ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Τα πάντα περί Εορτολογίου, Συναξαριστή, Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών...

Moderator: inanm7

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun Dec 28, 2014 9:29 pm

31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ






Ἀπόδοσις ἑορτῆς τῆς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως
Image
Ἀπόδοση τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας μας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ χρόνων ἐπέκεινα, καὶ τῶν αἰώνων Θεός, τὴν δέησιν πρόσδεξαι, τῇ συμπληρώσει Χριστέ, τοῦ ἔτους δεόμεθα, θείαν ἰσχύν δὲ δίδου, ἐν εἰρήνῃ τελέσαι, ἅμα καὶ εὐσεβείᾳ τὸ ἀρχόμενον ἔτος, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εἰς τὸ τέλος φθάσαντες, τοῦ χρόνου μόνε Οἰκτίρμον, τὴν σὴν ἀτελεύτητον, ὑμνοῦμεν χάριν ἀπαύστως· πάντας γὰρ, ἐκ πάσης βλάβης θᾶττον ἐρρύσω, δίδου δέ, καὶ τὰ ἐλέη σου δυσωποῦμεν, τῷ ἐνιαυτῷ τῷ νέῳ, τοῖς προσκυνοῦσι τὴν δυναστείαν σου.

Μεγαλυνάριον.
Τῇ τοῦ χρόνου λήξει Χριστὲ Σητήρ, διάρρηξον Λόγε, τῶν ἀμέτρων ἁμαρτιῶν, ἡμῶν τὸ δελτίον, καὶ χάριτος ἁγίας, ἡμῶν τὰς διανοίας πλήρωσον Κύριε.






Ἡ Ὁσία Μελάνη ἡ Ρωμαία
Image
Ἔζησε στὰ χρόνια ποὺ βασιλιὰς ἦταν ὁ Ὀνώριος, δεύτερος γιὸς τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου. Οἱ γονεῖς της, εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι, τὴν πάντρεψαν σὲ μικρὴ ἡλικία καὶ ἀπέκτησε δύο παιδιά. Ὅμως μεγάλες δοκιμασίες τὴν περίμεναν. Τὴν μητρική της καρδιὰ σπάραξε ὁ θάνατος τῶν δυὸ παιδιῶν της. Μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ ἐντελῶς ξαφνικά, πέθανε καὶ ὁ σύζυγός της. Καὶ γιὰ νὰ γεμίσει τὸ πικρὸ ποτήρι τῆς λύπης, χάνει καὶ τοὺς γονεῖς της. Οἱ στιγμὲς δύσκολες. Ποιὸς θὰ τὴν παρηγορήσει; Μὰ ποιὸς ἄλλος; Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει: «τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες». Δηλαδή, ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα σας στὰ μέλλοντα ἀγαθά, νὰ σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ σᾶς ἐνισχύει γιὰ νὰ δείχνετε ὑπομονὴ στὴν θλίψη. Καὶ νὰ ἐπιμένετε στὴν προσευχή, συνεχίζει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στὶς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς σας.

Ἔτσι καὶ ἡ Μελάνη, ἀδιάφορη γιὰ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις, ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα ἐξοχικό της κτῆμα, ὅπου ἀφοσιώθηκε στὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Ἐκεῖ ἐπίσης καλλιγραφοῦσε ἱερὰ βιβλία καὶ τὰ ἔδινε νὰ τὰ διαβάζουν οἱ πιστοί. Διέθεσε ὅλη της τὴν περιουσία γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καὶ ἀσθενῶν.

Καὶ ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε πολλοὺς τόπους βοηθώντας τοὺς πάσχοντες, κατέληξε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ πλευρίτιδα.
Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν Ἁγία αὐτή: «...Αὐτὴ ἣν ἐπὶ τῆς βασιλείας Ὀνωρίου (395 – 423), Ρωμαία πλούσια καὶ ἐκ γένους περιφανοῦς καὶ ἐνδόξου. Συζευχθεῖσα παρὰ τὴν θέλησιν αὐτῆς, ἀπεσύρθη μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῶν δύο αὐτῆς τέκνων εἰς ἐν προάστειον τῆς Ρώμης, ἐπιμελουμένη τῶν πτωχῶν, ὑποδεχόμενη τοὺς ξένους, ἐπισκεπτόμενη τοὺς ἐξόριστους καὶ ἐν φυλακαὶς καὶ θεραπεύουσα τοὺς νοσοῦντας. Μετὰ τὴν ἐκποίησιν τῶν κτημάτων αὐτῆς καὶ διανομὴν τῶν προσόντων εἰς μονὰς καὶ ἐκκλησίας, διὰ τῆς Ἀφρικῆς καὶ Ἀλεξανδρείας κατέλαβε τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐνεκλείσθη εἰς πενιχρὸν κελλίον ἐκεῖ ἔκτισε καὶ μονὴν εἰς ἣν συνήγαγεν ἐνενήκοντα παρθένους, ἐξ ἰδίων διὰ τὴν διατροφὴν αὐτῶν δαπανώσα, μικρὸν ἀσθενήσασα ἐκ πλευρίτιδας, μετέλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Ἐπισκόπου Ἐλευθερουπόλεως καὶ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ".

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ πλούτου σκορπίσασα, τὰς μυριάδας σεμνή, τὸν πλοῦτον τῆς χάριτος, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Ὁσία ἐπλούτησας· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, καὶ ζωῆς ἰσαγγέλου, σκεῦος τοῦ Παρακλήτου, ἐπαξίως ἐδείχθης· διὸ σὲ μακαρίζομεν, Μελάνη θεόληπτε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῇ ἰσαγγέλῳ πολιτείᾳ σου δοξάσασα

Μῆτερ Μελάνη τὸν λαμπρῶς σε θαυμαστώσαντα

Οὐρανίου κατηξίωσαι εὐκληρίας.

Ἀλλ’ ὡς θείας ἀπολαύουσα λαμπρότητος

Σκοτασμοῦ ἁμαρτιῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔρωι τῷ θείῳ τὴν σὴν ψυχήν, πτερώσασα Μῆτερ, ἠγωνίσω ἀσκητικῶς, καὶ ἀντί τοῦ πλούτου, τοῦ ἐπιγείου εὗρες, Μελάνη μακαρία, ὄλβον οὐράνιον.






Ὁ Ἅγιος Ζωτικὸς ὁ Ὀρφανοτρόφος
Image
Γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴν Ρώμη, ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια, μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ παιδεία. Τὸν στόλιζε πολλὴ φιλανθρωπία καὶ τὸν διέκρινε ἡ εἰλικρινὴς προσπάθεια στὸ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Χριστό, πράττοντας τὶς ἐντολές Του. Γι’ αὐτά του τὰ χαρίσματα, ὁ Ζωτικὸς ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στὸν Μεγάλο Κωνσταντῖνο (330 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔκτισε τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἀνέδειξε πρωτεύουσα τοῦ κράτους του, προσκάλεσε σ’ αὐτὴν τὸν Ζωτικὸ μὲ ἄλλους εὐσεβεῖς ἄνδρες, γιὰ νὰ τοὺς ἔχει ἐκεῖ πολύτιμους ἐργάτες τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης.

Ὁ Ἅγιος Ζωτικός, διακρίθηκε κυρίως στὴν περιποίηση τῶν λεπρῶν. Τοὺς ὁποίους πλησίαζε χωρὶς φόβο, δίνοντας σ’ αὐτοὺς βοηθήματα καὶ παρηγοροῦσε τὴν δυστυχία τους μὲ ἀδελφικὴ ἀφοσίωση. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ γιός του Κωνστάντιος, ἀκολούθησε ἄλλους δρόμους καὶ κακομεταχειρίστηκε τὸν Ζωτικό, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ φιλάνθρωπος αὐτὸς ἄνδρας, νὰ πεθάνει ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες.

Ἀλλὰ ὁ θάνατός του, κίνησε τὴν μετάνοια τοῦ Κωνσταντίου. Ἀφοῦ μεταμελήθηκε, τίμησε τὴν μνήμη του κτίζοντας ἕνα λεπροκομεῖο γιὰ τὴν περίθαλψη τῶν λεπρῶν. Καὶ τὸ προίκισε μὲ πολλὰ κτήματα καὶ εἰσοδήματα.
Ἀπὸ τότε, πολλοὶ αὐτοκράτορες, ὅπως ὁ Κωνσταντῖνος Ζ’ ὁ Πορφυρογέννητος (945), ὁ Ἰωάννης ὁ Τσιμισκὴς (963 – 976), ὁ Ρωμανὸς ὁ Γ’ (1028 – 1034), ἐξασφάλιζαν τὴν καλὴ λειτουργία του καὶ ἐξυπηρετοῦσε πλῆθος λεπρῶν, χάρη στὴν ἀρχικὴ φιλανθρωπικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Ζωτικοῦ.






Ὁ Ὅσιος Γελάσιος
Ἦταν Ἀβὰς τῆς ἐρήμου, τοῦ ὁποίου διήγημα περὶ κλοπῆς κάποιου βιβλίου βρίσκεται στὸν Εὐεργετινό.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.






Ὁ Ὅσιος Γάϊος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.






Οἱ Ἁγίες Δέκα Παρθένες
Αὐτὲς μαρτύρησαν στὴ Νικομήδεια (ἴσως ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (286 – 305), τότε ποὺ πλῆθος χριστιανῶν μαρτύρησε σ’ αὐτὴν τὴν πόλη).
Αὐτὲς λοιπόν, ἀφοῦ τὶς ἔβγαλαν τὰ μάτια, κατόπιν ἔγδαραν τὸ σῶμα τους καὶ ἔτσι παρέδωσαν τὸ πνεῦμά τους στὸν Θεό.







Ἡ Ἁγία Ὀλυμπιοδώρα ἡ Μάρτυς
Μαρτύρησε διὰ πυρός.







Ὁ Ἅγιος Βούσιρις ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν γυναῖκες μὲ σαΐτες ποὺ ὑφαίνουν.






Ἡ Ἁγία Νέμη ἡ Μάρτυς
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Κατ’ ἄλλους, πρόκειται γιὰ Ἅγιο, τὸν Ἅγιο Νέμη).






Ὁ Ἅγιος Γαυδέντιος
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Θαυματουργός ὁ λεγόμενος μαχαιρωμένος
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές, γνωστὸς ὅμως τοπικὸς Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου στὸν Ἀναλιόντα (Πατμιακὸς Κώδικας 266).
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun Dec 28, 2014 9:30 pm

1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Περιτομὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
Image
Ἡ κατὰ σάρκα περιτομὴ καὶ ὀνοματοδοσία τοῦ Ἰησοὺ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησή Του, ἀποτελεῖ τὴν βεβαίωση τῆς σαρκώσεως καὶ τῆς προσλήψεως ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο τῆς τέλειας ἀνθρώπινης φύσεως ἀναλλοιώτως καὶ τῆς εἰσόδου Του στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὡς μυστήριο πρέπει νὰ τὴν ἀντιλαμβανόμαστε καὶ ὡς μυστήριο πρέπει νὰ τὴν προσεγγίζουμε, γιατί ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ἐνανθρωπίσεως, τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἔγιναν μὲ θαυμαστὸ τρόπο ποὺ ξεπερνᾶ τὸ νοῦ ἀνθρώπου.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε ὅτι, ἐὰν ἡ θεία ἐνανθρώπιση ἦταν καταληπτή, δὲν θὰ ἦταν θεία καὶ παρομοιάζουν ὅσους ἀμφιβάλλουν ἢ δὲν πιστεύουν μὲ ἐκεῖνον ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι καὶ πληρώθηκε ἀπὸ φῶς, ἐπειδὴ ὅμως δὲν γνώριζε τὸ πῶς ᾖλθε τὸ φῶς, δὲν δέχθηκε τὸν φωτισμό.

Τὴν κατὰ σάρκα περιτομὴ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία καταδέχθηκε ὁ Κύριος νὰ λάβει σύμφωνα μὲ τὴν σχετικὴ νομικὴ διάταξη, ὅμως μὲ σκοπὸ τὴν κατάργηση τῆς διατάξεως αὐτῆς, προκειμένου νὰ εἰσαγάγει τὴν πνευματικὴ καὶ ἀχειροποίητη περιτομή, δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νὰ τὴν ἑορτάζουμε κάθε χρόνο. Γιατί ὁ Κύριος, ὅπως καταδέχθηκε πρὸς χάρη μας τὴν ἔνσαρκη Γέννηση καὶ ἔλαβε ὅλα τὰ ἰδιώματα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ὅσα εἶναι παντελῶς ἀδιάβλητα, ἔτσι καταδέχθηκε νὰ λάβει καὶ τὴν περιτομὴ ποὺ ὅριζε ὁ Ἰουδαϊκὸς Νόμος.

Καὶ βασικὰ τὴν περιτομὴ ὁ Κύριος τὴ δέχθηκε γιὰ δυὸ λόγους :

Πρώτον, γιὰ νὰ φράξει τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν θρασύτητα νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ἔλαβε πραγματικὰ ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλὰ ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος κατὰ φαντασίαν. Πῶς ὅμως, πραγματικά, θὰ περιτεμνόταν, ἂν δὲν εἶχε λάβει ἀληθινὴ ἀνθρώπινη σάρκα;

Δεύτερον, γιὰ νὰ κλείσει τὰ στόματα τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι Τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, καὶ ὅτι καταλύει τὸ Νόμο.

«Ἐπειδὴ ὁ Θεός», λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «μᾶς ἔδωσε νὰ κοινωνήσουμε τὸ καλύτερο καὶ δὲν τὸ φυλάξαμε, γι’ αὐτὸ μεταλαβαίνει τὸ χειρότερο, ἐννοῶ τὴν φύση μας, ὥστε ἀπὸ τὴν μία μεριὰ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἑαυτό Του καὶ μὲ τὸν ἑαυτό Του τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ κάθ΄ ὁμοίωση, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ διδάξει καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν ἐνάρετη πολιτεία, ἀφοῦ μὲ τὸν ἑαυτό Του τὴν ἔκανε σὲ ἐμᾶς δυνατή. Νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν φθορὰ μὲ τὴν κοινωνία τῆς ζωῆς γενόμενος ἀπαρχὴ τῆς ἀναστάσεώς μας. Νὰ ἀνακαινίσει τὸ σκεῦος ποὺ ἀχρειώθηκε καὶ κομματιάστηκε, νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου, μὲ τὸ νὰ μᾶς καλέσει στὴ θεογνωσία καὶ νὰ τὸν νεκρώσει, νὰ μᾶς μάθει νὰ παλεύουμε ἀποτελεσματικὰ μὲ τὸν τύραννο, ὁπλισμένοι μὲ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση».

Ὁ Θεὸς ἔγινε τέλειος καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ», «ἐν δούλου μορφή», χωρὶς νὰ πάψει νὰ εἶναι τέλειος καὶ ἀληθινὸς Θεός, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο πλήρη καὶ τέλειο υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸ κατὰ χάριν. «Ὁ Θεὸς πτωχεύει τὴν ἐμὴν σάρκα, ἶνα ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα… κενούται τῆς ἐαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἶνα ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως».

Ἡ δημιουργία καὶ ἡ σωτηρία, ὅλη ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀνακεφαλαιώνονται στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ποὺ μὲ τὴν ἐνσάρκωση καὶ τὴν περιτομή Του καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς ἔνσαρκης παρουσίας Του, ἀπεκάλυψε τὴν χριστολογικὴ καὶ χριστοκεντρικὴ ρίζα καὶ προοπτικὴ κάθε πραγματικότητος καὶ ὁλόκληρης τῆς πραγματικότητος.

Αὐτός, ὁ Κύριος, εἶναι ἡ κεφαλὴ κάθε ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας. Σὲ αὐτὸν ἔχουμε περιτμηθεῖ, ὄχι μὲ περιτομὴ καμωμένη μὲ χέρια ἀνθρώπων, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀποβολὴ τοῦ σάρκινου σώματος, δηλαδὴ μὲ τὴν περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐνταφιαστήκαμε μαζί Του κατὰ τὸ βάπτισμα, κατὰ τὸ ὁποῖο καὶ ἀναστηθήκαμε μαζί Του μὲ τὴν πίστη στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος Τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν. Ἀκόμη, ὅταν εἴμασταν νεκροὶ ἐξ’ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ ἐξ’ αἰτίας τους εἴμασταν ἀπερίτμητοι, μᾶς ἐζωοποίησε μαζὶ μ’ Αὐτὸν καὶ μᾶς συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες.
Μετὰ τὴν περιτομή Του ὁ Ἰησοῦς, ἐπέστρεψε στὴν οἰκία Του μὲ τὴν μητέρα Του καὶ τὸν Ἰωσήφ. Ἐκεῖ ζοῦσε ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, προοδεύοντας κατὰ τὴν σοφία, τὴν ἡλικία καὶ τὴ χάρη γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες, Θεὸς ὢν κατ' οὐσίαν πολυεύσπλαγχνε Κύριε, καὶ νόμον ἐκπληρῶν περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν, ἵνα παύσῃς τὰ σκιώδη, καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν. Δόξα τῇ ἀγαθότητι τῇ σῇ, δόξα τῇ εὐσπλαγχνία σου, δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ Λόγε συγκαταβάσει σου.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ τῶν ὅλων Κύριος, περιτομὴν ὑπομένει, καὶ βροτῶν τὰ πταίσματα, ὡς ἀγαθὸς περιτέμνει· δίδωσι, τὴν σωτηρίαν σήμερον κόσμῳ· χαίρει δὲ, ἐν τοῖς ὑψίστοις καὶ ὁ τοῦ Κτίστου, Ἱεράρχης καὶ φωσφόρος, ὁ θεῖος μύστης Χριστοῦ Βασίλειος.

Μεγαλυνάριον.
Σάρκα ὀκταήμερος ὡς βροτός, ὁ τῶν ὅλων Κτίστης, περιτέμνεται νομικῶς, τὴν ἐξ ἀκρασίας, ἡμῶν κακίαν τέμνων· αὐτοῦ τὴν ἀγαθότητα μεγαλύνωμεν.






Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας ὁ Καππαδόκης
Image
Ὁ Μέγας Βασίλειος, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας, γεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του Βασίλειος ἦταν ρήτορας, ἐγκατεστημένος στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ ἦταν υἱὸς τῆς Μακρίνης, ἡ ὁποία ὑπέστει πολλὰ μετὰ τοῦ συζύγου της κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμίνου γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.

Ἡ Μακρίνα ἦταν μαθήτρια τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ καὶ διετέλεσε ἡ πρώτη στὴν πίστη διδάσκαλος τοῦ ἐγγονοῦ της Βασιλείου.

Ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὀνομαζόταν Ἐμμέλεια, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἦταν θυγατέρα Μάρτυρος, εὐλαβέστατη καὶ πολὺ φιλάνθρωπη. Ἀπὸ τὸν γάμο της μὲ τὸν Βασίλειο γεννήθηκαν ἐννέα παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ τέσσερα ἦταν ἀγόρια. Τὸ πρωτότοκο παιδὶ τους ἦταν ἡ Μακρίνα, ἡ ὁποία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μνηστῆρα της, ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση. Ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀγόρια, τρεῖς ἔγιναν Ἐπίσκοποι, ὁ Βασίλειος στὴν Καισάρεια, ὁ Γρηγόριος στὴ Νύσσα καὶ ὁ Πέτρος στὴ Σεβαστεία. Ὁ Ναυκράτιος πέθανε νέος, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν. Πρὸ τοῦ Πέτρου γεννήθηκε ἡ Θεοσεβία.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλαβε τὴν πρώτη χριστιανικὴ διαπαιδαγώγησή του ἀπὸ τὴ μητέρα καὶ τὴ γιαγιά του καὶ διδάχθηκε τὰ πρῶτα γράμματα ἀπὸ τὸν πατέρα του στὴν πατρίδα του. Σπούδασε στὶς σχολὲς τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ τοῦ Βυζαντίου, ὅπου «ηὐδοκίμει σοφιστῶν τε καὶ φιλοσόφων τοὶς τελειοτάτοις», καὶ τέλος «εἰς τᾶς χρυσᾶς Ἀθήνας», ποὺ τότε ἦταν τὸ κέντρο τῆς ρητορικῆς καὶ στὴν ὁποία ἤκμαζαν οἱ σοφιστὲς Ἰμέριος, Προαιρέσιος καὶ ἄλλοι καὶ ὅπου συνέρρεαν ἀπὸ παντοῦ μαθητές, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Ἰουλιανός, τὸν ὁποῖον ὁ ὑπέρμετρος θαυμασμός του πρὸς τὴν ἐθνικὴ σοφία παρέσυρε στὸν πόλεμο κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ βρισκόταν ἤδη καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, μετὰ τοῦ ὁποίου συνδέθηκε μὲ στενὴ φιλία. Εἶναι χαρακτηριστικοὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου γιὰ τὸν ἱερό του σύνδεσμο μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο : «Τὰ πάντα ἦμεν ἀλλήλοις, ὁμόστεγοι, ὁμοδίαιτοι, συμφυεῖς… ἴσαι μὲν ἐλπίδες ἦγον ἠμᾶς, πράγματος ἐπιφθωνοτάτου τοῦ λόγου, φθόνος δὲ ἀπήν, ζῆλος δὲ ἐσπουδάζετο, ἀγὼν δ’ ἀμφοτέροις, οὒχ ὅστις αὐτὸς τὸ πρωτεῖον ἔχοι, ἀλλ’ ὅπως τῷ ἐτέρῳ τούτου παραχωρήσειεν. Μία μὲν ἀμφοτέρους ἐδόκει ψυχή, δυὸ σώματα φέρουσα, ἐν δ’ ἀμφοτέροις ἔργον: ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ ζῆν πρὸς τᾶς μελλούσας ἐλπίδας, πρὸς ὃ βλέποντες καὶ βίον καὶ πρᾶξιν ἅπασαν ἀπηυθύνομεν».

Ὁ Βασίλειος διδάχθηκε στὴν Ἀθῆνα ρητορική, φιλοσοφία, ἀστρονομία, γεωμετρία καὶ ἰατρική. Ἐπέστρεψε στὸν Πόντο, περὶ τὸ 356 μ.Χ., καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας Διανίου.

Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Αἴγυπτο, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη καὶ Συρία, γιὰ νὰ γνωρίσει τοὺς ἀσκητὲς καὶ καθηγητὲς τῆς ἐρήμου. Τότε, ἀφοῦ διένειμε καὶ αὐτὸς τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχούς, μόνασε στὸν Πόντο, κοντὰ στὸν Ἴρι ποταμό, ἀσκούμενος στὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχή.

Ἀργότερα τὸ 362 μ.Χ., χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἀναγκάστηκε νὰ φύγει στὸν Πόντο, λόγω τοῦ φθόνου τοῦ Ἐπισκόπου Εὐσεβίου. Ὁ Γρηγόριος συμβίβασε τὰ πράγματα μεταξὺ τῶν δυὸ ἀνδρῶν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπέστρεψε τὸ 365 μ.Χ., γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν Ἐπίσκοπο Εὐσέβιο στὸν ἀγῶνα του κατὰ τῶν Ἀρειανῶν. Ἔγινε ἔτσι «σύμβουλος ἀγαθός, παραστάτης δεξιός, τῶν θείων ἐξηγητής, τῶν πρακτέων καθηγητής, γήρως βακτηρία, πίστεως ἔρεισμα».

Τὸ ἔτος 370 μ.Χ., μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Εὐσεβίου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Καισαρείας, παρὰ τὶς σφοδρὲς ἀντιδράσεις τῶν Ἀρειανῶν. Σὲ καιρὸ λιμοῦ προσέφερε στοὺς πάσχοντες κάθε εἴδους βοήθεια. Ἀγκάλιασε τοὺς γέροντες, τὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς ἄνδρες, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ φρόντιζε καθημερινὰ γιὰ τὴν τροφή τους. Οἰκοδόμησε κοντὰ στὴν Καισάρεια ἕνα συγκρότημα πτωχοκομείου καὶ νοσοκομείου, τὴ Βασιλειάδα, ποὺ ἔγινε τὸ ταμεῖο τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀγάπης.

Κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας εἶχε νὰ ἀντιπαλέψει κατὰ πολλῶν δυσχερειῶν. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἐαποφάσισε νὰ εἰσάγει μὲ τὴν βία στὴν Καππαδοκία τὸν Ἀρειανισμό. Γι’ αὐτό, τὸ 372 μ.Χ., ἔστειλε τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, γιὰ νὰ πείσει τὸν Ἅγιο νὰ δεχθεῖ τὶς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν. Μάταια προσπάθησε νὰ πείσει τὸν Μέγα Βασίλειο μεταχειριζόμενος κάθε μέσο: δήμευση τῆς περιουσίας, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο. Ὁ Βασίλειος σὲ ἀπάντηση δήλωσε, ὅτι δὲν φοβᾶται ἀφοῦ περιουσία δὲν εἶχε, παρὰ μόνο λίγα παλαιὰ ἐνδύματα καὶ λίγα βιβλία, ἐξορία δὲν φοβᾶται, διότι ἡ γῆ ποὺ κατοικεῖ δὲν εἶναι ἰδιοκτησία του καὶ στὸν κόσμο αὐτὸ εἶναι πάροικος καὶ παρεπίδημος, τὰ βασανιστήρια δὲν τὸν πτοοῦν, διότι τὸ ἀσθενικό του σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει σὲ αὐτά, τὸ δὲ θάνατο θεωρεῖ ὡς εὐεργέτη, διότι αὐτὸς θὰ τὸν ὁδηγήσει νωρίτερα κοντὰ στὸν Θεό. Ὁ Μόδεστος ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν Πνευματικὴ γενναιοψυχία τοῦ Ἁγίου καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος. Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, ὅταν ᾖλθε στὴν Καισάρεια καὶ ἀντιλήφθηκε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βασιλείου, τὸν ἄφησε ἀνενόχλητο στὸν ἐπισκοπικό του θρόνο. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὴν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο: Ἦταν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων. Πέλαγος λαοῦ ἐγέμιζε τὸν ναό. Ἡ ψαλμῳδία καὶ ἡ εὐκοσμία τοῦ βήματος ἦταν ἀγγελικὴ μᾶλλον, παρὰ ἀνθρώπινη. Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος προτεταγμένος τοῦ λαοῦ, ὄρθιος, ἀκλινὴς κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ὄψη καὶ τὴν διάνοια, «ἐστλωμένος τῷ Θεῷ καὶ τῷ βήματι». Καὶ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης μπροστὰ στὸ θέαμα αὐτὸ καὶ στὸ ἄκουσμα «κατεβροντήθη».

Μὲ τὸν ἀνεκτίμητο αὐτὸ πλοῦτο τῶν ἀρετῶν του καθοδήγησε τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καὶ κοσμημένος μὲ αὐτὲς ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον, τὸ 378 μ.Χ., λίγο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλεντος, σὲ ἡλικία 48 ἐτῶν.

Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ παραδώσει τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό, προσῆλθαν στὴν κλίνη του ὅλοι σχεδὸν οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως. Ἐκεῖνος τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Προσευχόμενος στὸν Κύριο εἶπε: «Εἰς χεῖρας Σου Κύριε, παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου», καὶ κοιμήθηκε. Στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία συμμετεῖχαν μυριάδες λαοῦ καὶ τόσος ἦταν ὁ συνωστισμός, ὥστε πολλοὶ πέθαναν «ἐκ τῆς τοῦ ὠθισμοῦ βίας καὶ συγκλονήσεως». Ἡ Σύναξη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας (Μεγάλη Ἐκκλησία). Ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Βασίλειο ὑπῆρχε στὸ παλάτι τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα καὶ σὲ αὐτὸν ἐκκλησιαζόταν ὁ αὐτοκράτορας τὴν 1η Ἰανουαρίου μέχρι τῆς ἀπολύσεως τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, παραβάλλει αὐτὸν πρὸς τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ τὸν Σαμυήλ, τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο.

Ὁ Μέγας Βασίλειος κατέλιπε πλῆθος σπουδαιοτάτων συγγραμμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποία, εὐτυχῶς, τὰ περισσότερα διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τὸ μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία αὐτοῦ, ποὺ τελεῖται καὶ σήμερα σὲ καθορισμένες ἡμέρες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους: τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὶς παραμονὲς τῶν τριῶν μεγάλων Δεσποτικῶν ἑορτῶν, Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Πάσχα (Μέγα Σάββατο), τὶς πέντε Κυριακὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Κατὰ παλαιότερη διάταξη, ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Τὸ πρῶτο δογματικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο συνέγραψε ὁ Ἅγιος, ἔχει τὸν τίτλο «Ἀνατρεπτικὸς τοῦ ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσσεβοὺς Εὐνομίου». Περίφημα εἶναι καὶ τὰ ἀσκητικά, τὰ δογματικά, τὰ παιδαγωγικὰ συγγράμματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὡς καὶ τὰ κηρύγματα, οἱ ὁμιλίες καὶ οἱ ἐπιστολὲς αὐτοῦ. Μέσα ἀπὸ αὐτὰ καταδεικνύεται ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν στὴν πραγματικότητα ὀργανωτὴς τῆς κοινωνικῆς καὶ ἠθικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, στηρίζοντας τὴν ἠθικὴ δεοντολογία του, κυρίως στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ εἰδικότερα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο ἦταν τὸ ὑπέρτατο δογματικὸ κριτήριο καὶ ἀποτελοῦσε καθ’ ἑαυτὴν μυστήριο θείας οἰκονομίας καὶ ἀνθρώπινης σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ θεωροῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς θεόπνευστο βιβλίο, προερχόμενο ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κατὰ συνέπεια θεωροῦσε ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τοῦ περιεχομένου αὐτῆς τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς διακρίσεως. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, πρέπει νὰ γίνεται μὲ βαθειὰ πίστη καὶ μέσα στὴν κοινότητα τῶν πιστῶν. Ἡ ἑρμηνεία δὲ αὐτῆς ἀπέβλεπε κυρίως στὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν καὶ τὴ σωτηρία αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ ἡ παράδοση τῆς πίστεως, ὅπως αὐτὴ παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἦταν ἀπαραίτητος ὁδηγὸς στὴν ἑρμηνεία καὶ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου· δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥφθης βάσις ἄσειστος τῇ Ἐκκλησίᾳ, νέμων πᾶσιν ἄσυλον, τὴν κυριότητα βροτοῖς, ἐπισφραγίζων σοῖς δόγμασιν, Οὐρανοφάντορ Βασίλειε Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Τὸν οὐρανοφάντορα τοῦ Χριστοῦ, μύστην τοῦ Δεσπότου, τὸν φωστῆρα τὸν φαεινόν, τὸν ἐκ Καισαρείας, καὶ Καππαδόκων χώρας, Βασίλειον τὸν μέγαν, πάντες τιμήσωμεν.






Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀριανζό, ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας. Πρὶν εἰσέλθει στὸν ἱερὸ κλῆρο ἐργαζόταν ὡς ὑπάλληλος τοῦ κράτους. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι βρισκόταν σὲ μεγάλη θέση, ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦσε νὰ χρηματίζεται, ποτὲ δὲν τὸ ἐκμεταλλεύτηκε. Ἡ τιμιότητά του δὲν τὸν ἄφησε νὰ ἀγαπήσει τὸ ἄνομο κέρδος. Ὁ Ἅγιος ἦταν νυμφευμένος μὲ τὴν Νόννα, γυναῖκα ἐνάρετη καὶ φιλόθεη, καὶ ἀπέκτησε δυὸ υἱούς, τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο († 25 Ἰανουαρίου) καὶ τὸν Ἅγιο Καισάριο τὸν Ἰατρὸ († 9 Μαρτίου), καὶ μία θυγατέρα, τὴν Ἁγία Γοργονία († 23 Φεβρουαρίου). Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν μνήμη τῆς Ἁγίας Νόννας στὶς 5 Αὐγούστου.

Ὁ Γρηγόριος ἀνῆκε ἀρχικὰ στὴ θρησκευτικὴ αἵρεση τῶν Ὑψισταρίων. Γιὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, τοὺς γεμάτους ἀπὸ ποικίλες φιλοσοφικὲς ἀντιλήψεις καὶ θρησκευτικὲς αἱρέσεις, δὲν εἶναι παράδοξο τὸ ὅτι ὁ ἀνώτερος ἐκεῖνος ὑπάλληλος μιᾶς Ἑλληνοκαππαδοκικὴς πόλεως ἀνῆκε σὲ θρησκευτικὴ αἵρεση. Οἱ Ὑψιστάριοι δέχονταν μόνο Θεὸ «Ὕψιστο» καὶ ἡ διδασκαλία τους ἦταν ἀναμεμιγμένη μὲ ἰουδαϊκοὺς καὶ ἐθνικοὺς τύπους. Στὴν Ὀρθοδοξία τὸν ὁδήγησε μὲ τὴν βαθύτατη ἐπίδρασή της ἡ εὐσεβὴς καὶ εὐπαίδευτη σύζυγός του, ἡ Νόννα. Μία μέρα ἄκουσε τὸ σύζυγό της νὰ ψάλλει τὸν ψαλμὸ τοῦ Δαβὶδ «Εὐφράνθην ἐπὶ τοὶς εἰρηκόσι μοι εἰς οἶκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψαλμοὶ 121, 1). Ἡ εὐσεβὴς Νόννα δράττεται τῆς εὐκαιρίας καὶ ὁδηγεῖ τὸν σύζυγό της στὸν Ἐπίσκοπο Ναζιανζοὺ Λεόντιο, ὁ ὁποῖος δέχθηκε τὸν Γρηγόριο. Βαπτίσθηκε τὸ ἔτος 325 μ.Χ. καὶ ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Ναζιανζοὺ τὸ ἔτος 328 μ.Χ.. Ἡ ἀρχιερατεῖα του διήρκησε 45 ἔτη. Κατὰ τὴν ἐπισκοπική του πορεία πολιτεύθηκε κατὰ Θεὸν καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸν κατέταξε στὴ χορεία τῶν Ἁγίων της.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὰ τέλη τοῦ ἔτους 373 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος
Εἶναι ἄγνωστος ὁ χρόνος καὶ ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Θεοδότου, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε διὰ ξίφους.






Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἦταν ἡγούμενος σὲ μία ἀπὸ τὶς τέσσερις φημισμένες Μονὲς τῆς Τριγλίας, τοῦ Μιδηκίου, τοῦ Βαθέως Ρύακος, τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου.
Κοιμήθηκε Ὁσίως μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Πελοποννήσιος
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Πέτρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Τρίπολη τῆς Πελοποννήσου. Συνελήφθη καί, πιεζόμενος νὰ ἀσπασθεῖ τὴ θρησκεία τῶν ἀλλοφύλων, τὸ Κοράνι, παρέμεινε ἀκλόνητος στὴν προγονικὴ εὐσέβεια.Μαρτύρησε διὰ ἀγχόνης στὸ Ὀντεμίσιον (Τεμίσι) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ ἔτος 1776 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Πλάτων ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πλάτων ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ρεβὲλ τῆς Ἐσθονίας καὶ μαρτύρησε μαζὶ μὲ τοὺς πρεσβυτέρους Μιχαὴλ καὶ Νικόλαο τὸ ἔτος 1919.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun Dec 28, 2014 9:32 pm

2 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Σιλβέστρος Πάπας Ρώμης
Image
Ὁ Ἅγιος Σιλβέστρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη. Ἐπειδὴ μὲ τὸν πνευματικό του ἀγῶνα ἔφθασε στὸ ἄκρο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσέβειας, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Πρεσβυτέρας (Παλαιᾶς) Ρώμης, ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Μιλτιάδη, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε στὶς 11 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 314 μ.Χ.

Ἐποίμανε ἀξίως τὸ ποίμνιό του καὶ μὲ τὴν ἁγιότητά του ἐλάμπρυνε τὸν ἀποστολικὸ θρόνο του καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ἐπιδόθηκε μὲ περισσὴ φροντίδα στὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο καὶ ἀγωνίσθηκε νὰ μεταμορφώσει κατὰ Χριστὸν τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ λαοῦ τῆς Ρώμης. Κατὰ τὴν παράδοση ὁ Ἅγιος ἐχειραγώγησε πρὸς τὴν χριστιανικὴ πίστη τὸν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ μὲ τὸ θεῖο Βάπτισμα τοῦ καθάρισε τὰ πάθη, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε ἑπτὰ ναούς, γιὰ νὰ ἑορτάζονται οἱ ἑορτὲς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἀπέδειξε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ ἔργο του εἶχαν προκηρυχθεῖ ἀπὸ τὸ Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Πολέμησε δὲ ἰδιαίτερα τοὺς αἱρετικοὺς Δονατιστὲς καὶ ἐμεγάλυνε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν διδασκαλία τῶν θείων δογμάτων.
Ὁ Ἅγιος Σιλβέστρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας στὶς 31 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 335 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στολὴν ἐνδυσάμενος, ἱεραρχίας πιστῶς, ἀμέμπτως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, Πατὴρ ἡμῶν Σίλβεστρε· ἔχων γὰρ πολιτείᾳ, συνεκλάμποντα λόγον, θαύμασιν ἐβεβαίους, εὐσεβείας τὴν δόξαν, δι’ ἧς οὐρανίου δόξης, ὤφθης συμμέτοχος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν ἱερεῦσιν ἱερεὺς ἀνεδείχθης, τοῦ Βασιλέως καὶ Θεοὺ θεοφόρε, τῶν Ἀσκητῶν συνόμιλος γενόμενος· ὅθεν συναγάλλῃ νῦν, τοῖς χοροῖς τῶν Ἀγγέλων, Πάτερ εὐφραινόμενος, ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Σίλβεστρε Ῥώμης ἔνδοξε ποιμήν, σῶζε τοὺς πόθῳ, τελοῦντας τὴν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς ἱεραρχίας σου τὴν στολήν, τρόποις ἐναρέτοις, καὶ θαυμάτων τῇ δωρεᾷ, εὐκλεῶς ποικίλας, πεποικιλμένος ἔβης, Σίλβεστρε Ἱεράρχα, πρὸς τὰ οὐράνια.






Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μάρτυρας ἐξ Ἀγκύρας
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ δυσσεβοὺς αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ (360-363 μ.Χ.). Ἐπειδὴ λάτρευε μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ τὸν Χριστὸ καὶ ἐκήρυττε στὰ πλήθη τὸ Εὐαγγέλιο, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα Σατορνίλο ἢ Σατορνίνο, μπροστὰ στὸν ὁποῖο καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τότε οἱ πολέμιοι τῆς πίστεως τὸν ἐκρέμασαν καὶ τοῦ καταξέσχισαν τὸ σῶμα μὲ ἀγριότητα, χρησιμοποιώντας αἰχμηρὰ ὄργανα. Στὴ συνέχεια τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἀμέσως καὶ πάλι τὸν ἐβασάνισαν. Τοῦ ἐτράβηξαν τὰ χέρια μὲ τόση δύναμη, ὥστε ἐξαρθρώθηκαν οἱ ἁρμοὶ τους μέχρι καὶ τοὺς ὤμους. Ἀκολούθως τοῦ ἄνοιγαν μὲ μαχαῖρι βαθιὲς πληγὲς στὸ σῶμα καὶ τοῦ ἐτρυποῦσαν τὶς σάρκες μὲ πυρακτωμένα σίδερα. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια τὰ ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα καὶ εἶχε γι’ αὐτὸ πλούσια τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἔπειτα τὸν ἔριξαν σὲ πυρακτωμένο καμίνι. Ὅμως, ὁ Βασίλειος, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, διαφυλάχθηκε σῶος καὶ ἀβλαβὴς μέσα στὴ φωτιά.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ πῆραν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν πῆγαν ἁλυσοδεμένο στὴν Καισάρεια, ὅπου ὁ τοπικὸς ἄρχοντας τὸν καταδίκασε σὲ θηριομαχία. Ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Θεὸ καὶ δὲν δείλιασε καθόλου μπροστὰ στὰ πεινασμένα ἄγρια θηρία, ἀλλὰ κράτησε σταθερὴ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἕνα λιοντάρι ὅρμησε πάνω του καὶ τὸν κατασπάραξε.

Ἔτσι ὁ Ἅγιος Βασίλειος τελείωσε τὸν βίο του καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τῆς ἀθλήσεώς του γιὰ τὸν Σωτῆρα Χριστό.
Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ πῆραν εὐλαβεῖς συγγενεῖς του πιστοί, τὸ ἀρωμάτισαν, τὸ τύλιξαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν. Στὸν τόπο ποὺ κατατέθηκε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρα Βασιλείου, οἱ Χριστιανοὶ ἔκτισαν ἀργότερα ναό.






Ἡ Ἁγία Θεοδότη
Ἡ Ἁγία Θεοδότη ἦταν ἡ μητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, τῶν ὁποίων τὴ μνήμη ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν 1η Νοεμβρίου. Καταγόταν ἀπὸ τὴ γῆ τῆς Ἀσίας καὶ ἔμεινε χήρα ἀπὸ ἄνδρα.
Ἔζησε ἐνάρετα καὶ θεάρεστα καὶ μὲ τὸ παράδειγμά της δίδαξε στοὺς υἱούς της τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Ἡ Ὁσία Θεοδότη κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ.






Ὁ Ἅγιος Θεαγένης ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἱερομάρτυρας Θεαγένης ἦταν Ἐπίσκοπος στὸ Πάριο (πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας) τοῦ Ἑλλησπόντου. Γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ τὸν συνέλαβαν οἱ εἰδωλολάτρες καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν τριβοῦνο Ζηλικίνθιο. Ὁ Ἅγιος διεκήρυξε ἐνώπιον τοῦ τυράννου ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Μετὰ ἀπὸ τὴν διακήρυξή του αὐτή, οἱ εἰδωλολάτρες κτύπησαν μὲ ρόπαλα ἀνηλεῶς τὸν Ἅγιο. Ἔπειτα τὸν ἔδεσαν καὶ ἀκολούθως τὸν ἔριξαν στὸν βυθὸ τῆς θάλασσας, ὅπου ὁ Ἱερομάρτυς ὁλοκλήρωσε τὸ δρόμο τῆς ἀθλήσεως καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.






Ὁ Ἅγιος Σέργιος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σέργιος ἐμαρτύρησε διὰ ξίφους στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.






Ὁ Ἅγιος Θεόπιστος
Ὁ Ἅγιος Θεόπιστος ἐμαρτύρησε διὰ λιθοβολισμοῦ.






Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς.






Ὁ Ὅσιος Θεόπεμπτος
Ὁ Ὅσιος Θεόπεμπτος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνῃ.






Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ Κωφὸς
Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνῃ.






Ὁ Ἅγιος Σειρίολος ὁ Δίκαιος
Ὁ Ἅγιος Σειρίολος ἐγεννήθηκε τὸ ἔτος 490 μ.Χ. στὴ Βρεττανία καὶ ἦταν ἀδελφὸς τῶν Βασιλέων Κύνλας τοῦ Ρὸς καὶ Ἐΐνιον τῆς Λέϋν. Εἰσῆλθε ἐνωρὶς στὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἀσκήτευσε σὲ ἐρημητήριο στὴν περιοχὴ τῆς δυτικῆς Πενίνσουλα, ὅπου ἵδρυσε καὶ περίφημη μονὴ τῆς ὁποίας ἔγινε ἡγούμενος.
Ὁ Ὅσιος Σειρίολος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ μεγάλη ἡλικία.






Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Θαυματουργός Α’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας.

Προσονομάστηκε ὅμως Ἱεροσολυμίτης, ἐπειδὴ ἔμεινε ἀρκετὸ καιρὸ στὰ Ἱεροσόλυμα ὡς μοναχός. Ἀπὸ ἐκεῖ ᾖλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μόνασε στὴν Μονὴ τῆς Χώρας. Ὁ Ἅγιος διακρινόταν γιὰ τὴν ἄδολη εὐσέβειά του, τὴ βαθιὰ ἀρετή του, τὴν εὐθύτητα τοῦ χαρακτῆρα του καὶ τὴν ἁπλότητα τοῦ ἤθους του.

Ὅταν στὶς 2 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1075 κοιμήθηκε ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Η’, ὁ ἐκ Τραπεζοῦντος, στὸν ὁποῖο εἶχε δοθεῖ τὸ ἐπώνυμο Ξιφιλίνος, ἡ αὐτοκρατορικὴ ὑπόδειξη τοῦ Μιχαὴλ Δοῦκα τὸν ἔφερε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἂν καὶ εἶχε φθάσει σὲ βαθιὰ γεράματα.

Ἐπὶ τῆς Πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Πατρὼν ἀνυψώθηκε σὲ Μητρόπολη μὲ τρεῖς Ἐπισκοπές, Μεθώνης, Λακεδαίμονος καὶ Σαρσοκορώνης, ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία της. Ὁ ἴδιος χειροτόνησε καὶ ἔστειλε τὸ ἔτος 1080 Μητροπολίτη Ρωσίας τὸν Ἕλληνα Ἰωάννη, ἐκκλησιαστικὸ ἄνδρα μεγάλης παιδείας καὶ πολλῶν ἀρετῶν, ζηλωτὴ καὶ φιλόπτωχο.

Ἡ πατριαρχία ὅμως δὲν ἦταν εὔκολη καὶ δὲν εἶχε θέλγητρα γιὰ τὸν ἁπλοϊκὸ χαρακτῆρα τοῦ Ἁγίου. Οἱ περιπλοκὲς τῆς ὅλης διοικήσεως τὸν στεναχωροῦσαν, τὸν πίκραιναν καὶ τὸν σύγχυζαν, μέχρι ποὺ ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του ἐπιθυμώντας τὴν γαλήνη καὶ τὴν ἡσυχία.

Στὶς 8 Μαΐου τοῦ ἔτους 1081, ἀφοῦ λειτουργοῦσε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἔφυγε καὶ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ Καλλίου. Μάταια τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἐπιστρέψει. Αὐτὸς ἔμεινε ἀμετάπειστος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴ Μονὴ ἐκείνη.
Ἡ σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ σεβάσμια Μονὴ τῆς Χώρας.






Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα. Διετέλεσε Ἡγούμενος στὴ Μονὴ Βιντουπίσκυ τοῦ Κιέβου καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ.






Ἡ Ὁσία Ἰουλιανὴ ἡ Δικαία
Ἡ Ἁγία Ἰουλιανὴ γεννήθηκε τὸ 1530 στὴ Μόσχα, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλάνθρωπους, τὸν Ἰουστίνο καὶ τὴν Στεφανία Νεντιγιοῦρεφ. Ὁ πατέρας της ἐργαζόταν ὡς οἰκονόμος στὴν αὐλὴ τοῦ τσάρου Ἰβᾶν Δ’ Βασίλιεβιτς, τοῦ γνωστοῦ ὡς «Τρομεροῦ». Παρὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅλη ἡ οἰκογένεια ζοῦσε πτωχὰ ἀλλὰ χριστιανικὰ καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ πλημμύριζε τὴν καρδιὰ τῶν μελῶν της.

Ἡ Ἁγία ὀρφάνεψε σὲ μικρὴ ἡλικία καὶ ἀφιέρωσε τὴν ζωή της στὴν φροντίδα τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν πτωχῶν. Ὁ βίος καὶ ὁ χαρακτῆρας της δὲν ἄφησαν ἀδιάφορο τὸν πλούσιο κάτοικο τοῦ χωριοῦ Μοῦρομ τῆς περιοχῆς τοῦ Λαζάρεβο Γεώργιο Ὀσορίν, τὸν ὁποῖο ἐνυμφέφθηκε σὲ νεαρὴ ἡλικία.

Ἀπὸ τὸν γάμο της ἀπέκτησε ἕξι υἱοὺς καὶ μία θυγατέρα. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν δυὸ υἱῶν της ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια καὶ νὰ γίνει Μοναχή. Ὅμως ὁ σύζυγός της, ποὺ ἔλειπε συχνὰ καὶ πολὺ χρόνο ἀκολουθώντας τὸ στρατὸ τοῦ τσάρου στὸ Ἀστραχὰν καὶ σὲ ἄλλα μέρη, τὴν παρακάλεσε νὰ μείνει κοντὰ στὴν οἰκογένειά της. Ἐκείνη δέχθηκε, ἀλλὰ ζοῦσε ὡς Μοναχὴ μέσα στὸν κόσμο.
Ὅπως γράφει καὶ ὁ υἱός της Καλλίστρατος, ποὺ ἔγραψε τὸν βίο της, ἡ Ἁγία εἶχε ἀφιερώσει τὸν ἑαυτό της ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεὸ καὶ τὴν διακονία τῶν ἀνθρώπων. Ἐλάχιστα κοιμόταν καὶ ἀγρυπνοῦσε προσευχόμενη. Ὅταν ὁ σύζυγός της πέθανε, ἐκείνη πλέον ζοῦσε γιὰ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ διακονεῖ. Λίγο πρὶν παραδώσει τὴν δίκαια ψυχή της στὸν Κύριο, τὸ ἔτος 1604, κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὸν Πνευματικό της, ἱερέα Ἀθανάσιο, κάλεσε τὰ παιδιά της καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν εὐχή της. Οἱ τελευταῖες λέξεις ποὺ ψέλλισε , πρὶν κλείσει τὰ μάτια της, ἦταν : «Δόξα στὸν Θεὸ γιὰ ὅλα. Σὲ Σένα, Κύριε, παραδίδω τὸ πνεῦμα μου».






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος (ἢ Ζώρζης) ὁ Νεομάρτυρας ὁ Γκιουρτζὴς
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰβηρία. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀγοράσθηκε ἀπὸ κάποιο τοῦρκο ὡς σκλάβος καὶ περιετμήθηκε, λαβῶν τὸ ὄνομα Σαλῆς. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ τούρκου παρέμεινε στὴν Μυτιλήνη ζωντας εἰρηνικὰ καὶ ἐργαζόμενος.

Μία μέρα, ὅταν τὰ χρόνια εἶχαν περάσει, σὲ ἡλικία 70 ἐτῶν, ὁ Γεώργιος παρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ἀπορρίπτει μπροστά του τὸ σαρίκι ποὺ φοροῦσε στὴν κεφαλὴ καὶ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τοὺς φοβερισμούς, ὁ Μάρτυς παρέμεινε ἀμετάθετος ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἀμέσως τὸν συνέλαβαν καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν χτυποῦν μὲ μαχαίρια καὶ ξύλα.
Στὸ τέλος, τὸν ὁδήγησαν σὲ ἕνα τόπο ὀνομαζόμενο Παρμά-καποῦ, ὅπου καὶ ὑπέστη τὸν δι’ ἀγχόνης θάνατο τὸ ἔτος 1770.






Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ
Image
Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ γεννήθηκε στὸ Κοὺρσκ τῆς Ρωσίας στὶς 19 Ἰουλίου 1759 καὶ ὀνομάσθηκε Πρόχορος. Οἱ γονεῖς του, Ἰσίδωρος καὶ Ἀγάθη Μοσνίν, ἦταν εὐκατάστατοι ἔμποροι. Ὁ πατέρας του εἶχε ἐργοστάσια πλινθοποιίας καὶ παράλληλα ἀναλάμβανε τὴν ἀνέγερση πέτρινων οἰκοδομημάτων, ναῶν καὶ σπιτιῶν. Κάποτε ἄρχισε νὰ χτίζει στὸ Κοὺρσκ ἕνα ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ, τοῦ Θαυματουργοῦ, ἀλλὰ ξαφνικὰ τὸ 1762, πεθαίνει, ἀφήνοντας στὴν σύζυγό του τὴ μέριμνα γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ναοῦ. Ὁ Πρόχορος κληρονόμησε τὶς ἀρετὲς τῶν γονέων του καὶ ἰδίως τὴν εὐσέβειά τους.

Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἄρχισε νὰ μαθαίνει μὲ ζῆλο τὰ ἱερὰ γράμματα, ἀλλὰ ἀρρώστησε ξαφνικὰ βαριὰ χωρὶς ἐλπίδα ἀναρρώσεως. Στὴν κρισιμότερη καμπὴ τῆς ἀσθένειας εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν Παναγία, ἡ ὁποία ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ καὶ θὰ τὸν θεραπεύσει. Πράγματι, ἔτυχε μία μέρα νὰ γίνεται λιτανεία καὶ νὰ περνᾷ ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ μικροῦ ἄρρωστου παιδιοῦ, ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔπιασε δυνατὴ βροχή. Ἡ λιτανεία σταμάτησε καὶ ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στὴν αὐλὴ τῆς οἰκίας τοῦ Προχόρου, μέχρι νὰ περάσει ἡ μπόρα. Τότε ἡ μητέρα του Ἀγάθη, κατέβασε τὸ ἄρρωστο παιδί της καὶ τὸ πέρασε κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ ὑγεία του βελτιώθηκε μέχρι ποὺ ἀποκαταστάθηκε τελείως.

Νέος ἐγκαταλείπει τὸ πατρικό του σπίτι, στὴν πόλη Κούρσκ, καὶ ἔρχεται νὰ μονάσει στὴ μονὴ τοῦ Σάρωφ. Ἡ δοκιμασία του προκειμένου νὰ γίνει Μοναχὸς διαρκεῖ ὀκτὼ χρόνια. Στὶς 13 Αὐγούστου τοῦ 1786 κείρεται Μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεραφείμ. Σὲ δυὸ μῆνες χειροτονεῖται Διάκονος.

Περιφρουρούμενος μὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα ὁ Διάκονος Σεραφείμ, ἀνέρχεται στὴν Πνευματικὴ ζωὴ «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν». Ὡς Διάκονος παραμένει ὅλη τὴν ἡμέρα στὸ Μοναστῆρι, διακονεῖ στὶς Ἀκολουθίες, τηρεῖ μὲ ἀκρίβεια τοὺς μοναστηριακοὺς κανονισμοὺς καὶ ἐκτελεῖ τὰ διακονήματά του. Τὸ βράδυ ὅμως ἀπομακρύνεται στὸ δάσος, στὸ ἐρημικό του κελί, ὅπου διέρχεται τὶς νυκτερινὲς ὧρες μὲ προσευχή, καὶ πολὺ πρωὶ ἐπιστρέφει πάλι στὸ μοναστῆρι.

Στὶς 2 Σεπτεμβρίου 1793 χειροτονεῖται Ἱερεὺς καὶ ἀποδύεται μὲ μεγαλύτερο ζῆλο καὶ ἀγάπη στὸν Πνευματικὸ ἀγῶνα. Τώρα πλέον δὲν τὸν ἱκανοποιεῖ ὁ βαρὺς γιὰ τοὺς ἄλλους μόχθος τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἡ κοινὴ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ὑπακοή, ἡ ἀκτημοσύνη. Μέσα του φουντώνει ἡ δίψα γιὰ πιὸ ὑψηλὲς Πνευματικὲς ἀσκήσεις. Ἐγκαταλείπει λοιπόν, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου, τὴ Μονὴ καὶ ἀποσύρεται μέσα στὸ πυκνὸ δάσος τοῦ Σάρωφ. Περνᾶ ἐκεῖ δεκαπέντε χρόνια σὲ τέλεια ἀπομόνωση, μὲ αὐστηρὴ νηστεία, ἀδιάλειπτη προσευχή, μελέτη τοῦ Θείου Λόγου καὶ σωματικοὺς κόπους. Γιὰ χίλιες ἡμέρες καὶ χίλιες νύκτες μιμεῖται τοῦ παλιοὺς στυλῖτες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνεβασμένος σὲ μία πέτρα καὶ μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα στὸν οὐρανό, προσεύχεται : «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ».

Τελειώνοντας τὴν ἀναχωρητικὴ ζωὴ ἐπανέρχεται στὴ Μονὴ τοῦ Σάρωφ καὶ κλείνεται σὰν σὲ μνῆμα στὴν ἀπομόνωση γιὰ ἄλλα δεκαπέντε χρόνια. Γιὰ τὰ πρῶτα πέντε βάζει τὸν ἑαυτό του στὸν κανόνα τῆς σιωπῆς. Μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ φωτίζει ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη καὶ ἀξιώνεται νὰ ζήσει Πνευματικὲς ἀναβάσεις καὶ νὰ δεῖ θεϊκὰ ὁράματα. Μετὰ τὸν ἐγκλεισμό, ὥριμος πλέον στὴν Πνευματικὴ ζωὴ καὶ γέροντας στὴν ἡλικία, ἀφιερώνεται στὴ διακονία τοῦ πλησίον, τοῦ ἐλάχιστου ἀδελφοῦ. Μὲ τὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή του καὶ τὴν φωτεινὴ μορφή του εἶχε προσελκύσει γύρω του πλῆθος Χριστιανῶν, ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν καὶ πίστευαν ἀκράδαντα στὴν θαυματουργικὴ δύναμη τῶν ἁγίων του προσευχῶν. Πλούσιοι καὶ φτωχοί, διάσημοι καὶ ἄσημοι συνέρρεαν καθημερινὰ στὸ κελί του, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ τὴν Πνευματικὴ καθοδήγηση γιὰ τὴ ζωή τους. Τοὺς δεχόταν ὅλους μὲ ἀγάπη καὶ ὅταν ἔβλεπε τὰ πρόσωπά τους ἀναφωνοῦσε: «Χαρά μου!».

Ἐξομολογοῦσε πολλούς, θεράπευε ἀσθενεῖς, ἐνῷ σὲ ἄλλους ἔδιδε νὰ ἀσπασθοῦν τὸν σταυρὸ ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸ στῆθος του ἢ τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχε στὸ τραπέζι τοῦ κελιοῦ του. Σὲ πολλοὺς πρόσφερε ὡς εὐλογία ἀντίδωρο, ἁγίασμα ἢ παξιμάδια, ἄλλους τοὺς σταύρωνε στὸ μέτωπο μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντῆλι, ἐνῷ μερικοὺς τοὺς ἀγκάλιαζε καὶ τοὺς ἀσπαζόταν λέγοντας: «Χριστὸς Ἀνέστη!».

Τὴν 1η Ἰανουαρίου 1833, ἡμέρα Κυριακή, ὁ Ὅσιος ᾖλθε γιὰ τελευταία φορὰ στὸ Ναὸ τοῦ νοσοκομείου τῶν Ἁγίων Ζωσιμᾶ καὶ Σαββατίου. Ἄναψε κερὶ σὲ ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ τὶς ἀσπάσθηκε. Μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀδελφούς, τοὺς εὐλόγησε, τοὺς ἀσπάσθηκε καὶ παρηγορητικὰ τοὺς εἶπε: «Σώζεσθε, μὴν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζονται». Ὁ Μοναχὸς Παῦλος πρόσεξε ὅτι ὁ Ὅσιος ἐκείνη τὴν ἡμέρα πῆγε τρεῖς φορὲς στὸν τόπο ποὺ εἶχε ὑποδείξει γιὰ τὸν ἐνταφιασμό του. Καθόταν ἐκεῖ καὶ κοίταζε ἀρκετὴ ὥρα στὴ γῆ. Τὸ βράδυ τὸν ἄκουσε νὰ ψάλλει στὸ κελί του Πασχαλινοὺς ὕμνους: «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…», «Φωτίζου, φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ…», «Ὤ, Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ…».

Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 2 Ἰανουαρίου 1833. Οἱ μοναχοὶ τὸν εἶδαν μὲ τὸ λευκὸ ζωστικό, γονατιστὸ σὲ στάση προσευχῆς μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἀσκεπῆ, μὲ τὸ χάλκινο σταυρὸ στὸ λαιμὸ καὶ μὲ τὰ χέρια στὸ στῆθος σὲ σχῆμα σταυροῦ. Νόμιζαν ὅτι τὸν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος.
Τὰ ἱερὰ λείψανά του ἐξαφανίστηκαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως καὶ ξαναβρέθηκαν τὸ 1990, στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Τὸ 1991 ἐπέστρεψαν στὴν μονὴ Ντιβέγιεβο.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ . Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἐκ νεότητος ἀκολουθήσας θερμῶς, εὐχαῖς καὶ δεήσεσιν, ἐν τῇ ἐρήμῳ Σαρώφ, ὡς ἄσαρκος ἤσκησας· ὅθεν τοῦ Παρακλήτου, δεδεγμένος τὴν χάριν, ὤφθης τῆς Θεοτόκου, θεοφόρος θεράπων· διὸ σε μακαρίζομεν, Σεραφεὶμ Πάτερ Ὅσιε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν Σάρωφ ὡς ἄγγελος, βεβιωμένος, Σεραφεὶμ μακάριε, ὤφθης δοχεῖον ἐκλεκτόν, τῶν χαρισμάτων, τοῦ Πνεύματος, λόγῳ πλουσίῳ ἐκφαίνων τὰ κρείττονα.

Μεγαλυνάριον.
Ὅλος ἀνακείμενος τῷ Χριστῷ, χαρίτων τῶν θείων, ἀναδέδειξαι θησαυρός, θαύμασι καὶ λόγοις, καὶ θείαις ὑποθήκαις ὦ Σεραφεὶμ παμμάκαρ, φωτίζων ἅπαντας.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun Dec 28, 2014 9:36 pm

3 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Προφήτης Μαλαχίας
Image
Ὁ προφήτης Μαλαχίας καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ Λευΐ καὶ ἐγεννήθηκε στὸ Σοφερὸ μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὴ Βαβυλώνια αἰχμαλωσία. Ἔζησε περὶς τὸν 5ο π.Χ. αἰώνα, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Νεεμία, καὶ ἐργάσθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὸν Προφήτη Ἀγγαῖο καὶ τὸν Ζαχαρία. Αὐτό συνάγεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ εἶχε πλέον ἀποπερατωθεῖ καὶ εἶχαν ἀρχίσει οἱ προσφερόμενες θυσίες.

Ὄντας ἀκόμη νέος, κατέκτησε τὴν ἀρετὴ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν θεοσεβὴ συμπεριφορὰ καὶ διαγωγή του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔλαβε καὶ τὴν προσωνυμία Μαλαχίας, ποὺ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα μεταφράζεται «ὁ ἄγγελός μου». Κατὰ παλαιὰ γνώμη (Ταλμοὺδ) τὸ ὄνομα Μαλαχίας εἶναι ψευδόνυμο τοῦ Ἔσδρα ἢ τοῦ Νεεμία ἢ τοῦ Μαρδοχαίου. Χρονολογικὰ ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος ἀπὸ τοὺς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Στὸ προφητικό του βιβλίο, ὁ Μαλαχίας, ὁμιλεῖ περὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν λαό Του, μέμφεται τὴν ἀσεβὴ διαγωγὴ τοῦ ἱερατείου, ὁμιλεῖ περὶ τῆς μελλούσης κρίσεως καὶ προαναγγέλει τὴν πρὸ τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου προπαρασκευαστικὴ ἐμφάνιση τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.

Ἀλλὰ καὶ ὅσα «ἐν προφητείᾳ» ἔλεγε ὁ Προφήτης Μαλαχίας ἐπιβεβαιώνονταν ἀμέσως ἀπὸ ἔναν ἄγγελο, ὁ ὁποῖος τοῦ τὰ ἐπαναλάμβανε. Τὴν φωνὴ δὲ τοῦ ἀγγέλου τὴν ἄκουγαν καὶ οἱ ἀνάξιοι, ἐνῶ οἱ ἄξιοι ἔβλεπαν καὶ τὴ μορφή του.
Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸν ἀγρὸ τῶν προγόνων του.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. Α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγγελώνυμον κλῆσιν πλουτήσας ἔνδοξε, ἀγγελομίμητον βίον ἐπολιτεύσω ἐν γῇ, Μαλαχία Προφητῶν τὸ ἀκροθίνιον· ὅθεν Ἀγγέλους ἐαχηκώς, συλλαλοῦντας νοερῶς, ἐπλήσθης ἀΰλου δόξης, καὶ τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν, διατυποῖς πρὸς φωτισμὸν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς σοφίας ἔμπλεως, τῆς ὑπερσόφου καὶ θείας, Μαλαχία μέγιστε, σὺ πεφυκὼς ὡς Προφήτης, ἄνωθεν, αὐτὸν τὸν ὄντα Θεοῦ σοφίαν, ἔδειξας, τοῖς πᾶσι κάτω ἀναστραφέντα· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, τελοῦντες πίστει τὴν θείαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Θείας ἐμφανείας ἀγγελικῆς, κατηξιωμένος, ὡς τῷ βίῳ διαπρεπής, ὤφθης προσημάντωρ, τῶν ἱερῶν κριμάτων, Προφῆτα Μαλαχία, Ἀγγέλων σύσκηνε.






Ὁ Ἅγιος Γόρδιος
Image
Ὁ Μάρτυς Γόρδιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ ἔζησε στὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλέως Λικινίου (307-323 μ.Χ.). Ἦταν ἀξιωματοῦχος τῆς αὐτοκρατορικὴς αὐλῆς.

Ὁ Γόρδιος, ἐπειδὴ δὲν ἀνεχόταν νὰ ἀκούει τὶς δυσσεβεῖς διδασκαλίες καὶ τὶς ὕβρεις κατὰ τοῦ Κυρίου, ἔφυγε καὶ πῆγε στὰ ὄρει καὶ ἐκατοικούσε μαζί μὲ τὰ θηρία. Ἐκεῖ στὸν ἔρημο τόπο ἀναθερμάνθηκε ὁ πόθος του γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ πῆρε θάρρος νὰ κτυπήσει τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρείας. Ἔτσι κατέβηκε ἀπὸ τὴν ἔρημο στὴν πόλη καὶ ζητοῦσε νὰ συναντήσει τὴν προστάτη τῆς πλάνης. Εἰσῆλθε λοιπὸν στὸ θέατρο καὶ μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς φωνῆς του εἶπε λόγους ὑμνηστικοὺς γιὰ τὸν Χριστό. Μὲ τὴν ἡρωϊκὴ αὐτὴ μαρτυρία του ὁ Γόρδιος ἔστρεψε τὴν προσοχὴ τοῦ πλήθους πρὸς τὸν ἑαυτό του. Ἡ παρρησία του ὅμως αὐτὴ ἐξέπληξε καὶ ἐξόργισε τὸν εἰδωλολάτρη ἄρχοντα· γι’ αὐτὸ καὶ διέταξε νὰ τὸν θανατώσουν.
Ὁ Ἅγιος Γόρδιος ἐδέχθηκε χαρούμενος τὸν διὰ ξίφους μαρτυρικὸν θάνατο καὶ εἰσῆλθε στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου του.

Ἀπολυτίκιο. Ἠχὸς δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῷ ζήλῳ τῆς πίστεως, πυρποληθεὶς τὴν ψυχήν, αὐτόκλητος ὥρμησας, ἐν τῷ σταδίῳ σοφέ, καὶ χαίρων ἠγώνισαι· ὅθεν τοῖς ἐξ αὐχένος, ὀχετοῖς τῶν αἱμάτων, ἔσβεσας Ἀθλοφόρε, τῆς κακίας τὴν φλόγα· διό σε ὁ Ζωοδότης, Γόρδιε ἐδόξασε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Οἱ σοὶ ἱδρῶτες ἔνδοξε, τὴν πᾶσαν γῆν κατήρδευσαν, καὶ τοῖς τιμίοις σου αἵμασι Γόρδιε, τὸν κόσμον ἅπαντα εὔφρανας· ταῖς εὐχαῖς σου θεόφρον, σῶσον πάντας τοὺς πίστει σε ἀναμέλποντας, καὶ τιμῶντας ἀξίως, πανεύφημε ὡς πολύαθλον.

