Ἀγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων - "Περί τοῦ Κάϊν καὶ τοῦ Ἅβελ"

Λόγοι, διδαχές και παραινέσεις των Αγίων της Ορθοδοξίας μας προς διόρθωση της πορείας του βίου μας.

Moderator: inanm7

Ἀγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων - "Περί τοῦ Κάϊν καὶ τοῦ Ἅβελ"

Unread postby inanm7 » Fri Oct 08, 2021 1:25 pm

Τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων

"Περί τοῦ Κάϊν καὶ τοῦ Ἅβελ"

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

Βιβλίο πρῶτο

Κεφάλαιον Α'


Μετὰ μία βραχεῖαν ἀλλαγὴ θέματος ἀπὸ τὸ προηγούμενο βιβλίο σ' αὐτὸ ἐδῶ, (ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος) πραγματεύεται περὶ τῆς γεννήσεως τοῦ Κάϊν καὶ τοῦ Ἅβελ• καὶ μάλιστα δι' αὐτῶν ὅπως καὶ διὰ τοῦ Ἡσαῦ καὶ Ἰακώβ, δείχνεται ὅτι προδηλώνονται δύο τύποι ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς καὶ βιωτῆς ἀντιτιθέμενοι μεταξύ τους.


1. Εἰς τὰ προηγούμενα, ὅσον ἐξηρτᾶτο ἀπὸ ἐμᾶς, (δηλαδὴ) τὸ κατὰ δύναμιν, καὶ ὅσον ὁ Θεὸς ἔδωσεν καὶ μᾶς ἦλθεν (εἰς τὸ νοῦν) ἡ κατανόησις (τοῦ θέματος), διεξήλθαμεν περὶ τοῦ Παραδείσου. Σ' αὐτὰ (τὰ προηγούμενα) περιελήφθη ἡ πτῶσις τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας.
(Στὸ) παρὸν (θέμα μας) ἐπειδὴ ἐκείνη ἡ ἁμαρτία δὲν περιορίσθηκε στοὺς δράστες (της), ἀλλὰ -πρᾶγμα δεινότερον- βρῆκε χειρότερον κληρονόμον, ἄς ἐπιχειρήσωμεν τὴν ἀκόλουθην ἱστορικὴ διήγησιν καὶ μὲ τὴ δική μας προσπάθειαν ἄς παρακολουθήσωμεν ὅσα πρόσθετα (στοιχεῖα) κατὰ τὰς θείας Γραφὰς ὑπάρχουν.
2. Ὁ Ἀδὰμ λοιπὸν ἔγνω τὴν Εὔαν τὴ γυναῖκα του, ἡ ὁποία συνέλαβε καὶ ἐγέννησε τὸν Κάϊν καὶ εἶπεν: Ἀπέκτησα ἄνθρωπον διὰ τοῦ Θεοῦ" (Γεν. δ', 1). Ὅσα ἀποκτοῦμε , κι ὅταν τὰ ἀποκτῶμεν ἔκ τινος, ἢ ὑπὸ τινος ἢ καὶ διὰ τινος, πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὅτι: (τὰ) ἔκ τινος (τὰ ἀποκτοῦμεν) σὰν ἀπὸ (κάποιαν) ὕλην• τὰ "ὑπὸ τινὸς" δηλοῖ τὸν ποιητὴν καὶ αἴτιον• τὰ δὲ "διά τινος" τὰ ὡσὰν μέσῳ τινος ὀργάνου-μέσου.
Ἆράγε ἐδῶ λέγει ἔτσι "Ἀπέκτησα ἄνθρωπο διὰ τοῦ Θεοῦ", γιὰ νὰ νοήσῃς τὸ Θεὸν ὡς μέσον καὶ ὄργανον; Κάθε ἄλλο: ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐννοήσῃς τὸ Θεὸν ὡς αἴτιον καὶ ποιητήν. Ὅθεν μᾶλλον στὸ Θεὸν τὸ ἀπέδωσεν, ἐπειδὴ εἶπεν: Ἀπέκτησα ἄνθρωπο διὰ τοῦ Θεοῦ, ἵνα καὶ ἐμεῖς ὅταν ἀποκτῶμεν κάτι, εἴτε ὅλα τὰ ἀγαθὰ συμβάντα, ὀφείλομεν στὸ Θεὸ μᾶλλον νὰ τὰ ἀποδίδωμεν παρὰ νὰ τὰ σφετεριζώμεθα.
3. "Καὶ ἐπιπροσθέτως ἐγέννησεν (ἡ Εὔα) τὸν Ἅβελ" (Γεν. δ', 2). Ὅταν κάτι (νέον) προστίθεται, αἴρεται τὸ προηγούμενον. Καὶ τοῦτο ἀθροίζεται (εἴτε) ἐκ τῶν μερῶν τῆς ἀριθμητικῆς εἴτε ἐκ τῶν σκέψεων τῆς ψυχῆς: διότι προστιθεμένου ἑνὸς ἀριθμοῦ, προκύπτει ἄλλος ἀριθμός, ἐξαφανίζεται (δὲ) ὁ προηγούμενος: ἀλλὰ καὶ ὅταν ἔλθη καινούργια σκέψις, ἀποκλείει τὴν προηγούμενην. Λοιπὸν μὲ τὴν προσθήκην τοῦ Ἅβελ, αἴρεται ὁ Κάϊν. Αὐτὸ κατανοεῖται πληρέστερον διὰ τῆς ἑρμηνείας (τῆς σημασίας) τῶν ὀνομάτων (τους).
Διότι βέβαια ἡ ὀνομασία Κάϊν σημαίνει ἀπόκτησις, διότι αὐτὸς ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτόν του (τὰ) ἀποκτοῦσεν: ὁ Ἅβελ τὰ πάντα ἀποδίδει στὸ Θεὸν μὲ εὐλαβῆ προσοχὴ ἀφοσιωμένου νοῦ (στραμμένου πρὸς τὸ Θεόν), μὴ οἰκειοποιούμενος τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτὸν του, ὅπως ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του, ἀλλὰ ἀποδίδων στὸν δημιουργὸν πᾶν ὅ,τι εἶχε λάβει ἀπ' Αὐτόν.
4. Δύο, λοιπόν, τρόποι συμπεριφορᾶς καὶ ζωῆς ὑπάρχουν ὑπὸ τὸ ὄνομα τῶν δύο ἀδελφῶν ἀντιμαχόμενοι μεταξύ τους καὶ ἀντιτιθέμενοι πρὸς ἑαυτούς. Ἡ μία εἶναι ποὺ τὸ πᾶν (ἀποδίδει) εἰς τὸ νοῦν τοῦ ἀνθρώπου σὰν σὲ ἡγεμόνα καὶ σὰν σὲ κάποιον αἴτιον τῆς σκέψεως καὶ τῆς αἰσθήσεως καὶ πάσης κινήσεως• τοὐτέστιν ἐκείνη ποὺ ὅλες τὶς ἐπινοήσεις προσγράφει στὴν ἀνθρώπινην εὐφυῒαν. Ἡ ἄλλη εἶναι ἐκείνη ποὺ τὰ ἀποδίδει στὸ Θεὸν σὰν σὲ ποιητὴν καὶ δημιουργὸν πάντων καὶ ὑποτάσσει τὰ πάντα εἰς τὴν διακυβέρνησιν Αὐτοῦ σὰν πατρὸς καὶ κυβερνήτου. Ἡ προηγούμενη ἐκείνη δηλοῦται (μὲ τὸ ὄνομα) Κάϊν αὐτὴ ἡ δεύτερη ὀνομάζεται Ἅβελ. Αὐτὲς τὶς δύο συμπεριφορὲς μιὰ ψυχὴ ἔτεκεν• καὶ γι' αὐτὸ θεωροῦνται ἀδελφές διότι ἐκβλαστάνουν ἐκ μιᾶς μήτρας: εἶναι ὅμως ἀντιτιθέμενες (σὲ δύο αὐτὲς)• διότι πρέπει αὐτὲς ἀφοῦ ἐφύησαν μὲ κάποιον τοκετὸν τῆς ψυχῆς, νὰ διαιρεθοῦν καὶ νὰ χωρισθοῦν. Διότι οἱ ἀντιμαχόμενοι δὲν εἶναι δυνατὸν εἰς τὸ διηνεκὲς νὰ ἔχουν κοινὴν κατοικίαν. Τέλος (καὶ) ἡ Ῥεβέκκα, ἐπειδὴ δύο τύπους φύσεων τοῦ ἀνθρωπίνου χαρακτῆρος κυοφοροῦσεν, τὴν μίαν κακοῦ, καὶ τὴν ἄλλην καλοῦ. καὶ αὐτὲς τὶς αἰσθανόταν μέσα στὴ μήτρα της νὰ σκιρτοῦν (διότι ὁ Ἡσαῦ ἦταν ὁ τύπος τῆς κακότητος, ὁ Ἰακὼβ ἔφερεν τὴ μορφὴν τῆς ἀγαθότητος), εὑρισκομένη (ἡ Ῥεβέκκα) εἰς ἀπορίαν τὶ ἆράγε νὰ ἦταν ἐκεῖνο, ποὺ κάποιαν διχόνοιαν τοῦ ἐμβρύου ἐνέσπειρεν, συνεβουλεύθη τὸ Θεόν, γιὰ νὰ ἀπομακρύνῃ τὸ πάθος καὶ δώσῃ θεραπείαν. Ὅθεν εἰς τὴν παράκλησίν της ἐδόθη (ἀπὸ τὸ Θεὸν) ὡς ἀπάντησις. Δύο ἔθνη εὐρίσκονται ἐν τῇ μήτρα σου καὶ δύο λαοὶ θὰ ἐξέλθουν ἐκ τῆς κοιλίας σου (Γεν. κε', 23). Αὐτὸ ἄν τὸ ἀναφέρης εἰς τὴν ψυχήν, θὰ τὴν ἀντιληφθῆς τὴν ἰδίαν ὡς γεννήτριαν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἐπειδὴ ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς τῆς ψυχῆς ἀμφότερα ἐκπηγάζουν, ἀλλὰ συνήθως νηφάλιας καὶ ἀληθοῦς κρίσεως εἶναι τὸ ἑξῆς: ἵνα δηλαδὴ ἀποδοκιμασθέντος τοῦ κακοῦ αὐτὴ (ἡ ψυχή), προάγῃ καὶ ἐπιβεβαιώνῃ ὅ,τι εἶναι καλόν. Ἑπομένως, πρὶν ἢ γεννήσῃ αὐτὴ τὸ ἀγαθόν, δηλαδὴ τὴν ὀφειλομένην στὸ Θεὸν εὐλάβειαν, γιὰ νὰ ἀποδίδῃ τὸ πᾶν στὸν ἴδιον τὸν Θεόν, δὲν προτιμᾶ τὰ δικά της. Ἐπειδὴ γέννησε τὴν ἀποδιδομένην στὸ Θεὸν ἐξομολόγησιν, ἀποθέτει τὴν οἴησιν τῆς καρδιᾶς της. Προσθέτων λοιπὸν ὁ Θεὸς τὴν ἀγαθὴν ἀπόφασιν στὴν ψυχὴν τοῦ Ἅβελ, τοῦ ἀφῄρεσεν τὴ φαῦλην ἀπόφασιν τοῦ Κάϊν.

Κεφάλαιον Β'

Περὶ τοῦ ὅτι ἐν τῷ Κάϊν εἰκονίζονται οἱ Ἰουδαῖοι ἐν τῷ Ἅβελ οἱ Χριστιανοί. Ἐξ ἀφορμῆς αὐτοῦ προσυφαίνονται (εἰς τὴ διήγησιν) (καὶ) τινα περὶ τῶν πατέρων, καὶ κυρίως περὶ τῆς ταφῆς τοῦ Ἰσαάκ, διὰ τῆς ὁποίας δηλοῦται ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ Χριστοῦ καὶ (περὶ τῆς ταφῆς) τοῦ Μωϋσῆ, διὰ τῆς ὁποίας ἐκφράζεται τὸ δίδαγμα τοῦ ἰδίου. Τέλος συγκρίνονται μεταξύ τους ἡ ταφὴ τοῦ Μωϋσῆ καὶ ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ.


5. Ἐγὼ ὅμως σ' αὐτὸ τὸ χωρίο κατανοῶ, κατὰ τὴ γραφὴν, μᾶλλον τὸ μυστήριον τῶν δύο λαῶν, διότι ὁ Θεὸς διὰ τῆς προσθήκης στὴν Ἐκκλησίαν του τῆς πίστεως τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, ἀφήρεσεν τὴν κακοπιστίαν τοῦ παραβάτου λαοῦ, ἐπειδὴ βέβαια τὰ ἴδια τὰ λόγια φαίνονται νὰ σημαίνουν αὐτό, ὅταν ὁ Θεός λέγει: "Δύο ἔθνη εὑρίσκονται ἐν τῇ μήτρᾳ σου καὶ δύο λαοὶ θὰ ἐξέλθουν ἐκ τῆς κοιλίας σου" (Γεν. κε',23). Αὐτὴ ἡ ἀπεικόνισις τῆς Συναγωγῆς καὶ τῆς Ἐκκλησίας προεικονίσθηκεν, πρὶν σ' αὐτοὺς τοὺς δύο ἀδελφούς, τὸν Κάϊν καὶ τὸν Ἅβελ. Διὰ τοῦ Κάϊν νοεῖται ὁ ἀδελφοκτόνος λαὸς τῶν Ἰουδαίων, ὁ ὁποῖος ἐξέχεεν τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου του καὶ δημιουργοῦ του τοῦ καὶ ἐπὶ Μαρίας τῆς Παρθένου γεννηθέντος, ἵνα οὕτως εἴπω, ἀδελφοῦ (του).
Διὰ δὲ τοῦ Ἅβελ νοεῖται ὁ Χριστιανὸς ὁ προσκολλώμενος στὸ Θεόν, καθὼς λέγει καὶ ὁ Δαβίδ: "Ἀγαθὸν μοι ἔστι τὸ προσκολλᾶσθαι τῷ Θεῷ" (Ψαλ. οβ',28)• ἵνα συνυφαίνηται στὰ οὐράνια (πράγματα) καὶ ἀποκόπτηται τῶν γηΐνων. Καὶ ἀλλαχοῦ: "Ἐξέλιπεν, εἶπεν ἡ ψυχή μου εἰς τὸ λόγον σου" (Ψαλ. ριη', 81): διότι τὴν τάξιν καὶ χρῆσιν τοῦ ζῆν δὲν τὶς ἐπένδυσεν σὲ γήϊνες ἐπιθυμίες, ἀλλ' ἐν τῇ γνώσει τοῦ λόγου. Ἐξ αὐτοῦ γινώσκεται ὅτι δὲν ἐγράφη τυχαῖα, ἀλλὰ σκόπιμα καὶ ἐσκεμμένως αὐτὸ ποὺ διαβάζομεν στὰ βιβλία τῶν Βασιλειῶν: "Προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρας του (Γ' Βασ. β', 10). Δηλαδὴ δίδεται νὰ νοηθῇ ὅτι ὑπῆρξεν ὅμοιος τῶν πατέρων του στὴν πίστιν. Ὅθεν φανερώνει ὅτι δὲν ἀναφέρεται (ἁπλᾶ) εἰς τὴν ταφὴν τοῦ σώματος, ἀλλὰ (κυρίως) εἰς τὴν κοινωνίαν τῆς ζωῆς.
6. Τέλος περὶ τοῦ Ἰσαὰκ ἐγράφη ὄχι ἐπιπολαίως, ὅτι ποθῶν τὸ "εἶδος" τοῦ σώματος, τὸ ὁποῖον ἦτο συνδεδεμένο μὲ τὴν ψυχήν του, προσετέθη εἰς τὸ γένος του (Γεν. λε', 29)• διότι εἶχεν προσκολληθῆ στὰ ἔθιμα τοῦ πατρός του. Λέγει δὲ (ὅτι προσετέθη) σὲ ὡραῖον γένος, ὄχι σὲ λαόν, ὅπως ἀλλοῦ. Διότι διαβάζομεν εἰς ἄλλα ἐδάφια ὅτι (κάποιοι ἄλλοι) εἶχαν προστεθῇ εἰς τὸν λαόν τους, ἀλλ' αὐτοὶ ἐδῶ ὄχι τόσον ἐξέχοντες: Κρείττων δὲ ὅμως ὅστις ὑπῆρξεν τῶν ὀλιγίστων καὶ ὄχι τῶν πλείστων: πλείονες ἐν τῷ λαῷ του παρὰ ἐν τῷ γένει• καὶ ἐξοχώτερον φέρεται νὰ εἶναι ὅμοιος τῶν ὀλίγων, παρὰ τῶν πλείστων. Ὅποιος λοιπὸν εἶχε γεννηθῇ δι' ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ, ὅποιος ἐξελέγη πρὸς θυσίαν τῆς ἐπιδοκιμαστέας εὐσεβείας, ὅποιος εἶναι μιᾶς συζύγου (ἄνδρας), τοὐτέστιν, ἱκανοποιημένος ἐκ τῆς κοινωνίας μόνης τῆς σοφίας τοῦ ἀνωτέρου ἐκείνου γένους ποὺ εἶναι ἕνα καὶ πάντοτε ἁρμόζον στὸν ἑαυτόν του, ὄχι (δηλαδὴ) μιμητὴς τῆς χυδαιότητας τοῦ ὄχλου, οἰκοδομήθη διὰ τῆς μαρτυρίας τῆς θείας Γραφῆς.
Διότι βέβαια ὅπου κόπος, μάθησις, μελέτη, ἐκεῖ κοινοὶ μετὰ πλειόνων συνάθροισις, καὶ μιὰ κάποια λαϊκὴ συμμετοχή. Διότι ἐκ τῆς ἀκοῆς πολλοὶ ἀφορμῶνται, τοὺς ὁποίους ὀνόμασε λαόν. Ὅπου δὲ ὄχι δι' ἀνθρωπίνης παραδόσεως, ἀλλὰ δι' ἐπιδεξίας συλλογῆς ἄνευ προσφυγῆς στὸν κόπον ἀποκτᾶται ἡ μάθησις, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ ἀδιάφθορη εἰλικρίνεια τοῦ μεγαλοπρεποῦς γένους. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Ἰσαὰκ σὰν δῶρον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον πρὸς τὸ γένος, παρὰ πρὸς τὸ λαὸν ἀναγινώσκομεν (ὅτι) προσετέθη γιὰ νὰ τὸν ἀναγνωρίζῃς ὅτι εἶναι σπουδαῖος μιμητὴς τῶν θείων μᾶλλον παρὰ τῶν ἀνθρωπίνων (πραγμάτων).
7. Μακάριος καὶ ἐκεῖνος ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος ὑπερβαίνων τὰ εἴδη καὶ τὸ ἴδιον τὸ γένος, ἀξιώνεται νὰ ἀκούσῃ ὅ,τι ἐλέχθη πρὸς τὸ Μωϋσῆν, ὅταν (αὐτὸς) ἐχωρίζετο τοῦ λαοῦ: Ἐσὺ δὲ νὰ στέκεσαι μαζί μου (Δευτ. στ', 31)! Διότι ὅπως ὁ ἐν τῷ Ἰσαὰκ τύπος τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου ὑπερέβη μὲν τὴν συνήθειαν τῆς ἀνθρώπινης γενεᾶς τῶν ἀπογόνων, ἐνίκησεν δὲ τοὺς προγενεστέρους• ἔτσι ὥστε ἐν αὐτῷ ὑπερέχει ὄχι κάποια κοινὴ καὶ λαϊκὴ χάρις, ἀλλὰ εἰδικὴ προνομιοῦχος (τοιαύτη), ὅπως ἡ ἀνάγνωσις (τῆς Γραφῆς) διδάσκει: Διότι εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ εἰς τὸ σπέρμα του ἐλέχθησαν ἐπαγγελίαι• δὲν εἶπεν "καὶ εἰς τὰ σπέρματά του" σὰν σὲ πολλά, ἀλλὰ σὰν σὲ ἕνα, τοὐτέστιν στὸ σπέρμα σου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς" (Γαλ. γ',16): καὶ ἔτσι ἐν τῇ μορφῇ τοῦ ἐλευσομένου Διδασκάλου τοῦ Μωϋσῆ, ὁ ὁποῖος θὰ δίδασκε τὸ νόμον, προκηρύσσει τὸ Εὐαγγέλιον, ἐκπληρώνει τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, δίδει στοὺς λαοὺς οὐρανίαν τροφήν, ὑπερβάλλει τὴν ἀξίαν τῆς ἀνθρώπινης συνθήκης μέχρι τοῦ σημείου ὥστε νὰ δοθῇ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ἔχομεν γεγραμμένον, τοῦ Θεοῦ λέγοντος: Ἔθεσά σε εἰς Θεὸν τῷ Φαραῷ (Ἐξ. ζ', 1). Διότι καὶ νικητὴς ὅλων τῶν παθῶν, οὔτε καὶ αἰχμαλωτισθεὶς ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ δελεάσματα τοῦ αἰῶνος, αὐτὸς ποὺ περιέλαβεν ὅλην αὐτὴν ἐδῶ τὴν κατὰ τὸ σῶμα κατοικίαν διὰ καθαρότητος οὐρανίου συναναστροφῆς, κυβερνῶν τὸ νοῦν, τὴν σάρκα ὑποτάσσων, καὶ μὲ κάποια βασιλικὴν αὐθεντίαν τιμωρῶν, ἐκλήθη διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ τὴν ὁμοιότητά του διεμόρφωσεν τὸν ἑαυτόν του διὰ πλούτου τελείας ἀρετῆς.
8. Καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἀναγινώσκομεν περὶ αὐτοῦ ὡς περὶ τῶν λοιπῶν, ὅτι ἐλλιπής ἀπέθανε: ἀλλὰ διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπέθανεν (Δευτ. λδ',5). Διότι ὁ Θεὸς δὲν πάσχει οὔτε ἀπὸ ἔλλειψιν οὔτε ἀπὸ μεἰωσιν, οὔτε ὑφίσταται προσθήκην. Ὅθεν καὶ ἡ Γραφὴ προσθέτει: "Ἐπειδὴ οὐδεὶς γνωρίζει τὸν τάφον του μέχρι τὴν σημερινὴν ἡμέραν" (Αὐτόθι 6), ἵνα νοήσῃς μᾶλλον τὴν μετάστασίν του παρὰ τὸν θάνατόν του. Διότι θάνατος εἶναι κάποιος χωρισμὸς ψυχῆς καὶ σώματος. Νεκρὸς λοιπὸν εἶναι διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, καθὼς λέγει ἡ Γραφή, ὄχι σύμφωνα μὲ τὸν λόγον. Διὰ νὰ παρατηρήσῃς ὅτι ὄχι ἀγγελιαφόρον θανάτου, ἀλλὰ δῶρον τῆς χάριτος ἐκφρασμένον αὐτόν, ὁ ὁποῖος μᾶλλον μετετέθη παρὰ ἐγκατελείφθη (στὴ γῆν), (καὶ) τοῦ ὁποίου κανεὶς δὲν γνώρισεν τὸν τάφον. Διότι ποιὸς ἐπὶ γῆς μπόρεσε νὰ ἔχῃ τὰ λείψανά του στὴν κατοχήν του τὸν ὁποῖον ἀπέδειξεν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὅτι βρίσκεται μαζύ του; (Ματθ. ιζ',3).
Τέλος καὶ γιὰ τὸν Ἡλίαν ἐπίσης ὁ ὁποῖος ἐθεάθη ὀχούμενος ἐπὶ ἅρματος (Δ' Βασ. β',11) δὲν ἀναγινώσκομεν ὅτι οὔτε ἐτάφη οὔτε καὶ ἀπέθανεν; Διότι ζῆ ὁ ὤν μετὰ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μωϋσῆς ὅμως ἀναγινώσκομεν βέβαια ὅτι ἀπέθανεν, ἀλλὰ διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ θανών, δι' οὖ τὰ πάντα ἔγιναν. Διὰ τοῦ λόγου λοιπὸν τοῦ Θεοῦ οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν. Διὰ τοῦ λόγου λοιπὸν τοῦ Θεοῦ δὲν προκαλεῖται κατάπτωσις ἀλλὰ στερέωσις τοῦ ἔργου. Ὄχι λοιπὸν σὰν ξαναπεπτωκὼς καταλαμβάνεται ἐκ τῆς διαλύσεως τοῦ σώματος, ἀλλ' ὡς δωρητὴς διὰ ἐνεργείας οὐρανίου λόγου καὶ δωρεᾶς• ἵνα ἡ σὰρξ αὐτοῦ μᾶλλον τὴν ἀνάπαυσιν, παρὰ τὸν τάφο λάβῃ.
9. Καλῶς δὲ μεταξὺ κυρίου καὶ δούλου τηρεῖται ἀπόστασις. Γιὰ νὰ ἐννοήσῃς τὸ προνόμιον τοῦ κυρίου, τὴ χάριν τοῦ δούλου, ἀναγινώσκεται περὶ τοῦ Μωϋσῆ, ὅτι τὸν τάφον του οὐδεὶς γνωρίζει: περὶ τοῦ Χριστοῦ ὅμως, (ἀναγινώσκεται ὅτι) ὁ τάφος του ἤρθη ἐκ τῆς γῆς (Ἡσ. νγ',8): ἐπειδὴ ἐκεῖνος κατὰ τὸ μυστήριον τοῦ νόμου ἀνέμενεν τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα ἐγερθῇ: αὐτὸς κατὰ τὸ δῶρον τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἀνέμενεν τὴν ἀπολύτρωσιν, ἀλλὰ (ὁ ἴδιος) τὴ χορηγοῦσεν.
Καὶ γι' αὐτὸ ἡ ταφή του δὲν ἠγνοήθη, ἀλλὰ ἀνυψώθη, ποὺ δημιούργημα περισσότερον δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσῃ διότι διὰ τοῦ ἴδίου ὅλη ἡ δημιουργία ἔσπευσεν νὰ ἐγερθῇ ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς φθορᾶς. Οὐδεὶς λοιπὸν γνωρίζει τὴν ταφὴν τοῦ Μωϋσῆ, ἐπειδὴ ὅλοι γνώρισαν τὴν ζωήν του. Τοῦ Χριστοῦ ὅμως τὴν ταφὴν εἴδαμε: ἀλλὰ τώρα ἤδη δὲν γνωρίσαμεν, ὅσοι ἀγνοήσαμεν τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ. Διότι ἔπρεπε νὰ γίνῃ γνωστὸς ὁ θόρυβος αὐτοῦ, ἵνα φανερωθῇ ἡ ἀνάστασις• καὶ γι' αὐτὸ στὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. κζ',60,61) ὁ θόρυβος περιγράφεται μὲ μέγιστη ἔμφαση: εἰς τὸ νόμον δὲν ἐπιζητεῖται• διότι ἄν καὶ ὁ νόμος εἶχεν προαναγγείλει τὴν ἀνάστασιν (Ἡσ. ια',10), ὅμως εἰς ἡμᾶς (τὴν) ἐπιβεβαίωσεν πληρέστερα ἡ σειρὰ τῶν Εὐαγγελίων.

Κεφάλαιον Γ'

Διὰ τοῦ Ἅβελ καὶ τοῦ Κάϊν δηλοῦται ἡ πρόοδος τῆς ἀνθρώπινης σοφίας, ποὺ δὲν εὑρέθη εἰς μόνον τὸ Χριστόν. Διὰ δὲ τῆς τάξεως καθ' ἥν ἑκάτερος τῶν ἀδελφῶν ὀνομάζεται καὶ ὄχι διὰ τῶν καθηκόντων τους σημαίνεται ὅτι ὁ Ἅβελ, ἄν καὶ νεώτερος, προεῖχεν ὅμως τοῦ ἀδελφοῦ (του).

10. Λοιπόν, γιὰ νὰ ἐκπληρώσωμεν, ὅ,τι βάλαμε σὰν στόχον: Ὡσαύτως, εἶπεν, ἐγέννησεν τὸν Ἅβελ, τοὐτέστιν (κάποιον) καλλίτερον τῆς Εὔας, ἡ ὁποία προηγουμένως εἶχε βαριὰ ἁμαρτήσει, λοιπὸν ἀπὸ μέσα της γέννησεν γνώμην, γιὰ νὰ καταστρέψῃ τὴν πλάνην τῆς προηγούμενης γνώμης, ἐπιδοκιμάζεται δὲ ὡς μᾶλλον μνήμων τούτου ἐν τοῖς γενικοῖς. Διὀτι ἔτσι γεννιόμαστε ὥστε δηλαδὴ προηγουμένως μὲν νὰ εὑρίσκηται μέσα μας ἀδύναμη ἡ αἴσθησις τῆς παιδικότητος, κατόπιν ὅμως αὐτὴ τόσο μόνον γνώριζεν τὴ φροντίδα τοῦ παιδικοῦ σώματος, καὶ καμίαν τιμὴν κανένα σέβας τῶν θεϊκῶν πραγμάτων νὰ μὴ ἔχῃ.
Ὅθεν καὶ στὴ διαφανῆ φύσιν τὸν ἐν καινότητι ἐγερθέντα Ἰησοῦν Χριστὸν ἐκ παρθένου ὡς ἐπιδοκιμάζει ὁ προφήτης λέγει: Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ κληθήσεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουὴλ: βούτυρον καὶ μέλι θὰ φάγῃ, ἐπειδὴ πρὶν νὰ γνωρίσῃ καλὸν καὶ κακὸν: δὲν θὰ πιστεύσῃ εἰς τὴν πονηρίαν, ἵνα ἐκλέξῃ τὸ ἀγαθὸν (Ἡσ. ζ', 14,15). Καὶ κατωτέρω: Πρὶν γνωρίσῃ τὸ παιδὶ νὰ καλῇ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα, θὰ λάβῃ τὴ δύναμιν τῆς Δαμασκοῦ καὶ τὰ λάφυρα τῆς Σαμάρειας κατὰ τοῦ βασιλέως τῶν Ἀσσυρίων (Ἡσ. η',4). Διότι ὑπῆρξεν ὁ μόνος ποὺ δὲν αἰχμαλωτίσθηκεν ἀπ' τὴ ματαιότητα τοῦ παρόντος αἰῶνος καὶ ἐκ τῆς σαρκικῆς οἰήσεως• Ἵνα, ὁ ταπεινωθεὶς καὶ γενόμενος ὑπήκοος θανάτου, λίαν ἀνόμοιος ἑκάστου ἡμῶν, ἐπειδὴ ἐμεῖς εἰς μάτην αἰρόμεθα πεφυσιωμένοι μὲ τὸ νοῦν τῆς σαρκός. Ὅθεν καὶ κανεὶς χωρὶς ἁμαρτίαν, οὔτε μιᾶς ἡμέρας τέκνον: ἐκεῖνος ὅμως ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν. Καὶ γι' αὐτὸ μέσα μας προηγουμένως γεννιέται ὁ Κάϊν, ὁ ὁποῖος προτιμάει τὸν ἑαυτόν του. Μετὰ ταῦτα γεννιέται ὁ Ἅβελ, ποὺ μέσα του βρίσκεται ἡ εὐσέβεια πρὸς τὴ θεότητα. Προηγουμένως, λοιπόν, εἰσέρπει τὸ κακόν, μετὰ δὲ γνωρίζεται ποιὸ εἶναι τὸ ἀγαθόν. Ὅπου ὅμως ἀγαθόν, ἐκεῖ (καὶ) δίκαιον, ὅπου δικαιοσύνη ἐκεῖ (καὶ) ἁγιότης, τοὐτέστιν ἐκεῖ καὶ ὁ Ἅβελ, ὁ προσκολλώμενος τῷ Θεῷ.
11. Καὶ ἔγινεν, εἶπεν, ὁ Ἅβελ ποιμὴν προβάτων, ὁ δὲ Κάϊν εἰργάζετο τὴ γῆν (Γεν. δ',2). Δὲν εἶναι (δὲ) τυχαῖον ὅτι ὅταν, πρὶν γεννηθῇ ὁ Κάϊν, καθὼς τὸ ἱερὸν κείμενον διδάσκει, ἐπήρθη ὁ Ἅβελ ὑπεράνω αὐτοῦ τοῦ τόπου• οὔτε ἡ σειρὰ τῶν ὀνομάτων εἶναι ἡ σειρὰ τῆς φύσεως. Τὶ θέλει γιὰ τὸν ἑαυτόν της ἡ ἀλλαγὴ τῆς σειρᾶς• ἵνα προηγουμένως κάνῃ λόγον (μνησθῇ) τοῦ νεωτέρου, ὅπου περιγράφεται ἡ κατάστασις τῆς ζωῆς καὶ ἡ χρῆσις τῶν ἔργων; Ἄς ἐρωτήσωμεν γιὰ τὴν διάκρισιν τῶν καθηκόντων, διὰ νὰ συνδέσωμεν τὴν αἰτίαν τῆς ὑπεροχῆς. Νὰ ἐργάζεσαι τὴ γῆν μὲ τὴν καλλιέργειαν, προηγεῖται• (κατώτερη) εἶναι ἡ χάρις νὰ βόσκῃς τὰ πρόβατα. Διότι αὐτὸ εἶναι σὰν κάποιον γιατρὸν ἤ ἄρχοντα ποὺ καὶ σὰν γεροντότερος στὴν ἀξίαν ἀρχίζει ἀπὸ τοὺς παλαιότερους• ἐνῶ ὁ νεώτερος προτιμᾶ τὰ πιὸ πρόσφατα, τὰ ὁποῖα οὔτε ἀγκάθια οὔτε τριβόλους ἐκφύουν καὶ σὲ καμίαν γνώμην δὲν εἶναι βλαβερά. Καὶ τελικὰ ἔνοχος ἁμαρτίας ὁ Ἀδὰμ ἐξεβλήθη τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς, ἵνα ἐργάζεται τὴ γῆν.
Ὀρθῶς λοιπὸν ὅπου γεννῶνται αὐτοὶ οἱ ἀδελφοί, διατηρεῖται προσέτι εἰς τὴν πρόῤῥησιν ἡ τάξις τῆς φύσεως, ὅπου δὲ ἐκφράζεται ἡ πειθαρχία τοῦ ζῆν ὁ νεώτερος προηγεῖται τοῦ γεροντότερου• διότι καὶ ἄν κατὰ τὸν χρόνον νεότερος, ὅμως κατὰ τὴν ἀρετὴν ἐξοχότερος εἶναι. Διότι ἡ ἀθωότης κατὰ τὸ χρόνον εἶναι μεταγενέστερη, ἀπ' ὅ,τι ἡ πονηρία καὶ κατὰ τὴν ἡλικίαν μὲν σχεδὸν ἴση, (ἀλλὰ) κατὰ τὴν εὐγένειαν τῶν ἀρετῶν ἀρχαιοτέρα. "Διότι γῆρας ἀξιοσέβαστον δὲν μετρῆται μὲ τὰ ἔτη ἀλλὰ μὲ τὰ ἤθη. Καὶ ἡλικία γήρατος, εἶπεν, ζωὴ ἄμεμπτος" (Σοφ. Σολ. δ',8).
Ὅπου δὲ ἐκφράζεται γέννησις, ἄς προειδοποιεῖται ὁ Κάϊν. Ὅπου δὲ κήρυξις πειθαρχίας, ἄς προτρέχῃ ὁ Ἅβελ. Τὴν ἥβην, λοιπόν, καὶ τὴν εἰς τὴν ἀρχὴν νεότητα διαφλέγει μὲ τὰ δελεάσματα τῶν διαφόρων παθῶν, ὅστις τῆς λέγει (τῆς ἥβης) ναὶ: ἀλλὰ ὅπου ἡ ὡριμότερη ἡλικία (τὴν) διαδέχεται, σὰν κοπάσασα θύελλα τῆς ἐφηβικῆς ἀκολασίας, ξαναδίδει τὴν ἡρεμίαν καὶ σὲ κάποια ἥρεμα λιμάνια τῆς χαλαρωμένης ψυχῆς τὴν πλόησιν ὑπάγει. Ὅθεν βίαιες κινήσεις τῆς ἐφηβείας μᾶς ἡρεμοῦν διὰ τῆς ἀξιόπιστης σταύθμευσης τοῦ γήρατος.

Κεφάλαιον Δ'

Ὅτι ἡ πονηρία εἶναι προτέρα χρονικῶς, ἐνῶ ἡ ἀρετὴ ἀξιολογικῶς. Αὐτὸ τὸ ἴδιο διὰ τοῦ Ἡσαῦ καὶ Ἰακὼβ δηλοῦται, ὅπως καὶ μὲ τὶς δύο γυναῖκες τῆς Γραφῆς: ἀπ' αὐτὲς ἡ μία εἶναι εἰκὼν τῆς ἀρετῆς (καὶ) ἡ ἄλλη τῆς ἐπιθυμίας. Τέλος περιγράφονται καὶ οἱ ἀπάτες τῆς τελευταίας.


