ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Τα πάντα περί Εορτολογίου, Συναξαριστή, Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών...

Moderator: inanm7

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Thu Jan 03, 2013 9:46 pm

15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος
Image
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος, ἤκμασε στὰ χρόνια του Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ τοῦ Βαλεριανοῦ (254 – 259 μ.Χ.). Σύμφωνα μὲ τὴν βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου, τῆς ὁποίας πρόσφατα ἀποδείχθηκε ἡ ἱστορικότητα, μὲ βάση μία πολὺ ἀρχαιότερη ἑλληνικὴ πηγή, τὰ ὅρια τῆς ζωῆς του μποροῦν νὰ τοποθετηθοῦν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 233 καὶ 346 μ.Χ. Ἀνῆκε σὲ πλούσια οἰκογένεια τῆς κάτω Θηβαΐδος τῆς Αἰγύπτου. Ὅταν ὁ Δέκιος ἐξαπέλυσε κατὰ τῶν Χριστιανῶν τὸν τρομερὸ διωγμό του, ὁ Ὅσιος σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔχασε τοὺς γονεῖς του. Ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως παραδοθεῖ στοὺς διῶκτες τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὸν ἄνδρα τῆς ἀδελφῆς του, τὸν γαμπρό του, ζήτησε παρηγοριὰ καὶ σωτηρία στὴν ἔρημο.

Ἀφοῦ πέρασε ὁ διωγμὸς τοῦ Δεκίου καὶ ἐπανῆλθε ἡ γαλήνη, ἀπατηλὴ ὅμως καὶ προσωρινή, ὁ Ὅσιος ἀποφάσισε νὰ ἐξακολουθήσει τὴν ἐρημική του διαμονή. Στὴν ἔρημο ἀγάπησε τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ προχώρησε στὰ ἐνδότερα, ὅπου βρῆκε σπήλαιο, μέσα στὸ ὁποῖο πέρασε ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του μὲ πνευματικοὺς ἀγῶνες καὶ στερήσεις. Λέγεται μάλιστα ὅτι ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο ἔτρεχε δροσερότατη πηγὴ καὶ ὑπῆρχε φοίνικας, ἰδιαίτερα ψηλός. Ἐκεῖ μέσα στὴν ἡσυχία τῆς φύσεως, μελετοῦσε τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἄλλα ψυχωφελὴ βιβλία. Ἐκεῖ τὸν γνώρισαν καὶ διάφοροι ἄλλοι ἀναχωρητές, ποὺ εἶχαν ἀναζητήσει καὶ αὐτοὶ στὴν ἔρημο τὴν σωτηρία ἀπὸ τοὺς διῶκτες τους. Τόσο μάλιστα ἦταν ὁλοφάνερη ἡ πνευματικὴ ὑπεροχὴ καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη του, ὥστε ὅλοι τοῦ ἀπέδιδαν σεβασμὸ καὶ ἀγάπη, καὶ τὸν ρωτοῦσαν γιὰ πολλὰ ζητήματα, εἴτε ἠθικῆς καὶ θεολογικῆς διακρίσεως, εἴτε ἀναφερόμενα στὴν προσωπική τους ψυχικὴ κατάσταση. Ὁ Ὅσιος ἀπαντοῦσε στὸν καθένα πατρικά, λύνοντας τὶς ἀπορίες τους, φωτίζοντας τὶς ἀμφιβολίες τους, στερεώνοντας τὶς πεποιθήσεις τους, καθοδηγώντας τους στὸν τελειότερο βίο, χωρὶς καθόλου νὰ ὑπερηφανεύεται, τιμώντας καὶ τὸν μικρότερο ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ συμπεριφερόμενος μὲ λεπτή, εὐγενὴ καὶ διακριτικὴ συμπεριφορά.

Ἡ φήμη τοῦ διακεκριμένου ἀναχωρητοῦ, ἔφθασε καὶ στὰ αὐτιὰ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ἦλθε λοιπὸν καὶ αὐτός, τὸ ἔτος 344 μ.Χ. στὸν Παῦλο. Καὶ τίποτα δὲν ἦταν συγκινητικότερο ἀπὸ τὴν συνάντηση τῶν δύο ἐκείνων ἁγίων ἀνδρῶν. Ἄγνωστοι ἕως τότε ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον, ἀντάλλαξαν ἀδελφικότατα ἀσπασμὸ καὶ δοκίμαζαν ἀνέκφραστη χαρά, ὅσο διαρκοῦσε ἡ συνάντηση καὶ συνομιλοῦσαν καὶ ἐκφράζονταν ὁ καθένας μὲ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸν ἄλλον καὶ ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Μάλιστα ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀπόρησε πῶς ἔφτασε ὁ Ὅσιος Παῦλος στὰ ἄβατα τῆς ἐρήμου, ὅπου ἄνθρωπος ποτὲ δὲν τόλμησε.
Μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες ἐπανῆλθε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος. Τὴν προηγούμενη νύχτα εἶχε πεθάνει ὁ Ὅσιος Παῦλος καὶ δυὸ λιοντάρια ἔστεκαν κοντὰ στὸν τάφο του, τὸν ὁποῖο τὰ ἴδια μὲ τὰ νύχια τους τὸν εἶχαν ἀνασκάψει. Ἐκεῖ καὶ τὸν εἶχαν ἀποθέσει. Ἦταν ἑκατὸν δέκα τριῶν ἐτῶν, ὅταν μετέστη εἰρηνικὰ πρὸς τὸν Κύριο. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐπέστρεψε, φέροντας μαζί του ὡς ἱερὸ κειμήλιο τὸ ράσο τοῦ Ὁσίου Παύλου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπινεύσει, πρῶτος ᾤκησας, ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἠλιοὺ τὸν ζηλωτὴν μιμησάμενος· καὶ δι’ ὀρνέου τραφεὶς ὡς ἰσάγγελος, ὑπ’ Ἀντωνίου τῷ κόσμῳ ἐγνώρισαι. Παῦλε Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν φωστῆρα ἅπαντες τὸν ἐν τῷ ὕψει, ἀρετῶν ἐκλάμψαντα, ἀνευφημήσωμεν πιστοί, Παῦλον τὸν θεῖον κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Ὁσίων Χριστὲ ἀγαλλίαμα.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ ἀπαρχή· χαίροις τῆς ἐρήμου, πρωτοπόρος καὶ οἰκιστής, Παῦλε θεοφόρε, Ἀγγέλων συμπολῖτα, μεθ’ ὧν ἐξευμενίζου, ἡμῖν τὸν Εὔσπλαγχνον.






Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης ὁ διὰ Χριστὸν πτωχὸς
Image
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε περὶ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰώνα μ.Χ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Εὐτρόπιος καὶ ἦταν συγκλητικός. Ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Θεοδώρα.

Ὁ Ἰωάννης ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ φοβούμενος μήπως, ριπτόμενος στὸν κοσμικὸ στρόβιλο, ἔχανε τὸ ἠθικό του καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ ἦλθε στὴ Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Ἀλλά, μὲ τὸν καιρό, ἡ ἀγάπη τῶν γονέων του τὸν ἔβαλε στὸν πειρασμὸ τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρικὴ οἰκία. Ὁ πειρασμὸς ἔγινε ἀκόμα μεγαλύτερος, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ἡ μητέρα του ἦταν ἀπαρηγόρητη γιὰ τὴν ἐξαφάνισή του, ὁ δὲ πατέρας του ζοῦσε βίο κοσμικό, ξοδεύοντας τὰ πλούτη του σὲ ματαιότητες καὶ φαντασίες. Ἐπιθύμησε λοιπὸν νὰ τοὺς δεῖ, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἀναπαύσει μὲ τὴν παρουσία του τὴν ψυχή τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ παρηγορήσει τὴ μητέρα του καὶ νὰ συντελέσει στὴ μετάνοια τοῦ πατέρα του. Θὰ ἦταν ὅμως αὐτὸ δυνατό, ἐὰν παρουσιαζόταν ὡς υἱός τους καὶ τοὺς ἀπηύθυνε τὶς συμβουλὲς καὶ τὶς παρακλήσεις του;

Σχετικά, λοιπόν, μὲ τὸ πρόβλημά του πληροφόρησε τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἐπιτρέψει νὰ πάει στοὺς γονεῖς του. Ὁ ἡγούμενος, πράγματι, ἔδωσε τὴν εὐλογία του νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του. Ἔτσι ὁ Ὅσιος, ἐνδύθηκε μὲ παλαιὰ καὶ τριμμένα ράσα καὶ μὲ τὴν πτωχικὴ αὐτὴ ἐμφάνιση, ἔφθασε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν γονιῶν του. Τοὺς παρουσιάσθηκε ὡς μοναχός, χωρὶς νὰ τοὺς πεῖ ποιὸς εἶναι. Ἡ εὐγένεια τῆς φυσιογνωμίας του καὶ ἡ φρόνηση τῶν λόγων του ἔκαναν τὴν μητέρα του νὰ τὸν παρακαλέσει νὰ ἔρχεται καθημερινὰ στὸ σπίτι. Ἀλλὰ καὶ ὁ πατέρας του τὸν συμπάθησε γιὰ τὴν εὐεργετικὴ ἐπιρροὴ ποὺ ἐξάσκησε στὴν καρδιὰ τῆς συζύγου του.

Κατασκεύασε, λοιπόν, ἔξω, στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ, μιὰ πολὺ μικρὴ καλύβα ὅπου καὶ ἔμενε, χωρὶς κανεὶς νὰ γνωρίζει ποιὸς ἦταν. Μετὰ τρία χρόνια οἱ προσπάθειές του, μὲ τὴ θεία Χάρη, ἄρχισαν νὰ ἀποφέρουν καρπούς. Ὁ πατέρας του ἄρχισε νὰ ζεῖ Χριστιανικὴ ζωὴ καὶ ἡ μητέρα του εἶχε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ ζόφο τῆς ἐπιθυμίας. Καὶ τότε ὁ Ἰωάννης σκέφθηκε, ὅτι πλησίαζε ἡ ὥρα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ φανερωθεῖ.
Ἀλλὰ ὁ Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἡ ὄντως ζωή, τοῦ γνώρισε μὲ μυστικὸ τρόπο, ὅτι ἦταν ἡ ὥρα νὰ τὸν καλέσει πλησίον Του. Τότε ὁ Ὅσιος κάλεσε κοντά του τοὺς γονεῖς του, τοὺς ἔδειξε τὸ χρυσόδετο Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο εἶχαν φτιάξει πρὸς χάρη του καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τοὺς φανέρωσε τὸν ἑαυτό του. Μὲ γαλήνη τοὺς ἀπηύθυνε λόγους παρηγοριὰς καὶ ἐγκαρδιώσεως καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ μείνουν ἀφιερωμένοι στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ἀφιερώνοντας τὰ πλούτη τους στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ φθείρεται καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια κινδυνεύει ἀπὸ τὶς ἔσχατες στερήσεις. Ἀκολούθως, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ βρέφους τὸν Κύριον, ἐπιποθήσας θερμῶς, τὸν κόσμον κατέλιπες, καὶ τὰ ἐν κόσμῳ τερπνά, καὶ ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τὴν καλύβην, πρὸ πυλῶν σῶν γονέων· ἔθραυσας τὰς ἐνέδρας, τῶν δαιμόνων παμμάκαρ· διό σε Ἰωάννη ὁ Χριστός, ἀξίως ἐδόξασε.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν χριστομίμητον, γονέων τῶν σῶν, τὸν πλοῦτον ἐγκατέλιπες, καὶ τὸ Εὐαγγέλιον, ταῖς χερσί σου κρατῶν ἠκολούθησας, Ἰωάννη Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Πλοῦτον ἀπανθοῦντα καταλιπών, ἐν πτωχείᾳ πλούτου, πλοῦτος ὤφθης πνευματικός· καὶ ἀντὶ καλύβης, φωτοφανῆ παστάδα, ὁ Λόγος Ἰωάννη, λαμπρῶς σοι δέδωκε.






Ὁ Ἅγιος Πανσόφιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πανσόφιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἦταν τέκνο τοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος εἶχε τιμηθεῖ μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀνθύπατου. Ἔζησε κατὰ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ στόλισε τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἡ ὁποία εἶχε γνωρίσει τόσους περιπετειώδεις καὶ κρίσιμους ἀγῶνες τῆς πίστεως καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὁ Πανσόφιος, λόγω τῆς μεγάλης περιουσίας τοῦ πατέρα του καὶ τῆς φιλομάθειάς του, σπούδασε τόσο τὴν ἑλληνικὴ ὅσο καὶ τὴ χριστιανικὴ παιδεία. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, διένειμε ὁλόκληρη τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση, στὴ μελέτη καὶ στὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Ἐκεῖ, μέσα ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ἔμαθε ὅτι ἡ πτωχεία ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ ὑλικοῦ, ἡ παρθενία ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ σαρκικοῦ ὑλικοῦ καὶ ἡ ὑπακοὴ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρικὴ ἐπιρροὴ τοῦ ἐγώ. Εἶναι ἡ θεία υἱοθεσία.
Στὴν ἔρημο διέμεινε εἴκοσι ἑπτὰ χρόνια. Μετὰ ὅλο αὐτὸ τὸν καιρὸ ἐπέστρεψε στὴν γενέτειρά του, θωρακισμένος μὲ τὰ ὅπλα τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἁγιότητας, γιὰ νὰ ἐργασθεῖ ὑπὲρ τῆς πίστεως. Τότε ξέσπασε ὁ διωγμὸς τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος προσκλήθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκρατορικοῦ διοικητοῦ καὶ διατάχθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Πανσόφιος, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλὰ ἐπέδειξε σὲ αὐτὸν τὸ ψεῦδος τῆς εἰδωλολατρίας. Τότε ὁ τύραννος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ μαστίγωσαν τὸν Ἅγιο μέχρι θανάτου. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Πανσόφιος, κάτω ἀπὸ τὰ βάρβαρα καὶ λυσσώδη κτυπήματα τῶν στρατιωτῶν, μαρτύρησε καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τῆς δόξας.






Οἱ Ἅγιοι Ἕξι Πατέρες
Εἶναι ἄγνωστο, ποὺ καὶ πότε οἱ Ἅγιοι ἕξι Πατέρες ἔζησαν.
Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη, ἂν καὶ ἀναφέρονται ὡς Μάρτυρες.






Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἀκοίμητος
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια τῆς Ἀσίας καὶ σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη. Διακρινόταν γιὰ τὴν φιλομάθεια καὶ τὴν ἀρετή του. Μελετοῦσε ἀδιάλειπτα τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Θεό. Ἀφοῦ διένειμε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς ἦλθε στὴ Συρία, ὅπου ἔγινε μοναχὸς σὲ μονὴ τῆς ὁποίας ἡγούμενος ἦταν ὁ μοναχὸς Ἠλίας. Ἀφοῦ ἔμεινε ἐκεῖ τέσσερα χρόνια, ἔζησε στὴν ἔρημο ὡς ἀναχωρητὴς ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια. Ἐπανῆλθε στὴ Συρία, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται ἱεραποστολικὰ κηρύττοντας τὸ Εὐαγγέλιο. Λίγο ἀργότερα ἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἱδρύει νέα μονὴ πλησίον τοῦ οἴκου τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μηνᾶ. Ἀλλὰ ἦρθε σὲ προστριβὴ μὲ τὸν Πατριάρχη Σισσίνιο (426 – 427 μ.Χ.) καὶ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς ὁποίους ὡς ζηλωτὴς ἔλεγχε ἐὰν θεωροῦσε ὅτι ἔπρατταν κάτι ἄτοπο. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ περιπέτειες, ἐγκαταστάθηκε στὰ βορειοανατολικὰ τῆς Βιθυνίας, σὲ τόπο καλούμενο Γομών. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος εἶναι οὐσιαστικὰ ὁ πρῶτος ἱδρυτὴς τῆς μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων. Ἔτσι λέγονταν οἱ μοναχοί της Ἀνατολῆς, ποὺ ζοῦσαν κοινοβιακὰ καὶ χωρίζονταν σὲ ὁμάδες, ποὺ ἀνυμνοῦσαν διαδοχικὰ τὸ Θεὸ καθ’ ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα, ὥστε νὰ μὴν ἔπαυε ποτὲ στὴ Μονή τους ἡ προσευχή.







Οἱ Ἅγιοι Ἐλπίδιος, Δάναξ καὶ Ἑλένη οἱ Μάρτυρες
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐλπίδιος, Δάναξ καὶ Ἑλένη.






Ἡ Ἁγία Σεκουνδίνη
Ἡ Ἁγία Σεκουνδίνη ἄθλησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).
Δὲν ἔχουμε περισσότερε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ἁγίας.






Ἡ Ἁγία Ἴτα ἐξ Ἰρλανδίας
Image
Ἡ Ἁγία Ἴτα καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν Χριστὸ καὶ ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἵδρυσε τὴν Μονὴ τοῦ Κίλλεντι καὶ συγκέντρωσε γύρω της πολλὲς εὐσεβεῖς παρθένους. Διῆλθε ἀσκητικότατο βίο, μὲ βάση τὴ νηστεία, τὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Δίδασκε περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἔφθασε σὲ πολὺ ὑψηλὰ μέτρα τελειώσεως καὶ θεωρίας. Ἔτσι ἀναγνωρίζεται ὡς πνευματικὴ μητέρα πολλῶν Ἰρλανδῶν Ἁγίων. Ἵδρυσε σχολὴ στὴν ὁποία δίδασκε τὰ μικρὰ παιδιὰ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐμφύτευσε στὴν καρδιά τους τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό.
Ἡ Ἁγία κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 570 μ.Χ., στὴ μονή της.






Ὁ Ὅσιος Πρόχορος
Ὁ Ὅσιος Πρόχορος καταγόταν ἀπὸ τὴ Βουλγαρία καὶ ἔζησε περὶ τὰ τέλη τοῦ 10ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ Βράνσκι τῆς Βουλγαρίας κοντὰ στὸν ποταμὸ Πσίνζα καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ
Image
Ὁ Ὅσιος Γαβριὴλ τοῦ Λέσνοβο, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ὀσσόκε στὴν περιοχὴ Κρίβα Παλάνκα τῆς Σερβίας κατὰ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. Ἀγάπησε τὴ μοναχικὴ πολιτεία καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Λέσνοβο. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Βαρλαάμ
Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 6 Νοεμβρίου. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σήμερα ἡ μνήμη του.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Thu Jan 03, 2013 9:48 pm

16 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ







Ἡ προσκύνησις τῆς Τιμίας ἁλύσεως τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Ἀποστόλου Πέτρου
Image
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τελοῦμε τὴν προσκύνηση τῆς τιμίας ἁλυσίδας τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου, μὲ τὴν ὁποία τὸν ἔδεσε καὶ τὸν ἔριξε στὴν φυλακὴ ὁ τετράρχης Ἡρώδης, σύμφωνα μὲ τὴν ἐξιστόρηση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.

Ὁ Ἡρώδης ἔβαλε τοὺς Ἰουδαίους καὶ συνέλαβαν τὸν Ἀπόστολο Πέτρο κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων. Καὶ ὅταν τὸν ἔπιασε, τὸν ἔβαλε στὴν φυλακή. Τὴ νύκτα, πρὶν τὴν ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἡρώδης ἔμελλε νὰ τὸν παρουσιάσει στὸν λαό, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος κοιμόταν μεταξὺ δύο στρατιωτῶν καὶ φρουροὶ φύλαγαν μπροστὰ στὸ κελί του. Ξαφνικὰ ἦλθε Ἄγγελος Κυρίου καὶ ἔλαμψε φῶς στὸ κελί. Ἀφοῦ κτύπησε τὴν πλευρὰ τοῦ Πέτρου, τὸν ξύπνησε καὶ τοῦ εἶπε: «Σήκω γρήγορα». Καὶ ἔπεσαν οἱ ἁλυσίδες ἀπὸ τὰ χέρια του.
Κάποιοι Χριστιανοὶ εὐσεβεῖς διαφύλαξαν αὐτὴ τὴν ἁλυσίδα διαδοχικὰ ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, μέχρι ποὺ τὴν μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἐναπέθεσαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ποὺ βρίσκεται μέσα στὴ μεγάλη Ἐκκλησία, ὅπου ἐτελεῖτο καὶ ἡ Σύναξη τοῦ Ἀποστόλου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Τὴν Ῥώμην μὴ λιπών, πρὸς ἡμᾶς ἐπεδήμησας, δι’ ὧν ἐφόρεσας τιμίων Ἁλύσεων, τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονε· ἃς ἐν πίστει προοκυνοῦντες δεόμεθα, ταῖς πρὸς Θεὸν πρεσβίαις σου, δώρησαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἡ πέτρα Χριστός, τὴν πέτραν τῆς πίστεως, δοξάζει φαιδρῶς, τῶν Μαθητῶν τὸν πρωτόθρονον· συγκαλεῖ γὰρ ἅπαντας, ἑορτάσαι Πέτρου τὰ θαύματα, τῆς τιμίας Ἁλύσεως, καὶ νέμει πταισμάτων τὴν συγχώρησιν.

Μεγαλυνάριον.
Σύνδησον ἀγάπῃ εἰλικρινεῖ, Πέτρε κορυφαῖε, ὁ φιλήσας Χριστὸν θερμῶς, τοὺς τὴν Ἅλυσίν σου, σεμνῶς ἀσπαζομένους, Ἀπόστολε θεόπτα, καὶ σὲ δοξάζοντας.






Οἱ Ἅγιοι Πεύσιππος, Ἐλάσιππος καὶ Μέσιππος οἱ Μάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πεύσιππος, Ἐλάσιππος καὶ Μέσιππος ἦταν τρίδυμοι ἀδελφοὶ καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Εἶχαν ἀσκηθεῖ νὰ ἡμερώνουν τοὺς μικροὺς καὶ ἀτίθασους ἵππους. Πατροπαράδοτη θρησκεία εἶχαν τὴν εἰδωλολατρική, ἀλλὰ ἦταν Χριστιανὴ ἡ γιαγιά τους Νεονίλλη, ἡ ὁποία ἔφερε καὶ τοὺς τρεῖς ἐγγονούς της στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἀλλαγὴ τῆς πίστεώς τους δὲν ἄργησε νὰ γίνει γνωστή. Τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς προκάλεσαν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁμολόγησαν μὲ γενναιότητα τὴν πίστη τους στὸν Κύριο καὶ κατέθεσαν τὴν μαρτυρία τῆς συνειδήσεώς τους. Οἱ εἰδωλολάτρες ἐξοργισμένοι τοὺς ἔριξαν στὴ φωτιά. Ἔτσι καὶ οἱ τρεῖς εὐλογημένοι αὐτοὶ νέοι, ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.






Ἡ Ἁγία Νεονίλλη ἡ Μάρτυς
Ἦταν ἡ γιαγιά τῶν Ἁγίων Πευσίππου, Ἐλασίππου καὶ Μεσίπου, ποὺ ἑορτάζονται τὴν ἴδια ἡμέρα.
Ὅταν ἔμαθε τὸ μαρτύριο τῶν τριῶν ἐγγονῶν της, εὐχήθηκε νὰ τὴν ἀξιώσει ὁ Ἅγιος Θεός, νὰ τελειώσει θεαρέστως καὶ τὴν δική της πρόσκαιρη ζωή. Μαρτύρησε καὶ αὐτή, γιὰ νὰ συναντήσει τοὺς Μάρτυρες ἐγγονούς της στα ἀθάνατα σκηνώματα τῆς θείας μακαριότητος.






Ὁ Ἅγιος Δάναξ ὁ Ἀναγνώστης
Ὁ Ἅγιος μάρτυρας Δάναξ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Αὐλῶνα τοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ ἦταν ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης.

Ὅταν κάποτε ὅρμησαν μέσα στὴν Ἐκκλησία οἱ εἰδωλολάτρες, ὁ Ἅγιος πῆρα τὰ ἱερὰ ἐκκλησιαστικὰ σκεύη καὶ κειμήλια, γιὰ νὰ τὰ διασώσει καὶ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν ἀπίστων καὶ τὰ βεβηλώσουν καὶ τὰ διαφύλαξε σὲ τόπο ὀχυρὸ πέντε μίλια ἀπὸ τὴν πόλη πρὸς τὴ θάλασσα. Οἱ ἄπιστοι ὅμως τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πίεζαν μὲ κάθε τρόπο νὰ θυσιάσει στὸ θεὸ Διόνυσο. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν ὑποχωροῦσε στὶς πιέσεις, ἀλλὰ ἔμενε ἀκλόνητος καὶ σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Τότε οἱ εἰδωλολάτρες ἀπέκοψαν τὴν τίμια αὐτοῦ κεφαλή, τὸ δὲ τίμιο λείψανο αὐτοῦ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα.






Ὁ Ὅσιος Ρωμύλος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Ὁ Ὅσιος Ρωμύλος γεννήθηκε στὴν πόλη Βιντίν. Ἀσκήτεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου († 6 Ἀπριλίου). Ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη στὴ μονὴ Ραβάνιτσα τῆς Σερβίας.






Ὁ Ὅσιος Ὀνωρᾶτος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀρελάτης
Ὁ Ὅσιος Ὀνωρᾶτος γεννήθηκε στὴ Λωραίνη καὶ οἱ ὁμοεθνεῖς του τὸν ὀνόμαζαν Ληρώνη ἢ Πλανασία. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἐθνικοί. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀσπάσθηκε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἦλθε στὴν Ἀνατολή, γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὰ πράγματα τῆς μοναχικῆς πολιτείας.

Ἀργότερα ἦλθε στὰ νησιὰ τῶν Λερίνων τῆς Γαλλίας, ὅπου ἔκτισε τὸ 375 μ.Χ., τὴν μονὴ τῶν Λερίνων, ἡ ὁποία συνέβαλε τὰ μέγιστα στὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς Προβηγγίας καὶ ἄλλων τμημάτων τῆς Γαλατίας. Χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἂρλ (Ἀρελάτης ἢ Ἀρελάτου), ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ Μασσαλία τῆς Γαλλίας καὶ ἦταν ἐπισκοπικὴ ἕδρα ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ τρίτου αἰῶνος, ἀρχιεπισκοπὴ δέ, ἀπὸ τὸ 400 μέχρι τὸ 1801.
Ὁ Ὅσιος Ὀνωράτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 429 μ.Χ., τὴ χρονιὰ ποὺ ὁ Ἀέτιος ἀπέκρουσε στὴν πόλη τῆς Ἀρελάτης τοὺς Βησιγότθους.







Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός καὶ Θαυματουργὸς τῆς Τότμα
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1565. Ἀσκήτεψε στὴν Τότμα, στὴν περιοχὴ Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας καὶ ἦταν διὰ Χριστὸν Σαλός.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1650.






Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Γάμπροβο τῆς ἐπαρχίας Τυρνόβου τῆς Βουλγαρίας. Ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, μόνασε στὸ μοναστήρι τοῦ Χιλανδαρίου καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς μονῆς ἀπεστάλη στὴν πόλη Σφιστόβι τῆς Βουλγαρίας, ὅπου ὑπῆρχε μετόχι τῆς μονῆς. Προτιθέμενος νὰ ἐπιστρέψει στὴ μονὴ τῆς μετάνοιάς του, μετὰ τὸ πέρας τῆς ἀποστολῆς του, ζήτησε ἀπὸ κάποιο Τοῦρκο νὰ ἐπισπεύσει τὴν ἀπόδοση τῶν ὀφειλῶν του πρὸς τὸ μετόχι τῆς μονῆς. Ὁ κακόπιστος Τοῦρκος συκοφάντησε τὸν Ἅγιο ὅτι εἶχε σχέσεις μὲ μωαμεθανὴ γυναίκα, ἅρπαξε τὴν περιουσία τοῦ μετοχίου καὶ ὁδήγησε μὲ βία αὐτὸν στὸν κριτή. Παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ κριτοῦ, οἱ ψευδομάρτυρες πέτυχαν τὴν δι’ ἀγχόνης θανατικὴ καταδίκη τοῦ Ἁγίου. Παρὰ τὶς ἐπίμονες προτάσεις τῶν Τούρκων νὰ ἀσπασθεῖ τὸν Ἰσλαμισμό, γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ζωή του, ὁ Μάρτυς παρέμεινε σταθερὸς στὴν Ὀρθόδοξη πίστη.
Ἀφοῦ προσευχήθηκε, λίγο πρὶν τὸ μαρτύριό του, δέχθηκε τὸν δι’ ἀγχόνης θάνατο τὸ ἔτος 1771.






Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη. Μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τὴν ἴδια μέρα μὲ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Δαμασκηνό.






Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Παλλαδὰς Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος γεννήθηκε στὴν Κρήτη κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. Διετέλεσε Μητροπολίτης Καστορίας καὶ ἐξελέγη Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας τὸ ἔτος 1688, διαδεχθεῖς τὸν ἀποθανόντα στὸ σεισμὸ τῆς Σμύρνης Πατριάρχη Παρθένιο (1678 – 1688) τὸν ἀπὸ Βηθλεέμ.
Στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο ἔμεινε μέχρι τὸ 1710 καὶ παραιτήθηκε ὑπὲρ τοῦ Ἐπισκόπου Χίου Σαμουὴλ (1710 – 1712, 1714 – 1723).
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Thu Jan 03, 2013 9:49 pm

17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας
Image
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος γεννήθηκε περὶ τὸ 251 μ.Χ. στὴν πόλη Κομὰ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντὰ στὴ Μέμφιδα, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ εὔπορους. Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοὺ (285 – 305 μ.Χ.) μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου καὶ τῶν παιδιῶν του.

Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἦταν ὀλιγαρκὴς καὶ αὐτάρκης, «μόνοις δὲ οἷς εὕρισκεν ἠρκεῖτο καὶ πλέον οὐδὲν ἐζήτει». Σὲ νεαρὴ ἡλικία, περίπου 20 ἐτῶν, ἔχασε τοὺς γονεῖς του. Ἕξι μῆνες μετὰ τὴν κοίμηση τῶν γονέων του, ἄκουσε στὴν ἐκκλησία τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ πλουσίου νεανίσκου, στὴν ὁποία ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν πλούσιο νέο : «πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς πτωχοῖς». Τόση μεγάλη ἐντύπωση προξένησε ἡ Εὐαγγελικὴ αὐτὴ προτροπὴ στὴν ψυχὴ τοῦ Ἀντωνίου, ὥστε ἀμέσως διένειμε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς, ἀφοῦ φύλαξε τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιὰ τὴν συντήρηση αὐτοῦ καὶ τῆς μικρῆς του ἀδελφῆς, τὴν ὁποία φρόντισε νὰ παραδώσει σὲ Χριστιανὲς νέες παρθένους ποὺ εἶχαν ἀφιερωθεῖ στὴ χριστιανικὴ ἀρετή, βέβαιος ὅτι κοντά τους θὰ εἶναι κατὰ πάντα ἀσφαλής.

Ἀπὸ τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἄρχισε νὰ ζεῖ ἀσκητικὸ βίο, ἐργαζόμενος ἀδιάκοπα καὶ ὑποβαλλόμενος σὲ αὐστηρὴ νηστεία, γιὰ νὰ κατανικήσει τοὺς πειρασμοὺς τῆς σάρκας, ἀγρυπνώντας ὁλόκληρη τὴ νύχτα καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα.

Στὴ συνέχεια ἀπῆλθε σὲ τόπο ἔρημο καὶ μακρινὸ ὅπου ὑπῆρχαν μνήματα καὶ ἀφοῦ εἰσῆλθε σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἔκλεισε τὴ θύρα. Ἡ τροφή του ἦταν ἐλάχιστη καὶ τοῦ τὴν πήγαινε σὲ καθορισμένες ἡμέρες ἕνας συνασκητής του. Ἐκεῖ ὑπερνίκησε, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, νέους πειρασμούς. Ἀργότερα πῆγε κοντὰ στὰ ἐρείπια ἐνὸς φρουρίου καὶ κατοίκησε σὲ σπήλαιο χωρὶς νὰ τὸν βλέπει κανένας καὶ χωρὶς νὰ δέχεται κανένα παρὰ μόνο ἕναν γνωστό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερνε κάθε ἕξι μῆνες ψωμὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸ ἑξάμηνο.

Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ἀσκήσεως καὶ ἀφοῦ ἔφθασε σὲ ὕψη πνευματικῆς τελειώσεως, ἐμφανίσθηκε στὸν κόσμο καὶ τότε ἄρχισαν νὰ συρρέουν περὶ αὐτὸν πολλοὶ ποὺ τὸν θαύμαζαν ὡς ἀσκητὴ καὶ θαυματουργό. Μαρτυρεῖται ὅτι, ἐνῶ ὁ Ἅγιος βρισκόταν ἀκόμα στὴ ζωή, ἔβλεπε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐξέρχονταν ἀπὸ τὸ σῶμα τους, καθὼς καὶ τοὺς δαίμονες ποὺ τὶς ὁδηγοῦσαν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι πολὺ θαυμαστό, ἀφοῦ μία τέτοια δυνατότητα εἶναι γνώρισμα μόνο νοερὴς καὶ ἀσώματης φύσεως.

Τὸ ἔτος 311 μ.Χ., κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.), κατῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει καὶ νὰ βοηθήσει τοὺς πιστούς, τοὺς Ὁμολογητὲς καὶ τοὺς Μάρτυρες. Ὅταν ἔπαυσε ὁ διωγμός, ὁ Ὅσιος ἐπανῆλθε στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ἐπειδὴ αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴν παρουσία πολλῶν, ποὺ πήγαιναν γιὰ νὰ τὸν συναντήσουν, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθε σὲ τόπο ἔρημο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν σὲ ὄρος ψηλό, κοντὰ στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα. Καὶ ἐκεῖ ὅμως προσέρχονταν πολλοὶ γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του, νὰ διδαχθοῦν καὶ νὰ θεραπευθοῦν. Θεράπευσε δὲ τοὺς ἀσθενεῖς «οὐ προστάζων, ἀλλ’ εὐχόμενος καὶ τὸν Χριστὸν ὀνομάζων».

Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἔφθασε μέχρι τοὺς βασιλεῖς, τόσο ὥστε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ οἱ υἱοί του, Κωνστάντιος καὶ Κώνστας, ἔγραφαν σὲ αὐτόν, σὰν νὰ ἦταν πατέρας τους καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀπαντήσει.

Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου ποτὲ δὲν ἄλλαξε ἔνδυμα καὶ ποτὲ δὲν ἔνιψε τὸ σῶμα ἢ τὰ πόδια του μὲ νερό. Ὁ Ὅσιος, ἂν καὶ ἀγράμματος στὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἦταν σοφὸς κατὰ Θεόν. Εἶχε λόγο «ἠρτυμένον τῷ θείῳ ἅλατι καὶ χαρίεντα». Δίδασκε στοὺς μαθητές του νὰ μὴν θεωροῦν τίποτε ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴ νομίζουν ὅτι, ἐπειδὴ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ κοσμικὰ ἀγαθά, στεροῦνται κάτι ἀξιόλογο. Τὸ νὰ ἀφήνει κανεὶς τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ εἶναι σὰν νὰ καταφρονεῖ μία δραχμὴ ἀπὸ χαλκό, γιὰ νὰ κερδίσει ἑκατὸ χρυσές. Δὲν πρέπει, ἔλεγε, νὰ λησμονᾶμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πρόσκαιρος, συγκρινόμενος πρὸς τὸ μέλλοντα αἰώνα. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ κοπιάζουμε γιὰ τὴν ἀπόκτηση πρόσκαιρων ἀγαθῶν, τὰ ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε μαζί μας, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀπόκτηση αἰώνιων ἀγαθῶν, δηλαδὴ τῆς φρονήσεως, τῆς δικαιοσύνης, τῆς σωφροσύνης, τῆς ἀνδρείας, τῆς συνέσεως, τῆς ἀγάπης.

Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἀφοῦ ἔζησε ἑκατὸν πέντε ἔτη, κοιμήθηκε ὁσίως τὸ 356 μ.Χ. Ἂν καί, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιθυμίες τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἦταν νὰ μείνει κρυφὸς ὁ τόπος τῆς ταφῆς του, οἱ μοναχοὶ ποὺ μόναζαν κοντά του ἔλεγαν ὅτι κατεῖχαν τὸ ἱερὸ λείψανό του, τὸ ὁποῖο ἐπὶ Ἰουστινιανοὺ (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀργότερα, τὸ 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'.
Τὸν ζηλωτὴν Ἠλίαν τοῖς τρόποις μιμούμενος, τῷ Βαπτιστῇ εὐθείαις ταῖς τρίβοις ἑπόμενος, Πάτερ Ἀντώνιε, τῆς ἐρήμου γέγονας οἰκιστής, καὶ τὴν οἰκουμένην ἐστήριξας εὐχαῖς σου. Διὸ πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τοὺς βιωτικοὺς, θορύβους ἀπωσάμενος, ἡσυχαστικῶς, τὸν βίον ἐξετέλεσας, τὸν Βαπτιστὴν μιμούμενος, κατὰ πάντα τρόπον Ὁσιώτατε. Σὺν αὐτῷ οὖν σε γεραίρομεν, Ἀντώνιε Πάτερ, τῶν Πατέρων κρηπίς.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ ἀρχηγός, καὶ τῆς ἰσαγγέλου, πολιτείας καθηγητής· χαίροις τῆς ἐρήμου, στυλοειδὴς νεφέλη, Ἀντώνιε παμμάκαρ, Πατέρων καύχημα.






Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Νέος ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος καταγόταν ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πλούσιους γονεῖς καὶ ἔζησε στὸ τέλος τοῦ 10ου ἣ στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰώνα μ.Χ. Νέος ἀκόμη, ἔγινε μοναχὸς στὴν σκήτη τῆς Βέροιας, κοντὰ στὴν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ Ἀλιάκμονα. Οἱ πνευματικοί του ἀγῶνες κράτησαν ἐκεῖ εἴκοσι χρόνια. Πνευματικὰ ὥριμος, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγουμένου τῆς Σκήτης, ἀποσύρθηκε σὲ σπήλαιο, ὅπου ἔζησε ἀκόμα πενήντα τέσσερα χρόνια ἀσκητικῶν γυμνασμάτων. Ἡ Ἐκκλησία τιμώντας τοὺς ἀγῶνες καὶ τὴν ὀσιακὴ πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, τὸν θεώρησε Μέγα καὶ γι’ αὐτὸ τὸν ὀνόμασε Νέο σὲ σχάση μὲ τὸν παλαιότερο διδάσκαλο τῆς ἐρήμου Ἅγιο Ἀντώνιο τὸν Μέγα.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία 94 ἐτῶν. Τὸ ἱερὸ λείψανό του παρέμεινε ἄταφο καὶ ἄφθαρτο γιὰ πολλὲς ἡμέρες, μέχρι ποὺ τὸ βρῆκαν κάποιοι κυνηγοί. Εἶναι πολιοῦχος τῆς Βέροιας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Μέγα καύχημα, καὶ πολιοῦχον, σὲ πλουτίσασα πόλις Βεροίας, θεοφόρε παμμάκαρ Ἀντώνιε, τῇ σῇ πρεσβείᾳ προστρέχει ἑκάστοτε, προσπτυσσομένη τὴν πάντιμον Κάραν σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶς ἀκολουθήσας Κυρίῳ, τῶν ὑπὲρ φύσιν ἠξιώθης χαρίτων, ὡς τῆς σαρκὸς νεκρώσας τὰ φρονήματα, Ὅσιε Ἀντώνιε, μιμητὰ τῶν Ἀγγέλων, μεθ’ ὧν ἀεὶ πρέσβευε, πάσης ῥύεσθαο βλάβης, τοὺς σὲ τιμῶντας Πάτερ εὐλαβῶς, πᾶσιν αἰτούμενος, χάριν καὶ ἔλεος.

Μεγαλυνάριον.
Ἤσκησας θεόφρον ὑπερφυῶς, καὶ ἐθαυμαστώθης, τῇ τοῦ Πνεύματος δωρεᾷ. Ὅθεν τῆς Βεροίας, ἡ πόλις σὲ γεραίρει, ὡς θεῖον πολιοῦχον, Πάτερ Ἀντώνιε.






Ἡ Ἁγία Ἰουνίλλα καὶ τὸ βρέφος της Τούρβων
Ἡ Ἁγία Ἰουνίλλα καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ μαρτύρησε μαζὶ μὲ τὴν Μάρτυρα Νεονίλλη, κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ἔριξαν στὴ φωτιὰ τοὺς τρίδυμους ἀδελφοὺς καὶ ἐγγονοὺς τῆς Νεονίλλας Πεύσιππο, Ἐλάσιππο καὶ Μέσιππο († 16 Ἰανουαρίου). Ἡ Ἁγία, ἀφοῦ ἔριξε τὸ βρέφος αὐτῆς, τὸ ὁποῖο κρατοῦσε, ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀποκεφάλισαν.






Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς, ἐπειδὴ κατέστρεψε τὰ εἴδωλα καὶ διεκήρυξε ὅτι εἶναι Χριστιανός, συνελήφθη καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.






