καὶ αὐτὸ βρίσκει τὴ μετάφρασή του στὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Δείχνεται ὅτι μὲ τόξο τὸ ὁποῖο λέγεται ὅτι ἐμφανίσθηκε στὰ σύννεφα, δὲν πρέπει νὰ ἐννοοῦμε τὸ οὐράνιο τόξον, ἀλλὰ τὴν ἐκτόξευση τῆς θείας ἀρετῆς καὶ τὴν ἄφεση (τῶν ἁμαρτιῶν).


101. Εἶπεν: Δὲν θὰ ὑπάρξῃ κατακλυσμὸς ποὺ νὰ καταστρέψῃ ὁλόκληρην τὴ γῆν (Γεν. θ',11). Φαἰνεται ἀμφίβολον: διότι ποιὸ ἀπ'τὰ δύο: (τὸ) δὲν θὰ ὑπάρξῃ κατακλυσμὸς νοητέον σὰν (αὐτὸν ποὺ θὰ) καταστρέψῃ τὴν γῆν• διότι αὐτὸν τὸν κατακλυσμὸν συνήθως δέχονται (πολλοὶ) ὅτι (ὁ Θεὸς) θὰ κάνῃ: ἢ δὲν θὰ ὑπάρξῃ τέτοιος κατακλυσμὸς μὲ τὸν ὁποῖον ὅλη ἡ γῆ νὰ καταστραφῆ, ὅπως δείχνουν τὰ κατόπιν, διότι λέγει ὅτι ὅλη ἡ γῆ δὲν πρέπει νὰ καταστραφεῖ; Διότι δείχνει ὅτι θὰ ὑπάρξουν βέβαια μελλοντικοὶ κατακλυσμοί, ἀλλ' ὄχι τέτοιοι ποὺ νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ καταστραφῇ ὅλη ἡ γῆ.
102. Ἡ ὑψηλοτέρα δὲ ἔννοια εἶναι ἡ ἑξῆς, ὅτι δηλαδὴ ἤδη θὰ ὑπάρξῃ μελλοντικὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴ ὑπάρξῃ τέτοιος κατακλυσμὸς τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν, ὥστε νὰ ἀφανισθῇ πᾶσα ψυχή. Καὶ βέβαια δὲν τολμῶ νὰ εἴπω ὅτι φαίνεται πὼς ὁ Κύριος κανόνισε κανενὸς ἡ ψυχὴ νὰ μὴ μπορῇ νὰ ἀφανισθῇ παντελῶς. Διότι, τὶ λέγομεν διὰ τὸν ἀδελφοκτόνον, καὶ τὶ διὰ τὸν φονέα; Τὶ διὰ τὸν μοιχόν; Τὶ δὲ διὰ τὸν προδότην; Ποιὰ μέρη τῆς ψυχῆς τοῦ ἐπιφυλάσσομεν πρὸς συγχώρηση; Ὅθεν μᾶλλον ἐκεῖνο νομίζω ὅτι προκαλεῖ Κύριος ὁ Θεός, ἵνα καὶ ἄν κάποιος ἔχῃ ἐλαφρότερα τινὰ πάθη, μὴ παντελῶς ἀπελπισθῆ γιὰ τὴ θεία χάρη οὔτε νὰ μὴ πιστεύῃ ὅτι παντοιοτρόπως θὰ νικήσῃ. Ἀλλὰ καὶ ἐὰν εἶναι φιλήδονος καὶ μπορεῖ νὰ ἀποφύγῃ τὴν σπουδὴν πρὸς ἡδονήν, ὅμως ἂς σπουδάζῃ νὰ ἀποφεύγῃ τὴ μοιχείαν: ἂς ὑπάρχῃ τέρψη εὐτυχίας ὄχι δὲ ἀσελγείας. Ἀκόμα καὶ ἄν ἀγνοῶ ποιὸς ἄπληστος, ποὺ ἅρπαξε τὴν ξένην (περιουσίαν), ποὺ ἀπέῤῥιψεν τὰ ὀρφανά, ποὺ στέρησε τὶς χῆρες, μετὰ ταῦτα ὅμως ἐπιστρέψας εἰς μετάνοιαν ἀποκατέστησεν ὅ,τι εἶχεν ἀφαιρέσει. Τέλος ὁ Ζακχαῖος γι' αὐτὸ ἀξιώθηκεν τῆς ἀφέσεως, διότι ὑπεσχέθη ὅτι ὄχι μόνο θὰ ἀποκαταστήσῃ, ἀλλ' ὅτι εἰς τετραπλοῦν (θὰ ἐπιστρέψῃ) σ' ὅσους εἶχε κάτι ἀφαιρέσει καὶ ὅτι θὰ δώσῃ στοὺς φτωχοὺς τὸ ἥμισυ τῆς περιουσίας του.
103. Ἂς ἐξετάσωμεν καὶ ἐπιμελέστερον τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει: Τὸ τόξο μου θὰ θέσω εἰς τὴν νεφέλην, καὶ θὰ εἶναι σημεῖον διαθήκης αἰώνιας ἐμοῦ καὶ τῆς γῆς: καὶ θὰ εἶναι ὅταν κάνω τὸν οὐρανὸν αἴθριον ἀπὸ νεφέλες ὑπεράνω τῆς γῆς• θὰ φανῆ τὸ τόξον μου• ἐν τῇ νεφέλῃ καὶ θὰ θυμηθῶ τὴ διαθήκη μου (Γεν. θ',13,16). Διότι δὲν λέγει ὅπως οἱ πολλοὶ νομίζουν ὅτι πρόκειται γι' αὐτὸ τὸ οὐράνιο τόξο ποὺ λένε οἱ ἄνθρωποι; μὲ τὸ ὁποῖο ἐκδηλώνονται κάποια φαινόμενα τῶν βροχῶν στὸ ὁποῖο διάφορα χρώματα σὰν αὐτὰ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου οἱ ὁποῖες ἄλλοτε γίνονται πυρρές, ἄλλοτε ἐμφανίζονται μὲ λιγότερο φῶς ἐκλάμπουσες. Ὅθεν καὶ σημαίνει τὶς μελλοντικὲς βροχές, ἐκ τούτου ὅτι δεικνύεται μιὰ ἀστάθεια ὑπὸ τὴν ποικιλόχρωμη μορφὴν τῆς αἰθρίας. Τὸ τόξον αὐτὸ κάποιοι τὸ ὀνομάζουν ἴριδα: ἀλλὰ κάθε ἄλλο παρὰ αὐτὴν (τὴν ἴριδα) ἂς ὀνομάζωμεν τόξον τοῦ Θεοῦ. Διότι τὸ τόξον τὸ λεγόμενον ἴρις, συνήθως φαίνεται τὴν ἡμέραν, τὴ (δὲ) νύκτα δὲν φαίνεται. Προσέτι κατ' αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐὰν καλυφθῇ ἡ ἀτμόσφαιρα ὑπὸ αἰσχρῶν συννέφων, οὔτε βέβαια ἔτσι εἶναι ὁρατή, οὔτε τυχὸν ὅταν τὰ πυκνότερα σύννεφα ἀρχίζουν νὰ ἀραιώνουν.
104. Λοιπὸν ἂς δοῦμε γιατὶ ἆράγε φαίνεται ἡ Γραφὴ μὲ τὸ τόξον ποὺ μ' αὐτὸ ῥίπτονται τὰ βέλη καὶ ποὺ ἄλλοτε τεντώνεται, κι ἄλλοτε ἀφίνεται, σημαίνει τὴν κράτηση καὶ ἄφεση (τῶν ἁμαρτιῶν) μὲ τὴν ὁποίαν οὔτε μὲ ὁλωσδιόλου ἀσήμαντην ἔκταση διαρρηγνύονται τὰ σύμπαντα.
Ἀλλ' ἂς ὑπάρχῃ κάποιο μέτρον καὶ κάποια ἐξέταση τῆς θείας δυνάμεως: Ὑπάρχει λοιπὸν ἡ ἀόρατη δύναμη τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία ὑπὸ τὴ μορφὴ τῆς ἔκτασης καὶ ἄφεσης αὐτοῦ τοῦ τόξου μετριάζεται ὑπὸ τῆς θείας θελήσεως, εὐσπλαχνίας, ἐξουσίας, ἡ ὁποία δὲν ὑποφέρει οὔτε ὅλα νὰ συγχυθοῦν ὑπὸ ὁλοσχεροῦς διαλύσεως οὔτε νὰ διαῤῥαγοῦν ὑπὸ ὑπερβολικῆς ἐκρήξεως. Γι' αὐτὸ λέγει ὅτι αὐτὴ τίθεται εἰς τὰ σύννεφα, διότι τότε μάλιστα ὑπάρχει ἀνάγκη γιὰ βοήθειαν ἐκ μέρους τῆς θείας προνοίας, ὅταν τὰ πλήθη τῶν νεφῶν συγκεντρώνωνται κατὰ τὶς θύελλες καὶ τὶς καταιγίδες. Γι' αὐτὸ καὶ λέγει: Τὸ τόξον μου θήσω ἐν τῇ νεφέλῃ, ὄχι τὸ βέλος. Διότι τὸ τόξον εἶναι ὄργανον ἐκτόξευσης βέλους. Ὅθεν δὲν πληγώνει τὸ ἴδιο τὸ τόξον, ἀλλὰ τὸ βέλος. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Κύριος ἐν τῇ νεφέλῃ θέτει τὸ τόξον μᾶλλον παρὰ τὸ βέλος, δηλαδή, ὄχι ἐκεῖνο ποὺ πληγώνει• ἀλλ' αὐτὸ ποὺ ἔχει ῥόλον νὰ φοβίζῃ, συνήθως δὲν προκαλεῖ πληγήν.

