Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων
"Περί τοῦ Κάϊν καὶ τοῦ Ἅβελ"
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Βιβλίο πρῶτο
Κεφάλαιον Α'
Μετὰ μία βραχεῖαν ἀλλαγὴ θέματος ἀπὸ τὸ προηγούμενο βιβλίο σ' αὐτὸ ἐδῶ, (ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος) πραγματεύεται περὶ τῆς γεννήσεως τοῦ Κάϊν καὶ τοῦ Ἅβελ• καὶ μάλιστα δι' αὐτῶν ὅπως καὶ διὰ τοῦ Ἡσαῦ καὶ Ἰακώβ, δείχνεται ὅτι προδηλώνονται δύο τύποι ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς καὶ βιωτῆς ἀντιτιθέμενοι μεταξύ τους.
1. Εἰς τὰ προηγούμενα, ὅσον ἐξηρτᾶτο ἀπὸ ἐμᾶς, (δηλαδὴ) τὸ κατὰ δύναμιν, καὶ ὅσον ὁ Θεὸς ἔδωσεν καὶ μᾶς ἦλθεν (εἰς τὸ νοῦν) ἡ κατανόησις (τοῦ θέματος), διεξήλθαμεν περὶ τοῦ Παραδείσου. Σ' αὐτὰ (τὰ προηγούμενα) περιελήφθη ἡ πτῶσις τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας.
(Στὸ) παρὸν (θέμα μας) ἐπειδὴ ἐκείνη ἡ ἁμαρτία δὲν περιορίσθηκε στοὺς δράστες (της), ἀλλὰ -πρᾶγμα δεινότερον- βρῆκε χειρότερον κληρονόμον, ἄς ἐπιχειρήσωμεν τὴν ἀκόλουθην ἱστορικὴ διήγησιν καὶ μὲ τὴ δική μας προσπάθειαν ἄς παρακολουθήσωμεν ὅσα πρόσθετα (στοιχεῖα) κατὰ τὰς θείας Γραφὰς ὑπάρχουν.
2. Ὁ Ἀδὰμ λοιπὸν ἔγνω τὴν Εὔαν τὴ γυναῖκα του, ἡ ὁποία συνέλαβε καὶ ἐγέννησε τὸν Κάϊν καὶ εἶπεν: Ἀπέκτησα ἄνθρωπον διὰ τοῦ Θεοῦ" (Γεν. δ', 1). Ὅσα ἀποκτοῦμε , κι ὅταν τὰ ἀποκτῶμεν ἔκ τινος, ἢ ὑπὸ τινος ἢ καὶ διὰ τινος, πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὅτι: (τὰ) ἔκ τινος (τὰ ἀποκτοῦμεν) σὰν ἀπὸ (κάποιαν) ὕλην• τὰ "ὑπὸ τινὸς" δηλοῖ τὸν ποιητὴν καὶ αἴτιον• τὰ δὲ "διά τινος" τὰ ὡσὰν μέσῳ τινος ὀργάνου-μέσου.
Ἆράγε ἐδῶ λέγει ἔτσι "Ἀπέκτησα ἄνθρωπο διὰ τοῦ Θεοῦ", γιὰ νὰ νοήσῃς τὸ Θεὸν ὡς μέσον καὶ ὄργανον; Κάθε ἄλλο: ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐννοήσῃς τὸ Θεὸν ὡς αἴτιον καὶ ποιητήν. Ὅθεν μᾶλλον στὸ Θεὸν τὸ ἀπέδωσεν, ἐπειδὴ εἶπεν: Ἀπέκτησα ἄνθρωπο διὰ τοῦ Θεοῦ, ἵνα καὶ ἐμεῖς ὅταν ἀποκτῶμεν κάτι, εἴτε ὅλα τὰ ἀγαθὰ συμβάντα, ὀφείλομεν στὸ Θεὸ μᾶλλον νὰ τὰ ἀποδίδωμεν παρὰ νὰ τὰ σφετεριζώμεθα.
3. "Καὶ ἐπιπροσθέτως ἐγέννησεν (ἡ Εὔα) τὸν Ἅβελ" (Γεν. δ', 2). Ὅταν κάτι (νέον) προστίθεται, αἴρεται τὸ προηγούμενον. Καὶ τοῦτο ἀθροίζεται (εἴτε) ἐκ τῶν μερῶν τῆς ἀριθμητικῆς εἴτε ἐκ τῶν σκέψεων τῆς ψυχῆς: διότι προστιθεμένου ἑνὸς ἀριθμοῦ, προκύπτει ἄλλος ἀριθμός, ἐξαφανίζεται (δὲ) ὁ προηγούμενος: ἀλλὰ καὶ ὅταν ἔλθη καινούργια σκέψις, ἀποκλείει τὴν προηγούμενην. Λοιπὸν μὲ τὴν προσθήκην τοῦ Ἅβελ, αἴρεται ὁ Κάϊν. Αὐτὸ κατανοεῖται πληρέστερον διὰ τῆς ἑρμηνείας (τῆς σημασίας) τῶν ὀνομάτων (τους).
Διότι βέβαια ἡ ὀνομασία Κάϊν σημαίνει ἀπόκτησις, διότι αὐτὸς ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτόν του (τὰ) ἀποκτοῦσεν: ὁ Ἅβελ τὰ πάντα ἀποδίδει στὸ Θεὸν μὲ εὐλαβῆ προσοχὴ ἀφοσιωμένου νοῦ (στραμμένου πρὸς τὸ Θεόν), μὴ οἰκειοποιούμενος τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτὸν του, ὅπως ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του, ἀλλὰ ἀποδίδων στὸν δημιουργὸν πᾶν ὅ,τι εἶχε λάβει ἀπ' Αὐτόν.
4. Δύο, λοιπόν, τρόποι συμπεριφορᾶς καὶ ζωῆς ὑπάρχουν ὑπὸ τὸ ὄνομα τῶν δύο ἀδελφῶν ἀντιμαχόμενοι μεταξύ τους καὶ ἀντιτιθέμενοι πρὸς ἑαυτούς. Ἡ μία εἶναι ποὺ τὸ πᾶν (ἀποδίδει) εἰς τὸ νοῦν τοῦ ἀνθρώπου σὰν σὲ ἡγεμόνα καὶ σὰν σὲ κάποιον αἴτιον τῆς σκέψεως καὶ τῆς αἰσθήσεως καὶ πάσης κινήσεως• τοὐτέστιν ἐκείνη ποὺ ὅλες τὶς ἐπινοήσεις προσγράφει στὴν ἀνθρώπινην εὐφυῒαν. Ἡ ἄλλη εἶναι ἐκείνη ποὺ τὰ ἀποδίδει στὸ Θεὸν σὰν σὲ ποιητὴν καὶ δημιουργὸν πάντων καὶ ὑποτάσσει τὰ πάντα εἰς τὴν διακυβέρνησιν Αὐτοῦ σὰν πατρὸς καὶ κυβερνήτου. Ἡ προηγούμενη ἐκείνη δηλοῦται (μὲ τὸ ὄνομα) Κάϊν αὐτὴ ἡ δεύτερη ὀνομάζεται Ἅβελ. Αὐτὲς τὶς δύο συμπεριφορὲς μιὰ ψυχὴ ἔτεκεν• καὶ γι' αὐτὸ θεωροῦνται ἀδελφές διότι ἐκβλαστάνουν ἐκ μιᾶς μήτρας: εἶναι ὅμως ἀντιτιθέμενες (σὲ δύο αὐτὲς)• διότι πρέπει αὐτὲς ἀφοῦ ἐφύησαν μὲ κάποιον τοκετὸν τῆς ψυχῆς, νὰ διαιρεθοῦν καὶ νὰ χωρισθοῦν. Διότι οἱ ἀντιμαχόμενοι δὲν εἶναι δυνατὸν εἰς τὸ διηνεκὲς νὰ ἔχουν κοινὴν κατοικίαν. Τέλος (καὶ) ἡ Ῥεβέκκα, ἐπειδὴ δύο τύπους φύσεων τοῦ ἀνθρωπίνου χαρακτῆρος κυοφοροῦσεν, τὴν μίαν κακοῦ, καὶ τὴν ἄλλην καλοῦ. καὶ αὐτὲς τὶς αἰσθανόταν μέσα στὴ μήτρα της νὰ σκιρτοῦν (διότι ὁ Ἡσαῦ ἦταν ὁ τύπος τῆς κακότητος, ὁ Ἰακὼβ ἔφερεν τὴ μορφὴν τῆς ἀγαθότητος), εὑρισκομένη (ἡ Ῥεβέκκα) εἰς ἀπορίαν τὶ ἆράγε νὰ ἦταν ἐκεῖνο, ποὺ κάποιαν διχόνοιαν τοῦ ἐμβρύου ἐνέσπειρεν, συνεβουλεύθη τὸ Θεόν, γιὰ νὰ ἀπομακρύνῃ τὸ πάθος καὶ δώσῃ θεραπείαν. Ὅθεν εἰς τὴν παράκλησίν της ἐδόθη (ἀπὸ τὸ Θεὸν) ὡς ἀπάντησις. Δύο ἔθνη εὐρίσκονται ἐν τῇ μήτρα σου καὶ δύο λαοὶ θὰ ἐξέλθουν ἐκ τῆς κοιλίας σου (Γεν. κε', 23). Αὐτὸ ἄν τὸ ἀναφέρης εἰς τὴν ψυχήν, θὰ τὴν ἀντιληφθῆς τὴν ἰδίαν ὡς γεννήτριαν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἐπειδὴ ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς τῆς ψυχῆς ἀμφότερα ἐκπηγάζουν, ἀλλὰ συνήθως νηφάλιας καὶ ἀληθοῦς κρίσεως εἶναι τὸ ἑξῆς: ἵνα δηλαδὴ ἀποδοκιμασθέντος τοῦ κακοῦ αὐτὴ (ἡ ψυχή), προάγῃ καὶ ἐπιβεβαιώνῃ ὅ,τι εἶναι καλόν. Ἑπομένως, πρὶν ἢ γεννήσῃ αὐτὴ τὸ ἀγαθόν, δηλαδὴ τὴν ὀφειλομένην στὸ Θεὸν εὐλάβειαν, γιὰ νὰ ἀποδίδῃ τὸ πᾶν στὸν ἴδιον τὸν Θεόν, δὲν προτιμᾶ τὰ δικά της. Ἐπειδὴ γέννησε τὴν ἀποδιδομένην στὸ Θεὸν ἐξομολόγησιν, ἀποθέτει τὴν οἴησιν τῆς καρδιᾶς της. Προσθέτων λοιπὸν ὁ Θεὸς τὴν ἀγαθὴν ἀπόφασιν στὴν ψυχὴν τοῦ Ἅβελ, τοῦ ἀφῄρεσεν τὴ φαῦλην ἀπόφασιν τοῦ Κάϊν.