12. Μὴ ἀμφιβάλλῃς, λοιπόν, νουθετηθεὶς ἀπὸ τέτοια παραδείγματα τῆς φύσεως, ὅτι ἡ μοχθηρία προηγεῖται χρονικῶς, ἀλλ' ὅτι ἡβᾶ λόγῳ ἀδυναμίας. Ἔχει ἐκείνη τὸ μισθὸν τῆς ἡλικίας: ἡ ἀρετὴ δὲ τὸ προνόμιον τῆς δόξης, τὴν ὁποίαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὁ ἄδικος παραχωρεῖ εἰς τὸν δίκαιον. Τούτου τοῦ πράγματος ἀξιόπιστος μάρτυς εἶναι ἡ θεία Γραφή, ἡ ὁποία διδάσκει, ὅτι ὁ μὲ τὸ ὄνομα Ἡσαῦ ἀνόητος ἀνὴρ παρεχώρησεν καρτερικὰ τὰ πρωτοτόκιά του στὸν ἀδελφὸν του Ἰακώβ, ἔτσι ὥστε νὰ εἴπῃ: "Τὶ μὲ ὠφελοῦσιν τὰ πρωτοτόκια" (Γεν. κδ', 32);
Ἀλλ' αὐτὰ ποὺ αὐτὸς ἐδῶ ἔθεσεν σὲ δεύτερη μοῖραν, αὐτὰ ὁ ἀνὴρ ὁ λαβὼν τὸ ὄνομα τῆς ἀσκήσεως ἐζήτησε νὰ ἀποκτήσῃ. Μήπως δὲν σοῦ φαίνεται ὁ Ἡσαῦ ὡς ἡττηθεὶς εἰς ἀγῶνα, καὶ νομίζων ἑαυτὸν ἄνισον ἐξ ἀδυναμίας τοῦ δικοῦ του νοῦ ὅτι παρεχώρησεν στὸ νικητήν, τὸν στέφανον, τὸν ὁποῖον δὲν ἔβλεπεν μὲ δελεάσματα παθῶν ἑνὸς ὀνειδιστοῦ, τῶν ὁποίων (παθῶν) τὴν σκόνην δὲν μπόρεσε ὁ ἴδιος νὰ ὑπομένῃ; "Τὶ μὲ ὠφελοῦσαν τὰ πρωτοτόκια"; Διότι στοὺς ὀκνηροὺς εἶναι μηδενικὰ τὰ σύμβολα τῆς ἀρετῆς, (ἐνῶ) στοὺς συνετοὺς αὐτὰ ἔχουν τὴν πρώτην θέσιν. Διότι οἱ σπουδὲς ἐπὶ τῆς ἀρετῆς ἀποτελοῦν κάποια ὄργανα. Ὄθεν ὅπως πολεμιστὴς χωρὶς ὄπλα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχῃ ἔτσι (συμβαίνει) καὶ χωρὶς τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς. Ὅθεν καὶ ὁ Κύριος ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ λέγει: "Ἀπὸ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται• καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν" (Ματθ. ια', 12).
Καὶ ἀλλοῦ: "Ζητεῖτε τὴ βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ ἰδοὺ πάντα εἶναι δικά σας" (Ματθ. στ',33).
Ὄχι στοὺς κοιμωμένους οὔτε στοὺς ἀργοῦντας, ἀλλ' εἰς τοὺς ἀγρυπνοῦντας καὶ κοπιῶντας δίδονται ὡς ὑπόσχεσις τὰ βραβεῖα: καὶ τοῦ μόχθου ὁ μισθὸς εἶναι ἕτοιμος, ποὺ, ἄν καὶ ὄχι γλυκὺς εἰς τέρψιν, ὅμως (εἶναι) καρπερὸς εἰς βράβευσιν.
13. Τὸ ἑξῆς διδάσκει ὁ λόγος τοῦ νόμου, ὅπως γραπτὸν (τὸ) βρίσκομεν: Ἐὰν, εἶπεν, ἕνας ἄνδρας ἔχει δύο γυναῖκες, τὴ μίαν ἀπ' αὐτὲς ἀγαπημένην καὶ τὴν ἄλλην ἀντιπαθῆ καὶ γεννήσουν ἀμφότερες γυιοὺς καὶ ἡ ἀγαπημένη καὶ ἡ ἀντιπαθής, καὶ πρῶτος γεννηθεὶς εἶναι ὁ υἱὸς τῆς ἀντιπαθοῦς γυναικὸς• καθ' ἥν ἡμέραν ὁ κληροδότης της ἀφήσει τοὺς γυιοὺς (κληρονόμους) εἰς τὴν περιουσίαν του ἀπαγορεύεται νά δώσῃ τὰ πρωτοτόκια στὸ γυιὸν τῆς ἠγαπημένης γυναικός, παραθεωρῶντας (ἔτσι) τὸ γυιὸν τῆς ἀντιπαθοῦς, ἀλλὰ θὰ ἀναγνωρίσῃ τὸ γυιὸν τῆς ἀντιπαθοῦς μὲ τὸ νὰ τοῦ δώσῃ διπλοῦν μερίδιον ἐκ πάντων τῶν ὑπαρχόντων του• "διότι ὁ ἴδιος αὐτὸς εἶναι ὁ πρωτότοκος τῶν γυιῶν του καὶ εἰς τοῦτον ἀνήκουν τὰ πρωτοτόκια" (Δευτ. κα', 15-17).
Τὶ βαθειὰ μυστικὰ τῶν μυστηρίων κρύπτονται εἰς τὰ γράμματα (αὐτά) ! Ἀναγνώριζε, ὦ ψυχή, τὰ τέκνα σου, καὶ ζήτει τὸ μυστήριον αὐτῆς τῆς ἐπαχθοῦς συζύγου. Μέσα σου θὰ τὴ βρῆς, ἐὰν τὴν ἀναζητήσῃς. Ἐπανάλαβε τὶς σκέψεις σου, ξαναδιάβασε τὰ αἰσθήματά σου, καὶ θὰ ἀναγνωρίσης, σὲ ποιὸν ἀνήκουν τὰ πρωτοτόκια. Διότι στὸν καθένα μας συγκατοικοῦν δύο γυναῖκες, ποὺ ἕνεκα ἐχθροτήτων καὶ διχονοιῶν βρίσκονται σὲ διάστασιν, σὰν ἕνεκα ἐρίδων ἐκ ζηλοτυπίας πληροῦσαι τὸν οἶκον τῆς ψυχῆς μας. Ἡ μία ἀπ' αὐτὲς τρέφει γιὰ μᾶς γλυκύτητα καὶ ἀγάπην, κολακευτικὴ συμφιλιώτρια μὲ χάριν, ποὺ ὀνομάζεται τρυφὴ (ἐπιθυμία). Αὐτὴν θεωροῦμεν σύντροφόν μας καὶ οἰκειακὴν μας: (ἐνῶ) ἐκείνην τὴν ἄλλην, ἡ ὁποία ὀνομάζεται ἀρετὴ, τὴ θεωροῦμεν στρυφνήν, τραχεῖαν, σκληράν.
14. Ἐκείνη λοιπὸν ἡ ἀσελγὴς ἕνεκα πορνικῆς κινήσεως, ἡ ἄθραυστη ἕνεκα ἡδονῆς ὁρμὴ ἡ ὁποία νευόντων τῶν ὀφθαλμῶν (της) καὶ παιζόντων τῶν βλεφάρων (της), ῥίχνει δίκτυα, μὲ τὰ ὁποῖα αἰχμαλωτίζει τὶς πολύτιμες ψυχὲς τῶν νέων (διότι ὀφθαλμὸς πόρνης, παγίδα ἁμαρτωλοῦ) σὲ οἱονδήποτε ἴδῃ νὰ προσπερνᾶ μὲ διστακτικότητα στὴ γωνίαν τοῦ οἴκου ὅπου μεταβαίνει, ἀπευθύνεται αὐτὴ μὲ χαριτωμένα λόγια, κάνοντας τὶς καρδιὲς τῶν νέων νὰ σκιρτήσουν, στὸ σπίτι εἶναι ἀνήσυχη, στὶς πλατεῖες περιφερόμενη, ἄσωτη στὰ μάτια, εὐτελὴς στὴν αἰδημοσύνη, πλούσια στὴν ἀμφίεσιν, πεποικιλμένη στὶς παρειές. Καὶ ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχῃ τὸ γνήσιον διάκοσμον τῆς φύσεως, κολακεύει μὲ τὴν πορνικὴν μανίαν φτιαχτῆς ὀμορφιᾶς, μὲ τὴν φαινομενικότητα καὶ ὄχι μὲ τὴν πραγματικότητα. Περιεζωσμένη τὴν συνοδίαν τῶν παθῶν, καὶ περιβεβλημένη ἀπὸ χορὸν ἀσελγειῶν, ἡγεμονὶς τῶν ἐγκλημάτων προσβάλλει τὸ τεῖχος τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ διὰ τῶν ραδιουργιῶν τῶν λόγων.
"Θυσία εἰρήνης εἶναι γιὰ μένα, σήμερον ἀποδίδω τὰς εὐχάς μου: γι' αὐτὸ ἐξῆλθα πρὸς προϋπάντησίν σου, ἐπιθυμῶ νὰ εὕρω τὴν ὄψιν τοῦ προσώπου σου. Ὕφανα μὲ κρόσσια τὸ κρεββάτι μου, καὶ (τὸ) ἔστρωσα μὲ τάπητες ἀπ' τὴν Αἴγυπτον. Ράντισα μὲ κρόκον τὴν κλίνην μου καὶ τὸν οἶκον μου μὲ κίνναμον. Ἔλα, ἄς ἀπολαύσωμεν τὴ φιλία μέχρι τὸ λυκαυγές: ἔλα, καὶ ἄς διαπαλαίσωμεν πρὸς τὸν ἔρωτα (Παρ. ζ',14-18).
Δηλαδὴ αὐτὴν τὴ μορφὴν τῆς πόρνης (τὴν) βλέπομεν περιγραφεῖσαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Σολομῶντος. Διότι τὶ (εἶναι) τόσον πορνικόν, ὅσον ἡ ἐγκόσμιος ἐπιθυμία, ἡ ὁποία εἰσέρχεται ἀπὸ τοῦ παραθύρου τοῦ οἴκου της προοιμιάζουσα τοὺς πρώτους πειρασμούς, διὰ τῶν ὀφθαλμῶν. Καὶ διεισδύει γρήγορα ἐὰν ἐσὺ ἀπασχολημένος στὶς πλατεῖες, δηλαδὴ στοὺς δημόσιους δρόμους τῶν διαβατῶν, δὲν στρέφεις εἰς τὰ ἐσωτερικὰ μυστήρια τοῦ νόμου τὴν προσοχὴν τοῦ νοῦ σου.
Αὐτὴ τῷ ὄντι εἶναι ποὺ μὲ ἰσχυρότερους δεσμοὺς σὰν σὲ κάποιαν κλίνην μᾶς ἔδεσεν μὲ κοινὴν μετάδοσιν ἵνα δένηται ὅποιος ἀνακλίνεται.
Καὶ ἐστήθη μηχανὴ ἕνεκα τῆς ἐπονειδίστου ἀπάτης τοῦ σωματικοῦ ἔργου ἐπικαλύπτουσα, γιὰ νὰ παροτρύνῃ τὶς ψυχὲς τῶν νέων πρὸς ἀποχὴν ἀπὸ τὸν ἀληθῆ ἀνδρισμὸν, δηλαδὴ πρὸς παραμέλησιν τοῦ νόμου.
Δηλαδὴ ὁ νόμος ἀπουσιάζει ἀπὸ τοὺς ἁμαρτάνοντας• διότι ἐὰν ἦτο παρὼν δὲν θὰ παρεβιάζετο: καὶ γι' αὐτὸ λέγει: Διότι ὁ ἀνήρ μου δὲν εὑρίσκεται ἐντὸς τοῦ οἴκου: ἀπῆλθεν δὲ ὁδὸν μακροτάτην μὲ σάκκον χρημάτων εἰς τὴν χεῖρα.
Τὶ νὰ εἴπω ὅτι εἶναι αὐτό, παρὰ τὸ ὅτι τυχὸν οἱ πλούσιοι φρονοῦν ὅτι τὰ πάντα ὑποχωροῦν μπροστὰ στὰ χρήματά τους καὶ ὅτι θέλουν νὰ ὑπάρχῃ χάριν τοῦ ἑαυτοῦ τους (αὐτόνομος) ὁ νόμος τῆς ἀγορᾶς. Ραντίζει τὶς μυρωδιές της ἡ ἐπιθυμία, ἐπειδὴ δὲν ἔχει τὴν εὐωδίαν τοῦ Χριστοῦ, ἐπιδεικνύει θησαυρούς, ὑπόσχεται βασίλεια, καὶ ἔρωτες ἀδιάλειπτους, ἐπαγγέλεται μὴ ἀνιχνεύσιμες παλλακεῖες, πειθαρχίες χωρὶς παιδαγωγόν, λόγους χωρὶς ὑποβολέα, ζωὴν χωρὶς μέριμναν, ἁπαλὸν ὕπνον, ἀκόρεστον ἐπιθυμίαν. Εἶπεν: "ἀπεπλάνησεν αὐτὸν μὲ πολλὰ λόγια καὶ μὲ τὰ δίκτυα τῶν χειλέων της τὸν ἐξώκειλεν• αὐτὸς δὲν τὴν ἠκολούθησεν καὶ ἐξηπατήθη" (αὐτόθι 21).
Ἦταν στιλπνὴ ἡ αὐλὴ ἀπὸ βασιλικὴν πολυτέλειαν λάμπουσα ἀπὸ τορνευτὰ τοιχώματα καὶ τὸ ὑγρὸν ἔδαφος οἶνον ἔρρεεν. Ἐφλέγετο ἀπ' τὸ (καυτὸ) λίπος τὸ χῶμα συγκεκαλυμμένο μὲ ἀγκάθια ψαριῶν καὶ ὀλισθηρόν ἀπὸ μαραμένα ἄνθη. Ἐκεῖ θόρυβος ἐμπόρων, ἐκεῖ γελώντων καγχασμὸς καὶ ἀσελγούντων κρότος, ὅλα (αὐτὰ) συγκεχυμένα, (καὶ) τίποτε κατὰ τὴν φυσικήν του τάξιν.
Χορεύτριες κουρεμένες, καὶ βοστρυχοῦσες κόμην παιδιοῦ, ὡμότητα εὐωχουμένων, ἐρευγμὸς ἐσθιόντων, δίψα μεθυόντων, χθεσινὴ κραιπάλη, σημερινὴ μέθη, γεμάτη ἐμετοὺς αὐτῶν ποὺ ἔπιναν πόματα μείζονος δυσωσμίας μέθης, παρὰ ἐὰν ἐφλέγονταν μόνον πιὸ πρόσφατα κρασιά. Ἡ ἴδια ἱσταμένη ἐν τῷ μέσῳ: Πιέστε, εἶπεν, κι' ἄς μεθύσωμεν, γιὰ νὰ πέσῃ ὁ οἱοσδήποτε καὶ νὰ μὴ ἐγερθῇ.
Ἐκεῖνος κοντά μου εἶναι πρῶτος, ὁ πιὸ ἀπωλεσμένος ἀπ' ὅλους. Ἐκεῖνος εἶναι δικός μου, ὅποιος δὲν εἶναι δικός του. Ἐκεῖνος ἔχει μεγαλύτερη χάριν ἐνώπιόν μου, ὅποιος εἶναι φαυλότερος εἰς ἑαυτόν. Χρυσοῦς κάλυξ τῆς Βαβυλῶνος εἰς τὸ χέρι μου μεθύων πᾶσαν τὴν γῆν, ἀπὸ τὸν οἶνον μου θὰ πιοῦν ὅλα τὰ ἔθνη. Ὅποιος, λοιπόν, ἀνοητότερος, (αὐτός) καὶ ἀντιτίθεται σὲ μένα καὶ προλαμβάνω λέγουσα εἰς τοὺς ἐνδεεῖς σοφίας: Γλυκέως χρήσασθε ἐγκρυφίων καὶ ὕδωρ γλυκύτερον λαύρᾳ πίετε. Φάγωμεν, πίωμεν. Διότι αὔριον ἀποθανούμεθα. "Καὶ παρελεύσεται ὁ βίος ἡμῶν ὡς ἴχνη νεφέλης καὶ ὡς ὀμίχλη διασκεδασθήσεται. Ἐλᾶτε, λοιπόν, ἄς ἀπολαύσωμεν ὅσα εἶναι καλὰ καὶ ἄς χρησιμοποιήσουμε τὴ δημιουργίαν ὅπως στὴ νεότητα ταχέως: ἄς πλησθῶμεν οἴνου πολυτελοῦς καὶ μύρων καὶ ἄς μὴ μᾶς παρατρέξῃ ἄνθος ἀέρος. Ἄς στεφανωθοῦμε μὲ ῥόδα πρὶν αὐτὰ μαραθοῦν. Μηδεὶς ἄς εἶναι ἄμοιρος τῆς ἡμετέρας ἀγερωχίας. Παντοῦ ἄς ἀφίσουμε σύμβολα τῆς χαρᾶς" (Σοφ. Σολ. β', 3-8). Ὅλ' αὐτὰ ἐγκαταλείπονται, τίποτα κανεὶς μαζί του δὲν θὰ φέρῃ, ειμὴ ὅ,τι ἀνήκει στὴν ἐπιθυμίαν τῆς σάρκας. Καὶ τέλος ἐγὼ αὐτὴν τὴν φιλοσοφίαν υἱοθέτησα• οὔτε ὑπάρχει ἄλλη πλέον σεβάσμια, παρὰ ἐκείνη ἡ ὁποία διαβεβαιώνει ὡς καλὸν ὅ,τι εἶναι τερπνὸν καὶ γλυκύν. Λοιπόν εἴτε στὴ φιλοσοφίαν, εἴτε στὴν Σοφία τοῦ Σολομῶντος νὰ πιστεύετε.

Κεφάλαιον Ε'

Ταραχθέντος (τοῦ σώματος) ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας, ἡ ἀρετὴ συμβουλεύει τὰ ὑγιέστερα (δηλαδὴ) τίνι τρόπῳ πρέπει νὰ διδάσκει ἀπὸ ποιὸ πρέπει νὰ ἐπιζητῇ (ἀπαιτῇ) ἀκόμη καὶ κοσμικὰ (πράγματα), ἄν καὶ αὐτὰ στοὺς ἀδόκιμους εἶναι ἐπιβλαβῆ: προσκαλεῖ εἰς συμπόσιον τῆς σοφίας καὶ φανερώνει σὲ τὶ ἡ οἰνοποσία διαφέρει ἀπὸ τὴν μέθην• καὶ λοιπὸν δηλώνει τὰ κακὰ τῆς πλεονεξίας.


15. Τούτων ἀκουσθέντων, ὡς ἔλαφος τοξευθεῖσα εἰς τὸ ἦπαρ, κρύπτεται τραυματισμένη. Αὐτὴν οἰκτίρουσα ἡ ἀρετὴ καὶ βλέπουσα ὅτι ταχέως θὰ πέσῃ (νεκρὰ), ἀπροσδοκήτως συντρέχει, φοβισμένη, μήπως μὲ τὴν ἀναβολὴ (τῆς ἐπέμβασης) ὁ ἀνθρώπινος νοῦς συλληφθῇ δελεασθεὶς νὰ διασκεδάζῃ (μὲ τὸ θέαμα τῆς ἐλάφου).
Ἐνώπιόν σου ἐφανερώθην, εἶπεν, ἐνῶ (ἀκόμη) δὲν μὲ ζητοῦσες. Ἄς μὴ σὲ ἐξαπατᾶ σὰν ἀσύνετος καὶ ἄς μὴ σὲ περιτριγυρίζει γυναίκα ἀχαλίνωτη καὶ ἀσελγής, ἡ ὁποία δὲν ξέρει τὶ θὰ πῇ αἰδώς: (ἡ τοιαύτη γυναίκα) κάθεται στὶς πύλες τῆς οἰκίας σὲ φορεῖον, φανερὰ προκαλῶντας στὶς πλατεῖες τοὺς περαστικούς (Παρ. θ',15). Τώρα, λοιπόν, υἱέ (μου) ἄκουσέ με, πρόσεχε τὰ λόγια τοῦ στόματός μου. Ἄς μὴ παρεκκλίνῃ εἰς τὰς ὁδούς της ἡ καρδιά σου. Διότι (ἡ γυναῖκα) αὐτὴ ἀφοῦ τραυμάτισεν πολλοὺς τοὺς ἔῥῤιξεν κάτω καὶ ἀναρίθμητοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐκείνη ἐφόνευσεν. Ὁ οἶκος της εἶναι δρόμοι τοῦ Ἅδου, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν εἰς ταμεῖα θανάτου" (Παρ. ζ', 24-27). "Περίελε οὖν σεαυτοῦ σκολιὸν στόμα καὶ ἄδικα χείλη μακρὰν ἀπὸ σοῦ ἄπωσαι. Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν" (Παρ. δ', 24-25). "Μὴ πρόσεχε φαύλῃ γυναικί" (Παρ. ε',3).
Διότι μέλι θὰ στάξουν τὰ χείλη τῆς πορνικῆς γυναῖκας, ποὺ πρὸς καιρὸν αὐτὸ τὸ μέλι ἀλείφει τὸν φάρυγγά σου, μετὰ ταῦτα ὅμως θὰ τὸ εὕρης πικρότερον καὶ ἀπὸ τὴ χολὴν. Ἡ ἡμέρα ταχύτερον μὲ κατέβαλεν παρὰ νὰ ἐκθέτω τὰ ἐλαττώματά της, τὰ ὁποῖα ὅμως εἰς τὰς Παροιμίας διὰ τοῦ στόματος τῆς Σοφίας περιγράφονται καὶ διατυπώνονται (Παρ. στ', 24 καὶ ἑξῆς). Ἄς μὴ σὲ νικᾶ ἡ ἐπιθυμία τῆς μορφῆς. Εἶναι πορνική, ἀλειμμένη μὲ δόλον, οὐδέποτε λάμπουσα μὲ ἀληθινὸν καὶ εἰλικρινῆ διάκοσμον. Οὔτε νὰ αἰχμαλωτισθῇς ἀπὸ τὰ μάτια (της). Διότι αὐτὰ εἶναι δίκτυα ἁπλωμένα γύρω-γύρω. Νὰ εἶσαι μᾶλλον ὅμοιος ἐκείνου καὶ νὰ ἀκολουθῇς ἐκεῖνον ποὺ πηδάει πάνω ἀπὸ βουνά, καὶ ὑπερβαίνει λόφους, προσβλέπων διὰ τῶν παραθύρων, ἐξέχων ὑπεράνω τῶν δικτύων (Ἆσμ. Ἀσμ. β',8-9). Πολλὰ εἶναι τὰ δεσμὰ τῆς ἐπιθυμίας. Εὐφραίνει ὀφθαλμούς, ἐνῃδύνει ὦτα, ἀλλὰ τὸν νοῦν τὸν ῥυπαίνει: πολλὰ ψεύδη λέγει, προσδένει στοὺς λόγους ψευδολογήματα, ὑποβιβάζει τὰ ἀληθῆ, ὑπόσχεται χρήματα, προσφέρει χρυσόν: ἀλλ' ἀφαιρεῖ τὴν πειθαρχίαν (Παρ. η',10). Σὺ ὅμως μᾶλλον νὰ λαμβάνῃς τὴν πειθαρχίαν, παρὰ τὰ χρήματα• καὶ τὴν ἐπιστήμην ὑπὲρ χρυσὸν δοκιμασμένον. Διότι εἶναι καλλίτερη ἀπὸ πολύτιμους λίθους (Παρ. γ',10 καὶ ἑξῆς). Δὲν θὰ σοῦ ἀπακρύψω ὅσα ὕψιστά της φέρονται γιὰ νὰ μὴ φανῷ ὅτι ἀπενεργοποιῶ ὅσα ἀπαρέσκουν στὴν ἐπιθυμίαν καὶ ὅτι ἀμαυρώνω ὅσα ἀρέσουν. Διότι ἀνυψώνει καὶ ἐξαίρει τὸν νοῦν μὲ πειστικὰ λόγια, δείχνει ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς, λέγοντας: Ὅλα αὐτὰ θὰ σοῦ τὰ δώσω, ἐὰν προσκυνήσας μὲ λατρεύσῃς. Ὅπου ἐσὺ πρόσεχε μὴ αἰχμαλωτισθῆς ἀπὸ τὰ ἐφήμερα καὶ ὄχι σταθερά, ἐκ τῶν ὁποίων προέρχεται μεγάλος ὁ πειρασμός.
16. Σὲ ἐδίδαξεν βέβαια ὁ Κύριος Ἰησοῦς τίνι τρόπῳ νὰ ἀντιστέκεσαι σ' αὐτοὺς τοὺς πειρασμούς. Εἶχε ἁπλώσει ὁ διάβολος τὴν πρώτη παγίδα τῆς λαιμαργίας, λέγων: Ἄν εἶσαι γυιὸς τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ εἰς αὐτὴν τὴν πέτρα νὰ γίνῃ ἄρτος (Ματθ. δ',3). Ἀπήντησε (δὲ) ὁ Κύριος: Δὲν ζῆ ὁ ἄνθρωπος μὲ μόνο τὸ ψωμί, ἀλλὰ μὲ πάντα λόγον τοῦ Θεοῦ (αὐτόθι 4). Τὴν παγίδα διέλυσε (λοιπὸν) μ' αὐτὸν τὸ λόγον. Ἔβαλε πάλιν ὁ διάβολος δεύτερη παγίδα ἀλαζονείας, ἡ ὁποία ἀκόμη καὶ τὸν ἀγαθὸν νοῦν κάνει νὰ ἀνιᾷ: Καὶ ὡδήγησεν αὐτόν, εἶπεν, εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν στήνει ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ εἶπεν: Ἐὰν εἶσαι γυιὸς τοῦ Θεοῦ ῥίψε τὸν ἑαυτόν σου ἀπὸ δῶ (πάνω). Διότι εἶναι γραμμένον ὅτι στοὺς ἀγγέλους του θὰ δώσῃ ἐντολὴν περὶ σοῦ, νὰ σὲ διαφυλάξουν• πάνω στὰ χέρια τους θὰ σὲ ὑψώσουν, γιὰ νὰ μὴ σκοντάψῃ τὸ πόδι σου σὲ πέτρα" (Αὐτόθι 5). Ὅθεν ἄν καὶ ἠδύνατο χωρὶς νὰ βάλῃ τὸν ἑαυτόν του σὲ κανένα κίνδυνο, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, εἰς τὸν ὁποῖον προσπίπτουν οὐράνιαι δυνάμεις, ὅμως γιὰ νὰ μὴ δείξῃ ἀλαζονείαν ἀπήντησε στὸ διάβολον: Δὲν θὰ ἐκπειράσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου (Αὐτόθι 7). Πάλιν μᾶς δίδαξεν νὰ προσέχωμεν ὥστε νὰ μὴ ἐκτελῶμεν τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ διαβόλου. Ἄν λοιπὸν ὄντως ἡ ἀλαζονεία εἶναι ἀποφευκτέα, πόσον μᾶλλον θὰ πρέπει κανεὶς νὰ μὴ ἐπιδεικνύει τὰ ψευδῆ ὡς ἀληθῆ; Τρίτη παγίδα ὑπολείπεται ἡ τῆς πλεονεξίας καὶ τῆς φιλοδοξίας. Τοῦ ἔδειξε σὲ κλάσμα δευτερολέπτου ἀφοῦ τὸν ἔφερε πάνω σ' ἕνα βουνὸ ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς (αὐτόθι 8). Σὲ κλάσμα δὲ δευτερολέπτου (γιατί;), διότι αὐτὰ ἀδυνατοῦν νὰ διαρκέσουν. Πρὸς στιγμὴν θεαθέντα, καὶ ἀμέσως παρέρχονται.
Ὅθεν ὅσοι τὰ ἀκολουθοῦν, βλέπουν τοὺς ἑαυτούς των πάνω σὲ ἕνα βουνό: ἀλλ' ὅμως δὲν εἶναι διαρκείας, ὅπως ἔχεις τὸ γεγραμμένον (ποὺ λέγει): "Εἶδα τὸν ἀσεβῆ ὑψούμενον καὶ αἰρόμενον πάνω ἀπὸ τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου, καὶ παρῆλθον καὶ ἰδοὺ δὲν ἦτο (ἐκεῖ)" (Ψαλ. λστ', 35). Ἀλλ' αὐτὸς ποὺ κάνει τὰ ἀκραῖα ἔργα, φαίνεται νὰ λατρεύῃ τὸν διάβολον, αὐτοῦ θεὸς εἶναι ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα του (ἔγκειται) εἰς τὰ αἰσχρά. Ἐσὺ ὅμως ζήτει τὴν δόξαν εἰς τὸ Θεόν, ποὺ σοῦ λέγει: Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτὸν μόνο θὰ λατρεύσῃς (Ματθ. δ',10) ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ λάβῃς τὰ αἰώνια κι ὄχι τὰ πρόσκαιρα.
17. Ἐὰν ὅμως αὐτὸν ἀκόμη καὶ αὐτὰ εὐφραίνουν, μετριότερον ἀπαιτοῦνται παρ' αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἀληθινὴ πηγὴ ὅλων. Διότι καὶ αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ ἰδιωτικὰ τὰ ὁποῖα θεωρεῖται ὅτι ἔχει ὑπὸ τὴν κατοχήν του ὁ διάβολος, εἶναι ἀλλότρια, ὅπως εἶπεν ὁ ἴδιος: "Θὰ σοῦ δώσω ὅλην τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν δόξαν τους, διότι σὲ μένα ἔχουν δοθῇ" (Αὐτόθι 9). Ἀπ' αὐτὸ λοιπὸν νὰ ἐλπίζῃς, ἄν καὶ δὲν πρέπει νὰ ζητᾶμε μακρὰν πορείαν ἀπὸ βραχεῖαν ζωήν• ἀλλὰ νὰ ἐλπίζῃς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔκτισε γενικὸ δημιούργημα, ὁ ὁποῖος αὐτὰ πρὸς καιρὸν παρέδωσεν εἰς τὸ διάβολον, ὄχι γιὰ νὰ κατέχῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ πειράζῃ. Διότι δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ στεφάνι χωρὶς ἀγῶνα. Οἱ δόκιμοι θὰ ἦσαν ἀβέβαιοι, ἵνα οἱ δίκαιοι στεφανωθοῦν.
18. Ὅθεν ἔδωσεν στὸ διάβολον αὐτά, διότι εἰς αὐτοὺς τοὺς ἰδίους ὑπάρχει ἡ ποινὴ τοῦ ἀποδεχομένου αὐτὰ ἐὰν ἀγνοῇ νὰ τὰ χρησιμοποιῇ. Διότι τὶ εἶναι ὁ θησαυρὸς στὸν ἄσωτον, παρὰ ἀνάληψις ἀσελγείας; Ὅθεν ὄχι ὁ ἀσελγής, ἀλλὰ ὁ σώφρων ἐπιδοκιμάζεται. Καὶ γι' αὐτὸ ὡς πρὸς τὴν κοιλίαν νὰ χρησιμοποιῇς μὲ σύνεσιν αὐτὰ ποὺ σοῦ παρατίθενται, ἵνα μὴ ἐπειδὴ τρώγεις πολύ, γίνῃς μισητός. "Διότι ἀϋπνίες καὶ βαρειὲς ἐνοχλήσεις (βασανίζουν) τὸν πολυφαγᾶ" (Ἐκκλ. λα',25). Καὶ κατωτέρω: "Ἐὰν καταναγκασθῆς νὰ φᾶς σὲ συμπόσιο σήκω κάνε ἐμετὸ καὶ θὰ ἀνακουφισθῇς καὶ δὲν θὰ ἐπιφέρῃς εἰς τὸ σῶμα σου ἀσθένειαν." (Αὐτόθι 25). Ὅθεν πλείστους ἐφόνευσεν ἡ λαιμαργία, οὐδένα ἡ λιτότης. Ἀναρίθμητους ὁ οἶνος ἔβλαψεν, οὐδένα ἡ φειδὼ καὶ τὸ μέτρον. Πλεῖστοι κατὰ τὴ διάρκειαν εὐτυχιῶν παρέδωσαν τὴν ψυχήν τους καὶ γέμισαν τὰ τραπέζια μὲ τὸ δικό τους αἷμα. Σ' ἄλλους ἡ δυσπεψία ἥρπασεν τὴν φωνὴν καὶ τὴν αἴσθησιν: Καὶ ἐὰν σὲ μερικοὺς ἡ δυσπεψία δὲν ἔβλαψεν, τοὺς ἐρείπωσεν ὅμως ἡ μέθη. Διότι ἄλλους ἡ μέθη ὁδήγησεν στὸ ἔγκλημα. Ἄν καὶ ἡ ἴδια ἀποτελεῖ ἔγκλημα, ἄλλους ὁδήγησεν σὲ ἔνδειαν. Τέλος ἄκου ποιοὺς ἀποκλείει ὁ Χριστὸς: Ὅταν μπῆκε, εἶπεν, ὁ οἰκοδεσπότης καὶ ἔκλεισαν οἱ θύρες καὶ ἀρχίζετε νὰ στέκεσθε στὶς πόρτες καὶ νὰ τὶς σπρώχνετε λέγοντας: Ἄνοιξέ μας. Καὶ ἀπαντῶν θὰ εἴπῃ: Δὲν γνωρίζω πόθεν εἶσθε, φύγετε ἀπὸ μένα, πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν. Τότε θὰ ἀρχίσετε νὰ λέτε: Φάγαμε ἐνώπιόν σου καὶ ἤπιαμε καὶ στὶς πλατεῖες μας μᾶς δίδαξες. Καὶ θὰ σᾶς πῇ: οὐκ οἶδα πόθεν ἐστέ (Λουκ. ιγ', 25-27). Ἄκουσες τὶ εἶπεν περὶ τῶν ἐσθιόντων. Ἄκου τὶ περὶ τῶν νηστευόντων λέγει: Μακάριοι οἱ νῦν πεινῶντες καὶ διψῶντες διότι θὰ χορτασθοῦν" (Λουκ. στ',21). Καὶ κατωτέρω: "Οὐαὶ ὑμῖν ὅσοι εἶσθε χορτᾶτοι, διότι θὰ πεινάσητε" (Αὐτόθι, 25).
19. Ἀλλ' ἀμέτρως νὰ τρώῃ κανείς, ἄμετρα νὰ πίνῃ; "Ἔλα πρὸς τὸ συμπόσιον τῆς σοφίας, ἡ ὁποία καλεῖ τοὺς πάντες μετὰ μεγάλου κηρύγματος, λέγουσα: Ἔλθετε καὶ φάγετε τοὺς ἄρτους μου καὶ πιῆτε τὸν οἶνον ποὺ σᾶς κέρασα (Παρ. θ',5). Ἄς εὐφραίνουν τὰ ᾄσματα ποὺ τὸν εὐωχούμενον διασκεδάζουν. Ἄκουε τὴν νουθετοῦσαν, ἄκουε τὴν ἄδουσαν Ἐκκλησίαν ὄχι μόνον ἐν ᾄσμασιν, ἀλλὰ καὶ ἐν ᾄσμασιν ᾀσμάτων: Φάτε, οἱ ἐγγύς μου, καὶ πιέστε καὶ μεθύστε οἱ πατέρες μου (ᾎσμ. ᾈσμ.-ε',1). Ἀλλ' αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ οἰνοποσία καθιστᾷ τὸν ἄνθρωπον νηφάλιον: αὐτὴ ἡ οἰνοποσία φέρει χάριν, ὄχι μέθην. Γεννᾶ τὴ χαράν, ὄχι τὴν παραφορὰν τῆς γλώσσας. Δὲν θὰ φοβηθῇς μήπως εἰς τὸ συμπόσιον τῆς Ἐκκλησίας εἴτε χαριτωμένες ὀσμές του, εἴτε γλυκὲς τροφές, εἴτε διάφορα ποτά, εἴτε εὐγενεῖς συμποσιαστὲς ἀπουσιάζουν, εἴτε εὐπρεπεῖς ὑπηρέτες. Τὶ τὸ εὐγενέστερον τοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἐν τῷ συμποσίῳ τῆς Ἐκκλησίας καὶ διακονεῖ καὶ διακονεῖται; Σύναπτε τὸν ἑαυτόν σου στὸ πλευρὸν αὐτοῦ τοῦ ἀνακλινόμενου συμποσιαστοῦ καὶ σύνδεσε τὸν ἑαυτόν σου μὲ τὸ Θεόν: μὴ σιχαθῇς τὴν τράπεζαν ποὺ ὁ Χριστὸς ἐκλέγει, λέγων: "Εἰσῆλθον εἰς κῆπον μου, ἀδελφή μου νύμφη, ἐτρύγησα σμύρναν μου μετὰ ἀρωμάτων μου, ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μέλιτός μου, ἔπιον οἶνον μετὰ γάλακτός μου" (Αὐτόθι 1). Ἐν τῷ κήπῳ τοὐτέστιν ἐν τῷ παραδείσῳ, βρίσκεται τὸ συμπόσιον τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἦταν ὁ Ἀδάμ πρὶν διαπράξῃ τὸ ἁμάρτημα. Ἐδῶ ἀνεκλίνετο ἡ Εὔα πρὶν κάνῃ τὴν ἁμαρτίαν καὶ πρὶν γεννήσῃ. Ἐδῶ θὰ τρυγήσῃς μύρραν, δηλαδὴ τὸν τάφον τοῦ Χριστοῦ• ἵνα συνταφεὶς μετ' ἐκείνου διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸ θάνατον, ὅπως ἐκεῖνος ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, καὶ σὺ ἐγερθῇς. Ἐδῶ θὰ φάγῃς τὸν ἄρτον, ὁ ὁποῖος στερεώνει τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ γευθῇς μέλι, μὲ τὸ ὁποῖον γλυκαίνεται ἡ ὀδὸς τοῦ φάρυγγος. Οἶνον πίνεις μετὰ γάλακτος δηλαδὴ μετὰ λάμψεως καὶ εἰλικρινείας: εἴτε αὐτὸ ποὺ εἶναι καθαρὴ ἁπλότητα• εἴτε αύτὸ ποὺ εἶναι ἄσπιλη χάρις, ποὺ λαμβάνεται εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν: εἴτε αὐτὸ τὸ ὁποῖον διὰ τῶν μαστῶν τῆς παρηγορίας της τὰ βρέφη γαλακτοτροφεῖ• ἵνα ἀπογαλακτισμένοι ἐν ταῖς ἡδοναῖς, εἰς πληρότητα τελείας ἡλικίας νεάζῃ. Διαδέχου λοιπὸν εἰς αὐτὸ τὸ συμπόσιον. Ἆράγε φοβεῖσαι μήπως πιὸ στενόχωρη οἰκία καὶ βραχὺς τόπος συμποσίου σὲ συνθλίβει; Ὦ Ἰσραήλ, πόσον μέγας εἶναι ὁ οἶκος τοῦ Κυρίου καὶ τεράστιος ὁ τόπος τῆς κατοχῆς του! Μέγας, καὶ μὴ ἔχων τέλος, ὑψηλὸς καὶ τεράστιος (Βαρούχ γ', 24,25). Ἐδῶ ἦσαν οἱ γίγαντες ἐκεῖνοι, ποὺ ἀπ' ἀρχῆς ὑπῆρξαν ἀναστήματος γιγαντιαίου ἐπιστήμονες τῆς μάχης. Δὲν τοὺς ἐξέλεξεν ὁ Κύριος καὶ εὐτυχῶς, διότι αὐτοὶ γνώριζαν τὴ μάχην ὄχι τὴν εἰρήνην. Καὶ γι' αὐτὸ ἐσὺ τὴν εἰρήνην νὰ μαθαίνῃς, γιὰ νὰ ἐκλεγῇς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ θεωρεῖς ἀνυπολόγιστον τὸ μέγεθος τοῦ οἴκου καὶ σὲ δελεάζουν τὰ διάφορα ὑποστηλώματα: ἡ σοφία ὠκοδόμησεν γιὰ τὸν ἑαυτόν της οἶκον, ὑπῄρεσεν στήλους ἑπτά. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀναφέρει ὅτι ὑπάρχουν πολλαὶ μοναὶ παρὰ τῷ Πατρί του (Ἰω. ιδ',2). Σ' αὐτὸν λοιπὸν τὸν οἶκον θὰ ἐντρυφήσῃς τὶς τροφὲς τῆς ψυχῆς καὶ τὰ ποτὰ τοῦ νοός: γιὰ νὰ μὴ πεινᾶς μετά, οὔτε νὰ διψάσῃς ποτέ. Διότι ὅποιος τρώγει, τρώγει μετὰ κορεσμοῦ: καὶ ὅποιος πίνει, πίνει μέχρι μέθης.
20. Ἀλλ' αὐτὴ ἡ μέθη εἶναι φρουρὸς τῆς αἰδοῦς: ἐκείνη ἡ μέθη τοῦ κρασιοῦ ἔναυσμα ἡδονῆς• ποὺ τὰ ἐσώτερα σπλάχνα ἀτμίζουν διὰ τῆς σαρκός, ποὺ πνεῦμα πυρπολεῖ, καὶ ἡ ψυχὴ ἐκκαίει.
Ἡ ἡδονὴ εἶναι ἄγριο ἔναυσμα ἐγκλημάτων καὶ ποτὲ δὲν ἀνέχεται νὰ μένῃ ὁ ζῆλος τῆς ἀνάπαυσης: νύκτωρ ζέει, καθ' ἡμέραν ἀσθμαίνει, ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγείρεται, ἀπὸ τῆς ἐργασίας ἀπομακρύνεται, ἀπὸ τῆς λογικῆς ἀνακαλεῖται, ἀφαιρεῖ τὴν καλὴν συμβουλήν, ἀνησυχεῖ τοὺς ἐραστάς, τοὺς πεπτωκότας ἐγκλίνει , τοὺς ἁγνοὺς ἐνεδρεύει, διὰ τῆς κατοχῆς ἐρεθίζει, διὰ τῆς χρήσεως παροξύνει.
Οὐδεὶς ἄλλος τρόπος τοῦ ἁμαρτάνειν, καὶ ἀκόρεστος διψάει τὰ ἀνοσιουργήματα, παρὰ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ σβύσῃ μὲ τὸ θάνατον τοῦ ἐραστοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος λέγει: "Φεύγετε τὴν πορνείαν (Α' Κορ. στ',18): γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ξεφύγουμε σὰν μὲ ταχεῖαν φυγὴν τὴν αὐστηρότητα μανιώδους οἰκοδέσποινας, καὶ νὰ ἐξέλθωμεν ἐκ τῆς βδελυρᾶς δουλείας.
21. Τὶ δηλαδὴ νὰ εἴπω διά τὴν ἁπληστίαν, τὴν ἀνικανοποίητον ἐπιθυμίαν χρημάτων καὶ κάποιαν ἡδονὴν τοῦ ἀέρος, ἡ ὁποία ἀπὸ ὅποιον ἀφαιρέσει περισσότερα, ἀπ' ἐκεῖνον πιστεύει τὸν ἑαυτόν της ὅτι εἶναι ἡ πιὸ ἐνδεὴς: Ἄπληστη γιὰ ὅλα, εὐτελὴς εἰς ἑαυτήν, ἐνδεὴς καὶ μὲ τὰ μέγιστα πλούτη, συναισθηματικὰ ἀποβάλλει αὐτὸ εἰς τὸ ὁποῖον μὲ τὴν λογιστικὴν ἀφθονεῖ. Οὐδεὶς τρόπος ἁρπαγῆς, ὅπου οὐδὲν μέτρον ἐπιθυμίας. Ἔτσι φλέγει τὴν ψυχὴν, ἔτσι μὲ τὸ πῦρ της βόσκει αὐτόν, ἵνα ἀπ' αὐτὸν τὸν τόπον ἀπουσιάζῃ, διότι ἐκείνη εἶναι πορνικῆς μορφῆς, ἡ ἴδια στὶς στεριές. Σείει τὰ στοιχεῖα, αὐλακώνει τὴ θάλασσαν, ἀνασκάπτει τὴ γῆ, τὸν οὐρανόν τὸν καταπονεῖ μὲ τὰ τάματα, δὲν εἶναι εὐχαριστημένη οὔτε μὲ τὴν αἰθρίαν οὔτε μὲ τὴν συννεφιάν, καταδικάζει τὶς ἐτήσιες προσόδους, τὰ γεννήματα τῆς γῆς τὰ μέμφεται.
Ἀλλ' αὐτὴ εἶναι ἀρρώστεια τῆς ψυχῆς καὶ ὄχι ὑγεία. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Ἐκκλησιαστὴς λέγει: "Ὑπάρχει κακὸν θλιβερόν, τὸ ὁποῖον εἶδεν ὑπὸ τὸν ἥλιον• πλοῦτος φυλαττόμενος ὑπὸ τοῦ ἔχοντος αὐτὸν πρὸς βλάβην αὑτοῦ" (Ἐκκλ. ε', 13). Καὶ ἀνωτέρω: "Ὁ ἀγαπῶν τὸ ἀργύριον, δὲν θὰ κορεσθῇ ἀργυρίου" (αὐτόθι 10). Καὶ "Δὲν ὑπάρχει τέλος τῆς ἀπόκτησής των" (Βαρ. γ',18). Ἐὰν ἐπιζητῆς θησαυρούς, ἀπόκτησε τοὺς ἀοράτους καὶ μυστικούς, τοὺς ἐν ὑψίστοις ἐν τῷ οὐρανῷ ὄχι ὅσους ζητεῖς εἰς τὰς φλέβας τῆς γῆς. Νὰ εἶσαι πτωχὸς στὸ πνεῦμα καὶ θὰ εἶσαι πλούσιος μὲ οἱονδήποτε ὑπολογισμόν. Διότι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔγκειται εἰς τὴν ἀφθονίαν τοῦ πλούτου, ἀλλ' ἐν τῇ ἀρετῇ καὶ τῇ πίστει. Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ πλούτη εἶναι ποὺ θὰ σὲ κάνουν ἀληθινὰ πλούσιον, ἐὰν εἶσαι πλούσιος ἐν Θεῷ.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων - "Περί τοῦ Κάϊν καὶ τοῦ Ἅβελ