Κεφάλαιον ΚΗ'

Ἀφοῦ ἀπαριθμήθηκαν οἱ τρεῖς γυιοὶ τοῦ Νῶε, γι'αὐτὸ πρὶν μνημονευθῇ ἡ γενεὰ τοῦ Χάμ, ἵνα αὐξηθῆ τὸ ἁμάρτημά του, ἀποδείχνεται ἐκ τοῦ ἰδίου προελθοῦσα ἡ ἀσεβὴς γενεά: αὐτὸ νοητέον ἠθικῶς περὶ τοῦ κακοῦ πάθους γενεσιουργοῦ τοῦ ἀδοκίμου πάθους.


105. Γιὰ ποιὸ λόγο δέ, ἂν καὶ ἀνωτέρω ὑπελόγισεν (ἡ Γραφὴ) τρεῖς υἱοὺς τοῦ Νῶε, τὸν Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ (Γεν. θ. 18), σ' αὐτὸ τὸ ἐδάφιον συμπεριέλαβεν τὴν γενεὰν τοῦ ἑνὸς μεσαίου υἱοῦ; Δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ λέγει: Ὁ δὲ Χὰμ ἦταν πατέρας τοῦ Χαναάν: αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἦσαν υἱοὶ τοῦ Νῶε (αὐτόθι 18,19). Καὶ μάλιστα ἂν καὶ ἐκεῖνοι οἱ δύο (ἦσαν) δίκαιοι, αὐτὸς ὁ μεσαῖος (ἦταν) ἄδικος. Λοιπὸν περιλαμβάνεται (ἐδῶ) ὡς προηγουμένη ἡ γενεὰ τοῦ ἀδίκου, παρὰ (ἐκείνη) τῶν δικαίων. Διότι οὔτε μποροῦμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὸ γεγραμμένο: ἀλλὰ πρὸς συσσώρευση τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἰδίου προσετέθη ἡ γενεά του, διότι ἂν καὶ εἶχεν καὶ υἱόν, καὶ ἦταν πατήρ, μόνος πατέρα δὲν ἐγνώρισε αὐτὸς ποὺ ὤφειλεν περισσότερον νὰ γνωρίζῃ. Καὶ γι' αὐτὸ ἀξιώθηκε νὰ ἔχῃ ἀδόκιμον υἱόν, διότι ἀδόκιμος ὑπῆρξεν διὰ τὸν πατέρα. Συγχρόνως σημαίνει ὅτι ἐξ ἐκείνου τοῦ Χαναὰν πῆραν ὕπαρξη οἱ Χαναναῖοι, οἱ ὁποῖοι μετὰ πολλὲς γενεὲς, πιεσμένοι ἀπὸ λαὸν δίκαιον ὑπέκυψαν εἰς τὴν κατοχήν του. Εἶναι λοιπὸν φανερὸν ὅτι ὁ γεννήτορας τῶν Χαναναίων ὑπῆρξεν ὁ Χαναάν, γυιὸς αὐτοῦ τοῦ Χάμ, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξεν ἀσεβὴς στὸν πατέρα.
106. Ὑψηλοτέρα ὅμως ἔννοια σημαίνεται ἐκ τῆς ἑρμηνείας τῶν ὀνομάτων. Διότι Χὰμ σημαίνει θερμότης, Χαναὰν δὲ: στασιαμὸς αὐτῶν. Διότι ὅστις θερμαίνεται, συνεχῶς κινεῖται καὶ ταράζεται• καὶ γι' αὐτὸ προφανέστατα δηλοῦται ὄχι τόσον ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὑπῆρξεν πατὴρ ἀνθρώπων: ἀλλ' ὅτι τὸ κακὸν πάθος εἶναι γενεσιουργὸν τοῦ ἀδοκίμου πάθους• αὐτὸ (τὸ πάθος) ἦταν ἀπὸ τῶν ἠθῶν τοῦ πατρός, τοὐτέστιν, ἐκ τῆς ἀσκήσεως τῆς ἀρετῆς ἀλλότριον.

Κεφάλαιον ΚΘ'

Πῶς ὁ Νῶε ἔγινε γαιοκαλλιεργητὴς καὶ ποιὰ διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ ἐργάτη τῆς γῆς: καὶ πῶς ἄλλος καλλιεργεῖ τὴν σάρκα του καὶ ἄλλος τὴν ἐξεργάζεται. Γιατὶ ὁ ἴδιος Νῶε γιὰ πρώτη φορὰν ἐφύτευσεν ἄμπελον, δηλαδὴ κάτι τὸ ὄχι ἀναγκαῖον, ἀφοῦ οἱ πηγὲς ἀρκοῦν διὰ τὴν πόσιν: καὶ γιατὶ ἐγράφη περὶ ἐκείνου: Καὶ ἔπιεν ἐκ τοῦ οἴνου (Γεν. θ',21): ὅπου περὶ τῆς ἀντιστοίχου μέθης: καὶ τελευταῖον πραγματεύεται περὶ ἀναλόγου γυμνώσεως τῆς ψυχῆς.