Μεγαλυνάριον

Ἔλιπες στρατείαν τὴν ὑλικήν, καὶ τῇ οὐρανίῳ, πανοπλίᾳ ὀχυρωθεὶς, τὰς ἀντικειμένας, καθεῖλες παρατάξεις, ὡς τοῦ Χριστοῦ ὁπλίτης, ἔνδοξε Γόρδιε.






Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Σημειοφόρος
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἀκολούθησε τῇ μοναχικῇ πολιτείᾳ καὶ ἔζησε βίο ἀσκητικό. Δεν ὑπάρχει σχετικὸ ὑπόμνημα στα Μηναῖα για τὸν Ἅγιο. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης εἰκάζει, ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου Πέτρου, Ἐπισκόπου Ἄργους, ἀλλὰ αὐτὸ θεωρεῖται ἀπίθανο, διότι ἐκεῖνος δεν μαρτυρεῖται στὶς πηγὲς ὅτι ἐμόνασε στὴν Ἀτρώα.






Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἐμαρτύρησε τὸ 311 μ.Χ. στὴν Αὐλώνα τῆς Σαμάρειας, στὴν περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης.






Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ἦταν μοναχὸς καὶ συνέστησε στο ὄρος τοῦ Λάτρου τὴν Μεγίστη Λαύρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μυρσινῶνος. Ἡ περιοχὴ τοῦ ὄρους Λάτρου ὀνομαζόταν πρῶτα Λάτμος καὶ ἦταν κοντὰ στην Μίλητο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖ ἐμόναζε πλῆθος Μοναχῶν μετονομάσθηκε σὲ Λάτρος. Οἱ πυκνοὶ μοναχικοὶ συνοικισμοὶ ποὺ ὑπήρχαν ἐκεῖ πρὶν τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ (886-912 μ.Χ.), ἔδωσαν, κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου (913-959 μ.Χ.), στο Λάτρος, τὴν ὀνομασία «τὸ κατ’ Ἔφεσον Ἅγιον Ὄρος».
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ.







Οἱ Ἅγιοι Μητέρα καὶ τὰ δύο τέκνα της οἱ Μάρτυρες
Δὲν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὸ ποῦ καὶ πότε οἱ Μάρτυρες μαρτύρησαν διὰ πυρός.






Ὁ Ὅσιος Μελίτων ἐκ Βηρυτοῦ
Ὁ Ὅσιος Μελίτων ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 537 μ.Χ.






Ἡ Ὁσία Γενεβιέβη ἐκ Παρισίων
Image
Ἡ Ἁγία Γενεβιέβη ἐγεννήθηκε, κατὰ τὴν παράδοση, περὶ τὸ 419 μ.Χ. στην πόλη Ναντέρν, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στο Παρίσι. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐνιωσε στην καρδία της τὴν μοναχικὴ κλήση. Στὴν καλλιέργεια αὐτοῦ τοῦ ἐσωτερικοῦ πόθου, συνετέλεσε καὶ ὁ πνευματικὸς της σύνδεσμος μὲ τὸν Ἅγιο Γερμανὸ τῆς Ὡξέρρης (378 – 448 μ.Χ.).

Μετὰ τὴν κοίμηση τῶν γονέων της ἐκάρη μοναχὴ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως τῶν Παρισίων καὶ ἔφθασε σὲ πνευματικὰ ὕψη ἀσκήσεως καὶ τελειότητος.
Ἡ Ὁσία Γενεβιέβη ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία 83 ἐτῶν. Ὁ Ναὸς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῶν Παρισίων, στὸν ὁποῖο ἀποτέθηκε τὸ ἱερὸ λείψανο της, ἔλαβε τὸ ὄνομά της. Εἶναι πολιοῦχος τῶν Παρισίων.






Ἡ Ὁσία Θωμαΐς ἐκ Λέσβου
Image
Ἡ Ἁγία Θωμαΐς καταγόταν ἀπὸ τὴν νήσο τῆς Λέσβου καὶ ἐγεννήθηκε περὶ τὸ 910 – 913 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους, τὸν Μιχαὴλ καὶ τὴν Καλή. Ἦσαν ἄτεκνοι, ἀλλὰ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας, ἔφεραν στὸν κόσμο τὴν Ἁγία. Ἡ Ἁγία, μετὰ ἀπὸ πιέσεις καὶ τὴν σφοδρὴ ἐπιθυμία τῶν γονέων της, νυμφεύθηκε κάποιον ποὺ ὀνομαζόταν Στέφανος. Ἐνῷ ὅμως αὐτὴ ἦταν πολὺ εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετη, ὑπέφερε ἀπὸ τὴν βάρβαρη συμπεριφορὰ τοῦ συζύγου της, ποὺ τὴν ἐκτυποῦσε ἀνηλεῶς καθημερινά. Ἡ Ἁγία ἀντιμετώπιζε αὐτὸν τὸν πειρασμὸ μὲ προσευχή, ὑπομονὴ καὶ ἐλεημοσύνη. Ὁ Θεὸς τὴν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ἡ Ἁγία Θωμαΐς ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία 38 ἐτῶν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν γυναικεία μονὴ τὴν καλουμένη «τὰ Μικρὰ Ρωμαίου» ἢ «τὰ Ρωμαίου», ἡ ὁποία ἔκειτο μεταξὺ τῆς πύλης τῆς Σηλυβρίας καὶ τῆς πύλης τοῦ Πολυανδρίου ἐπὶ τοῦ ἑβδόμου λόφου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν ταφή της, τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτῆς ἀνακομίσθηκε καὶ ἀποτέθηκε σὲ πολυτελὴ λάρνακα ἐντὸς τοῦ ναοῦ τῆς μονῆς. Αὐτὸ ἦταν ἀκέραιο καὶ στὰ τίμια χέρια της διακρίνονταν οἱ αἰκισμοὶ τοῦ συζύγου της. Ἀρχικὰ ἡ μνήμη της ἑορταζόταν τὴν 1η Ἰανουαρίου, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ. ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης αὐτῆς μετατέθηκε στὶς 3 Ἰανουαρίου, διότι ἡ ἡμέρα τῆς κοιμήσεως αὐτῆς, ποὺ συνέπιπτε μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, δὲν ἦταν πρόσφορη γιὰ τὴν πανηγυρισμὸ αὐτῆς. Τὸ τίμιο σκήνωμά της ἀπολέσθηκε πιθανὸν κατὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους (1204).

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τάς θλίψεις τοῦ βίου σου, ὡς προσφορὰν λογικήν, Χριστῷ προσενένκασα, τὴν τῶν θαυμάτων ἰσχύν, Ὁσία, ἀντείληφας. Ὅθεν ὡς συζυγίας, ὑποτύπωσιν θείαν, μέλπομεν Θωμαΐς σε, καὶ πιστῶς σοι βοῶμεν Χαῖρε τῆς νήσου Λέσβου, σεμνὸν ἐγκαλλώπισμα.






Ὁ Ὅσιος Παντελεήμων
Ὁ Ὅσιος Παντελεήμων ἵδρυσε τὴν Μονὴ Κόστυτσεβ τῆς Ρωσίας, ὅπου ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1884.






Εύρεσις των τιμίων λειψάνων του Αγίου Εφραίμ

Image
Η εύρεση των μαρτυρικών λειψάνων του Αγίου Εφραίμ έγινε στις 3 Ιανουαρίου 1950 μ.Χ.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun Dec 28, 2014 9:37 pm

4 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Σύναξις τῶν Ἁγίων Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων
Image
Περὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μᾶς πληροφορεῖ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον στο ι’ κεφάλαιον: «Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος καὶ ἑτέρους ἑβδομήκοντα καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον οὗ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι. Ἔλεγεν οὖν πρὸς αὐτοὺς· ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι. Δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ, ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ. Ὑπάγετε· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς ἄρνας ἐν μέσῳ λύκων. Μὴ βαστάζετε βαλλάντιον, μὴ πήραν, μηδὲ ὑποδήματα, καὶ μηδένα κατὰ τὴν ὁδὸν ἀσπάσησθε· εἰς ἣν δ’ ἂν οἰκίαν εἰσέρχησθε, πρῶτον λέγετε· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ καὶ ἐὰν ᾖ ἐκεῖ υἱὸς εἰρήνης, ἐπαναπαύετε ἐπ’ αὐτὸν ἡ εἰρήνη ὑμῶν· εἰ δὲ μήγε, ἐφ’ ὑμᾶς ἀνακάμψει… καὶ θεραπεύετε τοὺς ἐν αὐτῇ ἀσθενεῖς, καὶ λέγετε αὐτοῖς· ἤγγικεν ἐφ’ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Τοὺς ἐξέλεξε ὁ Χριστὸς ὕστερα ἀπὸ τοὺς Δώδεκα, γιὰ νὰ βοηθοῦν τὸ σωτήριο ἔργο του καὶ νὰ διακονοῦν τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τῆς πρώτης χριστιανικῆς περιόδου, προσπάθησαν νὰ τοὺς ταυτίσουν σταχυολογώντας πρόσωπα τῆς Καινῆς Διαθήκης, κυρίως ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἡ πρώτη ἀπόπειρα καταρτίσεως καταλόγων τῶν ὀνομάτων τῶν ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων ἔγινε σὲ ἀντίδραση ἐνεργειῶν τῶν Γνωστικῶν, οἱ ὁποίοι εἶχαν ἀνορθόδοξη καὶ ἐσφαλμένη ἀντίληψη περὶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ τῆς ἀδιάκοπης ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ ἀποσκοποῦσε νὰ προβάλει πρόσωπα μὲ ἀναμφισβήτητο ἐκκλησιαστικὸ κύρος, ποὺ ἦσαν ἄμεσα συνεχιστὲς τοῦ ἔργου τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων.

Ἀπὸ τὴνἐποχὴ τοῦ πρώτου Σχίσματος (867 μ.Χ.), ὅταν τὸ «παπικὸν πρωτεῖον ἐξῆλθεν πλέον τῆς θεωρητικῆς καὶ ἀορίστου μορφῆς τὴν ὁποίαν μέχρι τοῦδε διετήρει καὶ ἔλαβε πρακτικὴν καὶ ὡρισμένην μορφὴν ἐπικίνδυνον διὰ τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», προβάλλονται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οἱ Ἑβδομήκοντα Ἀπόστολοι, σὲ ἀντίδραση στὶς γνωστὲς θέσεις τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα.

Γι’ αὐτό, ἂν καὶ ἕκαστος τῶν Ἀποστόλων ἑορτάζει σὲ τακτὴ ξεχωριστὴ ἡμέρα, ἡ Ἐκκλησία μας ὅρισε καὶ ἰδία ἡμέρα γιὰ τὴν κοινὴ ἑορτὴ αὐτῶν ποὺ κακοπάθησαν γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Αὐτοὶ εἶναι:

Ἄγαβος, προφήτης, ὁ ὁποῖος προεφήτευσε τὴν σύλληψη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τὸν μέγα λιμὸ εἰς Ἱερουσαλήμ († 8 Ἀπριλίου).
Ἀκύλας, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, μετὰ τῆς σζύγου αὐτοῦ Πρισκίλλης, μαρτυρικὰ τελειωθέντες († 14 Ἰουλίου, † 13 Φεβρουαρίου).
Ἀμπλίας, Ἐπίσκοπος Ὀδυσσουπόλεως (τῆς Μακεδονίας), ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἐγκατασταθεὶς καὶ ὑπὸ τῶν ἐθνικῶν ἀναιρεθείς († 31 Ὀκτωβρίου).
Ἀνανίας, μαθητὴς τοῦ Κυρίου στὴ Δαμασκό, συναντήσας, καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ Κυρίου, τὸν Σαούλ (Παῦλο) τυφλωθέντα, τὸν ὁποῖο ἐθεράπευσε καὶ ἐβάπτισε. Ἔγινε Ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ, τελειωθεὶς διὰλιθοβολισμοῦ († 1 Ὀκτωβρίου).
Ἀνδρόνικος, Ἐπίσκοπος Πανονίας († 17 Μαΐου, † 30 Ἰουλίου, 22 Φεβρουαρίου εὕρεσις λειψάνων).
Ἀπελλῆς, Ἐπίσκοπος Σμύρνης († 10 Σεπτεμβρίου).
Ἀπελλῆς (ἕτερος ἢ ὁ προηγούμενος), Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Θράκῃ Ἡρακλείας († 31 Ὀκτωβρίου).
Ἀπολλώ(ς), Ἐπίσκοπος Καισαρείας († 8 Δεκεμβρίου).
Ἀπφία(ς) (ἢ Ἀπφίων)· σαφῶς πρόκειται περὶ γυναίκας Ἀποστόλου, τὴν ὁποία ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολή: «καὶ Ἀπφίᾳ τῇ ἀγαπητῇ». Συνεμαρτύρησε μετὰ τῶν Ἀποστόλων Φιλήμονος, Ἀρχίππου καὶ Ὀνησίμου ἐπὶ Νέρωνος (φέρεται ὡς σύζυγος τοῦ Φιλήμονος) († 22 Νεομβρίου, † 19 Φεβρουαρίου).
Ἀρίσταρχος, Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Συρίᾳ Ἀπαμείας,ἀποκεφαλισθεὶς ὑπὸ Νέρωνος († 27 Σεπτεμβρίου, † 14 Ἀπριλίου).
Ἀριστόβουλος, Ἐπίσκοπος Βρεττανίας, ἀδελφὸς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα († 31 Ὀκτωβρίου, † 15 Μαρτίου).
Ἀρτεμᾶς, Ἐπίσκοπος Λύστρων († 30 Ὀκτωβρίου).
Ἄρχιππος, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἰς Κολοσσάς. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ὑπὸ Νέρωνος († 22 Νεομβρίου, † 19 Φεβρουαρίου).
Ἀσύγκριτος, Ἐπίσκοπος Ὑρκανίας, ἐτελειώθηκε μαρτυρικῶς († 8 Ἀπριλίου).
Ἀχαϊκός, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν Κόρινθο, ἐτελειώθηκε ἀπὸ λιμὸ καὶ δίψα († 15 Ἰουνίου).
Βαρνάβας ἢ Ιωσῆς, Κύπριος τὴν πατρίδα, ἀπὸ τοὺς ἑλληνιστὲς Ἑβραίους τῆς νήσου καὶ ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ. Ἀπὸ Ἰωσῆς, γιὰ τὸ γλυκύ του κήρυγμα, μετονομάσθηκε Βαρνάβας, που σημαίνει «υἱὸς παρακλήσεως». Συνέκδημος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἀντιόχεια, Ἱερουσαλὴμ, Ρώμη, Ἀλεξάνδρεια καὶ Κύπρο, ὅπου ἐλιθοβολήθηκε καὶ παραδόθηκε στὸ πῦρ. Εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπου († 11 Ἰουνίου).
Γάϊος, Ἐπίσκοπος Ἐφέσου († 5 Νοεμβρίου).
Ἐπαινετός, Ἐπίσκοπος Καρθαγένης († 30 Ἰουλίου).
Ἐπαφρόδιτος (ἢ Ἐπαφρᾶς), Ἐπίσκοπος Κολοφῶνος ἢ Κολώνης ἢ Ἀδράκης († 8 Δεκεμβρίου).
Ἔραστος, οἰκονόμος τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων καὶ Ἐπίσκοπος Πανεάδος († 10 Νοεμβρίου).
Ἑρμᾶς, Ἐπίσκοπος Φιλίππων ἢ Φιλιππουπόλεως († 5 Νοεμβρίου).
Ἑρμῆς, Ἐπίσκοπος Δαλματίας († 8 Μαρτίου).
Εὔβουλος, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 28 Φεβρουαρίου).
Εὔοδος, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου († 7 Σεπτεμβρίου).
Ζακχαῖος, ἀρχιτελώνης τῆς Ἱεριχώ, τὸν ὁποίον ἐκάλεσε ὁ Κύριος († 20 Ἀπριλίου).
Ζηνᾶς ἢ Ζήνων, Ἐπίσκοπος Διοσπόλεως τῆς Λαοδικείας († 27 Σεπτεμβρίου).
Ἡρωδίων καὶ Ροδίων ἢ Ρόδιος, Ἐπίσκοπος Νέων Πατρῶν, ἀκόλουθος τῶν Ἀποστόλων,ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ὑπὸ Ἰουδαίων καὶ ἐθνικῶν ἢ Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου στὴ Ρώμη, ἀποκεφαλίσθηκε ὑπὸ Νέρωνος μετὰ τοῦ Ὀλυμπᾶ († 28 Μαρτίου, † 8 Ἀπριλίου, † 10 Νοεμβρίου).
Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ἀδελφὸς τοῦ Κυρίουκαὶ υἱὸς Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, συγγραφεὺς τ[ςη φερωνύμου Καθολικῆς Ἐπιστολῆς καὶ πρῶτος Ἱεράρχης Ἱεροσολύμων. Ὁ Ἅγιος ἐτελειώθηκε μαρτυρικῶς ὑπὸ Ἰουδαίων († 23 Ὀκτωβρίου καὶ Κυριακὴ μετᾶ τὴν Χριστοῦ γέννησιν).
Ἰάκωβος ὁ Ἀλφαίου ἢ Ἀλφαῖος, ἀδελφὸς Ματθαίου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ († 9 Ὀκτωβρίου, † 26 Μαΐου).
Ἰάσων, Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 29 Ἀπριλίου).
Ἰούδας ὁ Ἰακώβου ἢ Θαδδαῖος καὶ Λεββαῖος, ἀδελφὸς κατὰ σάρκα τοῦ Κυρίου καὶ υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, ἀδελφὸς δὲ γνήσιος Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου († 19 Ἰουνίου, † 21 Αὐγούστου).
Ἰουνία(ς)· πρόκειται περὶ ἀνδρὸς Ἀποστόλου, τὸν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή: «ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἰουνίαν τοὺς συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινές εἰσιν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις». Δυστυχῶς στοὺς Συναξαριστὲς ἐθεωρήθηκε ὡς γυναίκα, ἐνῷ σὲ πολλοὺς κώδικες γράφεται ὀρθῶς: «(Ἀνδρόνικος) συνεπόμενον ἔχων καὶ τὸν ὑπερθαύμαστον Ἰουνίαν». Καὶ τὸ δίστιχο μαρτυρεῖ: «Ἰουνία(ς) τέθνηκε μηνὶ Μαΐῳ, ὃς πρῶτος ἐστὶν εἰσιὼν Ἰουνίου» († 17 Μαΐου, † 22 Φεβρπυαρίου – εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων).
Ιοῦστος ἢ Ἰωσὴφ ἢ Βαρσαββᾶς ἢ Ἰησοῦς ἢ Ἰωσῆς, Ἐπίσκοπος Ἐλευθερουπόλεως, ὁ σύμψηφος γενόμενος τοῦ Ματθίου, ὁ ἀδελφόθεος († 30 Ὀκτωβρίου).
Καῖσαρ, Ἐπίσκοπος Κορώνης († 8 Δεκεμβρίου).
Κάρπος, Ἐπίσκοπος Βερόης ἢ Βεροίας τῆς Θράκης († 26 Μαΐου).
Κηφᾶς († 8 Δεκεμβρίου).
Κλήμης, Ἐπίσκοπος Σαρδέων ἢ Σαρδικῆς († 10 Σεπτεμβρίου).
Κοδρᾶτος, Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴ Μαγνησία († 21 Σεπτεμβρίου).
Κουᾶρτος, Ἐπίσκοπος Βηρυτοῦ (†10 Νοεμβρίου).
Κρήσκης, Ἐπίσκοπος Καρχηδόνος († 30 Ἰουλίου).
Λίνος, Ἐπίσκοπος Ρώμης μετὰ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο († 5 Νοεμβρίου).
Λουκᾶς ἢ Λούκιος, Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Συρίᾳ Λαοδικείας, δάφορος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, «ὃν ὁ μακάριος Παῦλος ἐν τῇ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῇ μαρτυρεῖ» († 10 Σεπτεμβρίου).
Μᾶρκος, ὁ καὶ Ἰωάννης, Ἐπίσκοπος Βύβλου τῆς Ἀντιόχειας, διάφορος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ «οὗ ὁ ἈπόστολοςΛουκᾶς ἐν ταῖς Πράξεσι μέμνηται» († 27 Σεπτεμβρίου).
Μᾶρκος (ἕτερος), ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα, Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος, διάφορος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ τοῦ προηγουμένου, «οὗ ὁ Ἀπόστολος ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς μέμνηται» († 30 Ὀκτωβρίου).
Ματθίας, ὁ διᾶ κλήρου ἀναπληρώσας Ἰούδα τὸν προδότη καὶ συγκαταριθμηθεὶς στοὺς Δώδεκα († 9 Αὐγούστου).
Νάρκισσος, Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά († 31 Ὀκτωβρίου).
Νικάνωρ, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, τελειωθεὶς τὴν αὐτὴ ἡμέρα μετὰ τοῦ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου († 28 Ἰουλίου).
Νυμφᾶς, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 28 Φεβρουαρίου).
Ὀλυμπᾶς, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλο Πέτρου στὴ Ρώμη, ἀποκεφαλίσθηκε ὑπὸ Νέρωνος μετὰ τοῦ Ροδίωνος († 10 Νοεμβρίου).
Ὀνήσιμος, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στοὺς Ποτίολους († 15 Φεβρουαρίου, † 22 Νοεμβρίου).
Ὀνησιφόρος, Ἐπίσκοπος Κολοφῶνος, συνεργὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 7 Σεπτεμβρίου, † 8 Δεκεμβρίου).
Οὐρβανός, Ἐπίσκοπος Μακεδονίας, ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἐγκατασταθεὶς καὶ ὑπὸ τῶν ἐθνικῶν ἀναιρεθείς († 31 Ὀκτωβρίου).
Παρμενᾶς, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά († 28 Ἰουλίου).
Πατρόβας, Ἐπίσκοπος Ποτιόλων († 5 Νοεμβρίου).
Πούδης, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Νέρωνος († 14 Ἀπριλίου).
Πρόχορος, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, Ἐπίσκοπος Νικομηδείας, συνεργὸς τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου καὶ στὴ συγγραφὴ τοῦ Εὐαγγελίου († 28 Ἰουλίου).
Ροῦφος, Ἐπίσκοπος Θηβῶν τῆς Ἑλλάδος. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά († 8 Ἀπριλίου).
Σίλας, Ἐπίσκοπος Κορίνθου, συνεργὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 30 Ἰουλίου).
Σιλουανὸς, Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, συνεργὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 30 Ἰουλίου).
Σίμων ἢ Συμεὼν ἢ Κλεόπας, ὁ ἀδελφόθεος, δεύτερος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, υἱὸς Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος καὶ ἀδελφὸς Ἰακώβου. Ὁ Ἅγιος ἐσταυρώθηκε ἐπὶ Τραϊανοῦ († 27 Ἀπριλίου, † 30 Ὀκτωβρίου).
Στάχυς. Ἐπίσκοπος (πρῶτος) Βζαντίου, κατασταθεὶς ὑπὸ Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου († 31 Ὀκτωβρίου).
Στεφανᾶς, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 15 Ἰουνίου).
Στέφανος, πρωτομάρτυρας καὶ ἀρχιδιάκονος. Ἐτελειώθηκε διὰ λιθοβολισμοῦ († 27 Δεκεμβρίου, † 2 Αὐγούστου, † 15 Σεπτεμβρίου).
Σωσθένης, Ἐπίσκοπος Κολοφῶνος († 8 Δεκεμβρίου).
Σωσίπατρος, Ἐπίσκοπος Ἰκονίου, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 10 Νεομβρίου, † 29 Ἀπριλίου).
Τέρτιος, Ἐπίσκοπος Ἰκονίου, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 30 Ὀκτωβρίου).
Τιμόθεος, Ἐπίσκοπςο Ἐφέσου, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τελειωθεὶς μαρτυρικά († 22 Ἰανουαρίου).
Τίμων, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, Ἐπίσκοπος Βόστρων, τελειωθεὶς μαρτυρικά († 28 Ἰουλίου).
Τίτος, Ἐπίσκοπος Γορτύνης τῆς Κρήτης, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 25 Αὐγούστου).
Τρόφιμος, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Νέρωνος († 14 Ἀπριλίου).
Τυχικός, Ἐπίσκοπος Χαλκηδόνος ἢ Κολοφῶνος, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 8 Δεκεμβρίου).
Φιλήμων, Ἐπίσκοπος Γάζης, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τελειωθεὶς μαρτυρικὰ στὶς Κολοσσὲς ἐπὶ Νέρωνος († 19 Φεβρουαρίου, † 22 Νοεμβρίου).
Φίλιππος, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, ἐκ Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, ὁ ὁποῖος ἐβάπτισε Σίμωνα τὸν Μάγο καὶ τὸν Εὐνοῦχο τῆς Κανδάκης († 11 Ὀκτωβρίου).
Φιλόλογος, Ἐπίσκοπος Σινώπης, κατασταθεὶς ὑπὸ Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου († 5 Νοεμβρίου).
Φλέγων, Ἐπίσκοπος Μαραθῶνος. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά († 8 Ἀπριλίου).
Φουρτουνᾶτος, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά (†15 Ἰουνίου).


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Θείας πίστεως, τῷ ἀμφιβλήστρῳ, ἐζωγρήσατε, ἐθνῶν ἀγέλας, Ἑβδομήκοντα Κυρίου Ἀπόστολοι, πρὸς εὐσεβείας τὴν θείαν ἐπίγνωσιν, ὡς δεδεγμένοι τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος. Μύσται ἔνθεοι, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς Ἑβδομήκοντα σοφοὺς Ἀποστόλους, ὡς εὐσεβείας γεωργοὺς θεηγόρους, χαρμονικῶς αἰνέσωμεν ᾀσμάτων ᾠδαῖς· οὗτοι γὰρ τῆς πίστεως, τὸν σωτήριον λόγον, κόσμῳ ἐγκατέσπειραν, ὡς Χριστοῦ οἰκονόμοι· καὶ νῦν ἀπαύστως νέμουσιν ὑμῖν, τῶν ἐπταισμένων θεόθεν τὴν ἄφεσιν.

Μεγαλυνάριον.
Ἑβδομηκοντάριθμος καὶ σεπτός, δῆμος Ἀποστόλων, τὸν τῆς πίστεως θησαυρόν, τοῖς ἐν ἀπιστίᾳ, διέδωκαν πλουσίως· ὑμνήσωμεν τὴν τούτων, θείαν συνέλευσιν.






Οἱ Ἅγιοι Ζώσιμος καὶ Ἀθανάσιος
Ὁ Ἅγιος Ζώσιμος ἔζησε στὴν Κιλικία καὶ ἐκατοικοῦσε στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ τὸν ἀναζήτησαν οἱ εἰδωλολάτρες, τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Δομετιανό. Ὁ Ἅγιος Ζώσιμος ὁμολόγησε μὲ παρρησία μπροστὰ στὸν ἄρχοντα τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ ἄρχοντας τότε διέταξε νὰ ὑποβάλουν τὸν Ἅγιο σὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Τοῦ ἔκαψαν, λοιπόν, τὰ αὐτιὰ μὲ πυρακτωμένα σίδερα, τὸν ἔριξαν μέσα σὲ καζάνι γεμάτο βόρβορο ποὺ ἐκόχλαζε καὶ τελικὰ τὸν κρέμασαν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Κατὰ τρόπο ὅμως θαυμαστὸ διασώθηκε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ βασανιστήρια. Ἡ μανία τῶν εἰδωλολατρῶν δὲν ἐσταμάτησε ἐδῶ· ἔριξαν τὸν ἅγιο στὴν ἀρένα τοῦ θεάτρου νὰ τὸν κατασπαράξουν τὰ πεινασμένα ἄγρια θηρία. Ἐκεῖ ὅμως ἐμφανίσθηκε ἕνα λιοντάρι καὶ μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ ὁμίλησε γιὰ τὸν Χριστό. Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ προσελκυσθεῖ στὴν Χριστιανικὴ πίστη ὁ Κομενταρήσιος Ἀθανάσιος. Ἀλλὰ καὶ ὁ τύραννος, ὕστερα ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ἄφησε ἐλεύθερο τὸν Ἅγιο.
Ὁ Ἅγιος, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, πῆγε στὰ ὄρη ὅπου καὶ διέμενε. Μαζί του πῆγε καὶ ὁ Ἀθανάσιος, τὸν ὁποῖο καὶ κατήχησε στὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἐβάπτισε. Ἐκεῖ στὸν ἔρημο τόπο, ποὺ ἦταν οἱ δύο Ἅγιοι, μία πέτρα ἐσχίσθηκε ξαφνικὰ σὲ δύο μέρη. Οἱ Ἅγιοι ἀμέσως μπῆκαν κάτω ἀπὸ τὴν πέτρα, ὅπου καὶ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸν Κύριο.






Ἡ Ὁσία Ἀπολλιναρία ἡ Συγκλητική
Ἡ Ὁσία Ἀπολλιναρία διακρινόταν γιὰ τὸ κάλλος καὶ τὴν σύνεσή της. Ἦταν κόρη τοῦ Ἀνθεμίου, τὸν ὁποῖο ἐχειροτόνησε ὁ Πάπας Λέων ὁ Μέγας καὶ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν διαχείριση θεμάτων τῆς Ρώμης.

Ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ἡ Ἀπολλιναρία εἶχε διακαὴ τὸν πόθο νὰ ἀκολουθήσει τὸν παρθενικὸ βίο καὶ παρακαλοῦσε μὲ ἐπιμονὴ τὸν Θεὸ νύκτα καὶ ἡμέρα νὰ τὴν βοηθήσει νὰ πετύχει αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε ἡ ψυχή της. Παρακάλεσε, λοιπόν, θερμὰ τοὺς γονεῖς της νὰ τῆς ἐπιτρέψουν νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα. Οἱ γονεῖς της ἄκουσαν τὴν παράκλησή της καὶ τῆς ἐπέτρεψαν. Τότε ἐκείνη, ἀφοῦ πῆρε μαζί της δούλους καὶ δοῦλες, καθὼς ἐπίσης καὶ χρυσάφι, ἄργυρο καὶ πολυτελὴ ἐνδύματα, ἔφθασε στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ ἐμοίρασε στοὺς πτωχοὺς ὅλα ὅσα εἶχε πάρει μαζί της.

Ὅταν ὁλοκλήρωσε τὴν προσκυνηματική της ἐπίσκεψη στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐχάρισε τὸ δῶρο τῆς ἐλευθερίας στοὺς δούλους καὶ στὶς δοῦλες ποὺ εἶχε πάρει μαζί της καὶ τοὺς ἄφησε νὰ γυρίσουν πίσω στὴν Ρώμη, μὲ τὸ δικαίωμα πλέον τοῦ ἐλεύθερου πολίτου. Ἐκράτησε ὅμως κοντά της ἕνα σεβάσμιο γέροντα καὶ ἕναν εὐνοῦχο. Μ’ αὐτοὺς μαζὶ ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ἔφθασε σὲ κάποιον πεδινὸ τόπο, σκέφθηκε νὰ σταματήσουν ἐκεῖ, γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας. Μόλις ὁ ὕπνος πῆρε τοὺς κουρασμένους συνοδοιπόρους της, ἡ Ἁγία ἔφυγε χωρὶς νὰ τὴν πάρουν εἴδηση καὶ μπῆκε στὴν δασώδη περιοχὴ ποὺ ἦταν δίπλα, περιφρονώντας ἔτσι ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. Ἡ περιοχὴ αὐτὴ ἦταν καὶ ἑλώδης. Στὸ ὀχληρὸ αὐτὸ ἕλος ἔμεινε ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Κατὰ τὴν παραμονή της ἐκεῖ, ἀπὸ τὰ τσιμπήματα τῶν κουνουπιῶν τὸ δέρμα τοῦ μακάριου σώματός της ἔγινε σὰν τὸ δέρμα χαλώνας.

Ἀκολούθως, φορώντας ἐνδυμασία ἀσκητοῦ, πῆγε σὲ Σκήτη ποὺ ἀσκήτευαν ἅγιοι Πατέρες. Τοὺς εἶπε πὼς ὀνομάζεται Δωρόθεος καὶ πὼς εἶναι εὐνοῦχος. Ὁ θαυμαστὸς ἡγούμενος τῆς Σκήτης Μακάριος τὴν δέχθηκε μὲ ἐγκαρδιότητα καὶ τῆς παρεχώρησε κελλὶ νὰ μένει. Ἡ Ἀπολλιναρία ἐκλείσθηκε μέσα στὸ κελλὶ αὐτὸ καὶ προσευχόταν καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ νύχτα καὶ ἡμέρα.

Ὁ πατέρας της Ἀνθέμιος εἶχε καὶ μία ἄλλη θυγατέρα. Αὐτὴ κάποτε προσβλήθηκε ἀπὸ ἀκάθαρτο δαιμόνιο. Ἀμέσως ὁ Ἀνθέμιος τὴν ἔστειλε στοὺς μοναχοὺς τῆς Σκήτης, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ, χωρὶς βέβαια νὰ γνωρίζει τὸ παραμικρὸ σχετικὰ μὲ τὴν εὐλογημένη θυγατέρα του, τὴν Ἀπολλιναρία, ποὺ βρισκόταν στὴν Σκήτη καὶ ὀνομαζόταν Δωρόθεος.

