ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Τα πάντα περί Εορτολογίου, Συναξαριστή, Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών...

Moderator: inanm7

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun May 24, 2015 2:01 pm

20 ΜΑΪΟΥ






Ἡ Ἁγία Λυδία ἡ Φιλιππησία
Image
Ἡ λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὰ τελούμενα στοὺς ἱεροὺς ναούς, ὅπως τὰ σωζόμενα μνημεῖα τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ παρόντος, ὡς ἀψευδεῖς μάρτυρες τῶν γεγονότων, βοηθοῦν τὸν πιστὸ στὴν ὑπέρβαση τῶν τοπικῶν και χρονικῶν περιορισμῶν καὶ στὴ βίωση τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος και τῆς θαυμαστῆς παρουσίας μέσα στὸν κόσμο τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ συνοδοιπόρος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ οἰκεῖος τῶν Φιλιππησίων Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς καταγράφει στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων γιὰ τὴν πρώτη ἐπίσκεψή τους στοὺς Φιλίππους καὶ τὸ βάπτισμα τῆς πορφυροπώλιδος Λυδίας: «Ὅταν εἶδε τὸ ὅραμα, ζητήσαμε ἀμέσως νὰ φέρουμε σὲ αὐτοὺς τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα. Ἀφοῦ λοιπὸν ξεκινήσαμε ἀπὸ τὴν Τρωάδα, πλεύσαμε κατ’ εὐθεῖαν στὴ Σαμοθράκη, τὴν δὲ ἑπομένη στὴ Νεάπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στοὺς Φιλίππους, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πρώτη πόλη τῆς περιοχῆς ἐκείνης τῆς Μακεδονίας, μία ἀποικία Ρωμαϊκή, καὶ μείναμε στὴν πόλη σὲ μέρος κοντὰ στὸν ποταμό, ὅπου νομίζαμε ὅτι ὑπῆρχε τόπος προσευχῆς καὶ καθίσαμε καὶ μιλούσαμε στὶς γυναῖκες ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ. Κάποια γυναίκα, ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Θυατείρων, ὀνομαζόμενη Λυδία, ἡ ὁποία πωλοῦσε πορφύρα, γυναίκα θεοσεβής, ἄκουγε καὶ ὁ Κύριος τῆς ἄνοιξε τὴν καρδιά, γιὰ νὰ προσέχει σὲ ὅσα ἔλεγε ὁ Παῦλος. Ὅταν βαπτίσθηκε αὐτὴ και οἱ οἰκιακοί της, μᾶς εἶπε, «Ἐάν μὲ κρίνατε ὅτι εἶμαι πιστὴ στον Κύριο, ἐλᾶτε νὰ μείνετε στὴν οἰκία μου, καὶ μᾶς πίεζε…»».

Στὴν πηγαία καὶ ἀνεπιτήδευτη περιγραφὴ τοῦ πρώτου βαπτίσματος στοὺς Φιλίππους ἀπὸ τὸν πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολο Παῦλο εὔκολα διακρίνεται ἡ διαδικασία καὶ ἐπισημαίνονται οἱ βασικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴ συμμετοχὴ τοῦ νέου πιστοῦ στὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ τὴν ἔνταξή του στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀπόστολοι κήρυσσαν «Χριστόν ἐσταυρωμένον» καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀκροατὲς ἀποδέχονταν ἀβίαστα τὴν ἀποστολικὴ διδασκαλία, ἀκολουθοῦσαν τὴν πράξη, ποὺ καθορίσθηκε ἤδη τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Μετανοοῦσαν καὶ βαπτίζονταν στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξασφαλίζοντας ἔτσι τὴ συγχώρεση τῶν ἀμαρτιῶν τους καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴ δυνατότητα νὰ γεννηθοῦν στὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή.

Στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Ζυγάκτη, ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῶν Φιλίππων, ἡ θεοσεβὴς Λυδία, μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες, ἄκουσε προσεκτικὰ τὴ χριστοκεντρικὴ διδασκαλία τοῦ Παύλου καὶ μὲ ανοικτὴ τὴ φωτισμένη καρδιά της ἀποδέχθηκε τὴ σωτήρια διδασκαλία. Ἀμέσως κατέβηκε στὰ νερὰ τοῦ νέου Ἰορδάνου καὶ βαπτίσθηκε μαζὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς της. Πανηγυρικὰ καὶ ἔμπρακτα ὁμολογεῖ τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ὁμολογία ἐπιβραβεύεται μὲ τὴν ἀποστολικὴ πράξη τῆς βαπτίσεως καί τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν ἐπάνω στοὺς βαπτισθέντες, γιὰ νὰ μεταδοθοῦν οἱ δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ ξεκινήσει ἡ ἐφαρμογὴ στὸ βίο τους, ὅλων ἐκείνων ποὺ εἶναι ἀληθινά, σεμνά, δίκαια, ἁγνά, ἀγαπητὰ καί ἡ ἐπιδίωξη ὁποιασδήποτε ἀρετῆς καί ὁποιουδήποτε ἐπαίνου.

Ἡ μετάβαση ὅλων στὴν οἰκία τῆς Λυδίας ἐπισφράγισε τὰ πασχάλιο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁλοκλήρωση τῆς πνευματικῆς εὐωχίας τῆς εὐλογημένης ἐκείνης ἡμέρας, κατὰ τὴν ὁποία στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἐντάχθηκε μὲ τὸ βάπτισμα ἡ πρώτη Εὐρωπαία Χριστιανὴ τῶν Φιλίππων.
Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν Ἁγία Λυδία ὡς Ἰσαπόστολο καὶ στὸν ἱερό τόπο τῆς βαπτίσεώς της ὕψωσε ναὸ – βαπτιστήριο, ὅπως καὶ στὴν παρακείμενη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Ζυγάκτη καθιέρωσε ὑπαίθριο βαπτιστήριο, ὅμοιο μὲ ἐκεῖνα ποὺ σώζονται στὶς παλαιοχριστιανικές βασιλικές τῶν Φιλίππων.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Θεὸν σεβόμενη διανοίας εὐθύτητι, τὸ τῆς χάριτος φέγγος διὰ Παύλου εἰσδέδεξαι, καὶ πρώτη ἐν Φιλίπποις τῷ Χριστῷ, ἐπίστευσας θεόφρον πανοικεί· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ᾀσματικῶς, Λυδία Φιλιππησία. Δόξα τῷ εὐδοκήσαντι ἐν σοί, δόξα τῷ σὲ καταυγάσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν τὰ κρείττονα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῖς τοῦ Παύλου ῥήμασι καταυγασθεῖσα, ἐν Φιλίπποις πέφηνας, εἰκὼν ἁγίας βιοτῆς, καὶ πανοικεὶ δόξης κρείττονος, Φιλιππησία Λυδία ἠξίωσαι.

Μεγαλυνάριον.
Πρώτη ἐν Φιλίπποις πρὸς τὸν Χριστόν, θεόφρον προσῆλθες, διὰ Παύλου τοῦ εὐκλεοῦς, ὦ Φιλιππησία, Λυδία καὶ ἐν ῥείθροις, Ζυγάκτου ἐβαπτίσθης, πανοικεὶ πάνσεμνε.






Ὁ Ἅγιος Θαλλέλαιος ὁ ἰατρός καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες Ἀλέξανδρος καί Ἀστέριος
Image
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θαλλέλαιος καταγόταν ἀπὸ τὸν Λίβανο καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Νουμεριανοῦ (283 – 284 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Βερεκκόκιος καὶ ἡ μητέρα του Ρομβυλιανή. Εἶχε σπουδάσει τὴν ἰατρική ἐπιστήμη καὶ προσέφερε στοὺς πάντες ἀφιλοκερδῶς καὶ μὲ ἀγάπη τὶς ἰατρικές του ὑπηρεσίες, γι’ αὐτὸ καὶ ἐντάσσεται στὴν κατηγορία τῶν γνωστῶν Ἀναργύρων.

Γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ τὸν συνέλαβαν οἱ εἰδωλολάτρες στὴν Ἀνάζαρβο, πρωτεύουσα τῆς δεύτερης ἐπαρχίας τῆς Κιλικίας, κρυμμένο μέσα στὸ δάσος καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Τιβεριανό. Ἐκεῖνος, ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος δὲν πειθόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, πρόσταξε νὰ τοῦ τρυπήσουν τοὺς ἀστραγάλους καὶ νὰ τὸν κρεμάσουν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Τόση δὲ ἦταν ἡ ὑπομονὴ τοῦ Ἁγίου, τὴν ὁποία ἐπέδειξε κατὰ τὸ φρικτὸ αὐτὸ μαρτύριο, ὥστε δύο ἀπὸ τοὺς βασανιστές του στρατιῶτες, ὀνόματι Ἀλέξανδρος και Ἀστέριος, πίστεψαν καὶ ἀφοῦ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό, ἀποκεφαλίσθηκαν. Κατόπιν ὁ Τιβεριανὸς πρόσταξε καὶ ἔριξαν τὸν Ἅγιο στὴ θάλασσα νά πνιγεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως, δὲν ἔπαθε τίποτε καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν θάλασσα φορώντας ὁλόλευκη ἐσθῆτα. Μετά ἀπὸ τὴν θαυματουργικὴ αὐτὴ διάσωσή του τὸν ἔριξαν στὸ στάδιο νὰ τὸν κατασπαράξουν πεινασμένα σαρκοβόρα θηρία. Ὅμως τὰ θηρία δὲν τὸν πλησίασαν καὶ ἔμεινε καὶ πάλι ἀβλαβής.

Ἔτσι ὁ Μάρτυς Θαλλέλαιος ἀποκεφαλίσθηκε διὰ ξίφους στὴν Ἔδεσσα τῶν Αἰγαίων, κατὰ τὸ φθινόπωρο τοῦ 284 μ.Χ. καὶ ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ μαρτύριό του, τὸ ὁποῖο βρισκόταν ἐντὸς τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀγαθονίκου. Πλὴν τοῦ ναΐσκου αὐτοῦ γνωρίζουμε καὶ τὸ ναὸ κοντὰ στὸ ὄρος τοῦ Αὐξεντίου. Ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου ὑπῆρχε καὶ μονὴ στὴν Παλαιστίνη, τὴν ὁποία, κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Προκοπίου, «ἀνανεώσατο» ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός (527 – 565 μ.Χ.). Φαίνεται δὲ ὅτι ὁρισμένες μονὲς ἑόρταζαν τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Θαλλελαίου στὶς 3 Σεπτεμβρίου, ἐνῷ ἄλλοι καὶ στὶς 23 Αὐγούστου, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ Μάρτυς προσήχθη σὲ ανάκριση.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μαρτυρίου ἀνύσας τὸν ἀγῶνα Θαλλέλαιε, ᾔσχυνας εἰδώλων τὴν πλάνην, τῇ γενναίᾳ ἀθλήσει σου· καὶ ὤφθης ἰαμάτων θησαυρός, παρέχων τὰς ἰάσεις δωρεάν, τοῖς προστρέχουσιν ἐν πίστει τῷ σῷ ναῷ καὶ πόθῳ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Τῶν Μαρτύρων σύναθλος, ἀναδειχθεὶς καὶ ὁπλίτης, στρατιώτης ἄριστος τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, γέγονας, διὰ βασάνων καὶ τιμωρίας, ἔπαρσιν εἰδωλολατρῶν καταπατήσας· διὰ τοῦτο τὴν σεπτήν σου, ὑμνοῦμεν μνήμην, σοφὲ Θαλλέλαιε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔλαιον βλυστάνων διηνεκῶς, θείων ἰαμάτων, ὡς τῆς χάριτος ἰατρός, ψυχῶν καὶ σωμάτων, τὰ πάθη θεραπεύεις, Θαλλέλαιε θεόφρον, τῶν προσιόντων σοι.








Ἡ Ἁγία Πλατίλλα ἡ Ρωμαία
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Πλατίλλα ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρώμη. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ἦταν παρούσα στὸ μαρτύριο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ θεωρεῖται μητέρα τῆς Ἁγίας Δομιτίλλης († 12 Μαΐου). Τελειώθηκε μαρτυρικά τὸ 67 μ.Χ.
Ἡ Ἁγία ἀπεικονίζεται στὴν τέχνη προσφέροντας τὸ πέπλο της στὸν Ἀπόστολο Παῦλο κατὰ τὸ μαρτύριό του, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸν θάνατό του ἐμφανίσθηκε στὴν Ἁγία καὶ τῆς ἐπέστρεψε τὸ πέπλο της. Ἡ πράξη αὐτὴ ἀπεικονίζεται στὶς χάλκινες πόρτες τῆς βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου Πέτρου, στὴ Ρώμη.






Ὁ Ἅγιος Ἀσκλᾶς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀσκλᾶς καταγόταν ἀπὸ τὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Ἐργαζόμενος ἱεραποστολικὰ ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Ἀρριανοῦ. Παρ’ ὅλο ποὺ πιέσθηκε, γιὰ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἀρνήθηκε καὶ ἐξ’ αἰτίας αὐτοῦ ὑποβλήθηκε σὲ πλῆθος μαρτυρίων, τὰ ὁποῖα ὑπέμεινε ἀγόγγυστα. Τοῦ καταξέσκισαν τὶς σάρκες καὶ τὸν ἔκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Ἐμμένοντας ὁ Ἅγιος παρὰ ταῦτα στὴν ὁμολογία του, ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμὸ βαρύτατο λίθο, τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Νεῖλο, ὅπου βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).







Ὁ Ἅγιος Βαυδέλιος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαυδέλιος ἔζησε περὶ τὸν 2ο ἢ 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Ὀρλεὰνς τῆς Γαλλίας. Ἀφοῦ νυμφεύθηκε, ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στὴ Γαλλία καὶ τὴ βόρεια Ἰσπανία. Τελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴν πόλη Νὶμς τῆς Γαλλίας.






Οἱ Ἅγιοι Ζαβουλών καὶ Σωσσάνη

Image
Οἱ Ἅγιοι Ζαβουλὼν καὶ Σωσσάνη ἦταν οἱ γονεῖς τῆς Ἁγίας Νίνας τῆς Ἰσαποστόλου. Περισσότερες λεπτομέρειες στὴν βιογραφία τῆς 14ης Ἰανουαρίου.






Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος Ἐπίσκοπος Τουλούζης
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τουλούζης. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος Ἐπίσκοπος Βρεσκίας
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἦταν Ἐπίσκοπος Βρεσκίας τῆς Λομβαρδίας καὶ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 610 μ.Χ.






Οἱ Ἅγιοι ἐν Μεμέλᾳ Ἱερουσαλήμ οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μάρτυρες, μαρτύρησαν τὸ 614 μ.Χ.Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες.






Ὁ Ἅγιος Οὐλτρίλλος Ἐπίσκοπος Μπουργκές
Ὁ Ἅγιος Οὐλτρίλλος γεννήθηκε στὴν πόλη Μπουργκὲς καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικητίου τῆς Λυὼν († 2 Ἀπριλίου). Τὸ 612 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μπουργκὲς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 624 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος ὁ Μυροβλύτης
Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Λιβύη τῆς Ἀφρικῆς καὶ ἔζησε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ., ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου Πωγωνάτου. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ ἀφιέρωσε μία ἔκθεση μὲ ἀπορίες σὲ θέματα τῆς Γραφῆς καὶ τὶς λύσεις τους. Κατ’ ἀρχὰς ὁ Ὅσιος χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος καὶ ἐξελέγη ἡγούμενος. Διακρινόταν γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου καὶ τὴ βαθιὰ θεολογικὴ παιδεία του καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 648 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος συνέγραψε τετρακόσια κεφάλαια περὶ Ἀγάπης καὶ Ἐγκρατείας καὶ τῆς Κατὰ νοῦν πολιτείας, ὅταν ἦταν ἡσυχαστὴς, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν ταπεινόφρονα διατύπωσή του: «κατὰ τὸ φαινόμενον ἡσυχαστής, κατὰ δὲ τὴν ἀλήθειαν πραγματευτὴς κενοδοξίας».

Τὰ κεφάλαια αὐτὰ ξυπνοῦν ψυχὲς ποὺ εἶναι σὲ πνευματικὸ θάνατο ἢ ἀνασταίνουν ψυχὲς ποὺ νεκρώθηκαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὸ πλεονέκτημά τους εἶναι ἡ ἐμπειρικὴ μέθοδος ποὺ, μὲ τὴν πρακτικὴ ἀγωγὴ ποὺ ὑποδεικνύουν, ὁδηγοῦν μὲ ἀσφάλεια στὴ μεταστοιχείωση τῶν ψεκτῶν παθῶν σὲ πάθη ἅγια καὶ στὴν κτήση τῶν θείων ἀρετῶν, ἀπ’ ὅπου ἀρχίζει ἡ ἄνθιση τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποκορύφωμα τῶν ὁποίων εἶναι ἡ θεομίμητη ταπείνωση καὶ ἡ ἁγία ἀγάπη.

Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος εἶναι ἕνας ἀπλανὴς διδάσκαλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τῶν νηπτικῶς βιούντων μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ στοργικὸς πατέρας ὅλων τῶν Χριστιανῶν, πρὸς τοὺς ὁποίους, ὡς δοῦλος εὐγνώμων, μεταδίδει τὸ χάρισμα ποὺ ἔλαβε, θεραπεύοντας ὡς ἰατρὸς ψυχῶν, τὶς ἀρρωστημένες ψυχὲς καὶ ὁδηγώντας τες στὸν ἀρχικὸ προορισμό τους, ποὺ εἶναι ἡ ὁμοίωσή τους, κατὰ χάριν, μὲ τὸν Δημιουργό τους, τὴν Ἁγία Τριάδα, στὴν Ὁποία ἀφιερώνει τὰ δεκαπέντε τελευταῖα κεφάλαια τῆς τετάρτης ἑκατοντάδος του, φανερώνοντας τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογικὴ γνώση του.

Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος:

Ὁ νοῦς ποὺ ἀπόκτησε πνευματικὴ ἀγάπη, δὲν διανοεῖται γιὰ τὸν πλησίον του ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἀρμόζουν στὴν ἀγάπη.
Ἀγάπη ἀληθινὴ ἔχει ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀνέχεται νὰ ἀκούει ὑπονοούμενα, οὔτε φανερὲς κατηγορίες κατὰ τοῦ πλησίον.
Ἰδίωμα τῆς ἀνυπόκριτης ἀγάπης εἶναι ὁ ἀληθινὸς λόγος ἀπὸ ἀγαθὴ συνείδηση.
Ἐκεῖνος εἶναι δυνατὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀποδιώκει τὴν κακία μὲ τὴν πράξη καὶ μὲ τὴ γνώση.
Ἂν θέλεις νὰ νικήσεις τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἀπόκτησε ἐγκράτεια καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον.
Ἡσυχία, προσευχή, ἀγάπη καὶ ἐγκράτεια, εἶναι τετράτροχο ἅρμα ποὺ ἀνεβάζει τὸ νοῦ στοὺς οὐρανούς.
Ἔργο χαρακτηριστικὸ τοῦ νοῦ εἶναι νὰ ἀσχολεῖται πάντοτε μὲ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Ἰησοῦ, θὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν κακία. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ, θὰ δεῖ τὴν ἀληθινὴ γνώση.
Ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη εἶναι συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ὅποιος δὲν ἐλευθερώθηκε μὲ τὴ Χάρη ἀπὸ τὰ πάθη, δὲν ἔλαβε ἀκόμη τὴ συγχώρηση.
Ἂν θέλεις νὰ ἀπαλλαγεῖς ταυτόχρονα ἀπὸ ὅλες τὶς κακίες, ἀπαρνήσου τὴ μητέρα τῶν κακῶν, τὴ φιλαυτία.
Ἐκεῖνος ποὺ ὑπομένει τοὺς ἀθέλητους πειρασμοὺς ποὺ τοῦ ἔρχονται, ἀποκτᾶ ταπεινὸ φρόνημα, καλὲς ἐλπίδες καὶ γίνεται δόκιμος.



Εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Θαλασσίου



Κύριε τῶν πάντων Χριστὲ, ἐλευθέρωσέ μας ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, ἀπὸ τὰ ὀλέθρια πάθη καὶ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτά.

Πλασθήκαμε ἀπὸ Σένα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὸν παράδεισο ποὺ ἐφύτευσες Ἐσύ.

Τὴν τωρινή μας ἀτιμία μόνοι τὴν προκαλέσαμε, μὲ τὸ νὰ προτιμήσουμε τὴν ὀλέθρια ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ἀπόλαυση.

Ἐπήραμε τὴν ἀμοιβή μας γι’ αὐτὸ, ἀνταλλάσσοντας τὴν αἰώνια ζωὴ μὲ τὸ θάνατο.

Τώρα λοιπὸν, Κύριε, καθὼς ἐστράφηκες μὲ εύμένεια πρὸς ἐμᾶς, κάνε τὸ ἴδιο ὥς τὸ τέλος. Καθὼς ἔγινες ἄνθρωπος γιὰ μᾶς, σῶσε μας ὅλους.

Γιατὶ ἦλθες νὰ σώσεις ἐμᾶς τοὺς χαμένους. Μὴ μᾶς χωρίσεις ἀπὸ τὴν μερίδα ὅσων σώζονται.

Ἀνέστησε τὶς ψυχὲς καὶ σῶσε τὰ σώματά μας. Καθάρισέ μας ἀπὸ κάθε μολυσμὸ.

Σπάσε τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν ποὺ μᾶς κατέχουν. Ἐσύ, ποὺ συνέτριψες τὶς φάλαγγες τῶν ἀκάθαρτων δαιμόνων.

Καὶ ἀπάλλαξέ μας ἀπὸ τὴν τυραννία τους, γιὰ νὰ λατρεύσουμε Ἐσένα μόνο, τὸ αἰώνιο Φῶς.
Ἀφοῦ ἀναστηθοῦμε ἐκ νεκρῶν, συγκροτώντας μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους μία εὐλογημένη καὶ ἀκατάλυτη χορεία. Ἀμὴν.







Ὁ Ὅσιος Μάρκος ὁ Ἐρημίτης
Ὁ Ὅσιος Μάρκος ἦταν μοναχὸς. Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς καὶ ὁ χρόνος τῆς δράσεώς του. Ἀφοῦ ἔζησε ὁσίως, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἐπίσκοπος Παβίας
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Παβίας, τῆς Ἰταλίας. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς του, τὸ 743 μ.Χ., ἔπαθε πολλὰ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἐξορίσθηκε ἀπὸ τοὺς Λομβαρδούς.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 778 μ.Χ.






Οἱ Ὅσιοι Ἰωάννης, Ἰωσὴφ καὶ Νικήτας
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες μας Ἰωάννης, Ἰωσὴφ καὶ Νικήτας κατάγονταν ἀπὸ τὴν Χίο καὶ ἔζησαν κατὰ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκητεύοντας ἐπὶ τοῦ Προβατείου Ὄρους τῆς νήσου τῆς Χίου, εὑρῆκαν μία ἡμέρα πάνω σὲ δένδρο μυρσίνης κρεμάμενη εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία, ἀφοῦ παρέλαβαν, τοποθέτησαν ἐντὸς ναΐσκου, ποὺ ἀνήγειραν γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό. Ἀργότερα, μὲ τὴ συνδρομὴ τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου (1042 – 1054), καὶ στὴ συνέχεια, τῆς ἀδελφῆς του αὐτοκράτειρας Ζωῆς, ἀνηγέρθη μεγαλοπρεπὴς ἡ Νέα Μονή, ἡ ὁποία προικίσθηκε μὲ κτήματα καὶ ἀφιερώματα καὶ κατέστη αὐτοδέσποτος διὰ βασιλικῶν χρυσοβούλλων.
Μετὰ ἀπὸ μικρὴ ἐξορία, τὴν ὁποία ὑπέστησαν λόγῳ κακόβουλων διαβολῶν, ἐπανῆλθαν στὴ μονή, ὅπου καὶ κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.






Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ
Τὸ 1087 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081 – 1118) καὶ Πατριάρχου Νικολάου Γ’ τοῦ Γραμματικοῦ (1084 – 1111), ἡ ἐπαρχία τῆς Λυκίας καὶ ἡ πόλη τῶν Μύρων δεινοπαθοῦν ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ μοναχοί, ποὺ διακονοῦσαν στὸ προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, συναινοῦν στὴν πρόταση «ἐμπόρων» ἀπὸ τὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἦταν κληρικοὶ, νὰ πραγματοποιήσουν τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων καὶ τὴ μετακομιδὴ στὸ Μπάρι.
Κατὰ τὴν συναξαριστική παράδοση τὸ ἅγιο λείψανο ἀνεχώρησε τὴν 1η Ἀπριλίου τοῦ 1087 καὶ ἔφθασε στὸ Μπάρι στὶς 20 Μαΐου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.

Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια, Πάτερ Ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ θείου λειψάνου σου τῇ μεταθέσει σοφέ, πιστῶς ἑορτάζοντες ἐν εὐφροσύνῃ ψυχῆς, βοῶμέν σοι Ἅγιε· Δίδου ταύτῃ τῇ πόλει, τὴν πλουσίαν σου χάριν· Γίνου τοῖς ἐν θαλάσσῃ, ἀσφαλὴς κυβερνήτης, Νικόλαε μακάριε, Ἀρχιερέων καύχημα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ σεπτοῦ λειψάνου σου τῇ μεταθέσει, ἑορτήν σου ἄγοντες, ἐπιβοώμεθα θερμῶς, τὴν σὴν ταχεῖαν βοήθειαν, θαυματοφόρε Νικόλαε Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Χάριν ἀναβλῦζον παρὰ Θεοῦ, Νικόλαε Πάτερ, τὸ σὸν λείψανον τὸ σεπτόν, πάντας ἁγιάζει, τοὺς πίστει εὐφημοῦντας, τὴν τούτου νῦν ἐκ τάφου θείαν μετάθεσιν.






Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος τοῦ Πσκώφ
Image
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ ἦταν εἰδωλολάτρης μὲ τὸ ὄνομα Ντόβμοντ, καταγόταν ἀπὸ τὴν Λιθουανία καὶ ἦταν πρίγκιπας τοῦ Ναλσχένσκ τῆς Λιθουανίας. Τὸ 1265, λόγῳ τῶν συγκρούσεων μεταξύ τῶν ἡγεμόνων τῆς Λιθουανίας, ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἐπαρχία του καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὸ Πσκώφ μαζὶ μὲ τριακόσιες οἰκογένειες. Ἐδῶ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν ἐπεσκίασε καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Τιμόθεος.

Πολὺ σύντομα οἱ κάτοικοι τοῦ Πσκώφ τὸν ἐπέλεξαν ὡς πρίγκιπά τους γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὶς ἀληθινὲς χριστιανικὲς ἀρετές του.

Ὁ Ἅγιος κυβέρνησε γιὰ τριάντα τρία χρόνια μὲ εἰρήνη καὶ σύνεση. Ἦταν δίκαιος, ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος, γενναιόδωρος καὶ προστάτης τῶν μονῶν καὶ τῶν ναῶν. Ἵδρυσε μάλιστα καὶ μία μονὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου.

Τὸ 1268 ὁ πρίγκιπας Τιμόθεος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἥρωες τῆς ἱστορικῆς μάχης κατὰ τῶν Δανικῶν καὶ Γερμανικῶν στρατευμάτων ποὺ ὑπερασπίσθηκαν μὲ πίστη καὶ αὐταπάρνηση τὴ Ρωσικὴ γῆ. Πρὶν ἀπὸ κάθε μάχη πήγαινε στὴν ἐκκλησία, ὅπου προσευχόταν καὶ ἄφηνε τὸ ξίφος του στὸ βῆμα τῆς Ὡραίας Πύλης λαμβάνοντας τὴν εὐλογία τοῦ ἱερέως. Ὁ γενναῖος πολεμιστὴς – πρίγκιπας κέρδισε τὴν τελικὴ μάχη κατὰ τῶν Γερμανῶν, στὶς 5 Μαρτίου τοῦ 1299.
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1299, ἀλλὰ προστάτευε τὴν πόλη τοῦ Πσκὼφ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Ὅταν κατὰ τὸ 1480, περισσότερο ἀπὸ ἑκατὸ χιλιάδες Γερμανοὶ πολιόρκησαν τὴν πόλη, ἐκεῖνος ἐμφανίσθηκε σὲ ἕναν Χριστιανὸ καὶ τὸν προέτρεψε νὰ λάβουν τὴν εἰκόνα του μαζὶ μὲ ἕνα σταυρὸ καὶ νὰ τὰ λιτανεύσουν στὴν πόλη. Οἱ Χριστιανοὶ τοῦ Πσκὼφ ἔπραξαν, ὅπως τοὺς εἶπε ὁ Ἅγιός τους, καὶ οἱ Γερμανοὶ ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴν πόλη.






Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἀλεξίου τοῦ θαυματουργοῦ
Image
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου τοῦ Θαυματουργοῦ, Ἀρχιεπισκόπου Μόσχας, στὶς 12 Φεβρουαρίου.
Τὰ ἱερά λείψανά του, ἀνακαλύφθηκαν στὶς 20 Μαΐου τοῦ 1431. Τὸ 1485, τὰ ἱερὰ λείψανα μετακομίσθηκαν σὲ ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο. Σήμερα βρίσκονται στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ τῶν Θεοφανείων τῆς Μόσχας.






Ὁ Ὅσιος Στέφανος
Ὁ Ἅγιος Στέφανος γεννήθηκε στὸ Μαυροβούνιο τῆς Σερβίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ Μοράκα. Λόγῳ τῶν Τούρκων ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ζήσει κρυμμένος ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς τῆς περιοχῆς γιὰ ἑπτὰ χρόνια.
Τὸ 1660 συνέχισε τὸν ἀσκητικό του βίο σὲ ἕνα σπήλαιο μέσα στὸ ὁποῖο ἔζησε μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ἐπὶ τριάντα χρόνια. Τέσσερα ἔτη μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του, οἱ πιστοὶ βρῆκαν τὸ τίμιο λείψανό του ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ φώτιζε τὸ σπήλαιο, μέσα στὸ ὁποῖο ὁ Ὅσιος Στέφανος εἶχε ἀναπαυθεῖ.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun May 24, 2015 2:06 pm

21 ΜΑΪΟΥ






Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου
Image
Βλέπετε αὐτὴ τὴν κοινὴ γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς χάρισε μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή του στοὺς πιστούς; Πήγασε ἀπὸ θλίψη. Βλέπετε αὐτὴ τὴ ζωή, μᾶλλον δέ, τὴν ἀθανασία; Ἐπιφάνηκε σὲ μᾶς ἀπὸ θάνατο. Βλέπετε τὸ οὐράνιο ὕψος, στὸ ὁποῖο ἀνέβηκε κατὰ τὴν ἀνύψωσή του ὁ Κύριος καὶ τὴν ὑπερδεδοξασμένη δόξα ποὺ δοξάσθηκε κατὰ σάρκα; Τὸ πέτυχε μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀδοξία. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος γι’ αὐτόν, «ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ὄνομα, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ νὰ διακηρύξει κάθε γλώσσα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος σὲ δόξα Θεοῦ Πατρός».(Φιλιπ. β ,8 – 11).

Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς ὑπερύψωσε τὸ Χριστό του γιὰ τὸ λόγο ὅτι ταπεινώθηκε, ὅτι ἀτιμάσθηκε, ὅτι πειράσθηκε, ὅτι ὑπέμεινε ἐπονείδιστο σταυρὸ καὶ θάνατο γιὰ χάρη μας, πῶς θὰ σώσει καὶ θὰ δοξάσει καὶ θὰ ἀνυψώσει ἐμᾶς, ἂν δὲν ἐπιλέξουμε τὴν ταπείνωση, ἂν δὲν δείξουμε τὴν πρὸς τοὺς ὁμοφύλους ἀγάπη, ἂν δὲν ἀνακτήσουμε τὶς ψυχές μας διὰ τῆς ὑπομονῆς τῶν πειρασμῶν, ἂν δὲν ἀκολουθοῦμε διὰ τῆς στενῆς πύλης καὶ ὁδοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, τὸν σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ’ αὐτήν; «διότι, καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιὰ μᾶς, ἀφήνοντάς μας ὑπογραμμό, γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε τὰ ἴχνη του». (Α’ Πέτρ. β, 21).

Ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ ὑψίστου Πατρός, ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ ἀπὸ φιλανθρωπία ἑνώθηκε μ’ ἐμᾶς καὶ μᾶς συναναστράφηκε, ἀνέδειξε τώρα ἐμπράκτως μιὰ ἑορτὴ πολὺ ἀνώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τὴ διάβαση, τῆς σὲ αὐτὸν εὑρισκομένης φύσεώς μας, ὄχι ἀπὸ τὰ ὑπόγεια πρὸς τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ πρὸς τὸν πέρα ἀπὸ αὐτὸν θρόνο τοῦ δεσπότη τῶν πάντων.

Σήμερα ὁ Κύριος ὄχι μόνο στάθηκε, ὅπως μετὰ τὴν ἀνάσταση, στὸ μέσο τῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ καὶ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καί, ἐνῶ τὸν ἔβλεπαν, ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ εἰσῆλθε στ’ ἀληθινὰ ἅγια τῶν ἁγίων «καὶ ἐκάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀξίωμα, ποὺ γνωρίζεται καὶ ὀνομάζεται εἴτε στὸν παρόντα εἴτε στὸν μέλλοντα αἰώνα».(Ἐφ. α’, 20)

Γιατί λοιπὸν στάθηκε στὸ μέσο τους καὶ ἔπειτα τοὺς συνόδευσε; «Τοὺς ἐξήγαγε, λέγει, ἔξω ἕως τὴ Βηθανία», ἀλλὰ «καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια του, τοὺς εὐλόγησε». (Λουκᾶ κδ’, 50).

Τὸ ἔκαμε γιὰ νὰ ἐπιδείξει τὸν ἑαυτό του ὁλόκληρο σῶο καὶ ἀβλαβή, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ πόδια ὑγιῆ καὶ βαδίζοντα σταθερά, αὐτὰ ποὺ ὑπέστησαν τὰ τρυπήματα τῶν καρφιῶν, τὰ ὁμοίως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καρφωμένα χέρια, τὴν ἴδια τὴ λογχισμένη πλευρά, ἂν ἔφεραν πάνω τους, τοὺς τύπους τῶν πληγῶν, πρὸς διαπίστωση τοῦ σωτηριώδους πάθους.

Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι διὰ τοῦ «στάθηκε στὸ μέσο τῶν μαθητῶν» δεικνύεται καὶ τὸ ὅτι αὐτοὶ στηρίχθηκαν στὴ πίστη πρὸς αὐτόν, μὲ αὐτὴ τὴ φανέρωση καὶ εὐλογία του. Γιατί δὲν στάθηκε μόνο στὸ μέσο ὅλων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ μέσο της καρδιᾶς τοῦ καθενός, γιατί ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου ἔγιναν σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι.

Στάθηκε λοιπὸν στὸ μέσο τους καὶ τοὺς λέγει, «εἰρήνη σὲ σᾶς», τοῦτο τὸ γλυκὸ καὶ σημαντικὸ καὶ συνηθισμένο του προσφώνημα. Τὴν διπλὴ εἰρήνη, πρὸς τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι γέννημα τῆς εὐσέβειας καὶ αὐτὴ ποὺ ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας.

Καὶ καθὼς τοὺς εἶδε φοβισμένους καὶ ταραγμένους ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη καὶ παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ὅτι βλέπουν πνεῦμα – φάντασμα, αὐτὸς τοὺς ἀνέφερε πάλι τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδιᾶς των, καὶ ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, πρότεινε τὴ διαβεβαίωση διὰ τῆς ἐξετάσεως καὶ ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, ὄχι γιατί εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλὰ γιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀναστάσεώς του.

Ἔφαγε δὲ μέρος ψητοῦ ψαριοῦ καὶ μέλι ἀπὸ κηρύθρα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὰ σύμβολα τοῦ μυστηρίου του. Δηλαδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του καθ’ ὑπόσταση τὴ φύση μας, ποὺ σὰν ἰχθὺς κολυμποῦσε στὴν ὑγρότητα τοῦ ἡδονικοῦ καὶ ἐμπαθοῦς βίου, καὶ τὴν καθάρισε μὲ τὸ ἀπρόσιτο πῦρ τῆς Θεότητός του. Μὲ κηρύθρα δὲ μελισσιοῦ μοιάζει ἡ φύση μας γιατί κατέχει τὸ λογικὸ θησαυρὸ τοποθετημένο στὸ σῶμα σὰν μέλι στὴ κηρύθρα. Τρώγει ἀπὸ αὐτὰ εὐχαρίστως γιατί καθιστᾶ φαγητό του τὴ σωτηρία τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς μετέχοντας τῆς φύσεως. Δὲν τρώει ὁλόκληρο, ἀλλὰ μέρος «ἀπὸ κηρύθρα μέλι» ἐπειδὴ δὲν πίστευσαν ὅλοι καὶ δὲν τὸ παίρνει μόνος του, ἀλλὰ προσφέρεται ἀπὸ τοὺς μαθητές, γιατί τοῦ φέρνουν μόνο τοὺς πιστεύοντες σ’ αὐτόν, χωρίζοντάς τους ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.

Κατόπιν τοὺς ὑπενθύμισε τοὺς λόγους του πρὶν τὸ πάθος, ποὺ ὅλοι πραγματοποιήθηκαν. Τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στείλει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τοὺς εἶπε νὰ καθίσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρι νὰ λάβουν δύναμη ἀπὸ ψηλά. Μετὰ τὴ συζήτηση ὁ Κύριος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τοὺς ὁδήγησε ἕως τὴ Βηθανία καὶ ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε, ὅπως ἀναφέραμε, ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς τὸν οὐρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σὰν ὄχημα καὶ ἀνῆλθε ἐνδόξως στοὺς οὐρανούς, στὰ δεξιά της μεγαλοσύνης τοῦ Πατρός, καθιστώντας ὁμόθρονο τὸ φύραμά μας.

Καθὼς οἱ Ἀπόστολοι δὲν σταματοῦσαν νὰ κοιτάζουν τὸν οὐρανό, μὲ τὴ φροντίδα τῶν ἀγγέλων πληροφοροῦνται ὅτι ἔτσι θὰ ἔλθει πάλι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «θὰ τὸν ἰδοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς, νὰ ἔρχεται πάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ». (Ματθ. κδ’, 30).

Τότε οἱ μαθητὲς ἀφοῦ προσκύνησαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπὸ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Κύριος, ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ χαρούμενοι, αἰνώντας καὶ εὐλογώντας τὸ Θεὸ καὶ ἀναμένοντες τὴν ἐπιδημία τοῦ θείου Πνεύματος.

Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος ἔζησε καὶ ἀπεβίωσε, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε, ἔτσι καὶ ἐμεῖς ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε καὶ θὰ ἀναστηθοῦμε ὅλοι. Τὴν ἀνάληψη ὅμως δὲν θὰ πετύχουμε ὅλοι, ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος εἶναι κέρδος, ὅσοι πρὸ τοῦ θανάτου σταύρωσαν τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς μετανοίας, μόνο αὐτοὶ θὰ ἀναληφθοῦν μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση σὲ νεφέλες πρὸς συνάντηση τοῦ Κυρίου στὸν ἀέρα. (Α’ Θεσ. δ’, 17).
Ἂς ἔρθουμε στὸ ὑπερῶο μας, στὸ νοῦ μας προσευχόμενοι, ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου καὶ νὰ προσκυνήσουμε Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν, πληρώσας οἰκονομίαν, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς, ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλὰ μένων ἀδιάστατος, καὶ βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ’ ὑμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Ἐκ τοῦ ὄρους Σῶτερ τῶν Ἐλαιῶν, σαρκὶ ἀνελήφθης, καθορώντων τῶν Μαθητῶν· ὅθεν σου τὴν θείαν, Ἀνάληψιν ὑμνοῦμεν, δι’ ἧς ἡμᾶς πρὸς δόξαν, ὕψωσας ἄρρητον.







Οἱ Ἅγιοι Κωνσταντίνος καὶ Ἑλένη οἱ Ἱσαπόστολοι
Image
Ὡς γενέτειρα πόλη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀναφέρεται τόσο ἡ Ταρσὸς τῆς Κιλικίας ὅσο καὶ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας. Ὡστόσο ἡ ἅποψη ποὺ ἐπικρατεῖ φέρει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο νὰ ἔχει γεννηθεῖ στὴ Ναϊσὸ τῆς Ἄνω Μοισίας. Τὸ ἀκριβὲς ἔτος τῆς γεννήσεώς του δὲν εἶναι γνωστὸ, θεωρεῖται ὅμως ὅτι γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ.

Πατέρας του ἦταν ὁ Κωνστάντιος, ποὺ λόγῳ τῆς χλωμότητος τοῦ προσώπου του ὀνομάσθηκε Χλωρὸς, καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορος Κλαυδίου. Μητέρα του ἦταν ἡ Ἁγία Ἑλένη, θυγατέρα ἑνὸς πανδοχέως ἀπὸ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας.

Τὸ 305 μ.Χ. ὁ Κωνσταντίνος εὑρίσκεται στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ στὴ Νικομήδεια μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ χιλίαρχου. Τὸ ἴδιο ἔτος οἱ δύο Αὔγουστοι, Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς, παραιτοῦνται ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους καὶ ἀποσύρονται. Στὸ ὕπατο ἀξίωμα τοῦ Αὐγούστου προάγονται ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς στὴ Δύση καὶ ὁ Γαλέριος στὴν Ἀνατολή. Ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς πέθανε στὶς 25 Ἰουλίου 306 μ.Χ. καὶ
ὁ στρατὸς ἀνακήρυξε Αὔγουστο τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι ὅμως ποὺ δὲν ἀποδέχθηκε ὁ Γαλέριος. Μετὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ διαφόρων ἱστορικῶν γεγονότων ὁ Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται μὲ τὸν Μαξέντιο, υἱὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος πλεονεκτοῦσε στρατηγικὰ, ἐπειδὴ διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα καὶ ὁ στρατὸς τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἤδη καταπονημένος.

Ἀπὸ τὴν πλευρά του ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε κάθε λόγο νὰ αἰσθάνεται συγκρατημένος. Δὲν εἶχε καμία ἄλλη ἐπιλογὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ζητήσει βοήθεια, ἀλλὰ καθὼς διηγεῖται ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος, δὲν ἤξερε σὲ ποιὸν Θεὸ νὰ ἀπευθυνθεῖ. Τότε ἔφερε νοερὰ στὴ σκέψη του ὅλους αὐτοὺς ποὺ μαζὶ τους συνδιοικοῦσε τὴν αὐτοκρατορία. Ὅλοι τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, πίστευαν σὲ πολλοὺς θεοὺς καὶ ὅλοι τους εἶχαν τραγικὸ τέλος. Ἄρχισε, λοιπόν, νὰ προσεύχεται στὸν Θεό, ὑψώνοντας τὸ δεξί του χέρι καὶ ἱκετεύοντάς Τον νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Ἐνῶ προσευχόταν, διαγράφεται στὸν οὐρανὸ μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περὶ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες τοῦ ἡλίου, κατὰ τὸ δειλινὸ δηλαδή, εἶδε στὸν οὐρανὸ τὸ τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔγραφε «τούτῳ νίκα». Καὶ ἐνῶ προσπαθοῦσε νὰ κατανοήσει τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ μυστηριακοῦ θεάματος, τὸν κατέλαβε ἡ νύχτα. Τότε ἐμφανίζεται ὁ Κύριος στὸν ὕπνο του μαζὶ μὲ τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν προέτρεψε νὰ κατασκευάσει ἀπομίμηση αὐτοῦ καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ ὡς φυλακτήριο στοὺς πολέμους.

Ἔχοντας ὡς σημαία του τὸ Χριστιανικὸ λάβαρο, ἀρχίζει νὰ προελαύνει πρὸς τὴν Ρώμη ἐκμηδενίζοντας κάθε ἀντίσταση.

