18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Μεγάλη Παρασκευή
Την Παρασκευή, στέλνεται ο Ιησούς δέσμιος από τον Καϊάφα στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο. Αυτός, αφού τον ανέκρινε με πολλούς τρόπους και αφού ομολόγησε δύο φορές ότι ο Ιησούς είναι αθώος, έπειτα, για να ευχαριστηθούν οι Ιουδαίοι, τον καταδικάζει σε θάνατο, και αφού μαστίγωσε σαν δραπέτη δούλο τον Δεσπότη όλων, Τον παρέδωσε για να σταυρωθεί. Από εκεί και πέρα ο Ιησούς, αφού παραδόθηκε στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σαν σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Μετά, φορώντας πάλι τα ρούχα του και βαστάζοντας το Σταυρό, πηγαίνει προς το Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης, και εκεί, γύρω στην Τρίτη ώρα της ημέρας, σταυρώνεται μεταξύ δύο ληστών, βλασφημείται από αυτούς που είχαν πάει στο Γολγοθά μαζί του, μυκτηρίζεται από τους αρχιερείς, ποτίζεται από τους στρατιώτες με ξύδι ανακατεμένο με χολή. Γύρω στην ένατη ώρα, αφού βγάζει πρώτα φωνή μεγάλη, και λέει : «Τετέλασται», εκπνέει «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», την ώρα κατά την οποία σφαζόταν, σύμφωνα με το νόμο, ο πασχάλιος αμνός, ο οποίος καθιερώθηκε ως έθιμο στους Ιουδαίους, προ-τυπώνοντας τον Εσταυρωμένο Χριστό.
Τον δεσποτικό αυτό θάνατο και η άψυχη κτίση, πενθώντας, τον τρέμει και αλλοιώνεται από το φόβο αλλά ο Δημιουργός της κτίσεως, ακόμα και όταν είναι νεκρός, λογχίζεται την ακήρατη πλευρά Του και ρέει απ’ αυτήν αίμα και νερό. Τέλος, κατά την δύση του ηλίου, έρχεται ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος μαζί με αυτόν, και οι δύο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθηλώνουν από το Σταυρό το πανάγιο του διδασκάλου σώμα, το αρωματίζουν, το τυλίγουν με καθαρό σεντόνι και αφού το έθαψαν σε καινούργιο τάφο, κυλούν στο στόμιό του μεγάλο λίθο.
Από τα φρικτά και σωτήρια πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού επιτελούμε σήμερα και εις ανάμνηση αυτών παραλάβαμε από αποστολική διαταγή, τη νηστεία της Παρασκευής.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο· καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν Δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον· φεῦγε ἀκόραστον ψυχήν, τὴν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Τὸν δι’ ἡμᾶς σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν· αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου καὶ ἔλεγεν· Εἰ καὶ Σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἡσυχαστής
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἡσυχαστὴς ἔζησε κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου († 20 Νοεμβρίου). Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ζήλωσε τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ ἀπῆλθε πρὸς τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Δεκαπολίτη, ἴσως στὸν Ὄλυμπο, γενόμενος μοναχὸς καὶ διδασκόμενος τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἡ ὑπακοή του πρὸς τὸν διδάσκαλό του ὑπῆρξε περιβόητη, γι’ αὐτὸ δὲ καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔχαιρε καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ διδασκάλου του, κατὰ τὸ παράδειγμα αὐτοῦ, ἀφοῦ περιέτρεξε ξένους τόπους, ἦλθε κατόπιν στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου καὶ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ καλλιεργήθηκαν ἐντός του περισσότερο οἱ πηγὲς τῆς εὐσεβοῦς κατανύξεως καὶ ἡ ἀφοσίωσή του πρὸς τὸν Θεὸ προσέλαβε νέα δύναμη καὶ φλόγα.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ Χαρίτωνος, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἁπαλῶν ἐξ ὀνύχων Χριστὸν ἠγάπησας, καὶ τὴν σὴν κλῆσιν θεόφρον καταλαμπρύνεις σαφῶς, πλήρης χάριτος ὀφθεὶς τοῦ θείου Πνεύματος· ἐκκαθάρας γὰρ τὸν νοῦν, τῶν Ἀγγέλων μιμητής, ἐν σώματι ἀνεδείχθης, Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννη, μεθ’ ὧν ἱκέτευε σωθῆναι ἡμᾶς.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς Ἀσκητῶν, ὑπογραμμὸν καὶ σέμνωμα, καὶ ἀγαθῶν, τῶν οὐρανίων μέτοχον, κατὰ χρέος εὐφημοῦμέν σε, ὦ Ἰωάννη παμμακάριστε· ὁσίως γὰρ τὸν βίον διελήλυθας, καὶ χάριτος ἐνθέου κατετρύφησας, ἐξ ἧς Πάτερ δώρησαι τοῖς δούλοις σου.