Ὁ Ὅσιος Ἀχιλλᾶς

Ὁ Ὅσιος Ἀχιλλᾶς ἦταν ἀναχωρητὴς τῆς ἐρήμου. Ἔζησε ὁσίως στὴν Αἴγυπτο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Μέγας ὁ βασιλεύς

Ὁ Μέγας Θεοδόσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰβηρία καὶ γεννήθηκε τὸ 346 μ.Χ. Ἦταν υἱὸς τοῦ στρατηγοῦ Θεοδοσίου, Κόμητος τῆς Ἀφρικῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε διαπρέψει ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορα Οὐαλεντιανοῦ (364 – 378 μ.Χ.) καὶ θανατώθηκε ἄδικα μετὰ ἀπὸ συκοφαντίες. Τότε ὁ υἱός του, ὁ ὁποῖος, ἐπίσης, εἶχε διακριθεῖ γιὰ τὴν εὐσέβειά του καὶ τὰ στρατηγικὰ προτερήματά του, ἀποτραβήχτηκε στὰ πατρογονικά του κτήματα στὴν Ἱσπανία καὶ ἀπεῖχε ἀπὸ κάθε ὑπηρεσία.

Ὅταν ὁ νέος αὐτοκράτορας τῆς Δύσεως Γρατιανὸς κληρονόμησε καὶ τὸ Ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας, τὸν πῆρε κοντά του ὡς συνεργάτη. Μόλις ἔφθασε στὴν αὐλὴ ὁ Θεοδόσιος προήχθη σὲ «στρατηλάτη τῆς ἵππου» καὶ μὲ αὐτὸ τὸ βαθμό, κατόρθωσε νὰ κερδίσει μία ἀρκετὰ ἐντυπωσιακὴ νίκη κατὰ τῶν Σαρματῶν, ποὺ ἐπωφελούμενοι τῆς γενικῆς ἀναταραχῆς εἶχαν στὸ μεταξὺ εἰσβάλει στὸ ρωμαϊκὸ ἔδαφος. Ἡ ἀνταμοιβὴ γιὰ τὴ νίκη ἦταν ἡ προαγωγὴ στὸ ὕπατο ἀξίωμα: ὁ Γρατιανὸς τὸν ἔστεψε Αὔγουστο τῆς Ἀνατολῆς στὴν πόλη Σίρμιον ποὺ βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς Ρωμαϊκῆς Εὐρώπης. Ἡ στέψη ἔγινε στὶς 19 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. Ὁ Θεοδόσιος ἦταν τότε τριάντα τριῶν ἐτῶν.

Πρῶτο ἔργο τοῦ νέου Αὐγούστου ἦταν νὰ καταπολεμήσει τοὺς Γότθους στὴν Ἰλλυρία. Ἀλλὰ πρὶν συντελεσθεῖ τὸ ἔργο αὐτό, ὁ Θεοδόσιος κέρδισε ἄλλο τρόπαιο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς πίστεως καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ διάταγμα, τὸ ὁποῖο ἐξέδωσε στὶς 27 Φεβρουαρίου τοῦ 380 μ.Χ., ὁ Θεοδόσιος καθόριζε ἐπὶ δογματικοῦ ἐπιπέδου τὴν ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας, διεκήρυξε ὅτι μόνο οἱ παραδεχόμενοι τὶς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἐδικαιοῦντο νὰ ὀνομάζονται Χριστιανοὶ καὶ ὅτι στοὺς αἱρετικοὺς δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ σφετερίζονται τὸ ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας. Τέλος μὲ τὴ δημοσίευση ἐνὸς ἀκόμη νόμου, γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ ὁποίου χρειάσθηκε νὰ ἐπέμβει ὁ στρατός, ἀπαίτησε τὴν ἀπόδοση ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν στοὺς Ὀρθοδόξους.

Ἦταν δὲ τότε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος εἶχε προσκληθεῖ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς πρὸς καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα τῶν Ἀρειανῶν. Καὶ ἐπειδὴ τὰ φλογερὰ καὶ εὔγλωττα κηρύγματά του, συνδυαζόμενα μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, εἵλκυσαν πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη πίστη ἀμέτρητα πλήθη, οἱ Ἀρειανοί, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ αὐτοκράτορα Οὐάλεντου εἶχαν γίνει πανίσχυροι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχαν ἁρπάξει ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῶν Ὀρθοδόξων, ἐκτὸς τοῦ μικροῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, σχεδίαζαν νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὴν βασιλεύουσα. Ἀλλὰ ὁ Θεοδόσιος ἔδωσε ἄλλη στροφὴ στὰ πράγματα. Ἐκδίωξε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν Ἀρειανὸ Ἐπίσκοπο Δημόφιλο καὶ παρεχώρησε τὴν θέση του στὸν Ἅγιο Γρηγόριο.

Ἡ μεγάλη αὐτὴ εὐεργεσία τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου πρὸς τὴν Ἐκκλησία εἶχε λαμπρότερη ἀκόμα συνέχεια. Κατὰ τὸ ἔτος 381 μ.Χ., μὲ τὴν εὐσεβὴ φροντίδα του καὶ ἐνέργεια, συγκροτήθηκε ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ ἐπικύρωσε τὴ δογματικὴ διατύπωση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περὶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, συμπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως προσθέτοντας καὶ τὸν περὶ Ἁγίου Πνεύματος Ὅρο, ἐναντίων τῆς πνευματομάχου διδασκαλίας τοῦ Μακεδονίου καὶ κανόνισε τὰ τῆς νομίμου κατοχῆς διαφόρων ἀρχιερατικῶν θρόνων, ἡ ὁποία εἶχε διαταραχθεῖ ἐπὶ τῆς παντοδυναμίας τῶν Ἀρειανῶν. Δύο ἀκόμη Σύνοδοι συνεκλήθησαν στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 382 καὶ τὸ 383 μ.Χ. Σκοπός τους ἦταν, ἀντίστοιχα, ἡ ὑπογράμμιση τῆς αὐτονομίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἡ θεαματικὴ καταδίκη κάθε μορφῆς Ἀρειανισμοῦ. Συμπληρώνοντας τὸ ἔργο του ὁ θεοφρούρητος βασιλέας, ἐξέδωσε ἀλλεπάλληλα διατάγματα κατὰ τῶν αἱρετικῶν (Μανιχαίων, Ἀρειανῶν, Πνευματομάχων καὶ ἄλλων), μὲ τὰ ὁποῖα καθορίστηκαν καὶ οἱ ποινὲς τῶν ἀποστατῶν. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ἐφαρμόστηκαν αὐστηρά. Ἐπανέλαβε ἔντονα τὸν νόμο περὶ Κυριακῆς ἀργίας, ἀπαγόρευσε τὰ θεάματα τοῦ ἀμφιθεάτρου καὶ τοῦ ἱπποδρόμου τὴν Κυριακὴ καὶ θέσπισε μέτρα κατὰ τῆς ἐμπορίας τῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἐμπόδισε τὶς εἰδωλολατρικὲς θυσίες, τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων, κάθε δημόσια καὶ ἀπόκρυφη τελετὴ τῶν εἰδωλολατρῶν, καὶ κατήργησε, τὸ 394 μ.Χ., διὰ νόμου, τοὺς ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες, ποὺ χρησίμευαν στὴ διατήρηση τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Ἡ αὐτοκρατορία ἦταν πιὰ χριστιανικὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου ἔστρεφε καὶ παγίωνε τὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γιὰ τὴν προσφορά του στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ τὸ τεράστιο σημαντικὸ πολιτικὸ ἔργο του κέρδισε τὸν τίτλο «Μέγας». Καὶ ὁ Παυλίνος, Ἐπίσκοπος Νώλης, μέσα ἀπὸ τὰ γραφόμενά του ἐγκωμιάζει στὸ πρόσωπο τοῦ βασιλέως «ὄχι τόσο τὸν αὐτοκράτορα, ὅσο τὸν δοῦλο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἰσχυρὸ ὄχι στὴ μεγαλοπρέπεια τοῦ δυνάστου, ἀλλὰ στὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ ὑπηρέτου, τὸν πρῶτο πολίτη, ὄχι χάρη στὸ βασιλικὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ χάρη στὴν πίστη του».

Ὁ Μέγας Θεοδόσιος ἦταν πρότυπο ἡγεμόνος, πλήρης εὐσέβειας καὶ δικαιοσύνης καὶ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς συνεχοῦς μετάνοιας. Δύο περιστατικὰ τῆς ζωῆς του ὁμιλοῦν γι’ αὐτό.

Ἦταν τὸ 387 μ.Χ. ποὺ ὁ Ἅγιος ἀποφάσισε νὰ τιμωρήσει αὐστηρά, μὲ ποινὴ αἵματος, τοὺς κατοίκους τῆς μεγάλης Θεουπόλεως Ἀντιόχειας. Οἱ Ἀντιοχειανοὶ εἶχαν ἐξεγερθεῖ καὶ εἶχαν καταρρίψει ὅλους τοὺς ἀνδριάντες ποὺ ὑπῆρχαν πρὸς τιμὴ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τῆς συζύγου τοῦ Πλακίλλας. Ἡ αὐτοκράτειρα ἡ ἴδια ἀλλὰ καὶ ὁ Πατριάρχης τῆς πόλεως Φλαβιανὸς συμπαραστατούμενοι ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς περιοχῆς, ἱκέτευαν τὸ βασιλέα Θεοδόσιο νὰ φανεῖ σπλαγχνικὸς καὶ νὰ τοὺς συγχωρήσει. Πράγματι, ὁ Θεοδόσιος ἄλλαξε ἀπόφαση καὶ τὸ Πάσχα τοῦ 387 μ.Χ. ἔδωσε ἀμνηστία.

Τὸ ἄλλο γεγονὸς συνέβη τὸ ἔτος 390 μ.Χ., ὅταν ὁ Θεοδόσιος ἔγινε καὶ αὐτοκράτορας τῆς Δύσεως. Ἐγκαταστάθηκε στὰ Μεδιόλανα, τὸ σημερινὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας, καὶ τιμώρησε μὲ πολὺ αὐστηρὸ τρόπο μία ἐξέγερση τῶν Θεσσαλονικέων, δίδοντας διαταγὴ νὰ θανατώσουν πολλὲς χιλιάδες ἀνθρώπων στὸ ἀμφιθέατρο τῆς πόλεως. Κάποιος δημοφιλὴς ἡνίοχος τοῦ ἱππόδρομου εἶχε κατηγορηθεῖ γιὰ ἐγκληματικὴ πράξη καὶ εἶχε φυλακισθεῖ ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τῆς ἐκεῖ φρουρᾶς Βουθέριχο. Ἀλλὰ τὸ πλῆθος, προκειμένου νὰ γίνουν οἱ ἱπποδρομίες, ἀπαίτησε τὴν ἀποφυλάκιση τοῦ ἡνιόχου. Ὁ Βουθέριχος ἀρνήθηκε, ἀλλὰ ὁ λαὸς στασίασε καὶ φόνευσε τὸν Βουθέριχο καὶ πολλοὺς στρατιῶτες. Ὁ θυμὸς ποὺ ἔνιωθε ὁ Θεοδόσιος ἦταν τόσο μεγάλος πού, ὑπακούοντας στὴν παρόρμηση τῆς στιγμῆς, διέταξε νὰ περικυκλώσει ὁ στρατὸς τὸν ἱππόδρομο τὴν ἡμέρα τῶν ἀγώνων καὶ νὰ σφάξει ὅλους τους θεατές. Γιὰ τὴ διαταγὴ αὐτὴ ἀμέσως μετανόησε ὁ Θεοδόσιος, ἀλλὰ ἡ ἀνάκλησή της ἔφτασε στὴ Θεσσαλονίκη ἀφοῦ πιὰ εἶχαν σφαγεῖ ἑπτὰ χιλιάδες πολίτες. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔγκλημα, ὅταν ὁ Θεοδόσιος θέλησε νὰ εἰσέλθει στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Μιλάνου, ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος στάθηκε στὴ θύρα καὶ ἀπαγόρευσε τὴν εἴσοδο στὸν αὐτοκράτορα. Ὅλοι περίμεναν τὸ ξέσπασμα τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοδοσίου. Ὅμως ἐκεῖνος ὑπάκουσε ταπεινά, ζήτησε μὲ δάκρια στὰ μάτια συγγνώμη καὶ ταπεινωμένος γύρισε στὰ ἀνάκτορα. Ἐκτέλεσε τὸν κανόνα τῆς μετάνοιας ποὺ τοῦ ἔβαλε ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὅταν τὸ ἐπιτίμιο συμπληρώθηκε, ὁ Θεοδόσιος, ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ μῆνες, προσῆλθε στὴν Ἐκκλησία, σὰν ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, μὲ ἕναν ἁπλὸ χιτώνα, χωρὶς κανένα διακριτικὸ τοῦ ἀξιώματός του, ἄκουσε τὴ συγχωρητικὴ εὐχὴ καὶ κοινώνησε κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων λέγοντας τὸν λόγο τοῦ Δαυίδ: «Ἐκολλήθη τῷ ἐδάφει ἡ ψυχή μου, ζῆσόν με κατὰ τὸν λόγον σου». Καρπὸς τῆς μετάνοιάς του, ποὺ παραδειγμάτισε τὸν λαό του, ἦταν ἕνας νόμος ποὺ ἔλεγε πὼς κανεὶς καταδικασμένος σὲ θάνατο δὲν θὰ ἐκτελεῖτο, ἂν δὲν περνοῦσαν τριάντα ἡμέρες ἀπὸ τὴν λήψη τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως.

Τόση ἦταν ἡ μετάνοια τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, ὥστε ὁ Ἅγιος Θεὸς εὐδόκησε νὰ τοῦ δωρίσει τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Διηγοῦνται οἱ βιογράφοι του, ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια ἐνὸς προσκυνήματός του στὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ αὐτοκράτορας ἐμφανίστηκε ἐνδεδυμένος σὰν ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ πλησιάζοντας τὶς θύρες τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως προσευχόταν. Τότε, οἱ πόρτες ἄνοιξαν μόνες τους διάπλατα καὶ ὁ ναὸς ἄστραφτε στὸ φῶς. Ὁ Κύριος ὑποδεχόταν τὸν ταπεινὸ αὐτοκράτορα καὶ δοῦλό Του.
Ὁ Θεοδόσιος εἶχε ἀντιγράψει μὲ τὸ χέρι του ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο μελετοῦσε καθημερινά. Ἔλεγε πὼς χαιρόταν περισσότερο ποὺ ἦταν μέλος τῆς Ἐκκλησίας παρὰ ἐπίγειος βασιλέας. Ὅμως οἱ κακουχίες τῶν δεκαέξι χρόνων ἀπὸ τὴ διακυβέρνηση εἶχαν κλονίσει ἀνεπανόρθωτα τὴν ὑγεία τοῦ Θεοδοσίου. Ἔτσι πέρασαν δεκαέξι χρόνια εὐσεβοῦς βασιλείας. Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 395 μ.Χ. Τὸ σκήνωμά του ἐκτέθηκε σὲ λαϊκὸ προσκύνημα καὶ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ὁ Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων Ἀμβρόσιος, ἐξεφώνησε τὸν ἐπικήδειο, ποὺ καθιέρωνε τὸν Θεοδόσιο ὡς τὸν τύπο τοῦ παραδειγματικοῦ Ὀρθόδοξου ἡγεμόνος. Ὁ Ἅγιος ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, δίπλα στὸ μνημεῖο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ τῶν διαδόχων του.






Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ρωσίας
Image
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ. Ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως Νόβγκοροντ καὶ κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1231 ἢ τὸ 1232. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας Νόβγκοροντ.






Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Τσερνοεζέρσκιζ
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Τσερνοεζέρσκιζ ἔζησε περὶ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἵδρυσε τὴ μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἁγίου Νικολάου στὴν περιοχὴ τοῦ Νόβγκοροντ.






Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Κρασνοχόλμκιζ

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Κρασνοχόλμκιζ ἔζησε περὶ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν περιοχὴ Τβὲρ τῆς Ρωσίας. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος Καντακουζηνός
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος (Καντακουζηνός) ὑπῆρξε κτήτορας καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰώνα.

Τὸ ἐπώνυμο «Καντακουζηνός», τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι βέβαιο, τὸ συναντοῦμε σὲ σημείωμα ἑνὸς λειτουργικοῦ χειρογράφου. Ἐπίσης, σὲ γράμμα τοῦ ἔτους 1413, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἀφιέρωση τῆς κάρας τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τῶν Μετεώρων, γίνεται μνεία «τοῦ ἀρχιμανδρίτου του…μοναστηρίου (τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τῶν Μετεώρων) κὺρ Ἀντωνίου (Καντακουζηνοῦ)».

Ἦταν υἱὸς τῆς βασίλισσας Μαρίας Καντακουζηνῆς († μετὰ τὸ 1359), θυγατέρας τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννου ΣΤ’ Καντακουζηνοῦ καὶ τοῦ δεσπότου τῆς Ἠπείρου Νικηφόρου Β’ Ὀρσίνι († 1359).
Ἔζησε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος
Δεύτερος κτήτορας καὶ ἀνακαινιστὴς τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων μαρτυρεῖται, κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰώνα, ὁ ἱερομόναχος Ὅσιος Φιλόθεος ἀπὸ τὴ Σθλάταινα ἢ Σκλάταινα, σημερινὸ χωριὸ Ρίζωμα τῆς ἐπαρχίας Τρικάλων.

Τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν Ὅσιο Φιλόθεο δὲν εἶναι ἀρκετά. Ἡ κυριότερη πηγὴ εἶναι τὸ σιγίλλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Α’ τοῦ ἔτους 1545 μ.Χ.

Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας ὁ Α’, πατριάρχευσε κατὰ τὰ ἔτη 1522 – 1524, 1525 – 1546. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μεγάλης πατριαρχείας ἀνέλαβε ἐπανειλημμένως ποιμαντορικὲς περιοδεῖες κυρίως ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα: Ἅγιον Ὄρος, Μακεδονία, Βοιωτία, Μετέωρα, Ἤπειρο ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ καταγόταν (Ζίτσα). Ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας συνετέλεσε στὴν ἀνάκτηση τῆς ἱερᾶς μονῆς Σταυρινικήτα. Στὸ καθολικό της μονῆς αὐτῆς σώζεται τοιχογραφία, ποὺ τὸν εἰκονίζει ὡς κτήτορα.

Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος ἦταν γόνος εὐκατάστατης οἰκογένειας καὶ διέθεσε ὅλη τὴν πατρική του περιουσία γιὰ τὴν ἀνακαίνιση καὶ τὸν ἐξωραϊσμὸ τῆς μονῆς καὶ γιὰ τὸν ἐμπλουτισμό της.
Ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἐπίσκοπος Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 1526. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπός της πόλεως Βολογκντὰ καὶ κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 1588. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη του καὶ στὶς 26 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐξ Ἰωαννίνων
Image
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε τὸ 1808 στὸ χωριὸ Τζούραλη τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν ἀπὸ γονεῖς φτωχούς, τὸν Κωνσταντίνο καὶ τὴν Βασιλική, καὶ λόγω τῆς φτώχειας τῆς οἰκογένειάς του ἔμεινε ἀγράμματος. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἀπορφανίσθηκε καὶ μετέβη στὰ Ἰωάννινα, ὅπου ἔγινε ἱπποκόμος τοῦ Χατζῆ Ἀβδουλᾶ, ἀξιωματικοῦ του Ἰμὶν Πασᾶ, πλησίον τοῦ ὁποίου παρέμεινε ἐπὶ ὀκτὼ χρόνια.

Κατὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1836 συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὅτι εἶχε ἐξισλαμισθεῖ κατὰ τὰ προηγούμενα χρόνια καὶ ἐπανῆλθε στὴν ὀρθόδοξη πίστη. Προσαχθεὶς στὸ κριτήριο ἀπολογήθηκε καὶ μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπέδειξε ὅτι οὐδέποτε ἔγινε ἀρνησίθρησκος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἐπειδὴ τὸν βρῆκαν καὶ ἀπερίτμητο, ἀπολύθηκε.

Ἀργότερα ἔλαβε σύζυγο, τὴν Ἑλένη καὶ προσλήφθηκε ὡς ἱπποκόμος στὸν μουσελίμι τῶν Φιλιατῶν ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος Ἰωαννίνων Μουσταφᾶ Πασᾶ. Χρειάσθηκε ὅμως νὰ μεταβεῖ καὶ πάλι στὰ Ἰωάννινα γιὰ ἰδιωτικές του ὑποθέσεις. Ἐκεῖ, στὶς 12 Ἰανουαρίου 1838, ἡμέρα Τετάρτη, ἕνας Ὀθωμανὸς τὸν συκοφάντησε καὶ πάλι ὅτι προηγουμένως ἦταν Τοῦρκος καὶ τώρα εἶναι Χριστιανός. Ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν τὸν ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ καὶ τὸν ἐκβίαζαν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἐκεῖνος παρέμεινε ἀμετάπειστος, ὁμολογώντας τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῶν Ἰωαννίνων μάταια προσπάθησαν νὰ προλάβουν τὴν ἄδικη ἀπόφαση κατὰ τοῦ Γεωργίου καὶ νὰ τὸν πείσουν νὰ δραπετεύσει ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ νὰ φυγαδευτεῖ στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Τὸ μαρτύριο ἄρχισε. Τοῦ τρυποῦσαν τὰ νύχια μὲ βελόνες καὶ ἔβαζαν στὰ στήθη τοῦ μεγάλες πέτρες. Ἐκεῖνος ὑπέμενε γενναία λέγοντας : «Εἶμαι Χριστιανός».

Στὶς 17 Ἰανουαρίου, ἡμέρα Δευτέρα, ὁ Ἅγιος ἀπαγχονίστηκε στὴν ἀγορὰ καὶ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Σταυρωθέντα Κύριο τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Τὸ ἱερὸ λείψανό του παρέμεινε κρεμασμένο μέχρι τὶς 19 Ἰανουαρίου καὶ κατόπιν δωρήθηκε ἀπὸ τὸν Μουσταφᾶ πασᾶ στὸν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνταφίασε μὲ τιμὲς στὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Ἐπὶ τοῦ τάφου καὶ στὴν οἰκία τοῦ Ἁγίου τελέσθηκαν πλεῖστα θαύματα.
Στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1971 ἔγινε ἡ ἀνακομοιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ, τὰ ὁποία ἐναπετέθησαν στὸ φερώνυμο ναὸ τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου ἦταν πρὶν ἡ οἰκία τοῦ Ἁγίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν πανεύφημον Μάρτυν Χριστοῦ Γεώργιον, Ἰωαννίνων τὸ κλέος καὶ πολιοῦχον λαμπρόν, ἐν ᾠδαῖς πνευματικαῖς ἀνευφημήσωμεν· ὅτι ἐνήθλησε στερρῶς, καὶ κατήνεγκεν ἐχθρόν, τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει· καὶ νῦν ἀπαύστως πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐκλεῶς ἀγάλλεται μεγαλαυχοῦσα, τῇ σεπτῇ ἀθλήσει σου, δι’ ἧς ἡ πόλις θησαυρόν, Ἰωαννίνω ἐκτήσατο, τῶν ἱερῶν σου Λειψάνων Γεώργιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος πυρσός, καὶ Ἰωαννίνων, ἀντιλήπτωρ καὶ ἀρωγός· χαίροις τῶν θαυμάτων, ἀκένωτος χειμάρρους, Γεώργιε παμμάκαρ, ἡμῶν βοήθεια.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue Jan 15, 2013 12:14 am

18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας
Image
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 295 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ Χριστιανοὺς γονεῖς. Ἔτυχε ἐπιμελημένης ἐκπαιδεύσεως φιλοσοφικῆς καὶ θεολογικῆς. Κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία συνδέθηκε μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο καὶ ἀσκήτευσε μαζί του στὴν ἔρημο.

Στὴν ἀρχὴ χειροθετήθηκε ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τὸ 318 μ.Χ. ἦταν ἤδη διάκονος. Τὸ ἔτος 325 μ.Χ. συνοδεύει τὸν γέροντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο στὴ Νίκαια, ὅπου συγκλήθηκε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, «τοῦ χοροῦ τῶν διακόνων ἡγούμενος». Ἐκεῖ, χάρη στὴ μόρφωσή του καὶ μάλιστα στὴ θερμουργὸ καὶ ἀκλόνητη πίστη του, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς θαρραλέους ἀγωνιστὲς κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Μάλιστα δέ, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Σύνοδος τοῦ 399 μ.Χ., κυρίως ὁ Ἀθανάσιος «τὴν νόσον τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἔστησεν». Κανένας, ἴσως, ἄλλος ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τῆς περιόδου ἐκείνης, δὲν ἀντιμετώπισε τόσο σπουδαία ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεμελιώδη προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν τὰ περὶ Θεοῦ, κόσμου, ἀνθρώπου, δημιουργίας, τριαδολογίας, ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, σωτηρίας, χριστολογίας, πνευματολογίας, Οἰκουμενικῆς Συνόδου κ.ἄ.

Ἡ φήμη τοῦ Ἀθανασίου ἑδραιώθηκε τόσο πολὺ κατὰ τὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας, ὥστε μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅταν πέθανε ὁ γέροντας Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος († 17 Ἀπριλίου 328 μ.Χ.), ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πιθανότατα τὸν ἴδιο χρόνο.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, κατὰ τὰ 46 ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του, ὑπῆρξε ὁ στύλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν Πατὴρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μερίμνησε δραστήρια γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του. Περιηγούμενος τὴν ἐπαρχία του, μετέβη στὴ Θηβαΐδα, τὴν Πεντάπολη, τὴν Κάτω Αἴγυπτο γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τὸ ὁποῖο τὸν ὑποδεχόταν παντοῦ μὲ ἐνθουσιασμό. Ἐγκαθιστοῦσε στὶς διάφορες πόλεις ἄξιους καὶ ἱκανοὺς Ἐπισκόπους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Ἅγιο Φρουμέντιο († 30 Νοεμβρίου), τὸν ὁποῖο χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Ἀξώμης.

Ὅμως, οἱ Ἀρειανοί, δημιούργησαν πολλὲς ταραχὲς καὶ ὀχλήσεις στὸν Ἅγιο, τὸν ὁποῖο συκοφαντοῦσαν. Ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε πέντε φορὲς καὶ διῆλθε περισσότερα ἀπὸ δεκαέξι χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του στὴν ἐξορία. Ἐσύρθη κατ’ ἐπανάληψη ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς ἐνώπιον Συνόδων καὶ καθαιρέθηκε. Καταδιώχθηκε ἀπὸ αὐτοκράτορες, ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καὶ στερήσεις, εἶδε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς συνεργάτες του νὰ ὑποκύπτουν στὶς πιέσεις καὶ τὴν βία τῶν Ἀρειανῶν καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Λιβέριο (352 – 366 μ.Χ) νὰ ὑπογράψει ἀρειανικὸ ὅρο πίστεως, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ἐξορία. Ἦλθαν στιγμές, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ χριστιανικὸς κόσμος φαινόταν ἀντίθετος πρὸς τὸν Ἅγιο, ἀλλὰ αὐτὸς ποτὲ δὲν κάμφθηκε καὶ ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν ἀλήθεια.

Ἀφορμὴ γιὰ τὶς διώξεις κατὰ τοῦ Ἁγίου, ἔδωσε ἡ ἄρνησή του νὰ ἀποκαταστήσει στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τὸν ὑπὸ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθαιρεθέντα Ἄρειο, ὁ ὁποῖος παρουσιαζόταν ὑποκριτικὰ ὡς ἀποδεχόμενος τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὅταν ὁ Ἄρειος ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὑπέβαλε τὸ 330 ἢ 331 μ.Χ. ὁμολογία πίστεως, στὴν ὁποία ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νὰ ἀναφέρει τὶς ἀρειανικὲς ἐκφράσεις. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος εἶδε τὴν ἀπάτη καὶ τὸ δόλο τοῦ Ἀρείου καὶ ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ δεχθεῖ σὲ κοινωνία τὸν Ἄρειο παρὰ τὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν νὰ ὀργανώνουν συστηματικὰ τὸν κατ’ αὐτοῦ ἀγώνα. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, ἂν καὶ τιμοῦσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ θάρρος του, παρασύρθηκε τελικὰ ἀπὸ τὶς συνεχεῖς ἐναντίον του μηχανορραφίες τῶν Ἀρειανῶν καὶ διέταξε τὴ σύγκλιση Συνόδου στὴν Καισάρεια, τὸ 335 μ.Χ., μὲ σκοπὸ τὴν ἐξέταση τῶν κατηγοριῶν κατὰ τοῦ Ἀθανασίου. Ἡ Σύνοδος τελικὰ συγκλήθηκε στὴν Τύρο τῆς Φοινίκης. Ὁ Ἀθανάσιος συνῆλθε στὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία παρέστησαν 60 Ἀρειανοὶ Ἐπίσκοποι. Οἱ κατηγορίες δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταθοῦν παρὰ τὰ ἐφευρήματα τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ὅμως, ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἐχθροί του Ἀθανασίου ζητοῦσαν νὰ τὸν φονεύσουν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως, ποὺ εἶχαν ἐπιφορτισθεῖ τὴν τήρηση τῆς τάξεως καὶ τῆς εἰρήνης, τὸν φυγάδευσαν κρυφά. Ἔτσι κατέφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος λόγω τῶν διαβολῶν, ἀρνήθηκε νὰ τὸν δεχθεῖ σὲ ἀκρόαση καὶ διέταξε τὴν ἐξορία του στὴ Γαλατία. Ἐπανῆλθε στὴν ἕδρα του μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στὶς 23 Νοεμβρίου 337 μ.Χ. Πλὴν ὅμως καὶ πάλι οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν τὶς κατ’ αὐτοῦ διαβολὲς καὶ συκοφαντίες. Τότε ὁ Ἀθανάσιος συγκάλεσε Σύνοδο στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὸ 339 μ.Χ στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος 100 Ἐπίσκοποι. Οἱ ἐχθροί του τότε, συγκρότησαν ἀρειανικὴ Σύνοδο στὴν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία τὸν καθαίρεσε καὶ ὅρισε ὡς Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας τὸν Εὐσέβιο τὸν Ἐμισηνό, ἀντ’ αὐτοῦ δέ, ἐπειδὴ δὲν ἀποδέχθηκε τὴν ἐκλογή, τὸν Καππαδόκη Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια διὰ τῆς βίας μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.

Τότε ὁ Ἅγιος κατέφυγε στὴ Ρώμη, ὅπου εὑρίσκονταν καὶ ἄλλοι ἐξόριστοι ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι. Ἐκεῖ, τὸν δέχθηκαν ὅλοι μὲ τιμὴ καὶ ἀναγνώρισαν τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ὁ Πάπας Ἰούλιος συγκάλεσε, τὸ ἔτος 341 μ.Χ., Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς κανονικὸ Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν κήρυξε ἀθῶο ἀπὸ ὅλες τὶς κατηγορίες τῶν ἐχθρῶν του.

Ὅταν τὸ 345 μ.Χ. πέθανε ὁ Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Κώνσταντος, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀνακάλεσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἀπὸ τὴν ἐξορία. Ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε γενόμενος δεκτὸς θριαμβευτικὰ ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ μόνο γιὰ λίγο ἔμεινε ἀδιατάρακτος στὴν ἕδρα του, διότι μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Κώνσταντος, τὸ ἔτος 350 μ.Χ., ὁ Κωνστάντιος, πεισθεὶς σὲ νέες διαβολὲς καὶ πιέσεις τῶν φίλων τῶν Ἀρειανῶν, καταδίκασε συνοδικῶς τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀπέστειλε μάλιστα καὶ στρατιῶτες, γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν τὴν νύκτα τῆς 9ης Φεβρουαρίου 356 μ.Χ., ἐνῶ τελοῦσε παννυχίδα μὲ πλῆθος πιστῶν στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ. Ὁ Ἅγιος φυγαδεύτηκε στὴν ἔρημο, ὅπου παρέμεινε ἕξι χρόνια, παρακολουθώντας τὶς κινήσεις καὶ ἐνέργειες τῶν Ἀρειανῶν καὶ στηρίζοντας τοὺς κλονιζόμενους Χριστιανούς.

Τέλος, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) μπόρεσε νὰ ἐπανέλθει στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ νὰ συγκροτήσει Σύνοδο ἡ ὁποία ἀποτέλεσε σημαντικότατο σταθμὸ στὴν ἱστορία τῶν ἀγώνων τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ.

Οἱ διωγμοὶ συνεχίστηκαν καὶ ἐπὶ αὐτοκράτορα Οὐάλη, ποὺ ἐξόρισε τὸν Ἅγιο. Φοβούμενος ὅμως ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀνακαλέσει τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὴν ἐξορία.

Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 2 Μαΐου 373 μ.Χ., σὲ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κατεκόσμησε τὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας.

Ἡ Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς τοῦ ἀπένειμε τὸν τίτλο τοῦ Μεγάλου Πατρὸς αὐτῆς. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ διαισθάνθηκε καὶ ἀντιλήφθηκε ἄριστα τὶς λεπτεπίλεπτες σχέσεις ἀλληλεξαρτήσεως τῶν ἐπὶ μέρους ἀληθειῶν τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες στὴ σκέψη του ἀποτελοῦν τμήματα μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ἀλήθειας, ὥστε ἡ πλάνη περὶ τὴν μία ἐπὶ μέρους ἀλήθεια, νὰ συνεπάγεται ἀναπότρεπτα τὴν ἀνατροπὴ ὁλόκληρου τοῦ συστήματος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τὴν δημιουργία αἱρέσεως.
Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος καὶ μὲ τὸν καθόλου βίο του, ἀπέδειξε τὸ ἐνάρετο καὶ τὸ εὐσεβές του ἤθους αὐτοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε τὸ ὄνομά του νὰ ἀποβεῖ ταυτόσημο πρὸς τὴν ἀρετή. Γι’ αὐτὸ λέγει ἐπιγραμματικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς : «Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι· ταὐτὸν γὰρ ἐκεῖνόν τε εἰπεῖν καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι». Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεῖ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγινε κατ’ ἐξοχὴν δέκτης τοῦ θείου φωτισμοῦ, ἔφθασε σὲ ὕψος βιβλικῶν προσώπων καὶ ἴσως μάλιστα κάποια ἀπὸ αὐτὰ νὰ ὑπερέβαλε, γιατί κυριολεκτικὰ ἑνώθηκε καὶ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ θεῖο φῶς. Καὶ ἔτσι μόνο κατόρθωσε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς μεγάλες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Ἔργοις λάμψαντες Ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες, κακοδοξίαν, νικηταὶ τροπαιοφόροι γεγόνατε· τῇ εὐσεβείᾳ τὰ πάντα πλουτήσαντες, τὴν Ἐκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, ἀξίως εὕρατε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, δωρούμενον πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς βρύσις δίκρουνος, λαμπρῶς βλυστάνετε, δογμάτων πέλαγος, πᾶσι τοῖς πέρασιν, Ἱεραρχῶν ἡ ξυνωρίς, ἐκφάντορες τῶν ἀρρήτων, Πάτερ Ἀθανάσιε, τῆς Τριάδος τὸ ὄργανον, καὶ θεόφρον Κύριλλε, Θεοτόκου ὁ πρόμαχος, σοφίας οὐρανίου κρατῆρες, πᾶσι ζωῆς κιρνῶντες πόμα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱεράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καὶ γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τοὺς ψάλλοντας· Σῶσον Οἰκτίρμον, τοὺς πίστει τιμῶντάς σε.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθραξ Ἀθανάσιος νοητός, ὤφθη καταφλέγων, τὴν Ἀρείου ὕλην σαθράν· κῦρος δὲ δογμάτων, ὁ Κύριλλος παρέχει, ἐλέγχων Νεστορίου, τὴν ἀθεότητα.






Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Image
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 370 ἢ 375 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ εὔπορους γονεῖς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τῆς πόλεως. Ἦταν θερμοῦ καὶ ζωηροῦ χαρακτῆρος, ἀνήσυχος, τολμηρός, ἐνεργητικὸς καὶ πολὺ δραστήριος. Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐστροφία, τὴν ταχύτητα καὶ ἀποφασιστικότητα τῶν ἐνεργειῶν του καί, κυρίως, γιὰ τὴν ἐπιμονή, ὁρμητικότητα καὶ τὸ ἀνυποχώρητο στὶς ἐπιδιώξεις τῶν σκοπῶν γιὰ τοὺς ὁποίους ἀγωνιζόταν. Εἶχε ἰσχυρὸ τὸ αἴσθημα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ἡ δὲ συναίσθηση τοῦ καθήκοντος καὶ ὁ ἁγνὸς ἐνθουσιασμός του γιὰ τὴν ἀλήθεια τὸν καθιστοῦσαν ἄφοβο στὴν ἐπιτέλεση τῆς διακονίας του καὶ ἱκανὸ ἀγωνιστὴ ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας μέχρι θανάτου. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα δικαίως θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς Μεγάλους Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπερασπιστὴς τῆς ἱερᾶς παραδόσεως.

Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου, τὸν ὁποῖο πάντοτε εὐγνωμόνως ἀνέφερε. Ἔλαβε εὐρεία μόρφωση στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μάλιστα στὴν περιώνυμο Κατηχητικὴ Σχολή, ὅπου παρακολουθοῦσε παραδόσεις τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Σχολῆς αὐτῆς Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ. Φοίτησε, ἀκόμη, στὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ συμπλήρωσε τὶς σπουδές του μὲ ἐπιπλέον ἰδιαίτερες μελέτες τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας, ὅπως τοῦτο προκύπτει ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ τὰ συγγράμματά του.

Ὅταν μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐφάρμοζε τὴν ὑγιὴ καὶ ὀρθὴ ἑρμηνευτικὴ μέθοδο, διὰ τῆς ὁποίας ἀναζητοῦσε πάντοτε νὰ ἐρευνᾶ τὴν σύνθεση τοῦ κειμένου καὶ κατόπιν νὰ ἀναζητεῖ τὰ νοήματά του. Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γενικῶς τὴν ἔκθεση τῶν δογμάτων προτιμοῦσε περισσότερο τὴν πίστη, ἔχοντας ὡς κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὅμως θεωροῦσε ἀναγκαῖο χρησιμοποιοῦσε καὶ τὸν λόγο.

Γιὰ τὴν καλύτερη πνευματικὴ ἀνάπτυξή του καὶ τὸν πληρέστερο καταρτισμό του, κατέφυγε σὲ μονὲς τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀσκήτευε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Ἔλεγε μάλιστα σχετικά: «Εἰς χείρας πατέρων τεθράμμεθα ὀρθοδόξων καὶ ἁγίων». Μάλιστα κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, ὁ μοναχικὸς βίος τῆς Αἰγύπτου βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀκμή, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐξασθενεῖ, ἰδίως μετὰ τὶς βίαιες ἐπιθέσεις, τὶς ὁποῖες ἐξαπέλυσε ἐναντίων του ὁ Θεόφιλος, λόγῳ τῶν ὠρεγινιστικῶν ἐρίδων.

Μάλιστα, σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες, ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν θεῖο του Θεόφιλο, μετὰ τὶς σπουδές του, στὶς μονὲς τῆς Νιτρίας ὅπου διέμενε ἐπὶ πενταετία στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, μελετώντας τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀσκούμενος ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντος Σεραπίωνος.

Δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἀκριβῶς εἰσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἀλλὰ πάντως μετὰ τὴν συμπλήρωση τοῦ 26ου ἔτους, χειροτονήθηκε ἀναγνώστης καὶ στὴ συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο του Θεόφιλο.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοφίλου, στὶς 15 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ., προβλήθηκε ὡς διάδοχός του, ὅπως καὶ ὁ ἀρχιδιάκονος Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀξιόλογος κληρικὸς καὶ μάλιστα ἀρεστὸς στὴν ἀριστοκρατία τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινωνίας καθὼς καὶ στὴ δημόσια διοίκηση τῆς πόλεως. Τελικὰ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ἐξελέγη ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ποὺ ἐνθρονίσθηκε στὶς 17 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ. καὶ διεποίμανε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπὶ 32 ἔτη, ἔχοντας πάντοτε τὴ βαριὰ συναίσθηση ὅτι κατεῖχε τὸ θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἔλεγχε τὴν κοινωνικὴ ἀνισότητα, καυτηρίαζε τὴν ἀναλγησία τῶν πλουσίων καὶ τὶς κακὲς συνήθειες, καθὼς καὶ πολλὰ ἄλλα φαινόμενα τῆς εὐημερούσης κοινωνίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ προέβαλλε στοὺς πιστοὺς τὸ ἰδεῶδες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἀγάπης καὶ τοὺς συνιστοῦσε νὰ ζοῦν ζωὴ σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ χριστιανικό τους ὄνομα.

