ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ (Δ.Ο.Ε.)‘’ . . . Λυπηρότατον και ανηθικότατον πάντων είναι αναμφισβήτητα σ’ όλα τα μεταξύ κυβερνήσεων και λαών αναφυόμενα ζητήματα η επιβολή λύσεων με βάρβαρη βία . . .’’
‘’Εφημερίδα των Συζητήσεων’’ (Γαλλική)
Αλέκος Ν. Αγγελίδης
Τον Απρίλιο του 1877, η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας και κατά τις αρχές του 1878 οι ρωσικές στρατιές προχώρησαν στο εσωτερικό της Τουρκίας, κυρίεψαν πολλά φρούρια στην Ασία και στα Βαλκάνια, κυρίεψαν τη Σόφια, τη Φιλιππούπολη και έφτασαν μέχρι τα προάστια της Κωνσταντινούπολης.
Ο ρωσοτουρκικός αυτός πόλεμος προκάλεσε αναταραχή στην Ελλάδα και αναπτέρωσε κι άλλη μια φορά τις ελπίδες των Ελλήνων για την Απελευθέρωση και των άλλων ελληνικών τμημάτων που ακόμα κατέχονταν από τους Τούρκους. Μέσα στο ελληνικό κράτος ιδρύθηκαν παντού Εθνικοί Σύλλογοι, οι οποίοι συγκέντρωναν χρήματα, συγκροτούσαν ένοπλα εθελοντικά τάγματα και τα έστελναν στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, προετοιμάζοντας έτσι νέες απελευθερωτικές εξεγέρσεις. Οι Έλληνες πολιτικοί αρχηγοί, στις κρίσιμες αυτές στιγμές, συμφώνησαν να εγκαταλείψουν τις πολιτικές τους έριδες και τις κομματικές τους διαμάχες και να συσπειρωθούν όλοι σε μια Εθνική Κυβέρνηση με έναν κοινό σκοπό, την απελευθέρωση των υπόλοιπων σκλάβων Ελλήνων, εκμεταλλευόμενοι κάθε ευκαιρία που θα έδινε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Έτσι, σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας όλων των κομμάτων, η οποία για πρώτη φορά έφερε το όνομα ‘’Οικουμενική’’, με πρωθυπουργό τον ήρωα του 1821 γέροντα πια Κωνσταντίνο Κανάρη.
Ο τσάρος παρότρυνε το βασιλιά Γεώργιο τον Α’ να κινηθεί εναντίον της Τουρκίας και να περάσει τα σύνορα προς τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, τώρα που ο τουρκικός στρατός στις περιοχές αυτές ήταν ελάχιστος, γιατί τα κύρια τουρκικά τμήματα είχαν μεταφερθεί στο ρωσικό μέτωπο.
Η αγγλική, όμως, κυβέρνηση, η οποία προσπαθούσε με κάθε τρόπο να συνδράμει την προστατευόμενή της Τουρκία, προέβαινε σε αυστηρές συστάσεις και απειλές κατά της Ελλάδας και επιδίωκε μ’ όλα τα μέσα να παρεμποδίσει κάθε ελληνική απελευθερωτική προσπάθεια και κάθε πολεμική προς τούτο προπαρασκευή και ενέργεια.
Επιπλέον, για να κατευνάσει την πολεμική έξαψη των Ελλήνων, έδινε ποικίλες και άφθονες υποσχέσεις στον ελληνικό λαό ότι, αν η Ελλάδα απείχε τότε από κάθε απόπειρα επιδείνωσης της τουρκικής θέσης στις κρίσιμες αυτές για την Τουρκία περιστάσεις, η Αγγλία η ίδια ως αντάλλαγμα θα μεριμνούσε αργότερα στην τράπεζα της ειρήνης για την όσο το δυνατόν καλύτερη και πληρέστερη ικανοποίηση των ελληνικών διεκδικήσεων.
Για να τρομοκρατήσουν δε οι Άγγλοι περισσότερο την ελληνική κυβέρνηση, άφηναν έντεχνα να εννοηθεί ότι, αν ο ελληνικός στρατός περνούσε τα σύνορα, πιθανόν να είχε επιτυχίες, γιατί δεν υπήρχαν τώρα αρκετές τουρκικές δυνάμεις σ’ αυτά, (αν και μόνο λίγα τουρκικά τάγματα ήταν αρκετά να προελάσουν μέσα στο ελληνικό έδαφος), ο τουρκικός στόλος οπωσδήποτε θα απέκλειε τον Πειραιά και θα καταλάμβανε ελληνικά νησιά. Δηλαδή, επαναλάμβαναν και ενίσχυαν τις απειλές που εκτόξευε και η Τουρκία κατά της Ελλάδας. Οι απειλές αυτές της Αγγλίας αποθάρρυναν τους αρμόδιους της Αθήνας κι έβαζαν σε σκέψεις και δισταγμούς την ελληνική κυβέρνηση. Επιπλέον, οι υποσχέσεις των Άγγλων για υποστήριξη των ελληνικών δικαίων στην τράπεζα της ειρήνης βαυκάλιζαν τους Έλληνες πολιτικούς και ατονούσαν και παρέλυαν κάθε προσπάθειά τους για άμεση δράση.
Στο μεταξύ, στις 14 Σεπτεμβρίου 1877, πέθανε ο Κ. Κανάρης και η ‘’Οικουμενική’’ έμεινε ακέφαλη και στους κόλπους της ξαναπαρουσιάστηκαν έριδες και διαμάχες, όσον αφορά την ακολουθητέα εξωτερική πολιτική. Έτσι, οι διαφωνίες αυτές, τις οποίες κατ’ ουσία επιδίωκε η αγγλική διπλωματία, απορρόφησαν εξ ολοκλήρου το ενδιαφέρον της κυβέρνησης και ξεχάστηκε κάθε πολεμική προετοιμασία και ενέργεια για εξέγερση.