Μεγαλυνάριον.
Χάριτι τῇ θείᾳ καταυγασθείς, χαρίτων τὸν πλοῦτον, δι’ ὁσίας διαγωγῆς, Πάτερ Ἰωάννη, ἐνθέως θησαυρίσας, θαυμάτων χάριν νέμεις, τοῖς προσιοῦσί σοι.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τῶν αὐτοκρατόρων Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.) καὶ Οὐαλεντινιανοῦ (364 – 374 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Γότθων. Ἀπὸ παιδὶ ἦταν Χριστιανὸς καὶ ὄχι μόνο ἀποστρεφόταν τὶς τροφὲς ποὺ ἀπέμεναν ἀπὸ τὶς θυσίες στὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ἐμπόδιζε καὶ ὅσους ἤθελαν νὰ δοκιμάσουν αὐτές. Ἔτσι ἔγινε σὲ πολλοὺς πρόξενος σωτηρίας. Ἀφοῦ συνωμότησαν ἐναντίων του οἱ εἰδωλολάτρες, τὸν ἐξόρισαν μὲ τὴν βία ἀπὸ τὴν πόλη. Μετὰ ἀπὸ κάποιο διάστημα καὶ ἐνῷ ὁ Ἀθανάριχος, ὁ ἄρχοντας τῶν Γότθων, ξεκίνησε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν χτύπησαν. Στὴν συνέχεια τὸν ἔδεσαν στὸν ἄξονα τῆς ἅμαξας καὶ τὸν κρέμασαν σὲ ἕνα δοκάρι. Ἐπειδὴ δὲν πείσθηκε νὰ δοκιμάσει ὅτι ἀπέμεινε ἀπὸ τὴ θυσία στὰ εἴδωλα, ὁδηγήθηκε στὸν ποταμό. Καὶ ἐκεῖ, ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν σὲ ἕνα μεγάλο ξύλο στὸν τράχηλο, τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Μουσαῖο. Καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος Β’ Ἐπίσκοπος Μελιτηνὴς
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ἔζησε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας. Διετέλεσε ἀναγνώστης τῆς ἐκεῖ τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου, τὸν ὁποῖο σὲ ἡλικία μόλις τριῶν ἐτῶν, ὅταν ὁ Ὅσιος ἔχασε τὸν πατέρα του, ἡ χήρα μητέρα του τὸν παρέδωσε στὸν εὐλαβὴ Ἐπίσκοπο τῆς Μελιτηνῆς Εὐτρώιο.
Ὁ Ἅγιος διακρίθηκε γιὰ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος του καὶ τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν. Παρέστη στὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸ ἔτος 431 μ.Χ., ποὺ συγκλήθηκε στὴν Ἔφεσο καὶ ὑποστήριξε θερμὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων καὶ περὶ τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας ὡς Θεοτόκου, ἐναντίων τοῦ Νεστορίου. Στὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου διασώθηκε σύντομη ὁμιλία τοῦ Ἁγίου, στὴν ὁποία ὑποστηρίζει τὴν περὶ δύο φύσεων ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος συνδεόταν στενὰ διὰ πνευματικῆς φιλίας μὲ τὸν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας. Μάλιστα, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος εἶχε συστήσει στὸν Ἐπίσκοπο Πέτρο τῶν Σαρακηνῶν νὰ ἀκολουθήσει κατὰ πάντα τρόπο στὴ Σύνοδο τοὺς Ἁγίους Κύριλλο καὶ Ἀκάκιο, ποὺ ἦταν Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καὶ ἀγωνίζονταν κατὰ τῆς ἀσεβείας.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, ἀφοῦ ἐργάσθηκε γιὰ τὴ διάδοση καὶ στερέωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὑπῆρξε θαυματουργός, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 445 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος Β’ Ἐπίσκοπος Μελιτηνὴς
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ἔζησε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας. Διετέλεσε ἀναγνώστης τῆς ἐκεῖ τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου, τὸν ὁποῖο σὲ ἡλικία μόλις τριῶν ἐτῶν, ὅταν ὁ Ὅσιος ἔχασε τὸν πατέρα του, ἡ χήρα μητέρα του τὸν παρέδωσε στὸν εὐλαβὴ Ἐπίσκοπο τῆς Μελιτηνῆς Εὐτρώιο.
