12 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ Ὁ Ἅγιος Αὐτόνομος ὁ ἹερομάρτυραςὉ Ἅγιος Αὐτόνομος ἦταν ἐπίσκοπος στὴν Ἰταλία καὶ εἶχε στὴν ἐπισκοπὴ του πλούσια χριστιανικὴ δράση.
Ὅταν ἄρχισε ὁ διωγμὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ ἐγκατέλειψε τὴν θέση του, καὶ πῆγε στοὺς Σώρεους τῆς Μ. Ἀσίας. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στὸ σπίτι ἐνὸς χριστιανοῦ, τοῦ Κορνηλίου καὶ συνέχιζε νὰ διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο.
Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Λυκαονία καὶ στὴν Ἰσαυρία γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του. Πρὶν ξεκινήσει τὸ ταξίδι του χειροτόνησε διάκονο τὸν Κορνήλιο.
Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ὅταν ἐπέστρεψε στοὺς Σωρεούς καὶ εἶδε τὸ πολὺ καλὸ ἔργο ποὺ εἶχε κάνει νὰ ἀσπαστοῦν τὸν χριστιανισμὸ πολλοὶ ἄνθρωποι, τὸν χειροτόνησε ἱερέα. Ἀφοῦ ἐπισκέπτεται πολλὲς περιοχὲς στὸν Εὔξεινο Πόντο ἐπιστρέφει πάλι κοντὰ στὸν Κορνήλιο καὶ τὸν χειροτονεῖ ἐπίσκοπο. Τὸ θεάρεστο ἔργο ποὺ ἔχει κάνει ὁ Ἅγιος Αὐτόνομος ἐνοχλεῖ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τὸν σκοτώνουν μὲ λιθοβολισμὸ τὴν ὥρα ποὺ λειτουργοῦσε μέσα στὸ ναό.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐκ Δυσμῶν ἀνατείλας ὡς ἀστὴρ οὐρανόφωτος, καὶ πρὸς τὴν Ἑῴαν ἐκλάμψας, ταῖς ἀκτῖσι τῶν τρόπων σου, τὸν Ἥλιον τῆς δόξης Ἰησοῦν, ἐδόξασας ἀθλήσει σου στερρᾷ· διὰ τοῦτο ἐδοξάσθης θεουργικῶς, Αὐτόνομε Πατὴρ ἡμῶν. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ θεῖα σοφέ, σεμνῶς ἐμυσταγώγησας, θυσία δεκτή, ἐγένου παμμακάριστε· τοῦ Χριστοῦ γὰρ ἔπιες, τὸ ποτήριον Μάρτυς Αὐτόνομε· καὶ αὐτῷ νυνὶ παρεστώς, πρεσβεύεις ἀπαύστως, ὐπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Δέσμιος ὢν Πάτερ θείᾳ στοργῇ, πίστεως τὸν σπόρον, κατεβάλου εἰς ἐκατόν, καὶ τῷ αἵματί σου, αὐτὸν καταποτίσας, Αὐτόνομε ἐδρέψω, ζωῆς τὸν ἄσταχυν.
Ὁ Ἅγιος Κουρνοῦτος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος ἸκονίουἮταν γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πόλης τοῦ Ἰκονίου, τῆς ὁποίας κατόπιν ἔγινε Ἀρχιερέας.
Βρισκόταν κάποτε σ’ ἕνα χωριό, Σούρσαλο ὀνομαζόμενο, καὶ δίδασκε τὸν λόγο τῆς πίστης στοὺς ἀπίστους. Οἱ ἐκεῖ ὅμως διῶκτες τοῦ χριστιανισμοῦ, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα Περίνιο.
Αὐτός, ἀφοῦ σκληρὰ τὸν βασάνισε, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισε καὶ ἔτσι ἔνδοξα ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος ἈλεξανδρείαςὉ Ἅγιος αὐτὸς συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τῆς Ἀλεξανδρείας, ἐπειδὴ μὲ ἰδιαίτερο θάρρος κήρυττε τὸν Χριστό, καὶ ἀφοῦ τὸν στεφάνωσαν μὲ ἀκάνθινο στεφάνι, τὸν χτυποῦσαν στὸ πρόσωπο καὶ τὸν τριγύριζαν ἁλυσοδεμένο στοὺς δρόμους τῆς πόλης.