Κεφάλαιον Β'
Περὶ τοῦ ὅτι ἐν τῷ Κάϊν εἰκονίζονται οἱ Ἰουδαῖοι ἐν τῷ Ἅβελ οἱ Χριστιανοί. Ἐξ ἀφορμῆς αὐτοῦ προσυφαίνονται (εἰς τὴ διήγησιν) (καὶ) τινα περὶ τῶν πατέρων, καὶ κυρίως περὶ τῆς ταφῆς τοῦ Ἰσαάκ, διὰ τῆς ὁποίας δηλοῦται ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ Χριστοῦ καὶ (περὶ τῆς ταφῆς) τοῦ Μωϋσῆ, διὰ τῆς ὁποίας ἐκφράζεται τὸ δίδαγμα τοῦ ἰδίου. Τέλος συγκρίνονται μεταξύ τους ἡ ταφὴ τοῦ Μωϋσῆ καὶ ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ.
5. Ἐγὼ ὅμως σ' αὐτὸ τὸ χωρίο κατανοῶ, κατὰ τὴ γραφὴν, μᾶλλον τὸ μυστήριον τῶν δύο λαῶν, διότι ὁ Θεὸς διὰ τῆς προσθήκης στὴν Ἐκκλησίαν του τῆς πίστεως τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, ἀφήρεσεν τὴν κακοπιστίαν τοῦ παραβάτου λαοῦ, ἐπειδὴ βέβαια τὰ ἴδια τὰ λόγια φαίνονται νὰ σημαίνουν αὐτό, ὅταν ὁ Θεός λέγει: "Δύο ἔθνη εὑρίσκονται ἐν τῇ μήτρᾳ σου καὶ δύο λαοὶ θὰ ἐξέλθουν ἐκ τῆς κοιλίας σου" (Γεν. κε',23). Αὐτὴ ἡ ἀπεικόνισις τῆς Συναγωγῆς καὶ τῆς Ἐκκλησίας προεικονίσθηκεν, πρὶν σ' αὐτοὺς τοὺς δύο ἀδελφούς, τὸν Κάϊν καὶ τὸν Ἅβελ. Διὰ τοῦ Κάϊν νοεῖται ὁ ἀδελφοκτόνος λαὸς τῶν Ἰουδαίων, ὁ ὁποῖος ἐξέχεεν τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου του καὶ δημιουργοῦ του τοῦ καὶ ἐπὶ Μαρίας τῆς Παρθένου γεννηθέντος, ἵνα οὕτως εἴπω, ἀδελφοῦ (του).
Διὰ δὲ τοῦ Ἅβελ νοεῖται ὁ Χριστιανὸς ὁ προσκολλώμενος στὸ Θεόν, καθὼς λέγει καὶ ὁ Δαβίδ: "Ἀγαθὸν μοι ἔστι τὸ προσκολλᾶσθαι τῷ Θεῷ" (Ψαλ. οβ',28)• ἵνα συνυφαίνηται στὰ οὐράνια (πράγματα) καὶ ἀποκόπτηται τῶν γηΐνων. Καὶ ἀλλαχοῦ: "Ἐξέλιπεν, εἶπεν ἡ ψυχή μου εἰς τὸ λόγον σου" (Ψαλ. ριη', 81): διότι τὴν τάξιν καὶ χρῆσιν τοῦ ζῆν δὲν τὶς ἐπένδυσεν σὲ γήϊνες ἐπιθυμίες, ἀλλ' ἐν τῇ γνώσει τοῦ λόγου. Ἐξ αὐτοῦ γινώσκεται ὅτι δὲν ἐγράφη τυχαῖα, ἀλλὰ σκόπιμα καὶ ἐσκεμμένως αὐτὸ ποὺ διαβάζομεν στὰ βιβλία τῶν Βασιλειῶν: "Προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρας του (Γ' Βασ. β', 10). Δηλαδὴ δίδεται νὰ νοηθῇ ὅτι ὑπῆρξεν ὅμοιος τῶν πατέρων του στὴν πίστιν. Ὅθεν φανερώνει ὅτι δὲν ἀναφέρεται (ἁπλᾶ) εἰς τὴν ταφὴν τοῦ σώματος, ἀλλὰ (κυρίως) εἰς τὴν κοινωνίαν τῆς ζωῆς.
6. Τέλος περὶ τοῦ Ἰσαὰκ ἐγράφη ὄχι ἐπιπολαίως, ὅτι ποθῶν τὸ "εἶδος" τοῦ σώματος, τὸ ὁποῖον ἦτο συνδεδεμένο μὲ τὴν ψυχήν του, προσετέθη εἰς τὸ γένος του (Γεν. λε', 29)• διότι εἶχεν προσκολληθῆ στὰ ἔθιμα τοῦ πατρός του. Λέγει δὲ (ὅτι προσετέθη) σὲ ὡραῖον γένος, ὄχι σὲ λαόν, ὅπως ἀλλοῦ. Διότι διαβάζομεν εἰς ἄλλα ἐδάφια ὅτι (κάποιοι ἄλλοι) εἶχαν προστεθῇ εἰς τὸν λαόν τους, ἀλλ' αὐτοὶ ἐδῶ ὄχι τόσον ἐξέχοντες: Κρείττων δὲ ὅμως ὅστις ὑπῆρξεν τῶν ὀλιγίστων καὶ ὄχι τῶν πλείστων: πλείονες ἐν τῷ λαῷ του παρὰ ἐν τῷ γένει• καὶ ἐξοχώτερον φέρεται νὰ εἶναι ὅμοιος τῶν ὀλίγων, παρὰ τῶν πλείστων. Ὅποιος λοιπὸν εἶχε γεννηθῇ δι' ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ, ὅποιος ἐξελέγη πρὸς θυσίαν τῆς ἐπιδοκιμαστέας εὐσεβείας, ὅποιος εἶναι μιᾶς συζύγου (ἄνδρας), τοὐτέστιν, ἱκανοποιημένος ἐκ τῆς κοινωνίας μόνης τῆς σοφίας τοῦ ἀνωτέρου ἐκείνου γένους ποὺ εἶναι ἕνα καὶ πάντοτε ἁρμόζον στὸν ἑαυτόν του, ὄχι (δηλαδὴ) μιμητὴς τῆς χυδαιότητας τοῦ ὄχλου, οἰκοδομήθη διὰ τῆς μαρτυρίας τῆς θείας Γραφῆς.
Διότι βέβαια ὅπου κόπος, μάθησις, μελέτη, ἐκεῖ κοινοὶ μετὰ πλειόνων συνάθροισις, καὶ μιὰ κάποια λαϊκὴ συμμετοχή. Διότι ἐκ τῆς ἀκοῆς πολλοὶ ἀφορμῶνται, τοὺς ὁποίους ὀνόμασε λαόν. Ὅπου δὲ ὄχι δι' ἀνθρωπίνης παραδόσεως, ἀλλὰ δι' ἐπιδεξίας συλλογῆς ἄνευ προσφυγῆς στὸν κόπον ἀποκτᾶται ἡ μάθησις, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ ἀδιάφθορη εἰλικρίνεια τοῦ μεγαλοπρεποῦς γένους. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Ἰσαὰκ σὰν δῶρον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον πρὸς τὸ γένος, παρὰ πρὸς τὸ λαὸν ἀναγινώσκομεν (ὅτι) προσετέθη γιὰ νὰ τὸν ἀναγνωρίζῃς ὅτι εἶναι σπουδαῖος μιμητὴς τῶν θείων μᾶλλον παρὰ τῶν ἀνθρωπίνων (πραγμάτων).
7. Μακάριος καὶ ἐκεῖνος ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος ὑπερβαίνων τὰ εἴδη καὶ τὸ ἴδιον τὸ γένος, ἀξιώνεται νὰ ἀκούσῃ ὅ,τι ἐλέχθη πρὸς τὸ Μωϋσῆν, ὅταν (αὐτὸς) ἐχωρίζετο τοῦ λαοῦ: Ἐσὺ δὲ νὰ στέκεσαι μαζί μου (Δευτ. στ', 31)! Διότι ὅπως ὁ ἐν τῷ Ἰσαὰκ τύπος τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου ὑπερέβη μὲν τὴν συνήθειαν τῆς ἀνθρώπινης γενεᾶς τῶν ἀπογόνων, ἐνίκησεν δὲ τοὺς προγενεστέρους• ἔτσι ὥστε ἐν αὐτῷ ὑπερέχει ὄχι κάποια κοινὴ καὶ λαϊκὴ χάρις, ἀλλὰ εἰδικὴ προνομιοῦχος (τοιαύτη), ὅπως ἡ ἀνάγνωσις (τῆς Γραφῆς) διδάσκει: Διότι εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ εἰς τὸ σπέρμα του ἐλέχθησαν ἐπαγγελίαι• δὲν εἶπεν "καὶ εἰς τὰ σπέρματά του" σὰν σὲ πολλά, ἀλλὰ σὰν σὲ ἕνα, τοὐτέστιν στὸ σπέρμα σου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς" (Γαλ. γ',16): καὶ ἔτσι ἐν τῇ μορφῇ τοῦ ἐλευσομένου Διδασκάλου τοῦ Μωϋσῆ, ὁ ὁποῖος θὰ δίδασκε τὸ νόμον, προκηρύσσει τὸ Εὐαγγέλιον, ἐκπληρώνει τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, δίδει στοὺς λαοὺς οὐρανίαν τροφήν, ὑπερβάλλει τὴν ἀξίαν τῆς ἀνθρώπινης συνθήκης μέχρι τοῦ σημείου ὥστε νὰ δοθῇ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ἔχομεν γεγραμμένον, τοῦ Θεοῦ λέγοντος: Ἔθεσά σε εἰς Θεὸν τῷ Φαραῷ (Ἐξ. ζ', 1). Διότι καὶ νικητὴς ὅλων τῶν παθῶν, οὔτε καὶ αἰχμαλωτισθεὶς ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ δελεάσματα τοῦ αἰῶνος, αὐτὸς ποὺ περιέλαβεν ὅλην αὐτὴν ἐδῶ τὴν κατὰ τὸ σῶμα κατοικίαν διὰ καθαρότητος οὐρανίου συναναστροφῆς, κυβερνῶν τὸ νοῦν, τὴν σάρκα ὑποτάσσων, καὶ μὲ κάποια βασιλικὴν αὐθεντίαν τιμωρῶν, ἐκλήθη διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ τὴν ὁμοιότητά του διεμόρφωσεν τὸν ἑαυτόν του διὰ πλούτου τελείας ἀρετῆς.
8. Καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἀναγινώσκομεν περὶ αὐτοῦ ὡς περὶ τῶν λοιπῶν, ὅτι ἐλλιπής ἀπέθανε: ἀλλὰ διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπέθανεν (Δευτ. λδ',5). Διότι ὁ Θεὸς δὲν πάσχει οὔτε ἀπὸ ἔλλειψιν οὔτε ἀπὸ μεἰωσιν, οὔτε ὑφίσταται προσθήκην. Ὅθεν καὶ ἡ Γραφὴ προσθέτει: "Ἐπειδὴ οὐδεὶς γνωρίζει τὸν τάφον του μέχρι τὴν σημερινὴν ἡμέραν" (Αὐτόθι 6), ἵνα νοήσῃς μᾶλλον τὴν μετάστασίν του παρὰ τὸν θάνατόν του. Διότι θάνατος εἶναι κάποιος χωρισμὸς ψυχῆς καὶ σώματος. Νεκρὸς λοιπὸν εἶναι διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, καθὼς λέγει ἡ Γραφή, ὄχι σύμφωνα μὲ τὸν λόγον. Διὰ νὰ παρατηρήσῃς ὅτι ὄχι ἀγγελιαφόρον θανάτου, ἀλλὰ δῶρον τῆς χάριτος ἐκφρασμένον αὐτόν, ὁ ὁποῖος μᾶλλον μετετέθη παρὰ ἐγκατελείφθη (στὴ γῆν), (καὶ) τοῦ ὁποίου κανεὶς δὲν γνώρισεν τὸν τάφον. Διότι ποιὸς ἐπὶ γῆς μπόρεσε νὰ ἔχῃ τὰ λείψανά του στὴν κατοχήν του τὸν ὁποῖον ἀπέδειξεν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὅτι βρίσκεται μαζύ του; (Ματθ. ιζ',3).
Τέλος καὶ γιὰ τὸν Ἡλίαν ἐπίσης ὁ ὁποῖος ἐθεάθη ὀχούμενος ἐπὶ ἅρματος (Δ' Βασ. β',11) δὲν ἀναγινώσκομεν ὅτι οὔτε ἐτάφη οὔτε καὶ ἀπέθανεν; Διότι ζῆ ὁ ὤν μετὰ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μωϋσῆς ὅμως ἀναγινώσκομεν βέβαια ὅτι ἀπέθανεν, ἀλλὰ διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ θανών, δι' οὖ τὰ πάντα ἔγιναν. Διὰ τοῦ λόγου λοιπὸν τοῦ Θεοῦ οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν. Διὰ τοῦ λόγου λοιπὸν τοῦ Θεοῦ δὲν προκαλεῖται κατάπτωσις ἀλλὰ στερέωσις τοῦ ἔργου. Ὄχι λοιπὸν σὰν ξαναπεπτωκὼς καταλαμβάνεται ἐκ τῆς διαλύσεως τοῦ σώματος, ἀλλ' ὡς δωρητὴς διὰ ἐνεργείας οὐρανίου λόγου καὶ δωρεᾶς• ἵνα ἡ σὰρξ αὐτοῦ μᾶλλον τὴν ἀνάπαυσιν, παρὰ τὸν τάφο λάβῃ.
9. Καλῶς δὲ μεταξὺ κυρίου καὶ δούλου τηρεῖται ἀπόστασις. Γιὰ νὰ ἐννοήσῃς τὸ προνόμιον τοῦ κυρίου, τὴ χάριν τοῦ δούλου, ἀναγινώσκεται περὶ τοῦ Μωϋσῆ, ὅτι τὸν τάφον του οὐδεὶς γνωρίζει: περὶ τοῦ Χριστοῦ ὅμως, (ἀναγινώσκεται ὅτι) ὁ τάφος του ἤρθη ἐκ τῆς γῆς (Ἡσ. νγ',8): ἐπειδὴ ἐκεῖνος κατὰ τὸ μυστήριον τοῦ νόμου ἀνέμενεν τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα ἐγερθῇ: αὐτὸς κατὰ τὸ δῶρον τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἀνέμενεν τὴν ἀπολύτρωσιν, ἀλλὰ (ὁ ἴδιος) τὴ χορηγοῦσεν.
Καὶ γι' αὐτὸ ἡ ταφή του δὲν ἠγνοήθη, ἀλλὰ ἀνυψώθη, ποὺ δημιούργημα περισσότερον δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσῃ διότι διὰ τοῦ ἴδίου ὅλη ἡ δημιουργία ἔσπευσεν νὰ ἐγερθῇ ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς φθορᾶς. Οὐδεὶς λοιπὸν γνωρίζει τὴν ταφὴν τοῦ Μωϋσῆ, ἐπειδὴ ὅλοι γνώρισαν τὴν ζωήν του. Τοῦ Χριστοῦ ὅμως τὴν ταφὴν εἴδαμε: ἀλλὰ τώρα ἤδη δὲν γνωρίσαμεν, ὅσοι ἀγνοήσαμεν τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ. Διότι ἔπρεπε νὰ γίνῃ γνωστὸς ὁ θόρυβος αὐτοῦ, ἵνα φανερωθῇ ἡ ἀνάστασις• καὶ γι' αὐτὸ στὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. κζ',60,61) ὁ θόρυβος περιγράφεται μὲ μέγιστη ἔμφαση: εἰς τὸ νόμον δὲν ἐπιζητεῖται• διότι ἄν καὶ ὁ νόμος εἶχεν προαναγγείλει τὴν ἀνάστασιν (Ἡσ. ια',10), ὅμως εἰς ἡμᾶς (τὴν) ἐπιβεβαίωσεν πληρέστερα ἡ σειρὰ τῶν Εὐαγγελίων.
Κεφάλαιον Γ'
Διὰ τοῦ Ἅβελ καὶ τοῦ Κάϊν δηλοῦται ἡ πρόοδος τῆς ἀνθρώπινης σοφίας, ποὺ δὲν εὑρέθη εἰς μόνον τὸ Χριστόν. Διὰ δὲ τῆς τάξεως καθ' ἥν ἑκάτερος τῶν ἀδελφῶν ὀνομάζεται καὶ ὄχι διὰ τῶν καθηκόντων τους σημαίνεται ὅτι ὁ Ἅβελ, ἄν καὶ νεώτερος, προεῖχεν ὅμως τοῦ ἀδελφοῦ (του).
10. Λοιπόν, γιὰ νὰ ἐκπληρώσωμεν, ὅ,τι βάλαμε σὰν στόχον: Ὡσαύτως, εἶπεν, ἐγέννησεν τὸν Ἅβελ, τοὐτέστιν (κάποιον) καλλίτερον τῆς Εὔας, ἡ ὁποία προηγουμένως εἶχε βαριὰ ἁμαρτήσει, λοιπὸν ἀπὸ μέσα της γέννησεν γνώμην, γιὰ νὰ καταστρέψῃ τὴν πλάνην τῆς προηγούμενης γνώμης, ἐπιδοκιμάζεται δὲ ὡς μᾶλλον μνήμων τούτου ἐν τοῖς γενικοῖς. Διὀτι ἔτσι γεννιόμαστε ὥστε δηλαδὴ προηγουμένως μὲν νὰ εὑρίσκηται μέσα μας ἀδύναμη ἡ αἴσθησις τῆς παιδικότητος, κατόπιν ὅμως αὐτὴ τόσο μόνον γνώριζεν τὴ φροντίδα τοῦ παιδικοῦ σώματος, καὶ καμίαν τιμὴν κανένα σέβας τῶν θεϊκῶν πραγμάτων νὰ μὴ ἔχῃ.
Ὅθεν καὶ στὴ διαφανῆ φύσιν τὸν ἐν καινότητι ἐγερθέντα Ἰησοῦν Χριστὸν ἐκ παρθένου ὡς ἐπιδοκιμάζει ὁ προφήτης λέγει: Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ κληθήσεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουὴλ: βούτυρον καὶ μέλι θὰ φάγῃ, ἐπειδὴ πρὶν νὰ γνωρίσῃ καλὸν καὶ κακὸν: δὲν θὰ πιστεύσῃ εἰς τὴν πονηρίαν, ἵνα ἐκλέξῃ τὸ ἀγαθὸν (Ἡσ. ζ', 14,15). Καὶ κατωτέρω: Πρὶν γνωρίσῃ τὸ παιδὶ νὰ καλῇ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα, θὰ λάβῃ τὴ δύναμιν τῆς Δαμασκοῦ καὶ τὰ λάφυρα τῆς Σαμάρειας κατὰ τοῦ βασιλέως τῶν Ἀσσυρίων (Ἡσ. η',4). Διότι ὑπῆρξεν ὁ μόνος ποὺ δὲν αἰχμαλωτίσθηκεν ἀπ' τὴ ματαιότητα τοῦ παρόντος αἰῶνος καὶ ἐκ τῆς σαρκικῆς οἰήσεως• Ἵνα, ὁ ταπεινωθεὶς καὶ γενόμενος ὑπήκοος θανάτου, λίαν ἀνόμοιος ἑκάστου ἡμῶν, ἐπειδὴ ἐμεῖς εἰς μάτην αἰρόμεθα πεφυσιωμένοι μὲ τὸ νοῦν τῆς σαρκός. Ὅθεν καὶ κανεὶς χωρὶς ἁμαρτίαν, οὔτε μιᾶς ἡμέρας τέκνον: ἐκεῖνος ὅμως ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν. Καὶ γι' αὐτὸ μέσα μας προηγουμένως γεννιέται ὁ Κάϊν, ὁ ὁποῖος προτιμάει τὸν ἑαυτόν του. Μετὰ ταῦτα γεννιέται ὁ Ἅβελ, ποὺ μέσα του βρίσκεται ἡ εὐσέβεια πρὸς τὴ θεότητα. Προηγουμένως, λοιπόν, εἰσέρπει τὸ κακόν, μετὰ δὲ γνωρίζεται ποιὸ εἶναι τὸ ἀγαθόν. Ὅπου ὅμως ἀγαθόν, ἐκεῖ (καὶ) δίκαιον, ὅπου δικαιοσύνη ἐκεῖ (καὶ) ἁγιότης, τοὐτέστιν ἐκεῖ καὶ ὁ Ἅβελ, ὁ προσκολλώμενος τῷ Θεῷ.