Ὅταν φθάνει στὴ Ρώμη ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς πόλεως. Ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον του δὲν περιορίζεται μόνο σὲ αὐτούς. Πολὺ σύντομα πληροφορεῖται γιὰ τὴν πενιχρὴ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀφρικῆς καὶ ἐνισχύει ἀπὸ τὸ δημόσιο ταμεῖο τὰ ἔργα διακονίας αὐτῆς.

Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 313 μ.Χ., στὰ Μεδιόλανα, ὅπου γίνεται ὁ γάμος τοῦ Λικινίου μὲ τὴν Κωνσταντία, ἀδελφὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐπέρχεται μιὰ ἱστορικὴ συμφωνία μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν ποὺ καθιερώνει τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνεξιθρησκείας.

Τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἦσαν πολλά. Ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, πρεσβυτέρου τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ἦλθε νὰ ταράξει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διδασκαλία αὐτή, ποὺ ὀνομάσθηκε ἀρειανισμός, κατέλυε οὐσιαστικὰ τὸ δόγμα τῆς Τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ.

Μόλις ὁ Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τὰ ὅσα θλιβερὰ συνέβαιναν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀπέστειλε μὲ τὸν πνευματικό του σύμβουλο Ὅσιο, Ἐπίσκοπο Κορδούης τῆς Ἰσπανίας, ἐπιστολὴ στὸν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο (313 – 328 μ.Χ.) καὶ τὸν Ἄρειο. Ἡ προσπάθεια ἐπιλύσεως τοῦ θέματος δὲν εὐδοκίμησε. Ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ σύγκλιση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.

Ἡ περιγραφὴ τῆς ἐναρκτήριας τελετῆς ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο εἶναι ὁμολογουμένως ἐνδιαφέρουσα. Στὸ μεσαῖο οἶκο τῶν ἀνακτόρων εἶχαν προσέλθει ὅλοι οἱ σύνεδροι. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιγὴ καὶ ὅλοι περίμεναν τὴν εἴσοδο τοῦ αὐτοκράτορος, τὸν ὁποῖο οἱ περισσότεροι θὰ ἔβλεπαν γιὰ πρώτη φορά. Ὁ Κωνσταντίνος εἰσῆλθε ταπεινά, μὲ σεμνότητα καὶ πραότητα. Στὴν ὁμιλία του πρὸς τὴ Σύνοδο χαρακτηρίζει τὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς συγκρούσεις ὡς τὸ μεγαλύτερο δεινὸ καὶ ἀπὸ τοὺς πολέμους. Ὁ λόγος του ὑπῆρξε εὐθὺς καὶ σαφής. Δὲν ἤθελε νὰ ἀσχοληθεῖ παρὰ μονάχα μὲ θέματα ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ὀρθοτόμηση τῆς πίστεως. Ἡ κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδὸν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς συγγραφεῖς.

Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ὁ αὐτοκράτορας ἀνέλαβε πρωτοβουλίες γιὰ τὴν ἑδραίωση τῶν ἀποφάσεών της. Ἀπέστειλε ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Ἀλεξανδρείας, στὴν ὁποία γνωστοποιεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Ὁ ἴδιος γνωστοποιεῖ πρὸς ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ ἀπαγορεύει τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν ἀπόκρυψη τῶν συγγραμμάτων του. Ἡ πιὸ ἐντυπωσιακή του ὅμως ἐνέργεια εἶναι ἡ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἄρειο. Ἐπιτιμᾶ τὸν αἱρεσιάρχη καὶ τὸν καταδικάζει μὲ αὐστηρότητα γιὰ τὶς κακοδοξίες του.

Ὅμως περὶ τὰ τέλη του 327 μ.Χ. ὁ Μέγας Κωνσταντίνος καλεῖ τὸν Ἄρειο στὰ ἀνάκτορα. Ὁ αἱρεσιάρχης φυσικὰ δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία καὶ ὑποβάλλει μία ὁμολογία γεμάτη ἀπὸ ἔντεχνες θεολογικὲς ἀνακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο ὅτι αὐτὴ δὲν διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ ὅσα εἶχε ἀποφασίσει ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Τελικὰ ὁ αὐτοκράτορας συγκαλεῖ νέα Σύνοδο, τὸ Νοέμβριο τοῦ 327 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀνακαλεῖ τὸν Ἄρειο ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ ἀποκαθιστᾶ τοὺς ἐξόριστους Ἐπισκόπους Νικομηδείας Εὐσέβιο καὶ Νικαίας Θεόγνιο. Ἡ ἀνάκληση τοῦ Ἀρείου καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῶν περὶ αὐτῶν πυροδότησε νέες ἔριδες στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος καὶ στὴν συνέχεια ὁ διάδοχός του Μέγας Ἀθανάσιος ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὸν Ἄρειο στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀπειλεῖ μὲ καθαίρεση τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ἐνῶ σὲ Σύνοδο ποὺ συνῆλθε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 330 μ.Χ. καθαιρεῖται καὶ ἐξορίζεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας († 21 Φεβρουαρίου). Ἡ Σύνοδος τῆς Τύρου τῆς Συρίας, ποὺ συνῆλθε τὸ 335 μ.Χ., καταδικάζει ἐρήμην μὲ τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος φεύγει, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο.

Εἶναι γεγονὸς πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος δὲν ἔδειξε νὰ ἀποδέχεται τὸ αἴτημα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου γιὰ ἀκρόαση. Πείσθηκε ὅμως νὰ τὸν ἀκούσει, ὅταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τοῦ ἀπηύθυνε τὴν ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ». Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε τὴν κατάφωρη ἀδικία καὶ τὶς ἄθλιες μεθοδεύσεις σὲ βάρος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημά του νὰ προσκληθοῦν ὅλοι οἱ συνοδικοὶ τῆς Τύρου καὶ ἡ διαδικασία νὰ λάβει χώρα ἐνώπιόν του.

Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ἀγνόησε τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐντολή. Πῆρε μόνο ἐλάχιστους ἀπὸ τοὺς συνοδικοὺς καὶ ἐμφανίσθηκε στὸν αὐτοκράτορα. Ξέχασε ὅλες τὶς ὑπόλοιπες κατηγορίες καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσε τὸ θέμα τῆς δῆθεν παρακωλύσεως τῆς ἀποστολῆς σιταριοῦ πρὸς τὴν Βασιλεύουσα. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξοργίζεται καὶ ἐξορίζει τὸν Μέγα Ἀθανάσιο στὰ Τρέβιρα τῆς Γαλλίας. Παρὰ ταῦτα δὲν ἐπικυρώνει τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Τύρου γιὰ καθαίρεση καὶ οὔτε διατάσσει τὴν ἀναπλήρωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν καταξιώνει στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀπόγειο τῆς πνευματικῆς του πορείας. Ὁ Ἅγιος, κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 337 μ.Χ., αἰσθάνεται τὰ πρῶτα σοβαρὰ συμπτώματα κάποιας ἀσθένειας. Οἱ πηγὲς μᾶς πληροφοροῦν πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σὲ ἰαματικὰ λουτρά. Βλέποντας ὅμως τὴν ὑγεία του νὰ ἐπιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο νὰ μεταβεῖ στὴν πόλη Ἑλενόπολη τῆς Βιθυνίας, ποὺ εἶχε ὀνομασθεῖ ἔτσι λόγῳ τῆς Ἁγίας μητέρας του. Ἐκεῖ παρέμεινε στὸ ναὸ τῶν Μαρτύρων, ὅπου ἀνέπεμπε ἱκετήριες εὐχὲς καὶ λιτανεῖες πρὸς τὸν Θεό. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀντιλαμβάνεται πὼς ἡ ἐπίγεια ζωή του πλησιάζει στὸ τέλος της. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καλλιεργεῖται στὴν καρδιά του καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας καὶ τοῦ βαπτίσματος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καταφεύγει σὲ κάποιο προάστιο τῆς Νικομήδειας, συγκαλεῖ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἀπευθύνει τὸν ἑξῆς λόγο: «Αὐτὸς ἦταν ὁ καιρὸς ποὺ προσδοκοῦσα ἀπὸ παλιὰ καὶ διψοῦσα καὶ εὐχόμουν νὰ καταξιωθῶ τῆς ἐν Θεῷ σωτηρίας. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ἀπολαύσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἀθανατοποιὸ σφραγίδα, ἦλθε ἡ ὥρα νὰ συμμετάσχουμε στὸ σωτήριο σφράγισμα, πρᾶγμα ποὺ κάποτε ἐπιθυμοῦσα νὰ κάνω στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, στὰ ὁποῖα, ὅπως παραδίδεται, ὁ Σωτήρας μας ἔλαβε τὸ βάπτισμα εἰς ἡμέτερον τύπον. Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ γνωρίζει τὸ συμφέρον, μᾶς ἀξιώνει νὰ λάβουμε τὸ βάπτισμα ἐδῶ. Ἂς μὴν ὑπάρχει λοιπὸν καμία ἀμφιβολία. Γιατὶ καὶ ἐὰν ἀκόμη εἶναι θέλημα τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου νὰ συνεχισθεῖ ἡ ἐπίγεια ζωή μας καὶ νὰ συνυπάρχω μὲ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ πλαισιώσω τὴ ζωή μου μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς κανόνες ποὺ ἁρμόζουν στὸν Θεὸ».

Μετὰ τὸ βάπτισμα ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος δὲν ξαναφόρεσε τὸν αὐτοκρατορικὸ χιτώνα, ἀλλὰ παρέμεινε ἐνδεδυμένος μὲ τὸ λευκὸ ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματος, μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του τὸ 337 μ.Χ. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, γράφει ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος.

Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο περιγράφει ὁ Εὐσέβιος τὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἀκολούθησαν τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου. Ὅλοι οἱ σωματοφύλακες τοῦ αὐτοκράτορα, ἀφοῦ ἔσχισαν τὰ ροῦχα τους καὶ ἔπεσαν στὸ ἔδαφος, ἔκλαιγαν καὶ φώναζαν δυνατά, σὰν νὰ μὴν ἔχαναν τὸ βασιλέα τους, ἀλλὰ τὸν πατέρα τους. Οἱ ταξίαρχοι καὶ οἱ λοχαγοὶ ἔκλαιγαν τὸν εὐεργέτη τους. Οἱ δῆμοι ἦσαν λυπημένοι καὶ κάθε κάτοικος τῆς Κωνσταντινουπόλεως πενθοῦσε, σὰν νὰ ἔχανε τὸ κοινὸ ἀγαθό.

Ἀφοῦ οἱ στρατιωτικοὶ τοποθέτησαν τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου σὲ χρυσὴ λάρνακα, τὸ μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐναπέθεσαν σὲ βάθρο στὸν βασιλικὸ οἶκο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Δίκαια ἡ ἱστορία τὸν ὀνόμασε Μέγα καὶ ἡ Ἐκκλησία Ἰσαπόστολο.

Ἡ Ἁγία Ἑλένη γεννήθηκε στὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας περὶ τὸ 247 μ.Χ. Φαίνεται ὅτι ἦταν ταπεινῆς καταγωγῆς. Στὴν ἱστοριογραφία ὑπάρχει σχετικὴ διχογνωμία ὡς πρὸς τὸ ἂν ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ὑπῆρξε σύζυγος ἢ νόμιμη παλλακίδα τοῦ Κωνσταντίου τοῦ Χλωροῦ.

Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ. γέννησε στὴ Ναϊσὸ τῆς Μοισίας τὸν Κωνσταντίνο. Ὅταν, πέντε ἔτη ἀργότερα, ὁ Κωνσταντίνος Χλωρὸς ἔγινε Καίσαρας ἀπὸ τὸν Διοκλητιανό, ἀναγκάσθηκε νὰ τὴν ἀπομακρύνει, γιὰ νὰ συζευχθεῖ τὴ Θεοδώρα, θετὴ κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, καὶ νὰ ἔχει ἔτσι τὸ συγγενικὸ ἐκεῖνο δεσμὸ, ὁ ὁποῖος θὰ ἐξασφάλιζε τὴ στερεότητα τοῦ διοκλητιανοῦ τετραρχικοῦ συστήματος. Παρὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Μέγας Κωνσταντίνος τιμοῦσε ἰδιαίτερα τὴ μητέρα του. Τῆς ἀπένειμε τὸν τίτλο τῆς αὐγούστης, ἔθεσε τὴ μορφή της ἐπὶ νομισμάτων καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομά της σὲ μία πόλη τῆς Βιθυνίας.

Ἡ Ἁγία ἔδειξε τὴν εὐσέβειά της μὲ πολλὲς εὐεργεσίες καὶ τὴν ἀνοικοδόμηση νέων Ἐκκλησιῶν στὴ Ρώμη (Τιμίου Σταυροῦ), στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἁγίων Ἀποστόλων), στὴ Βηθλεὲμ (βασιλικὴ τῆς Γεννήσεως) καὶ ἐπὶ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν (βασιλικὴ τῆς Γεθσημανῆ). Ἡ Ἁγία Ἑλένη πῆγε τὸ 326 μ.Χ. στὴν Ἱερουσαλὴμ, ὅπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο.

Ἡ Ἑγία Ἑλένη κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μᾶλλον τὸ 327 μ.Χ. σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν. Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος γράφει ὅτι ἡ Ἁγία προαισθάνθηκε τὸ θάνατό της καὶ μὲ διαθήκη ἄφησε τὴν περιουσία της στὸν υἱό της καὶ τοὺς ἐγγονούς της.

Ὅπως ἦταν φυσικὸ ὁ υἱός της μετέφερε τὸ τίμιο λείψανό της στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἐνταφίασε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ στὸν ἱερὸ ναὸ αὐτῶν στὴν κινστέρνα τοῦ Βώνου.
Οἱ Βυζαντινοὶ τιμοῦσαν ἰδιαίτερα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο καὶ τὴν Ἑγία Ἑλένη. Ἀπόδειξη τούτου ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὸ Μεσαίωνα ἦταν πολύ δημοφιλὴς στοὺς Βυζαντινοὺς ἡ ἀπεικόνιση τοῦ πρώτου Χριστιανοῦ βασιλέως μὲ τὴ μητέρα του, ποὺ κρατοῦσαν στὸ μέσον Σταυρὸ.
Ἡ παράδοση αὐτὴ διατηρεῖται μέχρι καὶ σήμερα μὲ τὰ κωνσταντινάτα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.

Τοῦ Σταυροῦ σου τὸν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος, ὁ ἐν Βασιλεῦσιν Ἀπόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τῇ χειρί σου παρέθετο· ἣν περισώζε διὰ παντὸς ἐν εἰρήνῃ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πρῶτος πέφηνας, ἐν Βασιλεῦσι, θεῖον ἕδρασμα, τῆς εὐσεβείας, ἀπ’ οὐρανοῦ δεδεγμένος τὸ χάρισμα· ὅθεν Χριστοῦ τὸν Σταυρὸν ἐφανέρωσας, καὶ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν ἐφήπλωσας. Κωνσταντῖνε Ἰσαπόστολε, σὺν Μητρὶ Ἑλένῃ τῇ θεόφρονι, πρεσβεύσατε ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Κωνσταντῖνος σήμερον, σὺν τῇ μητρὶ τῇ Ἑλένῃ, τὸν Σταυρὸν ἐκφαίνουσι, τὸ πανσεβάσμιον ξύλον, πάντων μὲν, τῶν Ἰουδαίων αἰσχύνην ὄντα, ὅπλον δέ, πιστῶν ἀνάκτων κατ’ ἐναντίων· δι’ ἡμᾶς γὰρ ἀνεδείχθη, σημεῖον μέγα, καὶ ἐν πολέμοις φρικτόν.

Μεγαλυνάριον.
Τοὺς τῆς εὐσεβείας θείους πυρσούς, καὶ τῶν Ἀποστόλων, θιασώτας καὶ μιμητάς, σὺν τῷ Κωνσταντίνῳ, Ἑλένην τὴν Ἁγίαν, ὡς Βασιλέων δόξαν, ἀνευφημήσωμεν.







Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος, Πόλιος καὶ Εὐτύχιος οἱ Ἱερομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Τιμόθεος, Πόλιος καὶ Εὐτύχιος ἦταν διάκονοι τῆς Ἐκκλησίας καὶ μαρτύρησαν στὴν Ἀφρικὴ σὲ ἅγνωστο χρόνο.






Ὁ Ἅγιος Ἀδέλφιος
Ὁ Ἅγιος Ἀδέλφιος ἦταν Ἐπίσκοπος Ὀνώφης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Οἱ Ἅγιοι Πολύευκτος, Βίκτωρ καὶ Δονάτος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πολύευκτος, Βίκτωρ καὶ Δονάτος μαρτύρησαν στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.







Ὁ Ὅσιος Βόρος
Ὁ Ὅσιος Βόρος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μὲ τὸν Ἰσίδωρο καὶ τὸν Θεόδωρο στὸ Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον.







Ὁ Ὅσιος Ὁσπίτιος ὁ Ἐρημίτης
Ὁ Ὅσιος Ὁσπίτιος ἔζησε στὴ Γαλλία καὶ ἀσκήτεψε στὴ νῆσο τῶν Λερίνων. Γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση εἶχε δέσει τὸ σῶμα του μὲ ἁλυσίδες καὶ ἔτρωγε μόνο λίγο ἄρτο. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς τοῦ χάρισε τὸ δῶρο τῆς προφητείας καὶ τῆς θαυματουργίας.Κοιμήθηκε τὸ 580 μ.Χ., ἐνῶ κατ’ ἄλλους τὸ 681 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Χριστόφορος Α’ Πατριάρχης Ἀντιοχείας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Χριστόφορος ἐξελέγη Πατριάρχης Ἀντιοχείας τὸ 960 μ.Χ., κατὰ τὸ 14ο ἔτος τοῦ χαλίφη Ἀλ Μουτὶ (946 – 974 μ.Χ.), ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἄραβας χρονογράφος Γιαχ-γιᾶ. Τὴ νύχτα τῆς Δευτέρας πρὸς τὴν Τρίτη τοῦ 967 μ.Χ. φονεύθηκε ἀπὸ τούς Ἄραβες, ἀφοῦ κατηγορήθηκε ὅτι συνεννοεῖται μὲ τὸν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Νικηφόρο Φωκᾶ ποὺ ἐκστράτευσε κατὰ τῆς Ἀντιοχείας καὶ τὸ τίμιο λείψανο αὐτοῦ ρίχθηκε στὸν ποταμὸ Ὀρόντη. Ἀναφέρεται δὲ ὅτι ὁ φόνος ἔγινε στὴν οἰκία τοῦ εὐεργετηθέντος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἴμπν-Μάνικ. Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες οἱ Χριστιανοί βρῆκαν τὸ λείψανο αὐτοῦ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια σὲ κάποια νησίδα τοῦ ποταμοῦ, κατόπιν δέ, μετακόμισαν αὐτὸ στὴν ἐκτὸς τῆς πόλεως μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου ποὺ ἐπικράτησε μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν ὁ θρόνος τῆς Ἀντιόχειας παρέμεινε κενὸς ἐπὶ δύο ἔτη καὶ δέκα μῆνες.






Οἱ Ἅγιοι Κωνσταντίνος, Μιχαὴλ καὶ Θεόδωρος οἱ Πρίγκιπες καὶ Θαυματουργοί
Image
Οἱ Ἅγιοι μακάριοι πρίγκιπες Κωνσταντίνος καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, Μιχαὴλ καὶ Θεόδωρος, ἔζησαν κατὰ τὸν 11ο καὶ 12ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ὁ μακάριος Κωνσταντίνος, ἀπόγονος τοῦ ἰσαποστόλου πρίγκιπα Βλαδίμηρου, ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸν πρίγκιπα Σβιατοσλάβο τοῦ Τσέρνιγκωφ, νὰ γίνει ἡγεμόνας τῆς πόλεως Μούρωμ, ποὺ κατοικεῖτο ἀπὸ εἰδωλολάτρες, μὲ σκοπὸ νὰ διαφωτίσει τοὺς κατοίκους καὶ νὰ διαδώσει σὲ αὐτοὺς τὴ χριστιανικὴ πίστη.

Ὁ πρίγκιπας ἔστειλε στὸ Μούρωμ, ὡς ἀπεσταλμένο του, τὸν υἱό του Μιχαὴλ, ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες τὸν σκότωσαν.

Ὅταν ὁ πρίγκιπας Κωνσταντίνος ἔφθασε κοντά στὰ τείχη τῆς πόλεως μὲ τὸ στρατό του, οἱ κάτοικοι ὑποτάχθηκαν καὶ τὸν ἀποδέχθηκαν, ἀλλὰ γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα ἀντιστέκονταν στὴν ἀλήθεια καὶ παρέμεναν στὸ σκότος καὶ τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας. Κάποια στιγμὴ πλησίασαν τὴν οἰκία τοῦ πρίγκιπα μὲ σκοπὸ νὰ τὸν δολοφονήσουν. Ὅμως αὐτὸς, ἀτρόμητος, ἐμφανίσθηκαν μπροστά τους κρατώντας στὰ χέρια του τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Μούρωμ. Ξαφνικὰ οἱ εἰδωλολάτρες ὑποτάχθηκαν καὶ βαπτίσθηκαν Χριστιανοὶ στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Ὀκά.

Στὸ σημεῖο ποὺ σκοτώθηκε ὁ υἱός του, ὁ Μιχαὴλ, ὁ πιστὸς πρίγκιπας Κωνσταντίνος, ἔκτισε ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ ἀργότερα ἀνήγειρε ἄλλο ναὸ ἀφιερωμένο στοὺς Ἁγίους Βόριδα καὶ Γκλέμπ.

Ὁ μακάριος πρίγκιπας κατέβαλε πολλές προσπάθειες γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως στοὺς κατοίκους τοῦ Μούρωμ. Στὸ ἱεραποστολικὸ αὐτὸ ἔργο τὸν βοηθοῦσε μὲ ἔνθερμο ζῆλο ὁ υἱός του, πρίγκιπας Θεόδωρος.
Τὸ 1129 ὁ πρίγκιπας Κωνσταντίνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν ἐκκλησία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, δίπλα στοὺς υἱούς του, τοὺς Ἁγίους Μιχαὴλ καὶ Θεόδωρο.






Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Β’ Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ποίμανε θεοφιλῶς τὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Ροστὼβ κατὰ τὰ ἔτη 1231 – 1262. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος, ἐνῶ ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Βολοντυμύρ. Ὁ Ἅγιος διακρίθηκε γιὰ τὸν ἀσκητικὸ βίο του καὶ τὸ χάρισμα τοῦ κηρύγματος. Πλήθη λαοῦ συνέτρεχαν ἀπὸ τὸ Ροστὼβ καὶ τὶς γύρω περιοχές, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικά. Ἔτσι βαπτίσθηκε Χριστιανὸς καὶ ὁ πρίγκιπας Πέτρος Ὀρντύνσκ.Ὁ Ἅγιος συνέγραψε καὶ θεολογικὰ ἔργα, ὅπως περὶ τοῦ θείου φόβου καὶ τῆς δυνάμεως καὶ προνοίας τοῦ Θεοῦ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1262.







Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Θαυματουργός ὁ Ἕλληνας
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, κατὰ κόσμο Κωνσταντίνος, ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ ἀπόγονος τῆς πριγκιπικῆς οἰκογένειας τῶν Μανκουτίων. Συμμετεῖχε στὴ Βυζαντινὴ ἀντιπροσωπεία, ἡ ὁποία μετέβη στὴ Μόσχα, στὸν μεγάλο πρίγκιπα Ἰβὰν Γ’ Βασίλεβιτς (1438 – 1505), ὁ ὁποῖος μὲ τὸν γάμο του μὲ τὴν Σοφία Παλαιολογίνα τὸ 1472, συγγένεψε μὲ τὴν τελευταία Βυζαντινὴ δυναστεία καὶ ἔλαβε ὡς ἔμβλημά του τὸ δικέφαλο ἀετό.

Ἀποφασίζοντας ὁ Κωνσταντίνος νὰ ἀφιερώσει τὴν ζωή του στὸν Θεὸ, παρέμεινε στὴν δικαστικὴ ὑπηρεσία τοῦ τσάρου τῆς Μόσχας ζώντας κοντὰ στὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Ροστώβ Ἰωάσαφ.

Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος Ἰωάσαφ ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Θεράποντος, ὁ Κωνσταντίνος ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ τὸν ἀκολούθησε. Ἔγινε μοναχὸς μετὰ ἀπὸ ἕνα θαυμαστὸ ὅραμα, στὸ ὁποῖο εἶδε τὸν Ὅσιο Μαρτινιανὸ († τὸ 1483) νὰ τὸν καλεῖ στὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Κασσιανός.

Μετὰ ἀπὸ μία χρονικὴ περίοδο ἄφησε τὴ μονὴ καὶ ἐγκαταστάθηκε κοντὰ στὴν πόλη Οὔγκλιχ, στὴ συμβολὴ τῶν ποταμῶν Βόλγα καὶ Οὔχμα, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι πρὸς τιμὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας τοῦ βίου του διαδόθηκε εὐρέως καὶ πολλοὶ τὸν ἐπισκέπτονταν, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ νὰ ἀκούσουν τὶς πνευματικὲς νουθεσίες του. Ὁ Ὅσιος δεχόταν τὸν καθένα μὲ περισσὴ ἀγάπη καὶ μὲ διάκριση τὸν ὁδηγοῦσε πρὸς τὸν λιμένα τῆς σωτηρίας.

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γήρας, στὶς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ 1504, ἡμέρα τῆς μνήμης του. Ἡ μνήμη του κατὰ τὴν 21η Μαΐου ἑορτάζεται, ἐπειδὴ στὸ κοσμικό του ὄνομα ὀνομαζόταν Κωνσταντίνος, πρὸς τιμὴν τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου.
Ἡ μνήμη τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ ἑορτάζεται στὶς 23 Αὐγούστου.







Ὁ Ἅγιος Βασίλειος Ἐπίσκοπος Ριαζὰν καὶ Μουρώμ
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, Ἐπισκόπου Ριαζάν καὶ Μουρώμ, στὶς 12 Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.







Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἀγαπητὸς τοῦ Μαρκοῦσεφ, ἕζησε στὴ Ρωσία περὶ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἀρχικὰ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλὲμπ τοῦ Σολφυτσεγκόντσκ καὶ μαρτύρησε τὸ 1584.

Τὸ 1576, ὅταν ὁ Ἅγιος ἀσθένησε βαριά, ἐμφανίσθηκε σὲ αὐτὸν ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ, ποὺ ὀνομάζεται Βελικορέσκαγια καὶ τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πάει στὸν ποταμὸ Μαρκούζα καὶ νὰ ἱδρύσει ἐκεῖ ἕνα καινούργιο μοναστήρι. Ὁ Ὅσιος, θεραπευμένος τὴν ἴδια στιγμὴ, ἐκπλήρωσε τὸ καθῆκον ποὺ τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ, κατασκευάζοντας πρῶτα ἕνα ξύλινο παρεκκλήσι καὶ ἀργότερα, τὸ 1578, δύο ναοὺς ἀφιερωμένους μὲ σεβασμὸ στὸν Ἅγιο Νικόλαο καὶ στὸν Ἅγιο Προκόπιο τοῦ Οὔγκλιχ.

Τὸ ἴδιο ἔτος, ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς πῆγε στὴ Μόσχα, γιὰ νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν τσάρο ἕνα χῶρο καὶ τὴν ἄδεια νὰ κατασκευάσει στὸν ποταμὸ Λόχτα ἕνα μύλο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ ἐξασφάλιζε τὴ συντήρησή του τὸ μοναστήρι. Ἔτσι καὶ ἔγινε.

Ὅμως οἱ κάτοικοι τοῦ διπλανοῦ χωριοῦ, τοῦ Καλίνιν, ἀπὸ τὸ φόβο ὅτι τὰ κτήματά τους θὰ προσαρτόνταν στὸ μοναστήρι, συνωμότησαν νὰ σκοτώσουν τὸν Ὅσιο Ἀγαπητό. Ὁδηγούμενοι ἀπὸ ἕναν βλάσφημο χωρικὸ, ποὺ ὀνομαζόταν Βόγκνταν Λγιάτσωφ, ἐπιτέθηκαν στὸν Ὅσιο Ἀγαπητὸ κοντὰ στὸν μύλο στὶς 21 Μαΐου 1584, τὸν σκότωσαν καὶ ἔριξαν τὸ λείψανό του στὸν ποταμό Οὐστγίγκα. Οἱ μοναχοὶ βρῆκαν τὸ τίμιο σκήνωμα καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια σὲ ἕνα παρεκκλήσι, τὸ ὁποῖο ἀνυψώθηκε ἀνάμεσα στοὺς δύο ναοὺς τοῦ μοναστηριοῦ.
Τὸ 1712, ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Χολμογκόρυ Βαρνάβας, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τὸ μοναστήρι, συνέλεξε πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸ βίο τοῦ Ὁσίου Ἀγαπητοῦ καὶ σχετικὰ μὲ ὅλα τὰ θαύματα τῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἔτσι, τὸ 1715 μὲ ἐντολὴ τοῦ ἰδίου τοῦ Ἐπισκόπου συντάχθηκε ὁ βίος τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἀγαπητοῦ.







Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ πριγκίπισσα
Image
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Σέρβου βασιλέως Στεφάνου Γ’ Οὔρεση (1321 – 1331) καὶ εἶχε μακρινὴ συγγένεια μὲ τὸν Ὅσιο Ἰωάσαφ τὸν Μετεωρίτη († 20 Ἀπριλίου). Ἔζησε ὁσιακὰ καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά της φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴ μονὴ Ντεκάνι.






Ὁ Ἅγιος Παχώμιος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παχώμιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς φιλόθεους καὶ εύσεβεῖς. Ὑπηρετώντας ὡς στρατιώτης στὸ Ρωσικὸ στρατό, συνελήφθηκε αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Τατάρους, πουλήθηκε σὲ κάποιον Τοῦρκο βυρσοδέψη, ὁ ὁποῖος τὸν ἔφερε στὴν πατρίδα του Οὐσάκι τῆς Φιλαδελφείας. Ὁ Ἅγιος παρέμεινε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Τούρκου ἐπὶ εἴκοσι ἑπτὰ ἔτη, ὑπομένοντας βασανιστήρια καὶ ἐξευτελισμοὺς καὶ πιεζόταν καθημερινὰ νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Αὐτὸς ὅμως παρέμενε ἀκλόνητος στὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἀφοῦ ὁ ἀφέντης του ἀπηύδησε, τὸν ἄφησε ἐλεύθερο.

Ἐνῷ ἑτοιμαζόταν νὰ ἀναχωρήσει, ἀσθένησε, καὶ Τοῦρκοι, ποὺ ἐπωφελήθηκαν τὴν κατάσταση αὐτή, διέδωσαν ὅτι ὁ Παχώμιος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει Μωαμεθανός, πρὶν πεθάνει. Ὅταν λοιπὸν, αὐτὸς ἀνέρρωσε, τὸν ἔντυσαν μὲ τουρκικὰ ἐνδύματα καὶ τὸν ἄφησαν ἐλεύθερο. Ἀμέσως ὁ Παχώμιος ἀναχώρησε καὶ μέσῳ Σμύρνης μετέβη στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου, καὶ τέθηκε ὑπὸ τὴν προστασία ἐνάρετου ἱερομονάχου, ποὺ ὀνομαζόταν Ἰωσήφ.

Μετὰ τὴν δωδεκαετὴ παραμονὴ στὴ μονή, μετοίκησε στὰ Καυσοκαλύβια, μιμούμενος δὲ τὴ θαυμαστὴ πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου († 12 Ἀπριλίου) ἔγινε ὑπόδειγμα μοναχοῦ καὶ ἦταν ἀγαπητὸς σὲ ὅλους τοὺς ἀδελφούς.

Κινούμενος ἀπὸ θεῖο ζήλο, ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Πράγματι, ἀφοῦ ἐπὶ ἕνα ἔτος δοκιμάσθηκε μὲ διάφορους Κανόνες καὶ παιδαγωγίες, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Ἰωσήφ, μετέβη στὸ Οὐσάκι τῆς Φιλαδελφείας, στὸ μέσο δὲ τῆς ἀγορᾶς διεκήρυξε τὴν πίστη του πρὸς τὸν Χριστὸ. Ἀμέσως συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ μὲ τὴν κατηγορία τοῦ ἐξομώτου. Ὁ Μάρτυρας Παχώμιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀντέκρουσε τοὺς κατηγόρους του καὶ δήλωσε ὅτι οὐδέποτε ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ, ἀλλὰ ἦταν καὶ θα παρέμενε πιστὸς στὴν πατρώα εὐσέβεια μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Κατόπιν τούτου ὁ κριτὴς διέταξε τὸν ἐγκλεισμό του στὴ φυλακή. Μετὰ τρεῖς ἡμέρες, ἀφοῦ κλήθηκε καὶ πάλι νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ δὲν τὸ ἀποδέχθηκε, καταδικάσθηκε σὲ θάνατο καὶ παραδόθηκε στὸν δήμιο. Ἔτσι ὁ Ὁσιομάρτυς Παχώμιος μαρτύρησε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ τὸ 1730, τὴν Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του τὸ παρέλαβαν μετὰ τρεῖς ἡμέρες εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια. Σήμερα δέ, βρίσκεται στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Πάτμου. Τεμάχιο τοῦ ἱεροῦ τούτου λειψάνου παραχωρήθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μετακομίσθηκε σὲ αὐτὴ ἀπὸ τὴν Πάτμο, μὲ τὴν ἔγκριση καὶ εὐλογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στὶς 26 Ἰανουαρίου 1953.






Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ὁ Νεομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Κωνσταντίνος γεννήθηκε τὸ 1654, στὸ χωριὸ Μπρινκοβάνι τῆς Ρουμανίας καὶ διετέλεσε πρίγκιπας τῆς Βλαχίας κατὰ τὰ ἔτη 1688 – 1714. Ἀπὸ τὴν ἡλικία τοῦ ἑνὸς ἔτους ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, ὁ ὁποῖος φονεύθηκε τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1655 σὲ μία ἐξέγερση τοῦ λαοῦ έναντίον τοῦ τότε ἡγεμόνος. Τὸν ἀνέθρεψαν ἡ μητέρα του καὶ οἱ παπποῦδες του Πάουνα καὶ Κωνσταντίνος Καντακουζηνός, στὴν πατρική του οἰκία, στὸ Βουκουρέστι. Σπούδασε τὴν ἑλληνικὴ καὶ λατινικὴ γλώσσα. Μετά τὸν θάνατο τῶν δύο ἀδελφῶν του ἔμεινε κληρονόμος ὅλης τῆς περιουσίας τοῦ πατέρα του καὶ νυμφεύθηκε τὴ Μαρίκα, ἀνιψιὰ τοῦ Ἀντωνίου Βόδα ἀπὸ τὸ Ποπέστ. Τὸ 1678, ὅταν ὁ θεῖος του Σερμπάνος Καντακουζηνὸς ἔγινε ἡγεμόνας, βοήθησε τὸν Κωνσταντίνο νὰ φθάσει στὰ ὑψηλότερα ἀξιώματα.

Ἐπωφελούμενος στὴν ἀρχὴ τῆς ἡγεμονίας του ἀπὸ τὴν εἰρήνη στὴν χώρα, ἔβαλε τὰ θεμέλια γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς μονῆς Χουρέζ, ὅπου κατασκεύασε τὴν οἰκογενειακὴ κατοικία του καὶ τὸ παρεκκλήσιό του. Ἀντιμετώπισε πολλὲς δυσκολίες καὶ πιέσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους νὰ πληρώνει μεγαλύτερο φόρο. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἐργάσθηκε σκληρὰ γιὰ τὴν πολιτιστικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τῆς Βλαχίας. Τὸ 1709 συμμάχησε μὲ τὸν τσάρο Πέτρο Α’ τῆς Ρωσίας (1672 – 1725) ἐνάντια στοὺς Τούρκους καὶ τὸν σουλτάνο Ἀχμὲντ Γ’ (1673 – 1736). Ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ ἀσπασθεῖ τὴ μουσουλμανικὴ πίστη, κατηγορήθηκε γιὰ προδοσία, συνελήφθη καὶ ἀποκεφαλίσθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1715.

Σύμφωνα μὲ ἕνα Χρονικὸ στὶς 24 Μαρτίου 1714, τὴ Μεγάλη Τρίτη, ἦλθε στὸ Βουκουρέστι ὁ Μουσταφᾶ Ἀγᾶς, ὁ ὁποῖος τὸν συνέλαβε μαζὶ μὲ τὰ τέσσερα παιδιά του, ὅλους τοὺς γαμπρούς του, τὴ μεγαλύτερη νύμφη του, τὸν ἐγγονό του Κωνσταντίνο καὶ τὸ θησαυροφύλακα Γιαννάκη Βακαρέσκου. Μετὰ ἀπὸ πικρὸ ταξίδι τριῶν ἐβδομάδων, ἔφθασαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου βασανίσθηκαν σκληρὰ. Καταδικάσθηκαν σὲ θάνατο στὶς 15 Αὐγούστου 1714, τὴν ἡμέρα Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Μὲ τὰ πρῶτα κτυπήματα τοῦ ξίφους ἔπεσε κάτω ἡ κεφαλὴ τοῦ θησαυροφύλακος Γιαννάκη Βασαρέσκου, κατόπιν τοῦ μεγαλύτερου υἱοῦ του καὶ ἀκολούθησαν τῶν ἄλλων τριῶν, τοῦ Στεφάνου, τοῦ Ράδου καὶ τοῦ Ματθαίου. Τὰ ἱερὰ λείψανά τους τὰ ἔριξαν στὰ νερὰ τοῦ Βοσπόρου, ἐνῶ τὶς τίμιες κεφαλές τους τὶς κάρφωσαν σὲ κοντάρια, τὶς περιέφεραν στὶς ὁδοὺς τῆς Πόλεως, καί, τέλος τὶς τοποθέτησαν στὴν πρώτη πόρτα τοῦ Σεραγίου, ὅπου ἔμειναν τρεῖς ἡμέρες καί, κατόπιν τὶς ἔριξαν καὶ αὐτὲς στὴ θάλασσα. Μὲ προτροπὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πῆγαν κρυφὰ εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ καὶ, ἀφοῦ τὶς ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ τὶς ἐνταφίασαν μυστικὰ στὴ νῆσο Χάλκη, ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς μονῆς τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία εἶχε κτίσει ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Ε’ ὁ Παλαιολόγος (1341 – 1391).
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Μάρτυρα Κωνσταντίνου καὶ τῶν θείων του μετεκομίσθηκαν μυστικὰ στὴ Ρουμανία ἀπὸ τὴ σύζυγό του Μαρίκα τὸ 1720, τὸν καιρὸ τῆς ἡγεμονίας τοῦ Νικολάου Μαυροκορδάτου καὶ τοποθετήθηκαν στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Νέου.







Ὁ Ἅγιος Κωνστανίνος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Δὲν ὑπάρχουν ἀρκετὲς ἁγιολογικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ἅγιο Κωνσταντίνο, τὸν διὰ Χριστὸν σαλό, ὁ ὁποῖος ἔζησε στὴ Ρωσία, στὴν περιοχὴ τοῦ Νοβοτορζανίν, κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ., καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.Διάφορα ἁγιολογικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν Ἅγιο Κωνσταντίνο μᾶς δίδει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δημήτριος Σαμπίκιν στὸ Μηνολόγιο καὶ Πατερικὸν τοῦ Τβέρ.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Βλαδιμήρου
Image
Ἡ παράδοση ἀποδίδει τὴν ἱστόρηση τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Παναγίας τοῦ Βλαδιμήρου στὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, τῆς ὁποίας ἀντίγραφο τοῦ πρωτοτύπου βρισκόταν στὸ ναὸ τῆς Ἐλεούσας Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ κτίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Β’ Κομνηνὸ (1118 – 1143). Ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὸ Κίεβο, περὶ τὸ 1131, ὡς γαμήλιο δῶρο στὸ μεγάλο πρίγκιπα Βλαδίμηρο.

Ἡ εἰκόνα εἶναι μία Βρεφοκρατούσα τοῦ τύπου τῆς Ἐλεούσας. Ἀρχικὰ τὴν τιμοῦσαν στὴ γυναικεία μονὴ τοῦ Βόσγκοροντ. Τὸ 1155, στοὺς χρόνους τοῦ πρίγκιπος Ἀνδρέα Μπογκολιούμπσκϊυ, τὴν ἔφεραν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς πόλεως τοῦ Βλαδιμήρου καὶ τὸ 1395 ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στὴ Μόσχα. Μπροστά της ἀνακηρύσσονταν οἱ Πατριάρχες καὶ στέφονταν οἱ τσάροι. Τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ., μετὰ ἀπὸ διαμαρτυρίες καὶ ἀπαίτηση τῶν κατοίκων τοῦ Βλαδιμίρ, ποὺ ζητούσαν τὴν εἰκόνα τους, ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας (Ρούμπλιεφ) ἁγιογράφησε ἕνα ἀντίγραφο, τὸ ὁποῖο τοποθέτησε στὸ Βλαδιμὶρ στὴ θέση τοῦ πρωτοτύπου.
Ἡ εἰκόνα τοῦ Βλαδιμήρου τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 23 Ἰουνίου, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τοῦ χάνου Ἀκμὰτ (1480) καὶ στὶς 26 Αὐγούστου, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ταμερλάνου (1395).







Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Τρυφερῆς
Image
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Τρυφερῆς βρέθηκε τὸ 1521 στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων καὶ μεταφέρθηκε στὴν πόλη τοῦ Πσκὼφ ἀπὸ τοὺς εὐλαβεῖς Χριστιανοὺς Βασίλειο καὶ Θεόδωρο. Τιμᾶται ἰδιαίτερα, ἀφοῦ θεωρεῖται προστάτιδα τῆς πόλεως κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πολιορκίας αὐτῆς ἀπὸ τὸν Πολωνὸ βασιλέα Στέφανο Μπάθορυ (1533-1586).Ἡ εἰκόνα τιμᾶται, ἐπίσης, καὶ στὶς 7 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ Πσκὼφ ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ναπολέοντα, τὸ 1812.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun May 24, 2015 2:08 pm

22 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος ὁ Μάρτυρας
Image
Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος, ἀνιψιὸς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Χουμιαλὰ τῆς Ἀμασείας καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ ἄρχοντος Ἀγρίππα. Συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Καππαδοκίας Ἀσκληπιάδη μὲ τοὺς στρατιῶτες του Εὐτρόπιο καὶ Κλεόνικο († 3 Μαρτίου), οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, τελειώθηκαν διὰ μαρτυρικοῦ θανάτου.

Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος ρίχθηκε στὴ φυλακὴ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ ἀπὸ τὶς στερήσεις καὶ κακοπαθήσεις, θὰ ἀρνιόταν τὸν Χριστὸ, ὁπότε ὁ ἀντίκτυπος ἀπὸ τὴν πράξη του αὐτὴ θὰ ἦταν μέγας μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν. Αὐτὸς ὅμως εἶχε λάβει τὴν ἀμετάτρεπτη ἀπόφαση νὰ πεθάνει ὡς Χριστιανὸς, ἔχοντας ὡς φωτεινὸ παράδειγμα τὸν Μεγαλομάρτυρα θεῖο του, ὁ ὁποῖος παρέμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία του, ἀφοῦ ἀπέκρουσε ὅλες τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς ἀπειλές.

Μία ἡμέρα ὁ Ἅγιος πέτυχε, χάρη στὴν εὔνοια τῶν στρατιωτῶν ποὺ τὸν φύλαγαν, νὰ μεταβεῖ στὸν οἶκο του, νὰ παρηγορήσει τοὺς γονεῖς καὶ ἀδελφούς του καὶ νὰ τοὺς συστήσει ἐμμονὴ στὴ Χριστιανικὴ πίστη.