Ὁ Ἅγιος θεώρησε βασικὸ καθῆκον του τὴν ἀντιμετώπιση διαφόρων αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ὑπολείμματα τῶν ὁποίων διασώζονται ἀκόμη, ὅπως καὶ τῶν Ἀρειανῶν, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανῶν. Ἐπίσης στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπηρέαζαν τὸ λαὸ διὰ τῆς μαγείας, τῆς ἀστρολογίας καὶ τὶς δεισιδαιμονίες καὶ τοῦ μαντείου τους στὸ Μένουθις. Τὸ μαντεῖο αὐτὸ ἀντιμετώπισε διὰ τῆς μεταφορᾶς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου καὶ τῶν Παρθένων Θεοκτίστης, Εὐδοξίας καὶ τῆς μητέρας τους Ἀθανασίας στὸ ναὸ τῶν Εὐαγγελιστῶν, τὸν ὁποῖο ἀνήγειρε ὁ Θεόφιλος καὶ τὰ ὁποῖα λείψανα εἶχαν εὑρεθεῖ σὲ ἀρχαῖο χριστιανικὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδὴ εἶχαν τὴ μεροληπτικὴ ὑπὲρ αὐτῶν στάση τοῦ ἔπαρχου Ὀρέστη καὶ συμπεριφέρονταν προκλητικὰ στοὺς χριστιανούς. Ὁ Ἅγιος ἐπίσης, ἀντιμετώπισε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Πελαγίου καὶ τέλος τοῦ Νεστορίου. Ὁ ἀγώνας του κατὰ τοῦ Νεστορίου ἢ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ γέμισε τὴν ἱστορία τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Νεστόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 428 μ.Χ., δημιούργησε τὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ἀρνιόταν δηλαδὴ τὴν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, θείας καὶ ἀνθρώπινης, ἀποδεχόταν μόνο ἐνοίκηση ἢ συνάφειά τους καὶ θεωροῦσε τὴν Παναγία ὄχι Θεοτόκο, ἀλλὰ «Χριστοτόκο» ἢ «ἀνθρωποτόκο». Ὁ Ἅγιος Κύριλλος διαφύλαξε τὴ Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, διδάσκοντας τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν Θεία Του φύση χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κύριλλο ὡς «τοῦ Πατρὸς φύσει Υἱὸς καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς Λόγος», «ἐκ Θεοῦ Λόγος», «ἄνωθεν ἐκ Θεοῦ Πατρός», ὁ ὁποῖος εἶναι Θεῖος Λόγος καὶ ὁ ὁποῖος «οἰκονομικῶς κατεφοίτησε δι’ ἡμᾶς εἰς ἀνθρωπότητα», «γέγονε σάρξ» καὶ «καθ’ ἡμᾶς ἄνθρωπος», «ἡνώθη κατὰ φύσιν καὶ καθ’ ὑπόστασιν τῇ σαρκί». Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, διότι στὸν Ὅρο αὐτὸ συμπεριλαμβάνεται καὶ τὸ πραγματικὸ τῆς Θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δυὸ φύσεων στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ὅρος Θεοτόκος συνοψίζει ἄριστα τὴν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ 430 μ.Χ., ἡ Σύνοδος ποὺ συγκάλεσε στὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Ἅγιος Κύριλλος, διατύπωσε σὲ 12 ἀναθεματισμούς, τὶς διδασκαλίες ποὺ ὄφειλε νὰ ἀποκηρύξει ὁ Νεστόριος. Τὸ σκάνδαλο ποὺ δημιουργήθηκε καὶ ἀναστάτωσε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Νεστορίου ἦταν μεγάλο. Αὐτὸ ἀνάγκασε τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Β’ νὰ συγκαλέσει στὶς 7 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 431 μ.Χ., στὴν Ἔφεσσο, τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος συνῆλθε στὶς 22 Νοεμβρίου 431 μ.Χ. ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. Ὁ Νεστόριος δὲν ἐμφανίσθηκε. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὴ δυσσεβὴ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου καὶ τὸν ἴδιο τὸν αἱρεσιάρχη καὶ ἐξακολούθησε τὶς ἐργασίες της ἐπὶ ἄλλων θεμάτων. Μὲ καθυστέρηση ἔφθασε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας καὶ οἱ περὶ αὐτὸν Ἐπίσκοποι. Ὅταν ἔμαθαν τὴν καταδίκη τοῦ Νεστόριου, συνῆλθαν σὲ δική τους Σύνοδο, ἀφόρισαν ὅλα τὰ μέλη τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ καθαίρεσαν τὸν Ἅγιο Κύριλλο καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐφέσου Μέμνονα. Μὲ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα, ποὺ ἐκδόθηκε μετὰ ἀπὸ ὑπόμνημα τῶν βασιλικῶν ἐπιτρόπων, ποὺ ἦσαν φίλοι τοῦ Νεστορίου, φυλακίστηκαν ὁ Ἅγιος Κύριλλος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Μὲ ἐπέμβαση τῆς εὐσεβοῦς Πουλχερίας, ἀδελφῆς τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ Θεοδόσιος Β’ κάλεσε νὰ ἐμφανισθοῦν ἐνώπιών του ἀντιπρόσωποι τῶν δύο πλευρῶν. Τοὺς ἄκουσε καὶ ἀποδέχθηκε τὶς θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Τότε ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ ὅλους τὰ Πρακτικὰ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, στὶς 27 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 444 μ.Χ. Δικαίως ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης τὸν προσονόμασε «σφραγίδα τῶν Πατέρων».

Ἡ Ἐκκλησία θέλησε νὰ ἀδελφώσει τὴν μνήμη τῶν δυὸ Μεγάλων Πατέρων αὐτῆς καὶ Ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πρωταγωνιστὴ κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστὴ κατὰ τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ ὅρισε τὸ συνεορτασμό τους στὶς 18 Ἰανουαρίου.
Ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς βρύσις δίκρουνος, λαμπρῶς βλυστάνετε, δογμάτων πέλαγος, πᾶσι τοῖς πέρασιν, Ἱεραρχῶν ἡ ξυνωρίς, ἐκφάντορες τῶν ἀρρήτων, Πάτερ Ἀθανάσιε, τῆς Τριάδος τὸ ὄργανον, καὶ θεόφρον Κύριλλε, Θεοτόκου ὁ πρόμαχος, σοφίας οὐρανίου κρατῆρες, πᾶσι ζωῆς κιρνῶντες πόμα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱεράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καὶ γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τοὺς ψάλλοντας· Σῶσον Οἰκτίρμον, τοὺς πίστει τιμῶντάς σε.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθραξ Ἀθανάσιος νοητός, ὤφθη καταφλέγων, τὴν Ἀρείου ὕλην σαθράν· κῦρος δὲ δογμάτων, ὁ Κύριλλος παρέχει, ἐλέγχων Νεστορίου, τὴν ἀθεότητα.






Ἡ Ἁγία Θεοδούλη ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Θεοδούλη καταγόταν ἀπὸ τὰ Ἀνάζαβρα καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ἐπειδὴ διακήρυττε τὴν πίστη της στὸν Χριστό, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ Πελαγίου, ἡγεμόνα τῶν Ἀναζάβρων, καὶ μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ἡ Θεοδούλη, διακήρυξε τὴν πίστη της στὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεό. Τότε ὑποβλήθηκε σὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Τῆς τρύπησαν μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ τοὺς μαστούς, ἔπειτα τὴν κρέμασαν μὲ τὶς τρίχες τοῦ κεφαλιοῦ της ἀπὸ ἕνα κυπαρίσσι καὶ τῆς κάρφωσαν τὰ πόδια μὲ σιδερένια καρφιά. Κατόπιν τὴν ἔριξαν μαζὶ μὲ ἄλλους Ἁγίους μέσα σὲ ἀναμμένο καμίνι. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν φρικτῶν βασάνων της ὑπὲρ τῆς πίστεως, ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ πολλοὶ παρευρισκόμενοι, καθὼς ἐπίσης, καὶ ὁ Κομενταρήσιος Ἑλλάδιος καὶ ὁ βοηθός του, οἱ ὁποῖοι καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ θανατώθηκαν μὲ ἀποκεφαλισμό.
Μέσα στὴν κάμινο αὐτή, ἡ Ἁγία Θεοδούλη προσευχόμενη παρέδωσε τὸ πνεῦμα της.






Οἱ Ἅγιοι Ἑλλάδιος, Θεόδουλος, Βοήθος, Εὐάγριος καὶ Μακάριος οἱ Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ἦταν Κομαντερήσιος. Οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἤσαν εἰδωλολάτρες καὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Θεοδούλης, ποὺ τιμᾶται σήμερα, ὅταν ἀνέλαβαν ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἀναζαρβοῦ Πελαγίου νὰ ἐπαναφέρουν τὴν Ἁγία στὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων μὲ βασανιστήρια. Ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ ὑπέστησαν τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτύριο, ἀφοῦ στὸ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ὡς τόπος τοῦ κοινοῦ μαρτυρίου φέρεται ἡ πόλη Ἀναζαρβὸς τῆς Κιλικίας.






Ἡ Ἁγία Ξένη ἡ Μάρτυς
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο τοῦ Μαρτυρίου τῆς Ἁγία Ξένης. Ἡ μόνη πληροφορία, ἀναφέρει ὅτι Μαρτύρησε διὰ πυρός.






Ὁ Ὅσιος Μαρκιανὸς
Ὁ Ὅσιος Μαρκιανὸς γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴν πόλη Κύρρο. Περιφρόνησε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν ἔρημο, ὅπου κλείστηκε μέσα σὲ ἕνα πολὺ στενὸ κελὶ μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή.

Ἡ ὁσιακὴ πολιτεία του τὸν ἔκανε νὰ ἀποκτήσει τὴν φήμη τοῦ Ἁγίου. Πλῆθος πιστῶν κατέφευγε στὴν πνευματική του προστασία καὶ ζητοῦσε εἰρήνη καὶ ἀνάπαυση. Τὸν βίο του συνέγραψε ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὸ ἔργο τοῦ «Φιλόθεος Ἱστορία».
Ὁ Ὅσιος Μαρκιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Ἐφραίμιος

Image
Ὁ Ὅσιος Ἐφραίμιος ἀναφέρεται στὸν Σιναϊτικὸ Κώδικα 150.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.






Ὁ Ὅσιος Σιλβανὸς ὁ ἐν Παλαιστίνῃ ἀσκήσας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.






Ὁ Ἅγιος Ἰωακεὶμ ἐκ Βουλγαρίας
Ὁ Ἅγιος Ἰωακεὶμ καταγόταν ἀπὸ τὴ Βουλγαρία καὶ ἔζησε τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Διδάχθηκε τὸ μοναχικὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας τῆς Νίκαιας, Ἰωάννης Δούκας Βατάτζης (1222 – 1254), τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ ὡς Ἅγιο († 4 Νοεμβρίου), συμμάχησε μὲ τὸν ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων Ἰωάννη Ἀσσὰν τὸν Β’ (1218 – 1241) καὶ τέλεσε τὸν γάμο τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Θεοδώρου μετὰ τῆς θυγατέρας τοῦ Ἀσσὰν Ἑλένης στὴ Λάμψακο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τότε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου ἀναγορεύθηκε Πατριάρχης μὲ βασιλικὸ καὶ συνοδικὸ θέσπισμα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωακεὶμ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1248.






Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Ἐπίσκοπος Οὐγγροβλαχίας
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος γεννήθηκε στὴν Σερβία καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ ἡγεμόνα τῶν Σέρβων Ἁγίου Στεφάνου Βράνκοβιτς τοῦ Τυφλοῦ († 10 Δεκεμβρίου) καὶ τῆς Ἁγίας Ἀγγελίνας († 30 Ἰουλίου). Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος. Ὁ νεαρὸς πρίγκιπας ἐγκατέλειψε τὴν κοσμικὴ δόξα καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μονὴ Μανάσσια τῆς κεντρικῆς Σερβίας. Λόγω τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων, κατέφυγε στὴ Ρουμανία, ὅπου καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Οὐγγροβλαχίας. Ὅταν ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ Κρούσεντολ τῆς Σερβίας καὶ κοιμήθηκε, μετὰ ἀπὸ πολυχρόνια ἀσθένεια, τὸ ἔτος 1546.






Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος τοῦ Ναβολόσκυϊ καταγόταν ἀπὸ τὴν περιοχὴ Καργκοπὸλ τῆς Ρωσίας καὶ ἔζησε μεταξὺ τοῦ 16ου καὶ 17ου αἰώνα μ.Χ. στὴν πόλη Βάγκα.
Ἦταν διὰ Χριστὸν Σαλὸς καὶ βίωνε τὴν Εὐαγγελικὴ ζωὴ μὲ τὴν ἀπόρριψη τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων ποὺ στοὺς ἄλλους φαίνονται ὡς καλὰ ἐπιτεύγματα.






Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ἐκ Ρωσίας
Image
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος τοῦ Σγιαντέμσκϊυ ἔζησε τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ξεκίνησε τὸν ἀσκητικὸ βίο ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Βάλαμο τῆς Φιλανδίας καὶ κατέληξε στὴ Μονὴ Σγιαντέμσκϊυ τῆς περιοχῆς Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας, ὅπου διῆλθε θεοφιλῶς τὸ ὑπόλοιπο τῆς μοναχικῆς του πολιτείας.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue Jan 15, 2013 12:16 am

19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ὁ Ἀναχωρητὴς
Image
Ὁ Ὅσιος Μακάριος γεννήθηκε περὶ τὸ 300 μ.Χ. σὲ κάποιο χωριὸ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία 30 χρόνων ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας καὶ στὴ Συρία, ὅπου παρέμεινε γιὰ ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀπέκτησε μεγάλη φήμη γιὰ τὸν ἀσκητικό του βίο καὶ τὶς ἄλλες θαυμαστὲς ἀρετές του. Ἐπειδή, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, προέκοπτε στὶς ἀρετὲς ὀνομάσθηκε «παιδαριογέρων».

Στὴν ἔρημο γνώρισε τὸν Μέγα Ἀντώνιο τοῦ ὁποίου ἔγινε μαθητής. Σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ λόγω τῆς ἐνάρετης ζωῆς του ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ λάβει τὸ χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἀσθενῶν καὶ τῆς προφητείας. Λέγεται ὅτι συνεχῶς ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Θεὸ «καὶ μᾶλλον τῷ πλείονι χρόνῳ προσδιατρίβειν Θεῷ ἢ τοῖς ὑπ’ οὐρανὸν πράγμασιν».

Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος ὑπῆρξε γέννημα θρέμμα τῆς ἐρήμου. Γιὰ νὰ εἶναι, λοιπόν, ἀπερίσπαστος καὶ νὰ βρίσκεται σὲ συνεχὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἔσκαψε ὁ ἴδιος καὶ ἄνοιξε μία ὑπόγεια στοά, ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὸ κελί του καὶ εἶχε μῆκος ἑκατὸ περίπου μέτρα. Στὴν ἄκρη τῆς στοᾶς διεύρυνε τὸν χῶρο καὶ διαμόρφωσε ἕνα σπήλαιο. Ἔτσι εἶχε τὴν δυνατότητα ὅταν προσέρχονταν σὲ αὐτὸν πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ τὸν ἐνοχλοῦσαν, νὰ κατεβαίνει στὴ στοά, χωρὶς νὰ τὸν παίρνουν εἴδηση καὶ μέσω αὐτῆς νὰ πηγαίνει στὸ σπήλαιο καὶ νὰ κρύβεται, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸν βρεῖ κανένας.

Ὁ Ὅσιος στὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸν κόσμο, φαίνεται σὰν νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ ἐγκαταλείπει τὴν κοινωνία καὶ νὰ ἀποκόπτεται ἀπὸ αὐτή. Ἡ πνευματική του αὐτὴ πράξη ἑρμηνεύεται, συνήθως καὶ ὡς ἐνέργεια περιφρονητικὴ πρὸς τὴν κοινωνία, ἐνῶ στὴν οὐσία εἶναι μία κίνηση γιὰ τὴν ἀνακάλυψη ἢ τὴν δημιουργία μιᾶς σωστῆς κοινωνίας ἀνθρώπων, ὅπου ἡ ἀγάπη καὶ ἡ διακονία εἶναι ἀνθρώπινες δυνατότητες καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματος λειτουργοῦν κατὰ τρόπο ἁπλὸ καὶ φυσικὸ καὶ τίθενται στὴν διάθεση ὅλης τῆς κοινότητας. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν κοινωνία, ὅλες οἱ ἐνέργειες καὶ πράξεις, ὅλα τὰ ἔργα καταξιώνονται πνευματικὰ καὶ κοινωνικά. Τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ ἢ σωματικὰ ἔργα εἶναι οὐσιαστικὰ ἅγια διακονήματα μέσα στὴν πολιτεία τους καὶ ὅλα ἀναφέρονται μυστηριακὰ καὶ λειτουργικὰ στὸν κοινὸ σκοπὸ γιὰ τὴν δημιουργία μιᾶς κοινωνίας ἀγάπης καὶ γιὰ τὴν εἴσοδο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖο, λοιπόν, μᾶς δίδει μὲ αὐτὴ τὴ φυγὴ εἶναι μία κοινὴ καὶ αἰώνια παρακαταθήκη τῆς Ἐκκλησίας καὶ μιᾶς ἀληθινῆς κοινωνίας ἀνθρώπων, μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο, ποὺ κάθε ἔργο, κάθε λειτουργία, κάθε ἀνθρώπινη δυνατότητα καὶ θεῖο χάρισμα, εἶναι γιὰ τὴν ἱστορικὴ προκοπὴ τῆς κοινότητας καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ ὅλων. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Μακαρίου ἔχουμε μία εἰκόνα τῆς ἐκκλησιολογικῆς κοινωνίας καὶ συνειδήσεως τῶν πιστῶν, ποὺ προσκομίζουν στὸν κόσμο τὰ σημεῖα ἐλεύσεως στὴ γῆ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ εἰκόνα τῆς ψυχῆς τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ὁ ὁποῖος ὡς γνήσιος φορέας τοῦ Ὀρθοδόξου Ἀνατολικοῦ Μοναχισμοῦ, καταφεύγει σὲ αὐτὴ τὴ φαινομενικὰ ἀκραία ἀσκητικὴ φυγή.

Κάποτε πῆγε καὶ συνάντησε τὸν Ἅγιο Μακάριο ἕνας αἱρετικός, ποὺ εἶχε μέσα του δαιμόνιο καὶ ἰσχυριζόταν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει ἀνάσταση νεκρῶν. Ὁ Ἅγιος τότε, προκειμένου νὰ τὸν πείσει, ἀνέστησε ἕνα νεκρό. Ἔλεγε δὲ ὅτι ὑπάρχουν δύο τάγματα δαιμόνων. Ἀπὸ αὐτά, τὸ ἕνα πολεμᾶ τοὺς ἀνθρώπους, παρασύροντάς τους σὲ πάθη τερατώδη καὶ ἀκατονόμαστα, ἐνῶ τὸ ἄλλο, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται καὶ «ἀρχικό», δημιουργεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων διάφορες κακοδοξίες καὶ πλάνες. Αὐτούς, μάλιστα, τοὺς δαίμονες τοῦ δεύτερου τάγματος, τοὺς ξεχωρίζει ὁ Σατανᾶς καὶ τοὺς ἀποστέλλει στοὺς μάγους καὶ στοὺς αἱρεσιάρχες.

Ἐπίσης, κάποτε ἕνας μαθητὴς τοῦ Ὁσίου ἔκλεβε τὰ πράγματα φτωχῶν ἀνθρώπων καί, παρὰ τὶς συμβουλές του, δὲν διόρθωνε τὸ πάθος του αὐτό. Μὲ τὸ προορατικό του λοιπὸν χάρισμα ὁ Ὅσιος, προεῖπε ὅτι θὰ ξεσποῦσε ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου ἐναντίων του. Καὶ πραγματικά, ὁ μαθητὴς του προσβλήθηκε ἀπὸ μία φοβερὴ ἀρρώστια, τὴν ἐλεφαντίαση. Τὸ δέρμα τοῦ σώματός του δηλαδή, ξεράθηκε καὶ ζάρωσε.

Εἶναι πρὸς πνευματική μας ὠφέλεια νὰ ἀναφέρουμε καὶ ἕνα ἄλλο θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη μὲ τὸν Ὅσιο Μακάριο: κάποτε ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσε στὴν ἔρημο βρῆκε ἕνα κρανίο. Ἦταν κάποιου ποὺ εἶχε διατελέσει ἱερέας τῶν εἰδώλων. Μόλις ὁ Μακάριος πλησίασε καὶ τὸν ρώτησε, ἄκουσε νὰ τοῦ λέει ὅτι μὲ τὶς προσευχὲς του ἔνιωθαν κάποια μικρὴ ἀνακούφιση στὸν πόνο τους, οἱ βρισκόμενοι στὴν κόλαση, ὅταν τύχαινε ὁ Ὅσιος καὶ προσευχόταν ὑπὲρ αὐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος σὲ προχωρημένη ἡλικία ἐξορίσθηκε σὲ νησίδα τοῦ Νείλου ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Λούκιο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ζωῆς τῆς μακαρίας φερωνύμως ἐτύχετε, ὡς πολιτευθέντες ὁσίως, θεοφόροι Μακάριοι· ἐν νόμῳ γὰρ τῷ θείῳ εὐσεβῶς, ἰθύναντες τὰς τρίβους τῆς ζωῆς, θείας δόξης ἀνεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἱάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος τῆς ἐγκρατείας, ὡς ἀστέρας ἔθετο, ὑμᾶς Πατέρες ἀπλανεῖς, φωταγωγοῦντας τὰ πέρατα, φωτὶ ἀΰλῳ, Μακάριοι Ὅσιοι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου γόνος σεπτός, Μακάριε Πάτερ, τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή· χαίροις θεοφόρε, Μακάριε παμμάκαρ, Ἀλεξανδρείας κλέος, καὶ θεῖον βλάστημα.






Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρεύς
Image
Ὁ Ὅσιος Μακάριος, ὁ Ἀλεξανδρεύς, χρημάτισε ἱερέας τῶν λεγόμενων κελιῶν. Ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ἐγκράτειας καὶ ὑπομονῆς καὶ ἔτσι προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Τὶς ἀρετές του τὶς θαύμασε καὶ αὐτὸς ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ εἶπε: «Ἰδού, ἐπαναπαύθηκε ἐπὶ σὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι κληρονόμος τῶν ἀγώνων μου».

Κάθε φορὰ ποὺ ὁ Ὅσιος ἀντιλαμβανόταν ὅτι κάποιος ἐπιτελοῦσε ἕνα σπουδαῖο ἀσκητικὸ ἀγώνισμα, ὑποκινούμενος ἀπὸ ἕναν Ἅγιο ζῆλο, τὸν μιμεῖτο καὶ ἔκανε καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο ἀγώνισμα. Ἔτσι, ὅταν ἄκουσε ὅτι οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοί, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἔτρωγαν ἄβραστο φαγητό, πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια δὲν ἔφαγε κανένα μαγειρευμένο φαγητό. Τρεφόταν μόνο μὲ λάχανα ὠμὰ καὶ ὄσπρια. Ἐπίσης καὶ τὸν ὕπνο του ἀγωνίσθηκε νὰ περιορίσει στὸ ἐλάχιστο. Καί, γιὰ νὰ τὸ κατορθώσει αὐτό, δὲν μπῆκε κάτω ἀπὸ στέγη ἐπὶ εἴκοσι ὁλόκληρα ἡμερόνυχτα, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ ξεπαγιάζοντας ἀπὸ τὸ ψύχος τῆς νύχτας.

Μιὰ φορὰ ὁ Ὅσιος ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς πορνείας καί, προκειμένου νὰ ἐξουδετερώσει τὸν δαίμονα αὐτό, κατέφυγε σὲ ἕνα ἐντελῶς ἔρημο καὶ ἑλώδη τόπο, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ ἕξι μῆνες. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν κουνούπια πολὺ μεγάλα, σὰν σφῆκες, τὰ ὁποία μὲ τὰ τσιμπήματά τους τὸν καταπλήγωναν σὲ ὅλο του τὸ σῶμα. Ὅταν, λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἕξι μῆνες γύρισε στὸ κελί του, ἀναγνωριζόταν μόνο ἀπὸ τὴν φωνή του, ἀφοῦ τὸ σῶμα του ἐξωτερικὰ εἶχε παραμορφωθεῖ καὶ ἔμοιαζαν μὲ τὸ σῶμα ἀνθρώπων ποὺ πάσχουν ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς ἐλεφαντίασης.

Κάποια φορὰ ὁ Ὅσιος καθόταν στὴν αὐλὴ καὶ ἔλεγε λόγους ὠφέλιμους σὲ παρευρισκόμενους ἐκεῖ Χριστιανούς. Τότε μία ὕαινα, ἀφοῦ πῆρε μαζί της τὸ νεογνό της, τὸ ὁποῖο ἦταν τυφλό, πλησίασε τὸν Ἅγιο καὶ τὸ ἔριξε στὰ πόδια του. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔπτυσε στὰ μάτια τοῦ μικροῦ ζώου, τοῦ χάρισε τὸ φῶς. Ἔτσι, θεραπευμένο πλέον, τὸ πῆρε ἡ ὕαινα καὶ ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωί – πρωὶ ὅμως, αὐτὴ γύρισε πάλι στὸν Ἅγιο, φέρνοντάς του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη μία μεγάλη προβιὰ γιὰ στρῶμα. Ἐκεῖνος ὅμως εἶπε στὴν ὕαινα: «πράγματα προερχόμενα ἀπὸ ἀδικία ἐγὼ δὲν τὰ δέχομαι». Ἐκείνη τότε, ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν αὐλή.
Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ ἀσκήθηκε ὁ Ὅσιος Μακάριος καὶ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ζωῆς τῆς μακαρίας φερωνύμως ἐτύχετε, ὡς πολιτευθέντες ὁσίως, θεοφόροι Μακάριοι· ἐν νόμῳ γὰρ τῷ θείῳ εὐσεβῶς, ἰθύναντες τὰς τρίβους τῆς ζωῆς, θείας δόξης ἀνεδείχθητε κοινωνοί, σώζοντες τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἱάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος τῆς ἐγκρατείας, ὡς ἀστέρας ἔθετο, ὑμᾶς Πατέρες ἀπλανεῖς, φωταγωγοῦντας τὰ πέρατα, φωτὶ ἀΰλῳ, Μακάριοι Ὅσιοι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου γόνος σεπτός, Μακάριε Πάτερ, τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή· χαίροις θεοφόρε, Μακάριε παμμάκαρ, Ἀλεξανδρείας κλέος, καὶ θεῖον βλάστημα.






Ἡ Ἁγία Εὐφρασία ἡ Μάρτυς
Image
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Εὐφρασία καταγόταν ἀπὸ τὴ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Προερχόταν ἀπὸ ἐπίσημη γενιὰ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν σωφροσύνη καὶ τὸ χρηστό της ἦθος.

Τὴν Εὐφρασία τὴν κατήγγειλαν ὅτι πιστεύει στὸν Χριστό. Τότε οἱ εἰδωλολάτρες τῆς ζήτησαν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἐκείνη ὅμως ἔμεινε σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη στὴν πίστη της. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὴν παρέδωσαν σὲ ἕναν ἄντρα ἄξεστο καὶ βάρβαρο νὰ τὴν ἀτιμάσει. Ἡ Ἁγία ὅμως ἀπέφυγε τὴν ἀτίμωση μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: ὑποσχέθηκε στὸν ἄξεστο καὶ βάρβαρο ἐκεῖνον ἄνθρωπο ὅτι, ἂν δὲν τὴν πειράξει, θὰ τοῦ δώσει ἕνα φάρμακο, τὸ ὁποῖο νὰ χρησιμοποιεῖ στὶς μάχες, ὥστε νὰ μὴν πληγώνεται ἀπὸ τὰ ξίφη καὶ τὰ ἀκόντια τῶν ἐχθρῶν του. Καὶ γιὰ νὰ τὸν πείσει ὅτι αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ἔχει βάση, ἔσκυψε τὸ κεφάλι της καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὴν χτυπήσει μὲ τὸ ξίφος στὸν αὐχένα της, ὥστε ἀμέσως νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει. Ἐκεῖνος σχημάτισε τὴν γνώμη ὅτι ἀνταποκρινόταν στὴν πραγματικότητα αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ἡ Ἁγία καί, ἀφοῦ σήκωσε τὸ ξίφος του, τὴν κτύπησε δυνατότερα στὸν αὐχένα, μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι αὐτὴ δὲν θὰ πάθαινε τίποτα.
Ἔτσι τὸ σχέδιο τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Εὐφρασίας πέτυχε. Δηλαδὴ κόπηκε μὲν τὸ κεφάλι της ἀπὸ τὸ ξίφος τοῦ δημίου, ὅμως αὐτὴ διέσωσε τὴν ἁγνότητά της καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.






Μνήμη Θαύματος Μεγάλου Βασιλείου

Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, τελεῖται ἡ ἀνάμνησις τοῦ ἐν Νίκαιᾳ μεγίστου θαύματος, ὅτε ὁ Μέγας Βασίλειος διὰ προσευχῆς ἀνέῳξε τὰς πύλας τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ παρέθετο αὐτὴν τοῖς Ὀρθοδόξοις.






Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου
Ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἔγινε ἐκ Ναζιανζοῦ κατὰ τὴν ἄποψη ὁρισμένων ἐρευνητῶν, ἐπὶ Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) ἢ Θεοδοσίου Β’ (408 – 450 μ.Χ.) ἢ ἐπὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου (911 – 959 μ.Χ.) καὶ κατατέθηκε στὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ τιμία κάρα φυλάσσεται μὲ εὐλάβια στὴ μονὴ Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους. Τεμάχια ἐκ τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου κατεῖχε μέχρι τὸ ἔτος 1204, ἔτος τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὁ ναὸς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας.






Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ Ὁμολογητής ὁ Γαλησιώτης
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1206 στὴν πόλη Θεόδοτο τοῦ Πόντου καὶ οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Γεώργιος καὶ Μαρία. Ὁ πατέρας του ἦταν στρατιωτικός. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὸ μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, ἔγινε μοναχὸς στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ στὴ συνέχεια ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους, τὴν Αἴγυπτο καὶ διάφορα μοναστήρια τῆς Δαμασκοῦ. Τελικὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου στὸ ὄρος τοῦ Γαλησίου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου διῆλθε τὸ βίο του μὲ ἄσκηση, προσευχὴ καὶ νηστεία.

Μετὰ τὸ 1261 ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀσκήτευε στὸ ὄρος τοῦ Αὐξεντίου. Παράλληλα περιερχόταν στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ καὶ στήριζε τοὺς Χριστιανοὺς στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ ἀνῆκε στὴν ὑπὸ τὸν μετέπειτα Πατριάρχη Γεώργιο Κύπριο (1283 – 1289) ἀνθενωτικὴ μερίδα καὶ ἀγωνίσθηκε κατὰ τῶν ἑνωτικῶν ἐνεργειῶν τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγου στὴ Σύνοδο τῆς Λυῶνος (1274 μ.Χ.).

Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1271 καὶ 1274, ἐπὶ τῆς νησίδος πρὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἀκρίτα, ἵδρυσε μονὴ ποὺ τὴν ἀφιέρωσε στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα τὸν Πρωτόκλητο.

Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ὁ Παλαιολόγος τὸν ἐξόρισε στὴ νῆσο τῆς Σκύρου μαζὶ μὲ τὸν μοναχὸ Γαλακτίωνα τὸν Γαλησιώτη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπέστρεψε λίγα χρόνια ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ (1267 – 1275, 1282 – 1283) θέλησε νὰ τὸν χειροτονήσει Πρεσβύτερο, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Ἔγραψε πολλὰ κατὰ τῶν Λατίνων καὶ ἔπαθε γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του πολλά. Γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζεται ὡς Ὁμολογητής.

Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1283 σὲ ἡλικία 77 ἐτῶν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου.
Τὸ σπουδαιότερο ἀπὸ τὰ ἔργα του εἶναι ἡ «Ἀλφαβηταλφάβητος», ἕνα μεγάλο ποίημα ἀπὸ 13.000 περίπου στίχους, στὸ ὁποῖο ἐκτίθενται θεολογικὲς σκέψεις καὶ ἰδέες. Ἔγραψε δὲ καὶ περὶ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Τριάδος.






Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς Ἐπίσκοπος Ἐφέσου
Image
Ὁ Ἅγιος Μάρκος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1392 καὶ 1393 «ἔκ τινος πατρωνυμίας Εὐγενικὸς καλούμενος». Ὁ πατέρας του Γεώργιος ἦταν διάκονος καὶ σακελλίων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, μετέπειτα δὲ ἔγινε πρωτέκδικος, πρωτονοτάριος καὶ μέγας χαρτοφύλαξ, ἡ δὲ μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ ἰατροῦ Λουκᾶ.

Σπούδασε σὲ μεγάλους διδασκάλους, στὸν Γεώργιο Πλήθωνα, τὸν Μητροπολίτη Σηλυβρίας Χορτασμένο, τὸν Μανουὴλ Χρυσόκκο, τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο καὶ ἄλλους καὶ εἶχε ἔξοχη παιδεία.

Στὴ συνέχεια προσῆλθε στὸ μοναχικὸ βίο, κατὰ τὸ ἔτος 1418, σὲ κάποια μονὴ στὰ Πριγκηπόννησα καὶ τάχθηκε ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπιστασία τοῦ ἐνάρετου μοναχοῦ Συμεών, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τὸν μετονόμασε ἀπὸ Μανουήλ, Μᾶρκο.

Μόνασε κυρίως στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴν ἱερὰ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνέγραψε τὰ πρῶτα, δογματικοῦ κυρίως περιεχομένου, ἔργα του. Τὸ ἔτος 1437 ἔγινε Ἐπίσκοπος Ἐφέσου καὶ ἔλαβε μέρος στὴν ἑνωτικὴ Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438 – 1439). Κατὰ τὸν Γεννάδιο Σχολάριο, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀναδείχθηκε Ἔξαρχος τῆς Συνόδου καὶ ἐκπροσώπησε σὲ αὐτὴ τοὺς Πατριάρχες Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων. Στὴν ἀρχὴ τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου συνέστησε στοὺς Λατίνους νὰ ἀποβάλλουν τὸ τραχὺ καὶ ἀνένδοτο τοῦ τρόπου τους καὶ τῆς διαθέσεώς τους, διότι ἀπέβλεπε στὴν εἰρήνευση, τὴν ἄρση τοῦ Σχίσματος καὶ τὴν ἐπανένωση τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Εἶπε μάλιστα χαρακτηριστικά: «Πρῶτον μὲν ὅπως ἐστὶν ἀναγκαιότατη ἡ εἰρήνη ἣν κατέλιπεν ἡμῖν ὁ δεσπότης ἡμῶν ὁ Χριστὸς καὶ ἀγάπη, δεύτερον ὅτι παρέβλεψεν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν ἀγάπην καὶ διελύθη καὶ ἡ εἰρήνη, τρίτον ὅτι ἀνακαλουμένη νῦν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν τότε καταληφθεῖσαν ἀγάπην, ἐσπούδασεν ἵνα ἔλθωμεν ἐνταῦθα καὶ ἐξετάσωμεν τὰς μεταξὺ ἡμῶν διαφοράς, τέταρτον ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τὴν εἰρήνην ἐὰν μὴ λυθῇ τὸ τοῦ σχίσματος αἴτιον, καὶ πέμπτον, ἵνα καὶ οἱ ὅροι τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἀναγνωσθῶσιν, ὡς ἂν φανῶμεν καὶ ἡμεῖς σύμφωνοι τοῖς ἐν ἐκείναις πατράσι καὶ ἡ παροῦσα σύνοδος ἐκείναις ἀκόλουθος…».

Ἀντιλήφθηκε ὅμως ἐγκαίρως, ὅτι οἱ Λατίνοι δὲν ἐπιθυμοῦσαν τὴν ἐξέταση τῶν διαφορῶν καὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ Σχίσματος καὶ γενικὰ ἀληθινὴ ἐκκλησιαστικὴ ἕνωση, ἀλλὰ ἐπεδίωκαν τὴν καθυπόταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸν Πάπα καὶ τὴν παραδοχὴ ἐκ μέρους αὐτῆς τῶν λατινικῶν ἐτεροδιδασκαλιῶν, ἐγκαταλειπομένων τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων. Ἔτσι θεώρησε χρέος του νὰ ἡγηθεῖ τῆς πανορθοδόξου ἀντιδράσεως κατὰ τῶν λατινικῶν σχεδίων καὶ τέθηκε ἐπικεφαλῆς τῶν ἀποκληθέντων Ἀνθενωτικῶν, ὄχι μόνο κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Κωνσταντινούπολη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπέκρουσε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συνοδικῶν συζητήσεων τὶς ἀξιώσεις καὶ τὴν ἐπιχειρηματολογία τῶν Λατίνων καὶ ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει τὸν ὅρο τῆς ἐπιβληθείσης ψευδοενώσεως. Ἡ μὴ ὑπογραφὴ τοῦ ἀπαράδεκτου γιὰ τὴν κοινὴ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, κειμένου ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Μάρκου, εἶχε τόσο μεγάλη σημασία, ὥστε μόλις ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ’ (1431 – 1447) τὸ πληροφορήθηκε ἀναφώνησε περίλυπος : «Ἐποιήσαμεν λοιπὸν οὐδέν».
Λίγο ἀργότερα ὁ αὐτοκράτορας προσέφερε στὸν Ἅγιο τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, ἀλλὰ αὐτὸς ἀρνήθηκε. Ἐπειδὴ δέ, δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ συλλειτουργήσει μὲ τὸν λατινόφρονα Πατριάρχη Μητροφάνη τὸν ἀπὸ Κυζίκου, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς του ἔτους 1440 καὶ ἦλθε στὴν Ἔφεσο. Καὶ ἐκεῖ ὅμως δεχόταν ἐνοχλήσεις ἀπὸ τοὺς ἑνωτικούς. Γι’ αὐτὸ ἀναχώρησε μὲ προορισμὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Καθ’ ὁδόν, διερχόμενος διὰ τῆς νήσου Λήμνου, κρατήθηκε καὶ περιορίσθηκε ἐκεῖ, μὲ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα. Στὴ Λῆμνο παρέμεινε δύο χρόνια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐξαπέλυσε τὴ σπουδαία ἐγκύκλιό του «τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὐρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς». Μετὰ ὁ θεοειδὴς στὴν ψυχὴ καὶ τὴν προαίρεση Ἅγιος, ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 23 Ἰουνίου τοῦ 1444 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων. Ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, τὸ 1456 μ.Χ., ὅρισε διὰ συνοδικῆς πράξεως, νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου στὶς 19 Ἰανουαρίου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, ὁμολογίᾳ, μέγαν εὕρατο, ἡ Ἐκκλησία, ζηλωτήν σε θεῖε Μᾶρκε πανεύφημε, ὑπερμαχοῦντα πατρῴου φρονήματος, καὶ καθαιροῦντα τοῦ σκότους ὑψώματα. Ὅθεν ἄφεσιν, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τοῖς σὲ γεραίρουσι.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Πανοπλίαν ἄμαχον, ἐνδεδυμένος θεόφρον, τὴν ὀφρῦν κατέσπασας, τῆς Δυτικῆς ἀνταρσίας, ὄργανον, τοῦ Παρακλήτου γεγενημένος, πρόμαχος, Ὀρθοδοξίας προβεβλημένος· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μᾶρκε, Ὀρθοδόξων καύχημα.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς Ὀρθοδοξίας ταῖς ἀστραπαῖς, λάμψας ἐν τῇ Δύσει, ἐξεθάμβησας ἐμφανῶς, Δυτικῶς τὰς ὄψεις, τοὺς ὅρους τῶν Πατέρων, ὦ Μᾶρκε ῥητορεύων, πυρίνῃ γλώττῃ σου.






Ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς ὁ Χρυσοστόματος
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Κοσμᾶ, ἀναφέρεται στὸ Τυπικὸ τὴς μονῆς Χρυσοστόμου τῆς Κύπρου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Χρυσοστόμου, γι’ αὐτὸ καλεῖται καὶ Χρυσοστόματος. Ἔζησε ὁσιακὰ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἀρχιεπίσκοπος Κερκύρας
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Β’ (867 – 886 μ.Χ.) στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ πατέρας του καταγόταν ἀπὸ τὴν ἁγία Πόλη καὶ ἡ μητέρα του ἀπὸ τὴν Βιθυνία. Σὲ μικρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια, ὅπου διδασκόταν τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ σὲ νεαρὰ ἡλικία ἐκάρη μοναχός.

Ἀργότερα ἔφυγε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μετέβη στὴ Σελεύκεια, ὅπου χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Μετὰ τὴν χειροτονία του ἐπανῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Πατριάρχης Τρύφων (928 – 931 μ.Χ.) τὸν διόρισε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τῆς Πόλης, ὡς ἱερέα, ὁ δὲ διάδοχός του Πατριάρχης Θεοφύλακτος (933 – 956 μ.Χ.) τὸν ἐξέλεξε, γιὰ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου του, Ἐπίσκοπο Κερκύρας.
Ὡς ποιμένας διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀποστολική του δράση καὶ ἀφοσιώθηκε μὲ ἀγάπη ἐξ’ ὁλοκλήρου στὸ ποίμνιό του. Κάποια στιγμή, ἄγνωστο γιατί, ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος ὁ Πορφυρογέννητος (911 – 959 μ.Χ.), ζήτησε νὰ μεταβοῦν στὴν Κωνσταντινούπολη οἱ ἄρχοντες τῆς Κέρκυρας. Ὁ Ἅγιος, σὲ βαθὺ γῆρας, ἀνέλαβε νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ διευθετήσει τὰ πράγματα. Κατὰ τὴν ἐπιστροφή του παράδωσε, κοντὰ στὴν Κόρινθο, τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸ Θεό. Τὸ ἱερὸ λείψανό του μετακομίσθηκε στὴν Κέρκυρα καὶ εἶναι πηγὴ πολλῶν θαυμάτων καὶ ἰάσεων.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τὰς χάριτας, καρποφορήσας πιστῶς, ποιμὴν ἱερώτατος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Ἀρσένιε· ὅθεν ἐν τῇ Κερκύρᾳ, εὐκλεῶς διαπρέψας, ἴθυνας τὸν λαόν σου, πρὸς νομὰς ἀληθείας. Καὶ νῦν ταῖς σαῖς ἱκεσίαις, σῶζε τοὺς δούλους σου.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱεράρχης ὅσιος Πάτερ ἐδείχθης, ἐπὶ γῆς ὡς ἄγγελος, ἱερατεύσας ἀληθῶς, τῷ ἐν ὑψίστοις Ἀρσένιε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Χάριτι τῇ θείᾳ ἀνατραφείς, ηὔξασαι εἰς μέτρον, ἡλικίας πνευματικῆς, καὶ ἱεραρχίας, ἐκλάμψας ταῖς ἀκτῖσιν, Ἀρσένιε Κερκύρας, φωστὴρ γεγένησαι.