Ὁ Ἅγιος διακρίθηκε γιὰ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος του καὶ τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν. Παρέστη στὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸ ἔτος 431 μ.Χ., ποὺ συγκλήθηκε στὴν Ἔφεσο καὶ ὑποστήριξε θερμὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων καὶ περὶ τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας ὡς Θεοτόκου, ἐναντίων τοῦ Νεστορίου. Στὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου διασώθηκε σύντομη ὁμιλία τοῦ Ἁγίου, στὴν ὁποία ὑποστηρίζει τὴν περὶ δύο φύσεων ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος συνδεόταν στενὰ διὰ πνευματικῆς φιλίας μὲ τὸν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας. Μάλιστα, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος εἶχε συστήσει στὸν Ἐπίσκοπο Πέτρο τῶν Σαρακηνῶν νὰ ἀκολουθήσει κατὰ πάντα τρόπο στὴ Σύνοδο τοὺς Ἁγίους Κύριλλο καὶ Ἀκάκιο, ποὺ ἦταν Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καὶ ἀγωνίζονταν κατὰ τῆς ἀσεβείας.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, ἀφοῦ ἐργάσθηκε γιὰ τὴ διάδοση καὶ στερέωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὑπῆρξε θαυματουργός, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 445 μ.Χ.
Ἡ Ὁσία Ἀθανασία ἡ Θαυματουργός ἐξ Αἰγίνης
Ἡ Ὁσία Ἀθανασία γεννήθηκε στὴ νῆσο Αἴγινα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. καὶ εἶχε μεγάλη κλίση γιὰ τὰ θεία. Οἱ γονεῖς της ὅμως, ὁ Νικήτας καὶ ἡ Εἰρήνη, τὴν νύμφευσαν παρὰ τὴν θέλησή της. Λίγες ἡμέρες μετὰ τὸν γάμο, ὁ σύζυγός της φονεύθηκε ἀπὸ βάρβαρους πειρατές, ποὺ ἐκείνη τὴν περίοδο ἐπέδραμαν στὴν Αἴγινα.
Τότε ἡ Ὅσια ἀφοῦ ἔμεινε χήρα, θεώρησε κατάλληλη τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκπληρώσει τὸν ἱερό της πόθο γιὰ τὴ μοναχικὴ πολιτεία. Καὶ ἐνῷ τὴν ἀπασχολοῦσε τὸ θέμα αὐτό, ἔφθασε στὴν Αἴγινα πρόσταγμα βασιλικό, διὰ τοῦ ὁποίου διατάσσονταν ὅλες οἱ ἀνύμφευτες γυναῖκες καὶ οἱ χῆρες νὰ παντρευτοῦν ἄνδρες ἐθνικούς. Ἔτσι λοιπὸν ἡ Ἀθανασία, παρὰ τὴν θέλησή της, ἦλθε σὲ δεύτερο γάμο.
Φροντίζοντας πάντοτε γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς της, ἡ Ὁσία προσευχόταν ἀδιάλειπτα καὶ προσέφερε ἀφειδῶς ἀπὸ τὰ πλούτη της στοὺς ἐνδεεῖς καὶ πάσχοντες. Ὕστερα δὲ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ἔπεισε τὸν σύζυγό της νὰ γίνει μοναχός, ἂν καὶ ἦταν ἐθνικός. Αὐτός, ἀφοῦ πρόκοψε στὶς ἀρετές, μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο.
Τότε ἡ Ὁσία διαμοίρασε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοῦ παρέλαβε κι ἄλλες εὐσεβεῖς γυναῖκες, κατέφυγε σὲ ἀσκητήριο, ὅπου ζοῦσε μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ νηστεία. Στὸν τόπο αὐτὸ ὑπῆρχε ὡραιότατος καὶ πανάρχαιος ναὸς τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Μετὰ παρέλευση τεσσάρων ἐτῶν ἡ Ὁσία προχειρίσθηκε ἡγουμένη τοῦ ἀσκητηρίου, ἀλλὰ ἀναχώρησε σὲ τόπο ἥσυχο καὶ ἄγνωστο καὶ ἐκεῖ μὲ τὶς συνασκήτριές της ἀγωνιζόταν τὸν καλὸ ἀγώνα καὶ τρεφόταν ἀπὸ τὸ ἐργόχειρο ποὺ ἔκανε.
Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπισκέφθηκε τὸ Βυζάντιο, ὅπου ἀσκήτεψε γιὰ ἑπτὰ χρόνια καὶ ὕστερα ἐπέστρεψε πάλι στὸν τόπο τῆς ἡσυχίας της. Ἡ Ὁσία Ἀθανασία προαισθάνθηκε τὴν κοίμησή της δώδεκα ἡμέρες πρίν, γεγονὸς ποὺ ἀνακοίνωσε στὶς μοναχὲς καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο ἐξέφρασε μὲ τὴν προσευχή της τὶς εὐχαριστίες της στὸν Κύριο. Φρόντισε δὲ νὰ γίνει ἐκλογὴ τῆς ἡγουμένης τους, γιὰ νὰ ἐξακολουθήσει ἀπρόσκοπτα ἡ συμβίωσή τους καὶ νὰ διατηρηθεῖ ὁ σύνδεσμος τῆς ἀδελφικῆς τους ἀγάπης. Τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς της κάλεσε κοντά της τὶς μοναχές, ἀπηύθυνε σὲ αὐτὲς λόγια παρηγορητικὰ καὶ συνετὰ καὶ τὶς παρακάλεσε νὰ διατηρήσουν πάντοτε μία ψυχὴ καὶ μία καρδιά. Κατόπιν, ἀφοῦ ἔψαλε καὶ ἐκείνη καὶ οἱ μοναχὲς καὶ ἐνῷ εἶχε ἐξομολογηθεῖ καὶ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τὴν προηγούμενη ἡμέρα, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της μὲ γαλήνη, δηλώνοντας πρὸς ὅσες παρευρίσκονταν, ὅ,τι τὶς περιμένει ἐκεῖ ἐπάνω.
Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου της, ἔφερε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ στὸ ἀσκητήριο. Ἐκεῖ γονάτισαν μπροστὰ στὸ ἱερὸ λείψανό της πενθώντας καὶ κλαίοντας ὅλοι ὅσοι εἶχαν δεχθεῖ ἀπὸ τὰ χέρια της βοηθήματα καὶ ἀπὸ τὰ λόγια της παρηγοριά, ἀρκετοὶ δὲ ἄρρωστοι θεραπεύθηκαν τὴν ὥρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ της.
Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος (ἢ Ματθίας)
Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος ἢ Ματθίας ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. καὶ συνέδεσε τὸν βίο του μὲ τὴν Ὁσία Ἀθανασία. Ὅταν ἡ Ὁσία ἀποφάσισε νὰ μονάσει σὲ τόπο ἥσυχο, χρησιμοποίησε ὡς συνεργὸ τὸν Ματθαῖο, ὁ ὁποῖος πήγαινε στὶς ἀσκήτριες τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν συντήρησή τους, ποὺ προμηθεύονταν ἀπὸ τὰ ἐργόχειρα ποὺ ἡ Ὁσία πωλοῦσε.
Σὲ αὐτὸν τὸν μακάριο Ματθαῖο ἦλθε ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ὅλες του οἱ κλειδώσεις ἦταν παραλυμένες. Ὁ Ὅσιος τὸν λυπήθηκε, ἔβγαλε τὸν μανδύα ποὺ φοροῦσε καὶ τὸν ἔβαλε στοὺς ὤμους τοῦ παράλυτου. Τότε ἔτριξαν φοβερὰ τὰ κόκαλά του καὶ ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος θεραπεύθηκε. Ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, ποὺ ἀπὸ διαβολικὴ ἐνέργεια τὸ πρόσωπό του εἶχε παραμορφωθεῖ, τὸν σταύρωσε μὲ τὸ χέρι του καὶ τοῦ χάρισε τὴ θεραπεία.
Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος, ἀφοῦ διέλαμψε μὲ θαύματα καὶ σημεῖα στὸν τόπο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀσκήσεως, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Χαλκηδόνος
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στὸν ἀσκητικὸ βίο, στὸν ὁποῖο διακρίθηκε μὲ τὴ θεάρεστη πολιτεία του συνασκούμενος μετὰ τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου. Γιὰ τὶς ἀρετές του τιμήθηκε μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς θείας ἱεροσύνης καὶ κατέστη Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Χαλκηδόνος.