107. Καὶ ἄρχισεν ὁ Νῶε νὰ εἶναι γεωργὸς τῆς γῆς (Γεν. ε',20). Φαίνεται βέβαια ἐκ πρώτης ὄψεως, ὅτι συγκρίνεται ὁ δίκαιος ἀνὴρ Νῶε πρὸς ἐκεῖνον τὸν Ἀδάμ, τὸν χοϊκόν• διότι καὶ περὶ ἐκείνου ἐγράφη ὅτι ἐκβληθεὶς τοῦ παραδείσου ἄρχισε νὰ ἐργάζεται τὴν γῆν (Γεν. γ',23). Καὶ περὶ αὐτοῦ, ἐπειδὴ βγῆκεν ἀπὸ τὴν κιβωτὸν ἔγινεν γαιοκαλλιεργητής. Καὶ σχεδὸν εἰς οἱονδήποτε ἐκ τῶν δύο προηγεῖτο κάποια μορφὴ κατακλυσμοῦ, διότι καὶ ὁ Νῶε μετὰ τὸν κατακλυσμὸν καὶ ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν σύστασιν τοῦ κόσμου σύμφωνα μὲ τὴν πλάσιν τοῦ σώματος. Διότι γιὰ νὰ γίνῃ ὁ κόσμος συνηθροίσθη τὸ ὕδωρ εἰς μίαν συναγωγήν, γιὰ νὰ φανῇ ἡ ξηρά, ἡ ὁποία πρότερον δὲν μποροῦσε νὰ φανῇ λόγω συγχύσεως ἐκ τῶν ὑδάτων. Λοιπὸν ὅπως ἐκεῖνος φαίνεται χρηματίσας ἀρχέγονος καθηγητὴς (στὴν καλλιέργειαν) τῆς γῆς, ἔτσι καὶ ἐξελθὼν ἐκ τῆς κιβωτοῦ ὁ Νῶε ἔγινε ὁ σπορέας καὶ ὁ καλλιεργητής. Αὐτὰ θεωροῦνται παρόμοια. Ἀλλ' ἐὰν θεωρήσης τὶς λέξεις, αἱ ὁποῖαι ἤδη τὴ δύναμη τοῦ ὑψηλοτέρου ἐκφράζουν, ἄλλο εἶναι νὰ εἶσαι ἐργάτης τῆς γῆς, ἄλλο ἀγρότης. Διότι ἄλλος λειτουργεῖ ὡς μισθωτός, ἄλλος σὰν ἰδιοκτήτης. Τελικὰ ὁ Καϊν ὁ φονεύσας τὸν ἀδελφόν, ἦταν ἐργάτης τῆς γῆς. Καὶ γιὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι τὸ νὰ ἐργάζεσαι τὴν γῆν εἶναι μᾶλλον δουλικὸν παρὰ ἐλεύθερον, ἡ ἀδελφοκτόνος ἐνέργειά του διὰ τῆς κατάρας κατανοεῖται. Καὶ τέλος ἐγράφη: Ὅτι ἐργᾶ τὴν γῆν, καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναι σοι: στένων καὶ τρέμων ἔση ἐπὶ τῆς γῆς (Γεν. δ',12).
108. Γῆ δὲ ἡ σάρκα μας εἶναι, τὴν ὁποίαν ὁ φαῦλος ἐργάζεται, ὁ δὲ ἀγαθὸς καλλιεργεῖ. Ἐκεῖνος μισθὸν ζητεῖ ἀπὸ τὴ γῆν• αὐτὸς δρέπει ἀγαθὸν καρπὸν καὶ τὴν χάριν τῆς πειθαρχίας, γιὰ νὰ καταστήσῃ πιὸ καρποφόρον τὸν ἀγρόν του καὶ ὁ ὁποῖος νὰ δύναται νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς καλλιέργειες τοῦ Κυρίου καὶ νὰ δείχνῃ τὴν πραότητα τοῦ καλλιεργητῆ. Ὁ ἐργάτης ὅμως τὶ ἄλλο παρὰ τὴν τροφὴν μόνον τοῦ σώματος ἐπιζητεῖ, σπουδάζων μᾶλλον στὴν χρῆσιν τῆς κοιλίας καὶ εὐχαριστημένος νὰ ἐξηγῇ αὐτὸ μόνον ὅ,τι δηλαδὴ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὠφελήσῃ εἰς τὴν τροφήν; Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ἄλλος τρέφεται μὲ τὴν ὠφελιμότητα τῶν καρπῶν. Ἀναγνωρίζεις ποιοὺς καρποὺς ἔχει ὁ δίκαιος. Καρποὶ δὲ τοῦ πνεύματος (εἶναι) ἡ ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, ὑπομονή, ἀγαθότης. Ὁ ἀγαθὸς λοιπὸν ἀγρότης ἔχει ἐγκράτειαν, ἁγνότητα, ἵνα ἐὰν ὅσα δένδρα ταχέως κάμπτονται (ἀπὸ τὸ βάρος τῶν καρπῶν) πρὸς τὴν γῆν, καὶ ἀφθονότερον καρποφοροῦν, αὐτὰ σὰν μὲ κάποιο δρεπάνι μετριοφροσύνης τὰ ὑποκόπτῃ, ἵνα ἀποβάλλουν ὅτι ἀσθενικὸν ἔχουν, καρποφορήσουν (δὲ) ὅ,τι εὐπρεπές.
109. Τὶ εἶναι τὸ ὅτι ὁ δίκαιος πρῶτον ἄμπελον καλλιεργεῖ καὶ ὄχι σιτηρὸν ἢ κριθήν; Πόθεν δὲ ἡ κριθὴ μετὰ τὸν κατακλυσμὸν καὶ τὴ διαφθορὰν τῆς γῆς; Ἀλλὰ περὶ αὐτοῦ μιλήσαμεν ἀνωτέρω (κεφ. ιθ' καὶ κ')• ἐπειδὴ τὴν ἐποχὴν τῆς ἀνοίξεως ἀκόμη καὶ οἱ ῥίζες τῶν διεφθαρμένων μποροῦν νὰ βρίθουν ἐλαττωμάτων. Ὅθεν καὶ ἐκεῖνο νομίζω ὅτι πρέπει νὰ ἐπιλυθῆ μὲ μείζονα φροντίδα, διότι ὁ δίκαιος ἐπιζητεῖ πρότερον ὅσα εἶναι τερπνά, παρὰ ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα. Διότι ἀναγκαῖες τροφὲς εἶναι ὁ σῖτος καὶ ἡ κριθή, χωρὶς τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε, ὁ οἶνος δὲ τερπνὸς καὶ ἐδόθη χάριν εὐχαρίστησης. Αὐτὸ διεξεδίκησεν διότι εἶναι δίκαιος, γι' αὐτὸ διὰ τὸν ἑαυτόν του (διεκδίκησεν) μᾶλλον ὅ,τι ἦταν δευτερεῦον, παρὰ τὸ πρῶτον. Διότι τὶς ἀναγκαῖες τροφὲς διαβίωσης προσέφερεν εἰς τὸν Θεόν, ὅπερ ἦτο ... (ἀναγκαῖον). Τὸν περιττὸν ὅμως καὶ μὴ ἀναγκαῖον οἶνον, (προσέφερεν) στοὺς ἀνθρώπους.
110. Ἀλλ' ἴσως εἴπῃς ὅτι ὅπως ἄνευ ποτοῦ δὲν μποροῦν νὰ ζήσουν οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ χωρὶς τροφήν. Εἶναι λοιπὸν ἀναγκαῖον τὸ ποτόν, ὅπως ἡ τροφή: δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Ἀναγκαῖον πάντως κατὰ τῆς δίψας συνεστήθη ὑπὸ τοῦ Κυρίου: δὲν τὸ ἀπορρίπτω. Καὶ γι' αὐτὸ πρὸς πόσιν εἶναι ἀναγκαῖον νὰ πηγάζουν πηγὲς καὶ ποταμοί, ποὺ δὲν ἔγιναν πάντως ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἔρρευσαν τῇ διαταγῇ καὶ ἐργασία Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας.