Ο ρωροτουρκικός πόλεμος συνεχιζόταν και οι ρωσικές επιτυχίες συγκλόνισαν την Τουρκία και τρρομοκρατημένη η Πύλη ζήτησε ανακωχή και δέχτηκε όλους τους όρους και τις απαιτήσεις της Ρωσίας. Έτσι, στις 3 Μαρτίου 1878, στον Άγιο Στέφανο, προάστιο της Κωνσταντινούπολης το οποίο είχε καταλάβει και κατείχε ο ρωσικός στρατός, υπογράφτηκε η ομώνυμη γνωστή συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Με τη συνθήκη αυτή δημιουργούνταν μεγάλη βουλγαρική Ηγεμονία υποτελής στο σουλτάνο και γινόταν ορισμένες εδαφικές αυξήσεις στη Σερβία και στο Μαυροβούνιο. Καμιά εδαφική αύξηση δεν προέβλεπε η συνθήκη αυτή για την Ελλάδα, εκτός από ορισμένες τυπικές διατάξεις για την εφαρμογή ενός καθεστώτος τοπικής αυτοδιοίκησης στη Θεσσαλία, Ήπειρο και Κρήτη.
Όταν ο ελληνικός λαός πληροφορήθηκε ξαφνικά την υπογραφή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, η οποία αγνοούσε τελείως την Ελλάδα και αντίθετα δημιουργούσε μια μεγάλη Βουλγαρία, εξοργίστηκε κατά της κυβέρνησης και ξέσπασε σε ταραχώδεις διαδηλώσεις και συλλαλητήρια. Η ‘’Οικουμενική’’ έπεσε κι έγινε κυβέρνηση Κουμουνδούρου, η οποία πρόχειρα και εσπευσμένα συγκέντρωσε μικρή δύναμη από 10 χιλιάδες περίπου στρατό, ο οποίος και εισέβαλε στη Θεσσαλία.
Στην αρχή, ο στρατός αυτός είχε κάποια επιτυχία και προχώρησε μέχρι το Δομοκό. Σύντομα, όμως, κατέφτασε πολυάριθμος τουρκικός στρατός από τη Θράκη, αφού, με την υπογραφείσα συνθήκη του Αγίου Στεφάνου έπαυσαν οι ρωσοτουρκικές εχθροπραξίες και η Τουρκία τώρα διέθετε αρκετό στρατό για ν’ αντιμετωπίσει με επιτυχία την ελληνική εισβολή. Έτσι, ο ελληνικός στρατός εγκατέλειψε το τουρκοκρατούμενο έδαφος και αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει μέσα στα ελληνικά σύνορα. Η κυβέρνηση βρέθηκε στην ανάγκη να ζητήσει τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων για να αποφύγει τη γενική τουρκική εισβολή.
Η Ελλάδα δεν κινήθηκε νωρίς όταν έπρεπε και έχασε μια πολύ καλή ευκαιρία για να απελευθερώσει και τα άλλα τουρκοκρατούμενα ακόμα τμήματά της και κινήθηκε αργά, όταν δεν έπρεπε, για να γίνει παίγνιο και υποχείριο των Άγγλων για άλλη μια φορά.
Αφού, λοιπόν, η Ελλάδα δεν προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να συνετιστεί απ’ την προτροπή της Ρωσίας, απορρίπτοντας έτσι την προσφερόμενη ρωσική συνεργασία, αλλά έμεινε πιστή στα κελεύσματα και στις εντολές της Αγγλίας, η Ρωσία, στην προσπάθειά της να μειώσει το γόητρο και τη δύναμη της Αγγλίας στα Βαλκάνια, επιδίωξε να βγει στη Μεσόγειο μέσω Βουλγαρίας, γι’ αυτό και προσπάθησε να δημιουργήσει μεγάλη Βουλγαρία με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Την έξοδο αυτή της Ρωσίας στο Αιγαίο για κανένα λόγο δεν ήταν διατεθημένη να δεχθεί η Αγγλία, γι’ αυτό, εκτός του ότι διαμαρτυρήθηκε εντονότατα κατά της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και καλούσε τη Ρωσία να προσέλθει σε νέο συνέδριο των Δυνάμεων για την επανεξέταση της συνθήκης αυτής, άρχισε και εσπευσμένες πολεμικές προετοιμασίες. Μετέφερε αποικιακό στρατό στη Μεσόγειο και τον Ιούνιο του 1878 αγγλικός στόλος μπήκε απειλητικός στην Προποντίδα. Τη θέση της Αγγλίας υποστήριζαν και όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες έβλεπαν ότι και αυτών τα συμφέροντα έθιγε η ρωσική παρουσία στο Αιγαίο και άρχισαν να αντιδρούν στην εφαρμογή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και να διαμαρτύρονται στο πλευρό της Αγγλίας κατά της συνθήκης αυτής. Η κατάσταση ήταν τεταμένη και απειλούνταν μεγάλος πανευρωπαϊκός πόλεμος.
Μπροστά στις έντονες αυτές πιέσεις, η Ρωσία αναγκάστηκε να δεχτεί τη σύγκληση της νέας διάσκεψης για την επανεξέταση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Έτσι, τον Ιούλιο του 1878, συνήλθε η διάσκεψη του Βερολίνου υπό την προεδρία του Βίσμαρκ. Η διάσκεψη αυτή επέστρεψε τη Μακεδονία στην Τουρκία και σχημάτισε με τα εδάφη μεταξύ Δούναβη και Αίμου βουλγαρική Ηγεμονία υποτελή στο σουλτάνο. Η Ηγεμονία αυτή ονομάστηκε Ανατολική Ρωμυλία, την οποία κατά το πλείστο, σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο, κατοικούσαν Έλληνες. Ο Καρολίδης, ο οποίος είναι ένας απ’ τους μεγάλους υπέρμαχους της ‘’Μεγάλης Ιδέας’’, στην ιστορία του γράφει για το σημείο αυτό: ‘’Είχε μεν (η Ανατολική Ρωμυλία) πολλάς εκατοντάδας χιλιάδων Βουλγάρων, αλλά είχε και πληθυσμόν Ελλήνων υπερβαίνοντα τας διακοσίας πεντήκοντα χιλιάδας’’. Απ’ τα γραφόμενα αυτά του Καρολίδη βγαίνει εύκολα το συμπέρασμα, ότι η Ανατολική Ρωμυλία κατοικούνταν το πλείστον από Βουλγάρους. Τα στοιχεία αυτά, επειδή δεν επηρεάζουν καθόλου το θέμα μας, γι’ αυτό και δεν τα ερευνούμε περισσότερο επί του παρόντος και ούτε τα παραδεχόμαστε αλλά ούτε και τα απορρίπτουμε.