11. Καὶ ἔγινεν, εἶπεν, ὁ Ἅβελ ποιμὴν προβάτων, ὁ δὲ Κάϊν εἰργάζετο τὴ γῆν (Γεν. δ',2). Δὲν εἶναι (δὲ) τυχαῖον ὅτι ὅταν, πρὶν γεννηθῇ ὁ Κάϊν, καθὼς τὸ ἱερὸν κείμενον διδάσκει, ἐπήρθη ὁ Ἅβελ ὑπεράνω αὐτοῦ τοῦ τόπου• οὔτε ἡ σειρὰ τῶν ὀνομάτων εἶναι ἡ σειρὰ τῆς φύσεως. Τὶ θέλει γιὰ τὸν ἑαυτόν της ἡ ἀλλαγὴ τῆς σειρᾶς• ἵνα προηγουμένως κάνῃ λόγον (μνησθῇ) τοῦ νεωτέρου, ὅπου περιγράφεται ἡ κατάστασις τῆς ζωῆς καὶ ἡ χρῆσις τῶν ἔργων; Ἄς ἐρωτήσωμεν γιὰ τὴν διάκρισιν τῶν καθηκόντων, διὰ νὰ συνδέσωμεν τὴν αἰτίαν τῆς ὑπεροχῆς. Νὰ ἐργάζεσαι τὴ γῆν μὲ τὴν καλλιέργειαν, προηγεῖται• (κατώτερη) εἶναι ἡ χάρις νὰ βόσκῃς τὰ πρόβατα. Διότι αὐτὸ εἶναι σὰν κάποιον γιατρὸν ἤ ἄρχοντα ποὺ καὶ σὰν γεροντότερος στὴν ἀξίαν ἀρχίζει ἀπὸ τοὺς παλαιότερους• ἐνῶ ὁ νεώτερος προτιμᾶ τὰ πιὸ πρόσφατα, τὰ ὁποῖα οὔτε ἀγκάθια οὔτε τριβόλους ἐκφύουν καὶ σὲ καμίαν γνώμην δὲν εἶναι βλαβερά. Καὶ τελικὰ ἔνοχος ἁμαρτίας ὁ Ἀδὰμ ἐξεβλήθη τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς, ἵνα ἐργάζεται τὴ γῆν.
Ὀρθῶς λοιπὸν ὅπου γεννῶνται αὐτοὶ οἱ ἀδελφοί, διατηρεῖται προσέτι εἰς τὴν πρόῤῥησιν ἡ τάξις τῆς φύσεως, ὅπου δὲ ἐκφράζεται ἡ πειθαρχία τοῦ ζῆν ὁ νεώτερος προηγεῖται τοῦ γεροντότερου• διότι καὶ ἄν κατὰ τὸν χρόνον νεότερος, ὅμως κατὰ τὴν ἀρετὴν ἐξοχότερος εἶναι. Διότι ἡ ἀθωότης κατὰ τὸ χρόνον εἶναι μεταγενέστερη, ἀπ' ὅ,τι ἡ πονηρία καὶ κατὰ τὴν ἡλικίαν μὲν σχεδὸν ἴση, (ἀλλὰ) κατὰ τὴν εὐγένειαν τῶν ἀρετῶν ἀρχαιοτέρα. "Διότι γῆρας ἀξιοσέβαστον δὲν μετρῆται μὲ τὰ ἔτη ἀλλὰ μὲ τὰ ἤθη. Καὶ ἡλικία γήρατος, εἶπεν, ζωὴ ἄμεμπτος" (Σοφ. Σολ. δ',8).
Ὅπου δὲ ἐκφράζεται γέννησις, ἄς προειδοποιεῖται ὁ Κάϊν. Ὅπου δὲ κήρυξις πειθαρχίας, ἄς προτρέχῃ ὁ Ἅβελ. Τὴν ἥβην, λοιπόν, καὶ τὴν εἰς τὴν ἀρχὴν νεότητα διαφλέγει μὲ τὰ δελεάσματα τῶν διαφόρων παθῶν, ὅστις τῆς λέγει (τῆς ἥβης) ναὶ: ἀλλὰ ὅπου ἡ ὡριμότερη ἡλικία (τὴν) διαδέχεται, σὰν κοπάσασα θύελλα τῆς ἐφηβικῆς ἀκολασίας, ξαναδίδει τὴν ἡρεμίαν καὶ σὲ κάποια ἥρεμα λιμάνια τῆς χαλαρωμένης ψυχῆς τὴν πλόησιν ὑπάγει. Ὅθεν βίαιες κινήσεις τῆς ἐφηβείας μᾶς ἡρεμοῦν διὰ τῆς ἀξιόπιστης σταύθμευσης τοῦ γήρατος.
Κεφάλαιον Δ'
Ὅτι ἡ πονηρία εἶναι προτέρα χρονικῶς, ἐνῶ ἡ ἀρετὴ ἀξιολογικῶς. Αὐτὸ τὸ ἴδιο διὰ τοῦ Ἡσαῦ καὶ Ἰακὼβ δηλοῦται, ὅπως καὶ μὲ τὶς δύο γυναῖκες τῆς Γραφῆς: ἀπ' αὐτὲς ἡ μία εἶναι εἰκὼν τῆς ἀρετῆς (καὶ) ἡ ἄλλη τῆς ἐπιθυμίας. Τέλος περιγράφονται καὶ οἱ ἀπάτες τῆς τελευταίας.
12. Μὴ ἀμφιβάλλῃς, λοιπόν, νουθετηθεὶς ἀπὸ τέτοια παραδείγματα τῆς φύσεως, ὅτι ἡ μοχθηρία προηγεῖται χρονικῶς, ἀλλ' ὅτι ἡβᾶ λόγῳ ἀδυναμίας. Ἔχει ἐκείνη τὸ μισθὸν τῆς ἡλικίας: ἡ ἀρετὴ δὲ τὸ προνόμιον τῆς δόξης, τὴν ὁποίαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὁ ἄδικος παραχωρεῖ εἰς τὸν δίκαιον. Τούτου τοῦ πράγματος ἀξιόπιστος μάρτυς εἶναι ἡ θεία Γραφή, ἡ ὁποία διδάσκει, ὅτι ὁ μὲ τὸ ὄνομα Ἡσαῦ ἀνόητος ἀνὴρ παρεχώρησεν καρτερικὰ τὰ πρωτοτόκιά του στὸν ἀδελφὸν του Ἰακώβ, ἔτσι ὥστε νὰ εἴπῃ: "Τὶ μὲ ὠφελοῦσιν τὰ πρωτοτόκια" (Γεν. κδ', 32);
Ἀλλ' αὐτὰ ποὺ αὐτὸς ἐδῶ ἔθεσεν σὲ δεύτερη μοῖραν, αὐτὰ ὁ ἀνὴρ ὁ λαβὼν τὸ ὄνομα τῆς ἀσκήσεως ἐζήτησε νὰ ἀποκτήσῃ. Μήπως δὲν σοῦ φαίνεται ὁ Ἡσαῦ ὡς ἡττηθεὶς εἰς ἀγῶνα, καὶ νομίζων ἑαυτὸν ἄνισον ἐξ ἀδυναμίας τοῦ δικοῦ του νοῦ ὅτι παρεχώρησεν στὸ νικητήν, τὸν στέφανον, τὸν ὁποῖον δὲν ἔβλεπεν μὲ δελεάσματα παθῶν ἑνὸς ὀνειδιστοῦ, τῶν ὁποίων (παθῶν) τὴν σκόνην δὲν μπόρεσε ὁ ἴδιος νὰ ὑπομένῃ; "Τὶ μὲ ὠφελοῦσαν τὰ πρωτοτόκια"; Διότι στοὺς ὀκνηροὺς εἶναι μηδενικὰ τὰ σύμβολα τῆς ἀρετῆς, (ἐνῶ) στοὺς συνετοὺς αὐτὰ ἔχουν τὴν πρώτην θέσιν. Διότι οἱ σπουδὲς ἐπὶ τῆς ἀρετῆς ἀποτελοῦν κάποια ὄργανα. Ὄθεν ὅπως πολεμιστὴς χωρὶς ὄπλα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχῃ ἔτσι (συμβαίνει) καὶ χωρὶς τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς. Ὅθεν καὶ ὁ Κύριος ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ λέγει: "Ἀπὸ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται• καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν" (Ματθ. ια', 12).
Καὶ ἀλλοῦ: "Ζητεῖτε τὴ βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ ἰδοὺ πάντα εἶναι δικά σας" (Ματθ. στ',33).
Ὄχι στοὺς κοιμωμένους οὔτε στοὺς ἀργοῦντας, ἀλλ' εἰς τοὺς ἀγρυπνοῦντας καὶ κοπιῶντας δίδονται ὡς ὑπόσχεσις τὰ βραβεῖα: καὶ τοῦ μόχθου ὁ μισθὸς εἶναι ἕτοιμος, ποὺ, ἄν καὶ ὄχι γλυκὺς εἰς τέρψιν, ὅμως (εἶναι) καρπερὸς εἰς βράβευσιν.
13. Τὸ ἑξῆς διδάσκει ὁ λόγος τοῦ νόμου, ὅπως γραπτὸν (τὸ) βρίσκομεν: Ἐὰν, εἶπεν, ἕνας ἄνδρας ἔχει δύο γυναῖκες, τὴ μίαν ἀπ' αὐτὲς ἀγαπημένην καὶ τὴν ἄλλην ἀντιπαθῆ καὶ γεννήσουν ἀμφότερες γυιοὺς καὶ ἡ ἀγαπημένη καὶ ἡ ἀντιπαθής, καὶ πρῶτος γεννηθεὶς εἶναι ὁ υἱὸς τῆς ἀντιπαθοῦς γυναικὸς• καθ' ἥν ἡμέραν ὁ κληροδότης της ἀφήσει τοὺς γυιοὺς (κληρονόμους) εἰς τὴν περιουσίαν του ἀπαγορεύεται νά δώσῃ τὰ πρωτοτόκια στὸ γυιὸν τῆς ἠγαπημένης γυναικός, παραθεωρῶντας (ἔτσι) τὸ γυιὸν τῆς ἀντιπαθοῦς, ἀλλὰ θὰ ἀναγνωρίσῃ τὸ γυιὸν τῆς ἀντιπαθοῦς μὲ τὸ νὰ τοῦ δώσῃ διπλοῦν μερίδιον ἐκ πάντων τῶν ὑπαρχόντων του• "διότι ὁ ἴδιος αὐτὸς εἶναι ὁ πρωτότοκος τῶν γυιῶν του καὶ εἰς τοῦτον ἀνήκουν τὰ πρωτοτόκια" (Δευτ. κα', 15-17).