Ἀλλὰ μὴ (τυχόν), ἐπειδὴ μίλησες γιὰ ἔργον τοῦ Θεοῦ μοῦ στρέψῃς (σὰν ἐπιχείρημα) τὸ ὅτι φαίνεται πὼς ἡ ἐργασία τοῦ Κάϊν ἦταν κατηραμένη• νὰ θεωρῆς ὄχι ὅτι ἡ ἐργασία ἔλαβε τὸ ὄνομα τῆς κατάρας, ἀλλ' ὅ,τι ἐγράφη, (δηλαδὴ ὅτι ὄνομα τῆς κατάρας ἔλαβεν) τὸ ἐργάζεσθαι τὴν γῆν. Διότι ὁ ἐργαζόμενος τὴν γῆν εἶναι μισθωτὸς. Ἐκεῖνος ὅμως (δὲν εἶναι) μισθωτός, ἀλλὰ Κύριος, ὁ ὁποῖος λέγει: "Ὁ Πατὴρ μου ἄχρι τοῦδε ἐργάζεται, καὶ ἐγὼ ἐργάζομαι (Ἰω. ε',17). Τὶ ἐργάζεται ὁ τέτοιου εἴδους ἐργαζόμενος; Ἄκου: Δική μου τροφὴ εἶναι, νὰ κάνω τὸ θέλημα τοῦ Πατρός τοῦ ἐν οὐρανοῖς (Ἰω. δ',34).
111. Εἶπεν: Καὶ ἤπιε ἐκ τοῦ οἴνου καὶ ἐμεθύσθη (Γεν. θ',21). Δὲν εἶπεν: ἤπιεν τὸν οἶνον• οὔτε ὁ δίκαιος κατηνάλωσεν τὸν οἶνον• ἀλλ' (εἶπεν): ἐκ τοῦ οἴνου, δηλαδὴ ἐξ αὐτοῦ, ἐγεύθη. Ἴδιον τοῦ μεθύοντος εἶναι νὰ πιῇ ὅλον τὸν οἶνον, (χαρακτηριστικὸν) τοῦ ἀκρατοῦς (εἶναι) νὰ ἀδειάζῃ αὐτὸ ποὺ γέμισε• αὐτὸ ὅμως ποὺ πρέπει νὰ χρησιμοποιεῖ ὁ ἐγκρατὴς εἶναι τὸ νόμιμο μέτρον. Ἡ μορφὴ ὅθεν τῆς μέθης εἶναι διπλῆ, μία ποὺ ἐμποιεῖ πταῖσμα εἰς τὸ σῶμα καὶ ἀνατρέπει τὰ ἴχνη αὐτοῦ, καὶ διαταράσσει τὴν αἴσθησιν: ἡ ἄλλη, ἡ ὁποία θερμαίνει τὸ νοῦν χάριν τῆς ἀρετῆς καὶ φαίνεται ὅτι ἀποτρέπει πᾶσαν ἀσθένειαν. Ὅθεν ὁ Ἀπόστολος λέγει: "Ὀλίγον οἶνον νὰ χρησιμοποιῆς διὰ τὰς συχνάς σου ἀσθενείας" (Α' Τιμ. ε',23). Διότι ὅπως τὸ νὰ πίνης λίγον οἶνον δὲν δείχνει ἀσθένεια ἀλλὰ ὑγείαν, καὶ ἐλαφρύνει κάθε ἀσθένειαν τοῦ σώματος: ἔτσι καὶ ἐκείνη ἡ ἐξαίρετος μέθη ἀποκλείει πᾶσαν ἀσθένειαν τοῦ σώματος, περὶ τῆς ὁποίας ἐγράφη: Καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον (Ψαλ. κβ',5)! Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ μέθη; Εἶπεν: Μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ ἐν ᾧ ἐστὶν ἀσωτεία: ἀλλὰ πληροῦσθαι Πνεύματος ἁγίου (Ἐφ. ε',18), ὅπως εἶπεν ὁ Ἀπόστολος. Καὶ κατὰ τὸ γράμμα εἶναι λοιπὸν φύλαξη καὶ κατὰ τὴν ὑψηλοτέραν ἔννοιαν τοῦ σοφοῦ, εἶναι ἔπαινος. Προφυλαγμένος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἄν καὶ γυμνώνεται, ὅμως γυμνώνεται σπίτι του, ὅπου τὰ μέσα δὲν λείπουν καὶ κάποια καλύμματα τῆς μέθης• διὰ νὰ γνωρίζῃ νὰ κρύβῃ τὰ ἐλαττώματά της.
112. Τὰ σωματικὰ λοιπὸν καλύπτουν τὸ γυμνὸν σῶμα, σὰν τοιχώματα καὶ στέγες: ποιὰ ὅμως εἶναι τὰ μέσα τῆς ψυχῆς, ἂς δοῦμε. Ἀλλὰ τότε ἀνευρίσκομεν τὰ μέσα, ἐὰν ἀναιρέσωμεν τὴ γύμνωσή της. Τοῦ σοφοῦ δὲ ἡ γύμνωση εἶναι διπλῆ. Ὁ νοῦς μας λοιπὸν ἐνδύεται μὲ διπλὸ ἔνδυμα, ἐὰν εἴτε δέχθηκεν ἀσυλλόγιστα ἁμάρτημα• διότι αὐτὴ ἡ γύμνωση εἶναι ὅπως ἡ μέθη τοῦ νοῦ, ἵνα δηλαδὴ ἀγνοῇ τὶ ἁμαρτίαν κάνει, σὰν αὐτὴν ποὺ γλιστρᾶ ὁδηγηθεῖσα εἰς τὸ ἐλάττωμα τῆς ἀγνοίας ὑπὸ τινος μέθης: ἢ πάλιν ταφεῖσα ὑπὸ τοῦ ὕπνου τῆς ἀμελείας καὶ ἀγνοίας δὲν γνωρίζει τὴν πλάνην της. Αὐτὰ ὅταν (τὰ) κόψωμεν, καὶ μάλιστα πολλὰ ἁμαρτήματα κόψωμεν ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ἐπιστήμην διότι ὑπάρχει μία φυσικὴ ἀκόμη τῆς ἀσθενείας μας μέθη, ἵνα φερώμεθα πρὸς τὸ πάθος μὲ τὴν ὁρμὴν τῆς τέρψης, ὅπως πολλοὶ μὲ θέρμη νεανικῆς φωτιᾶς, φλογισμένην εἴτε ἀπὸ φιληδονία καὶ εὐχαρίστηση, εἴτε ὑφαρπαγέντες ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἀπληστίας, βέβαια σ' ὅλους αὐτοὺς ἂς ζητεῖται ἡ ἰατρική, ἵνα κάποιος καλύψη τὴν ἀσθένειάν του αὐτοῦ τοῦ εἴδους, πρῶτον ἕνεκα κάποιας ντροπῆς καὶ σεβασμοῦ: ἵνα, καὶ ἐὰν εἰς ὀλισθηρὸν μέχρι τοῦδε τεθεὶς (ἔδαφος) τοῦ ἁμαρτάνειν, δώσῃ ὅμως δεῖγμα διορθώσεως. Διότι καὶ πλεῖστον ἐνδιαφέρει, πότερον θὰ ἐπιθυμήσῃ ἢ ὄχι νὰ ἀπορρίψῃ τὰ ἁμαρτήματά του; Διότι ἐν ἄλλῳ ἡ ἀδιαντροπία τῆς αἰσχρότητος δείχνει τὴν ἐλπίδα τῆς μέλλουσας διορθώσεως καὶ ἐν ἄλλῳ ἡ ἀνεκτὴ εὐλάβεια.
113. Ἄλλη ὅμως εἶναι ἡ γύμνωση τῆς ψυχῆς, ἐπειδὴ σὰν κάποιο φορτίον τοῦ σώματος ἀπορρίπτει καὶ ἀπεκδύεται, σὰν κάποιον τάφον τῆς σαρκός ἐκφεύγων. Διότι ἀνοικτὸς τάφος εἶναι ὁ φάρυγξ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸν ὁποῖον τάφον σὰν νὰ θάβεται ἡ ψυχὴ ἐπιβαρημένη μὲ διάφορες ἡδονὲς καὶ πάθη ἐπιθυμιῶν. Ἐκδύεται λοιπὸν ἀπὸ τὴν γήϊνη συμφόρηση, καὶ σὰν ἀπὸ κάποια ριφθέντα γύρω-γύρω δίκτυα διαφεύγει, καὶ δραπετεύει καὶ ὡς πρὸς οἱαδήποτε ἀπεγύμνωσεν ἑαυτήν πάσης παγίδος τῶν παθῶν καὶ ἀποτρέπει πᾶσαν ἐκείνην τὴν παραμορφωμένην μορφὴν γηΐνου μολύσματος ἀποτρέπει, γιὰ νὰ ἴδη τὸ φῶς τῆς αἰώνιας δόξας.