Unread postby inanm7 » Fri Oct 08, 2021 1:26 pm

Κεφάλαιον ΣΤ'

Ἡ ἀρετὴ συγκρίνεται μὲ τὴν σπουδὴν καὶ τὸ μόχθο. Μ' αὐτὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰακώβ ἐπιδοκιμάζεται αὐτός ποὺ ὑπολόγισε τὰ πρωτοτόκια εἰς βάρος τοῦ ἀδελφοῦ του• καὶ ἐκτίθενται μυστικὰ περὶ Ἀβραὰμ, Μωϋσῆ καὶ αὐτῶν τῶν ἴδιων δύο ἀδελφῶν.


22. Ἄκουσες τὰ μυστήρια τῆς ἐπιθυμίας, ἄκουσες καὶ τὰ δῶρα τῆς πολεμικῆς μας ἐξουσίας, τὴν ὁποίαν ἐγὼ δὲν κατεσκεύασα μὲ σκεύη, ἀλλὰ ἔκρινα ὅτι πρέπει νὰ ἀποδειχθῇ μὲ γυμνὰ τὰ λόγια τῆς Γραφῆς• γιὰ νὰ λάμπουν μὲ τὸ δικό τους φῶς καὶ γιὰ νὰ βγάλουν φωνὴν ἐκ τοῦ ἑαυτοῦ της (τῆς Γραφῆς) ὁ ἕνας πρός τὸν ἄλλον. Διότι οὔτε ὁ ἥλιος ἢ ἡ σελήνη εἶναι χωρὶς μεταφραστήν. Ἔχουν σὰν μεταφραστὴν τὴ λάμψιν τοῦ φωτός τους, μὲ τὸ ὁποῖον (φῶς) εἶναι γεμάτη ἡ ὑφήλιος. Ἔλλαμψις σ' ἐκείνους εἶναι ἡ πίστις ἄνευ ἔνδειξης, κάποια, ἵνα οὕτως εἴπω, ἀμάρτυρος μάρτυς, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἐλλιπὴς σὲ ξένη μαρτυρίαν, καθὼς ἀπότομα διαχέει τοὺς ὀφθαλμοὺς ὅλων. Δὲν ἀναγγέλλονται, λοιπόν, τὰ ἔργα μας, ἀλλὰ κραυγάζουν, καὶ (ἔτσι) αὐτοαναγγέλλονται. Περισσότερον λοιπὸν ἵνα καὶ αὐτὸ ποὺ σ' ἐμᾶς φέρεται σὰν κοπιωδέστερον, μὴ παραλείψω, ἡ πίστις ἀπαιτεῖται, ἡ σπουδή, εἶναι ἐπιθυμητή, τὰ γεγονότα ἀναζητοῦνται. Διότι ὁ Κύριος Ἰησοῦς μ' αὐτὰ τὰ μονοπάτια καθώρισεν τὰ καθήκοντα τῆς ἀνθρώπινης ἀφοσίωσης, λέγων: "Αἰτεῖτε καὶ θὰ σᾶς δοθῇ: ζητεῖτε καὶ θὰ βρῆτε: κρούετε καὶ θὰ σᾶς ἀνοιγῇ" (Ματθ. ζ', 7). Καὶ κατωτέρω: Πᾶς ὅστις ἀκούει αὐτὰ τὰ λόγια μου, καὶ τὰ ἐκτελεῖ, εἶναι ὅμοιος μὲ σοφὸν ἄνδρα (αὐτόθι 24).
23. Ὅποιος μὲ σπουδὴν ἠκολούθησεν, θὰ λάβῃ τὰ πρωτοτόκια τῆς εὐλογίας, ὅπως ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος τὰ ἴχνη τῶν ἀνθρώπινων παθῶν τὰ ἀντικατέστησεν μὲ ἐγκράτειαν καὶ πίστιν. Ὁ ἴδιος λέγει: "Ὁ Θεὸς ἔσχεν τὸ ἔλεός μου, καὶ ἐμοῦ τὰ πάντα εἶναι (Γεν. λγ',11)". Ὅθεν αὐτὸ τὸ ἔλεος ἄς τὸ ἀξίζωμεν πίστει, σπουδῇ καὶ ἔργοις, πειθαρχίαις δι' ὧν ὁ Ἰσραὴλ εὗρε χάριν Θεοῦ, καὶ δι' αὐτῆς (εὗρεν) τὰ πάντα. Διότι ὄχι τὶς δυνάμεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὶς πειθαρχίες τῶν ἀρετῶν ἐχαίρετο νὰ ἐπιδιώκῃ χάριν ἑαυτοῦ. Αὐτὰς μέσα μας τὰς ἀντικαθιστῶμεν ὡς κληρονόμους, τὰς ὁποίας ὁ ἅγιος Ἀβραὰμ ἐν τῷ υἱῷ του Ἰσαὰκ ὑποκατέστησεν χάριν ἑαυτοῦ, παραδίδων ὅλην τὴν κληρονομίαν τῶν ἔργων του σὲ ἄνδρα σοφὸν καὶ δίκαιον, χωρὶς νὰ ἀφήσῃ κανένα δικαίωμα κληρονομιᾶς στὶς θεραπαινίδες εἴτε στοὺς γυιούς τους, ἀλλὰ μόνον δῶρα χαρίσματος.
Διότι ἐνῶ οἱ τέλειες ἀρετὲς λαμβάνουν ὁλόκληρον τὴν πατρικὴν οὐσίαν τῆς δόξης, κάτι χυδαῖον ἐκ τῆς χρήσεως περιρραίνεται εἰς τοὺς μετρίους. Καὶ γι' αὐτὸ ἡ Ἄγαρ, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα σημαίνει ἔπηλυς καὶ πάροικος καὶ ἡ Σέθορα ποὺ σημαίνει εὐώδης, δὲν εἶναι κληρονόμοι. Διότι ὅποιος χρησιμοποιεῖ μέτριες πειθαρχίες, δηλαδὴ ὁ πάροικος, δὲν εἶναι κάτοχος σοφίας. Μὲ ἄρωμα ραντισθεὶς δὲν γέμει καρπῶν. Τὴν δὲ ὑγιείαν ἡ τροφὴ (καὶ) ὄχι τὸ ἄρωμα προκαλεῖ, ἐπειδὴ τὸ ἄρωμα εἶναι (μόνον) προάγγελος τῶν καρπῶν. Ὅθεν ἀναγνωρίζομεν ὅτι εἶναι προτιμητέες οἱ κύριες πειθαρχίες ἀπ' τὶς ἀκολουθοῦσες (δευτερεύουσες) καὶ οἱ αὐτόχθονες ἀπὸ τοὺς παροίκους.
24. Αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα. Ἀλλ' ὅμως σύμφωνα μὲ τὸ μυστήριον ὁ Ἀβραὰμ πατὴρ τῶν ἐθνῶν ὁ ὁποῖος σ'αὐτὴν τὴ γῆν σὰν ἔπηλυς ὑπῆρξεν, ὅλην τὴν κληρονομιὰν τῆς πίστεώς του παρέδωσεν στὸ νόμιμο ἀπόγονόν του, δηλαδὴ τὸ Χριστόν, ἵνα ἀναδίδει μᾶλλον τὴν εὐωδίαν του παρὰ τὸν καρπόν του. Μόλις τἄκουσεν αὐτὰ ὁ νοῦς, εἰδοποιήθη ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας, συνήφθη πρὸς τὴν ἀρετήν, θαυμάζων τὴν χάριν τῆς ἀληθοῦς διακόσμησης, τὸν καθαρὸν ζῆλον, τὴν ἁπλὴν γνώμην, μέτριαν ἐσθῆτα, ἤτοι ὄχι ἐν πειθῷ λόγου, ἀλλ' ἐν ἀποδείξει Πνεύματος (Α' Κορ., β',4), οἵα εἶναι ἡ μορφὴ τῆς ἀποστολικῆς γνώμης, ἡ περιβολὴ τῆς σοφίας καὶ εὐσεβείας ἀπαστράπτουσα πολυτιμότερον παντὸς χρυσοῦ, τότε ἀναλαμβάνων τὸν χορὸν τῆς σύνεσης, ἐγκράτειας, δύναμης καὶ δικαιοσύνης ποὺ ἀπέπνεαν ὀσμὴν πειθαρχιῶν, ἐμβάλλων σεβασμόν, ἐγχέων χάριν. Ὅθεν μὲ τέτοια διαλέγει παθιασμένους ζήλους τῆς ἀρετῆς, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Ἰακώβ ἀνὴρ πλήρης ἀσκήσεως ἔστρεψεν τὸ πνεῦμα του. Καὶ γι' αὐτὸ εἰσάγεται σὰν ποιμὴν προβάτων (Γεν. λ', 31). Καθ' ὅ νὰ θεωρῆται ἐξοχότερον ὅτι ἡγεμονεύει τοῦ σώματος καὶ τῶν αἰσθήσεών του καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν, καὶ ὅτι διατηρεῖ τὸν τρόπον τῆς εὐχῆς, ἵνα μὴ ὡς πρόβατον ἀσταθὲς περιπλανᾶται παρὰ ὅτι ἄρχει λαῶν εἴτε προΐσταται πόλεων. Διότι δυσκολότερον κάποιος κυβερνᾶ τὸν ἑαυτόν του παρὰ τὸν ἄλλον. Νὰ δέσῃς τὴν ψυχήν, νὰ συγκρατήσῃς τὴν ὀργήν, τοὺς ἀντιμαχόμενους νόμους τῆς σάρκας καὶ τοῦ πνεύματος νὰ ἑνοποιήσῃς, εἶναι ἔργον ἀθανάτου ἀνδρὸς τὸν ὁποῖον δὲν κυρίευσεν ἡ πύλη τοῦ ἅδη. Τελικὰ ὁ ἴδιος νομοθέτης ἑαυτοῦ διεκδικεῖ αὐτὸ τὸ δῶρον: ἵνα βόσκῃ τὰ πρόβατα τοῦ Ἰοθόρ (Ἐξ. γ',1), ποὺ σημαίνει περιττὸς καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἔρημον. Καθ' ὅ τὴν ὑπέρλογον καὶ περιττὴν καὶ κοινὴν ἀδολεσχίαν συνῆγεν ὡς ἀδιάκριτα μυστήρια κάποιας νηφάλιας διδασκαλίας. Γι' αὐτὸ καὶ στοὺς Αὐγύπτιους οἱ ποιμένες προβάτων ἦσαν ἀπεχθεῖς. Διότι ὅλοι ὅσοι ἦσαν παραδομένοι εἰς τὰ σωματικὰ πάθη αὐτοῦ τοῦ εἴδους καὶ εἶναι ἐπιεικεῖς στὰ δικά τους πάθη, τὸν διαγνώστην τοῦ λόγου καὶ τὸν διδάσκαλον τῆς ἀρετῆς μὲ ἀρκετὴν ἀπέχθειαν ἀποστρέφονται. Καὶ γι' αὐτὸ μὲ αἰνίγματα ποὺ δίδαξεν ὁ Μωυσῆς ὅτι οἱ θυσίες ἁρμόζουν στὸ Θεόν (Γεν. δ',4), ποὺ τὶς ἀποφεύγει ὁ ἄφρων ἀποτελοῦν ἔργα καὶ ἐντολὲς τῆς ἀρετῆς. Καὶ γι' αὐτὸ ποιμὴν ὁ Ἅβελ ἐνῶ καλλιεργητὴς τῆς γῆς λέγεται ὁ Κάϊν (Αὐτόθι, 2), ὁ ὁποῖος ἀνὴρ ἄφρων δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξῃ τὸ ἐν τῷ ἀδελφῷ του σχῆμα καὶ τὴν μορφὴν τῆς ἀρετῆς ἐκπεφρασμένην.

Κεφάλαιον Ζ'

Ἀφοῦ ἐδήλωσεν τὴν ἀποστασίαν ἕνεκα τῆς ἀπάτης τῆς θυσίας τοῦ Καϊν, ἔδειξεν ὅτι τρία ἐλαττώματα μποροῦν νὰ ὑπεισέλθουν στὶς προσφορές μας καὶ οὔτε προσήγαγεν θεῖες μαρτυρίες μὲ τὶς ὁποῖες τὰ ἴδια ἐλαττώματα περιγράφονται.


25. Καὶ συνέβη μετὰ ἀπὸ κάποιες μέρες ὁ Καϊν προσέφερεν ἐκ τῶν καρπῶν τῆς γῆς δῶρα εἰς τὸν Κύριον (Γεν. δ',3). Διπλὸ τὸ ἁμάρτημα: τὸ ἕνα ὅτι μετὰ μέρες προσέφερεν, τὸ ἄλλον ὅτι (προσέφερεν) ἀπὸ φροῦτα κι ὄχι ἀπ' τὶς ἀπαρχὲς τῶν φρούτων. Ἡ δὲ θυσία συσταίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ταχύτητα καὶ ἀπὸ τὴ χάριν. Ὅθεν καὶ διετάχθη: Ἐὰν κάνῃς τάμα δὲν θὰ ἀναβάλῃς τὴν ἐκπλήρωσιν. Διότι εἶναι καλλίτερον νὰ μὴ τάξῃς, παρὰ νὰ εὐχηθῇς καὶ νὰ μὴ τὸ ἐκληρώσῃς (Ἐκκλ. ε',3,4). Διότι ὅταν ἀναβάλλῃς, (σημαίνει ὅτι) δὲν ἐκπληρώνεις. Εὐχὴ δὲ εἶναι αἴτησις ἀγαθῶν παρὰ τοῦ Θεοῦ μεθ' ὑποσχέσεως τοῦ ἀποδίδειν τὸ δῶρον. Καὶ γι' αὐτὸ ὅταν ἐπιτύχῃς ὅ,τι ζήτησες εἶναι ἴδιον τοῦ ἀγνώμονος νὰ καθυστερῇ (τὴν ἐκπλήρωσιν) τῆς ὑποσχέσεως . Ἀλλ' ἐν τῷ μεταξὺ ὑπεισέρχεται εἰς τοὺς ἀμελοῦντες εἴτε ὀγκηροὺς (ἐξ οἰήσεως) καὶ ἐπηρμένους, λήθη τῶν ἐπιτυχόντων. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἔκβασις τῆς καρδίας διὰ τοὺς ἀμβλεῖς εἰς ἑαυτοὺς, καὶ τὸ ἀγαθὸν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐκτελεῖ εἴτε ποὺ ἀπὸ τὸ Θεὸν ἔρχεται νὰ οἰκειοποιῆται τὶς δικές του ἀρετές, καὶ οὔτε τὶς ἀρετὲς τοῦ αἰτίου νὰ παραδίδῃ στὴ χάριν, ἀλλὰ νὰ θεωρῇ αἴτιον τῶν ἀγαθῶν του τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν του.
Ὑπάρχει ἕνα τρίτο γένος μικροτέρου βέβαια ἁμαρτήματος, ἀλλὰ ποὺ ἀποτελεῖ σινδόνην καλύπτουσαν τὴν ὑπερηφάνειαν αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι δηλαδὴ τὸν δωρητὴν Θεὸν δὲν τὸν ἀρνοῦνται: ἀλλ' ὅσα συμβοῦν, αὐτὰ λόγῳ τῆς σύνεσής τους, καθὼς καὶ τὶς λοιπὲς ἀξιομισθίες τῶν ἀρετῶν τὶς θεωροῦν αὐτοὶ δικαίως ἀναφερθεῖσες. Γι' αὐτὰ προσέτι θεωροῦνται ἄξιοι τῆς θείας χάριτος, διότι ποτὲ δὲν φαίνονται ἀνάξιοι τῶν θείων εὐεργεσιῶν ἀπ' τὶς ὁποῖες τοιαῦτα προέρχονται.
Λοιπὸν γιὰ νὰ μὴ συμβῇ κάτι τέτοιο, ὁπόθεν ἡ εὐχή σου γίνῃ ἁμάρτημα, ὁ νόμος σὲ προειδοποίησεν καὶ ἐδίδαξεν, τοῦ Κυρίου λέγοντος, ὁ ὁποῖος (καὶ) ἔδωκεν τὸ νόμον: Πρόσεχε εἰς σεαυτὸν μήποτε λησμονήσῃς Κύριον τὸ Θεόν σου καὶ ἀθετήσῃς τὰς κρίσεις καὶ τὰ διατάγματα αὐτοῦ, τὰ ὁποῖα ἐγὼ προστάζω εἰς σὲ σήμερον• μήπως ἀφοῦ φάγῃς καὶ χορτασθῇς καὶ οἰκοδομήσῃς οἰκίας καλὰς καὶ κατοικήσῃς καὶ τὰ πρόβατά σου καὶ οἱ βόες σου αὐξήσουν καὶ πολλαπλασιασθῇ ὁ χαλκός, τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον σου καὶ πάντα ὅσα ἔχῃς αὐξηθῶσιν, μήπως τότε ὑψωθῇ ἡ καρδία σου καὶ λησμονήσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου" (Δευτ. η',11-14).
Τότε λοιπὸν θὰ ξεχάσῃς τὸν Κύριον, ὅταν λησμονήσῃς σεαυτόν. Ἐὰν ὅμως ἀναγνωρίζῃς ὅτι εἶσαι ἀδύναμος, θὰ ξέρῃς ὅτι ὁ Θεὸς βρίσκεται πάνω ἀπ' ὅλα, καὶ δὲν θὰ μπορέσῃς νὰ εἶσαι ἀμνήμων, στὸ νὰ τοῦ ἀποδώσῃς τὸν ὀφειλόμενο σεβασμόν.
27. Μάθαινε τώρα πῶς ὁ καθεὶς παραινεῖται, νὰ μὴ θεωρῇ ἑαυτόν αἴτιον τῶν ἀγαθῶν του. Μὴ λέγῃς, εἶπεν, ἐν τῇ καρδίᾳ σου: ἡ ἀρετή μου καὶ ἡ δύναμίς μου μοῦ προκάλεσε αὐτὴν τὴν μεγάλην ἰσχύν: ἀλλὰ εἰς τὸ νοῦν σου θὰ ἔχῃς Κύριον τὸ Θεό σου: διότι ὁ ἴδιος δίδει δυνάμεις διὰ νὰ ἐπιδείξῃς (ἐσὺ) ἀρετὲς (Αὐτόθι,17,18). Ὅθεν καλῶς ὁ Ἀπόστολος ὡς ἑρμηνευτὴς τοῦ νόμου δὲν ἐκαυχᾶτο ἔνεκα τῆς ἀρετῆς του: ἀλλὰ ἔλεγεν τὸν ἑαυτόν του ὅτι εἶναι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων (Α' Κορ. ιε',9), καὶ ὅ,τι κι' ἄν ἦτο, ἦτο χάριτι Θεοῦ καὶ ὄχι ἰδίᾳ ἀξίᾳ, καὶ ὅτι ἐμεῖς δὲν ἔχομεν τίποτε ποὺ νὰ μὴ τὸ ἔχωμεν λάβῃ. Εἶπεν: διότι τὶ ἔχεις τὸ ὁποῖον (ὅμως) δὲν τὸ ἔχεις λάβῃ; Ἀλλὰ καὶ ἀφοῦ τὸ ἔλαβες, τὶ καυχᾶσαι σὰν νὰ δὲν τὸ ἔχῃς λάβῃ; (Α' Κορ. δ',7). Μάθε λοιπὸν νὰ ἀκολουθῇς ταπείνωσιν μᾶλλον παρὰ ὑπερηφάνειαν. Νὰ προτιμᾷς τὴν φιλοπονίαν παρὰ τὴν δύναμιν. Ἔλαβες σωτήριες ἐντολές, μὴ ἀμελῆς τὰ χρήσιμα ἰατρικὰ ἐργαλεῖα, μὲ τὰ ὁποῖα ἐκκόπτεται ἡ ἵνα κάθε καίριου τραύματος.
28. Καὶ ὅποιος δικαιολογεῖ ἑαυτόν, ἄς μὴ φουσκώσῃ ἡ καρδία του• καὶ ὁ ἴδιος ἔλαβεν σωτήριαν ἐντολὴν ἀντηχοῦντος τοῦ χρησμοῦ τὴ γνώμην αὐτοῦ τοῦ εἴδους.
"Μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου λέγων, διὰ τὴ δικαιοσύνη μου μὲ εἰσήγαγεν ὁ Κύριος νὰ κληρονομήσω τὴ γῆν ταύτην• ἀλλὰ διὰ τὴν ἀσέβειαν τῶν ἐθνῶν τούτων ἐκδιώκει αὐτοὺς ὁ Κύριος ἀπ' ἔμπροσθέν σου (Δευτ. θ',4). Ὄχι διὰ τὴν δικαιοσύνην σου, οὔτε διὰ τὴν ἀγαθότητά σου, οὔτε ἕνεκα τῆς δικαιοσύνης τῆς καρδίας σου εἰσέρχεσαι νὰ κατακτήσῃς αὐτὴν τὴν γῆν: ἀλλὰ ἕνεκα τῆς ἀδικίας τῶν ἐθνῶν θὰ διαλύσῃ ὁ Κύριος ἀπὸ προσώπου σου καὶ θὰ ἀποκαταστήσῃ τὴ διαθήκην ποὺ ὤμοσεν εἰς τοὺς πατέρας σας. Ἡ τέλεια διαθήκη εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Διότι τἰποτε τὸ ἀτελὲς δὲν δίδει ὁ Θεός• εἶναι δὲ τέλεια ἡ ἀρετὴ καὶ τὰ ἔργα της. Ὀνομάζεται δὲ διαθήκη διὰ τὸ ὅτι ἀναφέρεται ἡ κληρονομία τῶν ἀγαθῶν. Ἀξίως καὶ διαθήκη λέγεται καὶ τὸ θεϊκόν, μὲ ὅσα ὄντως ὄντας ἀγαθά, διὰ τῆς μαρτυρίας τῶν οὐρανίων ἐντολῶν συγκρίνονται.
Τὸ Διαθήκη λέγεται, διότι δι' αἵματος καθιερώθη: Παλαιὰ ἐν τύπῳ, Καινὴ ἐν ἀληθείᾳ. Αὐτῆς τῆς Διαθήκης κρατοῦμεν τὸ ἐνέχυρον τῆς θείας χάριτος: διότι τόσον ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε ἔδωσεν τὸν μονογενῆ του Υἱόν ὑπέρ πάντων ἡμῶν. Ὅθεν κηρύσσων ὁ Ἀπόστολος τὴν τελειότητα τῆς χάριτος, λέγει: "Πῶς μετ' ἐκείνου δὲν θὰ χαρίσει σὲ μᾶς τὰ πάντα; " (Ρωμ. η', 32).

Κεφάλαιον Η'

Κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀβραὰμ οἱ καλὲς ἰδιότητες μὲ τὶς ὁποῖες ἔγινε ἡ τῆς χάριτος προσφορά, ἐκφράζονται, δηλαδὴ ἡ ταχύτης, συνέχεια, πίστις. Τὴν ταχύτητα ὁ Θεὸς σὲ ἀμφότερες τὶς Διαθῆκες τὴ διδάσκει• αὐτὴν καὶ ὁ ἴδιος ἐπιδεικνύει, διότι ὄχι μόνον ταχέως ἐπιδαψιλεύει (κατόπιν) (ἀγαθὰ), ἀλλὰ προσέτι μᾶς προλαμβάνει.


29. Πρώτη λοιπὸν χάρις τῆς εὐχῆς εἶναι ἡ ταχύτης τῆς ἀπόδοσής (της). Τέλος καὶ ὁ Ἀβραὰμ διαταχθεὶς νὰ προσφέρῃ τὸν υἱόν του ὡς ὁλοκαύτωμα, ὄχι "μετὰ ἡμέρας", ὅπως ὁ Κάϊν προσέφερεν: "Σηκωθεὶς δὲ ὁ Ἀβραὰμ ἐνωρὶς τὸ πρωΐ ἐσαμάρωσεν τὸν ὄνον του καὶ πῆρε μαζύ του δύο ἀπ' τοὺς δούλους του καθὼς καὶ τὸν υἱόν του Ἰσαὰκ• καὶ σχίσας ξύλα διὰ τὴν ὁλοκαύτωσιν, ἐσηκώθη καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν τόπον ποὺ τοῦ εἶχεν εἴπει ὁ Θεός, τὴν τρίτην ἡμέραν" (Γεν. κβ',3,4). Πρῶτον νὰ παρατηρήσῃς τὴν ὥριμον σπουδήν του νὰ θυσιάσῃ καὶ ἐπίσπευσή του: γιὰ νὰ μὴ ὑπάρχῃ ἀναβολὴ τῆς ἀναμονῆς, εἰμὴ μέχρι νὰ ἀκούσῃ τὸ χρησμόν: ἔπειτα γιὰ νὰ σαμαρώσῃ τὸ ζῶον του, κάθε χάριν ὁ ἴδιος ἀναλαμβάνει, καὶ ἑτοιμάζει τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ θυσίαν, προπεμπουσῶν τῶν δύο ἀρετῶν, τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδος στὸ νὰ ὁδηγήσῃ τὸ σφάγιον σίγουρος γιὰ τὴ δύναμιν τοῦ Θεοῦ καὶ ἀσφαλὴς διὰ τὴν ἀγαθότητά (Του).
30. Ὅ,τι ὅμως λέγει, "κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν": εἴτε ὅτι ὀφείλει ἡ ἀφοσίωσις νὰ εἶναι συνεχὴς καὶ διαρκής. Διότι ὁ χρόνος εἶναι τριμερής, παρελθών, παρών, μέλλων. Ἀπ' τὸ ὁποῖον ἄς παραινούμεθα ὅτι οὐδεμία λήθη ὀφείλει νὰ ἐμφιλοχωρήσῃ εἴτε τῶν παρελθουσῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ, εἴτε τῶν παρουσῶν εἴτε τῶν μελλουσῶν, ἀλλὰ σταθερὸς νὰ ἐπιμένῃ διὰ τῆς μνήμης τῆς χάριτος καὶ νὰ μὴ ἀπέχει ἀπ' τὴν ὑπακοήν. Ἀλλ' ὅτι ὁ θύτης εἰς μίαν ἔλλαμψιν καὶ ἕνα φῶς τῆς Τριάδος ὀφείλει νὰ πιστεύῃ. Διότι γι' αὐτὸν ποὺ μὲ πίστιν θυσιάζει, ὥσπου νὰ φέξῃ ἡ μέρα, ἡ νύχτα δὲν εἶναι τίποτε. Ἔτσι καὶ εἰς τὴν Ἔξοδον λέγει ὁ Μωϋσῆς: Θὰ πᾶμε δρόμον τριῶν ἡμερῶν καὶ θὰ θυσιάσωμεν εἰς Κύριον τὸ Θεό μας (Ἔξ. γ', 18). Ἀλλὰ καὶ ἀλλαχοῦ, ὅταν ὁ Θεὸς ἐφανερώθη εἰς τὸν Ἀβραὰμ εἰς τὴν δρῦν Μαμβρῆν: "Καὶ ὑψώσας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὑτοῦ, εἶδε• καὶ ἰδοὺ, τρεῖς ἄνδρες ἱστάμενοι ἔμπροσθεν αὐτοῦ• καὶ ὡς εἶδεν, ἔδραμεν εἰς προϋπάντησιν αὐτῶν ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς του καὶ προσεκύνησεν ἕως ἐδάφους, καὶ εἶπεν, Κύριε, ἐὰν βρῆκα χάριν ἐνώπιόν σου" (Γεν. ιη', 2-3). Τρεῖς βλέπει, ἕνα λατρεύει, Τρία μέτρα σιμιγδάλεως προσφέρει (Αὐτόθι 6). Δηλαδὴ ἄν καὶ ἄπειρος ὁ Θεός, ὅμως κρατεῖ τὸ μέτρον πάντων, καθὼς ἐγράφη: "Τὶς ἐμέτρησεν τὰ ὕδατα ἐν τῷ κοιλώματι τῆς χειρὸς αὐτοῦ, καὶ ἐστάθμισεν τοὺς οὐρανούς μὲ τὴν σπιθαμὴν καὶ συμπεριέλαβεν ἐν μέτρῳ τὸ χῶμα τῆς γῆς;" (Ἡσ. μ', 12). Τοῦτο λοιπὸν ἀνήκει εἰς τὴν τελείαν Τριάδα εἰς τὰ πρόσωπα ἕκαστα (αὐτῆς), κατ' ἐσωτερικὸ μυστικὸν τοῦ νοῦ, ὁ ἅγιος πατριάρχης ἀναφέρει τὴν θυσίαν τῆς πνευματικῆς σεμιδάλεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ σεμίδαλις ποὺ ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ἀλέθει ἐκείνη ἡ γυναῖκα, ἡ ὁποία καὶ παραλαμβάνεται. Διότι μία, εἶπεν , θὰ προσληφθῇ, ἄλλη θὰ ἀφεθῇ (Ματ. κδ', 41).
Προσλαμβάνεται ἡ Ἐκκλησία, ἀφίεται ἡ Συναγωγή. Εἴτε ὁ ἀγαθὸς νοῦς λαμβάνεται, ὁ ἀδόκιμος ἀφίεται. Γιὰ νὰ γνωρίσῃς λοιπὸν ὅτι καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἐπίστευσεν στὸ Χριστόν: Εἶπεν, "ὁ Ἀβραὰμ εἶδε τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ ἐχάρη (Ἰω. η', 56). Καὶ ὅποιος πιστεύει εἰς Χριστὸν, πιστεύει καὶ εἰς τὸν Πατέρα. Καὶ ὅποιος τέλεια πιστεύει εἰς τὸν Πατέρα, πιστεύει εἰς τὸν Υἱὸν καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Τρία λοιπόν, μέτρα, μία σεμίδαλις, δηλαδὴ μία θυσία, ποὺ προσφέρθηκεν στὴν σεβαστὴν Τριάδα σὰν μὲ κάποιον ἴσον μέτρον, εὐσεβείας, καὶ σὲ ἁρμονικὴ πληρότητα ἀφοσίωσης.
31. Μέχρις ἐδῶ νὰ γνωρίζῃς τὶς σπουδὲς τῆς ταχείας ἀφοσίωσης: "Ὁ δὲ (Ἀβραὰμ) ἔδραμεν εἰς τοὺς βόας καὶ ἔλαβε μοσχάρι ἁπαλὸν καὶ καλὸν καὶ ἔδωσεν εἰς τὸ δοῦλον• ὁ δὲ (δοῦλος) ἔσπευσεν νὰ ἑτοιμάσῃ αὐτό" (Γεν. ιη', 7). Καὶ ἐπειδὴ (ὑπῆρξεν) πρόθυμη ἀφοσίωσις. γι' αὐτὸ τὸ δῶρον αὐτοῦ ἔγινε δεκτὸν ἀπὸ τὸ Θεόν. Ἔχεις καὶ τὸ ἄλλοθι, ἵνα προφθάσῃς διὰ τῆς προσευχῆς τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου. "Σπεῦδε, εἶπεν, πρὸς τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου" (Σοφ. Σολ. ιστ', 28). Ἔχεις ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τὸν Κύριον Ἰησοῦ λέγοντα: "Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι" (Λουκ. ιθ', 5). Καὶ ἐκεῖνος ἐπειδὴ πέτυχεν αὐτὸ ποὺ ἤθελεν, (δηλαδὴ) νὰ δῇ τὸ Χριστὸν• καὶ περισσότερον εἶχεν ἐπιτύχει, (δηλαδὴ) νὰ ἰδωθῇ (καὶ ὁ ἴδιος) καὶ νὰ προσκληθῇ ἀπὸ τὸ Χριστὸν, σπεύσας κατέβη καὶ ὑπεδέχθη αὐτόν χαίρων• καὶ γι' αὐτὸ ἐπιδοκίμασεν ὁ Κύριος τὸν ζῆλον του καὶ αὐτὸν μὲ ταχεῖαν ἀνταμοιβὴν ἐδωρήσατο λέγων: "Διότι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο" (Αὐτόθι 9). Διότι ἔσπευσεν καὶ ὁ Κύριος πρὸς εὐεργεσίαν• καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἀνέμενε, ἵνα (πρότερον) ὑποσχεθῇ καὶ ἔπειτα ἐκπληρώσῃ (τὴν ὑπόσχεσιν)• ἀλλὰ προηγουμένως ἐτέλεσεν καὶ μετὰ ταῦτα ἐδήλωσεν. Διότι εἶπεν: "Σωτηρία ἐγένετο": τὸ ὁποῖον φυσικὰ ὑπῆρξεν ἴδιον προλαμβάνοντος, καὶ ὄχι ὑποσχομένου. Ὁ δίκαιος λοιπὸν τὴν εὐχήν του τὴν συνοδεύει μὲ ταχύτητα. Καὶ οἱ πατέρες μας ἐν σπουδῇ ἔτρωγαν τὸ πάσχα, ζωσμένοι τὰ ἰσχία, καὶ φορῶντας στὰ πόδια δεμένα τὰ ὑποδήματα καὶ σὰν νὰ κατέθεταν τὸ σωματικὸ βάρος γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμοι γιὰ τὴ διάβαση• διότι τὸ Πάσχα Κυρίου ἀποτελεῖ διάβαση ἀπὸ τὰ πάθη πρὸς τὰς ἀρχὰς τῆς ἀρετῆς. Καὶ γι' αὐτὸ λέγεται Πάσχα Κυρίου• ἐπειδὴ καὶ τότε ἐν ἐκείνῳ τῷ τύπῳ τοῦ ἀρνιοῦ ἡ ἀλήθεια τοῦ Κυριακοῦ πάθους ἀνηγγέλλετο, καὶ τώρα ἡ χάρις τελεσιουργεῖται.
32. Λοιπὸν γρήγορα, ὦ ψυχή, τοῦτο ἀναζήτει: καὶ γρήγορα θὰ ἀκούσῃς προσέτι, ὅπως ἤκουσεν καὶ ὁ Ἰακώβ: Πόθεν τοῦτο, τέκνον, ὅτι εὕρηκας τόσον ταχέως; (Γεν. κζ',20). Καὶ ἐκεῖνος κατὰ τὸ δεδογμένον ἀπήντησεν: Διότι παρέδωκεν Κύριος ὁ Θεός σου εἰς χεῖρας μου (αὐτόθι).
Ταχέως δίδει ὁ Θεός• διότι εἶπεν καὶ ἔγιναν• ἐνετείλατο καὶ ἐδημιουργήθησαν. Διότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ὅπως λέγει κάποιος "ἔργον", ἀλλ' "ἐργαζόμενος", ὅπως ἔχεις γεγραμμένον: "Ὁ πατήρ μου ἐργάζεται ἕως τώρα, καὶ ἐγὼ ἐργάζομαι" (Ἰω. ε',17). Προλαμβάνει (ὁ Λόγος) τὰ πάντα, διότι εἶναι πρὸ πάντων ὅπως καὶ ὁ Πατήρ, καὶ ἐν πᾶσιν ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Πατήρ, διεισδύων στὰ πάντα. Διότι εἶναι ἰσχυρὸς καὶ ὀξὺς καὶ ὀξύτερος παντὸς ξίφους, ἐξικνούμενος μέχρι διαιρέσεως ψυχῆς καὶ πνεύματος, ἀρθρώσεων καὶ μυελοῦ. Προφθάνων ὅλους τοὺς λογισμούς, περὶ τοῦ ὁποίου λέγει ὁ Θεὸς Πατήρ: "Ἤδη θὰ ἴδης ἄν ἐκτελῆται ὁ λόγος μου ἢ ὄχι" (Ἀριθ. ια',23). Διότι ὅπου ὁ Θεὸς, ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ὁ Λόγος, καθὼς εἶπεν: "Ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ' αὐτῷ ποιήσομεν" (Ἰω. ιδ',23). Καὶ ὅπως ἔχεις λεχθὲν περὶ τοῦ Θεοῦ ἐν ἄλλοις: "Ἐγὼ ἔστην ἐδῶ πρὶν ἀπὸ σένα" (Ἐξ. ιζ',6): ἔτσι καὶ ὁ Λόγος λέγει "Πρὶν σταθῇς ὑποκάτω τῆς συκῆς σὲ εἶδα" (Ἰω. α', 49). Καὶ περὶ τοῦ ἰδίου τοῦ Λόγου, δηλαδὴ περὶ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐλέχθη: "ἐν μέσῳ δὲ ὑμῶν ἵσταται ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἐσεῖς δὲν γνωρίζετε" (Ἰω. α',26). Διότι ὁπουδήποτε (ὑπάρχουν) ἅγιοι, ἐκεῖ τῇ μεσιτεία των ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι στὸ στῆθος ἑκάστου πληρῶν θάλασσες καὶ ἡπείρους. Καὶ ἀφοῦ εἶναι ἐδῶ καὶ ἀλλοῦ ὄχι ἕνεκα ἀλλαγῆς τόπου, ἀλλὰ ἕνεκα πληρώσεως τρόπον τινὰ (τοῦ τόπου) διὰ τῆς παρουσίας Του. Διότι εὑρίσκεται πανταχοῦ ὁ ὤν δι' ὅλων καὶ ἐν πᾶσιν καὶ μὴ ἀφίνων οὐδένα χῶρον κενὸν τοῦ ἑαυτοῦ του. Καὶ ὅπου εἶναι, ἦταν: καὶ ὅπου ἦταν, εἶναι. Καὶ γι' αὐτὸ αὐτὸς ποὺ ἔμαθε νὰ εἶναι ταχύς, τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ, ταχέως ζητεῖ, καὶ ταχέως εὑρίσκει.