Οἱ συνοδοί, λοιπόν, ὁδήγησαν τὴν δαιμονισμένη κόρη στὸν ἀββᾶ Δωρόθεο. Μέσα σὲ λίγες ἡμέρες τὸ κορίτσι ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ποὺ τὸ ἐβασάνιζε, καὶ οἱ Πατέρες τὸ ἔστειλαν, ὑγιὲς πλέον, στὸν πατέρα του. Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἄρχισε νὰ φαίνεται στοὺς πολλοὺς πὼς ἡ κόρη ἦταν ἔγκυος. Τότε ὁ πατέρας της, ἐπειδὴ ἐνόμισε ὅτι ἡ κόρη του εἶχε καταστεῖ ἔγκυος ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο, ἔστειλε ἀνθρώπους του καὶ τοῦ τὸν ἔφεραν μπροστά του. Ἡ εὐλογημένη ὅμως Ἀπολλιναρία ἔδειξε μὲ κάποια σημεῖα αὐτὸ ποὺ ἦταν στὴν πραγματικότητα, ὅτι δηλαδὴ ἦταν γυναίκα καὶ ὄχι ἄνδρας ὅπως ἔδειχνε τὸ σχῆμα της. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ προκάλεσε σὲ ὅλους θαυμασμὸ καὶ ἀγωνία· καὶ ἰδιαίτερα θαυμασμό, γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀδελφή της ἡ δαιμονισμένη ἐθεραπεύθηκε θαυματουργικά, ὕστερα ἀπὸ τὶς προσευχές της.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ Ἀπολλιναρία, ἀφοῦ ἔμεινε λίγες ἡμέρες μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς της, ἐγύρισε πάλι στὸ κελλί της, στὴν Σκήτη, χωρὶς νὰ μάθει κανένας ἀπὸ τοὺς Πατέρες αὐτὰ ποὺ εἶχαν γίνει. Ἔτσι, ὅταν μετὰ τὴν κοίμησή της, διαπιστώθηκε ὅτι ἦταν γυναίκα, ὅλοι τὴν ἐμακάρισαν γιὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου της.






Οἱ Ἅγιοι Χρύσανθος καὶ Εὐφημία
Ὁ Ἅγιος Χρύσανθος καὶ ἡ Ἁγία Εὐφημία ἐμαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Περὶ τοῦ χρόνου τοῦ μαρτυρίου τους οἱ Συναξαριστὲς σιωποῦν. Γιὰ τὴν Ἁγία Εὐφημία ἀναφέρεται ἁπλῶς «τῆς πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου», ἀπὸ τὸ ὁποῖο θεωροῦμε, ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ τάφου αὐτῆς.






Οἱ Ἅγιοι Ἕξι Μάρτυρες
Εἶναι ἄγνωστο πότε καὶ ποῦ ἄθλησαν οἱ Μάρτυρες αὐτοί. Στοὺς Συναξαριστὲς καλοῦνται Μάρτυρες, ἀλλὰ τελειωθέντες μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος
Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο, διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Κουκουμᾶ ἢ Κουκουμίου ἢ Κουκούμης τῆς Σικελίας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Κτίσις βασίλειος, Θεοῦ γενόμενος, βίον κατάλληλον, τῇ κλήσει ἔσχηκας, εὐαρεστήσας τῷ Θεῷ, ἐν ἔργοις δικαιοσύνης· ὅθεν Μοναζόντων σε, ποδηγέτην ἀνέδειξε, Χριστὸς ὁ φιλάνθρωπος, ὁ δεχθεὶς τοὺς ἀγῶνάς σου· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαίροις Θεόκτιστε θεόφρον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐκ Δυσμῶν ὡς ἥλιος ἐξανατείλας, μυστικῶς κατηύγασας τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀσκητικαῖς σου φαιδρότησι, Πάτερ παμμάκαρ, Θεόκτιστε Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Φοῖνιξ ἐναρέτου ὤφθης ζωῆς, θάλλων διεξόδοις, σῶν ἱδρώτων τῶν εὐαγῶν· ὅθεν διατρέφεις, καρποῖς σου ἀθάνατοις, ἡμῶν τὰς διανοίας, Πάτερ Θεόκτιστε.






Ὁ Ὅσιος Θεόπροβος Ἐπίσκοπος Καρπασίας Κύπρου
Ὁ Ἅγιος Θεόπροβος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο μ.Χ. αἰώνα.






Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Νέος
Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται μόνο ὅτι ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος (ὁ ναὸς ἢ ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου), κεῖται πλησίον τοῦ Ἁγίου Μωκίου.
Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Μωκίου, ἀνηγέρθη ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο (324 – 337 μ.Χ.) πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μωκίου, , τοῦ ὁποίου τὴν μνήμη ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ στὶς 11 Μαΐου, ἐπὶ τῆς θέσεως παλαιοῦ ἐθνικοῦ ναοῦ στὸ Ἐξωκιόνιον (Ἕξ Μάρμαρα) τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α’ (379 – 395 μ.Χ.) ὁ ναὸς αὐτὸς ἐδόθηκε στοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανοὺς ποὺ ὀνομάσθηκαν γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἐξωκιονίτες. Ἀργότερα κτίσθηκε ἐκεῖ νέος ναὸς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Α’ (525 – 565 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἀνακαινίσθηκε ἀπὸ τὸν Βασίλειο Β’ (867 – 886 μ.Χ.). Στὴν ἐκκλησία αὐτὴ ἐκκλησιάζονταν, σύμφωνα μὲ τὸ Τυπικό, οἱ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου δύο φορὲς τὸν χρόνο: τὴν Κυριακὴ τοῦ Ἀντίπασχα (τοῦ Θωμᾶ) καὶ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Στὶς 11 Μαΐου 903 μ.Χ., ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ὑπέστη ἐντὸς τοῦ ναοῦ δολοφονικὴ ἐπίθεση ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὁ ΣΤ’ καὶ ἀπὸ τότε καταργήθηκε ὁ ἐκεῖ ἐκκλησιασμὸς τῶν αὐτοκρατόρων.






Οἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καὶ Σίος ἐκ Γεωργίας
Image
Οἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καὶ Σίος τοῦ Μγκβιμέλι ἔζησαν στὴν Γεωργία τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἀρχικὰ ἦταν δούκας τοῦ Ζιχαντίνι καὶ ἀρχηγὸς τοῦ μεγαλύτερου κράτους στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλείου τοῦ Κάρτλι (Δυτικὴ Γεωργία). Στὴν συνέχεια ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους γεωργιανοὺς μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Σίου καὶ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς μονῆς ποὺ ἵδρυσε ὁ τελευταῖος. Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἀσκόπευε νὰ γίνει μοναχὸς ὅταν, πηγαίνοντας σὲ ἕνα κυνήγι, ἔγινε θεατὴς ἑνὸς θαύματος: εἶδε ἕνα περιστέρι νὰ φέρνει τροφὴ στὸν ἐρημίτη Ἅγιο Σίο. Αὐτὸς ἀρχικὰ ἦταν ἀντίθετος στὴ ἀπόφαση τοῦ Εὐάγριου, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ βιαστική. Ὁ Εὐάγριος ὅμως, ἐπέμενε καὶ τελικὰ ὁ Ἅγιος Σίος τοῦ παρήγγειλε νὰ ἐπιστρέψει σπίτι, νὰ τακτοποιήσει ὅλες τὶς ὑποθέσεις του, νὰ ἀποχαιρετήσει τοὺς δικούς του καὶ ἔπειτα νὰ πάει στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μτκβάρι καὶ νὰ βάλει μέσα στὸ νερὸ ἕνα μπαστούνι ποὺ ὁ ἴδιος θὰ τοῦ ἐδώριζε. Ἐὰν ὁ ποταμὸς ἐστέγνωνε μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Εὐάγριου, αὐτὸ θὰ ἦταν ἕνα θεϊκὸ σημάδι γιὰ νὰ ξεκινήσει τὸν μοναχικὸ βίο, διαφορετικὰ ὁ φιλόδοξος μοναχὸς θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν σκοπό του. Ὁ Εὐάγριος ἔπραξε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καί, κατὰ τὴν θεία βούληση, παρέμεινε μὲ τὸν Ἅγιο Σίο.

Ἔκτοτε ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀσκητῶν γύρω τους ἄρχισε νὰ πολλαπλασιάζεται καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐγεννήθηκε τὸ μοναστήρι. Ὁ Εὐάγριος μὲ δικά του ἔξοδα ἀγόρασε γιὰ τὴν ἀδελφότητα τὸ χωριὸ Σαλτέμπα μαζὶ μὲ τὰ προσαρτημένα ἐδάφη.

Μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα, ὁ Ἅγιος Σίος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, ἀπομονώθηκε σὲ σπήλαιο καὶ ὅρισε τὸν Ὅσιο Εὐάγριο ἡγούμενο τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητος.
Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων τελεῖται καὶ στὶς 4 Φεβρουαρίου.







Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ὁ Στυλίτης
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ἔζησε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 872 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος Ἡγούμενος Μονῆς Βατοπαιδίου και οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες 12 Μοναχοί
Τὴν ἐποχὴ τοῦ Πάπα Οὐρβανοῦ Δ’ (1263) καὶ τοῦ διαδόχου του Κλήμεντος Δ’ (1267) ὁ αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινουπόλεως Μιχαὴλ Παλαιολόγος ἄρχισε νὰ διαπραγματεύεται γιὰ τὴν ἕνωση τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὴν Δυτική. Ὁ Πάπας Κλήμης Δ’ ἔστειλε στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς ὑπογραφὴ τοὺς ὅρους τῆς ἑνώσεως, στοὺς ὁποίους μεταξὺ ἄλλων ὁ Πάπας ἐθεωρεῖτο ὡς δικαιούμενος ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ κρίνει καὶ νὰ ἀποφασίζει ὁριστικὰ γιὰ κάθε δογματικὸ ζήτημα ἢ ἄλλη ἐκκλησιαστικὴ διαφωνία. Ἔτσι ὁ Πάπας ἀναδεικνυόταν σὲ ὑπέρτατη ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία, οἱ δὲ Σύνοδοι, Τοπικὲς ἢ Οἰκουμενικές, ἐκμηδενίζονταν. Τὸ ζήτημα ὅμως λόγῳ πατριαρχικῶν ἀνωμαλιῶν δὲν ἐπροχώρησε καὶ ὁ αὐτοκράτορας δὲ μποροῦσε νὰ ἐνεργήσει μόνος. Οἱ διαπραγματεύσεις ἐπανελήφθησαν τὸ ἔτος 1273, ὅταν προχειρίσθηκε Πάπας ὁ Γρηγόριος ὁ Ι’, ὁ ὁποῖος ἐδήλωσε ὅτι δέχεται τὸ ζήτημα τῆς ἑνώσεως νὰ συζητηθεῖ σὲ Σύνοδο, ἡ ὁποία ὁρίσθηκε νὰ συνέλθει στὴν πόλη Λυὼν τῆς Γαλλίας. Ὁ βασιλεὺς ἐδήλωσε στοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Πάπα, ὅτι δέχεται τὴν πρόταση καὶ θὰ ἀποστείλει πρέσβεις ἐπιτετραμμένους στὴν Σύνοδο, ἀλλὰ ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ ἀντιστάθηκε καὶ διαμαρτυρήθηκε ἔντονα, ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἤθελε νὰ ὑπογράψει ἕνωση μὲ τὸν Πάπα ποὺ θὰ ἀναγνώριζε σὲ αὐτὸν ἔξω ἀπὸ τῆς ἱερᾶς παραδόσεως καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμίων τέτοια ἐξουσία. Ὁ βασιλεὺς ἐξοργίσθηκε. Μὴ τολμῶν νὰ ἐγγίσει τὸν Πατριάρχη προέβη σὲ φοβερὸ διωγμὸ τῶν λοιπῶν, ἄλλους ἐβασάνισε καὶ ἄλλους ἐξόρισε. Καὶ ἐπειδὴ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐτάχθησαν κατὰ τῆς ἑνώσεως, ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ, τυφλωμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ πεῖσμα, δήλωσε, ὅτι, ἐπειδὴ αὐτὸς εἶχε ἀνακτήσει τὴν Πόλη ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ἐδικαιοῦτο νὰ εἶναι ἰδιοκτήτης της, καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν λαὸ νὰ τοῦ καταβάλουν ἐνοίκιο γιὰ τὶς κατοικίες τους. Ἡ ἀπαίτηση αὐτὴ καὶ τὰ βίαια μέτρα ἔκαναν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ φύγουν σὲ χῶρες ἔξω ἀπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ αὐτοκράτορος, ἄλλους δὲ ν’ ἀποσυρθοῦν στὴν ἐπαρχία, ὅπου διοργάνωσαν ἔνοπλα σώματα κατὰ τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐθαιρεσίας.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ βασιλικοὶ ἀπεσταλμένοι μετέβησαν στὴν Σύνοδο τῆς Λυῶνος καὶ ὑπέγραψαν τὶς παπικὲς προτάσεις περὶ ἑνώσεως, ἀπεδέχθησαν δηλαδὴ τὴν προσθήκη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ καὶ ἀνεγνώρισαν τὴν κυριαρχία τοῦ Πάπα καὶ τὸ δικαίωμά του νὰ μνημονεύεται ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, ὅταν αὐτὸς θὰ ἐλειτουργοῦσε. Ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ ἀντιστάθηκε στὸ ζήτημα τῆς ἑνώσεως καὶ ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του.Ἔτσι, τὸν Μάϊο τοῦ 1275, Πατριάρχης ἔγινε ὁ ἕως τότε Χαρτοφύλαξ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Ἰωάννης Βέκκος.

Ὅμως, ὁ λαός, ὁ κλῆρος καὶ οἱ μοναχοὶ ἀρνοῦνταν νὰ δεχθοῦν αὐτὴν τὴν ἕνωση, τὴν ὁποίαν ἀπέκρουαν καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ αὐτοκράτορα Εὐλογία, ὁ τότε ἄρχοντας τῆς Ἠπείρου Νικηφόρος, ὁ ἀδελφὸς τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννης, δούκας τῶν Νέων Πατρῶν, καὶ ἄλλοι συγγενεῖς τοῦ βασιλέως. Δυστυχῶς οἱ πιέσεις καὶ οἱ ἐκβιασμοὶ γιὰ τὴν ἕνωση συνεχίσθηκαν μὲ τὰ πλέον τυραννικὰ μέσα καὶ τὸν διωγμὸ κατὰ τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Στὴν μεγάλη αὐτὴ μάχη δὲν ἔμεινε ἀμέτοχο τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ Μονὴ Βατοπαιδίου διαμαρτυρήθηκε τολμηρὰ κατὰ τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ Πατριάρχου. Κατεδίωξαν, λοιπόν, τοὺς μοναχοὺς κατὰ τὸν κινηθέντα κατὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους διωγμὸ τὸ ἔτος 1285. Ἄλλους ἐβασάνισαν, τὸν δὲ ἡγούμενο τῆς Μονῆς Εὐθύμιο ἔπνιξαν στὴν θάλασσα, ἐνῶ δώδεκα ἄλλους μοναχοὺς τοὺς ἀπηγχόνησαν.







Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος Α’ Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1286.






Ὁ Ὅσιος Ἀχίλλιος ὁ Διάκονος
Image
Ὁ Ὅσιος Ἀχίλλιος ἐμόνασε κατὰ τὸν 14ο μ.Χ. αἰώνα στὴν Λαύρα τοῦ Κιέβου. Ἁγιοποιήθηκε μαζὶ μὲ ἄλλους ἁγίους τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, τὴν ἑπόμενη περίοδο μετὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν Μογγόλων, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη τοῦ Κιέβου καὶ τῆς Γαλικίας Ἅγιο Πέτρο τὸν Μογγίλα, τὸ ἔτος 1643.






Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν (Μολγιούμποφ) ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Τομπόλσκ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Μονὴ τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλὲμπ τῆς πόλεως Ροστὼβ Βελίκιϊ. Τὸ 1672 ἔγινε ἡγούμενος σὲ Μονὴ τοῦ Νόβγκοροντ καὶ τὸ 1674 στὴν Μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῆς Μόσχας. Στὶς 9 Ἀπριλίου 1676 ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Σμολένσκ καὶ Ντορογκομπούζ.
Ὁ Ὅσιος Συμεών, ποὺ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1699.






Ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Νέος ὁ ἐν Χίῳ
Image
Ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος, ποὺ κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Ματθαῖος, καταγόταν ἀπὸ τὸ Μεγάλο Τύρναβο καὶ ἐγεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάμπροβα ἀπὸ εύκατάστατους γονεῖς. Ὁ πατέρας του, ὀνομαζόμενος Δέτζιο, προσῆλθε ἀργότερα στὸν μοναχισμὸ καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Δανιήλ. Ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Ἄννα. Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἦλθε σὲ φιλονικία μὲ τοὺς γονεῖς του, ἐπειδὴ τὸν ἔδειραν γιὰ κάποια ἀταξία, καὶ τοὺς ἀπείλησε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Μὲ μύριους κόπους κατόρθωσαν οἱ γονεῖς του νὰ ἁρπάξουν αὐτὸν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Τούρκων, πρὸς ἀποφυγὴν τῆς περιτομῆς. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἀσπάσθηκε τὸν Μωαμεθανισμό, ἀλλὰ ἀργότερα μετανόησε γιὰ τὴν ἀσεβὴ αὐτὴ πράξη. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆγε στὴν Μονὴ Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου καὶ ἐκάρη μοναχός, μετονομασθεὶς σὲ Μανασσῆ. Στὴν συνέχεια ἐχειροτονήθηκε Διάκονος καὶ ζοῦσε ἀσκητικὸ βίο. Ἐπιθυμώντας νὰ ἐπανορθώσει γιὰ τὸ προηγούμενο μέγα του ἁμάρτημα, αὐτὸ τῆς ἀλλαξοπιστίας, ἐπιζητοῦσε τὸν μαρτυρικὸ θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ ἦλθε στὴν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, βρῆκε τὸν πνευματικὸ Νικηφόρο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἑτοιμάσει γιὰ τὸ μαρτύριο. Μετὰ τέσσερις μῆνες πνευματικῆς δοκιμασίας ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχὸς καὶ ὀνομάσθηκε Ὀνούφριος. Στὴν συνέχεια, σὲ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν, μετέβη, μὲ συνοδίτη κάποιον Γρηγόριο ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, στὴν Χίο, ὅπου παρέμεινε ἑπτὰ ἡμέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ἀμέσως μετὰ ἔλαβε λάδι ἀπὸ τὶς κανδῆλες τῶν Ἁγίων καὶ ἀφοῦ προσκύνησε σὲ κάποιο ναὸ τὰ ἱερὰ λείψανα Ἁγίων καὶ Νεομαρτύρων, ἐνδύθηκε τὰ ἐνδύματα τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ ἐξῆλθε στοὺς δρόμους ἐπιζητώντας τὴν εὐκαιρία τοῦ μαρτυρίου. Ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν ὁμολόγησε τὴν πίστη του καὶ ἐκήρυξε τὸν Χριστὸ ὡς μόνο ἀληθινὸ Θεό. Τότε οἱ Τούρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια τοῦ ἀπέκοψαν τὴν τιμία κεφαλή. Ἦταν τὸ ἔτος 1818, ἡμέρα Παρασκευή, καὶ ὥρα ἐνάτη. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρος καὶ τὸ ματωμένο χῶμα τοῦ εὐλογημένου τόπου τοῦ μαρτυρίου του ἐρρίφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὴν θάλασσα.






Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νεομάρτυρος ἐκ Κονίτσης
Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου ἑορτάζεται στὶς 23 Σπετεμβρίου. Μετὰ τὸ μαρτύριό του, τὸ ἔτος 1814, οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως τοῦ Βραχωρίου (Ἀγρινίου) παρέλαβαν τὸ τίμιο λείψανο αὐτοῦ καὶ τὸ ἐνταφίασαν σὲ ἕναν ἀγρό. Ὅταν ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1814 – 1821, τὰ ἱερὰ λείψανα μεταφέρθηκαν κρυφὰ στὴν ἱερὰ Μονὴ Προυσιωτίσσης Εὐρυτανίας ἀπὸ τὸν ἱερέα Κύριλλο Καστανοφύλλη καὶ κατετέθησαν σὲ τόπο κρυφό. Τὰ χρόνια πέρασαν καὶ τὸ γεγονὸς περιέπεσε σὲ λήθη. Ἀλλὰ ὁ δοξάζων τοὺς Ἁγίους Κύριος ἀπεκάλυψε αὐτὰ στοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς, οἱ ὁποίοι ἀπεφάσισαν, στὶς 4 Ἰανουαρίου 1974, νὰ ἀνοίξουν τὴν κρύπτη πάνω στὴν ὁποία εἶχε χαραχθεῖ μὲ τὸ χέρι τοῦ κομίσαντος: «Οὐ μεταλλεῖον ἀργυροχρύσου πέλω, ἀλλ’ ὄλβον φέρω. Πάντα λίθον μὴ κίνει». Μόλις οἱ μοναχοὶ ἀποκύλησαν τὸν λίθο ποὺ ἦταν πάνω στὴν κρύπτη, ἄρρητη εὐωδία ἐξῆλθε, ποὺ εὐχαρίστησε καὶ ἐξέπληξε τὶς ψυχές τους. Μέσα στὴν κρύπτη ὑπῆρχε μία ξύλινη λειψανοθήκη ἐντὸς τῆς ὁποίας φυλάσσονταν ἡ τίμια κάρα μετὰ τῶν ὀστέων ἀγνώστου Ἁγίου. Ἐρευνώντας τὸν τόπο βρῆκαν ἕνα κεραμίδι ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἀναγραφόταν: «ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ (Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ). Οὗτος ἦν ὁ ἐξ Ὀθωμανῶν Ἰωάννης, ὁ ἐν Βραχωρίῳ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσας κατὰ τὸ 1814 Σεπτεμβρίου κγ’».
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun Dec 28, 2014 9:40 pm

5 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Οἱ Ἅγιοι Θεόπεμπτος καὶ Θεωνᾶς
ImageImage
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόπεμπτος ἦταν Ἐπίσκοπος κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας κίνησε διωγμὸ ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν, ὁ Θεόπεμπτος, ἀφοῦ ὁμολόγησε μὲ παρρησία ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός, ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ Μαρτυρίου. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ Ἅγιος δεν δείλιασε καθόλου καὶ στηλίτευσε τὴν πλάνη τοῦ αὐτοκράτορα. Ἔτσι ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Τὸν ἔριξαν σὲ πυρακτωμένο κλίβανο. Ὅμως βγῆκε ἀπὸ ἐκεῖ χωρὶς να πάθει τίποτε. Ἔπειτα τοῦ ἔδωσαν καὶ ἤπιε δηλητήριο. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ δηλητήριο δεν τοῦ προξένησε κανένα κακό, προσείλκυσε στην χριστιανικὴ πιστὴ τὸν μάγο που τοῦ ἔδωσε να πιεῖ τὸ δηλητήριο καὶ ὁ ὁποῖος, ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ὀνομάστηκε Θεωνᾶς. Στο τέλος, οἱ εἰδωλολάτρες ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Θεοπέμπτου.
Τὸν Ἅγιο Θεωνᾶ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ ἔνα λάκο καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χῶμα μέχρι τὸ κεφάλι. Ἔτσι καὶ αὐτὸς παρέδωσε, ὕστερα ἀπὸ μαρτυρικὸ θάνατο, τὴν ψυχὴ του στον Κύριο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱερωσύνης τῇ στολῇ διαπρέπων, ἀθλητικῶς τὸν δυσμενῆ ἐτροπώσω, ὡς Ἱεράρχης ἔνθεος Θεόπεμπτε· ὅθεν πρὸς ἐπίγνωσιν, ἀληθείας προσάγεις, Θεωνᾶν τὸν ἔνδοξον, προσελθόντα Κυρίῳ· μεθ’ οὗ δυσώπει πάντοτε σοφέ, ὑπὲρ τῶν πίστει, τιμώντων τοὺς ἄθλους σου.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἱερεὺς, τῶν ἀπορρήτων ὅσιος, καὶ λειτουργὸς, θεοειδὴς τῆς χάριτος, μαρτυρίου τοῖς παλαίσμασι, μυσταγωγεῖς πρὶς πίστιν ἔνθεον, Θεόπεμπτε τὸν Θεωνᾶν τὸν ἔνδοξον, μεθ’ οὗ ἐν τῷ σταδίῳ ἀνεκραύγαζες· Χριστὸς τῶν Μαρτύρων τὸ ἑδραίωμα.

Μεγαλυνάριον.
Αἴγλη διαλάμπων ἀθλητικῇ, Θεόπεμπτε μάκαρ, κατεφώτισας πρὸς ζωήν, Θεωνᾶν τὸν θεῖον, θαυμάτων ἐνεργείᾳ, μεθ’ οὗ καὶ συναθλήσας, ἡμῶν μνημόνευε.






Ἡ Ἁγία Συγκλητική
Image
Ἡ Ἁγία Συγκλητικὴ καταγόταν ἀπὸ πλούσιο καὶ εὐσεβὲς γένος. Ὅταν ἔφτασε στην κατάλληλη ἡλικία για γάμο καὶ ἐπειδὴ ἦταν πολὺ πλούσια, πολλοὶ νέοι ἤθελαν να τὴν νυμφευθούν. Τὸ γεγονὸς ὅμως αὐτὸ μεγάλωνε ἀκόμα περισσότερο τὸν πόθο που εἶχε να ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στον Κύριο. Ἔτσι λοιπόν, ἄφησε τὶς βιοτικὲς φροντίδες καὶ στράφηκε μὲ ὅλη της τὴν ψυχὴ στην ἄσκησῃ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ὁσιακῆς πολιτείας.
Ἡ Ἁγία, ὅπως καὶ ὁ δίκαιος Ἰώβ, δοκιμάσθηκε σκληρὰ ἀπὸ φοβερὲς σωματικὲς ἀσθένειες, πληγὲς καὶ κακώσεις που τῆς κατέφαγαν ὅλο τὸ σῶμα. Καὶ ὅλα τὰ δεινοπαθήματα τὰ ὑπέμεινε μὲ ὑποδειγματικὴ καρτερία καὶ ὑπομονή. Ἡ Ἁγία Συγκλητικὴ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη σὲ μεγάλη ἡλικία.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ καὶ χάριτι, κεκοσμημένη σεμνή, ἀκλόνητος ἔμεινας, ὡς ὁ Ἰὼβ ὁ κλεινός, ἐχθροῦ ἐπίθεσιν· ὅθεν Συγκλητική σε, ἡ οὐράνιος δόξα, δέδεκται μετὰ τέλος, ὡς παρθένον φρονίμην· ἐν ᾗ τῶν μεμνημένων σου ἀεὶ μνημόνευε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀρετῶν ἐκλάμψασα, ταῖς οὐρανίαις ἀκτῖσιν, ὡς λαμπὰς ἀείφωτος, Συγκλιτικὴ θεοφόρε, ἤμβλυνας, τοῦ παλαμναίου ἐχθροῦ τὰ κέντρα, ἴθυνας πρὸς τὸν νυμφῶνα τῆς ἄνω δόξης, δῆμον ἅγιον παρθένων, μεθ’ ὧν δυσώπει, ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν παρθένων ἡ καλλονή, καὶ Ἰὼβ τοῦ θείου, ἐκμαγεῖον ἐν πειρασμοῖς· χαίροις οὐρανίου, συγκλήτου κληρονόμε, Συγκλητικὴ θεόφρον, Πνεύματος ὄργανον.






Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν Ἀκρίτᾳ
Image
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπὸ τῇ νῆσο Κρήτῃ καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 755 μ.Χ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Θεοφάνης καὶ ἡ μητέρα του Ἰουλιανή. Ἦταν καὶ οἱ δύο γονεῖς του πολὺ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι.

Ὁ Γρηγόριος πέρασε ἀρκετὰ χρόνια τῆς ζωῆς του μαθαίνοντας γράμματα. Κάποτε ὅμως ἡ ψυχὴ του θερμάνθηκε ἀπὸ Θεῖο ζῆλο, ποὺ τὸν ἔκανε να σηκωθεῖ καὶ να φύγει ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ να πάει στὴ Σελεύκεια. Ἐκεῖ ἔμεινε ἀρκετὸ χρόνο καὶ τρεφόταν μὲ πολὺ λίγο ψωμὶ καὶ νερό. Στὸ εἰκοστὸ ἕκτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, ὅταν πέθανε ὁ αὐτοκράτορας Λέων Δ’ ὁ Χάζαρος (775 – 780 μ.Χ.) καὶ θριάμβευσε ἡ Ὀρθοδοξία, πῆγε στα Ἱεροσόλυμα, ἐπειδὴ εἶχε τὸν πόθο να προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ ἐπὶ δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια ὑπέστη πλεῖστα δεινοπαθήματα ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ τοὺς Ἑβραίους.

Ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους πῆγε στὴ Ρώμη. Ἐκεῖ, εἶχε τὴν εὐτυχία να λάβει καὶ τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, δηλαδὴ να γίνει μοναχός. Ὅταν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σταυρακίου ἔγινε αὐτοκράτορας ὁ Μιχαὴλ Α’ ὁ Ραγκαβὲς (811 – 813 μ.Χ.) καὶ τὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας εἶχε στα χέρια του ὁ Ἅγιος Νικηφόρος (806 – 815 μ.Χ.), ἀπεστάλη στον Πάπα Ρώμης ἀντιπροσωπεία. Ἡ τριμελὴς ἀντιπροσωπεία, τὴν ὁποία ἀποτελέσαν ὁ πατρίκιος Θεόγνωστος, ὁ Ἀρσάφιος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Συνάδων Μιχαήλ, ἐστάλη στο Ἀκυΐσγρανο πρὸς τὸν Κάρολο τὸν Μέγα, μετὰ τοῦ ὁποίου συνέγραψε συμφωνία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κάρολος παραχωροῦσε στο Βυζάντιο τὴν Βενετία καὶ τὰ παράλια τῆς Ἀδριατικῆς, σὲ ἀντάλλαγμα δέ, ἀναγνωριζόταν σὲ αὐτὸν ὁ τίτλος τοῦ αὐτοκράτορα.

Ὁ Ἐπίσκοπος Συνάδων Μιχαὴλ συνάντησε ἐκεῖ τυχαῖα τὸν Μακάριο Γρηγόριο, τὸν ὁποῖο καὶ πῆρε μαζὶ του ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη. Μόλις ἔφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἐπίσκοπος Μιχαὴλ παράδωσε τὸν Γρηγόριο στὴν περίφημη μονή που βρισκόταν στην περιοχὴ τοῦ Ακρίτα καὶ τὸν συγκαταρίθμησε μεταξὺ τῶν μοναχῶν αὐτῆς. Ἦταν τὸ ἔτος 812 μ.Χ.. Ἴσως ἡ μονὴ να ἤταν ἀφιερωμένη στὴν Θεοτόκο καὶ ἦταν πατριαρχικὴ καὶ σταυροπηγιακή. Ἐκεῖ λοιπόν, ὁ Ἅγιος περνοῦσε τὴν ζωή του πολὺ ἀσκητικά. Ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες σκληρὲς δοκιμασίες ἔβαλε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτὸ του. Γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα διέμεινε σὲ ἕναν πολὺ βαθὺ λάκκο, ὅπου ἔκλαψε πολὺ για τὴν ταραχή που εἶχε παρουσιασθεῖ στην Ἐκκλησία. Ἔζησε τὸ νέο σαλὸ τὸν ὁποῖο δημιούργησε ἡ ἐγκαινιασθεῖσα δεύτερη εἰκονομαχικὴ περίοδος ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ τοῦ Ἀρμενίου. Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ λάκκο, κλείσθηκε σὲ ἕνα πάρα πολὺ μικρὸ κελλὶ καὶ καλύπτε τὸ σῶμα του μὲ ἕνα μόνο δερμάτινο χιτώνα. Στὸν κῆπο ὑπῆρχε ἔνα πολὺ μεγάλο πιθάρι. Αὐτὸ τὸ πιθάρι τὸ γέμιζε μὲ νερὸ καὶ μόλις βράδιαζε, ἀφοῦ ἔβγαζε τὸν χιτώνα του, ἔμπαινε μέσα καὶ διάβαζε τὸ Ψαλτήριο. Ὅταν τελείωνε τὴν ἀναγνώση τοῦ Ψαλτηρίου, ἔβγαινε πάλι ἔξω ἀπὸ τὸ πιθάρι. Καὶ ἔτσι ἔπραττε ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος Γρηγόριος.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, λοιπόν, ἀφοῦ καλῶς ἀγωνίσθηκε, ἐναπέθεσε τὴν ἁγία ψυχὴ του στα χέρια τοῦ Κυρίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Βίου λαμπρότητι καλλωπιζόμενος, σκεῦος πολύτιμον τῆς θείας Χάριτος καὶ ἀρετῶν ὑπογραμμὸς ἐδείχθης δι’ ἐγκρατείας, Ὅσιε Γρηγόριε, Κρήτης ἅγιον βλάστημα, τῆς Ἀκρίτα Μάνδρας δὲ ἱερὸν ἐγκαλώπισμα. Καὶ νῦν μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, Πάτερ, ὑπὲρ τῶν σὲ τιμώντων.






Ὁ Ὅσιος Φωστήριος
Ὁ Ἅγιος Φωστήριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Ἀφοῦ ἀνῆλθε σὲ ἕνα ψηλὸ καὶ ἤσυχο ὄρος, προσευχόταν νοερὰ στὸν Θεὸ καὶ ταλαιπωροῦσε τὸν ἑαυτὸ του μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, γονυκλισίες καὶ κάθε μορφῆς σκληραγωγία. Ἔτσι λοιπόν, ἀναδείχθηκε πραγματικά, ὅπως λέγει καὶ τὸ ὄνομά του, φωστῆρας ποὺ φώτιζε τὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἅγιος Φωστήριος εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι θεράπευε κάθε ἀσθένεια τῶν πιστῶν ποὺ προσέρχονταν σὲ αὐτόν. Ἀκόμη καὶ ἄρτους ἀπὸ τὸν οὐρανὸ δεχόταν ὁ Ἅγιος, ὅπως παλαιότερα στην ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Προφήτης Ἠλίας. Ἀλλὰ ὁ Προφήτης Ἠλίας ἐλάμβανε τοὺς ἄρτους ἀπὸ ἔνα κόρακα, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Φωστήριος ἀπὸ Ἄγγελο Κυρίου, σὲ καθορισμένο τόπο, στὸν ὁποῖο πήγαινε καθημερινὰ ὁ Ἄγγελος καὶ ἄφηνε ἕναν ἄρτο. Καὶ ὅταν καμιὰ φορὰ ἔφθαναν στὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε ὁ Ἅγιος, δύο ἢ τρεῖς ἢ καὶ περισσότεροι ἀδελφοί, βρίσκονταν στὸν καθορισμένο τόπο ἄρτοι ἀνάλογα μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐπισκεπτῶν.