Τὶ βαθειὰ μυστικὰ τῶν μυστηρίων κρύπτονται εἰς τὰ γράμματα (αὐτά) ! Ἀναγνώριζε, ὦ ψυχή, τὰ τέκνα σου, καὶ ζήτει τὸ μυστήριον αὐτῆς τῆς ἐπαχθοῦς συζύγου. Μέσα σου θὰ τὴ βρῆς, ἐὰν τὴν ἀναζητήσῃς. Ἐπανάλαβε τὶς σκέψεις σου, ξαναδιάβασε τὰ αἰσθήματά σου, καὶ θὰ ἀναγνωρίσης, σὲ ποιὸν ἀνήκουν τὰ πρωτοτόκια. Διότι στὸν καθένα μας συγκατοικοῦν δύο γυναῖκες, ποὺ ἕνεκα ἐχθροτήτων καὶ διχονοιῶν βρίσκονται σὲ διάστασιν, σὰν ἕνεκα ἐρίδων ἐκ ζηλοτυπίας πληροῦσαι τὸν οἶκον τῆς ψυχῆς μας. Ἡ μία ἀπ' αὐτὲς τρέφει γιὰ μᾶς γλυκύτητα καὶ ἀγάπην, κολακευτικὴ συμφιλιώτρια μὲ χάριν, ποὺ ὀνομάζεται τρυφὴ (ἐπιθυμία). Αὐτὴν θεωροῦμεν σύντροφόν μας καὶ οἰκειακὴν μας: (ἐνῶ) ἐκείνην τὴν ἄλλην, ἡ ὁποία ὀνομάζεται ἀρετὴ, τὴ θεωροῦμεν στρυφνήν, τραχεῖαν, σκληράν.
14. Ἐκείνη λοιπὸν ἡ ἀσελγὴς ἕνεκα πορνικῆς κινήσεως, ἡ ἄθραυστη ἕνεκα ἡδονῆς ὁρμὴ ἡ ὁποία νευόντων τῶν ὀφθαλμῶν (της) καὶ παιζόντων τῶν βλεφάρων (της), ῥίχνει δίκτυα, μὲ τὰ ὁποῖα αἰχμαλωτίζει τὶς πολύτιμες ψυχὲς τῶν νέων (διότι ὀφθαλμὸς πόρνης, παγίδα ἁμαρτωλοῦ) σὲ οἱονδήποτε ἴδῃ νὰ προσπερνᾶ μὲ διστακτικότητα στὴ γωνίαν τοῦ οἴκου ὅπου μεταβαίνει, ἀπευθύνεται αὐτὴ μὲ χαριτωμένα λόγια, κάνοντας τὶς καρδιὲς τῶν νέων νὰ σκιρτήσουν, στὸ σπίτι εἶναι ἀνήσυχη, στὶς πλατεῖες περιφερόμενη, ἄσωτη στὰ μάτια, εὐτελὴς στὴν αἰδημοσύνη, πλούσια στὴν ἀμφίεσιν, πεποικιλμένη στὶς παρειές. Καὶ ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ τὸ γνήσιον διάκοσμον τῆς φύσεως, κολακεύει μὲ τὴν πορνικὴν μανίαν φτιαχτῆς ὀμορφιᾶς, μὲ τὴν φαινομενικότητα καὶ ὄχι μὲ τὴν πραγματικότητα. Περιεζωσμένη τὴν συνοδίαν τῶν παθῶν, καὶ περιβεβλημένη ἀπὸ χορὸν ἀσελγειῶν, ἡγεμονὶς τῶν ἐγκλημάτων προσβάλλει τὸ τεῖχος τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ διὰ τῶν ραδιουργιῶν τῶν λόγων.
"Θυσία εἰρήνης εἶναι γιὰ μένα, σήμερον ἀποδίδω τὰς εὐχάς μου: γι' αὐτὸ ἐξῆλθα πρὸς προϋπάντησίν σου, ἐπιθυμῶ νὰ εὕρω τὴν ὄψιν τοῦ προσώπου σου. Ὕφανα μὲ κρόσσια τὸ κρεββάτι μου, καὶ (τὸ) ἔστρωσα μὲ τάπητες ἀπ' τὴν Αἴγυπτον. Ράντισα μὲ κρόκον τὴν κλίνην μου καὶ τὸν οἶκον μου μὲ κίνναμον. Ἔλα, ἄς ἀπολαύσωμεν τὴ φιλία μέχρι τὸ λυκαυγές: ἔλα, καὶ ἄς διαπαλαίσωμεν πρὸς τὸν ἔρωτα (Παρ. ζ',14-18).
Δηλαδὴ αὐτὴν τὴ μορφὴν τῆς πόρνης (τὴν) βλέπομεν περιγραφεῖσαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Σολομῶντος. Διότι τὶ (εἶναι) τόσον πορνικόν, ὅσον ἡ ἐγκόσμιος ἐπιθυμία, ἡ ὁποία εἰσέρχεται ἀπὸ τοῦ παραθύρου τοῦ οἴκου της προοιμιάζουσα τοὺς πρώτους πειρασμούς, διὰ τῶν ὀφθαλμῶν. Καὶ διεισδύει γρήγορα ἐὰν ἐσὺ ἀπασχολημένος στὶς πλατεῖες, δηλαδὴ στοὺς δημόσιους δρόμους τῶν διαβατῶν, δὲν στρέφεις εἰς τὰ ἐσωτερικὰ μυστήρια τοῦ νόμου τὴν προσοχὴν τοῦ νοῦ σου.
Αὐτὴ τῷ ὄντι εἶναι ποὺ μὲ ἰσχυρότερους δεσμοὺς σὰν σὲ κάποιαν κλίνην μᾶς ἔδεσεν μὲ κοινὴν μετάδοσιν ἵνα δένηται ὅποιος ἀνακλίνεται.
Καὶ ἐστήθη μηχανὴ ἕνεκα τῆς ἐπονειδίστου ἀπάτης τοῦ σωματικοῦ ἔργου ἐπικαλύπτουσα, γιὰ νὰ παροτρύνῃ τὶς ψυχὲς τῶν νέων πρὸς ἀποχὴν ἀπὸ τὸν ἀληθῆ ἀνδρισμὸν, δηλαδὴ πρὸς παραμέλησιν τοῦ νόμου.
Δηλαδὴ ὁ νόμος ἀπουσιάζει ἀπὸ τοὺς ἁμαρτάνοντας• διότι ἐὰν ἦτο παρὼν δὲν θὰ παρεβιάζετο: καὶ γι' αὐτὸ λέγει: Διότι ὁ ἀνήρ μου δὲν εὑρίσκεται ἐντὸς τοῦ οἴκου: ἀπῆλθεν δὲ ὁδὸν μακροτάτην μὲ σάκκον χρημάτων εἰς τὴν χεῖρα.
Τὶ νὰ εἴπω ὅτι εἶναι αὐτό, παρὰ τὸ ὅτι τυχὸν οἱ πλούσιοι φρονοῦν ὅτι τὰ πάντα ὑποχωροῦν μπροστὰ στὰ χρήματά τους καὶ ὅτι θέλουν νὰ ὑπάρχῃ χάριν τοῦ ἑαυτοῦ τους (αὐτόνομος) ὁ νόμος τῆς ἀγορᾶς. Ραντίζει τὶς μυρωδιές της ἡ ἐπιθυμία, ἐπειδὴ δὲν ἔχει τὴν εὐωδίαν τοῦ Χριστοῦ, ἐπιδεικνύει θησαυρούς, ὑπόσχεται βασίλεια, καὶ ἔρωτες ἀδιάλειπτους, ἐπαγγέλεται μὴ ἀνιχνεύσιμες παλλακεῖες, πειθαρχίες χωρὶς παιδαγωγόν, λόγους χωρὶς ὑποβολέα, ζωὴν χωρὶς μέριμναν, ἁπαλὸν ὕπνον, ἀκόρεστον ἐπιθυμίαν. Εἶπεν: "ἀπεπλάνησεν αὐτὸν μὲ πολλὰ λόγια καὶ μὲ τὰ δίκτυα τῶν χειλέων της τὸν ἐξώκειλεν• αὐτὸς δὲν τὴν ἠκολούθησεν καὶ ἐξηπατήθη" (αὐτόθι 21).
Ἦταν στιλπνὴ ἡ αὐλὴ ἀπὸ βασιλικὴν πολυτέλειαν λάμπουσα ἀπὸ τορνευτὰ τοιχώματα καὶ τὸ ὑγρὸν ἔδαφος οἶνον ἔρρεεν. Ἐφλέγετο ἀπ' τὸ (καυτὸ) λίπος τὸ χῶμα συγκεκαλυμμένο μὲ ἀγκάθια ψαριῶν καὶ ὀλισθηρόν ἀπὸ μαραμένα ἄνθη. Ἐκεῖ θόρυβος ἐμπόρων, ἐκεῖ γελώντων καγχασμὸς καὶ ἀσελγούντων κρότος, ὅλα (αὐτὰ) συγκεχυμένα, (καὶ) τίποτε κατὰ τὴν φυσικήν του τάξιν.
Χορεύτριες κουρεμένες, καὶ βοστρυχοῦσες κόμην παιδιοῦ, ὡμότητα εὐωχουμένων, ἐρευγμὸς ἐσθιόντων, δίψα μεθυόντων, χθεσινὴ κραιπάλη, σημερινὴ μέθη, γεμάτη ἐμετοὺς αὐτῶν ποὺ ἔπιναν πόματα μείζονος δυσωσμίας μέθης, παρὰ ἐὰν ἐφλέγονταν μόνον πιὸ πρόσφατα κρασιά. Ἡ ἴδια ἱσταμένη ἐν τῷ μέσῳ: Πιέστε, εἶπεν, κι' ἄς μεθύσωμεν, γιὰ νὰ πέσῃ ὁ οἱοσδήποτε καὶ νὰ μὴ ἐγερθῇ.
