by akerm » Sat May 26, 2012 1:46 pm
ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΑΡΕΩΣ ΑΜΑΡΤΑΝΟΝΤΩΝ
Τι όμως με τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες υπάρχουν άνθρωποι που έφυγαν τελείως αμετανόητοι δεν πρόλαβαν να ετοιμασθούν καθόλου;
Η απάντησης του λόγου του Θεού είναι σαφής. Το ίδιο και ή διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι τονίζουν καθαρά ότι η παρούσα ζωή αποτελεί το στάδιο του αγώνος, η μέλλουσα τής ανταποδόσεως.
Τονίζει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος:
«Ας μη κλαίμε γι’ αυτούς πού πέθαναν αλλά γι’ αυτούς πού πέθαναν στην αμαρτία. Αυτοί είναι άξιοι για θρήνους και κοπετούς και δάκρυα... Όσο ζούσαν εδώ μπορούσε κανείς να ελπίζει σε αλλαγή και βελτίωση... Δεν μπορεί κανείς να μετανοήσει όταν φύγει από τη ζωή αυτή.
Κανένας αθλητής δεν μπορεί να παλαίψη όταν τελειώσουν οι αγώνες και βγει από το στίβο και έχουν σκορπισθή οι θεατές... Όσο είμαστε εδώ μπορούμε σίγουρα να ελπίζουμε. Όταν όμως πάμε εκεί, δεν είμαστε πλέον κύριοι μετανοίας, δεν είναι πια στο χέρι μας ή μετάνοια, ούτε μπορούμε να ξεπλύνουμε τα αμαρτήματα μας. Γι’ αυτό πρέπει αδιάκοπα να ετοιμαζόμαστε για την έξοδο μας...».
Πλην όμως και σε αυτές τις πιο δύσκολες περιπτώσεις οι Πατέρες τής Εκκλησίας μας δεν μας αφήνουν απαρηγόρητους.
Αναφέρει σχετικά για το θέμα αυτό ο Μ. Αθανάσιος ότι οι ψυχές των αμαρτωλών λαμβάνουν κάποια ευεργεσία, «μετέχουν ευεργεσίας τίνος» από την αναίμακτη Θυσία αυτό όμως συμβαίνει «ως μόνος εφίσταται και κελεύει ό ζώντων και νεκρών εξουσιαστής Θεός ημών». Το ζήτημα δηλαδή το αφήνει στη Θεία φιλανθρωπία.
Ο Ιερός Χρυσόστομος, μολονότι στο προηγούμενο τεμάχιο ήταν αυστηρός, όταν ασχολήται ειδικά με το θέμα αυτό αποκλειστικά, είναι πιο παρηγορητικός. Τονίζει:
« Ας τους βοηθήσουμε όσο μπορούμε «βοηθήσωμεν αυτοίς κατά δύναμιν», έπινοήσωμεν δι’ αυτούς τινά βοήθειαν (κάποια βοήθεια), μικράν μεν, βοηθείν όμως δυναμένην». Πώς και με ποιο τρόπο; Και απαντά: Ευχόμενοι και εμείς οι ίδιοι και παρακαλούντες και άλλους να προσεύχονται γι’ αυτούς. Με ελεημοσύνες και προσευχές πού θα κάνουμε γι’ αυτούς πού έφυγαν στην αμαρτία. Αυτά γίνονται για να λάβουν οι κεκοιμημένοι κάποια παρηγοριά, «παραμυθιών τινά». Διότι, αν τα παιδιά του Ιώβ τα καθάριζε ή θυσία του πατέρα τους, γιατί αμφιβάλλεις ότι κερδίζουν κάποια ωφέλεια οι νεκροί μας από τις προσευχές και τις ελεημοσύνες πού κάνουμε γι’ αυτούς;
Μάλιστα ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων είναι ακόμη πιο εντυπωσιακός και πιο παρηγορητικός, Θα λέγαμε, στο θέμα μας ακόμη και από τον άγιο Ιωαννη τον Χρυσόστομο.
Σε μία ερώτηση πού του υποβλήθηκε στο «Τι ωφελείται ή ψυχή πού έφυγε με τα αμαρτήματά της από τον παρόντα κόσμο;» απαντά με ένα παράδειγμα. Φαντάζεται βασιλιά ο οποίος εξόρισε υπηκόους που επαναστάτησαν εναντίον του. Στον βασιλιά αυτόν παρεμβαίνουν ενδιαφερόμενοι, φίλοι των εξόριστων, οι οποίοι αφού πλέξουν τον στέφανο τον προσφέρουν στο βασιλιά «υπέρ των εν εξοριαις».
Και ερωτά 0 άγιος: Ο βασιλιάς, δεν θα υποχώρηση στις επιμονές αυτές παρακλήσεις ώστε να δόση στους εξόριστους του «άνεσιν των κολάσεων;»
Κατά παρόμοιο τρόπο, συνεχίζει, όταν και μείς προσφέρουμε στον Θεό δεήσεις υπέρ των κεκοιμημένων, και αν ακόμη αυτοί είναι αμαρτωλοί, δεν πλέκουμε και δεν προσφέρουμε στέφανων αλλά «Χριστον εσφαγιασμενον υπέρ των αμαρτημάτων προσφέρομεν, ζητούντες και λαμβάνοντες συγγνώμην» από τον φιλάνθρωπο Θεό γι’ αυτούς και για μας. Ποιος όμως μπορεί να γνωρίζει από εμάς ποιος έφυγε εν μετανοία και ποιος όχι; Ποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι είναι καρδιογνώστης και να προδικάσει κάποιον από τούς συνανθρώπους μας; Πού γνωρίζουμε τι. έγινε από το διάστημα τής γέφυρας μέχρι το ποτάμι, να διάστημα αρκετό για να πει κάποιος ένα “μνήσθητί μου Κύριε;”. Το σχέδιο τού Θεού μας απαγορεύει να κρίνουμε οποιονδήποτε άνθρωπο. Εμείς ας κάνουμε ότι μπορούμε, ας βοηθήσουμε τούς ανθρώπους μας κατά δύναμιν, και τα αλλά ας τα αφήσουμε στην αγάπη και την φιλανθρωπία του Θεού, ή οποία όρια δεν έχει. Γι’ αυτό και ή ‘Εκκλησία μας δεν προδικάζει κανένα, αλλά προσφέρει την αγάπη της σε όλα της τα μέλη της.
Ως απόδειξη τής ωφελείας από τα μνημόσυνα αυτών πού έχουν πεθάνει με βαριά αμαρτήματα ή έχουν κάποιο δεσμό, αναφέρει ό άγιος Νεκτάριος ότι «πολλοί αυτό το μαρτυρούσι και μάλιστα οι λυόμενοι και μετά θάνατον από τον δεσμόν τής ‚τιμωρίας του άφορισμού, ωσάν όπού βλέπομεν διά τών δεήσεων λύονται τα σώματα των».