Ἐπειδὴ ὅμως χωρὶς τὴν βουλήση τοῦ Θεοῦ δεν ἰσχύει δεήσῃ, ὁ τρόπος αὐτὸς ἐξοικονομήσεως τῶν ἄρτων δὲν διατηρήθηκε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου, ὅπως ἀκριβῶς οὔτε στὸν Προφήτῃ. Ἀλλὰ στον Προφήτῃ, ὁ τρόπος ποὺ λαμβάνε τοὺς ἄρτους κράτησε μόνο μερικὲς ἡμέρες, ἐνῶ στὸν Ἅγιο κράτησε ἀρκετὰ χρόνια, μέχρι τότε δηλαδὴ ποὺ ζοῦσε στὴν ἡσυχία καὶ ἐφύλαγε τὴν ἀκτημοσύνη.

Ὅταν ὅμως, ὁ Ἅγιος Φωστήριος ἵδρυσε Μονὴ καὶ συγκέντρωσε σὲ αὐτὴ παρὰ πολλοὺς Μοναχούς, δὲν λαμβάνε τοὺς ἄρτους ἄνωθεν, ὅπως συνέβαινε πρίν, ἀλλὰ ἐργαζόταν γιὰ νὰ καλύψει τὶς ἀνάγκες ὅλων. Καὶ βέβαια ὁ Θεὸς δὲν ἔπαψε να τοῦ στέλνει πλούσια τὴν χάρη καὶ τὴν εὐλογία Του. Ὁ Ἅγιος διδάσκε στὴν θεωρία καὶ στην πράξη τοὺς μαθητὲς του μὲ τὸ ἐργόχειρο, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων.

Ὅταν δὲ κάποτε ἐμφανίσθηκε μία αἵρεση στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ συναθροίσθηκαν πολλοὶ Πατέρες νὰ ἐξετάσουν τὸ θέμα καὶ νὰ ἀποφασίσουν, προσκλήθηκε νὰ πάρει μέρος καὶ ὁ Ἅγιος Φωστήριος. Στὴν παράκληση αὐτὴ ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἀνταποκρίθηκε, ἀλλὰ καὶ ἀποδείχθηκε γενναῖος ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀφοῦ μὲ τοὺς λόγους του πολλοὶ ἀπό τὶς διάφορες αἱρέσεις, ἐπανῆλθαν στην ὀδὸ τῆς ἀληθείας, ἐνῶ μὲ τὶς παραινέσεις του πολλοὶ ἔγιναν μοναχοί.
Ὁ Ἅγιος Φωστήριος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Σάϊς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάϊς ἐτελείωσε μαρτυρικὰ τὸν βίο του, βληθεὶς στὴν θάλασσα καὶ ἔτσι γλύτωσε ἀπὸ τὰ ποντίζοντα βάθη τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων.







Ὁ Ἅγιος Θεόειδος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόειδος ἐτελείωσε μαρτυρικὰ τὸν βίο του, ἀφοῦ τὸν κατεπάτησαν.






Ἡ Ὁσία Δομνίνα
Ἡ Ὁσία Δομνίνα ἢ Δόμνα, ἔζησε κατὰ Θεὸν καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ἡ Ὁσία Τατιανή
Ἡ Ὁσία Τατιανὴ ἔζησε κατὰ Θεὸν, ὡς μοναχή, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος
Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος ἀκολούθησε τὴν ὀδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἱδρυτὴς καὶ κτίτορας τῆς Μονῆς Χιλιοκομίου Ἀμασείας.





Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ὁσιομάρτυς Ρωμανὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ Καρπενήσι καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀνδράνοβα, ποὺ σήμερα καλεῖται Ἀσπρόπυργος. Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς ἀλλὰ ἀγράμματους. Ἔτσι ἔμεινε καὶ αὐτὸς ἀγράμματος καὶ δεν γνωρίζε τίποτα, παρὰ ὅτι εἶναι Χριστιανός. Μετέβη στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα γιὰ προσκύνημα καὶ ἀφοῦ ἔγινε ζηλωτὴς τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου κήρυττε στα Ἱεροσόλυμα τὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Στην καρδία του εἶχε ἀνάψει ἡ φλόγα τοῦ μαρτυρίου. Ἀνακοίνωσε στὸν Πατριάρχη τὸν σκοπὸ του, ὁ ὁποῖος βέβαια τὸν ἐμπόδισε, διότι δὲν γνωρίζε τὴν πορεία τῆς ἐκβάσεως, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐπακολουθήσει κανένα κακὸ στὸν Πανάγιο Τάφο.

Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Θεσσαλονίκη καὶ παρουσιασθεὶς στὸν κριτὴ ὁμολόγησε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ποιητὴς τοῦ παντὸς καὶ ὁ μόνος Σωτῆρας τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἀλλόπιστοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν παρέδωσαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, κατὰ τὰ ὁποῖα τοῦ ἔκοψαν λουρίδες ἀπὸ τὸ δέρμα του, βιάζοντάς τον να ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Πρὸ τῆς σταθερῆς ἀποφάσεως τοῦ μάρτυρα νὰ μείνει ἀκλόνητος στὴν πίστη αὐτοῦ, ὁ κριτὴς ἐξέδωσε θανατικὴ ἀπόφαση κατὰ αὐτοῦ. Ἐκεῖ παρευρισκόταν ὁ ἀρχηγὸς τοῦ Τουρκικοῦ στόλου Θεσσαλονίκης, ποὺ ζήτησε νὰ δοθεῖ στὸν Μάρτυρα, διαρκὴς ποινὴ δουλείας στο κωπηλάτισμα τῶν πλοίων, μήπως ἔτσι ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κόπους ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Κάποιοι Χριστιανοὶ κατόρθωσαν να ἐλευθερώσουν τὸν Ἅγιο ποὺ διέφυγε καὶ κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, κοντὰ στον Ὅσιο Ἀκάκιο τὸν Καυσοκαλυβίτη, ὅπου καὶ ἐκάρη Μοναχὸς τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἐκεῖ συνέχισε τὸν ἀσκητικὸ του ἀγῶνα καὶ τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς. Ὁ ζῆλος του πρὸς τὸ μαρτύριο δεν τὸν ἄφησε να ἡσυχάσει καὶ ἐφέρετο ὡς ξένος τῆς παρούσας ζωῆς. Ἀποφάσισαν λοιπόν, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἀκάκιο, να νηστέψουν πολλὲς ἡμέρες, παρακαλώντας συγχρόνως τὸν Θεὸ να τοὺς ἀποκαλύψει τὸ τέλος τοῦ Μαρτυρίου. Πράγματι, ἀποκαλύφθηκε σὲ αὐτούς, πὼς εἶναι θέλημα Θεοῦ ὁ Ρωμανὸς να τελειώσει καλῶς τὸ μαρτύριο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἀπῆλθε καὶ πάλι στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ μαρτυρήσει, ἀλλὰ ἐμποδίστηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, διότι θὰ ἐλάμβανε μεγάλη ζημία ὁ Πανάγιος Τάφος ἀπὸ τὴν μανία τῶν Ἀγαρηνῶν. Μὲ παρότρυνση τοῦ Γέροντός του μετέβη τὸ 1694, στην Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ ἔλεγξε τὴν ἀσέβεια τῶν Τούρκων. Ἐκείνοι τὸν συνέλαβαν, τὸν ἔκλεισαν σὲ ἔνα ξερὸ πηγάδι, τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Τὸ μανδήλιο ποὺ ἐμβαπτίσθηκε στὸ αἷμα τοῦ Μάρτυρος ἀφιερώθηκε ἀπὸ ἕναν Χριστιανὸ ἄρχοντα στὴν Μονὴ Δοχειαρίου, στὴν ὁποία καὶ ἔγινε στὴν συνέχεια Μοναχὸς καὶ ὁ ἴδιος, ὀνομασθεὶς Ἀγάπιος.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου καὶ στις 16 Φεβρουαρίου.






Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης γεννήθηκε στις 10 Ἰανουαρίου 1815 στὸ χωριὸ Τσερνάφσκα τῆς ἐπαρχίας Ὀρλὼφ τῆς Ρωσίας. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἤταν Γεώργιος Γκοβόρωφ. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱερέας. Ἀπὸ μικρὸς δέχθηκε τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση, ποὺ ἐξασκεῖ στὴν ψυχὴ τὸ ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον, μὲ τὶς εἰκόνες, τὶς ψαλμωδίες, τὶς ἀκολουθίες, τὶς τελετές. Ὁ ἴδιος ἔγραφε ὅτι τὸ περιβάλλον αὐτὸ ἀποτελεῖ ἰσχυρότατο παράγοντα για τὴν σωστὴ ἀγωγὴ τῆς παιδικῆς ψυχῆς.

Φοίτησε στο ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Ὀρλὼφ καὶ στὴν συνέχεια σπούδασε στὴν θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Αὐτὸ ὅμως ποὺ χαράχθηκε περισσότερο στὴν ψυχὴ του ἦταν οἱ προσκυνηματικὲς ἐπισκέψεις στὴν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.

Τὸ ἔτος 1841 κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Θεοφάνης. Λίγο ἀργότερα χειροτονεῖται Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος καὶ διορίζεται καθηγητὴς στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ τοῦ Κιέβου καὶ τοῦ Νόβγκοροντ, γιὰ νὰ γίνει κοσμήτορας τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἡ βάση τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας γιὰ τὸν ἱερομόναχο Θεοφάνη ἦταν ἡ ἀγάπη καὶ τὰ μέσα, ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ Μυστήρια. Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἦταν ἕνας μεγάλος δάσκαλος καὶ ἐγνώριζε τὸν τρόπο νὰ ἀγαπᾶται ἀπὸ τοὺς μαθητές. Ἐξάλλου αἰσθανόταν βαθιὰ τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν σημασία τῆς ἀποστολῆς του. Ἔλεγε πάντοτε: «Ἀπὸ ὅλα τὰ ἅγια ἔργα, τὸ πιὸ ἅγιο εἶναι ἡ ἀγωγή».

Ὁ πόθος του για ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὸν Θεὸ τὸν ὁδηγεῖ στοὺς Ἁγίους Τόπους. Συγχρόνως ἐπισκέπτεται πολλὰ μοναστήρια καὶ σκῆτες τῆς Παλαιστίνης, ἐνῶ ἔμεινε ἀρκετὸ καιρὸ στὴν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ζοῦσε ὁ Ἅγιος Ἐρημίτης Ἰωσήφ. Ἡ παραμονὴ του ἐκεῖ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογημένη εὐκαιρία να γνωρίσει καλὰ τὴν διδασκαλία καὶ τὴν παράδοση τῶν Ἀνατολικῶν Πατέρων καὶ τοῦ Ἀνατολικοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ. Στὴν συνέχεια ἐπιστρέφει στὴν Ρωσία, ἀλλὰ γρήγορα ἔρχεται καὶ πάλι στὴν Ἀνατολή, στὴν Κωνσταντινούπολη, ὡς ἱερεὺς τῆς Ρωσικὴς Πρεσβείας. Τὸ 1857 διορίζεται ἐκ νέου καθηγητὴς καὶ κοσμήτορας τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας. Παραιτεῖται ὅμως καὶ περιορίζεται στὴν θέση τοῦ ἐπιθεωρητοῦ τῶν θρησκευτικῶν σχολείων τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.

Ὅμως ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο τῆς ἐπαρχίας Ταμπὼφ καὶ ἀργότερα τῆς ἐπαρχίας Βλαντιμίρ. Γιὰ τὸ ἔργο του, γράφει ἕνας βιογράφος του: «Ὁ Ἐπίσκοπος Θεοφάνης ὑπῆρξε ἕνας ἀληθινὸς ποιμένας, στὸ μέσον ἐνὸς λαοῦ εἰδωλολατρικοῦ, ποὺ δὲν γνωρίζε καλά - καλὰ τὸν Θεό. Ὄντας ὁ ἴδιος ὑπόδειγμα γιὰ τοὺς κληρικοὺς του, ἀφιερώθηκε μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ στὴν ἀποστολὴ του καὶ ἰδιαίτερα στὸ κήρυγμα. Ζῶντας πολὺ ἁπλᾶ, ἀπασχολεῖτο ἐναλλακτικὰ μὲ τὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Στὴν ζωὴ του ὡς Ἐπίσκοπος φροντίζε να κάνει πιὸ στενὲς καὶ πιὸ ἐγκάρδιές τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς πιστούς. Ἤθελε νὰ μὴν ὑπάρχει κάτι ποὺ νὰ ἐμποδίζει τὸν λαὸ νὰ ἔρχεται κοντὰ του. Τοῦ ἄρεσε να βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ποὺ τοὺς ἀγαποῦσε μὲ μιὰ ὁλοκληρωτικὴ καὶ πατρικὴ ἀφοσίωση».

Τὸ 1861, ὡς Ἐπίσκοπος, ὁ Ἅγιος Θεοφάνης, λαμβάνει ἐνεργὸ μέρος στὴν τελετὴ ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Τύχωνος τοῦ Ζαντόσκ (1724 – 1783) καὶ στὴν συνέχεια στην ἀνακήρυξή του ὡς Ἁγίου.

Τὸ 1866 παραιτεῖται ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Ἐπισκόπου, ἀφήνει τὴν ἐπαρχία του καὶ κλείνεται για εἴκοσι ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια σὲ ἕνα πτωχὸ κελὶ στὴν ἔρημο τοῦ Βισὲνκ καὶ ζεῖ τὴν ζωὴ τοῦ ἐγκλείστου. Ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸν κόσμο μὲ πλήρη ἀφοσίωση στὸν Θεὸ καὶ τὴν θεωρία τοῦ Προσώπου Αὐτοῦ. Προσευχόταν ὅλη μέρα χωρὶς διακοπή. Τὸ φαγητὸ του ἦταν πολὺ ἁπλό. Καὶ ὅταν ἤθελε νὰ ξεκουραστεῖ, πάλι ἐργαζόταν χειρονακτικά. Πολὺ χρόνο τῆς ἔγκλειστης ζωῆς του ὁ Ὅσιος τὸν ἀφιέρωσε στην ἀλληλογραφία. Ἔτσι στὸ διάστημα τῶν εἴκοσι ὀκτῶ ἐτῶν τοῦ ἐγκλεισμοῦ του ἔγραψε χιλιάδες ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ἕνα ἀνεκτίμητο πνευματικὸ θησαυρὸ ὀρθοδόξου πίστεως καὶ θεογνωσίας.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχὴ ὁ Ἅγιος Θεοφάνης, δίδει πολὺ σημασία στὴν μυστηριακὴ ζωή. Ἡ ἐξομολογήση καὶ ἡ Θεία Μετάληψη, εἶναι γιὰ τὸν Ἅγιο Θεοφάνη τὰ δύο βασικὰ μέσα γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς τελειότητας. Γιὰ τὴν μετάνοια γράφει, ὅτι εἶναι ἀστείρευτη πηγὴ τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης κοιμήθηκε, ὁσίως, μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1894, σὲ ἡλικία 79 ἐτῶν.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun Dec 28, 2014 9:43 pm

6 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
Image
Ἀφοῦ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνδύθηκε τὸν παλαιὸ Ἀδάμ, δηλαδὴ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἀφοῦ ἐκτέλεσε ὅλα τὰ ἐπιβαλλόμενα ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ Νόμο, πῆγε στον Ἰωάννη, για να βαπτισθεί. Ὄχι γιατὶ ὁ Ἴδιος τὸ εἶχε ἀνάγκη, ἀλλὰ για να ξεπλύνει τὴν ἀνθρωπίνη φύσῃ ἀπὸ τὴν ντροπὴ τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδὰμ καὶ να ἐνδύσει τὴν γυμνότητά της μὲ τὴν πρώτη στολή που ἀστραποβολᾶ τὴν Θεϊκὴ λάμψη.

Ὁ Ἰωάννης ἐκήρυττε τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας καὶ ἔτρεχε πρὸς αὐτὸν ὁλόκληρη ἡ Ἰουδαία. Ὁ Κύριος κηρύττει τὸ βάπτισμα τῆς υἱοθεσίας καὶ ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐλπίσει σὲ Αὐτὸν δεν θὰ ὑπακούσει; Τὸ βάπτισμα ἐκεῖνο (τοῦ Ἰωάννου) ἦταν ἡ εἰσαγωγή, τὸ βάπτισμα αὐτὸ (τοῦ Κυρίου) εἶναι τὸ τελειωτικό. Ἐκεῖνο ἦταν ἡ ἀποχωρήση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, αὐτὸ εἶναι ἡ οἰκειώσῃ μὲ τὸν Θεό. Μὲ τὴν βάπτισή Του ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, ὁ Χριστὸς ἔδωσε ἕνα τέλος καὶ στὸ τυπικὸ αὐτὸ βάπτισμα, ὅπως τρώγοντας για τελευταία φορὰ τὸ Ἰουδαϊκὸ Πάσχα τὸ κατάργησε καὶ ἐγκαινίασε τὸ Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Κατὰ τὴν βάπτιση τοῦ Κυρίου φάνηκε ὁ Υἱὸς Θεός, ἀλλὰ ἀποκαλύφθηκε καὶ ἡ Ἁγία Τριάδα, ὅπως χαρακτηριστικὰ ψάλλει καὶ ὁ ὑμνῳδὸς στο ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις». Ὁ Υἱὸς βαπτιζόταν, τοῦ Πατρὸς ἡ φωνὴ ἀκουγόταν καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατερχόταν «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔγινε πρωτότοκος ὅλων ἐκείνων ποὺ ἀναγεννιούνται πνευματικὰ καὶ ὀνομάζει ἀδελφοὺς ὅσους συμμετέχουν στην ὅμοια μὲ Αὐτὸν γέννηση διὰ ὕδατος καὶ Πνεύματος.

Μόλις ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε, ἁγίασε ὅλη τὴν φύσῃ τῶν ὑδάτων καὶ ἔθαψε μέσα στα ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνη, κάθε ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνακαίνισε καὶ ἀνέπλασε τὸν παλαιωθέντα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο καὶ τοῦ χάρισε τὴν οὐράνια Βασιλεία. Αὐτὴ ἡ ἑνότητα οὐρανοῦ καὶ γῆς, φανερώθηκε κατὰ τὴν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ ἄνοιγμα τῶν οὐρανῶν.

Ὁ κατερχόμενος στὸν Ἰορδάνη Θεάνθρωπος συντρίβει τὶς κεφαλὲς τῶν ἀοράτων δρακόντων καὶ ἐλευθερώνει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία τους. Μὲ τὴν βάπτισή Του στον Ἰορδάνη, ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξάγει ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ νόμου καὶ μᾶς εἰσάγει στὴν καινὴ Χάρη.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ για τὴν ἐπιφάνεια τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοῦ τονίζει ὅτι διὰ Χριστοῦ «ἐπεφάνη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις». Στὴν ἐπιφάνεια τῶν ψευδῶν θεῶν ἡ Ἐκκλησία ἀντέταξε τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Βασιλέως Χριστοῦ, τὴν ἀληθινὴ Θεοφάνεια. «Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου, φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Μὲ αὐτὴ τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀρχίζει νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἔναρξη τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου, τῆς ἐπιφανείας Του μεταξὺ τοῦ λαοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.

Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητὸν σε Υἱὸν ὀνομάζουσα· καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανεὶς Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τὸν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.



Ἡ Ὑπακοή. Ἦχος β’.
Ὅτε τῇ ἐπιφανείᾳ σου ἐφώτισας τὰ σύμπαντα, τότε ἡ ἀλμυρὰ τῆς ἀπιστίας θάλασσα ἔφυγε, καὶ Ἰορδάνης κάτω ῥέων ἐστράφη, πρὸς οὐρανὸν ἀνυψῶν ἡμᾶς. Ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου, συντήρησον Χριστὲ ὁ Θεός, πρεσβείες τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καὶ τὸ φῶς σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ' ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνοῦντάς σε. Ἦλθες ἐφάνης τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον.

Μεγαλυνάριον.
Ἄφεσιν πηγάζων τοῖς ἐξ Ἀδάμ, ὁ τῆς ἀφθαρσίας, ἀνεξάντλητος ποταμὸς, ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, βαπτίζεται θελήσει· ἀντλήσωμεν οὖν πάντες, ὕδωρ σωτήριον.






Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος
Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰβηρία καὶ ἦταν υἱὸς ἱερέως. Χειροτονήθηκε ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἐπίσκοπο Νύσσης Γρηγόριο. Ὁ Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς ρητορικῆς δεινότητας. Ἀπὸ αὐτὸ ὁδηγήθηκε σὲ ὑπερηφάνεια καὶ λίγο ἔλειψε να χάσει τὴν σωφροσύνη του, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία τοῦ ἐγωισμοῦ τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ ἐρωτευθεὶ κάποια πλούσια γυναῖκα. Ἦλθε ὅμως σὲ μετάνοια καὶ ὁδήγησε τὰ βήματά του στα Ἱεροσόλυμα, ὅπου καὶ πάλι ἀντιμετώπισε τὸν πειρασμὸ τῆς ὑπερηφάνειας. Πνευματικὸς του σύμβουλος στάθηκε ἡ Ὁσία Μελάνη ἡ Ρωμαία († 31 Δεκεμβρίου), ποὺ ἀσκήτευε σὲ ἕνα μικρὸ καὶ πενιχρὸ κελλὶ τῶν Ἱεροσολύμων. Ἔτσι ὁ Ἅγιος κατέφυγε σὲ κάποιο ὄρος τῆς Νιτρίας, ὅπου ἔζησε τὸ μοναχικὸ πολίτευμα μὲ προσευχή, νηστεία καὶ ἐγκράτεια. Ὁ Θεὸς δεν τὸν ἐγκατέλειψε καὶ τὸν ἀξίωσε τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος.
Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 415 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Πέρσης
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Γεώργιος μαρτύρησε τὸ ἔτος 615 μ.Χ. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου.







Ὁ Ἅγιος Ἄσσαντ ὁ Ράπτης
Ὁ Ἅγιος Ἄσσαντ μαρτύρησε τὸ ἔτος 1218 μ.Χ. Δεν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου.







Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Λακεδαίμονας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ρωμανός, καταγόταν ἀπὸ τὴν Δομινίτζα τῆς Λακεδαίμονος. Ἦταν Ἱερομόναχος στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀρνούμενος να ὑποκύψει στις πιέσεις τῶν Τούρκων για ἐξωμοσία καὶ ἐλέγχων μὲ παρρησία τὴν πλάνη τῶν ἀπίστων, μαρτύρησε τὸ ἔτος 1695, διὰ ξίφους.







Ὁ Ὅσιος Νικόλαος
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ἀσκήτεψε στην Μονὴ τοῦ Βάλαμο τῆς Φιλανδίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1824.






Ὁ Ὅσιος Σέργιος ὁ ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Σέργιος (Γιανόβσκυ) κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1876. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.






Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ δύο θυγατέρες του καὶ οἱ νεομάρτυρες γυναῖκες Λυδία, Δομνίκη καὶ Μαρία
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, μαρτύρησαν τὸ ἔτος 1919. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τὸν βίο τῶν Μαρτύρων.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun Dec 28, 2014 9:45 pm

7 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Σύναξις Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου καὶ ἡ μετένεξις τῆς Ἁγίας αὐτοῦ Χειρὸς εἰς Κωνσταντινούπολη
Image
Ἀπὸ πολὺ παλιὰ ἔχει καθοριστεῖ νὰ ἑορτάζουμε κατὰ τὴν ἑπομένη ἡμέρα τῶν Ἁγίων Θεοφανείων, τὴ Σύναξη τοῦ Προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἀξιώθηκε νὰ βαπτίσει τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὑπῆρξε ὁ Ὄρθρος ποὺ ἀνήγγειλε τὸν ἐρχομὸ τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου. Ὁ Ὄρθρος ποὺ προηγήθηκε τῆς ἀνατολῆς τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Ἔτσι τὸν ὀνομάζει ἕνας ὕμνος τῶν Θεοφανείων. «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου». Ὁμιλεῖ τὸ στόμα τοῦ Ἀσκητοῦ. Ὁ χαρισματικὸς ἄνθρωπος ποὺ ἀναδείχθηκε «μείζων ἐν γεννητοὶς γυναικών». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κηρύσσει προδρομικὰ μέσα στὴν ἔρημο τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Ξαναθυμίζει τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ Ἠσαΐου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Μάρκος, ποὺ βεβαίως ἀναφέρονται στὸ μεγάλο ἐρημίτη τοῦ Ἰορδάνη. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κηρύσσει, μὲ πέντε βαρυσήμαντες λέξεις, ὅτι θὰ διδάξει ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Λίγες σὲ ἀριθμὸ οἱ λέξεις του, ἀλλὰ βαριὲς σὲ δύναμη μαρτυρίας. Ὁ ἄγγελος τῆς ἐρήμου προετοιμάζει τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου καὶ κηρύσσει συνοπτικὰ τὶς διαστάσεις τοῦ λυτρωτικοῦ Του ἔργου. Τὸ προδρομικὸ αὐτὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη καθαγιάζεται καὶ ἐπικυρώνεται ἀπὸ τὸν ἓν Τριάδι Θεὸ στὸ γεγονὸς τῆς βαπτίσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἦταν ἀναμφίβολα μία ἀσκητικὴ φυσιογνωμία, «εἶχε τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν καμήλου καὶ ζώνην δερμάτινην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, ἡ δὲ τροφὴ αὐτοῦ ἣν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον». Αὐτὸ σημαίνει πὼς ὁ Ἰωάννης ἦταν συγχρόνως καὶ πρόδρομος, ἀλλὰ καὶ ὑπόσχεση ὅλων τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τῆς χριστιανικῆς ἐρήμου. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ βασικὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη ἦταν νὰ ἀφυπνήσει τὶς συνειδήσεις τῶν ἀκουόντων τὸ κήρυγμά του καὶ ὄχι νὰ θωπεύσει τὰ αὐτιά τους. Τὸ κήρυγμά του, κήρυγμα μετανοίας, σκόπευε στὴν συνειδητοποίηση καὶ ἐξαγόρευση τῆς ἐνοχῆς τους, τῶν ἁμαρτιῶν τους. «Καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πάσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμίται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῶ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τᾶς ἁμαρτίας αὐτῶν». Ἡ ἁμαρτία, ἡ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου τῆς ἐρήμου, εἶναι ἡ ἴδια ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ βοηθάει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀναγνωρίσει στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τὸν Μεσσία μέσα στὴν ξερὴ καὶ ἄνυδρη ἔρημο τοῦ παρόντος κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία μας καλεῖ στὴν σημερινὴ ἑορτὴ νὰ ἀκούσουμε τὴν «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ…» καὶ νὰ προετοιμάσουμε ὅλοι μας «τὴν ὁδὸν Κυρίου», γιὰ νὰ ἐξανθήσει ἡ ἔρημος ποὺ ζοῦμε καὶ λέγεται σύγχρονη κοινωνία καὶ ὁ καθένας μας νὰ βιώσει τὸ βαθύτερο καὶ πολυδύναμο νόημά της μὲ τὸ «ἀπελθείν» ὄχι σὲ τόπο ἔρημο, ἔξω τοῦ κόσμου, ἀλλὰ «ἀπελθεὶν εἰς ἐρημίαν τῶν παθῶν του». Ὅμως, τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἑορτάζουμε καὶ τὸ γεγονὸς τῆς μεταφορᾶς στὴν Κωνσταντινούπολη τῆς τιμίας Χειρὸς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ποὺ ἔγινε κατὰ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: Ὅταν ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μετέβη στὴν πόλη Σεβαστή, στὴν ὁποία εἶχε ἐνταφιαστεῖ τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Προδρόμου, παρέλαβε ἀπὸ τὸν τάφο τὴν δεξιὰ Χείρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου καὶ τὴν μετέφερε στὴν Ἀντιόχεια. Δία τῆς δεξιᾶς Χειρὸς τοῦ Προδρόμου γίνονταν στὴν Ἀντιόχεια πολλὰ θαύματα. Λέγεται μάλιστα ὅτι κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὁ Ἐπίσκοπος ἀνύψωνε καὶ τὴν τίμια Χείρα. Τὴν ὥρα τῆς ἀνυψώσεως ἄλλοτε ἐκτεινόταν καὶ ἄλλοτε συστελλόταν. Μὲ τὴν ἔκτασή της δήλωνε εὐφορία καρπῶν, ἐνῶ μὲ τὴν συστολὴ τῆς δήλωνε ἀνέχεια καὶ φτώχεια. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ πολλοὶ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὴν πάρουν καί, κυρίως, οἱ Κωνσταντῖνος καὶ Ρωμανὸς οἱ Πορφυρογέννητοι. Ἔτσι λοιπόν, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ διετέλεσαν αὐτοκράτορες αὐτοὶ οἱ δυό, κάποιος Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀντιοχέων, Ἰὼβ ὀνομαζόμενος, ἕνα βράδυ, ποὺ κατὰ τὴν παράδοση οἱ χριστιανοὶ ἐτελοῦσαν τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ, ἅρπαξε τὴν Ἁγία Χείρα τοῦ Προδρόμου καὶ τὴν μετέφερε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ὁ φιλόχριστος αὐτοκράτορας, ἀφοῦ τὴν ἀσπάστηκε μὲ πολὺ σεβασμό, τὴν τοποθέτησε στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα. Ἡ σύναξη τῶν πιστῶν, σὲ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος τῆς μετακομιδῆς τῆς τιμίας Χείρας τοῦ Προδρόμου στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐτελεῖτο στὴν περιοχὴ τοῦ Φορακίου (ἢ Σφωρακίου).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων· σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καὶ ἐν ῥείθροις βαπτίσαι, κατηξιώθης τὸν κηρυττόμενον. Ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω, καὶ τοὶς ἐν ᾍδῃ, Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ παρέχοντα ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλάγιος β’.
Τὴν σωματικήν σου παρουσίαν δεδοικώς, ὁ Ἰορδάνης φόβῳ ὑπεστρέφετο· τὴν προφητικὴν δὲ λειτουργίαν ἐκπληρῶν, ὁ Ἰωάννης τρόμῳ ὑπεστέλλετο· τῶν Ἀγγέλων αἱ τάξεις ἐξεπλήττοντο, ὁρῶσαί σε ἐν ῥείθροις σαρκὶ βαπτιζόμενον· καὶ πάντες οἱ ἐν τῷ σκότει κατηυγάζοντο, ἀνυμνοῦντές σε τὸν φανέντα, καὶ φωτίσαντα τὰ πάντα.

Μεγαλυνάριον
Χειρί σου βαπτίσας, ὦ Βαπτιστά, τὸν διὰ θαλάσσης, ἀγαγόντα τὸν Ἰσραήλ, Προφητῶν ἁπάντων, ὑπέρτερος ἐδείχθης· διὸ ἀνευφημοῦμεν τὴν θείαν χάριν σου.






Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Διάκονος, ὁ ἐξ Αἰγίνης
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς γεννήθηκε τὸ 319 μ.Χ. στὴν Αἴγινα ἀπὸ εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, ποὺ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἔμαθε τὰ ἐγκύκλια γράμματα στὴν Αἴγινα καὶ στὴ συνέχεια σπούδασε στὴν Ἀθήνα, μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Βασίλειο καὶ Γρηγόριο. Ἀφοῦ ἐπανέκαμψε στὴν Αἴγινα, ἀποφάσισε μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Ἰούλιο, νὰ μιμηθεῖ τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο καὶ νὰ κηρύξει τὸν Χριστό. Ἔτσι οἱ δυὸ Ἅγιοι πῆραν ἀποστολικὲς ράβδους καὶ παρέδωσαν τὸν ἑαυτό τους στὸν Κύριο. Ὁ Ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν χειροτόνησε τὸν Ἰουλιανὸ διάκονο. Κοσμημένος μὲ τὴν χάρη τῆς ἱερωσύνης ἐξῆλθε μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Ἰούλιο γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ βαπτίσει πολλοὺς Ἐθνικούς. Στὰ τέλη τοῦ βίου του ἀναχώρησε στὸ Γκοτσάνο τῆς λίμνης Ματζόρε, ὅπου μετὰ ἀπὸ ἄσκηση καὶ προσευχή, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 391 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Cedd Ἐπίσκοπος Σκωτίας
Image
Ὁ Ἅγιος Σὲντ καταγόταν ἀπὸ εὐσεβὴ οἰκογένεια. Μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα τρία ἀδέλφια του ἀκολούθησαν τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγιναν μοναχοί. Σπούδασε στὴ Μονὴ τοῦ Λίντισφαρν, ποὺ διηύθυνε ὁ Ἅγιος Ἀϊδανός. Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν ἐκλήθηκε ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Πεάντα τῆς Μέρσια, γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο στὸ βασίλειό του. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ καὶ στὸ βασίλειο τῆς ἀνατολικῆς Σαξωνίας. Ὁ Ἅγιος βάπτισε χιλιάδες εἰδωλολάτρες, ἵδρυσε ναοὺς καὶ μοναστήρια. Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φιννιανό. Ἐπίσκοπος ἐξελέγη καὶ ὁ ἀδελφός του Τσάντ. Ὁ Ἅγιος Σὲντ διακρινόταν γιὰ τὴν παρρησία, τὴν πνευματική του ἀνδρεία καὶ τὴν αὐστηρότητα τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου. Κοιμήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 664 μ.Χ., ὅταν ἡ ἐπιδημία τῆς πανώλης θέρισε τὸν πληθυσμό.






Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Πρίγκιπας
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος (Ἰωάννοβιτς) γεννήθηκε στὴ Μόσχα τὸ ἔτος 1557 καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ τσάρου Ἰβὰν τοῦ Τρομεροῦ, τὸν ὁποῖον διαδέχθηκε στὸ θρόνο στὶς 18 Μαρτίου 1584. Ὁ Ἅγιος σπούδαζε μάλλον περὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ παρὰ τὰ πολιτικά. Παρὰ τὸ ἀσθενές τῆς φύσεώς του, κατὰ τὴν διοίκηση αὐτοῦ ἀνυψώθηκε τὸ γόητρο τῆς Ρωσίας, προσαρτήθηκε σὲ αὐτὴν τὸ βασίλειο τοῦ Καζὰν καὶ ὑποτάχθηκε ἡ Σιβηρία, ἀναπτύχθηκαν δὲ οἱ διπλωματικὲς καὶ ἐμπορικὲς σχέσεις μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη. Ὁ Θεόδωρος περιέθαλπε τοὺς φυγάδες Ἕλληνες κληρικούς, ἐκτὸς δὲ τῶν ἄλλων παρέμεναν τότε στὴ Ρωσία ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Ἰγνάτιος καὶ ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος, Ἐπίσκοπος Ἐλασσῶνος († 13 Ἀπριλίου), ποὺ ἀνέλαβε τὴν διαποίμανση τῆς Ἐπισκοπῆς τῆς Σουσδαλίας. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος κοιμήθηκε μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια τὸ ἔτος 1598 καὶ ἄφησε τὴ διοίκηση τοῦ κράτους στὰ χέρια τῆς συζύγου του Εἰρήνης.







Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Νεομάρτυρας ἐξ Ἀτταλείας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Ἀθανάσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀττάλεια καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους στὴ Σμύρνη, τὸ 1770, ὅταν οἱ Τοῦρκοι, τοὺς ὁποίους ἔλεγχε γιὰ τὴν ἀσέβειά τους, τὸν κατήγγειλαν ὡς ὑβριστὴ τῆς πίστεώς τους. Μὲ τὴν ἄδεια τοῦ κριτοῦ οἱ Χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ τίμιο Λείψανο τοῦ Μάρτυρα καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue Jan 06, 2015 12:57 am

8 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Ἡ Ὁσία Δομνίκη
Image
Ἡ Ὁσία Δομνίκη ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν αὐτοκρατόρων Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.), Λέοντος A’ (457 – 474 μ.Χ.) καὶ Ζήνωνος (474 – 475 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καρθαγένη (Νέα Καρχηδόνα) τῆς Ἱσπανίας. Κατὰ τὴν θεία οἰκονομία πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 384 μ.Χ., μαζὶ μὲ ἄλλες τέσσερις παρθένες, τὴ Δωροθέα, τὴν Εὐανθία, τὴ Νόννα καὶ τὴν Τιμοθέα καὶ ὕστερα ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη βαπτίσθηκαν ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Νεκταρίου.
Ἡ Ὁσία Δομνίκη ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐκγύμνασε τὸν ἑαυτό της πνευματικὰ μὲ σκληροὺς καὶ πολλοὺς κόπους. Ἀφοῦ ἔφθασε στὴ θέωση καὶ ἀξιώθηκε νὰ κάνει θαύματα καὶ νὰ διακρίνει τὰ μέλλοντα, ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς της ἔγινε γνωστὴ καὶ ἐπέσυρε τὴν προσοχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου (408 – 450 μ.Χ.) καὶ τῆς βασίλισσας, οἱ ὁποῖοι τὴν ἐπισκέπτονταν καὶ τῆς παρεχώρησαν τὸν τόπο καὶ τὰ μέσα προκειμένου νὰ ἀνεγείρει Μονὴ ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ζαχαρία. Ἐκεῖ ἡ Ὁσία Δομνίκη ἔζησε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ μεγάλη ἡλικία.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀγάπῃ τῇ κρείττονι, καταυγασθεῖσα τὸν νοῦν, ἀσκήσει ἐξέλαμψας, ὥσπερ λαμπὰς φαεινή, Δομνίκα πανεύφημε· ὅθεν Μοναζουσῶν σε, ὁδηγὸν φωτοφόρον, ἔδειξεν ὁ Δεσπότης, διὰ βίου καὶ λόγου. Ὧ πρέσβευε θεοφόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χορείαν εὐκλεῆ, σεμνοτάτων παρθένων, δι’ ἔργων ἱερῶν, καὶ σοφῶν διδαγμάτων, ἐνθέως ὡδήγησας, πρὸς παστάδα ἀκήρατον, ἔνθα πέφηκε, ζωῆς τὸ ξύλον Δομνίκα· δι’ οὗ ζώωσον, τὴν νεκρωθεῖσαν ψυχήν μου, Ὁσία θεόληπτε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Δομνίκα πανευκλεής· σὺ γὰρ τὸν Δεσπότην, ἀγαπήσασα ἐκ ψυχῆς, ἴχνεσι τοῖς τούτου, ὥσπερ ἀμνὰς τιμία, ἀμέμπτως ἐπορεύθης· διὸ δεδόξασαι.






Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης
Image
Πολὺ γνωστὸ τὸ ὄνομά του στὸν χριστιανικὸ κόσμο. Γνωστὸ καὶ τὸ μοναστήρι στὴν Παλαιστίνη ποὺ ἀσκήτεψε.

Βρίσκεται σὲ μία ἐρημικὴ καὶ ἄγρια χαράδρα καὶ εἶναι κοντὰ στὴν ἀρχαία Ρωμαϊκὴ ὁδό, ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχῶ.

Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ τοποθεσία αὐτὴ λέγεται χείμαρρος Χορρὰθ καὶ εἶναι συνδεδεμένη μὲ πολλὰ ἱστορικὰ γεγονότα.



Σ’ αὐτὸ τὸ μέρος εἶναι ἡ σπηλιὰ στὴν ὁποία εἶχε κάποτε κρυβεῖ ὁ προφήτης Ἠλίας (910 π.Χ.) γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴν καταδίωξη τοῦ ἀσεβέστατου βασιλιὰ Ἀχαὰβ καὶ τῆς εἰδωλολάτριδας συζύγου του, τῆς Ἰζάβελ.

Σ’ αὐτὴ τὴν σπηλιὰ ὁ ζηλωτὴς προφήτης ἔμεινε μῆνες καὶ τρεφόταν κατὰ ἕνα θαυμαστὸ τρόπο. Μερικὰ κοράκια τοῦ ἔφερναν πρωὶ καὶ βράδυ ψωμὶ καὶ κρέας.

Νερὸ ἔπινε ἀπὸ τὸν χείμαρρο. Ὅταν ὅμως καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἔλειψε τὸ νερό, ἐξ αἰτίας τῆς ἀνομβρίας, ὁ προφήτης ἀναχώρησε κατ’ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ στὰ Σάρεπτα τῆς Σιδῶνος.



Στὴν σπηλιὰ αὐτὴ ὕστερα ἀπὸ χρόνια ἦρθε καὶ κλείστηκε καὶ ὁ θεοπάτορας Ἰωακείμ. Σαράντα μερόνυχτα ἔμεινε ἐδῶ νηστεύοντας καὶ προσευχόμενος νὰ τοῦ χαρίσει ὁ Θεὸς ἕνα παιδί, γιατί ἦταν ἄτεκνος. Σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα καὶ ἡ σύζυγός του Ἄννα εἶχε παραμείνει στὸ σπίτι της καὶ προσευχόταν θερμά. Μὲ δάκρυα παρακαλοῦσε καὶ ζητοῦσε νὰ τῆς λύσει ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν ἀτεκνία της.

Πολὺ συγκινητικὴ εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰωακείμ στὴ σπηλιὰ, ὅπως μᾶς τὴν διέσωσε ἀρχαία παράδοση: «Οὗ καταβήσομαι», ἔλεγε μονολογώντας ὁ εὐσεβὴς Ἰωακείμ, «οὔτε ἐπὶ ποτόν, ἕως ὅτου ἐπισκέψεταί με Κύριος ὁ Θεός μου καὶ ἔσται μου ἡ εὐχὴ βρῶμα καὶ πόμα».



Καὶ δὲν κινήθηκε ἀπὸ ἐκεῖ, παρὰ μονάχα, ὅταν ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ποὺ ἀκούει πάντα τὶς προσευχὲς τῶν εὐσεβῶν παιδιῶν του, εἰσήκουσε τὴν δέησή του καὶ μ’ ἕναν ἄγγελο τοῦ διεμήνυσε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα, πὼς θὰ ἀποκτοῦσε παιδί. Καὶ πραγματικά. Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἀξιωνόντουσαν νὰ ἀποκτήσουν τὴν κεχαριτωμένη Μαρία, τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνομα Θεοπάτορες, δηλαδὴ πρόγονοι κατὰ σάρκα τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας.



Ἀπὸ μία τυπικὴ διάταξη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων μανθάνουμε, πὼς ὁ χείμαρρος ἦταν κτῆμα τοῦ Ἰωακείμ, τοῦ πατέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐδῶ ὑπῆρχε καὶ κῆπος τοῦ ἰδίου καὶ ἐδῶ ἀργότερα κτίστηκε καὶ Ἐκκλησία ἐπ’ ὀνόματι τῆς Παναγίας στὴν ὁποία διάφορες μέρες τοῦ χρόνου γίνονταν μεγαλόπρεπες πανηγύρεις. Σὲ τοῦτο τὸ μέρος κτίστηκε καὶ ἡ μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Χοζεβᾶ, ποὺ θεωρεῖται μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες μονὲς τῆς Παλαιστίνης. Στὴν ἱερὰ αὐτὴ Μονὴ ἔζησαν τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ τῆς πλήρους ἀφιερώσεως, χιλιάδες εὐλαβεῖς ψυχές. Σ’ αὐτὴ πέρασε καὶ ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴ νῆσο Κύπρο, ποὺ εἶναι γνωστὸς μὲ τὸ ἐπώνυμο Χοζεβίτης, τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του.



Ἡ ὅλη περιοχὴ διακρίνεται γιὰ τὴν ἀγριότητά της. Καὶ αὐτὴ τὴν περιοχὴ χωρὶς ἄλλο θὰ εἶχε ὑπ’ ὄψη ὁ Κύριος, ὅταν ἔλεγε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ περιέπεσε στοὺς ληστὲς καὶ εἶναι γνωστὴ σὰν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη.



Καθ’ ὅλη τὴ διαδρομὴ τοῦ χειμάρρου ὑπάρχουν πολλὰ σπήλαια, τὰ ὁποία ἀπὸ ἐνωρὶς προσείλκυσαν πολλοὺς ἀναχωρητές. Σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά, ποὺ βρίσκεται ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ Μονή, εἶχε ἐγκατασταθεῖ κάποτε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός, ποὺ εἶχε διατελέσει ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας καὶ ὕστερα ἐγκατέλειψε τὴν ἐπισκοπὴ καὶ ἦρθε στὸ μέρος αὐτὸ νὰ μονάσει. Ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἅγιος καὶ Θαυματουργὸς ἔκτισε τὴν ἐκκλησία καὶ τὴ Μονὴ στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας καὶ καλλώπισε τὸν χῶρο ἐκεῖνο ἔτσι, ποὺ σὲ λίγο καιρὸ χιλιάδες φιλέρημες ψυχὲς ἦρθαν νὰ ζήσουν τὴν ἀγγελικὴ ζωή. Τὴν ἀκμὴ τῆς Μονῆς, στὴν ὁποία πολλὰ θαύματα γίνονταν ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀλλὰ καὶ τῶν γύρω ἀσκητηρίων, ποὺ στὶς ἀρχὲς τοῦ ἑβδόμου αἰώνα φιλοξενοῦσαν πιὸ πολλὲς ἀπὸ πέντε χιλιάδες ψυχές, ἀνέκοψαν οἱ περσικὲς ἐπιδρομές. Σὰν καταιγίδα ἀληθινὴ εἶχαν ἐνσκήψει οἱ ἄγριες αὐτὲς ὀρδές, ποὺ ἔσφαζαν, ἔκαιαν, ἐρήμωναν τὰ πάντα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ περνοῦσαν. Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ καταστράφηκε καὶ ὁ ἅγιος ναὸς τῆς Ἀναστάσεως καὶ ὅλοι οἱ ναοὶ καὶ τὰ μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης (614 μ.Χ.)



Αὐτὸ τὸν καιρὸ ἔζησε καὶ ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης ποὺ ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν παιδὶ τὸ ὄνομά του ἔγινε συνώνυμο μὲ τὴν ἀρετή.



Ἡ ἁγία αὐτὴ μορφὴ γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Κύπρου μας ἀπὸ πολὺ εὐσεβεῖς καὶ εὐκατάστατους γονεῖς. Τὰ πολλὰ ἀγαθὰ ὅμως ποὺ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ τοὺς εἶχε χαρίσει, δὲν τοὺς ἐμπόδισαν νὰ ζοῦνε μὲ ἀπόλυτη ὑποταγὴ στὸ θέλημά Του. Μὲ τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια μεγάλωσαν καὶ τὰ δυὸ παιδιά τους, τὸν Ἡρακλείδη καὶ τὸν Γεώργιο. Οἱ εὐλαβεῖς γονεῖς ἀπ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴ βρεφικὴ ἡλικία φρόντισαν νὰ ἐνσταλάξουν στὴν ψυχὴ καὶ τῶν δύο παιδιῶν τους τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸ ἅγιο Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μὰ καὶ τὴν ὑπακοή, τὴν τυφλὴ ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του. Καὶ οἱ κόποι τους ὄχι μόνο δὲν πῆγαν χαμένοι, ἀλλὰ καὶ πλούσια εὐλογήθηκαν ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Πατέρα.



Ὁ Ἡρακλείδης ποὺ ἦταν καὶ ὁ πιὸ μεγάλος, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, πῆρε τὴν εὐχὴ τῶν γονιῶν του καὶ πῆγε νὰ προσκυνήσει τοὺς τόπους ποὺ γεννήθηκε, μεγάλωσε καὶ ἔζησε ὁ Χριστός μας. Ἡ εὐγενικὴ καὶ φιλόθρησκη ψυχὴ τοῦ νέου, σὰν ἔφτασε στὴν Ἁγία Γῆ καὶ ἐπισκέφθηκε τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὸν Πανάγιο Τάφο τοῦ Χριστοῦ, τόσο γοητεύθηκε, ποὺ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ μείνει πιὰ στὰ μέρη ἐκεῖνα γιὰ ὅλη του τὴ ζωή. Καὶ πραγματικά. Ὁ πιστὸς καὶ φιλόθεος νέος, ἀφοῦ γύρισε διάφορα μέρη, κατέβηκε καὶ στὸν Ἰορδάνη. Περπάτησε μὲ συνεπαρμένη ψυχὴ στὸν τόπο ποὺ κατὰ τὴν παράδοση ὁ προφήτης τῆς ἐρήμου βάπτισε τὸν Κύριο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ προχώρησε στὴ Λαύρα τοῦ Καλαμώνος, ὅπου καὶ παρέμεινε ἀγωνιζόμενος τὸν ἀγώνα τὸν καλό, τῆς ἀρετῆς τὸν ἀγώνα. Ὁ ἀδελφός του Γεώργιος, μικρὸς ἀκόμη παρέμεινε κοντὰ στοὺς γονεῖς του καὶ ξεχώριζε ἀπ’ ὅλους τους συνομήλικούς του στὴ φρονιμάδα καὶ τὴ σεμνὴ ζωή.

Στὰ χρόνια τὰ δύσκολα, τῆς ἐφηβείας τὰ χρόνια, μεγάλη δοκιμασία κτύπησε τὸ καλὸ παιδί. Οἱ γονεῖς του ἀρρώστησαν καὶ πέθαναν σὲ λίγο διάστημα ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ βεβαιώνει μὲ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα Του πὼς τὸ ὀρφανὸ καὶ τὴν χήρα τὰ παίρνει πάντα ὑπὸ τὴν ἰδιαίτερη προστασία Του, δὲν ἐγκατέλειψε τὸ πιστὸ παιδί. Ἕνας θεῖος του φρόντισε καὶ πῆρε τὸ παιδὶ κοντά του μὲ ὅλα τὰ πράγματα καὶ τὴν κληρονομιά του μὲ σκοπὸ σὰν μεγαλώσει νὰ τὸν συζεύξει μὲ τὴν ἐπίσης μικρὴ καὶ μονάκριβη θυγατέρα του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Γεώργιος ἀπεστρέφετο τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἡ ψυχή του λαχταροῦσε μία ἀνώτερη ζωή, τὴν ἀγγελικὴ ζωή, ἕνα πρωὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ πῆγε σ’ ἕναν ἄλλο θεῖο του, ποὺ ἦταν ἡγούμενος σ’ ἕνα μοναστήρι. Ὅταν ὁ πρῶτος θεῖος ἔμαθε τί ἔγινε, πῆγε στὸ μοναστήρι μὲ σκοπὸ νὰ ξαναπάρει τὸν Γεώργιο καὶ νὰ τὸν φέρει πίσω στὸ χωριό. Στὴν προσπάθειά του μάλιστα νὰ ἐπιτύχει τὸν σκοπό του, δὲν δυσκολεύθηκε νὰ φιλονεικήσει καὶ μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν μοναχό. Αὐτὸς ὅμως μὲ ἡρεμία καὶ πραότητα τοῦ ἀπήντησε:



«Ἀδελφέ μου, οὔτε ἔφερα τὸν νέο ἐδῶ, οὔτε καὶ τὸν διώχνω. Ἂς ἀποφασίσει μόνος του ὅ,τι θέλει. Ἡλικίαν ἔχει...».



Ὅταν ὁ νέος ἔμαθε τὴν φιλονικία τῶν θείων του γιὰ τὸ πρόσωπό του, σηκώθηκε κρυφὰ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ τράβηξε πρὸς τὴν ἁγία πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ σὰν ἔφτασε, πῆγε καὶ γονάτισε καὶ μὲ εὐλάβεια προσκύνησε τὰ πάνσεπτα προσκυνήματα τῆς εὐλογημένης πόλεως, καὶ ὕστερα κατέβηκε πρὸς τὸν Ἰορδάνη. Τὸ ἄδολο γάλα τῆς πίστεως μὲ τὸ ὁποῖο ἀπὸ τῆς βρεφικῆς ἡλικίας τὸν πότισαν οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, τὸν σπρώχνει νὰ βρεῖ τὸν ἀδελφό του. Ἡ ψυχή του ποθεῖ τὴ μακαρία ζωή, τὴν ἀγγελικὴ ζωή. Οἱ κίνδυνοι τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἀντίκριζε γύρω του, τοῦ ἔφερναν στ’ αὐτιὰ καθαρὰ τὸν ἀπόηχο τῆς φωνῆς τῶν ἀγγέλων πρὸς τὸν Λῶτ: «Σώζων σῶζε τὴν σ’ ἑαυτοῦ ψυχήν» (Γεν. ιθ’ 17). Δηλαδὴ κοίταξε πὼς θὰ σώσεις τὴν ψυχή σου. Ἡ ματαιότητα τῶν φθαρτῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου συνετάραττε τὸ εἶναι του. Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα σκεπτόταν καὶ ἐπανελάμβανε μόνος του. Ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸ προσκλητήριο διάγγελμα τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεὶν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖται μοι», προχώρησε καὶ τράβηξε πρὸς τὴ Λαύρα τοῦ Καλαμώνος στὴν ὁποία, ὅπως εἶχε μάθει, βρισκόταν ὁ ἀδελφός του.



Ἡ Λαύρα τοῦ Καλαμώνας βρισκόταν κοντὰ στὸ σημερινὸ μοναστήρι τοῦ Ἀββᾶ Γερασίμου ἐκεῖ στὸν Ἰορδάνη.

Χωρὶς κανένα ἐνδοιασμὸ σὰν τὸν συνάντησε ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ φανέρωσε τὸν πόθο καὶ τὴν ἀπόφασή του νὰ μείνει κοντά του. Ἐκεῖνος παρὰ τὴ μυστικὴ χαρὰ ποὺ δοκίμασε γιὰ τὴν ἁγία διάθεση τοῦ ἀδελφοῦ του, βλέποντάς τον τόσο νεαρό, φοβήθηκε νὰ τὸν κρατήσει κοντά του καὶ τὸν συνώδευσε στὴ Μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Χοζεβᾶ στὸν ἐκεῖ ἡγούμενο, ποὺ ἦταν καὶ φίλος του καὶ τοῦ τὸν παρέδωσε. Αὐτὸς δὲ ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι του.



Ὁ ἡγούμενος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἐξετίμησε τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ νεαροῦ Γεωργίου καὶ τὸν κατηύθυνε μὲ φόβο Θεοῦ στῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τὰ σκαλοπάτια. Ἡ βαθιὰ ταπείνωση τοῦ νέου, ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ προθυμία του νὰ ἐκτελεῖ πάσαν ἐργασία τῆς μονῆς, ἐνεθάρρυναν τὸν ἡγούμενο, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ νὰ προχωρήσει στὴν κουρὰ τοῦ νέου, σὲ μοναχό καὶ νὰ τὸν ἀναθέσει σ’ ἕνα προκομμένο γέροντα σὰν συμβοηθό του στὸ διακόνημα τοῦ νεοκηπίου ποὺ εἶχε.



Μὲ ἀχώριστο σύντροφο τὸν ἐνθουσιασμὸ ὁ νεαρὸς μοναχὸς περνάει τὴν καθημερινὴ ζωή του ἀνάμεσα σὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ πολύωρες προσευχές. Ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν φλογερὸ ζῆλο του ὑποβάλλει τὸν ἑαυτό του σὲ πολλοὺς κόπους γιὰ τελειότερη ζωή. Δυστυχῶς ὁ γέροντάς του παρὰ τὶς πολλές του ἀρετὲς δὲν τὸν βοηθάει καὶ πολὺ στὴν εὐγενική του προσπάθεια. Ἦταν ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ μὲ τὸ «ψύλλου πήδημα» τὸν ἀπόπαιρνε σὲ βαθμὸ ἀποκαρδιωτικό.



Κάποια μέρα μάλιστα ὁ γέροντας ἔστειλε τὸν ὑποτακτικό του στὸν χείμαρρο νὰ φέρει νερό. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ νερὸ ἦταν μαζεμένο καὶ τὰ καλάμια καὶ τὰ ξύλα ποὺ ἤσαν μπροστὰ ἦταν πολὺ πυκνὰ καὶ ὁ νέος ἦταν ντυμένος τὰ ἐνδύματά του, δὲν μπόρεσε νὰ περάσει μὲ τὸ δοχεῖο τοῦ νεροῦ καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος. Ὁ γέροντας σὰν εἶδε τὸν νέο χωρὶς τὸ νερὸ θύμωσε καὶ τοῦ εἶπε νὰ βγάλει τὸ ἱμάτιό του, νὰ φορέσει μόνο τὸ ἐπάνω ράσο του καὶ χωρὶς νὰ ἀντείπει ὑπάκουσε καὶ πῆγε. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸς ἄργησε καὶ στὸ μεταξὺ κτύπησε ὁ κώδωνας γιὰ τὸ τραπέζι, ὁ γέροντας ἔκρυψε τὸ ἱμάτιο τοῦ παιδιοῦ καὶ πῆγε στὸ φαγητό. Ὅταν ὁ νέος ἐπέστρεψε καὶ δὲν βρῆκε οὔτε τὸ ἱμάτιό του, οὔτε τὸν γέροντα, πῆγε στὴ μονὴ χωρὶς τὸ ζωστικὸ καὶ κτύπησε τὴν πόρτα. Ὅταν ὁ μοναχὸς ποὺ ἦρθε νὰ τοῦ ἀνοίξει τὸν εἶδε ἔτσι γυμνό, τὸν ρώτησε τί τοῦ συνέβη. Καὶ ὅταν ὁ νεαρὸς τοῦ ἐξήγησε, πῆγε καὶ τοῦ ἔφερε ἕνα ἱμάτιο, τὸ ὁποῖο φόρεσε καὶ μπῆκε στὸ μοναστήρι. Τὴν στιγμὴ ποὺ ἔμπαινε, ὁ γέροντας ποὺ τὸν εἶδε ἐκεῖ μπροστὰ ἀπὸ τοὺς τάφους τῶν ἁγίων πέντε Πατέρων, χωρὶς οἶκτο καὶ μὲ θυμὸ ἀδικαιολόγητο τοῦ ἔδωκε ἕνα δυνατὸ ράπισμα λέγοντάς του:



– Γιατί ἄργησες;



Τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ χέρι τοῦ γέροντα ξηράνθηκε ὁλόκληρο καὶ δὲν κουνιότανε καθόλου. Συντετριμμένος ὁ ἀββᾶς ἀπὸ τὴν τιμωρία ποὺ τὸν βρῆκε, ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ νεαροῦ ὑποτακτικοῦ του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας:



— Παιδί μου, συγχώρεσέ με καὶ μὴ μὲ φανερώσεις. Ἔφταιξα. Πολὺ ἔφταιξα. Μὴ μὲ διαπομπεύσεις, ἀλλὰ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὲ συγχωρήσει καὶ νὰ μὲ κάμει καλά.

Ὁ νεαρὸς μοναχὸς βαθιὰ λυπημένος γιὰ τὸ πάθημα τοῦ γέροντα, τοῦ εἶπε μὲ ταπείνωση καὶ συντριβή:

— Πήγαινε, πάτερ, ἐκεῖ στοὺς τάφους τῶν ἁγίων Πατέρων, βάλε μετάνοια καὶ αὐτοὶ θὰ σὲ θεραπεύσουν.

Ὁ γέροντας ὅμως ἐπέμενε.

Παιδί μου, σὲ σένα ἔφταιξα. Σὺ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μὲ σπλαγχνιστεῖ καὶ νὰ μὲ συγχωρήσει.



Τότε ὁ νεαρός, ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν γέροντα, τὸν ὁδήγησε ἐκεῖ στοὺς τάφους καὶ ἀφοῦ ἔβαλαν βαθιὰ μετάνοια, προσευχήθηκαν καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ χέρι ξαναγύρισε στὴ φυσική του κατάσταση. Μὰ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ γέροντα μαλάκωσε. Ὁ θυμὸς παραμέρισε καὶ ἡ πραότητα μαζὶ μὲ τὴ συγκατάβαση στήσανε στὴν καρδιά του τὸν θρόνο τους.



Παρὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ ἀπὸ τὴ σκηνὴ τοῦ θαύματος, τοῦτο ἔγινε γρήγορα γνωστὸ σ’ ὅλη τὴν ἀδελφότητα. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη ὅλοι οἱ μοναχοὶ μὲ ἰδιαίτερη ἐκτίμηση καὶ σεβασμὸ ἄρχισαν νὰ περιβάλλουν τὸν νέο καὶ γιὰ τὸ θαῦμα του νὰ μιλοῦν. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ φόβο μήπως πιαστεῖ στὰ δίχτυα τῆς ὑπερηφάνειας, σηκώθηκε μία βραδιὰ καὶ ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι καὶ τράβηξε στὴ Λαύρα ποὺ βρισκόταν ὁ ἀδελφός του. Ἐκεῖ μὲ αὐστηρὴ ἐγκράτεια στόλισε τὴν ζωή του καὶ μὲ τὴ νηστεία καὶ τὴ σκληρὴ ἄσκηση νέκρωσε τὸ σῶμα του, ὥστε οἱ προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὸν ἐπηρεάσουν. Καμιὰ ὑστεροβουλία ἢ ἰδιοτέλεια δὲν ὑπεισερχόταν στὶς σκέψεις του. Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου σὰν φωτεινὸς φάρος πρόβαλλε πάντα μπροστά του καὶ τοῦ φώτιζε τὸν δρόμο του. Ζοῦσε ὅμως σὰν οὐράνιος ἄνθρωπος, μὰ καὶ ἐπίγειος ἄγγελος. Ζωὴ «πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰωάννη α’ 14) εἶχε καταντήσει ἡ ζωή του. Πηγὴ ἀκένωτη θαυμάτων. Θαυμάτων ποὺ προκαλοῦν στ’ ἀλήθεια κατάπληξη.



Ἕνα τέτοιο θαῦμα ἦταν καὶ τοῦτο. Κάποια μέρα ἕνας γεωργὸς ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ, γνωστὸς καὶ φίλος τῶν δυὸ ἀσκητῶν, ἦρθε στὴ Λαύρα, μὲ ἕνα ζεμπίλι ἀπὸ διάφορους καρποὺς ποὺ γεωργοῦσε καὶ κτύπησε τὴν θύρα τοῦ κελιοῦ τους. Ὁ Γεώργιος πῆγε καὶ ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ τὸν προσκάλεσε νὰ μπεῖ μέσα. Ὁ ἐπισκέπτης μόλις μπῆκε ἔβαλε μία μετάνοια καὶ ἀφοῦ τοποθέτησε τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ δῶρα παρακάλεσε θερμὰ τοὺς ἀβάδες νὰ εὐλογήσουν τοὺς καρποὺς ὁπότε κάτω ἀπὸ αὐτοὺς μὲ μεγάλη ἔκπληξη τί βλέπουν; Ἕνα νήπιο νεκρό. Ἦταν τὸ νεογέννητο παιδὶ τοῦ ἐπισκέπτη ποὺ εἶχε ἀποθάνει καὶ αὐτὸς τὸ ἔφερε στοὺς ἀβάδες μὲ τὴ γλυκιὰ ἐλπίδα πὼς αὐτοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ ἀναστήσουν καὶ νὰ τοῦ τὸ ξαναδώσουν ζωντανό. Ὁ ἀβὰς Ἡρακλείδης σὰν τὸ εἶδε μὲ τρόμο καὶ ταραχὴ εἶπε στὸν ἀδελφό του: «Πήγαινε καὶ κάλεσε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἔρθει νὰ πάρει τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ πράγματα ποὺ ἔφερε. Μᾶς βάζει, πές του σὲ μεγάλο πειρασμό. Κύριε, ἀναφώνησε, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς».



Ὁ ἀβὰς Γεώργιος ὅμως ποὺ ἦταν τότε σαράντα περίπου χρόνων, ἔβαλε στὸν ἀδελφό του μετάνοια καὶ μὲ σεβασμὸ τοῦ εἶπε:



Πάτερ μου, μὴ στενοχωρεῖσαι καὶ μὴ ταράττεσαι. Ἀλλὰ ἔλα νὰ παρακαλέσουμε μὲ πίστη τὸν Πολυεύσπλαχνο καὶ Πανοικτίρμονα Θεὸ νὰ κάμει τὸ θαῦμα του. Καὶ ἄν μᾶς ἀκούσει ἡ εὐσπλαγχνία του καὶ ἀναστήσει τὸ παιδί, εὐλογημένο ἂς εἶναι στοὺς αἰῶνες τὸ Πανάγιο Ὄνομά Του. Τότε καλοῦμε τὸν πατέρα καὶ τοῦ δίνουμε τὸ παιδί του, ὅπως πίστεψε. Ἂν ὅμως ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ δὲν θελήσει, γιὰ λόγους ποὺ γνωρίζει Ἐκεῖνος, νὰ γίνει τὸ θαῦμα, τότε πάλι καλοῦμε τὸν πατέρα καὶ τοῦ ἐξηγοῦμε, πὼς καὶ ἐμεῖς ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι εἴμεθα καὶ δὲν ἔχουμε τέτοια παρρησία, ὥστε νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὸ ποὺ ποθεῖ τόσο ἐκεῖνος, ὅσο καὶ ἐμεῖς. Στὰ λόγια τοῦ Γεωργίου ὁ ἀβὰς Ἡρακλείδης πείσθηκε. Τότε καὶ οἱ δύο οἱ πατέρες ἀφοῦ γονάτισαν, μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ καρδιὰ ραγισμένη ἄρχισαν νὰ προσεύχονται. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ποὺ ἀκούει πάντα τὶς προσευχὲς τῶν παιδιῶν του ποὺ γίνονται μὲ πίστη, ἄκουσε καὶ τῶν πιστῶν ἀβάδων τὴν παράκληση. Τὸ νεκρὸ παιδὶ κάποια στιγμὴ ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ἀφῆκε ἕνα ἐλαφρὸ κλαψούρισμα. Οἱ εὐλαβεῖς ἀσκητὲς μὲ τὴν ψυχὴ πλημμυρισμένη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἄνοιξαν τὴν πόρτα καὶ κάλεσαν μέσα τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ καὶ τοῦ εἶπαν:



– Ἀδελφέ μας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὴν πίστη ποὺ ἔδειξες σ’ Αὐτόν, σοῦ δίνει τὸ παιδί σου πίσω ζωντανό. Πάρε το καὶ δόξαζέ τον μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ μὴν ἀναφέρεις σὲ κανένα τίποτα ἀπὸ ὅτι ἔγινε.



Ὁ εὐλαβὴς πατέρας μὲ δάκρυα χαρὰς πῆρε στὴν ἀγκαλιά του τὸ ἀγαπημένο του παιδὶ καὶ βγῆκε δοξολογώντας ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του τὸν φιλάνθρωπο Θεό. Ἔφυγε καὶ ἀφῆκε πίσω τοὺς ἀβάδες νὰ συνεχίζουν τὸν ἀγώνα τους. Ἀγώνα κουραστικὴς σκληραγωγίας τοῦ κορμιοῦ, ἀγώνα συνεχοὺς προσευχῆς.