Η Αγγλία, για να πετύχει την ακύρωση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και να κατορθώσει τη σύγκληση του συνεδρίου του Βερολίνου, θυμήθηκε εκ των υστέρων και επικαλούνταν τα παραγνωρισθέντα ελληνικά δίκαια και φώναζε τώρα, ότι τότε στον Άγιο Στέφανο κακώς παραγνωρίστηκαν οι ελληνικές διεκδικήσεις. Αλλά, αφού πέτυχε να συγκληθεί το συνέδριο του Βερολίνου, ξέχασε και ελληνικά δίκαια και τις ελληνικές διεκδικήσεις και στο συνέδριο αυτό ο Άγγλος πρωθυπουργός Ντισραέλυ, ο παλιότερα θεωρούμενος ως μεγάλος φιλλέληνας, απέκρουσε κατηγορηματικά την απελευθέρωση της Κρήτης απ’ τους Τούρκους και την ένωσή της με την Ελλάδα και αγνόησε τελείως τις άφθονες υποσχέσεις που έδινε με απλοχεριά στους Έλληνες λίγο πριν, τον καιρό του ρωσοτουρκικού πολέμου. Αντίθετα, δεν δίστασε η Αγγλία να πάρει για λογαριασμό της την ελληνική Κύπρο από την Τουρκία, ένα πραγματικά σπουδαίο στρατηγικό σημείο στη Μεσόγειο, το οποίο, ευρισκόμενο μπροστά στο ελεγχόμενο από τους Άγγλους στενό του Σουέζ, αποκτούσε ιδιαίτερη γι’ αυτούς σημασία.
Επίσης, με τη νέα αυτή Συνθήκη του Βερολίνου, η Αυστρία πήρε από την Τουρκία τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη και προώθησε τις θέσεις της στα Βαλκάνια και προς το Αιγαίο. Η Ρωσία πήρε το Καρς και το Βατούμ στην Ασία και στην Ευρώπη έδωσε μέρος της Δοβρουτσάς στη Ρουμανία και πήρε απ’ αυτή τη Βεσσαραβία. Η Σερβία, η Ρουμανία και το Μαυροβούνιο έγιναν ανεξάρτητα κράτη.
Ο Βίσμαρκ, αντί να δεχτεί και να φροντίσει να ακουστούν στο συνέδριο, όπως έπρεπε, τα ελληνικά δίκαια και να προσπαθήσει για την ικανοποίησή τους, εκμεταλλεύτηκε την περίπτωση για να εκβιάσει την ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίσει ένα παλιό χρέος της Ελλάδας από 2,6 εκατομμύρια, το οποίο και την εξανάγκασε να το πληρώσει.
Η αγγλική εφημερίδα του Λονδίνου ‘’Σημαία’’ εκδήλωσε τότε καθαρά και κυνικότατα τις αγγλικές σκέψεις και την ανθελληνική νοοτροπία των Άγγλων. Υπογράμμισε δε ταυτόχρονα και με μεγάλη ειρωνία την αβουλία και αμφιταλάντευση των Ελλήνων κυβερνητών και έγραφε: ‘’Η Ελλάδα έχασε αλήθεια μια λαμπρή ευκαιρία κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο για να μεγαλώσει εδαφικά και να καταλάβει δικές της χώρες. Και είναι αλήθεια, ότι εμείς την εμποδίσαμε στο να συμμαχήσει με τη Ρωσία, αλλά οι πολιτικοί άνδρες τότε ακριβώς δείχνουν τις ικανότητές τους, όταν κατορθώνουν να εκτιμήσουν τις περιστάσεις και να εκμεταλλευθούν προς το συμφέρον τους τις συμβουλές που τους δίνουν’’. Τελείως ξεδιάντροπα οι Άγγλοι μας κορόιδευαν εκ των υστέρων για το πάθημά μας αυτό και με μεγάλη αδιαφορία παραδέχονταν, ότι για ό,τι πάθαμε αιτία είναι αυτοί οι ίδιοι και η τακτική τους.
Η Ελλάδα, ελπίζοντας στις αγγλικές υποσχέσεις και προτροπές που δίνονταν από τους Άγγλους στον καιρό του πολέμου, για να συγκρατήσουν τους Έλληνες από κάθε εξέγερση, ότι δηλαδή θα υποστήριζαν τα δίκαιά τους στην τράπεζα της ειρήνης κλπ., έστειλε κι αυτή εκπροσώπους της στο συνέδριο του Βερολίνου. Οι Έλληνες εκπρόσωποι, όμως, Θ. Δεληγιάννης και Α. Ραγκαβής, έγιναν δεκτοί σε μία μόνο συνεδρίαση, στις 17 Ιουνίου, για να εκθέσουν απλώς τις ελληνικές απόψεις, οι οποίες απέβλεπαν στην προσάρτηση της Κρήτης, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, χωρίς να έχουν δικαίωμα συμμετοχής στις συζητήσεις.
