ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Τα πάντα περί Εορτολογίου, Συναξαριστή, Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών...

Moderator: inanm7

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Thu May 22, 2014 12:50 am

28 ΜΑΪΟΥ






Μνήμη Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Image
Λίγες μόλις δεκαετίες μετὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτες παραχαράξεις τῆς πίστεως καὶ ἀργότερα οἱ μεγάλες χριστολογικὲς αἱρέσεις στὴν Ἐκκλησία Του, σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Ποιὸς εἶναι Αὐτός; Ποιὰ εἶναι ἡ σχέση Του μὲ τὸν Θεό; Πῶς κατανοεῖται ἡ σχέση καὶ ἡ ἕνωση δηλαδὴ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ ἀπὸ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ; Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου»; Μὲ ποιὸ τρόπο γεννήθηκε ἀπὸ γυναίκα; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ μητέρα Του, ἡ Παρθένος Μαρία νὰ ἀποκαλεῖται «Θεοτόκος»; Τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἐτίθεντο ἀφοροῦσαν ὄχι μόνο τὴ θεότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐνανθρώπησή Του.

Οἱ προβληματισμοὶ αὐτοὶ προξένησαν μακραίωνες δογματικὲς συζητήσεις. Ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νὰ προφυλάξει τὰ πιστὰ μέλη της καὶ νὰ ἀπαντήσει στὶς ἀποκλίνουσες ἀπόψεις, διατύπωσε αυθεντικὰ τὴν πίστη της στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, οἱ ὁποῖες διατύπωσαν τὴν πίστη της καὶ καθόρισαν τὰ δόγματά της. Οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, γνωστὲς ὡς «Ὅροι», δηλαδή ὅρια - ὁριοθετήσεις, ἐμπεριέχουν σωτήριες ἀλήθειες. Συνεπῶς, τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ σωτηριολογικὲς προτάσεις ζωῆς, ἀφοῦ καταγράφουν τὴν κοινὴ πίστη καὶ τὴν καθολικὴ συνείδηση καὶ διαχρονικὴ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.

Οἱ ἀμφισβητήσεις γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν πολὺ νωρίς, κατ’ ἀρχὴν μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Δοκητισμοῦ καὶ τοῦ Μοναρχιανισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῶν μεγάλων Τριαδολογικῶν αἱρέσεων τέθηκε ἐκ νέου τὸ Χριστολογικὸ ζήτημα, γιατὶ τόσο οἱ Ἀρειανοὶ ὅσο καὶ οἱ Εὐνομιανοὶ εἶχαν δική τους «Χριστολογία», στὴν ὁποία, ἀσφαλῶς, ἀπάντησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τὸ ἐνδιαφέρον στρεφόταν πρωτίστως στὸ Τριαδολογικὸ δόγμα, ποὺ ἀφοροῦσε τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν σχέση Του μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα Του. Μὲ αὐτὰ τὰ Χριστολογικὰ θέματα τῆς πίστεως, ποὺ ἀφοροῦσαν τὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ - Λόγου, ἀσχολήθηκε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ συνῆλθε στὴν πόλη Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.

Ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συγκλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο ἐναντίον τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀρείου, ἀπὸ τὶς 20 Μαΐου προκαταρκτικὰ καὶ ἀπὸ 14 Ἰουνίου ἐπίσημα μὲ τὴν παρουσία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τὶς 25 Αὐγούστου τοῦ 325 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος ἀποτελέσθηκε, κατὰ μὲν τὴν ἐπικρατούσα παράδοση ἀπὸ 318 θεοφόρους Πατέρες, κατ’ ἄλλες δὲ ἱστορικὲς μαρτυρίες ἀπὸ τριακόσιους περίπου. Κύριος δὲ σκοπὸς αὐτῆς ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ ἡ θετικὴ διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι τὴ θεότητα Αὐτοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ ἀπὸ τὸ 318 μ.Χ. ὁ Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἄρειος.

Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι μὲν τρία Πρόσωπα ἐνυπόστατα, ἀλλὰ διὰ τὸ συμφυές, τὸ συναΐδιον, τὸ ὁμόθρονον, τὸ ὁμοούσιον καὶ τὸ ἀπαράλλακτο τῆς οὐσίας Τους ἀποτελοῦν Μία Θεότητα, Μονάδα Τρίφωτο, τὴ Μοναρχία τῆς Τριάδος καὶ ὄχι τρεῖς θεοὺς, δηλαδὴ «τρεῖς ἀνομοίους τε καὶ ἐκφύλους οὐσίας», ὅπως ὁ Ἄρειος ἀφρόνως ἀποτόλμησε νὰ κηρύξει, «ὕλην πυρὸς τοῦ αἰωνίου ἑαυτῷ θησαυρίζων». Ἡ Μία καὶ Ἑνιαία Θεότητα διακρίνεται σὲ τρία Πρόσωπα (ὑποστάσεις ἢ χαρακτῆρες) ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό. Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἐξασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς Θεότητας εἶναι τὸ ὁμοούσιον, τὸ ἀπαράλλακτον τῆς μορφῆς, ἡ ταυτότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν Θείων Ὑποστάσεων, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει τὰ Πρόσωπα εἶναι οἱ ἀσύγχυτες ἰδιότητες αὐτῶν.

Τὸ πρῶτο λοιπὸν καὶ κύριο ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν ἀφ’ ἑνὸς ἡ καταδίκη τῶν αἱρετικῶν πλανῶν καὶ κακοδοξιῶν τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ὀπαδῶν του, ἀφ’ ἑτέρου ἡ διακήρυξη τῆς πίστεως ἢ τοῦ «Συμβόλου τῆς Νικαίας», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸν πρῶτο σημαντικὸ σταθμὸ στὴν ἐργώδη προσπάθεια τῆς θεολογικῆς πατερικῆς σκέψεως.

Τὸ «Σύμβολον τῆς Νικαίας» ἢ τὸ «Πιστεύω», ὅπως ἀπαγγέλουμε στὸ ναὸ στὴ Θεία Λειτουργία ἢ σὲ ἄλλες Ἀκολουθίες, ἔχει τρεῖς χαρακτηριστικὲς φράσεις πρὸς καταπολέμηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου: «Ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», «Γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα», «Ὁμοούσιον τῷ Πατρί». Στὸ τέλος τοῦ «Συμβόλου» τῆς Νικαίας τέθηκαν ἀναθεματισμοί, διὰ τῶν ὁποίων ἀναθεματίζονται οἱ σπουδαιότερες αἱρετικὲς ἐκφράσεις τοῦ Ἀρείου.

Ποιὸς προήδρευσε τῆς Συνόδου; Ἀναφέρονται τρία ὀνόματα: ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καὶ ὁ Κορδούης Ὅσιος. Ἀλλὰ ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος κάνει λόγο περὶ προέδρων δύο ταγμάτων, δεξιοῦ καὶ ἀριστεροῦ. Ἀπὸ τὴν πληροφορία αὐτὴ ἐξάγεται ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἕνας πρόεδρος, δὲν ὑπῆρχε κοινὸς πρόεδρος. Κοινὸς πρόεδρος ἦταν ὁ αὐτοκράτορας.

Ἔτσι ἡ μὲν Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἄρειο, ὁ δὲ Μέγας Κωνσταντίνος ἐξόρισε τοὺς αἱρετικοὺς Ἄρειο, Σεκοῦνδο Πτολεμαΐδος καὶ Θεωνᾶ Μαρμαρικῆς στὴ Ἰλλυρία, ἀργότερα δὲ ἐξορίσθηκαν στὴ Γαλλία καὶ ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος καὶ ὁ Νικαίας Θεόγνις, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ δέχονταν τοὺς Ἀρειανούς.

Στὴ συνέχεια ἡ Σύνοδος διευθέτησε καὶ ἄλλα τρία ἐκκλησιαστικὰ σχίσματα, τὸ Νοβατιανό, τὸ Σαμοσατιανὸ καὶ τὸ Μελιτιανό, ὁμοίως δὲ τερμάτισε καὶ τὶς ἔριδες πρὶν τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἀφοῦ ὅρισε αὐτὸ νὰ ἑορτάζεται τὴ πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.

Στὸ Μίλιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτίριο ἱστάμενο ἀντίκρυ τῆς μεσημβρινῆς πύλης τῆς Ἁγίας Σοφίας, σώζονται μέχρι τὸ 766 ἢ 767 μ.Χ. οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν ἕξι Συνόδων, τὶς ὁποῖες τότε ἐξαφάνισε ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος ὁ Κοπρώνυμος, ἀφοῦ ζωγράφισε ἀντὶ αὐτῶν ἡνίοχους καὶ ἱπποδρομικὰ θέματα. Ἀλλὰ τὴν εἰκόνα τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξαφάνισε ὁ Φιλιππικός, ἴσως τὸ 712 μ.Χ., ζωγραφίζοντας ἀντὶ αὐτῆς τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κακόδοξο Πατριάρχη Ἰωάννη ΣΤ’.
Ἡ Ἀρχαία Ἐκκλησία ὅρισε δύο ἑορτάσιμες ἡμέρες γιὰ τὴν προβολὴ τῆς διδασκαλίας τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὴν 28η Μαΐου καὶ τὴν Ζ’ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα. Ἡ Ἐκκλησία ἐνέταξε τὴν παρούσα ἑορτὴ στὸν κύκλο τῶν ἑορτῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὄχι γιὰ ἄλλη αἰτία, ἀλλὰ γιὰ τὴν μαρτυρία αὐτῆς ὑπὲρ τῆς Θεότητας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁμοουσίου τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τῆς πραγματικότητος τῆς Σαρκώσεως Αὐτοῦ. Διὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναλήψεώς Του, ὁ Κύριος ἀποκάλυψε σὲ ὅλους ὅτι δὲν ἦταν ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεάνθρωπος καὶ ὁ Ἕνας τῆς Τριάδος. Στὴ μαρτυρία αὐτὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ Ἐκκλησία ἔρχεται νὰ προσθέσει καὶ τὴν δική της ἐμπειρία, τὴν κοινὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος αὐτῆς, ὅπως ἐκφράστηκε αὐτὴ στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ Θεοφόρους Πατέρες.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τῶς Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον.
Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.



Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Σύνοδος ἡ Πρώτη ἐν τῇ λαμπρᾷ, πόλει Νικαέων, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, σὲ Χριστὲ κηρύττει, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, τὴν ψυχοφθόρον πλάνην, ἐνθέοις δόγμασι.






Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς
Image
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐτύχιος. Ἀναδείχθηκε σὲ Ἐπίσκοπο Μελιτηνῆς, ὅμως λόγῳ τῆς Χριστιανικῆς δράσεώς του συνελήφθη, ἀρνήθηκε δὲ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ρίχθηκε στὸ νερό, ὅπου βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς εὐτυχήσας ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκληρίας μετέσχες, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Εὐτυχές· σὺ γὰρ τῷ Θεῷ ἡμῶν, καθαρῶς ὑπουργήσας, αἵμασιν ἐφοίνιξας, τὴν ἁγίαν στολήν σου· μεθ’ ἧς Χριστῷ καὶ νῦν ἱερουργῶν, ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς αἱμάτων σου.
Τῆς Ἐκκλησίας στερρῶς προϊστάμενος, ὑπὲρ αὐτῆς τὴν ψυχὴν Πάτερ τέθεικας· ἣν νῦν ἀπαρέγκλιτον φύλαττε, τῆς εὐσεβείας τοῖς δόγμασιν Ὅσιε· αὐτῆς γὰρ Εὐτυχὲς ἑδραίωμα.

Μεγαλυνάριον.
Κῆρυξ εὐτυχίας τῆς ἀληθοῦς, τοῖς ἐν ἀγνωσίᾳ, χρημάτισας ἱερουργέ, τῆς τοῦ μαρτυρίου, πλουτοποιοῦ εὐκλείας, ὦ Εὐτυχὲς ἐπέβης, ἀγωνισάμενος.






Ἡ Ἁγία Ἑλικωνίς ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἑλικωνίς γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Οἱ χρονικὲς συντεταγμένες τοῦ βίου της, σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάριό της, τοποθετοῦνται κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Γορδιανοῦ Γ’ (238 – 244 μ.Χ.) καὶ Φιλίππου. Μαρτύρησε στὴν Κόρινθο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος Περινίου, ὅπου προτίμησε νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ὑποστεῖ τὸ μαρτύριο, παρὰ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Οἱ τύρρανοί της στὴν ἀρχὴ τῆν φυλάκισαν· τὸ μαρτύριό της ἄρχισε ὅταν τῆς ἔδεσαν τὰ πόδια σὲ ζυγὸ βοδιῶν καὶ τὴν ἄφησαν νὰ ποδοπατεῖται· λύθηκε ὅμως θαυματουργικά. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὴν ἔριξαν σὲ πίσσα καὶ ἄσφαλτο, ἀπ’ ὅπου ὅμως καὶ πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής. Στὴ συνέχεια οἱ δήμιοί της θέλησαν νὰ τὴν προσφέρουν θυσία στοὺς θεούς, γι’ αὐτὸ τὴς ξύρισαν τὴν κεφαλὴ καὶ τὴν ἔριξαν στὴ φωτιά· ὅμως αὐτὴ ὄχι μόνο δὲν ἔπαθε τίποτε, ἀλλὰ ἀπεναντίας, μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς, κατόρθωσε νὰ καταρίψει τὰ ξόανα τῆς Ἀθηνᾶς, τοῦ Διός καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ ποὺ βρίσκονταν στὸ ναό. Στὴ συνέχεια τῆς ἔτεμαν τοὺς μαστοὺς καὶ τὴν φυλάκισαν.
Ὅταν ὁ Ἀνθύπατος Ἰουστίνος διαδέχθηκε τὸν ἡγεμόνα Περίνιο στὴν Κόρινθο, διέταξε νὰ ὁδηγηθεῖ μπροστά του ἡ Ἑλικωνίς, ἡ ὁποία συνέχιζε νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό. Ὁ ἡγεμόνας τότε διέταξε νὰ ριφθεῖ στὴν κάμινο, ὅπου ὅμως ἡ φλόγα δὲν τὴν ἄγγιξε. Ἑβδομήντα στρατιῶτες τὴν βασάνισαν· ξάπλωσαν τὴν Ἁγία πάνω σὲ πυρακτωμένο χάλκινο κρεβάτι, ἀλλὰ οἱ Ἄγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ τῆς συμπαραστέκονταν καὶ θεράπευαν τὶς σάρκες της, ποὺ καίγονταν. Οὔτε ὅμως καὶ τὰ θηρία τὴν ἀκούμπησαν, ἂν καὶ κατέφαγαν ἑκατὸν εἴκοσι ὑπηρέτες. Ἔτσι ὁ ἡγεμόνας διέταξε τὴ θανάτωση τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία «διὰ ξίφους τμηθεῖσα, πρὸς Κύριον στεφανοφόρος ἀνῆλθε».






Οἱ Ἅγιοι Κρήσκης, Παῦλος καὶ Διοσκορίδης οἱ Μάρτυρες
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ κατάγονταν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κρήσκης, Παῦλος καὶ Διοσκορίδης, οἱ ὁποίοι ἄθλησαν τὸ 244 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Γορδιανοῦ Γ’ (238 – 244 μ.Χ.). Βρισκόμενοι στὴ Ρώμη καὶ κηρύσσοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μετέστρεφαν καὶ βάπτιζαν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἀφοῦ συνελήφθησαν, ρίχθηκαν στὴ φυλακή. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἐξακολουθοῦσαν μεταξὺ τῶν συγκρατουμένων τους τὸ θεοφιλὲς ἔργο τους, πολλοὺς τῶν ὁποίων ἔφεραν πρὸς τὴν Χριστιανικὴ πίστη. Ἡ ἡγεμόνας πληροφορήθηκε αὐτὸ καὶ διέταξε, ἀφοῦ μαστιγωθοῦν σκληρά, νὰ ριχθοῦν μέσα σὲ ἀναμμένο καμίνι, ὅπου ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.






Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἔζησε τὸν 3ο καὶ 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ συμμετεῖχε στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Ἀρείου.

Σύμφωνα μὲ τὸν Γελάσιο Κυζίκου, ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὑπογράφει στὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας ὡς «Ἀλέξανδρος Θεσσαλονίκης διὰ τῶν ὑπ’ αὐτῶν τελούντων, ταῖς κατὰ Μακεδονίαν πρώτην καὶ δευτέραν σὺν τῇ Ἑλλάδι, τήν τε Εὐρώπην πᾶσαν, Σκυθίαν ἑκατέραν, καὶ ταῖς κατὰ τὸ Ἰλλυρικὸν ἅπασαις, Θεσσαλίαν τε καὶ Ἀχαΐαν».

Στὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, «Ἀπολογητικὸς κατὰ Ἀρειανῶν», συμπεριλαμβάνονται δύο ἐπιστολὲς ποὺ ἀνήκουν στὸν Ἐπίσκοπο Ἀλέξανδρο, ὅπως πιστοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Πρόκειται α) γιὰ μία ἐπιστολὴ ποὺ ἀπέστειλε στὸν Μέγα Ἀθανάσιο τὸ 322 μ.Χ. («Κυρίῳ ἀγαπητῷ υἱῷ καὶ ὁμοψύχῳ συλλειτουργῷ Ἀθανασίῳ Ἀλεξανδρείας»), στὴν ὁποία ἐκφράζει τὴ χαρά του, διότι οἱ κατηγορίες ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὑπῆρξε ὁ ἠθικὸς αὐτουργὸς γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ μελιτιανοῦ Ἐπισκόπου Ἀρσενίου ἀποδείχθηκαν ψευδεῖς, καὶ β) γιὰ μιὰ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν αὐτοκρατορικὸ ἐπίτροπο κόμητα Διονύσιο («Ταῦτα δεξάμενος Ἀλέξανδρος ὁ ἐπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης, ἔγραψε Διονυσίῳ τῷ κόμητι ταῦτα»), στὴν ὁποία καταγγέλλει τὶς σκευωρίες τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων ποὺ συμμετεῖχαν στὴ Σύνοδο τῆς Τύρου (335 μ.Χ.) κατὰ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου.

Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάριο τῆς Ἁγίας Ματρώνης († 27 Μαρτίου), ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἔκδοση τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), μετέφερε τὸ μαρτυρικό της λείψανο μέσα στὴν πόλη καὶ «ἐκκλησίαν κτίσας ἐκεῖσε ἀπέθετο τὴν μακαρίαν καὶ ἀοίδιμον ὁσίως καὶ εὐσεβῶς».
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ ἔζησε κατὰ Θεὸν καὶ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Σενατόρος Ἐπίσκοπος Παβίας
Ὁ Ἅγιος Σενατόρος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Παβίας τῆς Ἰταλίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 480 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Χέρων ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Χέρων καταγόταν ἀπὸ Χριστιανικὴ οἰκογένεια τῆς Ρώμης καὶ ἔζησε στὴ Γαλλία κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Μετὰ τὴν κοίμηση τῶν γονέων του διαμοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀκολούθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο. Ὁ Ἐπίσκοπος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τὸν κάλεσε καὶ τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ἀπὸ τότε ὁ Ἅγιος ἀφιέρωσε τὴν ζωή του στὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Φονεύθηκε, ὅμως, ἀπὸ ληστὲς κοντὰ στὴν πόλη Καρτρέ, ὅπου σήμερα στὸ ἀββαεῖο ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του, βρίσκονται τὰ ἱερὰ λείψανά του.






Ὁ Ἅγιος Ἰούστος Ἐπίσκοπος Οὐργέλλης
Ὁ Ἅγιος Ἰούστος ἔζησε τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀναφέρεται ὡς ὁ πρῶτος καταγεγραμμένος Ἐπίσκοπος Οὐργέλλης τῆς Ἰσπανικῆς Καταλανίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, μετὰ τὸ 527 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Ἐπίσκοπος Παρισίων
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς γεννήθηκε στὴν πόλη Ἀουτὸν τῆς Γαλλίας τὸ 496 μ.Χ. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχός. Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Συμφοριανοῦ († 22 Αὐγούστου) καὶ το 556 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Παρισίων. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται «πατέρας καὶ προστάτης τῶν πτωχῶν». Ὁ Ἅγιος Θεὸς τοῦ δώρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 576 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής Ἀρχιεπίσκοπος Χαλκηδόνας
Image
Ὁ Ἅγιος Νικήτας, ὁ Ὁμολογητής, εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Τὸ ὄνομά του ἀναφέρεται στοὺς Λαυριωτικοὺς Κώδικες μὲ Ἀκολουθία αὐτοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξάγεται ὅτι ὁ Ἅγιος ἦταν Ἐπίσκοπος Χαλκηδόνος, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 726 καὶ 775 μ.Χ., καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἀναδείχθηκε Ὁμολογητὴς γιὰ τοὺς ὑπὲρ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀγῶνες του. Ἐνδέχεται μάλιστα νὰ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Χαλκηδόνος καὶ νὰ ἀποσύρθηκε σὲ κάποια μονὴ τῆς Παλαιστίνης, γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ ἀποκλειστικὰ σὲ ἀσκητικοὺς ἀγώνες.
Ὁ Ἅγιος Νικήτας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Αγιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Image
Ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου συντάχθηκε ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Νικηφόρο τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. (956 – 959 μ.Χ.), ἐπὶ βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου.

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, καταγόταν ἀπὸ τὴν Σκυθία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (886 – 912 μ.Χ.). Ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία εἶχε πουληθεῖ ὡς δούλος σὲ κάποιον πρωτοσπαθάριο καὶ στρατηλάτη τῆς Ἀνατολῆς, ὀνομαζόμενο Θεόγνωστο, ἄνδρα ἐνάρετο καὶ εὐσεβή, ὁ ὁποῖος τόσο ἀγάπησε τὸν μικρὸ Ἀνδρέα, ὥστε τὸν μεταχειρίστηκε ὡς υἱό του, φροντίζοντας γιὰ τὴν ἐπιμελὴ καὶ θεοσεβὴ μόρφωση αὐτοῦ.

Τὸν Ἀνδρέα εἵλκυαν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ ἰδιαίτερα οἱ Βίοι καὶ τὰ Μαρτύρια τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Τέτοιος δὲ ὑπῆρξε ὁ ζῆλος του πρὸς αὐτά, ὥστε ἀποκλήθηκε «σαλὸς» (μωρός), διότι ὁ ζῆλος του αὐτὸς τὸν ὠθοῦσε πολλὲς φορὲς στὸ νὰ ὑπομένει ἐμπαιγμούς, ταπεινώσεις καὶ βαριὲς ὕβρεις καὶ νὰ προβαίνει σὲ διαβήματα ποὺ κρίνονται ὡς ἀνισόρροπα καὶ ἐκκεντρικά. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ὑπέμενε τοὺς ἐξευτελισμούς, παρηγορούμενος ἀπὸ τὸ ὅτι πολλὲς φορὲς πετύχαινε νὰ ἐπαναφέρει στὴν εὐθεία ὁδὸ παραστρατημένες ὑπάρξεις.

Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας διακρινόταν καὶ γιὰ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγαθοποιία του. Ὄχι μόνο μοιραζόταν τὰ ὑπάρχοντά του μὲ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ προσέφερε ὅ,τι εἶχε καὶ ὁ ἴδιος ἔμενε νηστικὸς καὶ γυμνός. Σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν παρατηροῦσαν γιὰ τὶς ὑπερβολικὲς ἀγαθοεργίες του, ὑπενθύμιζε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε», καὶ τοὺς ἔλεγε ὅτι στὸ πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, καὶ μάλιστα τοῦ πάσχοντος ἀδελφοῦ, ἔβλεπε τὸν Χριστό.

Ὁ Ἅγιος, σὲ μία ὁλονύκτια Ἀκολουθία στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν εἶδε τὴ Θεοτόκο στὸν οὐρανὸ προσευχόμενη καὶ σκέπουσα τὸ λαὸ μὲ τὸ τίμιο ὠμοφόριό της († 1 καὶ † 28 Ὀκτωβρίου).

Κάποια ἡμέρα συνέβη κάτι παράδοξο στὸ θεράποντα τοῦ Κυρίου. Κατὰ τὴν συνήθειά του, γιὰ νὰ μὴν γνωρίζει κανεὶς τὴν ἐργασία του στοὺς προθάλαμους τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφὰ πρὸς τὸ ναὸ τῆς Πανυμνήτου Θεοτόκου, στὴν ἀριστερὰ στοὰ τῆς ἀγορᾶς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἔτυχε, τότε, κάποιο παιδὶ νὰ διέρχεται τὴ λεωφόρο, ἐκτελώντας διαταγὴ τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος πήγαινε πρὸς τὸ ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ· τὸ παιδὶ τάχυνε τὸ βῆμα του καὶ τὸν πρόφθασε, χωρὶς ὁ Ὅσιος νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ. Ὅταν ἔφθασε πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ ναοῦ ὁ Ἀνδρέας, Θεοῦ θέλοντος, ἐξέτεινε τὴ δεξιά του χείρα καὶ ἀφοῦ σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ τὶς πύλες, αὐτὲς εὐθὺς ὑποχώρησαν. Εἰσῆλθε στὸ ναὸ καὶ ἄρχισε τὶς προσευχές, μὴ γνωρίζοντας ὅτι κάποιος τὸν παρακολουθοῦσε. Τὸ παιδί, τὸ ὁποῖο ἀκολουθοῦσε τὸν Ὅσιο, γνώριζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν σαλός. Ὅταν τὸν εἶδε νὰ ἀνοίγει αὐτομάτως τὶς πύλες τοῦ ναοῦ, ἔφριξε καὶ κυριεύθηκε ἀπὸ τρόμο· ἔλεγε, λοιπόν, στὸν ἑαυτό του: «Ποιὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ οἱ κατὰ ἀλήθειαν μωροὶ σαλὸ ὀνομάζουν! Πόσο μεγάλος ἅγιος εἶναι, καὶ ἐμεῖς οἱ ἀνόητοι ἀγνοοῦμε! Πόσους κρυφοὺς δούλους ἔχει ὁ Θεὸς καὶ οὐδεὶς γνωρίζει τὰ περὶ αὐτῶν!».

Αὐτὰ λογιζόταν τὸ παιδὶ καὶ πλησίασε, γιὰ νὰ μάθει τί κάνει ὁ Ἅγιος ἐντὸς τοῦ ναοῦ· βλέπει, λοιπόν, αὐτὸν πρὸ τοῦ ἄμβωνος νὰ κρέμεται στὸν ἀέρα καὶ νὰ προσεύχεται. Κατεπλάγη ἀπὸ τὸ παράδοξο τοῦτο θέαμα καὶ ἀναχώρησε, γιὰ νὰ ἐκτελέσει τὴν διαταγὴ τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος τελείωσε τὴν προσευχή του καὶ ἔφυγε. Ἐξερχόμενος ἀπὸ τὸ ναό, ἀσφάλισε πάλι τὶς θύρες μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Τότε ἀντιλήφθηκε τὴν παρουσία τοῦ παιδιοῦ καὶ λυπήθηκε, ἐπειδὴ κάποιος οἰκέτης ἔγινε θεατὴς τῶν συμβάντων· ἀνέμενε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ παιδιοῦ, γιὰ νὰ τοῦ παραγγείλει νὰ μὴν ἀποκαλύψει τὰ περὶ τοῦ Ὁσίου. Συνάντησε τὸ παιδὶ καὶ εἶπε: «Φύλαξε, τέκνον, ὅλα ὅσα εἶδες στὸν τόπο τοῦτο καὶ θὰ ἔχεις τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ».

Μία ἡμέρα, πρὸς τὸ τέλος τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ὁ λαὸς τῆς βασιλευούσης τῶν πόλεων, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπευφημοῦσε τὸν Δεσπότη Χριστὸ μετὰ βαΐων καὶ ὕμνων. Βλέπει, τότε, ὁ μακάριος Ἀνδρέας, κάποιον γέροντα, ὡραῖο κατὰ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, νὰ εἰσέρχεται στὸ ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Πλῆθος λαοῦ τὸν ἀκολουθοῦσε, μὲ βάϊα καὶ σταυρούς, οἱ ὁποίοι ἔλαμπαν ὡς ἀστραπή· μελωδοῦσαν μέλος τερπνό, ἡδὺ καὶ σωτήριο. Ὁ ἕνας στὸν ἄλλο παραχωροῦσε τὸ προβάδισμα καὶ ὅλοι κατευθύνονταν πρὸς τὸν ἄμβωνα. Ὁ γέροντας ἐκεῖνος κατεῖχε κινύρα καὶ ἔκρουε τὶς χορδὲς συνοδεύοντας τοὺς ψάλτες. Ὁ μακάριος ἐτέρπετο ἀπὸ τὸ θέαμα καὶ τὴν ψαλμωδία· σκίρτησε καὶ εἶπε: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ Δαβὶδ καὶ πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τὴν Κυρία τὴν Κυριοπρεσβεύτρια καὶ τὴν εὑρήκαμε ὅμοια πρὸς τὴ Σοφίαν τὴν τερπνή».

Αὐτὰ ἔλεγε ὁ Ἅγιος. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους σοφοὺς ἔλεγαν: «Πῶς, σαλέ; Ἀναφέρεται στὸ στίχο αὐτὸ τοῦ ψαλμοῦ ἡ Παναγία; Τὶ εἶναι αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέγεις;». Καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἄγνοιάς τους γέλασαν καὶ ἀναχώρησαν. Ὁ μακάριος τὰ ἔλεγε αὐτὰ ἐπειδὴ εἶδε τὸν Δαβὶδ μὲ ἄλλους Προφῆτες νὰ ἔχουν ἔλθει ἐκεῖ.

Ἔτσι θεοφιλῶς ἔζησε ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς Ἅγιος Ἀνδρέας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑξήντα ἕξι ἐτῶν. Εὐθὺς εὐωδίασαν μύρα καὶ θυμιάματα στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὅπου ἄφησε τὸ πνεῦμα του ὁ Ἅγιος. Μία γυναίκα φτωχὴ, ἡ ὁποία διέμενε πλησίον ὀσφράνθηκε τὴν ἡδύπνοο καὶ ἀσύγκριτη εὐωδία. Τὴν ἀκολούθησε, λοιπόν, αὐτὴ καὶ ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου ἔκειτο ὁ Ἅγιος. Βρῆκε τὸν μακάριο νεκρό· ἤδη δὲ ἀνέβλυζε μύρο ἀπὸ τὸ τίμιο λείψανό του. Ἔτρεξε, λοιπόν, καὶ ἀνήγγειλε τὸ θαῦμα, ἐπικαλούμενη μὲ ὅρκο ὡς μάρτυρα τὸν Θεό. Πολλοὶ συγκεντρώθηκαν τότε, ἀλλὰ δὲν βρῆκαν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἁγίου. Τοὺς προκαλοῦσε κατάπληξη, ὅμως, ἡ εὐοσμία τοῦ μύρου καὶ τῶν θυμιαμάτων. Ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τὰ κρίματα ἑκάστου καὶ τὰ ἀπόκρυφα κατορθώματα τοῦ Ἁγίου, μετέθεσε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου.



Προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου πρὸ τῆς μακαρίας κοιμήσεώς του


«Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, Τριὰς ἡ ζωοποιὸς καὶ ὁμοούσιος, σύνθρονος καὶ ἀμέριστος, παρακαλοῦμέν Σε οἱ πένητες, οἱ ξένοι, οἱ πτωχοὶ καὶ γυμνοί· οἱ μὴ ἔχοντες ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου κλίνομεν τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τῆς καρδίας καὶ τοῦ πνεύματος καὶ δεόμεθά Σου καὶ ἱκετεύομέν Σε, τὸν Θεόν, τὸ φοβερὸν ὄνομα Σαβαώθ· ἀγαθὲ καὶ ἅγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ πρόσδεξε εὐμενῶς τὴν ἱκετήριον δέησιν ἡμῶν τῶν ταπεινῶν καὶ ἀξίωσόν μας νὰ ἁγιασθῶμεν, ἐν τῇ δυνάμει καὶ τῷ ὀνόματί Σου, Κύριε, οἰκτίρμον, ἐλεῆμον, μακρόθυμε καὶ πολυέλεε. Ἐλθέ, Πατέρα, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο· ἐλθέ, τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μετὰ συμπαθείας διὰ τὰ παραπτώματά μας, τὰ ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ ἐν ἐνθυμήσει ἢ διανοίᾳ. Πάριδε καὶ ἄφες ταῦτα ἀγαθέ, εὔσπλαχνε, ἐλεῆμον, πολυέλεε. Καὶ μὴ μᾶς καταισχύνῃς· μὴ μᾶς ἀπορρίψῃς ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου· Σύ, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ ἀγάπην ὑπερβολικὴν καὶ γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι ἀπὸ τὰς προσευχὰς τῶν φίλων Σου».






Ἡ Ὁσία Φιλοθέα ἡ Παρθενομάρτυς
Ἡ Ὁσιοπαρθενομάρτυς Φιλοθέα, γεννήθηκε στὸ Μολύβοτο τῆς Παμφυλίας στὴ Μικρὰ Ἀσία. Οἱ γονεῖς της, πατρίκιος Ἰωάννης καὶ Εἰρήνη, τῆς ἔδωσαν Χριστιανικὴ ἀνατροφή. Στὴ σπουδὴ τῶν ἱερῶν γραμμάτων σημείωσε μεγάλη πρόοδο καὶ εἶχε ἀποστηθίσει τὴν Ἁγία Γραφή. Ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία ἐπιδόθηκε στὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ τὴν ἄσκηση. Ὅταν ἔγινε δέκα τεσσάρων ἐτῶν ὑποχρεώθηκε, χωρὶς τὴν θέλησή της, νὰ νυμφευθεῖ κάποιον δεκαεπταετὴ ποὺ ὀνομαζόταν Κωνσταντίνος. Κατόρθωσε ὅμως νὰ πείσει τὸ σύζυγό της νὰ διατηρήσουν τὴν ἀγνότητά τους καὶ μέσα στὸ γάμο, μιμούμενοι τὸ παράδειγμα τοῦ Ὁσίου Ἀμμούν († 4 Ὀκτωβρίου) καὶ τῆς συζύγου του.

Ἡ Φιλοθέα ἔχασε νωρὶς τοὺς γονεῖς της, τὴ μητέρα της σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν καὶ τὸν πατέρα της λίγο καιρὸ μετὰ τὸν γάμο της. Ὁ σύζυγός της χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς πέθανε μετὰ ἀπὸ ἔξι ἔτη ἔγγαμου βίου. Ἡ Φιλοθέα, ἀφοῦ ἀπελευθέρωσε τοὺς δούλους τῆς οἰκογένειας καὶ διαμοίρασε τὰ πλούτη σὲ φτωχοὺς, ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια, μαζὶ μὲ μία δούλη της ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα νησὶ τῆς λίμνης, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Μολύβοτο.

Καθημερινές της ἐνασχολήσεις ἦταν ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχή. Ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς θεοφιλοῦς βιοτῆς της διαδόθηκε στὶς γύρω περιοχές. Ἡ Ὁσία ἀνέλαβε ἀκόμη καὶ τὸ ἔργο τῆς στηρίξεως τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς κατατροπώσεως τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅταν ἐπανῆλθαν στὸ προσκήνιο ἡ εἰδωλολατρία καὶ οἱ διωγμοί. Ὁ Θεός τῆς δώρισε τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα.

Ἡ Ὁσία, τέσσερις ἡμέρες πρὸ τῆς κοιμήσεώς της, κάλεσε τοὺς ἱερεῖς τῆς περιοχῆς καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὑποθῆκες της. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτῆς ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ἦταν γνωστὸς καὶ ὡς Ἁγία Σοφία.

Τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ὁσίας μετακομίσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Θράκη στὸ Τύρνοβο, τὴν πρωτεύουσα τοῦ Β’ Βουλγαρικοῦ Κράτους, μὲ πρωτοβουλία τοῦ βασιλέως Ἰωαννικίου ἢ Καλοϊωάννου (1197 – 1207), ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλεύθηκε τὴ δεινὴ θέση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας μετὰ τὴν Δ’ Σταυροφορία καὶ κατέλαβε ἀρκετὰ ἐδάφη της. Τὰ ἱερὰ λείψανα τὰ συνόδευσε τιμητικὸ στρατιωτικὸ ἄγημα καὶ τὰ ὑποδέχθηκε ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου. Στὴν πορεία ἔγιναν πολλὲς θαυματουργικὲς θεραπεῖες ἀσθενῶν. Θεραπεύθηκε καὶ ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀγήματος ἀξιωματικὸς Θεόδωρος. Τὰ ἱερὰ λείψανα τοποθετήθηκαν στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς καλουμένης Τέμνισκας, μέσα στὸ Τύρνοβο.

Μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ Τυρνόβου (1393) ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους, οἱ Βούλγαροι τοῦ Βιδυνίου ἐνδιαφέρθηκαν νὰ μεταφέρουν τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ὁσίας Φιλοθέας ἀπὸ τὸ Τύρνοβο στὴν πρωτεύουσα τοῦ κρατιδίου τους, ἀφοῦ στὴ βασιλεύουσα πόλη, τὸ Τύρνοβο, δὲν ὑπῆρχε οὔτε πολιτικὴ οὔτε πνευματικὴ ἡγεσία τῶν Βουλγάρων. Ὁ τελευταῖος Πατριάρχης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας Εὐθύμιος, εἶχε ὑποχρεωθεῖ νὰ πάρει τὸν δρόμο τῆς ἐξορίας. Τὸ γεγονός τῆς μετακομιδῆς ἔλαβε χώρα δύο ἔτη μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ Τυρνόβου, δηλαδὴ τὸ 1395. Ἡ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων ἔγινε μὲ πανηγυρικὸ τρόπο καὶ ἡ Ὁσία Φιλοθέα ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη κατέστη προστάτιδα καὶ μεσίτρια τῶν Βουλγάρων πιστῶν τοῦ βασιλείου τοῦ Βιδυνίου.
Τὸ 1396 ὑπῆρξε μοιραῖο καὶ γιὰ τὸ Βιδύνιο. Οἱ Ὀθωμανοὶ Τοῦρκοι κατόρθωσαν νὰ καταλύσουν καὶ τὸ τελευταῖο αὐτὸ βασίλειο τῶν Βουλγάρων καὶ νὰ κυριαρχήσουν σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς Βουλγαρίας. Μέσα στὴ δίνη καὶ τὸ χαλασμὸ τῆς ἁλώσεως χάθηκαν καὶ τὰ ἴχνη τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Ὁσίας Φιλοθέας γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Τὰ ἀνακαλύπτουμε μὲ βεβαιότητα στὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. στὴν πόλη Ἄρτζες τῆς Οὑγγροβλαχίας.







Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ἔζησε τὸν 13ο αἰώνα καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ. Ποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του γιὰ εἴκοσι ἕξι χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1288. Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐξοδίου Ἀκολουθίας του κάποιοι πιστοὶ εἶδαν τὸ τίμιο λείψανό του νὰ σηκώνεται καὶ νὰ τοὺς εὐλογεῖ. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν εὐλόγησε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ πολλὰ θαύματα ἐπιτελοῦνται στὸν τάφο του.







Ὁ Ἅγιος Γερόντιος τῆς Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Γερόντιος ἔζησε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. Τὸ 1453 ἦταν Ἐπίσκοπος Κολόμνας καὶ στὶς 29 Ἰουνίου 1479 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ρωσίας μὲ τὴ συγκατάθεση τοῦ μεγάλου πρίγκιπα Ἰβὰν Γ’. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1489.






Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ἐκ Βουλγαρίας
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, κατὰ κόσμον Στέφανος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ ἔζησε τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν πρεσβύτερος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος Πενκιόβσι, κοντὰ στὴν Σόφια, καὶ λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων κατέφυγε στὴ Βαλαχία, κοντὰ στὸ βοεβόδα Ραντούλ. Στὴ συνέχεια ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σὲ μονὴ τῆς περιοχῆς Ρουσκούκ, ἴσως σὲ αὐτὴ ποὺ ἵδρυσε ὁ Πατριάρχης Τυρνόβου Ἅγιος Ἰωακείμ († 18 Ἰανουαρίου), καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη του.
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Γκαλίτς τῆς Ρωσίας
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ἐμφανίσθηκε τὸ 1350, στὸν Ὅσιο Ἀβράμιο τοῦ Γκαλίτς. Ὅταν ὁ Ὅσιος στεκόταν προσευχόμενος στὶς ἀκτὲς τῆς λίμνης Γκαλίτς, κοντὰ στὸ βουνό, εἶδε ξαφνικὰ μέσα στὸ πυκνὸ δάσος ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς καὶ ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος τὸν καλοῦσε νὰ ἀνέλθει στὸ ὄρος καὶ νὰ εὕρει τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Μητέρας Του. Πράγματι ὁ Ὅσιος ἀνῆλθε στὸ ὄρος, ὅπου βρῆκε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ τὸν Χριστὸ στὴν τρυφερὴ ἀγκάλη της. Μὲ συγκίνηση καὶ εὐλάβεια ὁ Ὅσιος παρέλαβε τὴν εἰκόνα καὶ φρόντισε νὰ ἀνεγερθεῖ στὸν ἱερὸ ἐκεῖνο τόπο τῆς εὑρέσεως ἕνας μικρὸς ναὸς.

Ὅπως ἀναφέρεται στὰ Χρονικά, ὁ πρίγκιπας Δημήτριος Θεοδώροβιτς ζήτησε νὰ δεῖ τὸν Ὅσιο καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὁ Ὅσιος μὲ θαυματουργικὸ τρόπο διέσχισε τὴν λίμνη τοῦ Γκαλίτς καὶ μετέφερε τὴν εἰκόνα στὴν πόλη. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα τελέσθηκαν πολλά θαύματα καὶ ὁ πρίγκιπας βοήθησε τὸν Ὅσιο στὴν ἀνέγερση μονῆς πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Γκαλίτς στὶς 15 Αὐγούστου.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κυρίας τῆς Εἰρήνης, ἐν Ρωσία
Image
Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ «νοητοῦ τείχους», ἐν Ρωσία
Image
Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Thu May 22, 2014 12:56 am

29 ΜΑΪΟΥ






Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου
Image
Βλέπετε αὐτὴ τὴν κοινὴ γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς χάρισε μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή του στοὺς πιστούς; Πήγασε ἀπὸ θλίψη. Βλέπετε αὐτὴ τὴ ζωή, μᾶλλον δέ, τὴν ἀθανασία; Ἐπιφάνηκε σὲ μᾶς ἀπὸ θάνατο. Βλέπετε τὸ οὐράνιο ὕψος, στὸ ὁποῖο ἀνέβηκε κατὰ τὴν ἀνύψωσή του ὁ Κύριος καὶ τὴν ὑπερδεδοξασμένη δόξα ποὺ δοξάσθηκε κατὰ σάρκα; Τὸ πέτυχε μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀδοξία. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος γι’ αὐτόν, «ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ὄνομα, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ νὰ διακηρύξει κάθε γλώσσα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος σὲ δόξα Θεοῦ Πατρός».(Φιλιπ. β ,8 – 11).

Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς ὑπερύψωσε τὸ Χριστό του γιὰ τὸ λόγο ὅτι ταπεινώθηκε, ὅτι ἀτιμάσθηκε, ὅτι πειράσθηκε, ὅτι ὑπέμεινε ἐπονείδιστο σταυρὸ καὶ θάνατο γιὰ χάρη μας, πῶς θὰ σώσει καὶ θὰ δοξάσει καὶ θὰ ἀνυψώσει ἐμᾶς, ἂν δὲν ἐπιλέξουμε τὴν ταπείνωση, ἂν δὲν δείξουμε τὴν πρὸς τοὺς ὁμοφύλους ἀγάπη, ἂν δὲν ἀνακτήσουμε τὶς ψυχές μας διὰ τῆς ὑπομονῆς τῶν πειρασμῶν, ἂν δὲν ἀκολουθοῦμε διὰ τῆς στενῆς πύλης καὶ ὁδοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, τὸν σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ’ αὐτήν; «διότι, καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιὰ μᾶς, ἀφήνοντάς μας ὑπογραμμό, γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε τὰ ἴχνη του». (Α’ Πέτρ. β, 21).

Ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ ὑψίστου Πατρός, ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ ἀπὸ φιλανθρωπία ἑνώθηκε μ’ ἐμᾶς καὶ μᾶς συναναστράφηκε, ἀνέδειξε τώρα ἐμπράκτως μιὰ ἑορτὴ πολὺ ἀνώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τὴ διάβαση, τῆς σὲ αὐτὸν εὑρισκομένης φύσεώς μας, ὄχι ἀπὸ τὰ ὑπόγεια πρὸς τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ πρὸς τὸν πέρα ἀπὸ αὐτὸν θρόνο τοῦ δεσπότη τῶν πάντων.

Σήμερα ὁ Κύριος ὄχι μόνο στάθηκε, ὅπως μετὰ τὴν ἀνάσταση, στὸ μέσο τῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ καὶ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καί, ἐνῶ τὸν ἔβλεπαν, ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ εἰσῆλθε στ’ ἀληθινὰ ἅγια τῶν ἁγίων «καὶ ἐκάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀξίωμα, ποὺ γνωρίζεται καὶ ὀνομάζεται εἴτε στὸν παρόντα εἴτε στὸν μέλλοντα αἰώνα».(Ἐφ. α’, 20)

Γιατί λοιπὸν στάθηκε στὸ μέσο τους καὶ ἔπειτα τοὺς συνόδευσε; «Τοὺς ἐξήγαγε, λέγει, ἔξω ἕως τὴ Βηθανία», ἀλλὰ «καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια του, τοὺς εὐλόγησε». (Λουκᾶ κδ’, 50).

Τὸ ἔκαμε γιὰ νὰ ἐπιδείξει τὸν ἑαυτό του ὁλόκληρο σῶο καὶ ἀβλαβή, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ πόδια ὑγιῆ καὶ βαδίζοντα σταθερά, αὐτὰ ποὺ ὑπέστησαν τὰ τρυπήματα τῶν καρφιῶν, τὰ ὁμοίως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καρφωμένα χέρια, τὴν ἴδια τὴ λογχισμένη πλευρά, ἂν ἔφεραν πάνω τους, τοὺς τύπους τῶν πληγῶν, πρὸς διαπίστωση τοῦ σωτηριώδους πάθους.

Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι διὰ τοῦ «στάθηκε στὸ μέσο τῶν μαθητῶν» δεικνύεται καὶ τὸ ὅτι αὐτοὶ στηρίχθηκαν στὴ πίστη πρὸς αὐτόν, μὲ αὐτὴ τὴ φανέρωση καὶ εὐλογία του. Γιατί δὲν στάθηκε μόνο στὸ μέσο ὅλων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ μέσο της καρδιᾶς τοῦ καθενός, γιατί ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου ἔγιναν σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι.

Στάθηκε λοιπὸν στὸ μέσο τους καὶ τοὺς λέγει, «εἰρήνη σὲ σᾶς», τοῦτο τὸ γλυκὸ καὶ σημαντικὸ καὶ συνηθισμένο του προσφώνημα. Τὴν διπλὴ εἰρήνη, πρὸς τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι γέννημα τῆς εὐσέβειας καὶ αὐτὴ ποὺ ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας.

Καὶ καθὼς τοὺς εἶδε φοβισμένους καὶ ταραγμένους ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη καὶ παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ὅτι βλέπουν πνεῦμα – φάντασμα, αὐτὸς τοὺς ἀνέφερε πάλι τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδιᾶς των, καὶ ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, πρότεινε τὴ διαβεβαίωση διὰ τῆς ἐξετάσεως καὶ ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, ὄχι γιατί εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλὰ γιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀναστάσεώς του.

Ἔφαγε δὲ μέρος ψητοῦ ψαριοῦ καὶ μέλι ἀπὸ κηρύθρα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὰ σύμβολα τοῦ μυστηρίου του. Δηλαδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του καθ’ ὑπόσταση τὴ φύση μας, ποὺ σὰν ἰχθὺς κολυμποῦσε στὴν ὑγρότητα τοῦ ἡδονικοῦ καὶ ἐμπαθοῦς βίου, καὶ τὴν καθάρισε μὲ τὸ ἀπρόσιτο πῦρ τῆς Θεότητός του. Μὲ κηρύθρα δὲ μελισσιοῦ μοιάζει ἡ φύση μας γιατί κατέχει τὸ λογικὸ θησαυρὸ τοποθετημένο στὸ σῶμα σὰν μέλι στὴ κηρύθρα. Τρώγει ἀπὸ αὐτὰ εὐχαρίστως γιατί καθιστᾶ φαγητό του τὴ σωτηρία τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς μετέχοντας τῆς φύσεως. Δὲν τρώει ὁλόκληρο, ἀλλὰ μέρος «ἀπὸ κηρύθρα μέλι» ἐπειδὴ δὲν πίστευσαν ὅλοι καὶ δὲν τὸ παίρνει μόνος του, ἀλλὰ προσφέρεται ἀπὸ τοὺς μαθητές, γιατί τοῦ φέρνουν μόνο τοὺς πιστεύοντες σ’ αὐτόν, χωρίζοντάς τους ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.

Κατόπιν τοὺς ὑπενθύμισε τοὺς λόγους του πρὶν τὸ πάθος, ποὺ ὅλοι πραγματοποιήθηκαν. Τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στείλει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τοὺς εἶπε νὰ καθίσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρι νὰ λάβουν δύναμη ἀπὸ ψηλά. Μετὰ τὴ συζήτηση ὁ Κύριος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τοὺς ὁδήγησε ἕως τὴ Βηθανία καὶ ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε, ὅπως ἀναφέραμε, ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς τὸν οὐρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σὰν ὄχημα καὶ ἀνῆλθε ἐνδόξως στοὺς οὐρανούς, στὰ δεξιά της μεγαλοσύνης τοῦ Πατρός, καθιστώντας ὁμόθρονο τὸ φύραμά μας.

Καθὼς οἱ Ἀπόστολοι δὲν σταματοῦσαν νὰ κοιτάζουν τὸν οὐρανό, μὲ τὴ φροντίδα τῶν ἀγγέλων πληροφοροῦνται ὅτι ἔτσι θὰ ἔλθει πάλι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «θὰ τὸν ἰδοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς, νὰ ἔρχεται πάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ». (Ματθ. κδ’, 30).

Τότε οἱ μαθητὲς ἀφοῦ προσκύνησαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπὸ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Κύριος, ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ χαρούμενοι, αἰνώντας καὶ εὐλογώντας τὸ Θεὸ καὶ ἀναμένοντες τὴν ἐπιδημία τοῦ θείου Πνεύματος.

Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος ἔζησε καὶ ἀπεβίωσε, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε, ἔτσι καὶ ἐμεῖς ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε καὶ θὰ ἀναστηθοῦμε ὅλοι. Τὴν ἀνάληψη ὅμως δὲν θὰ πετύχουμε ὅλοι, ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος εἶναι κέρδος, ὅσοι πρὸ τοῦ θανάτου σταύρωσαν τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς μετανοίας, μόνο αὐτοὶ θὰ ἀναληφθοῦν μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση σὲ νεφέλες πρὸς συνάντηση τοῦ Κυρίου στὸν ἀέρα. (Α’ Θεσ. δ’, 17).
Ἂς ἔρθουμε στὸ ὑπερῶο μας, στὸ νοῦ μας προσευχόμενοι, ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου καὶ νὰ προσκυνήσουμε Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν, πληρώσας οἰκονομίαν, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς, ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλὰ μένων ἀδιάστατος, καὶ βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ’ ὑμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Ἐκ τοῦ ὄρους Σῶτερ τῶν Ἐλαιῶν, σαρκὶ ἀνελήφθης, καθορώντων τῶν Μαθητῶν· ὅθεν σου τὴν θείαν, Ἀνάληψιν ὑμνοῦμεν, δι’ ἧς ἡμᾶς πρὸς δόξαν, ὕψωσας ἄρρητον.







Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ Παρθενομάρτυς

Image
Ἡ Ἁγία Παρθενομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία δέκα ὀκτὼ ἐτῶν διέπρεπε τόσο γιὰ τὴν εὐσέβεια, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ζῆλο της ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, διαδίδοντας αὐτὴ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρισσῶν γυναικῶν καὶ ἑλκύοντας πολλὲς ἀπὸ αὐτές. Κατὰ τὸ πέμπτο ἔτος τῶν διωγμῶν, βρισκόμενη στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, συνελήφθη καὶ δέσμια ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Οὐρβανοῦ. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία δὲν πειθόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, διατάχθηκε ὁ σκληρὸς βασανισμὸς αὐτῆς. Τῆς κόπηκαν οἱ μαστοὶ καὶ τῆς καταξεσκίσθηκαν τὰ πλευρά, ἡμιθανὴς δέ, πιεζόταν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Θεοδοσία, μὲ φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, δήλωσε καὶ πάλι ὅτι ἦταν καὶ θὰ παρέμενε Χριστιανή. Τότε ὁ Οὐρβανός, γεμάτος ἀπὸ ὀργή, διέταξε, ἀφοῦ βασανισθεῖ σκληρότερα, νὰ ριχθεῖ στὴ θάλασσα, ὅπου ἔλαβε καὶ τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.






Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐκ Καισαρείας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κύριλλος ἔζησε τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια τῆς Καππαδοκίας. Βαπτίσθηκε Χριστιανὸς σὲ νεαρὴ ἡλικία κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του. Ὅταν ὁ πατέρας του πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ τὸν ἀποκλήρωσε. Ὁ Ἅγιος συνελήφθη, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ τὸν δελεάσει, τὸν ἔφερε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν πατέρα του καὶ ὑποσχέθηκε τὴν ἀποκατάστασή του. Τότε ὁ Ἅγιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπάντησε: «Χαίρω, διότι ὑπομένω γιὰ τὸν Χριστό. Ἀρνοῦμαι κάθε γήινη χαρὰ καὶ ὑλικὸ ἀγαθό, ἀφοῦ μπορῶ νὰ εἶμαι χαρούμενος καὶ πλούσιος στὸν οὐρανό, διότι θὰ εἶμαι μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Δὲν φοβᾶμαι τὸ θάνατο, γιατὶ ὑπάρχει ἡ αἰώνια ζωή».
Ὁ ἡγεμόνας, ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ταράχθηκε, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ σκοτώσει ἕνα τόσο νέο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ προσπάθησε νὰ τὸν κάνει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Θεό καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα μὲ ἐκφοβισμούς. Ἄναψαν μιὰ μεγάλη φωτιὰ καὶ ἀπείλησαν ὅτι θὰ τὸν ρίξουν στὶς φλόγες, γιὰ νὰ καεῖ. Ὁ Ἅγιος τοὺς παρακαλοῦσε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ μαρτύριο, γιὰ νὰ φθάσει κοντὰ στὸν Θεό. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀποκεφαλίσθηκε τὸ 251 μ.Χ. καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ τοῦ μαρτυρίου.






Ὁ Ἅγιος Ὀλβιανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ μαθητὲς αὐτοῦ

Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ὀλβιανοῦ. Ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀναίας ἢ Ἀνέου καὶ συνελήφθη γιὰ τὴν ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως δράση του. Ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Σέξτου Αἰλιανοῦ, διατάχθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα μὲ τοὺς μαθητές του, νεωκόρους τοῦ ναοῦ τῶν εἰδώλων, Ἀγριππίνου καὶ Κλημεντίου. Ὁ Ἅγιος ὅμως, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει, ὑποβλήθηκε σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, καθὼς κατακάηκε μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ στὰ σπλάχνα καὶ στὰ νῶτα. Ἐμμένοντας καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικώδη βασανιστήρια στὴ Χριστιανικὴ πίστη του, ὁδηγήθηκε πρὸς τὸν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὸν κάψουν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του.







Οἱ Ἅγιοι Ἄνδρας καὶ ἡ Σύζυγος αὐτοῦ οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες τελειώθηκαν, ἀφοῦ συνετρίβησαν διὰ ξύλων τὰ ὀστά τους.






Ὁ Ἅγιος Ρεστιτοῦτος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρεστιτοῦτος μαρτύρησε στὴ Ρώμη τὸ 299 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).






Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας

Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.). Διαδέχθηκε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀχιλλᾶ καὶ ὑπῆρξε πνευματικὸς πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ καὶ διαδόχου αὐτοῦ στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας. Στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο ἀνῆλθε τὸ 313 μ.Χ. καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωση, τὴν πραότητα τοῦ χαρακτῆρος καὶ τὶς λοιπὲς ἀρετές του. Ὅταν τὸ 319 μ.Χ. ὁ Ἄρειος δίδαξε γιὰ πρώτη φορὰ τὴν αἵρεσή του, ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος προσπάθησε πατρικὰ νὰ τὸν πείσει νὰ μὴν διαδίδει τὶς πλανεμένες του δοξασίες, πλὴν ὅμως ὁ Ἄρειος, συνεπικουρούμενος καὶ ἀπὸ ἄλλους ὁμόφρονές του, ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑποστηρίζει αὐτὲς μὲ τὰ δαιμονικὰ σοφίσματά του. Κατόπιν τούτου, ἀφοῦ κλήθηκε δύο φορὲς σὲ ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ κλήρου τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ δὲν συμμορφώθηκε, ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποκηρύχθηκε ὡς ἀσεβὴς καὶ βλάσφημος.

Παρακάθισε ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, παρὰ τὸ γήρας του, στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ., κατακεραύνωσε τὸν Ἄρειο διὰ τῶν λόγων του, ὑπέγραψε μὲ τοὺς ἄλλους Πατέρες τὴν καταδίκη αὐτοῦ.
Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐξακολούθησε νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴ στερέωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μέχρι τῆς κοιμήσεώς του τὸ 326 μ.Χ., κατόπιν γονίμου καὶ θεοφιλοῦς ποιμαντορίας δεκατριῶν ἐτῶν καὶ ἀφοῦ ἐπέβαλε ὡς διάδοχό του τὸν μαθητὴ καὶ συμμαχητή του, Μέγα Ἀθανάσιο († 18 Ἰανουαρίου).






Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος Ἐπίσκοπος Τρεβήρων
Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σίλλυ κοντὰ στὴν πόλη Πουατιὲ τῆς Γαλλίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια. Τὸ 332 μ.Χ. ἔγινε Ἐπίσκοπος Τρεβήρων καὶ ἀναδείχθηκε πολέμιος τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ὁ Ἅγιος ὑποδέχθηκε καὶ περιέθαλψε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο. Ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς τὸ 343 μ.Χ., μαζὶ μὲ τὸν Πάπα Ἰούλιο Α’ καὶ τὸν Κορδούης Ὅσιο καὶ ὑποστήριξε μὲ ζῆλο τὴν Ὀρθοδοξία.

Ὁ Ἅγιος πρέπει νὰ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο, ἀφοῦ τὸ 347 μ.Χ. τὸν εἶχε διαδεχθεῖ ὁ Παυλίνος.
Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 352 μ.Χ. καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος τὸν περιγράφει ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ θαρραλέους Ἐπισκόπους τοῦ καιροῦ του.







Ὁ Ἅγιος Σισίννιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σισίννιος ὁ διάκονος, Μαρτύριος καὶ Ἀλέξανδρος, μαρτύρησαν τὸ 397 μ.Χ., στὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Περὶ τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος, Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος.







Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Ἐπίσκοπος Βερόνας
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Βερόνας τῆς Ἰταλίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Ἱερεμίας ὁ Δαμασκηνός
Ὁ Ὅσιος Ἱερεμίας ἔχει καταταγεῖ στὴ χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας. Ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ Ὁσιομάρτυς ἡ Κωνσταντινουπολίτισσα
Image
Ἡ Ἁγία Ὁσιομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς πλουσίους καὶ εὐσεβεῖς. Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν, ἀφοῦ ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ πατέρα, εἰσῆλθε σὲ μοναστήρι, ὅπου μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκάρη μοναχή. Μετὰ τὸν θάνατο καὶ τῆς μητέρας της, ἀφοῦ ἐπούλησε καὶ διεμοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὰ ὑπάρχοντά της, ἀπαλλάχτηκε ἔτσι ἀπὸ τὶς γήινες φροντίδες, ἐπιδόθηκε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο, στὴν ἀπόκτηση τῆς τελειότητος καὶ τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, ἀσκούμενη στὴ μονὴ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Σκοτεινὸ Φρέαρ καὶ ἐπονομαζόταν Ἀσπάρου στέρνη.

Ὅταν ἦλθε στὸ θρόνο ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος (717 – 741 μ.Χ.), ἐξαπολύθηκε ἄγριος διωγμὸς ἐναντίον τῶν εἰκονόφιλων καὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὁ δὲ Πατριάρχης Γερμανός, στερεὸς προμαχώνας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδιώχθηκε καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν εἰκονομάχο Ἀναστάσιο. Κατὰ τὴν ἔναρξη τοῦ διωγμοῦ διέταξε τὴν καθαίρεση καὶ καταστροφὴ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εὑρισκόταν ἀπὶ τῆς Χαλκῆς Πύλης.
Τότε ἡ Θεοδοσία, ἐπικεφαλῆς καλογραιῶν καὶ ἄλλων γυναικῶν, ὅρμησαν καὶ κατέρριψαν ἀπὸ τὴν κινητὴ σκάλα τὸ σπαθάριο ποὺ ἀνέβηκε, γιὰ νὰ καταστρέψει τὴν εἰκόνα, καὶ μὲ πέτρες καὶ ξύλα ἐπετέθησαν κατὰ τοῦ Πατριαρχείου. Μπροστὰ σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ Πατριάρχης Ἀναστάσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Πατριαρχείο. Ἡ στρατιωτικὴ δύναμη ποὺ ἐπενέβη, ἄλλες μὲν ἀπὸ τὶς γυναῖκες ἐφόνευσε, ἄλλες δέ, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὴν Θεοδοσία, συνέλαβε. Καὶ ἀπὸ τὶς συλληφθεῖσες ἄλλες ἐλευθέρωσαν, ἄλλες ἐνέκλεισαν στὶς φυλακὲς ἢ ἐξαπέστειλαν στὴν ἐξορία. Τὴν δὲ Θεοδοσία, ἀφοῦ ἐκακοποίησαν, τὴν ὁδήγησαν στὴν τοποθεσία τοῦ Βοὸς καὶ τὴν κατέσφαξαν, ἀφοῦ διαπέρασαν τὸ λαιμό της διὰ κέρατος κριοῦ (730 μ.Χ.). Τὸ τίμιο λείψανό της περισυνελέγη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ Δεξιοκράτους, πολλὰ δὲ θαύματα ἐπιτελοῦσε στοὺς πιστούς, ποὺ προσέρχονταν μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.







Οἱ Ὅσιοι Βότος, Φήλικας καὶ Ἰωάννης οἱ Ἐρημίτες
Οἱ Ὅσιοι Ἰωάννης, Βότος καὶ Φήλικας κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰσπανία καὶ ἔζησαν τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Βότος καὶ ὁ Φήλικας ἦταν ἀδελφοὶ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο ἀναζητοῦσαν ἕνα ἐρημητήριο, γιὰ νὰ ζήσουν ἐκεῖ μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή. Τότε συνάντησαν σὲ ἕνα σπήλαιο τοῦ ὄρους τῶν Πυρηναίων τὸν Ὅσιο Ἰωάννη. Ἔμειναν μαζί του καὶ ἐκεῖνος ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή τους. Κοιμήθηκαν καὶ οἱ τρεῖς μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 750 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ὁ βασιλεύς
Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ., ἦταν εὐσεβέστατος βασιλέας καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Πολὺ νέος διαδέχθηκε τὸν πατέρα του στὸν θρόνο καὶ βασίλευσε ἐπὶ σαράντα τέσσερα ἔτη. Διακήρυττε ὅτι, ὅσο ὑψηλότερα βρίσκεται κάποιος, τόσο ταπεινότερος πρέπει νὰ εἶναι, καὶ τὴν πεποίθηση αὐτὴ ἐφάρμοζε ὡς κανόνα καὶ τρόπο βίου. Ἐπιθυμώντας νὰ ἐξασφαλίσει διαδοχή, ζήτησε νὰ νυμφευθεῖ τὴν Ἀλφρέδα, θυγατέρα τοῦ βασιλέα τῆς Μερσία, Ὄφφα. Φιλοξενήθηκε λίγες ἡμέρες στὴν αὐλὴ τοῦ μέλλοντος πεθεροῦ του, δολοφονήθηκε ὅμως τὸ 794 μ.Χ., πρὶν τὸ γάμο, ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς βασίλισσας, ἡ ὁποία φιλοδοξοῦσε νὰ προσαρτήσει τὸ βασίλειό του στὸ δικό τους.
Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ἐνταφιάσθηκε σὲ ἄγνωστο τόπο, ὁ τάφος του ὅμως ἀποκαλύφθηκε διὰ οὐρανίου φωτός.






Ἡ Ὁσία Ὑπομονή
Ἡ Ὁσία Ὑπομονὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν ἡ «Ἑλένη ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστὴ Αὐγούστα…» καὶ αὐτοκρατόρισσα Ρωμαίων ἡ Παλαιολογίνα. Ἦταν ἡ σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Μανουὴλ Β’ τοῦ Παλαιολόγου (1391 – 1425 μ.Χ.) καὶ μητέρα δύο, στὴ συνέχεια, αὐτοκρατόρων, τοῦ Ἰωάννου Η’ Παλαιολόγου καὶ τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ ΙΑ’ Παλαιολόγου, τοῦ τελευταίου βυζαντινοῦ ἡρωικοῦ ἐθνομάρτυρος αὐτοκράτορα.

Ὁ ἱστορικὸς Χρυσολωρᾶς γράφει γιὰ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ καὶ τὴ σύζυγό του Ἑλένη, τὴν μετέπειτα Ὁσία Ὑπομονή: τοὺς διέκρινε «ὁσιότης μὲν εἰς Θεόν, δικαιοσύνη δὲ πρὸς ἀνθρώπους καὶ ἐπὶ πλέον κατοικοῦσε μέσα τους ὁ ἔρως πρὸς τὸν Χριστόν». Ἦταν ἕνα ζεῦγος, ποὺ ἐνῶ περνοῦσε ἀπὸ συνεχεῖς φοβερὲς ἐξωτερικὲς φουρτοῦνες, ὅμως μεταξύ του εἶχε συνευδοκία, δηλαδὴ κάτι περισσότερο ἀπὸ ὁμοφροσύνη καὶ ἀλληλοκατανόηση. Ἦταν «ἁγία Δέσποινα» (=ἁγία ἀρχόντισσα), κατὰ τὸν ἱστορικὸ Γεώργιο Φραντζῆ, «καλὴ κἀγαθὴ ψυχή», κατὰ τὸν Πλήθωνα.

Ἦταν στήριγμα τοῦ συζύγου της, διότι εἶχε μεγάλη πίστη καὶ μεγάλη ὑπομονή. Τοὺς υἱούς της τοὺς ἀνέτρεφε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου, ὥστε νὰ εἶναι πάντοτε μονιασμένοι καὶ στὴν καρδιά τους νὰ βασιλεύει ἡ πίστη καὶ κάθε ἀρετή. Ἀπὸ αὐτοὺς δύο ἔγιναν αὐτοκράτορες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας, ὁ Κωνσταντίνος ὁ ΙΑ’, ἔγινε θρύλος καὶ ἔμπνευση στὸ Ἑλληνικὸ Γένος. Τὰ ἄλλα τέσσερα ἔγιναν ἡγεμόνες στὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν Θεσσαλονίκη. Ἀπὸ αὐτοὺς οἱ τρεῖς ἔγιναν στὸ τέλος μοναχοί. Οἱ δύο θυγατέρες της σὲ παιδικὴ ἡλικία ἀπεβίωσαν.

Ὅταν πέθανε ὁ σύζυγός της, ἡ Ἁγία ἔγινε μοναχὴ σὲ ἕνα μοναστήρι ἔξω ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ὑπομονή. Μετὰ εἴκοσι πέντε χρόνια μοναχικῆς ζωῆς κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ 1450 μ.Χ., τρία χρόνια πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ γνωστὸς λόγιος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης Γεώργιος Γεμιστός ἢ Πλήθων γράφει γι’ αὐτὴν ὅτι διέθετε «σύνεσιν καὶ τελείαν σοφρωσύνην» σὲ τέτοιο βαθμὸ τελειότητος ποὺ λίγες μοναχὲς τὴν ἔφθαναν.
Καὶ πρὶν γίνει μοναχὴ ἀναφέρει ἕνας ἄλλος σύγχρονός της ἦταν τὸ καύχημα γιὰ τὸν ἄνδρα της καὶ τὰ παιδιά της, ἀλλὰ καὶ καύχημα γιὰ τὸν λαὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Πλήθων γράφει ἀκόμα ὅτι: «Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βρεῖ κανεὶς ὅμοια μ’ αὐτὴν γυναίκα, ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ποὺ ἔχουν τὰ ἴδια ἀξιώματα, οὔτε ἄλλη μὲ τόσα χαρίσματα καὶ τόσες ἐνάρετες πράξεις».






Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ἀργέντης
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀνδρέας ὁ Ἀργέντης καταγόταν ἀπὸ τὴν Χίο καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1465, συγκαταλεγόμενος ἔτσι μεταξὺ τῶν πρώτων Νεομαρτύρων, οἱ ὁποίοι θανατώθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Image
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὸ χωριὸ Πούκχοβο στὴ περιοχὴ τοῦ Οὔστγιουγκ ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Σάββα καὶ τὴ Μαρία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀσκητικότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν αὐστηρὴ τήρηση τῆς νηστείας. Τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ δὲν ἔτρωγε τίποτα, παρὰ μόνο λίγο ψωμί καὶ ἔπινε λίγο νερό.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ὀρλέτσκ καὶ ἔγινε μοναχή. Ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἄρχισε τὴν ἄσκηση μὲ τὴ σιωπὴ καὶ τὴ σαλότητα καὶ διῆλθε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ζώντας σὲ μία καλύβα τοῦ Οὔστγιουγκ.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1494 καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ὁ Νάννος
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ἢ Νάννος συνεπαρμένος ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν Βίων τῶν Ἁγίων καὶ Μαρτύρων καὶ κυριευμένος ἀπὸ ἐνθουσιασμό, ποὺ ἐνισχυόταν ἀπὸ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, θέλησε νὰ εἰσέλθει καὶ αὐτὸς στὸ χορὸ τῶν Μαρτύρων. Ὁ μόνος τρόπος γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἐπιθυμίας του ἦταν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ κατόπιν νὰ ἀποπλύνει τὴν ἄρνησή του μὲ τὶ αἷμα του, καθιστώντας μὲ αὐτὸ τὸν ἰδιότυπο τρόπο τὸν ἑαυτό του ἐξ ἀρνησιχρίστων Νεομάρτυρα.

Ὁ πατέρας του, ποὺ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὸς Ἰωάννης, καταγόταν ἀπὸ τὸ Γυναικόκαστρο, χωριὸ ποὺ βρίσκεται στὴν κοιλάδα τοῦ Ἀξιοῦ, ἐνῶ ἡ μητέρα του Θωμαΐδα ἀπὸ τὸ χωριὸ Κολόβι, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Πολύγυρο τῆς Χαλκιδικῆς. Καὶ οἱ δύο ὅμως ζοῦσαν στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου νυμφεύθηκαν καὶ ἔφεραν στὸν κόσμο τὰ δυό τους παιδιὰ, τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ ἔλαβε αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι γεννήθηκε τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου· γιὰ νὰ διακρίνεται ὅμως ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸν φώναζαν Νάννο.

Ὁ πατέρας τοῦ Νάννου λοιπὸν ἦταν ὑποδηματοποιός. Πρὸς ἐξοικονόμηση τῶν ἀναγκαίων πραγμάτων ἔφυγε ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Σμύρνη. Ὅταν ἀργότερα οἱ δύο υἱοί του μεγάλωσαν, τοὺς πῆρε κοντά του καὶ τοὺς ἔμαθε τὴν τέχνη του.

Στὴ Σμύρνη ο νεαρὸς καὶ εὐσεβὴς Ἰωάννης περνοῦσε τὶς ἡμέρες του ἐργαζόμενος, ἐνῶ τὸν ἐλεύθερο χρόνο του τὸν ἀφιέρωνε, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ του, γιατὶ ὁ ἴδιος ἦταν ἀγράμματος, στὴν μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ Βίων Ἁγίων καὶ Μαρτύρων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀνάψει μέσα στὴν καρδιά του ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. Παρακινούμενος ἀπὸ αὐτή του τὴν ἐπιθυμία προσποιήθηκε ὅτι θέλει νὰ προσέλθει στὸ Μωαμεθανισμό, ἔχοντας ὡς ἀπώτερο σκοπὸ τὸ μαρτύριο. Ἔτσι, ἐντελῶς ξαφνικά, στὶς 3 Μαΐου τοῦ 1802, χωρὶς νὰ φανερώσει τίποτε σὲ κανέναν καὶ ἐνῶ εἶχε σταλεῖ ἀπὸ τὸν πατέρα του σὲ κάποια δουλειά, πῆγε καὶ παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τῶν Τούρκων καὶ δήλωσε ὅτι θέλει νὰ προσχωρήσει στὴ θρησκεία τους. Ὁ πατέρας του, ἀνησυχώντας γιὰ τὴν ἀργοπορία τοῦ υἱοῦ του καὶ φοβούμενος μήπως τοῦ συνέβη κάποιο κακό, ἄρχισε νὰ τὸν ἀναζητᾶ μαζὶ μὲ μερικοὺς συγγενεῖς του, ὁπότε καὶ πληροφορήθηκαν τὴν ἐξωμοσία του. Ἔσπευσαν τότε ὅλοι μαζὶ νὰ τὸν εὕρουν, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν τὸν λόγο ποὺ τὸν ὁδήγησε σ’ αὐτὴν τὴν πράξη καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ τὸν μεταπείσουν.

Δυστυχῶς ὅμως μάταια κόπιασαν, διότι οὔτε κἄν μπόρεσαν νὰ τὸν πλησιάσουν, ἀφοῦ οἱ Τούρκοι ποὺ τὸν περιτριγύριζαν, μόλις τοὺς εἶδαν, τοὺς ἀπομάκρυναν βίαια ἀπὸ κοντά του. Ὁ Ἰωάννης, τοῦ ὁποίου ἡ σκέψη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἦταν προσηλωμένη στὸ μαρτύριο, θεωρώντας τὴν ἄρνηση ὡς τὸ μόνο μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ του, προσπάθησε ἐπανειλημμένα νὰ γνωστοποιήσει τὴν πρόθεσή του στοὺς συγγενεῖς του, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ καταφέρει, ἀφοῦ αὐτοὶ τὸν ἀπέφευγαν πλέον ὡς ἀρνησίθρησκο. Ὅταν τέλος, μετὰ ἀπὸ πολλὲς προσπάθειες, ὁ πατέρας του πληροφορήθηκε κάποιες δηλώσεις του καὶ κατάλαβε ὅτι σκόπευε νὰ μαρτυρήσει, τοῦ ἔστειλε μήνυμα πὼς ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώσει στὸ ἔργο του.

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικό, στὶς 25 Μαΐου καὶ ἡμέρα Κυριακή, ἐνδύθηκε μὲ χριστιανικὰ ἐνδύματα, φόρεσε στὸ κεφάλι του τὸ τούρκικο κάλυμμα καὶ παρουσιάσθηκε καὶ πάλι στὸ κριτήριο τῶν Τούρκων, γιὰ νὰ ὁμολογήσει πλέον αὐτὴ τὴ φορὰ τὴ Χριστιανική του ἰδιότητα καὶ ὅτι τὸ ὄνομά του εἶναι Ἰωάννης καὶ ὄχι Μεχμέτ. Οἱ Τούρκοι ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὶς δηλώσεις του καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν μεταπείσουν. Τοῦ παρουσίασαν μάλιστα γιὰ νὰ τὸν δελεάσουν μία πολύτιμη στολὴ καὶ πολλὰ χρήματα, ποὺ θὰ γίνονταν δικά του, ἐάν ὁμολογοῦσε τὸν Μωάμεθ ὡς Θεό. Ἔφθασαν δὲ στὸ σημεῖο νὰ τοῦ προτείνουν νὰ δηλώσει ἐνώπιόν τους πὼς παραμένει Τοῦρκος καὶ κατόπιν ἦταν ἐλεύθερος νὰ φύγει καὶ νὰ πάει ὅπου θέλει πιστεύοντας ὁ,τιδήποτε ἤθελε. Γι’ αὐτοὺς ἀρκοῦσε μόνο νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸ δικαστήριο ὡς Μεχμέτης καὶ ὄχι ὡς Ἰωάννης. Παρ’ ὅλες ὅμως τὶς ἑλκυστικὲς προτάσεις ποὺ τοῦ ἔκαναν, δὲν κατάφεραν νὰ κλονίσουν τὸ γενναῖο του φρόνημα καὶ νὰ τὸν παρασύρουν στὴ γνώμη τους.

Κάποιος Τοῦρκος ἀγᾶς, βλέποντας τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἰωάννου, πρότεινε κάποια λύση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰωάννης θὰ παρέμενε Τοῦρκος εἴτε τὸ ἤθελε, εἴτε ὄχι· πρότεινε λοιπὸν νὰ τὸν στείλουν στὸ Ἀλγέρι μ’ ἕνα πλοῖο, τὸ πλήρωμα τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖτο μόνο ἀπὸ Τούρκους. Ὁ Ἰωάννης, ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν ἐκδοχὴ καὶ φοβούμενος μήπως ματαιωθεῖ κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸ μαρτύριο ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε, προφασίσθηκε ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ τοῦ δοθοῦν δύο ἡμέρες διορία, γιὰ νὰ σκεφθεῖ τὶς προτάσεις τους. Οἱ Τούρκοι, πιστεύωντας πὼς τελικὰ θὰ ὑποχωροῦσε ὁ Ἰωάννης, τοῦ παραχώρησαν τὴν διορία ποὺ τοὺς ζήτησε γιὰ νὰ ἀποφασίσει, χωρὶς ὅμως νὰ σκεφθοῦν ὅτι ἕτσι θὰ ἔχαναν καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν στείλουν μὲ τὸ πλοῖο στὸ Ἀλγέρι.

Μετὰ τὸ τέλος τῆς δεύτερης ἡμέρας τὸν κάλεσαν νὰ παρουσιασθεῖ στὴ συνέλευσή τους, γιὰ νὰ δώσει τὴν τελικὴ ἀπάντηση. Ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶχε βεβαιωθεῖ νωρίτερα γιὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ πλοίου, δήλωσε πὼς ὄχι μόνο δὲν εἶχε μετανοιώσει, ἀλλὰ ἐπιθυμοῦσε τῶρα ἀκόμα περισσότερο τὸ μαρτύριο. Μὴ ἔχοντας πλέον ἄλλη ἐκλογὴ οἱ Τούρκοι, ἀποφάσισαν νὰ τὸν θανατώσουν. Πρὶν ὅμως ἀπὸ αὐτὸ θέλησαν νὰ ἐπιχειρήσουν ἄλλη μία φορὰ νὰ τὸν μεταπείσουν. Γι’ αυτὸ κάλεσαν τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ φοβόταν, ἀρνήθηκε νὰ παρουσιασθεῖ, λέγοντας πὼς δὲν εἶχε πλέον καμία σχέση μαζί του.