Ὑπέστη καὶ ἄλλα βασανιστήρια, τελικὰ μὲ διαταγὴ τοῦ ἄρχοντα, ἀποκεφαλίστηκε καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.
(Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ἀναφέρει ὅτι, ἐσφαλμένα ὁ Ἅγιος αὐτὸς φέρεται σὰν ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας καὶ ὅτι ἦταν ἕνας ἁπλὸς θεοσεβὴς χριστιανός).
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ ΠρεσβύτεροςΚαταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Κριντεούς, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας, καὶ ἦταν ἱερέας ἄξιος μεγάλου σεβασμοῦ.
Ὅταν ὁ Λικίνιος κήρυξε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν (307 – 323), ὁ Ἰουλιανὸς μαζὶ μὲ ἄλλους 42 χριστιανοὺς συμπολίτες του, κατέφυγε στὰ βουνὰ καὶ κρυβόταν. Κάποτε ὅμως, κατέβηκε ἀπὸ τὰ βουνὰ νὰ φέρει νερό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν δοῦν οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ πρόσφεραν θυσία στὸν ἐκεῖ ναὸ τῆς Ἑκάτης. Συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἄρχοντα τῆς Ἀγκύρας. Αὐτὸς τὸν ρώτησε ποὺ κρύβονταν οἱ ὑπόλοιποι χριστιανοὶ συμπολίτες του, ἀλλὰ αὐτὸς ἀρνήθηκε νὰ τοὺς καταδώσει καὶ βασανίστηκε φρικτά.
Ἀφοῦ τοῦ ἔβαλαν πυρακτωμένη καλύπτρα στὸ κεφάλι, στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν προσευχόμενο.
Οἱ Ἅγιοι Μακεδόνιος, Θεόδουλος καὶ Τατιανὸς οἱ ΜάρτυρεςὙπῆρξαν στὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360 – 363) καὶ μαρτύρησαν στὴ Μυρόπολη τῆς Φρυγίας.
Ὅταν ὁ ἄρχοντας τῆς Φρυγίας Ἀμάχιος διέταξε νὰ καθαρίσουν τὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ τῆς Μυρόπολης καὶ νὰ ἐπιμεληθοῦν τὰ ἀγάλματα μέσα σ’ αὐτόν, οἱ τρεῖς αὐτοὶ Ἅγιοι, μπῆκαν κρυφὰ τὴ νύχτα στὸ ναὸ καὶ συνέτριψαν τὰ ἀγάλματα. Γιὰ νὰ μὴ κακοποιηθοῦν ὅμως ἄλλοι ἀθῶοι χριστιανοί, φανερώθηκαν στὸν ἄρχοντα καὶ εἶπαν ὅτι αὐτοὶ συνέτριψαν τὰ ἀγάλματα.
Ὁ σκληρὸς Ἀμάχιος, στὴ συνέχεια, ἐπειδὴ δὲν κατάφερε νὰ τοὺς πείσει νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, τοὺς ἕψησε ζωντανοὺς πάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα.
Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ ΘάσιοςΕὐσεβὴς ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, ἀμέσως ἀπὸ τὴ νεότητά του ἔγινε πρόθυμος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, πρόμαχος καὶ συνήγορος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος Δανιήλ, ἔζησε τὸν 9ο μ.Χ. αἰώνα ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Λέων ὁ Ἀρμένιος ὁ εἰκονομάχος. Ὅταν πλέον ἔγινε ἄντρας ὁ Δανιήλ, ἵδρυσε μοναστήρι στὸ νησίδιο Κραμβοῦσα, ποὺ βρίσκεται δίπλα στὴ νῆσο Θάσο. Ἡ φήμη τῆς μεγάλης ἀρετῆς τοῦ ἱδρυτῆ ἔφερε ἐκεῖ πολλοὺς μοναχοὺς ἀπὸ τὴ Θάσο καὶ ἀπὸ ἄλλου.
Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ἀγαποῦσε τόσο τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἦταν τόσο πολὺ ταπεινόφρων ὥστε ὅταν στὴ Θάσο ἦλθε ὁ μέγας Ἰωαννίκιος, ὁ Δανιὴλ ἐγκατέλειψε τὴν ἡγουμενική του θέση καὶ ἔτρεξε κοντὰ στὸν φημισμένο ἐκεῖνο ὅσιο ἄνδρα, γιὰ νὰ πάρει διδάγματα ἀπὸ τὴν τόσο προσεκτικὴ καὶ ἐνάρετη ζωή του. Ὁ Ἰωαννίκιος προσπάθησε νὰ τὸν ἐμποδίσει λέγοντάς του, ὅτι μποροῦσε καὶ μόνος του νὰ τελειοποιεῖ τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν προσευχή, τὴν μελέτη καὶ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Δανιὴλ ὅμως ἐπέμενε καὶ ὁ Ἰωαννίκιος ὑποχώρησε.
Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ Ἰωαννίκιος, ὑποχρέωσε τὸν Δανιὴλ νὰ ἐπιστρέψει στὴ μονή του. Διότι οἱ μοναχοί της τὸν ζητοῦσαν ἐπίμονα, ἐπειδὴ δὲν ἔβρισκαν ἄξιο ἀντικαταστάτη του. Ὁ Δανιὴλ ὑπέκυψε καὶ ἐπανῆλθε στὴ μονή του.
Σὲ βαθιὰ γεράματα ἀποδήμησε στὸν Κύριο καὶ τάφηκε, κατὰ τὴν ἐπιθυμία του, στὸ νησίδιό του κοντὰ στὰ κύματα, δίπλα στὰ ὁποία πρωὶ καὶ βράδυ πολλὲς φορὲς ἔστελνε τὴν προσευχή του καὶ ὕμνους στὸ Θεό.
Ὁ Ἅγιος Ὠκεανὸς ὁ ΜάρτυραςΜαρτύρησε διὰ ξίφους. (Κατ’ ἄλλους μαρτύρησε διὰ πυρός).
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος ὁ ἐν τῇ Ἀτρώᾳ Ἀναφέρεται στὸν συναξαριστὴ Delehaye μὲ ὑπόμνημα παρόμοιο μὲ αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου "ἐν τῇ Ἀτρώᾳ" (τιμᾶται 13 Σεπτεμβρίου).
Ὁ Ἀνδρόνικος ἔζησε ἐπὶ βασιλείας τοῦ Νικηφόρου καὶ Σταυρακίου, καὶ Πατριάρχου Ταρασίου. Ἦταν γιὸς τοῦ Κοσμᾶ καὶ τῆς Ἄννας καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔλαια τῆς Ἀσίας. Ἔζησε μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση στὴν Ἀτρώα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος Σμύρνης ὁ ἘθνοϊερομάρτυραςὉ ἐθνομάρτυρας Χρυσόστομος Καλαφάτης, γεννήθηκε στὴν Τριγλὶα τῆς Προποντίδος τὸ 1867.
Ὑπῆρξε μητροπολίτης Σμύρνης ἀπὸ τὸ 1910 ἕως τὸ 1922. Σπούδασε στὴ θεολογικὴ Σχολὴ Χάλκης (1884 – 1891) καὶ ὑπηρέτησε ὡς ἀρχιδιάκονος τοῦ μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντίνου Βαλιάδη, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὡς Κωνσταντῖνος Ε’ (1897). Χρημάτισε πρωτοσύγκελος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ τὸ 1902 χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωακεὶμ Γ’, μητροπολίτης Δράμας (1902 – 1910). Οἱ ἀγῶνες του ἐνάντια στὴν Βουλγαρικὴ προπαγάνδα καὶ γιὰ τὴν τόνωση τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος ἐνόχλησαν τὴν Ὑψηλὴ Πύλη, ἡ ὁποία ἀξίωσε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τὴν ἄμεση ἀνάκλησή του (1907).
Ἀποχωρίστηκε μὲ πικρία τὸ ποίμνιό του καὶ ἀποσύρθηκε στὴν Τριγλὶα μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν μητρόπολη Δράμας, ἡ ὁποία κατέστη δυνατὴ τὸ 1908 μὲ τὴν ψήφιση τοῦ νέου τουρκικοῦ συντάγματος. Ἡ ἐνθουσιώδης ὑποδοχὴ ποὺ τοῦ ἐπιφύλαξε ὁ λαὸς τῆς Δράμας συνδέθηκε μὲ τὴν ἔξαρση τοῦ ἐθνικοῦ ἀγώνα, γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίστηκε ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη ἐπικίνδυνος γιὰ τὴν δημόσια τάξη. Ἀνακλήθηκε ἐκ νέου ἀπὸ τὴν μητρόπολη Δράμας (20 Ἰανουαρίου 1909) καὶ ἀποσύρθηκε πάλι στὴν Τριγλὶα μέχρι τὴν μετάθεσή του στὴν μητρόπολη Σμύρνης (11 Μαρτίου 1910).