Ὅταν πληροφορήθηκε τοῦτο ὁ ἡγεμόνας Ἀγρίππας διέταξε νὰ τοῦ φορέσουν σιδερένια ὑποδήματα ποὺ ἔφεραν ἐσωτερικὰ καρφιὰ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του στὰ Κόμανα. Ἐρχόμενος πρὸς τὸν ἡγεμόνα, ὅταν ἔφθασαν στὸ χωριὸ τῶν Δακῶν, οἱ στρατιῶτες ποὺ τὸν συνόδευαν τὸν ἔδεσαν σὲ ξερὸ πλάτανο, γιὰ νὰ γευματίσουν. Τότε ὁ Βασιλίσκος, διὰ τῆς προσευχῆς του, πέτυχε νὰ ἀναβλαστήσει ὁ πλάτανος καὶ ἀπὸ τὴν ρίζα του νὰ ἀναβλύσει μικρὴ πηγή. Ἀφοῦ εἶδαν τὸ θαῦμα αὐτὸ οἱ στρατιῶτες, θαύμασαν καὶ πίστεψαν στὸν Χριστό.
Ὅταν ἔφθασε στὰ Κόμανα, προσήχθη ἐνώπιον τοῦ Ἀγρίππα, ὁ ὁποῖος ὁδήγησε τὸν Βασιλίσκο στὸν εἰδωλολατρικὸ ναό, ἐλπίζοντας ὅτι τὸ ἐπίσημο περιβάλλον θὰ τὸν ὠθοῦσε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Βασιλίσκος ὅμως μὲ θερμὴ προσευχὴ πέτυχε τὴν πτώση καὶ συντριβὴ τῶν εἰδώλων. Τότε ὁ Ἀγρίππας διέταξε νὰ ἀποκεφαλισθεῖ καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του νὰ ριχθοῦν στὸν ποταμό.
Χριστιανοὶ τῶν Κομάνων ἀνέσυραν τὸ τίμιο σκήνωμα κρυφὰ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια.
Ἀργότερα, ἀπὸ τὸν εὐσεβέστατο ἄρχοντα τῶν Κομάνων Μαρίνο ἀνοικοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Μάρτυρος, στὸν ὁποῖο κατετέθησαν καὶ τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς βασίλειον δῶρον καὶ θῦμα ἅγιον, τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων καὶ ἀθλοθέτῃ Θεῷ, δι’ ἀθλήσεως στερρᾶς προσήχθης ἔνδοξε· σὺ γὰρ τὴν πλάνην καθελών, στρατιώτης εὐκλεής, πανεύφημε Βασιλίσκε, τῆς ἀληθείας ἐδείχθης, Χριστῷ πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Βασιλείας μέτοχος ἐπουρανίου, Βασιλίσκε ἔνδοξε, γεγενημένος ἀληθῶς, σῶζε τοὺς πόθῳ βοῶντάς σοι· χαίροις Μαρτύρων σεπτὸν ἐγκαλλώπισμα.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθραξ εὐσεβείας ἀναδειχθείς, πυρὶ οὐρανίῳ, κατενέπρησας θαυμαστῶς, εἰδώλων τεμένη, θεόφρον Βασιλίσκε, πυρὶ δὲ ζωηφόρῳ, θερμαίνεις ἅπαντας.






Μνήμη Β’Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Image
Μετὰ τὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας ἀνεφάνησαν στὴν Ἐκκλησία καὶ νέοι αἱρετικοί, ὅπως οἱ Πνευματομάχοι ἢ Μακεδονιανοί, ὑπὸ τὸν αἱρεσιάρχη Μακεδόνιο Κωνσταντινουπόλεως, οἱ Ἡμιαρειανοὶ, ὁ Ἀπολινάριος Λαοδικείας, ὁ Σαβέλλιος Πτολεμαΐδος, ὁ Μάρκελλος Ἀγκύρας, ὁ Φωτεινὸς Σιρμίου, ὁ Εὐνόμιος Κυζίκου μὲ τὸ διδάσκαλό του Ἀέτιο, ὁ Εὐδόξιος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Παῦλος Σαμοσατεὺς καὶ ἄλλοι ποὺ προσείλκυαν πολλοὺς ὀπαδοὺς.

Τὸ χριστολογικὸ ζήτημα τέθηκε ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολιναρίου Λαοδικείας. Ὁ Ἀπολινάριος (390 μ.Χ.), ὅπως καὶ ἡ λεγόμενη Ἀλεξανδρινὴ Σχολή, τόνιζε πρωτίστως τὴν ἑνότητα στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συχνὰ εἰς βάρος τῆς πληρότητας τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ κατὰ τὴν Ἐνανθρώπιση ἔλαβε μόνο σάρκα («Θεὸς σαρκοφόρος»), δηλαδὴ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ἄλογη ψυχή, ὄχι ὅμως καὶ ἀνθρώπινο νοῦ, γιατὶ αὐτὸ θὰ σήμαινε τὴν τελειότητα (ἀκεραιότητα) τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ὁ Ἀπολινάριος θεωροῦσε πὼς ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι τέλειος Θεός. Γιὰ νὰ εἶναι λοιπὸν δυνατὴ ἡ πλήρης ἕνωση στὸν Ἕνα Χριστὸ, δίδασκε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν ἔλαβε κατὰ τὴν Ἐνανθρώπιση τέλεια ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ μόνο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἐμψυχωμένο μὲ ζωικὴ (ἄλογη) ψυχὴ καὶ ὄχι ἀνθρώπινο νοῦ. Προτιμοῦσε νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «σὰρξ», ὄχι ὅμως μὲ τὴν βιβλική του σημασία. Ἐπέμενε στὴ στενὴ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου στὸν Χριστό, ἀλλὰ ἡ ἀνθρώπινη φύση Του δὲν ἦταν πλήρης. Τὴν ἕνωση Λόγου καὶ σαρκὸς σὲ μία φύση τὴν χαρακτήριζε «ἕνωσιν οὐσιώδη», «ἕνωσιν σύνθετον» καὶ «ἕνωσιν φυσικήν». Ἡ «κολοβωμένη» ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν ἕνωση πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἀπορροφήθηκε καὶ χάθηκε μέσα στοὺς κόλπους τοῦ Λόγου, ἔτσι ὥστε ὁ Χριστὸς νὰ μὴν εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ μόνο τέλειος Θεός.

Οἱ Πνευματομάχοι ἢ Μακεδονιανοὶ ἀρνοῦνταν τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεωρώντας αὐτὸ «κτίσμα καὶ ὄχι Θεὸ, οὔτε ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό». Κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο οἱ Πνευματομάχοι θεωροῦνταν ὄχι μόνο ὅτι θεομαχοῦσαν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ ὅτι χριστομαχοῦσαν, ἀλλὰ καὶ ὅτι πνευματομαχοῦσαν.

Στὴ διδασκαλία τοῦ Ἀπολιναρίου καὶ τοῦ Μακεδονίου ἀντέδρασαν ἀπὸ πολὺ νωρὶς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν καταδίκασαν πολλὲς φορές. Ἡ ὁριστικὴ ὅμως καταδίκη τῆς αἱρετικῆς τους κακοδοξίας ἔγινε ἀπὸ τὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 381 μ.Χ.

Ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συνῆλθε ἀπὸ τὸν Μάιο μέχρι τὸ τέλος τοῦ Ἰουλίου τοῦ 381 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, πρὸς ἐπίλυση θεολογικῶν καὶ διοικητικῶν προβλημάτων. Οἱ ἑκατὸν πενήντα θεοφόροι Πατέρες, ποὺ συμμετεῖχαν σὲ αὐτὴν, προέρχονταν ἀπὸ περιοχὲς, οἱ ὁποῖες πολιτικὰ ὑπάγονταν στὴ δικαιοδοσία τοῦ αὐτοκράτορα ποὺ τοὺς συγκάλεσε. Ἐπρόκειτο δηλαδὴ περὶ Μεγάλης Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ἡ δὲ ἀναγνώρισή της ὡς τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς ἔγινε ἀπὸ τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα τὸ 451 μ.Χ., ἡ ὁποία καὶ ἀποδέχθηκε τὸ Σύμβολον αὐτῆς ὡς ἰσοδύναμο καὶ ἰσόκυρο μὲ αὐτὸ τῆς Νικαίας.

Ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπέκτησε μεγάλη σημασία γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ πρὸ πάντων διότι συμπλήρωσε τὸ ἱερὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, ἀφοῦ δογμάτισε ἰδίως τὴν Πνευματολογία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὣς καὶ ἄλλα ἄρθρα τῆς πίστεως, καὶ ἔτσι ἀποτέλεσε ὁρόσημο στὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μέγα σταθμὸ ἰδίως στὸ δογματικὸ καθορισμὸ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἡ σπουδαιότητα τῆς παρούσης Συνόδου καὶ τοῦ Συμβόλου αὐτῆς ἔγκειται κυρίως στὴν ὁλοκλήρωση τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος, διὰ τῆς θεσπίσεως τῆς Θεότητος καὶ τῆς «ἐκ τοῦ Πατρὸς» ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος, χωρὶς τοῦτο νὰ σημαίνει ὅτι παραθεωρεῖται ἡ σημασία τῆς διδασκαλίας αὐτῆς περὶ Ἐκκλησίας, βαπτίσματος, ἀναστάσεως νεκρῶν καὶ ζωὴς αἰωνίου.

Αὐτὴ κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο διετύπωσε πλατύτερα, πληρέστερα καὶ ἀκριβέστερα τὸ ἱερὸ Σύμβολον τῆς Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, τὸ «Πιστεύω», ἐπειδὴ τὰ μὲν ἑπτὰ πρῶτα ἄρθρα συντάχθηκαν ὑπὸ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸ 325 μ.Χ., ἐναντίον τῆς μεγάλης αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ποὺ συντάραξε ἐπὶ μακρὸν τὴν Ἐκκλησία, καὶ ἡ ὁποία αἵρεση ἀρνιόταν τὴ Θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὰ δὲ πέντε τελευταῖα ἀπὸ τὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἐναντίον τῆς Πνευματομαχίας ποὺ ἀρνιόταν τὴ Θεότητα τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῶν ἄλλων ὡς ἄνω αἱρέσεων. Τὸ ἱερὸν Σύμβολον τῆς Πίστεως, τὸ «Πιστεύω», ἀπαγγέλεται καὶ καθομολογεῖται ἀπὸ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ὡς ὁμολογία πίστεως, ὡς βαπτιστήριο καὶ ὡς λειτουργικὸ κείμενο στὴ θεία λατρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζει καὶ τιμᾶ αὐτὸ ὡς ἔργο τῶν δύο πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὑπογραμμίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης στὴ Σύνοδο εἶναι ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἐπισυνάπτει τὸ Πνεῦμα μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, δεδομένου ὅτι ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς θείας φύσεως καὶ εἶναι ζωοποιόν, ἅγιον, ἀΐδιον, σοφόν, εὐθές, ἡγεμονικόν. Αὐτὴ ἡ κοινότητα τῶν Ὀνομάτων ἀποδεικνύει ὅτι οὐδεμία διαφορὰ ὑπάρχει στὴν ἐνέργεια μεταξὺ Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ταυτότητα δὲ τῆς ἐνέργειας ἀποδεικνύει τὸ ἡνωμένον τῆς φύσεως. Οὐδεὶς ἑπομένως πρέπει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν μία Θεότητα τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γι’αὐτὸ ὁ ἱερὸς Πατέρας ἀναγράφει ὅτι «μία ἐστὶν ἡ ζωὴ ἡμῶν ἡ διὰ τῆς εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα πίστεως παραγινομένη, ἐκ μὲν τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δὲ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τελειουμένη». Στὴν ἐρώτηση τῶν Πνευματομάχων πῶς εἶναι δυνατὸν τὸ Πνεύμα νὰ εἶναι ἰσότιμο πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἐφ’ ὅσον ὁ Πατέρας μὲν εἶναι Δημιουργός, δι’ Υἱοῦ δὲ τὰ πάντα ἐδημιουργήθησαν, ἀπαντᾶ ὅτι πάντα ἐκτίσθησαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἐξαίρει τὸ συναΐδιον καὶ ἀχώριστον τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ὑπογραμμίζει ὅτι ἐκτὸς τῆς κατὰ τάξιν καὶ ὑπόστασιν διαφορᾶς «ἐν οὐδενὶ τὸ παρηλλαγμένον καταλαμβάνομεν».
Στὸ Τυπικὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης ἡ μνήμη τῆς Συνόδου ἐτελεῖτο μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὑψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ († 14 Σεπτεμβρίου). Ὡς εἰσηγητὴς τῆς διπλῆς αὐτῆς ἑορτῆς καὶ ποιητὴς τῆς Ἀκολουθίας θεωρεῖται ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Δευτέρας Συνόδου ὑποφῆται καὶ σύνεδροι, ἑκατὸν πεντήκοντα θεῖοι Ἱεράρχαι μακάριοι, οἱ στόματι κηρύξαντες σοφῷ, τοῦ Πνεύματος τοῦ θείου τὴν ἰσχύν, πάσης βλάβης καὶ αἱρέσεως χαλεπῆς, λυτρώσασθε τοὺς ψάλλοντας· δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πιστῶν τὴν διάνοιαν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς ἐν τῇ πόλει τῇ λαμπρᾷ Κωνσταντίνου, ἐν τῇ Δευτέρᾳ συνελθόντας Συνόδῳ, πανευκλεεῖς Πατέρας εὐφημήσωμεν· οὗτοι Μακεδόνιον, τὸν δεινὸν γὰρ καθεῖλον, καὶ σὺν τούτῳ ἅπασαν, ἄλλην δύσφημον πλάνην, καὶ τοὺς πιστοὺς στηρίζουσιν ἀεί, Ὀρθοδοξίας, τοῖς θείοις διδάγμασι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων θεῖος χορός, οἱ ἐν τῇ Συνόδῳ, τῇ Δευτέρᾳ θείᾳ ῥοπῇ, τῶν αἱρετιζόντων, φιμώσαντες τὸ στόμα, καὶ τῶν ὀρθῶν διγμάτων, χάριν ἐκλάμποντες.







Ὁ Ἅγιος Αὐσόνιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Αὐσόνιος ἔζησε τὸν 1ο ἢ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γαλλία. Ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Ἀνγκουλέμης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς ἢ Μαριανὸς ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ραβέννης τῆς Ἰταλίας ἀπὸ τὸ 112 μέχρι τὸ 127 μ.Χ.







Οἱ Ἅγιοι Αἰμίλιος καὶ Κάστος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κάστος καὶ Αἰμίλιος μαρτύρησαν τὸ 250 μ.Χ. στὴν Καρχηδόνα ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Τὸ μαρτύριό τους ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κυπριανὸ καὶ τὸν Ἱερὸ Αὐγουστίνο.







Ὁ Ἅγιος Δονάτος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δονάτος ἦταν Ἐπίσκοπος Θμούεως καὶ μαρτύρησε τὸ 316 μ.Χ.







Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος, Φαυστίνος καὶ Βενοῦστος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος, Φαυστίνος καὶ Βενοῦστος μαρτύρησαν πιθανῶς τὸ 362 μ.Χ. στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.).







Ὁ Ἅγιος Κόδρος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Κόδρος ἢ Κοδράτος τελειώθηκε παρασυρόμενος ἀπὸ ἵππους.







Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάρκελλος τελειώθηκε, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν σὲ κοχλάζοντα μόλυβδο.







Ἡ Ἁγία Σοφία ἡ Μάρτυς ἡ Ἰατρός
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Σοφία ἦταν ἰατρὸς καὶ μαρτύρησε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.






Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ Πριγκίπισσα
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Κλήμεντος Μαξίμου (383 – 388 μ.Χ.). Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ἡ Ἁγία Ἑλένη τῆς Ὡξέρρης
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἀναφέρεται στὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Ἀγαπητοῦ τῆς Ὡξέρρης († 1 Μαΐου). Ἦταν ἐκείνη ποὺ τὸν διακονοῦσε, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν ἀσθενὴς. Κοιμήθηκε μετὰ τὸ 418 μ.Χ.






Ἡ Ἁγία Ἰουλία ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Ἰουλία καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια τῆς Καρθαγένης καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Σύμφωνα με τὴν παράδοση πουλήθηκε τὸ 439 μ.Χ. ὡς σκλάβος σὲ ἕναν Σύριο ἔμπορο, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐσέβιος. Κατὰ τὴν διαδρομὴ τοῦ Κυρίου της σὲ ἕνα ταξίδι, τὸ πλοῖο σταμάτησε στὸ ἀκρωτήριο Κόρσο στὴ βόρεια Κορσική. Ἡ Ἰουλία δὲν ἀποβιβάσθηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο, γιὰ νὰ μὴν συμμετάσχει σὲ εἰδωλολατρικὴ τελετή, στὴν ὁποία θὰ συμμετεῖχε ὁ Κύριός της. Ὁ ἡγεμόνας τῆς νήσου Φήλικας τὴν διέταξε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἡ Ἁγία ἀρνήθηκε καὶ μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ. Ἔτσι τὴν κάρφωσαν σὲ ἕνα σταυρὸ καὶ τελειώθηκε μαρτυρικά.
Ὁρισμένοι μελετητὲς θεωροῦν ὅτι μπορεῖ ἡ Ἁγία νὰ μαρτύρησε ἀπὸ Σαρακηνοὺς πειρατές.







Ἡ Ἁγία Κουϊτερία ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Κουϊτερία ἄθλησε κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν θυγατέρα ἑνὸς Ἰσπανοῦ πρίγκιπος τῆς Γαλικίας.







Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς ὁ Ἀσκητής
Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε σὲ ἕνα μοναστήρι, κοντὰ στὸ ὅρος Σουμπιάκο τῆς Ἰταλίας. Ἐκεῖ ἀξιώθηκε νὰ συναντήσει τὸν Ὅσιο Βενέδικτο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνίσχυσε στὸν πνευματικό του ἀγώνα καὶ τὸν πῆρε μαζί του γιὰ τρία χρόνια κατὰ τὰ ὁποία ἔζησε ὡς ἐρημίτης, ἀσκούμενος καὶ προσευχόμενος καθημερινά. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, μετὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν Βανδάλων στὴν Ἰταλία, μετέβη στὴ Γαλλία, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι κοντὰ στὴν Ὡξέρρη.Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 560 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Βοηθιανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βοηθιανὸς γεννήθηκε στὴν Ἰρλανδία τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀνοικοδόμησε τὴ μονὴ τοῦ Πιερρεπόντου στὴ Γαλλία.Τελειώθηκε μαρυρικὰ ἀπὸ Ἐθνικούς, τοὺς ὁποίους ἐπέπληττε γιὰ τὴν ψευδὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων.







Ὁ Ὅσιος Κονάλδος
Ὁ Ὅσιος Κονάλδος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἰννίσκοελ στὴ Δονεγάλη τῆς Ἰρλανδίας.Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ἡ Ὁσία Καλή
Ἡ Ὁσία Καλὴ ἔζησε πρὶν τὸ 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, δηλαδὴ τὴ Μικρὰ Ἀσία.

Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος τῆς Ἁγίας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι αὐτὸς ἀποτελεῖ ποιήμα «τοῦ Κρήτης», δηλαδὴ κάποιου Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κρήτης. Καὶ στὰ δύο χειρόγραφα ποὺ διασώζουν τὴν Ἀκολουθία τῆς Ὁσίας δὲν ἀναγράφεται τὸ ὀρθὸν «Τοῦ», ἁλλὰ ἡ ἑρμηνεία του, δηλαδὴ τὸ ὄνομα τοῦ συγκεκριμένου ὑμνογράφου «Ἀνδρέου Κρήτης». Ἄρα, σύμφωνα μὲ τὰ χειρόγραφα, ποιητὴς εἶναι ὁ διάσημος γιὰ τὸν Μέγα Κανόνα του, Ἅγιος Ἀνδρέας, Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ἄν ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἀκολουθίας εἶναι ὄντως ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, τότε καὶ ἡ Ὁσία πρέπει νὰ ἔζησε τουλάχιστον πρὶν τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου, δηλαδὴ πρὶν τὸ 740 μ.Χ. Βέβαια, πίσω ἀπὸ τὴν φράση «Τοῦ Κρήτης» μπορεῖ νὰ κρύβεται κάποιος ἄλλος Ἀρχιερεὺς τῆς Κρήτης. Γι’ αὐτὸ ἔχει προταθεῖ ὡς ὑμνογράφος τῆς Ἀκολουθίας τῆς Ὁσίας ὁ Νικηφόρος Μοσχόπουλος, Μητροπολίτης Κρήτης καὶ «κατ’ ἐπίδοσιν» Μηθύμνης καὶ Πρόεδρος Λακεδαιμονίας. Αὐτὸς ἔζησε πλησιέστερα στὸ χρόνο συντάξεως τῶν χειρογράφων (15ος – 16ος αἰώνας), δηλαδὴ τὸ 13ο αἰώνα μ.Χ. καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. (τὸ 1285 εἶναι ἤδη Μητροπολίτης Κρήτης, ἐνῶ τὰ τελευταῖα ἴχνη του ἀναφαίνονται κατὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1322) καὶ εἶχε σχέσεις τόσο μὲ τὴ Λέσβο ὅσο καὶ μὲ τὸ Σινᾶ. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ Ὁσία θὰ πρέπει νὰ ἔζησε τὸ ἀργότερο μέχρι τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ.

Ἡ οἰκογένεια τῆς Ὁσίας ἦταν πλούσια καὶ ἡ περιουσία της διατέθηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία σὲ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ εὐποιίας. Δὲν πρέπει νὰ ἦταν μοναχή, διότι αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ στὴν Ἀκολουθία καὶ φιλοξενοῦσε τοὺς ἄστεγους καὶ ἐνδεεῖς στὸν οἶκο της, ἀφοῦ ἦταν ἀφιερωμένη στὴ διακονία τῶν ἐλαχίστων καὶ πασχόντων ἀδελφῶν της.

Ἡ Καλὴ ἔζησε μὲ σωφροσύνη, παρθενία, ἄσκηση, νηστεῖες καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή. Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ βίου της εἶναι ἡ φιλανθρωπία. Κίνητρό της ἦταν ὁ πόθος της νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, νὰ μιμεῖται τὴ θεϊκὴ εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία καὶ νὰ ἐκφράζει μὲ κάθε τρόπο τὴν ἀγάπη της πρὸς τοὺς συνανθρώπους της.

Στὴν Ἀκολουθία της ἀναφέρονται καὶ θαύματα τῆς Ἁγίας. Κάποια φορὰ ποὺ ζύμωσε ψωμί, γιὰ νὰ τὸ μοιράσει στοὺς φτωχοὺς, ὁ Θεὸς ἔκανε ὥστε νὰ μὴν λιγοστεύει τὸ ψωμὶ ποὺ τῆς ἀπόμενε, ὅπως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν ἐλαττωνόταν τὸ ἀλεύρι τῆς χήρα στὸ Σαρεπτά, παρ’ ὅλο ποὺ τρεφόταν μὲ αὐτὸ ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἡ χήρα καὶ τὰ παιδιά της.

Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή της ἡ Ἁγία συνέχισε ἀδιάκοπα νὰ εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους, χαρίζοντας τὴν θεραπεία στοὺς ἀσθενεῖς μὲ τὶς ἱκεσίες της πρὸς τὸν Κύριο. Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ θαύματα τῶν ἰάσεων, ὥστε ὁ ὑμνογράφος κάνει λόγο γιὰ «πέλαγος θαυμάτων» καὶ τὴν ἀποκαλεῖ «θαυματόβρυτον». Θεραπεύει ποικίλα νοσήματα ψυχῶν καὶ σωμάτων, ἀλλὰ κυρίως ἀσθένειες ἐπώδυνες, χρόνιες καὶ δυσίατες, ρευματισμοὺς καὶ ἀρθρίτιδες, παραλύσεις τῶν ἀρθρώσεων καὶ παραμορφώσεις τῶν μελῶν τοῦ σώματος.
Ἡ μνήμη τῆς Ὁσίας Καλῆς ἀναφέρεται, ἐπίσης, στὶς 15 Μαΐου καὶ τὸ Σάββατο τῆς Διακαινησίμου.







Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Σοφιανοῖς
Image
Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός τοῦ Βλαδιμήρου

Image
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰωάννης τοῦ Βλαδιμήρου γεννήθηκε τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ. στὸ Βλαδιμὶρ τῆς Βουλγαρίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου Α’ τοῦ Μακεδόνος (867 – 886 μ.Χ.). Ἦταν υἱὸς τοῦ Νεεμὰν, υἱοῦ τοῦ πρώτου βασιλέως τῶν Ἀχριδῶν Συμεὼν καὶ τῆς Ἄννης, εὐσεβεστάτων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀχρίδος Νικόλαο.

Ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας Σαμουὴλ – Στέφανος (940 – 1018), θέλοντας νὰ ὑποτάξει τὸν Ἅγιο, τὸν φυλάκισε. Στὴ φυλακή, Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ἀποκάλυψε τὸ μαρτυρικὸ τέλος του, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἀργοῦσε. Μέσα στὰ πλαίσια τῶν διπλωματικῶν του ἐνεργειῶν ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας τὸν νύμφευσε μὲ τὴν θυγατέρα του Κορσάρα, ὅμως ὁ Ἅγιος διαφύλαξε τὴν παρθενία του.

Ἀφοῦ κατέστη αὐτεξούσιος βασιλέας τῶν Σέρβων, ἐπιδόθηκε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο στὴ διάδοση καὶ ἑδραίωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀφοῦ ὅρισε πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ διδασκάλους καὶ κήρυκες καὶ ἵδρυσε ταυτόχρονα μοναστήρια, ἐκκλησίες καὶ νοσοκομεῖα. Μεταξύ τῶν μονῶν ποὺ ἱδρύθηκαν ἀπὸ αὐτὸν, ἦταν καὶ εὐκτήριος οἶκος βρισκόμενος μέσα σὲ δάσος, στὸν ὁποῖο προσερχόταν καθημερινὰ καὶ προσευχόταν. Ἦταν πράος, δίκαιος, γενναῖος καὶ εὐσεβής. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ βοήθησε τὴν Ἐκκλησία στὸ ἔργο της ἀντιμετωπίζοντας τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς Βογομίλους.

Ἡ ἀποχή του ἀπὸ κάθε σαρκικὴ συνάφεια μὲ τὴ βασίλισσα σύζυγό του καὶ οἱ καθημερινὲς ἀπουσίες του γιὰ προσευχή, γέννησαν σὲ αὐτὴ τὴν ὑποψία ὅτι εἶχε σχέσεις μὲ ξένες γυναῖκες. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τὸν διέβαλε στὸν ἀδελφό της, ὁ ὁποῖος ἀποφάσισε νὰ τὸν φονεύσει. Ὅταν πέθανε ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας Σαμουὴλ – Στέφανος, τσάρος στέφθηκε ὁ υἱός του Ραντομίρ. Ὁ δίδυμος ἀδελφὸς τοῦ νέου τσάρου, Ἰωάννης Βλαδισλάβος, παραπλανώντας τὸν Ἅγιο, τὸν κάλεσε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του ὁ Ἅγιος Ἰωάννης δολοφονήθηκε μὲ ὕπουλο τρόπο τὸ 1015. Ἡ σύζυγός του, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἐγκαταβίωσε σὲ μοναστήρι, ὅπου ἀνοικοδόμησε ναό.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καὶ μετὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατό του ἐξακολούθησε νὰ εὐεργετεῖ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν μὲ πίστη πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς.







Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Δίκαιος
Image
Δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Δίκαιο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Μποροβίτσι τῆς περιοχῆς τοῦ Νόβγκοροντ, ὅπου καὶ ἐργάσθηκε καὶ ἔζησε κατὰ Θεόν. Τὰ ἱερὰ λείψανά του βρέθηκαν τὴν Τρίτη ῆς Διακαινησίμου τὸ 1540 (ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ἑορτάζονται στὶς 23 Ὀκτωβρίου).






Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ζαχαρίας γεννήθηκε στὴν Προύσα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἔγινε ἱερέας. Κάποια ἡμέρα μέθυσε καὶ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς μέθης ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ τὸ 1801. Ἀφοῦ συνῆλθε ἀπὸ τὴν πλάνη παρουσιάσθηκε στὸν κριτὴ καί, ἀφοῦ ἀπέρριψε κατὰ γῆς τὸ σαρίκι ποῦ φοροῦσε, ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἀμέσως ὁ κριτὴς διέταξε τὸν ἐγκλεισμό του στὴ φυλακή. Ὁ Ἅγιος προσευχόταν διαρκῶς ἐξαιτούμενος τὴν ἐξ ὕψους ἐνίσχυση καὶ θεία βοήθεια. Ὅταν τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ καὶ τῶν ἀγάδων, ὁ Ἱερομάρτυρας ἔμεινε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Ὡς ἐκ τούτου, τὸν ἔριξαν καὶ πάλι στὴν φυλακή, ὅπου τὸν βασάνισαν ἀνηλεῶς, τὸν κτύπησαν καὶ τοῦ ἔβαλαν στὸ κεφάλι πυρακτωμένο χάλκινο κάλυμμα.

Μετὰ τὰ βασανιστήρια αὐτὰ τρύπησαν μὲ ὀξεῖα κοφτερὰ καλάμια τὰ νύχια τῶν ποδιῶν καὶ τῶν χεριῶν τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἐκρίζωσαν καὶ ἀπέσπασαν τὰ νύχια αὐτοῦ.
Ὁδηγήθηκε καὶ πάλι ἀνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὁμολόγησε μὲ μεγάλη παρρησία ἀκλόνητη τὴν πίστη του πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ ἔλεγξε τὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία. Ὅταν ἐκδόθηκε ἡ ἀπόφαση γιὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ αὐτοῦ, ὁ Ἅγιος κλείσθηκε καὶ πάλι στὴ φυλακὴ, μήπως πτοούμενος ἀπὸ τὴν καταδίκη καὶ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ἀφοῦ ὁδηγήθηκε καὶ πάλι στὸ κριτήριο, διετράνωσε μὲ γενναιότητα τὸ ἀμετάθετο τῆς πίστεώς του. Ἔτσι ἀποκεφαλίσθηκε τὸ 1802, σὲ ἡλικία τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν καὶ ἔλαβε τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου ὁμολογώντας τὸν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ λυτρώσαντα τὸν κόσμο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.







Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Πελοποννήσιος
Τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Δημητρίου τοῦ Πελοποννήσιου, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 14 Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος, κατὰ κόσμον Παναγιώτης, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σοπωτὸ τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Ἀντώνα. Ἀρχικὰ ὁ Ἅγιος ἐργάστηκε ὡς τσαγκάρης γιὰ μερικὰ χρόνια. Πλανεμένος ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ διασκεδάζει μὲ τοὺς φίλους του, ντύθηκε μουσουλμάνος, λέγοντας ὅτι εἶναι Ἀγαρηνός. Δὲν ἀπατήθηκε ὅμως τόσο πολὺ, ὥστε νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ περιτομή. Ἀλλὰ ἀμέσως κατάλαβε τὸ ἀμάρτημά του, μετανόησε καὶ ἔκλαψε πικρὰ, ὅπως ὁ Πέτρος.

Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ βασιλικὴ καὶ σταυροπηγιακὴ μονὴ τῆς Λαύρας. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, μετονομάσθηκε σὲ Παῦλος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀναχώρησε γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὁπου παρέμεινε τρία ἔτη μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ συχνὴ κοινωνία τῶν Θείων καὶ Ἀχράντων Μυστηρίων. Τότε γεννήθηκε σὲ αὐτὸν ἡ ἐπιθυμία νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Τὸν πόθο του αὐτὸ ἐκμυστηρεύθηκε στὸν πνευματικό του πατέρα Ἱερομόναχο Ἀνανία, τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὁ ὁποῖος ἐνῶ κατ’ ἀρχὰς θέλησε νὰ τὸν ἐμποδίσει, στὴν συνέχεια τὸν ὑπέβαλε στὶς δέουσες δοκιμασίες, μετὰ τὶς ὁποῖες τὸν ἔστειλε μὲ τὴν εὐλογία του πρὸς τὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μετέβη στὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, στὰ Καλάβρυτα, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες νηστεύοντας καὶ προσευχόμενος πρὸς τὴν Θεοτόκο, γιὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώσει κατὰ τὸν ἱερὸ ἀγώνα του. Ἀκολούθως ἐμφανίσθηκε στὸν μουφτὴ τῆς Τριπόλεως, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἀπεκήρυξε τὸ Μωαμεθανισμὸ καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Ὁ ἡγεμόνας παρατηρώντας τὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ Παύλου, πρόσταξε νὰ ἀποκεφαλισθεῖ. Οἱ στρατιῶτες τὸν ἀποκεφάλισαν, τὸ 1818, σὲ ἡλικία εἴκοσι ὀκτὼ ἐτῶν καὶ ἔριξαν τὸ Ἅγιο λείψανό του μέσα στὸ βόθρο τῆς οἰκίας τοῦ ἡγεμόνος, χωρὶς αὐτὸ νὰ ἀλλοιωθεῖ. Παρὰ ταῦτα, δύο φιλομάρτυρες Χριστιανοὶ, εἰκοσι ἡμέρες μετὰ τῆν θανάτωση τοῦ Ἁγίου, ἀνακάλυψαν αὐτό, τὸ ἔκλεψαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας καὶ ἀφοῦ τὸ ἔπλυναν, τὸ μετέφεραν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun May 24, 2015 2:13 pm

23 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Ὁμολογητής
Image
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ καταγόταν ἐκ Συνάδων τῆς Φρυγίας ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς, ἔζησε δὲ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (813 – 820 μ.Χ.). Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία εἶχε ἀφιερωθεῖ στὸν Θεὸ καὶ ἀφοῦ ἔτυχε εὐρείας καὶ ἐπιμελοῦς μορφώσεως, συγκαταλεγόταν μεταξὺ τῶν δραπετῶν ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς του. Ἐπί Πατριάρχου Παύλου Δ’ τοῦ Κυπρίου (780 – 784 μ.Χ.) μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, λόγῳ τοῦ ἀδαμάντινου χαρακτῆρος καὶ τῆς μεγάλης μορφώσεώς του κατέλαβε περιφανὲς ἀξίωμα στὰ ἀνάκτορα. Συνδέθηκε μὲ στενότατη φιλία μὲ τὸν Ἅγιο Θεοφύλακτο († 8 Μαρτίου), ποὺ ἦταν ἄνδρας ἐπίσης ἐνάρετος καὶ μορφωμένος, μὲ τὸν ὁποῖο ἀργότερα μετέβησαν στὴ μονὴ ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ταράσιο στὸν Εὔξεινο Πόντο, ὅπου ἐκάρησαν μοναχοὶ. Γιὰ τὴν μεγάλη τους ἀρετὴ καὶ τὴν βαθύτατη θεολογικὴ κατάρτιση πείσθηκαν καὶ χειροτονήθηκαν ἀπὸ τὸν Ταράσιο κατ’ ἀρχὰς μὲν ἱερεῖς, στὴ συνέχεια δὲ ὁ μὲν Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Νικομηδείας, ὁ δὲ Μιχαὴλ Ἐπίσκοπος Συνάδων.

Καὶ στὴ νέα αὐτὴ θέση του διέλαμψε γιὰ τὸν ἔνθεο ζῆλο τους, διδάσκοντας ὑπερασπιζόμενος τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἀλλὰ ὁ ἱερὸς ζῆλος τοῦ Μιχαὴλ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία καταφάνηκε, ὅταν ἐνέσκηψε ὁ πόλεμος κατὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐπὶ αὐτοκράτορος Λέοντος Ε’ τοῦ Ἀρμενίου. Μὲ ἀνυπέρβλητο θάρρος καὶ παρρησία δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξει δημόσια αὐτὸν γιὰ τὸν ἄθεο καὶ ἀσεβὲς διάταγμά του καὶ νὰ ἀναθεματίσει ἐκείνους ποὺ δὲν προσκυνοῦσαν τὶς ἅγιες εἰκόνες.

Ὅταν ἀποφασίσθηκε νὰ ζητηθεῖ ἡ γνώμη καὶ ἡ βοήθεια τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ κρίθηκε ὡς ὁ καταλληλότερος καὶ ἐστάλη πρὸς τοῦτο στὴ Ρώμη. Ὁ Πάπας Λέων Γ’ (795 – 816 μ.Χ.) κατεδίκασε τὴν εἰκονομαχία καὶ ἐνθάρρυνε τὸν Πατριάρχη στὸν ἀγώνα του, ἀφοῦ γνωστοποίησε τὶς ἀποφάσεις του καὶ δι’ ἐπιστολῆς, τὴν ὁποία παρέδωσε στὸν Ἅγιο Μιχαήλ. Παρὰ ταῦτα ὁ αὐτοκράτορας παρέμενε ἀμετάθετος στὰ ἀσεβὴ φρονήματά του καὶ ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν ἀντιτιθεμένων κληρικῶν. Ἔτσι, ἀφοῦ συνελήφθη καὶ ὁ Ἅγιος Μιχαήλ, κατ’ ἀρχὰς ἐξορίσθηκε στὸ φρούριο τῆς Ἀνατολῆς Εὐδοκιάς, στὴ συνέχεια δὲ σὲ διάφορα μέρη, καταταλαιπωρούμενος καὶ στερούμενος τὰ πάντα, ἀλλὰ διατηρώντας ἀκμαῖο τὸ φρόνημα καὶ ἐξακολουθώντας, μὲ τοὺς ἐμπνευσμένους λόγους του, νὰ ὑπερασπίζεται τὴ Ὀρθόδοξη πίστη.

Κατὰ τὴν ὑπερδεκαετὴ αὐτὴ ἐξορία του ἐξ’ αἰτίας τῶν κακουχιῶν καὶ τῆς μεγάλης ἡλικίας, ἀφοῦ ἀσθένησε, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Γράφοντας ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης πρὸς τὸν Μητροπολίτη Νικαίας Πέτρο, ἱστορεῖ τὶς τελευταῖες στιγμὲς καὶ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Μιχαήλ, τοῦ ὁποίου τὶς ἀρετὲς ἐπαινεῖ: τὴν ἁγνεία, τὴ φιλοξενία, τὴν ταπείνωση, τὴ μετριοφροσύνη.
Ἡ ἁγία κάρα αὐτοῦ εἶναι ἀποθησαυρισμένη στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀφοῦ δωρήθηκε ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς Βασίλειο καὶ Κωνσταντίνο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεῷ ἀναθεμένος, τὴν σὴν ζωὴν ἐκ παιδός, ποιμὴν ἀνηγόρευσαι, καὶ Ἱεράρχης σεπτός, Χριστοῦ ἱερώτατε· ὅθεν τὴν τοῦ Δεσπότου, ὡς τιμήσας Εἰκόνα, θλίψεις ἐν ἐξορίαις, Μιχαὴλ καθυπέστης· καὶ νῦν ἀναπηγάζεις ἡμῖν, ῥεῖθρα ἰάσεων.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἥλιος ἐξανατείλας, καταυγάζεις ἅπαντας, τῶν ἀρετῶν σου τῷ φωτί, καὶ τῶν θαυμάτων ταῖς λάμψεσι, θαυματοφόρε Ἀγγέλων ὁμώνυμε.

Μεγαλυνάριον.
Κλῆσιν ἀγγελώνυμον ἐσχηκώς, ἰσάγγελος ὤφθης, ἐν τῷ κόσμῳ μετὰ σαρκός, ὡς ἱερομύστης, καὶ στῦλος Ἐκκλησίας· ἔνθεν ὦ Μιχαήλ σε, Χριστὸς ἐδόξασε.






Ὁ Προφήτης Μανὴν
Ὁ Ἅγιος Μανὴν ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὡς προφήτης καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας: «Ἦσαν δέ τινες ἐν Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν προφῆται καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ ἐπικαλούμενος Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναήν τε Ἡρώδου τοῦ τετράρχου σύντροφος καὶ Σαῦλος. Λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεύμα τὸ Ἅγιον· ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὅ πρσκέκλημαι αὐτούς. Τότε νηστεύσαντες καὶ προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν».
Ὁ Προφήτης Μανὴν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μυροφόρος τοῦ Κλωπᾶ
Ἡ Ἁγία Μαρία ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἦταν σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ καὶ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ. Ἀκολούθησε τὸν Χριστὸ μέχρι τὸν Γολγοθᾶ καὶ μαζὶ μὲ τὴν Μητέρα Αὐτοῦ καὶ τὴ Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ εἶδε τὴ σταύρωση καὶ τὴν ταφὴ Αὐτοῦ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Σαλωνᾶς ὁ Μάρτυρας ὁ Ρωμαῖος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σαλωνᾶς τελειώθηκε διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Σέλευκος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σέλευκος τελειώθηκε διὰ πριονισμοῦ.






Οἱ Ἅγιοι Ἐπιτάκιος καὶ Βασίλειος
Οἱ Ἅγιοι Ἐπιτάκιος καὶ Βασίλειος ἔζησαν τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Ἅγιος Ἐπιτάκιος θεωρεῖται ὡς ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τούι τῆς Ἰσπανικῆς Γαλικίας, ὁ δὲ Ἅγιος Βασίλειος ἀναφέρεται στοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους ὡς δεύτερος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μπράγα τῆς Πορτογαλίας τὸ 60 μ.Χ.Οἱ Ἅγιοι κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.






Οἱ Ἅγιοι Δονατιανὸς καὶ Ρογατιανὸς οἱ Μάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δονατιανὸς καὶ Ρογατιανὸς ἦταν ἀδέλφια καὶ κατάγονταν ἀπὸ εὐγενὴ Ρωμαϊκὴ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια, ἡ ὁποία ζοῦσε στὴν πόλη Νάντη τῆς Γαλλίας. Ὁ Δονατιανὸς βαπτίσθηκε Χριστιανὸς καὶ κήρυττε μὲ ζῆλο τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου. Ὅμως συνελήφθη, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος Ρικτοβάρου, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ σώσει τὴν ζωή του. Ὁ Μάρτυρας μὲ γενναιότητα ἀρνήθηκε καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀδελφοῦ του παρακίνησε σὲ ὁμολογία πίστεως καὶ τὸν Ρογατιανὸ, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν πρόλαβε νὰ βαπτισθεῖ. Ὁ ἄρχοντας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοὺς ρίξουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ τοὺς βασανίσουν σκληρά. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας οἱ δύο ἀδελφοὶ Μάρτυρες προσευχήθηκαν θερμὰ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ Κύριό μας. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἄρχισαν καὶ πάλι τὰ βασανιστήρια. Διαπέρασαν τὶς κεφαλές τους μὲ λόγχες καὶ τελικὰ τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ὁ Ρογατιανὸς βαπτίσθηκε στὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου τους.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. οἱ Χριστιανοὶ ἀνήγειραν ναὸ στὸν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ τῶν Μαρτύρων καὶ τὸ 1145 τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετεκομίσθηκαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Νάντης.







Ὁ Ἅγιος Μερκουλιάλιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Μερκουλιάλιος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ.Ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Φόρλι τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας καὶ ἦταν σθεναρὸς ἀντίπαλος τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 406 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος Ἐπίσκοπος Λανγκρὲ Γαλλίας
Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Γένοβα τῆς Ἰταλίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ. Κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν πόλη Λανγκρὲ τῆς Γαλλίας καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος αὐτῆς.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 407 μ.Χ.






Οἱ Ἅγιοι Κουϊντιανὸς, Λούκιος καὶ Ἰουλιανὸς καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς δέκα ἐννέα Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κουϊντιανὸς, Λούκιος καὶ Ἰουλιανὸς μαρτύρησαν μαζὶ μἐ ἄλλους δέκα ἐννέα Χριστιανοὺς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, στὴν Ἀφρικὴ, τὸ 430 μ.Χ., ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς.






Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη 4ος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βαϋὲξ στὴ Νορμανδία τῆς Γαλλίας.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 469 μ.Χ.