Η Αγγλία ξέχασε κάθε προηγούμενη υπόσχεσή της προς την Ελλάδα και δεν έδειξε κανένα απολύτως ενδιαφέρον υποστήριξης των ελληνικών δικαίων στο συνέδριο αυτό. Τουναντίον όμως, όπως μας λέει ο Παπαρρηγόπουλος, οι Άγγλοι αντιπρόσωποι Ντισραέλυ και Σόλβαρυ καταπολέμησαν έντονα τις ελληνικές διεκδικήσεις. Μόνο, ύστερα από ενδιαφέρον και επιμονή του Γάλλου πρωθυπουργού στο Συνέδριο με το 14ο πρωτόκολλό του, έξέφρασε την επιθυμία του, αντιπρόσωποι Ελλάδας και Τουρκίας να εξετάσουν το θέμα του καθορισμού των ελληνικών συνόρων. Ως κατάλληλη συνοριακή γραμμή το Συνέδριο έβρισκε τη γραμμή από τη Θεσσαλική κοιλάδα του Πηνειού μέχρι την Ηπειρωτική κοιλάδα του Καλαμά. Το όλο, όμως, θέμα έμεινε εκκρεμές για δύο ολόκληρα χρόνια, γιατί η Τουρκία αντιδρούσε στην εφαρμογή των αποφάσεων του Συνεδρίου για τον τελικό καθορισμό των συνόρων.
Τελικά, συνήλθε νέα διάσκεψη στο Βερολίνο το Μάρτιο του 1881, η οποία με εισήγηση της Γαλλίας παραχώρησε στην Ελλάδα ολόκληρη τη Θεσσαλία, εκτός από την Ελλασσόνα και προς την Ήπειρο μόνο την περιοχή της Άρτας. Οι Τούρκοι και πάλι καθυστερούσαν την εκκένωση των περιοχών αυτών και την παράδοσή τους στην Ελλάδα. Για την καθυστέρηση αυτή, ο Κουμουνδούρος διαμαρτυρήθηκε εντονότατα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Η Αγγλία, όμως, τον ανακάλεσε ‘’εις την τάξιν’’ και μόνο κατά το τέλος του 1881 εκκένωσαν οι Τούρκοι τις περιοχές αυτές και εγκαταστάθηκαν ελληνικές αρχές στη Θεσσαλία και στην Άρτα. Έτσι, με τη γαλλική υποστήριξη, η Ε ερβία, η Ρουμανία και το Μαυροβούνιο έγιναν ανεξάρτ]λλάδα με κόπους κατόρθωσε να προσαρτήσει τη Θεσσαλία και το μικρό μέρος της Ηπείρου. Είχε δίκιο ο Δεληγιάννης όταν έλεγε αργότερα: ‘’Δίχως την υποστήριξη της Γαλλίας τίποτα δεν θα παίρναμε’’.
Η Αγγλία, για να αντιδράσει στο ολοένα αυξανόμενο γόητρο της Ρωσίας στους σλαβικούς βαλκανικούς λαούς και ιδιαίτερα στη Βουλγαρία, προσπάθησε με κάθε τρόπο να φανεί ευμενέστερη προς τον Ηγεμόνα της Βουλγαρίας Βάτεμπεργκ, με την κρυφή και απώτερη ελπίδα ότι η Βουλγαρία, επηρεασμένη έτσι από την αγγλική φιλοβουλγαρική πολιτική θ’ αποσπαστεί απ’ τη Ρωσία και θα ταχθεί με το μέρος της Αγγλίας. Έτσι, με την ενθάρρυνση των Άγγλων, η Βουλγαρία πραξικοπηματικά κατέλαβε και προσάρτησε την Ανατολική Ρωμυλία.
Η Βουλγαρία από καιρό εποφθελμιούσε την κατάληψη της περιοχής αυτής και με κάθε τρόπο προετοιμαζόταν για μια τέτοια απόπειρα. Βουλγαρικές μυστικοεταιρείες, κομιτάτα και άλλες παράνομες οργανώσεις από καιρό δρούσαν υπομονετικά στην περιοχή αυτή. Τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1885 εθνικιστικές βουλγαρικές ομάδες, ύστερ’ από σενεννόηση με όλα τα βουλγαρικά και φιλοβουλγαρικά στοιχεία της διοίκησης και της αστυνομίας, κατέλαβαν το Διοικητήριο και άλλα δημόσια κτίρια της Φιλιππούπολης και έδιωξαν τον Τούρκο διευθυντή Γαβριήλ πασά μέχρι τα τουρκικά σύνορα και κατέλαβαν την πόλη. Γνώστης όλων αυτών των κινήσεων ήταν και ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας Αλέξανδρος Βάτεμπεργκ, ο οποίος, αμέσως μετά τις πρώτες κινήσεις των επαναστατών, πήγε στη Φιλιππούπολη και ανακυρήχτηκε ηγεμόνας και των δύο περιοχών.
Μ’ αυτόν τον τρόπο αποκτήθηκε ουσιαστικά η Ανατολική Ρωμυλία απ’ τους Βουλγάρους. Φαινομενικά, όμως, δινόταν η εντύπωση, ότι η Ανατολική Ρωμυλία δεν έπαψε να αποτελεί χωριστή επαρχία υπό την τουρκική κυριαρχία, αλλά απλώς έθεσε τον εαυτό της υπό τον ηγεμόνα της Βουλγαρίας. Κατά το βουλγαρικό, λοιπόν, τέχνασμα, η Βουλγαρία και η Ανατολική Ρωμυλία ήταν δυο ξεχωριστές Ηγεμονίες υπό τον ίδιο ηγεμόνα Αλέξανδρο.
Η Αγγλία, η οποία ήταν ως τώρα εναντίον της δημιουργίας μεγάλης Βουλγαρίας και για το σκοπό αυτό αναστάτωσε την Ευρώπη και κάλεσε το Συνέδριο του Βερολίνου παλαιότερα, αντί να αντιδράσει τώρα στο βουλγαρικό πραξικόπημα, αντίθετα το ενίσχυσε και τούτο γιατί νόμιζε ότι, υποθάλποντας και υποβοηθώντας τα βουλγαρικά σχέδια, θα αποσπούσε τη Βουλγαρία από τη ρωσική επιρροή. Επιπλέον, πίστευε ότι, βγαίνοντας η Βουλγαρία στο Αιγαίο με την αγγλική υποστήριξη, θα εξυπηρετούνταν καλύτερα τα αγγλικά συμφέροντα, γιατί υπέθετε ότι η Βουλγαρία θα αναγνώριζε την αγγλική υποστήριξη, θα εξυπηρετούνταν καλύτερα τα αγγλικά συμφέροντα, γιατί υπέθετε ότι η Βουλγαρία θα αναγνώριζε την αγγλική δυναμικότητα και από ευγνωμοσύνη και σεβασμό προς την αγγλική υπεροχή θα γινόταν αγγλικό υποχείριο στη ζωτική αυτή περιοχή.