Κεφάλαιον Λ'

Γιατὶ ὁ Χὰμ τότε ὀνομάσθη πατὴρ τοῦ Χαναάν, ὅταν ὁ τελευταῖος δὲν εἶχεν ἀκόμη γεννηθῇ• καὶ γιὰ ποιὸ λόγο στὸ πρόσωπο τοῦ περιγελῶντος τὸν πατέρα (του) Χὰμ πρέπει να ἐννοήσωμεν ὅτι σκιρτοῦν ὅλοι οἱ φαῦλοι, ἂν συμβαίνῃ νὰ ἔχουν περιπέσει σὲ ἁμαρτίαν ἀγαθοὶ ἄνδρες.


114. Τώρα ἐξετάζω διατὶ δὲν εἶπεν ἁπλᾶ: Εἶδεν ὁ Χὰμ τὴ γύμνωση τοῦ πατρός• ἀλλά: Εἶδε ὁ Χάμ, ὁ πατὴρ τοῦ Χαναάν (Γεν. θ. 22); Πάντως ὁ Χαναὰν δὲν εἶχε γεννηθῇ: γιατὶ λοιπὸν προσέθεσεν τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ: παρὰ γιὰ νὰ μεταμορφωθῇ ἕνεκα τοῦ σφάλματος αὐτοῦ ποὺ ἦτο ὁ αἴτιος. ἡ κληρονομία καὶ γιὰ νὰ βαρύνηται μὲ φαυλότητα ὁ πατὴρ τοῦ υἱοῦ. Λοιπόν, καὶ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ ἐξελέγχεται καὶ ὁ υἱὸς ἐν τῷ πατρί, ἔχοντες (καὶ οἱ δύο) συμμετοχὴν στὴν ἀνοησίαν, φαυλότητα, καὶ ἀσέβειαν. Οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ γίνῃ ὥστε νὰ γεννήσῃ ἀγαθὸν υἱόν, αὐτὸς ὁ ὁποῖος ὑπῆρξεν οὐτιδανὸς πρὸς τὸν ἀγαθὸν πατέρα καὶ (ὑπῆρξεν) υἱὸς κακὸς στὴ φύση καὶ ἀγωγήν. Αὐτὰ κατὰ τὸ γράμμα.
115. Ὅ,τι ἀφορᾷ δὲ στὴν ὑψηλοτέραν ἔννοιαν, ὅλα τὰ χείριστα ἤθη τέρπονται μὲ ἀλλότριες πλάνες: οὔτε μόνον μὲ πλάνες, ἀλλὰ καὶ μ' αὐτὰ, ποὺ εἰς τοὺς ἰδίους φαίνονται ὅτι εἶναι κακά, ἐνῶ δὲν εἶναι. Διότι ὁ Νῶε δὲν ἔνιωθε τὸν ἑαυτόν του γυμνόν, αὐτὸς ποὺ ἦταν ἐνδεδυμένος μὲ στολὴν σοφίας. Τέλος, οὔτε (καὶ) ὁ Ἀδὰμ τοποθετηθεὶς ἐν τῷ παραδείσῳ θεωροῦσε γυμνὸν τὸν ἑαυτόν του, παρὰ μόνο μετὰ ποὺ διέπραξε τὸ ἁμάρτημα τῆς παράβασης. Καὶ καλυμμένος ἀπὸ τὸ ἔνδυμα τῆς σοφίας καὶ δικαιοσύνης, γυμνωθεὶς λόγῳ τῆς παραβάσεως τῶν οὐρανίων, εἶδεν ἑαυτὸν γυμνὸν καὶ ἐνόμισεν ὅτι ἔπρεπε νὰ καλυφθῆ μὲ φύλλα. Τῷ ὄντι ὁλόκληρος ἀδόκιμος ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ἐκτὸς πειθαρχίας, τὶς πτώσεις τῶν ἄλλων ὄχι μόνον ἐκλαμβάνει ὡς παρηγορίαν διὰ τὸ δικό του σφάλμα, διότι (τοὺς) ἀνακαλύπτει κοινωνοὺς τῆς ἁμαρτίας: ἀλλὰ προσέτι χαίρεται μὲ ἀδόκιμο συναίσθημα, σὰν νὰ εἶχε διορθώσει ὁ ἴδιος τὰ ἁμαρτήματά του. Ὁ πονηρὸς νοῦς λοιπὸν χαίρεται ἐκτὸς ποὺ ἔχει τὴν πρόθεση νὰ συμβῇ κάτι (κακὸν;) στὸν σοφόν: ἐπειδὴ πάντως δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχῃ πτώση τοῦ σώματος σὲ πάθος, καὶ ἄν θὰ ἐθεωρεῖτο πτώση, παρὰ ἀφοῦ καὶ ἡ ψυχὴ κλίνῃ στὴν ἁμαρτίαν. Τέλος ἂς κριθοῦν συγχωρήσιμες τέτοιου εἴδους πλάνες, οὐχὶ ὑπὸ μίσους ἀκολουθούμενες, ἂς μὴ διακατέχονται ἀπὸ ἐμπαιγμόν. Ἀλλά, ὅπως εἶπα, ὅταν νοῦς ἀδόκιμος νομίζῃ ὅτι ἀπεπλάνησε τὸν σοφόν, κρίνει ὅτι πρέπει νὰ ἐμπαίξη αὐτόν, τοῦ ὁποίου τὰ ἤθη θεωρεῖ ἐνάντια πρὸς τὸν ἑαυτόν του, διότι τὸ ἁμάρτημά του ἐξελέγχεται σὰν κάποια σιωπηλὴ μαρτυρία τοῦ σοφοῦ• καὶ γι' αὐτὸ πρέπει νὰ χαρῇ καθ' ἑαυτόν, διότι τὸν δίκαιον ἄνδρα δὲν ὠφέλησεν ἡ μόρφωση τοῦ ἰδίου, οὔτε(ἡ ἴδια) ἡ δικαιοσύνη ὠφελήθηκε, οὔτε ὅσα εἶναι κατὰ τὸ σῶμα, ἔχουν καλὴν πορείαν. Διότι αὐτὰ τοποθετηθέντα εἰς τὰ πλούτη καὶ τὴν τιμὴν παρὰ τοῖς φαύλοις ἐκτιμῶνται ὡς ὕψιστα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ὅμως (στὴν πραγματικότητα) δὲν προσφέρουν κανένα καρπὸν πρὸς ἔπαινον τῆς ἀρετῆς. Γι' αὐτὸ φαίνονται σὰν ὑπερασπιστὲς τῆς ἀνοησίας, ὅσοι νομίζουν ὅτι ὁ ἐραστὴς τῆς ἀρετῆς ἐξηπατήθη ἐκ τῆς δωρεᾶς τῶν ἀγαθῶν, ὅσοι (νομίζουν) ὅτι πρέπει νὰ ἐκτιμᾶται πᾶν ἀγαθὸν μὲ κριτήρια προσκαιρότητος μᾶλλον παρὰ αἰωνιότητος.

Κεφάλαιον ΛΑ'

Συνιστᾶται ἡ εὐσέβεια τοῦ Σὴμ καὶ Ἰάφεθ: ἐκτίθεται καὶ τὶ νὰ εἶναι τὸ ὅτι λέγει (ἡ Γραφὴ) ὅτι αὐτοὶ βημάτισαν πρὸς τὰ πίσω. Πῶς τότε ἔγινε νηφάλιος ὁ Νῶε. Τέλος, γιατὶ ἡ Γραφὴ εἶχεν προηγουμένως θέσει τὸν Χὰμ ὡς μεσαῖον. Τέλος, διατὶ ἡ Γραφή, ἐνῷ προηγουμένως εἶχε θέσει ὡς μεσαῖον τὸν Χάμ, τώρα τὸν ὀνόμασεν νεώτερον.