Ἔτσι, στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1802 καὶ ἡμέρα Πέμπτη, ὁ Ἰωάννης ὁδηγήθηκε στὸ Σοὰν Παζάρι, τόπο τῶν θανατικῶν ἐκτελέσεων. Πλῆθος λαοῦ εἶχε συγκεντρωθεῖ, γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὸ μαρτύριό του, ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ πολλοὶ Τοῦρκοι, Φράγκοι καὶ Ἀρμένιοι, ποὺ ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴ γενναιότητα καὶ τὸ θάρρος τοῦ Μάρτυρος.
Μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμό του πολλοὶ Χριστιανοὶ προσπάθησαν νὰ ἐξαγοράσουν κάτι δικό του, γιὰ νὰ τὸ ἔχουν ὡς φυλακτό. Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο οἱ Τοῦρκοι συγκέντρωσαν πάνω ἀπὸ 3.000 γρόσια· ἔφθασαν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ θέλουν νὰ ἀκρωτηριάσουν τὸν Μάρτυρα, γιὰ νὰ κερδίσουν περισσότερα. Τότε κάποιος εὐλαβὴς Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Μόσχα, ὀνομαζόμενος Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ κατατεμάχιση τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Νεομάρτυρος, ἐπιχείρησε νὰ τὸ ἐξαγοράσει, πράγμα ποὺ κατόρθωσε δωροδοκώντας τὸν κριτή, ποὺ ἦταν φίλος του, καὶ τὸν ἔπαρχο, καὶ ἔτσι τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ παραλάβει τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσει.






Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ζήλων
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐθύμιος, κατὰ κόσμον Εὐστράτιος Ἀγρίτης ἢ Ἀγριτέλλης, γεννήθηκε στὶς 6 Ἰουλίου 1876 στὰ Παράκουλα τῆς Λέσβου. Σὲ ἡλικία μόλις ἐννέα ἐτῶν, ὁ Εὐστράτιος εἰσέρχεται στὴν ἱερὰ μονὴ Λειμῶνος, ὅπου ὁ ἡγούμενος, ἀρχιμανδρίτης Ἄνθιμος Γεωργιέλλης, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Εὐθύμιος.

Τὸ 1889 γράφεται στὴ Λειμωνιάδα Σχολὴ καὶ γιὰ ἕνδεκα χρόνια παρακολουθεῖ τὰ μαθήματα καὶ τὴ χριστομάθεια τοῦ ὑποδειγματικοῦ αὐτοῦ ἀρρεναγωγείου. Τὸ 1892 ἀποφοιτᾶ ἀπὸ τὴ Σχολὴ παίρνοντας τὸ ἀπολυτήριο μὲ ἄριστα, πράγμα ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐγγραφεῖ τὸ 1900 στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης ὡς ὑπότροφος τῆς μονῆς Λειμῶνος. Τὸ 1906 χειροτονεῖται διάκονος στὴ μονὴ Χάλκου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Γρεβενῶν Ἀγαθάγγελο καὶ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ὑποβάλλει στὴ Σχολὴ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ πτυχίου του διδακτορικὴ διατριβὴ μὲ θέμα: «Σκοπὸς τοῦ Μοναχικοῦ βίου στὴν Ἀνατολὴ μέχρι τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ.».

Ἀφοῦ παίρνει τὸ πτυχίο του μὲ ἄριστα, ἐπιστρέφει στὴ μονὴ Λειμῶνος στὴ Λέσβο καὶ διορίζεται ἱεροκήρυκας ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μηθύμνης Στέφανο (Σουλίδη). Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ διακρίνεται γιὰ τὴ ρητορική του δεινότητα, τὸ πλούσιο περιεχόμενο τοῦ λόγου του καὶ ἐπισκέπτεται τὰ χωριὰ καὶ τὶς κωμοπόλεις τῆς ἐπαρχίας, εὐαγγελίζοντας τὸν Χριστό καὶ κηρύττοντας τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν Πατρίδα. Τὸν ἴδιο χρόνο διορίζεται Σχολάρχης στὴ Σκόπελο, ὅπου καὶ παραμένει ἕνα ἔτος.

Τὸ 1910 χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ ἀργότερα ἀναλαμβάνει πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μηθύμνης. Τὸ 1911 χειροτονεῖται στὴν Κωνσταντινούπολη Ἐπίσκοπος καὶ ἀναλαμβάνει νὰ διαποιμάνει τὴ Ἐπισκοπὴ Ζήλων. Ἀπὸ τὴν Ἀμισὸ (Σαμψούντα), ὅπου ἐγκαθίσταται, ἐπιδίδεται σὲ ἕναν εὐγενὴ καὶ σπάνιο ἀγώνα γιὰ τὴν μόρφωση τῶν Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς, ἔχοντας στὴν εὐθύνη του 340 περίπου ἐνορίες καὶ 150.000 Ἕλληνες. Τὸ 1913 ὁ Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος τοποθετεῖται στὴν ἐπαρχία Πάφρας. Σὲ διάρκεια δέκα ἐτῶν, σημειώνει λαμπρὴ πνευματικὴ τροχιὰ καὶ ἡγετικὴ πορεία, κτίζοντας στὴν Πάφρα καὶ σὲ πολλὰ χωριά, σχολεῖα, ἀρρεναγωγεῖα καὶ παρθεναγωγεῖα καὶ ἐκκλησίες, φροντίζοντας γιὰ τὴν τοποθέτηση δασκάλων καὶ ἱερέων, ἀπαραίτητων γιὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάπτυξη τῆς περιοχῆς.

Τὸ 1914 πολλοὶ Παφρηνοί, μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Εὐθυμίου, ἀρνήθηκαν νὰ καταταγοῦν στὸν Τουρκικὸ στρατὸ καὶ βγῆκαν στὰ βουνὰ ὡς φυγόστρατοι, ὅπου ἀρχίζουν νὰ δημιουργοῦνται τὰ πρῶτα ἀντάρτικα τμήματα. Φοβερὴ γενοκτονία ξεσπᾶ, ἰδιαίτερα στὴν περιοχὴ τῆς Πάφρας καὶ Σαμψούντας, μεταβάλλοντας τὴν δράση τοῦ Ἐπισκόπου Εὐθυμίου ἀπὸ προσπάθεια ἀναπτύξεως σὲ προσπάθεια περισσυλογῆς. Τὸ 1917 ἀναλαμβάνει ἡγετικὸ ρόλο σὲ ἔνοπλες ὁμάδες ἀνταρτῶν κατευθύνοντάς τις κατὰ τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἐνόπλων, ποὺ δροῦσαν ὡς ἔμμισθοι τῶν Τούρκων κατὰ τῶν Ἑλλήνων.

Τὴν περίοδο 1914 – 1916 καὶ 1918 – 1919, μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς ἀνακωχῆς, παρότρυνε ὅλα τὰ σχολεῖα καὶ τὸν λαὸ τοῦ Πόντου νὰ παραστοῦν σύσσωμοι στὴν ἐτήσια τελετὴ τῆς ἀναπαραστάσεως τῆς αὐτοκτονίας τῶν τριάντα καὶ πλέον νεαρῶν κοριτσιῶν τοῦ Ἀσὰρ τῆς Πάφρας. Ἡ τελετὴ αὐτὴ πραγματοποιεῖτο κατὰ τὴν ἐπέτειο τῆς 25ης Μαρτίου, ὡς ἀνάμνηση τῆς αὐτοθυσίας τῶν νεαρῶν κοριτσιῶν, ποὺ ἔπεσαν τὸ 1860 ἀπὸ τὸ κάστρο τοῦ Ἄλυ καὶ αὐτοκτόνησαν, γιὰ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν Τούρκων.

Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1917, μεγάλη δύναμη τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ περικυκλώνει στὸ βουνὸ Νελτὲς τὴ μονὴ τῆς Παναγίας, τῆς Μάαρα, κλείνοντας 650 γυναικόπαιδα καὶ 60 ἔνοπλους ἀντάρτες. Μετὰ ἀπὸ ἑξαήμερη ἀντίσταση, οἱ περισσότεροι ἔγκλειστοι σκοτώνονται ἢ αὐτοκτονοῦν. Τὸ 1919, σὲ ἀνταπόδοση τῶν προηγουμένων, ἀνήμερα τῆς Παναγίας, ὁ Εὐθύμιος συγκεντρώνει 12.000 ἀντάρτες ἔξω ἀπὸ τὴν κωμόπολη Τσασοὺρ μὲ γενικὸ ἀρχηγὸ τὸν Κυριάκο Παπαδόπουλο μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ὁλοσχερὴ καταστροφὴ τῆς πόλεως καὶ τὸν ἀφανισμὸ τῶν Τούρκων ἐνόπλων. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα οἱ Τούρκοι καταζητοῦν τὸν Εὐθύμιο, θεωρώντας τὸν ἐπίσημο ἀρχηγὸ τῶν ἀνταρτῶν τοῦ Δυτικοῦ Πόντου.

Τὸ 1921, μὲ ἀπόφαση τῆς Κεμαλικῆς κυβερνήσεως, ὅλοι οἱ Μητροπολίτες, οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἀρχιμανδρίτες τοῦ Πόντου ὄφειλαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν Πόντο καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ τὶς ἕδρες τους. Οἱ μόνοι ποὺ δὲν ὑπάκουσαν στὴν ἐντολὴ αὐτὴ ἦσαν ὁ Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος, ὁ Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος καὶ ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀμασείας πρωτοσύγκελλος Πλάτων Ἀϊβαζίδης. Στὶς 21 Ἰανουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, οἱ Κεμαλικοὶ συλλαμβάνουν τὸν Εὐθύμιο, τὸν Ἀρχιμανδρίτη Ἀϊβαζίδη μαζὶ μὲ προύχοντες τῆς πόλης. Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁδηγεῖται στὴν Ἀμάσεια, ὅπου καταδικάζεται σὲ θάνατο καὶ κλείνει στὶς φυλακὲς Σούγια τῆς Ἀμασείας, ποὺ ἔχουν μετατραπεῖ σὲ τόπο κολάσεως ἀπὸ τὶς ὀδύνες καὶ τὸν πόνο τῶν βασανιστηρίων, ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐθύμιος ὑποκύπτει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν πληγῶν του τὸ 1921 καὶ λαμβάνει τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Τὸ 1992 ὁ Εὐθύμιος κατατάσσεται στὴ χορεία τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τὸ 1998 ἀνοικοδομεῖται παρεκκλήσιο πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου στὴ μονὴ Λειμῶνος, στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μηθύμνης.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.






Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας
Image
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 11 Ἰουνίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἡ Ἐγγύηση τῶν Ἁμαρτωλῶν»
Image
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας «Ἡ τῶν Ἁμαρτωλῶν Ἐγγύησις» βρισκόταν παλαιότερα στὴ μονὴ τοῦ Ὀρντίσκ τῆς ἐπαρχίας Ὀρλώφ, ὅπου καὶ ἔγινε ὀνομαστὴ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε. Ἕνα ἀντίγραφο αὐτῆς τῆς ἱερᾶς εἰκόνος φυλασσόταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Χαμώνβικ τῆς Μόσχας. Ἡ εἰκόνα κάθε βράδυ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ θεϊκὸ φῶς. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ εἶχε χαραχθεῖ στὴν εἰκόνα: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἐγγύηση τῶν ἁμαρτωλῶν πρὸς τὸν Υἱό».Ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἑορτάζει, ἐπίσης, στὶς 7 Μαρτίου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed May 28, 2014 11:40 am

30 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκιος ὁ Ὁμολογητής
Image
Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἀρειανοῦ αὐτοκράτορος Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.). Μοναχὸς στὴν πατρίδα του, μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ κάποια ἀπὸ τὶς μονὲς αὐτῆς. Διακρινόταν γιὰ τὴ φλογερὴ πίστη καὶ τὴ μαχητικότητά του ἐναντίον καθενὸς ποὺ ἐπιβουλευόταν αὐτήν, ἰδιαίτερα δὲ κατὰ τῶν ἐπικρατούντων αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Μιλώντας πρὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ τὰ πλήθη, δὲν δίσταζε νὰ ἐλέγχει καὶ αὐτὸν τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὶς ὑπὲρ τῶν αἱρετικῶν ἀπροκάλυπτες ἐνέργειές του. Τὸ 378 μ.Χ. συνάντησε τὸν Οὐάλεντα, ἐνῶ ἀναχωροῦσε γιὰ τὴν ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Γότθων ποὺ εἰσέβαλαν στὸ Βυζάντιο, καὶ τοῦ εἶπε: «Ἀπόδος ταῖς ποίμναις τοὺς ἀρίστους νομέας καὶ λήψει τὴν νίκην ἀπονητί· εἰ δὲ τούτων μηδὲν δεδρακὼς παρατάξαιο, μαθήσει τῇ πείρᾳ, πῶς σκληρὸν τὸ πρὸς κέντρα λακτίζειν, οὕτω γὰρ ἐπανήξεις καὶ προσαπολέσεις τὴν στρατιάν». Τοῦ ζήτησε δηλαδή, ἐάν ἤθελε νὰ ἐπιστρέψει νικητής, νὰ ἐπαναφέρει ἀπὸ τὴν ἐξορία τοὺς Ἐπισκόπους καὶ νὰ τοὺς ἀποδώσει τὸ ποίμνιό τους, εἰδάλλως θὰ καταστρεφόταν καὶ αὐτὸς καὶ τὸ στράτευμά του. Ὁ Οὐάλης, ὄχι μόνο ἐκώφευσε στοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ Ἰσαακίου, ἀλλὰ ἀπείλησε αὐτὸν ὅτι, ὅταν θὰ ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν ἐκστρατεία, θὰ τὸν θανάτωνε. Ὁ Ἰσαάκιος μὲ δάκρυα στοὺς ὀφθαλμοὺς προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει τὸν αὐτοκράτορα στὴν εὐθεία ὁδό, παρακαλώντας αὐτὸν νὰ ἀνοίξει τὶς ἐκκλησίες τῶν Ὀρθοδόξων, τὶς ὁποῖες εἶχε κλείσει καὶ νὰ ἐπιστρέψει σὲ αὐτούς, ὅσες εἶχε παραδώσει στοὺς Ἀρειανούς, διαφορετικὰ θὰ ἡττᾶτο ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του καὶ θὰ καιγόταν ζωντανός. Ὀργισμένος τότε ὁ αὐτοκράτορας, διέταξε νὰ ρίξουν τὸν Ὅσιο Ἰσαάκιο σὲ παρακείμενη, γεμάτη ἀπὸ ἀγκάθια, φάραγγα. Ἐξερχόμενος, ὅμως, σῶος ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη, προσέτρεξε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα καὶ ἀφοῦ συγκράτησε τὸ ἄλογο αὐτοῦ ἀπὸ τὰ χαλινάρια, τὸν ἐξόρκιζε νὰ σωφρονισθεῖ πρὸς χάριν τῆς σωτηρίας αὐτοῦ καὶ τοῦ στρατεύματός του. Τότε ὁ Οὐάλης διέταξε τοὺς στρατιῶτες Σατορνίνο καὶ Βίκτορα νὰ συλλάβουν τὸν Ὅσιο Ἰσαάκιο καὶ νὰ τὸν κρατήσουν δέσμιο, μέχρι τῆς ἐπιστροφῆς του, ὁπότε θὰ τὸν θανάτωνε.

Στὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 378 μ.Χ., διεξήχθη γύρω ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη σφοδρὴ μάχη, κατὰ τὴν ὁποία ὁ αὐτοκρατορικὸς στρατὸς κατετροπώθηκε, ἀφοῦ φονεύθηκαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄριστους στρατηγούς του. Ὁ Οὐάλης, καταφεύγοντας ἐντὸς ἀχυρῶνος, γιὰ νὰ σωθεῖ, κάηκε ζωντανός, μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιστράτηγό του. Ὅταν ἔγινε γνωστὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς περιέβαλαν τὸν Ὅσιο Ἰσαάκιο μὲ μεγαλύτερο σεβασμὸ καὶ ὑπόληψη καὶ προσέτρεχαν πρὸς αὐτόν, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του, ἀφοῦ δὲ συνέλεξαν χρήματα, οἰκοδόμησαν τὴ μονὴ Δαλμάτων. Ἐκεῖ προσῆλθαν καὶ ἄλλοι μοναχοὶ καὶ ὁ Ὅσιος διῆλθε τὸ βίο του ὡς ἡγούμενος αὐτῆς, ἔχοντας κερδίσει τὴν ἐκτίμηση τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου.
Ὡς ἡγούμενος παρευρέθηκε στὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 381 μ.Χ., συντελώντας τὰ μέγιστα στὴν ἐπιτυχία αὐτῆς. Προαισθανόμενος τὸ τέλος του, ἀφοῦ διόρισε διάδοχό του τὸν Ὅσιο Δαλμάτιο († 3 Αὐγούστου), κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γήρας τὸ 383 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τύπος πέφηνας, τῆς ἐγκρατείας, καὶ ἑδραίωμα, τῆς Ἐκκλησίας, Ἰσαάκιε Πατέρων ἀγλάϊσμα· ἐν ἀρεταῖς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Ὀρθοδοξίας τὸν λόγον ἐτράνωσας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαο ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιο. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῶν Ὁσίων ἀκριβέστατον ὑπόδειγμα

Καὶ εὐσεβείας πρακτικώτατον ἐκφάντορα

Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δούλοι σου θεοφόρε.

Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας καταγώγιον

Ναοὺς ἔργασθαι ἡμᾶς φωτὸς τοῦ Πνεύματος
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἰσαάκιε.

Μεγαλυνάριο.
Χαίροις Μοναζόντων ὑπογραμμός, καὶ Μονῆς Δαλμάτων, κυβερνήτης ὁ ἀπλανής· χαίροις χαρισμάτων, ταμεῖον θεοβρύτων, Ἰσαάκιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.






Ἡ Ὁσία Ἐμμελεία
Ἡ Ὁσία Ἐμμελεία καταγόταν ἀπὸ εὐσεβὴ οἰκογένεια τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας αὐτῆς ἀναδείχθηκε σὲ Μάρτυρα κατὰ τοὺς τελευταίους διωγμούς. Ὁ βίος τῆς Ἁγίας εἶναι ἡ ἀγαθὴ ρίζα ἀπὸ τὴν ὁποία βλάστησαν γλυκύτατη καρποί, τὰ παιδιά της, τὰ ὁποία ἀνεδείχθησαν ἐξέχοντα μέλη τῆς κοινωνίας καὶ τὰ περισσότερα Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Πέτρος Σεβαστείας, ἡ Μακρίνα καὶ ὁ Ναυκράτιος. Ἀπὸ ἁγία ρίζα προῆλθαν ἁγιασμένοι βλαστοί, δηλαδὴ ἀπὸ ἁγίους γονεῖς προῆλθαν εὐλογημένα καὶ ἅγια τέκνα.

Ἡ Ὁσία Ἐμμελεία δοκίμασε στὴ ζωή της, ὅπως συμβαίνει συνήθως μὲ τοὺς ἐκλεκτούς, πολλὲς θλίψεις. Ὁ θάνατος τῶν γονέων της, πρὶν ἀκόμα νυμφευθεῖ, ὁ θάνατος τοῦ συζύγου της, μόλις γεννήθηκε ὁ υἱός τους Πέτρος καὶ ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ υἱοῦ της Ναυκρατίου, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ ἀναθρέψει μόνη της μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου, ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ μετά, τὰ τέκνα της, ἦταν μερικὲς ἀπὸ αὐτές. Τὶς ἀντιμετώπισε ὅμως μὲ ὑποδειγματικὴ πίστη, ἀνδρεία καὶ ὑπομονή. Δίδασκε τὰ παιδιά της κυρίως μὲ τὸ παράδειγμά της. Τοὺς ἔδωσε, μαζὶ μὲ τὸ δικό της γάλα, τὸ ἀνόθευτο γάλα τῆς πίστεως καὶ τοὺς δίδαξε τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Τελείωσε τὴ ζωή της ὡς μοναχὴ μὲ ἡγουμένη τὴ θυγατέρα της Ὁσία Μακρίνα.







Οἱ Ἅγιοι Ἀφροδίσιος, Ἀγάπιος, Εὐσέβιος, Ρωμανός, Τελέτιος, Χαράλαμπος καὶ Χριστίνα οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀφροδίσιος, Ἀγάπιος, Εὐσέβιος, Ρωμανός, Τελέτιος ἢ Μελέτιος, Χαράλαμπος καὶ Χριστίνα, μαρτύρησαν στὴ Νικομήδεια, ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν στὴν πυρά. Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας Εὐφημίας «ἐν τοῖς Πετρίοις».






Ὁ Ἅγιος Εὔπλος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὔπλος μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν τύλιξαν μέσα σὲ δέρμα βοδιοῦ καὶ τὸν άφησαν ἐκτεθειμένο στὸν ἥλιο.







Ὁ Ἅγιος Εὐτυχὴς ὁ Ἱερομάρτυρας
Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Εὐτυχοῦς, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 24 Αὐγούστου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Ὁ Ἅγιος Νατάλιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νατάλιος μαρτύρησε διὰ ξίφους.






Οἱ Ἅγιοι Ρωμανός καὶ Τελέτιος οἱ Μάρτυρες καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἐν Νικομηδείᾳ Καέντων
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ρωμανὸς καὶ Τελέτιος μαρτύρησαν στὴ Νικομήδεια διὰ ξίφους, μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς, οἱ ὁποίοι κάηκαν.







Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς ὁ ἐξ Ἀντιοχείας
Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Βαρλαὰμ ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βαρλαὰμ μαρτύρησε στὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας. Δεν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ὅσιος Βενάνδιος
Ὁ Ὅσιος Βενάνδιος γεννήθηκε στὴ Γαλλία καὶ ἔζησε τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ. Συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Καρπάσιο († 1 Ἰουνίου) καὶ τὸν Ἅγιο Ὀνωράτο († 16 Ἰανουαρίου) καὶ μαζὶ ξεκίνησαν προσκυνηματικὸ ταξίδι στὰ μοναστήρια τῆς Ἀνατολῆς.Ὁ Ὅσιος Βενάνδιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν Ἑλλάδα.







Οἱ Ὅσιοι Ἡσαΐας καὶ Νικάνωρ ἐκ Ρωσίας
Οἱ Ὅσιοι Ἡσαΐας καὶ Νικάνωρ τῆς Σίγια ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο καὶ 17ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.







Ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Εὐφημίας ἐν Δεξιοκρατιαναῖς
Ἡ ἑορτὴ ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 καὶ πρόκειται μᾶλλον περὶ ἐγκαινίων ναοῦ πλησίον τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed May 28, 2014 11:42 am

31 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Ἅγιος Ἑρμείας ὁ Μάρτυρας
Image
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἑρμείας καταγόταν ἀπὸ τὰ Κόμανα τῆς Καππαδοκίας καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου τοῦ Ἀντωνίνου (138 – 161 μ.Χ.). Ὑπηρετώντας ὡς στρατιώτης στὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες, κατὰ τὸ διωγμὸ ποὺ κινήθηκε τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, διεβλήθη καὶ αὐτὸς ὡς Χριστιανός, συνελήφθη δὲ καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ δούκα Σεβαστιανοῦ, ἐξαναγκαζόμενος νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἑρμείας ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ συνέτριψαν τὶς σιαγόνες, τοῦ ἔγδαραν τὸ δέρμα τοῦ προσώπου, τοῦ ἔσπασαν τοὺς ὀδόντες καὶ τὸν ἔριξαν σὲ ἀναμμένο καμίνι.
Ἀφοῦ ἐξῆλθε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὰ μαρτύρια αὐτά, ποτίστηκε μὲ ἰσχυρότατο δηλητήριο. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ δοκιμασία αὐτὴ ἐξῆλθε ἀβλαβής, καὶ ἔγινε πρόξενος μεταστροφῆς πρὸς τὸν Χριστὸ τοῦ μάγου ποὺ τοῦ χορήγησε αὐτό. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ μάγος ἀποκεφαλίσθηκε, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι εἰδωλολάτρες. Ὑποβλήθηκε σὲ σειρὰ νέων βασανιστηρίων, τέθηκε ἐντὸς ζέοντος ἐλαίου καὶ τυφλώθηκε, στὴ συνέχεια δὲ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες, ἀφοῦ κρεμάσθηκε σὲ δένδρο, τελειώθηκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ. Ἀξιώθηκε ἔτσι τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ στρατευσάμενος, τῷ Βασιλεῖ τοῦ παντός, γενναίως διέκοψας, τὰς παρατάξεις ἐχθρῶν, Ἑρμεία πανένδοξε· σὺ γὰρ ἐγκαρτερήσας, πολυτρόποις αἰκίαις, ἤθλησας ἐν τῷ γήρᾳ, ὡς τοῦ Λόγου ὁπλίτης· ᾧ πρέσβευε Ἀθλοφόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ὁμολογήσας εὐτόνως, καὶ σφοδρῶν κολάσεων, ὑπενεγκὼν τὰς ὀδύνας, ᾔσχυνας, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας· ἔδειξας, τῆς εὐσεβείας πᾶσι τὸ κράτος· διὰ τοῦτό σε Ἑρμεία, ὁ Ἀθλοθέτης Λόγος ἐδόξασε.

Μεγαλυνάριον.
Ὅπλοις ἀληθείας περιφραχθείς, κάθεῖλες τοῦ ψεύδους, Ἀθλοφόρε τὸν εὑρετήν, ἐν γήρᾳ νεάζον, ψυχῆς φρόνημα φέρων, καὶ ἤθλησας νομίμως, Ἑρμεία ἔνδοξε.






Ἡ Ἁγία Πετρονίλα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Πετρονίλα ἔζησε τὸν 1ο ἢ 3ο αἰώνα μ.Χ. Στὸ κοιμητήριο τῆς Δομιτίλλης, στὴ Ρώμη, ὑπάρχει μία νωπογραφία, ἡ ὁποία χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ., καὶ στὴν ὁποία ἀπεικονίζεται τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας Πετρονίλης.

Ἡ Ἁγία καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια, ἦταν Χριστιανὴ καὶ ἀρνήθηκε νὰ νυμφευθεῖ ἕναν εὐγενή, ὀνομαζόμενο Φλάσσο, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ἀφιερωθεῖ στὸ Νυμφίο της Χριστό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη καὶ τελειώθηκε μαρτυρικά.
Ἡ παράδοση θεωρεῖ, λόγῳ τοῦ ὀνόματός της, ὅτι ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἢ ἀφοσιωμένη μαθήτρια τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ τὸν βοηθούσε στὸ ἔργο του. Ὅμως ἡ παράδοση αὐτὴ ἀναφέρεται σὲ διάφορα βιβλία τῶν Γνωστικῶν τοῦ 6ου αἰώνος μ.Χ. καὶ οἱ περισσότεροι μελετητὲς - ἁγιολόγοι δὲν ἀποδέχονται τὴν ἄποψη αὐτή.







Ὁ Ἅγιος Κρήσκης ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κρήσκης καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Σάρραρι τῆς Σαρδηνίας καὶ μαρτύρησε τὸ 130 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.).







Οἱ Ἅγιοι Εὐσέβιος καὶ Χαράλαμπος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Εὐσέβιος καὶ Χαράλαμπος κατάγονταν ἀπὸ τὴ Νικομήδεια καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε μαρτύρησαν. Ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοὶ συνελήφθησαν καί, ἀρνούμενοι νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ὑπέστησαν μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες Ρωμανό, Τελέτιο ἢ Μελέτιο καὶ Χριστίνα († 30 Μαΐου), τὸν ἐπὶ τῆς πυρᾶς μαρτυρικὸ θάνατο.







Ὁ Ἅγιος Μάγος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς Μάρτυς, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν γνωρίζουμε, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε στὸν Ἅγιο Μάρτυρα Ἑρμεία τὸ ἰσχυρὸ δηλητήριο, ἀλλὰ βλέποντας τὴν ἀληθινὴ δύναμη τῆς πίστεως στὸν Χριστό, ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε Χριστιανός. Τελειώθηκε μαρτυρικὰ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.







Οἱ Ἅγιοι πέντε Μάρτυρες ἐν Ἀσκαλώνι
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ πέντε Μάρτυρες τελειώθηκαν μαρτυρικά, ἀφοῦ τοὺς ἔσυραν κατὰ γῆς μέχρι θανάτου.






Οἱ Ἅγιοι Κάνδιος, Κανδιανός, Κανδιανέλλη καὶ Πρῶτος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κάνδιος, Κανδιανός καὶ Κανδιανέλλη κατάγονταν ἀπὸ ἐπιφανὴ Ρωμαϊκὴ οἰκογένεια καὶ ἦσαν ἀδέλφια. Διδάσκαλος καὶ πνευματικὸς καθοδηγητής τους ἦταν ὁ Ἅγιος Πρῶτος. Ὅταν ἄρχισε, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, πούλησαν τὰ ὑπάρχοντά τους, μοίρασαν τὰ χρήματα στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν πόλη. Ὅμως συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Δουλκιδίου. Ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό, ἀποκεφαλίσθηκαν τὸ 304 μ.Χ.
Ἕνας εὐλαβὴς ἱερέας, ὁ Ζωΐλος, περισυνέλεξε τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν καὶ τὰ ἐνταφίασε μὲ εὐλάβεια.







Ὁ Ἅγιος Λουπικίνος Ἐπίσκοπος Βερόνας
Ὁ Ἅγιος Λουπικίνος ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Βερόνας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Πασχάσιος
Ὁ Ἅγιος Πασχάσιος ἔζησε τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Συνέγραψε πολλὰ θεολογικὰ ἔργα, τὰ ὁποία ὅμως δὲν διασώθηκαν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 512 μ.Χ. καὶ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο, Ἐπίσκοπο Ρώμης († 12 Μαρτίου).







Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Βυζαντινὸν Ἑορτολόγιον. Κατ’ αὐτό, ὁ Ἅγιος ἦταν πρωτοπρεσβύτερος τοῦ παλατιοῦ καὶ ἀνῆλθε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸ 1019 καὶ διαδέχθηκε τὸν θανόντα Πατριάρχη Σέργιο Β’ (999 – 1019). Ἀφοῦ ποίμανε τὴν Ἐκκλησία θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ Νοέμβριο ἢ Δεκέμβριο τοῦ 1025.






Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος Μητροπολίτης Τομπόλσκ

Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος γεννήθηκε τὸ 1650 ἀπὸ εὐγενὴ καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια τῆς Οὐκρανίας. Τελείωσε τὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καὶ νυμφεύθηκε. Λίγο ἀργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ γιὰ μερικὰ χρόνια διακόνησε ὡς ἐφημέριος. Ἡ πρεσβυτέρα πέθανε νωρὶς καὶ ὁ Ἅγιος ἔγινε μοναχὸς στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὸν ἀσκητικό του βίο, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία.

Κατὰ τὰ ἔτη 1701 – 1702, διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Ζβὲν στὴν ἐπαρχία Ὀρλώφ. Τὸ 1702 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καὶ τοποθετήθηκε στὴν ἐπαρχία Σιβηρίας καὶ Τομπόλσκ. Ἡ ἐπαρχία του ἐκτεινόταν ἀπὸ τὴν Ἀρκτικὴ μέχρι τὸν Εἰρηνικὸ ὠκεανὸ καὶ ἀπὸ τὰ Οὐράλια ὄρη μέχρι τὴν Κίνα καὶ ἡ κύρια δραστηριότητά του ἦταν ἡ ἱεραποστολή. Μέσα σὲ εἴκοσι πέντε χρόνια περιόδευσε ἱεραποστολικὰ τὴ Σιβηρία, τὴν Καμτσάτκα, τὴ Μογγολία καὶ τὴ βόρεια Κίνα. Πολλὲς φορὲς δέχθηκε ἐπιθέσεις ἀπὸ εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ παρὰ τὶς πολλὲς δοκιμασίες ποτὲ δὲν κατέφυγε στὴ βία κατὰ τὴν ἐξάσκηση τοῦ ἱεραποστολικοῦ του ἔργου. Κατάφερε ἔτσι νὰ βαπτίσει περὶ τοὺς σαράντα χιλιάδες εἰδωλολάτρες.

Ὁ Ἅγιος φρόντισε γιὰ τὴ μείωση τῶν φόρων τῶν νεοβαπτιζομένων καὶ τὴν ἀνέγερση νέων ἐκκλησιῶν. Ἔτσι αὔξησε τὶς ἐνορίες τῆς Σιβηρίας ἀπὸ ἑκατὸν ἑξήντα σὲ τετρακόσιες σαράντα ὀκτώ.

Παράλληλα σὲ κάθε ἱεραποστολικὸ κλιμάκιο ἔκτισε ἐκκλησιαστικὲς σχολὲς γιὰ τὰ παιδιὰ τῶν ἰθαγενῶν, δίδοντας ἔτσι ἰδιαίτερη σημασία στὴν παιδεία καὶ τὴ μόρφωση. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ζήτησε καὶ τὴ βοήθεια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κιέβου διὰ τῆς ἀποστολῆς μορφωμένων ἱεραποστόλων μοναχῶν καὶ βιβλίων.

Τὸ 1709 ὁ Ἅγιος ἀσθένησε καὶ ἔλαβε τὸ μεγάλο σχῆμα, ὀνομαζόμενος Θεόδωρος, στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Τιοῦμεν, ἀλλὰ ἡ παραίτησή του ἔγινε ἀποδεκτὴ τὸ 1711, ὅταν στὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα τοῦ Τομπόλσκ ἐξελέγη ὡς διάδοχός του ὁ Ἰωάννης. Τὸ 1712 ἄρχισε ἐκ νέου τὴν ἱεραποστολική του δραστηριότητα κηρύσσοντας τὸ Εὐαγγέλιο στὶς περιοχὲς τῶν ποταμῶν τοῦ Μπερέζο.

Ὅταν κοιμήθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Ἰωάννης, τὸ 1715, ὁ Ἅγιος Φιλόθεος ἐπανεξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Τομπόλσκ, ὅπου καὶ παρέμεινε μέχρι τὸ 1720. Στὴ συνέχεια παραιτήθηκε, ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι, ὅπου συνέχισε τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο καὶ δίδασκε γραφὴ καὶ ἀνάγνωση στὰ παιδιὰ τῶν νεοβαπτισθέντων.

Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1727 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονή του.

Τὸ 1984 καθιερώθηκε ἡ ἑορτὴ τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀναφέρεται καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Φιλοθέου.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 10 Ἰουνίου.






Ὁ Ἅγιος Φιλόσοφος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Βόρις καὶ Νικόλαος οἱ Μάρτυρες
Image
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλόσοφος (Νικολάγιεβιτς Ὀρνάτσκϊυ) ἔζησε τὸ 19ο καὶ 20ο αἰώνα μ.Χ. Τὸ 1885 τελείωσε τὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ νυμφεύθηκε τὴν Ἑλένη Ζαοζέρκοϋ. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἐργάσθηκε ποιμαντικὰ ἀναπτύσσοντας ἕνα τεράστιο φιλανθρωπικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο. Συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν Πατριάρχη Τύχωνα καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου στάθηκε στὸ πλευρὸ τῶν τραυματισμένων στρατιωτῶν καὶ τῶν οἰκογενειῶν τους. Ὁ υἱός του Νικόλαος ὑπηρετοῦσε μὲ ἀνώτερο βαθμὸ στὸ 9ο τάγμα τοῦ Ρωσικοῦ καὶ ὁ υἱός του Βόρις εἶχε διορισθεῖ ὡς ἀρχηγὸς τῆς 23ης ταξιαρχίας πυροβολικοῦ καὶ πολέμησε ἡρωικὰ στὸ αὐστρο-οὑγγρικὸ μέτωπο.
Μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1917, ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλόσοφος συνελήφθη, στὶς 9 Αὐγούστου 1918, μαζὶ μὲ τοὺς υἱούς του ἀπὸ ἄνδρες τῆς κρατικῆς ἀσφάλειας, ποὺ τοὺς μετέφεραν στὶς φυλακὲς τῆς Κροστάνδης. Ἐκτελέσθηκαν διὰ τουφεκισμοῦ, δίδοντας ἔτσι τὴ μαρτυρία τῆς πίστεώς τους στὸν Κύριο καὶ Θεό μας.






Ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἱερόθεος ὁ Νέος, Ἐπίσκοπος Νικόλσκ, γεννήθηκε περὶ τὸ 1891. Ἔφθασε, ὡς Ἐπίσκοπος, στὸ Νικόλσκ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τοῦ 1923. Ἐκεῖ διακόνησε τὴν Ἐκκλησία μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση. Τὸ 1927 μετετέθη στὴν Ἐπισκοπὴ Βελίκϋ Οὔστιουνγκ, κοντὰ στὴν περιοχὴ Βολογκντά. Αὐτὴ τὴν περίοδο ἀρνήθηκε νὰ ὑπογράψει δήλωση τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου περὶ ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴν κρατικὴ ἐξουσία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἱ ἄνδρες τῆς μυστικῆς ἀσφαλείας, κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶτος, τὸν κάλεσαν γιὰ ἀνάκριση ἀρκετὲς φορές. Τελικὰ τὸν συνέλαβαν, ἐνῶ εἶχε πάει νὰ λειτουργήσει σὲ κωμόπολη τῆς ἐπαρχίας του. Οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιγαν καὶ φώναζαν, γιατὶ ἔνιωθαν ὅτι ἔχαναν τὸν πνευματικό τους πατέρα.
Τὸ ἀτμόπλοιο ἔφθασε σύντομα στὴν πόλη Οὔστγιουγκ. Ἐπειδὴ ἦταν ἀσθενής, τὸν ὁδήγησαν στὸ νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος κοιμήθηκε ὁσίως τὸ 1928. Ἀλλὰ ἡ μνήμη του δὲν ἐξαφανίσθηκε. Ἔγινε τὸ ἁλάτι τῆς εὐσέβειας καὶ ἐλπίδας τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed May 28, 2014 11:48 am

1 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Μάρτυρας ὁ Φιλόσοφος
Image
Ὁ «θαυμασιώτατος» Ἰουστίνος, κατὰ τὸν μαθητή του Τατιανό, ἐγεννήθηκε στὴ Φλαβία Νεάπολη τῆς Παλαιστίνης, στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ., ἀπὸ γονεῖς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες, τὸν Πρίσκο Βάκχιο, καὶ μητέρα, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα ἀγνοοῦμε. Ὁ Μεθόδιος Ὀλύμπου τὸν μνημονεύει ὡς ἄνδρα μὴ ἀπέχοντα πολὺ τῶν Ἀποστόλων οὔτε κατὰ τὸ χρόνο οὔτε κατὰ τὴν ἀρετή. Πράγματι δὲ ὁ χρόνος γεννήσεώς του δύναται νὰ τοποθετηθεῖ περὶ τὸ 110 μ.Χ., ἐφ’ ὅσον τὸ 135 μ.Χ., κατὰ τὴ συζήτηση πρὸς τὸν Τρύφωνα, παρουσιάζεται νὰ ἔχει περατώσει ἤδη τὶς φιλοσοφικές του σπουδὲς καὶ πρὸς τὸ τέλος τους νὰ ἔχει προσελκυσθεῖ στὴ Χριστιανικὴ πίστη.

Προικισμένος μὲ ἐξαιρετικὴ πνευματικὴ ἀνησυχία καὶ φιλομάθεια, ὁ νεαρὸς Ἰουστίνος ἀσχολήθηκε καὶ ἐμβάθυνε στὶς δοξασίες τῶν Στωικῶν, τῶν Ἐπικουρείων, τῶν Περιπατητικῶν, τῶν Πυθαγορείων καὶ τῶν Πλατωνικῶν φιλοσόφων. Μὲ ἀκόρεστη ἐπιθυμία, ἤθελε νὰ γνωρίσει ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ εὕρει τὴν πραγματικὴ ἱκανοποίηση. Τότε ὁ Θεός, μὲ θαυμαστὴ ἐπέμβαση, τὸν ὁδήγησε στὶς πηγὲς τῆς ἀλήθειας, στὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή, τὸ 135 μ.Χ.