Ο Παπαρρηγόπουλος στην ‘’Επίτομο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους’’ γράφει σχετικά, ότι:
Η Γαλλία και η Γερμανία έμειναν μάλλον αδιάφορες στις εξελίξεις αυτές, ενώ η Αυστρία άρχισε να κινείται ενισχύοντας και υποκινώντας τους Σέρβους κατά των Βουλγάρων, γιατί η μεγάλη Βουλγαρία και η έξοδός της στο Αιγαίο, είτε υπό τις ρωσικές ευλογίες, είτε υπό τις αγγλικές, έθιγε τα δικά της συμφέροντα,γιατί απέβλεπε σε δική της έξοδο προς την κατεύθυνση αυτή και σε αύξηση της αυστριακής επιρροής στις βαλκανικές χώρες.
Ύστερα από την αυστριακή προτροπή και υποκίνηση, η Σερβία ζήτησε απ’ τη Βουλγαρία, να εκκενώσει την Ανατολική Ρωμυλία και αξίωσε απ’ την Τουρκία να επαναφέρει το αρχικό καθεστώς στην περιοχή αυτή. Στράφηκε δε και προς την Ελλάδα και ζήτησε τη συνδρομή της. Όμως, μεταξύ της χώρας του ελληνικού βασιλείου και της Ανατολικής Ρωμυλίας μεσολαβούσε η τουρκική Μακεδονία κι έτσι δεν ήταν δυνατή καμία ένοπλη δράση της Ελλάδας προς την κατεύθυνση αυτή. Επίσης, η Αγγλία επ’ ουδενί λόγω θα επέτρεπε στην Ελλάδα, την οποία κρατούσε ποικιλότροπα σφιχτά στο χέρι της, να εξεγερθεί κατά των αγγλικών σχεδίων. Επιπλέον, η στρατιωτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν, όπως συνήθως, αξιοθρήνητη.
Ο ηγεμόνας της Σερβίας Μπλάνο Οβρένοβιτς, με όλες τις σερβικές δυνάμεις και την ενθάρρυνση της Αυστρίας, επιτέθηκε εναντίον των Βουλγάρων, εισέβαλε στο βουλγαρικό έδαφος και έφτασε έξω απ’ τη Σόφια.
Πρώτος πρίγκηπας Βουλγαρίας
Ο Αλέξανδρος της Βουλγαρίας ήρθε απ’ τη Φιλιππούπολη με πολυάριθμους Βουλγάρους, αντιμετώπισε τους Σέρβους και μάλιστα ύστερ’ απ΄ τη μάχη της Σβίλνιτσας τους έτρεψε σε φυγή και μπήκε στο σερβικό έδαφος, φτάνοντας έξω απ’ το Βελιγράδι. Οι Σέρβοι βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Επενέβη τότε η Αυστρία και με τελεσίγραφό της ζήτησε απ’ τους Βουλγάρους να εκκενώσουν αμέσως το σερβικό έδαφος. Οι Βούλγαροι έφυγαν απ’ τη Σερβία και υπογράφτηκε η βουλγαροσερβική συνθήκη ειρήνης. Η λύση της Ανατολικής Ρωμυλίας θεωρήθηκε τετελεσμένο γεγονός. Αμέσως, συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη διάσκεψη των πρεσβευτών για την εξέταση του θέματος της Ανατολικής Ρωμυλίας και ύστερ’ από εισήγηση και επιμονή των Άγγλων, η διάσκεψη αποφάσισε να συστήσει στην Τουρκία να δεχτεί την επελθούσα μεταβολή στην Ανατολική Ρωμυλία ως τετελεσμένο γεγονός. Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, προτιμώντας ειρηνική λύση, αναγνώρισε το Βούλγαρο ηγεμόνα Αλέξανδρο ως ηγεμόνα και της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Οι Ρώσοι και οι Αυστριακοί αναγκάστηκαν κι αυτοί να συμφωνήσουν. Ιδιαίτερα οι Ρώσοι, ως παλιοί υποστηριχτές της εξάπλωσης της Βουλγαρίας προς το Αιγαίο, δεν αντιτάχτηκαν και πολύ στην απόφαση των πρεσβευτών. Δεν τους άρεσε, όμως, να πραγματοποιηθούν τώρα παλιές δικές τους επιδιώξεις με αγγλική πρωτοβουλία, γιατί έτσι παραμερίζονταν η επιρροή της Ρωσίας στην περιοχή αυτή και υπογραμμίζονταν οι καλές δήθεν αγγλικές προθέσεις και το ενδιαφέρον της Αγγλίας προς τους Σλαύους των Βαλκανίων.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός Θ. Δεληγιάννης, ο οποίος, ενώ σ’ όλη αυτή την κρίσιμη περίοδο διακήρυττε και υποσχόταν, ότι με συνετή διπλωματία θα έβγαινε περισσότερο κερδισμένη η Ελλάδα και απέφευγε κάθε πολεμική προετοιμασία και ενέργεια, μάλιστα δε, με την κατάληψη της Ανατολικής Ρωμυλίας απ’ τους Βουλγάρους, συνιστούσε ηρεμία και στους Σέρβους και τους απέτρεπε από κάθε πολεμική κίνηση, την τελευταία στιγμή άλλαξε πολιτική. Έκανε επιστράτευση, απειλούσε με εισβολή στο τουρκικό έδαφος και αξιούσε την εξ ολοκλήρου εφαρμογή της συνθήκης του Βερολίνου.
Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης
Επειδή μια τέτοια κίνηση από μέρους της Ελλάδας θα αντέβαινε προς τις αγγλικές επιδιώξεις και θα διατάρασσε τα αγγλικά σχέδια στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή, γι’ αυτό η Αγγλία έκανε αυστηρές συστάσεις στην Ελλάδα, ανακαλώντας την στην τάξη και τονίζοντας, ότι η απόσπαση της Ανατολικής Ρωμυλίας από την Τουρκία εκ μέρους της Βουλγαρίας δεν έδινε κανένα δικαίωμα στην Ελλάδα να προσπαθεί να αποσπάσει κι αυτή εδάφη από το οθωμανικό κράτος.
Η Ελλάδα, δεν συμμορφώθηκε στην αρχή με τις αγγλικές αξιώσεις, τις οποίες υποστήριζαν και οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης. Αντίθετα, παρέταξε στρατό κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων. Για να αποφευχθεί δε κάθε ανεπιθύμηση για τους συμμάχους ελληνοτουρκική σύγκρουση, η Αγγλία αποφάσισε να πάρει διάφορα μέτρα εναντίον της Ελλάδας. Στο μεταξύ, έρχεται στην κυβέρνηση της Αγγλίας ο ‘’φιλέλλην’’ Γλάδστων. Ο Θ. Δεληγιάννης ικετεύει το Γλάδστων να παραχωρηθούν στην Ελλάδα η Ήπειρος και η Κρήτη ή να γίνει κάποια συνοριακή μεταβολή, για να μπορέσει έτσι να παραπλανήσει τα πνεύματα και να κατευνάσει το οργισμένο φρόνημα των Ελλήνων. Ο ‘’φιλέλλην’’ Γλάδστων, όμως, αντί άλλης ενέργειας διέταξε αποκλεισμό.
Αποφασίστηκε, λοιπόν, ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας και στις 10 Μαΐου 1886 αγγλικά, γερμανικά, αυστριακά και ιταλικά πλοία απέκλεισαν την Ελλάδα και ταυτόχρονα με τελεσίγραφο ζητούσαν απ’ την ελληνική κυβέρνηση να απολύσει όλους τους στρατιώτες που είχε επιστρατεύσει, να διαλύσει τις στρατιωτικές της μονάδες και να θέσει ‘’εις κατάστασιν ειρήνης τας κατά ξηράν και θάλασσαν δυνάμεις της’’.
Επικεφαλής του στόλου του αποκλεισμού ήταν ο Άγγλος πρίγκιπας Αλφρέδος, αυτός που εξελέγη απ’ τους Έλληνες βασιλιάς της Ελλάδας το 1862 με την πτώση του Όθωνα. Τελικά, όμως, επικράτησε ο Δανός πρίγκιπας Γεώργιος της οικογένειας των Γλύξμπουργκ, ο οποίος και ανέβηκε στον ελληνικό θρόνο. Στις 25 Μαΐου ο στόλος του αποκλεισμού συνέλαβε 50 ελληνικά εμπορικά πλοία και το εμπόριο της Ελλάδας νεκρώθηκε. Σημειώθηκε μεγάλη έλλειψη τροφίμων και ο στρατός πεινούσε.
Η ελληνική κυβέρνηση στην αρχή αντιστάθηκε στις αγγλικές αξιώσεις αλλά, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις απηύθηναν και δεύτερη εντονότερη διακοίνωση και οι ξένοι πρεσβευτές εγκατέλειψαν την Αθήνα, η κυβέρνηση Δεληγιάννη παραιτήθηκε και ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ ανέθεσε το σχηματισμό νέας κυβέρνησης στον πρόεδρο του Αρείου Πάγου Δ. Βάλβη στην αρχή και ύστερα από λίγες μέρες σχηματίστηκε κυβέρνηση Χ. Τρικούπη, η οποία έκανε αποστράτευση, κατέπνιξε κάθε φιλοπόλεμη εκδήλωση ή μάλλον κάθε αντιαγγλική φωνή και σκέψη μέσα στον ελληνικό λαό και αποκατέστησε φιλικές σχέσεις με την Τουρκία. Εφάρμοσε δηλαδή ακριβώς τις αγγλικές και ευρωπαϊκοτουρκικές αξιώσεις.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης ανατράφηκε στην Αγγλία, είχε την αγγλική νοοτροπία και προσπάθησε με όλα τα μέσα να υπηρετήσει την αγγλική πολιτική και να συνδράμει για την όσο το δυνατόν καλύτερη επικράτηση και σταθερότερη εδραίωση της αγγλικής επιρροής (πολιτικής και οικονομικής) στην Ελλάδα.
Αργότερα, με τις τουρκικές σφαγές των Αρμενίων το 1896, η διεθνής κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε εναντίον της Τουρκίας. Στον ξεσηκωμό αυτό έλαβαν μέρος και μεγάλοι ανθρωπιστές της Ευρώπης και με τη συμμετοχή τους, η φωνή του ανθρώπου ακούστηκε πιο έντονη στον κόσμο. Το τεταμένο αυτό αντιοθωμανικό κλίμα που επικράτησε στην Ευρώπη προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν οι Έλληνες και ζητούσαν την απελευθέρωση της Κρήτης και την προσάρτησή της στην Ελλάδα.
Προς την κατεύθυνση αυτή, παρασυρμένη απ’ τη γενική κατά των Τούρκων κατακραυγή, προχώρησε με μεγάλα βήματα και η τότε ελληνική κυβέρνηση Δεληγιάννη. Συγκέντρωσε στρατό και έστειλε στόλο στην Κρήτη υπό την αρχηγία του υπασπιστή του βασιλιά ναυάρχου Ράικεν και του πρίγκιπα Γεωργίου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις θορυβήθηκαν με τις εξελίξεις αυτές και τις κινήσεις των Ελλήνων κι άρχισαν να κινούνται για την εξεύρεση λύσης του κρητικού ζητήματος. Ζητούσαν να βρουν τρόπο με τον οποίο να εξαναγκάσουν την Ελλάδα να αποσύρει το στόλο της από τα κρητικά νερά.