Ὁ Ὅσιος Μακάριος Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ
Ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος Μακάριος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 – 337 μ.Χ.), Θεοδοσίου (379 – 395 μ.Χ.) καὶ Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.). Ἦταν ὁ πρῶτος, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ τῆς Χαλκιδικῆς καὶ θεωρεῖται κτήτορας τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας, συναντήθηκε μὲ τὸν Μέγα Κωνσταντἰνο, ὁ ὁποῖος ἐπιζητοῦσε νὰ κτίσει τὴ Νέα Ρώμη κοντὰ στὸν Ἀκάνθιο ἰσθμό, ποὺ κεῖται κοντὰ στὴν Ἱερισσὸ καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μὲ τὴν σοφία τῶν λόγων του ἔπεισε τὸν βασιλέα νὰ μὴν προχωρήσει στὴν ὑλοποίηση τῶν σχεδίων του καὶ ἔτσι διέσωσε τὸ φιλήσυχο τῆς περιοχῆς καὶ μάλιστα τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ἐπὶ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου ὁ Ἅγιος καταδιώχθηκε καὶ κατέφυγε στὸν Ἄθωνα. Θεωρεῖται δὲ δεύτερος κτήτορας τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ).






Οἱ Ἅγιοι Παῦλος, Γερόντιος, Ἰανουάριος, Σατουρνῖνος, Σακκέσιος, Ἰούλιος, Κάτιος, Πῖος καὶ Γερμανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μάρτυρες, μαρτύρησαν στὴν Ἀφρική.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων αὐτῶν Μαρτύρων.






Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος Ἐπίσκοπος Κυρήνειας

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Θεοδότου, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου (307 – 323 μ.Χ.), ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα δυὸ φορές: τὴ 19η ἢ 17η Ἰανουαρίου, ἡμέρα τῆς ἀπελευθερώσεώς του ἀπὸ τὴ φυλακή, καὶ τὴ 2α Μαρτίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.
Ὁ Ἅγιος ἐκδιώχθηκε καὶ ἔπαθε πολλὰ γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, ἴσως ἐπὶ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου.






Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Νηστευτὴς ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Μακάριος μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τῆς Μεγάλης Λαύρας τοῦ Κιέβου. Ἔζησε καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 12ο αἰώνα μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Διάκονος ἐκ Ρωσίας
Image
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἔζησε μεταξὺ 13ου καὶ 14ου αἰώνα μ.Χ.. Μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ὁ Θεός, γιὰ τὸν πνευματικό του ἀγώνα, τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός τοῦ Νόβγκοροντ
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἀπὸ μικρὸς ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1392 στὴ Ρωσία.






Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ρωμαῖος
Image
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἔζησε μεταξὺ τοῦ 15ου καὶ 16ου αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὸ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue Jan 15, 2013 12:18 am

20 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας
Image
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας γεννήθηκε στὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας τὸ ἔτος 377 μ.Χ. κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Γρατιανοῦ (375 – 383 μ.Χ.). Οἱ γονεῖς του Παῦλος καὶ Διονυσία, ἀνῆκαν σὲ ἐπίσημη γενιά. Ἄτεκνοι ὄντες, ἀξιώθηκαν νὰ ἀποκτήσουν παιδί, τὸ ὁποῖο ἀφιέρωσαν στὴ διακονία τοῦ Θεοῦ στὸ ὁποῖο καὶ κατὰ θεία ἐπιταγὴ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Εὐθύμιος, ἀφοῦ μὲ τὴν γέννησή του τοὺς χάρισε τὴν εὐθυμία, τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀγαλλίαση.

Σὲ ἡλικία μόλις τριῶν ἐτῶν ὁ Εὐθύμιος ἔχασε τὸν πατέρα του. Τότε ἡ χήρα μητέρα του τὸν παρέδωσε στὸν εὐλαβὴ Ἐπίσκοπο τῆς Μελιτηνῆς Εὐτρώϊο, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τοὺς ἀναγνῶστες Ἀκάκιο καὶ Συνόδιο ποὺ ἔγιναν ἀργότερα Ἐπίσκοποι Μελιτηνῆς, τὸν ἐκπαίδευσε καλῶς καί, ἀφοῦ τὸν κατέταξε στὸν ἱερὸ κλῆρο, τὸν τοποθέτησε ἔξαρχο τῶν μοναστηρίων.

Ἀπὸ τὴ Μελιτηνὴ ὁ Ὅσιος μετέβη, περὶ τὸ 406 μ.Χ., στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ κλείσθηκε στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου, ὅπου καὶ ἀσκήτευε μὲ αὐστηρότητα καὶ ἀναδείχθηκε μοναζόντων κανόνας καὶ καύχημα. Τόσο δὲ πολὺ πρόκοψε στὴν ἀρετή, ὥστε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς πίστεψαν στὸν Χριστό. Τὰ μεγάλα πνευματικά του χαρίσματα γρήγορα τὸν ἀνέδειξαν καὶ ἡ φήμη του ὡς Ἁγίου ἁπλώθηκε παντοῦ. Γύρω του συγκεντρώθηκαν πάμπολλοι μοναχοί, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐξέλεξαν ἡγούμενό τους.

Ὁ Μέγας Εὐθύμιος μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του συνετέλεσε στὸ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πατρώα εὐσέβεια πολυάριθμοι αἱρετικοί, ὅπως Μανιχαῖοι, Νεστοριανοὶ καὶ Εὐτυχιανοί, ποὺ ἀπέρριπταν τὶς ἀποφάσεις τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Παντοῦ, στὴν Αἴγυπτο καὶ τὴ Συρία, ἐπικρατοῦσαν οἱ Μονοφυσίτες. Στὴν Παλαιστίνη ὅμως, χάρη στὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου καὶ τῶν μαθητῶν του, ἐπικράτησε ἡ Ὀρθοδοξία. Καὶ ὅταν ὁ Ὅσιος συνάντησε τὴν βασίλισσα Εὐδοκία, ἡ ὁποία εἶχε περιπλακεῖ στὰ δίκτυα τῆς αἱρέσεως τῶν Μονοφυσιτῶν, τόσο πειστικὰ καὶ ἀκαταμάχητα μίλησε πρὸς αὐτήν, ὥστε τὴν ἀπέδωκε στὰ ὀρθόδοξα δόγματα.

Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ προορατικὸ χάρισμα καὶ τὴ δύναμη τῆς θαυματουργίας. Μὲ ἐλάχιστα ψωμιὰ κατόρθωσε νὰ χορτάσει τετρακόσιους ἀνθρώπους, ποὺ κάποτε τὴν ἴδια μέρα τὸν ἐπισκέφθηκαν στὸ κελί του. Πολλὲς γυναῖκες ποὺ ἦταν στεῖρες, ὅπως καὶ ἡ δική του μητέρα, μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου ἀπέκτησαν παιδὶ καὶ ἔζησαν τὴν χαρὰ τῆς τεκνογονίας. Καὶ ὅπως ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἔτσι καὶ αὐτὸς προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ ἄνοιξε τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ πότισε μὲ πολὺ βροχὴ τὴ διψασμένη γῆ, ἡ ὁποία καὶ ἀναζωογονήθηκε καὶ ἔδωσε πλούσιους τοὺς καρπούς της.

Ἐνῶ κάποτε τελοῦσε τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, οἱ πιστοὶ εἶδαν μία δέσμη φωτὸς ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατερχόταν μέχρι τὸν Ἅγιο. Τὸ οὐράνιο αὐτὸ φῶς, παρέμεινε μέχρι ποὺ τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία καὶ δήλωνε τὴν ἐσωτερικὴ καθαρότητα καὶ λαμπρότητα τοῦ Ἁγίου. Ἐπίσης, σημάδι τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς ἁγιότητάς του ἀποτελοῦσε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν σὲ θέση νὰ γνωρίζει ποιὸς προσερχόταν νὰ κοινωνήσει μὲ καθαρὴ ἢ σπιλωμένη συνείδηση.

Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 473 μ.Χ., σὲ ἡλικία 97 ἐτῶν, ἐπὶ βασιλείας Λέοντος τοῦ Μεγάλου (457 – 474 μ.Χ.).
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.

Εὐφραίνου ἔρημος ἡ οὐ τίκτουσα, εὐθύμησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα· ὅτι ἐπλήθυνέ σοι τέκνα, ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν τῶν τοῦ Πνεύματος, εὐσεβείᾳ φυτεύσας, ἐγκρατείᾳ, ἐκθρέψας, εἰς ἀρετῶν τελειότητα. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δῶρον θεόσδοτον καὶ εὐθυμίας ἀρχή, ἐκ στείρας ἐβλάστησας τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, Εὐθύμιε Ὅσιε· ὅθεν δι’ εὐσεβείας, διαλάμψας τῷ κόσμῳ, γέγονας Μοναζόντων πρακτικὸς ὑποφήτης· διὸ τοὺς σὲ εὐφημοῦντας, Χριστῷ οἰκείωσαι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.

Ἐν τῇ σεπτῇ γεννήσει σου, χαρὰν ἡ κτίσις εὕρατο, καὶ ἐν τῇ θείᾳ μνήμῃ σου Ὅσιε, τὴν εὐθυμίαν ἔλαβε, τῶν πολλῶν σου θαυμάτων· ἐξ ὧν παράσχου πλουσίως ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, καὶ ἀποκάθαρον ἁμαρτημάτων κηλῖδας, ὅπως ψάλλωμεν, Ἀλληλούϊα.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Στειρωτικῆς ἀπὸ νηδύος ἀνεβλάστησας

Καὶ γεωργὸς τῆς εὐσεβείας ὤφθης ἄριστος,

Μοναστῶν δὲ ὑποφήτης καὶ ποδηγέτης.

Ἀλλ’ ὡς θείας εὐθυμίας πέλων ἔμπλεως

Ἀθυμίας ψυχικῆς ἡμᾶς ἀπάλλαξον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Εὐθύμιε.

Μεγαλυνάριον.
Ἐξ ἀκάρπου μήτρας ἀποτεχθείς, κατάκαρπος ὤφθης, τοῖς τοῦ Πνεύματος ἀγαθοῖς, δι’ ὧν ἀγαθύνεις, Πατέρων τὰς χορείας, Εὐθύμιε παμμάκαρ, ἀσκήσας ἄριστα.






Οἱ Ἅγιοι Βάσσος, Εὐσέβιος, Εὐτύχιος καὶ Βασιλείδης οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βάσσος, Εὐσέβιος, Εὐτύχιος καὶ Βασιλείδης ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), περὶ τὰ τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνος. Ἦταν πλούσιοι καὶ μέλη τῆς Συγκλήτου. Προσῆλθαν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκαν, ὅταν παραστάθηκαν στὸ μαρτύριο τοῦ Ἐπισκόπου Θεοπέμπτου († 5 Ἰανουαρίου), ὁ ὁποῖος ὑπέμεινε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὰ φρικώδη βασανιστήρια ποὺ τὸν εἶχαν ὑποβάλει οἱ εἰδωλολάτρες.

Οἱ εἰδωλολάτρες τοὺς κατήγγειλαν ὡς Χριστιανούς. Ἀμέσως τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα. Οἱ Ἅγιοι δὲν δείλιασαν καθόλου, ἀλλὰ διακήρυξαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ πρόθυμα βάδισαν τὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου.

Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται, ὅτι πρῶτα τοὺς ἀφαίρεσαν τὶς ζῶνες, τὰ διακριτικὰ δηλαδὴ τοῦ ἀξιώματός τους καὶ ἔπειτα ὑπέβαλαν τὸν καθένα σὲ σκληρὰ βασανιστήρια.

Τὸν Ἅγιο Βάσσο τὸν ἔριξαν μέχρι τοὺς μηροὺς σὲ βόθρο, τοῦ ἔκοψαν τὰ χέρια καὶ ἀκολούθως τοῦ κομμάτιασαν ὅλο τὸ σῶμα. Ἔτσι ὁ Ἅγιος παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο.

Τὸν Ἅγιο Εὐσέβιο τὸν κρέμασαν ἀπὸ τὸ κεφάλι καὶ τοῦ τεμάχισαν τὸ σῶμα μὲ τσεκούρια.

Τὸν Ἅγιο Εὐτύχιο τὸν ἔβαλαν σὲ τέσσερις πασσάλους, τέντωσαν μὲ δύναμη τὸ σῶμα του καὶ τὸν χώρισαν σὲ κομμάτια.

Τοῦ Ἁγίου Βασιλείδου τοῦ ξέσκισαν τὴν κοιλιά.
Ἔτσι καὶ οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.






Οἱ Ἅγιοι Ἰννᾶς, Πιννᾶς, Ριμμᾶς οἱ Μάρτυρες
Image
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰννᾶς, Πιννᾶς καὶ Ριμμᾶς κατάγονταν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Σκυθίας καὶ ὀνομάζονταν «οἱ κρυστάλλινοι». Συνελήφθησαν ἀπὸ βαρβάρους εἰδωλολάτρες καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἄρχοντα τῆς χώρας τους. Τοὺς ἔδεσαν, λοιπόν, σὲ περίοδο τρομεροῦ ψύχους σὲ ξύλα μέσα σὲ παγωμένο ποτάμι. Ἐκεῖ τελείωσε ἡ ζωή τους μὲ ἀνυπόφορους πόνους, λόγω τοῦ ψύχους καὶ παρέδωσαν τὶς μακάριες ψυχές τους στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.






Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Τελώνης
Ὁ Ἅγιος Πέτρος εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ πατρικίου κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.) καὶ ἦταν διοικητὴς τῆς Ἀφρικῆς. Δυστυχῶς ἦταν ἄνθρωπος ἄσπλαχνος, ἀνελεήμων, πλεονέκτης καὶ φιλάργυρος. Κάποτε προσῆλθε σὲ αὐτὸν ἕνας φτωχός, γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσει καὶ τοῦ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη. Τότε ἐκεῖνος ἅρπαξε ἕναν ἄρτο, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐκείνη τὴν στιγμὴ τοῦ εἶχε φέρει ὁ ἀρτοποιὸς καὶ σὰν πέτρα τὸν πέταξε κατὰ τοῦ φτωχοῦ ἀνθρώπου.

Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, κάποια στιγμὴ κράτησε στὰ χέρια του τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Ἀπὸ περιέργεια τὸ ἄνοιξε, ἀλλὰ ἡ ἀνάγνωσή του δὲν τὸν ἄφησε ἀδιάφορο. Τότε ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Καὶ μὲ εἰλικρίνεια εἶδε τὸν πραγματικό του ἑαυτό. Μὲ θλίψη εἶδε τὴν ἀληθινὴ εἰκόνα τῆς ψυχικῆς του καταστάσεως. Ἀμέσως ἦλθε στὸν ἑαυτό του ἐφαρμόζοντας τὸν λόγο τῶν Πατέρων: «Εἴσελθε στὸν ἑαυτό σου. Ἐκεῖ ἡ χαρὰ καὶ ἡ βασιλεία». Στὴ μνήμη του καὶ στὴ συνείδησή του ἔρχονταν οἱ φυσιογνωμίες τῶν τελώνων τοῦ Εὐαγγελίου, τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς ἔσωσε. Καί, ὅπως ἐκεῖνοι, μετανόησε.

Τότε, σὲ ὥρα ἀσθένειας, εἶδε ὄνειρο. Τοῦ φάνηκε ὅτι παρίστατο στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἄλλους δικαίωνε καὶ ἄλλους καταδίκαζε. Ἐκείνη τὴν ὥρα τῆς κρίσεως εἶδε κοντά του μία ζυγαριά. Στὸ ἀριστερὸ μέρος τῆς ζυγαριᾶς ἔβλεπε νὰ συγκεντρώνονται δαίμονες καὶ νὰ ἐναποθέτουν πολλὲς κακές του πράξεις, ἐνῶ στὸ δεξιό του ἔβλεπε Ἀγγέλους νὰ μὴν βρίσκουν κάποιο ἄλλο καλὸ νὰ ἐναποθέσουν πρὸς ἰσορροπία τῆς ζυγαριᾶς, παρὰ μόνο τὸν ἄρτο ἐκεῖνο ποὺ πέταξε μὲ θυμὸ κατὰ τοῦ φτωχοῦ.

Ἀφοῦ ξύπνησε, ἔλαβε τὴ μεγάλη καὶ σωτήρια ἀπόφασή του. Μοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔκανε ἔργο του νὰ ἀνευρίσκει τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς ἐνδεεῖς. Ἀλλὰ ἡ χαρακτηριστικότερη ἀπόδειξη τῆς τέλειας καὶ καλῆς ἀλλοιώσεώς του καὶ τῆς αὐταπαρνήσεώς του εἶναι, ὅτι πούλησε σὰν δοῦλο τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ καὶ ἔδωσε τὰ χρήματα ποὺ πῆρε στοὺς φτωχούς.
Ἀφοῦ ἀνέκτησε τὴν ἐλευθερία του πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ προσκυνήσει τοὺς Ἅγιους Τόπους, ὅπου σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Καὶ τέλος, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ ὁσίως κοιμήθηκε καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν τοποθεσία τοῦ Βοός, στὸ πατρικό του σπίτι, πτωχὸς κατὰ κόσμον, ἀλλὰ πλούσιος σὲ αἰώνιους θησαυρούς.






Οἱ Ἅγιοι Θύρσος καὶ Ἁγνὴ οἱ Μάρτυρες
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι Θύσρος καὶ Ἁγνή. Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο πλησίον τῶν Ἐλενιανῶν, μεταξὺ τῶν Ὑψωμαθείων καὶ τοῦ Ξηρολόφου Κωνσταντινουπόλεως.






Ὁ Ἅγιος Εὐσέβιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐσέβιος ζοῦσε στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ ἔφερε τὸ ἀξίωμα τοῦ Συγκλητικοῦ. Ἀσπάστηκε τὸν Χριστιανισμὸ κατὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἐπισκόπου Θεοπέμπτου στὴ Ρώμη († 5 Ἰανουαρίου), ὅταν εἶδε τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία τοῦ Ἁγίου κατὰ τὴν διάρκεια τῶν βασανιστηρίων καὶ τὰ θαύματα ποὺ αὐτὸς ἐπιτελοῦσε.
Ἐπειδὴ ἔγινε Χριστιανὸς τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα, ὅπου καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Μαρτύρησε μὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ διαμελίσθηκε μὲ πέλεκυ τὸ ἔτος 298 μ.Χ.






Ἡ Ἁγία Ἄννα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἄννα, μαρτύρησε στὴν Ρώμη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ἁγίας.






Ὁ Ἅγιος Λέων Μακέλλης ὁ Μέγας
Ὁ Ἅγιος Λέων καταγόταν ἀπὸ τὴν Θράκη καὶ βασίλευσε περὶ τὸ 457 μ.Χ. μέχρι τὸ 474 μ.Χ. Διαδέχθηκε στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου τὸν Μαρκιανὸ (450 – 457 μ.Χ.). Ὁ Λέων ὁ Α’ ἀναγορεύτηκε αὐτοκράτορας στὶς 7 Φεβρουαρίου τοῦ 457 μ.Χ. στὸ Ἕβδομο, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν εὐσεβέστατος καὶ προασπίστηκε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη κατὰ τῶν αἱρετικῶν.

Στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου οἱ Μονοφυσίτες ἀποκτοῦσαν πάλι σιγά – σιγὰ τὴν παλαιά τους δύναμη, ἕνας πρεσβύτερος, γνωστὸς ὡς Πέτρος ὁ Γναφεύς, εἶχε κατορθώσει νὰ γίνει Πατριάρχης τὸ 469 ἢ 470 μ.Χ., χάρη στὴν ὑποστήριξη τοῦ Ζήνωνος, κόμητος τῶν δομεστίκων, ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχε γίνει στρατηλάτης τῆς Ἀνατολῆς καὶ εὐνοοῦσε τοὺς Μονοφυσίτες. Ὁ νέος Πατριάρχης Ἀντιοχείας ἄρχισε ἀμέσως τὸν ἀγώνα ἐναντίων τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος. Στὸ Τρισάγιο τῆς Θείας Λειτουργίας ὁ Γναφεὺς πρόσθεσε μετὰ τὸ «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος», τὴν φράση «ὁ σταυρωθεῖς δι’ ἡμᾶς». Αὐτὸ θεωρήθηκε ὅτι ἦταν μία νέα ἔκφραση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καὶ ὁ αὐτοκράτορας Λέων καὶ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος (458 – 471 μ.Χ.) ἀντέδρασαν. Ὁ Γναφεὺς ἐξορίσθηκε στὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου, ὅπου εἶχε περάσει τὰ τελευταῖα του χρόνια ὁ Νεστόριος.

Ἀπὸ τὶς 31 Μαρτίου 465 μ.Χ. ἕνα αὐτοκρατορικὸ διάταγμα ὅριζε ὅτι, στὸ ἑξῆς μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ ἐργαστοῦν στὶς κρατικὲς καὶ στὶς δικαστικὲς ὑπηρεσίες. Παρ’ ὅλες τὶς δυσκολίες, τὰ μέτρα τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορα ἀπέβλεπαν στὴν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν ἑνότητα τῆς αὐτοκρατορίας. Κατὰ τὴν παράδοση ἀνήγειρε τὸ ναὸ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Ὁ Ἅγιος Λέων κοιμήθηκε ἀπὸ ἀσθένεια στὶς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 474 μ.Χ.






Οἱ Ὅσιοι Εὐθύμιος καὶ Λαυρέντιος
ImageImage
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ὁ Ἔγκλειστος ἔζησαν θεοφιλῶς, μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή, στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου. Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ἀσκήτεψε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τῆς Μεγάλης Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος μεταξὺ 13ου καὶ 14ου αἰώνα μ.Χ. στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ἔζησε ἔγκλειστος.
Κάποτε ἔφεραν στὸν Ὅσιο Λαυρέντιο ἕναν δαιμονισμένο ἀπὸ τὸ Κίεβο. Ὁ μακάριος Λαυρέντιος ἀπὸ ταπείνωση, ἰσχυρίστηκε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ σὲ ὅλους ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀναπαυόταν στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, εἶπε νὰ ὁδηγήσουν ἐκεῖ τὸν δαιμονισμένο, ποὺ φώναζε ἔντρομος στὸ ἄκουσμα καὶ μόνο τῆς μονῆς καὶ τῶν Ὁσίων Πατέρων αὐτῆς. Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ ταλαιπωρημένος ἄνθρωπος ἔγινε καλὰ καὶ ἀπηλλάγη ὁριστικὰ ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ τυραννία.






Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου
Image
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ἔζησε μεταξὺ 14ου καὶ 15ου αἰώνα μ.Χ. στὴ Βουλγαρία. Γεννήθηκε περὶ τὸ 1325 – 1330 στὴν τότε Βουλγαρικὴ πρωτεύουσα Τύρνοβο ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια, ἴσως ἐκείνη τῶν Καμπλάκ. Εἶχε τὴν τύχη νὰ ἔχει ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἦταν ὁ καλός του βιογράφος, ἕναν ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του, τὸν Γρηγόριο Καμπλάκ, ποὺ μετέπειτα ἔγινε Μητροπολίτης τοῦ Κιέβου καὶ ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Κοστάντζας (1414 – 1417).

Σὲ ἀρκετὰ νεαρὴ ἡλικία ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα στὴ μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, στὰ προάστια τῆς Βουλγαρικῆς πρωτεύουσας.

Τὸ 1350 εἰσήχθη στὸ μοναστήρι ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος τοῦ Τυρνόβου στὸ Καλιφάρεβο, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὰ ἴδια περίχωρα. Ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο Θεοδόσιο εἰσάγεται στὴν πνευματικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωὴ καὶ προκόπτει κατὰ Χριστόν. Ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, προφητεύοντας τὸ μέλλον τοῦ ὑποτακτικοῦ του, ἀποκαλύπτει ὅτι κάποια μέρα ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος θὰ δεθεῖ μὲ ἁλυσίδες καὶ θὰ σταλεῖ στὴν ἐξορία.

Τὸ ἔτος 1363, ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος συνόδεψε τὸν δάσκαλό του, μαζὶ μὲ ἄλλους τρεῖς μαθητές, στὴν Κωνσταντινούπολη. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου παρέμεινε γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Στουδίτου, ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πολιτιστικὰ καὶ πνευματικὰ βυζαντινὰ κέντρα. Ἐκεῖ, πιθανότατα, συνέταξε τὴν βιογραφία τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, τὴν ὁποία ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος ἀντέγραψε πιστά.

Τὸ ἔτος 1365 ἐπισκέφθηκε τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀρχικὰ μετέβη στὴ Μεγίστη Λαύρα καὶ στὴ συνέχεια στὴ μονὴ Ζωγράφου. Τότε ἦταν ποὺ κατηγορήθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννου τοῦ Ε’ τοῦ Παλαιολόγου (1341 – 1391), ὅτι δὲν τηροῦσε καθόλου τὴν μοναχικὴ ὑπόσχεση τῆς ἀκτημοσύνης. Γι’ αὐτὸ ἐξορίσθηκε καὶ ξαναβρέθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος μόνο ὅταν ὁ αὐτοκράτορας διαπίστωσε τὴν ἀλήθεια μετὰ ἀπὸ ἕνα ὅραμα.

Περὶ τὸ 1371 ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του καὶ ἵδρυσε στὴν πρωτεύουσα τὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἀναδείχθηκε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κέντρα ἀκτινοβολίας τοῦ σλαβικοῦ πολιτισμοῦ. Πράγματι, ἐκεῖ πραγματοποιήθηκε ἡ ὀρθογραφικὴ καὶ γραμματικὴ μεταρρύθμιση τῆς γραφῆς, τῆς ἐπονομαζόμενης «εὐθυμιανῆς», ποὺ ὁδήγησε σὲ μία γενικὴ ἀναθεώρηση ὅλων τῶν ἔργων ποὺ ἦταν γραμμένα στὰ σλαβικά. Ἡ μεταρρύθμιση τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου, βασιζόμενη στὴν ἐνοποίηση τῆς ὀρθογραφίας καὶ στὴν πιστότητα στὰ αὐθεντικὰ ἑλληνικὰ κείμενα, χαρακτήρισε τὰ λειτουργικὰ κείμενα ὁλόκληρου τοῦ σλαβοορθόδοξου κόσμου μέχρι τὸν Μέγα Πέτρο, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε πιὸ σύγχρονους κανόνες.

Τὸ ἔτος 1375, μὲ τὸ θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἰωακείμ, ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ἐκλέγεται Πατριάρχης τοῦ Τύρνοβο. Ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο συνέχισε τὸ ἔργο τῆς ἀναθεωρήσεως τῶν κειμένων, ἔγραψε ἐπιστολὲς σὲ διάφορες προσωπικότητες τοῦ ὀρθόδοξου κόσμου, ποὺ ἀπετέλεσαν ποιμαντικὰ καὶ διδακτικὰ κείμενα, καὶ συνέθεσε βίους Ἁγίων.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1402.






Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος τοῦ Ἀρχαγγέλκ, ἔζησε μεταξὺ τοῦ 15ου καὶ 16ου αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1523.

Τὴν ὕπαρξή του ἀγνοοῦσαν μέχρι τὶς 7 Ἰουλίου 1643, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ τεχνίτης Ὀσταφέϊ Τρόφιμωφ, ἀνακάλυψε τυχαῖα τὰ λείψανά του σκάβοντας ἕνα χαντάκι στὴν αὐλὴ τοῦ ἀφεντικοῦ του, εὐγενοῦς Γεωργίου Πέτροβιτς Μπουγνόσωφ Ροστόφσκυϊ, στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀρχαγγέλκ. Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο πολλῶν πιστῶν στοὺς ὁποίους ἀποκάλυψε τὴν ὕπαρξή του καὶ τὴν ἡμερομηνία τῆς κοιμήσεώς του.
Τὸ 1683, ὅμως, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Χολμόγκορυ Ἀθανάσιος ἔγραψε μία ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Ἀντώνεφ – Σίσκιϋ, στὴν ὁποία ἀνέφερε ὅτι στὸ Ἀρχαγγὲλκ εἶχε δεῖ τὸν τάφο καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου, ἀλλὰ καὶ ὅτι δὲν εἶχε καμία ἀπόδειξη τῆς ἁγιότητός του. Ζήτησε, παρ’ ὅλα αὐτά, ἀπὸ τὸν ἡγούμενο νὰ τοῦ ἀποστείλει ὅλα τὰ διαθέσιμα ἔγγραφα σχετικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Εὐθύμιο. Τὸ ἔτος 1829 ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε τὴν λειτουργικὴ μνήμη τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου τὴν 20η Ἰανουαρίου, ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου.






Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Νεομάρτυς Ζαχαρίας καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Ἄρτας. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἐξισλαμίσθηκε καὶ ἦρθε στὶς Παλαιὲς Πάτρες ὅπου ἐξασκοῦσε τὴν τέχνη τοῦ γουναρᾶ. Ὅμως μετανόησε ποὺ ἀλλαξοπίστησε. Ἔτσι, ἀφοῦ ἦλθε σὲ μετάνοια, βρῆκε κάποιο πνευματικὸ στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε τὸ ἁμάρτημα τῆς ἐξωμοσίας του καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία νὰ πορευθεῖ πρὸς τὸ μαρτύριο. Ὁ πνευματικός, φοβούμενος μήπως ὁ Μάρτυρας δειλιάσει κατὰ τὴν διάρκεια τῶν βασανιστηρίων, τὸν ἀπέτρεπε. Τότε ὁ Ἅγιος ἀποκρίθηκε στὸν πνευματικὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔχω τόση δίψα νὰ βασανισθῶ γιὰ τὸν Χριστό, ὅπου ἐπιθυμῶ νὰ λάβω, ἂν ἦταν δυνατόν, καὶ περισσότερα βασανιστήρια, ἀπὸ αὐτὰ πού μου ἀνέφερες». Πρὸ τῶν λόγων αὐτῶν τῆς δυνάμεως τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης στὸν Χριστό, πνευματικὸς μετέδωσε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια στὸν Ἅγιο καὶ τὸν εὐλόγησε. Ὁ Ἅγιος πῆγε στὸ ἐργαστήριό του, πούλησε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα τὰ ὁποῖα ἔδωσε ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχοὺς καὶ παρουσιάσθηκε στὸν κριτή, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε στὴν πίστη του στὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες, ἐκεῖνος ἐπέμενε σθεναρὰ στὴν ὁμολογία του. Ἔτσι τὸν ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ καὶ τὸν βασάνισαν ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες. Ἐκεῖνος ὑπέμεινε τὰ φρικτὰ μαρτύρια μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ ἀξιοθαύμαστη καρτερία, γιὰ νὰ παραδώσει τὸ πνεῦμα του τὸ 1782 μ.Χ. Ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Ἄρτας ἑορτάζει τὴν μνήμη του καὶ εἰκόνα του φυλάσσεται στὴν ἱερὰ μονὴ Κάτω Παναγιᾶς Ἄρτας. Τὴν μνήμη του πανηγυρίζει ἐπίσης καὶ ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία τῶν Πατρών, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος ἐργάσθηκε ἐκεῖ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Ἄρτης ἀγλάϊσμα, καὶ Νεομάρτυς κλεινός, ἐν Πάτραις ὡς ἤθλησας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐδείχθης μακάριε· σὺ γὰρ τὸν τρώσαντά σε, καθελὼν δι’ ἀγώνων, γέρας ἐδέξω θεῖον, Ἀθλητὰ Ζαχαρία, πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ δεξάμενος, ἐν τῇ ψυχῇ τὴν ἀγάπην, ἀπτοήτως ὥρμησας, πρὸς τοὺς ἀγῶνας θεόφρον· ὅθεν σε, ὡς ἀριστεύσαντα ὀ Δεσπότης, μέτοχον, τῶν πάλαι ἔδειξεν Ἀθλοφόρων, Ζαχαρία Νεομάρτυς· μεθ’ ὧν δυσώπει, ὑπὲρ ἡμῶν ἐκτενῶς.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Νεομάρτυς τοῦ Ἰησοῦ, Ἄρτης σεπτὸς γόνος, καὶ Πατραίων ὁ στηριγμός· χαίροις Ζαχαρία, Ἀγγέλων συμπολῖτα, μεθ’ ὧν ἡμῖν ἐξαίτει, τὸ θεῖον ἔλεος.






Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Δίκαιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος τοῦ Τὸμκ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1864.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.







Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰωάννης Πεττάϊ, τιμᾶται ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ταλλίνης καὶ Ἐσθονίας.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue Jan 15, 2013 12:20 am

21 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής
Image
Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια καὶ γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ ἔτος 580 μ.Χ. Ἔλαβε τὴ συνήθη ἐγκυκλοπαιδικὴ μόρφωση καὶ ἐπιδόθηκε ἰδιαίτερα στὴ σπουδὴ τῆς φιλοσοφίας. Ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου (610 – 641 μ.Χ.) προσελήφθη ὡς ἀρχιγραμματεὺς αὐτοῦ. Παρέμεινε στὴ θέση αὐτὴ γιὰ λίγα μόνο χρόνια, ἀλλὰ διατήρησε τὶς σχέσεις του καὶ ἀλληλογραφία μὲ πρόσωπα τοῦ δημόσιου βίου.

Ἀφοῦ παραιτήθηκε, τὸ 614 μ.Χ., ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιγραμματέως, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο. Ἀσκήτεψε σὲ μονὴ τῆς Χρυσουπόλεως, ποὺ βρισκόταν ἔναντι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ διετέλεσε ἡγούμενος αὐτῆς. Ἐκεῖ ἀπέκτησε ὡς μαθητὴ τὸν Ἀναστάσιο, ὁ ὁποῖος τὸν ἀκολούθησε σὲ ὅλη του τὴ ζωή.

Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ συμμόρφωση τοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν Θεία διδασκαλία ἀποτελοῦν βάση στερεά, ἐπὶ τῆς ὁποίας θὰ οἰκοδομηθεῖ ἡ πνευματικὴ ἀνύψωση τοῦ νοῦ. Πρῶτο βῆμα γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀποτελεῖ ἡ ἀπόδυση ἀπὸ τὸ νοῦ ὅλων τῶν παθῶν ποὺ τὸν ἐνοχλοῦν, τὰ ὁποία ἔχουν τὴν βάση καὶ τὴν ἀφορμή τους στὸ σῶμα. Καλεῖται δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν ἀκολουθήσει τὴν κίνηση τῶν αἰσθητῶν, νὰ μὴν γίνει δοῦλος τῶν φυσικῶν του ὁρμῶν καὶ παθῶν, ἀλλὰ νὰ ἀκολουθήσει τὰ ὑπὲρ φύσιν. Τὰ ἀποτελέσματα παρουσιάζονται ἀνάλογα πρὸς τὴν ἐκλογή. Ἐκεῖνος ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν κίνηση τῶν αἰσθητῶν ὑφίσταται καὶ τὴν φυσικὴ φθορὰ αὐτῶν καὶ συναλλοιώνεται μὲ αὐτά, ἐνῶ ὁ ἀναστὰς «τῆς ἐμπαθοῦς περὶ τὰ φαινόμενα διαθέσεως, τὴν τῶν φαινομένων ἔθυσε κίνησιν καὶ τὴν πρακτικὴν κατορθώσας ἔφαγεν ἀρετήν». Ἡ πράξη τῆς ἀρετῆς εἶναι ἔργο τῆς ἀνθρώπινης καὶ τῆς θείας δυνάμεως. Κανένα χάρισμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος μόνο μὲ τὴν φυσική του δύναμη. Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Ἁγίου Μαξίμου στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι φανερὴ σὲ ὅλη του τὴ διδασκαλία, διότι φοβᾶται μήπως ὁ ἄνθρωπος περιπέσει στὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας. Ὁ Θεός, παρατηρεῖ, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο δύναμη, γιὰ νὰ πράττει τὶς ἀρετές.

Ἔτσι, λοιπόν, ἀσκήτευε ὁ μακάριος Ὁμολογητής. Ἀλλὰ ἡ περσικὴ ἀπειλή, ποὺ εἶχε δημιουργήσει γιὰ τὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία κρίσιμη κατάσταση, ἔσπασε τὴν ἡσυχία του καὶ τὸν ἀγώνα του γιὰ τὴν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του. Γιὰ πολλὰ χρόνια οἱ Πέρσες ἐμφανίζονταν στὴν ἀκτὴ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Φαίνετε δέ, ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς εἰσβολῆς τους στὴ Χρυσούπολη, τὸ 624 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀναγκάστηκε νὰ ἀποσυρθεῖ μὲ τοὺς μαθητές του νοτιότερα, στὴν Κύζικο. Ἐκεῖ διέμεινε γιὰ δύο περίπου χρόνια στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ συναναστρεφόταν μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ἰωάννη μετὰ τοῦ ὁποίου ἀντήλλαξε ἀργότερα ἐπιστολές. Ἴσως νὰ εἶχε ἀρχίσει νωρίτερα τὴν συγγραφική του δράση, ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐπιδίδεται ἐντατικὰ στὸ ἔργο τῆς συγγραφῆς.

Λόγω συνεχίσεως τῶν Περσικῶν καταδρομῶν ὁ Ἅγιος ὑποχρεώνεται νὰ φύγει, τὸ 626 μ.Χ., καὶ ἀπὸ τὴν Κύζικο. Ἔρχεται γιὰ λίγο στὴν Κρήτη καὶ στὴν συνέχεια μεταβαίνει στὴν Ἀφρική. Θεωρεῖται δὲ πιθανὸ νὰ πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο. Στὴν Καρχηδόνα ἐμφανίζεται τὴν Πεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 632 μ.Χ., ἀλλὰ εἶχε φθάσει ἐκεῖ νωρίτερα. Κατὰ τὰ χρόνια αὐτὰ συγγράφει δύο ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα ἔργα του, τὸ «Πρὸς Θαλάσσιον» καὶ «Περὶ Ἀποριῶν».

Ἐγκαταβίωσε στὴν μονὴ Εὐκρατᾶ της Καρχηδόνας, ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένος καὶ ἄλλος φυγάς, ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, ὁ Σωφρόνιος. Ἐκεῖ ἔμαθε τὶς ἐνέργειες τοῦ νέου Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Κύρου, οἱ ὁποῖες ἀπέληξαν τὸ 633 μ.Χ. στὴν ἑνωτικὴ συμφωνία ποὺ διαμόρφωσε τὴν αἵρεση τοῦ Μονοενεργητισμοῦ. Ὁ Σωφρόνιος τάχθηκε ἀμέσως ἐναντίων της νέας αὐτῆς μορφῆς τῆς χριστολογικῆς αἱρέσεως. Στὴν θέση του αὐτὴ τὸν ἀκολούθησε ὁ Ἅγιος Μάξιμος. Ἔτσι συμμετεῖχε στὴ σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ, ἡ ὁποία συγκλήθηκε τὸ ἔτος 649 μ.Χ. ἐπὶ Πάπα Ρώμης Μαρτίνου Α’, ὅπου καταδικάσθηκε ὁ Μονοθελητισμὸς καὶ ἀναθεματίσθηκαν ἐκεῖνοι ποὺ ἀνοήτως δογμάτιζαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει μία μόνο θέληση, τὴ θεία, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ἔχει δυὸ θελήσεις, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη, ὡς Θεάνθρωπος. Στὴν ἴδια Σύνοδο ἀποδοκιμάσθηκε διάταγμα τοῦ τότε αὐτοκράτορα Κώνσταντος, διὰ τοῦ ὁποίου δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ συζήτηση περὶ Μονοθελητισμοῦ.

Ὁ αὐτοκράτορας Κώνστας (641 – 668 μ.Χ.) ὀργίσθηκε γι’ αὐτό. Ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἔξαρχο καὶ βασιλικὸ ἐπίτροπο τῆς Ἰταλίας Θεοδόσιο καὶ ὁδηγήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ μὲ τοὺς δύο φίλους του Ἀναστασίους. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξόρισε τὸν Ἅγιο Μάξιμο, τὸ 655 μ.Χ. στὴ Βιζύη, μέσα στὸ Ρήγιο καὶ στὴν συνέχεια στὴν πόλη Πέρβερα. Μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια ἀνακλήθηκε καὶ πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπως καὶ οἱ συμμοναστές του, γιὰ μία Τρίτη προσπάθεια προσεταιρισμοῦ του. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Ἀναθεματίσθηκε, κακοποιήθηκε καὶ διαπομπεύθηκε. Ἡ κακοποίηση τοῦ Ἁγίου ἔδωσε ἀφορμὴ γιὰ τὴ διαμόρφωση παραδόσεως περὶ ἀποκοπῆς τῆς γλώσσας καὶ τῆς δεξιᾶς χειρὸς αὐτοῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐξορίσθηκε στὴ Λαζικὴ τοῦ Πόντου, στὸ φρούριο Σχίμαρις, ὅπου καὶ κοιμήθηκε ὁσίως στὶς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 662 μ.Χ.
Τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, στὴ χώρα τῶν Λαζῶν. Ἀπὸ τὸν τάφο του ἔβγαινε φῶς κάθε νύχτα καὶ φώτιζε τὴν περιοχή, γεγονὸς ποὺ πιστοποιοῦσε τὴν ἁγιότητά του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπομβρίᾳ, ῥεῖθρα ἔβλυσας, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὑπερκοσμίων δογμάτων πανεύφημε· θεολόγων δὲ τοῦ Λόγου τὴν κένωσιν, ὁμολογίας ἀγῶσι διέλαμψας. Πάτερ Μάξιμε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθσι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Ἐκκλησίας ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Μάξιμε σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.