Ἔτσι περνοῦσε κάθε μέρα ἡ ζωή τους μὲ εὐλάβεια καὶ εἰρήνη καὶ ταπείνωση καὶ ζηλευτὴ γενικὰ ἀρετή. Ποτέ τους δὲν καταδέχτηκαν νὰ ἀντιμιλήσουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ἢ νὰ λυπήσουν κανένα. Ὁ ἀβὰς Ἡρακλείδης εἶχε πολλὴ πραότητα καὶ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση. Καὶ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς τὶς κράτησε μὲ παραδειγματικὸ ζῆλο καὶ προσοχὴ μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ ὁ μεγάλος Πατέρας τὸν κάλεσε νὰ ἀφήσει τοῦτο τὸν κόσμο καὶ νὰ μεταπηδήσει στὴ χώρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς αἰώνιας εὐτυχίας καὶ χαράς. Κοιμήθηκε γύρω στὰ ἑβδομῆντα του χρόνια καὶ τάφηκε ἐκεῖ στοὺς τάφους τῶν ὁσίων Πατέρων. Στὸν οὐρανὸ τώρα πρεσβεύει γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν πατρίδα, τὴ μαρτυρικὴ Κύπρο μας.



Ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ ἀβᾶ Ἡρακλείδη, ἀδελφοῦ ὁμογάλακτου, συμμοναστοῦ ὅμως καὶ συναθλητοὺ τοῦ ἀβᾶ Γεωργίου, τότε καὶ αὐτὸς ἐγκατέλειψε τὴ Λαύρα καὶ ξαναγύρισε στὸ μοναστήρι τοῦ Χοζεβᾶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεκίνησε. Καὶ στὸ περιβάλλον αὐτὸ ἡ ζωὴ τοῦ ταπεινοῦ ἀβᾶ συνεχίζεται σὰν τὴν προηγούμενή του ζωὴ στὴ Λαύρα. Καὶ ἐδῶ ἡ αὐστηρὴ νηστεία, μαζὶ μὲ τὴν ὑπερβολικὴ ἀγρυπνία καὶ θερμὴ προσευχὴ ἀποτελοῦν τὴν καθημερινή του ἐνασχόληση. Ἡ νηστεία μάλιστα στὴν ὁποία ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του, ὅπως μᾶς λέει ὁ μαθητής του ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος, αὐτὸς ποὺ ἔγραψε καὶ τὴ βιογραφία του, εἶχε φτάσει στὸ κατακόρυφο. Ἀλλὰ καὶ στὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχὴ εἶχε ξεπεράσει ὅλους ἐκεῖ τοὺς συμμοναστές του. Χωρὶς καμιὰ ὑπερβολὴ μποροῦσε νὰ ἔλεγε γιὰ τὴ ζωή του. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». (Γαλ. β’ 20). Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἔβλεπαν τὸν θαύμαζαν. Καὶ οἱ δαίμονες τὸν ἔτρεμαν γιὰ τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν ὑπομονή του.



Ὅταν οἱ Πέρσες ἔφτασαν στὴ Δαμασκό, ὁ Ὅσιος ποὺ τὴν ἡμέρα καθόταν ἔξω ἀπ’ τὸ κελί του καὶ ζεσταινόταν στὸν ἥλιο, γιατί ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἐγκράτεια εἶχε καταντήσει πολὺ ἀδύνατος, μὲ θεῖο ὅραμα προέβλεψε τὴν καταστροφὴ τῆς χώρας. Οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποὺ κατοικοῦσαν στὰ μέρη ἐκεῖνα τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης εἶχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο ὅριο. Ὅταν μάλιστα οἱ Πέρσες εἶχαν προχωρήσει καὶ περικυκλώσει τὴν ἁγία πόλη Ἱερουσαλήμ, τότε οἱ ἀδελφοὶ τοῦ κοινοβίου καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔμεναν σὲ κελιὰ ἔφυγαν γιὰ τὴν Ἀραβία ἢ πῆγαν καὶ κρύφτηκαν στὰ σπήλαια καὶ στὸν καλαμῶνα. Μαζὶ μ’ αὐτοὺς μὲ τὴν ἐπιμονὴ τῶν πατέρων πῆγε καὶ ὁ γέροντας Γεώργιος. Ἐκεῖ τὸν βρῆκαν οἱ Πέρσες καὶ τὸν πῆραν καὶ αὐτὸν αἰχμάλωτο μαζὶ μὲ ἄλλους. Πολλοὺς ἀπ’ αὐτοὺς κατάσφαξαν. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἕνα γέροντα ἑκατὸ περίπου χρόνων μὲ ἅγια ζωή, τὸν ἀβὰ Στέφανο τὸν Σύρο. Τὸν Ἅγιο Γεώργιο τὸν σεβάστηκαν σὰν τὸν εἶδαν ἔτσι ἀδύνατο καὶ εὐλαβή, τοῦ ἔδωκαν μάλιστα καὶ ἕνα ζεμπίλι μὲ ψωμιὰ καὶ ἕνα δοχεῖο μὲ νερὸ καὶ τὸν ἀφήκαν ἐλεύθερο λέγοντάς του: «Ὅπου θέλεις πήγαινε, γέρο, νὰ σώσεις τὸν ἑαυτό σου». Ὁ Ἅγιος κατέβηκε στὸν Ἰορδάνη τὴ νύκτα καὶ κρυβόταν ἐκεῖ μέχρις ὅτου ἔφυγαν οἱ Πέρσες πρὸς τὴ Δαμασκὸ μαζὶ μὲ τοὺς αἰχμαλώτους ποὺ πῆραν καὶ ἀπὸ τὴν ἁγία πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Μαζί τους εἶχαν καὶ τὸν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων τὸν Ζαχαρία καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό.



Ὁ γέροντας ἀφοῦ περιπλανήθηκε ἕνα διάστημα σὲ διάφορα μέρη, στὸ τέλος γύρισε στὸ μοναστήρι τοῦ Χοζεβᾶ ὅπου παρέμεινε μέχρι τοῦ θανάτου του. Αὐτὴ τὴν περίοδο ὁ ὅσιος παρὰ τὴν ἡλικία τοῦ ἀνέπτυξε μεγάλη ἱεραποστολικὴ δράση. Τὸ «παρακαλεῖτε, παρακαλεῖτε τὸν λαό μου» τὸ ἔκαμε βίωμά του καὶ σύνθημα ζωῆς. Καθημερινὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κελί του καὶ δίδασκε καὶ στήριζε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς πολλοὺς ἐπισκέπτες. Μαζὶ μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ὃ ὅσιος πρόσφερε καὶ τὰ πολλὰ θαύματά του. Πολὺ τὸν χαρίτωσε ὁ Κύριος τοῦτο τὸν καιρό. Πηγὴ χαριτόβρυτη κι ἀνεξάντλητη θαυμάτων ἔμεινε μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ κοιμήθηκε.



Εἰρηνικὰ καὶ ἥσυχα ἕνα πρωινὸ ὁ Ἅγιός μας ἀφῆκε τὸ πνεῦμα του νὰ πετάξει κοντὰ στὸν Κύριο ποὺ ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ψυχή του καὶ ἔζησε γιὰ τὴν δόξα του. «Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἄψηται αὐτῶν βάσανος». Ποικίλες θεραπεῖες προσφέρει ὁ Ὅσιός μας καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη στὸν Θεὸ ζητοῦν τὴ μεσιτεία του. Ἡ μνήμη του ἀθάνατη θὰ μένει στοὺς αἰῶνες καὶ τὸ παράδειγμά του ζωντανὸ θὰ καλεῖ τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων, τῆς Κύπρου μας στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ναί! στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιατί μόνο ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ προσήλωσή μας στὸ θέλημά του ὀμορφαίνει τὴν ζωή μας καὶ τῆς δίνει νόημα καὶ ἀσφάλεια καὶ ἀξία.



Εἶναι καιρός, ὅλοι ὅσοι κατοικοῦμε τοῦτο τὸν τόπο νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς τὸ ὄνομα «χριστιανός» δὲν εἶναι ἕνα κενὸ ὄνομα καὶ ἕνας κληρονομικὸς τίτλος χωρὶς εὐθύνη. Τὸ ὄνομα, τὸ τιμημένο ὄνομα χριστιανός, εἶναι περισσότερο τρόπος σκέψεως καὶ ἕνας κανόνας ζωῆς. Εἶναι «αἵρεσις βίου». Καθένας ἀπὸ μᾶς εἶναι ὑποχρεωμένος τὴν κάθε μέρα νὰ δίνει «τὴν μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ». Καὶ αὐτὴ ἡ μαρτυρία δὲν εἶναι μία πράξη ἀνώδυνη. Σὲ πολλὲς περιστάσεις ἡ μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ καταντᾶ διωγμὸς «ἕνεκεν δικαιοσύνης». Καὶ ἀκόμη μαρτύριο καὶ θάνατος γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου του. Σήμερα πιὸ πολὺ ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ ὁ κάθε πιστὸς πρέπει νὰ εἶναι ἀθλητὴς τῆς πίστεως. Τῆς πίστεως, τὴν ὁποία πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ὁμολογήσει καὶ νὰ βεβαιώσει μὲ τὴν πολιτεία του. Νὰ βεβαιώσει δηλαδὴ ὅτι καμιὰ δύναμη στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μαζὶ μὲ τὸν θεῖο Ἀπόστολο Παῦλο καθένας ἀπὸ μᾶς πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ἐπαναλάβει τὸ «τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἢ στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα». Καὶ μὲ πεποίθηση ἀκλόνητη στὴ δύναμη ποὺ χαρίζει ὁ Χριστός, σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ ἀληθινὴ πίστη τὸν ἐπικαλοῦνται, νὰ δίνει καὶ τὴν ἀπάντηση, ὅπως τὴν ἔδινε ἡ φάλαγγα τῶν ἁγίων, ὁσίων, πατέρων καὶ μαρτύρων τῆς ἐκκλησίας μας, ὅπως τὴν ἔδινε ὁ μεγάλος ἅγιος μας Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης μὲ τὰ λόγια καὶ πάλιν τοῦ θείου Παύλου:



«Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστώτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τὶς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. η’ 25, 38 – 39).


Ἅγιε Γεώργιε τοῦ Χοζεβᾶ, ἀγλάϊσμα τῶν Πατέρων, δόξα τῶν ὁσίων, τρανὸ ὑπόδειγμα βαθιᾶς πίστεως καὶ εὐσέβειας, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Πρέσβευε, ἅγιε Πάτερ, καὶ εὔχου ἡ πατρίδα σου Κύπρος καὶ πατρίδα μας, νὰ ἰδεῖ μία ὥρα γρηγορότερα τὴν ποθητὴ ἐλευθερία καὶ τὴ λύτρωση ἀπὸ τὰ ἀνήκουστα δεινὰ ποὺ περνᾶ. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Γεωργήσας τὸν λόγον Πάτερ τῆς χάριτος, δικαιοσύνης ἐδρέψω καρποφορίαν λαμπράν, ὡς τὴν ἔνθεον ζωὴν αἱρετισάμενος· ὅθεν τῆς δόξης κοινωνός, ἀνεδείχθης τοῦ Χριστοῦ, Γεώργιε θεοφόρε· ᾧ καὶ πρεσβεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς γεωργὸν τῶν νοητῶν φυτῶν πανάριστον

Καὶ τῶν Ἀγγέλων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον

Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ παῖδές σου θεοφόρε.

Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον,

Ἀπὸ πάσης ἀπολύτρωσαι κακώσεως
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γεώργιε.

Μεγαλυνάριον.
Τὸν Σταυρὸν ὡς ἄροτρον ἐσχηκώς, σεαυτὸν ὁσίως, ἐγεώργησας τῷ Θεῷ· ὅθεν τὴν ψυχήν μου, Γεώργιε παμμάκαρ, ἠθῶν τῇ γεωργίᾳ, ἤδη νεούργησον.






Ὁ Προφήτης Σαμέας

Ὁ Ἅγιος Σαμέας εἶναι ἕνας ἐκ τῶν Προφητῶν ποὺ ἔζησε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὸ βιβλίο του, ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ τὸ Β’ Παραλειπομένων (βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης), χάθηκε.
Ὁ Προφήτης Σαμέας ἐμπόδισε τὸν Ροβοάμ, υἱὸ τοῦ Σολομώντα, νὰ κινήσει πόλεμο κατὰ τῶν δώδεκα φυλῶν γιὰ τὴν ἀποστασία αὐτῶν.






Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανός, Βασίλισσα, Κέλσιος, Ἀναστάσιος καὶ Ἀντώνιος οἱ Μάρτυρες

Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ διέμενε στὴν Ἀντινοούπολη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαρκιανοῦ, ἡγεμόνα τῆς Ἀντινοουπόλεως τῆς Αἰγύπτου. Νυμφεύθηκε τὴν Ἁγία Βασίλισσα ἀλλὰ στὴν συνέχεια ἔγιναν καὶ οἱ δύο Μοναχοί. Ὁ Ἅγιος ἔγινε Ἡγούμενος στὴ Μονὴ ποὺ μόναζε καὶ εἶχε ὑπὸ τὴν Πνευματική του φροντίδα δύο χιλιάδες Μοναχούς, ποὺ αὐξήθηκαν λόγω τοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς παραμονῆς στὴ Μονὴ πολλῶν Ἐπισκόπων καὶ Μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν ἐκεῖ γιὰ νὰ σωθοῦν. Ὁ Μαρκιανός, ὅταν ἔμαθε γι’ αὐτό, ἔκαψε τὴν Μονὴ καὶ συνέλαβε τὸν Ἅγιο Ἰουλιανό.

Ὑποβλήθηκε σὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Τὸν ξάπλωσαν στὸ ἔδαφος καὶ τὸν κτυποῦσαν ἀλύπητα. Ἔπειτα τὸν περιτύλιξαν μὲ σιδερένια δεσμὰ καὶ τοῦ συνέτριψαν τὰ ὀστά. Ὅταν ἕνας ὑπηρέτης, ποὺ εἶχε χάσει τὸ ἕνα του μάτι, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὸν Μάρτυρα, τὸν ὑπηρέτη αὐτὸν τὸν ἀποκεφάλισαν. Στὸν Χριστὸ ἐπίσης πίστεψαν, ὁ υἱὸς τοῦ ἡγεμόνα, Κέλσιος μαζὶ μὲ εἴκοσι δεσμοφύλακες, ἐπειδὴ εἶδαν ἕναν νεκρὸ ποὺ ἀναστήθηκε μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου. Ἔπειτα τὸν ἔριξαν μέσα σὲ πυρακτωμένο λέβητα. Συγχρόνως ἔριξαν μέσα στὸν λέβητα καὶ τὰ ἑπτὰ παιδιὰ τοῦ ἄρχοντα, τὰ ὁποία ἤδη εἶχαν πιστέψει στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἱερέα Ἀντώνιο, καθὼς καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε ἀναστηθεῖ μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἰουλιανοῦ, τὸν Ἀναστάσιο. Ἐπειδὴ ὅμως, μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, ὅλοι τους βγῆκαν ἀπὸ τὸ λέβητα χωρὶς νὰ ἔχουν πάθει τὸ παραμικρό, πίστεψαν πολλοὶ στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Κελσίου.

Ἀκολούθως ὁδήγησαν τοῦ Ἁγίους ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα. Ἀμέσως ὅμως, μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχή τους, τὰ εἴδωλα ποὺ ἦταν μέσα στὸ ναὸ ἔγιναν κομμάτια καὶ ὁ ναὸς κατακλύσθηκε ἀπὸ τὰ νερά. Στὴ συνέχεια ἔβαλαν τοὺς Ἁγίους, μὲ δεμένα τὰ ἄκρα τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν τους, ἐπάνω σὲ δεμάτια παπύρων. Τὰ δεμάτια αὐτὰ εἶχαν καταβρέξει μὲ λάδι καὶ τοὺς ἔβαλαν φωτιά. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ φωτιὰ δὲν προξένησε στοὺς Ἁγίους καμία ζημιά, οἱ δήμιοι ἔγδαραν τὶς τίμιες κεφαλὲς τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ τοῦ Κελσίου, τοῦ δὲ Ἀντωνίου τοῦ ἔβγαλαν τὰ μάτια μὲ σιδερένια νύχια, ἐνῶ τὴν μητέρα τοῦ Κελσίου τὴν κρέμασαν.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, παρέδωσαν τοὺς Ἁγίους σὲ ἄγρια θηρία. Ἐπειδὴ αὐτοὶ οἱ μακάριοι καὶ ἐδῶ διαφυλάχθηκαν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς, οἱ δήμιοι ἀπέκοψαν τὶς τίμιες κεφαλὲς αὐτῶν. Ἡ σύναξή τους τελεῖται στὸ Μαρτύριο αὐτῶν, ποὺ ἦταν πλησίον τοῦ Φόρου. Ἡ μνήμη τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Ἰουλιανοῦ ἑορτάζεται στὶς 5 Ἰουλίου.






Ὁ Ἅγιος Καρτέριος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Καρτέριος ἦταν ἱερέας καὶ διδάσκαλος τῶν Χριστιανῶν κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ ὅταν ἡγεμόνας Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας ἦταν ὁ Οὐρβανός.

Ὁ Καρτέριος ἀνήγειρε ἕναν οἶκο προσευχῆς. Ἐκεῖ μάζευε τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν καὶ τὰ δίδασκε νὰ λατρεύουν μόνο τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός. Γιὰ τὴ διδασκαλία του αὐτὴ οἱ εἰδωλολάτρες τὸν κατήγγειλαν στὸν ἡγεμόνα. Ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν σύλληψη, θεώρησε καλὸ νὰ κρυφτεῖ. Τότε ἐμφανίστηκε σὲ αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ τοῦ εἶπε: «Πήγαινε, Καρτέριε, καὶ ἐμφανίσου σὲ ἐκείνους ποὺ σὲ ζητοῦν. Ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζί σου. Πρέπει ἐσὺ νὰ πάθεις πολλὰ γιὰ τὸ ὄνομά μου, πολλοὶ ἐξ αἰτίας σου θὰ πιστέψουν σὲ ἐμένα καὶ θὰ σωθοῦν». Ὁ Ἅγιος, ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ Θεῖο ὅραμα, ἔνιωσε ἀπερίγραπτη χαρὰ καί, ἀφοῦ ἀνέπεμψε εὐχαριστία στὸ Θεό, πῆγε καὶ παρουσιάσθηκε στοὺς διῶκτες του.

Ἀμέσως τότε τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ἔπειτα τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ θυσιάσει στὸ εἴδωλο τοῦ ψεύτικου θεοῦ Σαράπη. Ὁ Ἅγιος ὅμως, μὲ τὴν προσευχή του, συνέτριψε τὸ ἄγαλμα αὐτό. Τότε δόθηκε ἐντολὴ σὲ δέκα ἕξι στρατιῶτες νὰ τὸν χτυπήσουν ἀλύπητα μὲ ραβδιά. Καταπάνω του ἔπεσαν καὶ τέσσερις ἄλλοι δήμιοι καὶ τὸν βασάνισαν. Στὴν συνέχεια τὸν κρέμασαν σ’ ἕνα δένδρο καὶ μὲ ξυράφι τοῦ ἀφαίρεσαν τὰ νύχια τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν του. Ἔπειτα τοῦ καταξέσχισαν μὲ σιδερένια νύχια ὅλο του τὸ σῶμα. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν ἐμφάνιση Ἀγγέλου, ποὺ εἶχε ἀποσταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο, ξεπέρασε τὰ βάσανα καὶ οἱ πληγὲς τοῦ σώματός του θεραπεύθηκαν.

Τὰ φρικτὰ βασανιστήρια συνεχίσθηκαν. Τοῦ τρύπησαν μὲ σίδερο μυτερὸ τοὺς ἀστραγάλους καὶ μὲ πυρακτωμένο ὑνὶ ἀλετριοῦ τοῦ κτύπησαν τὸ στῆθος, μετὰ τὸν ἔβαλαν νὰ καθίσει σὲ πυρακτωμένο σιδερένιο τηγάνι καὶ ἔπειτα τὸν ἔριξαν σὲ σκληρὰ δεσμά.

Τὴ νύχτα, ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος τὸν θεράπευσε, τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὸν ἔβαλε νὰ σταθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν θύρα τῆς φυλακῆς. Τότε πολλοὶ ποὺ τὸν εἶδαν ὑγιῆ πῆγαν κοντά του, βαπτίζονταν καὶ θεραπεύονταν ἀπὸ ἀσθένειες ποὺ τοὺς βασάνιζαν.

Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ὑπέβαλαν τὸν Ἅγιο καὶ σὲ ἄλλα, ἀκόμη πιὸ σκληρὰ βασανιστήρια. Τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα σὲ ὀγκόλιθους, τὸν κτυποῦσαν μὲ ραβδιὰ στὴν κοιλιὰ καὶ τὸν κατέκαψαν ρίχνοντας ἐπιπλέον θειάφι καὶ πίσσα στὶς πληγές του. Καὶ τὰ μαρτύρια συνεχίζονταν. Ὁ Ἅγιος δοξολογώντας τὸ Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔμεινε ἀλώβητος.
Κάποιος ὅμως ἀπὸ τοὺς παρευρισκομένους ἐκεῖ Ἰουδαίους, ἐξοργίσθηκε πάρα πολύ, γιατί ὁ Ἅγιος μετὰ ἀπὸ κάθε βασανιστήριο διασωζόταν. Σήκωσε, λοιπόν, τὸ δόρυ του, κτύπησε μὲ μανία τὸν Ἅγιο στὴν πλευρὰ καὶ τοῦ ἐπέφερε τὸν θάνατο. Ἀπὸ τὴν πληγὴ ποὺ ἄνοιξε τὸ κτύπημα τοῦ δόρατος στὸν Ἅγιο, ἔτρεξε πρῶτα νερὸ καὶ μάλιστα τόσο πολύ, ποὺ ἔσβησε καὶ τὴν ἴδια τὴ φωτιὰ τῆς καμίνου, στὴν ὁποία τὸν εἶχαν ρίξει. Ὕστερα ὅμως ἔτρεξε αἷμα καὶ ὁ Ἅγιος Καρτέριος, ποὺ τόσο καρτερικὰ ὑπέμεινε τὰ βάσανα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, παράδωσε τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.






Οἱ Ἅγιοι Θεόφιλος καὶ Ἑλλάδιος οἱ Μάρτυρες
Image
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἦταν Λίβυοι στὴν καταγωγή. Ἐπειδὴ διακήρυτταν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό, συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἀνθύπατο. Δὲν δείλιασαν ὅμως καθόλου ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντα, ἀλλὰ παρέμειναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ βασανίστηκαν σκληρά. Πρῶτα τοὺς καταξέσχισαν τὸ σῶμα μὲ αἰχμηρὰ σιδερένια ὄργανα καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν, τοὺς κατέκαψαν μὲ φωτιὰ καὶ πυρακτωμένα σίδερα. Ἔτσι μαρτύρησαν καὶ ἔλαβαν τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.






Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴ Σεβαστεία τῆς Ἀρμενίας, ὅπου καὶ ἔλαβε τὴν ἐκπαίδευσή του. Στὴ συνέχεια ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔγινε ἱερέας. Ἡ φιλοπονία, ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ φιλοτιμία του ἦταν μεγάλη.

Περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 406 μ.Χ., ἐξελέγη Πατριάρχης, διαδεχθεῖς τὸν κοιμηθέντα Πατριάρχη Ἀρσάκιο. Ἐπὶ τῆς Πατριαρχίας του, τὸ 415 μ.Χ., τελέσθηκαν τὰ ἐγκαίνια τοῦ ἐπανακτισθέντος ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ποὺ πυρπολήθηκε τὸ 404 μ.Χ. κατὰ τὴν ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, λόγω τῆς ἐξορίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Ἅγιος βάπτισε, τὸ 421 μ.Χ., Χριστιανὴ τὴν Ἀθηναΐδα, κόρη τοῦ Ἀθηναίου σοφιστὴ Λεοντίου, ποὺ τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα Εὐδοκία καὶ εὐλόγησε τὸν γάμο της μὲ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Β’.

Ἦταν ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος καὶ ὅλος ὁ κόσμος γνώριζε τὶς ἀγαθοεργίες του, τὴν πλούσια καὶ φιλάνθρωπη διάθεσή του γιὰ τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς πτωχούς. Σὲ ἐπιστολή του δὲ πρὸς τὸν πρεσβύτερο Καλλιόπιο, ποὺ ἦταν ἱερέας στὴ Νίκαια, συνιστᾶ νὰ μὴν γίνονται κατὰ τὶς ἀγαθοεργίες διακρίσεις θρησκευτικῶν φρονημάτων, ἀλλὰ ἡ βοήθεια νὰ δίδεται πρὸς ὅλους ἀνεξαίρετα. Χάρη στὴν πολλή του ἀγάπη καὶ μετριοπάθεια πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπανέρχονταν στὴν Ὀρθοδοξία.

Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Συνάδων Θεοδόσιο, ὁ ὁποῖος κατεδίωκε τοὺς ὀπαδοὺς τῆς αἵρεσης τοῦ Μακεδόνιου, ποὺ εἶχαν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀγαπητό. Ὁ Θεοδόσιος θέλοντας νὰ ἐντείνει τὸν διωγμὸ κατὰ τῶν αἱρετικῶν ζήτησε ἀπ’ εὐθείας τὴν βοήθεια τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ αὐτοκράτορας, ποὺ γνώριζε τὴν σύνεση καὶ μετριοπάθεια τοῦ Πατριάρχη, συνεχῶς ἀνέβαλλε, ὁ δὲ Θεοδόσιος ἐπέμενε. Ὅμως οἱ μετριοπαθεῖς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχη καὶ ἡ προσευχή του ἔφεραν τοὺς καρπούς τους. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀγαπητὸς καὶ ὅλο τὸ ποίμνιό του προσῆλθε στὴν Ὀρθοδοξία μὲ μόνη ἀπαίτηση νὰ μείνει ὑπὸ τὴν ποιμαντορία τοῦ Ἀγαπητοῦ. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, ἀφοῦ οἱ Κανόνες δὲν ἐπιτρέπουν τὴν συνύπαρξη δύο Ἐπισκόπων στὴν ἴδια Ἐπισκοπή, ἔπρεπε νὰ θυσιασθεῖ ὁ Θεοδόσιος. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς εἶχε φήμη φιλοχρήματου καὶ πλεονέκτη, ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς δὲν δίστασε. Κατέστησε τὸν Ἀγαπητὸ Ἐπίσκοπο Συνάδων καὶ παρακάλεσε τὸν Θεοδόσιο νὰ ἐφησυχάσει.

Ὅμως, ὁ λαὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐξακολουθεῖ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου νὰ ταράσσεται γιὰ τὴ διαγραφὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὰ Δίπτυχα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἡ διαγραφὴ αὐτὴ εἶχε γίνει μὲ βάση τὴν καταδίκη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὑπὸ τῆς Συνόδου τῆς Δρυὸς καὶ ἑπομένως τὸ ὄνομά του ἔμενε ἀμνημόνευτο. Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς τερμάτισε τὸ ζήτημα αὐτὸ καὶ ἐνέγραψε τὸ ἔτος 422 μ.Χ., τὸν Μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, στὰ Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Σὲ αὐτὸ βέβαια εἶχε προηγηθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας ἤδη ἀπὸ τὸ 413 μ.Χ., ποῦ δὲν ἀνέχθηκε, καὶ δικαίως, τὴν τόσο ἄδικη ὕβρη πρὸς τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.

Ὁ Ἅγιος Ἀττικός, παρὰ τὴν μετριοπάθειά του, ἐπέδειξε πολὺ αὐστηρὴ συμπεριφορὰ πρὸς τὴν αἵρεση τῶν Μασσαλιανῶν, ποὺ διατηροῦσαν μοναχικὰ συγκροτήματα στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὴν Συρία, καὶ αὐτοσεμνύνονταν ὅτι πραγματοποιοῦσαν τὴν ἠθικὴ τελειότητα χωρὶς νὰ χρειάζεται ὁ Νόμος. Ἔφθασαν καὶ μέχρι τοῦ νὰ περιφρονοῦν τὴν ἐργασία καὶ νὰ ζοῦν ἀπὸ ἐλεημοσύνες λέγοντας ὅτι ἔχουν συστηματικὰ ἀξιωθεῖ θείων ὁράσεων καὶ καταφρονοῦντες τὰ ἱερὰ μυστήρια καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 425 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Κύρος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Κύρος ἦταν μοναχὸς σὲ κάποιο μοναστήρι τοῦ Πόντου ἀπέναντι τῆς Ἀμάστριδος. Ἐκεῖ τὸν συνάντησε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ὁ Β’ (685 – 695, 705 – 711 μ.Χ.), τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος βεβαίωσε προφητικὰ ὅτι θὰ ἀνακτήσει τὸν θρόνο. Ὅταν αὐτὸ συνέβη πραγματικὰ ὁ αὐτοκράτορας θυμήθηκε τοὺς προφητικοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν κάλεσε, τὸ ἔτος 705 μ.Χ., στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο.

Κατὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἐξακολούθησαν νὰ ταράσσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ κράτος ἡ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ποὺ εἶχε καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 451 μ.Χ. καὶ ἡ αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ποὺ εἶχε καταδικασθεῖ στὴν ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρέσεων αὐτῶν, ἦταν πολλοὶ στὴν Συρία, στὴν Αἴγυπτο, στὴ Μεσοποταμία, τὴν Ἀρμενία, τὴν Περσία καὶ βοήθησαν τοὺς Ἄραβες στὴν κατάκτηση τῶν χωρῶν αὐτῶν καὶ τὴν ἀπόσπασή τους ἀπὸ τὸ Βυζάντιο.
Ὁ Πατριάρχης Κύρος κατεδίκασε τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὶς κακοδοξίες τους. Ἔτσι, τὸ 711 μ.Χ., ὅταν ὁ Φιλιππικὸς κατέλαβε τὸ βασιλικὸ θρόνο, ζήτησε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη νὰ καταδικάσει τὶς ἀποφάσεις τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ἅγιος Κύρος μάταια προσπάθησε νὰ προλάβει τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐκείνη ἀσέβεια, ἀλλὰ καὶ μάταια ἀπέβη ἡ προσπάθεια τοῦ ἐκβιασμοῦ του. Ἀντιστάθηκε καὶ πρὸς τὴν αὐτοκρατορικὴ παραγγελία καὶ πρὸς τὶς πιέσεις καὶ ἀπειλές. Ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποφασίσει νὰ ἐκτελέσει τὸ δυσσεβὲς σχέδιό του, τὸν ἐκθρόνισε καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ Μονὴ τῆς Χώρας, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ σεβάσμια μονὴ τῆς Χώρας καὶ στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἐὰν συνέπιπτε ἡ μνήμη του ἡμέρα Κυριακή.






Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον πολύπειρους καὶ μεγάλους ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Τὰ πατερικὰ ἀποφθέγματά του βρίσκονται στὸ Γεροντικό. Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρεται στὸ Γεροντικό, κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς ἐρήμου φώναξε μία μέρα τὸν νεαρὸ ἀκόμη μοναχὸ Ἀγάθωνα «Ἀββᾶ». Ἕνας ἄλλος ποὺ τὸν ἄκουσε τὸν ρώτησε: Ἀπὸ τώρα τὸν ἔκανες «Ἀββᾶ»; Δὲν τὸν ἔκανα ἐγώ, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, μὰ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του.






Ὁ Ἅγιος Σεβερίνος
Στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Δουνάβεως, στὰ σύνορα τῆς Πανονίας καὶ τῆς Νορικῆς (σημερινῆς Αὐστρίας), βρίσκεται ἡ πόλη Ἀστούρα. Στὴ θύρα τῆς Ἐκκλησίας τῆς πόλεως, ἐμφανίστηκε περὶ τὸ 454 μ.Χ. ἕνας ἄγνωστος μοναχὸς ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Ὁ μοναχὸς ἐγκαταστάθηκε στὶς πύλες τοῦ ναοῦ. Μερικὲς μέρες μετά, ἄρχισε νὰ διατρέχει τὴν πόλη καὶ νὰ προειδοποιεῖ ὅτι οἱ βάρβαροι ἑτοιμάζονται γιὰ πολιορκία καὶ ὅτι πρέπει ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ νὰ συναχθοῦν, γιὰ νὰ παρακαλέσουν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία τους. Οἱ Χριστιανοὶ δὲν πίστεψαν στὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Σεβερίνου. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ κατέφυγε στὴν κοντινὴ πόλη Κομαγένη. Ἐγκαταστάθηκε καὶ πάλι στὶς θύρες τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ προφητικό του κήρυγμα, ὅπου ἔφθασε ἕνας γέροντας ἀπὸ τὴν Ἀστούρα καὶ ἀνήγγειλε τὴν κατάληψή της. Τότε, ὅπως καὶ παλιὰ μὲ τοὺς Νινευΐτες, οἱ Χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ μετανοοῦν καὶ νὰ ζητοῦν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Σὲ τρεῖς μέρες ἕνας δυνατὸς σεισμὸς ἔσπειρε τὸν πανικὸ στοὺς εἰσβολεῖς, ποὺ ἔντρομοι ἐτράπησαν σὲ φυγή, ἐγκαταλείποντας τὴν πόλη ἐλεύθερη. Ὁ Ἅγιος Σεβερίνος συνέχισε τὸ προφητικό του ἔργο στὴν πόλη Φαβιάνα καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση αὐτῆς ἀποσύρθηκε σὲ τόπο ἔρημο καὶ ἡσυχαστικό, γιὰ νὰ ζήσει κατὰ Χριστόν.

Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου τοῦ προσείλκυσε κοντά του πολλοὺς μοναχοὺς Χριστιανοὺς καὶ Ἐθνικούς. Τοὺς δίδασκε μὲ τὸν βίο του τὴ νηπτικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀποταγὴ ἀπὸ τὸ θέλημά τους, τὸ μυστήριο τῆς εὐσέβειας στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τοὺς πάσχοντες καὶ ἰδιαίτερα τοὺς αἰχμάλωτους ἀπὸ τὶς βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς καὶ τοὺς πτωχούς, ἦταν μεγάλη.

Ἐπὶ τριάντα συνεχὴ ἔτη ὁ Ἅγιος Σεβερίνος καὶ οἱ ὑποτακτικοί του ἐργάσθηκαν Εὐαγγελικὰ καὶ γιὰ τὴ μεταμόρφωση ἐν Χριστῷ τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων αὐτῶν, γενόμενοι ἔτσι φωτιστὲς τῆς Αὐστρίας.
Ὅταν ἡ Ἐκκλησία τὸν κάλεσε νὰ χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Λίγα χρόνια ἀργότερα οἱ βάρβαροι πολιόρκησαν τὴ μονή. Οἱ μοναχοὶ προσπαθώντας νὰ μεταφέρουν ὅτι πολύτιμο ὑπῆρχε στὸ μοναστήρι, πῆραν καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο βρῆκαν ἄφθορο, καὶ τὸ μετέφεραν στὴ Νάπολη.






Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος Κτήτορας καὶ Ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Χώρας
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος γεννήθηκε τὸ ἔτος 477 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ ἐκ γυναικός. Περὶ τὸ 529 μ.Χ., συνοδευόμενος ἀπὸ δυὸ μαθητές του, τὸν Θεόπλαστο καὶ τὸν Τιμόθεο, μετέβη στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Πανάγιο Τάφο.
Ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔκτισε τὴ Μονὴ τῆς Χώρας μὲ δύο παρεκκλήσια ἀφιερωμένα στὸν Ἅγιο Ἄνθιμο Νικομήδειας καὶ τοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες τῆς Σεβαστείας.







Ὁ Ἅγιος Ἀβὼ ὁ Μάρτυρας
Image
Ὁ Ἅγιος Ἀβώ, καταγόταν ἀπὸ τὴν Τυφλίδα τῆς Γεωργίας καὶ μαρτύρησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Μοισίας
Κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ τὸ 1012 μ.Χ. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ Θαυματουργός
Image
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Γρηγόριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τῆς Μεγάλης Λαύρας. Μὲ τὴν ἀκρίβεια τῆς μοναχικῆς του βιοτῆς καὶ τὰ πνευματικὰ παλαίσματα, ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἀξιώθηκε νὰ ἐπιτελεῖ ποικίλα θαύματα στὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἰδιαίτερο χάρισμα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς ἐναντίων τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ποὺ τὰ ἐπιτιμοῦσε καὶ τὰ ἀπομάκρυνε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1093 ἐπὶ ἡγεμόνος Ραστισλάβου.






Ὁ Ὅσιος Μακάριος Μακρής
Ὁ Ὅσιος Μακάριος γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη περὶ τὸ 1383 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐπιφανεῖς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀπολάμβαναν τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐκτιμήσεως. Παραδίδεται ἐπίσης ὅτι ὁ Μακάριος εἶχε Ἑβραϊκὴ καταγωγή, πληροφορία ἡ ὁποία ὡστόσο δὲν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸν βίο του καὶ ὀφείλεται προφανῶς σὲ σύγχυση μὲ τὸν Μακάριο Ξανθόπουλο τὸν «ἐξ Ἰουδαίων», ποὺ μνημονεύεται ἀπὸ τὸν Σφραντζῆ. Στὴ χειρόγραφη παράδοση τῶν ἔργων του, χρησιμοποιεῖται ἐπίσης καὶ ἡ προσωνυμία Ἀσπρόφρυς, ἡ ὁποία πρέπει νὰ θεωρηθεῖ μᾶλλον ὡς κάποιο οἰκογενειακὸ ἢ προσωπικὸ προσωνύμιο.

Ὁ Μακάριος ἔλαβε ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία τὴν ἀπαιτούμενη μόρφωση. Ὁ ἀνώνυμος βιογράφος του ὑπογραμμίζει ὅτι σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν τὸ μοναδικὸ ἀντιστάθμισμα στὴ μοναχική του κλίση ἦταν «ὁ ἔρως τῶν μαθημάτων», ἀλλά, ἐντέλει, σὲ ἡλικία δέκα ὀκτῶ ἐτῶν (περὶ τὸ 1401), λίγο μετὰ τὸ θάνατο τῆς μητέρας του, πραγματοποίησε τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἀναχωρήσει γιὰ τὸν Ἄθω καὶ νὰ μονάσει στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου, κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση ἐνὸς θεοφόρου γέροντος, τοῦ Ἀρμενόπουλου, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκειρε μοναχό. Ὁ Μακάριος παρέμεινε ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντός του γιὰ μία περίοδο δέκα ἐτῶν, κατὰ τὴν ὁποία χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος, ἐνῶ ταυτόχρονα ἀπέκτησε, μαζὶ μὲ τὶς μοναχικὲς ἀρετές, καὶ εὐρύτατη ἐγκύκλια μόρφωση.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ γέροντός του, ὁ Μακάριος κατέστη ὑποτακτικὸς ἐνὸς ἄλλου ἁγίου ἀσκητοῦ, τοῦ Δαυΐδ, ποὺ συνδεόταν φιλικὰ καὶ μὲ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγο (1391 – 1425). Μέσω τοῦ Δαυΐδ γνώρισε ὁ Μανουὴλ Β’ τὸν Ἅγιο Μακάριο καὶ ἀντάλλασε μαζί του ἐπιστολές.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ὁ Ἅγιος Μακάριος μετέβη στὴ Θεσσαλονίκη, κατόπιν παροτρύνσεως τοῦ γέροντός του, γιὰ νὰ διευθετήσει τὸ ζήτημα τῆς πατρικῆς του περιουσίας καὶ στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὸν Ἄθω, ὅπου συνέχισε τὸν ἀσκητικό του ἀγώνα, ἔχοντας ὡς ὑπόδειγμά του τὸν αὐστηρὸ ἀναχωρητισμὸ τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλυβίτου καὶ παραμένοντας ἔνθερμος ὀπαδὸς τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ ἀσκητικὸ περιβάλλον ὁ Ἅγιος Μακάριος, ἀκολουθώντας ἕναν αὐστηρὸ ἡσυχαστικὸ βίο, ἀξιώθηκε τῆς θέας τοῦ θείου φωτός, ὅπως ἀποκαλύπτει ὁ βιογράφος του.

Περὶ τὸ 1419 ὁ Ἅγιος Μακάριος προσεκλήθη μαζὶ μὲ τὸν Πνευματικό του Πατέρα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου παρέμεινε γιὰ ἕνα σύντομο χρονικὸ διάστημα δύο ἐτῶν, ἐνῶ στὴ συνέχεια ἐπέστρεψαν καὶ οἱ δύο στὴν προσφιλή τους ἡσυχία, ποὺ βίωναν μὲ θαυμαστὸ τρόπο στὴν Ἀθωνικὴ πολιτεία. Ὡστόσο, περὶ τὰ τέλη τοῦ 1421 ἣ ἀρχὲς τοῦ 1422, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέροντός του, ὁ Μακάριος προσκλήθηκε πάλι στὴ Βασιλεύουσα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ καὶ ἐγκαταβίωσε ἀρχικὰ στὴ Μονὴ Χαρσιανίτου, ὅπου μόναζε ἐκείνη τὴν περίοδο καὶ ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος «ὁ διαφανὴς ἀστὴρ καὶ διαπρύσιος τέττιξ, ὁ καὶ λόγῳ καὶ πράξει καὶ θεωρίᾳ τοὺς κατ’ αὐτὸν ὑπερβαλὼν ἤδη, φημὶ δὴ τὸν τῆς πόλεως ὀφθαλμὸν καὶ κοινὸν διδάσκαλον». Ἐκείνη τὴν περίοδο ὁ Ἰωσὴφ ἐξεφώνησε κατ’ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα τὶς περίφημες 21 Ὁμιλίες του περὶ Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Ἅγιος Μακάριος, ὁ ὁποῖος τὸν γνώριζε ἀπὸ πρίν, συνδέθηκε μαζί του καὶ διακατεχόταν ἀπὸ αἰσθήματα σεβασμοῦ καὶ θαυμασμοῦ πρὸς τὸ πρόσωπό του.

Ἡ αὐτοκρατορικὴ πρόταση νὰ ἀναλάβει τὴν Ἡγουμενία τῆς περίφημης Μονῆς Στουδίου, τὸν βρῆκε ὅμως ἀντίθετο. Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἀρνήθηκε τὴν προβολή του στὴν Ἡγουμενία τῆς Μονῆς καὶ ἀναχώρησε πάλι γιὰ τὸ Ἅγιο Ὄρος, ὅπου «περιενόστει τὰς τῶν ἀναχωρητῶν πλησίον τοῦ Ἄθω καλύβας».

Μετὰ τὴν παρέλευση μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος, ὁ αὐτοκράτορας Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγος, μὲ ἐπιστολές του τὸν ἀνακάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μετὰ ἀπὸ ὀλιγόμηνη παραμονή του στὴ Μονὴ Χαρσιανίτου, ἐξελέγη ὕστερα ἀπὸ τὴν πρόταση τοῦ Γεωργίου Σφραντζῆ, Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Παντοκράτορος, ἡ ὁποία διήνυε μιὰ ἄσχημη οἰκονομικὴ περίοδο.

Ὡς Ἡγούμενος ὁ Ἅγιος Μακάριος κατέβαλε κάθε δυνατὴ προσπάθεια γιὰ τὴν Πνευματικὴ ἄνθηση καὶ ὑλικὴ εὐημερία τῆς Μονῆς του. Αὐτὴ τὴν περίοδο, ὕστερα ἀπὸ δικές του ἐνέργειες, ἡ Μονὴ ἐνισχύθηκε οἰκονομικὰ ἀπὸ τὸ Σέρβο κράλη Στέφανο καὶ τέθηκε ὑπὸ τὴν κηδεμονία τοῦ Ἕλληνα Μητροπολίτη Ρωσίας Φωτίου, ἐνῶ σύντομα συγκεντρώθηκε γύρω του μία ἀξιόλογη συνοδεία ἀπὸ δώδεκα Μοναχούς.

Ταυτοχρόνως ὁ Ἅγιος Μακάριος κατέστη καὶ Πνευματικὸς τοῦ αὐτοκράτορος, ὁ ὁποῖος τὸν διόρισε στὸ ἀξίωμα τοῦ Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου.

Ἰδιαίτερη σπουδὴ ἐπέδειξε ὁ Ἅγιος καὶ στὰ σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς του, διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικὸ ρόλο. Συμμετεῖχε ἐνεργὰ καὶ διακρίθηκε κατὰ τὴν τοπικὴ Σύνοδο ποὺ συγκροτήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1426 καὶ 1429 στὴν Κωνσταντινούπολη, μετὰ τὴν ἐπίσκεψη πρεσβείας ἀπὸ τὴ Βοημία περὶ τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καὶ ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων.

Περὶ τὰ τέλη τοῦ 1429 ὁ Μακάριος ἀπεστάλη ὡς ἐπικεφαλῆς τριμελοῦς πρεσβείας στὸν Πάπα Μαρτίνο Ε’ στὴ Ρώμη, ἀνώπιον τοῦ ὁποίου ὑπερασπίσθηκε τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐπρόκειτο νὰ συμμετάσχει καὶ σὲ μία ἀκόμη πρεσβεία, τὴν τέταρτη κατὰ σειρὰ αὐτῆς τῆς περιόδου, ἀλλὰ τὴ σχεδιαζόμενη ἀποστολή του, ποὺ ἀφοροῦσε στὴ ρύθμιση τοῦ τόπου ὅπου θὰ συνερχόταν μία πιθανὴ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀπέτρεψε ἡ αἰφνίδια ἀσθένειά του, ποὺ τὸν ἀνάγκασε νὰ μεταβεῖ στὴ Χάλκη.

Ὁ Ἅγιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1430 μετὰ ἀπὸ λοιμικὴ νόσο στὴ νῆσο Χάλκη καὶ τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴ Μονὴ Παντοκράτορος στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἰδιαίτερα ἀξιόλογο εἶναι τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Μακαρίου, γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς παρέχει ἀρκετὲς πληροφορίες ὁ βίος του. Σήμερα στὴ γραφίδα τοῦ Ἁγίου Μακαρίου ἀποδίδονται ἀρκετὰ ἔργα, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ περισσότερα ἔχουν ἁγιολογικὸ περιεχόμενο.







Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ 72 Μάρτυρες
Image
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἦταν πρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Λατίνους, στὴν πόλη Γιοῦρεβ τῆς Ἐσθονίας, μαζὶ μὲ ἄλλους 72 Χριστιανούς, τὸ ἔτος 1472.






Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Ἔγκλειστος
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία. Ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τῆς Μεγάλης Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἐκ Ρωσίας
Image
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος διετέλεσε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἁγίας Σκέπης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1609.






Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας
Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἀσκήτεψε στὴν Μονὴ τοῦ Βάλαμο τῆς Φιλανδίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1914.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue Jan 06, 2015 12:59 am

9 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ὁ Μάρτυρας
Image
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πολύευκτος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ Οὐαλεριανοῦ (251 – 259 μ.Χ.). Ὅταν κηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ αὐτοὶ διετάχθησαν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν εἰδωλολατρία, ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ποὺ μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστὸ στὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας, ὅπου ἐκτελοῦσε τὰ στρατιωτικά του καθήκοντα.

Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος, χωρὶς νὰ δειλιάσει, διεκήρυξε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ μὲ Πνευματικὴ ἀνδρεία συνέτριψε τὰ εἴδωλα ποὺ λάτρευαν οἱ ἐθνικοί. Οἱ παραινέσεις τοῦ πεθεροῦ του, καθὼς καὶ οἱ θρηνώδεις κραυγὲς τῆς γυναίκας του, δὲν τὸν κλόνισαν καθόλου. Παρέμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία του, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαίωσε καὶ στὸν Μάρτυρα Νέαρχο, τὸν φίλο του, ποὺ φοβόταν μήπως ἀπὸ τὰ βασανιστήρια ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Πολύευκτος μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου ἐτελεῖτο στὸ σεπτὸ ναὸ ποὺ ἀνήγειραν οἱ πιστοὶ στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ποὺ ἔκειτο κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Φιλαδελφίου καὶ τοῦ Ταύρου Κωνσταντινουπόλεως.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μυηθεῖς οὐρανόθεν εὐσεβείας τὴν ἔλλαμψιν, ὤφθης στρατιώτης γενναῖος, τοῦ Σωτῆρος Πολύευκτε· καὶ ξίφει ἐκτμηθεὶς τὴν κεφαλήν, Μαρτύρων ἠριθμήθης τοῖς χοροῖς, μεθ’ ὧν πρέσβευε θεόφρον διὰ παντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρουμένῳ διὰ σοῦ, πᾶσι τὰ κρείττονα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ Σωτῆρος κλίναντος ἐν Ἰορδάνῃ, κεφαλὴν ἐθλάσθησαν, αἱ τῶν δρακόντων κεφαλαί· τοῦ Πολυεύκτου ἡ κάρα δέ, ἀποτμηθεῖσα τὸν δόλιον ᾔσχυνε.

Μεγαλυνάριον.
Πολύευκτον χάριν ἐπιποθῶν, πολύευκτον πίστιν, προσελάβου ὡς νουνεχής· ὅθεν πολυεύκτου, τρυφῆς κατηξιώθης, Πολύευκτε τρισμάκαρ, ἀθλήσας ἄριστα.






Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος καταγόταν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Ταρσίας (Ταρσὸς Βιθυνίας στὴ Μικρὰ Ἀσία), ἡ ὁποία ἀνῆκε στὴ μεγάλη διοικητικὴ περιφέρεια τῶν Ὀπτημάτων καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν κωμόπολη ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Βιτζιανὴ καὶ ἔζησε τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς του, Γεώργιος καὶ Μεγεθώ, ἦταν εὐσεβεῖς καὶ εὔποροι. Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ οἱ γονεῖς του φρόντισαν καὶ γιὰ τὴν ἐκπαίδευσή του. Ὅταν συμπλήρωσε τὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του ἡ καρδιά του κυριεύθηκε ἀπὸ Θεῖο ἔρωτα. Τότε ἄφησε τοὺς γονεῖς του καὶ μετέβη στὸν Ὄλυμπο, στὸ Μοναστήρι τοῦ Αὐγάρου, στὸ ὁποῖο μόναζαν οἱ θεῖοι του, ἀπὸ τὴ μητέρα του, Γρηγόριος καὶ Βασίλειος. Ἐκεῖ λοιπόν, ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τοὺς θείους του καὶ ἀκολούθησε καὶ αὐτὸς τὴν ἐπίπονη καὶ σκληρὴ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ.

Ὁ Ὅσιος καθημερινὰ διακονοῦσε τοὺς πάντες μὲ πρόθυμη καρδιὰ καὶ ταπεινὸ φρόνημα. Δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ τίποτε ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου. Δὲν εἶχε τίποτε στὴν κατοχή του, παρὰ μόνο ἕνα τρίχινο ἔνδυμα καὶ ἕνα ὕφασμα ἀπὸ μαλλὶ προβάτου. Δὲν εἶχε οὔτε τόπο ὁρισμένο γιὰ νὰ κοιμᾶται. Λένε μάλιστα, ὅτι ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε μοναχός, στὰ ἑβδομήντα πέντε τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου, δὲν κοιμήθηκε ποτὲ ὕπτιος ἢ μὲ τὸ ἀριστερὸ πλευρό.

Ὅταν πέθαναν οἱ πρὸ αὐτοῦ ἡγούμενοι τῆς μονῆς, οἱ πατέρες ἐμπιστεύθηκαν στὸν Ὅσιο τὴ διοίκηση τῆς μονῆς καὶ τὸν ἀνέδειξαν ἡγούμενο.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἐπέστρεψε νικητὴς ἀπὸ τὸν πόλεμο κατὰ τῶν Βουλγάρων, ὁ εἰκονομάχος Λέων ὁ Ε’ (813 – 820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἀνέτρεψε τὸν εὐσεβέστατο αὐτοκράτορα Μιχαήλ. Ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας ἄρχισε νὰ φουντώνει. Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος, μετὰ ἀπὸ προτροπὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωαννικίου τοῦ Μεγάλου († 4 Νοεμβρίου), ἄφησε τὴ Μονὴ καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του. Μόλις ὅμως ἔγινε ἡ ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὁ Ὅσιος ἐπανῆλθε στὸ μοναστήρι του. Ἡ μέρα περνοῦσε μὲ Πνευματικὰ γυμνάσματα καὶ ἄσκηση καὶ ἡ νύκτα μὲ ἀγρυπνίες καὶ γονυκλισίες. Ἡ μονολόγιστη ἐλπίδα, ἡ εὐχὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἦταν στὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη του. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.

Ὁ Ἅγιος προεῖδε, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸ θάνατό του. Λίγο πρὶν ἀπέλθει ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, κάλεσε τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς εἶπε : «Ἀδελφοί, ὁ χρόνος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μου ἔφθασε στὸ τέλος του. Λοιπόν, τέκνα μου ἀγαπητά, νὰ φυλάξετε τὴν παρακαταθήκη ποὺ παραλάβατε, γιατί τὰ πράγματα τῆς παρούσας ζωῆς εἶναι πρόσκαιρα καὶ μάταια, ἐνῶ τῆς μέλλουσας ζωῆς εἶναι ἄφθαρτα καὶ αἰώνια». Μόλις τελείωσε τὰ σύντομα αὐτὰ λόγια, τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ἔπειτα, ἀφοῦ ὕψωσε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, εἶπε, «Κύριε, εἰς τὰς χείρας σου παραδίδω τὸ πνεῦμά μου».
Ἔτσι ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία 95 ἐτῶν.






Οἱ Ὅσιοι Βασίλειος καὶ Γρηγόριος οἱ Θαυματουργοί
Οἱ Ὅσιοι Βασίλειος καὶ Γρηγόριος ἦταν θεῖοι τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου καὶ ἔζησαν τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ τῶν Αὐγάρων. Καὶ οἱ δυὸ ἀξιώθηκαν νὰ λάβουν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Πέτρος Ἐπίσκοπος Σεβαστείας
Ὁ Ἅγιος Πέτρος γεννήθηκε στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας τὸ 349 μ.Χ. Ὁ πατέρας του Βασίλειος, ἦταν ρήτορας, ἐγκατεστημένος στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ ἦταν υἱὸς τῆς Μακρίνης, ἡ ὁποία ὑπέστη πολλὰ μετὰ τοῦ συζύγου της κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμίνου γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.

Ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Πέτρου ὀνομαζόταν Ἐμμέλεια, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἦταν θυγατέρα Μάρτυρος, εὐλαβέστατη καὶ πολὺ φιλάνθρωπη. Ἀπὸ τὸν γάμο της μὲ τὸν Βασίλειο γεννήθηκαν ἐννέα παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ τέσσερα ἦταν ἀγόρια. Τὸ πρωτότοκο παιδί τους ἦταν ἡ Μακρίνα ἡ ὁποία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μνηστήρα της, ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση. Πρὸ τοῦ Πέτρου γεννήθηκε ἡ Θεοσεβία. Ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀγόρια, τρεῖς ἔγιναν Ἐπίσκοποι, ὁ Βασίλειος στὴν Καισάρεια, ὁ Γρηγόριος στὴ Νύσσα καὶ ὁ Πέτρος στὴ Σεβαστεία. Ὁ Ναυκράτιος πέθανε νέος, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς ποὺ ἵδρυσε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος τὸ ἔτος 370 μ.Χ. τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο καὶ τὸ 380 μ.Χ., Ἐπίσκοπο Σεβαστείας τῆς Μ. Ἀρμενίας. Ἔλαβε μέρος στὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 392 μ.Χ.







Ἡ Ἁγία Ἀντωνίνα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Ἀντωνίνα καταγόταν ἀπὸ τὴν Νικομήδεια καὶ τελειώθηκε στὴ θάλασσα.






Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ στὰ Μηναῖα. Μνημονεύεται στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα Γ’ 24 φ. 112α, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι μαρτύρησε σὲ στάδιο ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες.






Ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς Ἡγούμενος Καντουαρίας
Ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ καὶ ἔγινε Ἡγούμενος τῆς μονῆς Νερίντα, ποὺ ἦταν στὴ Νεάπολη τῆς Ἰταλίας. Ὁ Πάπας Βιταλιανὸς (657 – 672 μ.Χ.) τοῦ πρότεινε δύο φορὲς νὰ ἀναλάβει τὴ χηρεύουσα Ἀρχιεπισκοπὴ Καντουαρίας, δὲ διαδοχὴ τοῦ Θεοδοσίου, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀρνήθηκε καὶ ὑπέδειξε ὡς κατάλληλο πρόσωπο τὸν Ἕλληνα μοναχὸ Θεόδωρο ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας († 19 Σεπτεμβρίου). Ὁ Πάπας συμφώνησε ὑπὸ τὸν ὄρο ὅτι ὁ Ἅγιος θὰ μετέβαινε μὲ τὸν Θεόδωρο στὴ Βρετανία ὡς συνεργάτης αὐτοῦ.

Ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ, ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς διορίσθηκε ὡς διευθυντὴς τῆς σχολῆς τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου Καντουαρίας καὶ συνετέλεσε στὴν ἀνύψωση τῆς σχολῆς. Προσείλκυσε κοντά του πλῆθος μαθητῶν στοὺς ὁποίους δίδασκε Θεολογία, Ἑλληνικά, Λατινικά, Ποίηση καὶ Ἀστρονομία.
Ὁ Ἅγιος, διακρινόμενος γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν πνευματικότητά του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 710 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Brithwald
Ὁ Ἅγιος Brithwald διαδέχθηκε στὸν θρόνο τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν ἐκ Ταρσοῦ († 19 Σεπτεμβρίου). Ἦταν ἄριστος γνώστης τῶν Γραφῶν καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Καντουαρίας ἀνῆλθε τὸ ἔτος 693 μ.Χ. Ὑπῆρξε καλὸς ποιμένας καὶ κανόνας πίστεως καὶ ἀρετῆς.
Ὁ Ἅγιος Brithwald κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 731 μ.Χ.






Μνήμη Μεγάλου Σεισμοῦ
Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι, τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἔγινε ὁ μεγάλος καὶ φρικωδέστατος σεισμός, στὴν ἀρχὴ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου (867 μ.Χ.), κατὰ τὴν ὁποία κατέπεσε καὶ ὁ μεγάλος τροῦλος τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Στίγματος καὶ τῆς Θεοτόκου τοῦ Φόρου. Τὸ γεγονὸς τοῦ μεγάλου σεισμοῦ ἀναφέρεται καὶ στὸν κώδικα 1578 τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῶν Παρισίων, ἀλλὰ στὶς 10 Ἰανουαρίου.






Ἡ Ἁγία Παρθένα ἡ Ἐδεσσαία
Ἡ Ἁγία Παρθένα καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα τῆς Μακεδονίας καὶ γεννήθηκε περὶ τὸν 14ο αἰώνα. Κατὰ τὸ παρθενικό της ὄνομα εἶχε καὶ τὸ βίο της, ζώντας μὲ ἄσκηση καὶ σεμνότητα.

Κατὰ τὸ ἔτος 1375 ἡ Ἔδεσσα πολιορκήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ οἱ κάτοικοι ἀντέταξαν δυνατὴ ἄμυνα, ἐνισχυόμενοι καὶ ἐνθαρρυνόμενοι ἀπὸ τὸν Ἱερομόναχο Σεραφείμ, ἐφημέριο τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ὁ ἐχθρὸς ἦταν ἄριστα ὀργανωμένος καὶ πολυάριθμος, ἀλλὰ ἀπέκανε καὶ ὡς φαίνεται, ἑτοιμαζόταν νὰ λύσει τὴν πολιορκία.

Ἀλλὰ κατὰ τὴν τελευταία στιγμή, ἕνας ἀπὸ τοὺς προκρίτους τῆς πόλεως, ὀνομαζόμενος Πέτρος (ἡ παράδοση τὸν ὀνομάζει Κὲλλ Πέτρο, δηλαδὴ Κασιδιάρη Πέτρο), ὁ ὁποῖος ἦταν πατέρας τῆς Ἁγίας Παρθένας, πληρώθηκε μὲ μεγάλο χρηματικὸ ποσὸ ἀπὸ τὸν πολιορκητὴ Πασᾶ τῶν Τούρκων καὶ πρόδωσε τὴν πόλη. Οἱ Τοῦρκοι εἰσέβαλαν στὴν Ἔδεσσα, στὶς 26 Δεκεμβρίου 1375, ἀπὸ τὸ νοτιοανατολικὸ μέρος, ὅπου αὐτὸς φρουροῦσε, καὶ ὅπου ἦταν μία ἀπὸ τὶς κυριότερες ἐπάλξεις τῆς πόλεως. Ἀμέσως ἐπιδόθηκαν στὴ σφαγὴ καὶ τὸν ἐξανδραποδισμὸ τῶν κατοίκων, τὶς διαρπαγὲς καὶ τὶς ἀτιμώσεις. Συνέλαβαν τὸν Ἱερομόναχο Σεραφεὶμ καὶ μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια τὸν ἔπνιξαν στὸ μέγα καταρράκτη, ποὺ ἔχει τὸ ὄνομα «ἰτσερὶ Πασᾶ», δηλαδὴ «νερὰ τοῦ Πασᾶ».
Ὁ προδότης Πέτρος, μετὰ τὴ φρικώδη πράξη του καὶ τὴν ἅλωση τῆς πόλεως, ἀρνήθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε Μουσουλμάνος. Δὲν ἀρκοῦσε ὅμως αὐτό. Παρέδωσε στὸν Πασᾶ, ὡς παλλακίδα, τὴ θυγατέρα του Παρθένα, ἀφοῦ προηγουμένως προσπαθοῦσε νὰ τὴν πείσει νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Ἁγία Παρθένα μόλις ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ πατέρα της, ὡς ἄλλη Ἁγία Βαρβάρα, ἔφριξε καὶ ἔλεγξε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν ἄθλιο πατέρα της καὶ ὁμολόγησε ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἀρνηθεῖ τὸ γλυκύτατο ὄνομα τοῦ οὐράνιου Νυμφίου αὐτῆς, Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος, ἀντὶ νὰ συντριβεῖ καὶ νὰ μετανοήσει, ὀργίσθηκε καὶ ἔγινε σὰν θηρίο. Ἄρχισε νὰ κτυπᾶ τὴν Ἁγία μέχρι αἵματος καὶ ἀναισθησίας. Στὴν συνέχει τὴν γύμνωσε καὶ τὴν παρέδωσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων. Οἱ στρατιῶτες τὴν βασάνιζαν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες. Στὸ τέλος, τὴν ὁδήγησαν ὁλόγυμνη σὲ ἕνα λόφο, ὅπου τὴν ἔθαψαν ζωντανή. Ὁ λόφος αὐτὸς ὀνομάζεται μέχρι σήμερα «λόφος τῆς Παρθένου».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, Ἐδέσσης ὤφθης, καὶ ἰσότιμος, κλεινῶν Μαρτύρων, Ἀθληφόρε Παρθένα φερώνυμε· τοῦ γὰρ πατρὸς τὴν κακίαν ἐλέγξασα, ὑπὲρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας· ὅθεν πρέβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ἐδεσσαίων ἡ πόλις, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, Παρθενομάρτυς Παρθένα· χαίρει γάρ, πιστῶς σε θρέψασα ἐν Κυρίῳ, μέλπουσα, τοῦ μαρτυρίου σου τοὺς ἀγῶνας, οὓς διήνυσας ἀνδρείως, ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ πανεύφημε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐδεσσαίων ἡ καλλονή, Παρθένα θεόφρον, νύμφη ἄφθορε τοῦ Χριστοῦ· χαίροις Ὀρθοδόξων, Ἑλλήνων θυμηδία, σεμνὴ Παρθενομάρτυς ἀξιοθαύμαστε.






Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἱερομάρτυρας
Image
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Φίλιππος, κατὰ κόσμο Θεόδωρος Στεπάνοβιτς Κολύσεφ, γεννήθηκε στὴ Ρωσία τὸ ἔτος 1507 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Στέφανο καὶ τὴν Βαρβάρα, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Βαρσανουφία. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν μοναχικὴ πολιτεία καὶ τὸ ἀσκητικὸ ἦθος, ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴ Μονὴ Σολόβκι, στὸν Παγωμένο Ὠκεανό, ὅπου ἄρχισε νὰ διδάσκεται τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ νὰ διέρχεται τὸ βίο του μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Στὴ συνέχεια διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς.

Τὸ ἔτος 1566, ἐπὶ βασιλείας Ἰβὰν Δ’ Βασίλιεβιτς (τοῦ Τρομεροῦ), ἐξελέγη, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Ἀθανασίου (1564 – 1566), Μητροπολίτης Μόσχας, ἀλλὰ ἀπομακρύνθηκε. Ὅταν, τὸ 1565, ὁ Κούρβσκι ἤθελε νὰ ἀνατρέψει τὸ θρόνο τῆς Ρωσίας, ὁ τσάρος Ἰβὰν θεώρησε ὅλους τοὺς ἄρχοντες κρυφοὺς ἐχθρούς του καὶ κατέφυγε στὴν πόλη Ἀλεξάνδροβκ, προτιθέμενος νὰ παραιτηθεῖ τῆς ἐξουσίας. Ἡ ἀγγελία αὐτὴ κατέπληξε τὴ Μόσχα, διότι ἡ ἀναρχία φαινόταν φοβερότερη ἀπὸ τὴν τυραννία, καὶ ὁ λαὸς ζήτησε τὴν ἐπάνοδο τοῦ τσάρου. Ὁ Ἰβὰν ἐπέστρεψε στὴ Μόσχα στὶς 2 Φεβρουαρίου 1565. Τὴν ἑπομένη συνεκάλεσε σύνοδο καὶ ἀποφάσισε τὴ σύσταση τῆς Ὀπρίτσνινα, σωματοφυλακῆς γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ ἴδιου καὶ τῆς ἐπικράτειας. Ἡ σωματοφυλακὴ αὐτὴ ποὺ ἦταν τυφλὸ ὄργανο τοῦ τσάρου, κατατρομοκράτησε τὴ χώρα.

Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ἀρνήθηκε νὰ εὐλογήσει τὸν τσάρο καὶ ἀντιτάχθηκε στὴν βασιλικὴ αὐθαιρεσία καὶ τὶς βδελυρὲς πράξεις μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐκθρονισθεῖ, νὰ ἐγκλειστεῖ στὴ μονὴ Ὀτρὸτς τοῦ Τβὲρ καὶ νὰ δολοφονηθεῖ στὶς 23 Δεκεμβρίου 1569 ἀπὸ ἄνθρωπο τοῦ τσάρου.
Τὸ τίμιο λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο καὶ τὸ ἔτος 1652. Ὁ τσάρος τῆς Ρωσίας Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς τὸ ἐναπέθεσε στὸν καθεδρικὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μόσχας, στὸ Κρεμλίνο.







Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς ὁ Γέροντας
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος Κιέβου, ὅπου κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1902.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

PreviousNext

Return to ΕΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 0 guests