Κεφάλαιον Θ'

Ὁ Φαραὼ ἐλέγχεται ἕνεκα ἀναβλητικότητας στὴν ὑπακοὴν. Συνιστᾶται ἐν τῇ προσευχῇ ταπείνωσις, μυστικότης καὶ συντομία μετὰ μομφῆς κατὰ τῆς πολυλογίας. Πῶς ἐδίδαξεν ὁ Κύριος τὸν τύπον τῆς προσευχῆς• καὶ τέλος ὑπὲρ ποίων κυρίως πρέπει νὰ προσευχώμεθα.


33. Ἀλλὰ βέβαια ὁ Φαραώ, ὁ ὁποῖος ἐξανέμιζεν σὲ κενὲς καὶ μάταιες γνῶμες τὴν σπουδήν του (πληρωθείσης τῆς Αἰγύπτου μὲ βατράχους ἐκβάλλοντας ἦχον κενὸν πραγμάτων καὶ θόρυβον μάταιον) ὅταν ὁ Μωϋσῆς (τοῦ εἶπεν): "Διόρισε σὲ μένα πότε νὰ δεηθῷ ὑπὲρ σοῦ καὶ ὑπὲρ τῶν θεραπόντων σου καὶ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ σου, διὰ νὰ ἐξαλείψῃ ὁ Κύριος τοὺς βατράχους" (Ἐξ. η',9), ἐνῶ ὤφειλεν ἐπειδὴ εὑρίσκετο σὲ τόσο μεγάλη ἀνάγκη νὰ τὸν παρακαλέσῃ (τὸ Μωϋσῆ), ἵνα προσευχηθῇ καὶ νὰ μὴ ἀναβάλλῃ, ἐκεῖνος ἀπήντησεν: "Αὔριον" (αὐτόθι 10): ἀπράγμων καὶ ἀμελὴς ἔμελλε νὰ πληρώσῃ ὡς ποινὴν τῆς ἀναβολῆς τὴν ἔκπτωσιν τῆς Αἰγύπτου. Ὅθεν ὅταν ἐπιτυγχάνῃ (τὸ αἴτημά του) ὁ ἴδιος, ἐδάκρυζεν ἀμνήμων τῆς χάριτος• καὶ σκιρτήσας κατὰ τὸ πνεῦμα τῆς σαρκός του, λησμονοῦσεν τὸ Θεόν.
34. Ἡ ταπείνωσις ὅμως θεωρεῖ ἐπιβεβλημένην τὴν προσευχήν. Ἄν βέβαια κατεκρίθη ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος τὴ νηστεία του ἀπαριθμοῦσε σὰν ἀγαθοεργίαν καὶ οἱονεὶ ὠνείδιζεν τὸ Θεόν, καὶ παρουσίαζε τὸν ἑαυτόν του ἀμέτοχον κακῶν. Ὁ Τελώνης ὅμως προεμέμφετο ἑαυτόν, ὁ ὁποῖος μακρὰν ἱστάμενος δὲν τολμοῦσε νὰ ὑψώσῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν, ἀλλ' ἔτυπτεν τὸ στῆθος του λέγων: Κύριε ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ (Λουκ. ιη', 13). Καὶ γι' αὐτὸ ἡ θεία κρίση τὸν προτίμησεν λέγουσα: Διότι αὐτὸς ὁ Τελώνης κατῆλθεν δεδικαιωμένος μᾶλλον, ἢ ὁ Φαρισαῖος (αὐτόθι, 14). Διότι ἐκεῖνος δικαιώνεται, ὁ ὁποῖος ἐξομολογεῖται τὸ δικό του ἁμάρτημα, ὅπως εἶπεν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: Εἰπὲ τὰς ἁμαρτίας σου καὶ θὰ δικαιωθῇς (Ἡσ. μγ',26). Καὶ ὁ Δαβὶδ λέγει: "Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον" (Ψαλ. ν', 19). Καὶ πάλιν• "καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει" (αὐτόθι), καὶ ὁ Ἱερεμίας λέγει: "ψυχὴ ἐν στενοῖς καὶ πνεῦμα ἀκηδιῶν κέκραγε πρὸς σέ" (Βαρούχ, γ',1).
Λοιπὸν καὶ ὁ Φαραὼ (Ἔξ. ε', 2) καὶ ὁ Ἀσσύριος βασιλεύς, ὁ ὁποῖος ἔλεγεν: "τίνες μεταξὺ πάντων τῶν θεῶν τῶν τόπων ἐλύτρωσαν τὴν γῆν αὑτῶν ἐκ τῆς χειρός μου, ὥστε καὶ ὁ Κύριος νὰ λυτρώσῃ τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐκ τῆς χειρός μου;" (Δ' Βασ. ιη',35), ἕνεκα τῆς ἐπάρσεώς τους ἀπεῤῥίφθησαν. Ὁ δίκαιος ὅμως, ὅπως π.χ. ὁ Ἰακώβ, εἰς Θεὸν ἀναφέρει ὅσαδήποτε καλὰ ἀκολουθήσει, λέγοντας γιὰ ὅλα ὅσαδήποτε ἐγνώρισεν εὐημερῶν: "Διότι Κύριος ὁ Θεὸς παρέδωκεν αὐτὰ εἰς χεῖρας μας" (Γεν. κζ', 20). Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ καλύτερη ἐκπλήρωση τῶν εὐχῶν κάποιου, καθὼς λέγει ὁ Δαβὶδ: Θυσίαζε στὸ Θεὸν θυσίαν αἰνέσεως, καὶ ἀπὸδιδε εἰς τὸν Ὕψιστον τὶς εὐχές σου (Ψαλ. μθ', 14). Αἰνεῖν τὸν Θεὸν σημαίνει νὰ κάνῃς τάμα καὶ νὰ τὸ ἐκπληρώνῃς. Ὅθεν καὶ προτιμᾶται τῶν λοιπῶν ὁ Σαμαρείτης ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μὲ ἐννέα ἀκόμη λεπροὺς κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου καθαρισθεὶς ἀπ' τὴ λέπρα, μόνος ἐπιστρέψας πρὸς τὸν Χριστὸν ἐδόξαζε τὸ Θεὸν καὶ τὸν ηὐχαρίστει. Περὶ τούτου ὁ Ἰησοῦς λέγει: "Δὲν εὑρέθη ἀπ' ἐκείνους κάποιος ἄλλος ποὺ νὰ ἐπιστρέψῃ καὶ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸ Θεόν, παρὰ αὐτὸς ὁ ἀλλογενής... Καὶ τοῦ λέγει: Σήκω καὶ πήγαινε• διότι ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσεν (Λουκ. ιζ', 18-19).
35. Ἐκείνη ἀποτελεῖ προσέτι πειθαρχίαν διὰ τὴν σύστασιν τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ τάματος: γιὰ νὰ μὴ κοινοποιοῦμε τὴν προσευχήν, ἀλλὰ γιὰ νὰ κρατοῦμε ἀπόκρυφα τὰ μυστήρια, ὅπως (τὰ) κράτησεν ὁ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ἔψησεν ἐγκρυφίας (Γεν. ιη',6) (Τὰ) ἐκράτησαν καὶ οἱ πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἔψησαν ὀπτὸν ἀφοῦ ἐῤῥάντισαν ὅ,τι ἐξήγαγον ἐξ Αἰγύπτου, ψήνοντες ἄζυμες πίττες, ποὺ ἑλληνιστὶ ὀνομάζονται ἐγκρύφια, ἐκ τοῦ ὅτι κρύπτονται καλυπτόμενες ἀπὸ τὴν χόβολην: καὶ σημαίνουν τὴ μαγιὰ ἐκείνην ποὺ ἔκρυψεν ἡ γυναῖκα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελίου (Λουκ. ιγ', 21) σὲ τρία μέτρα ἀλεύρου, μέχρι νὰ ζυμωθῇ τὸ ὅλον, κατανεύοντες καὶ ὅτι ἐτυπώθη διδασκαλία μυστηρίων. Τοῦτο φανερότερον δίδαξεν ὁ Κύριος ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ λέγων: Σὺ δὲ ὅταν προσεύχεσαι εἴσελθε εἰς τὸ ταμιεῖον σου, καὶ μὲ κλεισμένην τὴ θύραν προσεύχου ἐν κρυπτῷ πρὸς τὸν Πατέρα σου, καὶ ὁ πατὴρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ, θὰ σοῦ ἀνταποδώσῃ:προσευχόμενοι δὲ μὴ πολυλογεῖτε (Ματθ. στ',6,7). Καὶ κατωτέρω: Διότι γνωρίζει ὁ πατήρ σας τὶς ἀνάγκες σας πρὶν τοῦ ζητήσετε (ὅ,τιδήποτε) (Αὐτόθι,8). Τὸ ταμιεῖον σου εἶναι τὸ ἀπὸκρυφον τοῦ νοῦ καὶ τὸ μυστικὸν τῆς ψυχῆς. Σ' αὐτὸ τὸ ταμιεῖον σου εἴσελθε, τοὐτέστιν εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς, νὰ εἰσβάλλῃς ἀπὸ τὸν θάλαμον τὸν ἐξωτερικὸν τοῦ σώματός του καὶ νὰ κλείνῃς τὴν θύραν σου.
36. Μάθαινε ποιὰ εἶναι ἡ θύρα σου: Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τοῦ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου (Ψαλ. ρμ',3). Καὶ Ὁ Παῦλος ζητάει νὰ γίνεται προσευχὴ ὑπὲρ αὐτοῦ: "Διὰ νὰ μοῦ ἀνοιγῇ, εἶπεν, ἡ θύρα τοῦ λόγου, διὰ νὰ λαλήσω τὸ μυστήριον τοῦ Χριστοῦ" (Κολ. δ',3). Ἀλλ' ἐκεῖνος ἐπειδὴ ἐξελέγη πρὸς διδασκαλίαν τοῦ Εὐαγγελίου, ὀρθῶς ηὔχετο νὰ τοῦ ἀνοιγῇ ἡ θύρα τοῦ λόγου: διότι ἐκ τοῦ στόματός του ἐξήρχετο ἡ σωτηρία τῶν Ἐθνῶν, ἐκ τοῦ στόματός του προήρχετο ἡ ζωὴ τῶν λαῶν. Ἐμεῖς ὅμως ἄς κλείνουμε τὴ θύρα, γιὰ νὰ μὴ εἰσέρχηται ἡ ἁμαρτία, διὰ νὰ μὴ βγαίνῃ λόγος τις ἐκ παραδρομῆς τῆς γλώσσας. Μπαίνει δὲ ἁμαρτία ὅταν ἐξέρχεται λόγος ἐκ παραδρομῆς: Ἄκουσε πῶς θὰ μπῆ ἡ ἁμαρτία. "Ἐν τῆ πολυλογία, εἶπεν, δὲν θὰ ξεφύγῃς τὴν ἁμαρτίαν (Παρ. ι',19). Βγῆκε πολυλογία (ἀπὸ τὸ στόμα); Εἰσῆλθεν ἁμαρτία• διότι ἐν τῇ πολυλογίᾳ οὐδαμῶς ὁ ἐξερχόμενος λόγος σταθμίζεται, ἀσυνέτως δὲ ἐκφέρεται, ἄν καὶ εἶναι μεγάλο ἁμάρτημα νὰ ὁμιλῇς ὁ ἴδιος γιὰ κάτι κατὰ τρόπον ὑπέρμετρον. "
37. Καὶ γι' αὐτὸ πρόσεχε μήπως ἀσύνετα ὁμιλεῖς• διότι τὰ χείλη τοῦ ἀσύνετου τὸν μπάζουν σὲ συμφορές. Πρόσεχε μήπως στὴν προσευχὴν ἐπαρθῆς• διότι ἡ προσευχὴ τοῦ ταπεινοῦ θὰ φθάσῃ μέχρι τῶν νεφελῶν. Πρόσεχε μήπως ἀπὸ ἀπροσεξία διαδώσης τὰ μυστήρια τοῦ Συμβόλου καὶ τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς. Ἢ μήπως ἀγνοεῖς πόσον βαρὺ εἶναι νὰ διαπράττῃς ἁμαρτίαν ἐν τῇ προσευχῇ, ὅπου (δηλαδὴ) ἐλπίζεις (νὰ ἔχῃς) φάρμακον; Βέβαια ὁ Κύριος διὰ τοῦ Προφήτου δίδαξεν ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ μεγάλην κατάραν, ὅταν λέγῃ: "Καὶ ἡ προσευχὴ αὐτοῦ ἄς γίνῃ εἰς ἁμαρτίαν" (Ψαλ. ρη',7)• ἐκτὸς ἐὰν τυχὸν νομίζεις ὅτι αὐτὸ εἶναι γιὰ σένα κάτι τὸ μέτριον. Διότι ἀποτελεῖ δυσπιστίαν στὴ δύναμιν τοῦ Θεοῦ, νὰ νομίζῃς ὅτι δὲν θὰ εἰσακουσθῇς, παρὰ ἐὰν κραυγάσῃς. Ἄς κραυγάζουν τὰ ἔργα σου, ἄς κραυγάζῃ ἡ πίστις, ἡ ἀγάπη, τὰ παθήματά σου, ἄς βοᾷ τὸ αἷμα σου ὅπως τοῦ ἁγίου Ἅβελ, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶπεν ὁ Θεὸς στὸν Κάϊν: Ἡ φωνὴ τοῦ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με (Γεν. δ',10). Διότι σὲ ἀκούει κρυφίως, ὁ καθαίρων κρυφίως. Ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ ἀκούσουμε κάποιον παρὰ μόνον ἐὰν μᾶς μιλάῃ: παρὰ τῷ Θεῷ ὁμιλοῦν ὄχι τὰ λόγια, ἀλλὰ οἱ λογισμοί. Καὶ γιὰ νὰ τὸ γνωρίζῃς ὡς ἀληθές, ἔλεγεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς πρὸς τοὺς Ἰουδαίους: Τὶ διαλογίζεσθε πονηρὰ στὶς καρδιές σας (Ματ. θ',4); Αὐτὴ δὲν εἶναι φωνὴ ἐρωτῶντος, ἀλλὰ γνωρίζοντος. Αὐτὸ σοῦ φανερώνει ὁ Εὐαγγελιστής, λέγων: Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐγνώριζεν τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν (Λουκ. στ',8). Ὅπως λοιπόν, ἔγνω ὁ Υἱὸς , ἔγνω καὶ ὁ Πατήρ. Γνωρίζεις ὅτι ὁ Υἱὸς γινώσκει, ὅτι ὁ Πατὴρ γινώσκει, ἄκου τὸν πάρεδρον καὶ μάρτυρα τοῦ Πατρὸς λέγοντα: Διότι γνωρίζει ὁ Πατὴρ σας τὶς ἀνάγκες σας πρὶν τοῦ ζητήσετε (ὅ,τιδήποτε) (Ματ. στ',8). Ψῆνε λοιπὸν τὸ ἐγκρύφιόν σου εἰς τὸν ἀτμὸν τοῦ ἁγίου Πνεύματος• ψῆνε καὶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς εἰς τὴν θερμότητα τοῦ λόγου. Καὶ ἐὰν τὰ πάθη σου εἶναι σκληρότερα, ἴσως προσφάτως ἐξερχόμενα ἐξ Αἰγύπτου, σιγόψηνέ τα μὲ κρυφὴ καὶ σιγανὴ φωτιά• μήπως δὲν μποροῦν νὰ ἀντέξουν ἰσχυρότερον πῦρ καὶ ἄς μισοψηθοῦν μᾶλλον παρὰ νὰ ψηθοῦν ἐντελῶς. Διότι ὑπάρχουν πάρα πολλὰ ποὺ σκληρὰ δὲν ἀρέσουν, ἐνῷ ψημένα εἶναι νοστιμότατα. Νὰ θάλπῃς λοιπὸν στὸ στῆθος σου βαθιὰ μυστήρια• μὴ τυχὸν διὰ πρώϊμου λόγου καὶ σὲ ἀπίστων ὦτα ἢ εἰς ἀσθενικὰς ἀκοὰς σὰν ἄψητα προσφέρῃς, καὶ ὁ ἀκροατὴς ἀποστρέψῃ τὴν ἀκοήν του καὶ μὲ φρίκη σικχαθῇ, ὁ ὁποῖος ἐὰν καλοψημένα τὰ γευθῇ, θὰ διέκρινεν τὴν γλυκύτητα (τῆς γεύσης) τῆς πνευματικῆς τροφῆς.
38. Θεοπρεπῶς δὲ ὁ Κύριος Ἰησοῦς σὲ ἐδίδαξεν καὶ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος "οἶδε διδόναι ἀγαθά" (Λουκ. ια', 13), διὰ νὰ αἰτῇς τὰ ἀγαθὰ παρὰ τοῦ ἀγαθοῦ: νουθέτησε καὶ νὰ προσευχώμεθα ἐντόνως καὶ συχνῶς: ὄχι διὰ νὰ συνεχίζῃται ἡ ὑπερήφανη προσευχή, ἀλλ' ἵνα ἐκπέμπηται συχνὰ ἡ δόκιμος (τοιαύτη) (αὐτόθι). Διότι πολλάκις ἡ μάταια δόξα διὰ μακρᾶς ἱκεσίας διαλειπούσης μάλιστα ὑφέρπει πρὸς τὰ πρόσω ἕνεκα ἀμελείας.
Ἔπειτα προτρέπει (Ματ. ιη',34) ἵνα ὅταν ὁ ἴδιος αἰτῇς γιὰ τὸν ἑαυτόν σου συγχώρηση, τότε μάλιστα νὰ τὴν παρέχῃς πλουσίαν εἰς τοὺς ἄλλους, διὰ νὰ συνιστᾶς ἔτσι τὴ δικήν σου ἱκεσίαν μὲ τὴ φωνὴ τοῦ δικοῦ σου ἔργου. Καὶ ὁ ἀπόστολος διδάσκει (Α' Τιμ. β',8) ὅτι πρέπει νὰ προσεύχεσαι χωρὶς ὀργὴν καὶ ἀμφιλογίαν, διὰ νὰ μὴ ταράσσηται καὶ διαφθείρηται ἡ προσευχή σου. Διδάσκει προσέτι ὅτι πρέπει νὰ προσευχώμεθα ἐν παντὶ τόπῳ, ὅταν ὁ Σωτὴρ λέγῃ: Εἴσελθε εἰς τὸ ταμιεῖον σου (Ματ. στ',6). Ἀλλὰ νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεσαι ὄχι σὰν ταμιεῖον συγκεκλεισμένον ἀπὸ τοίχους, εἰς τὸ ὁποῖον τὰ μέλη σου νὰ κλείνωνται: ἀλλὰ ταμιεῖον ποὺ βρίσκεται μέσα σου, ἐν τῷ ὁποίῳ ἐγκλείονται οἱ διαλογισμοί σου, ἐν τῷ ὁποίῳ διαχέονται οἱ αἰσθήσεις σου. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὸ ταμιεῖον προσευχῆς σου εἶναι πάντοτε μαζί σου, καὶ πάντοτε εἶναι μυστικόν, τοῦ ὁποίου κριτὴς δὲν εἶναι ἄλλος εἰμὴ μόνος ὁ Θεός.
39. Πρέπει δὲ νὰ προσεύχεσαι κυρίως καὶ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ (Α' Τιμ. β', 1), δηλαδὴ ὑπὲρ ὁλοκλήρου τοῦ σώματος, ὑπὲρ πάντων τῶν μελῶν τῆς μητρός σου, ἐν τῷ ὁποίῳ (σώματι) ὑπάρχει διακριτικὸν (σημεῖον) τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης. Διότι ἐὰν δέεσαι μόνον ὑπὲρ τοῦ ἑαυτοῦ σου, μόνος ὑπὲρ ἑαυτοῦ θὰ παρακαλᾶς. Καὶ ἐὰν ἕκαστοι μόνον ὑπὲρ ἑαυτῶν προσεύχωνται, μικρότερη εἶναι ἡ χάρις τοῦ ἁμαρτήσαντος παρὰ τοῦ μεσιτεύοντος. Τώρα ὅμως ἐπειδὴ ἕκαστοι προσεύχωνται γιὰ ὅλους, καὶ ὅλοι προσεύχωνται δι' ἕκαστον. Λοιπόν, γιὰ νὰ βγάλωμεν συμπέρασμα, ἄν προσεύχησαι μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν σου, μόνος, ὅπως εἴπαμε, ὑπὲρ τοῦ ἑαυτοῦ σου θὰ προσεύχησαι. Ἐὰν ὅμως προσεύχησαι ὑπὲρ πάντων, πάντες ὑπὲρ σοῦ θὰ προσεύχωνται. Ἐὰν βέβαια καὶ σὺ εἶσαι μέσα σὲ ὅλους. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀνταμοιβή ὥστε μὲ τὶς προσευχὲς ἑκάστων νὰ ἐπιτυγχάνωνται ὑφ' ἑκάστων αἱ ψῆφοι ὅλου τοῦ λαοῦ. Σ' αὐτὸ δὲν ὑπάρχει καμία οἴηση, ἀλλὰ μείζων εἶναι ἡ ταπείνωση, καὶ ὁ καρπὸς ἀφθονότερος.

Κεφάλαιον Ι'

Ἀφοῦ πρῶτον ἐξετέθη ἡ ἐλλειμματικότης τῆς θυσίας τοῦ Κάϊν, ὁ λόγος μεταβαίνει σὲ (κάτι) ἄλλο, στὸ ὅτι δηλαδὴ (αὐτὸς) δὲν προσέφερεν ἀπὸ τὶς ἀπαρχές. (Περὶ τοῦ ὅτι) πρέπει νὰ προσφέρωνται κυρίως αἱ ἁπαρχαὶ τῆς ψυχῆς, καὶ (περὶ τοῦ) ποιὲς εἶναι αὐτές. Ὅτι ὁ Ἅβελ προσέφερεν αὐτὲς καὶ ὅτι ὁ νόμος ἐπέτασσεν ὅτι αὐτὲς πρέπει νὰ προσφέρωνται. Εἰς τὸν αὐτὸν τόπον ποῖοι ἆράγε νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ὀνομάζονται Χαναναῖοι: ὡσαύτως γιατὶ μνημονεύεται ὅτι ὁ Θεὸς ὡρκίστηκεν: νὰ μὴ μπορῇ χωρὶς τὴ δικήν του ἐνέργεια νὰ εἰρηνεύῃ ὁ φόβος τῆς ψυχῆς. Τέλος, ὅτι αὐτὰ τὰ νεογέννητα πρέπει νὰ προσφέρωνται, στὰ ὁποῖα ἡ διάκριση τοῦ φύλου οὐδὲν συνεισφέρει.