116. Τὶ εἶναι τὸ ὅτι ὁ Σὴμ καὶ Ἰάφεθ ἐπέθεσαν ἔνδυμα στοὺς ὤμους του καὶ ἐβάδισαν ἀνάποδα καὶ κάλυψαν τὸν γυμνὸν πατέρα καὶ δὲν εἶδαν τὴ γύμνια του (Γεν. θ',33); Τὸ γράμμα (τοῦ κειμένου) ἐκφράζει τὸν προφανῆ ζῆλον τῆς εὐσεβείας ποὺ οἱ καλοὶ υἱοὶ φυλάγονται νὰ δοῦν τὴν ἐκ τοῦ ἐνδύματος γύμνωση, μήπως ἐλαττωθῆ ἐξ αὐτῆς τῆς θέας ὁ πρὸς τὸν πατέρα σεβασμός. Ἀλλὰ βεβαίως καὶ ἡ εὐσέβεια συχνὰ διὰ τοῦ σιωπηλοῦ βλέματος προσβάλλεται. Ὅθεν λέγεται ὅτι καὶ στὴν Ρώμην ὑπῆρχεν παληὰ συνήθεια, νὰ μὴ μπαίνουν στὸ λουτρὸν οἱ γυιοὶ μὲ τοὺς συγγενεῖς καὶ μάλιστα οἱ ἔφηβοι.
117. Ἡ ὑψηλοτέρα ὅμως ἔννοια ἔγκειται στὸ ὅτι ὁ ἀνόητος τὰ παρόντα τόσον μόνον βλέπει ὅσα εἶναι στοὺς ὀφθαλμούς, δὲν προσβλέπει τὰ μέλλοντα, δὲν ἀναλογίζεται τὰ παρελθόντα. Ὁ σοφὸς ὅμως καὶ τὰ παρελθόντα φέρνει στὸ νοῦ του καὶ τὰ μέλλοντα θεωρεῖ. Λοιπὸν κάθε σοφὸς νοῦς πρὸς τὰ πίσω βαδίζει, δηλαδὴ βλέπει τὸ παρελθόν• οὔτε ἀπὸ καμιὰ χρήση τῆς φύσης ἐμποδίζεται: δὲν ἀνέχεται νὰ ὑπάρχῃ καμία μάταιη καμία γυμνὴ ἀπ' τὶς στάσεις τοῦ σώματός του. Καλύπτει ὅσα ἄλλως ἐφορέθησαν μὲ κάποιο ἔνδυμα καὶ μὲ τὴν χάριν εἴτε τοῦ παρόντος ἔργου εἴτε τοῦ μέλλοντος, ἵνα οὐδὲν τῶν ἀπρεπῶν παραλείπῃ, οὐδὲν ἄκοσμον ἐγκαταλείπῃ. Ὅθεν καὶ ὁ Ἀπόστολος τῶν ἀνωτέρω ἐπελανθάνετο, τὰ προηγηθέντα ἐπεζήτει: ἀλλὰ ἐλησμόνει καὶ ἔκρυβεν τὶς πλάνες τοῦ διωγμοῦ, διὰ νὰ σκεπάσῃ τὰ ἀνώτερα πταίσματα καὶ νὰ (τὰ) καλύψῃ μὲ ἀγαθὰ ἔργα. Διότι μακάριοι καὶ ἐκεῖνοι "ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι" (Ψαλ. λα',1)• τοὐτέστιν, ἐὰν καλύπτωνται ὑπὸ ἀγαθῶν γεγονότων, καὶ σκεπάζωνται μὲ τὶς συνεπακόλουθες πειθαρχίες τῶν ἀρετῶν.
118. Εἶπεν: καὶ ξεμέθυσεν ὁ Νῶε ἀπὸ τοῦ οἴνου (Γεν. ι',24). Εἶναι φανερὸν ὅτι ἀπὸ τὴ μέθη, ἐὰν μεσολαβήσῃ ὕπνος, οἱ ἄνθρωποι γίνονται νηφάλιοι: ὁ δὲ νοῦς εἶναι νηφάλιος, ὅταν γνωρίζῃ καὶ τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα. Νηφάλιος λοιπὸν ἦταν ὁ νοῦς τοῦ δικαίου καὶ ὅταν ἐνομίζετο μεθυσμένος. Διότι ὑπάρχει ἐξαίρετον ποτὸν μεθύσκον τοὺς δικαίους. Ἐκεῖνος δὲ ἦταν ἀληθῶς μεθυσμένος ὁ ὁποῖος περιγελοῦσε τὸν πατέρα. Διότι ὅποιος οὔτε τὴν προηγουμένην χάριν τῆς γέννησης οὔτε τὸν παρόντα σεβασμὸν πρὸς τὸν πατέρα οὔτε τὴν μέλλουσαν ποινὴν τῆς πατρικῆς προσβολῆς ὑπελόγιζεν, ἦταν ἀληθινὰ μεθυσμένος• καὶ ἐνῶ ἐνόμιζεν ὅτι βλέπει δὲν ἔβλεπε. Εἶχεν ἐκεῖνος βαρειὰ τυφλότητα, ὁ ὁποῖος δὲν μποροῦσε νὰ βλέπῃ τὸν πατέρα. Διότι δὲν θὰ γέλαγε πάντως, ἐὰν εἶχεν ἴδῃ τὸν πατέρα. Διότι οὔτε γιὰ γέλοια ἦταν ὁ πατήρ, ἀλλὰ γιὰ σεβασμόν. Πολὺ δὲ μᾶλλον δὲν μπορεῖ νὰ δῆ ὁ ἀσύνετος τὸ νοῦν τοῦ δικαίου. Διότι πῶς ἔβλεπεν, αὐτὸς ὁ ὁποῖος θεωροῦσε ἐν τούτῳ τὴν πλάνην τῆς μέθης, ὅπου (δηλαδὴ) ὑπῆρχεν τέλεια ὁ ἀτμὸς τῆς σοφίας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν; Καθὼς ἐγράφη "ἀτμὶς γὰρ ἐστὶν τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως" (Σοφ. Σολ. ζ,25) Διότι πότε ὁ νοῦς εἶναι περισσότερον νηφάλιος παρὰ ὅταν ἔτσι θεωρῇ τὴ φύση ὅλων τῶν πραγμάτων καὶ τῶν παρόντων καὶ μελλοντικῶν καιρῶν, ὥστε ἐν αὐτῷ νὰ μὴ ἐμφανίζηται καμία πρόσκαιρη ἀστάθεια μέθης;
119. Ἐρευνῶ προσέτι γιὰ ποιὸ λόγο ἐνῶ προηγουμένως ὀνόμασε μεσαῖον τὸν Χὰμ μεταξὺ τῶν υἱῶν, τώρα τὸν βάζει ὡς νεότερον. Διότι εἶναι γραμμένον ὡς ἐξῆς: Ἐγνώρισεν ὁ Νῶε ὅλα ὅσα τοῦ ἔκαμεν ὁ νεώτερος υἱός (Γεν. θ',24). Μήπως ἆράγε προηγουμένως ἔσφαλεν ἡ Γραφὴ ἐν τῇ σειρᾷ τῆς γεννήσεως; Ὄχι πάντως. Τὶ λοιπόν; Τὰ ἀντίθετα ἐγράφησαν τώρα; Δὲν νομίζω. Πῶς λοιπὸν λύεται (ἡ ἀπορία), παρὰ ἐὰν (τὸν) ἐκλάβης (ὡς) νεώτερον ὄχι κατὰ τὴν ἠλικίαν ὄχι κατὰ τὸν χρόνον• ἀλλὰ μὲ ἰδιοσυγκρασίαν σκληρὰν στὴν αἴσθησιν καὶ μὲ κάποια παιδικὴ διάνοιαν, ὁ ὁποῖος τὴ διδαχὴ τῆς προβεβηκυῒας ἡλικίας δὲν ἤντλησεν, οὔτε συνέλεξεν τὴν γεροντικὴν συμβουλήν; Διότι τρίχες πολιᾶς κεφαλῆς εἶναι βέβαια οἱ αἰσθήσεις τῶν ἀνθρώπων. Καὶ γι' αὐτὸ εἶπεν: Ὅταν σέβεσαι συμβουλὴν γερόντων, κλεῖνε τὸ στόμα σου (Ἐκκλ.). Καὶ ἀλλαχοῦ ὑπάρχει ἡ γνώμη: Διότι προηγουμένως ἀπόστα ἀπὸ σοῦ καὶ μετὰ μίλα. Ἔχε λοιπὸν ἕτοιμα τὰ ὦτα, ἵνα κάποιαν ἐκ τῶν συμβουλῶν ἀκολουθῇς. Ἡ γλῶσσα πρέπει νὰ ἀνασχεθῇ, ἡ ἀκοὴ πρέπει νὰ τύχῃ προετοιμασίας.