Εὑρισκόμενος ἀντιμέτωπος μὲ τοὺς εἰκονομάχους καὶ πιεζόμενος ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες νὰ καταδικάσει τὴ διδασκαλία περὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἔμενε ἀνένδοτος, γι’ αὐτὸ ἐξοριζόταν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο. Ἔτσι ἔλαβε καὶ τὸ στέφανο τῆς ὁμολογίας.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος ὁ Ὁμολογητής ὁ Στουδίτης
Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος ὁ Ὁμολογητής, ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν θερμὸς ὑπερασπιστὴς τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ γι’ αὐτὸ ὑπέστη διωγμοὺς καὶ ἐξορίες ἐπὶ αὐτοκράτορος Λέωντος τοῦ Ε’ (813 – 820 μ.Χ.). Ὅταν πέθανε ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος (829 – 842 μ.Χ.), ἐπέστρεψε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ἐκεῖ ποὺ ἦταν διαλυμένη καὶ κατὰ τὸ ἔτος 842 μ.Χ. ἐξελέγη ἡγούμενος αὐτῆς ἀπὸ τοὺς συναθροισθέντες μοναχούς.
Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 847 μ.Χ. καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ὅπου ἐτελεῖτο καὶ ἡ Σύναξη αὐτοῦ.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία πόθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο. Πιέσθηκε πολὺ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του γιὰ νὰ νυμφευθεῖ, ἀποσκίρτησε ὅμως ἀπὸ τὸ θέλημα αὐτῶν καὶ κατέφυγε σὲ μοναστήρι, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἀνατέθηκε τὸ διακόνημα τοῦ μαγείρου καὶ ἡ φύλαξη τοῦ πυλῶνος. Ἀφοῦ διῆλθε τὸ στάδιο ὅλων τῶν διακονημάτων προσφέροντας στοὺς ἀδελφοὺς καὶ διδάσκοντάς τους μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωσή του, ἐξελέγη ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς μονῆς, ἡγούμενος αὐτῆς. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ὅσιος δὲν ἐπιθυμοῦσε τὴν πρόσκαιρη δόξα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴ ματαιότητα τοῦ βίου, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ τόπο ἔρημο καὶ ἥσυχο, ὅπου συνέχισε τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀσκήσεως. Ἐκεῖ καλλιέργησε τὶς ἀρετὲς καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ἀφοῦ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Φωτιστὴς τῆς Καρελίας
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ὁ Θαυματουργός, τοῦ Ἀρχαγγέλσκ, ὅπως καλεῖται στὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα Ἡμερολόγια, γεννήθηκε τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. Περὶ τὸ ἔτος 1400 πῆγε στὰ βόρεια, γιὰ νὰ διάγει ἀναχωρητικὸ βίο, ἀλλὰ ἀργότερα, γύρω στὸ 1410, περιστοιχισμένος ἀπὸ μαθητὲς ποὺ ἤθελαν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἴδια κλίση, ἵδρυσε στὶς ὄχθες τῆς Μαύρης Θάλασσας, στὴν Καρελία, μονὴ ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο.
Στὴν ἀρχὴ τίποτε δὲν εὐνοοῦσε τὴν ἀνάπτυξη τοῦ μοναχικοῦ βίου σὲ ἐκείνη τὴν περιοχή, ὅπου κατοικοῦσαν ἄνθρωποι μὲ πρωτόγονες συνήθειες. Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἤξερε νὰ εἶναι σταθερὸς καὶ πιστὸς στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι παρέμεινε στὴν περιοχὴ καὶ ἐργάσθηκε γιὰ τὴ στερέωση τοῦ μοναχικοῦ βίου καὶ τὴ διάδοση τῆς πίστεως.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1435 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς Καρελίας, ὅπου εἶχαν ἐνταφιασθεῖ καὶ οἱ μαθητές του Στέφανος ὁ Ἀσκητής, Ἡσαΐας καὶ Νικάνωρ.
Ἡ ἀναγνώριση τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου πραγματοποιήθηκε τὸ ἔτος 1647. Στὸ Ἡμερολόγιο τῆς Ἀδελφότητας τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας μνημονεύεται ὡς «Φωτιστὴς τῆς Καρελίας» μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀντώνιο καὶ Εὐτυχή.