40. Ἀλλ' εἶναι ἤδη καιρὸς νὰ μεταβοῦμε σὲ ἄλλο (σημεῖον), διότι εἴπαμε ἀρκετὰ γι' αὐτὸ ποὺ μετὰ ἡμέρες προσέφερεν ὁ Κάϊν. Ἐπέδειξε ἔνδειξη ραθυμίας, διότι ὁ ἴδιος ὁ ἱλασμὸς ὤφειλε νὰ συνιστᾷ τὴ φύση τῆς εὐχῆς• οὔτε νὰ θεωρούμεθα ὅτι ἀπ' τὶς ἀνθρώπινες ἐπιστῆμες, τοὐτέστιν ἐκ τῆς ἐμπειρίας περὶ τὸ θεραπεύειν καὶ ἐκ τῶν (θεραπευτικῶν) ποτῶν τῶν βαρβάρων ἐλπίζομεν μᾶλλον τὸ φάρμακον, παρὰ ὅτι ἐκζητοῦμεν τὴ βοήθειαν παρὰ τοῦ Θεοῦ. Διότι πρὸς αὐτὸν τὸν ἴδιον πρέπει προηγουμένως νὰ προσφεύγωμεν, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ θεραπεύσῃ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάποιοι ἄνθρωποι κατ' ἀντίστροφον σειρὰν καὶ πρωθυστέρως ζητοῦν βοήθειαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους: ὅταν δὲ οἱ ἀνθρώπινες ἐπικουρίες λείπουν, τότε σκέφτονται ὅτι πρέπει νὰ ζητήσουν τὴ χάρη τῆς θείας εὔνοιας.
41. Ἀφοῦ συμπεράναμε αὐτὸ καὶ ἀφοῦ συντελέσθηκε τὸ ἔγκλημα τοῦ Κάϊν, ἄς συζητήσουμε ἄλλο ἐλάττωμα τῆς προσφορᾶς. "Προσέφερεν, εἶπεν, ἐκ τῶν καρπῶν τῆς γῆς", ὄχι ἀπαρχὰς τῶν πρώτων καρπῶν εἰς τὸ Θεὸν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι προηγουμένως γιὰ τὸν ἑαυτόν του ἐπεφύλαξεν τὶς ἀπαρχές. Εἰς δὲ τὸν Θεὸν ὅτι προσέφερεν ὅσα ἀκολούθησαν. Ὅθεν ἐπειδὴ στ' ἀλήθεια πρέπει νὰ προτιμᾶται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα ὅπως ἡ οἰκοδέσποινα (προτιμᾶται) τοῦ δούλου, ἔτσι καὶ τὶς ἀπαρχές της, δηλαδή, ὀφείλομεν νὰ προσφέρωμεν τὶς ἀπαρχὲς τῆς ψυχῆς προηγουμένως τῶν τοῦ σώματος. Οἱ ἀπαρχὲς τῆς ψυχῆς ἔχουν τὸ πρωτεῖον τῶν ἀγαθῶν μαθήσεων. Αὐτὲς ἄν καὶ ὡς πρὸς τὸν χρόνον εἶναι μεταγενέστερες ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τοῦ σώματος, αἱ ὁποῖαι εἶναι δέλεαρ, κλίμαξ, ἡ ὅρασις, ἡ ἀκοή, ἡ ἀφή, ἡ ὄσφρηση, ἡ φωνή, (ὁ νοῦς δὲ καὶ οἱ αἰσθήσεις ἀποτελοῦν μέρη τῆς ψυχῆς) εἶναι μέρος τοῦ σώματος, ὅμως προηγοῦνται εἰς τὰς μαθήσεις. Ἐκ τούτων πρωταρχικὴ εἶναι ἡ καθαρᾷ καρδίᾳ καὶ ἁπλῷ λόγῳ προσφερομένη εἰς τὸ Θεὸν ἐνέργεια τῶν χαρίτων.
42. Αὐτὰ τὰ δῶρα προσέφερεν ὁ Ἅβελ, καὶ γι' αὐτὸ "ἐπέβλεψεν" Κύριος ἐπὶ τὰ δῶρα αὐτοῦ, διότι προσέφερεν ἐκ τῶν ἀπαρχῶν. Καὶ μάλιστα ἐπειδὴ (προσέφερεν) ἐκ τῶν ἀπαρχῶν τῶν προβάτων καὶ τῶν γεννημάτων τους. Παρατήρησε δὲ ὅτι δὲν προσέφερεν ἀπὸ τὰ ἄψυχα ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ζωντανά. Διότι εἶναι κάτι ἀνώτερο τὸ "ζωντανό" παρὰ τὰ βλαστήματα τῆς γῆς• ἀφοῦ βέβαια τὸ ζῶον εἶναι πιὸ κοντὰ στὸ ἔμψυχο. Διότι δὲν δημιουργήθηκεν πρῶτα τὸ ἔμψυχον, ἀλλὰ τὸ ζωϊκόν, ἔπειτα δὲ τὸ ψυχικόν. Ὅ,τι ζωϊκὸν ἀναπνέει, ἔχει ζωϊκὴν ψυχὴν: ὄχι ἔτσι ὅπως προέρχονται οἱ καρποὶ ἀπὸ τὴ γῆν.
Ἔπειτα προσέφερεν ὄχι τὰ δεύτερα, ἀλλὰ τὰ πρῶτα• ὄχι τὰ ἰσχνὰ ἀλλὰ τὰ λιπαρά• διότι ὁ νόμος τέτοια ἐπιδοκίμασεν καὶ διέταξεν νὰ προσφέρωνται, καθὼς γέγραπται: "Καὶ ὅταν, εἶπεν, σὲ φέρῃ ὁ Κύριος εἰς τὴ γῆν τῶν Χαναναίων, ὅπως μεθ' ὅρκου ὑποσχέθηκεν πρὸς σὲ καὶ πρὸς τοὺς πατέρας σου καὶ δώση αὐτὴν εἰς σέ, τότε θέλεις ἀποχωρίσει διὰ τὸν Κύριον πᾶν τὸ ἀνοῖγον μήτραν καὶ πᾶν πρωτότοκον τῶν ζώων σου ὅσα ἔχεις• τὰ ἀρσενικὰ θέλουσιν εἶσθαι τοῦ Κυρίου. Καὶ πᾶν πρωτότοκον ὄνου θέλεις ἐξαγοράζει μὲ ἀρνίον• καὶ ἄν δὲν ἐξαγοράσῃς αὐτό, τότε θέλεις λαιμοτομήσει αὐτό" (Ἐξ. ιγ', 11-13).
Τὶ τὸ τόσον βαθὺ μυστήριον, ἡ τόσον βαθεῖα καὶ μυστικὴ σοφία, παρὰ γιὰ νὰ καταλάβῃς ψωνίζοντας μὲ κάποια ἁπλᾶ λόγια καὶ νὰ ἀντλήσῃς τὸν πλοῦτον τῆς πνευματικῆς χάριτος; Διότι οἱ Χαναναῖοι εἶναι κινητικοὶ καὶ ἀνήσυχοι. Ὅταν λοιπὸν θὰ ἔχῃς εἰσέλθει εἰς τὴ χώραν αὐτῶν, τοὺς ὁποίους παρατηρεῖς διὰ τὴν κουφότητα, ἀνησυχίαν, ἀστάθειαν τῶν ἠθῶν, ἀπῤῥιφθέντας ἐκ τῆς ἰδιοκτησίας τῆς γῆς, (τότε) ἐσὺ νὰ τηρῇς σταθερότητα. Ἄς μὴ σὲ ταράσσῃ χυδαῖος λογισμὸς οὔτε κοῦφος λόγος: διότι αὐτὸ (ἀκριβῶς) σημαίνει Χαναναῖος, λόγος μετακινούμενος, διάθεση ἀσταθὴς καὶ ἀνήσυχη ἔνταση: ἀλλὰ μᾶλλον τὴν ἡσυχίαν τῆς καρδίας, καὶ τὴν γαλήνην τῆς ψυχῆς ὁ πρᾶος διὰ τῆς ὑπηρέτησης: γιὰ νὰ παρέχῃς ὅπως εἰς τὸν σάλον τῆς θαλάσσης ὅλην τὴν στάσιν στὰ πλοῖα, δηλαδὴ σὲ κάποιο λιμάνι τοῦ νοῦ σου.
43. Αὐτὴν τὴν ἰδιοκτησίαν σοῦ ὑπόσχεται ὁ Κύριος καὶ ὑπισχνεῖται σὰν μὲ κάποιον δεσμὸν τοῦ μυστηρίου, ἵνα ἐξασφαλίσῃ τὴν σταθερότητά σου. Διότι οὔτε γι' αὐτὸ ὁ Θεὸς ὀμνύει, ἐπειδὴ δηλαδὴ ἔχει ἀνάγκην τῆς πίστεως τοῦ πιστεύοντος εἴτε ἐπειδὴ ζητεῖ τάχα τὴν ψῆφον τοῦ μυστηρίου στερούμενος τῆς συμφωνίας τῶν τεκμηρίων, ὅπως δηλαδὴ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι συνήθως γνωρίζομεν τὴν πίστη μας διὰ τοῦ μυστηρίου, καὶ γι'αὐτὸ ὁρκιζόμεθα, ἵνα γίνωμεν πιστευτοὶ ὅτι λέγομεν ἀληθῆ. Ὁ Θεὸς ὅμως καὶ ὅταν (ἁπλῶς καὶ μόνον) ὁμιλεῖ εἶναι ἀξιόπιστος, τοῦ ὁποίου ὁ (ἁπλοῦς) λόγος ἀποτελεῖ ὅρκον. Διότι ὁ παντοδύναμος Θεὸς δὲν εἶναι ἀξιόπιστος ἐξ αἰτίας τοῦ ὅρκου, ἀλλὰ (ἀντίστροφα) καὶ τὸ μυστήριον-ὅρκος εἶναι ἀξιόπιστος ἕνεκα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ποιὸ λόγο, λοιπόν, ὁ Μωϋσῆς εἰσάγει τὸ Θεὸν νὰ ὁρκίζεται;
Ἐπειδὴ ἐμεῖς ἀπὸ κάποιαν συνήθειαν τῶν θνητῶν εἴμεθα, κλεισμένοι, καὶ σὰν ἐχῖνοι μὲ κάποιο ἐξωτερικὸ κάλυμμα συστέλλομεν ἑαυτοὺς τῆς χυδαίας γνώμης, εἴτε σὰν κογχύλια ποὺ ἐὰν δὲν βρίσκωνται μὲσα στὸ περίβλημα τοῦ ὀστράκου, δὲν μποροῦν νὰ ἀναπνεύσουν, οὔτε (μποροῦν) νὰ δεσμεύσουν τὸν ἐλεύθερο ἀέρα ἢ νὰ τὸν ὑπομείνουν: ἔτσι καὶ ἐμεῖς δὲν μποροῦμε παρὰ μόνον ἐὰν στρεφώμεθα ἐντὸς κάποιων γήϊνων μυχῶν τῆς ἀνθρώπινης συνήθειας. Ὅθεν ἐπειδὴ συνηθίζομεν νὰ πιστεύωμεν ὡς ἀληθέστερο ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον βεβαιοῦται δι' ὅρκου• διὰ νὰ μὴ χωλαίνῃ ἡ δική μας πίστη, περιγράφεται ὡς ὁρκιζόμενος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ὁ ἴδιος δὲν ὁρκίζεται, ἀλλὰ εἶναι κριτὴς τῶν ὀμνυόντων, καὶ τιμωρὸς τῶν ἐπιόρκων. Τέλος, γέγραπται: "Ὤμοσεν Κύριος, καὶ οὐ μεταμεληθήσεται: Σὺ εἶ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα (Ψαλ. ρθ',4). Ἐξεπλήρωσεν ὡσαύτως ὅ,τι ὡρκίσθη, μᾶς ἔδωσεν τὸν αἰώνιον ἀρχηγὸν τῶν ἱερέων: καθὼς καὶ σὺ ὅ,τι ὁρκισθῇς ἔτσι νὰ ξέρῃς ὅτι πρέπει νὰ τὸ ἐκπληρώσῃς• ὅπως ἐπειδὴ μέσω αὐτοῦ ὁρκίζεσαι ὁ ὁποῖος δὲν ψεύδεται, νὰ γνωρίζῃς ὅτι ἐὰν ψευσθῆς αὐτὸς θὰ γίνῃ ἐκδικητής.
44. Ἐκβληθεισῶν τῶν ἀνησυχιῶν καὶ τῶν ἀσταθῶν λογισμῶν, θὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς κενὴν ἰδιοκτησίαν καρδίας καὶ νοῦ• ἵνα αὐτὴν ἀσκῇς μὲ κάποιαν καλλιέργειαν τῆς ἡσυχίας καὶ ἀποκομίσῃς ἀπ' αὐτὴν καρπόν, καὶ γιὰ νὰ μὴ ὑπομένῃς ἐν αὐτῇ τοὺς Χαναναίους, δηλαδὴ νὰ καταφεύγῃς σὲ περιδινούμενες αἰσθήσεις• ἐκριζώνεις κάθε ἔννοιαν τῶν ἐλαττωμάτων τῶν Ἐθνικῶν• ἀφανίζεις τὰ ἄλση τους μὲ τὰ ὁποῖα ἐπισκιάζεται ἡ ἀλήθεια καὶ σὰν οὐράνιο βιβλίο κρύπτεται τὸ ὅραμα τοῦ λογισμοῦ ἕνεκα φρίκης ἐκ τῆς σκοτεινῆς διάγνωσης.
45. Ἀλλ' αὐτὸ δὲν δύνασαι νὰ (τὸ) ἐξεργασθῇς εἰμὴ ἐὰν (καὶ σὺ) τύχῃς θείας δωρεᾶς. Γι' αὐτὸ λέγει "Δὠσει σοι ὁ Θεὸς" (Ἔξ. ιγ',11), δηλαδὴ ἀγαθότατους λογισμούς, πραεῖες σκέψεις, ἠρέμους ἐπινοήσεις. Ἀφοῦ ἔδωσεν αὐτά, θὰ λάβῃς πᾶν ἄρσεν τὸ τὴν μήτραν διανοῖγον καὶ θὰ (τὸ) θυσιάσῃς στὸ Θεό. Δὲν (τὸ) ἀπαιτεῖ ἀπὸ σένα ὁ Θεὸς ὁλόκληρον, ὁ ὁποῖος (τὸ) ἔδωσεν ὁλόκληρον. Διότι πολλὰ ἐπιδαψιλεύονται πρὸς χρῆσιν ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ αὐτὸ δὲν δύναται νὰ ἀποτελῇ θεϊκὴν θυσίαν, ὅπου (δηλαδὴ) ὑπάρχει χρήση τῆς φύσης. Τὸ φαγητό, τὸ ποτόν, ὁ ὕπνος, κι' ἄλλες ἀκόμη λειτουργίες τοῦ σώματος σοῦ ἔχουν προσφερθῇ σὰν δῶρα, καὶ ὄχι δῶρα δωρηθέντα εἰς τὸ Θεὸν ἀπὸ σένα. Ὁτιδήποτε δὲ ἅγιον σκεφθῇς, αὐτὸ εἶναι δῶρον τοῦ Θεοῦ ἔμπνευση τοῦ Θεοῦ, χάρις τοῦ Θεοῦ: ὅπως καὶ ἐξ ἀντιθέτου, ἐκεῖνα ποὺ ἐπειδὴ εἶναι ἐν χρήσει ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, δὲν μολύνουν τὸν ἄνθρωπον• ἀλλ' ὅ,τι ἐξέρχεται τοῦ στόματος, δόλος, ψευδομαρτυρία, ἀνοσιουργία, αὐτὰ εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο.
46. Ἑπομένως, ἄς καθαρίζωμεν τὸ ἐσωτερικόν μας, γιὰ νὰ εἶναι δυνατὸν ἡ προσφορά μας νὰ εἶναι ἀρεστὴ. Ἐδῶ ἄς ζητήσωμεν πᾶν ἄρσεν τὸ τὴν μῆτραν διανοῖγον, τοὐτέστιν τὸ δίκαιον καὶ ἡγεμονικόν, διότι ὀφείλομεν νὰ ἁγιάζωμεν τὸ Θεόν. Διότι οὔτε μᾶς ἁγιάζουν ἕνεκα σωματικῆς συνουσίας, σύλληψης καὶ τοκετοῦ αὐταὶ τῶν ὁποίων ἡ μήτρα διανοίγεται μὲ αἰσχύνην τῆς παρθενίας. Διότι ἄν καὶ ἡ γυνὴ ἁγιάζει τὸν ἄνδρα καὶ ὁ ἄνδρας τὴ γυναῖκα, ὅμως πολλάκις συμβαίνει νὰ ἀνοίγῃ ἡ μήτρα τῆς παρθένου καὶ χωρὶς τὴν ἁγιότητα τοῦ συζύγου. Οὔτε πάλιν μόνον ἄρρην εἶναι ἡ χάρις, ἡ δὲ γυνὴ ξένη στὸν ἁγιασμόν, εἴτε σὲ ἑκάτερον φύλον εἶναι συγκεχυμένη ἡ φύσις ὅπως ἑκάτερος θεμελιώνεται σὲ σωματικὴ γέννηση. Οἱ ἄνδρες ἔχουν τὰ προσήκοντά τους καὶ οἱ γυναῖκες τὰ διακριτικὰ καθήκοντα τοῦ δικοῦ τους φύλου. Αὐτὴ αὕτη ἡ γέννησις τῆς ἀνθρωπίνης διαδοχῆς ἁρμόζει στὴ γυναῖκα, ἀδύνατη αὐτὴ ἡ ἴδια διὰ τὸν ἄνδρα.
47. Ἐὰν λοιπὸν αὐτὴ ἡ ἔννοια δὲν εἶναι σύμμετρος μὲ τὴ χρήση τῆς σάρκας, ἄς συζητήσωμεν τὰ προσήκοντα τῇ ψυχῇ. Αὐτὴν μάλιστα ἀνακαλύπτω, ἡ ὁποία δὲν εἶναι διακριτικὴ μὲ κανένα φῦλον: καὶ ἐπειδὴ (ἡ ἴδια) δὲν ἔχει φῦλον, ἀμφοτέρων τῶν φύλων τὰ δῶρα ἀναπαριστάνει, ὑφίσταται, συλλαμβάνει, γεννᾷ. Καὶ ὅπως ἡ φύσις ἔδωσεν στὶς γυναῖκες μήτραν, ἐν τῇ ὁποίᾳ σχηματίζεται ἡ γέννησις οἱουδήποτε ζῶντος μὲ ἐμμήνους περιόδους: ἔτσι εἶναι καὶ ἡ δεῖνα ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία σὰν κάποιο μυστικὸν τῆς γεννήτρας μήτρας συνήθως δέχεται τὰ σπέρματα τῶν λογισμῶν μας, εὐνοεῖ τὶς συλλήψεις καὶ πραγματοποιεῖ τοκετούς. Διότι οὔτε ἐκεῖνο τὸ ἄλλο θὰ ἔλεγεν ὁ Ἡσαΐας: "ἐν γαστρὶ ἐλάβομεν ... καὶ ἐτέκομεν πνεῦμα σωτηρίας" (Ἡσ. κστ',18), ἐὰν δὲν ἐγνώριζεν τὴν μήτραν τῆς ψυχῆς. Τούτων τῶν γεννήσεων κάποιες γυναικεῖες εἶναι, ἡ κακότης, ἡ ἀσέλγεια, οἱ χλιδές, ἡ ἀκράτεια, ἡ ἀναισχυντία καὶ ἄλλα παρόμοια ἐλαττώματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀτονεῖ ἐκείνη ἡ εὐρωστία τῆς ψυχῆς μας. Ἀρσενικὲς εἶναι ἡ ἁγνότης, ὑπομονή, σύνεση, ἐγκράτεια, δύναμις, δικαιοσύνη, διὰ τῶν ὁποίων ὁ ἑαυτός μας καὶ ἡ ἴδια σάρκα ἐνδυναμοῦται, προθύμως ὀρθοῦται. Αὐτοὺς τοὺς τοκετοὺς ἐκείνη ἡ προφητικὴ κοιλία ὠδίνησεν. Καὶ γι' αὐτὸ λέγει: "Ἐν γαστρὶ ἐλάβομεν ... καὶ ἐτέκομεν πνεῦμα σωτηρίας. Τὸ ἀρσενικὸν λοιπὸν καὶ ὠδίνησεν καὶ ἔτεκεν, τὸ ὁποῖον δηλαδὴ ἐξέχεεν πνεῦμα σωτηρίας.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων - "Περί τοῦ Κάϊν καὶ τοῦ Ἅβελ

Unread postby inanm7 » Fri Oct 08, 2021 1:27 pm

Βιβλίο δεύτερον

Κεφάλαιον Α'

Ὅτι οἱ τοκετοὶ τῆς ψυχῆς πρέπει νὰ γίνωνται κατόπιν ὡριμότητος: Καὶ (περὶ τοῦ) ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ μορφή τους. Ὅτι οἱ χυδαῖες αἰσθήσεις δύνανται νὰ χαλιναγωγῶνται ὑπὸ τῆς ἐξουσίας τοῦ νοῦ• διότι διπλοῦν μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ γένος τῶν αἰσθήσεών μας• καὶ εἰς ἑκάτερα συνίστανται οἱ ἀρχέγονες προσφορὲς ποὺ πρέπει νὰ προσφέρωμεν στὸ Θεόν. Τέλος γίνεται λόγος περὶ τῆς συμμίξεως, ποὺ διαπιστώνομεν καὶ περὶ τῶν ἀπαρχῶν αὐτῆς.


1. Αὐτοὺς τοὺς τοκετοὺς ἡ ψυχή μας (τοὺς) ὠδίνει, καὶ ὄχι μόνον ἀλλὰ καὶ τοὺς τίκτει καὶ τίκτει προώρως• διὰ νὰ μὴ προλάβῃ τοὺς ἀνώριμους τοκετοὺς ἡ ἡμέρα τῆς κρίσης. Διότι γι' αὐτοὺς εἶπεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς: "Οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις" (Λουκ., κα'). Ὡριμότερον λοιπὸν ἂς ἐξηγεῖται αὐτὸς ὁ τοκετὸς καὶ οἱ λογισμοί μας ἄς ἑρμηνεύωνται μὲ διαδικασίες ἀγαθῶν ἔργων• διὰ νὰ μὴ ἐπινοῇ ἡ τελευτή μας κάποιαν ἀτέλειαν, μήτε τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας νὰ συναντᾷ κάτι τὸ ἀνεξήγητο, μήτε ἡ χρήση τοῦ ἔργου μας νὰ ἀφήνῃ κάτι σὰν πάνω σὲ ἀμόνι. Σπεῦδε, λοιπόν, ψυχή, νὰ δώσῃς μορφὴν στοὺς τοκετοὺς σου, γρηγορότερα νὰ ἐξηγήσῃς, ταχύτερον νὰ διαθρέψῃς ὅσους γέννησες.
2. Ποιᾶς γέννησης εἶναι ἡ μορφὴ αὐτὴ, τὸ δείχνει ὁ Ἀπόστολος λέγων: "Τέκνα μου οὕς πάλιν ὠδίνω, μέχρι ποὺ νὰ μορφωθῇ μέσα σας ὁ Χριστὸς" (Γαλ. ε',19). Σ' αὐτὴν τὴ μορφὴν ὅλα τὰ σπλάχνα τοῦ νοῦ μας συμφύονται, καὶ σ' ἐκείνη τὴ γόνιμη κοιλία τῆς ψυχῆς μας ἀπαστράπτει ὁ Χριστὸς. Ὁ τοκετός μας εἶναι ἡ πίστη, τροφή μας τὰ ἐντάλματα τῆς διδασκαλίας. Αὐτὴ ἡ νηπιότης τῆς καρδίας μας βαπτίζεται, θεσμοποιεῖται ἡ παιδικότης, ἡβᾷ ἡ ἐφηβεία, λευκαίνει ἡ κεφαλὴ τοῦ γήρατος. Διότι ἡλικία γήρατος βίος ἀκηλίδωτος. Αὐτὸ ὅθεν εἶναι τελικὰ καλὸν γῆρας διὰ τὴν ψυχήν, τὸ ὁποῖον δὲν θὰ ἔχῃ κηλιδώσει κανένας ῥύπος ἀπιστίας. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Παῦλος ἀποτρέπει τὰ τέκνα του ἀπ' αὐτὸν τὸν ῥύπον: "Ἐγώ, εἶπεν, σᾶς ἐγέννησα διὰ τοῦ Εὐαγγελίου (Α' Κορ. ε',15)• ἵνα μὴ ὁ χαλεπὸς ψιθυρισμὸς κάποιου θέσῃ σὲ πειρασμὸν τὴ νηπιότητα τῆς ἄπειρης ἀκόμη πίστης τους. Ἀρσενικὰ λοιπὸν γεννοῦσεν αὐτὸς, ὁ ὁποῖος διὰ τοὺς λαοὺς ποὺ ἐδίδασκεν (ὥστε νὰ καταλήξουν) εἰς ἄνδρα τέλειον, ἐκαυχᾶτο ὅτι ἁμιλλῶνται διὰ τὴν ἐνότητα τῆς πίστεως καὶ ὅτι ἐν τῇ ἐπιγνώσει τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἔφθασαν τὸ τέλειον μέτρον τῆς πληρότητος τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. δ',13). Διότι αὐτὴν τὴ θυσία ἐγνώρισεν ὡς εὐπρόσδεκτην παρὰ τοῦ Θεοῦ, περὶ τῆς ὁποίας ἐγράφη: "Θὰ ἀποχωρίσῃς διὰ λογαριασμὸν τοῦ Κυρίου πᾶν ἄρρεν τὸ τὴν μήτραν διανοῖγον. (Ἐξ. ιγ',12). Καὶ προσθέτει: Πᾶν ἄρσεν τὸ τὴ μήτρα διανοῖγον ἐκ τῶν ἀγελῶν καὶ τῶν κοπαδιῶν ποὺ σοῦ ἀνήκουν, ἁγίασον τῷ Κυρίῳ (αὐτόθι). Ἄς δοῦμε μήπως κάτι δὲν εἶναι σαφές.
3. Εἶχεν εἴπει γιὰ ἡγεμονικὲς γεννήσεις, δηλαδὴ γιὰ πλήρεις καὶ ἀντάξιες τοῦ λόγου: προσέθεσεν καὶ γιὰ τὶς ἀγελαῖες, δηλαδὴ τὶς λοιπὲς, τὶς σὰν εὐτελεῖς αἰσθήσεις, οἱ ὁποῖες παραβάλλονται μὲ ἄλογα ὑποζύγια. Αὐτὰ δὲ ὅταν ὑπὸ τινος κυβερνήτου κυβερνηθοῦν, εὔκολα δαμάζονται καὶ ἐπιταγὲς ἐκτελοῦν καὶ ζυγὸν ὑπομένουν καὶ στὴ φωνὴν τοῦ ἀφεντικοῦ συνηθίζουν (εἴτε) νὰ ἐπιταχύνουν τὸ βάδισμα, εἴτε νὰ σταματοῦν εἴτε νὰ ἐκκλίνουν (τῆς ὁδοῦ), εἴτε ἄλλα καθήκοντα τοῦ ἔργου ποὺ διατάζονται (νὰ ἐκτελοῦν), (συνηθίζουν) νὰ ὑπακούουν σὲ μία δουλεία (τους) πρὸς τὸν ἄνθρωπον. Τόσον ἰσχυρὰ εἶναι ἡ ἄσκηση, ὥστε νικάει τὴ φύση! Ὅθεν καὶ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔχουν συμμετοχὴν στὴν οὐσίαν μας, ὅμως ἀναγνωρίζουν τὴν ἐξουσίαν τῆς φωνῆς μας: καὶ ἐπειδὴ δὲν κέκτηνται οὐδένα λόγον τῆς φύσεώς των, ἁρπάζουν τὸ λόγον τῆς δικῆς μας (φύσεως), καὶ τρόπον τινὰ μεταγγισμένον (σ' αὐτὰ) τὸν κάνουν δικό τους. Βλέπομεν τοὺς ἵππους νὰ διεγείρωνται μὲ τὶς λαϊκὲς ἐκδηλώσεις νὰ χαίρωνται μὲ τὰ χειροκροτήματα, νὰ τέρπωνται μὲ τὰ γλυκόλογα τοῦ κυρίου (τους). Διακρίνομεν τὰ ἄγρια λεοντάρια μὲ τὸν ἐξουσιαστικὸ δαμασμὸ νὰ ἀλλάζουν τὴ φυσικὴν ἀγριότητα, νὰ ἀποβάλλουν τὴν λυσσώδη μανία τους, νὰ ἐνστερνίζωνται τὰ δικά μας ἤθη καὶ ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι ἐμπνέουν τρόμον, μαθαίνουν νὰ φοβοῦνται. Τύπτεται ὁ σκῦλος ἵνα συνηθίσῃ νὰ φοβῆται ὁ λέων: καὶ (ἐὰν) κάποιος ἐκτραχύνηται ἕνεκα τῆς ἀδικίας του, ἄς περιορίζεται ἡ (ἀδικία) τοῦ ἄλλου κι' ἄς θραύεται μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ προηγουμένου. Ποσάκις δὲν προτιμοῦν συνεχῶς τὴν πεῖναν ἀπὸ τὴν ἕτοιμη λεῖαν καὶ ἀπὸ τὸ εὔκολο φαγητό, ὅσον φοβοῦνται τὴν προσβολὴν τοῦ ἀφεντικοῦ; Καὶ πόσες φορὲς, κατόπιν ξαφνικῆς παρορμητικῆς κίνησης περιμένουν μὲ ἀνοιχτὸ στόμα διαταγὴν γιὰ νὰ δαγκώσουν; Ἔτσι ὅσο ἀκολουθοῦν τὴ δική μας θέληση, λησμονοῦν τὴ δική τους. Δὲν συμβαίνει αὐτὸ μὲ ἐκεῖνα τὰ ἄγρια, εἴτε ἐκεῖνες τὶς ἀγέλες ἵππων, εἴτε πᾶν γένος κτηνῶν, τὰ ὁποῖα χωρὶς κυβερνήτην περιπλανῶνται ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ ἐκτραχύνονται χωρὶς καμία κυβέρνηση δαμαστοῦ. Καὶ γι' αὐτὸ προστίθενται οἱ βουκόλοι καὶ οἱ βοσκοί, καὶ οἱ ἄλλοι ποιμένες, αὐτοὶ οἱ τρόπον τινὰ κύριοι τῶν ἀγελῶν, οἱ ὁποῖοι ὑπὸ ὅρους προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους σὲ καθένα ἀπὸ τὰ ζῶα τὰ εἰς αὐτοὺς ἐμπεπιστευμένα.
4. Φαίνεται λοιπὸν (ὅτι) καὶ τῶν αἰσθήσεών μας ἄλλο (εἶναι) ἐκεῖνο τὸ γένος τὸ δαμασμένον καὶ (ἄλλο) τὸ ἥμερον• ἄλλο τὸ δαμασμένον δηλαδὴ δίκην ἀγελαίας τινὸς κινήσεως τοῦ νοῦ εἴτε ὡς ἄπραγον καὶ παράλυτον καταφέρεται κατὰ τῶν ἀλόγων ἡδονῶν τοῦ σώματος• ἥμερον δὲ τὸ ὁποῖον σὰν σὲ κάποιον ἀρχηγὸν ὑποβάλλει ἑαυτὸ εἰς τὸ μέτρον καὶ ὑποτάσσεται. Καὶ ὅσα τυχὸν λοιπὸν κυβερνῶνται ἀπὸ τὴ φύση τους, αὐτὰ εἶναι ἀρσενικὰ καὶ τέλεια: καὶ ὅσα δὲ τυχὸν χωρὶς κανένα ὁδηγὸν κυριαρχοῦνται ὑπὸ τινος χυδαίου θράσους, εἴτε σὰν κάποια πολιτεία ἡ ὁποία στερεῖται τῆς συμβουλῆς τοῦ βασιλιᾶ καὶ τῶν ἀρχόντων ἔτσι κάθε καλὴν κατάσταση καὶ ἀνδρικὴν εὐρωστίαν ἕνεκα κάποιας γυναικείας ἀποσύνθεσης (αὐτὰ) ἐκθηλύνουν.
Ἐξ αὐτῶν προέρχεται ἐκεῖνος ὁ νόμος τῆς σαρκός, ὁ ὁποῖος μαχόμενος τὸν νόμον τοῦ ἀποστολικοῦ νοῦ τὴν ἔσυρεν αἰχμάλωτην σὰν ὑπὸ ἑνὸς νόμου τῆς ἁμαρτίας. Καὶ γι' αὐτὸ ἵνα ἐξ ἐκείνου τοῦ σώματος τοῦ θανάτου ἐλευθερωθῇ, ὁ Παῦλος ἀπέθετε ἅπασαν τὴν ἐλπίδα του ὄχι εἰς τὴν ἰδικήν του ἀρετήν, ἀλλ' εἰς τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ (Ῥωμ. ζ',25). Ὅθεν εἶναι σαφὲς ὅτι αὐτὲς οἱ κινήσεις τῆς ψυχῆς, ποὺ γίνονται κατὰ τὸ νόμον τοῦ νοῦ, προέρχονται ἐκ θείας εὐνοίας, οἱ ἄλλες δὲ αἰσθήσεις ἐκ τῆς σωματικῆς ἐπιθυμίας.
5. Ὅσα λοιπὸν εἶναι ἅγια, εἶναι πρωτοφυῆ τῶν ἰδικῶν μας αἰσθήσεων• αὐτὰ εἶναι σὰν ἀπὸ κάποια ἀγέλη καὶ ἀπὸ κάποια χυδαίαν εὐτέλειαν: αὐτὰ ὡς ποικίλα φαίνεται νὰ τὰ σημαίνῃ μὲ διάφορα ὀνόματα ὁ Μωϋσῆς. Διότι αὐτὸ δηλώνει καὶ ἐκεῖνο τὸ μυστικὸ ἀλῶνι τοῦ νόμου, περὶ τοῦ ὁποίου λέγει: "Τὰς ἀπαρχὰς τοῦ ἀλωνίου σου καὶ τοῦ ληνοῦ σου δὲν θέλεις καθυστερήσει• τὸν πρωτότοκόν σου ἐκ τῶν υἱῶν σου θέλεις δώσει εἰς ἐμέ" (Ἐξ. κβ', 29). Οἱ ἅγιες κινήσεις τῶν αἰσθήσεών μας, οἱ ὁποῖες εἶναι σύμφωνες μὲ τὶς ἀρετὲς, οἱ ἴδιες εἶναι οἱ ἀπαρχὲς τοῦ πνευματικοῦ ἀλωνιοῦ: γι' αὐτὸ παραβάλλονται καὶ μὲ ἀγροτικὸ ἀλῶνι, εἰς τὸ ὁποῖο λικμίζονται τὰ σιτηρά. Διότι ὅπως σ'αὐτὸ τὸ ἀγροτικὸ ἀλῶνι ἐκσείεται ὁ σῖτος καὶ ἡ κριθὴ καὶ ὅσον περισσότερον ἐκλικμίζεται, χωρίζεται ἀπὸ τὰ ἄχυρα: διότι τὰ ἄχυρα καὶ τὰ ἄλλα σαρώματα τοῦ θερισμοῦ διασκορπίζονται μὲ τὸ φύσημα μακρυὰ ἀπὸ τὸ κοῦφο ἀλῶνι• ἐκεῖνα δὲ ποὺ εἶναι στερεότερα, στὸν ἴδιο χῶρο διασεισθείσης τῆς σκόνης πάλιν πίπτουν: ἔτσι οἱ καρποὶ τῶν σκέψεών μας οἱ ὁποῖοι εἶναι στερεοὶ καὶ ἄριστοι δείχνουν καθαρὰν καὶ εἰλικρινῆ τροφήν, ὅπως εἶναι γεγραμμένον: "Διότι δὲν ζῇ ὁ ἄνθρωπος μόνον μὲ ἄρτον, ἀλλὰ μὲ κάθε ῥῆμα Θεοῦ" (Λουκ. δ',4). Ὅσοι δὲ εἶναι ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι, διασκορπίζονται ὅπως ὁ καπνὸς καὶ τὰ σύννεφα• διότι ὅπως ὁ καπνὸς στὰ μάτια, ἔτσι καὶ ἡ ἀδικία στοὺς μετερχομένους αὐτήν. Καὶ ὀρθῶς παραβάλλεται πρὸς καπνὸν ἡ ἀδικία, ἡ ὁποία σὰν μὲ κάποιον αἰώνιον ζόφον καλύπτει τὴν κόψη τοῦ νοῦ.
6. Καὶ γι' αὐτὸ λέγει ὁ Κύριος: "Ὅταν εἰσέλθητε εἰς τὴν γῆν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐγὼ σᾶς φέρω, τότε ὅταν ἀρχίσετε νὰ τρῶτε ἐκ τῶν ἄρτων τῆς γῆς ἐκείνης, θὰ προσφέρετε εἰς τὸν Κύριον προσφορὰν ὑψουμένην, ἀπαρχὰς τοῦ φυράματός σας, ἄρτον ὡς προσφορὰν ἀπὸ τὸ ἀλῶνι: ἔτσι θὰ προσφέρετε τὰς ἀπαρχὰς τῶν συμμίξεών σας, καὶ θὰ τὰ δωρήσητε εἰς τὸν Κύριον (Ἀρ. ιἐ,2,3). Ἐμεῖς εἴμεθα ἡ σύμμιξις διαφόρων στοιχείων σὰν μὲ κάποια συνανάμιξη σύνθετοι. Διότι βέβαια τὸ ψυχρὸν μὲ τὸ θερμόν, τὸ ὑγρὸ μὲ τὸ ξηρὸν μίγνεται μέσα μας. Αὐτὸ τὸ φύραμα ἔχει πολλὰ τὰ θέλγητρα τοῦ σώματος, καὶ πλείστας τὰς ἡδονάς: ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὲς οἱ πρῶτες αἰσθήσεις αὐτοῦ τοῦ σώματος, διότι ἀποτελούμεθα ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος καὶ πνεύματος. Αὐτὸ εἶναι τὸ φύραμα τὸ ἀρχικὸν, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπιθυμεῖ ὁ Ἀπόστολος νὰ ἁγιασθῶμεν, καθὼς λέγει: "Αὐτὸς δὲ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης νὰ σᾶς ἁγιάσῃ ὁλοτελεῖς• ἵνα ἀκέραιον τὸ πνεῦμα σας καὶ ἡ ψυχή καὶ τὸ σῶμα ἀμέμπτως τηρηθῇ ἐν τῇ ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ" (Α' Θεσ. ε',23). Τούτου τοῦ φυράματος αἱ ἀπαρχαὶ εἶναι πνευματικές, τοὐτέστιν, ἐπινοήσεις καὶ γεννήσεις τῶν αἰσθήσεων, οἱ ὁποῖες ἐκ τῆς δυνάμεως τῆς ψυχῆς ἐκπορεύονται. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλες οἱ αἰσθήσεις πρωτοφυεῖς, παρὰ μόνον ὅσες εἶναι ἀμέτοχες στὴν πονηρία καὶ φαυλότητα καὶ κάθε πλάνη. Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητες οἱ εὐχαριστήσεις τοῦ σώματος, ὅπως (αὐτὲς) τοῦ ὕπνου, τοῦ ποτοῦ, τοῦ περιπάτου καὶ ἄλλες τέτοιου εἴδους αἰσθήσεις• ἀλλὰ δὲν βρίσκονται σ' αὐτὲς οἱ ἀπαρχές. Καὶ γι' αὐτὸ (δὲν εὑρίσκεται) σ' αὐτὲς ἀλλὰ σ' ἐκεῖνες τὸ μυστήριον τοῦ Κυρίου, ὅπου ἁγνότης, εὐσέβεια, ὅπου πίστις καὶ ἀφοσίωσις. Αὐτοῦ τοῦ πράγματος φανερὸν καὶ σαφὲς παράδειγμα εἶναι ἡ προσφορὰ τοῦ πατριάρχου Ἰσαάκ, τὸν ὁποῖον ὁ πατήρ του προσέφερεν κατὰ τρόπον θυσίας μὴ καμφθεὶς ἐκ συναισθήματος ἀνθρωπίνου, προσφέρων εἰς τὸν Θεὸν καθαρὰν προσφοράν, καὶ κενὴν φόβου καὶ χωρὶς ἐπιθυμίαν σωματικήν, ὅταν ἡ ἴδια εὐσέβεια τοῦ πατρὸς ἔδινε τὴ θέση της στὴν ἀφοσίωσιν τοῦ θύτου.

Κεφάλαιον Β'

Τὰς ἀπαρχὰς δὲν πρέπει νὰ ἐκτιμῶμεν κατὰ τὸ χρόνον, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἁγιότητα: μετὰ τῆς πίστεως διὰ τὴν ἀληθῆ θυσίαν πρέπει νὰ συνδέωνται τὰ καλὰ ἔργα: τὸν κόπον πρέπει νὰ τὸν μεταβάλλωμεν σὲ καρπόν, καὶ ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ ἐλευθερώνηται ἀπὸ τὰ ἀνωφελῆ.