Οἱ Ὅσιοι Εὐτύχιος καὶ Φλωρέντιος
Οἱ Ὅσιοι Εὐτύχιος καὶ Φλωρέντιος ἔζησαν τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς περιοχῆς Βαλκαστορία, κοντὰ στὴ Νουρσία τῆς Ἰταλίας. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη τὸ 540 μ.Χ.Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος ἐγκωμίασε σὲ λόγους του τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ θαύματά τους.






Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Βιέννης
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δεσιδέριος ἔζησε τὸν 6ο καὶ 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Ἀουτοὺν τῆς Γαλλίας. Σπούδασε στὴ Βιέννη, ὁπου χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος αὐτῆς. Ἐργάσθηκε μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἔλεγξε τοὺς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς γιὰ τὸν ἔκλυτο τρόπο τοῦ βίου καὶ τὴν ἀδικία τους. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν διέβαλαν στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης, Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο († 12 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος ὅμως ἀναγνώρισε τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος ἔλεγξε, ἐπίσης, καὶ τὸν βασιλέα Τιέρρυ τὸν Β’ τῆς Βουργουνδίας, τοῦ ὁποίου ὁ βίος ἦταν ἀνήθικος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξορίσθηκε. Ἐπέστρεψε στὴν Ἐπισκοπή του μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια, ἀλλὰ δολοφονήθηκε τὸ 608 μ.Χ., μὲ διαταγὴ τοῦ βασιλέως.







Ὁ Ὅσιος Συάγριος
Ὁ Ὅσιος Συάγριος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλλία. Ἔγινε μοναχὸς στὴ νῆσο τῶν Λερίνων καὶ ἀργότερα ἵδρυσε μονὴ στὴν περιοχὴ τῆς Προβηγκίας.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 787 μ.Χ., στὴν πόλη Νίκαια τῆς Γαλλίας.






Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Λεοντίου Ἐπισκόπου Ροστώβ
Image
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Κιέβου. Σπούδασε στὴ Ρωσία καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μετὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ Πετσέρσκϊυ τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου, ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου). Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ροστὼβ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν ἀρχιερατικὴ διακονία του μὲ ἔνθεο ζῆλο.Ὁ Ἅγιος Λεόντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1073.






Ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς ἐκ Γεωργίας
Image
Ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς, κατὰ κόσμον Δημήτριος, ἦταν βασιλέας τῶν Γεωργιανῶν (1125) καὶ υἱὸς τοῦ βασιλέα Δαβίδ Β’ τοῦ Ἰσχυροῦ ἢ Ἐπανορθωτοῦ (1089 – 1124). Ἔζησε κατὰ τὸν 11ο καὶ 12ο αἰώνα μ.Χ. καί, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὴν κοσμικὴ ἐξουσία, ἔγινε μοναχός, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Δαμιανός.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1156.







Ὁ Ἅγιος Σίμων ὁ Ἐπίσκοπος Σουζδαλίας
Ὁ Ἅγιος Σίμων, Ἐπίσκοπος Σουζδαλίας, ἔζησε κατὰ τὸν 12ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη, κατὰ κόσμον Πρεντισλάβα, γεννήθηκε περὶ τὸ 1105 στὴ Ρωσία. Ἦταν θυγατέρα τοῦ πρίγκιπος τοῦ Πολὼκ Σβιατοσλάβου Γεωργίου Βσελόντοβιτς, ἀνιψιὰ τοῦ βασιλικοῦ πρίγκιπος Βσέσλαν Μπραγιασλάβιτς καὶ ἐξαδέλφη τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Ἐμμανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ.

Ζοῦσε μὲ τὸν πατέρα της στὴν αὐλὴ τοῦ πατρογονικοῦ της θείου Μπόρις Βσεσλάβιτς, στὸ Πολώκ. Ἤδη ἀπὸ νηπιακὴ ἡλικία ἡ Πρεντισλάβα ἄκουσε τὴν κλήση τοῦ Κυρίου. Ἔτσι, ὅταν ἔφθασε στὴν ἡλικία ποὺ οἱ πριγκίπισσες συνήθιζαν νὰ παντρεύονται (12 χρονῶν), ἄρχισε νὰ ἀρνεῖται ὅλους ὅσοι τῆς προτείνονταν καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταβιώσει σ’ ἕνα μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε ἡ θεία της, μέχρι νὰ πάρει τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο νὰ μείνει στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας.

Ἐπειδὴ ἦταν πολύ μορφωμένη, ἀφιερώθηκε στὴν ἀντιγραφὴ βιβλίων καὶ μὲ τὰ ἔσοδα βοηθοῦσε τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες καὶ τοὺς φτωχούς. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἠλίας τῆς ἐμπιστεύθηκε τὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος μαζὶ μὲ τὴν γειτονικὴ περιοχὴ, γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Σέλκο. Στὴν πράξη τῆς παραδόσεως ἦταν ἐπίσης παρὼν καὶ ὁ Μπόρις, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ πατέρα της, ποὺ πέθανε τὸ 1128.

Ἀμέσως ὁ Ὁσία ἄρχισε τὴν ἀνοικοδόμηση γυναικείας μονῆς στὴν ὁποία ἔμελλε νὰ μονάσουν καὶ ἡ ἀδελφή της Γκορισλάβα ἢ Γκραντισλάβα, ποὺ ἔλαβε τὸ ὄνομα Εὐδοξία καὶ μία ἐξαδέλφη της. Ὁ παλαιὸς βιογράφος διέδωσε τὴν πνευματική της συνομιλία μαζί τους καὶ μαζὶ μὲ ἄλλες ποὺ εἶχαν τὴ μοναχικὴ κλήση. Ἀργότερα, ἔβαλε τὶς βάσεις γιὰ τὴν κατασκευὴ μιᾶς ἀνδρικῆς μονῆς ἀφιερωμένης στὴ Θεοτόκο.

Τὴν ἴδια περίοδο, ὅμως, ἡ οἰκογένεια περνοῦσε μία δραματικὴ στιγμὴ. Ἀφοῦ δέχθηκε ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς Πολόφσκυ, φανατικοὺς ἐχθροὺς τῶν Ρώσων, ὁ μεγάλος πρίγκιπας Μστισλὰβ ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τοὺς πρίγκιπες τοῦ Πολώκ, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, προτιμοῦσαν νὰ ἀσκήσουν μία πολιτικὴ παρελκυστική. Ἀφοῦ βγῆκε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν σύγκρουση, ὁ Μστισλάβ τιμώρησε τὴν οἰκογένεια τῆς Εὐφροσύνης ἐξορίζοντάς την στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1130. Μία ἀδελφή της, ὅμως, νυμφεύθηκε τὸν υἱὸ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἔτσι οἱ Ρῶσοι πρίγκιπες ἔγιναν δεκτοὶ μὲ εὔνοια στὴν πρωτεύουσα. Καὶ γιὰ νὰ ἀντικρούσουν τὶς φῆμες περὶ ἀνανδρίας ποὺ τοὺς ἀποδόθηκε ἀπὸ τὸν Μστισλάβ, συμμετεῖχαν μὲ ἀνδρεία σὲ ὁρισμένες μάχες κατὰ τῶν Ἀράβων. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μστισλάβ, ὁ ἀδελφὸς τῆς Εὐφροσύνης Δαβὶδ καὶ ὁ πατέρας της Σβιατοσλάβος ἐπέστρεψαν στὸ Πολὼκ φέρνοντας μάλιστα καὶ δῶρα ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορος Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ.

Ὁ πατέρας της, ἀπὸ τὴν πλευρά του, συνεισέφερε στὴν ὑλοποίηση τοῦ ὀνείρου του, νὰ μεταμορφώσει τὴν ξύλινη ἐκκλησία ποὺ ἡ Εὐφροσύνη εἶχε κτίσει γιὰ τὸ μοναστήρι της σὲ πέτρινη. Ὁ ναὸς ὀνομάστηκε Σπασγιούρεβιτς Μστισλὰβ καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Σωτήρα Χριστό. Οἱ ἐργασίες, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ ἀρχιτέκτονα Ἰβάν, ὁλοκληρώθηκαν τὸ 1160, ἔτος τὸ ὁποῖο ἀφιερώθηκε στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Μιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ τοποθετήθηκε σκόπιμα ἐκεῖ δήλωνε μὲ ἀρκετὰ λεπτομερειακὸ τρόπο τὰ ἔξοδα ποὺ χρειάστηκαν. Τὸν ἑπόμενο χρόνο καθαγιάσθηκαν ἕνας Σταυρὸς μὲ ἕξι πλευρὲς, ἔργο τοῦ δασκάλου Λάζαρου Μπογκός.

Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἔφερε πάντα μαζί της αὐτὸ τὸν Σταυρὸ ποὺ περιεῖχε λείψανα Ἑλλήνων Ἁγίων, ὅπως ἐπίσης καὶ μία εἰκόνα τῆς Ἐφέσου, ποὺ ἀποδιδόταν στὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ποὺ ἦταν μέρος τῶν δώρων τοῦ αὐτοκράτορος. Ἀργότερα ἐμπιστεύθηκε τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῆς μονῆς στὴν ἀδελφή της Γκορισλάβα, γιὰ νὰ πραγματοποιήσει μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό της ἕνα προσκυνηματικὸ ταξίδι στοὺς Ἁγίους Τόπους, διερχόμενη ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη.

Στὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπισκέφθηκε τὸ Ρωσικὸ μοναστήρι τῆς Θεοτόκου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὸν Πανάγιο Τάφο, γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ ἐκπληρώσει τὸ τάμα της. Εἶχε σκοπὸ νὰ πάει στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἀλλὰ οἱ δυνάμεις της τὴν ἐγκατέλειψαν καὶ γιὰ εἴκοσι τέσσερις ἡμέρες ἔπρεπε νὰ παραμείνει κλινήρης στὸ Ρωσικὸ μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχὴ καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ 1173. Εἶχε ἐκφράσει τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐνταφιασθεῖ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ ὑπενθύμισαν ὅτι ἕνα ἄρθρο ἀπὸ τὸν Κανόνα τῆς μονῆς ἀπαγόρευε τὴν ταφὴ γυναικῶν στὴν ἐκκλησία τους. Γι’ αὐτὸ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου στὴ Ἱερουσαλὴμ.

Σύμφωνα μὲ μία παράδοση ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὸ Πατερικὸν τοῦ Κιέβου, μὲ τὴν ἐπανάκτηση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν Σαλαντὶν τὸ 1187, οἱ Ρῶσοι μοναχοὶ μετέφεραν τὸ ἱερὸ λείψανό της στὸ Κίεβο, στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, ὅπου ἀναπτύχθηκε μία τοπικὴ τιμὴ πρὸς τὸ πρόσωπό της.

Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα μ.Χ. οἱ κάτοικοι τοῦ Πολὼκ ζήτησαν ἐπανειλημμένα τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων στὴν πόλη τους. Τὸ 1833, ὁ Γαβριὴλ, Ἐπίσκοπος τοῦ Βιτέμπσκ καὶ Μογκίλεβ, ἔκανε αἴτηση στὸν τσάρο γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό.

Κάτι ἄρχισε νὰ συζητεῖται περὶ τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ τὸ 1871, ὅταν ὁ Μητροπολίτης τοῦ Κιέβου Ἀρσένιος συναίνεσε στὴν ἐπιστροφὴ τμήματος τῶν ἱερῶν λειψάνων. Τὸ 1893, ὡστόσο, ὄχι μόνο ἡ αἴτηση ἀπορρίφθηκε, ἀλλὰ ἀπαγορεύθηκε ἡ ὁποιαδήποτε ἐπιμονὴ στὸ ζήτημα, τὸ ὁποῖο φαινόταν νὰ ἔχει φθάσει σὲ μηδενικὸ σημεῖο. Ἀντίθετα τὸ ζήτημα τέθηκε ἐκ νέου στὴν πανρωσικὴ ἱεραποστολικὴ διάσκεψη τοῦ Κιέβου (12 – 26 Ἰουλίου 1908). Ὀρίσθηκε μία ἐπιτροπή, ἡ ὁποία στὶς 29 Μαΐου 1909, ἐξέφρασε ἄποψη ὑπὲρ τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων.

Ἀφοῦ ἐλήφθη ἡ συγκατάθεση τόσο τῆς Ἁγίας Συνόδου, ὅσο καὶ τοῦ τσάρου Νικολάου Β’, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1910, τὰ ἱερὰ λείψανα μὲ κάθε ἐπισημότητα μετεκομίσθηκαν στὸ Πολὼκ καὶ τὸ πρωὶ τῆς 23ης Μαΐου τοποθετήθηκαν στὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῆς Ἁγίας Εὐφροσύνης.
Μὲ τὸν ἐρχομὸ τῶν Σοβιὲτ τὰ ἱερὰ λείψανα ἀπομακρύνθηκαν ἐκ νέου καὶ τοποθετήθηκαν ἀρχικὰ στὸ μουσεῖο τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκκενώσεως τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1941 οἱ πιστοὶ τὰ ἀνέσυραν καὶ τὰ τοποθέτησαν στὴν ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου Προστάτιδος τοῦ Βιτέμπσκ. Τελικὰ, στὶς 23 Ὀκτωβρίου 1943 ἐπιστράφηκαν στὸ μοναστήρι τοῦ Πολώκ. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν εἰκόνα τῆς Ἐφέσου, ποὺ φυλασσόταν στὸ καθολικὸ τῆς ἀνδρικῆς μονῆς, εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ 1239 ἡ σύζυγος τοῦ Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ τὴν πῆρε καὶ τὴν μετέφερε στὴν ἐκκλησία τοῦ Τοροπὲτς στὸ πριγκιπάτο τοῦ Πσκώφ. Ἡ ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος μὲ τὸ μοναστήρι της, ἀνάμεσα στὸ 1579 καὶ τὸ 1580, παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν βασιλέα Στέφανο στοὺς Ἰησουΐτες. Ὅταν τὸ 1656 ἡ περιοχὴ τοῦ Πολὼκ ἀνακαταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Ρώσους, ὁ ναὸς παραδόθηκε στοὺς Ὀρθοδόξους. Μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἐπεστράφη στοὺς Ἰησουΐτες, μέχρι ποὺ τὸ 1835, μὲ τὴν ἐκδίωξη τῶν Ἰησουϊτῶν ἀπὸ τὴν Ρωσία, ὁ τσάρος Νικόλαος Α’ τὸν παρέδωσε ὁριστικὰ στοὺς Ὀρθοδόξους. Πέντε χρόνια μετὰ ὁ ναὸς ξαναπῆρε ζωὴ μὲ μία γυναικεία μοναστικὴ κοινότητα.







Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος τοῦ Γιαροσλὰβλ ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 12ο καὶ 13ο αἰώνα μ.Χ. Μόνασε στὴν μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ, τῆς ὁποίας διετέλεσε καὶ ἡγούμενος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1219.







Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ τὸ 1328 καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1336.






Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1384.






Ὁ Ὅσιος Παΐσιος τοῦ Γκαλίτς
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἔζησε τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἔφθασε στὴν πόλη Γκαλίτς τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὸ νότο περὶ τὸ 1385. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Γκαλὶτς καὶ ἀμέσως ἄρχισε τὸν σκληρὸ πνευματικὸ ἀγώνα.

Στὸ Βίο ἀναφέρεται ὅτι μία φορὰ ὁ Ὅσιος Παΐσιος βρισκόταν σὲ ἕνα κελλὶ μαζὶ μὲ τὸν ἐρημίτη Κασσιανό, τὸν ἐπονομαζόμενο «Ἕλληνα», στὸν ποταμὸ Οὔκμα καὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Ἀδριανὸ καὶ Γεράσιμο. Ἐνῶ ἔψελναν τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, ξαφνικὰ ἐπάνω σὲ ὁλόκληρο τὸ μοναστήρι ἐμφανίσθηκε ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς καὶ οἱ μοναχοὶ ἄκουσαν μία φωνὴ ποὺ τοὺς καλοῦσε νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὸ κελλί. Τρομαγμένοι, ἐξῆλθαν καὶ Ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἔδειξε ἕνα ὅραμα: τὴ Θεοτόκο, ποὺ καθόταν σὲ ἕναν θρόνο καὶ στὰ χέρια της κρατοῦσε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Βρέφος. Οἱ μοναχοὶ ἔπεσαν στὴ γῆ, ἀλλὰ ὁ Ἄγγελος τοὺς εἶπε νὰ σηκωθοῦν καὶ τοὺς διαβίβασε τὴν ἐντολὴ τῆς Θεοτόκου νὰ οἰκοδομήσουν σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Προστάτιδος Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ναὸς οἰκοδομήθηκε τὸ 1482 καὶ ὁ Ἀδριανὸς συμμετεῖχε στὴν κατασκευὴ τῆς πέτρινης ἐκκλησίας, ἐνῶ τὸ 1489 βοήθησε τὸν Ὅσιο Παΐσιο στὴν κατασκευὴ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὸν μικρὸ ποταμὸ Γκρέκοφ, στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ τοῦ Βόλγα, ποὺ ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὴν μονὴ τῆς Προστάτιδος Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ρωσικῆς γῆς καὶ τῶν ἡγεμόνων τῆς περιοχῆς καὶ ἀντιστάθηκε στοὺς φεουδαρχικοὺς πολέμους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐπισκέφθηκε καὶ τὴν Μόσχα.
Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ βίο καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ὁ Ὅσιος προαισθάνθηκε τὸ τέλος του. Ἔτσι ἄρχισε νὰ ἐντείνει τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες καὶ νὰ προετοιμάζεται ἐσωτερικά, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Κύριο καὶ Θεό του. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1460 ἢ τὸ 1463 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ νότια πλευρὰ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Οὐσπένσκι.






Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς, τιμάται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 18 Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς καὶ Βογολέπιος
Οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς καὶ Βογολέπιος ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. Ὑπῆρξαν πνευματικὰ τέκνα τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Οὔγκλιχ, ἱδρυτὴ τῆς μονῆς τῆς Θεοτόκου τῆς Προστάτιδος στὸ Οὔρλικ καὶ τὰ ὀνόματά τους ἐμφανίζονται στὸ Βίο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ποὺ συντέθηκε κατὰ τὸν 16ο ἢ 17ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν διήγηση πληροφορούμεθα ὅτι ὁ Ὁσιος Ἀδριανὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους δέκα μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου καὶ ἀποθηκάριος τῆς μονῆς. Ἦταν πρωταγωνιστής, μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Παΐσιο, σὲ μία θαυματουργικὴ ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου, κατὰ τὸ 1472.

Ὁ Ὅσιος Ἀδριανὸς ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου.

Ὁ ἄλλος μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ὁ Βογολέπιος, πρὶν νὰ ἐγκαταβιώσει στὸ μοναστήρι, ἐργαζόταν σὲ ἕνα φοῦρνο καὶ συνέχισε αὐτὸ τὸ διακόνημα καὶ μέσα στὸ μοναστήρι.

Καὶ μὲ τὸν Ὅσιο Βογολέπιο συνδέεται, ἐπίσης, μία διήγηση γιὰ μιὰ θαυμαστὴ ἐμφάνιση τῆς Παναγίας. Ἐνῶ ἀντλοῦσε νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμὸ Βόλγα, εἶδε νὰ ἐπιπλέει στὰ ὕδατα τοῦ ποταμοῦ μία εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου λουσμένη σὲ οὐράνιο φῶς: ἦταν ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῆς Προστάτιδος. Ἀφήνοντας τὸ δοχεῖο στὸ νερὸ ὁ Ὅσιος Βογολέπιος ἔτρεξε βιαστικὰ στὸ μοναστήρι καὶ διηγήθηκε τὸ γεγονὸς στὸν Ὅσιο Παΐσιο. Ὁ Ἅγιος μοναχός, μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Ἀδριανό, τὸν Ὅσιο Βογολέπιο καὶ ἕναν ἄλλο μοναχό, ποὺ ὀνομαζόταν Βασσιανός, μετέφεραν μὲ εὐλάβεια τὴν εἰκόνα στὸ μοναστήρι.
Ὁ Ὅσιος Βογολέπιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Ἰωαννίκιος
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Ἰωαννίκιος τοῦ Ζαονικιέφ, ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψαν στὴν ἔρημο τοῦ Ζαονικιέφ, στὴν περιοχὴ τοῦ Βλαδιμίρ, κοντὰ στὴν πόλη Βολογκντά.Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Δανιὴλ ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Δανιὴλ τοῦ Γκρεχοζαρούσκϊυ, μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους τριάντα μοναχοὺς καὶ διακόσιους λαϊκοὺς τοῦ Οὔγκλιχ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ρωσοπολωνικοῦ πολέμου τὸ 1608.






Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Θαυματουργός ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος τοῦ Περεγιασλάβλ, ἔζησε στὴ Ρωσία καὶ ἐξελέγη, ὅπως ἀναφέρεται σὲ χειρόγραφο τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ., Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Περεγιασλάβλ. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται «Θαυματουργός».






Οἱ Ὅσιοι Δωρόθεος καὶ Ἱλαρίων

Οἱ Ὅσιοι Δωρόθεος καὶ Ἱλαρίων ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο καὶ 17ο αἰώνα μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Νικούλσκϊυ κοντὰ στὸ Νίζνιθ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Λαύρα τοῦ Πσκώφ. Ἀξιώθηκε νὰ βρεῖ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, τὴν ὁποία πῆρε μαζί του καὶ ἔζησε ὡς ἐρημίτης. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 1622.

Περὶ τοῦ Ὁσίου Ἱλαρίωνος δὲν ἔχουμε ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες. Τὸ ὄνομά του συναντᾶμε σὲ χειρόγραφα τοῦ 17ου – 18ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου κοντὰ στὴν πόλη Γιούρεβετς Ποβόλζσκ καὶ ἀκολούθως στὴν ἔρημο.
Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ὁ ἐν Σαρτόμᾳ
Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Σαρτόμα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Σύναξις πάντων τῶν ἐν Ροστὼβ – Γιαροσλὰβλ διαλαμψάντων Ἁγίων
Image
Ἡ ἑορτὴ ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Ροστὼβ – Γιαροσλὰβλ τῆς Ρωσίας καθιερώθηκε τὸ 1964, μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ἀλεξίου Β’ καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποίοι μνημονεύονται εἶναι: ὁ Ἱερομάρτυς Λεόντιος, Ἐπίσκοπος τοῦ Ροστώβ, οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς τοῦ Ποσεσόνε, Δανιὴλ Γκρεχοζαρούσκϊυ καὶ τριάντα μοναχοὶ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν διακόσιοι πιστοὶ Μάρτυρες τοῦ Οὔγκλιχ, ἡ Ἁγία Ἀναστασία τοῦ Οὔγλιχ καὶ οἱ μαζὶ μὲ αὐτὴν τριάντα πέντε μοναχὲς Μάρτυρες, οἱ Ὁσιομάρτυρες Ἀντωνίνος Ποκρόφσκϊυ, Γεράσιμος, Εὐθύμιος, Βαρσανούφιος, Μακάριος, Ματθαῖος, Βασσιανός, Γουρίας, Ἰωήλ, Ἱλαρίων, Ἰωήλ, Ἀκάκιος, Ὀνούφριος, Ἰωσήφ, Γερόντιος, Λεόντιος, Τύχων, Φιλάρετος, Γελάσιος, Ἰωσήφ, Βασσιανός, Χριστόφορος, Σεραφείμ, Γερμανός, Μάρκελλος, Νικήτας, Ἀρσένιος, Θεοδόσιος, Ἰωνᾶς, Ἰούδας, Συμεών, Μιχαήλ, Ἰωάννης, Μακάριος, Μάμων, Γρηγόριος, Νικηφόρος, Ἱλαρίων, Ἀθανάσιος, Πολύευκτος, Κοσμᾶς καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν χίλιοι πιστοὶ Μάρτυρες τοῦ Οὔγκλιχ, ὁ Ἅγιος Βασίλειος τῆς Μανγκαζίας, οἱ Ἐπίσκοποι Θεόδωρος Α’ τοῦ Ροστώβ, Ἡσαΐας τοῦ Ροστώβ, Συμεών τοῦ Ροστώβ, Λουκᾶς τοῦ Ροστώβ, Κύριλλος Α’ τοῦ Ροστώβ, Ἰγνάτιος τοῦ Ροστώβ, Πρόχορος τοῦ Ροστώβ, Ἀντώνιος τοῦ Ροστώβ, Κύριλλος Β’ τοῦ Ροστώβ, Ἰακὼβ τοῦ Ροστώβ, Θεόδωρος Β’ τοῦ Ροστώβ, Στέφανος τῆς Πέρμ, Γρηγόριος ὁ Σοφὸς τοῦ Ροστώβ, Διονύσιος τοῦ Ροστώβ, Ἐφραὶμ τοῦ Ροστώβ, Τρύφων τοῦ Ροστώβ, Βασσιανὸς Α’ τοῦ Ροστώβ, Βασσιανὸς Β’ τοῦ Ροστώβ, Ἀλέξανδρος τοῦ Περεγιασλάβλ καὶ Δημήτριος τοῦ Ροστώβ. Οἱ μοναχοὶ Ἀβραὰμ τοῦ Ροστώβ, Νικήτας ὁ Στυλίτης τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἀβραὰμ τοῦ Περεγιασλάβλ, Πέτρος Ὀρντύνσκϊυ, Συλβέστρος τῆς Ὀμπνόρα, Σέργιος τοῦ Ραντονέζ, Κύριλλος καὶ Μαρία τοῦ Ραντονέζ, Στέφανος τῆς Μόσχας, Ὀνήσιμος ὁ Φύλακας καὶ Ἐλισαῖος, διάκονος τοῦ Ραντονέζ, Θεόδωρος καὶ Παῦλος τοῦ Ροστώβ, Ἐπιφάνιος ὁ Σοφός, Βαρλαὰμ Οὐλέγμνσκϊυ, Σεβαστιανὸς τοῦ Ποσεσόνε, Παΐσιος τοῦ Οὔγκλιχ, Ἀδριανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Βογολέπιος τοῦ Οὔγκλιχ, Κασσιανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Βασσιανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Ἰγνάτιος Πριλούσκϊυ, Δανιὴλ τοῦ Περεγιασλάβλ, Λεωνίδας τῆς Ποσεσόνε, Κυπριανὸς Τρόπσκϊυ, Γεράσιμος Μπολντίνσκϊυ, Γεννάδιος τῆς Κοστρόμα καὶ τοῦ Λγιουμπιμογκράντ, Ἰγνάτιος τῆς Λόμα, Ἰσαὰκ τῆς Λόμα, Εἰρήναρχος ὁ Ἐρημίτης τοῦ Ροστώβ, Δωρόθεος Γιούγκσκϊυ, Νικόδημος Κοζεοζέρσκϊυ, Διονύσιος τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἰωακείμ τῆς Σαρτόμα, Κορνήλιος τοῦ Περεγιασλάβλ, Κύριλλος Μπορισσογκλέμπσκϊυ, Ποιμὴν τοῦ Ροστώβ. Οἱ εὐσεβεῖς πρίγκιπες Βασίλειος τοῦ Ροστώβ, Βασίλειος καὶ Κωνσταντίνος τοῦ Γιαροσλάβλ, Ἀλέξανδρος Νέφσκϊυ, Γκλὲμπ τοῦ Ροστώβ, Ρωμανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Θεόδωρος τοῦ Σμολένσκ, καὶ οἱ υἱοί του Δαβὶδ καὶ Κωνσταντίνος, Βασίλειος τοῦ Γιαροσλάβλ, Ἀνδρέας τοῦ Σμολένσκ, Ἀνδρέας τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος Ζαρέβιτς τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος Ζαρέβιτς τοῦ Οὔγκλιχ καὶ τῆς Μόσχας. Οἱ «δίκαιοι» Θέκλα, Ἰωάννης ὁ Νέος τοῦ Οὔγκλιχ, οἱ «διὰ Χριστὸν σαλοὶ» Ἰσίδωρος τοῦ Ροστώβ, Σέργιος τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἰωάννης ὁ Τριχωτὸς τοῦ Ροστώβ, Ἰωάννης τῆς Μόσχας, Στέφανος τοῦ Ροστώβ, Ἠλίας τοῦ Ντανίλοβο, Ἀθανάσιος τοῦ Ροστώβ, Ὀνούφριος τοῦ Ρομανώφ.






Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἰωακεὶμ τοῦ Ἰθακησίου
Image
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἰωακεὶμ τοῦ Ἰθακησίου, τιμάται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 2 Μαρτίου.
Δεν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun May 24, 2015 2:16 pm

24 ΜΑΪΟΥ






Οἱ Ἅγιοι 318 Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Image
Ἡ ἕκτη κατὰ σειρὰ Κυριακὴ μετὰ τὸ Ἅγιο Πάσχα εἶναι ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας στὴν μνήμη τῶν 318 Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ συνῆλθε στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ. Ἡ σύνοδος συνῆλθε κατὰ πρόσκληση τοῦ Μέγα Κωνσταντίνου κατὰ τὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς βασιλείας του καὶ εἶχε διάρκεια 3,5 χρόνια. Διακριθεῖσες μορφὲς τῆς συνόδου ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Ἀλεξανδρείας, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Εὐστάθιος ὁ Ἀντιοχείας, ὁ Μακάριος ὁ Ἱεροσολύμων, ὁ Παφνούτιος, ὁ Σπυρίδων, ὁ Νικόλαος, κ.ἄ.



Η Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Ἀρειανισμό. Διατύπωσε τοὺς πρώτους ὅρους ὀρθοῦ Χριστιανικοῦ δόγματος καὶ ἰδιαίτερα τὰ περὶ τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς ὁμοούσιον τῷ Θεῷ Πατρί. Συνέταξε τὰ πρῶτα ἑπτὰ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.



Συνοπτικὴ παράθεση τῶν ἱερῶν Κανόνων



Κανὼν Α: Καταδικάζει τὴ συνήθεια τοῦ οἰκοιοθελοὺς εὐνουχισμοῦ καὶ ἀπαγορεύει τὴ χειροτονία εὐνουχισμένων, πλὴν ὅσων γιὰ ἰατρικοὺς λόγους ἢ λόγω βασανιστηρίων ἐξετμήθησαν.

Κανὼν Β: Ἀπαγορεύει τὴ χειροτονία ὡς κληρικῶν στὰ νέα μέλη (νεόφυτοι) τῆς ἐκκλησίας.

Κανὼν Γ: Καταδικάζει τὴν συνήθεια τῶν κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμῶν νὰ συζοῦν μὲ νεαρὲς γυναῖκες τὶς ὁποῖες δὲν εἶχαν παντρευτεῖ (συνείσακτοι).

Κανόνες Δ-Ε: Εἰσάγεται τὸ «μητροπολιτικὸ σύστημα», τὸ ὁποῖο ἴσχυε στὴν ὀργάνωση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, καὶ καθορίζουν τὴν ἁρμοδιότητα τῆς ἐπαρχιακῆς συνόδου στὴ χειροτονία τῶν ἐπισκόπων.

ΚανὼνΣΤ: Ἀναγνωρίζει κατ’ ἐξαίρεση τὸ ἀρχαῖο ἔθος τῆς συγκεντρωτικῆς δικαιοδοσίας τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ἀλεξανδρείας στὶς ἐκκλησίες τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης καὶ Πεντάπολης —ὅπως συνέβαινε καὶ μὲ τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης— ἐνῶ ἑξαιρεῖ τὴ Ρώμη καὶ τὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὸ γενικὸ μέτρο τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος.

Κανὼν Ζ: Ὁρίζεται ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Αἰλίας (δηλ. Ἱερουσαλήμ) νὰ εἶναι ὁ ἑπόμενος στὴ σειρὰ ἀπόδοση τιμῶν.

Κανὼν Η: Ὁρίζει τὸν τρόπο ἐπιστροφῆς στὴν ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου τῶν λεγόμενων «Καθαρῶν» (Μελιτιανὸ σχίσμα).

Κανὼν Θ: Ἀναφέρεται στὴν συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων τῶν ὁποίων δὲν ἐξετάστηκαν τὰ προσόντα ἢ οἱ ὁποῖοι δὲν παραμένουν ἄμεμπτοι.

Κανὼν Ι: Καταδικάζει τὴ χειροτονία πεπτωκότων.

Κανόνες ΙΑ-ΙΒ: Καθορίζεται ἡ μετάνοια τῶν πεπτωκότων, μὲ αὐστηρότερα κριτήρια.

Κανὼν ΙΓ: Δέχεται ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ παρασχεθεῖ Θεία Εὐχαριστία ἐπὶ τῆς ἐπιθανατίου κλίνης.

Κανὼν ΙΔ: Ὁρίζεται ἡ μετάνοια τῶν πεπτωκότων κατηχουμένων.

Κανόνες ΙΕ-ΙΣΤ: Καταδικάζεται ἡ ἐπιδίωξη κληρικῶν γιὰ μετάθεση σὲ ἄλλες ἐκκλησίες.

Κανὼν ΙΖ: Καταδικάζει τὴν πλεονεξία καὶ αἰσχροκέρδεια τῶν κληρικῶν ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἔντοκο δανεισμό.

Κανὼν ΙΗ: Ἀπαγορεύει στοὺς διακόνους νὰ μεταδίδουν καὶ νὰ ἀγγίζουν τὴ Θεία Εὐχαριστία πρὶν ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, καὶ δὲν ἐπιτρέπεται τὸ νὰ κάθονται μεταξὺ τῶν πρεσβυτέρων.

Κανὼν Κ: Ἀπαγορεύει τὴ γονυκλισία στὴ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καὶ τὴν διάρκεια τῆς Πεντηκοστῆς.



Ἐπισπρόσθετα καθορίστηκε ἡ κοινὴ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα.


Τὰ συμπεράσματα τὶς συνόδου ὑπογράφηκαν ἀπὸ περισσότερους ἀπὸ 318 καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς ἐπικράτησε γιὰ συμβολικοὺς λόγους. Οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ἦταν παρόντες στὴ σύνοδο συνοδεύονταν ἀπὸ κατώτερους κληρικοὺς τῶν ὁποίων ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς ἀνερχόταν στὸ τριπλάσιο ἢ τετραπλάσιο τῶν Ἐπισκόπων.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. β’.

Ἀγγελικαὶ Δυνάμεις ἐπὶ τὸ μνῆμά σου, καὶ οἱ φυλάσσοντες ἀπενεκρώθησαν, καὶ ἵστατο Μαρία, ἐν τῷ τάφῳ ζητοῦσα τὸ ἄχραντόν σου σῶμα· ἐσκύλευσας τὸν ᾍδην, μὴ πειρασθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ, ὑπήντησας τῇ Παρθένῳ, δωρούμενος τὴν ζωήν. Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, Κύριε δόξα σοι.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Πατέρων. Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον.
Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.







Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ ἐν τῷ Θαυμαστῷ ὄρει
Image
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια, ἀπὸ τὴν ὁποία καταγόταν καὶ ἡ μητέρα του Μάρθα, ἐνῶ ὁ πατέρας του Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία ἕξι ἐτῶν, ἀφοῦ ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος φονεύθηκε μέσα στὴν οἰκία του ποὺ κατέρρευσε ἀπὸ σεισμό, μὲ θεία ὑπόδειξη ὁδηγήθηκε στὴ Σελεύκεια καὶ παραδόθηκε στὴν πνευματικὴ προστασία καὶ καθοδήγηση τοῦ περίφημου γιὰ τὶς ἀρετές του ἀσκητὴ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε κοντὰ στὸ ὄρος τοῦ χωριοῦ Πίλασα. Ἀπὸ αὐτὸν ὁ Ὅσιος Συμεὼν διδάχθηκε τὰ ὑψηλὰ διδάγματα τῆς Χριστιανικῆς πολιτείας. Μιμούμενος τὸν διδάσκαλό του ἀνήγειρε στύλο καὶ ἀφοῦ ἀνῆλθε ἐπ’ αυτoῦ, παρέμεινε προσευχόμενος ἐπὶ δώδεκα ἔτη. Ἀφοῦ διέπρεψε στὴν ἀρετὴ καὶ ὁσιότητα καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν θερμότητα τῆς πίστεως καὶ τὴ διαφλέγουσα αὐτὸν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ, ἀξιώθηκε παρ’ Αὐτοῦ διὰ τῆς χάριτος τῆς προοράσεως καὶ τῆς θεραπείας κάθε ἀσθένειας.

Ἔτσι προανήγγειλε τὴν κοίμηση τοῦ διδασκάλου του, τὴν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἐφραίμ (545 μ.Χ.), τοὺς σεισμοὺς τῆς Ἀντιόχειας καὶ Κωνσταντινουπόλεως (557 μ.Χ.) καὶ ἄλλα γεγονότα.

Ἀφοῦ κατῆλθε ἀπὸ τὸν στύλο, μετέβη στὸ λεγόμενο Θαυμαστὸ ὄρος, ὅπου, ἀφοῦ ἵδρυσε μοναστήρι γιὰ τοὺς μαθητές του, ἀνήγειρε γιὰ τὸν ἑαυτό του στύλο, καὶ ἀνεβασμένος ἐπὶ αὐτοῦ παρέμεινε προσευχόμενος ἐπὶ σαράντα ἔτη.

Ἡ φήμη τῆς ἁγιοσύνης του εἶχε διαδοθεῖ σὲ ὅλη τὴ χώρα, πλῆθος δὲ συνέρεε πρὸς αὐτὸν αἰτώντας τὴν ἴαση καὶ τῆν εὐλογία του. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος Σελευκείας, ἀφοῦ προσῆλθε καὶ ἀνέβηκε στὸν στύλο, τὸν χειροτόνησε Πρεσβύτερο.
Ἔτσι θεοσεβῶς, μὲ κάθε σκληραγωγία, ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Συμεών, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 590 μ.Χ., σὲ ἡλικία ὀγδόντα πέντε ἐτῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς ἀείφωτος λύχνος δωρεῶν τῆς ἀσκήσεως, ἐν τῷ Θαυμαστῷ Πάτερ Ὄρει, διαπρέψας ἀνέλαμψας, καὶ κλίμακα ἐκ γῆς, πρὸς οὐρανὸν, τὸν στῦλόν σου ὑπέθου ἀληθῶς, Συμεὼν θαυματοφόρε τοῖς εὐσεβῶς, προστρέχουσι τῇ Μάνδρᾳ σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιο. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ ἄνω ποθῶν, τῶν κάτω μεθιστάμενος, καὶ ἄλλον οὐρανόν, τὸν στῦλον τεκτηνάμενος, δι’ αὐτοῦ ἀπήστραψας, τῶν θαυμάτων τὴν αἴγλην Ὅσιε, καὶ Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύεις ἀπαύστως, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Ὄρος κατοικήσας τὸ Θαυμαστόν, τὸν ἐξ αἰωνίων, ἀπαυγάζοντα θαυμαστῶς, ὀρέων Δεσπότην, δοξάσας θείοις πόνοις, λαμπρῶς ἐθαυμαστώθης, Συμεὼν Ὅσιε.






Ὁ Ἅγιος Μελέτιος ὁ στρατηλάτης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Μάρτυρες
Σεραπίων Ἐπίσκοπος, Ἰωάννης καὶ Στέφανος, Καλλίνικος, Φήστος, Φαύστος, Αἰδέσιος, Μάρκελλος, Θεόδωρος, Μελετίων, Σέργιος, Μαρκελλίνος, Φήλιξ, Φωτεινός, Θεοδωρίσκος, Μερκούριος καὶ Δίδυμος, Χριστίνος καὶ Κυριάκος, Καρτέριος, Σωσάννα, Μαρκιανή, Παλλαδία, Γρηγορία
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴν Γαλατία καὶ ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου (138 – 160 μ.Χ.). Κατηγορήθηκαν στὸν ἡγεμόνα τῶν Ταβιανῶν Μάξιμο καὶ διώκονταν ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς. Ὅταν συνελήφθηκαν, ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος, ὁ ὁποῖος τοὺς διέταξε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Οἱ Ἅγιοι ἀρνήθηκαν καὶ τότε ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Τοὺς καταξέσχισαν τὰ πλευρά, τοὺς κτύπησαν μὲ σιδερόσφαιρες τοὺς ἀστραγάλους καὶ κάρφωσαν τὰ πόδια τους σὲ ξύλα. Στὴν συνέχεια τοὺς ἔχυσαν στὰ αὐτιὰ καυτὸ λάδι, ἀλλὰ οἱ Μάρτυρες μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔμειναν ἀβλαβεῖς, οἱ δὲ δήμιοι ἀπὸ τὴν ζέστη διαλύθηκαν σὰν τὸ κερὶ καὶ ἀμέσως κάηκαν ὅλοι οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἡγεμόνος.

Μόλις ἄρχισε νὰ ξημερώνει Ἄγγελοι Κυρίου πῆραν τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες καὶ τοὺς μετέφεραν στὸ ναὸ τοῦ Δία, ὅπου οἱ Ἁγιοι κατέρριψαν τὸ χάλκινο εἴδωλο αὐτοῦ. Μόλις τὸ ἄγαλμα κατέπεσε, ἐξῆλθαν ἀπὸ αὐτὸ δαίμονες ποὺ κραύγαζαν ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς ἐκπληρώσεως τῆς προφητείας γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ Δία ἀπὸ τὸν στρατηλάτη Μελέτιο. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ βαπτισθεῖ Χριστιανὸς ὁ εὐγενὴς Σεραπίων, ποὺ ἔγινε Ἐπίσκοπος. Οἱ Ἅγιοι Μελέτιος, Ἰωάννης καὶ Στέφανος ὁδηγήθηκαν καὶ πάλι μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος προσκάλεσε τοὺς κόμητες, τοὺς τριβούνους καὶ τοὺς πρίγκιπες Φῆστο, Φαῦστο, Μάρκελλο, Θεόδωρο, Μελετίωνα, Σέργιο, Μαρκελλίνο, Φίλικα, Φωτεινό, Θεοδωρίσκο, Μερκούριο καὶ Δίδυμο. Τότε ὁ ἡγεμόνας λέγει πρὸς αὐτούς: «Γιατὶ καταστρέψατε τὸ ναὸ τοῦ μεγάλου θεοῦ Δία;». Αὐτοὶ δὲ ἀπάντησαν: «Ἐμεῖς δὲν εἴμασταν ἐκεῖ, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ καταφρόνησες, ὁ Μελέτιος, μὲ τὶς οὐράνιες δυνάμεις συνέτριψε αὐτόν». Καὶ ἀμέσως ἄρχισαν νὰ ἐλέγχουν τὸν ἡγεμόνα γιὰ τὴν ἄνοια καὶ τὴν ἀσέβεια αὐτοῦ. Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοὺς κτυπήσουν μὲ λωρίδες ἀπὸ μολύβι καὶ νὰ τοὺς βάλουν σὲ πυρακτωμένο καμίνι. Οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στὴν φωτιὰ κρατώντας ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου καὶ ἔνιωθαν σὰν νὰ δροσίζονταν στὸν παράδεισο. Οἱ εἰδωλολάτρες ἄρχισαν νὰ ρίχνουν νερό, γιὰ νὰ σβήσει ἡ φωτιὰ καὶ νὰ πνίξουν τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὶς ἀναθυμιάσεις. Ἀλλὰ οὔτε πάλι κατάφεραν τίποτε. Τότε τοὺς ὁδήγησαν στὸ ναὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Μόλις οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ καὶ προσευχήθηκαν, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ὁ ναὸς σείσθηκε καὶ τὸ ἄγαλμα τοῦ εἰδώλου συνετρίβη. Τότε ἔνδυσαν τὸν Ἅγιο Μελέτιο μὲ θώρακα καὶ περικεφαλαία ποὺ ἔκαιγαν, ἀλλὰ τὸ σίδερο ἔγινε κρύο. Τὸ μαρτύριο συνεχίσθηκε. Ὁ ἡγεμόνας διέταξε τότε νὰ φέρουν μπροστά του δύο παιδιά, ποὺ ὀνομάζονταν Χριστίνος καὶ Κυριάκος. Τὰ ρώτησε λέγοντας: «Πεῖτε μας, παιδιά, ποιὸς Θεός εἶναι μεγαλύτερος, ὁ Δίας ἢ ὁ Χριστός;». Καὶ ἐκεῖνα ἀποκρίθηκαν: «Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὰ πάντα». Τότε τὰ κτύπησαν καὶ ἀκολούθως ἀπέκοψαν τὶς τίμιες κεφαλὲς αὐτῶν καὶ τοῦ διδασκάλου τους «ἐν τῷ ὄρει Μηνόει».