Ἐκεῖνος κοντά μου εἶναι πρῶτος, ὁ πιὸ ἀπωλεσμένος ἀπ' ὅλους. Ἐκεῖνος εἶναι δικός μου, ὅποιος δὲν εἶναι δικός του. Ἐκεῖνος ἔχει μεγαλύτερη χάριν ἐνώπιόν μου, ὅποιος εἶναι φαυλότερος εἰς ἑαυτόν. Χρυσοῦς κάλυξ τῆς Βαβυλῶνος εἰς τὸ χέρι μου μεθύων πᾶσαν τὴν γῆν, ἀπὸ τὸν οἶνον μου θὰ πιοῦν ὅλα τὰ ἔθνη. Ὅποιος, λοιπόν, ἀνοητότερος, (αὐτός) καὶ ἀντιτίθεται σὲ μένα καὶ προλαμβάνω λέγουσα εἰς τοὺς ἐνδεεῖς σοφίας: Γλυκέως χρήσασθε ἐγκρυφίων καὶ ὕδωρ γλυκύτερον λαύρᾳ πίετε. Φάγωμεν, πίωμεν. Διότι αὔριον ἀποθανούμεθα. "Καὶ παρελεύσεται ὁ βίος ἡμῶν ὡς ἴχνη νεφέλης καὶ ὡς ὀμίχλη διασκεδασθήσεται. Ἐλᾶτε, λοιπόν, ἄς ἀπολαύσωμεν ὅσα εἶναι καλὰ καὶ ἄς χρησιμοποιήσουμε τὴ δημιουργίαν ὅπως στὴ νεότητα ταχέως: ἄς πλησθῶμεν οἴνου πολυτελοῦς καὶ μύρων καὶ ἄς μὴ μᾶς παρατρέξῃ ἄνθος ἀέρος. Ἄς στεφανωθοῦμε μὲ ῥόδα πρὶν αὐτὰ μαραθοῦν. Μηδεὶς ἄς εἶναι ἄμοιρος τῆς ἡμετέρας ἀγερωχίας. Παντοῦ ἄς ἀφίσουμε σύμβολα τῆς χαρᾶς" (Σοφ. Σολ. β', 3-8). Ὅλ' αὐτὰ ἐγκαταλείπονται, τίποτα κανεὶς μαζί του δὲν θὰ φέρῃ, ειμὴ ὅ,τι ἀνήκει στὴν ἐπιθυμίαν τῆς σάρκας. Καὶ τέλος ἐγὼ αὐτὴν τὴν φιλοσοφίαν υἱοθέτησα• οὔτε ὑπάρχει ἄλλη πλέον σεβάσμια, παρὰ ἐκείνη ἡ ὁποία διαβεβαιώνει ὡς καλὸν ὅ,τι εἶναι τερπνὸν καὶ γλυκύν. Λοιπόν εἴτε στὴ φιλοσοφίαν, εἴτε στὴν Σοφία τοῦ Σολομῶντος νὰ πιστεύετε.
Κεφάλαιον Ε'
Ταραχθέντος (τοῦ σώματος) ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας, ἡ ἀρετὴ συμβουλεύει τὰ ὑγιέστερα (δηλαδὴ) τίνι τρόπῳ πρέπει νὰ διδάσκει ἀπὸ ποιὸ πρέπει νὰ ἐπιζητῇ (ἀπαιτῇ) ἀκόμη καὶ κοσμικὰ (πράγματα), ἄν καὶ αὐτὰ στοὺς ἀδόκιμους εἶναι ἐπιβλαβῆ: προσκαλεῖ εἰς συμπόσιον τῆς σοφίας καὶ φανερώνει σὲ τὶ ἡ οἰνοποσία διαφέρει ἀπὸ τὴν μέθην• καὶ λοιπὸν δηλώνει τὰ κακὰ τῆς πλεονεξίας.
15. Τούτων ἀκουσθέντων, ὡς ἔλαφος τοξευθεῖσα εἰς τὸ ἦπαρ, κρύπτεται τραυματισμένη. Αὐτὴν οἰκτίρουσα ἡ ἀρετὴ καὶ βλέπουσα ὅτι ταχέως θὰ πέσῃ (νεκρὰ), ἀπροσδοκήτως συντρέχει, φοβισμένη, μήπως μὲ τὴν ἀναβολὴ (τῆς ἐπέμβασης) ὁ ἀνθρώπινος νοῦς συλληφθῇ δελεασθεὶς νὰ διασκεδάζῃ (μὲ τὸ θέαμα τῆς ἐλάφου).
Ἐνώπιόν σου ἐφανερώθην, εἶπεν, ἐνῶ (ἀκόμη) δὲν μὲ ζητοῦσες. Ἄς μὴ σὲ ἐξαπατᾶ σὰν ἀσύνετος καὶ ἄς μὴ σὲ περιτριγυρίζει γυναίκα ἀχαλίνωτη καὶ ἀσελγής, ἡ ὁποία δὲν ξέρει τὶ θὰ πῇ αἰδώς: (ἡ τοιαύτη γυναίκα) κάθεται στὶς πύλες τῆς οἰκίας σὲ φορεῖον, φανερὰ προκαλῶντας στὶς πλατεῖες τοὺς περαστικούς (Παρ. θ',15). Τώρα, λοιπόν, υἱέ (μου) ἄκουσέ με, πρόσεχε τὰ λόγια τοῦ στόματός μου. Ἄς μὴ παρεκκλίνῃ εἰς τὰς ὁδούς της ἡ καρδιά σου. Διότι (ἡ γυναῖκα) αὐτὴ ἀφοῦ τραυμάτισεν πολλοὺς τοὺς ἔῥῤιξεν κάτω καὶ ἀναρίθμητοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐκείνη ἐφόνευσεν. Ὁ οἶκος της εἶναι δρόμοι τοῦ Ἅδου, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν εἰς ταμεῖα θανάτου" (Παρ. ζ', 24-27). "Περίελε οὖν σεαυτοῦ σκολιὸν στόμα καὶ ἄδικα χείλη μακρὰν ἀπὸ σοῦ ἄπωσαι. Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν" (Παρ. δ', 24-25). "Μὴ πρόσεχε φαύλῃ γυναικί" (Παρ. ε',3).
Διότι μέλι θὰ στάξουν τὰ χείλη τῆς πορνικῆς γυναῖκας, ποὺ πρὸς καιρὸν αὐτὸ τὸ μέλι ἀλείφει τὸν φάρυγγά σου, μετὰ ταῦτα ὅμως θὰ τὸ εὕρης πικρότερον καὶ ἀπὸ τὴ χολὴν. Ἡ ἡμέρα ταχύτερον μὲ κατέβαλεν παρὰ νὰ ἐκθέτω τὰ ἐλαττώματά της, τὰ ὁποῖα ὅμως εἰς τὰς Παροιμίας διὰ τοῦ στόματος τῆς Σοφίας περιγράφονται καὶ διατυπώνονται (Παρ. στ', 24 καὶ ἑξῆς). Ἄς μὴ σὲ νικᾶ ἡ ἐπιθυμία τῆς μορφῆς. Εἶναι πορνική, ἀλειμμένη μὲ δόλον, οὐδέποτε λάμπουσα μὲ ἀληθινὸν καὶ εἰλικρινῆ διάκοσμον. Οὔτε νὰ αἰχμαλωτισθῇς ἀπὸ τὰ μάτια (της). Διότι αὐτὰ εἶναι δίκτυα ἁπλωμένα γύρω-γύρω. Νὰ εἶσαι μᾶλλον ὅμοιος ἐκείνου καὶ νὰ ἀκολουθῇς ἐκεῖνον ποὺ πηδάει πάνω ἀπὸ βουνά, καὶ ὑπερβαίνει λόφους, προσβλέπων διὰ τῶν παραθύρων, ἐξέχων ὑπεράνω τῶν δικτύων (Ἆσμ. Ἀσμ. β',8-9). Πολλὰ εἶναι τὰ δεσμὰ τῆς ἐπιθυμίας. Εὐφραίνει ὀφθαλμούς, ἐνῃδύνει ὦτα, ἀλλὰ τὸν νοῦν τὸν ῥυπαίνει: πολλὰ ψεύδη λέγει, προσδένει στοὺς λόγους ψευδολογήματα, ὑποβιβάζει τὰ ἀληθῆ, ὑπόσχεται χρήματα, προσφέρει χρυσόν: ἀλλ' ἀφαιρεῖ τὴν πειθαρχίαν (Παρ. η',10). Σὺ ὅμως μᾶλλον νὰ λαμβάνῃς τὴν πειθαρχίαν, παρὰ τὰ χρήματα• καὶ τὴν ἐπιστήμην ὑπὲρ χρυσὸν δοκιμασμένον. Διότι εἶναι καλλίτερη ἀπὸ πολύτιμους λίθους (Παρ. γ',10 καὶ ἑξῆς). Δὲν θὰ σοῦ ἀπακρύψω ὅσα ὕψιστά της φέρονται γιὰ νὰ μὴ φανῷ ὅτι ἀπενεργοποιῶ ὅσα ἀπαρέσκουν στὴν ἐπιθυμίαν καὶ ὅτι ἀμαυρώνω ὅσα ἀρέσουν. Διότι ἀνυψώνει καὶ ἐξαίρει τὸν νοῦν μὲ πειστικὰ λόγια, δείχνει ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς, λέγοντας: Ὅλα αὐτὰ θὰ σοῦ τὰ δώσω, ἐὰν προσκυνήσας μὲ λατρεύσῃς. Ὅπου ἐσὺ πρόσεχε μὴ αἰχμαλωτισθῆς ἀπὸ τὰ ἐφήμερα καὶ ὄχι σταθερά, ἐκ τῶν ὁποίων προέρχεται μεγάλος ὁ πειρασμός.