7. Τώρα ἄς θεωρήσωμεν ποία εἶναι ἡ δύναμις τῶν ἀπαρχῶν καὶ ποῖον ἐκ τῶν δύο: (ἆράγε) πρέπει νὰ ἐκτιμῶνται αἱ ἀπαρχαὶ βάσει τοῦ χρόνου, ἢ βάσει τῆς ἁγιότητος, δηλαδή, ποῖον ἐκ τῶν δύο: πάντα τὰ πρωτότοκα ἔχουν τὴν ἁγιότητα τῶν ἀπαρχῶν, ἢ ὄχι; Διότι κατὰ τὸ νόμον (Ἀρ. ιη',8) αἱ ἁπαρχαὶ τῶν καρπῶν εἶναι ἅγιαι• διότι εἰς αὐτὰς ἡ ἄριστη θυσία εἶναι (αὐτὴ) τῆς σπεύδουσας πίστεως: ἀλλὰ γίνονται ἅγιαι ἕνεκα τῆς ἀφιέρωσης καὶ ὄχι ἕνεκα τοῦ χρόνου• διότι δὲν εἶναι τὰ γεννήματα ποὺ ἁγιάζουν, ἀλλὰ ἡ ἀφοσίωσις. Τελικὰ ὅπου ἡ ἔκβαση τῶν γεννημάτων εἶναι ταχεῖα, ἐὰν ἡ ἀφοσίωση βραδυπορῇ, διαπράττεται ὕβρις. Δὲν εἶναι, λοιπόν, ὅλα τὰ πρωτότοκα ἅγια: ἀλλὰ πάντα τὰ ἅγια εἶναι καὶ πρωτότοκα. Τέλος, ὁ Καϊν ἦταν πρωτότοκος, ἀλλ' ὄχι ἅγιος. Ἅγιος καὶ ὁ Ἰσραὴλ, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλ' ὄχι πρῶτος κατὰ τὴν ἡλικίαν• καὶ παρὰ ταῦτα ὀνομάζεται πρωτότοκος, ὅπως ἐγράφη εἰς τοὺς προφήτας: "Ὁ πρωτότοκός μου Ἰσραὴλ" (Ἔξ. δ',22). Καὶ ὁ Λευῒ ἅγιος, ἀλλ' ὄχι πρωτότοκος• διότι ἀναγινώσκομεν (ὅτι ἦτο) τρίτος υἱὸς τῆς Λείας (Γεν. κθ',34): καὶ ὅμως οἱ Λευῖτες ὀνομάσθηκαν πρωτότοκοι, τῶν ὁποίων τὸ ὄνομα προέρχεται ἀπ' αὐτόν. Διότι εἶναι γεγραμμένον εἰς (τὸ βιβλίον) τῶν Ἀριθμῶν: "Ἰδοὺ σὺ (ἔλαβες) τοὺς Λευΐτας ἐκ μέσου τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ἀντὶ παντὸς πρωτοτόκου διανοίγοντος μήτραν ἐκ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ θέλουσιν εἶσθαι οἱ Λευῖτες ἐμοῦ. Διότι πᾶν πρωτότοκον εἶναι ἐμοῦ• ἐπειδὴ καθ' ἥν ἡμέραν ἐπάταξα πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτου, ἡγίασα εἰς ἐμαυτὸν πᾶν πρωτότοκον ἐν τῷ Ἰσραήλ" (Ἀρ. γ', 12-13). Οἱ Λευῖτες, λοιπὸν, ὀνομάσθηκαν πρωτότοκοι, οἱ ὁποῖοι διὰ τὴν ἁγιοποίησιν προτιμήθησαν τῶν λοιπῶν υἱῶν Ἰσραήλ. Γιὰ ποιὸ (δὲ) λόγο εἶναι πρωτότοκοι, ἄκουε τὸν Ἀπόστολο λέγοντα: "Ἀλλὰ προσήλθατε εἰς ὄρος Σιών, καὶ εἰς πόλιν Θεοῦ ζῶντος, τὴν ἐπουράνιον Ἱερουσαλήμ, καὶ εἰς μυριάδας ἀγγέλων εἰς πανήγυριν, καὶ ἐκκλησιῶν πρωτοτόκων καταγεγραμμένων ἐν τοῖς οὐρανοῖς" (Ἑβρ. ιβ', 22-23). Τρεῖς τάξεις ἀπαρίθμησεν: τοῦ ὄρους Σιών, τῆς πόλεως Ἱερουσαλήμ, τῆς πανηγύρεως τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν πρωτοτόκων Ἐκκλησιῶν. Αἴρει λοιπὸν Κύριος Ὁ Θεὸς τοὺς Λευΐτας ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ Ἰσραήλ• διότι δὲν θέλησε νὰ εἶναι αὐτοὶ μέτοχοι ἀνθρωπίνων φροντίδων, ἀλλὰ λειτουργοὶ τῆς θεϊκῆς θρησκείας. Καὶ πρωτοτόκους του ἔκανε τοὺς τὴν πνευματικὴν μήτρα διανοίγοντας: καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἦσαν ἀπὸ τὴν φυσικὴν κοιλίαν, ὅπως οἱ διαπράττοντες διάφορα ἐγκλήματα: ἀλλὰ καθαιρεθέντων τῶν βεβήλων λάτρεων ἐκλέγονται (αὐτοὶ). Ὅθεν δὲν ἔχουν κοινωνίαν μὲ τὴν χύδην ἰδιοκτησίαν, οὔτε ὑπολογίζονται ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ• ἐπειδὴ κατέχουν τὸ λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ του, ὅπως εἶναι γεγραμμένον εἰς τὸ Εὐαγγέλιον: ὅπου βρίσκονται δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι στὸ ὄνομά μου, ἐκεῖ εἶμαι (καὶ) ἐγὼ ἀνάμεσά τους (Ματ. ιη',20). Καὶ ἀλλαχοῦ: "Ἀνάμεσά σας στέκεται ὅν ὑμεῖς ἀγνοεῖτε" (Ἰω. α',26).
8. Ἐντεῦθεν λοιπὸν γνωρίζομεν ὅτι πρὸ πάντων πρέπει ἡ πίστις νὰ μᾶς συνιστᾷ στὸ Θεόν. Ὅταν θὰ ἔχωμεν, πίστιν, θὰ κοπιάσωμεν γιὰ νὰ εἶναι τὰ ἔργα μας τέλεια. Ἐὰν βέβαια αὐτὸ εἶναι ἡ πλήρης καὶ τέλεια θυσία, καθὼς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει λέγων: Θὰ προσέξῃς νὰ προσφέρῃς ἀπὸ τὰ δῶρα καὶ τὰ ἀφιερώματά σου εἰς ἐμὲ κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν μου, χωρὶς νὰ ἀφαιρῇς οὔτε νὰ σκορπίζῃς τίποτε• ἀλλὰ νὰ (τὰ) προσφέρῃς πλήρη, ἀκέραια καὶ τέλεια. Ἑόρτειος δὲ ἡμέρα τοῦ Κυρίου εἶναι, ὅταν ὑπάρχῃ ἡ χάρις τῶν τελείων ἀρετῶν.
Αὐτὲς τότε εἶναι τέλειες, ὅταν νικήτρια ἡ ψυχὴ τῶν κοσμικῶν δελεασμάτων καὶ τοῦ σωματικοῦ θελγήτρου, ἀποκλείει τὸ δέλεαρ τῆς ἐπιθυμίας, (ὅταν εἶναι) ἐλεύθερη ἀπὸ τοῦ κόσμου, παραδεδομένη εἰς τὸ Θεόν, οὐδὲν ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς εὐθύτητος τῶν προθέσεων ἐλαττοῦσα καὶ χωρὶς οὔτε ἡ διάθεσίς της νὰ διαιρῇ τὸν καιρόν, ἄλλοτε μὲν σ' αὐτὸν τῆς χλιδῆς, ἄλλοτε δὲ σ' ἐκεῖνον τοῦ μόχθου. Ὅθεν μόνος ὁ σοφὸς γιορτάζει αὐτὴν τὴν πανήγυριν καὶ κανένας ἄλλος. Διότι εἶναι δύσκολον νὰ βγάλῃς ἀλώβητον τὴν ψυχὴν ἀπὸ τέτοιου εἴδους πάθη. Διαίρει, λοιπὸν, σύμφωνα μὲ τὸ λογικὸν μέρος τῆς ψυχῆς τὰ κυριώτατα καὶ τὰ δευτερεύοντα καὶ τότε θὰ κατανοήσῃς τὶ εἶναι τὸ ἀρσενικὸν καὶ τὶ τὸ θηλυκόν. Διότι καμία ἀρετὴ δὲν ὑπάρχει χωρὶς μόχθον, διότι ὁ κόπος εἶναι ἡ μέθοδος καὶ ἡ διαδικασία πρὸς ἀπόκτησιν τῆς ἀρετῆς.
Διότι αὐτὸ σημαίνουν καὶ τὰ λόγια τοῦ ἴδιου νόμου, ὁ ὁποῖος λέγει: Πᾶν τὸ διανοῖγον μήτραν ὄνου, θέλεις ἐξαγοράζει αὐτὸ (Ἔξ. ιγ',13). Διότι ὁ νόμος ἐχώρισε ἀπὸ τὴ θυσίαν τὰ ἀκάθαρτα ζωντανά, καὶ στὴ θέση τους καὶ ἀντ' αὐτῶν διέταξε νὰ προσφέρωνται καθαρά. Διατάζει, λοιπόν, νὰ ἐξαγοράζηται τὸ γέννημα τοῦ ὄνου αὐτὸ τὸ ἀκάθαρτο μὲ πρόβατον, τὸ ὁποῖον εἶναι καθαρὸν καὶ κατάλληλο γιὰ θυσίαν. (Ἔξ. ιγ',13 Λευ. κζ',27). Αὐτὸ σημαίνει ἡ κατὰ γράμμα ἑρμηνεία. Ἐὰν κανεὶς ἀναζητῇ ἄλλο ὑψηλότερο νόημα (δηλαδὴ ἐκεῖνο) τοῦ πνευματικοῦ νόμου, ἀρέσκεται νὰ θεωρῇ ὅτι ὁ ὄνος εἶναι ζῶον τοῦ μόχθου, (ἐνῶ) τὸ πρόβατον εἶναι τοῦ καρποῦ. Λέγει λοιπὸν ὅτι πρέπει νὰ ἐξαγοράσῃ κανεὶς τὸν κόπον μὲ τὸν καρπὸν προκειμένου ὁ καρπὸς νὰ εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ ἔργου του. Εἴτε βέβαια κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον: πάντα μόχθον σου καὶ πᾶσαν τεχνουργίαν θὰ ἐκτελῇς μὲ καθαρὰν καὶ ἁπλῆν προθυμίαν.
9. Ἐὰν δὲ δὲν ἐξαγοράσῃς, εἶπεν, θὰ λαιμοτομήσεις (Ἔξ. ιγ',13). Δίδεται λοιπὸν ἡ διαταγὴ κατὰ τὸ γράμμα, ἵνα τὸ ζῶον ἐκεῖνο προσφέρηται ἀντὶ τοῦ ἀκαθάρτου ἢ ἡ τιμή. Ἂς μὴ νομίσῃ κανεὶς ὅτι μεταξὺ τῶν δεκατῶν τῶν καρπῶν εἴτε κάτι λιγότερον εἴτε ὅτι προσφέρεται ἀκάθαρτον. Ἡ βαθυτέρα ἔννοια ὅμως (τοῦ ἐδαφίου) διδάσκει ὅτι ἡ ψυχή σου πρέπει νὰ ἐλευθερωθῇ διὰ νὰ ἀποστασιοποιῆται ἀπὸ ὅσους δὲν ἔχουν καρπόν. Διότι ὁ λαιμοτομούμενος ἐλευθεροῦται καὶ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ κάποιο χρέος. Πρέπει νὰ ἐγκαταλείπωνται ὅσα ἔργα δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν ἀληθῆ καρπὸν καὶ ἀγαθὲς ἐπιδόσεις: οἷα εἶναι αὐτὰ τὰ κοσμικά, τῶν ὁποίων ἡ χρήση δὲν μπορεῖ νὰ διαρκέσῃ ἐπ' ἄπειρον, εἰς τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος τελικὰ καταλήγει γυμνὸς καὶ ἀληθινὰ μάταιος καὶ μολονότι τοῦ ζητεῖται ὁ μέγιστος κόπος, (ὅμως) δὲν βοηθάει τὴν ψυχήν. Διότι ὅσα φέρνουν τὴν δουλείαν τῆς ψυχῆς, ὅλα εἶναι βλαβερὰ κι ἄς μὴ λείπῃ τὸ (ἐντυπωσιακὸν) ἀποτέλεσμα. Μεγάλη φαίνεται ἡ νίκη τῶν μαχητῶν, τῶν θριαμβευτῶν ἡ δόξα: ἀλλὰ συχνὰ βλέπομεν τοὺς ἴδιους τοὺς νικητὲς νὰ ὑπόκεινται στὸ ἄδηλον τῶν πολέμων καὶ νὰ μεταφέρονται πρὸς τὸν ἐχθρὸν ἕνεκα τῆς ἔκβασης τοῦ πολέμου καὶ γι' αὐτὸ τὸ ἴδιο γιὰ τὸ ὁποῖον προηγουμένως ἦσαν νικητές, (τώρα) νὰ γίνωνται ἀθλιότεροι. Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν νὰ κατευθύνῃς πρὸς τὸ Θεὸν τὰ ἔργα σου, καὶ ἡ εὔνοιά Του πρὸς σὲ θὰ σὲ ἐμπνέῃ. Ὁ ἀθλητὴς ποὺ προτιμᾶ νὰ βασίζεται στὶς δικές του (καὶ) ὄχι στὶς ξένες δυνάμεις, ὁσάκις συμπλέκεται πιστεύει γιὰ τὸν ἑαυτόν του ὅτι ἀντιμετωπίζει ἄδηλες περιπτώσεις. Κι' ὅταν φθάσῃ στὸ στεφάνι, ἀντιλαμβάνεται ταχύτερον ὅτι ἡ δόξα αὐτοῦ τοῦ κόσμου μαραίνεται σὰν τὰ φύλλα τοῦ ἴδιου τοῦ στεφανιοῦ. Ὁ κυβερνήτης μόλις ὁδηγήσῃ τὸ πλοῖον στὸ λιμάνι, μόλις τότε θεωρεῖ ὅτι μπῆκε τέρμα (στὸν μέχρι τότε) κόπον καὶ εὐθὺς ἀρχίζει τὰ ὑπὲρ αὐτῆς τῆς ταλαιπωρίας ἐπιχειρήματα. Λύεται ἀπὸ τὸ σῶμα ἡ ψυχὴ καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἕνεκα ἀμφιβολίας γιὰ τὴ μέχρι τώρα μέλλουσαν κρίσιν εἶναι ἐπικρεμάμενη. Δὲν ὑπάρχει σκοπός, ὅπου (ἁπλᾶ καὶ μόνον) νομίζεται (ὅτι ὑπάρχει). Ὅθεν μὲ εὐχὲς καὶ καθαρὰν συνείδησιν καὶ μὲ πνεῦμα ἀγάπης ἂς προσκολληθῶμεν στὸ Θεό μας καὶ ἄς ἀποσπάσωμεν διὰ τοὺς ἑαυτούς μας τὴν θείαν εὐμένειαν: ἱκετεύοντες ἵνα ἀπὸ κοσμικῶν μεριμνῶν σὰν ἀπὸ τραχεῖς καὶ ἀγρίους κυρίως δυνηθῶμεν νὰ ἀπολυθῶμεν καὶ νὰ ἐλευθερωθῶμεν, καὶ ἐξέλθωμεν ἀπὸ τὴν κοσμικὴν δουλείαν, κεκλημένοι εἰς ἐλευθερίαν ἀνωτέρας ἐπιγνώσεως ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀληθινὴ καὶ μόνη ἐλευθερία.

Κεφάλαιον Γ'

Ὅ,τι εἶπεν γιὰ τὴν ἐξαγορὰν τοῦ καρποῦ διὰ τοῦ μόχθου, τὸ ἐπιβεβαιώνει μὲ τὸ παράδειγμα τῶν Ἰουδαίων οἱ ὁποῖοι ἦσαν δοῦλοι στὴν Αἴγυπτον, καὶ μὲ τὴν εὐαγγελικὴ μαρτυρίαν• διότι δηλώνει ἐκ (ποίου) τόπου πρέπει νὰ ἐλευθερωθῇ ἡ ψυχὴ καὶ μὲ ποίαν συμφωνίαν• καὶ ὅτι ὁ ἀληθινὸς Λευΐτης δηλαδὴ ἐλευθερωτὴς εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ τέλος προτείνει ὡραῖα (τινὰ) περὶ τοῦ ποίαν χρησιμότητα προσφέρει ἡ οἰκειότης μὲ τοὺς δικαίους.


10. Καὶ γιὰ νὰ προσθέσωμεν μὲ παράδειγμα τὴν προσταγὴν τοῦ νόμου, ἐπειδὴ οἱ Αἰγύπτιοι καταπίεζαν τοὺς ἰουδαϊκοὺς πληθυσμοὺς μὲ διάφορες ἐργασίες μὲ πηλὸ καὶ πέτρα, ἐστέναξαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ ἐπέσυραν τὴν εὐσπλαχνίαν τοῦ Θεοῦ. Καὶ (Αὐτὸς) εἶπεν πρὸς τὸ Μωϋσῆν: "Ἐγὼ εἰσάκουσα τὸν στεναγμὸν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, πῶς δηλαδὴ οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς καταπιέζουν μὲ τὴ δουλείαν καὶ θυμήθηκα τὴ διαθήκη μου. Πήγαινε καὶ πὲς στοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ. Ἐγὼ Κύριος καὶ θὰ σᾶς ἐξαγάγω ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν Αἰγυπτίων, καὶ θὰ σᾶς ἐξαρπάσω ἐκ τῆς δουλείας των, καὶ θὰ σᾶς ἐλευθερώσω ἐν ὑψηλῷ βραχίονι καὶ ἐν μεγάλῃ κρίσει, καὶ θὰ σᾶς λάβω εἰς λαόν μου, καὶ θὰ εἶμαι ὁ Θεός σας καὶ νὰ γνωρίζετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας ὁ ὁποῖος θὰ σᾶς ἐξαγάγω ἐκ τῆς ἐξουσίας τῶν Αἰγυπτίων καὶ θὰ σᾶς εἰσαγάγω εἰς γῆν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐξέτεινα τὴ χεῖρα μου" (Ἔξ. γ',7). Ἰδοὺ πῶς ὁ λαὸς τῶν Ἑβραίων ἐξαγόρασε τὸν καρπὸν μὲ τὸν κόπον καὶ ὅ,τι ἐνηργεῖτο ἐν τῷ πηλῷ, ἐνηργεῖτο μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας βασιλείας. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Κύριος εἰς τὸ Εὐαγγέλιον διεκτραγωδῶν τὸν μάταιον κόπον τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν, οἱ ὁποῖοι οἰκοδόμησαν τὰς πλευρὰς μὲ ρυπαρὰν δεισιδαιμονίαν καὶ παραδεδομένην εἰς τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ σώματος, καὶ ἀδυνατοῦν νὰ κτίσουν στέρεον τεῖχος τῆς πίστεως, σὰν ἀπευθυνθεὶς πρὸς κάποια γεννήματα ὄνου, (τοὺς) λέγει: "Ἔλθετε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Σηκῶστε πάνω σας τὸν δικό μου ζυγὸν καὶ μάθετε ἀπὸ μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδίαν, καὶ θὰ βρῆτε στὶς ψυχές σας ἀνάπαυση" (Ματ. ια',28-29). Ἀπ' αὐτὴ τὴν κλήση σαφέστερα νομίζω ὅτι ἀναγνωρίζει (κανεὶς) τὰ λόγια τοῦ νόμου καὶ τὰ μυστήρια: διότι ἐδίδαξεν εἶτε νὰ ἀνταλλάσσουμε τὸν ὄνον μὲ τὸ πρόβατον, εἴτε ὅτι πρέπει νὰ ἀγοράζηται αὐτὸ ἐπὶ χρήμασιν• ἵνα μὴ μόνον ἀλλάσσωμεν τὸ γέννημα τοῦ ὄνου μὲ τὸ πρόβατον, ἀλλὰ νὰ τὸ ἐξαγοράζωμεν. Αὐτὸ φαίνεται νὰ δηλοῦται, ἐὰν δηλαδὴ προηγουμένως ἀποπλένωμεν τὶς ῥυπαρότητες τῶν ἁμαρτιῶν μας διὰ τῆς καθαρτικῆς θυσίας καὶ διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος• καὶ τὰ ἐγκλήματά μας νὰ τὰ ἐξαγοράζωμεν μὲ καλὰ ἔργα καὶ διὰ τῆς τιμῆς τῆς πίστεως καὶ διὰ τοῦ οἰκτιρμοῦ.
11. Ἡ δική μας τιμὴ εἶναι τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέγει: Δὲν ἐλυτρώθητε διὰ χρυσοῦ καὶ ἀργυρίου ἀλλὰ διὰ τοῦ πολυτίμου αἵματος (Α' Πέτ. α',18). Καὶ ὁ Παῦλος λέγει: Τιμῇ ἠγοράσθητε, μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων (Α' Κορ. ζ',23). Ὅθεν δὲν θεωροῦμεν τυχαῖον ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐκάθισεν ἐπὶ πῶλον ὄνου (Μαρ. ια',7): διότι ὁ λαὸς τῶν εἰδωλολατρῶν ἄρχισε νὰ εἶναι ἄρτος τοῦ Χριστοῦ, διότι κατὰ τὸ νόμον ἐθεωρεῖτο ἀκάθαρτος. Ὅθεν καὶ περὶ τῶν Λευϊτῶν ἐγράφη (Ἔξ. ιγ',13), ὅτι εἶναι λυτρωτὲς αὐτῶν: ἐκ τοῦ ὅτι διὰ τῆς ἁγιότητας τῆς ζωῆς των καὶ διὰ τῆς προσευχῆς καθαίρουν τὰ ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ. Εἰς αὐτὰ τὰ μυστήρια ἡ μορφὴ τοῦ ἀρνιοῦ προηγήθηκεν τοῦ ἀληθινοῦ ἐλευσομένου Λευΐτου, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ πάθους τοῦ δικοῦ του σώματος θὰ ᾖρεν τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Λευΐτης σημαίνει "ὁ ληφθεὶς ἀντὶ ἐμοῦ" εἴτε "ὁ εὔχρηστος σ' ἐμένα τὸν ἴδιον": διότι ὁ ἴδιος ἔχει σὰν ἔνδειξη τέλειας ἀρετῆς τὸ νὰ μεταδίδῃ στὸ λαὸν τὴν ὑγείαν. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἀναμενόμενος διὰ τὴν σωτηρίαν πάντων ἦλθεν, ὑπὲρ ἐμοῦ (προσωπικῶς) ἐγεννήθη ἐκ παρθενικῆς κοιλίας, ὑπὲρ ἐμοῦ προσέφερεν ἑαυτόν, ὑπὲρ ἐμοῦ ἐγεύθη θάνατον, ὑπὲρ ἐμοῦ ἀνεστήθη. Ἐν αὐτῷ ἀνελήφθη πάντων ἀνθρώπων ἡ λύτρωση, ἔγινε δεκτή ἡ ἀνάσταση. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθὴς Λευΐτης• ἵνα ἡμᾶς Λευΐτας ποιήσῃ γιὰ νὰ προσκολλώμεθα στὸ Θεό, γιὰ νὰ ἐκπέμπωμεν συνεχεῖς ἱκεσίας στὸν ἴδιον, γιὰ νὰ ἐλπίζωμεν ἐκ τοῦ ἰδίου τὴν σωτηρίαν, γιὰ νὰ ἀποφεύγωμεν τὰ ἔργα τὰ γήϊνα, γιὰ νὰ συναριθμηθοῦμε εἰς τὴν ἰδιοκτησίαν τοῦ Θεοῦ, καθὼς εἶναι γραμμένον: Κύριε, ἀπόκτησέ μας (Ἔξ. λδ',9). Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἰδιοκτησία ἡ ὁποία ἐπειδὴ δὲν εἶναι βλαβερὴ σὲ καμιὰ ὥρα, φέρνει τοὺς καρποὺς τῆς διηνεκοῦς χάριτος: Λυτρωτὴς ὁ Λευΐτης εἶναι διὰ τὸν λόγον ὅτι ὁ σοφὸς ἀνὴρ εἰναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀσόφου. Αὐτὸς σὰν κἀποιος γιατρὸς περιθάλπει τὴν ἄγριαν ψυχὴν τοῦ ἀσόφου καὶ (τὸν) ῥαντίζει μὲ τὰ φάρμακα τῆς σύνεσης ποὺ εἶναι στερεότερα γιὰ τὸ νοῦν, μιμούμενος (κι' αὐτὸς) ἐκεῖνον τὸν ἱατρὸν ποὺ ἦλθεν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ δείξῃ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὰς ὁδοὺς τῆς συνέσεως καὶ νὰ ἀποκαλύψῃ στοὺς νηπίους τὰς τρίβους τῆς σοφίας. Διότι ἔβλεπε ὅτι οἱ κοπιῶντες δὲν μποροῦσαν νὰ σωθοῦν χωρὶς φάρμακο καὶ γι' αὐτὸ ἔδωσεν στοὺς ἀσθενεῖς τὸ ἀντίδοτον. Γι' αὐτὸ σ' ὅλους προσέφερεν ἔργον ἐξυγίανσης• ἵνα, ὅποιος τυχὸν χαθῆ, προσγράφῃ στὸν ἑαυτόν του τὰ αἴτια τοῦ θανάτου του, αὐτὸς (,δηλαδή,) ποὺ δὲν θέλησε νὰ θεραπευθῇ, ἐνῶ εἶχε τὸ φάρμακο, μὲ τὸ ὁποῖον μποροῦσε νὰ διεκφύγῃ: τοῦ Χριστοῦ ὅμως ἄς κηρύττεται ἡ φανερὰ εἰς ὅλους εὐσπλαχνία• διότι ὅσοι χάνονται, ἕνεκα τῆς δικῆς τους ἀμελείας χάνονται• ὅσοι δὲ σώζονται, ἄς ἐλευθερώνωνται κατὰ τὴν γνώμην τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ ἔλθουν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας. Τέλος καὶ τὰ Σόδομα, ἐὰν διέθεταν πενῆντα δικαίους, δὲν θὰ ἠφανίζοντο, καὶ ἐὰν εἶχαν δέκα, θὰ εἶχαν λυτρωθῇ• διότι ἡ εὐχὴ τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν ἐλευθερώνει τὴν ψυχὴν ἀπὸ τὴν δουλεία καὶ ἡ πληρότης τῆς τέλειας πειθαρχίας δὲν ἀφίνει τὸ νοῦν νὰ καταποθῇ ἀπὸ τὸν ἀδηφάγο ἀτμὸν τῶν ἐπιθυμιῶν.
12. Πάρα πολὺ ὅμως ἐνδιαφέρει καὶ οἰκοδομεῖ τὸ ἠθικὸν αἰσθητήριον, τὸ ἐὰν ἁπλῶς παραδεχθοῦμε ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν δικαίων ὠφελεῖ στὴ σωτηρία τῶν λαῶν. Συνθλίβει καὶ ξηραίνει τὸν φθόνον, δημιουργεῖ σύγχυση στὴν φαυλότητα, εἶναι ἔναυσμα γιὰ τὴν ἀρετήν, αὐξάνει τὴ χάριν. Διότι κανεὶς δὲν πρέπει νὰ φθονῇ τὸν ἔπαινον (ποὺ γίνεται) εἰς τὸν ἄλλον, ὁ ὁποῖος ἔπαινος ὡφελεῖ τὸν προηγούμενον• καὶ ὁ οἱοσδήποτε φαῦλος ἐνόσῳ παραδέχεται τὸν λυτρωτήν του, συχνὰ (τὸν) μιμεῖται, σίγουρα τὸν σέβεται, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸν ἀγαπᾶ ἐπίσης. Ὁ ἴδιος προσέτι, ἐὰν γνωρίζῃ ὅτι θὰ ὠφελήσῃ ἄλλους, βελτιώνεται μὲ σπουδὲς καὶ μ'αὐτὴν τὴ χάρη συνδέει τοὺς λαούς, συσσωρεύει τὴν ἀγάπην τοῦ λαοῦ, τὴ δόξαν τῶν πόλεων. Πόσον μακαρία (εἶναι) ἡ πόλις ποὺ εἶχε πλείστους δικαίους, πόσον ὑμνητέα ἀπὸ τὸ στόμα ὅλων: πῶς εὐλογεῖται σύνολη ἐξ αἰτίας τοῦ ἐπὶ μέρους (της) καὶ μακάριον καὶ διηνεκὲς θεωρεῖται τὸ καθεστώς της! Πόσον χαίρω ὅταν βλέπω κάποιους πράους καὶ σοφοὺς νὰ ζοῦν ἐπὶ μακρὸν ὅταν παρατηρῶ ἁγνὲς παρθένες, σοβαρὲς χῆρες μακροχρόνιες σὰν κάποιο πολιὸν πρυτανεῖον τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖον ἀξιώνει ἕνεκα τῆς ἴδιας ἐκείνης ὄψεως καὶ μορφῆς ἄλλοτε νὰ τὸ σέβωνται, ἄλλοτε νὰ τὸ μιμοῦνται αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖον χρωματίζονται σύμφωνα μὲ κάθε χάριν τῶν ἠθῶν!
Διότι δὲν χαίρω γιὰ τὰ ἴδια πρόσωπα, ἐπειδὴ αὐτὰ εἰς τὴν ζωὴν ὑπομένουν πολλὰ ἄχθη τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ διότι ὠφελοῦν πολλούς.
Ὁμοίως ἐφ' ὅσον κάποιος αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἀποθάνῃ, ἄν καὶ ἔχῃ στοὺς ὤμους του βαθειὰ γηρατειά, λυποῦμαι• διότι ἡ παράταξη τῶν νεαρῶν στερεῖται τοῦ γηραιοῦ τείχους.
Τελικὰ τοῦτο εἶναι ἡ πρώτη ἔνδειξις τῆς μέλλουσας νὰ καταστραφῆ πόλεως, εἴτε τῶν ἐπικείμενων συμφορῶν εἴτε τῆς μέλλουσας πτώσεώς (της), ἐὰν δηλαδὴ ἀποθνῄσκουν οἱ νουνεχέστεροι ἄνδρες εἴτε καὶ οἱ σεβαστότερες γυναῖκες. Ὅπως λοιπὸν ὁλόκληρη ἡ πόλις στεριώνει καὶ προωθεῖται ἀπὸ τὴν συνεύρεσιν μὲ τοὺς σοφούς, καὶ μὲ τὸν θάνατόν τους καταστρέφεται: ἔτσι ὁ λόγος ὁ σοβαρὸς καὶ βέβαια συνήθως εἶναι γεμάτος γεροντικὴν σύνεσιν καὶ σταθεροποιεῖ τὴν ψυχὴν ἑνὸς ἑκάστου καὶ βεβαιώνει τὸν νοῦν.
Ἤδη ἄν προστεθῇ ἡ συνήθεια γιὰ πολλὲς διαλέξεις, ἡ ἀνωτέρω γερουσία, (πηγὴ) πλείστων παραγγελμάτων καὶ συμβουλῶν, ἀποτελεῖ τρόπον τινὰ τὸ σταθερὸν καθεστὼς τῆς πόλεώς της, ἡ ὁποία βρίσκεται στὸ στῆθος τοῦ καθενὸς (ἀπὸ μᾶς).

Κεφάλαιον Δ'

Γιατὶ ὁ Μωϋσῆς εἶχεν ὀνομάσει πρωτοτόκους καὶ λυτρωτὰς τοὺς Λευΐτας καὶ χαρακτήρισε τὶς πόλεις τους ἐλευθερώτριες; Γιατὶ νὰ μὴν εἶναι ἄτοπο νὰ συγκατοικοῦν οἱ κακοῦργοι μαζὶ μὲ τοὺς εὐσεβεῖς; Περὶ τῶν δύο ἐν τῷ Θεῷ ἀρετῶν, τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τῆς δικαιοσύνης καὶ περὶ τῶν λειτουργῶν τους: περὶ τοῦ ὅτι πάντοτε ἡ ἔξοδος ἐκ τῆς κακίας γίνεται μὲ ἔξοδον εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ ἀντίστροφα• καθὼς μὲ εὐαγγελικὰ παραδείγματα ἐπιβεβαιώνεται.


13. Γι' αὐτὸ, λοιπόν, ὁ Μωϋσῆς ὠνόμασεν τοὺς Λευῗτας πρωτοτόκους καὶ λυτρωτὰς τῶν ἄλλων (Ἀρ. γ',12)• διότι ἕνεκα τῆς ὡριμότερης καὶ ὠφέλιμης γνώμης (τους) προτιμοῦν ἀπὸ ἄλλο γέροντα ἐκεῖνο τὸ γῆρας τῆς ψυχῆς, (ἐνῶ) σὲ ἄλλον προσφέρουν τὴ λύτρωσιν. Ὅθεν καὶ ὁ Μωϋσῆς τὶς ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ πόλεις τῶν Λευϊτῶν (τὶς) ὠνόμασε ἐλευθερώτριες (Ἀρ. λε',6): διότι ὅποιος προσφεύγει σ' αὐτὴν τὴν ψυχήν, στὴν ὁποίαν κατοικεῖ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σὰν πόλις εἶναι ὀχυρωμένη καὶ περιχαρακωμένη, ἀποκτᾶ γιὰ λογαριασμόν του διηνεκῆ ἐλευθερίαν. Διότι ὅπως εἰς τὰς πόλεις τῶν Λευϊτῶν ὑπῆρχεν ἄφεσις ἁμαρτιῶν• ἵνα μὴ ἐπιτρέπηται ἐὰν πρὸς αὐτὰς καταφεύγῃ κάποιος, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχεν κάμει φόνον ἐκ προθέσεως, κανεὶς νὰ τὸν σκοτώνῃ (ἐφ' ὅσον) τοὐλάχιστον (ὁ φονεὺς) βρισκόταν μέσα στὴν πόλιν τῶν Λεϋιτῶν. Ὅθεν ὅποιος μετανοεῖ γιὰ τὸ δικόν του ἁμάρτημα, ποὺ τὸ διέπραξεν εἴτε ἀσύνετα εἴτε ἀκούσια, ἐὰν προσκολληθῇ εἰς τὴν παροικίαν τῶν Λευϊτῶν καὶ δὲν φρονῇ ὅτι πρέπει νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπ' ἐκεῖνα τὰ προστάγματα ποὺ ῥυθμίζουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἴδιος νόμος ἀπαλλάσσει ἀπὸ κάθε ποινὴν διὰ τὴ διαπραχθεῖσαν ἐπονείδιστον πρᾶξιν καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν τιμωρίαν.
14. Οὔτε νὰ θεωρῇς παράλογον τὸ νὰ συγκατοικοῦν οἱ πονηροὶ μὲ τοὺς εὐσεβεῖς καὶ οἱ μολυσμένοι μὲ τοὺς ἁγιασμένους. Διότι ἔχουν καθῆκον νὰ καθαρίζωνται, ὅσοι μολύνθηκαν ἀπὸ κάποιαν ἐπαφὴν μὲ τὶς ἁμαρτίες. Καὶ τρόπον τινὰ ἡ αἰτία συντρέχει μὲ τὸ διαφορετικὸν εἶδος. Διότι ὅπως ὁ Λευΐτης παραιτηθεὶς τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν, εἶναι ἐκτὸς ἐνοχῆς, ἔτσι καὶ ὁ ἔνοχος αἱματοχυσίας εἶναι φυγὰς ἐκ τῆς πατρίδος (του). Ἀλλ' αὐτὸ ἐνδιαφέρει, ὅτι ὁ ἴδιος ἐξ ἀνάγκης στερεῖται τῶν οἰκείων του ἀπὸ φόβον πρὸς τὸ νόμον. Ὁ λειτουργὸς δὲ τοῦ Θεοῦ ἀπαρνεῖται τὴν μετοχὴν σὲ ἀνθρώπινα πάθη, καὶ ἕνεκα κάποιας ἀναγκαιότητος παραιτεῖται τοῦ σωματικοῦ θελγήτρου γιὰ τὴν σπουδὴν τῆς ἀρετῆς. Ἀκόμη καὶ ἐκείνην ἀπὸ τὶς ἀλήθειες δὲν ἀποστρέφεται, τὴν ὁποίαν σὰν κάποια χέρια βάζει πάνω του. Καὶ φονεύει τὶς ἐπιθυμίες τοῦ σώματός του καὶ διενεργεῖ τὴν φθορὰν τῆς σαρκός του. Ἐφόνευσε βέβαια ὁ Μωϋσῆς τὸν Αἰγύπτιον καὶ ἔγινε φυγὰς ἐκ τῆς χώρας τῆς Αἰγύπτου, διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὸν τύραννον αὐτῆς τῆς χώρας.
Ἀλλὰ δὲν ἐφόνευσεν ἐκεῖνον τὸν Αἰγύπτιον ἄνδρα πρὶν, παρὰ ἀφοῦ προηγουμένως εἶχεν σκοτώσει μέσα του τὴν πνευματικὴν πονηρίαν τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἀφοῦ εἶχεν παραιτηθῇ ἀπὸ τὴν χλιδὴν τῶν τιμητικῶν μεγαλείων, θεωρῶν μείζονα κληρονομίαν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς Αἰγύπτου. Πρᾶγμα ποὺ (εἶναι) στοὺς μωροὺς ψόγος: εἰς ἡμᾶς ὅμως ἐκεῖνος ὁ ὀνειδισμὸς τοῦ σταυροῦ τοῦ Κυρίου εἶναι Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία.
15. Πρὸς τούτοις ἐν τῷ Θεῷ ὑπάρχουν δύο τινὰ κύρια εἴδη δυνάμεων, μία διὰ τῆς ὁποίας (ὁ Θεὸς) συγχωρεῖ, καὶ ἕτερη διὰ τῆς ὁποίας ἀξιώνει. Συγχωροῦνται τὰ ἁμαρτήματα διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἑρμηνέας καὶ ἐκτελεστὴς εἶναι ὁ Λευΐτης: συγχωροῦνται ἐπίσης διὰ τοῦ λειτουργήματος τῆς ἱερωσύνης καὶ διὰ τῆς ἱερᾶς διακονίας: καὶ τιμωροῦνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, σὰν ἀπὸ δικαστές, ὅσοι ἀσκοῦν τὴν ἐφήμερη ἐξουσίαν ὅπως διδάσκει ὁ Ἀπόστολος λέγων: θέλεις λοιπὸν νὰ μὴ φοβᾶσαι τὴν ἐξουσίαν; Πρᾶττε τὸ ἀγαθὸν καὶ θὰ ἔχῃς ἔπαινον ἀπ' αὐτήν. Διότι αὐτὴ εἶναι διάκονος τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα πρὸς τὸ ἀγαθόν. Ἐὰν ὅμως πράττῃς, τὸ κακόν, τότε νὰ φοβᾶσαι. Διότι (αὐτὴ) δὲν φέρει τὸ ξῖφος χωρὶς λόγον. Διότι εἶναι διάκονος τοῦ Θεοῦ ἐκδικήτρια εἰς ὀργὴν δι' αὐτὸν, ποὺ πράττει τὸ κακὸν (Ῥωμ. ιγ',3-4). Τὰ ἁμαρτήματα τιμωροῦνται ἐπίσης καὶ διὰ τῶν λαῶν, καθὼς διαβάζομεν (Ἡσ. ιγ',17), διότι συχνὰ ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων ὑποδουλώθηκε ὑπὸ ἀλλοφύλων κινηθέντων ὑπὸ διαταγῆς τοῦ Θεοῦ ἕνεκα τῆς (ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων) προσβολῆς τῆς θείας μεγαλειότητος. Οὔτε βέβαια αὐτὸς ποὺ ἀκούσια διαπράξῃ φόνον, βρίσκεται ἔξω (τῆς ἁρμοδιότητος) τοῦ (ἱερατικοῦ) λειτουργήματος. Ἀφοῦ φυσικὰ ὁ νόμος λέγει γι' αὐτὸν: Διότι ὁ Θεὸς παρέδωσεν αὐτὸν στὰς χεῖρας ἐκείνου (Ἔξ. κα',13). Τὰ χέρια λοιπὸν ἐκείνου παρέχουν ὑπηρεσίαν σὰν ὄργανα τῆς θείας τιμωρητικότητος. Ὁ Λευΐτης λοιπὸν εἶναι ὑπηρέτης τῆς ἀφέσεως: ὁ δὲ φονέας ποὺ ὅμως ὄχι ἐκ προθέσεως, ἀλλ' ἀνεξαρτήτως τῆς θελήσεώς του διαπράξῃ φόνον, εἶναι διάκονος τῆς θείας τιμωρητικότητος.
16. Καὶ τὸ ἑξῆς νὰ παρατηρῇς, ὅτι ὅταν ἐξολοθρεύεται ὁ ἀσεβής, (τότε) εἰσάγεται ὁ Χριστός. Καὶ ὅπου τὸ βδέλυγμα καταστρέφεται, ἐκεῖ γίνεται σύναξις τῆς ἁγιότητος• διότι ὁ Κύριος εἶπεν: Τὴν ἡμέραν καθ' ἣν ἐφόνευσα πᾶν πρωτότοκον Αἰγύπτου, ἁγίασα δι' ἐμαυτὸν πᾶν πρωτότοκον Ἰσραήλ (Ἀρ. γ',13, ιη', 17). Αὐτὸ μὴ θεωρήσῃς ὅτι ἀναφέρεται στὴ μίαν ἡμέραν τῆς θλίψεως τῆς Αἰγύπτου, ἀλλ' εἰς πάντα χρόνον. Διότι ὅταν κανεὶς ἀποῤῥίπτῃ κάτι ἕνεκα τῆς φαυλότητος τούτου, εὐθὺς γίνεται ἀποδοχὴ τῆς ἀρετῆς. Διότι ἡ ἔξωσις τῆς πονηρίας προκαλεῖ τὴν εἰσβολὴν τῆς ἀρετῆς: καὶ μὲ τὸν ἴδιο ζῆλο μὲ τὸν ὁποῖον ἀποκλείεται (ἀπὸ κάπου) τὸ ἔγκλημα, συνάπτεται ἡ ἀθωότης. Τὸ ἔχεις αὐτὸ στὸ Εὐαγγέλιο (Ἰω. ιγ',2)• διότι μόλις ὁ Σατανᾶς μπῆκε στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰούδα, ὁ Χριστὸς ἀπεχώρησεν ἀπ' αὐτόν, καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ δέχθηκεν (ὁ Ἰούδας) τὸν Σατανᾶν, ἀπέβαλεν (τὸν Χριστόν). Τέλος ἔτσι ἔχει γραφῇ: Καὶ μετὰ τὸ ψωμίον εἰσῆλθεν εἰς αὐτὸν ὁ Σατανᾶς (αὐτόθι 27). Εἶπε δὲ εἰς ἐκεῖνον ὁ Ἰησοῦς: Ὅ ποιεῖς, ποίησον ταχύτερον (αὐτόθι). Τὶ (σημαίνει) ἐκεῖνο; Ἵνα, ἐπειδὴ εἶχεν εἰσέλθει εἰς ἐκεῖνον ὁ Σατανᾶς, ὁ ἴδιος ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ὅθεν ἐκβάλλεται καὶ ἀποῤῥίπτεται, διότι δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ εἶναι μὲ τὸν Κύριον Ἰησοῦ• διότι ἄρχισε νὰ εἶναι μὲ τὸ διάβολο• διότι καμία κοινωνία (δὲν ὑπάρχει) ἀνάμεσα στὸ Χριστὸ καὶ τὸν Βελίαλ. Ὅθεν ἀμέσως τῆς ἐξουσίας ἐξωσθεὶς ἀπεχώρησεν, ὅπως διαβάζομεν, τοῦ Εὐαγγελιστοῦ λέγοντος: Μόλις αὐτὸς ἔλαβεν τὸ ψωμίον, εὐθέως ἐξῆλθεν (αὐτόθι 30)• διότι ἦτο νύκτα. Ὄχι μόνον ἐξῆλθεν ἀλλὰ καὶ εὐθέως καὶ κατὰ τὴ νύκτα. Δὲν εἶναι ἄξιον ἀπορίας ἄν περιεβάλλετο τὸ σκότος τῆς νυκτός, αὐτὸς ποὺ ἐστερεῖτο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι δίκαιον ὅπως ὁ ἴδιος ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸ διάβολον, ἀπεκλείσθη ἀπὸ (τὴν κοινωνίαν) τοῦ Χριστοῦ: οὕτω ὁ Ζακχαῖος ἀποῤῥίπτων τὴν φιλοχρηματίαν, προσέλαβεν τὸ Χριστόν. Καὶ δίκαια βλέποντας ὁ Κύριος τὸ ζῆλον του, διότι εἶχεν ἀνέβη σ' ἕνα δένδρο γιὰ νὰ δῇ διερχόμενον τὸν Ἰησοῦν, τοῦ εἶπεν (ὁ Κύριος): Ζακχαῖε κατέβα γρήγορα κάτω, διότι σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου. Καὶ κατέβηκε χαίροντας καὶ τὸν ὑπεδέχθη περιχαρής (Λουκ. ιθ',5-6). Ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ δεχθῇ τὸν Χριστόν, ἀπέκλεισε (ἀπ' τὸν ἑαυτόν του πιὰ) τὴν φιλοχρηματίαν, ἀπέβαλε τὴν ἀπιστίαν, ἀπαρνήθηκε τὶς ἀπάτες. Διότι ἀλλιῶς δὲν εἰσβάλλει ὁ Χριστός, εἰμὴ διὰ νὰ ἀποκλείσῃ τὰ πάθη• διότι δὲν συγκατοικεῖ μὲ πλάνες. Τέλος ἀπὸ τὸ ναὸν ἐξέβαλεν τοὺς ἀργυραμοιβούς, διότι ἤθελε νὰ κατοικῇ ὁ ἴδιος. Ὅθεν ὁ Ζακχαῖος τοῦτο κατανοῶν, ὅτι δὲν μποροῦσε μὲ τὶς παληές του προτιμήσεις νὰ δεχθῇ τὸν Χριστὸ, ἐκέλευσεν νὰ βγάλῃ ἔξω ἀπ' τὴ φιλοξενία του τὰ ἀνωτέρω πάθη, ἵνα εἰσέλθῃ ὁ Χριστός. Ἄξια λοιπὸν ἕνεκα τῶν ψιθυριζόντων Φαρισαίων ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἰσῆλθεν γιὰ νὰ μείνῃ στὸ σπίτι ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ, εἶπεν πρὸς τὸν Κύριον: Ἰδοὺ τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα, δίνω στοὺς φτωχούς• καὶ ὅ,τι δι' ἀπάτης ἀπέσπασα τὸ ἐπιστρέφω τετραπλάσιον (Αὐτόθι 8). Μ' αὐτὸ ἀπάντησε σ' ἐκείνους ποὺ ἔλεγαν ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν ἔπρεπε νὰ παράσχῃ φιλοξενείαν στὸ Χριστόν: Τοὐτέστιν, ἤδη δὲν εἶμαι τελώνης, δὲν εἶμαι ἐκεῖνος ὁ Ζακχαῖος, δὲν ληστεύω, δὲν ἐξαπατῶ. Ἐπιστρέφω ὅ,τι πῆρα, ἐπιστρέφω ὅ,τι συνήθιζα νὰ ἀποκομίζω. Ἤδη δίδω στοὺς πτωχούς, ποὺ πρὶν τοὺς ἔγδυνα: ἤδη ἀπὸ τὰ δικά μου προσφέρω, ἐγὼ ποὺ ἅρπαζα τὰ ξένα. Ἔγιναν καπνὸς οἱ ἁμαρτίες, ἀφ' ὅτου εἰσῆλθεν ὁ Χριστός. Διασκορπίσθηκε κάθε τυφλότης σαρκικῶν παθῶν, ὅπου τὸ φῶς τῆς αἰώνιας ζωῆς εἰσέῤῥευσεν.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Ἀγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων - "Περί τοῦ Κάϊν καὶ τοῦ Ἅβελ

Unread postby inanm7 » Fri Oct 08, 2021 1:28 pm

Κεφάλαιον Ε'

Τὶ σημαίνουν τὰ στέατα καὶ τὰ περὶ λιπαρῶν θυσιῶν καὶ σφαγίων;


17. Εἴπαμε γιὰ τὰ πρωτότοκα, ἄς ποῦμε καὶ γιὰ τὰ στέατα, περὶ τῶν ὁποίων ἀρκετὰ διδάσκει ὁ Δαβὶδ λέγων: Ὥσπερ στέατος καὶ πιότητος ἐμπλησθείη ἡ ψυχή μου (Ψαλ. ξβ',4). Καὶ ἀνωτέρω λέγει: Καὶ τὸ ὁλοκαύτωμά μου πιανάτω (Ψαλ. ιθ',4). Διδάσκων ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ ἀποδεκτὴ θυσία, ἡ ὁποία ὡς παχεῖα, λιπαρὰ καὶ διὰ τῆς τρόπον τινὰ νομῆς τῆς πίστεως καὶ τῆς εὐσεβείας καὶ διὰ τῆς ἀφθονοτέρας τροφῆς τοῦ οὐρανίου λόγου χορταίνει. Συχνὰ ὀνομάζομεν "λιπαρὸν ἔργον" αὐτὸ ποὺ θέλομεν νὰ ἐννοοῦμεν σὰν δυσχερὲς καὶ κοπιαστικὸν: καὶ "εὐτραφὲς σφάγιον" χαρακτηρίζεται τὸ μὴ λεπτὸν καὶ μὴ ἰσχνόν. Ὅθεν καὶ "θυσίαν λιπαρὰν" ὀρθῶς ὀνομάζομεν, αὐτὸ ποὺ θέλομεν νὰ δηλώσωμεν ὡς "εὐτραφές". Ἀλλὰ προσέτι εἰς τὸ (ἱερὸν) κείμενον γίνεται λόγος ὅτι κατὰ προφητικὴν ἑρμηνείαν οἱ παχεῖες ἀγελάδες παραβάλλονται πρὸς γόνιμα ἔτη.

