ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΔΟΓΜΑ. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, με τις Οικουμενικές Συνόδους, διασφάλισαν το Τριαδικό δόγμα από τις διάφορες αιρέσεις, όχι για να διασφαλιστεί ο Θεός αλλά ο άνθρωπος. Γιατί, αν πιστεύουμε σ’ ένα Θεό που στην πραγματικότητα δεν είναι Αυτός που λέμε, τότε η εναρμόνιση της ζωής μας με τη δική Του δεν θα μας οδηγήσει στη θέωση, δηλαδή στην ένωση μαζί Του, αλλά στη φανταστική, ψυχολογική ή αρρωστημένη βίωση του Θεού, δηλαδή ενός Θεού που δεν είναι ο Τριαδικός αλλά το χαλασμένο «εγώ» μας ή κάποιο άλλο είδωλο.
Βέβαια η γνώση του τρόπου που ζει και είναι ο Τριαδικός Θεός δεν προέρχεται από μια λογική διαδικασία ως ανακάλυψη αλλά από αποκάλυψη. Δεν είναι δηλαδή έργο ανθρώπινο αλλά θεϊκό. Ήδη από τη δημιουργία του ανθρώπου ο Θεός εμφανίζεται ως Τριαδικός με τρόπο όχι ξεκάθαρο, για αποφυγή της εντύπωσης ότι είναι τρεις Θεοί. Η εναλλαγή πληθυντικού-ενικού δείχνει το τρισυπόστατο της μίας θεότητας.
Είναι ο Θεός ένας, μία ουσία, μία φύση, σε τρία πρόσωπα ή υποστάσεις, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Τα τρία πρόσωπα έχουν τα προσωπικά τους ιδιώματα. Ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννάται προαιώνια και συνεχώς από τον Πατέρα και
το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται προαιώνια και συνεχώς από τον Πατέρα. Οι σχέσεις μεταξύ τους είναι σχέσεις αγάπης και αλληλοπεριχώρησης.
Η βίωση του «Τριαδικού είναι» της Θεότητας από τους πιστούς, οδηγεί στην εμπειρική γνώση του μυστηρίου. Έτσι, όταν μεταξύ μας έχουμε την αγάπη που μας ενώνει ως ανθρώπους με μία φύση, την ανθρώπινη, και συγχρόνως αναγνωρίζουμε στους άλλους και στον εαυτό μας τη μοναδικότητα της ύπαρξης, τότε ζούμε το Τριαδικό δόγμα. Ο κίνδυνος όμως της λανθασμένης-αιρετικής αντίληψης και βίωσης ελλοχεύει σε κάθε βήμα. Όταν π.χ. θέλουμε με κάποιους ανθρώπους να ενωθούμε τόσο πολύ πού ταυτιζόμαστε μαζί τους και χάνουμε την προσωπικότητά μας, ή που τονίζουμε τόσο πολύ την ιδιαιτερότητά μας ώστε να χωριζόμαστε από τους άλλους, τότε δεν ζούμε τη ζωή του Τριαδικού Θεού μας, που τα τρία πρόσωπα ζουν μεταξύ τους με ενότητα, ισότητα, αγάπη.
Η Ορθόδοξη εικόνα της Αγίας Τριάδος, παρουσιάζει τη φιλοξενία του Αβραάμ, όπου ο Αβραάμ με τη Σάρα δέχονται τρεις αγγέλους, τους φιλοξενούν και απευθύνονται σ’ αυτούς στον ενικό. Το πρόσωπο είναι το ίδιο (εκφράζοντας το ομοούσιο, δηλαδή ίδια ουσία), σκήπτρο βαστούν όλοι (δείχνοντας την ισότητα), τα ενδύματα διαφοροποιούνται έχοντας όμως τα χρώματα σχέση μεταξύ τους (για να φανερώσει την ενότητα και διαφορετικότητα).
Το κάθε Μοναστήρι, όσο μικρό και φτωχό να είναι, καλείται να φιλοξενεί, να δέχεται και ν’ αναπαύει καθένα που προσέρχεται σ’ αυτό είτε ως προσκυνητής είτε ως επισκέπτης. Ο Θεός, τον οποίο λατρεύουν νυχθημερόν, οι μοναχοί/μοναχές δεν κάνει διακρίσεις, αγαπά όλους ό,τι και νάναι, όπως και να ζουν, δίκαια ή αμαρτωλά.
Η φιλοξενία που γίνεται είναι η έκφραση της αγάπης του Θεού που βιώνουν στην καρδία τους με την προσευχή, τη Θεία Λειτουργία, το δώρο της ζωής, Η παρουσία τους στο χώρο του Μοναστηριού, ως απόφαση ζωής, δεν χαρακτηρίζεται μόνο από πόνο και δάκρυ, άσκηση, προσπάθεια, θλίψη και αναστεναγμό (για τις προσωπικές και πανανθρώπινες αμαρτίες), αλλά κι από αγαλλίαση, χαρά ανεκλάλητη, ζωή και φως. Ο Χριστός νίκησε το θάνατο και χάρισε Ζωή αιώνια σ’ όλο τον κόσμο. Τώρα μπορεί ο καθένας που θέλει να νικήσει το φόβο του βιολογικού θανάτου, να ελευθερωθεί από το μέσα του θάνατο, τις ποικίλες μορφές του θανάτου, και να χαρεί αληθινά και ουσιαστικά.
Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ανάγκη να δει ανθρώπους που ζουν τη χαρά και την ειρήνη, να γαληνέψει, να γεμίσει από ελπίδα και δύναμη. Να βεβαιωθεί ότι ο Θεός τον αγαπά όπως είναι, μέσα στην αμαρτία και αδυναμία του. Αυτή η εμπειρία, ως εμπειρία, μεταγγίζεται, δεν διδάσκεται.
Ο κάθε μοναχός ή μοναχή, έχοντας αυτή την εμπειρία, μπορεί να γίνει σημείο της όντως Ζωής, με το λόγο, τη φιλοξενία, τη σιωπή. Χωρίς προσπάθεια να σώσει τους άλλους, χωρίς προσπάθεια ν’ αγαπήσει, δείχνοντας μόνο αυτό που είναι ο Τριαδικός Θεός για όλους τους ανθρώπους, αγάπη αληθινή, μπορεί να κάνει ιεραποστολή στον τόπο που είναι.