16. Σὲ ἐδίδαξεν βέβαια ὁ Κύριος Ἰησοῦς τίνι τρόπῳ νὰ ἀντιστέκεσαι σ' αὐτοὺς τοὺς πειρασμούς. Εἶχε ἁπλώσει ὁ διάβολος τὴν πρώτη παγίδα τῆς λαιμαργίας, λέγων: Ἄν εἶσαι γυιὸς τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ εἰς αὐτὴν τὴν πέτρα νὰ γίνῃ ἄρτος (Ματθ. δ',3). Ἀπήντησε (δὲ) ὁ Κύριος: Δὲν ζῆ ὁ ἄνθρωπος μὲ μόνο τὸ ψωμί, ἀλλὰ μὲ πάντα λόγον τοῦ Θεοῦ (αὐτόθι 4). Τὴν παγίδα διέλυσε (λοιπὸν) μ' αὐτὸν τὸ λόγον. Ἔβαλε πάλιν ὁ διάβολος δεύτερη παγίδα ἀλαζονείας, ἡ ὁποία ἀκόμη καὶ τὸν ἀγαθὸν νοῦν κάνει νὰ ἀνιᾷ: Καὶ ὡδήγησεν αὐτόν, εἶπεν, εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν στήνει ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ εἶπεν: Ἐὰν εἶσαι γυιὸς τοῦ Θεοῦ ῥίψε τὸν ἑαυτόν σου ἀπὸ δῶ (πάνω). Διότι εἶναι γραμμένον ὅτι στοὺς ἀγγέλους του θὰ δώσῃ ἐντολὴν περὶ σοῦ, νὰ σὲ διαφυλάξουν• πάνω στὰ χέρια τους θὰ σὲ ὑψώσουν, γιὰ νὰ μὴ σκοντάψῃ τὸ πόδι σου σὲ πέτρα" (Αὐτόθι 5). Ὅθεν ἄν καὶ ἠδύνατο χωρὶς νὰ βάλῃ τὸν ἑαυτόν του σὲ κανένα κίνδυνο, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, εἰς τὸν ὁποῖον προσπίπτουν οὐράνιαι δυνάμεις, ὅμως γιὰ νὰ μὴ δείξῃ ἀλαζονείαν ἀπήντησε στὸ διάβολον: Δὲν θὰ ἐκπειράσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου (Αὐτόθι 7). Πάλιν μᾶς δίδαξεν νὰ προσέχωμεν ὥστε νὰ μὴ ἐκτελῶμεν τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ διαβόλου. Ἄν λοιπὸν ὄντως ἡ ἀλαζονεία εἶναι ἀποφευκτέα, πόσον μᾶλλον θὰ πρέπει κανεὶς νὰ μὴ ἐπιδεικνύει τὰ ψευδῆ ὡς ἀληθῆ; Τρίτη παγίδα ὑπολείπεται ἡ τῆς πλεονεξίας καὶ τῆς φιλοδοξίας. Τοῦ ἔδειξε σὲ κλάσμα δευτερολέπτου ἀφοῦ τὸν ἔφερε πάνω σ' ἕνα βουνὸ ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς (αὐτόθι 8). Σὲ κλάσμα δὲ δευτερολέπτου (γιατί;), διότι αὐτὰ ἀδυνατοῦν νὰ διαρκέσουν. Πρὸς στιγμὴν θεαθέντα, καὶ ἀμέσως παρέρχονται.
Ὅθεν ὅσοι τὰ ἀκολουθοῦν, βλέπουν τοὺς ἑαυτούς των πάνω σὲ ἕνα βουνό: ἀλλ' ὅμως δὲν εἶναι διαρκείας, ὅπως ἔχεις τὸ γεγραμμένον (ποὺ λέγει): "Εἶδα τὸν ἀσεβῆ ὑψούμενον καὶ αἰρόμενον πάνω ἀπὸ τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου, καὶ παρῆλθον καὶ ἰδοὺ δὲν ἦτο (ἐκεῖ)" (Ψαλ. λστ', 35). Ἀλλ' αὐτὸς ποὺ κάνει τὰ ἀκραῖα ἔργα, φαίνεται νὰ λατρεύῃ τὸν διάβολον, αὐτοῦ θεὸς εἶναι ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα του (ἔγκειται) εἰς τὰ αἰσχρά. Ἐσὺ ὅμως ζήτει τὴν δόξαν εἰς τὸ Θεόν, ποὺ σοῦ λέγει: Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτὸν μόνο θὰ λατρεύσῃς (Ματθ. δ',10) ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ λάβῃς τὰ αἰώνια κι ὄχι τὰ πρόσκαιρα.
17. Ἐὰν ὅμως αὐτὸν ἀκόμη καὶ αὐτὰ εὐφραίνουν, μετριότερον ἀπαιτοῦνται παρ' αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἀληθινὴ πηγὴ ὅλων. Διότι καὶ αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ ἰδιωτικὰ τὰ ὁποῖα θεωρεῖται ὅτι ἔχει ὑπὸ τὴν κατοχήν του ὁ διάβολος, εἶναι ἀλλότρια, ὅπως εἶπεν ὁ ἴδιος: "Θὰ σοῦ δώσω ὅλην τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν δόξαν τους, διότι σὲ μένα ἔχουν δοθῇ" (Αὐτόθι 9). Ἀπ' αὐτὸ λοιπὸν νὰ ἐλπίζῃς, ἄν καὶ δὲν πρέπει νὰ ζητᾶμε μακρὰν πορείαν ἀπὸ βραχεῖαν ζωήν• ἀλλὰ νὰ ἐλπίζῃς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔκτισε γενικὸ δημιούργημα, ὁ ὁποῖος αὐτὰ πρὸς καιρὸν παρέδωσεν εἰς τὸ διάβολον, ὄχι γιὰ νὰ κατέχῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ πειράζῃ. Διότι δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ στεφάνι χωρὶς ἀγῶνα. Οἱ δόκιμοι θὰ ἦσαν ἀβέβαιοι, ἵνα οἱ δίκαιοι στεφανωθοῦν.
18. Ὅθεν ἔδωσεν στὸ διάβολον αὐτά, διότι εἰς αὐτοὺς τοὺς ἰδίους ὑπάρχει ἡ ποινὴ τοῦ ἀποδεχομένου αὐτὰ ἐὰν ἀγνοῇ νὰ τὰ χρησιμοποιῇ. Διότι τὶ εἶναι ὁ θησαυρὸς στὸν ἄσωτον, παρὰ ἀνάληψις ἀσελγείας; Ὅθεν ὄχι ὁ ἀσελγής, ἀλλὰ ὁ σώφρων ἐπιδοκιμάζεται. Καὶ γι' αὐτὸ ὡς πρὸς τὴν κοιλίαν νὰ χρησιμοποιῇς μὲ σύνεσιν αὐτὰ ποὺ σοῦ παρατίθενται, ἵνα μὴ ἐπειδὴ τρώγεις πολύ, γίνῃς μισητός. "Διότι ἀϋπνίες καὶ βαρειὲς ἐνοχλήσεις (βασανίζουν) τὸν πολυφαγᾶ" (Ἐκκλ. λα',25). Καὶ κατωτέρω: "Ἐὰν καταναγκασθῆς νὰ φᾶς σὲ συμπόσιο σήκω κάνε ἐμετὸ καὶ θὰ ἀνακουφισθῇς καὶ δὲν θὰ ἐπιφέρῃς εἰς τὸ σῶμα σου ἀσθένειαν." (Αὐτόθι 25). Ὅθεν πλείστους ἐφόνευσεν ἡ λαιμαργία, οὐδένα ἡ λιτότης. Ἀναρίθμητους ὁ οἶνος ἔβλαψεν, οὐδένα ἡ φειδὼ καὶ τὸ μέτρον. Πλεῖστοι κατὰ τὴ διάρκειαν εὐτυχιῶν παρέδωσαν τὴν ψυχήν τους καὶ γέμισαν τὰ τραπέζια μὲ τὸ δικό τους αἷμα. Σ' ἄλλους ἡ δυσπεψία ἥρπασεν τὴν φωνὴν καὶ τὴν αἴσθησιν: Καὶ ἐὰν σὲ μερικοὺς ἡ δυσπεψία δὲν ἔβλαψεν, τοὺς ἐρείπωσεν ὅμως ἡ μέθη. Διότι ἄλλους ἡ μέθη ὁδήγησεν στὸ ἔγκλημα. Ἄν καὶ ἡ ἴδια ἀποτελεῖ ἔγκλημα, ἄλλους ὁδήγησεν σὲ ἔνδειαν. Τέλος ἄκου ποιοὺς ἀποκλείει ὁ Χριστὸς: Ὅταν μπῆκε, εἶπεν, ὁ οἰκοδεσπότης καὶ ἔκλεισαν οἱ θύρες καὶ ἀρχίζετε νὰ στέκεσθε στὶς πόρτες καὶ νὰ τὶς σπρώχνετε λέγοντας: Ἄνοιξέ μας. Καὶ ἀπαντῶν θὰ εἴπῃ: Δὲν γνωρίζω πόθεν εἶσθε, φύγετε ἀπὸ μένα, πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν. Τότε θὰ ἀρχίσετε νὰ λέτε: Φάγαμε ἐνώπιόν σου καὶ ἤπιαμε καὶ στὶς πλατεῖες μας μᾶς δίδαξες. Καὶ θὰ σᾶς πῇ: οὐκ οἶδα πόθεν ἐστέ (Λουκ. ιγ', 25-27). Ἄκουσες τὶ εἶπεν περὶ τῶν ἐσθιόντων. Ἄκου τὶ περὶ τῶν νηστευόντων λέγει: Μακάριοι οἱ νῦν πεινῶντες καὶ διψῶντες διότι θὰ χορτασθοῦν" (Λουκ. στ',21). Καὶ κατωτέρω: "Οὐαὶ ὑμῖν ὅσοι εἶσθε χορτᾶτοι, διότι θὰ πεινάσητε" (Αὐτόθι, 25).