Κεφάλαιον ΣΤ'

Τὶ ζητεῖ γιὰ τὸν ἑαυτόν του μ' αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Κύριος: Ἐὰν ὀρθῶς μὲν προσφέρῃς, ἀλλὰ δὲν διαιρῇς σωστά, ἁμάρτησες, ἡσύχασον (Γεν. δ',7)• καὶ περὶ τῶν τεσσάρων εἰδῶν ἀπὸ τὰ ὁποῖα συνίστανται αἱ θυσίαι, καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐὰν κάτι λείπῃ, ἡ θυσία δὲν ἐπιδοκιμάζεται, μετὰ τῆς ὡραιοτάτης αὐτῶν ἠθικῆς ἑρμηνείας.


18. Τώρα ἄς δοῦμε τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ Κύριος• "Ἄν ὀρθῶς προσφέρῃς, ἀλλὰ δὲν διαιρέσῃς ὀρθῶς, ἁμάρτησες, ἡσύχασον. Αὐτὸ εἶναι ἔνδειξις ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀρέσκεται εἰς τὰ προσφερόμενα δῶρα, ἀλλ' εἰς τὸν ζῆλον τοῦ προσφέροντος. Τέλος κατάλαβε ὅτι ἡ θυσία του δὲν ἐπιδοκιμάσθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸν ἕνεκα τῆς προσφορᾶς τοῦ ἤδη καταδικασμένου, καὶ (αὐτὸς) ἐλυπήθη. Διότι ὅταν ὁ νοῦς ἔχῃ συνείδηση γιὰ τὴ δικήν του ὀρθότητα, χαίρει καὶ κάποιας πνευματικῆς πληρώσεως, γεμίζει ἡ ψυχὴ ἀπὸ χαράν, ὅταν οἱ ἐκδηλώσεις ζήλου ἐκ μέρους κάποιου εἴτε τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐπιδοκιμάζωνται ἀπὸ τὸ Θεόν. Ἡ λύπη λοιπὸν τοῦ Κάϊν εἶναι μαρτυρία τῆς συνειδήσεώς (του), εἶναι ἔνδειξις τῆς ἀπόρριψής του. Καὶ μολονότι προσέφερεν δῶρον: ὅμως ἐπειδὴ ὄχι ὀρθὰ οὔτε δίκαια τὸ διῄρεσεν, ἔπεσεν σὲ ἁμάρτημα.
19. Διότι τέσσαρα εἶναι τὰ εἴδη μὲ τὰ ὁποῖα συνιστῶνται οἱ θυσίες. Ἐὰν (δηλαδὴ οἱ θυσίες) ἦσαν "νέα νέων", εἴτε ὀπτά, εἴτε διῃρημένα, εἴτε συνεχῆ. Τὰ "νέα νέων" κατὰ τὴν πρώτην ἐποχὴν τοῦ ἔτους, τὰ ὁποῖα ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν ἐκτιμῶντο μεταξὺ τῶν πρωτογεννημάτων τῶν καρπῶν: τώρα ὅμως ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτὰ σημαίνουν αὐτοὺς ποὺ ἀνακαινίζονται μὲ τὰ μυστήρια τοῦ βαπτίσματος. Διότι αὐτὸ εἶναι ἀληθῶς τὸ ἀρχικόν μυστήριον, ὅταν δηλαδὴ ἕκαστος προσφέρῃ ἑαυτὸν ὡς σφάγιον (Ῥωμ. ιβ',1) καὶ ἀρχίζῃ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του ὥστε μετὰ νὰ μπορῇ νὰ προσφέρῃ τὸ δῶρον του. Ἡ νέα λοιπὸν πίστη τῶν ἀνακαινιστῶν, ἰσχυρά, ἡβῶσα, ἀποκτῶσα τὴν αὔξησιν τῆς πίστεως, ὄχι νωθρή, ὄχι ἀσθενής, ὄχι ἕνεκα γήρατος μαραινομένη, μὴ ἀγνοοῦσα τὴν ἀκμήν, αὐτὴ εἶναι ἡ κατάλληλη θυσία, ποὺ ἀναβλασταίνει ἀπὸ κάποιο ἀκμάζον σπέρμα σοφίας καὶ ἡβᾶ μὲ νεανικὴ θέρμη θείας ἐπιγνώσεως• ἄς ἔχῃ δὲ τὸ χυμὸν τῆς παλαιᾶς διδασκαλίας. Διότι ὀφείλει νὰ συντρέχῃ ἡ διδασκαλία τόσον τῆς Καινῆς ὅσον καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι ἐγράφη: Φάγετε παλαιὰ παλαιῶν καὶ παλαιὰ ἐξ ὄψεως προσφέρατε (Λευ. κστ', 10). Τροφὴ εἶναι ἡ γνῶσις περὶ τῶν προφητῶν, ἄς εὐωχῆται ἡ ψυχὴ εἰς τὰ ὁράματα τῶν προφητῶν: σὲ τέτοιες νομὲς ἄς βόσκῃ ὁ ἐσώτερος νοῦς. Ἀλλὰ ἤδη δὲν εἶναι ἡ μορφὴ τοῦ ἀρνιοῦ, ἀλλ' ἡ ἀλήθεια τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σκιὰ τοῦ νόμου ἄς μὴ ἀμαυρώνῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πλούσια ἄς φωτίζῃ τὴν κόψιν τοῦ νοῦ ἡ χάρις τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου καὶ ἡ λάμψη τῆς ἀναστάσεως.
20. Ἐὰν ὅμως προσφέρῃς θυσίαν ἐκ τῶν πρώτων προβάτων θὰ προσφέρῃς θυσίαν τῶν πρωτογεννημάτων ὀπτὴν ἐπὶ τοῦ πυρός, ὀπτὴν λιπαράν, ὅπως εἶναι γεγραμμένον (Λευϊτ. ζ',2): αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ πίστις σου πρέπει νὰ δοκιμασθῇ ὡς διὰ πυρὸς καὶ νὰ ζέῃ πνεύματι ἁγίῳ. Τέλος ἕψησεν ὁ Ἰακὼβ φακὲς καὶ ἀφήρπασεν ἀπὸ τὸν ἀδελφὸν τὰ πρωτεῖα τῆς εὐλογίας, τὰ ὁποῖα ὡς στερεὰ ἀκολουθοῦσεν ἡ πίστις. Αὐτὸς λοιπὸν ῥωμαλέος καὶ ζωηρὸς ηὐξάνετο: ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος δὲν ἤξερε νὰ ψήνῃ τὸ φαγητόν του, κουρασμένος καὶ ἐξαντλημένος κατέῤῥεεν. Ἄς φλέγεται λοιπὸν διὰ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου ὡς διὰ πυρὸς ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς σου. Δὲς φλεγόμενον τὸν Ἰωσήφ, καθὼς εἶναι γεγραμμένον: "Τὸ λόγιον Κυρίου ἐπύρωσεν αὐτὸν" (Ψαλ. ρδ',19). Ἄς διακαίεται ἡ πίστις σου σὰν στάχυες τοῦ θερισμοῦ. Διότι τότε προτιμοῦν τὴν ὡριμότητα τῶν καρπῶν ὅταν ὁ θερινὸς καιρὸς τὰ καίῃ μὲ τὴν πρώτη πρόοδο τοῦ ἡλίου. Ὁ λόγος λοιπὸν πλουσιότατος, τὸ πνεῦμα τῶν Γραφῶν ἐπιβεβαιώνει καὶ τὸ χρωματίζει μὲ κάποιον ἀτμὸν τῆς πνευματικῆς χάριτος: τὶς λογικὲς ἐπίσης ἐπινοήσεις ἐνισχύει καὶ διαλύει κάθε ἀντίστασιν τῶν παραλόγων παθῶν. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Ἡσαῦ χαλαρωθέντων τῶν δεσμῶν τῆς δυνάμεώς του ἦταν ῥάθυμος. Ἐκεῖνοι ὅμως οἱ ὁποῖοι, ζωσμένοι στὰ ἰσχία, ὄχι ὠμὸν οὔτε βραστὸν στὸ νερὸ ἀλλ' ὀπτὸν ἐπὶ τοῦ πυρὸς διετάσσοντο νὰ φάγουν τὸ κεφάλι τοῦ ἀρνιοῦ, ὅπως συνέβη στὴν Ἔξοδο (Ἔξ. ιβ',9). μὲ ἰσχυρὰν καὶ πιστὴν ψυχὴν πεζοποροῦντες διεπέρασαν τὴ θάλασσαν. Εἰς τὸ Εὐαγγέλιον ἐπίσης ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὀπτὰ ψάρια ἔτρωγεν, καθὼς γέγραπται (Λουκ. κδ',43) ἐν τῷ ὁποίῳ πλημμυρίζει ἡ πληρότης τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἴσως αὐτὸ ἐμείωνεν τὸν Ἡσαῦ τὸ ὅτι ἐπιθυμοῦσε φαγητὸ νερόβραστον, τὸ ὁποῖον ὁ Ἰακὼβ ὡς ἄχρηστο γιὰ τὸν ἑαυτό του, τὸ ἔδωσεν εἰς αὐτὸν ἀσθενῆ.
21. Ἡ προσφορὰ καὶ ἡ προσευχὴ δὲν πρέπει νὰ εἶναι συγκεχυμένες, ἀλλὰ διὰ καταλλήλου χωρισμοῦ διακεκριμένες. Διότι σὲ κάθε πρᾶγμα εἶναι καλύτερη τῆς συγχύσεως ἡ διάκρισις: πολλῷ μᾶλλον εἰς τὴν προσευχὴν καὶ στὴν προσφοράν, ἡ ὁποία ἐὰν δὲν χωρισθῇ καλῶς, εἶναι περισσότερον σκοτεινή. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ νόμος ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ διατάζει νὰ διαιροῦνται τὰ μέλη, καὶ νὰ προσφέρεται ὁλοκαύτωμα (Λευ. α',6): ἵνα χωρὶς πρόσμιξιν καὶ κάποιο κάλυμμα εἶναι ἡ θυσία γυμνή: διότι ἀπενδεδυμένη καὶ γυμνὴ ἀπὸ περικαλύμματα πρέπει νὰ ζέῃ ἡ πίστις μας, νὰ μὴ περιβάλληται ἀδέσποτες καὶ σφαλερὲς γνῶμες, ἀλλὰ νὰ φανερώνηται ἡ καθαρὴ καὶ ἡ εἰλικρινὴς ἁπλότης τοῦ πνεύματος. Ἔπειτα ἄς διαιρῆται σὲ ἀνάλογα μέρη. Διότι (καὶ) ἡ ἀρετὴ εἶναι "γένος", ποὺ διαιρεῖται σὲ πλεῖστα "εἴδη": ἀλλὰ τὰ κυριότερα εἶναι τέσσαρα: ἡ σύνεσις, ἡ ἐγκράτεια, ἡ δύναμις, ἡ δικαιοσύνη. Ἄς μυρίζῃ λοιπὸν ὁ λόγος σου σύνεσιν ἀναφορικὰ μὲ τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεως: ἄς μυρίζῃ ἐγκράτειαν τὴν ὁποίαν ὁ Ἀπόστολος ἔκρινεν ὅτι πρέπει νὰ (τὴν) ἀπαιτῶμεν καὶ ἀπὸ τὰ συζυγικὰ ζευγάρια, λέγων: Μὴ στερῆτε ἀλλήλους, παρὰ μόνον ἐκ συμφώνου πρὸς καιρόν, ἵνα σχολάζηται τῇ προσευχῇ (Α' Κορ. η',5). Καὶ ὁ νόμος διατάζει νὰ πλησιάζωμεν τὸ θυσιαστήριον ἤδη ἐξαγνισμένοι ἀπὸ τὴ χθεσινὴν ἢ προχθεσινὴν ἡμέραν (Ἔξ. ιη', 10). Νὰ ἔχῃ δύναμιν ἡ προσευχή, γιὰ νὰ μὴ παραλλάττῃ μὲ τὸ φόβον καὶ νὰ μὴ μειώνεται μὲ χαλαρότητα. Διότι τότε πρέπει νὰ εἶναι ῥωμαλεότερη ἡ διάθεση γιὰ προσευχήν, ὅταν σπεύδωμεν πρὸς τὶς ἀντιξοότητες. Φύλακας τῆς δικαιοσύνης (μας) ἄς εἶναι ἡ εὐχή, τὴν ὁποίαν ἐὰν τηροῦσεν ὁ Ἰούδας δὲν θὰ ἐστρέφετο εἰς ἁμαρτίαν ἡ προσευχή του. Διότι πότε περισσότερον ὀφείλομεν νὰ ἀπέχωμεν ἀπὸ ἄδικα ἔργα καὶ αἰσχρὸν ζῆλον, παρὰ τότε, ὅταν ἱκετεύομεν τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ. Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ εἶναι ἡ δικαιοσύνη στὴν καρδιά μας, εἶπεν: Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης• ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματ. ε',10). Διότι αὐτὴ ἀπουσίαζεν ἀπὸ τὸν Ἰούδα: διότι ἄν ἦταν παροῦσα, δὲν θὰ εἶχεν παραδώσει τὸν Κύριον, δὲν θὰ εἶχεν προδώσει τὸν διδάσκαλον. Ἔλλειπεν (αὐτὴ) καὶ ἀπὸ τὴ θυσίαν τοῦ ἴδιου τοῦ Κάϊν, ὁ ὁποῖος ἐὰν εἶχεν δώσει τὴ δικαιοσύνη, ὤφειλεν νὰ προσφέρῃ στὸν Κύριον τὰ πρωτογεννήματα σὰν δῶρα καὶ ὄχι τὰ κατοπινά. Ὅθεν τοῦ ἔλλειπεν ἡ διαίρεσις, γι' αὐτὸ ὡς ἀπάντησιν λέγει (ἡ Γραφή): Ἐὰν ὀρθῶς προσέφερες, ἀλλὰ δὲν χώρισες σωστά, ἁμάρτησες, ἡσύχασον. Εἶδες τὸ μέγεθος τοῦ ἐλαττώματος. Ὅπου λείπει διαίρεσις, ἐκεῖ ὁλόκληρη ἡ θυσία ἀποῤῥίπτεται.
22. Ὑπολείπεται νὰ εἴπωμεν περὶ τῆς συνεχοῦς καὶ δουλικῆς προσευχῆς, ὅτι πρέπει νὰ ἐμμένωμεν καὶ νὰ διατρίβωμεν περὶ αὐτήν. Ὁ Κύριος διανυχτέρευσεν ἐν τῇ προσευχῇ, ὄχι γιὰ νὰ ὠφελήσῃ ἑαυτόν, ἀλλὰ διὰ νὰ διδάσκῃ ἐμᾶς. Διότι ἡ συχνὴ προσευχὴ δημιουργεῖ κάποιαν πειθαρχίαν προσευχητικήν, διότι ἡ ἴδια ἡ συνήθειά (της) καθιστᾶ διδακτοὺς Θεοῦ ὅσους ἦσαν ἕνεκα ἀμελείας δυσδίδακτοι. Καλὴ λοιπὸν ἡ ἐξάσκησις. Τέλος (καὶ) ἡ δύναμις τοῦ σώματος αὐξάνει μὲ τὴν συχνὴν ἄσκησιν• καὶ ἡ χωρὶς ἄσκησιν ἐλαττοῦται καὶ καταῤῥέει. Διότι πλεῖστοι ἐπειδὴ ξεσυνηθίζουν νὰ ἀσκοῦνται χάνουν ἀκόμη καὶ τὴ φυσική τους δύναμιν. Ἀνάλογα ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς στερεοῦται μὲ τὴν ἐπίμονον ἄσκησιν: ἵνα ὁ μόχθος τῆς πειθαρχίας ἀποβῇ ὄχι βάρος καὶ ὄχλησις, ἀλλὰ συνήθεια. Στὸν νοῦν μας ἄς προσφέρωμεν ἐκείνην τὴν τροφήν, ἡ ὁποία μὲ πολλὴν περισυλλογὴν κοσμηθεῖσα καὶ καλλωπισθεῖσα στηρίζει τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου ὅπως ἐκεῖνο τὸ οὐράνιον μάννα. Διότι δὲν τὴν λαμβάνομεν ἀνωφελῶς κοσμηθεῖσαν, καλλωπισθεῖσαν: διότι ὀφείλομεν τὶς παραμυθίες τῶν οὐρανίων γραφῶν ἐπὶ πολὺ νὰ κοσμῶμεν καὶ καλλωπίζωμεν, στρεφόμενοι (σ' αὐτὲς) μὲ ὅλην τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν: ἵνα ὁ πνευματικὸς ἐκεῖνος χυμὸς τῆς τροφῆς διαχέηται σὲ ὅλες τὶς φλέβες τῆς ψυχῆς. Ἄν λοιπὸν σὰν ἔφηβος ἡβᾷ ἡ πίστις, ἡ ὁποία ἀποθέτει τὸ μειονέκτημα τῆς γηρασμένης ἀφοσίωσης, καὶ ζέῃ πνεύματι, καὶ διὰ καταλλήλου διακρίσεως, θὰ τηρῆται τὸ μέτρον τῆς νόμιμης διαίρεσης καὶ ἡ ἐπιμονὴ θὰ συνιστᾷ χάριν• τότε γίνεται ἐκεῖνο λιπαρὸν καὶ σὰν εὐτραφὲς γένος προσευχῆς, περὶ τοῦ ὁποίου λέγει ὁ Προφήτης: Ἐλίπανας δι' ἐλαίου τὴν κεφαλήν μου (Ψαλ. κβ',5). Διότι ὅπως τὰ ἀρνιὰ μὲ τὸ πολὺ γάλα παχύνονται καὶ ὅπως τὰ πρόβατα ἀπ' τὸ καλὸ βόσκημα μὲ λίπος λιπαίνονται: Ἔτσι λιπαίνεται ἡ προσευχὴ τῶν πιστῶν τραφεῖσα μὲ τὸν ἀποστολικὸν χυμόν.
23. Ἄν κάτι ἀπὸ ὅσα εἴπαμεν ἀνωτέρω ἀπουσιάζῃ, ἡ θυσία δὲν γίνεται δεκτή. Γι' αὐτὸ ἐλέχθη πρὸς τὸν Κάϊν: Ἐὰν ὀρθῶς προσφέρῃς, ἀλλὰ δὲν διαιρῆς καὶ ὀρθῶς, ἁμάρτησες. Διότι καὶ ὁ ἴδιος ὁ κόσμος διαβάζομεν ὅτι ἔγινεν χωριστά, διότι τμῆμα αὐτοῦ ἦταν προηγουμένως ἀκατασκεύαστον: διότι "ἡ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος" (Γεν. α',2). Πράγματι πρῶτον ἔγινεν τὸ φῶς, καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνάμεσα στὸ φῶς καὶ στὸ σκοτάδι καὶ ὀνομάσθη τὸ σκότος νύκτα. Καὶ διαβάζομεν ὅτι ἔγιναν ὅλα κατὰ τάξιν, ὁ οὐρανὸς, ἡ γῆ, τὰ καρποφόρα δένδρα, τὰ διάφορα ζῶα. Εἶναι δὲ κατανεμημένα τὰ ἐλαφρότερα εἰς τὰ ἀνώτερα, ὅπως ὁ ἀέρας καὶ τὸ πῦρ: τὰ βαθύτερα εἰς τὰ κατώτερα, π.χ. ἡ στεριὰ καὶ τὸ νερό. Ὅθεν ἠδύνατο ὁ Θεὸς νὰ διατάξῃ νὰ γίνουν αὐθωρεὶ πάντα• ἀλλὰ προτίμησε νὰ τηρήσῃ τὸ διαχωρισμόν, τὸν ὁποῖον ἐμεῖς μιμούμεθα σὲ ὅλα τὰ ἔργα, καὶ μάλιστα εἰς τὰς ἀντιξοότητας τῶν χαρίτων, κατὰ τὶς ὁποῖες δὲν εἶναι ἱκανοποιητικὸν νὰ ἐπιστρέφῃς ὅ,τι ἔλαβες, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρέφῃς τὸ ἐπιστρεφόμενον καὶ μὲ εὐγνώμονα εὐχαριστίαν. Δηλαδὴ ἐὰν κάποιος ἐκτίσῃ (μὲν) τὸ ὀφειλόμενον, καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφήν (τῆς ὀφειλῆς) προσβάλῃ τὸν πιστωτή του, (αὐτὸ ποὺ κάνει) εἶναι πιὸ ἀπαράδεκτον ἀπὸ τὸ ἄν δὲν εἶχε ἐπιστρέψει ὅ,τι ὤφειλεν. Ὄχι λοιπὸν ἡ ποσότητα τῆς ξεχρέωσης, ἀλλὰ ἡ διάθεσις τοῦ ἐπιστρέφοντος (τὰ χρήματα) καὶ ἡ ποιότητά (του) καὶ ὁ ζῆλος του λαμβάνονται ὑπ' ὄψει. Ὀρθῶς λοιπὸν ὁ Κάϊν προσέφερεν• διότι ἡ προσφορὰ εἶναι σημάδι ἀφοσίωσης καὶ ἔνδειξη χαρίτων: ἀλλὰ διῄρεσεν οὐχὶ ὀρθῶς• διότι πρὶν ἀπ' ὅλα εἰς τὸ Θεὸν ὤφειλε νὰ ἀναφέρῃ τὶς ἀπαρχές, ἵνα κάνῃ ἀρχὴν ἀπὸ τὴ δωρεὰν τοῦ δημιουργοῦ. Διότι καὶ ἡ ἑξῆς εἶναι ἡ τάξις τοῦ διαχωρισμοῦ, ἵνα δηλαδὴ τὰ πρῶτα προτρέχουν τῶν δευτέρων καὶ ὄχι τὰ δεύτερα τῶν πρώτων: καὶ νὰ προτιμῶνται τῶν γηΐνων τὰ οὐράνια, (καὶ) ὄχι τὰ γήϊνα τῶν οὐρανίων.

Κεφάλαιον Ζ'

(Περὶ τοῦ) ὅτι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Ἀδὰμ ἐδίδαξεν ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἁμαρτάνῃ κανείς), εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Κάϊν ἐδίδαξεν ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπεραμύνηται (κανεὶς) τοῦ ἁμαρτήματός (του). Καὶ αὐτόθι (φαίνεται) πόσον εὔκολον εἶναι νὰ κατολισθήσῃ (κανεὶς) ἀπὸ τῆς (ἁπλῆς) ἀσεβείας σὲ ἄλλα ἐγκλήματα.


24. Ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ Κάϊν συγχέει αὐτὴν τὴν τάξιν, λέγεται εἰς αὐτόν: "Ἁμάρτησες. ἡσύχασον" (Γεν. δ',7). Τὰ πάντα διδάσκει ὁ Θεὸς. Πρῶτον: μὴ ἁμαρτάνῃς, παρότρυνση ποὺ ἔκανε στὴν περίπτωσιν τοῦ Ἀδάμ: δεύτερον, ἐὰν ἁμαρτήσῃς, ἡσύχασον, ὅπως μανθάνεις ἀπὸ τὴν περίπτωσιν τοῦ Κάϊν. Διότι ὀφείλομεν νὰ κοκκινίζωμεν ἀπὸ ἐντροπὴν καὶ νὰ καταδικάζωμεν τὸ ἁμάρτημα, κι' ὄχι νὰ τὸ ὑπερασπιζώμεθα• διότι διὰ τῆς ντροπῆς ἡ ἁμαρτία μειώνεται, διὰ τῆς ὑπεράσπισής της συσσωρεύεται. Καὶ διὰ τῆς σιωπῆς διορθωνόμεθα, διὰ τῆς διαφιλονείκησης ἐξοκείλλομεν. Ἄς ὑπάρχῃ βέβαια ντροπή, ὅπου δὲν ὑπάρχει συγχώρησις. Ἐντεῦθεν ἐκεῖνο (τὸ): Δίκαιος ἐν τῷ τέλει τοῦ λόγου εἶναι κατήγορος ἑαυτοῦ (Παρ. ιη', 7). Καὶ πάλιν ἀναγινώσκομεν ἀλλοῦ λεχθὲν ὑπὸ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. "Εἰπὲ τὰς ἀνομίας σου, ἵνα δικαιωθῇς" (Ἡσ. μγ',26). Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χάρις τῆς ντροπῆς, ἵνα ὁ σεβασμὸς τηρήσῃ τὴ δικαιοσύνη, τὸν ὁποῖον ἀφαιρεῖ ὁ ἔνοχος ἁμαρτίας. Γι' αὐτὸ ὅμως λέγει: "Ἡσύχασον", διότι δὲν ἔχεις τὶ νὰ δικαιολογήσῃς. Ἡ ἀποστροφὴ τῆς ἴδιας τῆς ἁμαρτίας εἶναι πρὸς σέ. Διότι δὲν προσάγεται ὁ ἀδελφὸς ἀπ' αὐτὸν, ἀλλὰ προσγράφεται πλάνη, τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος εἶναι αἴτιος. Εἰς σέ, εἶπεν, ἐπιστρέφει τὸ ἁμάρτημα, ποὺ ἄρχισε ἀπὸ σένα. Δὲν μπορεῖς γιὰ κάτι νὰ μέμφεσαι τὴν ἀναγκαιότητα μᾶλλον παρὰ τὸ νοῦν σου. Ἐναντίον σου ἐπιστρέφει ἡ φαυλότης σου, "σὺ ἄρξει αὐτοῦ" (Γεν. δ',7).
25. Καλῶς λέγει: "Σὺ ἄρξει αὐτοῦ". Διότι καὶ ἡ ἀσέβεια εἶναι σὰν κάποια μητέρα τῶν ἁμαρτημάτων: καὶ ὅποιος σὲ βαρύτερα ἁμαρτήσει, σὲ ἄλλα εὔκολα θὰ κατολισθήσῃ. Διότι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ φείδεται τῶν ἀνθρωπίνων ὅποιος τὰ θεϊκὰ παρεβίασεν καὶ νὰ εἶναι καλὸς στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸς ποὺ προσέβαλεν τὸ Θεόν; Τὸν σκληρότερον λοιπὸν ἔνοχον ἐγκλημάτων ἀκολουθοῦν τὰ ὑπόλοιπα πάθη• διότι ὅπου ἡ αἰσχρότης εἶναι προπετὴς ἐκεῖ συγκλίνουν καὶ (ὅλα) τὰ ὑπόλοιπα. Σὺ λοιπὸν (εἶσαι) καὶ ἄρχοντας τοῦ ἔργου σου καὶ ἡγεμόνας τοῦ ἐγκλήματός (σου). Δὲν σὲ σαγήνεψε ἡ πλάνη παρὰ τὴ θέλησίν σου, οὔτε ἐπειδὴ δὲν εἶχες νοῦν: ἀλλὰ ἑκούσιος ὑπόδικος εἰς τὴν κρίσιν, δὲν διέπραξες τὸ δόλον ἐκ παραδρομῆς διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἴδιος πείθεσαι ὅτι εἶσαι ἔνοχος θεϊκῆς προσβολῆς.

Κεφάλαιον Η'

Ὁ Καϊν καταφρονήσας τὴν παραίνεσιν, αὐξάνει τὴν ὕβριν καὶ τὸ ἔγκλημα. Καὶ τὰ λόγια του: "Πᾶμε στὸν ἀγρὸν", δείχνεται ὅτι σημαίνουν ὅτι ἕνεκα τῶν φαύλων πράξεών (του) τοῦ ταιριάζουν οἱ ἔρημοι καὶ στεῖροι τόποι.


26. Ἄν καὶ παραινεθεὶς νὰ ἡσυχάζῃ, (αὐτὸς) αὐξάνει τὴν ὕβριν, ὀξύνει τὴ βδελυρὰν πρᾶξιν. Τί, λοιπόν, σημαίνει γι' αὐτόν, αὐτὸ ποὺ λέγει: "Πᾶμε στὸν ἀγρό" (Γεν. δ',8)• παρὰ ὅτι ἐπιλέγεται (ἀπ' αὐτὸν) διὰ τὴν ἀδελφοκτονίαν τόπος γυμνὸς ἀπὸ φυτά; Διότι ποῦ ἐπρόκειτο νὰ φονευθῇ ὁ ἀδελφὸς παρὰ ὅπου ἀπουσίαζεν καρπός;
Σὰν νὰ προαισθανόταν ἡ φύσις (ἕνα) τέτοιο ἔγκλημα (καὶ) εἶχεν ἀρνηθῇ νὰ καρποφορήσῃ (σ' ἐκεῖνον τὸν) τόπον: διότι ἦταν ἀταίριαστο ἀπ' τὴ μιὰ ὁ ἴδιος νὰ παίρνῃ τὴ γῆ καὶ τὸ μίασμα ἀπὸ τὸ ἀδελφοκτόνον αἷμα νὰ τὸ παίρνῃ παρὰ φύσιν, κι' ἀπ'τὴν ἄλλην νὰ φυτρώνῃ καρπὸς κατὰ φύσιν. Δίκαια ὁ ἴδιος λέγει: "Πᾶμε στὸν ἀγρόν". Δὲν λέγει: Πᾶμε στὸν παράδεισον, ὅπου ἀνθοῦν τὰ μῆλα• οὔτε σὲ κάποιον καλλιεργημένον καὶ καρποφόρον τόπον. Οἱ ἴδιοι οἱ ἀδελφοκτόνοι ἀποτελοῦν ἔνδειξιν ὅτι δὲν μποροῦν ἕνεκα τοῦ ἐγκλήματος νὰ παρουσιάσουν καρπόν, οὔτε νὰ διατηρηθῇ καρπὸς παρ' αὐτοῖς, οἱ ὁποῖοι παρέσχον ὑπηρεσίαν εἰς μίαν τοιαύτην ἀσέβειαν. Δηλαδὴ ἀποφεύγουν τὴν ἴδια τὴν εὐεργεσίαν τῶν στοιχείων, καθὼς αὐτὸς ὁ Κάϊν, ὁ ὁποῖος φαίνεται φοβηθεὶς μήπως ἡ εὐφορία τῆς ἀγαθῆς γῆς, ἐμποδίσῃ τὸ θλιβερὸν ἀνοσιούργημά (του) καὶ διὰ τοῦ ἐθισμοῦ τῆς ἐλεύθερης βλάστησης, ἡ ὁποία κάνει νὰ φύωνται γεννήματα καὶ διάφοροι καρποὶ καὶ σ' αὐτὸν ἀκόμη τὸ μηχανισμὸν τοῦ ἐγκλήματος εἴτε διὰ τῆς σιωπηλῆς μορφῆς (της) ἀνακαλέσῃ τὴν ἀδελφικὴν στοργήν. Ὁ κυνηγὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἀπέφυγεν σὰν μάρτυρα τοῦ ἐγκλήματος. Ὁ κίβδηλος ντράπηκε τὸ φῶς σὰν νὰ ἐμοίχευσεν στὴν συνείδησίν (του), ὁ ἀδελφοκτόνος διέφυγεν τὴν γονιμότητα (τῶν ἐδαφῶν ἐκείνων) τῆς γῆς.
Διότι πῶς μποροῦσε αὐτὸς ποὺ κατέσφαττε τὸν ὅμοιόν του, νὰ δῇ τὴν κοινωνίαν μὲ τὸν κοινὸν γέννημα- τὸν καρπὸν τῶν δένδρων;
Ὁ Ἰωσὴφ ῥίπτεται σὲ ξηρὸ λάκκον, ὁ Ἀννὼν φονεύεται ἐντὸς τοῦ οἴκου.
Ἡ κοινωνὸς λοιπὸν φύση ἀποτελεῖ δίκαιον δικαστήριον, ἐκείνη ἡ τοποθεσία ὅπου θὰ ἐγίνετο ἡ ἀδελφοκτονία, διὰ τῆς στερήσεως τῆς προικοδότησης μὲ εὐεργεσίαν: ἵνα (ἡ ἴδια ἡ φύσις) ὡς ἐκ τινος καταδίκης τοῦ ἀθώου ἐδάφους δείχνῃ ποιὰ θὰ ἦσαν τὰ μέλλοντα μαρτύρια τῶν ἐνόχων. Ἐξ αἰτίας, λοιπόν, τοῦ ἐγκλήματος τῶν ἀνθρώπων καταδικάζονται καὶ τὰ ἴδια τὰ στοιχεῖα (τῆς φύσης). Τέλος, ὁ Δαβὶδ εἰς τὰ ὅρη ὅπου ὁ Ἰωνάθαν μετὰ τοῦ πατρὸς ἠφανίσθη, ηὐχήθη τὴν ποινὴν τῆς διηνεκοῦς στειρότητος, λέγων: "Ὄρη τὰ Γελβουὲ μὴ καταβάτω δρόσος καὶ μὴ ὑετὸς ἐφ' ὑμᾶς• ὄρη θανάτου" (Β' Βασ. α',21).