Στὴν Μητρόπολη Σμύρνης συνέχισε τοὺς ἐθνικούς του ἀγῶνες, ὀργάνωσε δὲ πάνδημο συλλαλητήριο γιὰ νὰ καταγγείλει τὶς βιαιότητες τῶν Βουλγάρων στὴν Μακεδονία ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, τὴν ὑποστήριξη τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν πρὸς τὴν βουλγαρικὴ προπαγάνδα καὶ τὶς γενικότερες καταπιέσεις τῆς Ὑψηλῆς Πύλης ἐναντίον τοῦ Ἑλληνισμοῦ τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους. Οἱ τουρκικὲς ἀρχὲς τῆς περιοχῆς θορυβήθηκαν καὶ πέτυχαν τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν μητρόπολη Σμύρνης (1914), στὴν ὁποία ἐπέστρεψε μετὰ τὴν ἀνακωχὴ τοῦ Μούνδρου (1918). Κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἑλληνικῆς διοίκησης τῆς Σμύρνης (1919 – 1922), λειτουργοῦσε ὡς ἀναμφισβήτητος ἐθνάρχης τοῦ μικρασιάτικου Ἑλληνισμοῦ καὶ ὡς ὁ ἐμπνευσμένος ἡγέτης τῆς «Μικρασιατικῆς Ἄμυνας» γιὰ τὴν δημιουργία αὐτόνομου κράτους σὲ περίπτωση ἥττας τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ.
Ἡ κατάρρευση ὅμως τοῦ μικρασιάτικου μετώπου (Αὔγουστος 1922) ἀπογοήτευσε τὸν μεγαλόπνοο μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος ἀποδοκίμασε τὰ σχέδια τῶν Μεγάλων Δυνάμεων για τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Ἡ εἰσβολὴ τῶν Τούρκων στὴν Σμύρνη ὑπῆρξε ἡ δοκιμασία τῶν ἐθνικῶν του ὁραμάτων.
Ἀρνήθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν λαό του, παρὰ τὴν πίεση τῶν προξένων τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας. Στὶς 27 Αὐγούστου 1922 συνελήφθη ἀπὸ τὸν Τοῦρκο φρούραρχο τῆς πόλης Νουρεντὶν πασά, μετὰ τὸ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, καὶ παραδόθηκε στὸν ἐξαγριωμένο τουρκικὸ ὄχλο.
Ἔπειτα ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο.
Ὁ ἐκφραστὴς τῶν ἐθνικῶν πόθων κατέστη πλέον τὸ σύμβολο τῶν τραγικῶν πεπραγμένων τοῦ Γένους. Τὸ δίτομο ἔργο του Περὶ Ἐκκλησίας, τὰ ἄρθρα του στὰ περιοδικὰ Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια καὶ Ἱερὸς Πολύκαρπος καὶ ἡ ὅλη κηρυκτική του δράση ἀναδεικνύουν τὴν ὑπέροχη πνευματικὴ μορφὴ τοῦ ἐθνομάρτυρα Ἱεράρχη.
Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος ὁ Ἐθνοϊερομάρτυρας, Μητροπολίτης Μοσχονησίων Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Ἱεροσολύμων καὶ στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Ὑπῆρξε δὲ ἐφημέριος σὲ πολλὲς ἑλληνικὲς κοινότητες τῆς Κριμαίας (Θεοδοσίας, Συμφεροπόλεως, Σεβαστουπόλεως).
Τὸ 1913 χειροτονήθηκε βοηθὸς ἐπίσκοπός της Μητροπόλεως Σμύρνης μὲ τὸν τίτλο Ξανθουπόλεως, ἀναπλήρωσε δὲ τὸν ἐξόριστο μητροπολίτη κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Α’ παγκοσμίου πολέμου. Τὸ 1919 χρησιμοποιήθηκε ὡς πατριαρχικὸς ἔξαρχος στὰ Μοσχονήσια, τὸ δὲ 1922 ἔγινε Μητροπολίτης Μοσχονησίων.