Ὡς τῆς Τριάδος ἐραστὴς καὶ μύστης ἔνθεος

Ὀρθοδοξίας ἐκδιδάσκεις τὴν ἀκρίβειαν

Διὰ λόγου τε καὶ βίου ἠκριβωμένου·

Τὸν Χριστὸν γὰρ ἐν δυσὶ τελείαις φύσεσιν,

Ἐνεργείαις καὶ θελήσεσιν ἐκήρυξας
Τοῖς βοῶσί σοι, χαίροις μέγιστε Μάξιμε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις εὐσεβείας στήλη λαμπρά, καὶ θεολογίας, ἐπιστήμων θεοειδής· χαίροις ὀρθοδόξων δογμάτων μυστογράφε, Μάξιμε θεηγόρε, σοφίας τρόφιμε.






Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀναστάσιος ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ μαρτύρησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Μάρτυρας
Image
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νεόφυτος καταγόταν ἀπὸ τὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Φλωρεντία. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).

Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία κατέφυγε στὸν Ὄλυμπο, ὅπου ἀσκήτευε σὲ ἕνα σπήλαιο. Λίγο ἀργότερα κατεβαίνει ἀπὸ τὸ ὄρος, ὕστερα ἀπὸ θεία ἐντολή, γιὰ νὰ χαιρετίσει τοὺς γονεῖς του. Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ προσφέρει στοὺς φτωχοὺς τῆς γενέτειράς του ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν περιουσία τῶν γονέων του καὶ ἐπιστρέφει πάλι στὸ σπήλαιο τοῦ Ὀλύμπου.
Κατὰ τὸ δέκατο πέμπτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, συνοδευόμενος καὶ βοηθούμενος ἀπὸ Ἀγγέλους, παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα Δεκίου. Παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, δὲν δείλιασε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ἀλλὰ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε ἐκεῖνος τὸν παρέδωσε στοὺς δημίους, οἱ ὁποῖοι γιὰ τὸ ἀπροσδόκητο θάρρος του τὸν ἔθεσαν σὲ κλίβανο. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ὅμως τὸν διέσωσε. Στὴν συνέχεια τὸν ἔριξαν στὰ θηρία, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ δὲν τόλμησαν νὰ τὸν πλησιάσουν. Τέλος, τὸν σκότωσαν διὰ ξίφους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἐκ σπάργανων ἐπλήσθης, τῆς θείας χάριτος, ὥσπερ νεόφυτον ἔρνος χαριτωθεὶς τὴν ψυχήν, καὶ θαυμάτων αὐτουργὸς ξένων γενόμενος, ἠνδραγάθησας στερρῶς, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, Νεόφυτε Ἀθλοφόρε. Ἀλλὰ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιοv. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν, ἔθραυσε καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐκ τοῦ ὄρους ἤστραψας ἐν τῷ σταδίῳ, καὶ Χριστὸν ἐδόξασας, ἀθλητικαῖς σου ἀγωγαῖς, Μεγαλομάρτυς Νεόφυτε· ὅθεν ἐδέξω τὸν ἄφθαρτον στέφανον.

Μεγαλυνάριον.
Νέος ὢν τῷ σώματι κομιδῇ, τὸν ἀρχαῖον ὄφιν, ἐτροπώσω μαρτυρικῶς· ὅθεν ἐδοξάσθης, τῇ θείᾳ χορηγίᾳ, Νεόφυτε τρισμάκαρ, πιστῶν ἀντίληψις.






Ὁ Ὅσιος Ζώσιμος
Ὁ Ὅσιος Ζώσιμος καταγόταν ἀπὸ τὴν Σικελία καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀφιέρωσαν στὴ μονὴ Ἁγίας Λουκίας. Ἐκεῖ στὸ μοναστήρι ὁ Ἅγιος Ζώσιμος ἀνατράφηκε σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐπειδὴ ἔφθασε σὲ ὑψηλὸ βαθμὸ ἠθικῆς τελειότητας, τοῦ ἀνέθεσαν τὸ διακόνημα τοῦ προσμοναρίου καὶ τοῦ φύλακος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τῆς Ἁγίας Λουκίας.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἡγουμένου, γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ ὁσιότητα τοῦ βίου του, τὸν ἐξέλεξαν ἡγούμενο τῆς μονῆς καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ θέση, μὲ ὁμόφωνη γνώμη τοῦ λαοῦ τῆς Συρακούσης καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Θεοδώρου, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος, διαπρέψας στὴν ἀρετὴ καὶ τὰ θαύματα.
Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν σὲ ἡλικία 50 ἐτῶν.






Οἱ Ἅγιοι Εὐγένιος, Οὐαλεριανός, Κάνδιδος καὶ Ἀκύλας οἱ Μάρτυρες
Image
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Εὐγένιος, Οὐαλεριανός, Κάνδιδος καὶ Ἀκύλας μαρτύρησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοὺ (285 – 305 μ.Χ.), στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. Ὁ Εὐγένιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα, ὁ Οὐαλεριανὸς ἀπὸ τὴν Ἐδίσκη, ὁ Κάνδιδος ἀπὸ τὴ Σολωχαίνη καὶ ὁ Ἀκύλας ἀπὸ τὴ Γορδαίνη.

Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ Ἅγιοι, ὅταν ξέσπασε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, κρύβονταν στὰ ὄρη τῆς Τραπεζοῦντος. Ἕνα βράδυ, μετὰ ἀπὸ προσευχὴ καὶ ἐπικαλούμενοι τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πῆγαν στὸ ναὸ τῶν Ἐθνικῶν καὶ κατέστρεψαν τὸ εἴδωλο τοῦ ψεύτικου θεοῦ Μίθρα. Ὁ ἔπαρχος Σατάλων Λυσίας, τοὺς καταδίωξε καὶ κατόρθωσε νὰ συλλάβει τοὺς τρεῖς, τὸν Οὐαλεριανό, τὸν Κάνδιδο καὶ τὸν Ἀκύλα. Μετὰ τὴ σύλληψη, τοὺς διέταξε νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐκεῖνοι ὅμως ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους καὶ μὲ παρρησία δήλωσαν τὴν ἀφοσίωσή τους στὸν Κύριο.

Τότε ὁ ἔπαρχος τοὺς ἐξόρισε σὲ ἕνα στενὸ φρούριο τῆς χώρας τῶν Λαζῶν, τὸ ὁποῖο ὀνομαζόταν Πιττυοῦς. Ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν φυλακὴ ἔμειναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους. Γι’ αὐτὸ τοὺς μετέφεραν στὴν Τραπεζούντα καὶ κατὰ τὴν διαταγὴ τοῦ Λυσία τοὺς ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Ἀρχικά τους ξέσχισαν τὶς σάρκες μὲ βούνευρα. Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ τοὺς κρέμασαν, τοὺς ἄνοιξαν μὲ σιδερένια νύχια βαθιὲς πληγὲς στὰ σώματά τους καὶ τὶς ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες.

Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες συνελήφθη καὶ ὁ Ἅγιος Εὐγένιος, ποὺ προσευχόταν σὲ σπήλαιο τῶν ἀκάνθων. Καὶ αὐτὸς ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Ἅγιο Θεό. Τότε οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ἔδειραν ἀνηλεῶς. Ἔπειτα τὸν ὁδήγησαν μαζὶ μὲ τὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου, τὸν Λυσία, στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων. Ἐκεῖ προσευχήθηκε στὸν Χριστὸ καὶ ἔκανε ὅλα τὰ εἴδωλα νὰ πέσουν κάτω, νὰ συντριβοῦν καὶ νὰ κονιορτοποιηθοῦν. Μετὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὑπέβαλαν τὸν Ἅγιο σὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Ἀρχικά του τέντωσαν τὸ σῶμα μὲ σχοινιὰ καὶ τὸν κτύπησαν μὲ ρόπαλα. Στὴν συνέχεια τὸν κρέμασαν, τοῦ ἄνοιξαν μὲ σιδερένια νύχια βαθιὲς πληγὲς στὰ πλευρὰ καὶ τὸν κατέκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Ἔπειτα ἔριξαν μέσα στὶς πληγές του ἁλατόνερο καὶ δριμύτατο ξύδι. Ἀκολούθως ἔριξαν σὲ πυρακτωμένο καμίνι καὶ τοὺς τέσσερις Ἁγίους μαζί. Ἐπειδὴ ὅμως ὅλοι τους ἔμειναν ἀβλαβεῖς, τοὺς ἀποκεφάλισαν διὰ ξίφους.

Ὁ μέχρι σήμερα σωζόμενος ναός, ἀνήκει στὸν τύπο τῆς ἀνατολικῆς ἄνευ ὑπερώων βασιλικῆς μετὰ τρούλου. Στὸ ναὸ φυλάσσονταν τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου καὶ τῶν συναθλητῶν του ἐναποτεθειμένα σὲ ἀργυρὲς λάρνακες, ἐνῶ οἱ κεφαλὲς τῶν μαρτύρων ἦταν στολισμένες μὲ χρυσὸ καὶ λίθους καὶ πλῆθος ἀπὸ μαργαριτάρια. Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου μαζὶ μὲ αὐτὸν τῆς Χρυσοκεφάλου ἀποτελοῦσαν τὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ ἐθνικῆς ζωῆς τῆς Τραπεζούντας. Ἡ τιμὴ καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν Τραπεζουντίων πρὸς τὸν πολιοῦχο Ἅγιο ὑπῆρξε μεγάλη καὶ τὰ πλήθη συνέρρεαν ἀπὸ παντοῦ κατὰ τὶς δύο πανηγύρεις, στὶς 21 Ἰανουαρίου ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του καὶ στὶς 24 Ἰουνίου, ἡμέρα τῶν γενεθλίων τοῦ Μάρτυρος, ποὺ διὰ θαύματος καθιερώθηκε κατὰ τὸ διάστημα τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Βασιλείου (867 – 886 μ.Χ.).
Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Εὐγένιος, Οὐαλεριανός, Κάνδιδος καὶ Ἀκύλας, ἔλαβαν τὰ ἀμάραντα στεφάνια τοῦ μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τραπεζοῦντος τὸν γόνον καὶ θερμὸν ἀντιλήπτορα, καὶ τοῦ πάντων Δεσπότου στρατιώτην περίδοξον, Εὐγένιον τὸν μέγαν Ἀθλητήν, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις οἱ πιστοί· ἀπὸ πάσης γὰρ λυτροῦται ἐπιφορᾶς, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τετράστιχον ὅμιλον, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, Εὐγένιον μέλψωμεν, σὺν τῷ Οὐαλεριανῷ, Ἀκύλαν καὶ Κάνδιδον· οὗτοι γὰρ ἐν τῇ πόλει, Τραπεζοῦντος νομίμως, ἤθλησαν καὶ τὴν πλάνην, τῶν εἰδώλων καθεῖλον· καὶ νῦν καθικετεύουσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τραπεζουντίων εὐσεβῶς αἱ χορεῖαι, τοῦ Ἀθλοφόρου Εὐγενίου τὴν μνήμην, χρεωστικῶς τελέσωμεν γηθόμενοι, καὶ τοὺς μαρτυρήσαντας σὺν αὐτῷ εὐφημοῦντες· οὗτοι γὰρ παρέχουσιν, ἡμῖν ἄφθονον χάριν, καὶ τῷ Χριστῷ πρεσβεύουσιν ἀεί, πᾶσι δοθῆναι, πταισμάτων συγχώρησιν.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθος Τραπεζοῦντος ὤφθης τερπνόν, καὶ ἐν ταύτῃ Μάρτυς, ἠγωνίσω ἀθλητικῶς, μετὰ τῶν συνάθλων, Εὐγένιε παμμάκαρ· διὸ Τραπεζουντίοις, δίδου τὴν χάριν σου.






Ἡ Ἁγία Ἁγνὴ ἡ Μάρτυς
Image
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἁγνὴ καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἀπὸ γενεὰ λαμπρὴ καὶ ἔνδοξη. Ἐπειδὴ ζοῦσε μία ζωὴ ἁγνὴ καὶ καθαρή, δηλαδὴ ἦταν πραγματικὰ αὐτὸ ποὺ δήλωνε τὸ ὄνομά της, ἁγνή, πολλὲς γυναῖκες τὴν θαύμαζαν καὶ πήγαιναν κοντά της. Τότε ἡ Ἁγία εὕρισκε τὴν εὐκαιρία καὶ τὶς δίδασκε τὴν Χριστιανικὴ ἀλήθεια καὶ τὶς προέτρεπε νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό, ὡς τὸν μόνο Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ Αὐτὸν μόνο νὰ λατρεύουν.

Οἱ δραστηριότητες αὐτὲς τῆς Ἁγίας Ἁγνῆς ἔφθασαν στὰ αὐτιὰ τοῦ εἰδωλολάτρη ἄρχοντα. Ἐκεῖνος ἐξοργίσθηκε πολὺ καὶ διέταξε νὰ τὴ συλλάβουν ἀμέσως. Μόλις τὴν ὁδήγησαν μπροστά του, τὴν προέτρεψε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἀλλιῶς θὰ τὴν παραδώσει σὲ πορνεῖο. Ἐκείνη ὅμως ἀρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντάς του : «Οὔτε στοὺς θεούς σου θὰ θυσιάσω, οὔτε μὲ ἐνδιαφέρει τὸ ἂν θὰ μὲ παραδώσεις σὲ πορνεῖο. Πιστεύω μὲ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός μου θὰ μὲ διασώσει ἀπὸ μία τέτοια ἀτίμωση».

Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἄρχοντας, κάλεσε κάποιον καὶ τοῦ παρέδωσε τὴν Ἁγία Ἁγνὴ μὲ ἐντολὴ νὰ τὴν διαπομπεύσει στὴν πόλη. Ἐκεῖνος ἐκτέλεσε τὴν ἐντολὴ τοῦ ἄρχοντα κατὰ γράμμα καὶ στὴν συνέχεια ὁδήγησε τὴν Ἁγία στὸ ἐργαστήριο τοῦ Σατανᾶ, στὸ πορνεῖο. Ὁποιοσδήποτε ὅμως πλησίαζε ἔχανε ἀμέσως τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ γινόταν τόσο ψυχρός, λὲς καὶ ἦταν νεκρός. Ἀλλὰ καὶ οἱ βλέποντες ἐκεῖνο τὸ θέαμα, ἐβόησαν ὅλοι τους μὲ μιὰ φωνή: «Μεγάλη ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ».

Τότε ὁ ἄρχοντας τὴν ρώτησε πῶς συνέβη αὐτό. Ἡ Ἁγία του ἀπάντησε: «Ὁ Κύριός μου καὶ Θεός μου ἀπέστειλε τὸν Ἄγγελό Του καὶ μὲ προστάτευσε ἀπὸ τὴν ἀτίμωση».
Τότε ὁ ἄρχοντας διέταξε νὰ κάψουν στὸ πῦρ τὴν Ἁγία. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ Ἁγνὴ σφράγισε πρῶτα τὸν ἑαυτό της μὲ τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ, μπῆκε μὲ θάρρος στὴ μέση τῆς φωτιᾶς. Καὶ προσευχόμενη μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστὸ (303 – 305 μ.Χ.). Μόλις ἔσβησε ἡ φωτιά, κάποιοι Χριστιανοὶ πῆραν κρυφὰ τὸ τίμιο λείψανό της καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τιμές, δοξάζοντας τὸν Θεό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως ἁγνείας ὤφθης κειμήλιον, καὶ ἀνδρικῶς ἠγωνίσω ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ, καλλιπάρθενε σεμνὴ Ἁγνὴ πανεύφημε· ὡς γὰρ θυσία καθαρά, προσενήνεξαι αὐτῷ, τελέσασα τὸν ἀγῶνα, διὰ πυρὸς Ἀθληφόρε, καὶ τοῦ ἐχθροῦ τὴν πλάνην ἔφλεξας.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας λάμπουσα, μαρμαρυγαῖς ἀκηράτοις, μαρτυρίου ἤνυσας, περιφανῶς τοὺς ἀγῶνας· πίστει γὰρ, καὶ θείῳ ἔρωτι φλεγομένη, ἤνεγκας, πυρὸς τὴν καῦσιν ἀνδρειοφρόνως, καὶ πρὸς φῶς τῆς ἄνω δόξης, Ἁγνὴ θεόφρον, χαίρουσα ἔδραμες.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς ἁγνείας ἄνθος τερπνόν, Ἁγνὴ Ἀθληφόρε, νύμφη ἄμωμε τοῦ Χριστοῦ· χαίροις ἡ ὡς θῦμα, Κυρίῳ προσαχθεῖσα, διὰ πυρὸς τελέσασα τὸν ἀγῶνά σου.






Οἱ Ἅγιοι Τέσσερις Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Τέσσερις Μάρτυρες, μαρτύρησαν στὴν Τύρο διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Πάτροκλος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Πάτροκλος μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (270 – 275 μ.Χ.). Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.






Οἱ Ἅγιοι Πάντες Μάρτυρες ἀπὸ τοῦ Πρωτομάρτυρα Στέφανου μέχρι σήμερα
Ἡ μνήμη αὐτῶν ἑορτάζεται τὴν ἡμέρα αὐτὴ κατὰ τὸ Τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Ἡ Σύναξη ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Ἱεροσολύμων, τὸν ὁποῖο ἔκτισε ἡ βασίλισσα Εὐδοκία (460 μ.Χ.), σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ.







Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώνιος
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώνιος ἔζησε περὶ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Αἴγυπτο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Μνήμη Ἐγκαινίων ναοῦ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης
Κατὰ αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἐτελεῖτο ἡ ἀνάμνηση τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.






Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος
Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ἦταν μοναχὸς καὶ προσμονάριος τῆς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἀξιώθηκε νὰ ἀκούσει τὴν φωνὴ τῆς Θεοτόκου ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἁγία εἰκόνα Αὐτῆς.
Κοιμήθηκε Ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παραμυθίας
Image
Τὸ ἔτος 807 μ.Χ. κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ ἐνῶ ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου ἦταν μέσα στὸ ναό, ἄκουσε ξαφνικὰ μέσα ἀπὸ τὴν εἰκόνα τὴ φωνὴ τῆς Θεοτόκου, ποὺ τοῦ εἶπε νὰ μὴν ἀνοίξουν ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὶς πύλες τῆς μονῆς, ἐπειδὴ παραμόνευαν οἱ πειρατές. Ἔκπληκτος ὁ ἡγούμενος εἶδε ἀμέσως ὅτι τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ἔγινε ζωντανό, ὁμοίως καὶ τοῦ βασταζόμενου στὴν ἀγκαλιά της Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος σήκωσε τὸ δεξί του χέρι καὶ πῆγε μὲ αὐτὸ νὰ καλύψει τὸ στόμα τῆς Παναγίας. Ἀλλὰ ἀμέσως ἡ Παντάνασσα κράτησε τὸ χέρι τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ της καὶ πρὸς τοῦτο ἔκλινε δεξιότερα τὸ πρόσωπό της καὶ σχεδὸν εἶπε τοὺς ἴδιους λόγους.
Ὁ ἡγούμενος ἀμέσως κάλεσε τοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι θαύμασαν τὸ γεγονὸς καὶ διαπίστωσαν ὅτι ἡ εἰκόνα εἶχε λάβει ἄλλη μορφὴ καὶ σχηματισμὸ διαφορετικό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Παραμύθιον θεῖον καὶ προπύργιον ἄσειστον, τὴν σεπτήν σου Εἰκόνα, Θεοτόκε κεκτήμεθα· ἐκ ταύτης γὰρ παρέχεις μυστικῶς, ἡμῖν παραμυθίαν καὶ ἰσχύν, τοῖς ἐν πίστει ἐκβοῶσί σοι ἐκ ψυχῆς, Παραμυθία Δέσποινα· δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ σῇ χρηστότητι, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς παραμυθίᾳ Ἄχραντε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῇ κραταιᾷ σου προστασία καταφεύγοντες

Παραμυθία Θεοτόκε Ἀειπάρθενε

Ἀπὸ πάσης ἐκλυτρούμεθα ἐπηρείας.

Ἀλλ’ ὡς βρύσις συμπαθείας ἀνεξάντλητος

Παραμυθήσαι ἡμᾶς ἐν περιστάσεσι
Τοὺς βοῶντάς σοι· χαῖρε πάντων βοήθεια.

Μεγαλυνάριον.
Βρύει ἡ Εἰκών σου ἡ ἱερά, κρουνοὺς συμπαθείας, μυστικῇ σου ἐπισκοπῇ, καὶ παραμυθεῖται, τοὺς πίστει προσιόντας· διὸ Παραμυθία, σὲ μεγαλύνομεν.






Οἱ Ἅγιοι Γαβριὴλ καὶ Σιώνιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Γαβριὴλ καὶ Σιώνιος μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους κατὰ τὴν περίοδο τοῦ ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων Μουρτάγονος κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Γραικός
Image
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Γραικὸς γεννήθηκε στὴν Ἄρτα περὶ τὸ ἔτος 1470. Τὸ κατὰ κόσμο ὄνομά του ἦταν Μιχαὴλ Τριβώλης καὶ ἀνῆκε στὴ μεγάλη οἰκογένεια τῶν Τριβωλῶν, ποὺ οἱ ρίζες της ἔφταναν μέχρι τοὺς Παλαιολόγους. Ἡ οἰκογένειά του, ἡ ὁποία ζοῦσε ἀρχικὰ στὴ Λακεδαιμόνα, πῆγε στὴν Κέρκυρα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἄρτα, ὅπου ἐγκαταστάθηκε. Ὁ Ὅσιος ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα στὴν Ἄρτα καὶ στὴν Κέρκυρα, μὲ τὴ φροντίδα τοῦ πατέρα του Μανουὴλ καὶ συνέχισε τὶς σπουδές του σὲ γνωστὰ εὐρωπαϊκὰ πανεπιστήμια, ὅπως τῆς Πάδοβας, τῆς Φλωρεντίας, τῶν Παρισίων καὶ ἀλλοῦ.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰώνα μ.Χ. ἔρχεται στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κείρεται μοναχός, μὲ τὸ ὄνομα Μάξιμος, καὶ ἐπιδίδεται στὴ μελέτη καὶ στὴν ἄσκηση. Στὴ μονὴ ἐγκαταβιοῦσε καὶ ὁ λόγιος πρώην Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νήφων ὁ Β’ (1486 – 1489, 1497 – 1498, 1502). Οἱ συζητήσεις του μὲ τὸν Ἅγιο Νήφωνα († 11 Αὐγούστου) τὸν βοήθησαν νὰ κατανοήσει βαθύτερα τὸ ὀξὺ ἀντιλατινικὸ πνεῦμα τοῦ Ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ.

Ἡ προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου ὁλοκληρώθηκε πράγματι στὴ Ρωσία, ἡ ὁποία μετὰ τὴν ἀποτίναξη τοῦ μογγολικοῦ ζυγοῦ, ἀναζητοῦσε τὸν ἀνακαθορισμὸ τῆς πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς της ταυτότητας. Ἡ ἀνακάθαρση τῶν πηγῶν τοῦ πνευματικοῦ βίου τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ θεωρεῖτο προφανῶς ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη, διότι εἶχαν διαπιστωθεῖ νοθεύσεις, παραφθορὲς καὶ σφάλματα καὶ σὲ αὐτὰ ἀκόμη τὰ λειτουργικὰ βιβλία.

Ἔτσι, τὸ ἔτος 1518, φθάνει στὸ Ἅγιο Ὄρος ἐπίσημη ἀντιπροσωπεία τοῦ τσάρου τῆς Μοσχοβίας, Βασιλείου Ἰβάνοβιτς καὶ συνοδεύει τὸν Ἅγιο Μάξιμο στὴ Μόσχα. Εἶχε προηγηθεῖ πρόταση τοῦ τσάρου στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ στὸ Πατριάρχη Θεόληπτο Α’ (1513 – 1522), τὸ ὁποῖο τελικὰ ἔκαμψε τὴν ἀρχικὴ ἄρνηση τοῦ Ἁγίου στὴν πρόσκληση τοῦ τσάρου. Σκοπὸς τῆς προσκλήσεως ἦταν ἡ ἀποκατάσταση τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων ἀπὸ ἀνορθόδοξες ἐπεμβάσεις καὶ αἱρετικὲς δοξασίες. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος δὲν εἶχε μόνο τεράστια μόρφωση, ἀλλὰ ἦταν καὶ γλωσσομαθέστατος.

Ὁ Ἅγιος ἔφερε μὲ ἐπιτυχία σὲ πέρας τὸ ἔργο του. Ὁ τσάρος ὅμως ἀθέτησε τὴν ὑπόσχεσή του ὅτι θὰ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἐπιστρέψει στὴ μονὴ τῆς μετάνοιάς του, τὸ Βατοπαίδι, καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος κατακρατεῖται στὴ Μόσχα ὡς φιλοξενούμενος. Ἐκεῖ δημιουργεῖ σχολή. Ἡ παραμονή του στὴ Μόσχα τοῦ δίνει τὴν δυνατότητα νὰ γνωρίσει βαθύτερα τὴν ζωὴ στὴ Μοσχοβία, τὴν ἀπερίγραπτη ἀθλιότητά της, τὴν ἄκρατη θρησκοληψία καὶ τυπολατρία. Τὰ μοναστήρια εἶχαν γίνει κέντρα πλουτισμοῦ. Ὁ Ἅγιος, μαζὶ μὲ ἄλλους Ρώσους ἀδελφούς, βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς θύελλας ποὺ ξεσπάει. Ἐπιζητεῖ μὲ τοὺς τολμηροὺς ἀγῶνες του τὴν ἀναγέννηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς. Ἡ χριστοκεντρικὴ θεώρηση τοῦ Ὀρθόδοξου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀπέκλειε κάθε ἀνθρωποκεντρική, κοσμοκεντρικὴ ἢ ἱεροκρατικὴ αὐτονόμηση καὶ προέβαλε τὴν ἐν Χριστῷ ὀργανικὴ καὶ λειτουργικὴ ἑνότητα τοῦ ὅλου σώματος, ἤτοι κλήρου καὶ λαοῦ σὲ μία θεοκεντρικὴ βίωση τῆς ἱστορίας. Παράλληλα ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀντιμετωπίζει ἀποτελεσματικὰ τὴν παπικὴ προπαγάνδα, ποὺ ἀπειλεῖ τὴν Ὀρθόδοξη Ρωσία.

Οἱ ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Μάξιμου προκαλοῦν τοὺς ἀντιπάλους, τὸ ἱερατικὸ κατεστημένο, ἀλλὰ καὶ τὴν τσαρικὴ αὐλή. Ἡ ἔριδα μεταξὺ τῶν «Ἰωσηφιτῶν» μοναχῶν, ποὺ ὑποστήριζαν τὸ κανονικὸ δικαίωμα κτήσεως περιουσίας τῶν μοναστηριῶν καὶ τῶν «Ζαβολγείων» μοναχῶν, ποὺ ἐναντιώνονταν στὴν ἀπόκτηση περιουσίας τῶν μοναστηριῶν, ἀνέδειξε τὶς βαθύτερες ρίζες τῶν ἐσωτερικῶν ἀντιφάσεων τοῦ πνευματικοῦ βίου τῆς Ρωσίας. Τὸ ζήτημα ἀφοροῦσε οὐσιαστικὰ στὴν διαφορετικὴ κατανόηση τοῦ σκοποῦ κτήσεως μεγάλης περιουσίας ἀπὸ τὰ μοναστήρια. Ὁ Ἅγιος βρισκόταν πλησιέστερα πρὸς τὶς θέσεις τῶν «Ζαβολγείων» μοναχῶν καὶ ὑπῆρξε διακριτικὸς ὑποστηρικτής τους. Διαβάλλεται ὡς αἱρετικὸς καὶ ἀντίπαλος τῆς δυναστείας. Οἱ συνωμοτικοὶ μηχανισμοὶ ὁλοκληρώνουν τὸ καταχθόνιο ἔργο τους καὶ ὁ Μάξιμος συλλαμβάνεται. Καταδικάζεται σὲ 25 χρόνια φυλάκιση. Τὸ φρικτό του μαρτύριο ἀρχίζει. Τὸν ρίχνουν σὲ σκοτεινὸ κελί. Τοῦ στεροῦν ἀκόμη καὶ τὴ Θεία Μετάληψη. Ἀκόμη καὶ τὰ μέσα νὰ γράφει. Γράφει μὲ κάρβουνο στοὺς τοίχους τῆς φυλακῆς, γιὰ νὰ δώσει διέξοδο στοὺς λογισμούς του. Ἐκεῖ ἔγραψε τὸν περίφημο «Κανόνα εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα». Οἱ ἐχθροί του δίνουν ἰδιαίτερη ἔμφαση στὶς θέσεις τοῦ Ἁγίου Μαξίμου γιὰ τὶς κανονικὲς ἐκκλησιαστικὲς σχέσεις τῆς Ρωσίας πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ ἁγιορείτης μοναχὸς ὑπερασπιζόταν ὄχι ἁπλὲς διεκδικήσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἀλλὰ κύρια καὶ πρώτιστα τὸν ὑπ’ αὐτῆς ὀφειλόμενο σεβασμὸ στὴν καθιερωμένη Ὀρθόδοξη κανονικὴ τάξη. Ὑπὸ τὸ πνεῦμα αὐτὸ πρέπει νὰ κατανοηθεῖ καὶ ἡ ἀντίρρηση τοῦ Ἁγίου Μαξίμου στὴ θεωρία τῆς «Τρίτης Ρώμης», ἡ ὁποία θεμελιωνόταν στὴν αὐθαίρετη παραδοχὴ τῆς δῆθεν ἐκτροπῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση.

Ἡ φωνή του, ἀπὸ τὴ μονὴ Ὄτροτυ τῆς Ἐπισκοπῆς Τβὲρ τῆς Ρωσίας, ὅπου ἦταν φυλακισμένος, φθάνει ὡς τὶς ἐσχατιὲς τῆς ἀχανοῦς χώρας. Γίνεται ὁ διδάσκαλος, ὁ ἀναμορφωτής. Ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα ἐπεμβαίνουν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του. Ὁλόκληρη ἡ Ἀνατολὴ συγκλονίζεται ἀπὸ τὸ μαρτύριό του.

Τὸ ἔτος 1551 ὁ Ἰβὰν Δ’ ὁ Τρομερὸς ἀπελευθερώνει τὸν Ἅγιο καὶ τὸν μεταφέρει, μὲ πρωτοβουλία τοῦ ἡγουμένου Ἀρτεμίου, στὴ Λαύρα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος πέρασε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του καὶ κοιμήθηκε ὁσίως τὸ 1556.
Τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, παρὰ τὸν διωγμὸ καὶ τὴν ἄδικη καταδίκη αὐτοῦ, ἐπέζησε καὶ ἀποτέλεσε τὴν βάση τῶν ἀποφάσεων τῆς συγκληθείσης τὸ ἔτος 1551 Συνόδου τῶν Ἑκατὸ Κεφαλαίων, δικαιωθέντος ἔτσι τοῦ ἔργου αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο συνετέλεσε στὴ λειτουργικὴ ἀναγέννηση, ἰδιαίτερα διὰ τῆς διορθώσεως τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, τὴν ἀνάπτηξη τοῦ θεολογικοῦ λόγου, τὴν προώθηση θεμάτων τοῦ ἱεροῦ κλήρου καὶ τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τὴν προστασία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ αὐθαίρετες ἐπεμβάσεις τῆς ἑκάστοτε ἐξουσίας. Ὁ ἡγέτης τῶν Ζαβολγείων μοναχῶν καὶ φίλος τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, ὁμολογοῦσε ὅτι «μόνο τώρα, διὰ τοῦ Μαξίμου, ἐγνωρίσαμε τὸν Θεό», ἐνῶ τὰ ἔργα του ἀντιγράφονταν καὶ διαδίδονταν ταχύτατα χαρακτηριζόμενα ὡς «θεία καὶ ἅγια».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Λακεδαιμονίων τὸν γόνον, καὶ τῆς Ἄρτης τὸ καύχημα, τὸν φωστήρα τῶν Ρώσων καὶ τοῦ Ἄθω ἀγλάϊσμα, τιμήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικρινῶς, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῶν Ὀρθοδόξων τὸ νέον καύχημα.






Ὁ Ὅσιος Τίμων ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Τίμων, ὁ ἔνοικος τῆς ἐρήμου, ἀσκήτεψε στὸ Ναδέγεβ τῆς Ρωσίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1840.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue Jan 15, 2013 12:22 am

22 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἀπόστολος
Image
Σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες πού μας παρέχουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ Τιμόθεος ἦταν ὁ πιὸ ἀγαπητὸς μαθητής του καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ στενοὺς συνεργάτες τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Τὸ ὄνομά του εἶναι ἑλληνικὸ καὶ σημαίνει αὐτὸς ποὺ τιμᾶ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν ποὺ τιμᾶ ὁ Θεός.

Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Τιμόθεος γεννήθηκε μᾶλλον στὰ Λύστρα τῆς Λυκαονίας ἢ πιθανὸν στὴ Δέρβη, ἀπὸ πατέρα Ἕλληνα Ἐθνικὸ καὶ μητέρα πιστὴ Ἰουδαία, προφανῶς ἐκ γενετῆς καὶ πιθανὸν προσήλυτη, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐνίκη. Κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἦταν εὐσεβής, ὅπως καὶ ἡ μάμμη του, ἐκ μητρός, Λωΐς. Ὁ Τιμόθεος δέχθηκε ἀπὸ τὶς εὐσεβεῖς αὐτὲς γυναῖκες τὴν πρώτη θρησκευτικὴ ἀγωγὴ καὶ διδάχθηκε ἀπὸ βρέφος τὰ ἱερὰ γράμματα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ προετοιμάσθηκε κατάλληλα νὰ ἀποδεχθεῖ στὴ συνέχεια τὴν Χριστιανικὴ πίστη.

Ἡ ὁριστικὴ μεταστροφή του στὸν Χριστιανισμὸ φαίνεται νὰ ἔγινε κατὰ τὴν Α’ Ἀποστολικὴ περιοδεία, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβα ἐπισκέφθηκαν τὰ Λύστρα τῆς Λυκαονίας καὶ πιθανὸν φιλοξενήθηκαν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ Τιμοθέου. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο στὰ Λύστρα, εἶναι ἐπίσης βέβαιο ὅτι ὁ Τιμόθεος παρακολούθησε τὸ κήρυγμά του καὶ ἔγινε μάρτυρας τῶν διωγμῶν καὶ τῶν παθημάτων ποὺ ὑπέστη ὁ Ἀπόστολος ἐκεῖ. Ἡ ἐμπειρία τῶν γεγονότων αὐτῶν φαίνεται ὅτι ἐπηρέασε ἔντονα τὸν Ἀπόστολο Τιμόθεο καὶ τὸν προετοίμασε ἐσωτερικὰ νὰ δεχθεῖ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ πιστέψει σὲ Αὐτόν.

Μετὰ τὰ γεγονότα στὴ Δέρβη καὶ στὰ Λύστρα τῆς Λυκίας, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παρέλαβε μαζί του τὸν πιστὸ καὶ ἀχώριστο συνοδό του τὸν Τιμόθεο. Ἔκτοτε ὁ Τιμόθεος ἔγινε ὁ πιὸ προσφιλὴς καὶ ἀφοσιωμένος μαθητὴς καὶ συνεργὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὸ ἔργο τῆς ἱδρύσεως τῶν Ἐκκλησιῶν στὶς διάφορες περιοχὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Ἑλλάδος ἀργότερα καὶ τῆς στηρίξεως τῆς πίστεως τῶν διωκομένων Χριστιανῶν. Ἀνέλαβε πολλὲς σημαντικὲς καὶ ἐμπιστευτικὲς ἀποστολὲς γιὰ σπουδαία Ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, παρὰ τὸ νεαρό της ἡλικίας καὶ τὴν ἀπειρία του.

Συγκεκριμένα, συνεχίζοντας τὴν Β’ Ἀποστολικὴ περιοδεία διελθόντες διὰ μέσου τῆς Φρυγίας καὶ τῆς Γαλατίας, ἔφθασαν στὴν Μοισία καὶ Τρωάδα καὶ διαπλεύσαντες τὴ Σαμοθράκη ἦλθαν στὴ Νεάπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας. Ἀπὸ ἐκεῖ, ὁδοιποροῦντες , πέρασαν ἀπὸ τὴν Ἀμφίπολη καὶ Ἀπολλωνία καὶ κατέληξαν στὴ Θεσσαλονίκη. Στὴ Θεσσαλονίκη ὁ Τιμόθεος ἐργάσθηκε ἀθόρυβα καὶ ἀποδοτικά, συνέβαλε οὐσιαστικὰ στὸ ἔργο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τόσο γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Χριστιανικῆς Κοινότητας, ὅσο καὶ γιὰ τὴν στήριξη τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης.

Ὅμως τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν Θεσσαλονικέων ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του, Τιμόθεο καὶ Σίλα, διεκόπη ἀπὸ τὴν ἀντίδραση φθονερῶν Ἰουδαίων, ποὺ δὲν πίστεψαν στὸ κήρυγμά τους καὶ τοὺς ἐξανάγκασαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Θεσσαλονίκη καὶ νὰ καταφύγουν στὴν Βέροια.

Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀγωνιώντας γιὰ τὴν κατάσταση τῶν Χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπέστειλε τὸν Τιμόθεο, προκειμένου νὰ στηρίξει τοὺς χειμαζόμενους πιστούς της ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας τῆς Θεσσαλονίκης καὶ νὰ τοὺς παρηγορήσει στὶς θλίψεις τους.

Ἀργότερα, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος ἀκολούθησε τὸ Παῦλο στὴν Κόρινθο, παρέμεινε κοντά του, ἀγωνιζόμενος μαζί του.

Κοντὰ στὴν Γ’ Ἀποστολικὴ περιοδεία, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πέρασε ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ κατέληξε στὴν Ἔφεσο, παρέμεινε ἐκεῖ γιὰ μία τριετία ἔχοντας μαζί του τὸν Τιμόθεο, τὸν ὁποῖο ἀπέστειλε σὲ εἰδικὲς ἐμπιστευτικὲς ἀποστολὲς στὴ Μακεδονία μαζὶ μὲ τὸν Ἔραστο καὶ ἴσως μὲ ἄλλους ἀδελφοὺς στὴν Κόρινθο. Λίγο ἀργότερα, ὁ Τιμόθεος μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν Κόρινθο στὴ Μακεδονία καὶ στὴ συνέχεια ἀποβιβάσθηκαν στὴν Τρωάδα καὶ διαπλέοντες τὸ ἀνατολικὸ Αἰγαῖο, πέρασαν ἀπὸ τὴν Μίλητο. Ἀπὸ τὴν Μίλητο διῆλθαν ἀπὸ τὰ νησιὰ Κῶ, Ρόδο, ἔφθασαν στὰ Πάταρα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Τύρο, τὴν Πτολεμαΐδα καὶ τὴν Καισάρεια καὶ κατέληξαν στὰ Ἱεροσόλυμα.

Στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος παρέμεινε κοντὰ στὸν Ἀπόστολο Παῦλο κατὰ τὴν ἐκεῖ φυλάκισή του καὶ κατόπιν τὸν συνόδευσε στὴ φυλακὴ στὴ Ρώμη. Εἶναι βέβαιο, ὅτι κατὰ τὴν τελευταία μετάβαση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ τὴν πρώτη ἀποφυλάκισή του ἀπὸ τὴ Ρώμη, συνοδευόταν ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Τιμόθεο, τὸν ὁποῖο μάλιστα ἄφησε στὴν Ἔφεσο ὡς Ἐπίσκοπο μέχρι καὶ τοῦ ἐπισυμβάντος μαρτυρικοῦ θανάτου του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπέστειλε πρὸς τὸν Ἅγιο Τιμόθεο, ὡς Ἐπίσκοπο Ἐφέσου, δύο Ἐπιστολές, ποὺ ἐμπεριέχονται στὸν κανόνα τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, καὶ οἱ ὁποῖες λόγω τοῦ ποιμαντικοῦ περιεχομένου αὐτῶν καλοῦνται ποιμαντικές.

Κατὰ παλαιὰ παράδοση ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος μαρτύρησε στὴν Ἔφεσο ἐπὶ Δομετιανοῦ ἢ Νερούα, ὅταν πῆγε στὰ καταγώγια τῶν εἰδωλολατρῶν, γιὰ νὰ τοὺς ἀποτρέψει ἀπὸ ἀπάνθρωπες τελετὲς καὶ θυσίες καὶ γεμάτος ἀπὸ Θεῖο ζῆλο, ἐπειδὴ δὲν ἀνεχόταν νὰ βλέπει αὐτὰ τὰ ἀτοπήματα, τοὺς συνέστησε νὰ μὴν συνεχίσουν τὶς αἰσχρές τους πράξεις. Τότε ἐκεῖνοι ἐξοργίσθηκαν καὶ ὅρμησαν ἐναντίων τοῦ Ἁγίου, τὸν ὁποῖο φόνευσαν μὲ ρόπαλα.