Κεφάλαιον ΛΒ'

Διατὶ ἐν τῇ εὐλογίᾳ τοῦ Σὴμ ἐλέχθη: Εὐλογημένος Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Σὴμ (Γεν. θ',26), καὶ γιατὶ σὲ δουλείαν σ' αὐτὸν τίθεται ὄχι ὁ Χὰμ ὁ ὁποῖος ἡμάρτησεν, ἀλλὰ ὁ υἱὸς αὐτοῦ. Στὸ τέλος ἐκτίθεται ἡ εὐλογία τοῦ Ἰάφεθ.


120. Εὐλογῶν ὁ Νῶε τὸν υἱὸν τοῦ Σήμ, λέγει: Εὐλογημένος Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Σήμ• καὶ θὰ εἶναι ὁ Χαναὰν δοῦλος του (Γεν. θ',26). Καὶ "Κύριον τὸν Θεὸν" εἶπεν, καὶ εἰδικῶς "Θεὸν τοῦ υἱοῦ του" τοῦ ὀνομαζομένου Σὴμ (τὸν εἶπεν)• διότι εἶναι θεὸς τῶν δικαίων, τοὐτέστιν Θεὸς τῶν ὀρέων, ὄχι τῶν πεδιάδων, ποὺ ἔχουν τὴ χάριν τῆς ὑψίστης ἀρετῆς. Ἔπειτα, γιὰ ποιὸ λόγο ἀφοῦ ὁ υἱός του Χὰμ (ἦταν ποὺ) ἁμάρτησε προσέθεσεν ὄχι τὸν ἴδιον ἀλλὰ τὸν υἱόν του στὴ δουλείαν; Καὶ ἴσως ἐπειδὴ περισσότερον ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὶς ὕβρεις τοῦ υἱοῦ του, τὰ μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ ἔνοχος αὐτῶν καὶ ὑπαίτιος ὑπάρχει καὶ σφοδρότερον συλλυπεῖται τὴν καταδίκην τοῦ ἁμαρτήματός του τὴν ὁποίαν ἐξέτισεν ὁ υἱός του, ὁ ὁποῖος ὄχι τόσον γιὰ τὴ δικήν του• (ἐνοχήν) ὅσον γιὰ τὴν τοῦ πατρός του ἐτιμωρεῖτο. Ἔπειτα ὁ υἱὸς ποὺ ἦταν μαθητὴς τῆς πατρικῆς διδασκαλίας, καὶ ζηλωτὴς τῶν χειρίστων λογισμῶν, ἑκάτερος ἕνα σῶμα χρησιμοποιοῦσε καὶ ἕνα πνεῦμα καὶ τὴν ἴδια πονηρίαν. Ἀδιάφορα λοιπὸν εἴτε τῆς πατρικῆς εἴτε τῆς ἰδικῆς του κακίας τὴν ἀξίαν ἀποτίνει• διότι εἶναι κοινὴ ἡ μετοχὴ τῆς φαυλότητος. Αὐτὸ λοιπὸν πληρώνει γιὰ τὴ φαυλότητα τοῦ πατρὸς, ὄντας ἔνοχος τοῦ ἁμαρτήματος αὐτοῦ χωρὶς ἀμφιβολίαν καὶ γιὰ τὴν δικήν του (φαυλότητα) πληρώνει. Εἴτε βέβαια μακροχρονιότερη ἡ ποινὴ γίνεται, ἀφοῦ μέχρι τοῦ υἱοῦ φθάνει καὶ ἡ θλίψη τοῦ διαδόχου εἰς πολλὰ ἔτη ἐπεκτείνεται. Αὐτὸ κατὰ τὸ γράμμα.
121. Τὸ ἄλλο, ἐδῶ ὄχι τόσον ἄνθρωποι ὅσον ἤθη περιλαμβάνονται, ἐν ἑκατέρῳ τῶν ὁποίων, μία ἡ φύσις. Διότι ὁ Χὰν "θερμότης", ὁ Χαναὰν "ταραχὴ" καὶ "ἀνησυχία": ὅποιος βέβαια εἶναι "θερμός", πάντως εἶναι ἀνήσυχος καὶ κινητικός. Εἰς ἀμφοτέρους λοιπὸν ἦταν ἕνα τὸ πάθος καὶ τὸ συναίσθημα. Ὅθεν ὅταν ὁ ἄλλος προστίθεται, ὁ δεύτερος καταδικάζεται.
122. Ὅταν λοιπὸν ὁ ἅγιος Νῶε εὐλογῶν τὸν υἱόν του Ἰάφεθ λέγῃ: Ἂς πλατύνῃ ὁ Κύριος τὸν Ἰάφεθ, ἂς κατοικῇ εἰς τοὺς οἴκους Σήμ, καὶ ἂς γίνῃ ὁ Χαναὰν δοῦλος του (αὐτόθι 27)• εἴπαμεν ἀνωτέρω ὅτι Ἰάφεθ σὰν ἀδιάφορος σημαίνει καλὸς (ἀνωτέρω κεφ. β'). Ἡ δὲ ἀδιαφορία πλάτυνσιν ἔχει, ἡ ὁποία ἔγκειται ἐν τῇ σωτηρία, ἀκμῇ, εὐπρεπείᾳ, ἰσχύει πλούτῳ, χάριτι, εὐγενεία, φίλοις, καὶ ἐν ἄλλοις. Ἀλλ' αὐτὰ ἂν καὶ ἀδιάφορα, εἶναι ἀγαθά, ὅμως πολλοὺς τοὺς ἔβλαψαν ὅσους τὰ κατεῖχαν αὐτὰ ὄχι μὲ σοφίαν καὶ δικαιοσύνην. Διότι πολλοὺς τὰ πλούτη (τοὺς) ἔκαναν μεθυσμένους, ἡ εὐγένεια καὶ ἡ ἐξουσία ὑπερήφανους, ἡ ὀμορφιὰ τρυφηλούς, διὰ τῆς συναίνεσης τῆς ὁποίας διαφθείρουν τὴν ἁγνότητα τοῦ ἀλλότριου νοῦ. Λοιπὸν πρὸ τῆς προθυμίας τοῦ χρησιμοποιοῦντος αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, εἶναι ἀδιάφορες αὐτές, τῶν ὁποίων ἡ χρῆσις εἴτε ὑπὸ ἀρετῶν κυβερνᾶται, εἴτε βέβαια ἄνευ κυβερνήσεως τῶν ἀρετῶν ἀρχίζουν νὰ εἶναι τῆς ἀπάτης, ὅσαι μποροῦν νὰ εἶναι τῆς χρησιμότητος.

Κεφάλαιον ΛΓ'

Περὶ τῶν 350 ἐτῶν τὰ ὁποῖα παραδίδεται ὅτι ἔζησεν ὁ Νῶε μετὰ τὸν κατακλυσμόν• ἔπειτα, περὶ τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰάφεθ κατὰ γράμμα καὶ ἡθικῶς.