Καθὼς διηγεῖται ὁ ἴδιος, ὁ Θεὸς τὸν ἐφώτισε μὲ κάποιο Χριστιανὸ πρεσβύτη, «πρᾶον καὶ σεμνὸν τὸ ἦθος». Ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος γέροντας τοῦ ἀποκάλυψε πόσο πτωχὲς ἦταν οἱ θεωρίες τῶν ἀνθρώπων μπροστὰ στὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, τὴν ὁποία διδάσκει ὁ Θεός.

Ὁ Ἰουστίνος ἀποφασίζει νὰ μελετήσει τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ νὰ ἐμβαθύνει στὸ θεῖο λόγο. Χωρὶς νὰ πάψει νὰ φιλοσοφεῖ καὶ νὰ φορεῖ φθαρμένο χιτώνα, τὸν τρίβωνα, ποὺ ἐφοροῦσαν οἱ φιλόσοφοι, καταλάμπεται ἀπὸ τὴ Χριστιανικὴ πίστη, «τὴν μόνην φιλοσοφίαν τὴν ἀληθῆ καὶ ἀσύμφορον», στὴν ὁποία ἀποφασίζει νὰ διαθέσει πλέον τὴν ὑπόλοιπη ζωή του.

Ὁ Ἰουστίνος ἁρματωμένος μὲ τὰ ὅπλα τὰ πνευματικά, ἀποφασίζει νὰ στήσει στὴ Ρώμη τὸ πνευματικό του στρατηγεῖο. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐξαπλώνει σφοδρὲς ἐπιθέσεις κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως. Στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῶν διωγμῶν, οἱ κατατρεγμένοι Χριστιανοὶ τῆς Ρώμης εὑρίσκουν στὸ πρόσωπό του τὸν ἔνθερμο ἀπολογητὴ καὶ ἀκούραστο ὑποστηρικτή. Ὁ Ἰουστίνος ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητη φαρέτρα του ἀντλεῖ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποστομώνει τοὺς φιλοσόφους, ποὺ διέβαλαν τὸν Χριστιανισμό. Τοὺς ἐλέγχει, γιατὶ κατηγοροῦν τὸν Χριστιανισμὸ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζουν.

Σημαντικότατο εἶναι καὶ τὸ ἔργο του «Διάλογος πρὸς Τρύφωνα», τὸ ὁποῖο περιέχει τὴ διήμερη θεολογικὴ συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἰουδαῖο Τρύφωνα, ὁ ὁποῖος εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη λόγῳ τοῦ πολέμου (132 – 135 μ.Χ.) καὶ ἦταν ἐπισκέπτης στὴν πόλη ὅπου ἐσπούδαζε ὁ Ἰουστίνος. Ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ φιλοσοφικὸ ἔνδυμα τοῦ νεαροῦ Ἰουστίνου κρυβόταν ἕνας Χριστιανός, τὸν εἰρωνεύθηκε. Ἐπακολούθησε διήμερη συζήτηση, τῆς ὁποίας τὸ ὑποτιθέμενο περιεχόμενο περιελήφθηκε στὸ ἔργο «Διάλογος πρὸς Τρύφωνα». Δεδομένου ὅτι ὁ Τρύφων εἶχε ἀποφύγει «τὸ νῦν γενόμενον πόλεμον», ἡ συζήτηση πρέπει νὰ ἔγινε τὸ 136 μ.Χ.

Δὲν ἄργησαν ὅμως νὰ φανοῦν οἱ ἐναντίον τοῦ Ἁγίου ἀντιδράσεις. Οἱ φιλόσοφοι, ποὺ ἔχαναν συνεχῶς ἔδαφος καὶ οἱ ἄλλοι ἐχθροί του, τὸν διέβαλαν στὸν αὐτοκράτορα Μάρκο Αὐρήλιο (161 – 180 μ.Χ.). Ὁ Μάρτυς Ἰουστίνος ἐκφράζει τὴν ὑποψία ὅτι ἐπρόκειτο νὰ καταδοθεῖ στὶς πολιτικὲς ἀρχὲς ἀπὸ τὸν κυνικὸ φιλόσοφο καὶ μεγαλορρήμονα Κρήσκεντα, ὁ ὁποῖος ἐφθονοῦσε τὴν αὔξηση τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστιανοῦ διδασκάλου καὶ διέβλεπε κίνδυνο ἀπορροφήσεως τῶν μαθητῶν του ὑπὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Φαίνεται ὅτι, μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Πτολεμαίου, μαθητοῦ του πιθανῶς, περὶ τὸ 160 μ.Χ., ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴ Ρώμη ἀπὸ φόβο γιὰ τὴ σύλληψή του καὶ ὅτι ἐπέστρεψε ἐκεῖ ἀργότερα, ἀφοῦ ἤδη εἶχε κοπάσει ὁ θόρυβος, διότι κατὰ τὴν ἀνάκρισή του πρὸ τοῦ μαρτυρίου ἐδήλωσε ὅτι διέμεινε κατὰ δύο περιόδους στὴ Ρώμη. Ἀλλ’ ὁ Ἰουστίνος ἀποφασίζει νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὴ διωκόμενη πίστη στὸν αὐτοκράτορα καὶ τὴ Ρωμαϊκὴ σύγκλητο. Οἱ δύο του Ἀπολογίες ἀποτελοῦν πραγματικὰ διαμάντια τῆς Χριστιανικῆς Ἀπολογητικῆς.

Στὴν πρώτη Ἀπολογία του, τὴν ὁποία ἀπευθύνει στὸν αὐτοκράτορα Ἀντωνίνο, τὰ παιδιά του καὶ τὴ Ρωμαϊκὴ σύγκλητο, κάνει γνωστὸ τὸ τί πιστεύουν οἱ Χριστιανοί, ἀνασκευάζει τὶς ἐναντίον του κατηγορίες τῶν Ἐθνικῶν, περιγράφει τὸν τρόπο τῆς Χριστιανικῆς λατρείας καὶ προσπαθεῖ μὲ νηφαλιότητα, εὐγένεια καὶ χωρὶς ρητορικὰ σχήματα νὰ τοὺς πείσει νὰ σταματήσουν τοὺς διωγμούς. Ὁ ἱερὸς ἀπολογητής, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἐβίωνε πλήρως τὴν ἐκκλησιαστικὴ λειτουργικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή, ἰδίως στὰ τελευταῖα κεφάλαια τῆς πρώτης Ἀπολογίας του, ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ καθαρῶς ἀπολογητικὰ πλαίσια καὶ ὅρια καὶ μεταβάλλεται σὲ ἄριστο μυσταγωγὸ καὶ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρωτοπόρους σκαπανεῖς τῆς ἱστορίας τῆς θεολογίας τῆς Χριστιανικῆς λατρείας. Ὁ ἱερὸς Ἰουστίνος τόσο στὴ μνημονευθεῖσα Ἀπολογία του, ὅσο καὶ περιστατικὰ σὲ μερικὰ σημεῖα τοῦ λοιποῦ συγγραφικοῦ του ἔργου παρέχει ἀνεκτίμητες πληροφορίες περὶ τῆς Χριστιανικῆς λατρείας τῆς ἐποχῆς του, προβάλλοντας τὸν ἑορτασμὸ τῆς Κυριακῆς, ὡς καὶ τὴν τελεσιουργία καὶ συνοπτικὴ θεολογία τῶν ἱερῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

Ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς θεωρεῖται ὡς πρώτη ἡμέρα τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ κτίσεως. Ἡ Θεία Λειτουργία γίνεται ἡ ἐμψυχοῦσα τὴν διακονία ἐντελέχεια, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴ διάρκεια τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως «οἱ εὐποροῦντες... καὶ βουλόμενοι κατὰ προαίρεσιν ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ ὃ βούλεται δίδωσι, καὶ τὸ συλλεγόμενον παρὰ τῷ προεστῶτι ἀποτίθεται, καὶ αὐτὸς ἐπικουρεῖ ὀρφανοῖς τε καὶ χήραις, καὶ τοῖς διὰ νόσον ἢ δι’ ἄλλην αἰτίαν λειπομένοις, καὶ τοῖς ἐν δεσμοῖς οὖσι, καὶ τοῖς παρεπιδήμοις οὖσι ξένοις, καὶ ἁπλῶς πᾶσι τοῖς ἐν χρείᾳ οὖσι κηδεμὼν γίνεται».

Ὅσον ἀφορᾶ στὸ Βάπτισμα, ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος πληροφορεῖ ὅτι «τοῦ ὑπὲρ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ἀναγέννησιν λουτροῦ» προηγεῖται κατήχηση. Ὡσαύτως τοῦ Βαπτίσματος προηγοῦντο προσευχὴ καὶ νηστεία τόσο τῶν βαπτιζομένων, ὅσο καὶ τῶν λοιπῶν πιστῶν.

Στὴ δεύτερη Ἀπολογία του, τὴν ὁποία ἀπευθύνει στὴ Ρωμαϊκὴ σύγκλητο, ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ διώκονται, ἐπειδὴ πιστεύουν στὴν ἀλήθεια καὶ ζοῦν ἐνάρετη ζωὴ καὶ ὄχι γιὰ κάτι ἀξιόποινο.

Ὅμως οἱ Ἀπολογίες τοῦ Μάρτυρος Ἰουστίνου δὲν μετέτρεψαν τοὺς εἰδωλολάτρες, καθ’ ὅσον ἐπὶ ἐπάρχου Ρώμης τοῦ Ἰουνίου Ρουστικοῦ (162 – 167 μ.Χ.), ἄλλοτε παιδαγωγοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου, πιθανῶς τὸ 165 μ.Χ., ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ ὁμάδα μαθητῶν του.

Στὸ κοιμητήριο τῆς Πρισκίλλης εὑρέθηκε λίθος ἐνεπίγραφος ποὺ ἔφερε τὰ γράμματα ΜΧΟΥΣΤΙΝΟΣ, δηλαδὴ Μάρτυς Ἰουστίνος, ὁ ὁποῖος ἴσως ἐκάλυπτε τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου.
Ὄχι μικρὸς ἀριθμὸς ἄλλων ἔργων τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰουστίνου, μαρτυρουμένων ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο ἢ ἀπὸ μεταγενέστερους συγγραφεῖς, ἔχουν χαθεῖ. Τὰ ἔργα αὐτὰ εἶναι: «Σύνταγμα κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων», «Κατὰ Μαρκίωνος», «Περὶ ψυχῆς», «Πρὸς Ἔλληνας», «Ἔλεγχος πρὸς Ἕλληνας», «Περὶ μοναρχίας Θεοῦ», «Περὶ Ἀναστάσεως», «Ἑρμηνεία εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν», «Ψάλτης», «Πρὸς Σοφιστὴν Εὐφράσιον περὶ προνοίας καὶ πίστεως», «Διάλογος πρὸς Κρήσκεντα», «Πρὸς Ἰουδαίους».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Φιλοσοφίας ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμπων, θεογνωσίας ὑποφήτης ἐδείχθης, σοφῶς παραταξάμενος κατὰ τῶν δυσμενῶν· σὺ γὰρ ὡμολόγησας, ἀληθείας τὴν γνῶσιν, καὶ Μαρτύρων σύσκηνος, δι’ ἀθλήσεως ὤφθης· μεθ’ ὧν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ὦ Ἰουστῖνε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν ἀληθῆ, τῆς εὐσεβείας κήρυκα, καὶ εὐκλεῆ, τῶν μυστηρίων ῥήτορα, Ἰουστῖνον τὸν φιλόσοφον, μετ’ ἐγκωμίων εὐφημήσωμεν· δυνάμει γὰρ σοφίας τε καὶ χάριτος, τὸν λόγον κατετράνωσε τῆς πίστεως, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἄφεσιν.

Μεγαλυνάριον.
Χάριτι σοφίας καταυγασθείς, ὡς αὐτοσοφίαν, ἐθεράπευσας τὸν Χριστόν, ὑπὲρ οὗ ἐνδόξως, ἀθλήσας Ἰουστῖνε, σὺν τούτῳ εἰς αἰῶνας, δοξάζῃ ἔνδοξε.






Οἱ Ἅγιοι 318 Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Image
Ἡ ἕκτη κατὰ σειρὰ Κυριακὴ μετὰ τὸ Ἅγιο Πάσχα εἶναι ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας στὴν μνήμη τῶν 318 Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ συνῆλθε στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ. Ἡ σύνοδος συνῆλθε κατὰ πρόσκληση τοῦ Μέγα Κωνσταντίνου κατὰ τὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς βασιλείας του καὶ εἶχε διάρκεια 3,5 χρόνια. Διακριθεῖσες μορφὲς τῆς συνόδου ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Ἀλεξανδρείας, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Εὐστάθιος ὁ Ἀντιοχείας, ὁ Μακάριος ὁ Ἱεροσολύμων, ὁ Παφνούτιος, ὁ Σπυρίδων, ὁ Νικόλαος, κ.ἄ.



Η Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Ἀρειανισμό. Διατύπωσε τοὺς πρώτους ὅρους ὀρθοῦ Χριστιανικοῦ δόγματος καὶ ἰδιαίτερα τὰ περὶ τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς ὁμοούσιον τῷ Θεῷ Πατρί. Συνέταξε τὰ πρῶτα ἑπτὰ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.



Συνοπτικὴ παράθεση τῶν ἱερῶν Κανόνων



Κανὼν Α: Καταδικάζει τὴ συνήθεια τοῦ οἰκοιοθελοὺς εὐνουχισμοῦ καὶ ἀπαγορεύει τὴ χειροτονία εὐνουχισμένων, πλὴν ὅσων γιὰ ἰατρικοὺς λόγους ἢ λόγω βασανιστηρίων ἐξετμήθησαν.

Κανὼν Β: Ἀπαγορεύει τὴ χειροτονία ὡς κληρικῶν στὰ νέα μέλη (νεόφυτοι) τῆς ἐκκλησίας.

Κανὼν Γ: Καταδικάζει τὴν συνήθεια τῶν κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμῶν νὰ συζοῦν μὲ νεαρὲς γυναῖκες τὶς ὁποῖες δὲν εἶχαν παντρευτεῖ (συνείσακτοι).

Κανόνες Δ-Ε: Εἰσάγεται τὸ «μητροπολιτικὸ σύστημα», τὸ ὁποῖο ἴσχυε στὴν ὀργάνωση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, καὶ καθορίζουν τὴν ἁρμοδιότητα τῆς ἐπαρχιακῆς συνόδου στὴ χειροτονία τῶν ἐπισκόπων.

ΚανὼνΣΤ: Ἀναγνωρίζει κατ’ ἐξαίρεση τὸ ἀρχαῖο ἔθος τῆς συγκεντρωτικῆς δικαιοδοσίας τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ἀλεξανδρείας στὶς ἐκκλησίες τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης καὶ Πεντάπολης —ὅπως συνέβαινε καὶ μὲ τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης— ἐνῶ ἑξαιρεῖ τὴ Ρώμη καὶ τὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὸ γενικὸ μέτρο τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος.

Κανὼν Ζ: Ὁρίζεται ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Αἰλίας (δηλ. Ἱερουσαλήμ) νὰ εἶναι ὁ ἑπόμενος στὴ σειρὰ ἀπόδοση τιμῶν.

Κανὼν Η: Ὁρίζει τὸν τρόπο ἐπιστροφῆς στὴν ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου τῶν λεγόμενων «Καθαρῶν» (Μελιτιανὸ σχίσμα).

Κανὼν Θ: Ἀναφέρεται στὴν συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων τῶν ὁποίων δὲν ἐξετάστηκαν τὰ προσόντα ἢ οἱ ὁποῖοι δὲν παραμένουν ἄμεμπτοι.

Κανὼν Ι: Καταδικάζει τὴ χειροτονία πεπτωκότων.

Κανόνες ΙΑ-ΙΒ: Καθορίζεται ἡ μετάνοια τῶν πεπτωκότων, μὲ αὐστηρότερα κριτήρια.

Κανὼν ΙΓ: Δέχεται ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ παρασχεθεῖ Θεία Εὐχαριστία ἐπὶ τῆς ἐπιθανατίου κλίνης.

Κανὼν ΙΔ: Ὁρίζεται ἡ μετάνοια τῶν πεπτωκότων κατηχουμένων.

Κανόνες ΙΕ-ΙΣΤ: Καταδικάζεται ἡ ἐπιδίωξη κληρικῶν γιὰ μετάθεση σὲ ἄλλες ἐκκλησίες.

Κανὼν ΙΖ: Καταδικάζει τὴν πλεονεξία καὶ αἰσχροκέρδεια τῶν κληρικῶν ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἔντοκο δανεισμό.

Κανὼν ΙΗ: Ἀπαγορεύει στοὺς διακόνους νὰ μεταδίδουν καὶ νὰ ἀγγίζουν τὴ Θεία Εὐχαριστία πρὶν ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, καὶ δὲν ἐπιτρέπεται τὸ νὰ κάθονται μεταξὺ τῶν πρεσβυτέρων.

Κανὼν Κ: Ἀπαγορεύει τὴ γονυκλισία στὴ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καὶ τὴν διάρκεια τῆς Πεντηκοστῆς.



Ἐπισπρόσθετα καθορίστηκε ἡ κοινὴ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα.


Τὰ συμπεράσματα τὶς συνόδου ὑπογράφηκαν ἀπὸ περισσότερους ἀπὸ 318 καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς ἐπικράτησε γιὰ συμβολικοὺς λόγους. Οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ἦταν παρόντες στὴ σύνοδο συνοδεύονταν ἀπὸ κατώτερους κληρικοὺς τῶν ὁποίων ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς ἀνερχόταν στὸ τριπλάσιο ἢ τετραπλάσιο τῶν Ἐπισκόπων.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. β’.

Ἀγγελικαὶ Δυνάμεις ἐπὶ τὸ μνῆμά σου, καὶ οἱ φυλάσσοντες ἀπενεκρώθησαν, καὶ ἵστατο Μαρία, ἐν τῷ τάφῳ ζητοῦσα τὸ ἄχραντόν σου σῶμα· ἐσκύλευσας τὸν ᾍδην, μὴ πειρασθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ, ὑπήντησας τῇ Παρθένῳ, δωρούμενος τὴν ζωήν. Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, Κύριε δόξα σοι.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Πατέρων. Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον.
Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.







Ὁ Ἅγιος Νέων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέων ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ






Ὁ Ἅγιος Πύρρος
Ὁ Ἅγιος Πύρρος ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Θεσπέσιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεσπέσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξάνδρου Σεβήρου (222 – 235 μ.Χ.). Διακρινόταν γιὰ τὸν ἔνθεο ζῆλο ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ αὐτῆς. Ἐκήρυττε τὸ θεῖο λόγο καὶ διαλεγόταν μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγήσει πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς στὴν ἀληθινὴ πίστη. Γιὰ τὴ θεοφιλὴ δράση του συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Σιμπλικίου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐξεβίαζε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος Θεσπέσιος ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει. Γι’ αὐτὸ τὸν κρέμασαν καὶ τοῦ καταξέσκισαν τὶς σάρκες καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν μέσα σὲ λέβητα μὲ καυτὴ πίσσα καὶ λάδι. Ὅμως, μὲ τὴ Θεία Χάρη, ὁ Ἅγιος ἐξῆλθε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὸ μαρτύριο αὐτό, γενόμενος ἔτσι πρόξενος μεταστροφῆς πολλῶν παρευρισκομένων εἰδωλολατρῶν. Κατόπιν τούτου ὁ Σιμπλίκιος διέταξε τὴν μεταφορά του ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὴ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Ἦταν τὸ 222 μ.Χ.







Οἱ Ἅγιοι Φελινὸς καὶ Γρατινιανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φελινὸς καὶ Γρατινιανὸς ἦταν στρατιῶτες τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ ἐμαρτύρησαν στὴν πόλη Περούτζια τῆς Ἰταλίας, τὸ 250 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετεκομίσθησαν, τὸ 979 μ.Χ., στὴν πόλη Ἀρόνα κοντὰ στὸ Μιλάνο.







Ὁ Ἅγιος Ἰσχυρίων ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰσχυρίων καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἦταν ἀξιωματικός. Ἐμαρτύρησε, τὸ 250 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) μαζὶ μὲ πέντε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του, ἐπειδὴ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 22 Δεκεμβρίου.






Οἱ Ἅγιοι δέκα χιλιάδες Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν στὴν Ἀντιόχεια ἐπὶ αὐτοκράτορος τῶν Ρωμαίων Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).







Οἱ Ἅγιοι Ρεβεριανὸς καὶ Παῦλος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Ρεβεριανὸς, ποὺ ἦταν Ἐπίσκοπος, καὶ Παῦλος ὁ πρεσβύτερος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ ἔζησαν τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπεστάλησαν γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Γαλλία. Συνελήφθησαν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀουτοὺν καὶ ἐμαρτύρησαν, τὸ 272 μ.Χ., μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς, ἐπὶ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270 – 275 μ.Χ.).







Ὁ Ἅγιος Κρεσκεντιανὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κρεσκεντιανὸς ἦταν στρατιώτης καὶ ἐμαρτύρησε, τὸ 287 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Σάλντο τῆς Ἰταλίας, κοντὰ στὸ Καστέλλο.






Ὁ Ἅγιος Φίρμος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φίρμος ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ἔνθερμος κήρυκας τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, συνελήφθη στὴν Ἀνατολὴ καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἔπαρχου Μάγου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπίεζε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει, ἐγυμνώθηκε καὶ ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς. Κατόπιν τὸν ἐκρέμασαν καὶ κατέκοψαν τὶς σάρκες του μὲ μάχαιρες. Ἐπιμένων καὶ παρὰ ταῦτα στὴν πίστη του, ἀφοῦ τοῦ συνέτριψαν τὰ ὀστὰ καὶ ἐξάρθρωσαν τὶς ἀρθρώσεις, μετὰ ἀπὸ ἄγριο λιθοβολισμό, ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, τὸ 299 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Πρόκλος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πρόκλος ἦταν Ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος καὶ ἐμαρτύρησε, τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Μπολόνια τῆς Ἰταλίας.







Ὁ Ἅγιος Σεκοῦνδος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σεκοῦνδος ἄθλησε τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Τίβερη κοντὰ στὴν πόλη Ἀμέλια τῆς Οὐμβρίας τῆς Ἰταλίας.






Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Γεράσιμος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τῆς μονῆς Βλατέων.







Ὁ Ἅγιος Φουρτουνάτος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ἅγιος Φουρτουνάτος ἦταν πρεσβύτερος στὴν πόλη Τερριτὰ κοντὰ στὸ σπολέτο τῆς Ἰταλίας. Διακρίθηκε γιὰ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, τὸ ὁποῖο τοῦ ἐδώρισε ὁ Κύριος. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 400 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Καρπάσιος τῶν Λερίνων
Ὁ Ὅσιος Καρπάσιος ἔζησε στὴ Γαλλία τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀγάπησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης στὶς Λερίνους νήσους. Ἐκεῖ συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Ὀνωράτο († 16 Ἰανουαρίου) καὶ τὸ μεγαλύτερο ἀδελφό του Ὅσιο Βενάνδιο († 30 Μαΐου). Μαζὶ ἐπισκέφθηκαν τὶς μοναστικὲς κοινότητες τῆς Ἀνατολῆς, γιὰ νὰ γνωρίσουν ἁγίους ἀσκητὲς καὶ νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τὸ βίο τους. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ προσκυνηματικοῦ ταξιδίου τους ὁ Ὅσιος Βενάνδιος ἀπέθανε στὴν Ἑλλάδα, ἐνῶ οἱ δύο Ὅσιοι ἐπέστρεψαν στὸ ἀσκητήριό τους. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ὀνωράτος ἵδρυσε μονή, στὴν ὁποία, μετὰ τὴν ἐκλογή του εἰς Ἐπίσκοπον, ἐγκατέστησε ἡγούμενο τὸν Ὅσιο Καρπάθιο.
Ὁ Ὅσιος Καρπάθιος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 430 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Ρουαδανὸς τῆς Κορνουάλης
Ὁ Ὅσιος Ρουαδανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ Βρετάνη καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν περιοχὴ τοῦ Ταβίστοκ, τῆς Κορνουάλης καὶ τῆς Βρετάνης καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν πόλη Λοκρονὰν στὴ Βρετάνη.






Ὁ Ἅγιος Οὐϊστάνος ἐξ Ἀγγλίας
Ὁ Ἅγιος Οὐϊστάνος ἦταν υἱὸς τοῦ Βίμμουντ, υἱοῦ τοῦ βασιλέως τῆς Μερσία. Ὅταν ἐκοιμήθησαν ὁ πατέρας καὶ ὁ πάππος του, ὁ μικρὸς Οὐϊστάνος, ὑπὸ τὴν κηδεμονία τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πάππου του, ἀνῆλθε στὸ θρόνο. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἅγιος ἐμεγάλωσε καὶ προέκοπτε σὲ χάρη καὶ σοφία Θεοῦ καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅμως ὁ ἐπίτροπος τοῦ θρόνου Βερθούλφιος (840 – 852 μ.Χ.) συνωμότησε μαζὶ μὲ τὸν υἱό του κατὰ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ νόμιμο διάδοχο τοῦ θρόνου, καὶ τὸν ἐδολοφόνησαν, τὸ 849 μ.Χ., κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐκεῖνος ἐπλησίαζε τὸν ἐξάδελφό του, γιὰ νὰ τὸν χαιρετήσει. Τὸ κατακρεουργηθὲν λείψανο τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τὴ μητέρα του μὲ εὐλάβεια καὶ πολλὰ θαύματα ἐτελέσθηκαν μὲ τὴ μεσιτεία του.






Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Ἀνάργυρος καὶ Ἰαματικός
Image
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἔζησε στὴ Ρωσία περὶ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου στὰ χρόνια τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου). Ὁ Ὅσιος πράγματι ἦταν ἀγαπητὸς στὸν Θεὸ καὶ ἔτσι τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἡ φήμη του ἁπλώθηκε παντοῦ καὶ πλήθη πιστῶν ἔρχονταν στὸν Ὅσιο, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸν ἀποκαλοῦσαν ἰατρό. Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, ἐθεράπευσε καὶ τὸν πρίγκιπα τοῦ Τσέρνιγκωφ Βλαδίμηρο Βσεβολόντοβιτς, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Κιέβου μὲ τὴν ἐπωνυμία «Μονομάχος».
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται στὸ Σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου.






Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ Θαυματουργός τοῦ Γλουσέτσκ
Image
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος, κατὰ κόσμον Δημήτριος, ἐγεννήθηκε, πιθανὸν τὸ 1362, στὰ προάστια τῆς πόλεως Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀγαποῦσε τὸ μοναχικὸ βίο. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἄφησε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ εἰσῆλθε, τὸ 1386/87, στὴ μονὴ Σπασοκαμένσκϊυ. Ἡγούμενος ἦταν ὁ Διονύσιος ὁ Ἕλλην, μετέπειτα Ἐπίσκοπος Ροστώβ († 1425). Ὁ νεαρὸς Δημήτριος μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρεκάλεσε τὸν ἡγούμενο νὰ τὸν κάνει μοναχό. Ὁ ἡγούμενος Διονύσιος, βλέποντας τὸν ἔνθεο ζῆλο του, προχώρησε στὴ μοναχικὴ κουρὰ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Διονύσιος, ἐνῶ τὸν ἐμπιστεύθηκε στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου ἐκ τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς. Ἐκεῖ ἔζησε γιὰ ἐννέα χρόνια μὲ ὑπακοή, νηστεία καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, χωρὶς νὰ μειώσει ποτὲ τὴν ἄσκηση μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

Ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἄσκηση στὴν ἀγάπη καὶ ἡ ἐργατικότητά του ἔκαναν τὸν Ὅσιο Διονύσιο πολὺ ἀγαπητὸ μεταξὺ τῶν μοναχῶν, ποὺ τὸν ἐθεωροῦσαν ἄνθρωπο μὲ μεγάλο πνευματικὸ βάρος.

Ἀπὸ τὴ μονὴ ἔφυγε, μαζὶ μὲ τὸ μοναχὸ Παχώμιο, μετὰ ἀπὸ εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, μὲ προορισμὸ τὴν ξεχασμένη κοινοβιακὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ ἀναζητώντας τὴν ἡσυχία. Ὁ ἅγιος βίος καὶ ἡ πνευματικὴ σοφία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου προσείλκυσαν πολὺ κόσμο. Ὁ Ὅσιος συμπεριφερόταν πρὸς ὅλους ὡς πραγματικὸς πατέρας. Κατεῖχε, ἐπίσης, τὸ χάρισμα τοῦ ἁγιογράφου, ἐνῶ παράλληλα ἐργαζόταν ὡς μαραγκὸς καὶ σιδηρουργὸς γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς. Δὲν ἐπερνοῦσε λεπτὸ χωρὶς ἀσχολία καὶ ἔτρωγε μόνο ἐλάχιστη τροφή, ὅταν ἐξαντλοῦσε ὅλες του τὶς δυνάμεις. Τὸ 1396, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ροστὼβ Γρηγόριο († 1416).

Ὅμως ὁ μοναχὸς Παχώμιος δὲν ἄντεξε τὴ σκληρὴ ἄσκηση καὶ γι’ αὐτὸ ἀναγκάσθηκε καὶ ὁ Ὅσιος Διονύσιος νὰ ἀγκαταλείψει τὸ μέρος ἐκεῖνο μαζί του. Ἐπῆγε ἀνατολικά, στὴ λίμνη Κουμπενσκόε, 15 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Γκλουσίκα. Ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο μέρος τὸ ὁποῖο περιέβαλαν δένδρα. Στὸν τόπο αὐτὸ ὕψωσε τὸ σταυρὸ ποὺ μετέφερε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Λουκᾶ καὶ ἀφοῦ κατασκεύασε ἕνα κελί, ἐξεκίνησε ἀπομονωμένος τὴ σκληρὴ ζωὴ τοῦ ἐρημίτου. Μὲ τὸν ἐρχομὸ ἑνὸς στάρετς καὶ μερικῶν ἄλλων ἀδελφῶν, οὁ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ μείνουν μαζί του, περὶ τὸ 1400, ἐδημιούργησε μία μικρὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα. Ἐκαλλιεργήθηκε ἔτσι ἡ σκέψη νὰ κτιστεῖ ἕνα μοναστήρι. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πρίγκιπος τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ πατέρας τοῦ πρίγκιπος Ἰωάσαφ, ποὺ ἔγινε καὶ αὐτὸς μοναχός, ἐστάλησαν ἐργάτες καὶ ἐξεκίνησε ἡ οἰκοδόμηση τοῦ μοναστηριοῦ. Τὸ 1402, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπῆγε στὸ Ροστὼβ προκειμένου νὰ πάρει τὴν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου Γρηγορίου γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς νέας μονῆς. Ὁ Ἐπίσκοπος συμβούλευσε τὸν Ὅσιο νὰ ἱδρύσει κοινόβια μονή, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν προσωπικὴ περιουσία οἱ μοναχοὶ καὶ νὰ ζοῦν μὲ κοινοκτημοσύνη κατὰ τὸ πρότυπο τῶν Ἀποστόλων. Τὸ 1403, ἐτελείωσε ὁ ξύλινος ναὸς τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφιερωμένος στὴ Κυρία Θεοτόκο.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ πατέρες τῆς μονῆς ἦταν περὶ τοὺς 15 καὶ ἐμόναζαν σύμφωνα μὲ τοὺς αὐστηροὺς κοινοβιακοὺς κανόνες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Καθὼς αὐξανόταν σταδιακὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, τὸ 1412, ἐκτίσθηκε μία καινούργια ἐκκλησία, καὶ αὐτὴ ἀφιερωμένη στὴν Παναγία.

Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἐρημικὴ ζωὴ ἦταν ριζωμένη στὴν καρδιὰ τοῦ Ὁσίου Διονυσίου καὶ τὸν προκαλοῦσε νὰ ἐγκατασταθεῖ σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο καὶ κρυφὸ τόπο. Ἔτσι ἀπεφάσισε νὰ μεταβεῖ 4 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴ μονὴ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γλουσίκα, περιοχὴ ποὺ ἀργότερα ὀνομάστηκε Σονσοβέτς. Ἐκεῖ διέμενε σὲ ἄγνοια τῶν μοναχῶν, προσευχόμενος καὶ νηστεύοντας αὐστηρά. Μετὰ ἀπὸ μεγάλες πιέσεις τῶν ἄλλων μοναχῶν ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι, ἀλλὰ ἀποφάσισε νὰ κτίσει μικρὰ ἀσκηταριὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Σονσοβὲτς γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἀποσυρθοῦν στὴν ἔρημο. Τὸ 1419, ἐπῆγε ἐκ νέου στὸ Ροστὼβ προκειμένου νὰ πάρει τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ τὸ νέο μοναστήρι. Ὁ Ἐπίσκοπος, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία του, τοῦ προσέφερε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βρεφοκρατούσας καὶ διάφορα ἄλλα σκεύη γιὰ τὸ ναό. Ἔτσι στὸ Σονσοβὲτς ἐκτίστηκε, τὸ 1420, μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Ὅσιος Διονύσιος κατάφερε νὰ ἐξασφαλίσει τὴν οἰκονομικὴ βοήθεια τοῦ πρίγκιπος Γεωργίου, τοῦ ὁποίου διασώζονται τρεῖς ἐπιστολὲς περὶ τῶν δωρεῶν του. Περὶ τὸ 1422, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι τοῦ Γλουσίκα καὶ τὴν ἡγουμενία, γιὰ νὰ ζήσει ἀκόμη πιὸ ἀσκητικὰ μὲ μερικοὺς μοναχοὺς στὸ Σονσοβέτς.

Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἡ ἐλεημοσύνη ἦταν ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τῆς πνευματικότητος τοῦ Ὁσίου Διονυσίου. Σὲ περιόδους πείνας πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ κατέφευγαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ πάρουν λίγο ψωμὶ καὶ ὅ,τι ἄλλο μποροῦσε νὰ τοὺς διαθέσει. Διέθετε ἀκόμη καὶ τὸ ἰδικό του φαγητὸ στοὺς ἐνδεεῖς. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς κάποιες φορὲς δὲν κατανοοῦσαν αὐτὴ τὴ γενναιοδωρία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου, ἡ ὁποία κάποιες φορὲς ἀπειλοῦσε νὰ ἐξαντλήσει ἀκόμη καὶ τὶς λιγοστὲς προμήθειες τῆς μονῆς.

Στὴ βιογραφία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου καταγράφεται τὸ παρακάτω περιστατικό: «Ἕνας νέος μεταμφιέσθηκε σὲ ζητιάνο μὲ τὴν καθοδήγηση τῶν μοναχῶν. Αὐτὸς ἐπῆγε στὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ἐζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸν Ὅσιο Διονύσιο. Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε χρήματα, ἀλλὰ τὸ ἴδιο βράδυ οἱ μοναχοὶ ἀπεκάλυψαν στὸν Ὅσιο τί εἶχαν κάνει δίδοντάς του πίσω τὰ χρήματα ποὺ εἶχε δώσει στὸ νέο. Ὁ Ὅσιος, χωρὶς νὰ θυμώσει, τοὺς εἶπε ὅτι ἐφ’ ὅσον εἶναι ἐντολὴ τοῦ Κυρίου νὰ κάνουμε τὸ καλὸ θὰ πρέπει νὰ σταματήσουν νὰ τοῦ ὑποδεικνύουν νὰ πάψει νὰ εἶναι ἐλεήμων. Κατηχώντας τοὺς ἄλλους μοναχούς, ἔλεγε: «Παιδιά μου, μὴ φοβᾶσθε τοὺς κόπους ποὺ ἔχει ἡ ἔρημος καὶ μὴν ἀφήνετε τὴν ἄσκηση. Μέσα ἀπὸ πολλὲς δοκιμασίες θὰ φθάσουμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐλευθερωθεῖτε μὲ τὴ νηστεία ἀπὸ κάθε χοϊκὸ καὶ φθαρτὸ πράγμα. Ἡ προσευχή μας πρέπει νὰ πηγάζει ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά μας καὶ θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε ταπεινοί. Σχετικὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη σᾶς ὑπενθυμίζω τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες». Ἂς εἴμαστε ἐλεήμονες ἀπέναντι σὲ ὅλους καὶ ὁ Κύριος θὰ δείξει ἔλεος καὶ σὲ ἐμᾶς, διότι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ μόνον ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του».

Ἑπτὰ χρόνια πρὶν τὴν κοίμησή του ὁ Ὅσιος ἔσκαψε τὸν τάφο του καὶ κάθε ἡμέρα τὸν ἐπισκεπτόταν. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκαλλιεργοῦσε στὴν καρδιά του τὴ μνήμη τοῦ θανάτου.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1437, σὲ ἡλικία ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν.







Οἱ Ἅγιοι Εὐέλπιστος, Ἱέρακας, Ἰουστίνος, Ἰούστος, Λιβεριανός, Παίωνας, Χαρίτων καὶ Χαρίτη οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180 μ.Χ.). Κατηγορηθέντες ὡς Χριστιανοὶ κατὰ τὸν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κινηθέντα διωγμό, συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἔπαρχου Ρουστικοῦ. Ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὸν Χριστὸ ὡς Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ὑπέμειναν τὰ σκληρὰ βασανιστήρια στὰ ὁποῖα ὑπεβλήθησαν. Ἀποκεφαλίσθηκαν, τὸ 166 μ.Χ., περιβληθέντες ἔτσι τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.







Ὁ Ἅγιος Σίος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Σίος (Γκαρεγκέλι) ἔζησε στὴ Γεωργία τὸ 17ο καὶ 18ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν ἔρημο τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ στὴν ἀνατολικὴ Γεωργία καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους τοῦ Καυκάσου, τὸ 1700.






Σύναξις τῶν Ἁγίων Δαβίδ, Γαβριὴλ καὶ Παύλου Ὁσιομαρτύρων ἐκ Γεωργίας
Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Ὁσιομαρτύρων Δαβίδ, Γαβριὴλ καὶ Παύλου τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 17 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ βίος τους.






Μνήμη θαύματος ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου Λευκάδος ἐκ τῆς πανώλης
Τὸ νησὶ τῆς Λευκάδος περὶ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. ἐπέρασε μία μεγάλη δοκιμασία ἀπὸ τὸ λοιμὸ τῆς πανώλης. Μὲ βάση διάφορα στοιχεῖα, 1.800 κάτοικοι ἀφανίσθηκαν ἀπὸ τὴν «πανούκλα». Ἐπίσης ἡ Ἑνετικὴ φρουρὰ ἀποδεκατίσθηκε. Τὸ ἴδιο καὶ ὁλόκληροι οἰκισμοί, ὅπως τὰ Κολυβάτα τοῦ ὀρεινοῦ χωριοῦ Ἀλέξανδρος. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1743, ὁ Ἱερομόναχος Ματθαῖος μετέφερε στὴ Λευκάδα ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ Δουσίκου, κοντὰ στὰ Τρίκαλα, τὴν τίμια κάρα τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος, Ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης († 14 Σεπτεμβρίου). Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου οἱ Λευκαδίτες ἐσώθησαν ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀσθένεια. Ἀνήγειραν μάλιστα ναὸ πρὸς τιμήν του στὸ χῶρο ὅπου εἶχε στηθεῖ προηγουμένως τὸ λοιμοκαθαρτήριο καὶ τὸν παρεχώρησαν ὡς μετόχι στὴ μονὴ Δουσίκου. Ἡ περιοχὴ ἐκείνη μέχρι σήμερα ὀνομάζεται «Ἁγία Κάρα».