Τὸ τίμιο λείψανο αὐτοῦ μετακομίσθηκε τὸ ἔτος 356 μ.Χ. ἐπὶ Κωνσταντίου στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐναποτέθηκε ἐντὸς τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ἐτελεῖτο καὶ ἡ Σύναξή του. Στὴν ἴδια Ἁγία Τράπεζα εἶχαν ἐναποτεθεῖ τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἀνδρέου καὶ Λουκᾶ. Ὅταν ὁ Ἰουστινιανὸς ἀνοικοδόμησε καὶ μετασκεύασε τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ποὺ εἶχε ἀνεγείρει ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἄφησε τὴν Ἁγία Τράπεζα ὡς εἶχε, ἀδιασάλευτη, περιορισθεῖς μόνο στὴν κατασκευὴ ἀργυροῦ καλύμματος.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἀποστόλου Τιμοθέου ἐτελεῖτο τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Ὀρμίσδα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.

Χρηστότητα ἐκδιδαχθείς, καὶ νήφων ἐν πᾶσιν, ἀγαθὴν συνείδησιν ἱεροπρεπῶς ἐνδυσάμενος, ἤντλησας ἐκ τοῦ σκεύους τῆς ἐκλογῆς τὰ ἀπόρρητα· καὶ τὴν πίστιν τηρήσας, τὸν ἴσον δρόμον τετέλεκας, Ἱερομάρτυς Ἀπόστολε Τιμόθεε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τέκνον γνήσιον, τοῦ Παύλου ὤφθης, ὡς παρίστησι, καὶ συνεργάτης, ἀγαπητὸς κατὰ πάντα Τιμόθεε· καὶ διαπρέψας τῷ λόγῳ τῆς χάριτος, ἀθλητικῶς ἐδοξάσθης Ἀπόστολε. Ὅθεν πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.

Τιμόθεον πιστοί, τὸν συνέκδημον Παύλου, καὶ θεῖον μαθητήν, καὶ πιστὸν συνεργάτην, ἐνθέως τιμήσωμεν, πρὸς αὐτὸν ἀνακράζοντες· Ἀεὶ πρέσβευε, τῷ Βασιλεῖ τῶν ἁπάντων, δοῦναι ἄφεσιν, ἁμαρτιῶν ἡμῖν πᾶσιν, ὡς θεῖος Ἀπόστολος.



Ἕτερον Κοντάκιον (μετὰ τοῦ Ὁσιομάρτυορος Ἀναστασίου). Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τὸν θεῖον Μαθητήν, καὶ συνέκδημον Παύλου, Τιμόθεον πιστοί, εὐφημήσωμεν ὕμνοις, σὺν τούτῳ γεραίροντες, τὸν σοφὸν Ἀναστάσιον, τὸν ἐκλάμψαντα, ἐκ τῆς Περσίδος ὡς ἄστρον, καὶ ἐλαύνοντα, τὰ ψυχικὰ ἡμῶν πάθη, καὶ νόσους τοῦ σώματος.

Μεγαλυνάριον.

Χερσὶ ταῖς τοῦ Παύλου ὁλοσχερῶς, Χριστῷ ἀνετέθης, τῷ τῶν ὅλων δημιουργῷ, καὶ τῆς ἐν Ἐφέσῳ, Ἁγίας Ἐκκλησίας, ποιμὴν σοφὸς ἐδείχθης, μάκαρ Τιμόθεε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον (μετὰ τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἀναστασίου)
Παύλου ἐχρημάτισας Μαθητής, Τιμόθεε μάκαρ, ὡς Ἀπόστολος εὐκλεής· θείων δὲ χαρίτων, ἐπλήσθης ἐναθλήσας, Χριστοῦ Ὁσιομάρτυς, ὦ Ἀναστάσιε.






Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Πέρσης
Image
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ραχὴζ τῆς Περσίας, τῆς ἐπαρχίας Ρασνουνί. Ὀνομαζόταν Μαγουνδάτ, ἦταν υἱὸς τοῦ μάγου Μὰβ καὶ ὑπηρέτησε στὸ στρατὸ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ βασιλέως Χοσρόη τοῦ Β’ (590 – 628 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος κατέλαβε τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ μετέφερε στὴ χώρα του τὸν Τίμιο Σταυρὸ (614 μ.Χ.). Τότε ὁ Μαγουνδὰτ θέλησε νὰ μάθει, ἀφοῦ ἄκουσε περὶ αὐτοῦ καὶ τῶν ἐπιτελουμένων θαυμάτων, γιατί οἱ Χριστιανοὶ τιμοῦσαν αὐτόν. Ἔτσι, ἀφοῦ διδάχθηκε ἀπὸ κάποιον πιστὸ ὅτι μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου λυτρώθηκε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, πίστεψε στὸν Χριστό. Ἔπειτα, συμμετέχοντας στὴν ἐκστρατεία τῶν Περσῶν κατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, βρέθηκε στὴ Χαλκηδόνα. Κατὰ τὴν διαμονή του ἐκεῖ, ἀφοῦ πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἡράκλειος κατατρόπωσε τοὺς Πέρσες, πῆγε στὴν Ἱεράπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου βαπτίσθηκε ὑπὸ τοῦ Πατριάρχη Μοδέστου, πρὸς τὸν ὁποῖο τὸν ὁδήγησε ὁ ἱερεὺς τοῦ πανίερου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀναστάσιος. Στὴν συνέχεια ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἀββᾶ Ἰουστίνου ἢ κατ’ ἄλλους στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα. Μετὰ ἀπὸ ἑπταετὴ ἄσκηση καὶ διαβάζοντας καθημερινὰ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ τὰ μαρτύριά τους, τοὺς ζήλεψε καὶ προσευχόταν νὰ ἀξιωθεῖ τὸ μαρτυρικὸ τέλος αὐτῶν. Ἔτσι, ὅταν κατὰ τὴν παραχώρηση τοῦ Κυρίου, εἶδε σὲ ὄνειρο ὅτι ἀνέβηκε στὸ ὄρος Κυρίου καὶ στάθηκε στὸν ἅγιο τόπο Αὐτοῦ καὶ ἐκεῖ ἤπιε ἕνα χρυσὸ ποτήρι γεμάτο κρασί, θεώρησε ὅτι σκιαγραφόταν τὸ μέλλον καὶ τὸ μαρτύριό του. Γι’ αὐτό, γονυπετὴς καὶ ἔνδακρυς, ζήτησε τὴν εὐχὴ τοῦ προεστῶτος ἱερέως τῆς μονῆς γιὰ τὴ μακάρια ἀποδημία του, δηλαδὴ τὴν πορεία του πρὸς τὸ μαρτύριο.
Ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Διόσπολη, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο καὶ ἔφθασε στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Ἐκεῖ, ὅταν εἶδε κάποιους μάγους ὁμοεθνεῖς του, ἔλεγξε καὶ χλεύασε τὰ σοφίσματα καὶ τὴν ἀσέβειά τους. Τότε ἐκεῖνοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Μαρζαβανά. Ὁ ἄρχοντας διέταξε νὰ ἀφεθεῖ ἐλεύθερος, ἀρκεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ ἐνώπιον ἑνὸς μόνο προσώπου. Ὅμως ὁ Ἀναστάσιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπάντησε: «Μὴ δῴη μοι ὁ Θεὸς τῆς ἀγαπήσεως ἐκπεσεῖν τοῦ Χριστοῦ μου». Ὁ Μαρζαβανὰς θύμωσε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταφέρει βαριὲς πέτρες χωρὶς καμιὰ ἀνάπαυλα. Τὰ βασανιστήρια συνεχίστηκαν μέχρι ποὺ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Χοσρόη. Ἀλλὰ καὶ μπροστὰ στὸν βασιλιὰ δὲν φοβήθηκε. Τὸν κτύπησαν ἀλύπητα, μέχρι θανάτου, μὲ ραβδιά. Τὸ μαρτύριο ἦταν καθημερινό. Στὸ τέλος τὸν κρέμασαν ἀπὸ τὸ ἕνα χέρι καὶ διὰ βρόχου τὸν ἔπνιξαν καὶ ἀπέκοψαν τὴν κεφαλὴ αὐτοῦ. Τὸ μαρτύριό του ἔγινε τὸ 628 μ.Χ. μὲ ἄλλους 70 Χριστιανοὺς Μάρτυρες. Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριό του, ποὺ βρισκόταν ἐντὸς τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος, στὸ Στρατήγιο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν πλάνην ἀφέμενος, τὴν τῶν Περσῶν νουνεχῶς, τῇ πίστει προσέδραμες, τῇ τοῦ Χρίστου εὐσεβῶς, σοφὲ Ἀναστάσιε· ὅθεν καὶ ἐν ἀσκήσει, διαπρέψας ἐνθέως, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλες· διὸ διπλῷ στεφάνῳ, θεόθεν ἐστεφάνωσαι.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἐν ἀσκήσει πρότερον, ἐνδιαπρέψας, καρτερῶς διήνυσας, τοῦ μαρτυρίου τὴν ὁδόν· ὅθεν ἀξίως δεδόξασαι, Ὁσιομάρτυς Χριστοῦ Ἀναστάσιε.



Ἕτερον Κοντάκιον (μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Τιμοθέου). Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τὸν θεῖον Μαθητήν, καὶ συνέκδημον Παύλου, Τιμόθεον πιστοί, εὐφημήσωμεν ὕμνοις, σὺν τούτῳ γεραίροντες, τὸν σοφὸν Ἀναστάσιον, τὸν ἐκλάμψαντα, ἐκ τῆς Περσίδος ὡς ἄστρον, καὶ ἐλαύνοντα, τὰ ψυχικὰ ἡμῶν πάθη, καὶ νόσους τοῦ σώματος.

Μεγαλυνάριον.

Τὸν Ὁσιομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἐκ τῆς Περσίας, ἀπαστράψαντα μυστικῶς, ἀρετῶν ἀσκήσει, καὶ ἄθλοις μαρτυρίου, τὸν θεῖον Ἀναστάσιον μακαρίσωμεν.



Ἕτερον Μεγαλυνάριον (μετὰ τοῦ Ἀποστόλου Τιμοθέου)
Παύλου ἐχρημάτισας Μαθητής, Τιμόθεε μάκαρ, ὡς Ἀπόστολος εὐκλεής· θείων δὲ χαρίτων, ἐπλήσθης ἐναθλήσας, Χριστοῦ Ὁσιομάρτυς, ὦ Ἀναστάσιε.






Ὁ Ἅγιος Βικέντιος ὁ Διάκονος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βικέντιος ἔζησε κατὰ τὰ ἔτη τῆς βασιλείας τῶν ἡγεμόνων Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ Δατιανοὺ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Αὐγουστόπολη. Συνελήφθη μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Οὐαλλέριο στὴν πόλη Βαλεντία καὶ φυλακίσθηκε. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια τελείωσε τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου, παραδίδοντας τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸ Θεό.






Οἱ Ἅγιοι Μανουὴλ, Γεώργιος, Πέτρος, Λέων, Σιώνιος, Γαβριήλ, Ἰωάννης, Λέων, Πάροδος καὶ ἄλλοι τριακόσιοι ἑβδομήντα ἑπτὰ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μανουὴλ ὁ Ἐπίσκοπος, Γεώργιος ὁ Ἐπίσκοπος Δεβελτοῦ, Πέτρος, Λέων ὁ Ἐπίσκοπος Νικαίας, Σιώνιος, Γαβριήλ, Ἰωάννης, Λέων, Πάροδος ὁ Πρεσβύτερος κατάγονταν ἀπὸ διάφορες ἐπαρχίες καὶ κατοικοῦσαν στὴν Ἀδριανούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (813 – 820 μ.Χ.). Τότε οἱ Βούλγαροι, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Κροῦμο ἐπιτέθηκαν ἐναντίων τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καὶ ἔφθασαν μέχρι τὴν Ἀδριανούπολη, τὴν ὁποία κυρίευσαν τὸ ἔτος 813 μ.Χ. Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες οἱ αἱμοχαρεῖς, ἔσφαζαν τοὺς Χριστιανούς.

Ὅταν πέθανε ὁ Κροῦμος, ἔγινε ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων ὁ Δούκουμος. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ αὐτὸς πέθανε ἀμέσως, ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων ἔγινε ὁ Δίτζευγος, ποὺ ἐπέδειξε θηριώδη συμπεριφορὰ κατὰ τῶν Χριστιανῶν.
Τὸν Δίτζευγο διαδέχθηκε στὴν ἐξουσία ὁ Μουρτάγων (Ὁμουρτάγ). Ὁ διωγμὸς συνεχίστηκε καὶ ἔγινε σκληρότερος. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, Ἐπίσκοπος Δεβελτοῦ, ὁ Ἐπίσκοπος Πέτρος καὶ πολλοὶ ἄλλοι Χριστιανοὶ συνελήφθησαν καὶ μαρτύρησαν. Ὁ ἴδιος, ὁ Μουρτάγων, συνέλαβε τὸν Ἐπίσκοπο Μανουὴλ καὶ τὸν ὑπέβαλε σὲ φρικώδη βασανιστήρια. Μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια τὸν κατασπάραξε καὶ ἀφοῦ ἔκοψε ἀπὸ τοῦ ὤμους τὰ τίμια χέρια τοῦ Ἁγίου, τὸν ἔριξε στὰ σκυλιά. Ἀκόμη, ὁ σκληρὸς αὐτὸς ἡγεμόνας, θανάτωσε τοὺς στρατηγοὺς τῶν Χριστιανῶν Λέοντα καὶ Ἰωάννη, τὸν Ἐπίσκοπο Νικαίας Λέοντα, τὸν Γαβριὴλ καὶ τὸν Σιώνιο καὶ διὰ λιθοβολισμοῦ, τὸν Πρεσβύτερο Πάροδο.







Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ὁ Διάκονος
Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ἀσκήτεψε στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου καὶ μαρτύρησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸ 12ο αἰώνα μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ἡγιασμένος ὁ ἐν Κρήτῃ
Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ, ὁ ἐπονομαζόμενος Σαμάκος, γεννήθηκε στὴν πόλη τῶν Κεράμων, τὸ σημερινὸ Ἀζωκέραμο Σητείας τῆς Κρήτης λίγο πρὶν τὴν ἅλωση (1440). Ὑπῆρξε πνευματικὸ γέννημα καὶ θρέμμα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, γνωστῆς ὡς Δερματάνου, πλησίον τοῦ Χάνδακος (Ἡρακλείου), ὅπου ἔζησε καὶ ἔδρασε ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία μέχρι τὴν κοίμησή του. Ἔζησε σὲ μία πολὺ κρίσιμη ἱστορικὴ περίοδο γιὰ τὸ Γένος. Ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἔπεφτε στὰ χέρια τῶν Ὀθωμανῶν καὶ ἡ πατρίδα του Κρήτη βρισκόταν ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Ἐνετῶν.

Ὁ Ὅσιος μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του, διένειμε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Δερματάνου. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἡγουμένου ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς φιλανθρωπίας καὶ θὰ μποροῦσε δικαιολογημένα νὰ τοῦ ἀποδοθεῖ ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ ἐλεήμονος. Ἀναγνωρίσθηκε ἐπίσης, ὡς θαυματουργός, ἀφοῦ ἀναφέρονται πολλὰ θαύματά του.

Μετὰ ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια ἀδιάλειπτης ὁσιακῆς καὶ φιλανθρωπικῆς δράσεως, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1511 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν μονή του. Μὲ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του διαπιστώθηκε ἡ ἁγιότητά του, διότι τὸ ἱερὸ λείψανο βρέθηκε ἀκέραιο καὶ ἐξέπεμπε εὐωδία. Τὸ ἱερὸ σκήνωμά του κατατέθηκε στὸ καθολικό της μονῆς. Ἡ συνεχὴς θεραπεία πλήθους ἀσθενῶν, τυφλῶν καὶ δαιμονισμένων καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του, καθιέρωσε εὐρύτατα τὴν φήμη του ὡς θαυματουργοῦ.
Τὸ 1669 οἱ Ὀθωμανοὶ κυρίευσαν τὸ Χάνδακα (Ἡράκλειο) καὶ ὁ εὐλαβὴς κληρικὸς Ἀντώνιος Ἀρμάκης, μετέφερε τὸ ἱερὸ λείψανο στὴ Ζάκυνθο, ὅπου στὶς 29 Αὐγούστου 1669 τὸ κατέθεσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Μαντινειοῦ στὰ Ξεροβούνια. Ἐκεῖ παρέμεινε ὡς τὸ 1915, ὁπότε τοποθετήθηκε στὸν ἐνοριακὸ ναὸ τοῦ Παντοκράτορος Γαϊτανίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Των Κρητῶν τε τὸν γόνον καὶ Ζακύνθου τὸ καύχημα, τῶν πατέρων κλέος καὶ δόξα Ἰωσὴφ τὸν ἀοίδημον τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις οἱ πιστοὶ οὐ δόξῃ ἀρρήτῳ ἡ Τριὰς ἐτιμήσατο τὸ σκῆνος διασώσασα ἄφθορον. Δόξα τῷ ἁγιάσαντι αὐτόν, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἀναδείξαντι φρουρὸν καὶ ἄμισθον πιστοῖς ἰατρὸν τοῖς κάμνουσι.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’.
Τῶν πιστῶν προΐστασαι καὶ ἁπαλλάττεις, ἀπὸ πάσης θλίψεως ταῖς σαῖς πρεσβεῖες πρὸς Θεὸν, ὦ Ἰωσὴφ παναοίδιμε, κλέος καὶ δόξα ὁσίων καύχημα.







Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἐκ Ρωσίας
Image
Ὁ Ὅσιος Μακάριος του Ζαμπίνσκιϋ, κατὰ κόσμον Ὀνούφριος, καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ γεννήθηκε τὸ ἔτος 1539. Μόνασε στὴ μονὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς πόλεως Ζαμπὺν ποὺ βρίσκεται στὴν ἐπαρχία τοῦ Ταμπῶφ. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ θαυματουργικοῦ χαρίσματος, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπονομάζεται Θαυματουργός.Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1623.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάσαφ Φωτιστὴς τῆς Ἀλάσκας
Ὁ Ἅγιος Ἰωάσαφ (Μπολότωφ) γεννήθηκε στὴ Ρωσία τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ ἀγάπη στὸν Θεὸ ἔγινε ἱερέας καὶ ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Ἀλάσκα.

Ἔφθασε στὴ νῆσο Κόντιακ στὶς 24 Σεπτεμβρίου 1794. Ἐκεῖ, παρὰ τὶς τεράστιες καὶ ἀφάνταστες δυσκολίες, διακονεῖ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις. Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1796 ἡ Σύνοδος τῆς Ρώσικης Ἐκκλησίας ἀνακήρυξε τὴν Ἀλάσκα σὲ Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἴρκουτσκ τῆς Σιβηρίας καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάσαφ ἐξελέγη ἐπίσκοπος.
Σὲ μία ἱεραποστολικὴ περιοδεία τὸ πλοῖο ναυάγησε στὰ παγωμένα νερὰ τοῦ ὠκεανοῦ, παρασύροντας στὸν βυθὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάσαφ μαζὶ μὲ ὅλο τὸ πλήρωμα.






Εὕρεσις Ἱερᾶς Εἰκόνας Παναγίας Ἐλεηστρίας Κορώνης
Αὐτὴ τὴν ἡμέρα τελεῖται ἡ ἀνάμνηση τῆς εὑρέσεως τῆς ἱερᾶς εἰκόνας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Ἐλεηστρίας Κορώνης ἡ ὁποία βρέθηκε τὸ 1897 στὴν Κορώνη Μεσσηνίας.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue Jan 15, 2013 12:23 am

23 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Οἱ Ἅγιοι Κλήμης καὶ Ἀγαθάγγελος οἱ Μάρτυρες
ImageImage
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Κλήμης καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα, ἀπὸ πατέρα Ἐθνικὸ καὶ μητέρα Χριστιανή, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐφροσύνη. Σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ἐκάρη μοναχὸς καὶ σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ἀγκύρας.

Ὁ μακάριος Ἱερομάρτυρας γνώρισε σὲ ὅλη του σχεδὸν τὴ ζωὴ τὸ μαρτύριο. Ὑπέστη παντοειδεῖς καὶ φρικώδεις βασάνους ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Πράγματι, ὁ ἀγώνας του πρὸς τοὺς τυράννους κράτησε ἐπὶ εἴκοσι ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, χωρὶς νὰ διακόπτεται.

Στὴ φυλακὴ τῆς Ρώμης τὸν κρέμασαν σὲ ἕνα ξύλο καὶ τοῦ ξέσκισαν τὸ σῶμα μὲ σιδερένια νύχια, τὸν κτύπησαν μὲ πέτρες, τὸν ἔδεσαν σὲ τροχὸ ποὺ γυρίζοντας τοῦ συνέτριψε τὸ σῶμα, τοῦ συνέτριψαν τὰ σαγόνια καὶ τοῦ ἔβγαλαν τὰ δόντια. Ἔτσι λοιπόν, ὁ Ἱερομάρτυς Κλήμης, ἀφοῦ γνώρισε κάθε μορφὴ μαρτυρίου, ἀφοῦ ἔλεγξε μὲ τοὺς λόγους του καὶ τὸ ἅγιο παράδειγμά του τοὺς δυσεβεῖς καὶ ἀφοῦ μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ καρτερία του κατέπληξε καὶ αὐτοὺς τοὺς Ἀγγέλους, ἔλαβε τὸ στέφανο τῆς οὐράνιας δόξας.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀγαθάγγελος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη. Ὅταν ὁ Ἅγιος Κλήμης ἦταν φυλακισμένος στὴ Ρώμη, πρῶτος ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος καὶ ἔπειτα ἄλλοι, ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστό, προσῆλθαν στὴ φυλακὴ καὶ τοὺς βάπτισε. Ὅλους αὐτοὺς ποὺ βαπτίσθηκαν, ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας τοὺς ἀποκεφάλισε. Μόνο ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος δραπέτευσε καὶ ἀνέβηκε κρυφὰ στὸ πλοῖο, στὸ ὁποῖο οἱ στρατιῶτες τοῦ Μαξιμιανοῦ θὰ ἔβαζαν τὸν Ἅγιο Κλήμεντα, γιὰ νὰ τὸν στείλουν δέσμιο στὴ Νικομήδεια. Μόλις μπῆκε στὸ πλοῖο ὁ Ἱερομάρτυς Κλήμης, ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ἔπεσε στὰ πόδια του. Ὁ Κλήμης χάρηκε ποὺ εἶδε τὸν Ἀγαθάγγελο ἐκεῖ καὶ θεώρησε τὸν πόθο του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστὸ ὡς εὐλογία Θεοῦ.

Ἐπάνω στὸ πλοῖο καὶ οἱ δυὸ Ἅγιοι ὑπέστησαν φοβερὰ βασανιστήρια, ὥσπου ἔφθασαν στὴν Ἄγκυρα καὶ παρεδόθησαν στὸν Λούκιο, τὸν τοπικὸ ἄρχοντα. Τὰ φρικώδη βασανιστήρια ἄρχισαν. Τοὺς κρέμασαν σὲ ξύλο, τοὺς ἔκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες τὰ πλευρά, τοὺς τρύπησαν μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ τὰ χέρια ἀνάμεσα στὰ δάκτυλα, τοὺς ἔριξαν σὲ ἀσβέστη ἐπὶ δύο ἡμέρες, τοὺς κτύπησαν μὲ ράβδους, ἔμπηξαν στὴ γῆ ἀκόντια μὲ τὶς αἰχμές τους πρὸς τὰ πάνω καὶ τοὺς ξάπλωσαν ἀπάνω στὶς αἰχμές, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κατατρυπηθοῦν τὰ σώματά τους καὶ νὰ τοὺς προκληθοῦν ἀφόρητοι πόνοι. Ἰδιαίτερα τοῦ Ἁγίου Ἀγαθαγγέλου περιέλουσαν τὸ κεφάλι μὲ λιωμένο μολύβι. Στὴν συνέχεια τοὺς ἔδεσαν στὸ λαιμὸ μυλόπετρες καὶ τοὺς ἔσυραν στοὺς δρόμους τῆς πόλεως.

Ὕστερα ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ Λουκίου καὶ οἱ δυὸ Ἅγιοι ἀποκεφαλίσθηκαν. Μαζί τους ἀποκεφαλίσθηκαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ ποὺ εἶχαν πιστέψει στὸν Χριστό.

Ἡ Σύναξή τους τελεῖται στὸ Μαρτύριο, τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὴν περιοχὴ Εὐδοξίου, πέραν τοῦ Ἀνάπλου καὶ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς νέας.
Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος ἀνήγειρε ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’ (976 – 1025 μ.Χ.) στὰ ἀνάκτορα, ἐντὸς τοῦ ὁποίου φυλασσόταν ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου μὲ ἄλλα ἱερὰ λείψανα. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰώνα μ.Χ. ἡ σύναξη τῶν Ἁγίων ἄρχισε νὰ τελεῖται στὴ μονὴ τοῦ Πατριάρχη Εὐθυμίου (907 – 912 μ.Χ.), ποὺ βρισκόταν στὴν περιοχὴ τῶν Ὑψωμαθείων Κωνσταντινουπόλεως, στὴν ὁποία, τὸ ἔτος 907 μ.Χ., ὁ Μητροπολίτης Ἀγκύρας Γαβριὴλ δώρισε τὸ ὠμοφόριο τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος καὶ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀγαθαγγέλου.

Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος. Ἦχος δ’.

Κλῆμα ὁσιότητος, καὶ στέλεχος ἀθλήσεως, ἄνθος ἱερώτατον, καὶ καρπὸς ὡς θεόσδοτος, τοῖς πιστοῖς πανίερε, ἡδύτατος ἐβλάστησας. Ἀλλ’ ὡς Μαρτύρων σύναθλος, καὶ Ἱεραρχῶν σύνθρονος, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἀγαθαγγέλου. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἀγαθῶν ἀγγελιῶν προμηθέα, τῆς πρὸς ἡμᾶς τοῦ Ἰησοῦ εὐσπλαγχνίας, χαρμονικῶς ὑμνοῦμέν σε Μαρτύρων στερρέ· σὺ γὰρ Ἀγαθάγγελε, ἐναθλήσας νομίμως, στάσεως ἠξίωσαι τῆς Ἀγγέλων ἀξίως· μεθ’ ὧν πρεσβεύοις πάντοτε Χριστῷ, πάσης ῥυσθῆναι, ἡμᾶς περιστάσεως.

Κοντάκιον τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Τῆς ἀμπέλου γέγονας τίμιον κλῆμα, τοῦ Χριστοῦ πανεύφημε, Κλήμη πολύαθλος ὀφθείς, σὺν τῷ συνάθλῳ τε ἔκραζες· Χριστὸς Μαρτύρων φαιδρὸν ἀγαλλίαμα.



Κοντάκιον τοῦ Ἁγίου Ἀγαθαγγέλου. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν ἀθλήσει ἄγγελος μάκαρ ἐδείχθης, ἐνεγκὼν ὡς ἄσαρκος, τῶν ἀλγηδόνων τὰς ποινάς· ὅθεν Χριστὸς Ἀγαθάγγελε, ὑπερφυοῦς σε ἠξίωσε χάριτος.

Μεγαλυνάριον τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος.

Βότρυας ἐνέγκας ζωοποιούς, ἄθλων γεωργίᾳ, ὥσπερ ἄμπελος εὐκαρπής, οἶνον ἀποστάζεις, ἀρρήτου κοινωνίας, μυσταγωγὲ τοῦ Λόγου, Κλήμη πανάριστε.



Μεγαλυνάριον τοῦ Ἁγίου Ἀγαθαγγέλου.
Φέγγει ἀληθείας καταυγασθείς, υἱὸς φωτὸς ὤφθης, δι’ ἀγώνων μαρτυρικῶν· ὅθεν ὡς Χριστοῦ σε, γενναῖον στρατιώτην, ὑμνοῦμεν ἐπαξίως, ὦ Ἀγαθάγγελε.






Ὁ Ὅσιος Μαϋσιμᾶς ὁ Σύρος
Ὁ Ὅσιος Μαϋσιμᾶς ἢ Μαϊουμᾶς κατοικοῦσε στὴν Κύρρο, κωμόπολη τῆς Συρίας, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια. Ἦταν πολὺ μέτριος στὴν κατὰ κόσμον παιδεία, ἀλλὰ διακρίθηκε στὴν ἐνάρετη ζωὴ καὶ τὴν κατὰ Θεὸν σοφία. Ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ τὸ κελί του ἔμενε πάντα ἀνοιχτὸ γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους. Ποτὲ δὲν κρατοῦσε τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τὸ ψωμὶ καὶ τὸ λάδι ποὺ τοῦ πρόσφεραν, ἐκεῖνος τὰ μοίραζε σὲ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη.

Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται ὅτι εἶχε δύο πιθάρια. Τὸ ἕνα ἦταν γεμάτο σιτάρι καὶ τὸ ἄλλο γεμάτο λάδι. Καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ εἶχαν εὐλογηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε, ἐνῶ ὁ Ὅσιος συνεχῶς προσέφερε, τὰ πιθάρια παρέμεναν γεμάτα, ὅπως τὰ δοχεῖα τῆς χήρας ἀπὸ τὰ Σάρεπτα, ποὺ ἔτρεφε μὲ τὸ ἀλεύρι καὶ τὸ λάδι τὸν Προφήτη Ἠλία. Ὁ Ὅσιος Μαϋσιμᾶς εἶχε σὲ ὅλη τὴ ζωὴ μόνο ἕνα ἔνδυμα. Ὅταν τὸ ἔνδυμά του τρυποῦσε σὲ κάποιο μέρος, ἕραβε πάνω στὶς τρύπες ἄλλα μπαλώματα. Τὰ φιλάνθρωπα ὅμως ἔργα του ἦταν πολλὰ καθημερινά. Ὅταν μάλιστα κάποτε πληροφορήθηκε ὅτι ὁ ἄρχοντας τῆς πόλεως καταπίεζε τοὺς φτωχοὺς γεωργούς, ἐκεῖνος δὲν δίστασε νὰ παρουσιασθεῖ ἐνώπιόν του μὲ τὰ πτωχικά του ράκη καὶ νὰ τοῦ δώσει μαθήματα δικαιοσύνης καὶ φιλανθρωπίας.
Ὁ Ὅσιος Μαϋσιμᾶς, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Σαλαμάνης ὁ Ἡσυχαστής
Ὁ Ὅσιος Σαλαμάνης καταγόταν ἀπὸ μία κωμόπολη, ποὺ ἦταν χτισμένη στὴ δυτικὴ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη καὶ ὀνομαζόταν Καπερσανᾶ. Ἐπειδὴ ἀγάπησε τὴν ἐρημικὴ ζωή, ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ ἔστησε τὸ κελί του κοντὰ στὸν ποταμὸ Εὐφράτη.

Ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως, ποὺ πληροφορήθηκε τὴν ἀρετὴ τοῦ Ὁσίου, πῆγε ὁ ἴδιος νὰ τὸν συναντήσει, γιὰ νὰ τὸν πείσει νὰ δεχθεῖ τὴν ἱεροσύνη, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀρνήθηκε καὶ ἀρκέσθηκε στὴν ἡσυχία, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη τοῦ θείου λόγου. Ἔτσι παρηγοροῦσε κατὰ Θεὸν καὶ ὁδηγοῦσε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων στὸν Χριστό.

Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται ὅτι μία φορὰ πῆγαν ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν κωμόπολη τῆς καταγωγῆς του, ποὺ τὸν ἤθελαν κοντά τους καὶ χωρὶς ἐκεῖνος νὰ ἀντισταθεῖ ἢ νὰ συγκατατεθεῖ, τὸν πῆραν καὶ τὸν ἔφεραν στὴν κωμόπολή τους, ὅπου ἔκτισαν ἕνα κελὶ καὶ τὸν ἔκλεισαν ἐκεῖ. Καὶ στὸ κελὶ αὐτὸ ὁ Ὅσιος διέμενε μὲ ἡσυχία καὶ προσευχή. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἔφθασαν ἐκεῖ νύχτα ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν ἀντίπερα κωμόπολη, ποὺ πῆραν τὸν Ὅσιο καὶ τὸν μετέφεραν στὴν δική τους κωμόπολη. Ἐκεῖνος οὔτε ἀντίρρηση ἔφερε, οὔτε κατέβαλε προσπάθεια νὰ μὴν τὸν πάρουν, οὔτε, πάλι, ἔδωσε τὴν συγκατάθεσή του γιὰ τὴν πράξη αὐτή.

Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ὅσιος Σαλαμάνης κατέστησε τὸν ἑαυτό του τελείως νεκρὸ στὴν παρούσα ζωὴ καὶ ἀγωνιζόταν μόνο νὰ τηρήσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τόσο ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο καὶ παρέδωκε τὸν ἑαυτό Του γιὰ τὴ σωτηρία του.
Ἔτσι ἔζησε θεοφιλῶς ὁ Ὅσιος Σαλαμάνης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Εὐσέβιος

Ὁ Ὅσιος Εὐσέβιος ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀσκήτευε σὲ σκοτεινὸ καὶ ἀφεγγὲς κελί. Μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ Ὁσίου Ἀμμωνίου κοινοβίασε στὸ μοναστήρι του, στὴ Συρία, ὅπου καὶ ἔγινε ἡγούμενος. Διῆλθε τὸ βίο του μὲ σκληρὰ πνευματικὰ ἀγωνίσματα, φορώντας σιδερένια ζώνη, στὴ μέση καὶ σιδερένιο κλοιὸ στὸν αὐχένα.
Ὁ Ὅσιος Εὐσέβιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ.






Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες
Οἱ δυὸ Ἅγιοι Μάρτυρες μαρτύρησαν «ἐν τῷ Παρίῳ», πόλη ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Κύζικο καὶ τὴ Λάμψακο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας βληθέντες σὲ λάκκο.






Ὁ Ἅγιος Ἀχόλιος Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ὁ Ἅγιος Ἀχόλιος (ἢ Ἀσχόλιος) ἔζησε καὶ ἔδρασε κατὰ τὰ ἔτη 360 – 383 μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια, ἀλλὰ δὲν ἀποκλείεται, σύμφωνα μὲ ἄλλες μαρτυρίες, νὰ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀχαΐα, ἀφοῦ σὲ αὐτὲς ἀναφέρεται ὡς μοναχὸς στὴν Ἀχαΐα. Ἂν οἱ πληροφορίες αὐτὲς εἶναι ἀκριβεῖς, τότε πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἤδη τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. ὁ μοναχισμὸς εἶχε ἐμφανισθεῖ στὴν Πελοπόννησο.

Ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ἁγίου ὡς Ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης ἔγινε, γιὰ τὴν εἰρήνευση τοῦ λαοῦ τῆς πόλεως καὶ ὁλόκληρης τῆς Μακεδονίας. Ἡ ἐποχὴ ἦταν ταραγμένη ἐξαιτίας τῶν αἱρέσεων. Οἱ Ἀρειανοί, οἱ Πνευματομάχοι, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀπολλιναρίου καὶ ἄλλοι, μείωναν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη. Ὁ Ἅγιος Ἀχόλιος προτιμοῦσε τοὺς χρόνους τῶν διωγμῶν, γιατί τότε ἔλαμπε ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν, ἐνῶ λυπόταν γιὰ τὴν ὕπαρξη τῶν αἱρέσεων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔτρεφε θαυμασμὸ πρὸς τοὺς Μάρτυρες καὶ πρὸς τὸν στύλο τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν Μέγα Ἀθανάσιο.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις ποὺ δημιουργοῦσαν προβλήματα στὴν αὐτοκρατορία, προβλήματα σοβαρὰ καὶ μάλιστα ὀξύτατα, δημιουργοῦσαν καὶ οἱ ἐπιδρομὲς τῶν βαρβαρικῶν φυλῶν. Οἱ βασιλεῖς Γρατιανὸς καὶ Θεοδόσιος πέτυχαν λαμπρὲς νίκες, ἀφοῦ ἀντιμετώπισαν μὲ ἐπιτυχία, ὁ μὲν πρῶτος τους Ἀλαμανούς, ποὺ παρεῖχαν πράγματα στὴν Γαλλία, ὁ δὲ δεύτερος τοὺς Γότθους καὶ τοὺς Οὕννους. Ἰδιαίτερα ἀναφερόμαστε στοὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν Γότθων καὶ Οὕννων, διότι κατὰ τοὺς ἀγῶνες αὐτοὺς διακρίθηκε ὁ Θεοδόσιος. Τὸν βασιλέα Θεοδόσιο τότε παρότρυνε καὶ ἐνίσχυσε ἠθικὰ ὁ Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἀχόλιος. Οἱ βάρβαροι λαοί, ποὺ λυμαίνονταν τὶς γύρω ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη πόλεις, δὲν μπόρεσαν νὰ διατρυπήσουν μὲ τὶς βολές τους τὸν Ἅγιο Ἀχόλιο.

Ὁ Θεοδόσιος, μετὰ ἀπὸ τὸν θρίαμβό του ἐναντίων «τῶν ἀμφὶ τὸν Ἴστρον βαρβάρων», ἦλθε στὴ Θεσσαλονίκη. Τὸν θριαμβευτὴ αὐτοκράτορα ὑποδέχθηκε ὁ Ἅγιος, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπίδραση στὸν βασιλέα γιὰ θέματα ἐκκλησιαστικὰ ἦταν ἀποφασιστική.

Ὁ Θεοδόσιος στὴ Θεσσαλονίκη, τὸ 380 μ.Χ., ἀσθένησε βαριά. Ὁ Ἅγιος Ἀχόλιος «μυσταγωγήσας τὸν Θεοδόσιον» συνετέλεσε στὴν ἐπιβολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ ὁλόκληρη τὴν αὐτοκρατορία. Ὁ αὐτοκράτορας ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ δόγμα τῆς Νίκαιας, ὄχι μόνο δήλωσε ἐπίσημα τὴν ἀφοσίωσή του στὸ Σύμβολο τῆς Νίκαιας, ἀλλὰ καὶ ἐξέδωσε τὴν 28η Φεβρουαρίου τοῦ 380 μ.Χ. τὸ περίφημο διάταγμα τῆς Θεσσαλονίκης. Μὲ τὸ διάταγμα αὐτὸ ὁ Θεοδόσιος καλοῦσε τοὺς αἱρετικοὺς «μὴ μετασχεῖν τῆς Ἀρείου δόξης».

Ὁ Ἅγιος βρισκόταν σὲ ἀλληλογραφία μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος γράφοντας πρὸς αὐτὸν τὸν ἀποκαλεῖ φωστήρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν ἐπαινεῖ. Ἔλαβε μέρος στὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητά του.
Ὁ Ἅγιος Ἀχόλιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 383 καὶ 384 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Γεννάδιος ἐκ Λιθουανίας
Image
Ὁ Ὅσιος Γεννάδιος γεννήθηκε στὴν πόλη Κοστρόμα τῆς Λιθουανίας καὶ ἦταν υἱὸς εὐσεβοῦς καὶ εὐγενοῦς οἰκογενείας. Τὸ ὄνομά του ἦταν Γρηγόριος καὶ ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικίας ἔδειξε μεγάλη ἀγάπη πρὸς τὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπειδὴ στὴν περιοχὴ ποὺ μεγάλωσε, πλεόναζε τὸ ρωμαιοκαθολικὸ στοιχεῖο, θέλησε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ γενέτειρά του καὶ νὰ πάει νὰ ζήσει στὴ γειτονικὴ Ρωσία. Ἔτσι ἔφτασε στὴ Μόσχα, ὅπου γνώρισε ἕναν ἄλλο νέο, τὸν Θεόδωρο, μὲ τὴν ἴδια φλογερὴ ἀγάπη γιὰ τὸ μοναχικὸ βίο. Μαζὶ πῆγαν νὰ συμβουλευτοῦν τὸν Ἅγιο Ἀλέξανδρο τοῦ Σβέρ, ὁ ὁποῖος τὸν μὲν Γρηγόριο ἔστειλε στὴ μονὴ τοῦ Κομέλση, ἐνῶ τὸν Θεόδωρο πίσω στὸν κόσμο.

Στὴ μονὴ τοῦ Κομέλση ὁ Γρηγόριος ἔγινε ὁ πιὸ ἀφοσιωμένος μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Κορνηλίου καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Γεννάδιος. Τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόλιζαν τὴν ὕπαρξη τοῦ νέου μοναχοῦ.

Πρὸς τὸ τέλος τοῦ βίου του ὁ Ἅγιος Κορνήλιος πῆρε μαζί του τὸν Ὅσιο Γεννάδιο καὶ ἵδρυσαν μία νέα μονὴ στὴν Κοστρόμα, τὴ μονὴ Λιουμπεμώφ. Ἐκεῖ ἔζησε ὁ Ὅσιος τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του μὲ εἰρήνη καὶ ἄσκηση. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ κάνει θαύματα καὶ νὰ ἔχει τὸ προορατικὸ χάρισμα. Ὁ Τσάρος Ἰβὰν ὁ Τρομερὸς τὸν εὐλαβεῖτο πολὺ καὶ τὸν ἔκανε παιδαγωγὸ τῆς θυγατέρας του.
Ὁ Ὅσιος Γεννάδιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1565.






Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Βόσκυ ἔζησε μεταξὺ τοῦ 15ου καὶ 16ου αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε σὲ μονὴ κοντὰ στὴν Καστρόμα.






Ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ὀδησσοῦ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνατόλιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1880 στὴν πόλη Κοβὲλ τῆς Βολυνίας. Σπούδασε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καὶ συνέχισε τὶς σπουδές του στὴν ἱστορία καὶ στὴν μελέτη τῶν ἀρχαίων χειρογράφων της Βιβλιοθήκης τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ 1913 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Σιστοπὸλ καὶ τὸ 1927 μετετέθη στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Ὀδησσοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος ἐκδιώχθηκε καὶ φυλακίσθηκε ἀπὸ τὸ σοβιετικὸ καθεστώς, γιατί δὲν συμφωνοῦσε μὲ αὐτὰ ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν στὴ διοίκηση καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ κακουχίες τὸν ταλαιπώρησαν καὶ κατέστρεψαν τὴν κλονισμένη ὑγεία του. Ἔτσι ἡ καρδιά του δὲν ἄντεξε καὶ ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1938.






Σύναξις πάντων τῶν ἐν Καστρόμᾳ τῆς Ρωσίας διαλαμψάντων Ἁγίων
Ἡ ἑορτὴ καθιερώθηκε τὸ ἔτος 1981. Οἱ Ἅγιοι ποὺ ἑορτάζουν εἶναι : ὁ Ἱερομάρτυς Νικόδημος τῆς Καστρόμα, οἱ Ἐπίσκοποι Ἰωνᾶς τῆς Μόσχας, Διονύσιος τοῦ Σουζντάλ, Μητροφάνης τοῦ Βορονέζ, οἱ μοναχοὶ Ἀβραὰμ τοῦ Κουκχλόμα, Ἰακὼβ τοῦ Ζελεζνομπορόφσκιϋ, Μακάριος του Πισέμσκιϋ, Παῦλος τοῦ Ὀμπνόρσκιϋ, Κύριλλος τοῦ Μπελοζέρο, Γεννάδιος τῆς Κοστρόμα καὶ Λγιουμπίμογκραντ, Κύριλλος τοῦ Νοβοεζέρσκιϋ, Ἀδριανὸς τοῦ Μονζέσκιϋ, Θεράπων τοῦ Μονζέσκιϋ, Ἰακὼβ τοῦ Μπρυλίνσκιϋ, Παΐσιος τοῦ Γκαλίτς, Ἀλέξανδρος τοῦ Βόσκιϋ, Μακάριος του Οὐνζένσκιϋ, Βαρνάβας τοῦ ποταμοῦ Βετολούγκα, Γρηγόριος τοῦ Πελσέμσκιϋ καὶ Παχώμιος τοῦ Νερέχτσκιϋ.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue Jan 15, 2013 12:25 am

24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Ἡ Ἁγία Ξένη
Image
Ἡ Ἁγία Ξένη καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἀπὸ γενιὰ τιμημένη καὶ εὔπορη. Οἱ γονεῖς της ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὴν νυμφεύσουν. Ἐνῶ ὅμως εἶχαν τὰ πάντα ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὸν γάμο, ἐκείνη ἐγκατέλειψε τὴ νυφικὴ παστάδα, παίρνοντας μαζί της καὶ δύο πιστές της θεραπαινίδες καὶ διὰ θαλάσσης ἔφθασε στὴν πόλη τῶν Μυλασῶν. Στὰ Μύλασα μᾶλλον πῆγε καὶ ἐγκαταστάθηκε, ὕστερα ἀπὸ συμβουλὴ τοῦ μακαρίου μοναχοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος ἐμφανίστηκε στὴν Ὁσία μετὰ ἀπὸ θεῖο φωτισμό, ὅταν ἐκείνη πέρασε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἔγινε ὁ πνευματικός της καθοδηγητής.

Στὴν πόλη τῶν Μυλασῶν, ἡ Ὁσία Ξένη ἔκτισε ἱερὸ ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Ἐκεῖ κτίσθηκαν καὶ κελιὰ ὅπου διέμεναν ἡ Ξένη, οἱ δυὸ θεραπαινίδες καὶ λίγες ἄλλες παρθένες.
Ἡ Ὁσία Ξένη, ἀφοῦ διῆλθε τὴν ζωή της θεοφιλῶς καὶ ὁσίως, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὅταν παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχὴ στὸν Θεό, ἐνῶ ὁ ἥλιος φώτιζε τὴν γῆ, φάνηκε στὸν οὐρανὸ Σταυρός, ποὺ τὸν σχημάτιζαν ἀστέρες. Τὸν οὐράνιο αὐτὸ Σταυρὸ τὸν περιέκλειε χορὸς ἀστέρων, σὰν νὰ ἦταν, καθὼς φαίνεται, στεφάνι τῆς Ὁσίας Ξένης, μὲ τὸ ὁποῖο τὴν ἐπιβράβευε ὁ Θεὸς γιὰ τὶς νηστεῖες της, τὶς ἀγρυπνίες της καὶ τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Ξένην ἤνυσας, ζωὴν ἐν κόσμῳ, ξένην ἔσχηκας, προσηγορίαν, ὑπεμφαίνουσαν τῇ κλήσει τὸν τρόπον σου· σὺ γὰρ νυμφίον λιποῦσα τὸν πρόσκαιρον, τῷ ἀθανάτῳ ὁσίως νενύμφευσαι. Ξένη ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοῖ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ’ εἰκόνα, λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ, ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ, διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ξένη τὸ Πνεῦμά σου.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τὸ σὸν ξενότροπον Ξένη μνημόσυνον, ἐπιτελοῦντες οἱ πόθῳ τιμῶντές σε, ὑμνοῦμεν Χριστὸν τὸν ἐν ἅπασι, σοὶ παρέχοντα ἰσχὺν τῶν ἰάσεων· ὃν πάντοτε δυσώπει, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Θάλαμον λιποῦσα τὸν νυμφικόν, ξενοτρόπως Μῆτερ, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, ᾧ καὶ νυμφευθεῖσα, τῇ ξένῃ βιωτῇ σου, ὦ Ξένη πανολβία, ἡμῶν μνημόνευε.






Οἱ Ἅγιοι Παῦλος, Παυσίριος καὶ Θεοδοτίων οἱ Αὐτάδελφοι Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παῦλος, Παυσίριος καὶ Θεοδοτίων ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), ἐνῶ ἡγεμόνας στὴν Κλεοπάτριδα, τὸ σημερινὸ Σουέζ, τῆς Αἰγύπτου ἦταν ὁ Ἀρειανός. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν αὐτάδελφοι κατὰ σάρκα. Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Παυσίριος ἔγιναν σὲ νεαρὴ ἡλικία μοναχοί, ἐνῶ ὁ Θεοδοτίων παρασύρθηκε ἀπὸ κακοὺς φίλους, ἔφυγε στὰ ὄρη καὶ ζοῦσε μαζὶ μὲ ληστές.

Ὅταν ἄρχισε ὁ διωγμὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἡγεμόνας τῆς Κλεοπάτριδας Ἀρειανός, συνέλαβε τὸν Παῦλο καὶ τὸν Παυσίριο. Τότε ὁ Παῦλος ἦταν τριάντα ἑπτὰ ἐτῶν, ἐνῶ ὁ Παυσίριος ἦταν εἴκοσι πέντε. Μόλις πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Θεοδοτίων, ὁ ἀδελφός τους, ἄφησε τὰ ὄρη καὶ τοὺς ληστὲς καὶ κατέβηκε νὰ τοὺς δεῖ καὶ νὰ τοὺς ἀποχαιρετήσει. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ θερμάνθηκε ἡ καρδιά του καὶ ὁμολόγησε καὶ αὐτὸς ὅτι πιστεύει στὸν Χριστό. Στὴν συνέχεια ὅρμησε πάνω στὸν τύραννο καὶ τὸν ἔριξε ἀπὸ τὸν θρόνο του. Ἀμέσως τότε, μὲ ἐντολὴ τοῦ Ἀρειανοῦ, τοῦ πέρασαν πυρακτωμένα καρφιὰ στὰ πλευρὰ καὶ στὴν κοιλιὰ καὶ τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Θεοδοτίων ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἐνῶ τοὺς ἀδελφοὺς Παῦλο καὶ Παυσίριο τοὺς ἔριξαν στὸ ποτάμι, ὅπου καὶ μαρτήρησαν.






Ὁ Ἅγιος Βαβύλας ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ μαθητὲς αὐτοῦ Τιμόθεος καὶ Ἀγάπιος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βαβύλας καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ γεννήθηκε ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς στὴ Θεούπολη. Στὴν πόλη αὐτὴ ἐκπαιδεύτηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ διδάχθηκε μὲ ἐπιμέλεια τὰ ἱερὰ γράμματα.

Ἀπὸ τὴ νεανική του ἡλικία ἀγάπησε τὸν Θεὸ καὶ περιφρόνησε τὰ ἀγαθὰ τῆς κοσμικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό, μόλις πέθαναν οἱ γονεῖς του, μοίρασε τὸν πλοῦτο του στοὺς φτωχούς, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ ἀπάλλαξε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε βιοτικὴ φροντίδα, ἀνέβηκε στὸ ὄρος καὶ ἡσύχαζε, ἔχοντας μαζί του καὶ τοὺς δύο μαθητές του, τὸν Ἀγάπιο καὶ τὸν Τιμόθεο. Ἔγινε μάλιστα καὶ πρεσβύτερος καὶ τίμησε ἀξίως τὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης.

Ἐπειδὴ ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες κινοῦνταν νὰ προδώσουν τὸν Ἅγιο στοὺς ἄρχοντες, ἄφησε τὴν Ρώμη καὶ πῆγε στὴν Σικελία μαζὶ μὲ τοὺς δύο μαθητές του. Ἐκεῖ ἔμεινε ἀρκετὸ χρόνο καὶ ὁδήγησε πολλοὺς μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε στὴν ψυχή του, στὴν ἀληθινὴ θεογνωσία.
Ὁ ἄρχοντας τῆς Σικελίας, περὶ τὸ 310 μ.Χ., συνέλαβε τὸν Ἅγιο Βαβύλα καὶ τοὺς δύο μαθητές του, τὸν Ἀγάπιο καὶ τὸν Τιμόθεο καὶ μόλις διαπίστωσε ὅτι μὲ παρρησία διεκήρυτταν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ Ἀληθινό, ἄρχιζε νὰ τοὺς βασανίζει. Ὅμως οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἀντιμετώπιζαν μὲ καρτερία τὰ βασανιστήρια. Τελικὰ οἱ Ἅγιοι κατεσφάγησαν καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους τὰ ἔριξαν στὴ φωτιὰ γιὰ νὰ καοῦν. Ἡ φωτιὰ ὅμως δὲν τὰ ἔβλαψε καθόλου καὶ διαφυλάχτηκαν σῶα καὶ ἀβλαβή. Ἔτσι τὰ πῆραν οἱ πιστοὶ καὶ τὰ ἐνταφίασαν στὸ νησὶ τῆς Σικελίας.






Ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος
Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος στοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες εἶχε ὡς παλαίστρα καὶ στάδιο, τὶς κορυφὲς τῶν ὀρέων. Δὲν ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕναν τόπο, ἀλλὰ συνεχῶς μετακινεῖτο ἀπὸ τὸν ἕναν τόπο στὸν ἄλλο, στὴ Φοινίκη, στὴ Συρία, στὴν Κιλικία. Καὶ ἀσκήτευε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, προκειμένου νὰ ἀποφύγει τὶς ἐνοχλήσεις ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν κοντά του.

Ἐπὶ σαράντα πέντε χρόνια, λοιπόν, ὁ Ἅγιος ἀσκήτεψε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καὶ δὲν χρησιμοποίησε οὔτε σκηνὴ οὔτε καλύβα, ἀλλὰ διέμενε μέσα σὲ βαθὺ λάκκο. Ὅταν ὅμως γέρασε, ὑποχώρησε σὲ κάποιους ποὺ τὸν παρακαλοῦσαν καὶ κατασκεύασε μία καλύβα. Ἔτσι συνέχισε τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα γιὰ εἴκοσι πέντε χρόνια.
Ὁ Ὅσιος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ.






Οἱ Ἅγιοι Ἐρμογένης καὶ Μηνᾶς οἱ Μάρτυρες
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε ἄθλησαν οἱ Μάρτυρες. Βέβαια σὲ κάποια ἀρχαῖα μηναῖα ἀντὶ τοῦ ὀνόματος Μηνᾶς ὑπάρχει καὶ τὸ ὄνομα Μάμας. Ἴσως νὰ πρόκειται γιὰ τοὺς Ἁγίους Μηνᾶ τὸν Καλλικέλαδο καὶ Ἐρμογένη, ποὺ ἑορτάζουν στὶς 10 Δεκεμβρίου.






Ὁ Ἅγιος Βάρσιμος καὶ τὰ δύο ἀδέλφια του
Καὶ οἱ τρεῖς Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διὰ ξίφους στὴν Περσία.






Ἡ Ἁγία Χρυσοπλόκη ἡ Μάρτυς
Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε μαρτύρησε ἡ Ἁγία Χρυσοπλόκη. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα μετὰ τῆς Μάρτυρος Θεοδούλης.






Ὁ Ἅγιος Φίλωνας ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Καρπασίας τῆς Κύπρου
Image
Μορφὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων. Προσωπικότητα ἐξαιρετικὴ μὲ ζῆλο ἔνθεο «ὑπερβάλλουσα πάντας εἰς τὴν σοφίαν καὶ τὴν ἀρετήν». Φιλόσοφος καὶ ἱστοριογράφος.

Ἔτσι χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς μελετητὲς τῶν Πατέρων ὁ ἅγιος Φίλων, ὁ πιὸ γνωστὸς ἐπίσκοπος Καρπασίας.



Ἔζησε στὰ χρόνια του Ἁγίου Ἐπιφανίου περὶ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰώνα μ.Χ. καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰώνα.

Οἱ γονεῖς του μᾶς εἶναι ἄγνωστοι.

Ἄγνωστο μᾶς εἶναι ἐπίσης καὶ τὸ ποῦ καὶ πόθεν ἀπέκτησε τὴ μεγάλη του μόρφωση.

Ἐκεῖνο ποὺ ξέρομε, εἶναι πὼς ὁ Ἅγιός μας νεότατος χειροτονήθηκε διάκονος καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ σοφία καὶ τὴ σύνεσή του.

Ἐπίσης καὶ γιὰ τὸν ἱεραποστολικὸ ζῆλο του γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς εἰδωλολατρικῆς ἀκόμη Καρπασίας.



Ἡ πραότητα καὶ ἡ θεοσέβειά του, τράβηξε ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ τὴν προσοχὴ καὶ ἐκτίμηση τοῦ τότε πρωθιεράρχη τῆς Κύπρου τοῦ Μεγάλου Ἐπιφανίου. Ὁ Ἅγιος αὐτὸς πατὴρ κάλεσε ἀμέσως κοντά του τὸν νεαρὸ διάκονο, τὸν προήγαγε σὲ ἱερομόναχο καὶ τοῦ ἀνέθεσε μὲ ἐμπιστοσύνη τὸ ὑψηλὸ καὶ ὑπεύθυνο ἔργο νὰ ἐκχριστιανίσει τοὺς Ἕλληνες κατοίκους τῆς Κύπρου. Ἡ εἰδωλολατρία ἤκμαζε ἀκόμη τότε ἀρκετὰ στὸ νησί μας. Χιλιάδες πρόβατα, μοσχάρια, ἀγελάδες καὶ ἄλλα ζῶα προσφέρονταν καθημερινὰ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες προγόνους μας θυσία στοὺς ποικιλώνυμους θεούς, γιὰ νὰ ἔχουν τὴν εὐμένεια καὶ τὴ βοήθειά τους. Ἡ κνίσα καὶ ὁ καπνὸς τῶν καιόμενων κρεάτων σκορπιόταν μακριὰ καὶ πολλὲς φορὲς θόλωνε τὸν οὐρανὸ σὲ ἀρκετὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν τόπο τῆς θυσίας.



Ὅλους αὐτοὺς τοὺς πλανεμένους καὶ δούλους τῆς εἰδωλολατρίας ἔπρεπε νὰ καλέσει καὶ νὰ τραβήξει καὶ νὰ κατηχήσει στὴ θρησκεία τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ, ὁ Ἅγιος μας. Καὶ τὸ ἔργο αὐτὸ ὁ ζηλωτὴς καὶ ἐνθουσιώδης κληρικὸς τὸ ἀνέλαβε μὲ τὴν ψυχή του. Τὰ χωριὰ καὶ οἱ πολιτεῖες ἔνοιωσαν πολὺ γρήγορα τὴν ἅγια παρουσία του.



Πολὺ συγκινητικὴ μέσα στὴν ἁπλότητά της εἶναι μία προσευχή του, ὅπως μᾶς τὴν παρουσιάζει ὁ συναξαριστής του στὴν περίπτωση αὐτή.



«Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὅπου διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων ἐκατέβης εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐφόρησας τὴν σάρκα τοῦ δούλου σου, καὶ ἔπαθες τόσους πειρασμοὺς ἀπὸ τὸν κόσμον, ὅπου ἐσταυρώθης, ἐτάφης καὶ ἀνέστης, ἔσωσας τὸν ἄνθρωπον, ἔτσι οἰκονόμησον καὶ τώρα, διὰ νὰ σωθοῦν καὶ ἐτοῦτοι οἱ πεπλανημένοι ἄνθρωποι, ὅπου τοὺς ἐπλάνεσεν ὁ διάβολος».



Νὰ σωθοῦν οἱ «πεπλανημένοι ἄνθρωποι». Νὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους σκοποὺς τῆς ζωῆς του. Σ’ αὐτὸν ἔχει στραμμένη ὅλη του τὴν σκέψη καὶ ὅλη του τὴ μέριμνα. Γι’ αὐτοὺς φροντίζει. Γι’ αὐτοὺς κουράζεται. Γι’ αὐτοὺς ὑποφέρει καὶ κόπους καὶ θλίψεις. Τὸν ἑαυτό του δὲν τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ σύνολό του. Στὸ μυαλό του ἀδιάκοπα μία σκέψη κυκλοφορεῖ, ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου γιὰ ν’ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας. «Ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».



Γιὰ τὴ σωτηρία τῶν «πεπλανημένων» συμπατριωτῶν του ἀγωνίζεται ὁ καλὸς ποιμήν. Καὶ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἔργου αὐτοῦ δὲν περιορίζεται μονάχα στὴν προσευχή. Ξέρει ὁ θεοφώτιστος ἱεραπόστολος, πὼς χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο. Τὸ καλό, τὸ ἐποικοδομητικό, τὸ ζωντανὸ παράδειγμα. Πρέπει νὰ τὸ ποῦμε καὶ νὰ τὸ τονίσουμε ξανὰ αὐτό, ποὺ ἕνας ἀρχαῖος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας λέγει καὶ ἐπαναλαμβάνει. Ὁ ἱερέας εἶναι καὶ μένει ἕνα ἀντίτυπο τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο. Κανένα κήρυγμα δὲν εἶναι τόσο δυνατό, τόσο ἐπιβλητικό, ὅσο τὸ καλὸ παράδειγμα. Ὁ καλὸς καὶ ἄξιος ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ μπορεῖ νὰ ἐπαναλαμβάνει κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα στοὺς ἀνθρώπους, τὴν προτροπὴ τοῦ ἀκαταπόνητου ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ θείου Παύλου: «Μιμηταί μου γίνεσθε καθὼς καγῶ Χριστοῦ».



Μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ καλοῦνται νὰ εἶναι ὅλοι οἱ ἱερεῖς, καὶ ὅλοι οἱ κληρικοί. Νὰ προσεύχονται θερμὰ προτοῦ ἀναλάβουν μία προσπάθεια. Νὰ προσεύχονται γιὰ τὸν ἑαυτό τους, μὰ καὶ γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους θέλουν νὰ βοηθήσουν. Ἀλλὰ καὶ νὰ προσπαθοῦν μαζὶ μὲ τὴν προσευχή τους, νὰ προβάλουν σ’ αὐτοὺς καὶ τὸν ἑαυτὸ τοὺς ὡς παράδειγμα. Καὶ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουν, πρέπει καὶ οἱ ἴδιοι νὰ εἶναι ὑποδειγματικοὶ τηρητὲς τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ ζωή τους πρέπει νὰ εἶναι ζωὴ ἁγία. Ζωὴ ποὺ νὰ ἑλκύει στὸν Χριστό. Ζωὴ ποὺ νὰ ἐμπνέει καὶ νὰ ὁδηγεῖ σ’ Αὐτόν. Χωρὶς τὸ καλὸ παράδειγμα ὅλες οἱ ἄλλες προϋποθέσεις χάνονται καὶ σβήνουν.



Τὰ γνωρίζει αὐτὰ ὁ ἱερὸς Φίλων. Γι’ αὐτὸ μαζὶ μὲ τὶς προσευχές του ἀγωνίζεται νὰ προβάλει παντοῦ καὶ πάντα καὶ τὸν ἑαυτό του ὡς ὑπόδειγμα μιᾶς ἀνώτερης ζωῆς. Καὶ εἶναι τὸ παράδειγμά του αὐτὸ τὸ φλογερό, ποὺ θερμαίνει καὶ σκλαβώνει τὶς καρδιές. Εἶναι αὐτὴ ἡ ἁγία καὶ ἐνάρετη ζωή του ποὺ αἰχμαλωτίζει στὴ θεία σαγήνη κάθε καρδιὰ ποὺ τὸν γνωρίζει καὶ τὸν ἀκούει νὰ τῆς ζητᾶ νὰ ἀποκοπεῖ, νὰ ξεχωρίσει ἀπὸ τὰ δίχτυα τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ καταταγεῖ στὴ σωτήρια στρατιὰ τοῦ Χριστοῦ.



Ὁ ζηλωτὴς αὐτὸς ἐργάτης τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ δὲν διδάσκει μονάχα μὲ τὰ λόγια καὶ τὸ ὑπέροχο παράδειγμά του. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ θαύματά του. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν ἔχει πλούσια χαρτώσει καὶ μὲ τοῦτο τὸ προνομιοῦχο χάρισμα. Μὲ τὶς θερμὲς προσευχές του οἱ ἄρρωστοι θεραπεύονται. Ἡ θάλασσα γαληνεύει. Οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἀνοίγουν καὶ δροσίζουν τὴ διψασμένη γῆ καὶ παρηγοροῦν τὶς πονεμένες ψυχές. Οἱ δαίμονες φυγαδεύονται καὶ οἱ νεκροὶ ἀνίστανται. Τὰ θαύματά του ἀκολουθοῦν τὸ ἕνα τ’ ἄλλο, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ χθεσινοὶ εἰδωλολάτρες νὰ ἀπαρνοῦνται ὁλοπρόθυμα τὴ θρησκεία τῶν πατέρων τους. Νὰ συντρίβουν οἱ ἴδιοι τὰ ἀγάλματα μὲ τὰ ὁποῖα παρίσταναν τοὺς θεούς τους. Νὰ ἀσπάζονται μὲ λαχτάρα τὴ νέα πίστη καὶ νὰ βαπτίζονται.



Κοντὰ στὴν ἐκκλησία, ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του καὶ τὰ ἐρείπια ἐνὸς βαπτιστηρίου, βρίσκονται τὰ λείψανα ἐνὸς παλαιοῦ λιμανιοῦ καὶ κοντὰ ἐκεῖ ἕνα ξέβαθο μέρος ποὺ εἶναι γνωστὸ σὰν «δεξαμενὴ τοῦ Ἅϊ Φίλωνα». Σὲ τοῦτο τὸν τόπο ὁ Ἅγιος βάπτισε χιλιάδες εἰδωλολάτρες. Σ’ αὐτὸ τὸν τόπο καὶ σήμερα ὅσοι ἄρρωστοι πᾶνε μὲ πίστη καὶ λουστοῦν θεραπεύονται ἀπὸ τὶς διάφορες ἀρρώστιες ποὺ τοὺς βασανίζουν.



Στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο φυσικὰ ὁ νεαρὸς ἐπίσκοπος δὲν τὰ βρῆκε ὅλα ρόδινα. Πολλὰ ἐμπόδια συνάντησε. Ἐμπόδια ἀπὸ τοὺς φανατικοὺς ὀπαδοὺς τῆς παλαιᾶς θρησκείας. Ἐμπόδια καὶ ἀπὸ ὅλους ἐκείνους τῶν ὁποίων τὰ συμφέροντα θιγόντουσαν ἀπὸ τὴν ἐξάπλωση τῆς νέας λατρείας. Ὁ Θεὸς ὅμως βοήθησε τὸν Ἅγιό μας. Γιατί πάντα ὁ Κύριος βοηθᾶ ἐκείνους, ποὺ ἀναλαμβάνουν μὲ ἁγνότητα προθέσεων καὶ ἀνιδιοτέλεια καὶ πίστη νὰ γίνουν οἱ διαγγελεῖς τοῦ θελήματός Του. Καμιὰ φορὰ ὁ Κύριος μπορεῖ νὰ φαίνεται πὼς ἀργεῖ νὰ σπεύσει σὲ βοήθεια καὶ προστασία τῶν δικῶν του. Ὁ Θεὸς ὅμως ποτὲ δὲν λησμονεῖ. Καὶ ποτὲ δὲν ἐγκαταλείπει κανένα ἀπὸ τοὺς ἐργάτες του. Τὸ «οὗ μὴ σὲ ἄνω οὐδ’ οὗ μὴ σὲ ἐγκαταλείπω» εἶναι βεβαίωση αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἀδιάψευστη καὶ πάντα νέα. Ἀπευθύνεται σὲ ὅλους τους χριστιανοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ ὅλων τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν. Δὲν θὰ σὲ ἀφήσω, δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω, λέει καὶ σὲ σένα καὶ σὲ μένα. Ἂς μὴν τὰ χάνουμε λοιπὸν στὶς δυσκολίες καὶ τοὺς πειρασμούς, μὰ καὶ στὰ ἐμπόδια καὶ τοὺς διωγμούς, ποὺ οἱ ἄνθρωποι τοῦ αἰῶνος τούτου μποροῦν νὰ κινήσουν ἐνάντια μας. Στὶς περιστάσεις αὐτὲς ἂς κλίνουμε τὰ γόνατα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σῶματος καὶ ἂς λέμε μὲ πίστη στὸν Παντοδύναμο Ἀρχηγὸ καὶ Σωτήρα μας.



— Κύριε, βοήθησέ μας. Δῶσε μας τὴ δύναμη νὰ μένουμε σταθεροὶ καὶ πιστοὶ στὸ θέλημά σου ὡς τὸ τέλος. Κύριε, λύτρωσέ μας. Ναί! λύτρωσέ μας, Κύριε, «ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ ὀνόματός σου».



Καὶ θὰ μᾶς βοηθήσει ὁ Κύριος. Θὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὶς ὁποιεσδήποτε δυσκολίες. Θὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὶς πλεκτάνες τοῦ ὁποιουδήποτε Φαραὼ καὶ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ φτάσουμε νικητὲς καὶ θριαμβευτὲς στὴν πολυφίλητο γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στὴ γῆ ὅπου βασιλεύει ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη τῶν ἀγγέλων. Ναί! θὰ μᾶς λυτρώσει ὁ Κύριος καὶ θὰ μᾶς ἐξαγάγει εἰς ἀναψυχή. Γιατί εἶναι «πιστός», εἶναι ἀξιόπιστος ὁ Θεός. Μόνο οἱ ἄνθρωποι ψεύδονται. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια. «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» διακηρύττει μὲ τὸ στόμα τοῦ Υἱοῦ του, τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ.



Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ βλέπουμε νὰ πραγματώνεται στὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἁγίων. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἐπαληθεύει καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου μας. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τοὺς ἀγῶνες του, τὰ θρησκευτικὰ κάστρα τῆς εἰδωλολατρίας γκρεμίστηκαν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, καὶ ἡ αἱματόβρεκτη σημαία τοῦ σταυροῦ ὑψώθηκε παντοῦ.

Ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἱεροῦ ἔργου τοῦ ἁγίου πολὺ ἐκτιμήθηκε καὶ ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἐπιφάνιο, ὁ ὁποῖος ὑπακούοντας «εἰς ἀποκάλυψιν Θεοῦ», ὅπως λέει ὁ ἱστορικὸς Πολύβιος, ἔσπευσε νὰ χειροτονήσει τὸν ζηλωτὴ ἱεραπόστολο, ἐπίσκοπό της Καρπασίας.



Μὲ τὴ χειρονομία αὐτὴ ὁ φλογερὸς κληρικὸς τοποθετήθηκε «ὡς λύχνος ἐπὶ τὴν λυχνίαν». Ἡ δράση του καὶ στὴ νέα θέση ὑπῆρξε καὶ πάλι ὑποδειγματική. Στὸ πρόσωπό του οἱ χριστιανοὶ βρῆκαν τὸν πατέρα, τὸν προστάτη, τὸν ὁδηγό, τὸν καλὸ ποιμένα. Τὸν ποιμένα ποὺ δὲν ζητᾶ νὰ ἐκμεταλλεύεται τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ τοῦ ποιμνίου του, γιὰ νὰ ζεῖ καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου. Ἀλλὰ τὸν ποιμένα ποὺ εἶναι ἕτοιμος καὶ δὲν διστάζει ποτὲ νὰ θυσιάσει καὶ αὐτὴ τὴ ζωή του ἀκόμη, ὅπως λέει ὁ Κύριος, γιὰ τὸ καλό του ποιμνίου του.



Τέτοιος ὑπῆρξε ὁ ἱερὸς καὶ γεραρὸς ἐπίσκοπος. «Σκεῦος εἰς τιμήν, ἡγιασμένον καὶ εὔχρηστον τῷ Δεσπότῃ, εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἠτοιμασμένον» (Β’ Τιμ. στ’ 21). Δηλαδὴ σκεῦος γιὰ τιμητικὴ χρήση, ἁγιασμένο καὶ εὔχρηστο στὸν Δεσπότη Χριστό, ἑτοιμασμένο γιὰ κάθε ἀγαθὸ ἔργο. Ὅπως λειώνει ἡ ἀναμμένη λαμπάδα, ἔτσι καὶ αὐτὸς ἔλειωνε ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα ποὺ ἔκαιε στὴν ψυχή του γιὰ τὸ καλό του ποιμνίου του, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν χριστιανῶν του.



Καὶ ὁ ζῆλος του αὐτός, ἡ φλόγα αὐτὴ ποὺ ἔκαιε στὴν ψυχή του ἀδιάκοπα, εἶναι αὐτὰ ποὺ ἔκαμαν τὸν μεγάλο προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τὸν κλεινὸ Ἐπιφάνιο, τὸν Φίλωνα νὰ διαλέξει καὶ ν’ ἀφήσει τοποτηρητὴ τοῦ θρόνου, ὅταν αὐτὸς χρειάστηκε νὰ ταξιδεύσει στὴ Ρώμη. Καὶ ὄχι μόνο τὸν ἀφῆκε τοποτηρητή, ἄλλα τοῦ ἔδωκε καὶ τὰ δικαίωμα κατὰ τὴν ἀπουσία του νὰ χειροτονεῖ κληρικοὺς ὅποιους ἔκρινε ἄξιους.



Ὁ Ἅγιος Φίλων ἐκτὸς ἀπὸ τὸ κήρυγμα μὲ τὸ ὁποῖο δίδασκε τακτικὰ τὸν λαό του καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ποικίλα θαύματά του διακρίθηκε καὶ σὰν ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας καὶ πρὸ πάντων σὰν ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν. Τὸ σημαντικότερο ἀπὸ τὰ ἔργα του εἶναι τὸ ὑπόμνημά του στὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος ἐπίσκοπος ἔγραψε καὶ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία καὶ μερικὰ ἄλλα. Τὸ ὄνομά του προφέρεται μὲ πολὺ σεβασμὸ ἀπὸ ὅλους καὶ θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σπουδαίους ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας μας τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων. Ἡ ἀγαθή του φήμη ξεπέρασε πολὺ νωρὶς τὰ στενὰ ὅρια τοῦ νησιοῦ μας.



Ὁ μακάριος αὐτὸς πατὴρ ἀπέθανε καὶ τάφηκε στὴν Καρπασία. Κοντὰ στὴ θάλασσα, ὅπως ἀναφέραμε, βλέπουμε καὶ σήμερα τὸν ὁμώνυμο ναό του, δεῖγμα καὶ αὐτὸ τῆς θρησκευτικῆς εὐλάβειας τῶν πατέρων μας. Σ’ αὐτὸν ἂς πετᾶμε καὶ ἐμεῖς νοερά. Ἂς γονατίζουμε μπροστὰ στὴν ἅγια εἰκόνα του καὶ ἂς ψάλλουμε μέσα μας γι’ αὐτὸν, τὸν ὕμνο τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ σεβασμοῦ μας:



Ἄνθρωπος μὲν τῇ φύσει ὑπάρχων, ἀλλ’ ὤφθης συμπολίτης ἀγγέλων ὡς γὰρ ἄσαρκος ἐπὶ γῆς βιοτεύσας, Φίλων πατὴρ ἡμῶν, τὰ σαρκὸς πάθη τελείως ἀπέρριψας, διὸ καὶ παρ’ ἡμῶν ἀκούεις.



Χαῖρε Κυπρίων εὐσεβῶν ὁ γόνος, χαῖρε πολλοὺς ἐκ τῆς πλάνης σώσας, χαῖρε ὁ τῶν Κυπρίων φωστὴρ καὶ διδάσκαλος χαῖρε τῶν Καρπασέων ποιμὴν θεοπρόβλητος χαῖρε ὅτι ἠκολούθησας ἐκ νεότητος Χριστῷ χαῖρε ὅτι κατεμάρανας τῆς σαρκὸς τὰς ἠδονάς, χαῖρε τοῦ πιστοῦ λαοῦ πρόξενε, σωτηρίας χαῖρε τῶν θλιβομένων θεία παραμυθία χαῖρε πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων βαπτίσας, χαῖρε κρουνοὺς ἰαμάτων δωρήσας χαῖρε πτωχῶν τὴν φροντίδα ποιήσας χαῖρε ἡμῶν ὁ προστάτης καὶ ῥύστης, χαῖρε, Φίλων θεόσοφε, Καρπασέων ποιμήν.


Ναί! Χαῖρε, θεοπρόβλητε ποιμήν. Χαῖρε τῆς Καρπασίας, ἀκούραστε πατέρα. Χαῖρε καὶ πρέσβευε γιὰ τὴ σωτηρία τῆς δοκιμαζόμενης ποίμνης σου. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.

Τὸν βυθὸν τῆς σοφίας ἐρευνησάμενος καὶ τοῦ κόσμου τὴν δόξαν ἀπαρνησάμενος, τῷ Χριστῷ δὲ προσδραμῶν, Πάτερ, ἠκολούθησας, θαυματουργῶν, διδάσκων ὡς κῆρυξ τῆς χάριτος, καὶ τοῖς νοσοῦσι πᾶσι τὴν ῥώσιν δωρούμενος. Διὸ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Φίλων θεόσοφε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Ἔργοις ἔλαμψας ὀρθοδοξίας πλάνην ἔσβεσας πολυθεΐας τῶν γὰρ εἰδώλων τὴν ἀπάτην κατέβαλες, καὶ τὴν σὴν ποίμνην μεγάλως ἐκόσμησας. Δία τοῦτο βοῶμέν σοι, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Φίλων μακάριε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.






Ὁ Ἅγιος Φιλιππικὸς ὁ Πρεσβύτερος
Ὁ Ἅγιος Φιλιππικὸς ὁ πρεσβύτερος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ὁ Κομενταρήσιος
Ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν Ἅγιο ποὺ ἑορτάζει στὶς 18 Ἰανουαρίου.






Οἱ Ἅγιοι Ἐρμογένης καὶ Φιλήμων Ἐπίσκοπος Καρπάθου
Ἡ μνήμη τους ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.






Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου
Image
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου στὶς 22 Ἰανουαρίου. Τὸ μαρτύριό του ἔγινε τὸ 628 μ.Χ. Ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος (610 – 641 μ.Χ.), ἀφοῦ νίκησε τοὺς Πέρσες, πῆρε τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ κατὰ τὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς βασιλείας του τὸν μετέφερε πάλι στὴν Ἱερουσαλήμ. Τότε δὲ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῶν βυζαντινῶν περιοχῶν τῆς Περσίας, ἔστειλε ἕναν Ἐπίσκοπο καὶ πῆρε τὰ Τίμια Λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου, τὰ ὁποία μετακόμισε στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, δέκα ἔτη μετὰ ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸ τέλος αὐτοῦ.






Ἐγκαίνεια τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου πλησίον τοῦ Ταύρου
Πρόκειται περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τοῦ Προδρόμου στὸν Ταῦρο. Σὲ ἄλλα παλαιὰ μηναῖα ἀναγράφεται ἐσφαλμένα «πλησίον τοῦ τάφου».







Ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ζαχαρία ἐν Κωνσταντινουπόλῃ
Ἡ Μονὴ ἀνοικοδομήθηκε ἀπὸ τὴν Ὁσία Δομνίκη († 8 Ἰανουαρίου), ἡ ὁποία μόνασε ἐκεῖ.







Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν πατερική του σοφία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Κάντοκ ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Κάντοκ καταγόταν ἀπὸ εὐγενικὴ οἰκογένεια τῆς Οὐαλίας. Οἱ γονεῖς του ἔγιναν μοναχοί. Ἵδρυσε τὴν περίφημη μονὴ Λάνσαρφαν κοντὰ στὸ Κάρντιφ, ἀλλὰ ἡ ἱεραποστολική του δράση ἐπεκτάθηκε μέχρι τὴν Κορνουάλη, τὴ Σκωτία καὶ τὴν Ἰρλανδία. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Δαυΐδ καὶ διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Φιννιανοῦ. Σώζονται καὶ μερικὰ ἀποφθέγματά του μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὰ ἀκόλουθα:

«Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ πρωτότοκος θυγατέρα τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς τὸ φῶς τίποτε δὲν εἶναι καλό, χωρὶς τὸ φῶς δὲν ὑπάρχει εὐλάβεια, χωρὶς τὸ φῶς δὲν ὑπάρχει πίστη».

«Ὁ κάλλιστος τῶν τρόπων εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἡ καλλίστη τῶν ἀσχολιῶν εἶναι ἡ ἐργασία τῶν θείων ἐντολῶν. Τὸ κάλλιστο τῶν αἰσθημάτων εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Ἡ κάλλιστη λύπη εἶναι ἡ μετάνοια. Τὸ κάλλιστο ἰδίωμα ἡ μεγαλοψυχία. Ὅταν τὸν ρώτησαν τί εἶναι ἀγάπη, ἀπάντησε: Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ παράδεισος. Καὶ τί μίσος: τὸ μίσος εἶναι ἡ κόλαση. Καὶ ἡ συνείδηση; Ἡ συνείδηση εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ Θεοῦ ἐντὸς τῆς ψυχῆς».
Μαρτύρησε τὸ ἔτος 590 μ.Χ. φονευθεῖς ἀπὸ Ἀγγλοσάξονες εἰδωλολάτρες, ἐνῶ τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία. Οἱ τελευταῖες του λέξεις ἦταν: «Ἀόρατε βασιλεῦ, Σῶτερ Ἰησοῦ, Σὲ ἱκετεύω, προστάτευσε τοὺς Χριστιανοὺς τῆς χώρας μου».






Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ
Image
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1500 στὸ χωριὸ Σκλάταινα τῆς ἐπαρχίας Φαναρίου Καρδίτσας, ποὺ σήμερα ὀνομάζεται Δρακότρυπα, ἀπὸ γονεῖς πτωχοὺς ἀλλὰ εὐσεβεῖς, τὸν Νικόλαο καὶ τὴ Θεοδώρα, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία μετέβη στὰ Μετέωρα, ὅπου καὶ ἔγινε Μοναχός. Ἀργότερα κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος. Διακατεχόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τὴ ἐρημικῆς ζωῆς ἵδρυσε κοντὰ στὴ Μονὴ Καρακάλλου ἕνα μικρὸ κελί, στὸ ὁποῖο μόναζε καὶ κοντὰ σὲ αὐτὸ ἔκτισε καὶ ἕνα μικρὸ ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Τριάδα.

Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἐξετίμησε τόσο πολὺ τὴν πνευματικότητα τοῦ Ἁγίου ἀσκητοῦ, ὥστε τὸν παρότρυνε νὰ μείνει κοντά του γιὰ νὰ τὸν ἀναδείξει διάδοχό του. Παρὰ τὶς προτροπὲς ὅμως καὶ τὰ δελεάσματα ἐκεῖνος ἐπέστρεψε στὸ ἡσυχαστήριό του. Χρημάτισε δὲ καὶ γιὰ λίγο ἡγούμενος τῆς Μονῆς Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους, πρὸς ἐνίσχυση τῆς ὁποίας δὲν δίστασε νὰ ταξιδέψει μέχρι τὴν Κωνσταντινούπολη.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡγουμενίας του στὴ Μονὴ Φιλοθέου ἄλλαξε τὴν τάξη αὐτῆς ἀπὸ βουλγαρικὴ σὲ ἑλληνική. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δυσαρέστησε κάποιους, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν συνέχεια ἀφορμὲς νὰ δημιουργοῦν ζητήματα καὶ νὰ προκαλοῦν σκάνδαλα. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος θεώρησε καλὸ νὰ ἀπέλθει, περὶ τὸ 1524, σὲ σκήτη ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Βέροια, ὅπου καὶ διοργάνωσε τὴ μοναστικὴ ζωή. Ἀνακαίνισε τὸ Ναὸ τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ ἀνέπτυξε πλούσια διδακτικὴ καὶ φιλανθρωπικὴ δράση. Ἐπισκέφθηκε ὡς προσκυνητὴς καὶ πάλι τὰ Ἱεροσόλυμα, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐκεῖ Σύναξη τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων καί, ἀφοῦ δέχθηκε τὶς εὐλογίες καὶ παραινέσεις τους, ἐπέστρεψε στὴν Βέροια.