Κεφάλαιον Θ'

Περὶ τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς εἶχεν ἐρωτήσει τὸν Κάϊν ὄχι γιὰ νὰ πληροφορηθῇ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ἐξομολόγηση. Ἡ ἀπάντησή του (ἦταν) ἀσεβὴς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴ φύση. Καὶ ἡ ἐναντίον του ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύει ὅτι ἐξόχως διδάσκει τὴν πρὸς τὴν συγγένειαν (ὀφειλομένην) εὐλάβειαν. (Καὶ) ὅτι οἱ δίκαιοι ἀκόμη καὶ νεκροὶ εἰσακούονται ἀπὸ τὸ Θεόν, διότι βέβαια "αὐτῷ ζῶσιν", ἐνῶ (πραγματικοὶ) νεκροὶ, εἶναι οἱ ἁμαρτωλοί. (Ἐπίσης) ὅτι αὐτοὶ βασανίζονται ἀπὸ τὰ παρόντα καὶ τὰ μέλλοντα, μᾶλλον ὅμως παραινοῦνται ἀπὸ τὰ παρόντα.

27. Τώρα ἄς δοῦμε γιὰ ποιὸ λόγο ἐρώτησεν ὁ Θεὸς τὸν Κάϊν, ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός του, σὰν νὰ ἀγνοοῦσε ὅτι εἶχεν δολοφονηθῇ. Ἀλλὰ σ' ὅτι ἀφορᾷ στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀρνούμενον (τὸν) ἤλεγξεν εἰς (αὐτὸν δὲ) ἀρνούμενον ὡς γνωρίζων ἀπήντησεν: "Ἡ φωνὴ τοῦ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου πρὸς με βοᾷ" (Γεν. δ', 10)• σ' ὅ,τι ὅμως ἀφορᾷ τὴν βαθύτερην αἰτίαν, (αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι) τοὺς ἁμαρτάνοντας προτρέπει εἰς μετάνοιαν. Διότι αὐτὸ ἀποτελεῖ σύνοψη τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν.
Ὅθεν καὶ εἰς τὰ κοσμικὰ δικαστήρια οἱ ἀρνούμενοι (νὰ ὁμολογήσουν) ὑποβάλλονται σ' ἕνα εἶδος βασανιστηρίου, ἀλλὰ καὶ μιὰ κάποια εὐσπλαχνία καταλαμβάνει τὸν δικαστὴ γιὰ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ὁμολογεῖ (τὴν ἐνοχήν του). Ὑπάρχει καὶ διὰ τὰ ἁμαρτήματα κάποιος σεβασμὸς καὶ δόση μετανοίας τὸ νὰ ὁμολογῆς τὸ ἔγκλημα, καὶ τὸ νὰ μὴ ἀποποιῆσαι τὴν ἐνοχήν, ἀλλὰ νὰ τὴν ἀναγνωρίζῃς. Τὸν δικαστὴ τὸν κατευνάζει ἡ αἰδὼς τῶν κατηγορουμένων, τὸν ἐξοργίζει ὅμως τὸ θράσος αὐτῶν ποὺ δὲν ὁμολογοῦν. Ὁ Θεὸς θέλει νὰ σὲ προσκαλέσῃ πρὸς μετάνοιαν, θέλει νὰ ὑπάρχῃ ἡ ἐλπὶς γιὰ τὴν ἐκ μέρους του ἐπιείκειαν, θέλει νὰ ἀποδείξῃς διὰ τῆς ἐξομολόγησής σου ὅτι δὲν εἶναι Αὐτὸς ὁ αἴτιος τοῦ κακοῦ. Διότι ὅσοι τὸ ἁμάρτημά τους τὸ ἀποδίδουν σὲ κάποιαν ἀναγκαιότητα, ὅπως συμφωνοῦν σ' αὐτὸ καὶ οἱ ἐθνικοί, φαίνονται ὅτι μέμφονται τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ διατάγματος ἢ τοῦ ἔργου Του, δηλαδὴ αἰτιῶνται τὰ θεῖα σὰν νὰ εἶναι αἰτία τοῦ ἁμαρτήματος ἡ δύναμις αὐτῶν τῶν Θεϊκῶν (παραγόντων). Διότι βέβαια ὅποιος ἀπὸ κάποια ἀνάγκη ἀναγκασθεὶς ἐφόνευσεν, αὐτὸς ἀκούσια ἐφόνευσεν. Αὐτὰ μὲν ποὺ προέρχονται ἀπὸ μᾶς, μᾶς ἐνοχοποιοῦν• ὅσα ὅμως εἶναι ἀνεξάρτητα ἀπ' τὴ θέλησή μας, εἶναι συγγνωστά. Ἀλλὰ πόσο βαρύτερον ἀπ' αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα (εἶναι) νὰ ἀποδίδῃς στὸ Θεὸν ὅ,τι ἔκανες, καὶ ὑπόλογος στὸν ἑαυτόν σου νὰ διαβάλῃς τὸν αἴτιον ὄχι τοῦ ἐγκλήματος, ἀλλὰ τῆς ἀθωότητας.
28. Νὰ σταθμίσῃς δὲ τὴν ἀπάντηση τοῦ ἀδελφοκτόνου. Εἶπεν: "Δὲν ξέρω... Μήπως εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου;" (Γεν. δ',9). Ἂν καὶ αὐτὸς ὁ λόγος προδίδει αὐθάδειαν, εἶναι ὅμως ἠχηρός, διότι ἐὰν εἶχε θεωρήσει καλὸν τὸν ἀδελφόν του, ὤφειλεν (κι' αὐτὸς) νὰ εἶναι φύλακας τῆς εὐσέβειας. Διότι ποῖον (ἄλλον) ἀδελφὸν μᾶλλον, παρὰ αὐτὴν (τὴν εὐσέβειαν) ὄφειλεν νὰ διατηρῇ; Ἀλλὰ πῶς νὰ τηρήσῃ τὸ πρὸς τὸν ἀδελφόν του καθῆκον, αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε ἀναγνωρίσει τὴν πρὸς τοῦτο ἀναγκαιοῦσαν προθυμίαν; Ἢ, πῶς μποροῦσε νὰ γίνῃ ὥστε νὰ προσφέρῃ τὴν ὑπακοὴν στὴ φύση, αὐτὸς ποὺ δὲν ἐπεδείκνυεν τὴν εὐλάβειαν πρὸς τὸ Θεόν; Ἀρνεῖται τὸ πρῶτο (στὸ Θεὸν) σὰν σὲ ἀγνοοῦντα: ἀπαρνεῖται τὸ δῶρον τῆς φύλαξης τοῦ ἀδελφοῦ σὰν μὴ κοινωνῶν στὴν ἴδιαν τὴ Φύση, ἀποφεύγει τὸν δικαστὴ, κατὰ τὸ αὐτεξούσιόν του.
Τὶ ἀπορεῖς ὅτι δὲν ἐγνώρισεν εὐσέβειαν, αὐτὸς ποὺ ἀγνόησεν τὸν δημιουργόν (του); Καὶ γι' αὐτὸ θὰ μάθῃς ἀπ' αὐτὲς τὶς γραμμές τῶν Γραφῶν ὅτι ἡ πίστη εἶναι ἡ ῥίζα ὅλων τῶν ἀρετῶν. Ὅθεν καὶ ὁ Ἀπόστολος λέγει: Ὅτι θεμέλιον ἡμῶν εἶναι ὁ Χριστὸς (Α' Κορ. γ',11). Καὶ ὅ,τι οἰκοδομήσεις πάνω σ' αὐτὸ τὸ θεμέλιον, τοῦτο μόνον κάνει καρποφόρον τὸ ἔργον σου καὶ αὐξάνει τὸ μισθὸν τῆς ἀρετῆς.
29. Πρεπόντως, λοιπόν, ἀπήντησεν ὁ Θεὸς σὲ (ἄνθρωπον) τόσον ἀσυνέτως ἀρνούμενον, λέγων: "Τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾶ πρός με (Γεν. δ',10), δηλαδή, πῶς καὶ ἀγνοεῖς ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός σου; Ἤσασταν μόνοι μετὰ τῶν δύο γονιῶν σας, μεταξὺ (δὲ τόσον) ὀλίγων δὲν ἔπρεπε νὰ σοῦ διαφεύγῃ τῆς προσοχῆς ὁ ἀδελφός σου. Μήπως ἐπειδὴ οἱ γονεῖς σου δὲν μποροῦν νὰ γίνουν κατήγοροί σου; Διότι δὲν θέλω ἐκείνη ἡ ἀναγκαιότητα ποὺ εἶναι αἰτία σωτηρίας, νὰ γίνῃ αἰτία κινδύνου. Ἡ φύση ἐσένα μόνο μὲ τοὺς νόμους της ἐπιβαρύνει. Ἔτσι λοιπὸν νομίζεις ὅτι θὰ διαφύγῃς τῆς προσοχῆς γιὰ τὸ ἔγκλημά σου, (μόνο καὶ μόνο) ἐπειδὴ οἱ γονεῖς σου δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ σὲ κατηγορήσουν; Ἀλλὰ γι' αὐτὸ εἶναι (καὶ) μεγαλύτερη ἡ καταδίκη σου.
Διότι ἐὰν δὲν ὑπάρχῃ κατηγορία, ὅπου βασιλεύει ἡ ἀνάγκη, πολλῷ μᾶλλον δὲν ὑπάρχει ὑποχρέωση γιὰ φόνο. Ἀλλ' ἐὰν ἐμένα μὲ ἀποκλείῃς σὰν μάρτυρα καὶ μὲ ἀποφεύγῃς ὡς διαιτητήν, (ἀλλὰ ὅμως) μάρτυρας εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἡ ὁποία βοᾶ πρός με. Ἐκείνη μὲ μεγαλύτερη αὐθεντία σὲ κατηγορεῖ ἀπ' ὅ,τι ἄν ζοῦσε (ὁ ἴδιος) ὁ ἀδελφός σου. Εἴσασταν (οἱ δυό σας) μόνοι: ποιὸς ἄλλος μποροῦσε νὰ τὸν σκοτώσῃ; Ἄν κατηγορήσῃς τοὺς γονεῖς, πάλιν ἐπιδοκιμάζεις τὴν ἀδελφοκτονίαν. Μποροῦσε νὰ σκοτώσῃ τὸν ἀδελφόν του, αὐτὸς ποὺ δὲν φείσθηκε τῶν γονέων. Μποροῦσε νὰ εἶναι ἀδελφοκτόνος, αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐπιδοκιμάσῃ τὸν ἑαυτόν του, ποὺ ὅμως θὰ εἶχε γεννηθῇ ἀπὸ τέτοιους παιδοκτόνους.
30. Καὶ καλῶς λέγει: Ἡ φωνὴ τοῦ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾶ, καὶ δὲν εἶπεν: ὁ ἀδελφὸς βοᾷ. Ἐπειδή, δηλαδή, ἡ ἀνεξικακία καὶ ἡ χάρη πρὸς τὸν ἀδελφὸν διατηρεῖται ἀκόμη καὶ σ' αὐτὸ τὸ θάνατον. Ὁ Ἅβελ σὰν ἀδελφὸς δὲν κατηγορεῖ, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθῇ ἀδελφοκτόνος. Δὲν κατηγορεῖ ἡ δική του ἡ φωνή, οὔτε ἡ ψυχή του, ἀλλὰ ἡ φωνὴ τοῦ αἵματός του κατηγορεῖ, τὸ ὁποῖον ἐσὺ ἐξέχεες. Τὸ δικό σου λοιπὸν κακούργημα σὲ κατηγορεῖ, κι' ὄχι ὁ ἀδελφός σου. Συγχρόνως ἡ ἀφορμὴ φιλονεικίας ἀφαιρεῖται ἀπὸ τὸν ἔνοχον. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δικάζηται βάσει μαρτυρίας ἄλλου, ὅποιος ὁμολογεῖ ἐνοχὴν γιὰ δικό του ἔγκλημα. Ἐλάσσων εἶναι ὁ λόγος (τοῦ μάρτυρος), ἀπὸ τὸ (καθ' ὁμολογίαν) γεγονός. Εἶναι δὲ μάρτυς καὶ ἡ γῆ, ποὺ δέχθηκεν τὸ αἷμα. Καὶ καλῶς λέγει: "Ἡ φωνὴ τοῦ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾶ ἐκ τῆς γῆς. Δὲν εἶπεν: ἐκ τοῦ σώματος τοῦ ἀδελφοῦ βοᾶ, ἀλλὰ ἐκ τῆς γῆς βοᾶ. Καὶ ἐὰν ὁ ἀδελφὸς εἶναι φειδωλός, ὅμως ἡ γῆ δὲν φείδεται (τοῦ κακούργου). Ἂν ὁ ἀδελφὸς σιωπᾶ, ἡ γῆ (ὅμως) καταδικάζει. Ἡ ἴδια εἶναι γιὰ σένα μάρτυρας καὶ δικαστής: μάρτυρας δριμύτερη, αὐτὴ ποὺ μέχρι τώρα εἶναι πλημμυρισμένη μὲ τὸ αἷμα τῆς ἀδελφοκτονίας σου: δικαστίνα αὐστηρότερη, αὐτὴ ποὺ καταμιάνθηκε ἀπὸ τόσο μεγάλο κακούργημα, ὥστε καὶ νὰ ἀνοίξῃ τὸ στόμα της, καὶ νὰ δεχθῇ ἀπ' τὸ χέρι σου τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου. Καὶ ἐκείνη βέβαια (ἡ γῆ) ἄνοιξε τὸ στόμα της σὰν γιὰ νὰ δεχθῇ ἀπ' τὰ ἀδέλφια λόγους εὐσεβείας χωρὶς νὰ φοβᾶται τίποτε βλέπουσα τοὺς ἀδελφούς, διότι αὐτὴ ἤξερε ὅτι τὸ δίκαιον τῆς συγγενείας παροξύνει πρὸς ἀγάπην κι ὄχι πρὸς μῖσος .
Διότι πῶς μποροῦσε νὰ ὑποψιασθῇ τὴν ἀδελφοκτονίαν (ἡ γῆ) αὐτή, ποὺ μέχρι τότε δὲν εἶχεν γίνει θεατὴς ἀνθρωποκτονίας. Ἀλλὰ ἐσὺ ἐξέχεεες αἷμα, τοῦ ὁποίου αὐτὴ (ἡ γῆ) ὀδύρεται τὴν ἐπαφήν. "Οὐ προσθήσει, εἶπεν, τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναι σοι" (αὐτόθι 12). Αὐτὴν τὴν γῆν ἡ ἐκδίκηση δὲν τὴν βλάπτει, ἵνα αὐτὴ ποὺ τόσον ἀγρίως ἐβιάσθη ἱκανοποιουμένη στὸ νὰ μὴ ὠφελῇ, μὴ ἐπιδιώκῃ (καὶ) νὰ βλάπτῃ.
31. Δὲν εἶναι μέτριας σημασίας καὶ ἡ ἀπόφαση ἐκείνη ποὺ λέγει: Ἡ φωνὴ τοῦ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾶ πρός με: διότι ὁ Θεὸς καὶ νεκροὺς ἀκούει τοὺς δικαίους του, διότι "Θεῷ ζῶσιν". Καὶ δικαίως θεωροῦνται ζῶντες• διότι ἄν καὶ ἐγεύθησαν τὸ θάνατον τοῦ σώματος, εἶναι ὅμως κάτοχοι ἀσώματης ζωῆς, καὶ φωτίζονται ἀπὸ τὴ λάμψη τῶν ἀξιομισθιῶν τους καὶ ἀπολαύουν αἰωνίου φωτός. Ἀκούω, λοιπόν, τὸ αἷμα τῶν δικαίων• ἀποστρέφεται ὅμως τὶς ἱκεσίες τῶν ἀσεβῶν• διότι κι' ἄν αὐτοὶ φαίνονται ζωντανοί, εἶναι ὅμως ἀθλιότεροι ἀπὸ ὅλους τοὺς νεκρούς, περιφέροντας τὴν σάρκα τους σὰν τάφον, εἰς τὸν ὁποῖον κατέχωσαν τὴν ἀτυχῆ ψυχήν τους. Διότι τὶ ἄλλο παρὰ τάφος εἶναι ἐκεῖνο ποὺ στὸ χῶμα κυλίεται, καὶ ἐγκλείεται εἰς τὰς ἐπιθυμίας τῆς γήϊνης φιλοχρηματίας καὶ εἰς τὰ λοιπὰ πάθη, γιὰ νὰ μὴ μπορῇ νὰ ἀναπνέῃ τὴν αὔραν τῆς οὐράνιας χάρης; Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ὁ ἁμαρτωλὸς εἶναι καταραμένος ἀπὸ τὴ γῆ, ἡ ὁποία εἶναι τὸ κατώτατον καὶ ἔσχατον μέρος τοῦ κόσμου.
Ἀνώτερος βέβαια ὁ οὐρανός, καὶ τὰ ἐν οὐρανῷ, ἥλιος, σελήνη καὶ τ' ἀστέρια, οἱ Θρόνοι, οἱ Κυριότητες, οἱ Ἀρχὲς, οἱ Δυνάμεις, τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ. Δὲν ὑπάρχει, λοιπόν, ἀμφιβολία ὅτι αὐτὸν ποὺ θὰ καταδικάσουν τὰ ἀνώτερα, αὐτὸν τὸν καταδίκασαν τὰ κατώτερα. Δηλαδὴ πῶς νὰ συγχωρῆται ἡ καθαρὰ ἐκεῖ καὶ στὸν οὐρανὸ γνώμη τὴν ὁποίαν οὔτε ἡ γῆ θὰ ἔχῃ μπορέσει νὰ συγχωρήσῃ; Καὶ γι' αὐτὸ κρίνεται ὅτι στενάζων καὶ τρέμων θὰ ζῇ ἐπὶ τῆς γῆς.
32. Εἶναι προφανὴς καὶ γενικὸς ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο τὰ κακὰ γιὰ κάθε φαῦλο (ἄνθρωπο) εἶναι (καὶ) παρόντα καὶ μέλλοντα. Ὅσα εἶναι παρόντα, (τοῦ) ἀπεργάζονται θλίψη• ὅσα (εἶναι) μελλοντικὰ, (τοῦ προκαλοῦν) φόβο. Ἀλλὰ τὸν φαῦλον τὸν ταράσσουν περισσότερον τὰ παρόντα παρὰ τὰ μέλλοντα. Ὅθεν καὶ ὁ Κάϊν εἶπεν πρὸς τὸν Θεὸν: "μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναι με• εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ προσώπου σου κρυβήσομαι" (Γεν. δ', 13,14). Διότι δὲν ὑπάρχει βαρύτερον πρᾶγμα ἀπὸ τὸ νὰ ἐγκαταληφθῇ ἀπὸ τὸ Θεὸ περιπλανώμενος, ὥστε νὰ μὴ δύναται νὰ ἀνακαλέσῃ ἑαυτόν. Ὁ θάνατος τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἐπιφέρει τέλος στὸ ἁμαρτάνειν: ἡ ζωὴ δὲ χωρὶς θεία διακυβέρνηση ῥίπτεται εἰς τὸν ὄλεθρον καὶ σὲ χειρότερα κατολισθαίνει: ὅπως ἐὰν ὁ ποιμὴν ἐγκαταλείψῃ τὸ κοπάδι, ἐφορμοῦν τὰ ἄγρια θηρία: ἔτσι ὅταν ὁ Θεὸς ἐγκαταλείπῃ τὸν ἄνθρωπον, εἰσβάλλει ὁ διάβολος.
Ἐξ ἄλλου, εἶναι δεινὸν οἱ μωροὶ νὰ μὴ ἔχουν ὁδηγόν. Ὅπου ἡ ἰατρεία ἐλλείπει, ἐκεῖ ἡ πονηρία ἕρπει καὶ τὸ τραῦμα χειροτερεύει. Κρύβει δὲ τὸν ἑαυτόν του ὅποιος θέλει νὰ καλύψῃ τὴν ἐνοχὴν καὶ νὰ σκεπάσῃ τὸ ἁμάρτημα. Διότι ὅποιος πράττει τὸ κακὸν μισεῖ τὸ φῶς ἐπιδιώκει δὲ καὶ τὰ σκοτάδια καὶ τὴν ἀπόκρυψη τῶν ἁμαρτημάτων του. Ὁ δίκαιος ὅμως δὲν συνηθίζει νὰ κρύβῃ τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ Κύριον τὸν Θεόν του, ἀλλὰ μᾶλλον ὁ ἴδιος προσφέρει ἑαυτὸν λέγων: Ἰδοὺ εἶμαι ἐγὼ ὁ ὁποῖος δὲν ἔχω ἔνοχη συνείδηση, ποὺ νὰ φοβᾶμαι μήπως μοῦ τὴν κακολογήσουν.
33. Δίκαια, λοιπόν, κρύβεται ὁ ἔχων κακὴν συνείδησιν καὶ λέγει: "Ὅποιος μὲ βρῆ θὰ μὲ θανατώσῃ (αὐτόθι, 14). Ὁ στενοκέφαλος ἄνθρωπος τὸν παρόντα θάνατον τὸν φοβεῖται, τὸν αἰώνιον τὸν ἀμελεῖ καὶ δὲν φοβεῖται τὴ θείαν κρίση: τρέμει μόνον γιὰ τὸ θάνατον τοῦ σώματος. Ἀλλὰ ἀπὸ ποιὸν ἐφοβεῖτο μήπως φονευθῇ, αὐτὸς ποὺ μόνο τοὺς γονεῖς (του) εἶχεν ἐπὶ γῆς; Μποροῦσε βέβαια καὶ ἐπίθεση ἀγρίων θηρίων νὰ φοβᾶται, αὐτὸς ποὺ εἶχεν παραβιάσει τὰ δίκαια τοῦ θείου νόμου• οὔτε ὁ δάσκαλος τῆς ἀνθρωποκτονίας (μποροῦσε) νὰ προλάβῃ τὰ ἄλλα ὑφιστάμενα ζῶα (ἀπὸ τὸ νὰ κάνουν κι' αὐτὰ τὸ ἴδιο σ' αὐτόν). Μποροῦσε ἀκόμη καὶ τοὺς γονεῖς νὰ φοβῆται γιὰ παιδοκτονίαν, αὐτὸς ποὺ εἶχε διδάξει ὅτι ἡ μιαιοφονία εἶναι δυνατὸν νὰ διαπραχθῇ. Διότι μποροῦσαν καὶ οἱ γονεῖς νὰ μάθουν ἀπ' τὸ γυιό, ὅ,τι ἀπὸ τοὺς γονεῖς μαθαίνουν τὰ τέκνα.

Κεφάλαιον Ι'

Ἡ ἀπειλητικὴ προειδοποίηση τοῦ Θεοῦ: "Ἐὰν κανεὶς σκοτώσῃ τὸν Κάϊν, κ.λπ., ἐξηγεῖται ἠθικῶς. Μὲ τὸ σημεῖον ποὺ σημαδεύτηκε ὁ ἴδιος δηλώνεται ἡ θεία ἐπιείκεια, ὅπως καὶ ἡ ἀφροσύνη τοῦ Κάϊν μὲ τὸ ὅτι τὸν πρόσκαιρον θάνατον φοβήθηκεν περισσότερον ἀπὸ τὸν αἰώνιον. Ἐνταῦθα μὲ ὡραῖον τρόπον γίνεται διαπραγμάτευση τοῦ θέματος περὶ τοῦ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς καὶ περὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Τέλος, δεικνύεται ὅτι ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφαση δὲν πρέπει νὰ βγαίνῃ πολὺ ταχέως, οὔτε πάλιν καὶ νὰ ἀφίνεται ἀτιμώρητον τὸ ἔγκλημα.


34. Τώρα ἄς δοῦμε γιὰ ποιὸ λόγο εἶπεν ὁ Θεός: "Πᾶς ὁ φονεύων Κάϊν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει" (Γεν. δ',15)• καὶ γιὰ ποιὸ λόγο σημαδεύεται αὐτός, γιὰ νὰ μὴ φονευθῇ ὁ ἀδελφοκτόνος, ἐπειδὴ δὲν ἐλήφθη πρόνοια νὰ μὴ φονευθῇ (ὅταν ἦταν) ἀθῶος. Ὀκταπλοῦς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἔχει τὸ λογικὸ μέρος νὰ προῒσταται τῶν λοιπῶν, ἔχει καὶ πέντε σωματικὲς αἰσθήσεις, ἔχει καὶ φωνὴν ἔχει καὶ τὴ χάρη νὰ γεννᾶ. Τὰ τελευταῖα αὐτὰ ἑπτά, ἄν δὲν κυβερνῶνται ἀπ' ἐκεῖνο τὸ λογικόν, εἶναι ὑποταγμένα στὸ θάνατον καὶ γι' αὐτὸ, (ἐὰν χρησιμοποιῇ) ἀνόητα αὐτά, διατρέχει ὅλον του τὸν κίνδυνον. Ὅποιος ὅμως ἐπιτρέπει στὸ λογικὸ (νὰ ἐνεργῇ), εἰς μάτην ἀρέσκεται εἰς τὴν χρήση τῶν ἴδιων ἑπτά σαρκικῶν ἀμοιβῶν. Διαλύονται ὅλ' αὐτὰ, ἐκτὸς ἐὰν συσφιγχθοῦν ἀπὸ κάποια ἡνία τοῦ λογικοῦ. Ὅθεν ὁ θάνατος τοῦ λογικοῦ, προκαλεῖ τὸν θάνατον τῶν ἀλόγων παθῶν. Ἀλλὰ τὸ καλλίτερον εἶναι ὅτι ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ εἶναι αὐτὸς τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀφέσεως. Ἀλλὰ ὅποιος δὲν φείδεται τοῦ ἄλλου ἁμαρτωλοῦ καὶ φθονεῖ τὴ δωρεὰν τῆς εἰς αὐτὸν ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, ὁ ἴδιος ἀφαρπάζει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του τὴν ἐλπίδα τῆς ἀφέσεως, καὶ θὰ τοῦ εἶναι στὸ ἴδιο μέτρο ἀπελευθερωτικὴ ῥάβδος χάριτος.
35. Τὸ δὲ σημάδι ποὺ ἔβαλε (ὁ Θεὸς) ἐπὶ τοῦ Κάϊν γιὰ νὰ μὴ τὸν σκοτώσῃ κανεὶς, στόχευε στὸ νὰ (κάνῃ) τὸν περιπλανώμενον (Κάϊν) νὰ στοχασθῇ καὶ διὰ τῆς ἀγαθοεργίας του νὰ τὸν προσκαλέσῃ εἰς διόρθωση. Διότι ἐμεῖς (οἱ ἄνθρωποι) συνήθως εὐκολότερα πράττομεν αὐτὰ διὰ τὰ ὁποῖα μᾶς δίδεται χάρις. Οὔτε ὅμως, παρεχώρησε μεγάλα: ἀλλὰ σ' αὐτὸν τὸν ἴδιο τὴν ἀφροσύνη τοῦ ἀνοήτου τιμωρεῖ, ὁ ὁποῖος ἄν καὶ ἦταν ὑποκείμενος σὲ αἰώνια βασανιστήρια δὲν ζητεῖ νὰ τοῦ συγχωρεθῇ ἡ ποινή, ἀλλὰ ἐνόμισεν ὅτι πρέπει νὰ ἱκετεύσῃ γιὰ τὴν ζωὴν αὐτοῦ τοῦ σώματος, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπάρχει περισσότερη μέριμνα παρὰ ἡδονή. Διότι ὁ θάνατος εἶναι ἕνας κατὰ τὸ χωρισμὸν ψυχῆς καὶ σώματος καὶ στὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς, ποὺ μόλις ἔλθῃ, αὐτὸς συνήθως καταργεῖ καὶ δὲν αὐξάνει τοὺς πόνους τοῦ σώματος. Οἱ φόβοι δὲ οἱ ὁποῖοι συχνὰ εἰσβάλλουν στοὺς ζῶντες σ' αὐτὴν τὴν ζωὴν, αἱ λύπες, οἱ πόνοι, οἱ στεναγμοί, καὶ τὰ διάφορα βάσανα, ἐπιφέρουν στὸ ἀνθρώπινο γένος τραύματα ἀπὸ βαρυθυμίες καὶ ἀσθένειες καὶ πλεῖστα εἴδη θανάτων, ἔτσι ὥστε ὁ ἴδιος ὁ θάνατος νὰ θεωρεῖται φάρμακον, ὄχι ποινή. Διότι (ὁ θάνατος) δὲν εἶναι φονικός, (διότι) δι' αὐτοῦ δὲν ἀφαιρεῖται ἡ ζωή, ἀλλὰ μεταφέρεται εἰς τὰ κρείττονα. Δηλαδὴ ἐὰν οἱ ἐπιβλαβεῖς πεθαίνουν, οἱ ὁποῖοι δὲν θέλησαν νὰ ἀπομακρύνουν τὸ βῆμα τους ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες• εἴτε δὲ ἂν καὶ προσκεκλημένοι ὅμως ὄχι τὸν σκοπὸν τῆς φύσεως ἀλλὰ τῆς ἐνοχῆς πετυχαίνουν, γιὰ νὰ μὴ ἐγκαταλείψουν πολλά, καὶ τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ εἶναι τοκισμὸς τῶν ἁμαρτημάτων. Ἄν ὅμως εἶναι μέτοχοι τῆς καλῆς ἐλπίδος (περὶ ἄλλης ζωῆς) πρέπει νὰ γίνῃ πιστευτὸ ὅτι μᾶλλον (αὐτοὶ) μεταναστεύουν παρὰ πεθαίνουν.
36. Σ' αὐτὸ τὸ σημεῖον παρεμβάλλεται τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ ἴδια ἡ ἀληθινὴ καὶ μακαρία ζωή, τὴν ὁποίαν ὁ καθεὶς ποὺ ἔχει ἀγαθὴν συνείδηση τὴν ζῇ πολὺ ἁγνότερα καὶ μακαριότερα, ὅταν καταθέσῃ ἡ ψυχή μας τὸ κάλυμμα αὐτῆς τῆς σαρκός, καὶ ὅταν ἐλευθερωθῇ ἀπ' αὐτὸ τὸ σῶμα σὰν ἀπὸ κάποια φυλακήν. Πετῶντας δὲ σὲ κάποιον ἀνώτερον τόπον, ἀπὸ ὅπου (αὐτὴ) στενάζει ἕνεκα συμπαθείας ἐμφύτου στὰ σπλάχνα αὐτοῦ τοῦ σώματος, μέχρι ποὺ νὰ ἐκπληρωθῇ ἡ δωρεὰ τοῦ ἐμπεπιστευμένου πηδαλίου• διὰ νὰ κυβερνᾶ καὶ συγκρατῇ τὶς ἄλογες κινήσεις αὐτῆς τῆς σάρκας μὲ λογικὴν στρατηγικήν.
Ἐντεῦθεν καὶ μετὰ ταῦτα οἱ προφῆτες μετανάστευσαν αἰχμάλωτοι μαζὶ μὲ τὸν ἰουδαϊκὸ λαόν. Διὰ νὰ μὴ ὑποστῇ μεγαλυτέραν ταλαιπωρίαν ὁ λοιπὸς λαὸς τῶν ἁγίων, στερηθεὶς τῆς βοηθείας καὶ χωρὶς συμβουλήν: ἀλλὰ συχνότερον ὑπομνησθεὶς διὰ τῶν χρησμῶν τῶν προφητῶν, νὰ ἐπιστρέψῃ μὲ ἁγνὸν ζῆλον πρὸς Κύριον τὸν Θεόν του: καὶ διὰ νὰ μή, συντετριμμένος ἀπὸ τὶς ἀντιξοότητες τῆς αἰχμαλωσίας, καταπέσῃ στὸ ἁμάρτημα τῆς ἀπιστίας καὶ παύσῃ νὰ ἐλπίζῃ εἰς τὸ φάρμακον τῆς αἰώνιας σωτηρίας.
37. Ἀνασκευάζονται ὅθεν εἰς αὐτὸ τὸ ἐδάφιον ὅσοι πιστεύουν ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ (τὴν ὁποίαν ζοῦμε) εἰς αὐτὸν τὸν αἰῶνα εἶναι ἡ μοναδικὴ (πάντα γέμουσι πτώσεως, γέμουσιν λύπης) καὶ ἀνατρέπονται μὲ τὴν ἁπλῆν σειρὰν τῶν γεγονότων. Διότι ἰδοὺ ὁ δίκαιος, ὁ ἀθῶος, ὁ εὐσεβής, ἕνεκα τοῦ χαρίσματος τῆς εὐσεβείας εἰσπράττει τὸ μῖσος τοῦ ἀδελφοῦ, ἀνώριμος ἀκόμη στὴν ἡλικίαν ὑφίσταται ἀδελφοκτονίαν• ἐνῶ ὁ ἄδικος, ὁ ἀνόσιος, ὁ ἀσεβής, αὐτὸς ποὺ καὶ μὲ ἀδελφικὸ φόνο μιάνθηκε, ἔζησεν μακροχρόνιον ζωήν, νυμφεύθηκεν σύζυγον, ἄφησεν ἀπογόνους, ἔκτισεν πόλεις καὶ αὐτὸ τὸ ἀξιώθηκεν κατὰ θείαν παραχώρησιν. Ἆράγε γι' ὅλ' αὐτὰ δὲν ἀκούγεται καθαρὰ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ; Πλανᾶσθε, ὅσοι νομίζετε ὅτι ἐδῶ ἔγκειται ὅλη ἡ χάρις τῆς ζωῆς: δὲν ἀντιλαμβάνεσθε, δὲν παρατηρεῖτε ὅτι αὐτὸ τὸ γῆρας εἶναι κατάληξη ἀθλιοτήτων, καὶ ὅτι ἡ παρέλευση τῆς ἡλικίας εἶναι μισθὸς τῶν ταλαιπωριῶν καὶ ὅτι ἐμεῖς ὅπως μὲ τὴν μυθολογικὴν Σκύλλαν περιβαλλόμεθα ἀπὸ καθημερινὰ ναυάγια, ὅτι κτυπιόμαστε ἀπὸ τὰ κύματα, ὅτι ζῶμεν σὲ βραχώδη σπήλαια, καὶ ὅτι μ' αὐτὰ τερπόμεθα, ὅπως ἐκεῖνο τὸ ὄχι καὶ τόσον αἰώνιον (μυθολογικὸ) θηρίον, ὅσον εἶναι αἰώνιον τὸ κακόν;
Λοιπὸν ἡ χαρισθεῖσα καὶ σ' αὐτὸν τὸν Κάϊν μακροβιότης τυγχάνει ἐκδίκησης• διότι καὶ μὲ φόβον (αὐτὸς) ἔζησεν καὶ τὸ διάστημα πολὺ συνέβαλε στὸν μεγάλο καὶ ἄκαρπο μόχθο, ποινὴ ποὺ δὲν εἶναι καθόλου βαρύτερη ἀπὸ ἐκείνην, καθ' ἥν εἶναι κάποιος ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτόν του ἡ αἰτία τῶν ποινῶν. Βλέπεις, λοιπόν, πόσον εἶναι αἰωνία ἡ ζωὴ τῶν δικαίων, καὶ μηδενικὴ τῶν φαύλων; Τὸ αἷμα τοῦ δικαίου βοᾶ καὶ κρύπτεται εἰς τὸν θάνατον ἀκόμη καὶ ἡ ζωή τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
38. Τρίτον, ἐπειδὴ εἶχε γίνει παραδεκτὴ ἡ ἀδελφοκτονία, δηλαδὴ τὸ κορυφαῖον τῶν ἀνοσιουργημάτων ὅπου ὑπεισῆλθεν ἡ ἁμαρτία, εὐθὺς καὶ ὁ νόμος τῆς θεϊκῆς πραότητος ἔπρεπε νὰ παραταθῇ• ἵνα μὴ κατὰ συνέχειαν γίνῃ ἡ τιμωρία τοῦ ὑπαιτίου, καὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν διατηροῦν καμίαν ὑπομονὴν οὔτε μετριοπάθειαν εἰς τὸ τιμωρεῖν, ἀλλ' ἀμέσως παραδίδουν τοὺς ἐνόχους εἰς τὰ βασανιστήρια. Ἡ πρόνοια ὅμως τῆς θείας ἀπόφασης εἶναι τέτοιου εἴδους, ὥστε νὰ διδάσκῃ στοὺς δικαστὲς τὴν μεγαλοψυχίαν καὶ ὑπομονήν• ἄς μὴ καταλαμβάνηται κανεὶς πολὺ γρήγορα ἀπὸ τὸ ζῆλον τῆς ἐκδίκησης καὶ ἕνεκα τῆς ἴδιας τῆς ἀνωριμότητας τοῦ σκεπτικοῦ τιμωρήσει τὸν ἄκακον ἢ ἐπαυξήσει τὴν ποινὴν ἕνεκα ὀργῆς• οὔτε δὲ νὰ φαίνηται ὅτι εἶναι ὅλως διόλου ἀτιμώρητος αὐτὸς ποὺ δὲν ἐνεδύθη καμίαν μετάνοιαν διὰ τὸ ἔγκλημα. Διότι (ὁ Κύριος) τὸν ἀπέπεμψε ἀπὸ μπροστά του καὶ παραιτηθέντα ἀπὸ τοὺς γονεῖς τὸν παρέπεμψε σὲ κάποια ἐξορίαν χωριστῆς κατοίκησης• ἔτσι ὥστε νὰ μεταπέσῃ ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην πραότητα στὴν ἀγριότητα τῶν θηρίων. Ἀλλ' ὅμως δὲν θέλησεν (ὁ Θεὸς) νὰ τιμωρήσῃ μὲ φόνον τὸν ἀνθρωποκτόνον, (ὁ Θεὸς) ὁ ὁποῖος προτιμᾶ τὴ διόρθωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ παρὰ τὸν θάνατόν (του). Ὅθεν τὸν Λάμεχ τιμωρεῖ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά• ἐπειδὴ τὸ ἁμάρτημά του ἦταν βαρύτερο, διότι αὐτὸς οὔτε μετὰ τὴν καταδίκην διορθώθηκεν ὥστε νὰ ἀλλάξῃ. Ὁ Κάϊν ἔκ τινος συναρπαγῆς προηγηθείσης, ἀπερίσκεπτα ἁμάρτησεν. Ὁ Λάμεχ, λοιπὸν, ὤφειλε νὰ ἀποφύγῃ τὸ μεμπτὸν, ποὺ παρατηροῦσε στὸν ἄλλον.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm


Return to ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 1 guest

cron