Στο κρίσιμο αυτό σημείο, η Ελλάδα, αντί άλλης ενέργειας, αποβίβασε στρατό στην Κρήτη υπό τη διοίκηση του στρατηγού Τ. Βάσσου. Ο Βάσσος δεν κατάφερε πολλά πράγματα, παρά μόνο κυρίεψε λίγα φρούρια της υπαίθρου, γιατί συμμαχικά στρατεύματα είχαν καταλάβει τις μεγαλουπόλεις. Στις 18 Φεβρουαρίου 1897, οι Μεγάλες Δυνάμεις, με τελεσίγραφό τους, έδωσαν στην Ελλάδα εξαήμερη προθεσμία να αποσύρει το στρατό της απ’ την Κρήτη. Η Γαλλία εισηγήθηκε τη δημιουργία αυτόνομης κρητικής Ηγεμονίας, με ηγεμόνα τον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας. Ο ελληνικός λαός θεώρησε ότι αυτή η λύση απλώς εξασφάλιζε θέση ηγεμόνα σ’ ένα πρίγκιπα και ότι εξυπηρετούσε μόνο τα συμφέροντα του παλατιού και άρχισε να διαμαρτύρεται κατ’ αυτής με διαδηλώσεις και συλλαλητήρια.
Η Γερμανία και η Αυστρία ωθούσαν την Τουρκία σε πόλεμο. Η Αγγλία, φανερά μεν υποστήριζε ειρηνική λύση, εκ του αφανούς δε καθοδηγούσε τις κινήσεις του σουλτάνου. Πολυάριθμος τουρκικός στρατός 1, οργανωμένος από Γερμανούς αξιωματικούς, συγκεντρώθηκε στα Θεσσαλικά σύνορα και στις 5 Απριλίου 1897 η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας. Ο ελληνικός στρατός, υπό την αρχηγία του διαδόχου Κωνσταντίνου, αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει και στις 23 Απριλίου εγκατέλειψε τη γραμμή Βόλου-Βελεστίνου-Φαρσάλων κι αποσύρθηκε στο Δομοκό.
Στις 5 Μαΐου ξαναεξόρμησε ο τουρκικός στρατός και η Ελλάδα αντιμετώπιζε γενική καταστροφή. Ο ελληνικός λαός στην Αθήνα, μαθαίνοντας την ακατάστατη οπισθοχώρηση του στρατού και την ακάθεκτη προέλαση των Τούρκων, εξεγέρθηκε κατά των κυβερνώντων και του παλατιού και η Δυναστεία κινδύνευε. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 18 Απριλίου, η κυβέρνηση Δεληγιάννη είχε υποχρεωθεί να παραιτηθεί και σχηματίστηκε κυβέρνηση Ράλλη. Ο Ράλλης, ενώ μέχρι χθες ήταν υπέρ του πολέμου κκαι δημόσια χαρακτήριζε ως εθνική προδοσία κάθε υποχώρηση, τώρα περιερχόταν στις πρεσβείες των Δυνάμεων και εκλιπαρούσε τη μεσολάβησή τους.
Μπροστά στα δραματικά αυτά γεγονότα, οι Μεγάλες Δυνάμεις επενέβησαν, για να διασώσουν τη Δυναστεία περισσότερο και προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους Τούρκους έξω απ’ την Αθήνα. Ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ εκλιπαρούσε τον τσάρο, του οποίου θεία ήταν η βασίλισσα Όλγα, να σώσει τη Δυναστεία. Ο υποστηριχτής της Τουρκίας Κάιζερ, του οποίου την αδελφή Σοφία είχε ο Έλληνας διάδοχος Κωνσταντίνος, με το πάθημα αυτό των Ελλήνων ικανοποιήθηκε και πείστηκε ότι αρκετά πλέον είχαν τιμωρηθεί οι Έλληνες για το τόλμημά τους στην Κρήτη, για τη διαγωγή τους γενικά προς την Τουρκία και για την μη πληρωμή παλιών χρεογράφων σε Γερμανούς μετόχους και συμφώνησε κι αυτός, να σταματήσουν την προέλασή τους τα τουρκικά στρατεύματα. Έτσι, διακόπηκε η τουρκική κάθοδος και συνήλθε Συνέδριο ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη, στο οποίο δεν παραβρέθηκε η Ελλάδα αλλά την αντιπροσώπευσή της ανέλαβαν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Στο Συνέδριο αυτό, η Τουρκία επέμενε στην ανακατάληψη της Θεσσαλίας, την οποία δεν δεχόταν να εκκενώσει. Τελικά, δέχτηκε να εγκαταλείψει τα κατεχόμενα θεσσαλικά εδάφη, μόνο αν η Ελλάδα πλήρωνε αποζημίωση 100 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων. Το ένα τρίτο του ποσού αυτού ζητούσε να της προκαταβληθεί πριν αρχίσει η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων. Με την απαίτηση, όμως, αυτή της Τουρκίας, την οποία παραδέχτηκαν και οι Μεγάλες Δυνάμεις και κατ’ επέκταση και η Ελλάδα, μια και αυτές ενεργούσαν για λογαριασμό της, προέκυψε νέο μεγάλο πρόβλημα: η εξεύρεση χρημάτων.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις τότε, πρόθυμα προσφέρθηκαν να ταχτοποιήσουν το θέμα αυτό, αλλά ‘’κατά τα δικά τους συμφέροντα’’, όπως λέει ο Παπαρρηγόπουλος. Το δάνειο θα δινόταν στην Ελλάδα με μικρό μεν τόκο 2%, αν η Ελλάδα παρείχε εγγυήσεις, ότι θα κατέβαλε όλες τις καθυστερημένες δόσεις παλιών δανείων, που έπαψε να πληρώνει προ διετίας. Με πρόταση της Γερμανίας, η οποία υποστηρίχτηκε απ’ την Αυστρία και την οποία παραδέχονταν και οι άλλες Δυνάμεις, το δάνειο αυτό θα χορηγούνταν, μόνο όταν η Ελλάδα θα δεχόταν να της επιβληθεί Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (Δ.Ο.Ε.), μέχρι που να εξοφληθούν τελείως όλοι οι ξένοι μέτοχοι ελληνικών χρεογράφων. Οι Μεγάλες Δυνάμεις πρότειναν τους όρους αυτούς στην Ελλάδα και οι ίδιες τους δέχτηκαν για λογαριασμό της Ελλάδας, ως αντιπρόσωποί της στο Συνέδριο. Συγκροτήθηκε αμέσως επιτροπή από αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων για την επιβολή του αποφασισθέντος οικονομικού ελέγχου.