Κατὰ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τάφηκε ζωντανός, ἀπὸ τοὺς Τούρκους μαζὶ μὲ ἄλλους ἐννέα (9) ἱερεῖς σὲ λάκκο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Κυδωνιῶν (15 Σεπτεμβρίου 1922).
Ὁ Ἅγιος Προκόπιος Λαζαρίδης ὁ Ἐθνοϊερομέρτυρας, Μητροπολίτης Ἰκονίου (1911 – 1923)Ἦταν Μητροπολίτης Ἰκονίου (1911 – 1923). Προηγουμένως ἐπίσκοπος Ἀμφιπόλεως (1894 – 1899) καὶ Μητροπολίτης Δυρραχείου (1899 – 1906) καὶ Φιλαδέλφειας (1906 – 1911). Ἦταν καὶ αὐτὸς μεταξὺ τῶν ἐθνοϊερομαρτύρων ἐκείνων τῶν χρόνων.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ ἘθνοϊερομάρτυραςἮταν Μητροπολίτης Κυδωνιῶν (22 Ἰουλίου 1908 – 3 Ὀκτωβρίου 1922).
Προηγουμένως διετέλεσε καὶ μητροπολίτης Τιβεριουπόλεως καὶ Στρωμνίτσης (12 Ὀκτωβρίου 1902 – 22 Ἰουλίου 1908). Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος Ἀντωνιάδης ἢ Σαατσόγλου καί, κατὰ μεταγλώττιση δική του, Ὡρολογάς.
Γεννήθηκε στὴν Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ 1864. Ὡς Ἱεροκήρυκας ἀνήκει στοὺς πρώτους ποὺ στὸ κήρυγμα χρησιμοποίησαν τὴν δημοτικὴ γλώσσα. Καὶ στὶς τρεῖς μητροπόλεις ποὺ ὑπηρέτησε ἐργάστηκε μὲ ζῆλο καὶ ἐπιτυχία γιὰ τὴν προάσπιση τῶν ἐθνικῶν ἑλληνικῶν δικαίων καὶ ἰδιαίτερα συνεργάστηκε γι’ αὐτὰ μὲ τὸν μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη (1902 – 1910), τὸν κατόπιν ἐθνομάρτυρα μητροπολίτη Σμύρνης (1910 – 1922).
Στὶς 12 Ὀκτωβρίου 1902 χειροτονήθηκε μητροπολίτης στὴ σπουδαία, ἀπὸ ἐθνικῆς ἀπόψεως, ἐπαρχία Τιβεριουπόλεως καὶ Στρωμνίτσης στὴν ὁποία ἀγωνίστηκε ὄχι μόνο κατὰ τῶν τούρκων, ἀλλὰ ἰδιαίτερα ἐναντίον τοῦ βουλγαρικοῦ κομιτάτου, μέλη τοῦ ὁποίου προσπάθησαν, πολλὲς φορές, νὰ τὸν δολοφονήσουν (1905).
Ἡ τουρκικὴ κυβέρνηση, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἐθνικὴ δράση τοῦ Γρηγορίου, ἀνάγκασε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ ἀπομακρύνει τὸν Γρηγόριο, μεταθέτοντάς τον στὴ νεοσύστατη μητρόπολη Κυδωνιῶν στὶς 22 Ἰουνίου 1908, ὅπου ὁ Γρηγόριος συνέχισε τὴν ἐθνική του δράση.
Τὸ 1918 κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους γιὰ ἐσχάτη προδοσία, δικάστηκε δύο φορὲς στὸ Στρατοδικεῖο τῆς Σμύρνης, καταδικάστηκε καὶ φυλακίστηκε. Μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του (16 Ὀκτωβρίου 1918) καὶ τὴν κατάληψη τῶν Κυδωνιῶν ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ (19 Μαΐου 1919), ὁ Γρηγόριος δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἐπαρχία του, γιὰ ὑποθέσεις τῆς ὁποίας πολλὲς φορὲς ἦλθε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ὕπατο ἁρμοστὴ στὴν Σμύρνη Ἀριστείδη Στεργιάδη. Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τῶν ἑλληνικῶν πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν ἀρχῶν ἀπὸ τὶς Κυδωνιές, ὁ Γρηγόριος, σὲ σύσκεψη μὲ τὴ δημογεροντία, εἰσηγήθηκε τὴν ἀναχώρηση τῶν κατοίκων τῶν Κυδωνιῶν καὶ τὴ μεταφορά τους στὴν Μυτιλήνη, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν σφαγὴ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ ὑποδείξεις του δὲν ἔγιναν ἀποδεκτές.