Ὁ Ἅγιος Σεραπίων ἐτελειώθη διὰ ξίφους καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ὄρος τῶν Καδακορέων.

Πάλι ὁ παράνομος ἡγεμόνας ἔδωσε στὸν Ἅγιο Μελέτιο νὰ πιεῖ δηλητήριο ποὺ ἦταν κατασκευασμένο ἀπὸ τὸν μάγο Καλλίνικο. Μόλις ὁ μάγος Καλλίνικος εἶδε τὸ παράδοξο θαῦμα, πίστεψε στὸν Χριστό καὶ ἔλεγξε τὰ εἴδωλα ὡς δαιμόνια. Καὶ ἀμέσως παρακάλεσε τὸν Ἅγιο Μελέτιο νὰ τοῦ δώσει τὴν σφραγίδα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ γίνει Χριστιανός. Ἔτσι μαρτύρησε καὶ ὁ Καλλίνικος, ὁ ὁποῖος ἐνταφιάσθηκε μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Σεραπίωνα. Στὴν συνέχεια ὁ ἡγεμόνας ἔφερε στὸ βῆμα τὶς γυναῖκες τῶν Ἁγίων Φήστου, Φαύστου, Μαρκελλίνου καὶ Αἰδεσίου, τὴ Σωσάννα, τὴ Μαρκιανή, τὴν Παλλαδία καὶ τὴ Γρηγορία, οἱ ὁποῖες, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, μαρτύρησαν.

Ὁ ἡγεμόνας, τυφλωμένος ἀπὸ τὴν ἀσέβεια, δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὴν ἀλήθεια. Ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κρεμάσουν τὸν Ἅγιο Μελέτιο σὲ ἕνα πεῦκο καὶ νὰ τοῦ καρφώνουν τὸ σῶμα μὲ πυρακτωμένα καρφιά. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἀνέλαβε ὁ Καρτέριος ὁ χαλκέας μὲ τοὺς δώδεκα μαθητὲς αὐτοῦ. Μόλις ἄρχισαν νὰ καρφώνουν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου Μελετίου, τὰ πυρακτωμένα καρφιὰ συντρίβονταν καὶ ἔπεφταν κατὰ πρόσωπο ἐκείνων ποὺ τὰ κάρφωναν καὶ τοὺς τύφλωναν. Ἔτσι ὁ Καρτέριος καὶ οἱ μαθητές του πίστεψαν στὸν Χριστό καὶ ἀπετμήθησαν τὶς τίμιες κεφαλὲς αὐτῶν στὸ ὄρος τῶν Καδακορέων.

Καὶ ἐνῶ ὁ Ἅγιος Μελέτιος ἦταν κρεμασμένος στὸ δένδρο, φωνὴ ακούσθηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό ποὺ ἔλεγε: «Ἔλα, ἀθλητά μου, Μελέτιε, ἀνάβαινε στὰ ταμεῖα τοῦ Παραδείσου καὶ στὸ χορὸ τῶν ἐκλεκτῶν μου Ἀγγέλων καὶ στὴ συνδρομὴ ὅλων τῶν Δικαίων μου. Νὰ, ὅλοι οἱ Ἅγιοι στέκονται καὶ σὲ προσδοκοῦν, γιὰ νὰ σοῦ δώσουν τὰ βραβεῖα, διότι ἐσὺ ἐποίησες τὸ θέλημά μου ἐπὶ τῆς γῆς».
Τότε κατέβηκαν Ἄγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανό καὶ παρέλαβαν τὴν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου Μελετίου καὶ τὴν ἀνέφεραν στὸν οὐρανὸ σὰν περιστερὰ λευκὴ ἀπαστράπτουσα. Ἄγγελος Κυρίου κατῆλθε καὶ πῆρε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Μελετίου καὶ τὸ ἔφερε στὸ ὄρος, ὅπου τελειώθηκε καὶ τὸ στράτευμα αὐτοῦ.







Ὁ Ἅγιος Ἐλπίδιος ὁ Ἐπίσκοπος Ἀμβέρσας
Ὁ Ἅγιος Ἐλπίδιος ἔζησε κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἀμβέρσας, μεταξὺ Νεαπόλεως καὶ Καπούης τῆς Ἰταλίας.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Βικέντιος τῶν Λερίνων
Ὁ Ὅσιος Βικέντιος καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια τῆς Γαλλίας καὶ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὸν Θεό καὶ τὸ μοναχικὸ βίο. Ἐνῶ ἦταν στρατιωτικός, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ νῆσο τῶν Λερίνων.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 445 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Κυριακὸς ἐξ Εὐρύχου Κύπρου
Image
Δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος Κυριακός, ὁ ἀσκητὴς τῆς Εὐρύχου. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία του εἶναι ὅτι ἀπὸ βρέφος «ἐγένου τοῦ Κυρίου ἐραστής». Ἀγάπησε τὸν Θεὸ καὶ Τὸν ἀκολούθησε. Ἄφησε τὸν κόσμο καὶ ἔγινε πολιστὴς τῆς ἐρήμου καὶ ἐραστὴς τῆς ἡσυχίας.

Στὸ ἀσκητήριό του τὸν ἐπισκέπτονταν πλήθη πιστῶν, γιὰ νὰ τὸν δοῦν, νὰ τὸν συμβουλευθοῦν καὶ νὰ λάβουν τῆν εὐχή του. Καὶ ὁ Ὅσιος τοὺς δεχόταν ὅλους μὲ ἀγάπη καὶ ὑπομονή. Τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς παρηγοροῦσε. Τοὺς συμβούλευε νὰ ἀφήσουν τὰ μίση καὶ τὶς κακίες μεταξύ τους καὶ νὰ μετανοήσουν.

Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. «Φέρων τὸν σταυρὸν ἐπ’ ὤμων σου… καὶ πάθη θανατώσας τὰ τοῦ σώματος συντόνοις ἀγρυπνίαις καὶ δεήσεσι χάριν ἀπείληφας, Ὅσιε, τοῦ θεραπεύειν νοσήματα», γράφει ὁ ὑμνογράφος. Καθημερινὰ στὸ κελλί του, μαζὶ μὲ τὴν διδασκαλία ποὺ προσέφερε, θεράπευε ἀσθενεῖς καὶ πάσχοντες.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Κυριακὸς ὡς ἄγγελος στὴν ψυχή καὶ Θαυματουργός, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Στυλίτης
Image
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Νικήτας ἔζησε τὸν 12ο αἰώνα μ.Χ. στὴν πόλη Περεγιασλάβλ τῆς Ρωσίας. Ἐργαζόταν ὡς φοροεισπράκτορας τοῦ πρίγκιπα Ντολγκορούκιγ καὶ εἰσέπραττε ἀπὸ τοὺς φορολογούμενους τεράστια ποσά, ποὺ ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ δίδουν γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τῆς πόλεως καὶ ἑνὸς ναοῦ. Πέρασαν ἔτσι πολλὰ χρόνια. Ἀλλὰ ὁ φιλεύσπλαχνος Θεός, ποὺ θέλει ὅλοι νὰ ὁδηγηθοῦν σὲ μετάνοια καὶ νὰ σωθοῦν, δὲν ἐγκατέλειψε τὸν Νικήτα καὶ προετοίμασε τὴν ὁδὸ τῆς ἐπιστροφής του. Ὅταν μία ἡμέρα ὁ Νικήτας πῆγε στὴν ἐκκλησία, ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα: «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλὸν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ῥύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καὶ δικαιώσατε χήραν». Ἡ κεκοιμημένη συνείδησή του ξύπνησε καὶ ὁδηγήθηκε σὲ μεταμέλεια. Ἔτρεξε ἀμέσως στὴ μονὴ τοῦ Περεγιασλὰβλ – Ζαλέσκϊυ, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικήτα, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἐξομολογήθηκε τὰ ἁμαρτήματά του.

Ὁ γέροντας πνευματικός, γιὰ νὰ διαπιστώσει τὴν εἰλικρίνεια τοῦ ἐξομολογουμένου, τοῦ ἔδωσε τὴν πρώτη ἐντολή : νὰ σταθεῖ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες στὶς πύλες τῆς μονῆς καὶ νὰ ὁμολογεῖ δημοσίως τὰ ἁμαρτήματά του. Μὲ βαθιὰ ταπείνωση ὁ Νικήτας ἔκανε ὑπακοή.

Ἔτσι μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐκάρη μοναχός καὶ ἄρχισε τὴν σκληρὴ πνευματικὴ ζωή καὶ τὴν ἄσκηση. Ἔσκαψε ἕνα κοίλωμα καὶ ἐκεῖ τοποθέτησε ἕνα βράχο ἐπάνω στὸν ὁποῖο κάθησε φορώντας βαριὲς ἁλυσίδες, ὡς νέος Στυλίτης.

Ὅμως μία νύχτα τοῦ 1196, ποὺ ὁ Ἅγιος προσευχόταν καὶ οἱ ἁλυσίδες του ἔλαμπαν σὰν ἀσήμι, ληστὲς τὸν φόνευσαν καὶ ἔκλεψαν τὶς σιδερένιες ἁλυσίδες ποὺ νόμιζαν ὅτι ἦσαν πολύτιμες. Ὅταν ἀπομακρύνθηκαν καὶ κατάλαβαν ὅτι οἱ ἁλυσίδες ἦταν κατασκευασμένες ἀπὸ σίδερο, τὶς πέταξαν στὸν ποταμὸ Βόλγα.

Ὁ Θεὸς ὅμως θέλησε νὰ τιμήσει καὶ αὐτὰ τὰ ὁρατὰ σημεῖα τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς ἀσκήσεως τοῦ Ὁσιομάρτυρα Νικήτα. Μία νύχτα, ὁ εὐλαβὴς ἡλικιωμένος μοναχὸς Συμεών, ποὺ ἀσκήτευε στὴ μονὴ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου τοῦ Γιαροσλάβλ, εἶδε ἐπάνω ἀπὸ τὸν ποταμὸ τρεῖς φωτεινὲς ἀκτίνες. Ἀμέσως οἱ Πατέρες τῆς μονῆς ἔτρεξαν, γιὰ νὰ δοῦν τὶ συμβαίνει. Μὲ δέος εἶδαν τὶς ἁλυσίδες τοῦ Ὁσίου Νικήτα νὰ ἐπιπλέουν. Μὲ εὐλάβεια τὶς πῆραν καὶ τὶς μετέφεραν στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου.
Ὅταν, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1420 – 1425, ἄνοιξαν τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου, βρῆκαν τὸ ἱερὸ λείψανό του ἄφθαρτο.






Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, κατὰ κόσμον Γαβριήλ, ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ Ἰωάννου (1165 – 1185), τὸν ὁποῖο βοήθησε στὴν ἀνοικοδόμηση τῆς μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὴ νῆσο Μιγιασίνο. Ἐκεῖ ὁ Γαβριὴλ ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Γρηγόριος. Τὸ 1187 ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Νόβγκοροντ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1193.Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, τὴν μνήμη του στὶς 10 Φεβρουαρίου, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς ἱερᾶς συνάξεως πάντων τῶν ἐν Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας Ἅγίων Ἱεραρχῶν.






Ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Κάρραις τῆς Συρίας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun May 24, 2015 2:19 pm

25 ΜΑΪΟΥ






Μνήμη τρίτης εὑρέσεως τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου
Image
Αὐτὴ κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ὡς δεύτερη εὕρεση, ἀφοῦ πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται ἄλλη, παρὰ μόνο ἡ πρώτη (24 Φεβρουαρίου). Ἡ εὕρεση αὐτὴ ἔγινε ἀπὸ κάποιον ἄγνωστο ἱερέα στὰ Κόμανα τῆς Καππαδοκίας, μέσα σὲ ἀργυρὴ θήκη, σὲ ἱερὸ τόπο καὶ μεταφέρθηκε μὲ μεγάλη ἐπισημότητα καὶ πομπὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου κατατέθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖον θησαύρισμα ἐγκεκρυμμένον τῇ γῇ, Χριστὸς ἀπεκάλυψε, τὴν Κεφαλήν σου ἡμῖν, Προφῆτα καὶ Πρόδρομε· πάντες οὖν συνελθόντες, ἐν τῇ ταύτης εὑρέσει, ᾄσμασι θεηγόροις, τὸν Σωτῆρα ὑμνοῦμεν, τὸν σῲζοντα ἡμᾶς ἐκ φθορᾶς, ταῖς ἱκεσίαις σου.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Προφῆτα Θεοῦ, καὶ Πρόδρομε τῆς χάριτος, τὴν Κάραν τὴν σήν, ὡς ῥόδον ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὑράμενοι, τὰς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν, καὶ γὰρ πάλιν ὡς πρότερον, ἐν κόσμῳ κηρύττεις τὴν μετάνοιαν.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς οὐρανίων δωρεῶν πηγὴ θεόβρυτος

Τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐκ βυθοῦ τῆς γῆς ἀνέλαμψε

Ἡ ἁγία Κεφαλή σου Χριστοῦ Προφῆτα

Ἧς τὴν τρίτην ἑορτάζοντες φανέρωσιν

Ἀνυμνοῦμεν τῶν θαυμάτων σου τὸ μέγεθος
Καὶ βοῶμέν σοι, χαῖρε Λόγου ὁ Πρόδρομος.

Μεγαλυνάριον.
Τρίτην τῆς παντίμου σου Κεφαλῆς, μνείαν ἐκτελοῦμεν, ἣν ἐδόξασεν ἡ Τριάς, Βαπτιστὰ Κυρίου· ἐκ γῆς γὰρ τρίτως ὤφθη, μετανοεῖτε πᾶσιν, ἀνακραυγάζουσα.







Ὁ Ἅγιος Κελεστίνος ὁ Μάρτυρας
Εἶναι ἄγνωστο, πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κελεστίνος. Κηρύττοντας μὲ παρρησία τὸ Εὐαγγέλιο καὶ καλώντας τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ γιὰ τὴν σωτηρία τους, καταγγέλθηκε ὡς ὑβριστὴς καὶ ἀνατροπέας τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας. Ἀνακρινόμενος, δὲν δίστασε νὰ καταγγείλει καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν ἄρχοντα τὸ ψεῦδος τῆς πολυθεΐας. Ἀφοῦ ἀρνήθηκε, τέλος, νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, βασανίσθηκε σκληρὰ μὲ πυρακτωμένα σίδερα καὶ τελειώθηκε στὴ Ρώμη, ὅπου φυλάσσονται καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ.






Ὁ Ὅσιος Ὀλβιανός
Ὁ Ὅσιος Ὀλβιανός, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἐπίσκοπος Μιλάνου
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τοῦ Μιλάνου τῆς Ἰταλίας. Κατὰ τὸ 355 μ.Χ. ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν φιλαρειανὸ αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337 – 361 μ.Χ.) στὴν Καππαδοκία, λόγῳ τῆς σθεναρῆς στάσεώς του ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, καὶ κοιμήθηκε ἐκεῖ τὸ 359 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Ζηνόβιος Ἐπίσκοπος Φλωρεντίας

Ὁ Ἅγιος Ζηνόβιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Ἦταν σοφιστὴς καὶ δίδασκε ρητορικὴ στὴν Φλωρεντία. Ἀσπάσθηκε τὴ Χριστιανικὴ πίστη, παρὰ τὴν σθεναρὴ ἀντίδραση τῶν γονέων του, καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Φλωρεντίας τῆς Ἰταλίας. Σύντομα καὶ οἱ γονεῖς του βαπτίσθηκαν Χριστιανοὶ καὶ ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Συνδέθηκε μὲ πνευματικὴ φιλία μὲ τὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο, Ἐπίσκοπο Μεδιολάνων καὶ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης Δάμασο (366 – 384 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέστειλε στὴν Κωνσταντινούπολη λόγῳ τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ τῶν ταραχῶν ποὺ προκαλοῦσαν στὴν Ἐκκλησία οἱ αἱρετικοί. Ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 390 μ.Χ. ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Δύσεως Ὀνωρίου.






Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος καὶ Βικτωρίνος οἱ Ἱερομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος καὶ Βικτωρίνος γεννήθηκαν στὴν πόλη Βρεσκία τῆς Ἰταλίας καὶ μαρτύρησαν στὴν πόλη Ἐβρὲ τῆς Γαλλίας κατὰ τὸ 384 μ.Χ. Ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Δάμασο Α’ (366 – 384 μ.Χ.) ἀπεστάλησαν, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς εἰδωλολάτρες. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ ὁ Ἅγιος Βικτωρίνος διάκονος. Συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν. Ἔτσι ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ τοῦ μαρτυρίου.







Ὁ Ἅγιος Ἀλδέλμος Ἐπίσκοπος Σέρμπορν
Ὁ Ἅγιος Ἀλδέλμος γεννήθηκε στὴν πόλη Οὐέσσεξ τῆς Ἀγγλίας τὸ 640 μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 709 μ.Χ. Ἀσκήτεψε ἀρχικὰ σὲ μονὴ τοῦ Οὐϊλτσάιρ καὶ ἀκολούθησε τὸν ἐρημικὸ βίο. Γνώριζε τὴν ἑλληνική, λατινικὴ καὶ ἑβραϊκὴ γλώσσα καὶ προσείλκυσε πολλοὺς μαθητὲς ἀπὸ διάφορα μέρη. Τὸ 705 μ.Χ. ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σέρμπορν καὶ ἀφοῦ διακόνησε τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ἀββαεῖο τοῦ Μαλμέσμπουρυ.







Ὁ Ἅγιος Σκιότα
Ὁ Ἅγιος Σκιότα ἔζησε στὴ Γεωργία κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ πρίγκιπας
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος, πρίγκιπας τοῦ Οὔγκλιχ, ἦταν υἱὸς τοῦ πρίγκιπα Ἀνδρέα Βασίλεβιτς καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 1480. Συνελήφθηκε τὸ 1492 ἀπὸ τὸν Ἰβὰν Γ’ στὴ Μόσχα καὶ πέθανε φυλακισμένος στὴν πόλη Βολογκντά.







Ἡ Ὁσία Θέκλα τοῦ Περεγιασλάβλ
Ἡ Ὁσία Θέκλα ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μητέρα τοῦ Ὁσίου Δανιὴλ τοῦ Περεγιασλάβλ († 7 Ἀπριλίου). Ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχὴ στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Περεγιασλάβλ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος Ἐπίσκοπος Χερσῶνος
Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος, κατὰ κόσμον Ἰωάννης Ἀλεξέεβιτς Μπορόσωφ, γεννήθηκε στὶς 15 Δεκεμβρίου 1800 στὸ χωριὸ Ἔλετς τῆς ἐπαρχίας Ὀρὲλ τῆς Ρωσίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀλέξιος καὶ Ἀκυλίνα καὶ ἀνέθρεψαν τὸν μικρὸ Ἰωάννη μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Τὸ 1819 τελείωσε μὲ ἐπιτυχία τὶς σπουδές του στὸ σεμινάριο τοῦ Ὀρὲλ καὶ εἰσήχθη στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε τὸ 1823.

Ἡμέρες καὶ νύχτες ὁ Ἰωάννης τὶς ἀφιέρωνε στὴν μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων καὶ τῶν Πατέρων καὶ ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὴν συγγραφὴ κηρυγμάτων τοῦ θείου λόγου. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο ὁδηγεῖ τὰ βήματά του στὸ μοναστήρι, ὅπου κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰννοκέντιος. Λίγο ἀργότερα καλεῖται νὰ διδάξει στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ τὸ 1826 χειροθετεῖται ἀρχιμανδρίτης. Στὶς 21 Νοεμβρίου 1836, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος τοῦ Ζιγκιρίνσκ, στὴν περιοχὴ τοῦ Κιέβου. Κατὰ τὰ ἔτη 1841 – 1842 μετατίθεται στὴν πόλη Βολογκντὰ καὶ ἀπὸ τὸ 1842 μέχρι τὸ 1848 στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Χάρκωβ. Τὸ 1857, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἐπισκόπου Χερσῶνος καὶ πάσης Ταυρίδος, καθίσταται Ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας αὐτῆς.

Τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει ἀπὸ τὶς φυλὲς τῶν Τατάρων καὶ τοὺς Ἑβραίους εἶναι πολλά. Ὁ Ἅγιος ἀγωνίζεται νὰ διασώσει ἀπὸ τὴν καταστροφὴ ναοὺς καὶ μονὲς καὶ νὰ ἐμψυχώσει τὸ λαό. Στὸν πόλεμο τῆς Κριμαίας, συμπαρίσταται μὲ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ πίστη στοὺς στρατιῶτες ποὺ ὑπεράσπιζαν τὴν πόλη. Τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ποιμαντικῆς δράσεώς του ἀποκαλύπτεται, ὅταν ὁ ἴδιος ἐπισκέπτεται καὶ φροντίζει τοὺς τραυματίες, τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς ἀσθενεῖς ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τοῦ τύφου. Ἦταν γιὰ ὅλους ἐπίγειος ἄγγελος καὶ παρηγορητής.
Ἔτσι ἀφοῦ διακόνησε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1857.






Σύναξις τῶν Ἁγίων τῆς Βολυνίας
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ εἶναι:

Ἰσαπόστολοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, Ὄλγα πριγκίπισσα τοῦ Βλαδιμίρ, Ἱερομάρτυς Ἀθανάσιος τοῦ Μπρέστ, Ὅσιος Ἰὼβ τοῦ Ποτσάεφ, Στέφανος καὶ Ἀμφιλόχιος Ἐπίσκοποι Βλαδιμίρ, Ἱερομάρτυς Μακάριος Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Κάνεφ, Γιαροπόλκ ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμίρ, Ὅσιος Θεοδόσιος (ἡγεμόνας Θεόδωρος τοῦ Ὀστρόβου), Ἅγιος Πέτρος Μόσχας, Ἅγιος Φώτιος Μόσχας, Ἅγιος Θεόγνωστος Μόσχας, Ἅγιος Κυπριανὸς Μόσχας, Ἅγιος Ἰννοκέντιος τοῦ Ἰρκούτσκ, Ὅσιος Βαρλαάμ, Ὅσιος Νέστωρ τῆς Κρονίστα, Ὅσιος Νικόλαος τοῦ Σαντονέ, Ὅσιος Ἰὼβ τοῦ Ποτσάεβ, Ὅσιος Μεθόδιος τοῦ Ποτσάεβ, Ἅγιος Ὄλεγκ τοῦ Μπρυάνσκ, Ἁγία Ἰουλιανὴ Ὀσλάνσκαγια, Ἅγιος Γιαροπόλκ τοῦ Βλαδιμίρ, Ἅγιος Ἴγκορ.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν ἱερὴ μνήμη αὐτῶν στὶς 10 Ὀκτωβρίου.







Μνήμη εὐρέσεως τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου
Ἡ εὕρεση τῆς ἱερᾶς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου ἔγινε στὴν Ἑρμούπολη τῆς Σύρου τὸ 1936.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun May 24, 2015 2:21 pm

26 ΜΑΪΟΥ







Οἱ Ἅγιοι Ἀλφαῖος καὶ Κάρπος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα
ImageImage
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Κάρπος ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Τρωάδα τοῦ Ἑλλησπόντου. Φιλοξένησε στὴν οἰκία του τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ ἔγινε βοηθὸς αὐτοῦ στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κομιστὴς τῶν ἐπιστολῶν ποὺ ἔστειλε ὁ Παῦλος πρὸς τὶς Ἐκκλησίες.

Ἀφοῦ περιόδευσε πολλὲς πόλεις καὶ κήρυξε μὲ ἱερὸ ζῆλο τὸ Εὐαγγέλιο, ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τὸν Παῦλο Ἐπίσκοπος Βεροίας τῆς Θράκης, ὅπου καὶ κοιμήθηκε ἀγωνιζόμενος μέχρι τὴν τελευταία του πνοὴ ὑπὲρ τῆς διαδόσεως τοῦ θείου λόγου.
Δεν γνωρίζουμε γιὰ ποιὸν ἀκριβῶς Ἀλφαῖο πρόκειται. Κατ’ ἄλλους πρόκειται γιὰ τὸν Ἰάκωβο τὸν Ἀλφαῖο, ἕναν ἀπὸ τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους καὶ ἀδελφὸ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, καὶ κατ’ ἄλλους, τὸ ὁποῖο εἶναι καὶ πιθανότερο, γιὰ τὸν Ἀλφαῖο ἢ τὸν Κλεόπα, σύζυγο τῆς Μαρίας, συγγενοῦς τῆς Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος κατανάλωσε τὸ βίο του, μὲ τὴ σύζυγο καὶ τὰ τέκνα του, ἐργαζόμενος ὑπὲρ τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Θείας χάριτος, τῇ κοινωνίᾳ, ἐκοινώνησας, δεσμῶν τῷ Παύλῳ, θεομακάριστε Κάρπε Ἀπόστολε, καὶ κοινωνοὺς θείας δόξης ἀνέδειξας, τοὺς δεξαμένους τὸ φέγγος τῶν λόγων σου. Ὅθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Καρποφόρος πέφηνας, τῇ μυστικῇ γεωργίᾳ, ὡς κλεινὸς Ἀπόστολος, καὶ ὑπηρέτης τοῦ Λόγου· ὅθεν σου, ὁ τῶν ἀγώνων καρπὸς ὁ θεῖος, κάρπωμα, τερπνὸν προσήχθη τῷ Παντεπόπτῃ· ὃν ἱκέτευε ἀπαύστως, Κάρπε θεόφρον, ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.

Μεγαλυνάριον.
Παύλῳ τῷ θεόπτῃ διακονῶν, διάκονος ὤφθης, μυστηρίων πνευματικῶν, ὧν διαπορθμεύων, τοῖς θέλουσι τὴν χάριν, θαυμάτων ἀναβλύζεις, ὦ Κάρπε χάριτας.







Ὁ Ἅγιος Ἀβέρκιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἀβέρκιος ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀποστόλου Ἀλφαίου καὶ τελειώθηκε, ἀφοῦ κατεκεντήθη ἀπὸ μέλισσες.






Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Ἑλένη, θυγατέρα τοῦ Ἀποστόλου Ἀλφαίου καὶ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Ἀβερκίου, τελειώθηκε διὰ λιθοβολισμοῦ.






Ὁ Ἅγιος Σιμίτριος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σιμίτριος μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους εἴκοσι τρεῖς Χριστιανοὺς τὸ 159 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ζαχαρίας ἦταν δεύτερος Ἐπίσκοπος τῆς Βιέννης καὶ μαρτύρησε ὑπὲρ Χριστοῦ τὸ 160 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος Ἐπίσκοπος Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, γεννήθηκε στὴν Νικόπολη τῆς Ἠπείρου. Μετέβη στὴ Ρώμη, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος καὶ τὸ 174 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης. Ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν Γνωστικῶν καὶ τῶν Μοντανιστῶν καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν Ἱεραποστολικὴ δράση του, ἀφοῦ ἀπέστειλε κήρυκες τοῦ θείου λόγου στὴν Ἀγγλία.Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 189 μ.Χ.







Οἱ Ὅσιοι Φουγάτιος καὶ Δαμιανός
Οἱ Ὅσιοι Φουγάτιος καὶ Δαμιανὸς ἔζησαν τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν μοναχοὶ στὴ Ρώμη καὶ ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἐλευθέριο στὴν Ἀγγλία, γιὰ νὰ διαδώσουν τὸ Εὐαγγέλιο.Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Πρίσκος ὁ Μάρτυρας καὶ ἡ συνοδεία αὐτοῦ
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πρίσκος ἦταν Ρωμαῖος ἀνώτερος ἀξιωματικὸς καὶ ἔζησε τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. Ὑπηρετοῦσε στὴν πόλη Μπεζανσὸν τῆς Γαλλίας ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Αὐρηλιανοῦ, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς συνελήφθη μαζί μὲ τοὺς συστρατιῶτες του καὶ βασανίσθηκε. Ὁλοι τελειώθηκαν μαρτυρικὰ τὸ 272 μ.Χ. καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους ἀνακαλύφθηκαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γερμανὸ τῆς Ὡξέρρης, ὁ ὁποῖος ἀνήγειρε ναὸ πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.






Ὁ Ἅγιος Ἰούλιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰούλιος ἔζησε κατὰ τὸν 3ο καὶ 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ὑπηρετοῦσε ὡς στρατιώτης στὸν Ρωμαϊκὸ στρατό. Ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανός, διαβλήθηκε στὸν ἔπαρχο Μάξιμο καὶ συνελήφθη. Οἱ εἰδωλολάτρες προσπάθησαν μὲ τὸν φόβο καὶ τὶς ὑποσχέσεις νὰ τὸν κάνουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος ὅμως μὲ πνευματική ἀνδρεία ὁμολόγησε τὴν ἀκλόνητη πίστη του στὸν Χριστό. Διακήρυξε μάλιστα μὲ παρρησία ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Ἀληθινὸς Θεός, ὁ Ὁποῖος ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ ἀνοίξει τὶς πύλες τοῦ παραδείσου. Μετὰ ἀπὸ πιέσεις τοῦ ἄρχοντος ὁ Ἅγιος εἶπε μὲ γενναιότητα ὅτι προτιμᾶ νὰ πεθάνει καὶ νὰ ζήσει μὲ τοὺς Ἁγίους, παρὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ἔτσι καταδικάσθηκε στὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τὸ 302 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὸ Δορύστολο τῆς Μυσίας.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰούλιος συνδεόταν μὲ τοὺς ἁγίους Πασικράτη, Βαλεντίωνα καὶ Ἡσύχιο, ποὺ μαρτύρησαν νωρίτερα († 24 Ἀπριλίου).






Οἱ Ἅγιοι Φηλικίσσιμος, Ἡρακλῆς καὶ Παυλίνος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φηλικίσσιμος, Ἡρακλῆς καὶ Παυλίνος μαρτύρησαν τὸ 303 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Τόντι τῆς περιοχῆς τῆς Ὀμβρικῆς τῆς Ἰταλίας.






Ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας
Οἱ Σάξονες, οἱ Ἄγγλοι, οἱ Τζιοὺτς καὶ οἱ εἰδωλολάτρες Γερμανοί, οἱ ὁποίοι ἄρχισαν νὰ ἐγκαθίστανται στὴ Βρετανία ἀπὸ τὸ 454 μ.Χ., ἀφοῦ ἀπώθησαν διὰ πυρός καὶ σιδήρου στοὺς ὀρεινοὺς τόπους καὶ στὰ νησιὰ τοὺς Βρετανούς, ἐξακολούθησαν νὰ ζοῦν μέσα στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς εἰδωλολατρίας.

Ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Γρηγόριος ὁ Μέγας († 12 Μαρτίου), ἐκπληρώνοντας παλαιὸ διακαὴ πόθο του νὰ ἐκχριστιανίσει τοὺς Ἀγγλοσάξονες, ἀπέστειλε ἐκεῖ τὸν Ἅγιο Αὐγουστίνο, μοναχὸ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου τῆς ὁμώνυμης μονῆς στὴ Ρώμη, συνοδευόμενο ἀπὸ σαράντα μοναχούς, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ ἔργο αὐτό.

Ἀφοῦ ἔφθασαν μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες στὴ Βρετανία, ἀποβιβάσθηκαν στὸ νησὶ Τάνετ τὸ 596 μ.Χ. καὶ ἀμέσως εἰδοποίησαν τὸν βασιλέα τοῦ Κὲντ Ἐθελμπέρτο († 25 Φεβρουαρίου) σχετικὰ μὲ τὴν ἄφιξή τους στὴ χώρα του καὶ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτῶν. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ βασιλέας μετέβη αὐτοπροσώπος στὸ νησί, γιὰ νὰ τοὺς συναντήσει. Ἀφοῦ τοὺς ἄκουσε, δέχθηκε νὰ τοὺς παράσχει διευκολύνσεις, χωρὶς ὅμως νὰ ὑποσχεθεῖ ἢ νὰ δεσμευθεῖ ὅτι θὰ πίστευε καὶ ὁ ἴδιος στὸν Χριστό.

Τοὺς παραχώρησε, λοιπόν, κατοικία στὸ Καντέρμπουρυ, ὅπως καὶ τὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, τὸν ὁποῖο εἶχαν ἀφήσει οἱ παλαιοὶ Βρετανοί. Τὸ ναὸ αὐτὸ χρησιμοποιοῦσε ἡ βασίλισσα Μπέρθα, Χριστιανὴ ἀπὸ τὴν Γαλλία, ἡ ὁποία εἶχε ὡς προσωπικό της ἐφημέριο κάποιον Ἐπίσκοπο ἀπὸ τὸ Παρίσι.

Ἔχοντας τὸ ναὸ αὐτὸ ὡς ὁρμητήριο οἱ ἱεραπόστολοι μοναχοὶ ἄρχισαν νὰ κηρύττουν, νὰ βαπτίζουν καὶ νὰ τελοῦν τὴ Θεία Λειτουργία. Πολλοὶ εἰδωλολάτρες προσειλκύσθησαν ἀπὸ αὐτοὺς στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Μετὰ παρέλευση ἑνὸς ἔτους, ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος μετέβη στὴν Ἀρελάτη, ὅπου χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Βιργίλιο. Ἀφοῦ ἐπέστρεψε, ἀπέστειλε στὴ Ρώμη τὸν Λαυρέντιο καὶ τὸν Πέτρο, γιὰ νὰ ζητήσουν καὶ ἄλλους ἱεραποστόλους πρὸς ἐνίσχυση τοῦ ἔργου τους.

Ὁ Πάπας Γρηγόριος ἀπέστειλε πολλοὺς ἐκλεκτοὺς μαθητές του, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Μελέτιος († 24 Ἀπριλίου) πρῶτος Ἐπίσκοπος τοῦ Λονδίνου, ὁ Ἰοῦστος († 10 Νοεμβρίου) πρῶτος Ἐπίσκοπος Ρότσεστερ, ὁ Παυλίνος († 10 Ὀκτωβρίου) πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος Ὑόρκης καὶ ὁ Ρουφινιανός, τρίτος ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Ἁγίων Πέτρου καὶ Παύλου Καντουαρίας. Ὁ Ἅγιος Βεδέας († 27 Μαΐου) ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Γρηγόριος ἀπέστειλε διὰ τῶν ἱεραποστόλων αὐτῶν πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Βρετανίας πολλὰ ἱερὰ σκεύη γιὰ τὴ λατρεία, καλύμματα τοῦ Θυσιαστηρίου, ἄμφια τῶν ἱερέων, ἱερὰ λείψανα Ἁγίων καὶ πολλὰ βιβλία. Τὸ 604 μ.Χ. ἀπέστειλε πρὸς τὸν Ἅγιο Αὐγουστίνο τὸ παλλίον (ἐπισκοπικὸ ὠμοφόριο) μὲ ἐντολὴ νὰ χειροτονήσει δώδεκα Ἐπισκόπους ὑπαγόμενους στὴ μητροπολιτική του ἕδρα. Ἡ ἐντολὴ αὐτὴ δὲν ἐκτελέσθηκε ἀμέσως λόγῳ διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν δυσχεριῶν.

Ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του χειροτόνησε ὡς διάδοχό του τὸν Ἅγιο Λαυρέντιο († 3 Φεβρουαρίου), γιὰ νὰ μὴν ἀπομείνει χωρὶς ποιμένα ἡ νεαρὴ Ἐκκλησία.
Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 605 μ.Χ. καὶ ὑπῆρξε ἀναμφίβολα ὁ θεμελιωτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀγγλοσαξόνων.






Ὁ Ἅγιος Συνέσιος
Image
Πολὺ φτωχὲς δυστυχῶς εἶναι οἱ πληροφορίες ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Κύπριο αὐτὸν Ἅγιο. Τόσο τὸ συναξάρι ὅσο κι ἡ ἀκολουθία του ἐλάχιστα πράγματα μᾶς προσφέρουν.

Σύμφωνα μ’ αὐτὲς ὁ Ἅγιος Συνέσιος γεννήθηκε στὴν Καρπασία. Ἦταν ἄνθρωπος πρᾶος κι ἀνεξίκακος καὶ διαδέχτηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τὸν Ἅγιο Φίλωνα. Αὐτοῦ μάλιστα καὶ τὸ ἱερὸ ἔργο ζήλωσε καὶ συμπλήρωσε.

Ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος, τὴν Καρπασία μὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ νησὶ λυμαίνονταν οἱ αἱρέσεις.

Ὁ διάβολος ποὺ ξέρει νὰ μεταμορφώνεται καὶ «εἰς ἄγγελον φωτός», ὅπως μᾶς λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος, χρησιμοποίησε ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ τοῦτο τὸ μέσο, γιὰ νὰ προσβάλει τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴν ἐργασία καὶ τοὺς κόπους τῶν μακαρίων Πατέρων καὶ πρὸ παντὸς τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν Ἐπιφανίου καὶ Φίλωνος εἶχε ἤδη ἐπικρατήσει σὲ ὅλη τὴν Κύπρο, πρόβαλε τὶς αἱρέσεις. Καὶ τὶς πρόβαλε γιὰ νὰ σκοτίσει τὰ πνεύματα, νὰ ταράξει τὶς συνειδήσεις καὶ νὰ κομματιάσει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Ὁ κίνδυνος ἦταν πολὺ μεγάλος.

Αὐτὸ ποὺ δὲν πέτυχαν οἱ Αὐτοκράτορες τῆς Ρώμης μὲ τοὺς διωγμοὺς ποὺ κίνησαν ἐνάντια στὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ τὰ βασανιστήρια τὰ ἀνήκουστα ποὺ χρησιμοποίησαν, ζήτησαν νὰ τὸ πετύχουν οἱ αἱρέσεις. Νὰ σκανδαλίσουν τοὺς Χριστιανούς. Νὰ ψυχράνουν τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὸν ζῆλο τους γιὰ τὴν πίστη κι ἔτσι σιγά – σιγά νὰ σβήσουν ἀπὸ τὶς καρδιές, τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴ θρησκεία του.

Στοὺς διωγμοὺς ἡ Ἐκκλησία ἀντιστάθηκε μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων της. Στὶς αἱρέσεις πρόβαλε μαζὶ μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων της καὶ «τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὁ ἐστὶ ρῆμα Θεοῦ» δηλαδὴ καὶ τὴ μάχαιρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἄδολος καὶ φωτεινὸς λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἔγινε καὶ στὴν Κύπρο μας. Ἐνάντια στὶς αἱρέσεις ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο ξεπερνοῦσαν σὲ ἀριθμὸ τὸν καιρὸ αὐτὸ τὶς ὀγδόντα, κινήθηκε μὲ φλόγα καὶ χριστιανικὴ σύνεση ὁ Ἅγιος Συνέσιος. Μὲ τὸ ραβδὶ τοῦ ἱεραποστόλου καὶ τὴ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, ποὺ εἶναι τομώτερη καὶ ἀπὸ τὸ πιὸ κοφτερὸ ἐργαλεῖο ἀνέλαβε ὁ οὐρανοπολίτης Ἱεράρχης τὸν σκληρὸ ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση καὶ διάλυση τῶν αἱρέσεων.

Ἡ πραότητά του, ἡ γλυκύτητα τῶν λόγων του καὶ τὰ πειστικὰ ἐπιχειρήματά του ἐνισχυμένα μὲ τὰ πολλά του θαύματα φέρνουν παντοῦ καὶ τὰ ἀνάλογα ἀποτελέσματα. Οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ζητοῦν νὰ ξεσχίσουν τὸν ἄρραφο χιτῶνα τοῦ Κυρίου, παραμερίζονται ἀπὸ παντοῦ καὶ παραπλανημένοι πιστοὶ μὲ δάκρυα μετανοίας ξαναγυρνοῦν στὴ μάνδρα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπιτυχία εἶναι ἀφάνταστη. Σὲ λίγα χρόνια ἡ Ἁγία Νῆσος ξαναβρίσκει τὴν εἰρήνη της καὶ τὸν δρόμο τῆς χριστιανικῆς πίστεως.

Ἡ ζωὴ τοῦ μεγάλου Πατρὸς ὑπῆρξεν ἀληθινὰ μία ζωὴ ἐκδαπανήσεως καὶ θυσίας. Ἀλλὰ καὶ μία ζωὴ ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας. Ἡ καρδιά του πυρακτωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀγωνιζόταν μέρα νύκτα νὰ σκορπίσει καὶ νὰ μεταδώσει στοὺς γύρω του αὐτὴ τὴ φλόγα. Τῆς ἀγάπης τὴ φλόγα, τὸ ἐνδιαφέρον, τὴ στοργή. Τὰ λόγια ποὺ ἀπευθύνει ὁ Κύριος στοὺς ὀπαδούς του «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε’ 14) στέκονται πάντα φωτεινὰ μπροστά του.

Δὲν μποροῦν οἱ χριστιανοί μου νὰ γίνουν φωτεινοί, σκέπτεται, ἂν δὲν δοῦν σ’ ἐμένα τὸ πρότυπο, τὸ φωτεινὸ πρότυπο, τὸ ὁποῖο νὰ ἀντιγράψουν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζεται σκληρὰ καὶ παλαίει κυριολεκτικὰ γιὰ νὰ εἶναι «τύπος τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ» (Α’ Τιμοθ. δ’ 12). Ὅπως λάμπει τοῦ ἥλιου τὸ φῶς ἔτσι λάμπει γύρω καὶ τοῦ μακάριου ἐπισκόπου ἡ ψυχή.

Εἶναι παράδειγμα ζωντανὸ ἡ ζωή του γιὰ τοὺς χριστιανούς του. Παράδειγμα στὰ λόγια καὶ στὴ συμπεριφορά του μ’ αὐτούς. Παράδειγμα καὶ στὴν ἀγάπη καὶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὴν πίστη καὶ στὴν ἁγνότητα, ποὺ καὶ ὅταν δὲν μιλοῦσε, ἐνέπνεε καὶ αἰχμαλώτιζε καὶ καθοδηγοῦσε στὴ χριστιανικὴ ζωή.

Στὸ πρόσωπό του τὰ πιστά του τέκνα βρίσκανε πάντα τὸν στοργικὸ πατέρα καὶ τὸν ἀνέξοδο γιατρό, ποὺ ἤξερε νὰ γίνεται «τοῖς πᾶσι τὰ πάντα ἵνα πάντως τινὰς σώσει» (Α’ Κορινθ. θ’ 22).

Μὰ καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε, δὲν σταμάτησε νὰ προσφέρει σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ πίστη καταφεύγουν στὴ χάρη του τὶς θεραπεῖες καὶ τὶς δωρεές του.

Πολλὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Καρπασίας μ’ εὐλάβεια καὶ εὐγνωμοσύνη. Ἰδιαίτερα τιμᾶται σὰν θεραπευτὴς τῆς δυσουρίας. Ἀλλὰ καὶ ὅτι τιμωρεῖ μὲ τὴν ἴδια ἀρρώστια ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τολμοῦν καὶ δοκιμάζουν νὰ καταχραστοῦν τὴν περιουσία του. Ἐπίσης μεταξὺ τῶν κατοίκων ἐπικρατεῖ ἡ γνώμη ὅτι ὁ φιλάνθρωπος ἐπίσκοπος προσφέρει θαυματουργικὰ τὶς δωρεές του χωρὶς ἀνταλλάγματα ἀκριβὰ ἢ πολύτιμα. Εἶναι πολὺ ὀλιγαρκής. Καὶ ἕνα κρεμμύδι εἶναι ἀρκετὸ νὰ ἱκανοποιηθεῖ ὁ Ἅγιος καὶ νὰ προσφέρει τὴ θαυματουργικὴ θεραπεία του.