Ὠφέλιμος Διήγησις γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου
Στὴν πόλη Γαλατία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἐζοῦσε κάποιος γεωργός, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Μέτριος. Αὐτός, λοιπόν, ἔβλεπε τὴν οίκογένεια τοῦ γείτονά του, ποὺ εἶχε υἱούς, καὶ τοὺς προετοίμαζε, γιὰ νὰ γίνουν στελέχη τῆς βασιλικῆς αὐλῆς. Τότε ὁ Μέτριος μὲ παράπονο ἀπευθύνθηκε στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἱκέτευσε νὰ τοῦ χαρίσει υἱό, γιὰ νὰ τὸν ἔχει ὡς καταφύγιο καὶ παρηγοριὰ στὰ γηρατειά του. Μετὰ τὴν προσευχή του μετέβη σὲ ἕνα πανηγύρι ποὺ ἐγινόταν μία φορὰ τὸν χρόνο στὴν Παφλαγονία. Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἐσταμάτησε, γιὰ νὰ ξεκουρασθεῖ καὶ νὰ ποτίσει τὸ ζῶο του, σὲ ἕνα δάσος. Ἐκεῖ εὑρῆκε ἕνα σακούλι, τὸ ὁποῖο περιεῖχε χίλια πεντακόσια χρυσὰ νομίσματα. Χωρὶς νὰ τὸ ἀνοίξει, τὸ ἐπῆρε καὶ τὸ ἐπῆγε στὴν οἰκία του. Τὸν ἑπόμενο χρόνο ὁ Μέτριος ξαναπῆγε στὴν πανήγυρη τῆς Παφλαγονίας. Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ πάλι ἐσταμάτησε στὸ δάσος καὶ παρατηροῦσε τοὺς διερχόμενους ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν τόπο. Τότε ἐφάνηκε κάποιος, ὁ ὁποῖος ἔψαχνε κάτι καὶ ἦταν γεμάτος ἀπὸ θλίψη καὶ στενοχώρια. Ὁ Μέτριος τὸν ἐρώτησε τί ἔχει καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἦταν ἔμπορος καὶ πέρυσι εἶχε πουλήσει πολλὰ ἐμπορεύματα στὴν πανήγυρη, ἀλλὰ ἔχασε τὰ χρήματα ποὺ ἐκέρδισε. Τότε ὁ Μέτριος ἔβγαλε καὶ τοῦ παρέδωσε τὸ σακούλι μὲ τὰ νομίσματα. Ὁ ἔμπορος τὰ ἔχασε. Δὲν ἤξερε πῶς νὰ ἀντιδράσει. Ὁ Μέτριος τοῦ ἐξήγησε τί εἶχε συμβεῖ καὶ ἐκεῖνος, θέλοντας νὰ τὸν εὐχαριστήσει, ἔβγαλε καὶ τοῦ πρόσφερε πεντακόσια νομίσματα. Ὁ Μέτριος δὲν θέλησε νὰ στερήσει ἀπὸ τὸν ἔμπορο τὸν κόπο του καὶ ἀρνήθηκε. Ἔτσι, ἀφοῦ καὶ οἱ δύο ἐδόξασαν τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀποχωρίσθηκαν.

Τὸ ἴδιο βράδυ, ποὺ ὁ Μέτριος ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ, εἶδε στὸν ὕπνο του Ἄγγελο Κυρίου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερε τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα ὅτι θὰ ἀποκτήσει υἱό, θὰ τὸν ὀνομάσει Κωνσταντίνο καὶ θὰ φέρει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸν οἶκό του.

Πράγματι! Ἡ σύζυγος τοῦ Μετρίου ἔτεκε υἱό, τὸν ὁποῖο ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ τὸν ἀπέστειλε γιὰ σπουδὲς στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ ἔδωσε τὸν τίτλο τοῦ πατρικίου καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του προσέφερε πολλὰ ἀγαθὰ στοὺς γονεῖς του.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Θεὸς ἀντάμειψε τὴν τιμιότητα καὶ τὸ ἦθος ἑνὸς ἁπλοῦ γεωργοῦ, τοῦ Μετρίου, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπέκυψε στὸς πειρασμὸ τῆς φιλαργυρίας, ἀλλ’ ἐμπιστεύθηκε τὴ ζωή του στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed May 28, 2014 11:51 am

2 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Image
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος, ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 758 μ.Χ., ἀπὸ περιφανεῖς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸ βασιλικὸ γραμματέα καὶ νοτάριο Θεόδωρο καὶ τὴν Εἰρήνη. Ὁ πατέρας του ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (741 – 775 μ.Χ.) στὰ Μύλασσα τῆς Καρίας καὶ μετὰ στὴ Νίκαια, ὅπου μετὰ ἑξαετία ἀπέθανε, διότι ἦταν ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων.

Ὁ Νικηφόρος εἶχε καλὴ ἐκπαίδευση καὶ ἐχρημάτισε βασιλικὸς γραμματέας, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχε κλίση στὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀποσύρθηκε σὲ κάποιο λόφο ἀπέναντι τοῦ Θρακικοῦ Βοσπόρου, ὅπου μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχοὺς διήνυε τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως.

Γενόμενος γνωστὸς γιὰ τὶς ἀρετές του στὴν Κωνσταντινούπολη, προσκλήθηκε καὶ ἀνέλαβε τὴ διεύθυνση κάποιου πτωχοκομείου τῆς πόλεως. Ὅταν ἐκοιμήθηκε ὁ Ἅγιος Ταράσιος († 25 Φεβρουαρίου), ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Α’ τοῦ Λογοθέτου (803 – 811 μ.Χ.), μὲ τὴν ψῆφο τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, ἐξελέγη, στὶς 5 Ἀπριλίου 806 μ.Χ., Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐχειροτονήθηκε στὶς 12 τοῦ ἰδίου μηνὸς κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πάσχα.

Ὅσο ζοῦσε ὁ βασιλεὺς Νικηφόρος καὶ οἱ διάδοχοί του Σταυράκιος (811 μ.Χ.) καὶ Μιχαὴλ Α’ ὁ Ραγκαβὲς (811 – 813 μ.Χ.), ἡ πατριαρχεία τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου ἦταν ὁμαλὴ καὶ ἀπερίσπαστη. Ὄταν ὅμως αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος (813 – 820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν εἰκονομάχος, ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἦταν ἀντίπαλος καὶ ἀτρόμητος ἐπιτιμητὴς τῆς βασιλικῆς ἀσέβειας. Ὁ Πατριάρχης παρέλαβε τὸν Ὅσιο Θεοφύλακτο Νικομηδείας, τὸν Ἅγιο Αἰμιλιανὸ Κυζίκου, τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο Σαρδέων, τὸν Εὐδόξιο Ἀμορίου, τὸν Ἅγιο Μιχαὴλ Συνάδων καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωσὴφ Θεσσαλονίκης, καὶ ἐπῆγε στὸ παλάτι, γιὰ νὰ ἐλέγξει τὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἐπιστρέψει στὴν ὀρθὴ πίστη. Ὁ αὐτοκράτορας ἔμενε ἀμετάπειστος καὶ τοὺς κατεδίκασε ὄλους σὲ ἐξορία. Ὁ Πατριάρχης Νικηφόρος ἐξορίσθηκε ἀρχικὰ στὴ Χρυσούπολη καὶ στὴ συνέχεια στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου κοντὰ στὸν Ἀκρίτα. Ἐκεῖ συνδέθηκε περισσότερο μὲ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς ἐξορισμένος.

Ὄταν μετὰ ἀπὸ λίγο, δολοφονηθέντος τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος, ἔγινε βασιλέας ὁ Μιχαὴλ Β’ ὁ Τραυλὸς (820 – 829 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐζήτησε τὴν ἀποκατάστασή του. Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ἐδέχθηκε τὴν πρόταση αὐτή, ἀλλ’ ὑπὸ τὸν ὅρο ὁ Ἅγιος νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ὑφιστάμενη ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ νὰ μὴν κινήσει τὸ θέμα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ὁ Ἅγιος ἀπέκρουσε τὸν ὅρο αὐτὸ καὶ ἐπροτίμησε τὴν ἐξορία, ὅπου καὶ ἀπέθανε τὸ 829 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητὴς εἶναι ἐπίσημος στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο διότι μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἱερὸ ζῆλο ἐπολέμησε τοὺς εἰκονομάχους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σπάνια αὐτοῦ συγγραφικὴ ἱκανότητα. Ἐπισημότερα τῶν συγγραμμάτων του εἶναι ἡ «Σύντομος Ἱστορία», τὸ «Χρονολογικὸν σύντομον», ἡ «Στιχομετρία», «Λόγοι ἀντιρρητικοί», «Ἐπιστολαί», καὶ διάφοροι ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες.

Ἡ μεγάλη συμβολὴ τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου στὴν ὑπερίσχυση καὶ ἐπικράτηση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπόψεων ἔγκειται στὴν ὑπ’ αὐτοῦ συστηματικὴ ἀνασκευὴ καὶ ἀναίρεση τῶν εἰκονοκλαστικῶν θέσεων καὶ μάλιστα καὶ τῶν ἀναφερομένων στὸ Χριστολογικὸ δόγμα.

Οἱ εἰκονομάχοι, ἀθετήσαντες τὴν τιμὴ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀπέβαλαν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καὶ τὶς εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων. Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἀπέδειξε μὲ βάση τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι οἱ Ἀγγελικὲς δυνάμεις, ἂν καὶ ἀσώματοι, ἄυλοι καὶ (σχετικῶς) ἀπεριόριστοι, εἰκονίζονται καὶ οἱ εἰκόνες προσαγορεύονται διὰ τοῦ ὀνόματος τῶν ἀρχετύπων, διὰ τοῦ ὁποίου μεταβιβάζονται σὲ αὐτὲς ἡ χάρη καὶ ἡ εὐλογία ἐκείνων, τῶν ὁποίων καὶ μεταλαμβάνουν οἱ ἀξίως τιμῶντες αὐτές. Ἔτσι, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, οἱ εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων δὲν εἶναι ἄψυχα, ἀναίσθητα, ἀπὸ ἄψυχη καὶ ἄλογη ὕλη, ἐπιτεύγματα ἀνθρωπίνων χειρῶν, δὲν εἶναι εἴδωλα, ἀλλὰ τῶν ἐπουρανίων Δυνάμεων «ἀφομοιώματα τίμια καὶ ἅγια», «ἱερὰ ἀπεικάσματα καὶ ἀπεικονίσματα», τὴν κατασκευὴ τῶν ὁποίων «Θεός ἐστιν ὁ προστάττων, Θεὸς ὁ κελεύων».
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ στὶς 13 Μαρτίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νίκην ἤνεγκε, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ σὴ ἔνθεος, ὁμολογία, Νικηφόρε Ἱεράρχα θεόληπτε· τὴν γὰρ Εἰκόνα τοῦ Λόγου σεβόμενος, ὑπερορίᾳ ἀδίκως ὡμίλησας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν τὴν νίκης στέφανον, ὦ Νικηφόρε, οὐρανόθεν ἔνδοξε, ὡς εἰληφὼς παρὰ Θεοῦ, σῶζε τοὺς πίστει τιμῶντάς σε, ὡς Ἱεράρχην Χριστοῦ καὶ Διδάσκαλον.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας ἔμπνους εἰκών, καὶ Εἰκονομάχων, καθαιρέτης ὁ ἰσχυρός· χαίροις θεοσδότων, δογμάτων ὁ προστάτης, θεόφρον Νικηφόρε, πίστεως ἔρεισμα.








Ἡ Ἁγία Βλανδίνη ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Βλανδίνα ἔζησε κατὰ τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γαλλία καὶ ἦταν δούλη. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο. Ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανή, τὴν συνέλαβαν καὶ ἀφοῦ τὴν ἐβασάνισαν σκληρά, τὴν ἔδεσαν ἐπάνω σὲ ἕνα σταυρὸ μέσα στὸ ἀμφιθέατρο. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία προσευχήθηκε μεγαλοφώνως καὶ ἔδωσε ἔτσι δύναμη καὶ θάρρος στοὺς ἄλλους Χριστιανούς. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά, τὸ 177 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180 μ.Χ.), στὴ Λυὼν τῆς Γαλλίας καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό της ἀποτεφρώθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες.







Οἱ Ἅγιοι Φωτεινὸς καὶ Σάνκτιος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Φωτεινός, ποὺ ἦταν Ἐπίσκοπος, καὶ Σάνκτιος ὁ διάκονος, ὡς καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βέτιος, Ἐπάγαθος, Ποντικός, Βιβλίδης, Ἄτταλος, Ἀλέξανδρος καὶ Ματούρος, ἐτελειώθηκαν μαρτυρικά, μαζὶ μὲ ἄλλους Μάρτυρες, τὸ 177 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180 μ.Χ.), στὴ Λυὼν τῆς Γαλλίας.







Ὁ Ἅγιος Ἀλκιβιάδης ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλκιβιάδης ἔζησε τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γαλλία. Ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς συνελήφθη καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικά, τὸ 177 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου (161 – 180 μ.Χ.), στὴν πόλη τῆς Λυὼν τῆς Γαλλίας.






Ὁ Ἅγιος Ἔρασμος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες

Image
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἔρασμος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας.

Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὴν ἄσκηση καὶ τὴ μοναχικὴ πολιτεία καὶ ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ ἀποστολικὸ ζῆλο κινούμενος περιερχόταν διάφορα μέρη καὶ ἐκήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ τελώντας πλῆθος θαυμάτων καὶ προσελκύοντας πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴν ἀληθινὴ πίστη. Ἐκήρυξε στὴ Θράκη, τὴ Μακεδονία καὶ στὴν πόλη τῶν Λυχνιδῶν τῆς Ἀχρίδος. Γιὰ τὴν ἀποστολικὴ δράση αὐτοῦ καταγγέλθηκε στὸν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό, ποὺ διέτριβε στὴν Ἑρμούπολη τοῦ Ἰλλυρικοῦ, καὶ ἀρνηθεὶς νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα ἐβασανίσθηκε καὶ ἐκλείσθηκε στὴ φυλακή. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας ἐκάλεσε καὶ πάλι τὸν Ἅγιο Ἔρασμο ἐνώπιόν του, τὸν ἐρώτησε ποιὸς εἶναι ὁ Θεός του καὶ γιατὶ Τὸν προσκυνᾶ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος ἐσιωποῦσε, ὁ τύραννος ὀργίσθηκε καὶ διέταξε νὰ τὸν κτυπήσουν. Ὁ Ἅγιος ἐρώτησε τὸ βασιλέα, γιατὶ τὸν κτυποῦν. Ὁ τύραννος τοῦ ἀποκρίθηκε ὅτι τὸν ἐκτύπησε, γιατὶ δὲν θυσιάζει στοὺς θεούς. Τότε ὁ Ἅγιος ἐζήτησε νὰ τοῦ δείξει ὁ βασιλέας ποιοὺς θεοὺς νὰ προσκυνήσει. Ἐκεῖνος τότε ἐνόμισε ὅτι ὁ Ἅγιος ἤθελε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ ναὸ τοῦ Δία δείχνοντάς του τὸ εἴδωλό του, τὸ ὁποῖο ἦταν χάλκινο, δώδεκα μέτρα ὕψος καὶ ἕξι μέτρα πλάτος. Τότε ὁ Ἅγιος ἔστρεψε πρὸς αὐτὸ βλοσυρὸ τὸ βλέμμα. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε! Τὸ εἴδωλο ἀμέσως ἔπεσε καὶ ἔγινε κομμάτια. Ἀπὸ τὸ εἴδωλο, λέγει τὸ Συναξάρι, ἐξῆλθε ἕνας δράκοντας. Ὁ αὐτοκράτορας ἐφοβήθηκε καὶ τὸ πλῆθος προσέπεσε στὰ πόδια τοῦ Μάρτυρος καὶ πολλοὶ ἐπίστεψαν στὸν Χριστό. Ἦσαν δὲ οἱ βαπτισθέντες περὶ τοὺς 20.000. Οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν καὶ πάλι τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἐβαπτίσθηκαν. Ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ οἱ 20.000 Χριστιανοὶ ποὺ ἐπίστεψαν στὸν Χριστὸ νὰ ἀποκεφαλισθοῦν καὶ ὁ Ἅγιος νὰ ἐνδυθεῖ μὲ πυρακτωμένο χαλκό. Ὅμως ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μετέβαλε τὸ πυρακτωμένο χαλκὸ σὲ ψυχρὸ μέταλλο. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἅγιος ὁδηγήθηκε καὶ πάλι στὴ φυλακή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐλυτρώθηκε, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ Ἡρώδου. Ἄγγελος Κυρίου τὸν ἐλευθέρωσε καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν Καμπανία, στὴν πόλη ποὺ ὀνομαζόταν Φρυμός, γιὰ νὰ κηρύξει καὶ ἐκεῖ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Γι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Φόρμι τῆς Ἰταλίας.

Λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του ὁ Ἅγιος Ἔρασμος ἐπέστρεψε στὴ Χερμελία τῆς Ἀχρίδος. Προαισθανόμενος τὸ τέλος του, προσκύνησε τρεῖς φορὲς κατὰ ἀνατολὰς καὶ παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ χαρίζει ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνια σὲ ἐκείνους ποὺ θὰ ἐπικαλοῦνταν τὸ ὄνομά του καὶ θὰ ἐτελοῦσαν τὴ μνήμη του. Ὁ Ἅγιος Θεὸς ἄκουσε τὴν παράκλησή του καὶ ἀμέσως ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἔλεγε: «Ἔτσι, ὅπως προσευχήθηκες, θὰ γίνει». Μόλις ὁ Ἅγιος ἄκουσε αὐτό, ἡ ψυχή του ἐγέμισε χαρά. Κατόπιν ἔστρεψε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, ὅπου εἶδε ὑπέρλαμπρο στεφάνι νὰ κατέρχεται ἐπ’ αὐτὸ καὶ τάγματα Ἀγγέλων, χοροὺς Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, πλῆθος Μαρτύρων καὶ τάξεις Δικαίων, ποὺ ἔρχονταν νὰ τὸν προϋπαντήσουν. Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του ἀνεφώνησε: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου». Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἔρασμος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 303 μ.Χ., καὶ ἐκληρονόμησε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἔρασμος θεωρεῖται προστάτης τῶν ἀσθενῶν ποὺ πάσχουν ἀπὸ στομαχικὲς ἀσθένειες καὶ κολικό.






Οἱ Ἅγιοι δισμύριοι Μάρτυρες
Πρόκειται γιὰ τοὺς Μάρτυρες ποὺ ἤθλησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἔρασμο († 2 Ἰουνίου) στὴν Ἑρμούπολη τοῦ Ἰλλυρικοῦ.Στὴν ἱερὰ μονὴ Θεοτοκίου Ἄρτης φυλάσσονται ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων δισμυρίων Μαρτύρων.







Οἱ Ἅγιοι Μαρκελλίνος καὶ Πέτρος οἱ Ἱερομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Μαρκελλίνος καὶ Πέτρος ἐμαρτύρησαν, τὸ 304 μ.Χ.), κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ναὸς αὐτῶν ἀνοικοδομήθηκε ἀπὸ τὸν Μεγάλο Κωνσταντίνο στὴ Ρώμη.







Οἱ Ἅγιοι 38 Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν μαρτυρικά, ἀφοῦ τοὺς ἐνέκλεισαν σὲ λουτρὸ καὶ ἐσφράγισαν τὴ θύρα.






Ἡ Ἁγία Μητέρα καὶ τὰ τρία τέκνα αὐτῆς

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Εὐγένιος Ἐπίσκοπος Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Εὐγένιος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, ἐγεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ρουφινιανοῦ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαὸ στὶς 10 Αὐγούστου 654 μ.Χ. καὶ διαδέχθηκε τὸν Πάπα Μαρτίνο Α’, τὸν ὁποῖο ὁ αὐτοκράτορας Κώνστας Β’ (642 – 668 μ.Χ.), ἐπειδὴ δὲν ὑπέγραψε κείμενο διὰ τοῦ ὁποίου ἀπαγορευόταν νὰ ὁμιλεῖ περὶ μιᾶς ἢ δύο ἐν Χριστῷ θελήσεων, τὸν συνέλαβε, τὸ 653 μ.Χ., καὶ τὸν ἐξόρισε ἀσθενὴ καὶ κλινήρη στὴ Χερσώνα, ὅπου καὶ ἀπέθανε. Ὅταν ἐστάλη ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Πύρρου, ἔκθεσις πίστεως, στὴν ὁποία συνιστᾶτο ἀντὶ μιᾶς ἢ δύο θελήσεων ἐν Χριστῷ, ἡ παραδοχὴ τριῶν θελήσεων, ὁ Εὐγένιος ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀποδεχθεῖ αὐτήν, ἀλλ’ ὁ λαὸς καὶ ὁ κλῆρος τῆς Ρώμης ἀντιστάθηκε καὶ ἀπαγόρευσε σὲ αὐτὸν τὴ Θεία Λειτουργία. Ἔτσι δὲν συμφώνησε μὲ τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς καὶ ἐτήρησε σθεναρὴ στάση κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ μὲ ἀποτέλεσμα ὁ αὐτοκράτορας νὰ ὀργισθεῖ ἐναντίον του. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐπτόησε τὸν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ τῆς πατρώας εὐσέβειας καὶ τὴ διδασκαλία τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὁ Ἅγιος Εὐγένιος διακρίθηκε γιὰ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου του, τὴν εὐγένεια καὶ τὴ φιλανθρωπία καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 657 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Ἀδάλγιος τῆς Νοβάρα
Ὁ Ὅσιος Ἀδάλγιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Φουρσᾶ († 16 Ἰανουαρίου), ὁ ὁποῖος ἦταν Ἀπόστολος τῆς Πικαρδίας. Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 686 μ.Χ






Ὁ Ὅσιος Βοδφανὸς ἐξ Οὐαλίας
Ὁ Ὅσιος Βοδφανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Οὐαλία καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Μαρίνος τοῦ Βαάνου

Ὁ Ἅγιος Μαρίνος, ὁ Βαάνης, εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ στὰ Μηναῖα. Ἀναφέρεται στὸ Βυζαντινὸν Ἑορτολόγιον. Κατ’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος ἐγεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ γονεῖς ἐνάρετους καὶ ἐπιφανεῖς, τὸ δρουγγάριο Νικηφόρο καὶ τὴ Μαρία. Ἀφοῦ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου, ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχὸς ὑπὸ τοῦ ἀδελφοῦ του Συμεών, ὁ ὁποῖος γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἦλθε στὴ Βιζύη τῆς Θράκης ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Κυμηνᾶ.
Ὁ Ὅσιος Μαρίνος διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ τὴν ἐλεημοσύνη του. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό του «κατατίθεται εἰς τὴν μονὴν τῆς Θεοτόκου τὴν Τὰ Κορώνης ἐπονομαζομένην».







Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας πρίγκιπας τῆς Σουζδαλίας
Ὁ Ἄγιος Ἀνδρέας ἔζησε τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ πρίγκιπος Κωνσταντίνου Βασίλεβιτς. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, τὸ 1355, ἔλαβε ἀπὸ τὸ χάνο Κανιμπέκα τὴν ἐξουσία τῆς Σουζδαλίας, τοῦ Νίζνϊι – Νόβγκοροντ καὶ τοῦ Γκοροντέκ. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο, τὸ 1359, ὑπὲρ τοῦ μικρότερου ἀδελφοῦ του Δημητρίου.Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, ἀφοῦ ἔζησε μὲ εὐσέβεια, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1365.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μεγαλομάρτυρας ὁ Νέος ὁ Τραπεζούντιος
Image
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Τραπεζουντίου ἑορτάζεται, ἐπίσης, στὶς 12 Ἰουνίου. Σήμερα ἑορτάζεται ἡ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος τῆς διασώσεως τῆς πόλεως τῆς Σουτσεάβα τῆς Ρουμανίας, στὴν ὁποία φυλάσσονται τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ τὴν πολιορκία τῶν Τατάρων, κατὰ τὸ 1622.
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή, ὅταν οἱ Τάταροι ἀπειλοῦσαν τὴ Σουτσεάβα, οἱ ἐφημέριοι τοῦ ναοῦ, στὸν ὁποῖο ἐφυλάσσονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ἠθέλησαν, φοβούμενοι τὴν ἐπιδρομὴ τῶν βαρβάρων, νὰ μεταφέρουν τὴ λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου στὸ κάστρο. Ὅμως δὲν μποροῦσαν μὲ κανένα τρόπο νὰ μετακινήσουν τὴν λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἔγινε ἀσήκωτη. Τότε κατάλαβαν ὅτι αὐτὸ ἦταν θέλημα τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς ἐπροστάτευε. Ἀμέσως κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἄρχισαν νὰ προσεύχονται. Πράγματι! Μία καταρρακτώδης βροχὴ ἐμπόδισε τοὺς ἐπιδρομεῖς νὰ πολιορκήσουν τὴν πόλη καὶ νὰ εἰσβάλουν σὲ αὐτήν.






Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἐκ Φιλαδελφείας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος καταγόταν ἀπὸ τὴ Φιλαδέλφεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἦταν υἱὸς κάποιου ἱερέως, ποὺ ὀνομαζόταν Δούκας. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατρός του, σὲ ἡλικία δέκα τριῶν ἐτῶν, παρασύρθηκε ἀπὸ τὶς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις τῶν Τούρκων, καί, ἀφοῦ ἀξόμωσε, ἀσπάσθηκε τὸ Μωαμεθανισμό. Ὑποστηριχθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν νέων ὁμόθρήσκων του, τόσο προόδευσε, ὥστε συγκαταλεγόταν μεταξὺ τῶν πρώτων τῆς πόλεως, σὲ πλοῦτο καὶ ἀνδρεία. Ὅταν ὅμως ἔφθασε σὲ ἡλικία εἴκοσι πέντε ἐτῶν, ἄρχισαν νὰ γεννιοῦνται στὴν καρδιά του τύψεις, πόθος δὲ τὸν κατέλαβε νὰ ἐπανέλθει στὴν πατρώα Χριστιανικὴ πίστη. Κατόπιν τούτου μετέβη στὸν ἡγεμόνα τῆς Φιλαδελφείας καὶ μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἐδήλωσε σὲ αὐτὸν ὅτι μετὰ βδελυγμίας ἀπεκήρυσσε τὸ Μωαμεθανισμὸ καὶ ὅτι ἐπανερχόταν στὴ Χριστιανικὴ πίστη, τὴν ὁποία, παρασυρθείς, εἶχε ἀπαρνηθεῖ. Ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ μάταια προσπάθησε νὰ μεταπείσει τὸν Δημήτριο, διέταξε τὴ σκληρὴ μαστίγωση αὐτοῦ καὶ τὸν ἐγκλεισμό του στὴ φυλακή. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς φυλακίσεως τοῦ Δημητρίου, κατεβλήθησαν μεγάλες προσπάθειες ἀπὸ σημαίνοντες Τούρκους, γιὰ νὰ συγκρατήσουν αὐτὸν στὴ θρησκεία τους, πλὴν ὅμως ὅλες προσέκρουσαν στὴν κατηγορηματικὴ ἄρνηση τοῦ Νεομάρτυρος, ὁ ὁποῖος παρέμενε ἀκλόνητος στὴν ἀπόφασή του. Πρὸ τῆς ἐπιμονῆς του αὐτῆς, ὁ ἡγεμόνας διέταξε, τὸ 1657, τὴ θανάτωσή του. Παραλαβόντες τὸν Δημήτριο οἱ δήμιοι καὶ ὁ ὄχλος τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, ὅπου, ἀφοῦ κατέσφαξαν καὶ κατατεμάχισαν αὐτὸν διὰ μαχαιρῶν, τὸν ἔριξαν ἐπὶ τῆς πυρᾶς. Περιεβλήθη ἔτσι τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.






Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Κωνσταντίνος ἐγεννήθηκε στὸ χωριὸ Ψιλομέτωπο τῆς Λέσβου ἀπὸ πατέρα Μωαμεθανὸ καὶ μητέρα Χριστιανή, ἡ ὁποία καὶ ἐγαλούχησε αὐτὸν μὲ τὰ νάματα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἐγκατέλειψε τὴν πατρίδα του καὶ ἀφοῦ μετέβη στὴ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐβαπτίσθηκε καὶ ἔλαβε τὸ Χριστιανικὸ ὄνομα Κωνσταντίνος. Ἐπισκεφθεὶς κάποτε τὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Προδρόμου καὶ ἀσπασθεὶς τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Νεομαρτύρων, ποὺ ἐφυλάσσονταν ἐκεῖ, τόσο ἐπηρεάσθηκε, ὥστε ἀμέσως τοῦ ἐγεννήθηκε ὁ πόθος νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, ἐκμυστηρεύθηκε τὸν πόθο του στὸν πνευματικό του, ὁ ὁποῖος, εὐχαρίστως, ἀφοῦ ἄκουσε τὴν ἀπόφαση τοῦ Κωνσταντίνου, ὑπέβαλε ἀμέσως αὐτὸν στὴν κατάλληλη προετοιμασία. Ὅταν αὐτὴ συντελέσθηκε, ὁ Κωνσταντίνος, συνοδευόμενος ὑπὸ τῶν εὐχῶν τοῦ πνευματικοῦ του καὶ τῶν συνασκητῶν του, ἀπῆλθε στὴν Ἀνατολή, πρὸς ἐκπλήρωση τοῦ διακαοῦς πόθου του. Ἀποβιβάσθηκε στὶς Κυδωνίες, ὅπου, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀναμονῆς πλοίου γιὰ τὴ Σμύρνη, ἐθεώρησε καλὸ νὰ ἐργασθεῖ σὲ κατάστημα τροφίμων. Ἐκεῖ ὅμως ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ κάποιον Τοῦρκο συμπολίτη του καὶ καταγγέλθηκε στὸν ἀγᾶ, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ συνέλαβε αὐτόν, τὸν ἐρωτοῦσε περὶ τῆς ἀλήθειας ἢ μὴ τῶν καταγγελθέντων. Ὁ Κωνσταντίνος μὲ θάρρος ὁμολόγησε ὅτι ναὶ μὲν προηγουμένως ἦταν Μωαμεθανός, ἀλλά, ἐπειδὴ ἐφωτίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἔγινε Χριστιανός, διότι ἐπείσθηκε ὅτι ἡ πίστη αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ καὶ ἄμωμη. Ἐξοργισθεὶς ὁ ἀγᾶς, ἀφοῦ ὑπέβαλε τὸν Κωνσταντίνο σὲ παντοειδὴ βασανιστήρια, τὸν ἀπέστειλε στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ληφθεῖ ἐκεῖ ἡ ὁριστικὴ ἀπόφαση περὶ αὐτοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ὁ Κωνσταντίνος παρέμεινε ἀκλόνητος στὴ Χριστιανικὴ ὁμολογία του καὶ ἀπέρριψε ὅλες τὶς γενόμενες σὲ αὐτὸν δελεαστικὲς προτάσεις. Κατόπιν τούτου, τὸ 1819, διατάχθηκε ἡ δι’ ἀπαγχονισμοῦ θανάτωσή του. Τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρος, γιὰ νὰ μὴν παραληφθεῖ ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, ἐνταφιάσθηκε κρυφὰ στὸ Τουρκικὸ νεκροταφεῖο, μεταξὺ τῶν ἐκεῖ ἐνταφιασμένων Μωαμεθανῶν.







Ὁ Ἅγιος Λέανδρος ὁ Μάρτυρας ὁ Ἠπειρώτης
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου τοῦ Ἠπειρώτου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed May 28, 2014 11:54 am

3 ΙΟΥΝΙΟΥ







Ὁ Ἅγιος Λουκιλλιανὸς ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Image
Παύλη ἡ Παρθένος καὶ τὰ τέσσερα Νήπια Διονύσιος, Κλαύδιος, Παῦλος καὶ Ὑπάτιος
Ἡ μνήμη τους ἀναφέρεται καὶ στὶς 19 Ἰανουαρίου. Ἡ Σύναξή τους ἐτελεῖτο στὸν οἶκο τοῦ Πατριάρχου Ἀναστασίου στὴν Ὀξεία, μικρὴ νῆσο τῆς Προποντίδος, ἢ σὲ ὁμώνυμη τοποθεσία κείμενη κοντὰ στὴ λεγόμενη «Ἐμβόλων τοῦ Δομνίνου» στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ὡς ἄστρον φαεινόν, ἐκ νυκτὸς τῆς ἀπάτης, ὦ Λουκιλλιανέ, εὐσεβῶς ἀναλάμψας, νομίμως ἠγώνισαι, καὶ τὸν δόλιον ἔκτεινας· ὅθεν πρέσβευε, σὺν τῇ θεόφρονι Παύλῃ, καὶ τοῖς τέσσαρσι, Παισὶ Χριστῷ Ἀθλοφόρε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Μαρτύρων Χριστοῦ, ἰσότιμος γεγένησαι, βασάνων σφοδρῶν, κατατολμήσας ἔνδοξε· καὶ σὺν Παύλῃ ἔκραζες, καὶ Παισὶ τοῖς θείοις τῷ Κτίστῃ σου· Ἰδοὺ ὡς πρόβατα σφαγῆς, θυόμεθα Σῶτερ, διὰ πόθον τὸν σόν.

Μεγαλυνάριον.
Σπόρον γεωργήσας τὸν λογικόν, Μαρτύρων ἐδρέψω, δι’ ἀθλήσεως τὸν καρπόν, δι’ οὗ τοὺς τιμῶντας, ὦ Λουκιλλιανέ σε, ἐκτρέφεις ἀπορρήτως, ἐν θείῳ Πνεύματι.







Ὁ Ἅγιος Καικίλιος διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ
Ὁ Ἅγιος Καικίλιος ἔζησε κατὰ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν πρεσβύτερος στὴν Καρθαγένη τῆς Ἀφρικῆς. Ὑπῆρξε χειραγωγὸς στὸ Χριστιανισμὸ τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ, Ἐπισκόπου Καρχηδόνος († 2 Ὀκτωβρίου). Ὁ Βαρώνιος καὶ ἄλλοι ἰστορικοὶ τὸν θεωροῦν φίλο τοῦ φιλοσόφου Ὀκταβίου καὶ τοῦ νομικοῦ Μάρκου Μινουτίου Φήλικος. Μεταστραφεὶς στὸ Χριστιανισμό, ὁ Ἅγιος Καικίλιος ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν πατρώα εὐσέβεια καὶ τὴ διδασκαλία τῶν θείων Γραφῶν.







Ὁ Ἅγιος Ἀχιλλᾶς
Ὁ Ἅγιος Ἀχιλλᾶς (311 – 312 μ.Χ.) ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ διετέλεσε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Καρκασσὸν τῆς Τουλούζης στὴ Γαλλία. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ἡ Ἁγία Γλοτίλδη ἐκ Γαλλίας
Ἡ Ἁγία Γλοτίλδη ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Λυὼν τῆς Γαλλίας τὸ 474 μ.Χ. Ἐφρόντισε γιὰ τὴ βάπτιση τοῦ βασιλέως συζύγου της καὶ τῶν τέκνων της καὶ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 545 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Λιφάρδος ὁ ἐν Ὀρλεάνῃ
Ὁ Ὅσιος Λιφάρδος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ὀρλεάνη. Ἐσπούδασε τὴ νομικὴ ἐπιστήμη καὶ ὁ ζῆλος του γιὰ τὰ πνευματικὰ τὸν ὁδήγησε στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου καὶ τὴ συμμετοχή του στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ ἡλικία σαράντα ἐτῶν ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Μαζὶ μὲ τὸν Ὄσιο Οὐρβίκιο ἔζησαν μιὰ ζωὴ ἀσκητικὴ πολὺ αὐστηρὴ καὶ σκληρή. Λόγῳ τῆς μεγάλης του ἀρετῆς ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Μένουνγκ ποὺ εἶχαν ἱδρύσει μαζὶ μὲ τὸ συμμοναστή του. Ὁ Ὅσιος Λιφάρδος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 550 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Οὐρβίκιος
Ὁ Ὅσιος Οὐρβίκιος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Λιφάρδο, τὸν ὁποῖο διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς τοῦ Μένουνγκ. Ὁ Ὅσιος Οὐρβίκιος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Κρονανός
Ὁ Ὅσιος Κρονανὸς ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀνῆκε στὴ συνοδεία τοῦ Ἁγίου Κέβιν. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 617 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Κέβιν ὁ ἐξ Ἰρλανδίας
Ὁ Ἅγιος Κέβιν καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια καὶ ἐμορφώθηκε κοντὰ σὲ διακεκριμένους μοναχοὺς τῆς Ἰρλανδίας. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἵδρυσε μονὴ στὴν περιοχὴ τῶν Δύο Λιμνῶν. Ἦταν τόση ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος τοῦ βίου του, ὥστε γύρω ἀπὸ αὐτὸν συγκεντρώθηκαν πολλοὶ μοναχοὶ καὶ ἡ περιοχὴ ἐκείνη ἐξελίχθηκε σὲ πόλη. Χειροτονηθεὶς Ἐπίσκοπος ἔκτισε κοντὰ στὴ μονὴ τὸν καθεδρικὸ αὐτοῦ ναό.Ὁ Ἅγιος Κέβιν ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 618 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἑκατὸν εἴκοσι ἐτῶν.







Ὁ Ἅγιος Γενέσιος
Ὁ Ἅγιος Γενέσιος ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ διετέλεσε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Κλερμόντ. Διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του, τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες.Ὁ Ὅσιος Γενέσιος, ἀφοῦ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 662 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Ὁσιομάρτυρας ἐξ Ἰσπανίας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἰσαὰκ ἔζησε τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Κόρδοβα τῆς Ἰσπανίας, τὸ 825 μ.Χ. Ἦταν συμβολαιογράφος καὶ ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς σὲ μοναστήρι κοντὰ στὴ γενέτειρά του. Ἐμαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τὸ 852 μ.Χ., ἀπὸ τοὺς Μωαμεθανούς.






Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος, ὁ Θαυματουργός, καταγόταν ἀπὸ τὸ θέμα τῶν Κιβυρραιωτῶν, τὸ ὁποῖο περιελάμβανε τὶς ἐπαρχίες Καρίας, Πισιδίας, Λυκίας καὶ Παμφυλίας, καὶ ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους. Ἔζησε δὲ κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 9ου καὶ πρῶτο ἤμισυ τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀφοῦ ἔγινε μοναχός, περιερχόταν πολλοὺς τόπους συναναστρεφόμενος τοὺς ἀσκητές, τὶς ἀρετὲς τῶν ὁποίων ἐμιμεῖτο. Σὲ μία περιοδεία του ἐγνωρίσθηκε μετὰ τοῦ πρώην συγκλητικοῦ καὶ ἤδη μοναχοῦ Κοσμᾶ, ὁ ὁποῖος τὸν εἰσήγαγε στὴ μονὴ ποὺ ἐκτίσθηκε ἀπὸ αὐτόν, τοῦ Τραϊανοῦ, κοντὰ στὸν ποταμὸ Σαγγάριο καὶ τὴν ὁποία αὐτὸς εἶχε ἐγκαταλείψει, ἐπειδὴ δυσανασχέτησε ἀπὸ τὴν ἀπείθεια καὶ σκληρότητα τῶν μοναχῶν. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ἐχειροτονήθηκε ἱερέας καὶ κατόρθωσε διὰ τῶν θερμῶν λόγων, τοῦ ἀμέμπτου παραδείγματός του, τῶν φιλαδέλφων παρακλήσεων καὶ τῶν ὁλονυκτίων πρὸς τὸν Θεὸ δεήσεών του, νὰ ἐξημερώσει τοὺς ἀτίθασους μοναχοὺς καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴ δυσαλευθεῖσα τάξη στὴ μονή. Πλὴν τῶν ποιμαντικῶν του καθηκόντων ἠσχολεῖτο καὶ μὲ τὴν ἀντιγραφὴ βιβλίων, τὸ προϊὸν τῆς πωλήσεως τῶν ὁποίων διεμοίραζε στοὺς πτωχούς.
Ἔτσι, ὁσίως καὶ θεοφιλῶς, ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γήρας, γενόμενος πρόξενος μετὰ θάνατον πολλῶν θαυμάτων στοὺς προσερχομένους πρὸς αὐτὸν μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.