123. Τώρα οὐδαμῶς νομίζομεν ὅτι πρέπει νὰ παραλειφθῇ τὸ γιατὶ λέγεται ὅτι ὁ Νῶε μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἔζησεν (Γεν. θ',28) τριακόσια πενῆντα ἔτη. Διότι εἶναι σίγουρον ὅτι μὲ τὸ τριακόσια σημαίνεται ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν τύπον τοῦ ὁποίου ἠλευθερώθη ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸν ὁ δίκαιος. Τὸ πενῆντα εἶναι ὁ ἰωβηλαῖος ἀριθμὸς τῆς ἀφέσεως κατὰ τὸν ὁποῖον ἐστάλη τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἐγχέον εἰς τὰ στήθη τῶν ἀνθρώπων τὴν χάριν. Μὲ τὸν τέλειον λοιπὸν ἀριθμὸν τῆς ἀφέσεως καὶ χάριτος ὁλοκλήρωσεν ὁ δίκαιος τὴν πορείαν τῆς ζωῆς του.
124. Περὶ τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰάφεθ, εἶπεν (ἡ Γραφὴ ὅτι) ἡ Ρόδος καὶ αἱ ἄλλαι νῆσοι εἶναι τῶν ἐθνῶν (Γεν. ι',5). Ὄχι ἄδικα λέγεται πλάτυνσις, ὅταν καὶ εἰς ἄλλο μέρος τῆς φύσεως, δηλαδὴ θαλασσινόν, ἡ γενιά του προχώρησεν. Διότι ἀληθῶς σὰν πλάτυνσις , δὲν ὑπῆρξεν συγκριθεῖσα πρὸς αὐτό, τὸ ὁποῖον ἡ φύση συνέστησεν στοὺς ἀνθρώπους πρὸς χρῆσιν, τοὐτέστιν πρὸς τὴν κατοχὴν τῆς γῆς: καὶ ἀληθῶς εἰσῆλθεν ἐντὸς ἡ θάλασσα καὶ μέχρι τὰ νησιὰ ἐξεπορεύθη. Αὐτὸ κατὰ κυριολεξίαν.
125. Κατὰ τὴν ὑψηλοτέραν ὅμως ἔννοιαν, τὰ ἐξαίρετα τὰ λεγόμενα ἀγαθά, τὰ πλούτη, οἱ ἐξουσίες, οἱ τιμές, σὰν νὰ διαχέωνται εὑρύτερον. Δὲν ἱκανοποιοῦνται οἱ πλούσιοι μόνο μ' αὐτὰ ποὺ βρίσκονται στὰ χέρια καὶ στὴν ὄψη: ἀλλὰ διαχέουν μακρὰν καὶ εὑρέως τὰς ἐπιθυμίας των, ἐνόσω ἀναζητεῖται τὸ κέρδος χρημάτων περὶ τῶν μεταγενεστέρων, ἢ ἡ τιμὴ ὑπὸ πλειόνων εἴτε ἡ δαψιλεστέρα ἐξουσία, εἴτε ἡ ἐπιθυμία.

Κεφάλαιον ΛΔ'

Ποιὸς ὑπῆρξεν ὁ πρεσβύτερος υἱὸς ἐκείνου τοῦ ἀδόκιμου Χάμ: Καὶ περὶ τοῦ υἱοῦ του Νεβρὼ τοῦ γίγαντα καὶ κυνηγοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἐκτίθεται καὶ ἀπὸ τοῦ ὁποίου μνημονεύεται ὅτι ἤρχισεν τὸ βασίλειον τῆς Βαβυλῶνος.


126. Τώρα ἐρευνῶ γιὰ ποιὸ λόγο ἡ Γραφὴ μνημόνευσεν ὅτι ὑπῆρξεν υἱὸς πρεσβύτερος ἐκείνου τοῦ Χάμ. Δύο εἴδη γῆς τὸ ἕνα σὰν ἀμμῶδες καὶ σὰν σκόνη, μάλιστα, διὰ νὰ μιλήσω σαφέστερα, (ἀληθινὴ) σκόνη: τὸ ἄλλον εἶδος γῆς καρποφόρον καὶ γόνιμον, ἤτοι γῆ στερεοτέρα καὶ βαθεῖα. Τὶς λοιπὸν (εἶναι) ἀδόκιμος, εἰμὴ ὁ γεννῶν σκόνην ἐκ τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ γέννησις; Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Προφήτης παρέβαλλεν τὴν κόνιν πρὸς τοὺς ἀσεβεῖς λέγων: Οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς οὐχ οὕτως, ἀλλ' ἢ ὡσεὶ χνοῦς ὅν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς (Ψαλ. α',4). Διότι καὶ κατὰ τὴν ὑψηλοτέραν ἔννοιαν εἶναι ἀγόνιμη ἡ ψυχὴ τῶν ἀσεβῶν, ἡ ὁποία δὲν δύναται νὰ παραγάγῃ χρήσιμους καρπούς.
127. Γιὰ ποιὸν ἀκόμη λόγον ὁ Χοὺς ἐγέννησε τὸν γίγαντα Νεβρώδ, ὁ ὁποῖος ἦτο κυνηγὸς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν ἐλέχθη:Ὡς ὁ Νεβρὼ ὁ γίγας κυνηγὸς πρὸ τοῦ Θεοῦ (Γεν. ι',9). Τὶ ἄλλο λοιπὸν ἐγέννησεν ἡ κόνις καὶ ἡ ἄμμος, παρὰ γήϊνον ἄνθρωπον: ἀφοῦ ὁ ἀσεβὴς προτιμάει τὰ γήϊνα ἀπὸ τὰ οὐράνια. Διότι οἱ μῦθοι εἰσάγουν ὅτι οἱ γίγαντες θέλησαν νὰ πολεμήσουν κατὰ τῶν ἀνωτέρων καὶ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνέβουν μὲ ἀνθρώπινη ἀνάβαση στὰ οὐράνια.
128. Μὲ ὑψηλοτέραν ὅμως ἔννοιαν σημαίνεται τὸ ἑξῆς, ὅτι ὅποιος ἐπιμελεῖται τὶς γήϊνες ἐπιθυμίες, τὶς ἀκολουθεῖ, καὶ νομίζει ὅτι μ' αὐτὲς μπορεῖ νὰ φθάσῃ στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι πρέπει νὰ προσφέρῃ τὸ οὐράνιον βασίλειον σὲ πλάνες αὐτοῦ τοῦ εἴδους, αὐτὸς μὲ αὐθάδη διάθεση μάχεται κατὰ τῶν οὐρανίων. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ παροιμία λέγει γι' αὐτὸν ποὺ ἐγκαταλείπει: Ὅπως ὁ Νεβρὼδ γίγας κυνηγὸς πρὸ τοῦ Θεοῦ. Νεβρὼ δὲ μεταφραζόμενον σημαίνει Αἰθίοψ. Τὸ χρῶμα τοῦ Αἰθίοπος σημαίνει τὰ σκοτάδια καὶ τὸν ῥύπον τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι κατὰ τοῦ φωτός, ἀμέτοχος τῆς σαφήνειας, κεκαλυμμένος ἀπ' τὰ σκοτάδια, ποὺ μοιάζει περισσότερο μὲ τὴ νύκτα παρὰ μὲ τὴν ἡμέραν. Καὶ τοῦ κυνηγοῦ ἡ χρῆσις ἐν τοῖς δάσοις μεταξὺ τῶν ἀγρίων (ζώων) καὶ τῶν θηρίων εἶναι ἡ συνανάστροφή του. Ὁ ἄλογος λοιπὸν ἂς ἀναμιγνύεται μὲ ἄλογα πάθη: καὶ αὐτὰ ποὺ εἶναι τῆς ἀγροίκης καὶ σκληρῆς κακίας, ὁ κυνηγὸς κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον συνηθίζει νὰ ἐξερευνᾶ καὶ αὐτὰ νὰ κατακτᾶ καὶ μὲ αὐτὰ νὰ εὐφραίνεται. Τέλος τούτου τοῦ Νεβρὼδ ἀρχὴ τῆς βασιλείας ἡ Βαβυλών, τοὐτέστιν σύγχυσις• ἐπειδὴ ἡ πονηρία καὶ ἡ ἐξουσία δὲν εὑρίσκεται εἰς τὴν ἁπλότητα καὶ καθαρότητα, ὄχι ἐν τῇ διακρίσει τῆς ἀρετῆς, ἀλλ' ἐν τῇ συγχύσει τῶν ἐλαττωμάτων.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm


Return to ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 1 guest