Ἕνα πρᾶγμα ὅμως δὲν θέλει. Νὰ τοῦ πειράξουν ἢ νὰ τοῦ ἀφαιροῦν τὰ δικά του.

Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν χριστιανῶν τῆς Κύπρου μας μὰ ἰδιαίτερα τῆς Καρπασίας στὸν Ἅγιο Συνέσιο εἶναι πολὺ μεγάλη. Αὐτῆς τῆς ἀγάπης καρπὸς εἶναι καὶ ὁ «θαυμαστὸς καὶ παράδοξος» ναός, τὸν ὁποῖον ἀνήγειραν πρὸς τιμήν του τὰ πνευματικά του παιδιά. Μέσα στὸν ὄμορφο καὶ ἐπιβλητικὸ τοῦτο ναὸ βρίσκονται τοποθετημένα τὰ ἅγια λείψανά του.

Κοντὰ στὸν ναὸ αὐτὸ διασῴζεται καὶ σήμερα μία μεγάλη σπηλιά, ποὺ εἶναι γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα «ὁ σπήλιος τ’ Ἄη Συνέση». Ἡ σπηλιὰ αὐτὴ στὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια τὰ δύσκολα, τὰ χρόνια τῶν διωγμῶν χρησίμεψε σὰν κατακόμβη καὶ σὰν νεκροταφεῖο τῶν τότε χριστιανῶν.

Στὴ σπηλιὰ αὐτὴ μαζευόντουσαν τὶς νύκτες οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ἐκεῖ μακριὰ ἀπὸ τὰ περίεργα μάτια τῶν διωκτῶν καὶ μέσα στὸ μισοσκόταδο ποὺ μάταια προσπαθοῦσαν νὰ διαλύσουν μερικὰ κεράκια – προσφορὰ εὐλαβῶν ψυχῶν – γονάτιζαν οἱ χριστιανοί, γιὰ νὰ ὑψωθοῦν μὲ τὰ λόγια τοῦ Μυστηρίου τῆς ζωῆς σ’ ἄλλους κόσμους, κόσμους γαλανοὺς καὶ ὡραίους, κόσμους ἀγγελικούς.

Στὴν ἴδια τὴ σπηλιὰ πάλι, ὅταν κάποιος ἀπέθνησκε, οἱ ζωντανοὶ λάξευαν σὲ μία πλευρά της τὸν τάφο μέσα στὸν ὁποῖο ἔθαπταν τὸν νεκρό τους.

Ἡ σπηλιὰ εἶναι πολὺ μεγάλη. Σήμερα ὅμως εἶναι ἐγκαταλειμμένη καὶ χρησιμοποιεῖται σὰν μάνδρα. Στὰ βραχώδη τοιχώματά της ὑπάρχουν διάφορα ἀρκοσόλια πρᾶγμα ποὺ φανερώνει πὼς ἡ σπηλιὰ εἶχε χρησιμοποιηθεῖ σὰν κατακόμβη. Στὰ ἀρκοσόλια θὰ πρέπει νὰ ἔβαζαν οἱ χριστιανοὶ τὶς εἰκόνες τους καὶ νὰ ἔκαμναν τὴν προσευχή τους.

Κατὰ τὰ 800 χρόνια τῆς μαύρης δουλείας, τότε ποὺ ὅλα τάσκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά, ἡ σπηλιὰ αὐτὴ πόσες φορὲς δὲν θ’ ἀπέκρυψε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ μαύρου δυνάστη τὶς πονεμένες καὶ καταδιωγμένες καρδιὲς ποὺ κατάφευγαν ἐκεῖ, γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸ ἄσπλαχνο μαχαῖρι τῶν διωκτῶν; Ἀλλὰ καὶ πόσες φορὲς ἐκεῖ τὰ δακρυσμένα μάτια δὲν σπογγίστηκαν καὶ δὲν ἔλαμψαν ἀπὸ κάποια κρυφὴ ἐλπίδα, ὅταν ὁ παπαδοδάσκαλος τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὰ περασμένα μεγαλεῖα καὶ ἔκλειε τὰ ἁπλά του λόγια μὲ κάτι παρόμοιο σὰν ἐκεῖνο ποὺ ὁ ποιητὴς διατυπώνει στὸν ἐμπνευσμένο στίχο του:



Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη.

ἡ λευτεριὰ σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι

τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρει.





Ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου Συνεσίου στὸ ποίμνιό του ποὺ ἐκδηλωνόταν μὲ τόσες θαυματουργικὲς θεραπεῖες συνεχίζεται ἀκόμη καὶ σήμερα σὲ ὅσους μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ καταφεύγουν στὸν ἱερὸ ναό του καὶ μὲ πίστη ζητοῦν τὴ χάρη του. Ἀπὸ τὰ πολλά του θαύματα θὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ μόνον ἕνα, ποὺ ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ ἐντυπωσιάζει γιὰ τὴν πρωτοτυπία του.



Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Συνεσίου συμπίπτει κάθε χρόνο τὴν ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ (26 Μαΐου). Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ Ἅγιος θέλει νὰ τὴν ἀργοῦν οἱ χριστιανοί. Καὶ αὐτὸ ἴσως γιὰ νὰ συνηθίσουν οἱ πιστοὶ νὰ σέβονται τὶς μεγάλες γιορτὲς καὶ τὴν Κυριακὴ ποὺ εἶναι μέρες ἱερὲς καὶ ἀφιερωμένες στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.

Ἂν τὴν ἀργία τῆς ἡμέρας αὐτῆς τῆς γιορτῆς του, τὴν καταπατήσουν οἱ χριστιανοὶ καὶ πᾶνε στὸ θέρος, τότε, λέγεται πὼς ὅ,τι θερίσουν καὶ μαζέψουν τὴν ἡμέρα αὐτή, τοῦτο σήπεται καὶ χάνεται. Εἶναι καὶ αὐτὸ μία παραχώρηση τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, γιὰ νὰ θυμοῦνται οἱ πιστοὶ νὰ σέβονται καὶ νὰ τιμοῦν τὸν Ἅγιό τους.

Ἄραγε οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, οἱ χριστιανοὶ τοῦ 20ου αἰῶνος θὰ θελήσουν νὰ προσέξουν μερικὲς ἀλήθειες, ἀλήθειες ἁπλὲς σὰν καὶ αὐτή;

Στὴν ἐποχή μας σκληροὶ ἀγῶνες ἀνελήφθησαν καὶ συνεχίζονται σ’ ὅλο τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἐλάττωση τῶν ὡρῶν ἐργασίας τοῦ ἐργάτη. Καλὰ καὶ ἅγια ὅλα αὐτά.

Μὰ τὶς ἡμέρες ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, στοργικὴ μητέρα αὐτή, ὅρισε σὰν ἡμέρες ἀργίας καὶ ξεκουράσματος σωματικοῦ καὶ ψυχικοῦ καὶ εἶναι οἱ μέρες αὐτὲς μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐργατικὲς νομοθεσίες, θὰ θελήσουμε οἱ χριστιανοὶ τῆς διαστημικῆς ἐποχῆς νὰ τὶς τηρήσουμε καὶ νὰ τὶς σεβαστοῦμε;


Ἀλήθεια! Θὰ τὸ θελήσουμε;

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Καρπασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, Ἱεράρχα Πατὴρ ἡμῶν Συνέσιε· διὸ τὴν χάριν τῶν θαυμάτων ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξω μακάριε, θεραπεύειν τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Βουλγαρίας
Image
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς στὴ Σόφια τῆς Βουλγαρίας. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀτεκνίας τῶν γονέων του, ὁ Θεὸς εἰσάκουσε τὴν προσευχή τους καὶ τοὺς χάρισε ἕνα τέκνο, τὸ ὁποῖο ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς νεότητας τοῦ Ἁγίου, οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦσαν διὰ τῆς βίας νὰ κάνουν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀλλαξοπιστήσουν.
Ὁ Γεώργιος ἀρνήθηκε, οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κυβερνήτη, ὁ ὁποῖος ἔκπληκτος ἀπὸ τὸ θάρρος καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ Γεωργίου τοῦ ὑποσχέθηκε πλούτη καὶ τιμὲς ἀπὸ τὸν σουλτάνο Σελίνα (1512 – 1520). Ὁ Ἅγιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ θάρρος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἔλεγξε τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία. Ὁ Τοῦρκος κυβερνήτης ἔδωσε ἐντολὴ νὰ βασανίσουν τὸν Ἅγιο καὶ τέλος νὰ τὸν ρίξουν στὴν φωτιά, ὅπου τελειώθηκε λαμβάνοντας τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ὅμως ξαφνικὰ ἔπιασε δυνατὴ βροχή, ἡ ὁποία ἔσβησε τὴ φωτιά. Ὅταν νύχτωσε, ἕνα φῶς ἀκτινοβολοῦσε πάνω ἀπὸ τὰ ὑπολείμματα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου. Ἕνας εὐλαβὴς ἱερέας τὰ περισυνέλεξε καὶ τὰ ἐνταφίασε μὲ τιμή. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου βρέθηκε καὶ μεταφέρθηκε στὴν πόλη Σρέντσε τῆς Βουλγαρίας.






Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Μακαρίου
Image
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του στις 17 Μαρτίου.

Ἡ εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Μακαρίου ἔγινε στὶς 26 Μαΐου τοῦ 1521. Ἕνας ἔμπορος ἀπὸ τὴν πόλη Δμητρώφ, ὁ Μιχαὴλ Βορονικώφ, προσέφερε χρήματα γιὰ τὴν κατασκευὴ μιᾶς πέτρινης ἐκκλησίας ἀντὶ τῆς παλαιᾶς ξύλινης, ποὺ ὑπῆρχε στὸ μοναστήρι τοῦ Κολγιαζίν. Ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Ἰωάσαφ, τοποθέτησε ἕνα Σταυρὸ στὸ σημεῖο ποὺ προοριζόταν νὰ κτισθεῖ τὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ εὐλόγησε τὸ σκάψιμο τοῦ ἐδάφους γιὰ τὴν διάνοιξη τῶν θεμελίων. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν προέκυψε ἕνα πολύτιμο εὕρημα. Βρέθηκε ἕνα ἄφθαρτο φέρετρο ποὺ μοσχοβολοῦσε. Ὁ ἡγούμενος Ἰωάσαφ ἀναγνώρισε ἀμέσως τὸ φέρετρο τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς μονῆς, τοῦ Ὁσίου Μακαρίου, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1483. Ἡ ἀδελφότητα τῆς μονῆς, μὲ τὴν παρουσία τῶν πιστῶν, ἐπιτέλεσε μνημόσυνο ἐπάνω στὸ φέρετρο, τὸ ὁποῖο στὴν συνέχεια μεταφέρθηκε στὸ ναό. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὰ ἄφθαρτα τίμια λείψανα τοῦ Ὁσίου ἄρχισαν νὰ ἐπιτελοῦν θαύματα καὶ θεραπεῖες ἀσθενῶν.
Ἀργότερα τὰ ἱερὰ λείψανα μεταφέρθηκαν ἐπίσημα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέχρι τὸ 1547 ὁ Ὅσιος Μακάριος ἐτιμᾶτο μόνο τοπικά, στὴ μονή του. Στὴ Σύνοδο τῆς Μόσχας, τὸ 1547, ἐπὶ τοῦ Μητροπολίτου Μακαρίου (1543 – 1564), ὁ Ὅσιος Μακάριος κατετάγη στοὺς Ἁγίους τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.






Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Δερβίσης
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀλέξανδρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἔμενε στὴν περιοχὴ τῆς Λαοδηγίας ἢ Λαγωδιανῆς (σημερινὴ Λαοδηγήτρια). Οἱ γονεῖς του, θέλοντας νὰ διαφυλάξουν τὴν σωφροσύνη τοῦ υἱοῦ τους ἀπὸ τὶς κακόβουλες ἐπιθυμίες κάποιου Τούρκου, ἀναγκάστηκαν νὰ τὸν φυγαδεύσουν στὴ Σμύρνη. Ἐκεῖ ὁ Ἀλέξανδρος βρῆκε ἐργασία στὸ σπίτι ἑνὸς Τούρκου πασᾶ, ὁ ὁποῖος εἴτε δι’ ἀπάτης εἴτε διὰ τῆς βίας, κατόρθωσε νὰ τὸν πείσει νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, ὁ Ἀλέξανδρος ἐγκατέλειψε τὴ Σμύρνη καί, ἀφοῦ περιπλανήθηκε σὲ διάφορα μέρη, ἔφθασε στὴ Μέκκα, ὅπου προσκύνησε τὸν τάφο τοῦ Μωάμεθ καὶ ἔλαβε τὸ σχῆμα τοῦ δερβίση.

Ὡς δερβίσης πλέον περόδευσε πόλεις καὶ χωριὰ τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας κηρύττοντας τὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία. Ἡ συνείδησή του ὅμως, ποὺ δὲν εἶχε νεκρωθεῖ τελείως, ἄρχισε νὰ τὸν ἐλέγχει γιὰ τὸ ἁμάρτημά του, ὥσπου τέλος μετανόησε καὶ ἄρχισε νὰ καλλιεργεῖ μέσα του τὴν πραγματικότητα τοῦ μαρτυρίου. Ἔτσι ὁ Ἀλέξανδρος, ἔχοντας ἐξωτερικὰ τὸ σχῆμα τοῦ δερβίση, ἐσωτερικὰ ὅμως νιώθοντας Χριστιανός, ζοῦσε ὡς διὰ Χριστὸν σαλὸς καὶ ἔλεγχε μὲ σκληρὰ λόγια τοὺς Τούρκους.

Αὐτὴ ἡ συμπεριφορά του προβλημάτισε καὶ ἐξόργισε τόσο πολὺ τοὺς Τούρκους στὸ Ραχήτι τῆς Αἰγύπτου, ὥστε ἀποφάσισαν νὰ τὸν φονεύσουν, κάτι τὸ ὁποῖο θὰ ἔκαναν, ἂν ὁ Ἀλέξανδρος δὲν ἐπληροφορεῖτο τὸ γεγονὸς ἔγκαιρα καὶ δὲν ἔφευγε ἀπὸ ἐκεῖ.

Τὸ 1784 ἦλθε στὴ Θεσσαλονίκη, χωρὶς ὅμως νὰ δώσει σημεῖα ἀναγνωρίσεως. Ἐκεῖ παρέμεινε γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα καὶ κατόπιν συνέχισε τὴν περιπλάνησή του σὲ διάφορα μέρη. Δέκα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1794, κατὰ την περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἀλέξανδρος ἔφθασε στὴ Χίο καὶ πῆγε σὲ κάποια ἐκκλησία, γιὰ νὰ συμμετάσχει σὲ μία Ἀκολουθία. Ἔχοντας τὸ σχῆμα τοῦ δερβίση περιφερόταν ἄνετα ἀνάμεσα στοὺς Τούρκους, τοὺς ὁποίους ἔλεγχε γιὰ τὴν σκληρὴ καὶ ἀπάνθρωπη συμπεριφορά τους, ἐνῶ συγχρόνως τοὺς κήρυττε τὴ φιλανθρωπία, τὴ σωφροσύνη καὶ τὴν ἀρετή. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πάλι φερόταν μὲ πολλὴ γλυκύτητα καὶ πραότητα ἀπέναντι στοὺς Χριστιανοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ἐρχόταν σὲ ἐπαφή.

Στὴ Χίο δὲν παρέμεινε γιὰ πολύ. Πέρασε ἀπέναντι στὴ Σμύρνη μὲ σκοπό, στὸν τόπο ὅπου ἀρνήθηκε τὴν πίστη του, ἐκεῖ νὰ ἀποπλύνει τὸ ἁμάρτημά του μὲ τὴν ὁμολογία του. Μία ἑβδομάδα πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ ἡμέρα Τρίτη, παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν κριτὴ τῆς πόλεως, ὅπου ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Ἕνα καὶ Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ κατόπιν πέταξε τὸ δερβίσικο κάλυμμα τῆς κεφαλῆς του καὶ φόρεσε τὸ Χριστιανικό. Τὸ θέαμα αὐτὸ προκάλεσε τὴν ἔκπληξη καὶ συνάμα τὴν ὀργὴ τῶν παρισταμένων Τούρκων, οἱ ὁποίοι στὴν ἀρχὴ ἐξέλεξαν τὸν Ἀλέξανδρο ὡς τρελὸ καὶ προσπάθησαν μὲ τὰ λόγια νὰ τὸν μεταπείσουν. Ὅταν ὅμως εἶδαν τὴν ἐμμονή του, διέτεξαν τὴν φυλάκισή του. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ Ἀλέξανδρος ὁδηγήθηκε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ κριτήριο, ὅπου παρ’ ὅλες τὶς ἀπειλὲς τῶν Τούρκων χλεύασε καὶ πάλι τὴν πίστη στὸ Μωάμεθ καί, ἐπειδὴ οὔτε μὲ τὶς κολακεῖες μπόρεσαν νὰ τὸν δελεάσουν, τὸν ξαναοδήγησαν στὴ φυλακή.

Ἡ ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὡς ἐπίσημη καὶ σεβάσμια ἡμέρα, γι’ αὐτὸ καὶ συγκεντρώνονταν ὅλοι οἱ προύχοντες στὸν κριτὴ τῆς πόλεως καὶ μετέβαιναν ὅλοι μαζὶ στὸ τζαμί, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα λοιπὸν διάλεξαν γιὰ νὰ ὁδηγήσουν τὸν Ἅγιο Ἀλέξανδρο καὶ πάλι στὸ κριτήριο, γιὰ νὰ τὸν ἀνακρίνουν. Ὁ Ἅγιος γιὰ τρίτη φορὰ ὁμολόγησε ἐνώπιον ὅλων τὴν πίστη του καὶ τὴ διάθεσή του νὰ μείνει σταθερὸς σὲ αὐτήν.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἀποφασίσθηκε ἡ θανάτωσή του. Τὸ 1794 ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ἀποκεφαλίσθηκε καὶ εἰσῆλθε μὲ τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐν ἀθλήσει νομίμως Μάρτυς ἠρίστευσας, καὶ τὸν σὲ τρώσαντα πρῲην κατηγωνίσω ἐχθρὸν, καὶ Μαρτύρων κοινωνὸς ὤφθης Ἀλέξανδρε. Ὅθεν ὡς ἅγιον βλαστόν, Θεσσαλονίκη σε τιμᾷ, καὶ πόθῳ σοι ἀνακράζει· Μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τοὺς τιμῶντάς σε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, Θεσσαλονίκη ἡ πόλις, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, Ἀλέξανδρε Νεομάρτυς· ταύτης γὰρ, γόνος καὶ βλάστημα θεῖον πέλων, ἤθλησας, ἐν Σμύρνῃ γνώμῃ ἀνδρειοτάτῃ, δι’ ἀγάπην τοῦ Κυρίου· ὅν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἅπαντας.

Μεγαλυνάριον.
Ἤθλησας νομίμως ὑπὲρ Χριστοῦ, Ἀλέξανδρε Μάρτυς, καὶ καθεῖλες τὸν δυσμενῆ· ὅθεν σου τὴν μνήμην, Θεσσαλονίκη ἄγει, τιμῶσα τοὺς ἀγῶνας, τῆς σῆς ἀθλήσεως.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun May 24, 2015 2:22 pm

27 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ὁ Ἱερομάρτυρας
Image
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἑλλάδιος. Ἀφοῦ διέπερεψε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατέστη Ἐπίσκοπος. Γιὰ τὴν ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ δράση του συνελήφθη, καὶ, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ὑποβλήθηκε σὲ σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων. Ρίχθηκε στὴν πυρά, ἀλλὰ μὲ τὴν Θεία Δύναμη ἐξῆλθε ἀβλαβής. Μὲ τὰ θαυμάσια αὐτὰ γεγονότα ἔγινε πρόξενος, ὥστε πολλοὶ τῶν παρισταμένων εἰδωλολατρῶν νὰ προσέλθουν στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τέλος, ἀφοῦ ἐδάρη σκληρὰ μὲ ράβδους καὶ γροθιές, παρέδωσε τὸ πνεῦμα καὶ περιεβλήθηκε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως ἐδέξω ὡς θεῖον ἔλαιον, ἱερουργίας τὴν χάριν, τῇ ἐπινεύσει Χριστοῦ, καὶ ἱέρευσας σοφῶς Πάτερ Ἑλλάδιε, καὶ Μαρτύρων κοινωνός, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, γενόμενος Ἱεράρχα, καθικετεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιο. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὥσπερ ἐλαία ἀνεβλάστησας κατάκαρπος

Ἀθλητικὴν ἱερουργὲ νέμων χρηστότητα

Τοῖς τὸ ἔλεος τοῦ Λόγου προσδεχομένοις.

Ἀλλ’ ὡς Μάρτυς καὶ φωστὴρ λαμπρὸς τῆς πίστεως

Καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς γνῶσιν ἔνθεον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἑλλάδιε.

Μεγαλυνάριο.
Ἔλεος Ἑλλάδιε θεϊκόν, ταῖς σαῖς εὐπροσδέκτοις, μεσιτείαις πρὸς τὸν Θεόν, βλῦσον Ἱεράρχα, τοῖς πίστει εὐφημοῦσι, τῶν σῶν ἀγωνισμάτων, τὴν θείαν ἄθλησιν.







Ὁ Ἅγιος Θεράπων ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεράπων καταγόταν ἀπὸ τὶς Σάρδεις καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν διωγμῶν τῶν Χριστιανῶν. Λόγῳ τῶν ἀρετῶν, τοῦ ἔνθεου ζήλου, τῶν φιλάνθρωπων αἰσθημάτων καὶ τῆς φωτισμένης διδασκαλίας του, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος Σαρδέων. Διαβλήθηκε γιὰ τὴν χριστιανικὴ δράση του, συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῶν Σαρδέων Οὐαλεριανό, ἀρνήθηκε δὲ νὰ ἀποκηρύξει τὴν πατρώα εὐσέβεια, ἀφοῦ βασανίσθηκε σκληρά, καὶ μεταφέρθηκε δέσμιος στὴ Συναὸ καὶ ἀκολούθως στὴν Ἄγκυρα, ὅπου κοντὰ στὸν ποταμὸ Ἀτσαλῆ ὑποβλήθηκε σὲ βασανιστήρια, καὶ κατεγδάρησαν οἱ σάρκες του.
Τέλος, μεταφέρθηκε στὸ θέμα τῶν Θρακησίων, κοντὰ στὸν ποταμὸ Ἕρμο, στὴν Ἐπισκοπὴ Σατάλων, ὅπου καὶ πάλι βασανίσθηκε ἀνηλεῶς καὶ τελειώθηκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.







Ἡ Ἁγία Ρεστιτούτα ἡ Μάρτυς και ἡ συνοδεία αὐτῆς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ρεστιτούτα καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ καὶ εὐγενὴ οἰκογένεια τῆς Ρώμης. Λόγῳ τῶν διωγμῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν κατέφυγε στὴν πόλη Σόρα τῆς Καμπανίας τῆς Ἰταλίας καὶ μαρτύρησε, μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς, ἐπὶ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270 – 275 μ.Χ.). Στὴν τέχνη ἡ Ἁγία Ρεστιτούτα εἰκονογραφεῖται μαζὶ μὲ τὸν φύλακα Ἄγγελό της.






Ὁ Ἅγιος Ἰούλιος ὁ Μάρτυρας ὁ Στρατηλάτης
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰούλιος μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανός, συνελήφθη τὸ 297 μ.Χ. στὸ Δορύστολο, ἐπαρχία τῆς Κάτω Μοισίας καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου Μαξίμου, ὁ ὁποῖος τὸν προέτρεψε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ ζήσει. Ὁ στρατιώτης Ἰουλιανὸς ὅμως μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐνώπιον τῶν εἰδωλολατρῶν. Τότε ὁ ἄρχοντας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ θανατωθεῖ διὰ ξίφους.

Ὅταν ἔφεραν τὸν Ἅγιο στὸν τόπο τῆς καταδίκης του, τὸν ἀποχαιρέτισαν ὅλοι. Κάποιος Χριστιανός, ποὺ ὀνομαζόταν Ἡσύχιος, τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἐνθυμεῖται στὶς προσευχές του μαζὶ μὲ τοὺς Μάρτυρες Πασικράτη καὶ Βαλεντίωνα, ποὺ εἶχαν πεθάνει μαρτυρικά († 24 Ἀπριλίου).
Στὴν συνέχεια ὁ δήμιος ἐκτέλεσε τὴν ἐντολὴ καὶ ἀποκεφάλισε τὸν Ἅγιο. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου αὐτοῦ καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.







Ὁ Ἅγιος Εὐσεβιώτης ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐσεβιώτης ἢ Εὐβοιώτης τελιώθηκε, ἀφοῦ ρίχθηκε στὴν πυρά.







Ὁ Ἅγιος Ἀλύπιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλύπιος τελειώθηκε, ἀφοῦ τοῦ συνέτριψαν τὴν κεφαλὴ διὰ λίθου.







Ἡ Ἁγία Ἰουλιανὴ ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ἀγίας Μάρτυρος Ἰουλιανὴς στὶς 4 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ βίος της.Δεν γνωρίζουμε γιατὶ ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη της αὐτὴ την ἡμέρα.






Ὁ Ὅσιος Εὐτρόπιος
Ὁ Ὅσιος Εὐτρόπιος γεννήθηκε στὴ Μασσαλία τῆς Γαλλίας καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σὲ μονὴ τῆς πόλεως Ὀρὰνζ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 475 μ.Χ., κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἡ περιοχὴ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ τοὺς Βησιγότθους.







Ἡ Ὁσία Μελάνη ἡ ἐξ Οὐαλλίας
Ἡ Ὁσία Μελάνη καταγόταν ἀπὸ τὴν Οὐαλλία καὶ γεννήθηκε τὸ 590 μ.Χ. Ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τοῦ Μοντγκομερυσάϊρ (Montgomeryshire). Ἀργότερα ἵδρυσε μιὰ μικρὴ μοναστικὴ κοινότητα στὴν μακρινὴ περιοχὴ Μελανζέλ, στὴν ὁποία ἔγινε ἡγουμένη. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸν 7ο ἢ 8ο αἰώνα μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Ρανοῦλφος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρανοῦλφος ἔζησε τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γαλλία καὶ ἦταν πατέρας τοῦ Ἁγίου Ἀδούλφου († 19 Μαΐου), Ἐπισκόπου τῆς περιοχῆς Ἄρρας – Καμπραὶ τῆς νοτιοανατολικῆς Γαλλίας. Μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὸ 700 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Βεδέας ὁ Ὁμολογητής
Image
Ὁ Ὅσιος Βεδέας γεννήθηκε στὴ Νορθμπρία τῆς Ἀγγλίας τὸ 673 μ.Χ. Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν εἰσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Γιάρροου, ὅπου σπούδασε καὶ παρέμεινε καθ’ ὅλο τὸν βίο του, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὰ ὅρια αὐτῆς. Ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὰ συγγράμματά του καὶ ἀπὸ ἄλλες μαρτυρίες, ἀνάλωσε τὸν βίο του καὶ ὅλη τὴν ἐνεργητικότητά του στὴν μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, στὴν ἀκριβὴ τήρηση τῶν Κανόνων τῆς μοναχικῆς πολιτείας, τὴ διδασκαλία καὶ τὴ συγγραφή. Οἱ θεολογικές του ἐργασίες, κυρίως ἑρμηνευτικές, ἦσαν ἐμβριθεῖς καὶ ἐξετιμῶντο πολύ, ἀλλὰ ὁ Ὅσιος Βεδέας κατέστη περίφημος κυρίως ὡς ἱστορικός. Τὸ ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀγγλίας καὶ τοῦ Ἀγγλικοῦ λαοῦ» ἔργο του, εἶναι ἡ σπουδαιότερη πηγὴ γιὰ τὴν πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ἱστορικὴ περίοδο τῆς Βρετανίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς. Συνέθεσε, ἐπίσης, ὕμνους καὶ ἄλλα ποιήματα, ἐπιστολές, διάφορες ὁμιλίες καὶ συνέθεσε τὸ «Μικρὸν Μαρτυρολόγιον» μὲ ἱστορικὲς σημειώσεις.

Ὁ Ὅσιος Βεδέας ἦταν ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος συνέγραψε στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα. Ἐκτὸς τῶν προσόντων του αὐτῶν ἦταν πρὸ πάντων ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, εὐλαβής, ταπεινός, ἁγνὸς στὴν ψυχή καὶ τὸ σῶμα.
Τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του, ὅταν πλέον εἶχε ἐντελῶς ἐξαντληθεῖ, ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές του τοῦ ὑπενθύμισε ὅτι ἀπομένει τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ Ἰωάννου πρὸς ἑρμηνεία. «Γράφε, τέκνον μου», εἶπε ὁ Ὅσιος καὶ ἄρχισε νὰ ὑπαγορεύει. Ὅταν τὸ κεφάλαιο τελείωσε, ὁ ἑτοιμοθάνατος ἀδελφὸς ἀποχαιρέτησε ὅλους τοὺς μοναχούς, στοὺς ὁποίους διένειμε μικρὰ δῶρα ὡς εὐλογία, στράφηκε πρὸς τὸ ναό, ὁπου καθημερινὰ προσευχόταν ἐπὶ ἑξήντα συναπτὰ ἔτη, πρόφερε τοὺς λόγους «Δόξα τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι» καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ τὸ 735 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ἐκ Γεωργίας
Image
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ἔζησε τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γεωργία καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως Μπαγράτ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ ἐκ Γεωργίας
Image
Ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ Παρεκχέλι ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γεωργία.Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίων Ἰωνᾶ, Φωτίου καὶ Κυπριανοῦ Μητροπολιτῶν Μόσχας
Image
Ἡ εὕρεσις καὶ μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν Ἰωνᾶ († 31 Μαρτίου), Φωτίου († 2 Ἰουλίου) καὶ Κυπριανοῦ († 16 Σεπτεμβρίου) ἔγινε στὶς 17 Μαΐου τοῦ 1472, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνέγερσης τοῦ νέου ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φίλιππο Α’ († 9 Ἰανουαρίου καὶ 27 Μαΐου) καὶ τὸν μεγάλο πρίγκιπα Ἰβάν III.






Ὁ Ἅγιος Φίλιππος Α’ Μητροπολίτης Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ἔζησε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν ἀπὸ τὸ 1455 Ἐπίσκοπος Σουζδαλίας. Ἐπελέγη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Θεόγνωστο καὶ τὸν μεγάλο πρίγκιπα Ἰβὰν Γ’ Βασίλιεβιτς (1462 – 1505), Μητροπολίτης Μόσχας τὸ 1464.
Ὁ νέος Μητροπολίτης ἄρχισε ἀμέσως τὸ θεοφιλὲς ἔργο του καὶ ξεκίνησε τὴν ἀνέγερση τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Οὐσπένσκι. Φρόντισε μὲ ἐπιμέλεια γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν κληρικῶν καὶ τὴν καλλιέργεια ἱερατικοῦ ἤθους σὲ αὐτούς. Ἀσθένησε στὶς 4 Ἀπριλίου 1473 καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Μετὰ τὴν κοίμησή του ἀποκαλύφθηκε ὁ ἀσκητικός του βίος, ἀφοῦ φοροῦσε ἐπάνω του γιὰ ἄσκηση βαριὲς ἁλυσίδες.






Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Νείλου τοῦ ἐκ Σομπένσκ
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Νείλου στὶς 7 Δεκεμβρίου.Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.







Ὁ Ὅσιος Λάζαρος τοῦ Πσκώφ
Ὁ Ὅσιος Λάζαρος γεννήθηκε τὸ 1733 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς καὶ μεγάλωσε στὴν πόλη Ὄποτσα κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Πσκώφ. Ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Λαύρας τοῦ Πσκώφ καὶ ἀνέλαβε τὸ 1800 καθήκοντα οἰκονόμου τῆς μονῆς. Διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὸν ἀσκητικό του βίο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1824.






Ὁ Ὅσιος Θεράπων ἡγούμενος τῆς Λευκῆς Λίμνης
Image
Ὁ Ὅσιος Θεράπων, κατὰ κόσμον Θεόδωρος, γεννήθηκε τὸ 1337 στὴν πόλη Βολοκολάμσκ ἀπὸ τὴν εὐσεβὴ οἰκογένεια Ποσκόχιν. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἐξεδήλωσε τὴν κλίση καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτὸ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἐγκαταστάθηκε βόρεια τῆς Λευκῆς Λίμνης μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Κύριλλο († 9 Ἰουνίου), ὅπου ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης ἀσκούμενος στὴ σιωπή. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του προσείλκυσε γύρω του μαθητὲς ποὺ ὀργάνωσαν ἕνα μοναστήρι, τὸ ὁποῖο ἀργότερα ἔλαβε τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου.

Τὸ 1398 ὁ Ὅσιος ἀνοικοδόμησε μία ξύλινη ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ οἱ μοναχοὶ τὸν βοηθοῦσαν στὸ ἔργο αὐτὸ καὶ ἀσχολοῦνταν παράλληλα μὲ τὴν ἀντιγραφὴ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Ἀργότερα, περὶ τὸ 1500, στὸν τόπο αὐτὸ κτίσθηκε πέτρινος ναὸς φημισμένος γιὰ τὶς ἁγιογραφίες του, ἔργα τοῦ ἁγιογράφου Διονυσίου καὶ τῶν υἱῶν του Βλαδιμήρου καὶ Θεοδώρου.

Ὁ Ὅσιος ἀπὸ ταπείνωση παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, ἐμπιστεύθηκε τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς πατέρες αὐτῆς καὶ ἐπέστρεψε στὸν πνευματικὸ σύμβουλό του, Ὅσιο Κύριλλο.

Τὸ 1408 ὁ πρίγκιπας Ἀνδρέας Δημητρίεβιτς ζήτησε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Θεράποντα νὰ ἱδρύσει ἕνα νέο μοναστήρι στὴν πόλη Μοζάϊσκ. Ἐκεῖ, στὸ λόφο Λοῦσχο, ὁ Ὅσιος ἀνήγειρε τὴ νέα μονὴ καὶ ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φώτιο († 27 Μαΐου καὶ 2 Ἰουλίου). Ἐδῶ ὁ Ὅσιος ἀσκήτεψε γιὰ δέκα ὀκτὼ χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1426.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ βόρειο κλίτος τοῦ ναοῦ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου καὶ βρέθηκε τὸ 1514.






Ὁ Ὅσιος Θεράπων ἡγούμενος τῆς Μόνζας
Image
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Θεράποντος, ἡγουμένου τῆς μονῆς Μόνζας, στὶς 12 Δεκεμβρίου.






Ὁ Ὅσιος Ἠλίας
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἠλία, ἐκ Ρωσίας, στὶς 7 Δεκεμβρίου.






Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος
Image
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε σὲ ἕνα χωριὸ τῆς λεγομένης Μικρᾶς Ρωσίας, περὶ τὸ 1690, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετους. Ὅταν ἔφθασε σὲ νόμιμη ἡλικία στρατεύθηκε, ἐνῶ βασίλευε στὴ Ρωσία ὁ Μέγας Πέτρος. Ἔλαβε μέρος στὸν πόλεμο ποὺ ἔκανε ἐκεῖνος ὁ τολμηρὸς τσάρος ἐναντίον τῶν Τούρκων κατὰ τὸ 1711, καὶ συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Τατάρους. Οἱ Τάταροι τὸν πούλησαν σὲ ἕναν Ὀθωμανὸ ἀξιωματικὸ Ἵππαρχο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Προκόπιον τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὸ ὁποῖο βρίσκεται πλησίον στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ ἀγᾶς τὸν πῆρε μαζί του στὸ χωριό του. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους συμπατριῶτες του ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγιναν Μουσουλμάνοι, εἴτε γιατὶ κάμφθηκαν ἀπὸ τὶς ἀπειλές, εἴτε γιατὶ δελεάστηκαν ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς προσφορὲς ὑλικῶν ἀγαθῶν.

Ὁ Ἰωάννης, ὅμως, ἦταν ἀπὸ μικρὸς ἀναθρεμμένος μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὸν Θεὸ καὶ τὴν πίστη τῶν πατέρων του. Ἦταν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς νέους, ὅπου τοὺς σοφίζει ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως κήρυξε ὁ σοφὸς Σολομών, λέγοντας: «Ὁ δίκαιος εἶναι γνωστικὸς καὶ στὴ νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δὲν εἶναι τὸ πολυχρόνιο, οὔτε μετριέται μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐτῶν. Ἡ φρονιμάδα στοὺς νέους ἀνθρώπους εἶναι σεβάσμια ὡσὰν νὰ εἶναι φέροντες καὶ ὁ καθαρὸς βίος τοὺς κάνει ὡσὰν νὰ εἶναι γέροντες πολύμαθοι».

Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ὁ μακάριος Ἰωάννης, ἔχοντας τὴν σοφία ποὺ δίδει ὁ Θεὸς σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ἔκανε ὑπομονὴ στὴ δουλεία καὶ στὴν κακομεταχείρηση τοῦ ἀφέντη του καὶ στὶς ὕβρεις καὶ τὰ πειράγματα τῶν Ὀθωμανῶν, οἱ ὁποίοι τὸν φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδὴ ἄπιστο, φανερώνοντάς του τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀπέχθειά τους. Στὸν ἀφέντη του καὶ σὲ ὅσους τὸν παρακινοῦσαν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του, ἀποκρινόταν μὲ σθεναρὴ γνώμη ὅτι προτιμοῦσε νὰ πεθάνει, παρὰ νὰ πέσει σὲ τέτοια φοβερὴ ἁμαρτία. Στὸν ἀγᾶ εἶπε: «Ἐὰν μὲ ἀφήσεις ἐλεύθερο στὴν πίστη μου, θὰ εἶμαι πολύ πρόθυμος στῖς διαταγές σου. Ἄν μὲ βιάσεις νὰ ἀλλαξοπιστήσω, γνώριζε ὅτι σοῦ παραδίδω τὴν κεφαλή μου, παρὰ τὴν πίστη μου. Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θὰ ἀποθάνω».

Ὁ Θεός, βλέποντας τὴν πίστη του καὶ ἀκούγοντας τὴν ὁμολογία του, μαλάκωσε τὴν σκληρὴ καρδιὰ τοῦ ἀγᾶ καὶ μὲ τὸν καιρὸ τὸν συμπάθησε. Σὲ αὐτὸ συνήργησε καὶ ἡ μεγάλη ταπείνωση ὅπου στόλιζε τὸν Ἰωάννη, καθὼς καὶ ἡ πραότητά του.

Ἔμεινε, λοιπόν, ἥσυχος ὁ μακάριος Ἰωάννης ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς τοῦ Ὀθωμανοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε διορισμένο στὸν σταῦλο του, γιὰ νὰ φροντίζει τὰ ζῶα του. Σὲ μία γωνιὰ τοῦ σταύλου ξάπλωνε τὸ κουρασμένο σῶμα του καὶ ἀναπαυόταν, εὐχαριστώντας τὸν Θεό, διότι ἀξιώθηκε νὰ ἔχει ὡς κλίνη τὴ φάτνη στὴν ὁποία ἀνεκλίθη κατὰ τὴν γέννησή Του ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἦταν δὲ ἀφοσιωμένος στὸ ἔργο του, περιποιούμενος μὲ στοργὴ τὰ ζῶα τοῦ κυρίου του, τὰ ὁποῖα αἰσθάνονταν τόση τὴν πρὸς αὐτὰ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου, ὥστε νὰ τὸν ζητοῦν ὅταν ἀπουσίαζε, νὰ τὸν προσβλέπουν μὲ ἀγάπη καὶ νὰ χρεμετίζουν μὲ χαρὰ ὅταν τὰ χάϊδευε, ὡσὰν νὰ συνομιλοῦσαν μαζί του.

Μὲ τὸν καιρὸ ὁ ἀγᾶς τὸν ἀγάπησε, καθὼς καὶ ἡ σύζυγός του, καὶ τοῦ ἔδωσαν γιὰ κατοικία ἕνα μικρὸ κελλὶ κοντὰ στὸν ἀχυρώνα. Ὅμως ὁ Ἰωάννης δὲν δέχθηκε καὶ ἐξακολούθησε νὰ κοιμᾶται στὸν σταῦλο, γιὰ νὰ καταπονεῖ τὸ σῶμα του μὲ τὴν κακοπέραση καὶ μὲ τὴν ἄσκηση, μέσα στὴ δυσοσμία τῶν ζώων καὶ στὰ ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ὁ σταῦλος γέμιζε ἀπὸ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ κακοσμία γινόταν ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς. Ὁ μακάριος Ἰωάννης εἶχε ἐκεῖνο τὸν σταῦλο ὡς ἀσκητήριο, καὶ ἐκεῖ πορευόταν κατὰ τοὺς κανόνες τῶν Πατέρων, ἐπὶ ὧρες γονυπετὴς καὶ προσευχόμενος, κοιμώμενος γιὰ λίγο ἐπἀνω στὰ ἄχυρα, χωρὶς ἄλλο σκέπασμα παρὰ μία παλαιὰ κάπα, γευόμενος μὲ διάκριση, πολλὲς φορὲς μόνο λίγο ψωμὶ καὶ νερό, καὶ νηστεύοντας τὶς περισσότερες ἡμέρες.

Συνέχεια ἔψαλλε τοὺς λόγους τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμοὺς σιγόψαλλε καὶ κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπὸ τὸ ἄλογο τοῦ ἀφέντη του.

Μὲ τὴν εὐλογία ποὺ ἔφερε ὁ Ἅγιος στὸν οἶκο τοῦ Τούρκου Ἱππάρχου, αὐτὸς πλούτισε καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τοῦ Προκοπίου.

Ὁ Ἅγιος ἱπποκόμος του, ἐκτὸς τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας, ποὺ ἔκανε ὡς ἀλλος Ἰώβ, πήγαινε τὴ νύχτα καὶ ἔκανε ὄρθιος ἀγρυπνίες στὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία ἦταν κτισμένη μέσα σὲ ἕνα βράχο καὶ βρισκόταν κοντὰ στὸν οἶκο τοῦ Τούρκου κυρίου του. Ἐκεῖ πήγαινε κρυφὰ τὴ νύχτα, κοινωνοῦσε δὲ κάθε Σάββατο τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὁ Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», ἐπέβλεψε ἐπὶ τὸν δοῦλο του τὸν πιστὸ καὶ ἔκανε, ὥστε νὰ πάψουν νὰ τὸν περιπαίζουν καὶ νὰ τὸν ὑβρίζουν οἱ σύνδουλοί του καὶ οἱ ἄλλοι ἀλλόθρησκοι.

Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ἀφέντης τοῦ Ἰωάννη πλούτισε, ἀποφάσισε νὰ ὑπάγει γιὰ προσκύνημα στὴ Μέκκα, τὴ ἱερὰ πόλη τῶν Μωαμεθανῶν.