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Φήλικος
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Φήλικας τοῦ Κορὲλ ἔζησαν κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ὁ Φωτιστὴς τῆς Καρελίας.Ἐργάσθηκαν ἱεραποστολικὰ γιὰ τὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ στερέωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ράπτης ἐξ Ἰωαννίνων
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης γεννήθηκε στὸ χωριὸ Τέροβο Ἰωαννίνων ἀπὸ φιλόθεους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἀπὸ νωρὶς ἐγκαταστάθηκε στὰ Ἰωάννινα, ὅπου ἐξασκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ράπτη. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ Πατριάρχου Ἱερεμίου Α’ (1525 – 1545) καὶ ἐπὶ σουλτάνου Σουλεϊμὰν τοῦ Β’ (1520 – 1560). Περικοσμούμενος μὲ ψυχικὲς καὶ σωματικὲς ἀρετὲς κίνησε τὸν φθόνο τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι τὸν πίεζαν νὰ γίνει Μουσουλμάνος. Ὁ Ἰωάννης ὅμως ἀπέκρουε τὶς δελεαστικὲς προτάσεις τῶν Τούρκων καὶ ἀποφάσισε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη του στὸν Χριστό. Ἔτσι προσῆλθε στὸν πνευματικό του καί, ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, δήλωσε τὸν πόθο του γιὰ τὸ μαρτύριο. Ὁ πνευματικὸς ὅμως τὸν ἀπέτρεψε κατ’ ἀρχὴν καὶ ἔτσι ὁ Ἰωάννης ἀνέβαλε τὴν ἐκτέλεση τῆς ἀποφάσεώς του. Συγκινημένος ὕστερα ἀπὸ λίγο, ἀπὸ τὴν ἀνάμνηση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, προσῆλθε καὶ πάλι στὸν πνευματικό του καὶ ζήτησε τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία του γιὰ τὸ μαρτύριο. Ἀπετράπη ὅμως γιὰ δεύτερη φορὰ ἀπὸ τὸν πνευματικό. Ἐκεῖνος ἐπανῆλθε ἐκ νέου μὲ σταθερὴ ἀπόφαση τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καὶ ἀφοῦ δήλωσε ὅτι εἶδε ὅραμα, κατὰ τὸ ὁποῖο χόρευε μέσα σὲ φλόγες μεγάλης φωτιᾶς, ἔλαβε ἀπὸ τὸν πνευματικό του τὴν ποθούμενη εὐλογία. Μεταβαίνοντας στὸ ἐργαστήριό του εἶδε νὰ ἔρχονται κοντά του οἱ Τοῦρκοι ποὺ τὸν προέτρεπαν νὰ ἀλλαξοπιστήσει, οἱ ὁποῖοι αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν συκοφαντοῦσαν λέγοντας ὅτι, ὅταν ἦταν στὰ Τρίκαλα, ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ὁ Νεομάρτυρας τοὺς ἀπάντησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ πάθω τέτοια ἐγκατάλειψη ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστόν μου, ἀλλὰ ἐγὼ μὲ τὸν Χριστό μου ζῶ καὶ θέλω νὰ ζήσω, καὶ εἶμαι πρόθυμος νὰ ἀποθάνω γι’ Αὐτόν».
Ἔτσι, ὁ Ἰωάννης ἀφοῦ περιφρόνησε μὲ τοὺς λόγους του τὴ θρησκεία τοῦ Μωάμεθ, ἄναψε τὸν θυμὸ τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι μαινόμενοι ὅρμησαν ἐναντίων του καὶ ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Ὁμολογώντας καὶ ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ τὸν Χριστό, παραδόθηκε σὲ βασανιστήρια, τὰ ὁποία ὑπέμεινε μὲ καρτερία. Στὴν συνέχεια τὸν ὁδήγησαν στὴ φυλακὴ καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνος παρέμενε σταθερὰ ἀμετάθετος στὴν πατρώα εὐσέβεια ὁμολογώντας συνέχεια τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καταδικάσθηκε στὸν διὰ πυρᾶς θάνατο.
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Α’, κατόρθωσε μὲ πολλὰ χρήματα νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀναβολὴ τῆς ἐκτελέσεως γιὰ λίγες ἡμέρες.
Τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου ὁ Ἰωάννης προσήχθη καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, πρὸ τοῦ ὁποίου μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἐπανέλαβε ἀκλόνητος τὴ θερμὴ ὁμολογία τῆς πίστεώς του στὸν Κύριο καὶ Θεό μας καὶ ἔψαλλε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Τότε τὸν μαστίγωσαν καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά, ποὺ εἶχε ἀναφθεῖ μπροστὰ ἀπὸ μία τουρκικὴ οἰκία. Οἱ κάτοικοι τῆς οἰκίας αὐτῆς, ἐπειδὴ θεώρησαν τὰ γενόμενα μπροστὰ στὴν οἰκία τους ὡς κακὸ γι’ αὐτοὺς οἰωνό, διασκόρπισαν καὶ τὴ φωτιὰ καὶ τοὺς κατακαίοντες τὸν Ἅγιο, δήμιους. Τότε οἱ δήμιοι, ἀφοῦ παρέλαβαν τὸν Ἅγιο μισοκαμένο καὶ ψάλλοντα διαρκῶς τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», ἄναψαν ἐκτὸς πόλεως νέα φωτιά, στὴν ὁποία μὲ χαρὰ πήδησε ὁ Ἰωάννης. Φιλομάρτυρες Χριστιανοί, γιὰ νὰ ἀπαλλάξουν τὸν Μάρτυρα ἀπὸ τὶς ὀδύνες τῆς φωτιᾶς, πλήρωσαν τοὺς δήμιους γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἔτσι τελειώθηκε ὁ Νεομάρτυς Ἰωάννης στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 1526.
Οἱ Χριστιανοὶ ἀγόρασαν ἀντὶ πολλῶν χρημάτων τὰ ἐκ τῆς πυρᾶς διασωθέντα ἐλάχιστα ἱερὰ λείψανα τοῦ Νεομάρτυρος καὶ τὰ διεφύλαξαν στὸν πατριαρχικὸ ναό.
Ὁ Νεομάρτυρας Ἰωάννης ἔγινε πασίγνωστος γιὰ τὰ θαύματά του σὲ ὁλόκληρο τὸ Γένος.
Ἡ μνήμη του στὰ Ἰωάννινα τελεῖται τὴν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίνας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος κάλλιστος, Ἰωαννίνων, κλέος ἔνθεον, τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε· τῶν γὰρ Μαρτύρων ζηλώσας τὴν ἄθλησιν, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας· Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς τερπνόν σε φοίνικα, Ἰωαννίνων ἡ πόλις, εὐκλεῶς βλαστήσασα, κατατρυφᾷ τῆς σῆς δόξης· πόθῳ γάρ, τῷ τοῦ Δεσπότου λαμπρῶς ἀθλήσας, τέθυσαι, ὡς ὁλοκαύτωμα τῇ Τριάδι· διὰ τοῦτο Ἰωάννη, θαυμάτων βρύεις, χάριν ἀέναον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἀκροθίνιον ἱερόν· χαίροις ὁ πηγάζων, ἰάσεων τὴν χάριν, παμμάκαρ Ἰωάννη, πιστῶν ἑδραίωμα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Κουλικᾶς
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Ἰωάννης ὁ Κουλικᾶς ἢ Κουζικᾶς ἦταν εὐσεβὴς καὶ ζηλωτὴς Χριστιανός. Συνομιλώντας περὶ πίστεως μὲ κάποιους Ὀθωμανούς, κίνησε τὸν φθόνο αὐτῶν. Ἔτσι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν κριτή, μαρτυρώντας ψευδῶς ὅτι ὁ Ἰωάννης ἐξύβρισε τὴ μωαμεθανικὴ πίστη. Πρὸ τῶν ψευδομαρτυριῶν αὐτῶν ὁ κριτὴς προέταξε στὸ Μάρτυρα τὸ δίλημμα τῆς ἐξωμοσίας ἢ τοῦ θανάτου. Ὁ Νεομάρτυς Ἰωάννης μὲ παρρησία τότε καὶ ἀνδρεία, ἀπάντησε λέγοντας: «Νὰ μὴν τὸ δώσει ὁ Θεὸς νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ ποτὲ τὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό, ἀκόμη κι ἄν μου δώσετε μύριους θανάτους». Ἐξοργισμένος ὁ κριτὴς ἀπὸ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ ἐξέδωσε τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τελειώθηκε, ἀφοῦ ρίχθηκε ἐπάνω σὲ σιδερένια ἀγκάθια, τὸ ἔτος 1564.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ ΣΤ’ ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Κύριλλος ὁ ΣΤ’, ὁ ἐπιλεγόμενος Σεραπετζόγλου, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη καὶ διδάχθηκε τὰ ἐγκύκλια γράμματα στὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του. Ὑπηρέτησε ὡς ἀρχιδιάκονος στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ ἔτος 1803 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ἰκονίου καὶ μετετέθη στὴν Ἀδριανούπολη τὸ ἔτος 1810. στὶς 4 Μαρτίου τοῦ 1813, ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν αὐτὸς ποὺ συνέστησε τὴ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ σχολὴ ὑπὸ τοὺς τρεῖς διδασκάλους τῆς νέας μεθόδου, τὸ ἔτος 1815. Ὑπῆρξε φίλος τῶν γραμμάτων καὶ κήρυττε συνεχῶς τὸν Θεῖο λόγο. Στὶς 13 Δεκεμβρίου τοῦ 1818 παύθηκε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν πατρίδα του, τὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου ὑπέστη μὰ ἄλλους εἴκοσι ἑπτὰ κληρικοὺς καὶ προύχοντες τὸν διὰ ἀγχόνης θάνατο, τὸ ἔτος 1821, ὡς ἐνερχόμενος, σύμφωνα μὲ τὸ φιρμάνι ποὺ διέτασσε τὸν ἀπαγχονισμό, στὸ κίνημα ποὺ προετοίμαζε τὴν ἐλευθερία τοῦ Ρωμαϊκοῦ ἔθνους.