19. Ἀλλ' ἀμέτρως νὰ τρώῃ κανείς, ἄμετρα νὰ πίνῃ; "Ἔλα πρὸς τὸ συμπόσιον τῆς σοφίας, ἡ ὁποία καλεῖ τοὺς πάντες μετὰ μεγάλου κηρύγματος, λέγουσα: Ἔλθετε καὶ φάγετε τοὺς ἄρτους μου καὶ πιῆτε τὸν οἶνον ποὺ σᾶς κέρασα (Παρ. θ',5). Ἄς εὐφραίνουν τὰ ᾄσματα ποὺ τὸν εὐωχούμενον διασκεδάζουν. Ἄκουε τὴν νουθετοῦσαν, ἄκουε τὴν ἄδουσαν Ἐκκλησίαν ὄχι μόνον ἐν ᾄσμασιν, ἀλλὰ καὶ ἐν ᾄσμασιν ᾀσμάτων: Φάτε, οἱ ἐγγύς μου, καὶ πιέστε καὶ μεθύστε οἱ πατέρες μου (ᾎσμ. ᾈσμ.-ε',1). Ἀλλ' αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ οἰνοποσία καθιστᾷ τὸν ἄνθρωπον νηφάλιον: αὐτὴ ἡ οἰνοποσία φέρει χάριν, ὄχι μέθην. Γεννᾶ τὴ χαράν, ὄχι τὴν παραφορὰν τῆς γλώσσας. Δὲν θὰ φοβηθῇς μήπως εἰς τὸ συμπόσιον τῆς Ἐκκλησίας εἴτε χαριτωμένες ὀσμές του, εἴτε γλυκὲς τροφές, εἴτε διάφορα ποτά, εἴτε εὐγενεῖς συμποσιαστὲς ἀπουσιάζουν, εἴτε εὐπρεπεῖς ὑπηρέτες. Τὶ τὸ εὐγενέστερον τοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἐν τῷ συμποσίῳ τῆς Ἐκκλησίας καὶ διακονεῖ καὶ διακονεῖται; Σύναπτε τὸν ἑαυτόν σου στὸ πλευρὸν αὐτοῦ τοῦ ἀνακλινόμενου συμποσιαστοῦ καὶ σύνδεσε τὸν ἑαυτόν σου μὲ τὸ Θεόν: μὴ σιχαθῇς τὴν τράπεζαν ποὺ ὁ Χριστὸς ἐκλέγει, λέγων: "Εἰσῆλθον εἰς κῆπον μου, ἀδελφή μου νύμφη, ἐτρύγησα σμύρναν μου μετὰ ἀρωμάτων μου, ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μέλιτός μου, ἔπιον οἶνον μετὰ γάλακτός μου" (Αὐτόθι 1). Ἐν τῷ κήπῳ τοὐτέστιν ἐν τῷ παραδείσῳ, βρίσκεται τὸ συμπόσιον τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἦταν ὁ Ἀδάμ πρὶν διαπράξῃ τὸ ἁμάρτημα. Ἐδῶ ἀνεκλίνετο ἡ Εὔα πρὶν κάνῃ τὴν ἁμαρτίαν καὶ πρὶν γεννήσῃ. Ἐδῶ θὰ τρυγήσῃς μύρραν, δηλαδὴ τὸν τάφον τοῦ Χριστοῦ• ἵνα συνταφεὶς μετ' ἐκείνου διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸ θάνατον, ὅπως ἐκεῖνος ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, καὶ σὺ ἐγερθῇς. Ἐδῶ θὰ φάγῃς τὸν ἄρτον, ὁ ὁποῖος στερεώνει τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ γευθῇς μέλι, μὲ τὸ ὁποῖον γλυκαίνεται ἡ ὀδὸς τοῦ φάρυγγος. Οἶνον πίνεις μετὰ γάλακτος δηλαδὴ μετὰ λάμψεως καὶ εἰλικρινείας: εἴτε αὐτὸ ποὺ εἶναι καθαρὴ ἁπλότητα• εἴτε αύτὸ ποὺ εἶναι ἄσπιλη χάρις, ποὺ λαμβάνεται εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν: εἴτε αὐτὸ τὸ ὁποῖον διὰ τῶν μαστῶν τῆς παρηγορίας της τὰ βρέφη γαλακτοτροφεῖ• ἵνα ἀπογαλακτισμένοι ἐν ταῖς ἡδοναῖς, εἰς πληρότητα τελείας ἡλικίας νεάζῃ. Διαδέχου λοιπὸν εἰς αὐτὸ τὸ συμπόσιον. Ἆράγε φοβεῖσαι μήπως πιὸ στενόχωρη οἰκία καὶ βραχὺς τόπος συμποσίου σὲ συνθλίβει; Ὦ Ἰσραήλ, πόσον μέγας εἶναι ὁ οἶκος τοῦ Κυρίου καὶ τεράστιος ὁ τόπος τῆς κατοχῆς του! Μέγας, καὶ μὴ ἔχων τέλος, ὑψηλὸς καὶ τεράστιος (Βαρούχ γ', 24,25). Ἐδῶ ἦσαν οἱ γίγαντες ἐκεῖνοι, ποὺ ἀπ' ἀρχῆς ὑπῆρξαν ἀναστήματος γιγαντιαίου ἐπιστήμονες τῆς μάχης. Δὲν τοὺς ἐξέλεξεν ὁ Κύριος καὶ εὐτυχῶς, διότι αὐτοὶ γνώριζαν τὴ μάχην ὄχι τὴν εἰρήνην. Καὶ γι' αὐτὸ ἐσὺ τὴν εἰρήνην νὰ μαθαίνῃς, γιὰ νὰ ἐκλεγῇς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ θεωρεῖς ἀνυπολόγιστον τὸ μέγεθος τοῦ οἴκου καὶ σὲ δελεάζουν τὰ διάφορα ὑποστηλώματα: ἡ σοφία ὠκοδόμησεν γιὰ τὸν ἑαυτόν της οἶκον, ὑπῄρεσεν στήλους ἑπτά. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀναφέρει ὅτι ὑπάρχουν πολλαὶ μοναὶ παρὰ τῷ Πατρί του (Ἰω. ιδ',2). Σ' αὐτὸν λοιπὸν τὸν οἶκον θὰ ἐντρυφήσῃς τὶς τροφὲς τῆς ψυχῆς καὶ τὰ ποτὰ τοῦ νοός: γιὰ νὰ μὴ πεινᾶς μετά, οὔτε νὰ διψάσῃς ποτέ. Διότι ὅποιος τρώγει, τρώγει μετὰ κορεσμοῦ: καὶ ὅποιος πίνει, πίνει μέχρι μέθης.
20. Ἀλλ' αὐτὴ ἡ μέθη εἶναι φρουρὸς τῆς αἰδοῦς: ἐκείνη ἡ μέθη τοῦ κρασιοῦ ἔναυσμα ἡδονῆς• ποὺ τὰ ἐσώτερα σπλάχνα ἀτμίζουν διὰ τῆς σαρκός, ποὺ πνεῦμα πυρπολεῖ, καὶ ἡ ψυχὴ ἐκκαίει.
Ἡ ἡδονὴ εἶναι ἄγριο ἔναυσμα ἐγκλημάτων καὶ ποτὲ δὲν ἀνέχεται νὰ μένῃ ὁ ζῆλος τῆς ἀνάπαυσης: νύκτωρ ζέει, καθ' ἡμέραν ἀσθμαίνει, ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγείρεται, ἀπὸ τῆς ἐργασίας ἀπομακρύνεται, ἀπὸ τῆς λογικῆς ἀνακαλεῖται, ἀφαιρεῖ τὴν καλὴν συμβουλήν, ἀνησυχεῖ τοὺς ἐραστάς, τοὺς πεπτωκότας ἐγκλίνει , τοὺς ἁγνοὺς ἐνεδρεύει, διὰ τῆς κατοχῆς ἐρεθίζει, διὰ τῆς χρήσεως παροξύνει.
Οὐδεὶς ἄλλος τρόπος τοῦ ἁμαρτάνειν, καὶ ἀκόρεστος διψάει τὰ ἀνοσιουργήματα, παρὰ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ σβύσῃ μὲ τὸ θάνατον τοῦ ἐραστοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος λέγει: "Φεύγετε τὴν πορνείαν (Α' Κορ. στ',18): γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ξεφύγουμε σὰν μὲ ταχεῖαν φυγὴν τὴν αὐστηρότητα μανιώδους οἰκοδέσποινας, καὶ νὰ ἐξέλθωμεν ἐκ τῆς βδελυρᾶς δουλείας.
21. Τὶ δηλαδὴ νὰ εἴπω διά τὴν ἁπληστίαν, τὴν ἀνικανοποίητον ἐπιθυμίαν χρημάτων καὶ κάποιαν ἡδονὴν τοῦ ἀέρος, ἡ ὁποία ἀπὸ ὅποιον ἀφαιρέσει περισσότερα, ἀπ' ἐκεῖνον πιστεύει τὸν ἑαυτόν της ὅτι εἶναι ἡ πιὸ ἐνδεὴς: Ἄπληστη γιὰ ὅλα, εὐτελὴς εἰς ἑαυτήν, ἐνδεὴς καὶ μὲ τὰ μέγιστα πλούτη, συναισθηματικὰ ἀποβάλλει αὐτὸ εἰς τὸ ὁποῖον μὲ τὴν λογιστικὴν ἀφθονεῖ. Οὐδεὶς τρόπος ἁρπαγῆς, ὅπου οὐδὲν μέτρον ἐπιθυμίας. Ἔτσι φλέγει τὴν ψυχὴν, ἔτσι μὲ τὸ πῦρ της βόσκει αὐτόν, ἵνα ἀπ' αὐτὸν τὸν τόπον ἀπουσιάζῃ, διότι ἐκείνη εἶναι πορνικῆς μορφῆς, ἡ ἴδια στὶς στεριές. Σείει τὰ στοιχεῖα, αὐλακώνει τὴ θάλασσαν, ἀνασκάπτει τὴ γῆ, τὸν οὐρανόν τὸν καταπονεῖ μὲ τὰ τάματα, δὲν εἶναι εὐχαριστημένη οὔτε μὲ τὴν αἰθρίαν οὔτε μὲ τὴν συννεφιάν, καταδικάζει τὶς ἐτήσιες προσόδους, τὰ γεννήματα τῆς γῆς τὰ μέμφεται.
Ἀλλ' αὐτὴ εἶναι ἀρρώστεια τῆς ψυχῆς καὶ ὄχι ὑγεία. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Ἐκκλησιαστὴς λέγει: "Ὑπάρχει κακὸν θλιβερόν, τὸ ὁποῖον εἶδεν ὑπὸ τὸν ἥλιον• πλοῦτος φυλαττόμενος ὑπὸ τοῦ ἔχοντος αὐτὸν πρὸς βλάβην αὑτοῦ" (Ἐκκλ. ε', 13). Καὶ ἀνωτέρω: "Ὁ ἀγαπῶν τὸ ἀργύριον, δὲν θὰ κορεσθῇ ἀργυρίου" (αὐτόθι 10). Καὶ "Δὲν ὑπάρχει τέλος τῆς ἀπόκτησής των" (Βαρ. γ',18). Ἐὰν ἐπιζητῆς θησαυρούς, ἀπόκτησε τοὺς ἀοράτους καὶ μυστικούς, τοὺς ἐν ὑψίστοις ἐν τῷ οὐρανῷ ὄχι ὅσους ζητεῖς εἰς τὰς φλέβας τῆς γῆς. Νὰ εἶσαι πτωχὸς στὸ πνεῦμα καὶ θὰ εἶσαι πλούσιος μὲ οἱονδήποτε ὑπολογισμόν. Διότι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔγκειται εἰς τὴν ἀφθονίαν τοῦ πλούτου, ἀλλ' ἐν τῇ ἀρετῇ καὶ τῇ πίστει. Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ πλούτη εἶναι ποὺ θὰ σὲ κάνουν ἀληθινὰ πλούσιον, ἐὰν εἶσαι πλούσιος ἐν Θεῷ.