Ἀφοῦ πέρασαν ἀρκετὲς ἡμέρες ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή του, ἡ σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα καὶ προσκάλεσε τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους τοῦ ἀνδρός της, γιὰ νὰ εὐφρανθοῦν καὶ νὰ εὐχηθοῦν νὰ ἐπιστρέψει ὑγιὴς στὸν οἶκο του ἀπὸ τὴν ἀποδημία. Ὁ μακάριος Ἰωάννης διακονοῦσε στὴν τράπεζα. Παρέθεσαν δὲ σὲ αὐτὴ καὶ ἕνα φαγητό, τὸ ὁποῖο ἄρεσε πολύ στὸν ἀγᾶ, τὸ λεγόμενο πιλάφι, τὸ ὁποῖο συνηθίζουν πολὺ στὴν Ἀνατολή. Τότε ἡ οἰκοδέσποινα θυμήθηκε τὸν σύζυγό της καὶ εἶπε στὸν Ἰωάννη: «Πόση εὐχαρίστηση θὰ ἐλάμβανε, Γιουβάν, ὁ ἀφέντης σου, ἄν ἦταν ἐδῶ καὶ ἔτρωγε μαζί μας ἀπὸ τοῦτο τὸ πιλάφι!». Ὁ Ἰωάννης τότε ζήτησε ἀπὸ τὴν κυρία του ἕνα πιάτο γεμάτο πιλάφι καὶ εἶπε ὅτι θὰ τὸ ἔστελνε στὸν ἀφέντη του στὴ Μέκκα. Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων του γέλασαν οἱ προσκεκλημένοι. Ἀλλὰ ἡ οἰκοδέσποινα εἶπε στὴν μαγείρισσα νὰ δώσει τὸ πινάκιο μὲ τὸ φαγητὸ στὸν Ἰωάννη, σκεπτόμενη ἢ ὅτι ἤθελε νὰ τὸ φάει ὁ ἴδιος μόνος του ἢ νὰ τὸ πάει σὲ καμιὰ φτωχὴ χριστιανικὴ οἰκογένεια, ὅπως συνήθιζε νὰ κάνει, δίδοντας τὸ φαγητό του.

Ὁ Ἅγιος τὸ πῆρε καὶ πῆγε στὸν σταῦλο. Ἐκεῖ γονυπέτησε καὶ ἔκανε προσευχὴ ἐκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ ἀποστείλει τὸ φαγητὸ στὸν ἀφέντη του μὲ ὅποιον τρόπο οἰκονομοῦσε Ἐκεῖνος μὲ τὴν παντοδυναμία Του. Μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχε στὴν καρδιά του ὁ Ἰωάννης πίστεψε ὅτι ὁ Κύριος θὰ εἰσακούσει τὴν προσευχή του καὶ τὸ φαγητὸ θὰ πήγαινε θαυματουργικὰ στὴ Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, χωρὶς νὰ ἔχει κανένα δισταγμὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ζήτησε θὰ γινόταν. Καὶ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ὅτι, δηλαδή, αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα συμβαίνουν σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἁπλούστερη διάνοια καὶ εἶναι θερμότεροι στὴν ἐλπίδα τὴν ὁποία ἔχουν πρὸς τὸν Θεό. Πράγματι! Τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ὁσίου. Ὁ μακάριος Ἰωάννης ἐπέστρεψε στὴν τράπεζα καὶ εἶπε στὴν οἰκοδέσποινα ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸ στὴ Μέκκα. Ἀκούγοντας οἱ προσκεκλημένοι τὸν λόγο αὐτὸ γέλασαν καὶ εἶπαν ὅτι τὸ ἔφαγε ὁ Ἰωάννης.

Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες γύρισε ἀπὸ τὴν Μέκκα ὁ κύριός του καὶ ἔφερε μαζί του τὸ χάλκινο πιάτο, πρὸς μεγάλη ἔκπληξη τῶν οἰκίων του. Μόνο ὁ μακάριος Ἰωάννης δὲν ἐξεπλάγη. Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ ἀγᾶς στοὺς οἰκίους του: «Τὴν δεῖνα ἡμέρα (καὶ ἦταν ἡ ἡμέρα τοῦ συμποσίου, κατὰ τὴν ὁποία εἶπε ὁ Ἰωάννης ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸ στὸν ἀφέντη του), τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ μεγάλο τζαμὶ στὸν τόπο ὅπου κατοικοῦσα, βρῆκα ἐπάνω στὸ τραπέζι, σὲ ἕναν ὀντά (δωμάτιο) ὅπου τὸν εἶχα κλειδωμένο, τοῦτο τὸ σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα μὲ ἀπορία, σκεπτόμενος, ποῖος ἄραγε εἶχε φέρει ἐκεῖνο τὸ φαγητό καὶ πρὸ πάντων δὲν μποροῦσα νὰ ἐννοήσω μὲ τὶ τρόπο εἶχε ἀνοίξει τὴν πόρτα, τὴν ὁποία εἶχα κλείσει καλά. Μὴ γνωρίζοντας πῶς νὰ ἐξηγήσω αὐτὸ τὸ παράδοξο πρᾶγμα, περιεργαζόμουν τὸ πιάτο μέσα στὸ ὁποῖο ἄχνιζε τὸ πιλάφι καὶ εἶδα μὲ ἀπορία ὅτι ἦταν χαραγμένο τὸ ὄνομά μου ἐπάνω στὸ χάλκωμα, ὅπως σὲ ὅλα τὰ χάλκινα σκεύη τῆς οἰκίας μας. Ὡστόσο, μὲ ὅλη τὴν ταραχὴ ὅπου εἶχα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο περιστατικό, κάθησα καὶ ἔφαγα τὸ πιλάφι μὲ μεγάλη ὄρεξη, καὶ ἰδοὺ τὸ πιάτο ποὺ τὸ ἔφερα μαζί μου, καὶ εἶναι ἀληθινὰ τὸ δικό μας».

Ἀκούγοντας αὐτὴ τὴ διήγηση οἱ οἰκεῖοι τοῦ Ἱππάρχου ἐξέστησαν καὶ ἀπόρησαν, ἡ δὲ σύζυγός του τοῦ ἐξιστόρησε πῶς ζήτησε ὁ Ἰωάννης τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ καὶ εἶπε ὅτι τὸ ἔστειλε στὴ Μέκκα, καὶ ὅτι, ἀκούγοντάς τον νὰ λέγει ὅτι τὸ ἔστειλε, γέλασαν.

Αὐτὸ τὸ θαῦμα μαθεύτηκε σὲ ὅλο τὸ χωριὸ καὶ στὴ γύρω περιοχὴ καὶ ὅλοι θεωροῦσαν πλέον τὸν Ἰωάννη ὡς ἄνθρωπο δίκαιο καὶ ἀγαπητὸ στὸν Θεό, τὸν ἔβλεπαν δὲ μὲ φόβο καὶ σεβασμό, καὶ δὲν τολμοῦσε κανεὶς νὰ τὸν ἐνοχλήσει. Ὁ κύριός του καὶ ἡ σύζυγός του τὸν περιποιούνταν περισσότερο καὶ τὸν παρακαλοῦσαν πάλι νὰ φύγει ἀπὸ τὸν σταῦλο καὶ νὰ κατοικήσει σὲ ἕνα οἴκημα, τὸ ὁποῖο ἦταν κοντὰ στὸν σταῦλο, ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ ἀλλάξει κατοικία. Περνοῦσε, λοιπόν, τὸν βίο του μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὡς ἀσκητής, ἐργαζόμενος ὅπως πρὶν στὴν περιποίηση τῶν ζώων καὶ κάνοντας μὲ προθυμία τὰ θελήματα τοῦ ἀγᾶ.

Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποία ἔζησε ὁ μακάριος Ἰωάννης μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ χαμευνία, πλησιάζοντας στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἀσθένησε καὶ ἦταν ξαπλωμένος πάνω στὰ ἄχυρα τοῦ σταύλου, τὸν ὁποῖο εἶχε ἁγιάσει μὲ τὶς δεήσεις του καὶ μὲ τὴν κακοπάθεια τοῦ σώματός του γιὰ τὸ ὄνομα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Προαισθανόμενος ὁ Ὅσιος τὸ τέλος του, ζήτησε νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ γι’αὐτὸ ἔστειλε καὶ κάλεσε ἕναν ἱερέα. Ἀλλὰ ὁ ἱερεὺς φοβήθηκε νὰ μεταφέρει φανερὰ τὰ Ἅγια Μυστήρια στὸ σταῦλο, ἐξαιτίας τοῦ φανατισμοῦ τῶν Τούρκων. Ὅμως σοφίστηκε, κατὰ Θεία φώτιση, καὶ πῆρε ἕνα μῆλο, τὸ ἔσκαψε, ἔβαλε μέσα τὴν Θεία Κοινωνία καὶ ἔτσι μετέβη στὸ σταῦλο καὶ κοινώνησε τὸν μακάριο Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης, μόλις ἔλαβε τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖο τόσο ἀγάπησε. Ἦταν τὸ 1730.

Τὸ 1733, τὸ ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου μεταφέρθηκε, μετὰ τὴν ἐκταφή του, ἀρχικὰ στὴ λατομημένη σὲ βράχο ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἀργότερα στὸ νεόδμητο ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ τέλος στὸ ναὸ ποὺ ἀνεγέρθηκε πρὸς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σὲ λάρνακα στὸ δεξιὸ μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ κατέφθαναν ἀναρίθμητοι προσκυνητὲς καὶ πάσχοντες ἀπὸ διάφορα νοσήματα ποὺ εὕρισκαν τὴν θεραπεία τους.

Ὅταν, κατὰ τὸ 1832, ἐπὶ σουλτάνου Μαχμοὺτ τοῦ Β’, ἐπαναστάτησε ἐναντίον του ὁ ἀντιβασιλέας τῆς Αἰγύπτου Ἰμπραχὴμ πασᾶς, ὁ σουλτάνος ἔστειλε ἐναντίον του καὶ τὸν Χαζνετὰρ Ὀγλοὺ Ὀσμὰν πασᾶ μὲ 1.800 στρατιῶτες. Ὁ Ὀσμὰν πασᾶς, ἀφοῦ πέρασε τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ἔφθασε κοντὰ στὸ Προκόπιο, ὅπου σκεπτόταν νὰ ἀναπαυθεῖ καὶ νὰ ἀναχωρήσει τὴν ἄλλη ἡμέρα. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους τοῦ Προκοπίου, σὰν γενίτσαροι ποὺ ἦσαν, μισοῦσαν τὸν σουλτάνο, συμφώνησαν ὅλοι νὰ μὴν δεχθοῦν τὸν Ὀσμὰν πασᾶ στὸ Προκόπι οὔτε στὰ σύνορα. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ ἦσαν πιστοὶ στὸν σουλτάνο, προσπάθησαν νὰ πείσουν τοὺς συμπατριῶτες τους νὰ πειθαρχήσουν στὸν σουλτάνο καὶ νὰ δεχθοῦν τὸν στρατὸ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ ἐκεῖνον, λέγοντας μάλιστα σὲ αὐτοὺς ὅτι μπορεῖ ὁ Ὀσμὰν πασᾶς νὰ ἀγανακτίσει καὶ νὰ καταστρέψει τὸ χωριό. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἄλλαζαν γνώμη. Τότε οἱ Χριστιανοὶ πῆραν τὰ γυναικόπαιδα καὶ ἔφυγαν στὰ γύρω χωριὰ καὶ στὶς σπηλιές, γιὰ νὰ μὴν πέσουν θύματα τῆς ἀνόητης ἀντιδράσεως τῶν γενιτσάρων.

Πράγματι, τὴν ἄλλη ἡμέρα, ὅταν ὁ Ὀσμὰν πασᾶς εἰσῆλθε στὸ Προκόπι, τὸ λεηλάτησε καὶ τὸ κατέστρεψε. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες εἰσῆλθαν καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἅρπαξαν τὰ ἱερὰ σκεύη καὶ ἄνοιξαν τὴ λάρνακα τοῦ Ὀσίου ἐλπίζοντας νὰ βροῦν καὶ ἐκεῖ χρυσαφικὰ καὶ ἀσημικά. Δὲν βρῆκαν ὅμως τίποτε. Ἀπὸ τὸ κακό τους, ποὺ βγῆκαν γελασμένοι καὶ γιὰ νὰ κοροϊδέψουν τὴ χριστιανικὴ πίστη, ἀποφάσισαν νὰ κάψουν τὸ ἱερὸ λείψανο.

Τὸ ἔβαλαν στὸ προαύλιο, μάζεψαν πολλὰ φρύγανα, ἔβαλαν φωτιὰ καὶ ἔριξαν μὲ ἀσέβεια τὸ ἱερὸ σκήνωμα μέσα στὶς φλόγες. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου ὄχι μόνο ἔμεινε ἄφλεκτο, ἀλλὰ καὶ φάνηκε στοὺς ἄπιστους ὅτι ζοῦσε, τοὺς φοβέριζε καὶ τοὺς ἔδιωχνε ἀπὸ τὸν περίβολο τῆς ἐκκλησίας.

Τὴν ἐπόμενη ἡμέρα γέροντες Χριστιανοὶ βρῆκαν τὰ ἀσημικὰ, ποὺ εἶχαν ἀφήσει ἀπὸ τὸν τρόμο τους οἱ Τούρκοι στρατιῶτες, πῆραν μὲ εὐλάβεια τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ τοποθέτησαν πάλι μέσα στὴ λάρνακα.
Τὸ ἱερὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Εὔβοια τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1924 μαζὶ μὲ τοὺς πρόσφυγες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ τὸ πλοῖο «Βασίλειος Δεστούνης». Καὶ ἐνῶ τὸ πλοῖο βρισκόταν στὴ Ρόδο δὲν προχωροῦσε, ἀλλὰ περιστρεφόταν μέσα στὴ θάλασσα καὶ ἔμενε στὸν ἴδιο τόπο. Ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου φοβήθηκε. Τότε ὁ Παναγιώτης Παπαδόπουλος, ποὺ εἶχε πάρει μαζί του τὸ ἱερὸ λείψανο κρυφά, ἐξήγησε στὸν πλοίαρχο ὅτι μέσα στὸ πλοῖο καὶ μάλιστα στὸ ἀμπάρι ἦταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου. Ἀμέσως ὁ κυβερνήτης διέταξε τὴν μεταφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος στὸ διαμέρισμα τοῦ πλοίου, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦταν ὡς εὐκτήριος οἶκος, ὅπου τὸ ἐναπέθεσαν καὶ ἄναψαν τὸ καντήλι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὸ φῶς κατέχων, πικρὰν ἤνεγκας, αἰχμαλωσίαν, Ἰωάννη καὶ ὁσίως ἐβίωσας· ὅθεν τὸ θεῖόν σου λείψανον Ἅγιε, θαυματουργίας πηγάζει ἐν Πνεύματι· ᾧ προστρέχοντες, ὑμνοῦμεν τὸν σὲ δοξάσαντα, τιμῶντες τὰ σεπτά σου προτερήματα.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐσεβείας δόγμασιν, ἐντεθραμμένος θεόφρον, ἀκλινῶς ὑπέμεινας, αἰχμαλωσίας τὰς θλίψεις. Ὅθεν σε, ὁ Ζωοδότης λαμπρῶς δοξάσας, δέδωκε, πιστοῖς τὸ τίμιον λείψανόν σου, ἀναβλῦζον Ἰωάννη, Πνεύματι θείῳ ῥεῖθρα ἰάσεων.

Μεγαλυνάριον.
Ἄστρον ἐξ Ἑῴας ὤφθης λαμπρόν, μάκαρ Ἰωάννη, καταυγάζον τοὺς εὐσεβεῖς, χάριτι θαυμάτων, καὶ νῆσον τῆς Εὐβοίας, τῷ σῷ καθαγιάζεις, λειψάνῳ Ἅγιε.






Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος τοῦ Ζαράνσκϊυ, κατὰ κόσμον Μητροφάνης Κούζμικ Σβέκωφ, γεννήθηκε, τὸ 1861, στὴν πόλη Βγιάτκα. Ὁ πατέρας του ἦταν ὑποδηματοποιὸς καὶ ὁ Ὅσιος στὴ νεαρὴ ἡλικία του, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐμπόριο. Τὸ 1891, ὁ Μητροφάνης κείρεται μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ματθαῖος. Ἐδῶ ἀσκεῖται στὴν ὑπακοὴ καὶ διδάσκεται τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τοῦ δωρίζει τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου γίνεται πενυματικὸ καταφύγιο καὶ παρηγοριὰ γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1927.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun May 24, 2015 2:24 pm

28 ΜΑΪΟΥ






Μνήμη Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Image
Λίγες μόλις δεκαετίες μετὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτες παραχαράξεις τῆς πίστεως καὶ ἀργότερα οἱ μεγάλες χριστολογικὲς αἱρέσεις στὴν Ἐκκλησία Του, σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Ποιὸς εἶναι Αὐτός; Ποιὰ εἶναι ἡ σχέση Του μὲ τὸν Θεό; Πῶς κατανοεῖται ἡ σχέση καὶ ἡ ἕνωση δηλαδὴ ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ ἀπὸ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ; Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου»; Μὲ ποιὸ τρόπο γεννήθηκε ἀπὸ γυναίκα; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ μητέρα Του, ἡ Παρθένος Μαρία νὰ ἀποκαλεῖται «Θεοτόκος»; Τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἐτίθεντο ἀφοροῦσαν ὄχι μόνο τὴ θεότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐνανθρώπησή Του.

Οἱ προβληματισμοὶ αὐτοὶ προξένησαν μακραίωνες δογματικὲς συζητήσεις. Ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νὰ προφυλάξει τὰ πιστὰ μέλη της καὶ νὰ ἀπαντήσει στὶς ἀποκλίνουσες ἀπόψεις, διατύπωσε αυθεντικὰ τὴν πίστη της στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, οἱ ὁποῖες διατύπωσαν τὴν πίστη της καὶ καθόρισαν τὰ δόγματά της. Οἱ δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, γνωστὲς ὡς «Ὅροι», δηλαδή ὅρια - ὁριοθετήσεις, ἐμπεριέχουν σωτήριες ἀλήθειες. Συνεπῶς, τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ σωτηριολογικὲς προτάσεις ζωῆς, ἀφοῦ καταγράφουν τὴν κοινὴ πίστη καὶ τὴν καθολικὴ συνείδηση καὶ διαχρονικὴ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.

Οἱ ἀμφισβητήσεις γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν πολὺ νωρίς, κατ’ ἀρχὴν μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Δοκητισμοῦ καὶ τοῦ Μοναρχιανισμοῦ. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῶν μεγάλων Τριαδολογικῶν αἱρέσεων τέθηκε ἐκ νέου τὸ Χριστολογικὸ ζήτημα, γιατὶ τόσο οἱ Ἀρειανοὶ ὅσο καὶ οἱ Εὐνομιανοὶ εἶχαν δική τους «Χριστολογία», στὴν ὁποία, ἀσφαλῶς, ἀπάντησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τὸ ἐνδιαφέρον στρεφόταν πρωτίστως στὸ Τριαδολογικὸ δόγμα, ποὺ ἀφοροῦσε τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν σχέση Του μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα Του. Μὲ αὐτὰ τὰ Χριστολογικὰ θέματα τῆς πίστεως, ποὺ ἀφοροῦσαν τὸ μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ - Λόγου, ἀσχολήθηκε ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ συνῆλθε στὴν πόλη Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.

Ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συγκλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο ἐναντίον τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀρείου, ἀπὸ τὶς 20 Μαΐου προκαταρκτικὰ καὶ ἀπὸ 14 Ἰουνίου ἐπίσημα μὲ τὴν παρουσία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τὶς 25 Αὐγούστου τοῦ 325 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος ἀποτελέσθηκε, κατὰ μὲν τὴν ἐπικρατούσα παράδοση ἀπὸ 318 θεοφόρους Πατέρες, κατ’ ἄλλες δὲ ἱστορικὲς μαρτυρίες ἀπὸ τριακόσιους περίπου. Κύριος δὲ σκοπὸς αὐτῆς ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ ἡ θετικὴ διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι τὴ θεότητα Αὐτοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ ἀπὸ τὸ 318 μ.Χ. ὁ Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἄρειος.

Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι μὲν τρία Πρόσωπα ἐνυπόστατα, ἀλλὰ διὰ τὸ συμφυές, τὸ συναΐδιον, τὸ ὁμόθρονον, τὸ ὁμοούσιον καὶ τὸ ἀπαράλλακτο τῆς οὐσίας Τους ἀποτελοῦν Μία Θεότητα, Μονάδα Τρίφωτο, τὴ Μοναρχία τῆς Τριάδος καὶ ὄχι τρεῖς θεοὺς, δηλαδὴ «τρεῖς ἀνομοίους τε καὶ ἐκφύλους οὐσίας», ὅπως ὁ Ἄρειος ἀφρόνως ἀποτόλμησε νὰ κηρύξει, «ὕλην πυρὸς τοῦ αἰωνίου ἑαυτῷ θησαυρίζων». Ἡ Μία καὶ Ἑνιαία Θεότητα διακρίνεται σὲ τρία Πρόσωπα (ὑποστάσεις ἢ χαρακτῆρες) ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό. Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἐξασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς Θεότητας εἶναι τὸ ὁμοούσιον, τὸ ἀπαράλλακτον τῆς μορφῆς, ἡ ταυτότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν Θείων Ὑποστάσεων, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει τὰ Πρόσωπα εἶναι οἱ ἀσύγχυτες ἰδιότητες αὐτῶν.

Τὸ πρῶτο λοιπὸν καὶ κύριο ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν ἀφ’ ἑνὸς ἡ καταδίκη τῶν αἱρετικῶν πλανῶν καὶ κακοδοξιῶν τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ὀπαδῶν του, ἀφ’ ἑτέρου ἡ διακήρυξη τῆς πίστεως ἢ τοῦ «Συμβόλου τῆς Νικαίας», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸν πρῶτο σημαντικὸ σταθμὸ στὴν ἐργώδη προσπάθεια τῆς θεολογικῆς πατερικῆς σκέψεως.

Τὸ «Σύμβολον τῆς Νικαίας» ἢ τὸ «Πιστεύω», ὅπως ἀπαγγέλουμε στὸ ναὸ στὴ Θεία Λειτουργία ἢ σὲ ἄλλες Ἀκολουθίες, ἔχει τρεῖς χαρακτηριστικὲς φράσεις πρὸς καταπολέμηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου: «Ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», «Γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα», «Ὁμοούσιον τῷ Πατρί». Στὸ τέλος τοῦ «Συμβόλου» τῆς Νικαίας τέθηκαν ἀναθεματισμοί, διὰ τῶν ὁποίων ἀναθεματίζονται οἱ σπουδαιότερες αἱρετικὲς ἐκφράσεις τοῦ Ἀρείου.

Ποιὸς προήδρευσε τῆς Συνόδου; Ἀναφέρονται τρία ὀνόματα: ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καὶ ὁ Κορδούης Ὅσιος. Ἀλλὰ ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος κάνει λόγο περὶ προέδρων δύο ταγμάτων, δεξιοῦ καὶ ἀριστεροῦ. Ἀπὸ τὴν πληροφορία αὐτὴ ἐξάγεται ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἕνας πρόεδρος, δὲν ὑπῆρχε κοινὸς πρόεδρος. Κοινὸς πρόεδρος ἦταν ὁ αὐτοκράτορας.

Ἔτσι ἡ μὲν Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἄρειο, ὁ δὲ Μέγας Κωνσταντίνος ἐξόρισε τοὺς αἱρετικοὺς Ἄρειο, Σεκοῦνδο Πτολεμαΐδος καὶ Θεωνᾶ Μαρμαρικῆς στὴ Ἰλλυρία, ἀργότερα δὲ ἐξορίσθηκαν στὴ Γαλλία καὶ ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος καὶ ὁ Νικαίας Θεόγνις, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ δέχονταν τοὺς Ἀρειανούς.

Στὴ συνέχεια ἡ Σύνοδος διευθέτησε καὶ ἄλλα τρία ἐκκλησιαστικὰ σχίσματα, τὸ Νοβατιανό, τὸ Σαμοσατιανὸ καὶ τὸ Μελιτιανό, ὁμοίως δὲ τερμάτισε καὶ τὶς ἔριδες πρὶν τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἀφοῦ ὅρισε αὐτὸ νὰ ἑορτάζεται τὴ πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.

Στὸ Μίλιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτίριο ἱστάμενο ἀντίκρυ τῆς μεσημβρινῆς πύλης τῆς Ἁγίας Σοφίας, σώζονται μέχρι τὸ 766 ἢ 767 μ.Χ. οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν ἕξι Συνόδων, τὶς ὁποῖες τότε ἐξαφάνισε ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος ὁ Κοπρώνυμος, ἀφοῦ ζωγράφισε ἀντὶ αὐτῶν ἡνίοχους καὶ ἱπποδρομικὰ θέματα. Ἀλλὰ τὴν εἰκόνα τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξαφάνισε ὁ Φιλιππικός, ἴσως τὸ 712 μ.Χ., ζωγραφίζοντας ἀντὶ αὐτῆς τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κακόδοξο Πατριάρχη Ἰωάννη ΣΤ’.
Ἡ Ἀρχαία Ἐκκλησία ὅρισε δύο ἑορτάσιμες ἡμέρες γιὰ τὴν προβολὴ τῆς διδασκαλίας τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὴν 28η Μαΐου καὶ τὴν Ζ’ Κυριακὴ ἀπὸ τοῦ Πάσχα. Ἡ Ἐκκλησία ἐνέταξε τὴν παρούσα ἑορτὴ στὸν κύκλο τῶν ἑορτῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὄχι γιὰ ἄλλη αἰτία, ἀλλὰ γιὰ τὴν μαρτυρία αὐτῆς ὑπὲρ τῆς Θεότητας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁμοουσίου τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τῆς πραγματικότητος τῆς Σαρκώσεως Αὐτοῦ. Διὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναλήψεώς Του, ὁ Κύριος ἀποκάλυψε σὲ ὅλους ὅτι δὲν ἦταν ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεάνθρωπος καὶ ὁ Ἕνας τῆς Τριάδος. Στὴ μαρτυρία αὐτὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ Ἐκκλησία ἔρχεται νὰ προσθέσει καὶ τὴν δική της ἐμπειρία, τὴν κοινὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος αὐτῆς, ὅπως ἐκφράστηκε αὐτὴ στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ Θεοφόρους Πατέρες.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τῶς Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον.
Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.



Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Σύνοδος ἡ Πρώτη ἐν τῇ λαμπρᾷ, πόλει Νικαέων, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, σὲ Χριστὲ κηρύττει, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, τὴν ψυχοφθόρον πλάνην, ἐνθέοις δόγμασι.






Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς
Image
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐτύχιος. Ἀναδείχθηκε σὲ Ἐπίσκοπο Μελιτηνῆς, ὅμως λόγῳ τῆς Χριστιανικῆς δράσεώς του συνελήφθη, ἀρνήθηκε δὲ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ρίχθηκε στὸ νερό, ὅπου βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς εὐτυχήσας ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκληρίας μετέσχες, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Εὐτυχές· σὺ γὰρ τῷ Θεῷ ἡμῶν, καθαρῶς ὑπουργήσας, αἵμασιν ἐφοίνιξας, τὴν ἁγίαν στολήν σου· μεθ’ ἧς Χριστῷ καὶ νῦν ἱερουργῶν, ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς αἱμάτων σου.
Τῆς Ἐκκλησίας στερρῶς προϊστάμενος, ὑπὲρ αὐτῆς τὴν ψυχὴν Πάτερ τέθεικας· ἣν νῦν ἀπαρέγκλιτον φύλαττε, τῆς εὐσεβείας τοῖς δόγμασιν Ὅσιε· αὐτῆς γὰρ Εὐτυχὲς ἑδραίωμα.

Μεγαλυνάριον.
Κῆρυξ εὐτυχίας τῆς ἀληθοῦς, τοῖς ἐν ἀγνωσίᾳ, χρημάτισας ἱερουργέ, τῆς τοῦ μαρτυρίου, πλουτοποιοῦ εὐκλείας, ὦ Εὐτυχὲς ἐπέβης, ἀγωνισάμενος.






Ἡ Ἁγία Ἑλικωνίς ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἑλικωνίς γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Οἱ χρονικὲς συντεταγμένες τοῦ βίου της, σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάριό της, τοποθετοῦνται κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Γορδιανοῦ Γ’ (238 – 244 μ.Χ.) καὶ Φιλίππου. Μαρτύρησε στὴν Κόρινθο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος Περινίου, ὅπου προτίμησε νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ὑποστεῖ τὸ μαρτύριο, παρὰ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Οἱ τύρρανοί της στὴν ἀρχὴ τῆν φυλάκισαν· τὸ μαρτύριό της ἄρχισε ὅταν τῆς ἔδεσαν τὰ πόδια σὲ ζυγὸ βοδιῶν καὶ τὴν ἄφησαν νὰ ποδοπατεῖται· λύθηκε ὅμως θαυματουργικά. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὴν ἔριξαν σὲ πίσσα καὶ ἄσφαλτο, ἀπ’ ὅπου ὅμως καὶ πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής. Στὴ συνέχεια οἱ δήμιοί της θέλησαν νὰ τὴν προσφέρουν θυσία στοὺς θεούς, γι’ αὐτὸ τὴς ξύρισαν τὴν κεφαλὴ καὶ τὴν ἔριξαν στὴ φωτιά· ὅμως αὐτὴ ὄχι μόνο δὲν ἔπαθε τίποτε, ἀλλὰ ἀπεναντίας, μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς, κατόρθωσε νὰ καταρίψει τὰ ξόανα τῆς Ἀθηνᾶς, τοῦ Διός καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ ποὺ βρίσκονταν στὸ ναό. Στὴ συνέχεια τῆς ἔτεμαν τοὺς μαστοὺς καὶ τὴν φυλάκισαν.
Ὅταν ὁ Ἀνθύπατος Ἰουστίνος διαδέχθηκε τὸν ἡγεμόνα Περίνιο στὴν Κόρινθο, διέταξε νὰ ὁδηγηθεῖ μπροστά του ἡ Ἑλικωνίς, ἡ ὁποία συνέχιζε νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό. Ὁ ἡγεμόνας τότε διέταξε νὰ ριφθεῖ στὴν κάμινο, ὅπου ὅμως ἡ φλόγα δὲν τὴν ἄγγιξε. Ἑβδομήντα στρατιῶτες τὴν βασάνισαν· ξάπλωσαν τὴν Ἁγία πάνω σὲ πυρακτωμένο χάλκινο κρεβάτι, ἀλλὰ οἱ Ἄγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ τῆς συμπαραστέκονταν καὶ θεράπευαν τὶς σάρκες της, ποὺ καίγονταν. Οὔτε ὅμως καὶ τὰ θηρία τὴν ἀκούμπησαν, ἂν καὶ κατέφαγαν ἑκατὸν εἴκοσι ὑπηρέτες. Ἔτσι ὁ ἡγεμόνας διέταξε τὴ θανάτωση τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία «διὰ ξίφους τμηθεῖσα, πρὸς Κύριον στεφανοφόρος ἀνῆλθε».






Οἱ Ἅγιοι Κρήσκης, Παῦλος καὶ Διοσκορίδης οἱ Μάρτυρες
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ κατάγονταν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κρήσκης, Παῦλος καὶ Διοσκορίδης, οἱ ὁποίοι ἄθλησαν τὸ 244 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Γορδιανοῦ Γ’ (238 – 244 μ.Χ.). Βρισκόμενοι στὴ Ρώμη καὶ κηρύσσοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μετέστρεφαν καὶ βάπτιζαν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἀφοῦ συνελήφθησαν, ρίχθηκαν στὴ φυλακή. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἐξακολουθοῦσαν μεταξὺ τῶν συγκρατουμένων τους τὸ θεοφιλὲς ἔργο τους, πολλοὺς τῶν ὁποίων ἔφεραν πρὸς τὴν Χριστιανικὴ πίστη. Ἡ ἡγεμόνας πληροφορήθηκε αὐτὸ καὶ διέταξε, ἀφοῦ μαστιγωθοῦν σκληρά, νὰ ριχθοῦν μέσα σὲ ἀναμμένο καμίνι, ὅπου ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.






Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἔζησε τὸν 3ο καὶ 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ συμμετεῖχε στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Ἀρείου.

Σύμφωνα μὲ τὸν Γελάσιο Κυζίκου, ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὑπογράφει στὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας ὡς «Ἀλέξανδρος Θεσσαλονίκης διὰ τῶν ὑπ’ αὐτῶν τελούντων, ταῖς κατὰ Μακεδονίαν πρώτην καὶ δευτέραν σὺν τῇ Ἑλλάδι, τήν τε Εὐρώπην πᾶσαν, Σκυθίαν ἑκατέραν, καὶ ταῖς κατὰ τὸ Ἰλλυρικὸν ἅπασαις, Θεσσαλίαν τε καὶ Ἀχαΐαν».

Στὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, «Ἀπολογητικὸς κατὰ Ἀρειανῶν», συμπεριλαμβάνονται δύο ἐπιστολὲς ποὺ ἀνήκουν στὸν Ἐπίσκοπο Ἀλέξανδρο, ὅπως πιστοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Πρόκειται α) γιὰ μία ἐπιστολὴ ποὺ ἀπέστειλε στὸν Μέγα Ἀθανάσιο τὸ 322 μ.Χ. («Κυρίῳ ἀγαπητῷ υἱῷ καὶ ὁμοψύχῳ συλλειτουργῷ Ἀθανασίῳ Ἀλεξανδρείας»), στὴν ὁποία ἐκφράζει τὴ χαρά του, διότι οἱ κατηγορίες ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὑπῆρξε ὁ ἠθικὸς αὐτουργὸς γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ μελιτιανοῦ Ἐπισκόπου Ἀρσενίου ἀποδείχθηκαν ψευδεῖς, καὶ β) γιὰ μιὰ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν αὐτοκρατορικὸ ἐπίτροπο κόμητα Διονύσιο («Ταῦτα δεξάμενος Ἀλέξανδρος ὁ ἐπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης, ἔγραψε Διονυσίῳ τῷ κόμητι ταῦτα»), στὴν ὁποία καταγγέλλει τὶς σκευωρίες τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων ποὺ συμμετεῖχαν στὴ Σύνοδο τῆς Τύρου (335 μ.Χ.) κατὰ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου.

Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάριο τῆς Ἁγίας Ματρώνης († 27 Μαρτίου), ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἔκδοση τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), μετέφερε τὸ μαρτυρικό της λείψανο μέσα στὴν πόλη καὶ «ἐκκλησίαν κτίσας ἐκεῖσε ἀπέθετο τὴν μακαρίαν καὶ ἀοίδιμον ὁσίως καὶ εὐσεβῶς».
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ ἔζησε κατὰ Θεὸν καὶ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Σενατόρος Ἐπίσκοπος Παβίας
Ὁ Ἅγιος Σενατόρος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Παβίας τῆς Ἰταλίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 480 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Χέρων ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Χέρων καταγόταν ἀπὸ Χριστιανικὴ οἰκογένεια τῆς Ρώμης καὶ ἔζησε στὴ Γαλλία κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Μετὰ τὴν κοίμηση τῶν γονέων του διαμοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀκολούθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο. Ὁ Ἐπίσκοπος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τὸν κάλεσε καὶ τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ἀπὸ τότε ὁ Ἅγιος ἀφιέρωσε τὴν ζωή του στὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Φονεύθηκε, ὅμως, ἀπὸ ληστὲς κοντὰ στὴν πόλη Καρτρέ, ὅπου σήμερα στὸ ἀββαεῖο ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του, βρίσκονται τὰ ἱερὰ λείψανά του.






Ὁ Ἅγιος Ἰούστος Ἐπίσκοπος Οὐργέλλης
Ὁ Ἅγιος Ἰούστος ἔζησε τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀναφέρεται ὡς ὁ πρῶτος καταγεγραμμένος Ἐπίσκοπος Οὐργέλλης τῆς Ἰσπανικῆς Καταλανίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, μετὰ τὸ 527 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Ἐπίσκοπος Παρισίων
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς γεννήθηκε στὴν πόλη Ἀουτὸν τῆς Γαλλίας τὸ 496 μ.Χ. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχός. Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Συμφοριανοῦ († 22 Αὐγούστου) καὶ το 556 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Παρισίων. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται «πατέρας καὶ προστάτης τῶν πτωχῶν». Ὁ Ἅγιος Θεὸς τοῦ δώρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 576 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής Ἀρχιεπίσκοπος Χαλκηδόνας
Image
Ὁ Ἅγιος Νικήτας, ὁ Ὁμολογητής, εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Τὸ ὄνομά του ἀναφέρεται στοὺς Λαυριωτικοὺς Κώδικες μὲ Ἀκολουθία αὐτοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξάγεται ὅτι ὁ Ἅγιος ἦταν Ἐπίσκοπος Χαλκηδόνος, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 726 καὶ 775 μ.Χ., καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἀναδείχθηκε Ὁμολογητὴς γιὰ τοὺς ὑπὲρ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀγῶνες του. Ἐνδέχεται μάλιστα νὰ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Χαλκηδόνος καὶ νὰ ἀποσύρθηκε σὲ κάποια μονὴ τῆς Παλαιστίνης, γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ ἀποκλειστικὰ σὲ ἀσκητικοὺς ἀγώνες.
Ὁ Ἅγιος Νικήτας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Αγιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Image
Ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου συντάχθηκε ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Νικηφόρο τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. (956 – 959 μ.Χ.), ἐπὶ βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου.

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, καταγόταν ἀπὸ τὴν Σκυθία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (886 – 912 μ.Χ.). Ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία εἶχε πουληθεῖ ὡς δούλος σὲ κάποιον πρωτοσπαθάριο καὶ στρατηλάτη τῆς Ἀνατολῆς, ὀνομαζόμενο Θεόγνωστο, ἄνδρα ἐνάρετο καὶ εὐσεβή, ὁ ὁποῖος τόσο ἀγάπησε τὸν μικρὸ Ἀνδρέα, ὥστε τὸν μεταχειρίστηκε ὡς υἱό του, φροντίζοντας γιὰ τὴν ἐπιμελὴ καὶ θεοσεβὴ μόρφωση αὐτοῦ.

Τὸν Ἀνδρέα εἵλκυαν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ ἰδιαίτερα οἱ Βίοι καὶ τὰ Μαρτύρια τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Τέτοιος δὲ ὑπῆρξε ὁ ζῆλος του πρὸς αὐτά, ὥστε ἀποκλήθηκε «σαλὸς» (μωρός), διότι ὁ ζῆλος του αὐτὸς τὸν ὠθοῦσε πολλὲς φορὲς στὸ νὰ ὑπομένει ἐμπαιγμούς, ταπεινώσεις καὶ βαριὲς ὕβρεις καὶ νὰ προβαίνει σὲ διαβήματα ποὺ κρίνονται ὡς ἀνισόρροπα καὶ ἐκκεντρικά. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ὑπέμενε τοὺς ἐξευτελισμούς, παρηγορούμενος ἀπὸ τὸ ὅτι πολλὲς φορὲς πετύχαινε νὰ ἐπαναφέρει στὴν εὐθεία ὁδὸ παραστρατημένες ὑπάρξεις.

Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας διακρινόταν καὶ γιὰ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγαθοποιία του. Ὄχι μόνο μοιραζόταν τὰ ὑπάρχοντά του μὲ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ προσέφερε ὅ,τι εἶχε καὶ ὁ ἴδιος ἔμενε νηστικὸς καὶ γυμνός. Σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν παρατηροῦσαν γιὰ τὶς ὑπερβολικὲς ἀγαθοεργίες του, ὑπενθύμιζε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε», καὶ τοὺς ἔλεγε ὅτι στὸ πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, καὶ μάλιστα τοῦ πάσχοντος ἀδελφοῦ, ἔβλεπε τὸν Χριστό.

Ὁ Ἅγιος, σὲ μία ὁλονύκτια Ἀκολουθία στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν εἶδε τὴ Θεοτόκο στὸν οὐρανὸ προσευχόμενη καὶ σκέπουσα τὸ λαὸ μὲ τὸ τίμιο ὠμοφόριό της († 1 καὶ † 28 Ὀκτωβρίου).

Κάποια ἡμέρα συνέβη κάτι παράδοξο στὸ θεράποντα τοῦ Κυρίου. Κατὰ τὴν συνήθειά του, γιὰ νὰ μὴν γνωρίζει κανεὶς τὴν ἐργασία του στοὺς προθάλαμους τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφὰ πρὸς τὸ ναὸ τῆς Πανυμνήτου Θεοτόκου, στὴν ἀριστερὰ στοὰ τῆς ἀγορᾶς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἔτυχε, τότε, κάποιο παιδὶ νὰ διέρχεται τὴ λεωφόρο, ἐκτελώντας διαταγὴ τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος πήγαινε πρὸς τὸ ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ· τὸ παιδὶ τάχυνε τὸ βῆμα του καὶ τὸν πρόφθασε, χωρὶς ὁ Ὅσιος νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ. Ὅταν ἔφθασε πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ ναοῦ ὁ Ἀνδρέας, Θεοῦ θέλοντος, ἐξέτεινε τὴ δεξιά του χείρα καὶ ἀφοῦ σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ τὶς πύλες, αὐτὲς εὐθὺς ὑποχώρησαν. Εἰσῆλθε στὸ ναὸ καὶ ἄρχισε τὶς προσευχές, μὴ γνωρίζοντας ὅτι κάποιος τὸν παρακολουθοῦσε. Τὸ παιδί, τὸ ὁποῖο ἀκολουθοῦσε τὸν Ὅσιο, γνώριζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν σαλός. Ὅταν τὸν εἶδε νὰ ἀνοίγει αὐτομάτως τὶς πύλες τοῦ ναοῦ, ἔφριξε καὶ κυριεύθηκε ἀπὸ τρόμο· ἔλεγε, λοιπόν, στὸν ἑαυτό του: «Ποιὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ οἱ κατὰ ἀλήθειαν μωροὶ σαλὸ ὀνομάζουν! Πόσο μεγάλος ἅγιος εἶναι, καὶ ἐμεῖς οἱ ἀνόητοι ἀγνοοῦμε! Πόσους κρυφοὺς δούλους ἔχει ὁ Θεὸς καὶ οὐδεὶς γνωρίζει τὰ περὶ αὐτῶν!».

Αὐτὰ λογιζόταν τὸ παιδὶ καὶ πλησίασε, γιὰ νὰ μάθει τί κάνει ὁ Ἅγιος ἐντὸς τοῦ ναοῦ· βλέπει, λοιπόν, αὐτὸν πρὸ τοῦ ἄμβωνος νὰ κρέμεται στὸν ἀέρα καὶ νὰ προσεύχεται. Κατεπλάγη ἀπὸ τὸ παράδοξο τοῦτο θέαμα καὶ ἀναχώρησε, γιὰ νὰ ἐκτελέσει τὴν διαταγὴ τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὅσιος τελείωσε τὴν προσευχή του καὶ ἔφυγε. Ἐξερχόμενος ἀπὸ τὸ ναό, ἀσφάλισε πάλι τὶς θύρες μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Τότε ἀντιλήφθηκε τὴν παρουσία τοῦ παιδιοῦ καὶ λυπήθηκε, ἐπειδὴ κάποιος οἰκέτης ἔγινε θεατὴς τῶν συμβάντων· ἀνέμενε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ παιδιοῦ, γιὰ νὰ τοῦ παραγγείλει νὰ μὴν ἀποκαλύψει τὰ περὶ τοῦ Ὁσίου. Συνάντησε τὸ παιδὶ καὶ εἶπε: «Φύλαξε, τέκνον, ὅλα ὅσα εἶδες στὸν τόπο τοῦτο καὶ θὰ ἔχεις τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ».

Μία ἡμέρα, πρὸς τὸ τέλος τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ὁ λαὸς τῆς βασιλευούσης τῶν πόλεων, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπευφημοῦσε τὸν Δεσπότη Χριστὸ μετὰ βαΐων καὶ ὕμνων. Βλέπει, τότε, ὁ μακάριος Ἀνδρέας, κάποιον γέροντα, ὡραῖο κατὰ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, νὰ εἰσέρχεται στὸ ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Πλῆθος λαοῦ τὸν ἀκολουθοῦσε, μὲ βάϊα καὶ σταυρούς, οἱ ὁποίοι ἔλαμπαν ὡς ἀστραπή· μελωδοῦσαν μέλος τερπνό, ἡδὺ καὶ σωτήριο. Ὁ ἕνας στὸν ἄλλο παραχωροῦσε τὸ προβάδισμα καὶ ὅλοι κατευθύνονταν πρὸς τὸν ἄμβωνα. Ὁ γέροντας ἐκεῖνος κατεῖχε κινύρα καὶ ἔκρουε τὶς χορδὲς συνοδεύοντας τοὺς ψάλτες. Ὁ μακάριος ἐτέρπετο ἀπὸ τὸ θέαμα καὶ τὴν ψαλμωδία· σκίρτησε καὶ εἶπε: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ Δαβὶδ καὶ πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τὴν Κυρία τὴν Κυριοπρεσβεύτρια καὶ τὴν εὑρήκαμε ὅμοια πρὸς τὴ Σοφίαν τὴν τερπνή».