Ἔτσι τὸ δράμα τῶν κατοίκων τῶν Κυδωνιῶν ἄρχισε στὶς 22 Αὐγούστου 1922, ὅταν ἄτακτος τουρκικὸς στρατὸς κατέσφαξε κοντὰ στὴν κωμόπολη Φράνελι τοῦ Ἀδραμυττηνοῦ Κόλπου 4.000 Ἕλληνες κατοίκους τῶν Κυδωνιῶν. Ὁ μητροπολίτης Γρηγόριος, παρὰ τοὺς ἐξευτελισμοὺς ποὺ ὑφίστατο ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχές, τὶς ἐπισκεπτόταν καὶ ἀγωνιζόταν νὰ σώσει καὶ νὰ θρέψει τὸ ποίμνιό του.
Ὅταν δὲ στὶς 15 Σεπτεμβρίου πληροφορήθηκε τὴ σφαγὴ τοῦ μητροπολίτη Μοσχονησίων Ἀμβροσίου καὶ τῶν 6.000 κατοίκων τους ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ Γρηγόριος ἀγωνίστηκε ὑπεράνθρωπα καὶ κατόρθωσε νὰ συγκατατεθοῦν οἱ Τοῦρκοι νὰ ἔλθουν ἑλληνικὰ πλοῖα ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη μὲ ἀμερικανικὴ σημαία καὶ μὲ τὴν ἐγγύηση τοῦ Ἀμερικανικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ καὶ νὰ παραλάβουν 20.000 Ἕλληνες ἀπὸ τὶς 35.000 ποὺ κατοικοῦσαν τὶς Κυδωνιές. Ὁ Γρηγόριος ἀρνήθηκε νὰ ἀναχωρήσει καὶ στὶς 30 Σεπτεμβρίου οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν φυλάκισαν.
Στὴν φυλακὴ, ἀφοῦ βασανίστηκε φρικτὰ καὶ στὶς 3 Ὀκτωβρίου, μαζὶ μὲ ἄλλους ἱερεῖς καὶ προκρίτους τῶν Κυδωνιῶν ποὺ εἶχαν ἐπίσης συλληφθεῖ, θανατώθηκε.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ ἘθνοϊερομάρτυραςὉ Εὐθύμιος Ἀγριτέλης, ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Ζήλων ἀπὸ τὸ 1912 ἕως τὸ 1921.
Μοναχός της Ἱερᾶς Μονῆς Λειμώνας, σπούδασε στὴ Θεολογικὴ σχολὴ τῆς Χάλκης καὶ κατόπιν ἔκανε διδάσκαλος καὶ Ἱεροκήρυκας στὴν Λέσβο καὶ πρωτοσύγκελος στὴν μητρόπολη Μηθύμνης.
Στὶς 12 Ἰουνίου 1912 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ζήλων. Ὡς ἐπίσκοπος ἀνέπτυξε μεγάλη θρησκευτικὴ καὶ ἐθνικὴ δράση. Ὅταν ἡ δράση του ἔγινε γνωστὴ στοὺς Κεμαλιστὲς Τούρκους, συνελήφθη καὶ φυλακίστηκε μαζὶ μὲ ἄλλους πρόκριτους τῆς ἐπαρχίας Ἀμασείας στὶς 21 Ἰανουαρίου 1921. Μὲ αἴτησή του, ζήτησε ἀπὸ τὴν κεμαλικὴ κυβέρνηση τῆς Ἄγκυρας νὰ θεωρηθεῖ μόνο αὐτὸς ἔνοχος καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ ὑπόλοιποι συλληφθέντες. Μάλιστα δὲ μπροστὰ στὸ δικαστήριο ἀπολογήθηκε μὲ θαυμάσια ἀγόρευση.
Στὴ φυλακὴ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια, ἀπὸ τὰ ὁποία καὶ πέθανε στὶς 29 Μαΐου 1921. Μετὰ δὲ τὸν θάνατό του ἦλθε καὶ ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφαση τοῦ τούρκικου δικαστηρίου!
Ὁ Ἅγιος Albeus (Ἰρλανδός) Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.