Ἡ Ὁσία Ἱερία ἡ χήρα
Ἡ Ὁσία Ἱερία, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν περιοχὴ τῆς Μεσοποταμίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Πάππος
Ὁ Ὅσιος Πάππος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Θαυματουργοῦ τοῦ πρίγκιπος
Image
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Θαυματουργοῦ τοῦ πρίγκιπος Οὔγκλιχ καὶ Ρωσίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 15 Μαΐου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Ἡ ἀνακομιδὴ καὶ μεταφορὰ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀπὸ τὴν πόλη Οὔγκλιχ στὴ Μόσχα, ἐπραγματοποιήθηκε τὸ 1606. Τὰ ἱερὰ λείψανα ἐτοποθετήθηκαν στὸ ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων τοῦ Κρεμλίνου. Μετὰ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὰ ἅγια λείψανα, καθιερώθηκαν οἱ ἡμέρες μνήμης τοῦ πρίγκιπος Δημητρίου: τῆς γεννήσεως († 19 Ὀκτωβρίου), τοῦ βίαιου θανάτου († 15 Μαΐου) καὶ τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ στὴ Μόσχα († 3 Ἰουνίου).






Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Δέρκων
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Γρηγόριος ἐγεννήθηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. στὸ χωριὸ Ζουμπάτα Ἀχαΐας. Λόγῳ τοῦ ἀνήσυχου χαρακτῆρος του, ὁ πατέρας του ἀναγκάσθηκε νὰ τὸν ἀποστείλει σὲ κάποιον μοναχὸ συγγενή του στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Φίλια. Ἐκεῖ ὁ Γρηγόριος, ἀφοῦ ἐκάρη μοναχός, ἐμόνασε. Ἐπὶ πόσα ἔτη ἔμεινε ἐκεῖ ἢ ἐὰν μετέβη καὶ ἐμόνασε στὴ μονὴ τῶν Ταξιαρχῶν, δὲν εἶναι γνωστό. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι, λόγῳ τῆς μικρῆς παραμονῆς του στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἀνήγειρε μὲ ἰδικές του δαπάνες, τὸ 1819, τὴν κρήνη τῆς μονῆς, ὅπως ἀναφέρεται κατὰ τὴν ἐπὶ αὐτῆς ἐπιγραφή.

Προικισμένος μὲ σπάνια φυσικὰ χαρίσματα καὶ πλήρης ἐλπίδων, δὲν περιορίσθηκε στὰ στενὰ ὅρια τῶν μοναστηριακῶν τειχῶν, ἀλλὰ ἐπεζήτησε εὐρύτερο πεδίο δράσεως. Ἀναφέρεται ὅτι ἐμορφώθηκε στὴ Δημητσάνα καὶ τὸ Ναύπλιο, ἀργότερα δὲ μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου ἐπεράτωσε τὶς σπουδές του στὴ Μεγάλη Σχολὴ τοῦ Γένους, διακρινόμενος ἀπὸ τότε γιὰ τὴ μόρφωσή του. Γιὰ τὴν ποικιλία τῶν γνώσεών του καὶ τὸ αὐστηρό του ἦθος, δὲν ἄργησε νὰ γίνει γνωστὸς σὲ εὐρὺ κύκλο λογίων, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἑλκύσας τὴν εὔνοια καὶ ἐκτίμηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Σωφρονίου Β’ (1774 – 1780), ὁ ὁποῖος τὸν ἐχειροτόνησε Μητροπολίτη Λαοδικείας κατὰ τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1777 καὶ συγχρόνως καθ’ ὅλο σχεδὸν τὸ ἔτος προσέλαβε αὐτὸν ὡς μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.

Ἀφοῦ ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του στὴ Μητρόπολη Λακεδαιμονίας, τὸ 1778, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διακρίθηκε ὡς ἔξοχος ποιμενάρχης. Σὲ αὐτὸν ὀφείλεται ἡ ὑπαγωγὴ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Δημητσάνης στὴ Μητρόπολη Λακεδαιμονίας, ἀργότερα δέ, κατὰ τὸ 1780, ἡ προαγωγὴ τῆς Πατριαρχικῆς Ἐξαρχίας Ζαρνάτας σὲ Ἐπισκοπὴ ὑπὸ τὸν Λακεδαιμονίας.

Φλεγόμενος ὑπὲρ τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ Γένους, ἐβάδισε ἐπὶ τὰ ἴχνη τοῦ προκατόχου του Ἀνανίου καὶ ἐργάσθηκε ἐντατικὰ πρὸς ἀναζωπύρωση τοῦ πατριωτικοῦ φρονήματος. Λόγῳ τῆς δράσεώς του αὐτῆς ἐπέσυρε τὴν ὀργὴ καὶ τὸ μίσος τῆς Τουρκικῆς ἐξουσίας τῆς Πελοποννήσου.

Ἀφοῦ ἦλθε σὲ ρήξη πρὸς τὸν πασὰ Σαλάμπαση, διότι ἀντιστεκόταν στὶς καταπιέσεις αὐτοῦ καὶ διαμαρτυρόταν στὶς ἐκκλησίες, ἐφυλακίσθηκε ἀπὸ αὐτὸν ἐπὶ ἐννέα μῆνες. Ὁ πασὰς ἀπέστειλε τρεῖς φορὲς ταχυδρόμους στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβει φιρμάνι νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει, ἐπειδὴ ὅμως ἀπέτυχε, ἀπέλυσε τὸν Γρηγόριο, ἀφοῦ ἔλαβε ἀπὸ αὐτὸν ἄδικο πρόστιμο τριάντα χιλιάδων γροσίων.

Περὶ τὰ μέσα τοῦ 1790 προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν πασὰ τῆς Πελοποννήσου νὰ μεταβεῖ στὴν Τρίπολη, πλὴν ὅμως ἐγκαίρως κατόρθωσε νὰ διαφύγει πρὶν συλληφθεῖ καὶ ὑποστεῖ τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ προκατόχου του Ἀνανίου. Διὰ μέσου δὲ τῆς Ὕδρας κατευθύνθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ ἀπηλλάγη τῆς κατηγορίας. Ἀφοῦ ἔμεινε ἐκεῖ ἀρκετά, μετατέθηκε στὴ Μητρόπολη Βιδύνης, κατὰ τὸ Νοέμβριο τοῦ 1791, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν ἐπανέλθει στὴν Πελοπόννησο.

Δὲν παρέμεινε ὅμως ἐκεῖ ἀρκετά, διότι δὲν ὑπῆρξε ἀμέτοχος τῆς ἀποστασίας τοῦ Πασβάνογλου (1797), πρὸς τὸν ὁποῖο συνδέθηκε διὰ φιλίας, ἐπωφελούμενος τῶν σχέσεων μὲ τὸν Ρήγα Φεραῖο. Φοβούμενος δὲ τὴν ἐνοχοποίησή του, ἐδραπέτευσε καὶ κατευθύνθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1801. Ἐδῶ παρέμεινε μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς του, ἐπὶ Πατριάρχου Καλλινίκου Ε’, σὲ Μητροπολίτη Δέρκων, διαδεχθεὶς τὸν Μακάριο, ὁ ὁποῖος ἔγινε Μητροπολίτης Ἐφέσου.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εὐθὺς ἀμέσως, γιὰ τὶς ποικίλες γνώσεις καὶ τὴν πολύτιμη πείρα του, ἐκλήθηκε ὡς Συνοδικὸς καὶ παρέμεινε στὴ θέση αὐτὴ μέχρι τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1821, ὑπὸ τέσσερις Πατριάρχες, τὸν Καλλίνικο Ε’, τὸν Ἱερεμία Δ’ (1809 – 1813), τὸν Κύριλλο ΣΤ’ (1813 – 1818) καὶ τὸν Γρηγόριο Ε’ (1818 – 1821).

Ὡς Μητροπολίτης Δέρκων καὶ μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παρέσχε μεγάλες ὑπηρεσίες στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Γένος, ἀφοῦ κατόρθωσε νὰ φέρει σὲ πέρας δύσκολα καὶ δύσλυτα προβλήματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ φωτισμένη σκέψη του ἐβάρυνε πάντοτε ἐπὶ τῶν σκέψεων καὶ τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου. Συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Ἱεραρχῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐπέδειξαν μεγάλο ζῆλο γιὰ τὴν ἵδρυση σχολείων καὶ τὴν ἐξύψωση τοῦ πνευματικοῦ καὶ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου τῆς νεολαίας. Πολὺ συνέλαβε στὴν ἀναδιοργάνωση τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς, ὡς καὶ τὴ μετάθεση αὐτῆς ἀπὸ τὸ Φανάρι στὴν Ξηροκρήνη.

Ὁ Ἅγιος ἐπροστάτευε τοὺς γενναίους ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς καὶ τοὺς ἐναρέτους ἀπὸ τοὺς κληρικούς. Ἔτσι ὡς πνευματικά του τέκνα ἀναφέρονται οἱ δύο Πατριάρχες Γρηγόριος ΣΤ’ καὶ Ἄνθιμος Ε’ (1841 – 1842), ὡς καὶ ὁ πολὺς κατόπιν Γρηγόριος Παπαφλέσσας.

Μετὰ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντου στὴ Μολδαβία, διατάχθηκε, στὶς 9 Μαρτίου, διὰ φιρμανίου καὶ ἄνευ ἐξηγήσεων ὁ Πατριάρχης νὰ ἀποστείλει στὴν Πύλη μερικοὺς ἀπὸ τοὺς πρόκριτους Ἀρχιερεῖς, μεταξὺ δὲ αὐτῶν καὶ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο. Περὶ τῆς τύχης τῶν κρατουμένων Ἀρχιερέων, μετὰ τὴν ἀναγγελία τῆς Ἐπαναστάσεως στὴν Πελοπόννησο, ἔκρινε τὸ ἀποτέλεσμα τῶν πολεμικῶν γεγονότων καὶ μάλιστα ἡ ἀναγγελία περὶ τῆς πυρπολήσεως τοῦ Τουρκικοῦ δικρότου στὴ Λέσβο, στὶς 27 Μαΐου 1821, ἀπὸ τὸν Παπανικολῆ καὶ ἡ σφαγὴ τοῦ Μολλᾶ τῆς Μέκκας καὶ τῆς οἰκογένειάς του στὴ νῆσο τῶν Οἰνουσσῶν.
Ἔτσι διατάχθηκε ἡ θανάτωση ὅλων τῶν φυλακισμένων Ἱεραρχῶν. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀπαγχονίσθηκε, τὸ 1821, στὰ Θεραπειά, ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκία του.






Ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δωρόθεος, κατὰ κόσμον Δημήτριος Πρώιος, ἐγεννήθηκε τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Χίο, ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ στοιχειώδη γράμματα, ἀργότερα δὲ διετέλεσε μαθητὴς τοῦ Δανιὴλ τοῦ Κεραμέως στὴν Πατμιάδα Σχολή. Τὸ 1786, ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὴ συνέχεια ἀνεχώρησε στὴν Ἰταλία καὶ Γαλλία γιὰ εὐρύτερες σπουδές. Ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1793 ἐδίδαξε φιλοσοφία στὴ σχολὴ τῆς Χίου, ὑπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, μέχρι καὶ τὸ 1796.

Σὲ κάποια ἐπίσκεψη τοῦ Καπετὰν-Πασᾶ στὸ Αἰγαῖο, ὁ διερμηνέας τοῦ στόλου Κωνσταντίνος Χαντζερῆς ἐγνώρισε τὸν Δωρόθεο στὴ Χίο, τὸν ἐζήτησε ὡς διδάσκαλο τῶν τέκνων του, καὶ ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 1797. Ἀκολούθησε ἀργότερα τὸν Χαντζερῆ στὴ Βλαχία μετὰ τὸ διορισμό του ὡς ἡγεμόνος. Ὡς βοηθό του ὁ Ἅγιος Δωρόθεος στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ Βουκουρέστι εἶχε τὸν ἐπίσης Χίο καὶ ἀγαπητό του μαθητὴ Νεόφυτο Βάμβα.

Τὸ 1799, ὁ Ἅγιος Δωρόθεος, μετὰ τὴν ἀποκεφάλιση τοῦ Χαντζερῆ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀνέλαβε καθήκοντα ἱεροκήρυκος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ ἐχειροτονήθηκε ἀρχιμανδρίτης.

Τὸ 1804, ἱδρύθηκε στὴν Ξηροκρήνη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπὸ τὸν Δημήτριο Μουρούζη, νέα Σχολὴ τοῦ Γένους, ἡ διεύθυνση τῆς ὁποίας ἀνατέθηκε στὸν Ἅγιο Δωρόθεο. Ἕνα χρόνο μετά, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Φιλαδελφείας καὶ τὸ 1813 Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως.

Ὁ Ἅγιος ἐπιθυμοῦσε νὰ ἱδρύσει στὴν Ἀδριανούπολη ἱερατικὴ σχολή, ἐπειδὴ ὄμως δὲν κατάφερε νὰ πραγματοποιήσει τὸ ὄνειρό του, συνέλαβε τὰ μέγιστα στὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐκεῖ ὑπαρχούσης Ἑλληνικῆς σχολῆς, ἀφοῦ διόρισε ὡς σχολάρχη αὐτῆς τὸν ἀξιόλογο διδάσκαλο Στέφανο Καραθεοδωρῆ. Ἐδίδασκε καὶ αὐτὸς λογικὴ καὶ ἠθικὴ κατ’ Ἀριστοτέλη, μαθηματικὰ καὶ φυσικὰ κατὰ Νικηφόρο Θεοτόκη καὶ μεταφυσικὴ καὶ θεολογία κατὰ Εὐγένιο Βούλγαρη.

Τὸ 1820, ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ἐκλήθηκε ὡς μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔμελλε νὰ εὕρει μαρτυρικὸ θάνατο μετὰ τῶν ἄλλων Ἀρχιερέων, ἀφοῦ ἀπαγχονίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τὸ 1821, στὸ Μέγα Ρεῦμα.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δωρόθεος χαρακτηρίζεται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς συντελεστὲς τῆς ἐκπαιδευτικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ. Ἐκτὸς τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ ἀναγνωρίζει αὐτὸν καὶ ὁ Κωνσταντίνος Οἰκονόμου ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ δὲ Μητροπολίτης Οὑγγροβλαχίας Ἰγνάτιος κατατάσσει τὸν Ἅγιο μεταξὺ τῶν ἐνδόξων ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι ἐλάμπρυναν τὴν Ἑλλάδα. Εἶναι, ἐπίσης, ἄξιο ἀναφορᾶς ὄτι ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ἐπιμελήθηκε τὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ Πηδαλίου τὸ 1800, «διορθωθέντος ψήφῳ τοῦ παναγιωτάτου καὶ ἱεροκήρυκος κυρίου Δωροθέους».






Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης
Ὁ Ἅγιος Ἱρομάρτυς Ἰωσὴφ (Ἀντωνόπουλος) καταγόταν ἀπὸ τὴ Δημητσάνα τῆς Πελοποννήσου, ὁ ὁποία ἀνέδειξε ἰδιαίτερα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἀξιόλογους ἄνδρες, ποὺ ἐργάσθηκαν τόσο στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους. Διετέλεσε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κατὰ τὴ δύσκολη περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τοὺς χρόνους πρὶν ἀπὸ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως. Κατὰ τὴν ἔναρξη αὐτῆς συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἐθανατώθηκε· γι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὡς Ἐθνομάρτυς. Ὅμως στὴ συνείδηση τοῦ Χριστιανικοῦ πληρώματος τῆς Θεσσαλονίκης ἔχει καθιερωθεῖ καὶ τιμᾶται ὡς Ἱερομάρτυς.

Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ προερχόταν ἀπὸ τὴ γνωστὴ οἰκογένεια τῶν Ἀντωνόπουλων, ἡ ὁποία προσέφερε πολλὰ στὸν ἀγώνα τοῦ 1821. Μέχρι πρόσφατα ὑπῆρχε ἡ ἄποψη ὅτι ἔφερε τὸ ἐπώνυμο Δαλιβήρης, ὥσπου ἐδημοσιεύθηκαν τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Κανέλου Δεληγιάννη, ὅπου, ἀναφερόμενος ὁ Κανέλος στὸ γεγονὸς τῆς ἱδρύσεως πυριτιδόμυλων στὴ Δημητσάνα, λέγει ὅτι στὴν προσπάθεια αὐτὴ τῶν δύο ἀδελφῶν, τοῦ Νικολάου καὶ τοῦ Σπυρίδωνα Σπηλιωτοπούλου, συνέβαλε σημαντικὰ καὶ ὁ προκριτώτερος τῆς πόλεως «Ἀθανάσιος Ἀντωνόπουλος, ἀδελφὸς τοῦ Ἰωσὴφ μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, ὅστις ἐφονεύθη ἀπὸ τὸν σουλτάνον εἰς Κωνσταντινούπολιν μετὰ τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Γρηγορίου, τοῦ Δέρκων, Ἐφέσου καὶ ἄλλων ἀρχιερέων...».

Τὴν πρώτη μόρφωσή του ὁ Ἰωσὴφ πιθανότατα τὴν ἔλαβε στὴ γενέτειρά του, ὄπου ἄλλωστε καὶ πρὶν τὴ σύσταση τπης γνωστῆς Ἑλληνικῆς σχολῆς ἐλειτουργοῦσε ἀνεπίσημα σχολεῖο. Ἄγνωστος παραμένει ὁ τόπος ὅπου συνέχισε τὶς σπουδές του· πιθανότατα μετέβη στὴ Σμύρνη, ὅπου συνήθιζαν νὰ καταφεύγουν πολλοὶ ἀπὸ τὴν γενέτειρά του, ὅπως π.χ. ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’, ἀλλὰ καὶ οἱ ἱδρυτὲς τῆς σχολῆς τῆς Δημητσάνας. Ἕνας ἄλλος τόπος ποὺ προσέλκυε πολλοὺς νέους προερχομένους ἀπὸ τὴ Δημητσάνα ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη, ὅπου διέμεναν πολλοὶ πλούσιοι ἔμποροι καταγόμενοι ἀπὸ αὐτή. Ἀλλὰ καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀποτελοῦσε ἕνα σημαντικὸ πόλο ἕλξεως. Σὲ κάποιον λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς χώρους ὁ Ἰωσὴφ συμπλήρωσε τὴ μόρφωσή του, γιὰ τὴν ὁποία ἄλλωστε ὁ μοναχὸς Χριστόφορος ὁ Προδρομίτης σημειώνει: «ἱκανὴν παίδευσιν, τήν τε θύραθεν καὶ μάλιστα τῶν καθ’ ἡμᾶς παιδευμάτων».

Ἀργότερα, ὅταν ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’ ἀνέρχεται στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, συναντοῦμε τὸν Ἰωσὴφ ὡς ἀρχιδιάκονο τοῦ Μητροπολίτου Ἐφέσου. Στὴ συνέχεια γίνεται Μέγας Πρωτοσύγκελλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐνῷ ἀπὸ τὶς 20 Αὐγούστου τοῦ 1787 ἐξελέγη Μητροπολίτης Δράμας. Μεταξὺ τῆς γενέτειράς του καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ἐπαρχίας ὑπῆρχε ἕνας μυστικὸς στενὸς σύνδεσμος, ἀφοῦ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συμπετριῶτές του εἶχαν περάσει ἀπὸ τὴ Δράμα, ὅπως π.χ. ὁ Διονύσιος Α’, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται δεύτερος κτίτωρ τῆς μονῆς τῆς Εἰκοσιφοινίσσης, ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’, ὁ ὁποῖος κατέφυγε στὴν ἴδια μονή, ὁ Μητροπολίτης Δράμας Ἀθανάσιος (1593 – 1608), ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι.

Στὸ ἐξώφυλλο μιᾶς χειρόγραφης λειτουργίας τοῦ 1736 βρίσκουμε μία ἰδιόγραφη σημείωση τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ, ποὺ φέρεται ὅτι εἶναι γραμμένη τὸ Μάρτιο τοῦ 1800. Στὴ σημείωση αὐτὴ ἀναφέρονται τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν προκατόχων τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι προβαίνει σ’ αὐτὴν τὴν ἐνέργεια ἀπὸ σεβασμὸ στὴ μνήμη ὅλων ὅσοι ἀρχιεράτευσαν ἐνωρίτερα στὴν ἴδια Μητρόπολη καὶ ἰδιαίτερα τῶν συμπατριωτῶν του.

Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ διακρινόταν ἰδιαίτερα γιὰ τὴ μόρφωσή του, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἐργατικότητά του. Συνέλαβε μάλιστα οἰκονομικὰ στὴν ἔκδοση διαφόρων ἔργων, ὅπως τῆς Ἐπιτομῆς χρονολογικῆς τῆς Γενικῆς Ἱστορίας, ἐκ τῆς Γαλλικῆς εἰς τὴν ἡμετέραν μετενεχθείσης διάλεκτον μετὰ πλείστον σημειώσεων ἐπαυξηθείσης ὑπὸ τοῦ φιλογενοῦς Λάμπρου Ἀντωνιάδου, τοῦ ἐκ Μοισίας καὶ τῆς Γεωγραφίας τοῦ Διονυσίου Πύρρου τοῦ Θετταλοῦ, ἡ ὁποία ἐκδίδεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1818. Ἐπίσης προέτρεψε τὸν Ὅσιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη στὴ σύνταξη τοῦ Συναξαριστοῦ, τὴν ἔκδοση τοῦ ὁποίου εἶχε ὑποσχεθεῖ νὰ χρηματοδοτήσει. Πράγματι, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου, τὸ 1819, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ἐκπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσή του, ἐπιθυμώντας μόνο νὰ παραμείνει μυστικὴ ἡ προσφορά του. Τέλος, ἐνίσχυσε οἰκονομικὰ καὶ τὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του.

Ἀπὸ τὸ φθινόπωρο πιθανότατα τοῦ 1808 – 1809 ὁ Ἰωσὴφ μετεῖχε στὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο ὡς Μητροπολίτης Δράμας. Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου συναντοῦμε τὴν ὑπογραφή του σὲ διάφορα συνοδικὰ ἔγγραφα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ στὸ ἔντυπο συγίλλιο τοῦ Πατριάρχου Καλλινίκου Ε’, τὸ 1809, ποῦ συνιστᾶ ὑποταγὴ στὴν ὀθωμανικὴ ἐξουσία τόσο στοὺς Μητροπολίτες ὅσο καὶ στοὺς Χριστιανούς.

Κατὰ τὸ Νοέμβριο τοῦ 1810, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ μετατέθηκε στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ διαδεχθεῖ τὸν ἀποθανόντα Ἐπίσκοπο Γεράσιμο. Ἡ Μητρόπολη τῆς Δράμας ἦταν μία πτωχὴ ἐκκλησιαστικὴ περιφέρεια σὲ σχέση μὲ τὴ Θεσσαλονίκη· ἔτσι ἡ προαγωγὴ αὐτὴ ἀποτελοῦσε μιὰ πράξη ἀναγνωρίσεως τῆς προσφορᾶς τοῦ Ἁγίου.

Ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς ποιμαντορίας του στὴ Θεσσαλονίκη διασώζεται μία ἐνθύμηση σ’ ἕνα χειρόγραφο τοῦ 15ου – 16ου αἰῶνος μ.Χ. ποὺ ἀναφέρεται σὲ κάποια ἐπίσκεψή του στὴ μονὴ Βλατάδων. Ἀργότερα, τὸ 1815, σὲ Κώδικα τοῦ 1789, ποὺ ἀνῆκε στὸ ναὸ τῆς Παναγούδας, εὑρίσκουμε μία σημείωση ποὺ ἀναφέρει ὅτι ἐθεωρήθηκε ὁ λογαριασμὸς τοῦ ἐπιτρόπου Γ. Πάικου κατὰ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1815 ἐνώπιον τοῦ Ἀρχιερέως· στὸ τέλος ὑπάρχει ὑπογραφὴ τοῦ Μητροπολίτου «οὕτως ὁ Θεσσαλονίκης Ἰωσὴφ ὑποβεβαιοῖ».

Κατὰ τὰ ἔτη 1819 – 1820, ὁ Ἰωσὴφ μετεῖχε καὶ πάλι στὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο, αὐτὴ τὴ φορὰ βέβαια ὡς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ἔτσι συναντοῦμε τὴν ὑπογραφή του σὲ ἀρκετὰ συνοδικὰ ἔγγραφα καὶ γράμματα, ὅπως στὴν Ἐγκύκλιο τοῦ ἔτους 1820, τὴν ὁποία ἀπευθύνει ὁ Γρηγόριος Ε’ πρὸς τὸν Μητροπολίτη, τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τὸ λαὸ τῆς Θεσσαλονίκης, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν παρασυρθοῦν ἀπὸ τὸ κίνημα τοῦ Ἀλῆ, ἀλλὰ νὰ παραμείνουν πιστοὶ στὸ Σουλτάνο. Ἐπίσης, τὸ 1821, ὁ Ἰωσὴφ ὡς συνοδικὸς ὑπογράφει καὶ τὴν ἀφοριστικὴ ἐπιστολὴ τῶν πρωταγωνιστῶν τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος. Αὐτὲς οἱ ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου δὲν πρέπει, ὅπως ἔχει ἀποδειχθεῖ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα, νὰ ἐκληφθοῦν ὡς προδοτικές, ἀλλὰ νὰ ἑρμηνευθοῦν σὲ συνδιασμὸ μὲ ὅλο τὸ κλίμα τῆς περιόδου καὶ κυρίως μὲ τὸ δύσκολο ρόλο ποὺ εἶχε ἀναλάβει τὸ Πατριαρχεῖο ὡς προστάτης τοῦ Χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ.

Μετὰ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως στὶς παραδουνάβιες περιοχές, ὁ Πατριάρχης διατάχθηκε διὰ φιρμανίου, στὶς 9 Μαρτίου, νὰ στείλει στὴν Πύλη κάποιους ἀπὸ τοὺς προκρίτους Ἀρχιερεῖς. Ἴσως ὅμως αὐτὸ νὰ συνέβη, ὅταν ἐγνωστοποιήθηκε στὸ Σουλτάνο ἡ ἐξέγερση τῆς Πελοποννήσου, ὁπότε καὶ τοῦ ἐζητήθηκαν συγκεκριμένα πρόσωπα, διαφορετικὰ θὰ ὄφειλε νὰ θέσει καὶ τὸν ἑαυτό του στὴν ὁμάδα τῶν ἀποσταλέντων Ἀρχιερέων στὴν Πύλη.

Μάλιστα οἱ συλλήψεις τῶν Ἀρχιερέων πρέπει νὰ ἔγιναν σταδιακά· πρῶτος πρέπει νὰ συνελήφθη καὶ νὰ ἐφυλακίσθηκε ὁ Ἐφέσου Διονύσιος, αφοῦ δὲν συναντοῦμε τὴν ὑπογραφή του σὲ κανένα ἀπὸ τὰ πατριαρχικὰ ἔγγραφα ποὺ ἀποκηρύσσουν τὸ κίνημα. Μετὰ ἀκολούθησαν ὁ Νικομηδείας Ἀθανάσιος καὶ ὁ Ἀγχιάλου Εὐγένιος ποὺ ἐθανατώθησαν μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε’. Μετὰ τὴν 10η Ἀπριλίου ἢ κατ’ αὐτὴν συνελήφθησαν καὶ ἐφυλακίσθηκαν στὸ Φοῦρνο τοῦ Μποσταντζήμπαση ὁ Δέρκων Γρηγόριος, ὁ Τυρνόβου Ἰωαννίκιος, ὁ Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεος καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ. Ἡ φυλάκιση τῶν Ἀρχιερέων διήρκεσε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Στὶς 27 Μαΐου, ὅταν ὁ Σουλτάνος ἐπληροφορήθηκε τὴν πυρπόληση τοῦ τουρκικοῦ δικρότου στὴ Λέσβο, διέταξε πρὸς ἀντεκδίκηση τὴ θανάτωση τῶν φυλακισμένων. Ἔτσι, στὶς 3 Ἰουνίου 1821, τὰ θύματα μαζὶ μὲ τὸ δήμιό τους μεταφέρθηκαν στὴν εὐρωπαϊκὴ παραλία τοῦ Βοσπόρου, γιὰ νὰ ἐκτελεσθοῦν. Πρῶτος ἀπαγχονίσθηκε ὁ Τυρνόβου Ἰωαννίκιος στὸ Ἀρναούτκιοϊ, μετὰ ὁ Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεος στὸ Μέγα Ρεῦμα, τρίτος ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ στὸ Νεοχώρι, καὶ τέλος ὁ Δέρκων Γρηγόριος στὰ Θεραπειά.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ, ἡ περιουσία του ἐδημεύθηκε καὶ ἔτσι ἐστερήθηκε καὶ ἡ σχολὴ τῆς πατρίδος του τὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση ποὺ ἐδεχόταν ἀπὸ αὐτόν. Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἴδιου ἔτους στὸ μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης μετατέθηκε ὁ Αἴνου Ματθαῖος, ὁ ὁποῖος παρέμεινε μέχρι τὸ 1824.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γλυκοφιλούσης ἐν Γιαροσλάβλ
Image
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Γιαροσλάβλ ὀφείλει τὸ ὄνομά της στὴν πόλη τοῦ Γιαροσλάβλ. Μεταφέρθηκε ἐκεῖ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Βασίλειο καὶ Κωνσταντίνο, πρίγκιπες τοῦ Γιαροσλάβλ († 3 Ἰουλίου).






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου «τῶν Ἀδελφῶν τοῦ Κιέβου»
Image
Ἡ εἰκόνα αὐτὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου βρίσκεται στὸ Κίεβο – Μπράτσκ τῆς Ρωσίας. Ἑορτάζεται κυρίως στὶς 10 Μαΐου, ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνεται, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σημερινὴ ἡμέρα, και τὴν Ε’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed May 28, 2014 11:57 am

4 ΙΟΥΝΙΟΥ








Οἱ Ἁγίες Μάρθα καὶ Μαρία ἀδελφὲς τοῦ Ἁγίου Λαζάρου
Image
Οἱ Ἁγίες Μάρθα καὶ Μαρία, μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ τους Λαζάρου, ἀποτελοῦσαν τὴν πλέον ἀγαπητὴ στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ οἰκογένεια τῆς Βηθανίας. Στὴν οἰκία τους φιλοξενούμενος ὁ Χριστὸς εἶπε τὸ διδακτικώτατο: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δὲ ἔστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς», ὅταν ἡ Μάρθα, ὡς μεγαλύτερη, ἠσχολεῖτο μὲ τὴν περιποίηση Αὐτοῦ, ἐνῷ ἡ ἀδελφή της Μαρία ἦταν ἀφοσιωμένη στὴ διδασκαλία Του καὶ δὲν τὴν ἐβοηθοῦσε στὶς ἐργασίες. Γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή τους πρὸς Αὐτόν, ὁ Κύριος τὶς ἀντάμειψε διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ προσφιλοῦς τους ἀδελφοῦ Λαζάρου. Ἡ Μαρία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ἄλειψε τοὺς πόδες τοῦ Ἰησοῦ μὲ πολύτιμο μύρο καὶ τοὺς ἐσπόγγισε διὰ τῆς παρθενικῆς της κόμης. Ἀπετέλεσαν εὐσεβὴ καὶ διακεκριμένα μέλη τῆς πρώτης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῷ Σωτῆρι ἀμέμπτως διακονήσασαι, αἱ τοῦ ἁγίου Λαζάρου θεῖαι αὐτάδελφοι, σὺν τῇ Μάρθᾳ τῇ κλεινῇ Μαρία πάνσεμνε· καὶ τὴν Ἀνάστασιν αὐτοῦ, σὺν Μυροφόροις Γυναιξί, μαθοῦσαι ἐκ τοῦ Ἀγγέλου, φωτὸς ἐπλήσθητε θείου, ἡμῖν αἰτοῦσαι τὰ σωτήρια.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τὴν πάντιμον, τὰς τοῦ Λαζάρου συγγόνους τιμήσωμεν, Μαρίαν καὶ Μάρθαν ἐν ᾄσμασιν, ὡς ἂν αὐτῶν ἱκεσίαις πρὸς Κύριον, πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε αὐτάδελφοι ἱεραί, Μάρθα καὶ Μαρία, σεμναὶ ἤθεσι καὶ ζωῇ· χαίρετε Λαζάρου, αἱ σύγγονοι αἱ θεῖαι, μεθ’ ὧν ἡμῖν αἰτεῖσθαι, τὸ θεῖον ἔλεος.






Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης Α’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Image
Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ἦταν υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Πρόβου Δομετίου (276 – 282 μ.Χ.) καὶ ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.). Προσῆλθε στὸ Χριστιανισμὸ καὶ ἐπατριάρχευσε κατὰ τὰ ἔτη 306 – 314 μ.Χ. Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέστησε τὴν Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ὁ Ἅγιος ἦταν ἐπίσκοπος αὐτῆς. Ἐπὶ τῆς ἀρχιερατείας του, ἡ Ἐκκλησία, διὰ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καθησύχασε ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς καὶ ἔτυχε πάσης προστασίας. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἐθεμελιώθησαν, ἐπίσης, πολλὲς μεγάλες οἰκοδομὲς τῆς πρωτεύουσας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ περίφημοι ναοὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Κατὰ τὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια, τὸ 325 μ.Χ., δὲν ἐμπόρεσε νὰ παραστεῖ αὐτοπροσώπως, λόγῳ γήρατος, ἀπέστειλε ὅμως σὲ αὐτὴ τὸν πρωτοπρεσβύτερο καὶ μετέπειτα διάδοχό του Ἅγιο Ἀλέξανδρο († 30 Αὐγούστου), ἄνδρα ἀναγνωρισμένο γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὸν ἔνθερμο Χριστιανικὸ ζῆλό του.

Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ἔζησε ἑκατὸν δεκαεπτὰ ἔτη καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 325 μ.Χ., ἐκηδεύθηκε δὲ ὑπὸ τοῦ ἐπιστρέφοντος ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας Ἐπισκόπου Νισίβιδος τῆς Μεσοποταμίας Ἰακώβου. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, τιμῶν τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους, ἀνήγειρε πρὸς τιμήν του ναό, στὸν ὁποῖο μετακόμισε τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία καὶ στὸ σεβάσμιο ναὸ αὐτοῦ κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ἀνερχομένης τῆς Λιτῆς στὸ Φόρο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι καταλαμπόμενος, Πατριαρχῶν ἀνεδείχθης γέρας καὶ θεία κρηπίς, ὡς Χριστοῦ μυσταγωγός, Πάτερ Μητροφάνες, ἀπὸ δὲ θρόνου ὑψηλοῦ, τῇ Ἐκκλησίᾳ δαδουχεῖς, τὸ φέγγος τῆς εὐσεβείας. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὴν πίστιν Χριστοῦ, τρανῶς σὺ ἐδογμάτισας, καὶ ταύτην τηρῶν, εἰς πλῆθος ὄντως ηὔξησας, τὸ πιστόν σου ποιμνίον· σὺν Ἀγγέλοις ὅθεν Μητροφάνες, συναγάλλῃ νῦν, καὶ Χριστῷ πρεσβεύεις, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων ἡ καλλονή· χαίροις τῶν Ὁσίων, κανὼν θεῖος ἐν ἀρετῇ· χαίροις Ἐκκλησίας, ὡράϊσμα καὶ κλέος, βάθρον Πατριαρχείας, Πάτερ Μητροφάνες.






Οἱ Ἅγιοι Ἀρέτιος καὶ Δακιανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀρέτιος καὶ Δακιανὸς ἐμαρτύρησαν στὴ Ρώμη.






Ὁ Ἅγιος Κλατέος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Βρεσκίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Κλάτεος, ὑπῆρξε πρῶτος ἢ δεύτερος Ἐπίσκοπος τῆς Βρεσκίας τῆς Λομβαρδίας, στὴν Ἰταλία, καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 64 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).






Οἱ Ἅγιοι Ἀτταλός, Ζωτικός, Κάμασις καὶ Φίλιππος οἱ Μάρτυρες τῆς Ρουμανίας
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀτταλός, Ζωτικός, Κάμασις καὶ Φίλιππος ὑπέστησαν, σύμφωνα μὲ κάποιους ἐρευνητές, τὸ μαρτύριο στὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ἄλλοι λέγουν ὅτι ἄθλησαν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 319 – 324 μ.Χ., ὄταν βασιλέας ἦταν ὁ Λικίνιος. Δυνάμεθα, ἐπίσης, νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθηκαν μαρτυρικὰ στὰ βόρεια τοῦ Δουνάβεως, ὅπου τότε κατοικοῦσαν οἱ Γότθοι, πρὸς τοὺς ὁποίους διέδωσε τὸ Εὐαγγέλιο ὁ Ἅγιος Σάββας τοῦ Μπουζάου. Ἡ καταδίωξη ποὺ ἐξαπέλυσε ὁ βασιλέας Ἀθανάριχος κατὰ τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὰ ἔτη 370 – 372 μ.Χ., ἴσως νὰ προκάλεσε καὶ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων ἀνεκαλύφθησαν στὴν κρύπτη μιᾶς βασιλικῆς στὴν περιοχὴ Νικολιτσὲλ τῆς ἐπαρχίας Τούλτσεα τῆς Ρουμανίας, τὸ 1971. Σήμερα τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν εὑρίσκονται στὴ μονὴ Κοκὸς τῆς Τούλτσεα τῆς Ρουμανίας.







Ἡ Ὁσία Νιννοκία ἐκ Βρετανίας
Ἡ Ὁσία Νιννοκία ἔζησε στὴ Βρετανία τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀπὸ τὴν παράδοση θεωρεῖται θυγατέρα τοῦ Ἁγίου Μπρενθακίου τοῦ Μπρέκνοκ. Ἀκολούθησε τὸν Ἅγιο Γερμανὸ τῆς Ὡξέρρης, ὅπου ἀργότερα ἐκάρη μοναχὴ καὶ ἔγινε ἡγουμένη σὲ μονὴ τῆς Ἀρμορίκης τῆς Βρετάνης. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 467 μ.Χ., καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἐδώρισε, μετὰ τὴν κοίμησή της, τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι πολλοὶ πιστοὶ προσέτρεχαν στὴ μονὴ Κουΐμπερ τῆς Βρετάνης, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν.