Ύστερα από αυτά, η κυβέρνηση Ράλλη καταψηφίστηκε στη Βουλή και εξελέγη απ’ το δεληγιαννικό κόμμα κυβέρνηση Α. Ζαΐμη. Η πρώτη πράξη της κυβέρνησης Ζαΐμη ήταν να παραδεχτεί τους όρους της ειρήνης και να στείλει αντιπροσώπους της στην Κωνσταντινούπολη για την τελική υπογραφή της, η οποία και έγινε στις 22 Νοεμβρίου 1897. Με την υπογραφή της ειρήνης, αποκαταστάθηκαν και πάλι οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας.
Με την επιβολή του Δ.Ο.Ε., οι πλουσιότεροι πόροι της χώρας, όπως χαρτόσημο, τελωνεία Πατρών, Αθηνών και Σύρου, ήδη μονοπωλείου κλπ., τέθηκαν υπό διεθνή έλεγχο και απομυζούνταν συστηματικά για την τροφοδοσία του ταμείου του Δ.Ο.Ε.. Ο Δ.Ο.Ε. ήταν αφόρητος για την Ελλάδα, αφού μάλιστα ήταν άσχετος με την ελληνοτουρκική διαφορά, γιατί τα έσοδα του Δ.Ο.Ε. απορροφούνταν από παλιότερους δανειστές.
Ο Παπαρρηγόπουλος παραδέχεται ότι ο Δ.Ο.Ε., παρ’ ότι αφόρητος στην ελληνική οικονομία, εντούτοις στην ουσία δεν έβλαψε, γιατί επέβαλε κάποια τάξη στα οικονομικά του κράτους. Άραγε να ήταν τόσο αφελής ο Παπαρρηγόπουλος για να παραδεχτεί ότι τέτοιου είδους έλεγχοι και τέτοιου είδους οικονομικές υποδουλώσεις προάγουν πραγματικά την οικονομία ενός κράτους; Ή θέλει να μας πει, ότι με την ξένη επιτήρηση των οικονομικών της χώρας κάτω απ’ το άγρυπνο μάτι του Δ.Ο.Ε. σταμάτησε ή δεν ήταν και τόσο εύκολη η κάθε είδους ασυδοσία των επιτήδειων στο δημόσιο ταμείο και το όφελος της χώρας απ’ τον περιορισμό της αρπαγής του δημοσίου χρήματος ήταν τόσο αισθητό, ώστε να θεωρείται ο Δ.Ο.Ε. ως το βέλτιστο των δύο κακών;
Με την επιβολή του Δ.Ο.Ε., στην Ελλάδα σταθεροποιήθηκαν, εδραιώθηκαν και επιβλήθηκαν οι αγγλικές θελήσεις, οικονομικές και πολιτικές στον τόπο μας και η χώρα μας υποδουλώθηκε τελικά στο αγγλικό κεφάλαιο.
Με την πάροδο των χρόνων, η υποδούλωση αυτή ολοκληρωνόταν και η εξάρτησή μας απ’ τους Άγγλους γινόταν πιο συστηματική και πιο αβάσταχτη. Παράλληλα, η προσπάθεια και η εκστρατεία από μέρους των κατά καιρούς Ελλήνων πολιτικών για τη δικαιολόγηση της αδικαιολόγητης αυτής υποδούλωσής μας στους Άγγλους γινόταν όλο και πιο έντονη και πιο αποτελεσματική. Έτσι, με την προσεγμένη προβολή και τη συστηματική και ακατάπαυστη επανάληψη της θεωρίας της αναγκαιότητας της εξάρτησής μας απ’ τους Άγγλους, φτάσαμε στο σημείο, ώστε μοιρολατρικά να θεωρούμε, ότι το κατάντημά μας αυτό ήταν γεγονός αναπόφευκτο και αναντίρρητο και να πιστεύουμε, ότι η απόλυτη υποταγή μας στις εκάστοτε αγγλικές αξιώσεις ήταν κάτι το εκ φύσεως επιβεβλημένο και έμμεσα συνδεδεμένο μ’ αυτή την ίδια την ύπαρξή μας.
Δυστυχώς, η ψευδαίσθηση αυτή έγινε πίστη σ’ ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού και η παραδοχή της εσφαλμένης αυτής αντίληψης εξυπηρετούσε μεν τα συμφέροντα των Άγγλων και των κατά καιρούς Ελλήνων πολιτικών, παρεμπόδεζε, όμως, την πρόοδο των Ελλήνων, έγινε αιτία της διαιωνιζόμενης κακοδαιμονίας τους και στοίχισε πάρα πολλά στη χώρα μας.
Μόνο με το ξεσκέπασμα των γεγονότων της ιστορίας και την προβολή της πραγματικότητας θα γίνει γνωστή η αλήθεια και ο λαός θα μπορέσει ο ίδιος να διακρίνει τις προθέσεις και των φίλων και των εχθρών μας, να κρίνει τα γεγονότα και ανάλογα να χαράξει μόνος του την πορεία που σύμφωνα με το φωτισμένο και το δοξασμένο του παρελθόν του αρμόζει να ακολουθήσει στο μέλλον.