Ἡ ἀπόφαση γιὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐπειδὴ ἐξηκριβώθη ὅτι ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρχης τῶν Ρωμαίων, ὁ ἀπολυθεὶς καὶ εἰς Ἀδριανούπολιν ἐξορισθεὶς Κύριλλος, ὁ προκάτοχος τοῦ φονευθέντος Πατριάρχου, ἐνέχεται εἰς τὸ κίνημα τὸ παρασκευαζόμενον μεταξὺ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἔθνους καὶ πρέπει νὰ ἐξαφανισθῇ καὶ οὗτος ἀπὸ προσώπου γῆς, πρὸς παραδειγματισμόν, ἐξέδωκα τὸ μυστικὸν τοῦτο φιρμάνιον καὶ διατάσσω τὸν ἀπαγχονισμὸν τοῦ Κυρίλλου. Νὰ τὸν συλλάβῃς ἀμέσως καὶ νὰ τὸν κρεμάσῃς μὲ τὴν περιβολήν του ἐντὸς τῆς Ἀδριανουπόλεως».
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Θαυματουργός ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος (Ρατισχβίλι), ὁ Θαυματουργός, ἔζησε μεταξὺ τοῦ 18ου καὶ τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. στὴ Γεωργία καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Καμπένι, τῆς ὁποίας τὸ ἀρχαῖο ὄνομα ἦταν Γεθσημανῆ. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μαξίμου
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Μαξίμου ἁγιογραφήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1299, ἐξαιτίας ἐνὸς ὁράματος ποὺ εἶδε ὁ Ἅγιος Μάξιμος, Μητροπολίτης Βλαντιμὶρ († 6 Δεκεμβρίου), ὅταν ἔφθασε στὸ Βλαντιμὶρ ἀπὸ τὸ Κίεβο. Στὸ ὅραμα ἡ Θεοτόκος ἐμπιστεύεται τὸ ὠμοφόριο σὲ αὐτόν, λέγοντας: «Δοῦλε, Μάξιμε, εἶναι καλὸ ποὺ ἔχεις ἔλθει νὰ ἐπισκεφθεῖς τὴν πόλη μου. Πᾶρε αὐτὸ τὸ ὠμοφόριο καὶ ποίμανε τὸ ποίμνιο τῆς πόλεως αὐτῆς». Ὅταν ὁ Ἅγιος ξύπνησε, τὸ ὠμοφόριο ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ Παναγία, ἦταν ἁπλωμένο στὰ χέρια του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εἰκόνα ἀπεικονίζει τὴ Θεοτόκο σὲ ὄρθια θέση μαζὶ μὲ τὸ παιδίον Ἰησοῦ καὶ μὲ τὸν Ἅγιο Μάξιμο νὰ εἶναι γονατιστὸς καὶ νὰ δέχεται τὸ ἐπισκοπικὸ ὠμοφόριο.
Τὸ ὠμοφόριο, φυλάχθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου γιὰ 112 χρόνια. Τὸ ἔτος 1412, κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς Ταταρικῆς ἐπιδρομῆς, τὸ ὠμοφόριο κρύφθηκε ἀπὸ τὸ νεωκόρο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Τάταρους.