Ἡ Ὁσία Βρεάκη ἐξ Ἰρλανδίας

Ἡ Ὁσία Βρεάκη καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία. Περὶ τὸ 460 μ.Χ. ἀκολούθησε στὴν ἱεραποστολὴ τὸν Ἅγιο Πατρίκιο, ἀλλὰ ἐργάσθηκε, ἐπίσης, σὲ περιοχὲς τοῦ ποταμοῦ Χάιλ τῆς Κορνουάλης. Ὁ Θεὸς τῆς ἐδώρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Πετρόκιος ἐξ Οὐαλίας
Ὁ Ὅσιος Πετρόκιος, προστάτης τῆς Κορνουάλης, ἐγεννήθηκε τὸ 468 μ.Χ. στὴ νότια Οὐαλία καὶ ἦταν νεώτερος υἱὸς ἢ, κατ’ ἄλλους, ἀνεψιὸς τοῦ Ἁγίου Κλαυδίου Κέρνιβ († 3 Μαΐου), βασιλέως τοῦ Γκλιούϊσινγκ τῆς Οὐαλίας. Γιὰ ἀρκετὰ χρόνια ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἰρλανδία καὶ ἀργότερα ἐπέστρεψε στὴ Μεγάλη Βρετανία, ὅπου ἵδρυσε ἱεραποστολικὸ κλιμάκιο στὴ πόλη Χάϊλεσμουθ καὶ ἕνα μοναστήρι στὴν περιοχὴ τοῦ Λανβέτινοκ, ποὺ ἔλαβε ἀργότερα τὸ ὄνομα Πέτροκστον καὶ σήμερα εἶναι γνωστὴ ὡς πόλη τοῦ Πάντστοου, ὅπου ἀσκήτεψε ἐπὶ τριάντα χρόνια. Ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε γιὰ προσκύνημα τὴ Ρώμη καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ τελικὰ ἔφθασε μέχρι τὴν Ἰνδία, γιὰ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης σὲ νησὶ τοῦ Ἰνδικοῦ ὠκεανοῦ. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κορνουάλη, ἵδρυσε ἕνα ἄλλο μοναστήρι στὸ Πέτερικ καὶ ἕνα ἐρημητήριο στὸ Μπόντμιν, ὅπου ἐκεῖ συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο Γορανὸ († 7 Ἀπριλίου).
Ὁ Ὅσιος Πετρόκιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸμ 564 μ.Χ., καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη Πάντστοου καὶ μετακομίσθηκε στὸ νεὸ τοῦ Μπόντμιν.







Οἱ Ὅσιοι Κρουϊδανός, Δαγανὸς καὶ Μεδανὸς ἐξ Ἰρλανδίας

Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Κρουϊδανός, Δαγανὸς καὶ Μεδανὸς κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησαν τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἦσαν μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Πετροκίου καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Ἔντφριθος ἐξ Ἰρλανδίας
Ὁ Ἅγιος Ἔντφριθος ἔζησε τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λιντισφέϊρν, τὸ 698 μ.Χ., καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 721 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ὁσιομάρτυρας
Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἰωάννης ἦταν μοναχὸς καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς Μοναγρίου τῆς Κύπρου. Ἐμαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔβαλαν μέσα σὲ σάκο καὶ τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα.







Ὁ Ὅσιος Ἁλώνιος
Γιὰ τὸν Ὅσιο Ἁλώνιο δὲν γνωρίζουμε τίποτε σχετικό. Ἀπὸ μερικὰ ὅμως περισωθέντα Ἀποφθέγματά του, ποὺ ἀναφέρονται στὸν Εὐεργετινό, φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς διαπρεπεῖς ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου.Ὁ Ὅσιος Ἁλώνιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ἡ Ὁσία Σοφία ἐξ Αἴνου
Image
Ἡ Ὁσία Σοφία καταγόταν ἀπὸ τὸν Αἶνο, ἀπὸ γονεῖς εὔπορους, εὐγενεῖς καὶ εὐσεβεῖς Χριστιανούς, καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἔζησε. Ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία εἶχε διδαχθεῖ ἀπὸ τοὺς εὐσεβέστατους γονεῖς της τὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ εἶχε ποτισθεῖ μὲ τὰ νάματα αὐτῆς. Νυμφευθεῖσα ἀπέκτησε ἕξι τέκνα, ἐξακολούθησε δὲ καὶ παρὰ ταῦτα νὰ διάγει θεοσεβῶς καὶ νὰ μορφώνει τὰ τέκνα της σύμφωνα πρὸς τὶς εὐαγγελικὲς ἐπιταγές. Ὅταν ἀλλεπάλληλες ἀσθένειες τῆς ἀφήρπασαν σύζυγο καὶ τέκνα, ἀφιερώθηκε ἀκόμη περισσότερο στὸν Θεό, διαμοιράζουσα τὰ ὑπάρχοντά της σὲ ἐλεημοσύνες, ἀρκούμενη στὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα γι’ αὐτήν. Γιὰ νὰ δύναται δὲ νὰ προσφέρει περισσότερα, ἐργαζόταν, ὑποβαλλόμενη ἔτσι σὲ πρόσθετους κόπους καὶ στερήσεις. Τὶν νύκτες της διερχόταν κατὰ τὸ πλεῖστον προσευχόμενη καὶ μελετῶσα τὰ ἱερὰ γράμματα. Περὶ τὰ τέλη τοῦ βίου της ἐκάρη μοναχὴ καὶ ἔτσι ἀφιερώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ὁσία Σοφία ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία πενήντα τριῶν ἐτῶν.







Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος ἔζησε κατὰ τὸ 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς Πεσνόσα, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν πόλη Ντμιτρὸβ τῆς ἐπαρχίας τῆς Μόσχας. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1392.







Οἱ Ὅσιοι Ἐλεάζαρος, Ναζάριος καὶ Εὐμένιος οἱ Θαυματουργοί
Οἱ Ὅσιοι Ἐλεάζαρος, Ναζάριος καὶ Εὐμένιος ἔζησαν στὴ Ρωσία τὸ 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου στὴν περιοχὴ Μουρμάνσκ (Μούρωμ) κοντὰ στὸ Ὄλενετς. Ἀξιώθηκαν τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας καὶ ἐκοιμήθησαν ὁσίως μὲ εἰρήνη.Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη τους τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Νόβγκοροντ, κατὰ τὴν τέταρτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή.






Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Περμίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνδρόνικος, κατὰ κόσμον Βλαδίμηρος Νικόλσκϊυ, ἐγεννήθηκε τὴν 1η Αὐγούστου 1870 στὸ χωριὸ Ποβοντνέβο τῆς Ἐπισκοπῆς Γιαροσλάβλ τῆς Ρωσίας καὶ ὁ πατέρας του ἦταν διάκονος. Ἐσπούδασε στὴ σχολὴ τοῦ Γιαροσλάβλ καὶ τὸ 1891 συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Τὴν 1η Αὐγούστου 1893, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης, ἐκάρη μοναχὸς καὶ στὶ 6 Αὐγούστου ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Τὸ 1895 ἐτελείωσε τὴ θεολογικὴ ἀκαδημία καὶ στὶς 22 Ἰουλίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Ὁ νέος ἱερέας Ἀνδρόνικος ἐξεκίνησε τὴ διακονία του ἀπὸ τὸν Καύκασο, ὅπου διορίσθηκε βοηθητικὸς ἐπιθεωρητὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς τοῦ Κουτάϊσι. Τὸ 1897 ἀπεστάλη στὸ Ρώσικο Ὀρθόδοξο ἱεραποστολικὸ κλιμάκιο τῆς Ἰαπωνίας. Ἀναχώρησε γιὰ τὴ νέα του θέση περίλυπος ἀπὸ τὴν Ἁγία Πετρούπολη, στὶς 21 Σεπτεμβρίου 1897. Ἔφθασε στὴν Ὀδησσὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀνεχώρησε μὲ τὸν ἀρχιμανδρίτη Σέργιο (Στραγκορόντσκϊυ) γιὰ τὴν Ἰαπωνία, ὅπου ἔφθασε στὶς 26 Δεκεμβρίου. Ἔγραφε γιὰ τὸ ταξίδι αὐτὸ τὰ ἀκόλουθα: «Ὁ διορισμός μου αὐτὸς μὲ κατέστησε τόσο περίλυπο ποὺ ἔκλαψα. Θὰ ἤμουν εὐτυχὴς νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ζήσω, ὅπως ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ ὅπως ὁ Θεὸς κελεύει».

Μετὰ δύο ἔτη ἐπέστρεψε στὴ Ρωσία, στὴν πόλη Ἄρντον, καὶ ἀνέλαβε, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ Ἐπισκόπου καὶ φίλου του, τὴ διεύθυνση ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου.

Λίγα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1906, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Κιότο καὶ ἀναλαμβάνει τὰ καθήκοντά του ὡς Βοηθὸς Ἐπίσκοπος τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Ἰαπωνίας.

Τὸ 1907, ἐκλέγεται ἀναπληρωτὴς τοῦ Ἐπισκόπου Εὐλογίου τοῦ Χόλμ καί, τὸ 1908, ἀναλαμβάνει τὰ καθήκοντά του ὡς Ἐπίσκοπος μίας περιφέρειας τοῦ Νόβγκοροντ. Τὸ κήρυγμά του εἶναι δυναμικὸ καὶ ἀνδρεῖο.

Στὶς 30 Ἰουλίου 1914, ἡ Ἐκκλησία τὸν τοποθετεῖ ὡς Ἐπίσκοπο Περμίας καὶ Σολικάμσκ. Ὁ Α’ Παγκόσμιος πόλεμος ἀρχίζει. Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος διαβλέπει τὴ βαριὰ δοκιμασία καὶ τὸ φοβερὸ τοῦ πολέμου, ποὺ χαρακτηρίζει πλήρη βαρβαρότητα, ἠθικὴ πτώχευση καὶ πνευματικὴ διαστροφή.

Ἀμέσως μετὰ τὸν πόλεμο ξεσπᾶ ἡ ἐσωτερικὴ δοκιμασία τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ. Τὸ τσάρικο καθεστὼς πέφτει μὲ τὴν ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων. Ἔτσι, ὅταν, τὸ 1918, ἐδημοσιεύθηκε στὴν Περμία τὸ διάταγμα γιὰ τὴν «ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως» καὶ τὸ χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ κράτους, ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος ἀντιστέκεται καὶ θεωρεῖ τοὺς ἐπαναστάτες ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Πατριάρχης Τύχων τὸν ἀνυψώνει στὴ θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος γράφει πρὸς αὐτόν: «Εἶμαι, πρὸς τὸ παρόν, ἐλεύθερος, ἀλλὰ γνωρίζω, ὅτι σύντομα θὰ μὲ συλλάβουν».
Πράγματι! Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς ἐπαναστάτες, στὶς 4 Ἰουνίου 1918, στὶς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Ὁ ἐπαναστάτης Μυασνίκωφ ἔγραψε στὰ ἀπομνημονεύματά του: «Ἐπήγαμε γιὰ πέντε βέρστια κατὰ μῆκος τῆς Σιβηρικῆς ἐθνικῆς ὁδοῦ. Ὁδηγηθήκαμε σὲ ἕνα δάσος καὶ ἐκεῖ ἐσταματήσαμε τὰ ἄλογα. Ἔδωσα στὸν Ἀνδρόνικο ἕνα φτυάρι καὶ τὸν διέταξα νὰ σκάψει ἕνα τάφο. Ὅταν τελείωσε, προσευχήθηκε πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις καὶ μετὰ εἶπε ὅτι περιμένει. Εἶπα ὅτι δὲν θὰ τὸν ἐπυροβολοῦσα, ἀλλὰ θὰ τὸν ἔθαβα ζωντανό, ἂν ἀκύρωνε ὅλα ὅσα εἶχε γράψει καὶ πεῖ ἐναντίον μας. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Τὸν ἐσκεπάσαμε μὲ λίγο χῶμα καὶ τὸν πυροβολίσαμε».






Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασίλειος (Μπογκογιαβλένσϊυ) ἐγεννήθηκε τὴν 1η Φεβρουαρίου 1867 στὸ Ταμπώφ. Ἦταν γόνος ἱερατικῆς οἰκογένειας καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Τὸ 1888 ἐτελείωσε τὴ σχολὴ τοῦ Ταμπὼφ καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία, τὶ ἴδιο ἔτος, ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Δύο ἔτη ἀργότερα, στὶς 11 Μαρτίου 1890, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας, γιὰ νὰ καλύψει τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τοῦ χωριοῦ Ὀβσυάνκι τῆς ἐπαρχίας Ταμπώφ.

Ὅμως τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ νεαρὸ ἱερέα ἦταν ἄλλο. Μετὰ ἀπὸ ἀνίατη ἀσθένεια, ἡ πρεσβυτέρα του ἐκοιμήθηκε. Ἔτσι ὁ πρεσβύτερος Βασίλειος ἐγκαταβιώνει στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ καὶ στὶς 14 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1908 κείρεται μοναχός. Στὶς 15 Ὀκτωβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους διορίζεται διευθυντὴς τῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ χειροθετεῖται ἀρχιμανδρίτης. Τὸν ἑπόμενο χρόνο, στὶς 26 Ἰουλίου, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος Σοὺμσκ τῆς ἐπαρχίας Χάρκωβ καί, τὸ 1911, μετατίθεται στὸ Νόβγκοροντ – Σεβέρσκ τῆς ἐπισκοπῆς Τσέρνιγκωφ. Ἐδῶ ἐργάζεται ὡς ἀληθινὸς ποιμένας καὶ διακρίνεται γιὰ τὰ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ εὐποιίας. Στὶς 5 Ὀκτωβρίου 1916, σὲ ἀναγνώριση τῆς θεοφιλοῦς διακονίας του, ἀνυψώνεται σὲ Ἀρχιεπίσκοπο Τσέρνιγκωφ καὶ Νεζχίν. Παραιτεῖται, ὅμως, τὸ 1917, καὶ ἀποσύρεται στὴ μονὴ Ζαϊκονοσπασσκϊυ τῆς Μόσχας.

Ὅταν, τὸ 1918, δολοφονεῖται ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνδρόνικος, Ἀρχιεπίσκοπος Περμίας, ὁ Ἅγιος Βασίλειος καλεῖται νὰ ἐρευνήσει ἀπὸ τὸ Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν τῆς Μόσχας τὰ γεγονότα τῆς δολοφονίας. Ἀλλὰ ἡ δραστηριότητα τῆς ἐξεταστικῆς ἐπιτροπῆς ἐξόργισε τοὺς ἔνοχους, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ κρυφθοῦν, γιὰ νὰ μὴν ἀνακαλυφθοῦν.
Ἔτσι, τὸ 1919, μεταξὺ τῶν πόλεων Περμίας καὶ Βιάτκα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Βασίλειος, ὁ ἀρχιμανδρίτης Ματθαῖος, διευθυντὴς τῆς σχολῆς τῆς Περμίας, καὶ ἕνας λαϊκὸς ἐδολοφονήθησαν ἀπὸ Μπολσεβίκους καὶ τὰ σώματά τους ἐρρίφθησαν στὸ νερὸ τῆς γέφυρας Κάμα. Οἱ Χριστιανοὶ ἐπῆραν τὰ τίμια λείψανά τους καὶ κρυφὰ τὰ ἐνταφίασαν. Σύντομα ὁ τόπος τοῦ ἐνταφιασμοῦ τους ἔγινε προσκύνημα καὶ τόπος ἁγιασμοῦ καὶ θαυμάτων. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό οἱ ἐπαναστάτες κατέστρεψαν τὸ μνημεῖο τοῦ ἐνταφιασμοῦ καὶ ἔκαψαν τὰ ἱερὰ λείψανα.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Κροατίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Γεώργιος (Μπότζικ) ἦταν ἱερέας στὴν πόλη Νασίκε τῆς Κροατίας. Ὑπέστη φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ἐμαρτύρησε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου πολέμου ἀπὸ φανατικοὺς Ρωμαιοκαθολικούς.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed May 28, 2014 12:00 pm

5 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Τύρου
Image
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δωρόθεος. Ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360 – 362 μ.Χ.). Σοφώτατος καὶ ἐγκρατέστατος Ἱεράρχης, διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ θεολογικὴ του μόρφωση καὶ τὴν πλήρη γνώση τῶν Γραφῶν. Κατὰ τοὺς ἐπὶ Μαξιμιανοῦ καὶ Λικινίου (286 – 323 μ.Χ.) ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν κινηθέντες διωγμούς, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ ποιμνίου του, ἀναγκάσθηκε νὰ καταφύγει στὴ Δυσσόπολη τῆς Θράκης, ὅπου παρέμεινε ἰδιωτεύων μέχρι τοῦ θανάτου αὐτῶν. Ἀφοῦ ἐπανῆλθε στὴν Ἐπισκοπή του, ἐξακολούθησε νὰ κυβερνᾶ τὸ ποίμνιό του μὲ πατρικὴ φροντίδα, διδάσκοντας, στηρίζοντας καὶ ἐνισχύοντας αὐτό. Παρευρέθηκε στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαι τῆς Βιθυνίας, τὸ 325 μ.Χ., ἡ δὲ ζωὴ καὶ ἡ δράση του παρατάθηκε καθ’ ὅλη τὴ βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου. Ἀνακινηθέντων τῶν διωγμῶν ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.), κατέφυγε καὶ πάλι στὴ Θράκη, ἀλλά, συλληφθεὶς ὑπὸ τῶν εἰδωλολατρῶν, ἐβασανίσθηκε σκληρὰ καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴ Δυσσόπολη (κατ’ ἄλλους στὴν Ἔδεσσα), τὸ 362 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἑκατὸν ἑπτὰ ἐτῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δώρημα τέλειον, ἐκ τοῦ τῶν φώτων Πατρὸς, σοφίας τὴν ἔλλαμψιν, ὡς Ἱεράρχης σοφός, ἐδέξω Δωρόθεε· ὅθεν καὶ πλεονάσας, τὸν σὸν τάλαντον μάκαρ, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, βαθυτάτῳ ἐν γήρᾳ, πρεσβεύων Ἱερομάρτυς, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὀρθοδόξοις δόγμασιν, Ἱερομάρτυς κηρύξας, δῶρον θεῖον ἅγιον, σαυτὸν προσῆξας τῷ Κτίστῃ, πρότερον, ἐν τῇ ἀσκήσει ἐνδιαπρέψας, ὕστερον, τῷ μαρτυρίῳ στερρῶς ἀθλήσας, καὶ νομίμως ὑπεδέξω, βραβεῖον νίκης, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς σοφίας μυσταγωγός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, θεοφάντωρ ὁ ἱερός· χαίροις ὁ Μαρτύρων, τῆς δωρεᾶς τρυφήσας, ὡς θεῖος Ἱεράρχης, Πάτερ Δωρόθεε.







Οἱ Ἅγιοι Φλωρέντιος, Ἰουλιανός, Κυριακός, Μαρκελλίνος καὶ Φαυστίνος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φλωρέντιος, Ἰουλιανός, Κυριακός, Μαρκελλίνος καὶ Φαυστίνος ἐμαρτύρησαν στὴν πόλη Περούτζια τῆς Ἰταλίας, τὸ 250 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).






Οἱ Ἅγιοι Ἀπόλλων, Ἄρειος, Γοργίας, Εἰρήνη, Λεωνίδης, Μαρκιανός, Νίκανδρος, Παμβών, Σεληνιὰς καὶ Ὑπερέχιος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀπόλλων, Ἄρειος, Γοργίας, Εἰρήνη, Λεωνίδης, Μαρκιανός, Νίκανδρος, Παμβών, Σεληνιὰς καὶ Ὑπερέχιος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἄθλησαν κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Ἀποτελοῦσαν ὅμιλο θεοφιλῶς ζώντων καὶ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἀγωνιζομένων πιστῶν. Ἕνεκα τῆς θεοφιλοῦς αὐτῶν δράσεως συνελήφθησαν, ὁδηγηθέντες δὲ ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου Ἀλεξανδρείας, ἀψηφοῦντες τὶς ἀπειλὲς καὶ ἀποκρούοντες τὶς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις, παρέμειναν ἀκλόνητοι στὴν πρὸς τὸν Χριστὸ πίστη τους. Κατόπιν τούτου διατάχθηκε ὁ ἐγκλεισμός τους στὴ φυλακὴ καὶ καταδικάσθηκαν στὸν ἐκ πείνας καὶ δίψας θάνατο. Οἱ Ἅγιοι ὑπέμειναν καρτερικὰ τὸ μαρτυρικὸ καὶ βραδὺ θάνατο, προσευχόμενοι καὶ δοξολογοῦντες τὸν Κύριο.







Ὁ Ἅγιος Κόνων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κόνων καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Ἔνθερμος κήρυκας τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, διεκήρυττε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὰ εὐεργετήματα αὐτῆς καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ τὴ δράση του αὐτὴ συνελήφθη, ἀρνηθεὶς δὲ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἐρρίφθηκε στὴ θάλασσα, ὅπου εὑρῆκε τὸ μαρτυρικὸ διὰ πνιγμοῦ θάνατο.






Ὁ Ἅγιος Νόννος ὁ Μάρτυρας
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Νόννου ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον καὶ ἑορταζόταν στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων στὸ ναὸ ποὺ εὑρισκόταν ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν.






Ὁ Ἅγιος Χριστόφορος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Χριστόφορος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἐπίσκοπος Τύρου
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα. Σύμφωνα μὲ τὸ συναξαριστικὸ ὑπόμνημα ὁ Ἅγιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τύρου κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Λικινίου (308 – 323 μ.Χ.) καὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (324 – 337 μ.Χ.) καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ θεολογική του παιδεία, τὴ συγγραφή, τὴν εὐφηΐα, τὴν ἐπιμέλεια. Αὐτός, ἐπὶ διωγμοῦ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν ἔδρα τῆς Ἐπισκοπῆς του καὶ νὰ καταφύγει στὴν Ὀδυσσούπολη. Μετὰ τὸ τέλος τῶν τυράννων ἐπέστρεψε στὴν ἐπαρχία του, ἀλλὰ συνελήφθη καὶ ὑπέστη πολλὲς βασάνους ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη (361 – 363 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴν Τύρο, σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἑπτὰ ἐτῶν.







Ὁ Ἅγιος Πλούταρχος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου
Οἱ Συναξαριστὲς σιωποῦν γιὰ τὸν Ἅγιο Πλούταρχο. Ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται στὸ Χρονικὸν τοῦ Λεοντίου Μαχαιρᾶ. Στὸν ἐπισκοπικὸ κατάλογο Σαλαμῖνος ὁ Ἅγιος Πλούταρχος φέρεται ἕκτος Ἐπίσκοπος Κύπρου, ἐνῷ ἀλλοῦ ἀναφέρεται Πλούταρχος, Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, δέκατος τέταρτος (περὶ τὸ 620 – 627 μ.Χ.) μετὰ τὸν Ἀπόστολο Βαρνάβα.Τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου ἀπαντᾶ σὲ περιγραφὲς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σέργιο τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀπόστολος τῆς Γερμανίας
Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος, κατὰ κόσμον Βινφρίδιος, ἐγεννήθηκε, περὶ τὸ ἔτος 680 μ.Χ., στὴν πόλη Κρέντιτον τοῦ Ντεβονσάϊρ τῆς Ἀγγλίας. Ἐσπούδασε στὶς μονὲς τοῦ Ἔξετερ καὶ τοῦ Νάτσελ, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐπίδοσή του στὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα, τὴν ποίηση, τὴ ρητορικὴ καὶ τὴν ἱστορία. Διέπρεψε ὡς καθηγητὴς μοναστηριακῶν σχολῶν καὶ συνέταξε τὴν πρώτη Λατινικὴ γραμματικὴ στὴ Βρετανία.

Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν, μοναχὸς ἤδη μὲ τὸ ὄνομα Βονιφάτιος, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας. Ἀπὸ τότε ἐπιδόθηκε μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἐπιτυχία στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου καὶ τὴν ἱεραποστολή.

Τὸ 716 μ.Χ., μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου Βινβέρτου τῆς μονῆς τοῦ Νάτσελ, ἐπῆγε στὴ Φρισλανδία, γιὰ νὰ κηρύξει τὸν Χριστὸ στοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες. Ὁ πόλεμος ὅμως ποὺ ἐξέσπασε ἀνάμεσα στὸν τοπικὸ βασιλέα Ράντμποντ καὶ τὸν Κάρολο Μαρτέλο, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀγγλία. Ἐπιθυμώντας νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐξωτερικὴ ἱεραποστολή, ἀποποιήθηκε τὸ ἡγουμενικὸ ἀξίωμα, στὸ ὁποῖο τὸν ἐξέλιξε ἡ μοναστικὴ ἀδελφότητα τοῦ Νάτσελ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἡγουμένου Βινβέρτου.

Ἔτσι, τὸ 719 μ.Χ., ἀφοῦ ἐπῆρε τὴ σχετικὴ ἄδεια καὶ εὐλογία τοῦ Πάπα Γρηγορίου Β’ (715 – 731 μ.Χ.), ἐξεκίνησε γιὰ τὴ Γερμανία. Ἐπέρασε τὶς Κάτω Ἄλπεις καὶ τὴ Βαυαρία καὶ ἔφθασε στὴ Θουριγγία, ἀπ’ ὅπου ἄρχισε τὸ ἀποστολικό του ἔργο. Ὄχι μόνο ἐβάπτισε πολυάριθμους εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ καὶ τοὺς Χριστιανούς, ποὺ ἐζοῦσαν τότε στὴ Βαυαρία, τοὺς ἐβοήθησε νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ διάφορες πλάνες καὶ κακοδοξίες. Τὸ 720 μ.Χ., μαθαίνοντας πὼς ὁ Ράντμποντ εἶχε πεθάνει καὶ ὁ Κάρολος Μαρτέλος εἶχε γίνει κύριος τῆς Φρισλανδίας, ἐπῆγε ἐκεῖ καὶ ἐνίσχυσε τὴν ἱεραποστολὴ τοῦ Ἁγίου Βιλλιβρόρδου († 7 Νοεμβρίου). Τρία χρόνια ἀργότερα ἦλθε πάλι στὰ Γερμανικὰ ἐδάφη. Ἐβάπτισε πλήθη εἰδωλολατρῶν, ἔκτισε ἐκκλησίες καὶ συγκρότησε πολλὲς Χριστιανικὲς κοινότητες στὴν Ἔσση καὶ τὴ Σαξονία.

Τὸ 723 μ.Χ., ὑπακούοντας σὲ κλήση τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Γρηγορίου Β’ (715 – 731 μ.Χ.), ἐπῆγε στὴ Ρώμη, ὅπου ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος. Ἐπιστρέφοντας στὴ Γερμανία, ἐγκατέστησε τὴν ἔδρα του στὴ Μαγεντία καὶ συνέχισε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο τὴν εὐαγγελική του διακονία.

Τὸ 732 μ.Χ., ὁ νέος Πάπας Γρηγόριος Γ’ (731 – 741 μ.Χ.) τὸν προήγαγε σὲ Ἀρχιεπίσκοπο καὶ Πριμάτο τῆς Γερμανικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸ δικαίωμα τῆς ἐκλογῆς καὶ καταστάσεως Ἐπισκόπων.

Τὸ 738 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος μετέβη καὶ πάλι στὴ Ρώμη καὶ ἐνημέρωσε γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου καὶ τὰ προβλήματά του τὸν Πάπα, ὁ ὁποῖος τὸν ὀνόμασε τότε Λεγάτο τῆς Ἀποστολικῆς Ἕδρας.

Ὅταν ἐπέστρεψε στὴ Γερμανία, ὁ δούκας Ὀντίλο τὸν ἐκάλεσε στὴ Βαυαρία, γιὰ νὰ λύσει σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς περιοχῆς. Ἵδρυσε ἐκεῖ τέσσερις Ἐπισκοπὲς γιὰ τὴν καλύτερη διαποίμανση τῶν Χριστιανῶν, καθὼς καὶ ἄλλες τρεῖς στὴ Θουριγγία, τὴν Ἔσση καὶ τὴ Φραγκονία.

Ἡ σαγηνευτικὴ πνευματικὴ προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση στὸν υἱὸ τοῦ Καρόλου Μαρτέλου Καρλομάνο, βασιλέα τῆς Αὐστραλίας, Ἀλαμανίας καὶ Θουριγγίας (741 – 747 μ.Χ.), ὥστε παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο του, παραχώρησε τὸ βασίλειό του στὸ νεώτερο ἀδελφό του Πεπίνο τὸν Βραχύ, βασιλέα τῆς Νευστρίας, Βουργουνδίας καὶ Προβηγγίας καὶ ἔγινε μοναχός. Τὴν κουρά του ἐτέλεσε στὴ Ρώμη ὁ Πάπας Ζαχαρίας (741 – 752 μ.Χ.). Ἀρχικὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου, ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε στὸ ὄρος Σοράκτο τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖ συνέρρεαν πολλοὶ ἐπισκέπτες καὶ μάλιστα Ρωμαῖοι εὐγενεῖς, ἀποσύρθηκε, ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ ὑπόδειξη τοῦ Πάπα, στὴ μονὴ τοῦ ὄρους Κασσίνο, ὅπου ἔζησε μὲ ἄκρα ταπείνωση, κάνοντας τὰ πιο εὐτελὴ διακονήματα. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 755 μ.Χ., στὴν πόλη Βιὲν τῆς Γαλλίας, ὅπου εἶχε σταλεῖ, γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς του. Στὸ μεταξύ, ὁ ἀδελφός του Πεπίνος ὁ Βραχὺς († 768 μ.Χ.) ἀνακηρύχθηκε πρῶτος βασιλέας τοῦ ἑνωμένου κράτους τῶν Φράγκων. Ἡ στέψη του ἔγινε τὸ 751 μ.Χ. στὴν πόλη Σουασσὸν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν ὁποῖο ἐσεβόταν ἀπεριόριστα.

Γιὰ τὴν εὐρύτερη ἐξάπλωση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως στὰ ἡμιάγρια καὶ ἀπολίτιστα Γερμανικὰ φύλα, ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἐκάλεσε ἀπὸ τὴ Βρετανία εὐσεβεῖς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἀσχολήθηκαν ἐντατικὰ καὶ συστηματικὰ μὲ τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο. Ἀνάμεσά τους ἦταν οἱ Ἅγιοι Βιγκβέρτος, Βουρχάρδος, Βιλλιβάλδος, Λοῦλλος, Θέκλα, Μπερτιγκίτα, Κοντρούδη καὶ Λαϊόβα.

Ἡ Ὁσία Λαϊόβα ἦταν ἀνεψιὰ τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου καὶ ἦλθε στὴ Γερμανία μαζὶ μὲ τριάντα ἀκόμη Βρετανίδες μοναχές, σταλμένες ἀπὸ τὴν πριγκίπισσα Τέλτα, ἡγουμένη τῆς μονῆς Βίνμπουρν.

Μὲ τὴν βοήθεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος κατόρθωσε τόσο νὰ ἑδραιώσει τὸ Χριστιανισμό, ὅσο καὶ νὰ ὀργανώσει διοικητικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία αὐτοῦ.

Σώζονται πολλὲς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου μὲ θεολογικὸ περιεχόμενο. Γράφοντας στὸν ἡγούμενο Ἀλδέριο, τὸν παρακαλεῖ νὰ μνημονεύει στὴ Θεία Λειτουργία τοὺς ἱεραποστόλους ποὺ ἐθυσιάστηκαν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του πρὸς μία μοναχή, ἀφοῦ περιγράφει τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπισε στὴν ἄσκηση τῆς ἱεραποστολῆς, βεβαιώνει ὅτι ἐποθοῦσε νὰ θυσιάσει καὶ τὴ ζωή του ἀκόμη γιὰ τὸν Κύριο. Σὲ ἕνα γράμμα του στὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας Κουθβέρτο, ἀφοῦ κάνει λόγο γιὰ τὰ καθήκοντα τῶν κληρικῶν, καταλήγει: «Ἂς ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὸν Κύριο σὲ τοῦτες τὶς πικρὲς καὶ ὀδυνηρὲς ἡμέρες. Ἂς πεθάνουμε γιὰ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τῶν Πατέρων μας, ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ κληρονομήσουμε, ὅπως ἐκεῖνοι, τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς μὴν εἴμαστε ζῶα ἄφωνα, φύλακες κοιμισμένοι, μισθωτοὶ ποὺ τὸ βάζουν στὰ πόδια μόλις δοῦν τὸ λύκο, ἀλλὰ ποιμένες ἄγρυπνοι καὶ εὐσυνείδητοι. Ἂς κηρύσσουμε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους, σὲ πλούσιους καὶ πτωχούς, σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε περίσταση, ζώντας μέσα στὸν κόσμο ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἀνήκουμε στὸν κόσμο».

Τὸ 754 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος, μὲ εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου Β’ (752 – 757 μ.Χ.), ἐχειροτόνησε καὶ ἄφησε διάδοχό του στὴ Γερμανία, τὸ συνεργάτη του, Ἅγιο Λοῦλλο. Ὁ ἴδιος, φλογερὸς ἐργάτης τοῦ φωτισμοῦ τῶν ἀπίστων, ἐπῆρε μαζί του μία ὁμάδα ζηλωτῶν τῆς ἱεραποστολῆς καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν ἀνατολικὴ Φισλανδία, ὅπου μέσα σ’ ἔνα χρόνο μετέστρεψε καὶ ἐβάπτισε ἀρκετὲς χιλιάδες εἰδωλολατρῶν.
Ἐκεῖ ὅμως ἔλαβε καὶ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου, ποὺ τόσο ἐποθοῦσε. Στὶς 5 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 755 μ.Χ., παραμονὴ τῆς Πεντηκοστῆς, καθὼς ἐτοιμαζόταν νὰ τελέσει τὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος σὲ νέους Χριστιανούς, στὶς ὄχθες ἑνὸς μικροῦ ποταμοῦ, ἐξαγριωμένοι εἰδωλολάτρες μὲ σπαθιὰ ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τοῦ ἱεραποστολικοῦ καταυλισμοῦ καὶ ἔσφαξαν ὅλους τοὺς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, συνολικὰ πενήντα δύο ψυχές: τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν Ἐπίσκοπο Ἐοβανό, τρεῖς ἱερεῖς, τρεῖς διακόνους, τέσσερις μοναχοὺς καὶ σαράντα λαϊκούς.






Ὁ Ἅγιος Ἐοβανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἐοβανὸς ἐγεννήθηκε στὴν Ἰρλανδία. Ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο, Ἐπίσκοπος Οὐτρέχτης καὶ ἐμαρτύρησε μὲ αὐτόν, τὸ 755 μ.Χ.







Οἱ Ἅγιοι Βιντροῦγκος, Βαλτέριος, Ἀδελάριος, Ἀμοῦνδος, Σιρεβάλδος καὶ Βοσέας οἱ Ἱερομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Βιντροῦγκος, Βαλτέριος, Ἀδελάριος, πρεσβύτεροι, καὶ οἱ Ἀμοῦνδος, Σιρεβάλδος καὶ Βοσέας, διάκονοι, κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία. Συνδέθηκαν πνευματικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο καὶ ἐμαρτύρησαν μὲ αὐτόν, τὸ 755 μ.Χ.







Οἱ Ἅγιοι Βακκάριος, Γουνδίκαρος, Ἰλλέχερος καὶ Βοτεοῦλφος οἱ Ὁσιομάρτυρες
Οἱ Ὅσιοι Βακκάριος, Γουνδίκαρος, Ἰλλέχερος καὶ Βοτεοῦλφος ἦσαν μοναχοὶ ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία. Συνδέθηκαν πνευματικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο καὶ ἐμαρτύρησαν μὲ αὐτόν, τὸ 755 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Φῆλιξ ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Φῆλιξ ἦταν μοναχὸς καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σὲ μονὴ τῆς πόλεως Φρίτζλαρ τῆς Γερμανίας καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ Σάξονες, τὸ 790 μ.Χ.






Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἰγκὸρ ἡγεμόνος τοῦ Κιέβου
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰγκὸρ, ἡγεμόνος τοῦ Κιέβου, στὶς 6 Αὐγούστου καὶ 19 Σεπτεμβρίου.Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰγκὸρ μετεφέρθησαν ἀπὸ τὸ Κίεβο στὴν πόλη Τσέρνιγκωφ, τὸ 1150.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ἰγκὸρ ἐν Κιέβῳ
Σὲ αὐτὴ τὴν ἱερὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, προσευχόταν ὁ Ἅγιος Ἰγκὸρ († 19 Σεπτεμβρίου), ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τελευταίων στιγμῶν τῆς ζωῆς του. Ἡ εἰκόνα, ἡ ὁποία ἦταν ἑλληνική, ἐφυλασσόταν στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ εἶχε ἐπὶ αὐτῆς ἐπιγραφή, στὴν ὁποία ἀναγραφόταν ὅτι ἀνῆκε στὸν Ἅγιο Ἰγκόρ. Ἡ σύναξή της ἑορτάζεται τὴν ἴδια ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἰγκὸρ μετεκομίσθηκαν ἀπὸ τὸ Κίεβο στὴν πόλη Τσέρνιγκωφ.






Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος διετέλεσε Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας ἀπὸ τὸ ἔτος 1156 μέχρι τὸ 1158. Τὴ διοίκηση τοῦ Κιέβου εἶχε, ἀπὸ τὸ 1148, ἀναλάβει ὁ ἡγεμόνας τῆς Σουζδαλίας Γιούρι Ντολγκορούκι. Ὁ πρίγκιπας Ἰζιασλάβος ἀνακατέλαβε τὸ Κίεβο, ἀλλὰ πέθανε, τὸ 1155, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες τὸ Κίεβο καταλαμβανόταν πάλι ἀπὸ τὸν Γιούρι. Διάδοχος τοῦ Ἰζιασλάβου ἦταν ὁ ἀδελφός του, ἡγεμόνας τοῦ Σμολένσκ Ροστισλάβος Μστισλάβιτς, ὁ ὁποῖος ἀναγκάσθηκε νὰ καταφύγει στὴν πόλη Βλαδιμὶρ τῆς Βολυνίας. Ὁ Γιούρι ἐδέχθηκε τὸ βυζαντινὸ Μητροπολίτη Ἅγιο Κωνσταντίνο, ἀλλὰ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Γιούρι († 1158) ὁ θρόνος περιῆλθε πάλι στὸν Ραστισλάβο. Αὐτὸς ἐζήτησε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως τὸν Μητροπολίτη Θεόδωρο (1161), ἐνῷ ὁ Μητροπολίτης Κωνσταντίνος ἐφιλοξενεῖτο ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Τσέρνιγκωφ Ἀντωνίου († 1159).
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1159.






Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ
Image
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ, ἐγεννήθηκε, τὸ 1218. Τὸ 1229, οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀπεστάλησαν στὸ Νόβγκοροντ ἀπὸ τὸν πατέρα τους Γιαροσλάβο Βσεβολόντοβιτς, ὡς ἀντιπρόσωποί του.

Τὸ 1232, ὁ νεαρὸς πρίγκιπας Θεόδωρος ἐκλήθηκε νὰ ὑπερασπισθεῖ μὲ τὸ σπαθὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ πολεμίσει μὲ τὰ Ρώσικα στρατεύματα κατὰ τῶν εἰδωλολατρῶν Μορδοβιανῶν πριγκίπων. Τὸ 1233, ὑπακούοντας στὴν ἐπιθυμία τοῦ πατέρα του, νυμφεύεται τὴ Θεοδουλία, θυγατέρα τοῦ ἱεροῦ πρίγκιπος Μιχαὴλ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἀλλὰ ξαφνικὰ πεθαίνει καὶ ἐνταφιάζεται στὴ μονὴ Γιοῦρεφ τοῦ Νόβγκοροντ. Ἡ Θεοδουλία, μετὰ τὸν ἀπροσδόκητο θάνατο τοῦ συζύγου της, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐγκαταβίωσε σὲ μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Εὐφροσύνη († 25 Σεπτεμβρίου).

Οἱ Σουηδοί, τὸ 1614, ἔσπασαν τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ἔρριψαν τὸ τίμιο λείψανο στὸ χῶρο τοῦ κοιμητηρίου. Ἀργότερα, ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος μετέφερε τὰ ἱερὰ λείψανα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Νόβγκοροντ καὶ τὰ ἐναπέθεσε στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀπ’ ὅπου, τὸ 1919, ἀφαιρέθηκαν ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους.
Ἀκολουθία στὸν Ἅγιο Θεόδωρο ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ Νόβγκοροντ Γαβριήλ († 1801).






Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀναχωρητὴς ἐκ Σερβίας
Ὁ Ὅσιος Πέτρος (Κόρισκϊυ) ἐγεννήθηκε, τὸ 1211, στὸ χωριὸ Οὐνγιμὶρ μεταξὺ τῆς πόλεως Πὲκ καὶ τοῦ Κοσόβου στὴ Σερβία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία αὐτὸς καὶ ἡ ἀδελφή του Ἑλένη ἀφιερώθηκαν στὸν Θεὸ καὶ προέκοπταν σὲ σοφία, ἡλικία καὶ χάρη ἀπὸ τὸν Κύριο. Ὅταν ὁ Ὅσιος ἦταν σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν, εἶπε στοὺς γονεῖς του τὴν ἐπιθυμία του νὰ γίνει μοναχός. Ὅμως ὁ πατέρας του ἀπέθανε, ὅταν ὁ Πέτρος ἦταν μόνο δεκατεσσάρων ἐτῶν, καὶ ἔτσι ἀνέβαλε τὰ σχέδιά του, γιὰ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ μοναστήρι, προκειμένου νὰ φροντίσει τὴ μητέρα καὶ τὴν ἀδελφή του. Ἡ μητέρα του ἐκοιμήθηκε δύο χρόνια ἀργότερα. Ὁ Ὅσιος ἐρώτησε τὴν ἀδελφή του, ἐὰν ἐσκόπευε νὰ νυμφευθεῖ, διότι ἡ συνείδησή του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τὴν ἐγκαταλείψει. Ἡ Ἑλένη ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει μοναχὴ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἀσκητικὸ βίο. Ἔτσι ἐπώλησαν τὰ ὑπάρχοντά τους, διένειμαν τὰ χρήματα στοὺς πτωχοὺς καὶ ἔφθασαν στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὸ Πέκ. Ἡ Ἑλένη εἰσῆλθε σὲ μία γυναικεία μονή, ἡ ὁποία εὑρισκόταν ἐκεῖ κοντά, ἀλλὰ ἀργότερα ἀκολούθησε τὸν ἐρημικὸ ἡσυχαστικὸ βίο μαζὶ μὲ τὸν κατὰ σάρκα ἀδελφό της. Οἱ ὧρες τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύκτας ἦσαν ἀφιερωμένες στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.

῎Ομως οἱ δύο αὐτὲς φωτεινὲς λαμπάδες τῆς ἁγιότητος δὲν ἦσαν δυνατὸν νὰ μὴ φωτίσουν τὸν κόσμο. Πλῆθος κόσμου ἄρχισε νὰ συρρέει στὸν τόπο ἀσκήσεως τῶν δύο ἀδελφῶν, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία τους καὶ νὰ τοὺς συμβουλευθεῖ πνευματικά. Ὁ Ὅσιος Πέτρος καὶ ἡ ἀδελφή του, γιὰ νὰ μὴν ὑποκύψουν στὸν πειρασμὸ τῆς ματαιοδοξίας, κατέφυγαν σὲ ἀπομακρυσμένη περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Ἰβὰρ κοντὰ στὴν πόλη τοῦ Μαύρου ποταμοῦ.

Ὁ διακαὴς πόθος τοῦ ἐρημικοῦ βίου ὁδήγησε τὰ βήματα τοῦ Ὁσίου σὲ ἕνα βουνὸ κοντὰ στὴν πόλη Πρίζρεν. Ἐκεῖ ἄφησε τὴ μοναχὴ ἀδελφή του, γιὰ νὰ συνεχίσει τὴ μοναχική της πολιτεία, ἐνῷ ἐκεῖνος ἀνῆλθε στὸ ὄρος καὶ ἔζησε ὡς ἐρημίτης σὲ ἕνα σπήλαιο τῆς περιοχῆς Κορίσα.

Ὁ ἀγώνας δὲν ἦταν εὔκολος. Ὁ Ὅσιος Πέτρος συνεχῶς καὶ μὲ ὅπλο τὴν προσευχὴ ἀντιστεκόταν στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶ παγίδες τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπιτέθηκε. Ὁ Ὅσιος προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Κύριο. Καὶ Ἐκεῖνος ἄκουσε τὴν προσευχή του. Σὲ ὅραμα τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος τὸν διαβεβαίωσε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἐπέτρεπε πλέον αὐτὲς τὶς ἐπιθέσεις.

Ὁ Ὅσιος λουσμένος μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς τῆς Θεότητος, συνέχισε τὴν ἁγία ζωή του καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγώνα. Προβλέποντας τὸ τέλος του, ἔσκαψε ἕναν τάφο ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, προετοιμάσθηκε πνευματικά, ἀφοῦ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1275.

Τὴ νύχτα τῆς κοιμήσεώς του ἕνα οὐράνιο φῶς ἔλουσε τὸ σπήλαιο, ἐνῷ οἱ ὑπόλοιποι μοναχοὶ ἄκουγαν τοὺς Ἀγγέλους νὰ ψάλουν.
Ἑβδομήντα ἕτη ἀργότερα, ὁ βασιλέας Δουσὰν ἔκτισε μία ἐκκλησία στὴν Κορίσα καὶ μετέφερε ἐκεῖ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου Πέτρου. Στὴ συνέχεια τὰ ἱερὰ λείψανα μετεκομίσθησαν στὸ ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ τῆς πόλεως Καλασχίν.






Οἱ Ὅσιοι Ἀγάπιος καὶ Νικόδημος
Οἱ Ὅσιοι Ἀγάπιος καὶ Νικόδημος ἦσαν μοναχοὶ τῆς ἱερᾶς μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ εἶχαν τὸ διακόνημα τοῦ δοχειάρη, διακονοῦντες μὲ προθυμία στὴν ἀποθήκη ποὺ εἶχαν τὸ λάδι. Στὸ βίο τους ἀκολούθησαν τὶς πνευματικὲς συμβουλὲς τοῦ Γέροντά τους Ὁσίου Γενναδίου τοῦ Δοχειάρη καὶ ἀξιώθηκαν μαζί του νὰ ἰδοῦν τὸ ὑπερφυὲς θαῦμα τῆς πληρώσεως τῶν κενῶν πίθων τοῦ δοχειοῦ, διὰ θαυμαστὴς ἐπεμβάσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλαιοβρύτιδος.
Οἱ Ὅσιοι αὐτοὶ Πατέρες μας, ἀφοῦ ἔζησαν θεοφιλῶς, ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη. Οἱ χαριτόβρυτες κάρες τους φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴ μονὴ Βατοπαιδίου.







Οἱ Ὅσιοι Βασιανὸς καὶ Ἰωνᾶς τῆς Περτόμα
Οἱ Ὅσιοι Βασιανὸς καὶ Ἰωνᾶς ἔζησαν τὸ 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς στὴ μονὴ Σολόφκι ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, Μητροπολίτου Μόσχας († 9 Ἰανουαρίου). Ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη καί, τὸ 1599, οἱ Χριστιανοὶ ἀνήγειραν στὸν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ τους παρεκκλήσιο. Ἐκεῖ ἀργότερα, τὸ 1623, ὁ ἱερομόναχος Ἰάκωβος ἀνήγειρε τὴ μονὴ τῆς Περτόμα.






Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Νεομάρτυρας ὁ ἐν Χίῳ
Image
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μάρκος ἦταν γόνος τοῦ εὐσεβοῦς Θεσσαλονικέως Χατζῆ – Κωνσταντῆ καὶ τῆς Μαρίας, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη, ὄπου καὶ διέμεναν. Ὁ Μάρκος, ἔμπορος στὸ ἐπάγγελμα, σὲ κάποιο ταξίδι του στὴ νῆσο Χίο, κατὰ τὸ 1788, ἐνυμφεύθηκε. Ἀργότερα παρακινούμενος καὶ ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Παΐσιο, ἐγκαταστάθηκε στὸ Κουσάντασι (Νέα Ἔφεσο), ὅπου συνδέθηκε παράνομα μὲ κάποια γυναίκα, ὀνομαζόμενη Μαρία, μετὰ τῆς ὁποίας συνελήφθη γιὰ μοιχεία, καὶ ὁδηγήθηκε στὸ δικαστήριο, ἀνώπιον τοῦ ἀγᾶ. Κάτω ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῆς ποινῆς προετίμησαν καὶ οἱ δύο νὰ ἐκωμόσουν. Ἔτσι ὁ μὲν Μάρκος ὑπέστη τὴν περιτομή, ἡ δὲ Μαρία ἐκλείσθηκε στὸ χαρέμι τοῦ ἀγᾶ.

Μετὰ τὴν πάροδο κάποιου χρόνου ὁ Μάρκος ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται ἔνοχος γιὰ τὴν ἐξώμοση, γι’ αὐτὸ καὶ ἀναζήτησε κάποιον πνευματικό, ὅπου μὲ συντριβὴ ἀπέθεσε ὅλο τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων του. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ του καὶ ἑνὸς Χριστιανοῦ ἰατροῦ, ὁ ὁποῖος ἔπεισε τὸν ἀγᾶ ὅτι ἡ Μαρία ἔπασχε ἀπὸ κάποια ἀσθένεια, ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ τὴν θεραπεύσει μόνο κάποια Ἑβραία στὴ Σμύρνη, ὁ Μάρκος ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ ἀγᾶ, γιὰ νὰ συνοδεύσει τὴ γυναίκα του ὡς ἐκεῖ, μὲ τὴ ρητὴ ἐντολὴ νὰ γυρίσουν καὶ πάλι πίσω.

Ὅταν ἔφθασαν στὴ Σμύρνη ἐπιβιβάσθηκαν σ’ ἕνα πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴν Τεργέστη. Ἐξ αἰτίας ὅμως κάποιων ἐμποδίων δὲν παρέμειναν ἐκεῖ, ἀλλὰ κατευθύνθηκαν στὴ Βενετία, ὅπου ἔλαβαν τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος καὶ τῆς Θείας Κοινωνίας, καὶ τέλος ἐνυμφεύθηκαν.

Τὰ γεγονότα αὐτὰ συνέβησαν τὸ 1792. Στὴ Βενετία δὲν παρέμειναν πολύ, ἀλλὰ περιπλανήθηκαν σὲ διάφορα μέρη, φοβούμενοι μήπως τοὺς ἀνακαλύψουν οἱ Τοῦρκοι. Ἐπειδὴ ὅμως πουθενὰ δὲν μποροῦσε νὰ εὕρει ἠρεμία ὁ Μάρκος, ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὸν τόπο τῆς ἀρνήσεως, γιὰ νὰ ἀποπλύνει καὶ μὲ τὸ αἷμά του τὸ ἁμάρτημά του. Ἐγύρισε λοιπὸν στὸ Κουσάντασι, ὅπου ἐπισκέφθηκε τὸν πνευματικό του καὶ τοῦ ἐγνωστοποίησε τὴν ἐπιθυμία του. Αὐτὸς τότε προσπάθησε νὰ τὸν ἀποτρέψει, λέγοντάς του πὼς τὸ μαρτύριό του ἴσως ἐπιφέρει πολλὰ δεινὰ στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου, διότι οἱ Τοῦρκοι ἦταν ἤδη ἐξαγριωμένοι ἐξ αἰτίας τῆς ἀνεγέρσεως νέου ναοῦ στὴν πόλη, ἀλλὰ καὶ τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐξ Ἐφέσου, ποὺ εἶχε προηγηθεῖ († 5 Ἀπριλίου 1801). Ἐπείσθηκε λοιπὸν ὁ Μάρκος καὶ ἐγκατέλειψε τὸ Κουσάντασι. Κατέφυγε στὴ Χίο, ὅπου, ἀφοῦ προετοιμάσθηκε κατάλληλα μὲ τὴ Θεία Κοινωνία, ἐπαρουσιάσθηκε στὸ δικαστήριο καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὁ δικαστὴς στὴν ἀρχὴ προσπάθησε μὲ κολακεῖες νὰ τὸν μεταπείσει, ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατό, διέταξε τὴ φυλάκισή του. Ὁ Μάρκος ὑπέμεινε μὲ καρτερία ὄλα τὰ βασανιστήρια χωρὶς νὰ καμφθεῖ. Συνολικὰ ὁδηγήθηκε τρεῖς φορὲς ἐνώπιον τοῦ δικαστοῦ, ὁ ὁποῖος διαπιστώνοντας τὸ σταθερὸ φρόνημα καὶ τὴν ἀμετάθετη γνώμη του νὰ παραμείνει Χριστιανὸς διέτεξε τὴ θανάτωσή του.

Συγκινητικὴ ἦταν ἡ συμμετοχὴ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἡ συνδρομή τους στὴν προετοιμασία τοῦ Μάρτυρος Μάρκου γιὰ τὸ μαρτύριο, μὲ νηστεῖες, δεήσεις καὶ προσευχές.

Πλῆθος κόσμου, ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ Τοῦρκοι καὶ Ἑβραῖοι, εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν τοποθεσία Βουνάκι, ποὺ εἶχε ὁρισθεῖ γιὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ Νεομάρτυρος. Ἔτσι στὶς 5 Ἰουνίου τοῦ 1801, ἡμέρα Τετάρτη, ὁ Νεομάρτυρας Μάρκος ἐκτελέσθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.

Πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐπῆραν ὡς εὐλογία τεμάχια ἀπὸ τὰ ἀνδύματα, ἀλλὰ καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου δίδοντας ἀρκετὰ χρήματα στοὺς Τούρκους. Τέλος, ἐξαγόρασαν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Νεομάρτυρος, τὸ ὁποῖο εὐωδίαζε, καὶ τὸ ἐνταφίασαν κρυφὰ σὲ ἄγνωστο μέρος.

Στὸ Συναξάριο τοῦ Ἁγίου σημειώνονται πολλὰ θαύματα ποὺ συνέβησαν μὲ τὰ τίμια λείψανα, τὸ αἷμα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐνδύματα τοῦ Νεομάρτυρος.
Τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Μάρκου συνέγραψε ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ἐνῷ Ἀκολουθία πρὸς τιμήν του συνέταξε ὁ Νικηφόρος ὁ Χίος. Ἡ Ἀκολουθία αὐτή, ὅπως καὶ ὁ βίος τοῦ Νεομάρτυρος, περιέχονται στὸ Νέον Λειμωνάριον. Ἐπίσης ἐπανεκδόθηκαν τὸ 1930 καὶ τὸ 1968 στὸ Νέον Χιακὸν Λειμωνάριον.






Μνήμη λυτρώσεως τῆς φοβερᾶς ἀπειλῆς ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ
Διαβάζουμε: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης φοβερᾶς ἀπειλῆς καὶ ἀνάγκης ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ, ὅτε μέλλοντας πάντας ἡμᾶς ὑπ’ αὐτῶν δικαίως αἰχμαλωτίζεσθαι καὶ φόνῳ μαχαίρας παραδίδοσθαι, ὁ Οἰκτίρμων καὶ Φιλάνθρωπος Θεός, διὰ σπάγχνα ἐλέους Αὐτοῦ, παρ’ ἐλπίδα πάντας ἡμᾶς ἐλυτρώσατο».
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἐτελεῖτο Λιτὴ στὸν Κάμπο, στὴν πεδιάδα τὴν ἐκτεινόμενη ἐπάνω ἀπὸ τὸ Ἕβδομον τοῦ Βυζαντίου, πρὸς ἀνάμνηση ἀποτυχούσης ἐπιδρομῆς βαρβάρων στὴ βασιλεύουσα. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ πανήγυρη ἐτελεῖτο στὸ Τριβουνάλιον καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Βαβύλα.







Μνήμη Θαύματος Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὡραιοτάτης ἐν Ἀκαρνανίᾳ
(† 23 Αὐγούστου)Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Fri Jun 06, 2014 11:09 am

6 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ὁ Νέος
Image
Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων, ὁ Νέος, ἐγεννήθηκε τὸ 775 μ.Χ., στὴν Καππαδοκία, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους, τὸν Πέτρο, προμηθευτὴ τοῦ ἄρτου τῶν ἀνακτόρων, καὶ τὴν Θεοδοσία, παρὰ τῶν ὁποίων ἔτυχεν ἐπιμελοῦς καὶ θεσεβοῦς μορφώσεως. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, ὑπὸ θείου ζήλου κινούμενος, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια, μεταβὰς δὲ στὴ μονὴ τοῦ Ξηροκαμπίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκάρη μοναχός. Στὴ συνέχεια μετέβη στὴ μονὴ τῶν Δαλμάτων, ὅπου ἔγινε μεγαλόσχημος καὶ ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἐκτιμώμενος καὶ ἀγαπώμενος ἀπὸ ὅλους τοὺς συμμοναστές του γιὰ τὶς μεγάλες ἀρετές του. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, ὁ Ἱλαρίων ἐγκατέλειψε κρυφὰ αὐτὴν καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τῶν Καθαρῶν, γενόμενος δεκτὸς μὲ μεγάλο σεβασμὸ ἀπὸ τοὺς μοναχούς.

Πληροφορηθέντες τὸ καταφύγιό του οἱ μοναχοὶ τῆς μονῆς τῶν Δαλμάτων, παρεκάλεσαν τὸν Πατριάρχη Νικηφόρο νὰ φροντίσει περὶ τῆς ἐπανόδου του στὴ μονή. Πράγματι δι’ αὐτοκρατορικῆς διαταγῆς ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἀπενῆλθε στὴ μονὴ ὡς ἡγούμενος καὶ ἀρχιμανδρίτης αὐτῆς. Ἐπὶ ὀκτὼ ἔτη διηύθυνε τὴν κοινότητα μὲ μεγάλη σύνεση καὶ ἀδελφοσύνη καὶ κατέστησε αὐτὴν ἀληθινὴ φωλιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἔτσι, ὅταν ἀνῆλθε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος (813 – 820 μ.Χ.) καὶ ἐξαπέλυσε τὸ διωγμὸ κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, μεταξὺ τῶν μονῶν, οἱ ὁποῖες ἐπρωτοστάτησαν στὴν ἀντίδραση κατὰ τοῦ ἀνοσίου τούτου μέτρου τοῦ αὐτοκράτορος, ὑπῆρξε καὶ ἡ μονὴ τῶν Δαλμάτων. Κληθεὶς γι’ αὐτὸ στὰ ἀνάκτορα ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων, ἔλεγξε σφοδρῶς τὸ βασιλέα γιὰ τὴν ἀσεβὴ ἔναντι τῶν εἰκόνων συμπεριφορά του, ἡ ὁποία, τὴν μὲν Ἐκκλησία ἀδικοῦσε, τὸ δὲ κράτος χωρὶς αἰτία ἐτάρασσε. Τόσο ὁ αὐτοκράτορας, ὅσο καὶ ὁ διαδεχθεὶς τὸν Νικηφόρο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο εἰκονομάχος Θεόδοτος Α’ ὁ Κασσιτερᾶς (815 – 821 μ.Χ.), μάταια προσπάθησαν νὰ πείσουν τὸν Ὅσιο Ἱλαρίωνα νὰ προσχωρήσει στὴν πλάνη καὶ νὰ καταστρέψει τὶς ἅγιες εἰκόνες. Αὐτὸς παρέμενε στύλος ἄσειστος στὴν Ὀρθόδοξη πίστη του.

Ἀκολούθως ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων συνελήφθη, ἐφυλακίσθηκε καὶ ἐξορίσθηκε, κατ’ ἀρχὰς μὲν στὴ μονὴ τοῦ Φονέως, στὴ συνέχεια δὲ στὴ μονὴ τοῦ Κυκλοβίου, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ δύο ἔτη. Ἐξακολουθῶν νὰ ἐμμένει στὴν Ὀρθόδοξη πίστη του, μεταφέρθηκε καὶ ἐκλείσθηκε στὴ φυλακὴ τῶν Νουμέρων, ἀπὸ ὅπου, ἀφοῦ πολλὲς φορὲς ἐμαστιγώθηκε καὶ ποικιλότροπα ἐκακοποιήθηκε, ἐξορίσθηκε στὸ φρούριο τῶν Ποτιόλων.

Τὸ 820 μ.Χ., ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἐλευθερώθηκε ὑπὸ τοῦ διαδεχθέντος τὸν Λέοντα Μιχαὴλ Β’ Τραυλοῦ (820 – 829 μ.Χ.) καὶ παρέμεινε φιλοξενούμενος, ἐπὶ ἑπτὰ ἔτη, κάποιας εὐσεβοῦς γυναίκας. Τὸ 830 μ.Χ., κατόπιν διαταγῆς τοῦ διαδεχθέντος τὸν Μιχαὴλ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.) συνελήφθη ἐκ νέου καὶ ἀφοῦ ποικιλότροπα καὶ διαπομπεύθηκε, ἐξορίσθηκε στὴ νῆσο Ἀφουσία. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Θεοφίλου, ἡ σύζυγος αὐτοῦ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα ἐπανέφερε τὴ γαλήνη στὴν Ἐκκλησία, διὰ τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ ἀνεκάλεσε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὅλους τοὺς Ὁμολογητὲς καὶ Ὁσίους Πατέρες.
Ἔτσι ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἐπανῆλθε στὴ μονή του καί, ἀφοῦ τὴν ἐδιοίκησε θεοφιλῶς καὶ θεαρέστως ἐπὶ τρία ἔτη, τὸ 845 μ.Χ., ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἐτῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῶν λόγων τοῦ Κυρίου τὴν χάριν γεωργήσας, ἤνθησας καθάπερ ἐλαία, παμμάκαρ Ἱλαρίων, ἐλαίῳ τῶν θείων ἀρετῶν, καὶ τῆς ὁμολογίας σου σοφέ, ἱλαρύνων τὰς καρδίας καὶ τὰς ψυχάς, τῶν πίστει σοι ἐκβοώντων· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ σταφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τοῖς ἴχνεσιν ἀκολουθήσας, ἐν Ὁσίοις ἔφανας, ὥσπερ ἀστὴρ ἑωθινός, καταπυρσεύων τοῖς τρόποις σου, τοὺς σὲ τιμῶντας, Ἱλαρίων Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Ἴθυνας πρὸς χλόην τῶν ἀρετῶν, Πάτερ Ἱλαρίων, βακτηρίᾳ τῇ λογικῇ, τὴν Μονὴν Δαλμάτων, ὡς ταύτης ποιμενάρχης· διὸ σὺν τοῖς Ὁσίοις, λαμπρῶς δεδόξασαι.







Ὁ Ἅγιος Ρωμύλος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρωμύλος προχειρίσθηκε Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Ἐμαρτύρησε στῆν Φλωρεντία τῆς Ἰταλίας ἐπὶ αὐτοκράτορος Δομιτιανοῦ (81 – 96 μ.Χ.).






Οἱ Ἁγίες Ἀρχελαΐς, Θέκλα καὶ Σωσάνα οἱ Παρθενομάρτυρες
Οἱ Ἁγίες Παρθενομάρτυρες Ἀρχελαΐς, Θέκλα καὶ Σωσάνα κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ ἀσκήτευαν θεοφιλῶς σὲ ἕνα μοναστήρι κοντὰ στὴ Ρώμη. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν διωγμῶν, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἐνεδύθησαν ἐνδύματα λαϊκῶν, γιὰ νὰ διαφύγουν τὴ σύλληψη, καὶ κατέφυγαν στὴν Καμπανία. Ἀφοῦ ἐγκατεστάθησαν σὲ ἕναν ἔρημο τόπο, συνέχισαν τὴ ζωὴ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς προσευχῆς. Ὁ Θεός, βλέποντας τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου τους καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδίας τους, τὶς ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι ἐθεράπευσαν πολλοὺς ἀσθενεῖς καὶ μετέστρεψαν στὸν Χριστὸ πολλοὺς εἰδωλολάτρες.
Ὅταν ὁ ἔπαρχος ἐπληροφορήθηκε γι’ αὐτές, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συλληφθοῦν καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν στὸ Σαλέρνο. Τὶς ἀπείλησε μὲ βασανιστήρια καὶ θάνατο, ἐὰν δὲν ἀρνοῦνταν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ τὶς διέταξε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ ἔχουσα τὴν ἐλπίδα της πρὸς τὸν Κύριο, ἡ Ἀρχελαΐς ἀρνήθηκε καὶ κατήγγειλε δημοσίως τὴν ψευδὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Κατόπιν τούτου ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ ρίψουν τὴν Ἁγία στὰ πεινασμένα θηρία. Ὅμως οἱ λέοντες, ἀντὶ νὰ τὴν κάνουν κομμάτια, τὴν ἐπλησίασαν καὶ μὲ τρυφερότητα ἔπεσαν στοὺς πόδες της. Ὁ ἔπαρχος, βλέποντας τὸ γεγονὸς αὐτό, διέταξε τὸν ἐγκλεισμὸ τῶν τριῶν παρθένων στὴ φυλακή. Οἱ βασανιστὲς ἄρχισαν νὰ καταξεσκίζουν τὶς σάρκες τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ νὰ χύνουν καυτὴ πίσσσα στὶς πληγές τους. Οἱ Ἁγίες προσεύχονταν πρὸς τὸν Κύριο καὶ ξαφνικὰ ἕνα οὐράνιο φῶς περιέλουσε τὴ φυλακὴ καὶ ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ λέγει: «Μὴ φοβᾶσθε. Ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ, κοντά σας». Ὄταν ἠθέλησαν, μετὰ ἀπὸ αὐτό, οἱ δήμιοι νὰ συντρίψουν τὶς κεφαλές τους μὲ βαριὰ πέτρα, Ἄγγελος Κυρίου ὤθησε αὐτὴ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῶν βασανιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐφονεύθησαν. Ἕνας δικαστὴς διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμὸ τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ οἱ στρατιῶτες ἀρνήθηκαν νὰ ὑπακούσουν. Οἱ Ἁγίες, φοβούμενες γιὰ τὴ ζωὴ τῶν στρατιωτῶν ποὺ ἀρνήθηκαν, τοὺς παρεκάλεσαν νὰ ἐκτελέσουν τὴν ἐντολὴ τοῦ δικαστοῦ. Ἔτσι ἀποκεφαλίσθηκαν τὸ 293 μ.Χ., ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου καὶ Νυμφίου τους.







Ὁ Ὅσιος Ἄτταλος ὁ Θαυματουργός
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος Ἄτταλος. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, ἔγινε μοναχός, διακρινόταν δὲ γιὰ τὴν ἀσκητικότητα τοῦ βίου καὶ τὴ μεγάλη εὐσπλαγχνία του, τὴν ὁποία ἐξεδήλωνε πρὸς κάθε λογικὸ ἢ ἄλογο ὄν. Ἔνεκα τούτων εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς θαυματουργικῆς χάριτος καὶ ἐπιτελοῦσε πλεῖστα θαύματα διὰ τῆς προσευχῆς του. Προαισθανθεὶς τὸ τέλος του, ἐζήτησε τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ ἀπὸ τοὺς συμμοναστές του καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Οἱ Ἁγίες Βαλερία, Κυρία, Μάρθα Μαρία καὶ Μαρκία οἱ Παρθενομάρτυρες
Image
Οἱ Ἁγίες Παρθενομάρτυρες Βαλερία ἢ Βαρερία, Κυρία, Μάρθα, Μαρία καὶ Μαρκία, κατάγονταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησαν. Ἐβαπτίσθηκαν Χριστιανὲς καὶ διέμεναν στὴν ἴδια οἰκία, ὅπου καὶ ἐπερνοῦσαν τὶς ἡμέρες τους μὲ νηστεῖες καὶ προσευχές. Καταγγελθεῖσες γιὰ τὴ Χριστιανικὴ πίστη τους στὸν ἔπαρχο Καισαρείας, συνελήφθησαν, ἀρνηθεῖσες δὲ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα ὑπεβλήθησαν σὲ σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων, τὰ ὁποῖα ἀγόγγυστα ὑπέμειναν μέχρι τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου αὐτῶν.






Ὁ Ἅγιος Γελάσιος ὁ Μάρτυρας
Image
Ὁ τόπος καταγωγῆς καὶ ὁ χρόνος ἀθλήσεως τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Γελασίου εἶναι ἄγνωστα. Αὐτός, κατὰ τοὺς χρόνους τῶν διωγμῶν, καταλήφθηκε ἀπὸ θεῖο ζῆλο, διεμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καί, ἀφοῦ ἐνδύθηκε λευκὰ ἱμάτια ἐπισκεπτόταν τοὺς διωκόμενους καὶ βασανιζόμενους Χριστιανούς, ἐζητοῦσε τὶς εὐχές τους, κατασπαζόταν τὶς πληγές τους, τοὺς ἐνεθάρρυνε στὸ μαρτύριό τους καὶ εφρόντιζε γιὰ τὸν εὐπρεπὴ ἐνταφιασμό τους. Συλληφθείς, ἕνεκα τούτων, ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καί, ἀφοῦ ὁμολόγησε τὸ Χριστὸ ὡς Ἀληθινὸ Θεό, ἐβασανίσθηκε καὶ τέλος, ἀποκεφαλίσθηκε.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γελάσιος ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.






Ὁ Ὅσιος Ἀμοὺν ὁ Σημειοφόρος
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ὅσιος Ἀμούν, ὁ Σημειοφόρος. Ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ὑπῆρξε φημισμένος ἀσκητὴς τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, στὴ Ραϊθώ. Σοφὰ αὐτοῦ Ἀποφθέγματα εὑρίσκονται στὸ Λαυσαϊκόν, στὸν Εὐεργετινὸ καὶ τὸν Παράδεισο τῶν Πατέρων.

Ἀπὸ τὰ Ἀποφθέγματα αὐτὰ ἀναφέρουμε ἕνα:

«Πήγαμε στὸ ἐρημητήριο τοῦ ἀδελφοῦ ποὺ μᾶς ἐκάλεσε, τὸ ὁποῖο ἀπεῖχε γύρω στὸ ἕνα μίλι, κι ἐκεῖ ξεκουρασθήκαμε ἀρκετὰ παίρνοντας καινούργια δύναμη γιὰ τὴν πορεία μας. Ἐκεῖνος ὁ μοναχὸς μᾶς διηγήθηκε, πώς, στὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε τώρα, ζοῦσε κάποιος γέροντας, ὀνομαζόμενος Ἀμούν, κοντὰ στὸν ὁποῖον ὁ ἴδιος μαθήτεψε. Ὁ Ἀββᾶς ἐκεῖνος ἦταν φημισμένος γιὰ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ εἶχε κάμει σ’ ἐκείνη τὴν περιοχή.

Σὲ αὐτὸν τὸν Γέροντα εἶχαν ἐπιτεθεῖ πολλὲς φορὲς οἱ ληστές, κλέβοντας ψωμιὰ καὶ ἄλλα τρόφιμα. Μιὰ μέρα, λοιπόν, βγαίνει ὁ Γέροντας στὴν ἔρημο, βρίσκει δυὸ μεγάλα φίδια καὶ τὰ φέρνει μαζί του, στὸ ἐρημητήριό του. Ἐκεῖ, τὰ ἔβαλε νὰ κάθονται μπροστὰ στὴν πόρτα καὶ νὰ φυλάγουν. Ὅταν, κάποια στιγμή, ἔφθασαν κατὰ τὴ συνήθειά τους οἱ φονιάδες καὶ εἶδαν αὐτὸ τὸ μέγα παράδοξο, ἔμειναν ἀπὸ ἔκπληξη μ’ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα κι ἔπεσαν καταγῆς.

Βγῆκε τότε ὁ Γέροντας καὶ τοὺς βρῆκε νὰ τά’ χουν χαμένα, μισοπεθαμένοι σχεδόν. Τοὺς ἀνασήκωσε κι ἄρχισε νὰ τοὺς κατηγορεῖ λέγοντάς τους: «Βλέπετε, πόσο εἶστε ἀγριώτεροι ἀκόμη κι ἀπὸ αὐτὰ τὰ θηρία; Διότι, ἐνῷ αὐτὰ φοβοῦνται τὸ Θεὸ καὶ ὑπακούουν στὰ θελήματά μας, ἐσεῖς οὔτε τὸ Θεὸ φοβηθήκατε οὔτε τὴν εὐλάβεια καὶ τὸν κόπο τῶν Χριστιανῶν λυπηθήκατε».
Ὕστερα ἀπ’ αὐτὰ τὰ λόγια, ὁ Γέροντας τοὺς ἔμπασε στὸ κελλί του, ὅπου τοὺς ἔβαλε νὰ φᾶνε, καὶ τοὺς συμβούλευσε ν’ ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς. Καὶ τότε οἱ ληστὲς μετανόησαν γιὰ τὴν προηγούμενη ζωή τους κι ἔγιναν κι ἀπὸ πολλοὺς μοναχοὺς καλύτεροι. Καί, μάλιστα, δὲν ἄργησε πολὺ νά’ ρθεῖ καιρὸς ποὺ ἄρχισαν κι αὐτοὶ νὰ κάνουν παρόμοια θαύματα».







Ὁ Ὅσιος Φωτᾶς
Ὁ Ὅσιος Φωτᾶς, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Φωτᾶ.






Ὁ Ἅγιος Ζαρλάθιος Ἐπίσκοπος Τούαμ Ἰρλανδίας
Ὁ Ἅγιος Ζαρλάθιος ἐγεννήθηκε τὸ 445 μ.Χ. στὴν Ἰρλανδία καὶ θεωρεῖται ἱδρυτὴς καὶ προστάτης τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Τούαμ τῆς χώρας αὐτῆς. Καταγόταν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Κονμάϊσνε, ποὺ ἦταν ἡ ἰσχυρότερη τῆς περιοχῆς τοῦ Γκάλγουεϊ κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη. Ἔμαθε τὰ ἱερὰ γράμματα ἀπὸ ἕναν ὅσιο γέροντα καὶ ἀργότερα ἵδρυσε μονὴ σὲ σχολεῖο κοντὰ στὸ Τούαμ. Μεταξὺ τῶν μαθητῶν του συγκαταλέγονται ὁ Ὅσιος Βρενδανὸς ὁ Ἀναχωρητὴς († 16 Μαΐου) καὶ ὁ Ὅσιος Κολμάνος († 24 Νοεμβρίου). Ὁ Ἅγιος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Τούαμ καὶ ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε, ἀπὸ τὴν μεγάλη ἄσκηση καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, μὲ τὸ χάρισμα τῆς προφητείας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 550 μ.Χ. (στὶς 26 Δεκεμβρίου ἢ στὶς 2 Φεβρουαρίου τοῦ ἑπομένου ἔτους). Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη του κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή, διότι κατ’ αὐτὴ ἔγινε ἡ μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ στὸ ναὸ ποὺ ἐκτίσθηκε πρὸς τιμήν του στὸ Τούαμ.






Ὁ Ἅγιος Κουδβάλιος Ἐπίσκοπος Ἄλεθ Οὐαλίας
Ὁ Ἅγιος Κουδβάλιος ἐγεννήθηκε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Οὐαλία καὶ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀφιερώθηκε στὸν Θεό. Ἔγινε ἡγούμενος μεγάλου μοναστηριοῦ ἐπὶ τῆς βραχώδου νήσου Πλέκιτ, ὅπου συγκέντρωσε 188 μοναχούς. Κατόπιν ἀποσύρθηκε σὲ ἔρημο τόπο τῆς Κορνουάλης, ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του προσείλκυσε πλῆθος μοναχῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἱδρυθεῖ ἐκεῖ μία ἐξ ἴσου μεγάλη μονή. Ποθώντας ὁ Ἅγιος τὴν ἡσυχία ἀποσύρθηκε στὴ Βρετάνη, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ σκληροὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες προσφέροντας τὸν ἑαυτό του θυσία εὐάρεστη στὸν Θεό. Ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἄλεθ καὶ ὡς λύχνος φαεινὸς κατηύγασε τὶς ψυχὲς τοῦ ποιμνίου του. Ὅταν, λόγῳ γήρατος, δὲν μποροῦσε νὰ ἐκτελέσει τὰ ἐπισκοπικὰ καθήκοντά του, παραιτήθηκε καὶ ἀποσύρθηκε σὲ ἐρημητήριο μαζὶ μὲ λίγους μαθητές του.
Ὁ Ἅγιος Κουδβάλιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ τέλος τοῦ 6ου ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου μ.Χ. αἰῶνος.







Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς Ἐπίσκοπος τῆς Μεγάλης Περμίας
Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωνᾶ, Ἐπισκόπου τῆς Μεγάλης Περμίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τὴν 29η Ἰανουαρίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.







Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἅγίου Ἱερομάρτυρος Βασιλείου τοῦ Θαυματουργοῦ
Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Βασιλείου τοῦ Θαυματουργοῦ, Ἐπισκόπου Μανγκαζίας τῆς Σιβηρίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τὴν 22α Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του.






Ὁ Ὅσιος Παΐσιος τοῦ Οὔγκλιχ
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος τοῦ Οὔγκλιχ ἐγεννήθηκε στὴν περιοχὴ Τβὲρ τῆς Ρωσίας κοντὰ στὴν πόλη Καζίν, καὶ ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Ὁσίου Μακαρίου (Καλυαζίν, † 17 Μαρτίου). Μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τῶν γονέων του, ὅταν ἦταν ἕνδεκα ἐτῶν, ἐπῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ θείου του, ὅπου ἔγινε μοναχός. Ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Μακαρίου, ὁ Παΐσιος ἐδιδάχθηκε τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, τὴν ὑπακοή, τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή, καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἀντιγραφὴ πνευματικῶν βιβλίων καὶ συγγραμμάτων τῶν Πατέρων. Ἔτσι προόδευσε πολὺ στὴν πνευματικὴ ζωή.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, τὸ 1464, μετὰ ἀπὸ ἐπιθυμία καὶ παράκληση τοῦ πρίγκιπος Ἀνδρέου, ἴδρυσε μία κοινοβιακὴ μονὴ κοντὰ στὸ Οὔγκλιχ, καὶ τὸ 1489 τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ ἄσκηση, ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1504, καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῶν θαυμάτων.







Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς τοῦ Κλιμέζσκ
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς (κατὰ κόσμον Ἰωάννης) ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ γενόμενος μοναχός. Ὡς ἐκπλήρωση ἑνὸς τάματός του ἵδρυσε τὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Κλιμέζσκ στὴ Ρωσία. Ὅταν, τὸ 1490, ἐξέσπασε θύελλα καὶ ἐκεῖνος εὑρισκόταν ταξιδεύοντας μέσα στὰ νερὰ τῆς λίμνης Ὀμέγκα, τὴν ὥρα ποὺ ἐκινδύνευε ἡ ζωή του, παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν σώσει καὶ ὑποσχέθηκε νὰ ζήσει τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ μετάνοια καὶ προσευχή. Ὁ Θεὸς εἰσάκουσε τὴν προσευχή του καὶ ἡ βάρκα ὁδηγήθηκε μὲ ἀσφάλεια στὶς ὄχθες τῆς λίμνης. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος εὑρῆκε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο καὶ μία ἱερὴ εἰκόνα. Ἔτσι ἵδρυσε τὴ μονὴ αὐτὴ στὴν ὁποία ἀνήγειρε δύο ἐκκλησίες, τὴν μία ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ τὴν ἄλλη στὸν Ἅγιο Νικόλαο, Ἀρχιεπίσκοπο Μύρων τῆς Λυκίας.
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1534. Τὰ ἱερὰ λείψανά του μετεκομίσθησαν στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ζαχαρίου καὶ Ἐλισάβετ.







Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ποιμένος ἐν Ρωσίᾳ
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ὀνομάζεται «τοῦ Ποιμένος», ἐπειδὴ τὴν ἔφερε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Ρωσία, τὸ 1381, ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Ποιμήν. Ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔτρεχε μύρο, τὸ ὁποῖο ἐθεράπευε πολλοὺς ἀσθενεῖς ποὺ προσεύχονταν μὲ ἀληθινὴ πίστη καὶ ἐπικαλοῦνταν τὴ χάρη της.







Μνήμη Θαύματος τοῦ Ἀρχεγγέλου Μιχαήλ
Το θαῦμα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ἔλαβε χώρα στην Ἀλεξάνδρεια. Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

PreviousNext

Return to ΕΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 2 guests