Κατ’ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κοιμήθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Βεροίας, οἱ δὲ πρόκριτοι καὶ κάτοικοι τῆς περιοχῆς προσπάθησαν νὰ πείσουν τὸν Ἅγιο νὰ γίνει Ἐπίσκοπός τους. Ἐκεῖνος ὅμως, ποθώντας τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἔρημο, ἔφυγε καὶ πῆγε σὲ μία δυσπρόσιτη περιοχὴ τοῦ Ὀλύμπου, ὅπου ἵδρυσε τὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σὲ κάποιο διωγμὸ τῶν Τούρκων ἐγκατέλειψε γιὰ λίγο τὴ μονὴ καὶ κατέφυγε στὸ Πήλιο, κοντὰ στὴ Ζαγορά. Ἐκεῖ ἔκτισε Ἐκκλησία καὶ κελιά. Ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ τὴν παράκληση τοῦ λαοῦ γιὰ τὴν ἀνομβρία, ποὺ ἀκολούθησε τὴν φυγή του, ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στὸν Ὄλυμπο, περὶ τὸ 1542, γενόμενος δεκτὸς ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν λαὸ ἀλλὰ καὶ τὸν Τοῦρκο ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἐγγράφως τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ ἀνεγείρει ναὸ καὶ κελιά.

Ἡ ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου καὶ τὰ παρ’ αὐτοῦ ἐπιτελούμενα θαύματα, διαθρυλούμενα εὐρέως σὲ ὅλη τὴ γύρω περιοχὴ καὶ τὴ Μακεδονία, ὁδηγοῦσαν πολλοὺς μέχρι τῆς ἀπομακρυσμένης μονῆς του, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του, νὰ ζητήσουν τὴ συμβουλή του, νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ ἀσθένειες καὶ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικά. Καὶ ὁ Ὅσιος στήριζε τὴν πίστη τους, κράτυνε τὴν ὑπομονή τους, θέρμαινε τὴν ἀγάπη τους, ἀνταποκρινόμενος στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ψυχῆς τους ἀλλὰ καὶ στὶς ὑλικές τους ἀνάγκες. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος ἔζησε σὰν ἐπίγειος ἄγγελος καὶ γρήγορα συγκέντρωσε γύρω τοῦ πλῆθος μοναχῶν, ποὺ ἔκανε τὴν μονὴ πραγματικὴ Λαύρα. Ὡστόσο, ὁ ἴδιος προτιμοῦσε νὰ μένει στὰ σπήλαια τῆς περιοχῆς καὶ νὰ ἀσκεῖται στὸ γνόφο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Κάποιες φορές, ἐνῶ ἐρχόταν ἀπὸ τὰ σπήλαια, τὸν εἶχαν δεῖ νὰ λάμπει ὁλόκληρος, λουσμένος μέσα στὸ ἀναστάσιμο φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ὁ Θεὸς τὸν προίκισε μὲ ἔκτακτα καὶ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα. Ὑπῆρξε προορατικὸς καὶ θαυματουργός, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη στὴ ζωή.

Ὁ Ἅγιος δὲν παρέλειπε νὰ περιέρχεται τὰ γύρω χωριά, γιὰ νὰ κηρύξει, νὰ ἐξομολογήσει καὶ νὰ στηρίξει τοὺς σκλαβωμένους Ἕλληνες.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς στὸ κάτω μέρος τῆς βόρειας πτέρυγας τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς. Ὁ τάφος του ἀπέπνεε εὐωδία καὶ χάρη καὶ ἀπὸ τότε ἀπέβη πηγὴ δυνάμεως καὶ ἰαμάτων γιὰ τοὺς πιστούς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Ὀλύμπου οἰκήτωρ Πιερίας ἀγλάϊσμα, καὶ τῆς ἐπωνύμου Μονῆς σου ἱερὸν περιτείχισμα, ἐδείχθης Διονύσιε σοφέ, βιώσας ὥσπερ Ἄγγελος ἐν γῇ, καὶ παρέχεις τὴν σὴν χάριν τοῖς εὐλαβῶς, προστρέχουσι τῇ σκέπῃ σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐγκρατείας σκάμμασι Πάτερ ἐκλάμψας, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὤφθης δοχεῖον καθαρόν, Πάτερ σοφὲ Διονύσιε, πταισμάτων λύσιν ἡμῖν ἐξαιτούμενος.

Μεγαλυνάριον.
Λάμψας ἐν Ὀλύμπῳ ἀσκητικῶς, θαυμάτων ἀκτῖσι, καταυγάζεις ὡς ἀληθῶς, πᾶσαν Πιερίαν, πιστῶς ἀνευφημοῦσαν, θεόφρον Διονύσιε, τοὺς ἀγῶνάς σου.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μάρτυρας ἐκ Καζάν
Image
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός, μαρτύρησε στὸ Καζὰν τῆς Ρωσίας τὸ ἔτος 1529.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος ὁ ἐν Κύπρῳ ἀσκήσας
Image
Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ἔζησε τὸν 12ο αἰώνα μ.Χ. Γεννήθηκε στὴν κωμόπολη Λεύκαρα τῆς Κύπρου τὸ 1134 καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία, παρὰ τὴν θέληση τῶν γονέων του, Ἀθανασίου καὶ Εὐδοξίας, ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο, φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο. Κατέφυγε κατ’ ἀρχὰς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, στὸ ὄρος Κουτσοβέντη, ὅπου ζήτησε νὰ μείνει καὶ νὰ ἀσκητέψει. Μετὰ ἀπὸ πέντε χρόνια στὸ διακόνημα τῆς καλλιέργειας τῶν ἀμπελώνων τῆς μονῆς, στὴ θέση «Γούπαις», μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, ἐπισκέπτεται γιὰ προσκύνημα τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ παρέμεινε γιὰ σύντομο χρονικὸ διάστημα καὶ ὅταν ἐπέστρεψε πάλι στὴν Κύπρο, μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Χρυσοστόμου (1152 – 1158 μ.Χ.). Ζήτησε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ γίνει ἐρημίτης, χωρὶς ὅμως ἐπιτυχία. Ἡ ἄρνηση τοῦ ἡγουμένου, ὁδηγεῖ τὸν Ὅσιο νὰ ἐγκαταλείψει τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, γιὰ νὰ πάει στὸ ὄρος Λάτρος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ποὺ ἦταν μεγάλο μοναστικὸ κέντρο. Γι’ αὐτὸ τὸν σκοπὸ πῆγε στὴν Πάφο μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ βρεῖ πλοῖο ποὺ νὰ τὸν μεταφέρει ἐκεῖ. Στὸ ναύσταθμο ὅμως τῆς Πάφου συνελήφθη ὡς φυγὰς καὶ φυλακίσθηκε. Ὅταν, μὲ τὴν μεσιτεία εὐσεβῶν ἀνθρώπων, ἀποφυλακίζεται τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ἀναζητᾶ ἐρημητήριο στὰ ἐνδότερα τῆς Μεγαλονήσου.

Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἔτους 1159, ἐπέλεξε νὰ λαξεύσει τὴν ἐγκλείστρα του, στὴν Πάφο, γνωρίζοντας ὅτι «οὐδὲν πλέον τούτου καθέξει, κἂν καὶ τοῦ ὅλου κόσμου φθάση κρατῆσαι». Ὁ Ὅσιος παρέμεινε κλεισμένος μέσα στὴν ἐγκλείστρα του ἐπὶ σάραντα ὁλόκληρα χρόνια. Ἐκεῖ μορφώθηκε κατὰ τὴν θεία καὶ ἀνθρώπινη σοφία καὶ μυήθηκε στὰ μυστικά της πνευματικῆς ἀσκήσεως. Αὐτὴ τὴν ἐμπειρία τὴ διαφύλαξε μὲ πολὺ προσοχὴ σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν αὔξησε καὶ τὴν ἐφάρμοσε ἀπόλυτα. Ἡ φήμη του διαδόθηκε εὐρύτατα καὶ πλῆθος Χριστιανῶν συνέρεε, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία του.

Γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν κόσμο λάξευσε μέσα στὰ βράχια νέα ἐγκλείστρα καὶ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν κόσμο μόνο κάθε Κυριακή. Σὲ αὐτὴ τὴν ἀπόφασή του συνετέλεσε καὶ ἡ χειροτονία του σὲ πρεσβύτερο, τὸ ἔτος 1170, ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Πάφου Βασίλειο Κίνναμο καὶ ἡ σύσταση τῆς πρώτης ἀδελφότητας πρὸς τὸ τέλος τοῦ ἔτους 1170 ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1171. Ἡ ὕπαρξη πλέον μοναχῶν διευκόλυνε τὸν Ἅγιο νὰ ἐντείνει τὸν ἐγκλεισμό, καθόσον οἱ ὑποτακτικοί του θὰ ἀναλάμβαναν τὶς ποικίλες ἀξωτερικὲς ἐργασίες τῆς μονῆς. Ὅμως ὁ Ἅγιος δὲν ἦταν διδάσκαλος μόνο τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἀλλὰ ἦταν διδάσκαλος κυρίως τῶν ὑποτακτικῶν του μὲ τὸν βίο καὶ τὸ παράδειγμά του.

Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχαν συμβεῖ διάφορα δραματικὰ γεγονότα στὴν Κύπρο, τὰ ὁποία τὴν ἀπέκοψαν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο καὶ ἔφερε τὴν δυστυχία στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν λαό. Ἡ φτώχεια καὶ ἡ δυστυχία τοῦ λαοῦ ὁδήγησε πολλοὺς νὰ ζητήσουν τροφὴ στὰ μοναστήρια, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἦταν καὶ ἡ ἐγκλείστρα τοῦ Ὁσίου Νεοφύτου.

Ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὰ χέρια τῶν Φράγκων τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 1204, ἦταν ἕνα συνταρακτικὸ γεγονὸς καὶ γιὰ τὸν Ὅσιο Νεόφυτο. Θεωρεῖ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως, τῆς προστάτιδος τῶν Ὀρθοδόξων, «ἀποκαλυπτικό» γεγονὸς καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιχειρεῖ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως, καταβάλλοντας προσπάθεια νὰ ἐξηγήσει γιατί κυριάρχησαν οἱ δυνάμεις τοῦ ἀντίχριστου σὲ βάρος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε σὲ βαθύτατο γῆρας στὶς 12 Ἀπριλίου. Ὁ ἴδιος ἐνταφιάσθηκε στὸν τάφο ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος, σὲ ξύλινο φέρετρο ἀπὸ ξύλο πεύκου, κέδρου καὶ κυπαρίσσου τὸ ὁποῖο εἶχε κατασκευάσει, ὅταν ζοῦσε. Τὸ ἱερὸ λείψανό του φυλάσσεται μέχρι σήμερα στὴν ὁμώνυμη μονὴ τῆς Πάφου, στὴν Κύπρο, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στὴ μνήμη του.
Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς Θεοσημείας, δηλαδὴ τῆς θαυματουργικῆς διασώσεως τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου κατὰ τὴν πτώση αὐτοῦ ἀπὸ τὴν ἐγκλείστρα του, ὅπου ἀσκήτευε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Βίον ἔγκλειστον, ἐπιποθήσας, σκεῦος τίμιον, τῆς ἐγκρατείας, ἀνεδείχθης θεοφόρε Νεόφυτε· τῶν ἀρετῶν γὰρ τῇ πράξει κοσμούμενος, ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐκφαίνεις τὰ κρείττονα. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Σαυτὸν ἐγκλείσας οὐρανίῳ σου φρονήματι

Τῆς ἀπαθείας ἀνεδείχθης θεῖον ὄργανον

Καὶ θεράπων ἐνθεώτατος τῆς Τριάδος.

Ἧς τῷ θρόνῳ παριστάμενος ἱκέτευε

Πάσης βλάβης καὶ ἀνάγκης ἡᾶς ῥύεσθαι
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Νεόφυτε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίρει ἐν σοὶ Κύπρος ἡ σὴ πατρίς, ἐξαιρέτως Πάτερ, ἡ Ἐγκλείστρα σου ἡ σεπτή, ἔνθα τοὺς μεγίστους, διήνυσας ἀγῶνας, ἣν φρούρει ἀοράτως, σοφὲ Νεόφυτε.






Ἡ Ὁσία Ξένη ἡ διὰ Χριστὸν Σαλή
Image
Γεννήθηκε στὴν Ἁγία Πετρούπολη τῆς Ρωσίας, τὸ ἔτος 1720, καὶ ὡς νεαρὴ ὄμορφη κοπέλα παντρεύτηκε τὸν Ἀντρέα Φεοντόροβιτς Πετρὼφ ποὺ εἶχε τὸν βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχου καὶ ἦταν πρωτοψάλτης στὴν βασιλικὴ αὐλή. Ἡ θέση αὐτὴ ἦταν μία πολὺ ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέση καὶ ἔδινε δόξα καὶ ὑλικὴ ἀπολαβή.

Ἦταν νέοι. Εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους. Ὑπηρέτησαν καὶ οἱ δυὸ στὴν βασιλικὴ αὐλή, ὅπου ἔκαναν τὸ γάμο τους. Ζοῦσαν πολὺ εὐτυχισμένοι μαζί. Λόγω τῆς νεότητάς τους, τοὺς ἄρεσε πολὺ νὰ πηγαίνουν σὲ χοροεσπερίδες καὶ σὲ συμπόσια. Καλοῦσαν φιλοξενουμένους στὸ σπίτι τους καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι πήγαιναν ὡς φιλοξενούμενοι σὲ ἄλλα σπίτια. Αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι τὰ ὀνομάζουν «καλὴ τύχη» καὶ φαινόταν ὅτι τίποτε στὸ ἀνδρόγυνο αὐτό, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Ξένια, δὲν θὰ ἔδινε τέλος σ’ αὐτή τους τὴν χαρά. Ἀλλὰ ξαφνικὰ ἕνα φοβερὸ χτύπημα, σὰν κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ, ὁ ἀναπάντεχος θάνατος τοῦ ἀγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε τὴν Ξένια Γκριγκόριεβνα. Στὰ εἴκοσι ἕξι της χρόνια, ἕνα βράδυ σὲ ἕνα χορὸ ὁ ἄντρας της ἐνῶ ἔπινε μὲ τοὺς φίλους τους, ξαφνικὰ ἔπεσε κάτω νεκρός. Αὐτὸ φυσικὰ ἦταν πολὺ ὀδυνηρὸ γιὰ τὴν Ξένια. Ὁ Ἀντρέας, δὲν εἶχε ποτὲ ἐξομολογηθεῖ καὶ λάβει Θεία Κοινωνία ἕως πρὶν πεθάνει, καὶ ἐκείνη ἀνησυχοῦσε τρομερὰ γιὰ τὴν ψυχή του.

Σύντομα μετὰ τὴν ταφή του, ἡ Ὁσία Ξένια ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Πετρούπολη γιὰ ὀκτὼ χρόνια. Πιστεύεται ὅτι αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα τὸ πέρασε σὲ ἕνα ἐρημητήριο ἢ σὲ ἕνα μοναστήρι, μαθαίνοντας τὸ δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας εἶχε ἀξιόπιστη πληροφορία ὅτι ἡ μακαρία Ξένια γιὰ τὴν πνευματική της τελείωση δαπάνησε αὐτὰ τὰ χρόνια μεταξὺ τῶν Στάρετς προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό της γιὰ τὸν δύσκολο ἀγώνα τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν καὶ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν πνευματική τους καθοδήγηση.

Ποῦ ἦταν οἱ Στάρετς; Ἴσως ἦταν στὸ Hermitage ἣ σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια ποὺ αὐτὸν τὸν καιρὸ εἶχαν Στάρετς, μαθητὲς τοῦ Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ὕστερα ἀπὸ ὀχτὼ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στὴν πατρίδα της, τὴν ἁγία Πετρούπολη, καὶ δὲν τὴν ξανάφησε στὰ ἄλλα τριάντα ἑπτὰ χρόνια τῆς ζωῆς της σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἁγία Πετρούπολη, χάρισε τὰ ὑπάρχοντά της, τὸ σπίτι της, τὰ χρήματά της, τὰ ὄμορφα ροῦχα της. Κατὰ πρώτον ἄρχισε νὰ βεβαιώνει σὲ ὅλους ὅσους τὴν περιτριγύριζαν ὅτι ὁ σύζυγός της δὲν πέθανε, ἀλλὰ ὅτι πέθανε αὐτή. Φόρεσε τὰ ροῦχα τοῦ νεκροῦ συζύγου της καὶ ἄρχισε νὰ ὀνομάζει τὸν ἑαυτὸ τῆς Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς. Οἱ συγγενεῖς της τὴν θεώρησαν περισσότερο γιὰ παράφρονα , ὅταν αὐτὴ ἄρχισε νὰ μοιράζει τὴν περιουσία της στοὺς πιὸ φτωχοὺς καὶ ὅταν ἔδωσε τὸ σπίτι της στὴν Παρασκευὴ Ἀτόνοβα. Οἱ ἐνδιαφερόμενοι γιὰ τὴν περιουσία της συγγενεῖς της στράφηκαν στὶς ἀρχὲς καὶ ζήτησαν ἀπὸ αὐτὲς νὰ λάβουν μέτρα ἐναντίον μιᾶς τέτοιας διάθεσης τῆς κληρονομιᾶς της ἀπὸ αὐτήν. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀναφορὰ τῶν συγγενῶν οἱ ἀρχὲς τὴν κάλεσαν καὶ ἀφοῦ συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ὅτι ἦταν πολὺ καλὰ στὰ λογικά της καὶ εἶχε ἑπομένως κάθε δικαίωμα νὰ κάνει ὅτι ἤθελε τὴν περιουσία της (σημειώνεται τὸ συμβὰν: οἱ συγγενεῖς τῆς Ξένιας τὴν πῆγαν στὸ δικαστήριο ἀλλὰ ὁ δικαστὴς βρῆκε ὅτι ἔχει καλὸ καὶ γερὸ νοῦ ὅσο αὐτὴ συνέχιζε νὰ βοηθᾶ τοὺς φτωχούς.) Ἀλλὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχουμε ἕνα ὄνομα γιὰ τοὺς ἁγίους ἀνθρώπους ποὺ οἱ ἄλλοι πιθανὸν νὰ νομίζουν ὅτι εἶναι τρελοί. Ἐμεῖς τοὺς ὀνομάζουμε «διὰ Χριστὸν σαλούς». Αὐτοὶ συχνὰ δὲν εἶναι τρελοί, ἀλλὰ προσποιοῦνται ὅτι εἶναι, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ κρύψουν τὰ πνευματικά τους χαρίσματα.

Τί συνέβηκε πράγματι μὲ τὴν Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ἀσφαλῶς συνέβηκε μέσα της μιὰ πλήρης πνευματικὴ ἀντιστροφή, πού, κατὰ τὰ ἴδια της τὰ λόγια, ἡ Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα εἶχε πεθάνει!...Βάζοντας τὰ ροῦχα τοῦ συζύγου της καὶ παίρνοντας τὸ ὄνομά του ἦταν κατὰ τὴ γνώμη της, σὰν νὰ παρατεινόταν ἡ δική του ζωὴ στὸ πρόσωπό της γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες του μὲ τὴ δική της ἀφιερωμένη στὸ Θεὸ ζωή. Τώρα αὐτὴ παρουσίαζε τὸν ἑαυτό της στὸν κόσμο μὲ τὴν δύσκολη ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ ὡς «κατὰ Χριστὸν τρελή».

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης λέγει: «Ὑπάρχει μία ἀληθινή, πραγματικὴ ζωὴ καὶ μία φαινομενική, ψεύτικη ζωή. Τὸ νὰ ζεῖς γιὰ νὰ τρῶς, νὰ πίνεις, νὰ ντύνεσαι, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνεις καὶ νὰ γίνεσαι πλούσιος, τὸ νὰ ζεῖς γενικὰ γιὰ ἐγκόσμιες χαρὲς καὶ φροντίδες, αὐτὸ εἶναι μία φαντασία. Τὸ νὰ ζεῖς ὅμως γιὰ νὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους, αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ ζωή! Ὁ πρῶτος τρόπος ζωῆς εἶναι ἀκατάπαυστος πνευματικὸς θάνατος. Ὁ δεύτερος εἶναι ἀκατάπαυστη ζωὴ τοῦ πνεύματος» (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, Περὶ τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς) .

Ἀπὸ αὐτὸ βλέπουμε ὅτι τὸ «χτύπημα» ποὺ «χτύπησε» τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια ἦταν μία ὤθηση ἀπὸ τὴν μὴ πραγματικὴ ζωὴ στὴν ζωὴ τοῦ Πνεύματος.



Ἡ μακαρία Ξένια, ποὺ ἦταν πλούσια πρῶτα, ἔζησε τώρα μιὰ φτωχική, πολὺ φτωχικὴ ζωή. Ζοῦσε χωρὶς σπίτι, περιπλανώμενη στοὺς δρόμους τῆς πόλης ἐμπαιζόμενη καὶ κακομεταχειριζόμενη ἀπὸ πολλούς. Ἡ μόνη τροφή της ἐρχόταν ἀπὸ γεύματα ποὺ μερικὲς φορὲς δεχόταν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ γνώριζε. Τὸ βράδυ ἀποσυρόταν σὲ ἕναν ἀγρὸ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ ἐκεῖ γονατιστὴ προσευχόταν ὡς τὸ πρωί. Δὲν εἶχε πραγματικὰ ποὺ νὰ κλίνη τὴν κεφαλή της. Γιὰ σκέπη της εἶχε τὸν μελαγχολικὸ βροχερὸ οὐρανὸ τῆς ἁγίας Πετρούπολης, ἐνῶ γιὰ κρεβάτι της εἶχε τὸ ὑγρὸ γυμνὸ ἔδαφος. Περνοῦσε τὶς νύχτες της προσευχόμενη γονατισμένη στὸ γυμνὸ ἔδαφος τῶν χωραφιῶν. Αὐτὸ τὸ μαρτυροῦσαν ἡ ἀστυνομία καὶ οἱ κάτοικοι, ποὺ τὴν ἀνακάλυψαν, γιατί εἶχαν τὴν περιέργεια νὰ μάθουν ποὺ ἐξαφανιζόταν τὶς νύχτες. Κάποτε κάποιος ἀστυνομικὸς τὴν παρακολούθησε καὶ τὴν εἶδε νὰ κλίνη τὰ γόνατά της σ’ ἕνα ἀνοιχτὸ χωράφι καὶ νὰ προσεύχεται. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται ἀπὸ τὸ βράδυ καὶ δὲν σηκώθηκε μέχρι τὸ πρωί. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν προσευχῶν της ἔκανε μετάνοιες σὲ ὅλες τὶς διευθύνσεις προσευχόμενη γιὰ ὅλους τους ὀρθόδοξους χριστιανούς.



Κατὰ τὴν ἡμέρα συνήθως γύριζε γύρω στοὺς δρόμους τῆς ἁγίας Πετρούπολης. Τὰ κουρελιασμένα ροῦχα της δύσκολα τὴν σκέπαζαν – μιὰ κόκκινη φούστα καὶ τὸ στρατιωτικὸ σακάκι τοῦ ἄντρα της. Στὰ πόδια της εἶχε χαλασμένα παπούτσια καὶ γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι της εἶχε δεμένο ἕνα παλιὸ μαντήλι. Ἀκόμα καὶ κατὰ τὸν βαρὺ χειμώνα δὲν φοροῦσε ζεστὰ ροῦχα καὶ παπούτσια, ἂν καὶ ἡ καλοσύνη τοῦ λαοῦ τῆς πρόσφερε πολλὰ ἀπ’ αὐτά. Σὲ ὅλες τὶς περιόδους τοῦ ἔτους τὴν ἔβλεπαν ντυμένη στὰ ἴδια κουρέλια. Τὸ κρύο στὴν ἁγία Πετρούπολη ἦταν δυνατὸ καὶ διαπερνοῦσε τὰ κόκαλα. Ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ χύνεται μὲ ἀφθονία στοὺς ἁγίους του Θεοῦ, τοὺς ἔκανε νὰ νικοῦν τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Αὐτὴ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδινε ζεστασιὰ καὶ δύναμη στὴ μακαρία Ξένη.

Πολλοὶ ἀγαποῦσαν αὐτὴν τὴν ἥσυχη, τὴν ἤρεμη, τὴν ταπεινὴ καὶ τὴν εὐγενικὴ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένια. Ἀρκετοὶ τὴν λυπόντουσαν καὶ τῆς ἔδιναν ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ αὐτὴ δὲν τὴν ἔπαιρνε. Ἐὰν δεχόταν κανένα μικρὸ κέρμα, ἀμέσως τὸ ἔδινε σὲ κάποιον φτωχὸ ζητιάνο. Δεχόταν ἐλεημοσύνη ἀπὸ φιλεύσπλαχνους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀμέσως τὰ χάριζε στοὺς φτωχούς, κάνοντας καλὸ στοὺς ἀνθρώπους στὸ ὄνομα τοῦ Ἀντρέα, ἔτσι ὥστε ἂν ἡ ψυχή του ὑπέφερε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του τὶς ὁποῖες δὲν εἶχε μετανοήσει, οἱ πράξεις της καὶ οἱ προσευχές της θὰ τὸν βοηθοῦσαν. (Οἱ Χριστιανοὶ συχνὰ δίνουν χρήματα ἢ προσεύχονται γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων. Αὐτὸ λέγεται ἐλεημοσύνη ἀλλὰ δὲν εἶναι τόσο σύνηθες νὰ ἐγκαταλείπει κάποιος ὅλη του τὴ ζωὴ γιὰ ἕνα ἄνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε ἡ Ξένια). Τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι κάνοντας καλὲς πράξεις καὶ προσφέροντας προσευχὲς γιὰ τοὺς ἄλλους, πλησιάζεις πολὺ τὸ Θεό, καὶ αὐτὸ συνέβηκε καὶ μὲ τὴν Ξένια. Προσευχόταν τόσο πολὺ γιὰ τὸν ἄντρα της καὶ αὐτὸ τὴν ἔκανε Ἁγία!

Ὁ Κύριος εἶχε δώσει στὴν Ξένια πολλὰ πνευματικὰ δῶρα καὶ αὐτὴ ἄρχισε νὰ κάνει περίεργα πράγματα ὅπως περπατοῦσε ξυπόλυτη στὸ χιόνι καὶ φοροῦσε ἀσυνήθιστα ροῦχα ἔτσι ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν νομίσουν ὅτι ἐκείνη εἶναι κάτι τὸ ἐξαιρετικό. Αὐτὴ μερικὲς φορὲς γνώριζε τί πρόκειται νὰ συμβεῖ πρὶν αὐτὸ συμβεῖ, ἢ ἂν οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἕνα πρόβλημα καὶ δὲν γνώριζαν τί θέλει ὁ Θεὸς νὰ κάνουν, αὐτὴ μποροῦσε νὰ τοὺς τὸ πεῖ. Συχνὰ κοιτάζοντας μὲ μία ματιὰ τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὴ ἤξερε ἂν αὐτοὶ ἔλεγαν τὴν ἀλήθεια ἢ ὄχι.



Σιγὰ σιγά, οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλης παρατήρησαν τὰ σημάδια ἁγιότητας ποὺ ἦταν τὸ ὑπόστρωμα τῆς φαινομενικὰ διαταραγμένης τῆς ζωῆς: παρουσίαζε τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ ἡ ὅλη παρουσία της σχεδὸν πάντα ἐπιβεβαίωνε τὴν εὐλογία της. Τὸ Συναξάρι λέει :

«Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ φαινόταν νὰ τὴ συνοδεύει ὁπουδήποτε ἐκείνη πήγαινε: ὅταν ἔμπαινε σὲ ἕνα μαγαζὶ οἱ εἰσπράξεις τῆς ἡμέρας αὐξάνονταν σημαντικά. Οἱ ἔμποροι τὴν παρακαλοῦσαν νὰ πάρει κάτι ὡς δῶρο ἢ τουλάχιστον νὰ μπεῖ στὸ κατάστημά τους. Ἤξεραν ὅτι ἐκείνη τὴ μέρα οἱ δουλειές τους θὰ πήγαιναν πολὺ καλὰ καὶ τὰ κέρδη τους θὰ ἦταν πολλά. Ὅταν περπατοῦσε στὸν δρόμο, ἀπὸ ὅλες τὶς μεριές, ἀπὸ ὅλα τὰ ἁμάξια ποὺ περνοῦσαν ἄκουγε νὰ φωνάζουν: «Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς, σταμάτα, θέλω νὰ σὲ πάρω στὸ ἁμάξι μου ἔστω καὶ γιὰ λίγα βήματα». καὶ ὅταν ἔμπαινε σὲ κάποιο αὐτοκίνητο, τὸ εἰσόδημα τοῦ αὐτοκινήτου αὐτοῦ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν πολὺ μεγάλο. Ἡ μακαρία Ξένη προτιμοῦσε νὰ κάθεται σὲ αὐτοκίνητα ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν ἀνάγκη βοηθείας. Ἐὰν μιλοῦσε μὲ κανέναν ποὺ ἦταν στενοχωρημένος, ἀμέσως αὐτὸς καταπραϋνόταν καὶ τοῦ ἐρχόταν μία θαυματουργικὴ βοήθεια. Ὅταν ἀγκάλιαζε ἕνα ἄρρωστο παιδί, ἀμέσως αὐτὸ γινόταν καλά. Ἡ πολὺ καὶ μακροχρόνια συμπόνια της, ἄνοιξε τὸ δρόμο τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς εὐλάβειας πρὸς τὸ πρόσωπό της καὶ οἱ ἄνθρωποι γενικὰ ἔφτασαν νὰ τὴν θεωροῦν ὡς τὸ φύλακα ἄγγελο τῆς πόλης.»

Κάποτε, τὸ ἔτος 1764, ταράχτηκε πολὺ καὶ ξέσπαγε κάθε μέρα σὲ δάκρυα. Οἱ ἄνθρωποι τὴν ρωτοῦσαν τὴν αἰτία ποὺ κλαίει καὶ αὐτὴ ἀπαντοῦσε: «Αἷμα, αἷμα, αὐλάκι ἀπὸ αἷμα!». Τότε ὅλοι ἦταν ἀνήσυχοι γιὰ τὸ τί ἄραγε θὰ συνέβαινε. Ἀλλὰ τρεῖς ἑβδομάδες ἀργότερα οἱ πολίτες τῆς ἁγίας Πετρούπολης ἔμαθαν τί σήμαιναν τὰ λόγια της. Ἀπὸ τὴν ρωσικὴ ἱστορία γνωρίζουμε ὅτι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀξιωματικοῦ Μίροβιτς νὰ ἐλευθερώσει τὸν αἰχμάλωτο βασιλέα Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς, ποὺ ἦταν φυλακισμένος στὸ φρούριο Schlusselburg, ἀπέτυχε καὶ ὁ Ἰβὰν Ἀντώνοβιτς φονεύθηκε.

Στὶς 24 Δεκεμβρίου 1761, τὴν παραμονὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ μακαρία Ξένη περιερχόταν τοὺς δρόμους τῆς πρωτεύουσας καὶ ἔλεγε στὸν καθένα νὰ κάνη τηγανίτες. Τὴν ἑπομένη μέρα ἀκούστηκε τὸ φοβερὸ νέο: ἡ αὐτοκράτειρα Ἐλισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οἱ τηγανίτες θὰ ἦταν γιὰ τὴν ἀγρυπνία, ποὺ ἡ προικισμένη μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα ὁσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις ποὺ ἐκδηλωνόταν τὸ προορατικὸ χάρισμά της καὶ περιπτώσεις βοηθειῶν ποὺ πρόσφερε στὸν λαὸ μὲ τὸ χάρισμά της αὐτό, ἔχουμε πολλές.

Μερικὲς φορές, ὅταν οἱ Χριστιανοὶ κάνουν καλὲς πράξεις, τὶς κάνουν κρυφὰ ὥστε μόνο ὁ Θεὸς νὰ βλέπει. Αὐτὸ γιατί ὁ Κύριος εἶπε: «Μὴν ἀφήνεις νὰ γνωρίζει ἡ ἀριστερά σου χεὶρ τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» καί, «Κάνε τὶς καλές σου πράξεις μυστικὰ ὥστε ὁ Πατέρας ποὺ σὲ βλέπει μυστικὰ νὰ σὲ ἀνταμείψει φανερά.» Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὴν εἰκόνας τῆς Ἁγίας Ξένιας. Πρὶν πολλὰ χρόνια, ὅταν οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἁγίας Πετρούπολης ἔχτιζαν μία ἐκκλησία στὸ κοιμητήριό του Smolensk, ἡ Ἁγία Ξένια συνήθιζε νὰ πηγαίνει κατευθείαν τὸ βράδυ καὶ νὰ κουβαλάει βαριοὺς πλίνθους οἱ ὁποῖοι χρειάζονταν τὴν ἑπόμενη μέρα γιὰ τὸ χτίσιμο τῆς στέγης τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν οἱ τεχνίτες ἔρχονταν κάθε πρωί, ἔβρισκαν τὸ σκληρότερο μέρος τῆς δουλειάς τους ἤδη τελειωμένο καὶ αὐτοὶ ἀναρωτιόνταν ποιὸς νὰ ἦταν ποὺ ἔκανε αὐτὴ τὴν εὐγενικὴ πράξη. Τελικά, δύο ἀπ’ αὐτοὺς ἀποφάσισαν νὰ περάσουν τὸ βράδυ τους στὸ κοιμητήριο. Περίμεναν καὶ περίμεναν, καὶ ὅταν ἔγινε σκοτάδι, ἡ Ἁγία Ξένια ἐμφανίστηκε. Ὅλο τὸ βράδυ, τὴν παρακολουθοῦσαν νὰ ἀνεβαίνει καὶ νὰ κατεβαίνει μὲ τὰ τοῦβλα της, τοὺς τοίχους τῆς μισοτελειωμένης ἐκκλησίας.



Ἡ ἐκκλησία ποὺ ἡ Ἁγία Ξένια βοήθησε στὸ χτίσιμο εἶναι ἀκόμη στὸ κοιμητήριο τοῦ Smolensk καὶ δίπλα της ὑπάρχει ἕνα μικροσκοπικὸ παρεκκλήσιο στὸ ὁποῖο ἔχει ταφή. Προσκυνητὲς ἀπὸ ὅλη τὴ Ρωσία ἀκόμη ἔρχονται ἐκεῖ νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν νὰ τοὺς βοηθήσει. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν φρικτὰ δύσκολων χρόνων στὴ Ρωσία, ὅταν οἱ ἐκκλησίες ἦταν κλειστὲς λόγω τοῦ ὅτι ὁ Κομουνισμὸς δὲν ἤθελε οἱ ἄνθρωποι νὰ λατρεύουν τὸ Θεό, προσκυνητὲς ἔρχονταν κρυφὰ στὴν Ἁγία Ξένια. Ἡ πόρτα τοῦ παρεκκλησίου ἦταν κλειδωμένη καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ μποῦν μέσα, ἔγραφαν τὶς προσευχές τους σὲ μικρὰ χαρτάκια καὶ τὰ ἄφηναν μέσα στὶς ρωγμὲς τῶν τοίχων. Στὸν Κομουνισμὸ δὲν ἄρεσε αὐτὸ καθόλου, ἀλλὰ σύντομα κατάλαβαν ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ σταματήσουν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀγαπᾶνε τοὺς Ἁγίους, ἢ νὰ σταματήσουν οἱ Ἅγιοι νὰ τοὺς βοηθοῦν!

Σαράντα πέντε χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἄντρα της, ἡ Ἁγία Ξένια ἀναπαύθηκε ἐν εἰρήνῃ, στὴν ἡλικία τῶν ἑβδομήντα ἐνὸς ἐτῶν, κάπου στὰ 1800. Ὑποθέτουν ὅτι ἀναπαύθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1806 καὶ 1814. Δὲν ὑπάρχει ἀκριβῆς πληροφορία σχετικὰ μὲ αὐτὸν τὸν χρόνο καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ καθορίσουμε ἀκριβῶς τὴν χρονολογία τοῦ θανάτου της. Γνωρίζοντας τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο τὴν περιέβαλε ὁ κόσμος μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ κηδεία της εἶχε μεγάλη ἐπισημότητα καὶ ὅτι πολὺς κόσμος θὰ συγκεντρώθηκε, γιὰ νὰ τῆς δώσει τὸν τελευταῖο χαιρετισμό.

Ὁ τάφος της, ἀμέσως, ἔγινε τόπος προσκυνήματος: ἔτσι πολλοὶ προσκυνητὲς ἔπαιρναν χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο της ὡς εὐλογία καὶ νέο χῶμα ἔπρεπε νὰ τροφοδοτεῖται τακτικά. Τελικὰ τοποθετήθηκε ἐπάνω στὸν τάφο της μιὰ πλάκα ἀπὸ γρανίτη μὲ τὴν ἐπιγραφὴ :

«Εις τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ ἀναπαύεται τὸ σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικὸς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πρωτοψάλτη, συνταγματάρχου Ἀνδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν, μία προσκυνήτρια γιὰ 45 χρόνια, ἔζησε 71 χρόνια. Ἦταν γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἀνδρέα Φεοντόροβιτ».

Αὐτὰ γράφονται στὸ λακωνικὸ ἐπιτύμβιο πάνω στὸν τάφο τῆς μακαρίας Ξένης, γραμμένα ἀπὸ ἕνα ἄγνωστο πρόσωπο.

Ὅμως καὶ αὐτὴ ἡ πλάκα ἐπίσης βαθμιαία χαράσσονταν καὶ φθείρονταν ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ἔπειτα χτίστηκε στὸν τάφο της ἕνα ἐκκλησάκι μὲ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν. Πολλοὶ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ γράφουν πιὸ τοίχους τοῦ ναϋδρίου διάφορα αἰτήματα, ὥστε ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν χρωματίσουν. Οἱ ἱερεῖς ἔκαναν παννυχίδες στὸ ναὸ ἀπὸ νωρὶς τὸ βράδυ μέχρι ἀργὰ τὸ πρωί.

Τὰ χέρια τῶν ἀθεϊστῶν δὲν σεβάστηκαν τὸν τόπο τῆς ἀναπαύσεως τῆς ἁγίας. Γι’ αὐτὸ τὰ παράθυρα ἦταν κλειστὰ μὲ σανίδες καὶ ἡ εἴσοδος ἦταν κλειστή, ἀλλὰ ὁ δρόμος πρὸς τὸ νεκροταφεῖο Σμόλενκ ἦταν πάντοτε ἀνοιχτός. Νέοι καὶ γέροι πήγαιναν στὸ παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τὰ αἰτήματά τους γιὰ βοήθεια καὶ ἔσκυβαν στὸ ἔδαφος κοντὰ στὸν τάφο.

Καὶ ἡ μακαρία Ξένη τοὺς βοηθοῦσε ὅλους.

Θαύματα, θεραπεῖες καὶ ἐμφανίσεις τῆς Ἁγίας Ξένιας συμβαίνουν καὶ σήμερα σὲ ἐκείνους ποὺ ἐπισκέπτονται τὸν τάφο της ἣ ποὺ ἁπλὰ ζητᾶνε τὶς πρεσβεῖες της. Ὁ Θεὸς θεραπεύει πολλοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ ἀσθένειες καὶ πάθη μέσω τῶν πρεσβειῶν τῆς Ἁγίας Ξένιας. Αὐτὴ τοὺς βοηθᾶ νὰ βροῦν δουλειά, σπίτι ἢ σύζυγο (ὅλα αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποία ἐκείνη ἀπαρνήθηκε στὴν δική της ζωή). Ἡ Ἁγία Ξένια δὲν εἶχε σπίτι καὶ ἔτσι γνωρίζει πόσο σκληρὸ εἶναι νὰ ἔχεις ἀνάγκη ἕνα σπίτι καὶ νὰ ζεῖς ἄστεγος. Στὴν ἐκκλησία τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς της τὴν καλοῦμε «ἄστεγη περιπλανώμενη», γιατί ἐγκατέλειψε νωρὶς τὸ σπίτι της γιὰ τὸν παράδεισο.

Πρόσφατα μία γυναίκα στὴν Ἀγγλία, νεοφώτιστη στὴν ὀρθοδοξία, ἔψαχνε νὰ βρεῖ σπίτι κοντὰ σὲ ἐκκλησία γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ παρακολουθεῖ καθημερινὰ τὴ Θεία Λειτουργία. Αὐτὴ καὶ ὁ πνευματικός της προσευχήθηκαν στὴν Ἁγία Ξένια καὶ ὦ τοῦ θαύματος σὲ λίγες μέρες ἡ γυναίκα αὐτὴ βρῆκε ἕνα διαμέρισμα σὲ ἕνα σπίτι ἀκριβῶς δίπλα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία! Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ!

Ἕνα εὐσεβὴ ἔθιμο εἶναι ἡ προσφορὰ Τρισάγιου ὑπὲρ ἀναπαύσεως τοῦ συζύγου της Ἀντρέα, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐκείνη προσευχόταν πυρετωδῶς ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς της.
Ἡ Ἁγία Ξένια δοξάστηκε ἐπίσημα πρῶτα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἔξω ἀπὸ τὴν Ρωσία, τὸ 1978 καὶ μετέπειτα τὸ 1988 ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

PreviousNext

Return to ΕΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 2 guests

cron