Αὐτὰ ἔλεγε ὁ Ἅγιος. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους σοφοὺς ἔλεγαν: «Πῶς, σαλέ; Ἀναφέρεται στὸ στίχο αὐτὸ τοῦ ψαλμοῦ ἡ Παναγία; Τὶ εἶναι αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέγεις;». Καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἄγνοιάς τους γέλασαν καὶ ἀναχώρησαν. Ὁ μακάριος τὰ ἔλεγε αὐτὰ ἐπειδὴ εἶδε τὸν Δαβὶδ μὲ ἄλλους Προφῆτες νὰ ἔχουν ἔλθει ἐκεῖ.

Ἔτσι θεοφιλῶς ἔζησε ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς Ἅγιος Ἀνδρέας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑξήντα ἕξι ἐτῶν. Εὐθὺς εὐωδίασαν μύρα καὶ θυμιάματα στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὅπου ἄφησε τὸ πνεῦμα του ὁ Ἅγιος. Μία γυναίκα φτωχὴ, ἡ ὁποία διέμενε πλησίον ὀσφράνθηκε τὴν ἡδύπνοο καὶ ἀσύγκριτη εὐωδία. Τὴν ἀκολούθησε, λοιπόν, αὐτὴ καὶ ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο ὅπου ἔκειτο ὁ Ἅγιος. Βρῆκε τὸν μακάριο νεκρό· ἤδη δὲ ἀνέβλυζε μύρο ἀπὸ τὸ τίμιο λείψανό του. Ἔτρεξε, λοιπόν, καὶ ἀνήγγειλε τὸ θαῦμα, ἐπικαλούμενη μὲ ὅρκο ὡς μάρτυρα τὸν Θεό. Πολλοὶ συγκεντρώθηκαν τότε, ἀλλὰ δὲν βρῆκαν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἁγίου. Τοὺς προκαλοῦσε κατάπληξη, ὅμως, ἡ εὐοσμία τοῦ μύρου καὶ τῶν θυμιαμάτων. Ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τὰ κρίματα ἑκάστου καὶ τὰ ἀπόκρυφα κατορθώματα τοῦ Ἁγίου, μετέθεσε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου.



Προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου πρὸ τῆς μακαρίας κοιμήσεώς του


«Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, Τριὰς ἡ ζωοποιὸς καὶ ὁμοούσιος, σύνθρονος καὶ ἀμέριστος, παρακαλοῦμέν Σε οἱ πένητες, οἱ ξένοι, οἱ πτωχοὶ καὶ γυμνοί· οἱ μὴ ἔχοντες ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου κλίνομεν τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τῆς καρδίας καὶ τοῦ πνεύματος καὶ δεόμεθά Σου καὶ ἱκετεύομέν Σε, τὸν Θεόν, τὸ φοβερὸν ὄνομα Σαβαώθ· ἀγαθὲ καὶ ἅγιε Δέσποτα, πλαστουργέ, ποιητά, παντοκράτωρ κλῖνον τὸ οὖς σου καὶ πρόσδεξε εὐμενῶς τὴν ἱκετήριον δέησιν ἡμῶν τῶν ταπεινῶν καὶ ἀξίωσόν μας νὰ ἁγιασθῶμεν, ἐν τῇ δυνάμει καὶ τῷ ὀνόματί Σου, Κύριε, οἰκτίρμον, ἐλεῆμον, μακρόθυμε καὶ πολυέλεε. Ἐλθέ, Πατέρα, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο· ἐλθέ, τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μετὰ συμπαθείας διὰ τὰ παραπτώματά μας, τὰ ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ ἐν ἐνθυμήσει ἢ διανοίᾳ. Πάριδε καὶ ἄφες ταῦτα ἀγαθέ, εὔσπλαχνε, ἐλεῆμον, πολυέλεε. Καὶ μὴ μᾶς καταισχύνῃς· μὴ μᾶς ἀπορρίψῃς ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου· Σύ, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ ἀγάπην ὑπερβολικὴν καὶ γλυκυτάτην φιλανθρωπίαν, κάμπτεσαι ἀπὸ τὰς προσευχὰς τῶν φίλων Σου».






Ἡ Ὁσία Φιλοθέα ἡ Παρθενομάρτυς
Ἡ Ὁσιοπαρθενομάρτυς Φιλοθέα, γεννήθηκε στὸ Μολύβοτο τῆς Παμφυλίας στὴ Μικρὰ Ἀσία. Οἱ γονεῖς της, πατρίκιος Ἰωάννης καὶ Εἰρήνη, τῆς ἔδωσαν Χριστιανικὴ ἀνατροφή. Στὴ σπουδὴ τῶν ἱερῶν γραμμάτων σημείωσε μεγάλη πρόοδο καὶ εἶχε ἀποστηθίσει τὴν Ἁγία Γραφή. Ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία ἐπιδόθηκε στὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ τὴν ἄσκηση. Ὅταν ἔγινε δέκα τεσσάρων ἐτῶν ὑποχρεώθηκε, χωρὶς τὴν θέλησή της, νὰ νυμφευθεῖ κάποιον δεκαεπταετὴ ποὺ ὀνομαζόταν Κωνσταντίνος. Κατόρθωσε ὅμως νὰ πείσει τὸ σύζυγό της νὰ διατηρήσουν τὴν ἀγνότητά τους καὶ μέσα στὸ γάμο, μιμούμενοι τὸ παράδειγμα τοῦ Ὁσίου Ἀμμούν († 4 Ὀκτωβρίου) καὶ τῆς συζύγου του.

Ἡ Φιλοθέα ἔχασε νωρὶς τοὺς γονεῖς της, τὴ μητέρα της σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν καὶ τὸν πατέρα της λίγο καιρὸ μετὰ τὸν γάμο της. Ὁ σύζυγός της χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς πέθανε μετὰ ἀπὸ ἔξι ἔτη ἔγγαμου βίου. Ἡ Φιλοθέα, ἀφοῦ ἀπελευθέρωσε τοὺς δούλους τῆς οἰκογένειας καὶ διαμοίρασε τὰ πλούτη σὲ φτωχοὺς, ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια, μαζὶ μὲ μία δούλη της ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα νησὶ τῆς λίμνης, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Μολύβοτο.

Καθημερινές της ἐνασχολήσεις ἦταν ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχή. Ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς θεοφιλοῦς βιοτῆς της διαδόθηκε στὶς γύρω περιοχές. Ἡ Ὁσία ἀνέλαβε ἀκόμη καὶ τὸ ἔργο τῆς στηρίξεως τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς κατατροπώσεως τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅταν ἐπανῆλθαν στὸ προσκήνιο ἡ εἰδωλολατρία καὶ οἱ διωγμοί. Ὁ Θεός τῆς δώρισε τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα.

Ἡ Ὁσία, τέσσερις ἡμέρες πρὸ τῆς κοιμήσεώς της, κάλεσε τοὺς ἱερεῖς τῆς περιοχῆς καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὑποθῆκες της. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτῆς ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ἦταν γνωστὸς καὶ ὡς Ἁγία Σοφία.

Τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ὁσίας μετακομίσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Θράκη στὸ Τύρνοβο, τὴν πρωτεύουσα τοῦ Β’ Βουλγαρικοῦ Κράτους, μὲ πρωτοβουλία τοῦ βασιλέως Ἰωαννικίου ἢ Καλοϊωάννου (1197 – 1207), ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλεύθηκε τὴ δεινὴ θέση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας μετὰ τὴν Δ’ Σταυροφορία καὶ κατέλαβε ἀρκετὰ ἐδάφη της. Τὰ ἱερὰ λείψανα τὰ συνόδευσε τιμητικὸ στρατιωτικὸ ἄγημα καὶ τὰ ὑποδέχθηκε ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Τυρνόβου. Στὴν πορεία ἔγιναν πολλὲς θαυματουργικὲς θεραπεῖες ἀσθενῶν. Θεραπεύθηκε καὶ ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀγήματος ἀξιωματικὸς Θεόδωρος. Τὰ ἱερὰ λείψανα τοποθετήθηκαν στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς καλουμένης Τέμνισκας, μέσα στὸ Τύρνοβο.

Μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ Τυρνόβου (1393) ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους, οἱ Βούλγαροι τοῦ Βιδυνίου ἐνδιαφέρθηκαν νὰ μεταφέρουν τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ὁσίας Φιλοθέας ἀπὸ τὸ Τύρνοβο στὴν πρωτεύουσα τοῦ κρατιδίου τους, ἀφοῦ στὴ βασιλεύουσα πόλη, τὸ Τύρνοβο, δὲν ὑπῆρχε οὔτε πολιτικὴ οὔτε πνευματικὴ ἡγεσία τῶν Βουλγάρων. Ὁ τελευταῖος Πατριάρχης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας Εὐθύμιος, εἶχε ὑποχρεωθεῖ νὰ πάρει τὸν δρόμο τῆς ἐξορίας. Τὸ γεγονός τῆς μετακομιδῆς ἔλαβε χώρα δύο ἔτη μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ Τυρνόβου, δηλαδὴ τὸ 1395. Ἡ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων ἔγινε μὲ πανηγυρικὸ τρόπο καὶ ἡ Ὁσία Φιλοθέα ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη κατέστη προστάτιδα καὶ μεσίτρια τῶν Βουλγάρων πιστῶν τοῦ βασιλείου τοῦ Βιδυνίου.
Τὸ 1396 ὑπῆρξε μοιραῖο καὶ γιὰ τὸ Βιδύνιο. Οἱ Ὀθωμανοὶ Τοῦρκοι κατόρθωσαν νὰ καταλύσουν καὶ τὸ τελευταῖο αὐτὸ βασίλειο τῶν Βουλγάρων καὶ νὰ κυριαρχήσουν σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς Βουλγαρίας. Μέσα στὴ δίνη καὶ τὸ χαλασμὸ τῆς ἁλώσεως χάθηκαν καὶ τὰ ἴχνη τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Ὁσίας Φιλοθέας γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Τὰ ἀνακαλύπτουμε μὲ βεβαιότητα στὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. στὴν πόλη Ἄρτζες τῆς Οὑγγροβλαχίας.







Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ἔζησε τὸν 13ο αἰώνα καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ. Ποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του γιὰ εἴκοσι ἕξι χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1288. Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐξοδίου Ἀκολουθίας του κάποιοι πιστοὶ εἶδαν τὸ τίμιο λείψανό του νὰ σηκώνεται καὶ νὰ τοὺς εὐλογεῖ. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν εὐλόγησε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ πολλὰ θαύματα ἐπιτελοῦνται στὸν τάφο του.







Ὁ Ἅγιος Γερόντιος τῆς Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Γερόντιος ἔζησε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. Τὸ 1453 ἦταν Ἐπίσκοπος Κολόμνας καὶ στὶς 29 Ἰουνίου 1479 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ρωσίας μὲ τὴ συγκατάθεση τοῦ μεγάλου πρίγκιπα Ἰβὰν Γ’. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1489.






Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ἐκ Βουλγαρίας
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, κατὰ κόσμον Στέφανος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ ἔζησε τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν πρεσβύτερος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος Πενκιόβσι, κοντὰ στὴν Σόφια, καὶ λόγῳ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων κατέφυγε στὴ Βαλαχία, κοντὰ στὸ βοεβόδα Ραντούλ. Στὴ συνέχεια ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σὲ μονὴ τῆς περιοχῆς Ρουσκούκ, ἴσως σὲ αὐτὴ ποὺ ἵδρυσε ὁ Πατριάρχης Τυρνόβου Ἅγιος Ἰωακείμ († 18 Ἰανουαρίου), καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη του.
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Γκαλίτς τῆς Ρωσίας
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ἐμφανίσθηκε τὸ 1350, στὸν Ὅσιο Ἀβράμιο τοῦ Γκαλίτς. Ὅταν ὁ Ὅσιος στεκόταν προσευχόμενος στὶς ἀκτὲς τῆς λίμνης Γκαλίτς, κοντὰ στὸ βουνό, εἶδε ξαφνικὰ μέσα στὸ πυκνὸ δάσος ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς καὶ ἄκουσε τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος τὸν καλοῦσε νὰ ἀνέλθει στὸ ὄρος καὶ νὰ εὕρει τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Μητέρας Του. Πράγματι ὁ Ὅσιος ἀνῆλθε στὸ ὄρος, ὅπου βρῆκε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ τὸν Χριστὸ στὴν τρυφερὴ ἀγκάλη της. Μὲ συγκίνηση καὶ εὐλάβεια ὁ Ὅσιος παρέλαβε τὴν εἰκόνα καὶ φρόντισε νὰ ἀνεγερθεῖ στὸν ἱερὸ ἐκεῖνο τόπο τῆς εὑρέσεως ἕνας μικρὸς ναὸς.

Ὅπως ἀναφέρεται στὰ Χρονικά, ὁ πρίγκιπας Δημήτριος Θεοδώροβιτς ζήτησε νὰ δεῖ τὸν Ὅσιο καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὁ Ὅσιος μὲ θαυματουργικὸ τρόπο διέσχισε τὴν λίμνη τοῦ Γκαλίτς καὶ μετέφερε τὴν εἰκόνα στὴν πόλη. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα τελέσθηκαν πολλά θαύματα καὶ ὁ πρίγκιπας βοήθησε τὸν Ὅσιο στὴν ἀνέγερση μονῆς πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Γκαλίτς στὶς 15 Αὐγούστου.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κυρίας τῆς Εἰρήνης, ἐν Ρωσία
Image
Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ «νοητοῦ τείχους», ἐν Ρωσία
Image
Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun May 24, 2015 2:27 pm

29 ΜΑΪΟΥ








Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ Παρθενομάρτυς

Image
Ἡ Ἁγία Παρθενομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία δέκα ὀκτὼ ἐτῶν διέπρεπε τόσο γιὰ τὴν εὐσέβεια, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ζῆλο της ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, διαδίδοντας αὐτὴ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρισσῶν γυναικῶν καὶ ἑλκύοντας πολλὲς ἀπὸ αὐτές. Κατὰ τὸ πέμπτο ἔτος τῶν διωγμῶν, βρισκόμενη στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, συνελήφθη καὶ δέσμια ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Οὐρβανοῦ. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία δὲν πειθόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, διατάχθηκε ὁ σκληρὸς βασανισμὸς αὐτῆς. Τῆς κόπηκαν οἱ μαστοὶ καὶ τῆς καταξεσκίσθηκαν τὰ πλευρά, ἡμιθανὴς δέ, πιεζόταν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Θεοδοσία, μὲ φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, δήλωσε καὶ πάλι ὅτι ἦταν καὶ θὰ παρέμενε Χριστιανή. Τότε ὁ Οὐρβανός, γεμάτος ἀπὸ ὀργή, διέταξε, ἀφοῦ βασανισθεῖ σκληρότερα, νὰ ριχθεῖ στὴ θάλασσα, ὅπου ἔλαβε καὶ τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.






Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐκ Καισαρείας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κύριλλος ἔζησε τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια τῆς Καππαδοκίας. Βαπτίσθηκε Χριστιανὸς σὲ νεαρὴ ἡλικία κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του. Ὅταν ὁ πατέρας του πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ τὸν ἀποκλήρωσε. Ὁ Ἅγιος συνελήφθη, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ τὸν δελεάσει, τὸν ἔφερε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν πατέρα του καὶ ὑποσχέθηκε τὴν ἀποκατάστασή του. Τότε ὁ Ἅγιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπάντησε: «Χαίρω, διότι ὑπομένω γιὰ τὸν Χριστό. Ἀρνοῦμαι κάθε γήινη χαρὰ καὶ ὑλικὸ ἀγαθό, ἀφοῦ μπορῶ νὰ εἶμαι χαρούμενος καὶ πλούσιος στὸν οὐρανό, διότι θὰ εἶμαι μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Δὲν φοβᾶμαι τὸ θάνατο, γιατὶ ὑπάρχει ἡ αἰώνια ζωή».
Ὁ ἡγεμόνας, ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ταράχθηκε, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ σκοτώσει ἕνα τόσο νέο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ προσπάθησε νὰ τὸν κάνει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Θεό καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα μὲ ἐκφοβισμούς. Ἄναψαν μιὰ μεγάλη φωτιὰ καὶ ἀπείλησαν ὅτι θὰ τὸν ρίξουν στὶς φλόγες, γιὰ νὰ καεῖ. Ὁ Ἅγιος τοὺς παρακαλοῦσε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ μαρτύριο, γιὰ νὰ φθάσει κοντὰ στὸν Θεό. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀποκεφαλίσθηκε τὸ 251 μ.Χ. καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ τοῦ μαρτυρίου.






Ὁ Ἅγιος Ὀλβιανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ μαθητὲς αὐτοῦ

Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ὀλβιανοῦ. Ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀναίας ἢ Ἀνέου καὶ συνελήφθη γιὰ τὴν ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως δράση του. Ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Σέξτου Αἰλιανοῦ, διατάχθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα μὲ τοὺς μαθητές του, νεωκόρους τοῦ ναοῦ τῶν εἰδώλων, Ἀγριππίνου καὶ Κλημεντίου. Ὁ Ἅγιος ὅμως, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει, ὑποβλήθηκε σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, καθὼς κατακάηκε μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ στὰ σπλάχνα καὶ στὰ νῶτα. Ἐμμένοντας καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικώδη βασανιστήρια στὴ Χριστιανικὴ πίστη του, ὁδηγήθηκε πρὸς τὸν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὸν κάψουν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του.







Οἱ Ἅγιοι Ἄνδρας καὶ ἡ Σύζυγος αὐτοῦ οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες τελειώθηκαν, ἀφοῦ συνετρίβησαν διὰ ξύλων τὰ ὀστά τους.






Ὁ Ἅγιος Ρεστιτοῦτος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρεστιτοῦτος μαρτύρησε στὴ Ρώμη τὸ 299 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).






Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας

Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.). Διαδέχθηκε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀχιλλᾶ καὶ ὑπῆρξε πνευματικὸς πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ καὶ διαδόχου αὐτοῦ στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας. Στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο ἀνῆλθε τὸ 313 μ.Χ. καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωση, τὴν πραότητα τοῦ χαρακτῆρος καὶ τὶς λοιπὲς ἀρετές του. Ὅταν τὸ 319 μ.Χ. ὁ Ἄρειος δίδαξε γιὰ πρώτη φορὰ τὴν αἵρεσή του, ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος προσπάθησε πατρικὰ νὰ τὸν πείσει νὰ μὴν διαδίδει τὶς πλανεμένες του δοξασίες, πλὴν ὅμως ὁ Ἄρειος, συνεπικουρούμενος καὶ ἀπὸ ἄλλους ὁμόφρονές του, ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑποστηρίζει αὐτὲς μὲ τὰ δαιμονικὰ σοφίσματά του. Κατόπιν τούτου, ἀφοῦ κλήθηκε δύο φορὲς σὲ ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ κλήρου τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ δὲν συμμορφώθηκε, ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποκηρύχθηκε ὡς ἀσεβὴς καὶ βλάσφημος.

Παρακάθισε ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, παρὰ τὸ γήρας του, στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ., κατακεραύνωσε τὸν Ἄρειο διὰ τῶν λόγων του, ὑπέγραψε μὲ τοὺς ἄλλους Πατέρες τὴν καταδίκη αὐτοῦ.
Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐξακολούθησε νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴ στερέωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μέχρι τῆς κοιμήσεώς του τὸ 326 μ.Χ., κατόπιν γονίμου καὶ θεοφιλοῦς ποιμαντορίας δεκατριῶν ἐτῶν καὶ ἀφοῦ ἐπέβαλε ὡς διάδοχό του τὸν μαθητὴ καὶ συμμαχητή του, Μέγα Ἀθανάσιο († 18 Ἰανουαρίου).






Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος Ἐπίσκοπος Τρεβήρων
Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σίλλυ κοντὰ στὴν πόλη Πουατιὲ τῆς Γαλλίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια. Τὸ 332 μ.Χ. ἔγινε Ἐπίσκοπος Τρεβήρων καὶ ἀναδείχθηκε πολέμιος τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ὁ Ἅγιος ὑποδέχθηκε καὶ περιέθαλψε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο. Ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς τὸ 343 μ.Χ., μαζὶ μὲ τὸν Πάπα Ἰούλιο Α’ καὶ τὸν Κορδούης Ὅσιο καὶ ὑποστήριξε μὲ ζῆλο τὴν Ὀρθοδοξία.

Ὁ Ἅγιος πρέπει νὰ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο, ἀφοῦ τὸ 347 μ.Χ. τὸν εἶχε διαδεχθεῖ ὁ Παυλίνος.
Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 352 μ.Χ. καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος τὸν περιγράφει ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ θαρραλέους Ἐπισκόπους τοῦ καιροῦ του.







Ὁ Ἅγιος Σισίννιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σισίννιος ὁ διάκονος, Μαρτύριος καὶ Ἀλέξανδρος, μαρτύρησαν τὸ 397 μ.Χ., στὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Περὶ τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος, Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος.







Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Ἐπίσκοπος Βερόνας
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Βερόνας τῆς Ἰταλίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Ἱερεμίας ὁ Δαμασκηνός
Ὁ Ὅσιος Ἱερεμίας ἔχει καταταγεῖ στὴ χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας. Ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ Ὁσιομάρτυς ἡ Κωνσταντινουπολίτισσα
Image
Ἡ Ἁγία Ὁσιομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς πλουσίους καὶ εὐσεβεῖς. Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν, ἀφοῦ ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ πατέρα, εἰσῆλθε σὲ μοναστήρι, ὅπου μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκάρη μοναχή. Μετὰ τὸν θάνατο καὶ τῆς μητέρας της, ἀφοῦ ἐπούλησε καὶ διεμοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὰ ὑπάρχοντά της, ἀπαλλάχτηκε ἔτσι ἀπὸ τὶς γήινες φροντίδες, ἐπιδόθηκε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο, στὴν ἀπόκτηση τῆς τελειότητος καὶ τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, ἀσκούμενη στὴ μονὴ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Σκοτεινὸ Φρέαρ καὶ ἐπονομαζόταν Ἀσπάρου στέρνη.

Ὅταν ἦλθε στὸ θρόνο ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος (717 – 741 μ.Χ.), ἐξαπολύθηκε ἄγριος διωγμὸς ἐναντίον τῶν εἰκονόφιλων καὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὁ δὲ Πατριάρχης Γερμανός, στερεὸς προμαχώνας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδιώχθηκε καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν εἰκονομάχο Ἀναστάσιο. Κατὰ τὴν ἔναρξη τοῦ διωγμοῦ διέταξε τὴν καθαίρεση καὶ καταστροφὴ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εὑρισκόταν ἀπὶ τῆς Χαλκῆς Πύλης.
Τότε ἡ Θεοδοσία, ἐπικεφαλῆς καλογραιῶν καὶ ἄλλων γυναικῶν, ὅρμησαν καὶ κατέρριψαν ἀπὸ τὴν κινητὴ σκάλα τὸ σπαθάριο ποὺ ἀνέβηκε, γιὰ νὰ καταστρέψει τὴν εἰκόνα, καὶ μὲ πέτρες καὶ ξύλα ἐπετέθησαν κατὰ τοῦ Πατριαρχείου. Μπροστὰ σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ Πατριάρχης Ἀναστάσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Πατριαρχείο. Ἡ στρατιωτικὴ δύναμη ποὺ ἐπενέβη, ἄλλες μὲν ἀπὸ τὶς γυναῖκες ἐφόνευσε, ἄλλες δέ, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὴν Θεοδοσία, συνέλαβε. Καὶ ἀπὸ τὶς συλληφθεῖσες ἄλλες ἐλευθέρωσαν, ἄλλες ἐνέκλεισαν στὶς φυλακὲς ἢ ἐξαπέστειλαν στὴν ἐξορία. Τὴν δὲ Θεοδοσία, ἀφοῦ ἐκακοποίησαν, τὴν ὁδήγησαν στὴν τοποθεσία τοῦ Βοὸς καὶ τὴν κατέσφαξαν, ἀφοῦ διαπέρασαν τὸ λαιμό της διὰ κέρατος κριοῦ (730 μ.Χ.). Τὸ τίμιο λείψανό της περισυνελέγη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ Δεξιοκράτους, πολλὰ δὲ θαύματα ἐπιτελοῦσε στοὺς πιστούς, ποὺ προσέρχονταν μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.







Οἱ Ὅσιοι Βότος, Φήλικας καὶ Ἰωάννης οἱ Ἐρημίτες
Οἱ Ὅσιοι Ἰωάννης, Βότος καὶ Φήλικας κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰσπανία καὶ ἔζησαν τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Βότος καὶ ὁ Φήλικας ἦταν ἀδελφοὶ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο ἀναζητοῦσαν ἕνα ἐρημητήριο, γιὰ νὰ ζήσουν ἐκεῖ μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή. Τότε συνάντησαν σὲ ἕνα σπήλαιο τοῦ ὄρους τῶν Πυρηναίων τὸν Ὅσιο Ἰωάννη. Ἔμειναν μαζί του καὶ ἐκεῖνος ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή τους. Κοιμήθηκαν καὶ οἱ τρεῖς μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 750 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ὁ βασιλεύς
Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ., ἦταν εὐσεβέστατος βασιλέας καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Πολὺ νέος διαδέχθηκε τὸν πατέρα του στὸν θρόνο καὶ βασίλευσε ἐπὶ σαράντα τέσσερα ἔτη. Διακήρυττε ὅτι, ὅσο ὑψηλότερα βρίσκεται κάποιος, τόσο ταπεινότερος πρέπει νὰ εἶναι, καὶ τὴν πεποίθηση αὐτὴ ἐφάρμοζε ὡς κανόνα καὶ τρόπο βίου. Ἐπιθυμώντας νὰ ἐξασφαλίσει διαδοχή, ζήτησε νὰ νυμφευθεῖ τὴν Ἀλφρέδα, θυγατέρα τοῦ βασιλέα τῆς Μερσία, Ὄφφα. Φιλοξενήθηκε λίγες ἡμέρες στὴν αὐλὴ τοῦ μέλλοντος πεθεροῦ του, δολοφονήθηκε ὅμως τὸ 794 μ.Χ., πρὶν τὸ γάμο, ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς βασίλισσας, ἡ ὁποία φιλοδοξοῦσε νὰ προσαρτήσει τὸ βασίλειό του στὸ δικό τους.
Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ἐνταφιάσθηκε σὲ ἄγνωστο τόπο, ὁ τάφος του ὅμως ἀποκαλύφθηκε διὰ οὐρανίου φωτός.






Ἡ Ὁσία Ὑπομονή
Ἡ Ὁσία Ὑπομονὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν ἡ «Ἑλένη ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστὴ Αὐγούστα…» καὶ αὐτοκρατόρισσα Ρωμαίων ἡ Παλαιολογίνα. Ἦταν ἡ σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Μανουὴλ Β’ τοῦ Παλαιολόγου (1391 – 1425 μ.Χ.) καὶ μητέρα δύο, στὴ συνέχεια, αὐτοκρατόρων, τοῦ Ἰωάννου Η’ Παλαιολόγου καὶ τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ ΙΑ’ Παλαιολόγου, τοῦ τελευταίου βυζαντινοῦ ἡρωικοῦ ἐθνομάρτυρος αὐτοκράτορα.

Ὁ ἱστορικὸς Χρυσολωρᾶς γράφει γιὰ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ καὶ τὴ σύζυγό του Ἑλένη, τὴν μετέπειτα Ὁσία Ὑπομονή: τοὺς διέκρινε «ὁσιότης μὲν εἰς Θεόν, δικαιοσύνη δὲ πρὸς ἀνθρώπους καὶ ἐπὶ πλέον κατοικοῦσε μέσα τους ὁ ἔρως πρὸς τὸν Χριστόν». Ἦταν ἕνα ζεῦγος, ποὺ ἐνῶ περνοῦσε ἀπὸ συνεχεῖς φοβερὲς ἐξωτερικὲς φουρτοῦνες, ὅμως μεταξύ του εἶχε συνευδοκία, δηλαδὴ κάτι περισσότερο ἀπὸ ὁμοφροσύνη καὶ ἀλληλοκατανόηση. Ἦταν «ἁγία Δέσποινα» (=ἁγία ἀρχόντισσα), κατὰ τὸν ἱστορικὸ Γεώργιο Φραντζῆ, «καλὴ κἀγαθὴ ψυχή», κατὰ τὸν Πλήθωνα.

Ἦταν στήριγμα τοῦ συζύγου της, διότι εἶχε μεγάλη πίστη καὶ μεγάλη ὑπομονή. Τοὺς υἱούς της τοὺς ἀνέτρεφε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου, ὥστε νὰ εἶναι πάντοτε μονιασμένοι καὶ στὴν καρδιά τους νὰ βασιλεύει ἡ πίστη καὶ κάθε ἀρετή. Ἀπὸ αὐτοὺς δύο ἔγιναν αὐτοκράτορες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας, ὁ Κωνσταντίνος ὁ ΙΑ’, ἔγινε θρύλος καὶ ἔμπνευση στὸ Ἑλληνικὸ Γένος. Τὰ ἄλλα τέσσερα ἔγιναν ἡγεμόνες στὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν Θεσσαλονίκη. Ἀπὸ αὐτοὺς οἱ τρεῖς ἔγιναν στὸ τέλος μοναχοί. Οἱ δύο θυγατέρες της σὲ παιδικὴ ἡλικία ἀπεβίωσαν.

Ὅταν πέθανε ὁ σύζυγός της, ἡ Ἁγία ἔγινε μοναχὴ σὲ ἕνα μοναστήρι ἔξω ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ὑπομονή. Μετὰ εἴκοσι πέντε χρόνια μοναχικῆς ζωῆς κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ 1450 μ.Χ., τρία χρόνια πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ γνωστὸς λόγιος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης Γεώργιος Γεμιστός ἢ Πλήθων γράφει γι’ αὐτὴν ὅτι διέθετε «σύνεσιν καὶ τελείαν σοφρωσύνην» σὲ τέτοιο βαθμὸ τελειότητος ποὺ λίγες μοναχὲς τὴν ἔφθαναν.
Καὶ πρὶν γίνει μοναχὴ ἀναφέρει ἕνας ἄλλος σύγχρονός της ἦταν τὸ καύχημα γιὰ τὸν ἄνδρα της καὶ τὰ παιδιά της, ἀλλὰ καὶ καύχημα γιὰ τὸν λαὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Πλήθων γράφει ἀκόμα ὅτι: «Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βρεῖ κανεὶς ὅμοια μ’ αὐτὴν γυναίκα, ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ποὺ ἔχουν τὰ ἴδια ἀξιώματα, οὔτε ἄλλη μὲ τόσα χαρίσματα καὶ τόσες ἐνάρετες πράξεις».






Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ἀργέντης
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀνδρέας ὁ Ἀργέντης καταγόταν ἀπὸ τὴν Χίο καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1465, συγκαταλεγόμενος ἔτσι μεταξὺ τῶν πρώτων Νεομαρτύρων, οἱ ὁποίοι θανατώθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Image
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὸ χωριὸ Πούκχοβο στὴ περιοχὴ τοῦ Οὔστγιουγκ ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Σάββα καὶ τὴ Μαρία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀσκητικότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν αὐστηρὴ τήρηση τῆς νηστείας. Τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ δὲν ἔτρωγε τίποτα, παρὰ μόνο λίγο ψωμί καὶ ἔπινε λίγο νερό.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ὀρλέτσκ καὶ ἔγινε μοναχή. Ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἄρχισε τὴν ἄσκηση μὲ τὴ σιωπὴ καὶ τὴ σαλότητα καὶ διῆλθε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ζώντας σὲ μία καλύβα τοῦ Οὔστγιουγκ.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1494 καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ὁ Νάννος
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ἢ Νάννος συνεπαρμένος ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν Βίων τῶν Ἁγίων καὶ Μαρτύρων καὶ κυριευμένος ἀπὸ ἐνθουσιασμό, ποὺ ἐνισχυόταν ἀπὸ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, θέλησε νὰ εἰσέλθει καὶ αὐτὸς στὸ χορὸ τῶν Μαρτύρων. Ὁ μόνος τρόπος γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἐπιθυμίας του ἦταν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ κατόπιν νὰ ἀποπλύνει τὴν ἄρνησή του μὲ τὶ αἷμα του, καθιστώντας μὲ αὐτὸ τὸν ἰδιότυπο τρόπο τὸν ἑαυτό του ἐξ ἀρνησιχρίστων Νεομάρτυρα.

Ὁ πατέρας του, ποὺ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὸς Ἰωάννης, καταγόταν ἀπὸ τὸ Γυναικόκαστρο, χωριὸ ποὺ βρίσκεται στὴν κοιλάδα τοῦ Ἀξιοῦ, ἐνῶ ἡ μητέρα του Θωμαΐδα ἀπὸ τὸ χωριὸ Κολόβι, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Πολύγυρο τῆς Χαλκιδικῆς. Καὶ οἱ δύο ὅμως ζοῦσαν στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου νυμφεύθηκαν καὶ ἔφεραν στὸν κόσμο τὰ δυό τους παιδιὰ, τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ ἔλαβε αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι γεννήθηκε τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου· γιὰ νὰ διακρίνεται ὅμως ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸν φώναζαν Νάννο.

Ὁ πατέρας τοῦ Νάννου λοιπὸν ἦταν ὑποδηματοποιός. Πρὸς ἐξοικονόμηση τῶν ἀναγκαίων πραγμάτων ἔφυγε ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Σμύρνη. Ὅταν ἀργότερα οἱ δύο υἱοί του μεγάλωσαν, τοὺς πῆρε κοντά του καὶ τοὺς ἔμαθε τὴν τέχνη του.

Στὴ Σμύρνη ο νεαρὸς καὶ εὐσεβὴς Ἰωάννης περνοῦσε τὶς ἡμέρες του ἐργαζόμενος, ἐνῶ τὸν ἐλεύθερο χρόνο του τὸν ἀφιέρωνε, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ του, γιατὶ ὁ ἴδιος ἦταν ἀγράμματος, στὴν μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ Βίων Ἁγίων καὶ Μαρτύρων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀνάψει μέσα στὴν καρδιά του ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. Παρακινούμενος ἀπὸ αὐτή του τὴν ἐπιθυμία προσποιήθηκε ὅτι θέλει νὰ προσέλθει στὸ Μωαμεθανισμό, ἔχοντας ὡς ἀπώτερο σκοπὸ τὸ μαρτύριο. Ἔτσι, ἐντελῶς ξαφνικά, στὶς 3 Μαΐου τοῦ 1802, χωρὶς νὰ φανερώσει τίποτε σὲ κανέναν καὶ ἐνῶ εἶχε σταλεῖ ἀπὸ τὸν πατέρα του σὲ κάποια δουλειά, πῆγε καὶ παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τῶν Τούρκων καὶ δήλωσε ὅτι θέλει νὰ προσχωρήσει στὴ θρησκεία τους. Ὁ πατέρας του, ἀνησυχώντας γιὰ τὴν ἀργοπορία τοῦ υἱοῦ του καὶ φοβούμενος μήπως τοῦ συνέβη κάποιο κακό, ἄρχισε νὰ τὸν ἀναζητᾶ μαζὶ μὲ μερικοὺς συγγενεῖς του, ὁπότε καὶ πληροφορήθηκαν τὴν ἐξωμοσία του. Ἔσπευσαν τότε ὅλοι μαζὶ νὰ τὸν εὕρουν, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν τὸν λόγο ποὺ τὸν ὁδήγησε σ’ αὐτὴν τὴν πράξη καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ τὸν μεταπείσουν.

Δυστυχῶς ὅμως μάταια κόπιασαν, διότι οὔτε κἄν μπόρεσαν νὰ τὸν πλησιάσουν, ἀφοῦ οἱ Τούρκοι ποὺ τὸν περιτριγύριζαν, μόλις τοὺς εἶδαν, τοὺς ἀπομάκρυναν βίαια ἀπὸ κοντά του. Ὁ Ἰωάννης, τοῦ ὁποίου ἡ σκέψη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἦταν προσηλωμένη στὸ μαρτύριο, θεωρώντας τὴν ἄρνηση ὡς τὸ μόνο μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ του, προσπάθησε ἐπανειλημμένα νὰ γνωστοποιήσει τὴν πρόθεσή του στοὺς συγγενεῖς του, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ καταφέρει, ἀφοῦ αὐτοὶ τὸν ἀπέφευγαν πλέον ὡς ἀρνησίθρησκο. Ὅταν τέλος, μετὰ ἀπὸ πολλὲς προσπάθειες, ὁ πατέρας του πληροφορήθηκε κάποιες δηλώσεις του καὶ κατάλαβε ὅτι σκόπευε νὰ μαρτυρήσει, τοῦ ἔστειλε μήνυμα πὼς ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώσει στὸ ἔργο του.

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικό, στὶς 25 Μαΐου καὶ ἡμέρα Κυριακή, ἐνδύθηκε μὲ χριστιανικὰ ἐνδύματα, φόρεσε στὸ κεφάλι του τὸ τούρκικο κάλυμμα καὶ παρουσιάσθηκε καὶ πάλι στὸ κριτήριο τῶν Τούρκων, γιὰ νὰ ὁμολογήσει πλέον αὐτὴ τὴ φορὰ τὴ Χριστιανική του ἰδιότητα καὶ ὅτι τὸ ὄνομά του εἶναι Ἰωάννης καὶ ὄχι Μεχμέτ. Οἱ Τούρκοι ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὶς δηλώσεις του καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν μεταπείσουν. Τοῦ παρουσίασαν μάλιστα γιὰ νὰ τὸν δελεάσουν μία πολύτιμη στολὴ καὶ πολλὰ χρήματα, ποὺ θὰ γίνονταν δικά του, ἐάν ὁμολογοῦσε τὸν Μωάμεθ ὡς Θεό. Ἔφθασαν δὲ στὸ σημεῖο νὰ τοῦ προτείνουν νὰ δηλώσει ἐνώπιόν τους πὼς παραμένει Τοῦρκος καὶ κατόπιν ἦταν ἐλεύθερος νὰ φύγει καὶ νὰ πάει ὅπου θέλει πιστεύοντας ὁ,τιδήποτε ἤθελε. Γι’ αὐτοὺς ἀρκοῦσε μόνο νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸ δικαστήριο ὡς Μεχμέτης καὶ ὄχι ὡς Ἰωάννης. Παρ’ ὅλες ὅμως τὶς ἑλκυστικὲς προτάσεις ποὺ τοῦ ἔκαναν, δὲν κατάφεραν νὰ κλονίσουν τὸ γενναῖο του φρόνημα καὶ νὰ τὸν παρασύρουν στὴ γνώμη τους.

Κάποιος Τοῦρκος ἀγᾶς, βλέποντας τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἰωάννου, πρότεινε κάποια λύση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰωάννης θὰ παρέμενε Τοῦρκος εἴτε τὸ ἤθελε, εἴτε ὄχι· πρότεινε λοιπὸν νὰ τὸν στείλουν στὸ Ἀλγέρι μ’ ἕνα πλοῖο, τὸ πλήρωμα τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖτο μόνο ἀπὸ Τούρκους. Ὁ Ἰωάννης, ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν ἐκδοχὴ καὶ φοβούμενος μήπως ματαιωθεῖ κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸ μαρτύριο ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε, προφασίσθηκε ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ τοῦ δοθοῦν δύο ἡμέρες διορία, γιὰ νὰ σκεφθεῖ τὶς προτάσεις τους. Οἱ Τούρκοι, πιστεύωντας πὼς τελικὰ θὰ ὑποχωροῦσε ὁ Ἰωάννης, τοῦ παραχώρησαν τὴν διορία ποὺ τοὺς ζήτησε γιὰ νὰ ἀποφασίσει, χωρὶς ὅμως νὰ σκεφθοῦν ὅτι ἕτσι θὰ ἔχαναν καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν στείλουν μὲ τὸ πλοῖο στὸ Ἀλγέρι.

Μετὰ τὸ τέλος τῆς δεύτερης ἡμέρας τὸν κάλεσαν νὰ παρουσιασθεῖ στὴ συνέλευσή τους, γιὰ νὰ δώσει τὴν τελικὴ ἀπάντηση. Ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶχε βεβαιωθεῖ νωρίτερα γιὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ πλοίου, δήλωσε πὼς ὄχι μόνο δὲν εἶχε μετανοιώσει, ἀλλὰ ἐπιθυμοῦσε τῶρα ἀκόμα περισσότερο τὸ μαρτύριο. Μὴ ἔχοντας πλέον ἄλλη ἐκλογὴ οἱ Τούρκοι, ἀποφάσισαν νὰ τὸν θανατώσουν. Πρὶν ὅμως ἀπὸ αὐτὸ θέλησαν νὰ ἐπιχειρήσουν ἄλλη μία φορὰ νὰ τὸν μεταπείσουν. Γι’ αυτὸ κάλεσαν τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ φοβόταν, ἀρνήθηκε νὰ παρουσιασθεῖ, λέγοντας πὼς δὲν εἶχε πλέον καμία σχέση μαζί του.

Ἔτσι, στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1802 καὶ ἡμέρα Πέμπτη, ὁ Ἰωάννης ὁδηγήθηκε στὸ Σοὰν Παζάρι, τόπο τῶν θανατικῶν ἐκτελέσεων. Πλῆθος λαοῦ εἶχε συγκεντρωθεῖ, γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὸ μαρτύριό του, ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ πολλοὶ Τοῦρκοι, Φράγκοι καὶ Ἀρμένιοι, ποὺ ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴ γενναιότητα καὶ τὸ θάρρος τοῦ Μάρτυρος.
Μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμό του πολλοὶ Χριστιανοὶ προσπάθησαν νὰ ἐξαγοράσουν κάτι δικό του, γιὰ νὰ τὸ ἔχουν ὡς φυλακτό. Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο οἱ Τοῦρκοι συγκέντρωσαν πάνω ἀπὸ 3.000 γρόσια· ἔφθασαν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ θέλουν νὰ ἀκρωτηριάσουν τὸν Μάρτυρα, γιὰ νὰ κερδίσουν περισσότερα. Τότε κάποιος εὐλαβὴς Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Μόσχα, ὀνομαζόμενος Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ κατατεμάχιση τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Νεομάρτυρος, ἐπιχείρησε νὰ τὸ ἐξαγοράσει, πράγμα ποὺ κατόρθωσε δωροδοκώντας τὸν κριτή, ποὺ ἦταν φίλος του, καὶ τὸν ἔπαρχο, καὶ ἔτσι τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ παραλάβει τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσει.






Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ζήλων
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐθύμιος, κατὰ κόσμον Εὐστράτιος Ἀγρίτης ἢ Ἀγριτέλλης, γεννήθηκε στὶς 6 Ἰουλίου 1876 στὰ Παράκουλα τῆς Λέσβου. Σὲ ἡλικία μόλις ἐννέα ἐτῶν, ὁ Εὐστράτιος εἰσέρχεται στὴν ἱερὰ μονὴ Λειμῶνος, ὅπου ὁ ἡγούμενος, ἀρχιμανδρίτης Ἄνθιμος Γεωργιέλλης, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Εὐθύμιος.

Τὸ 1889 γράφεται στὴ Λειμωνιάδα Σχολὴ καὶ γιὰ ἕνδεκα χρόνια παρακολουθεῖ τὰ μαθήματα καὶ τὴ χριστομάθεια τοῦ ὑποδειγματικοῦ αὐτοῦ ἀρρεναγωγείου. Τὸ 1892 ἀποφοιτᾶ ἀπὸ τὴ Σχολὴ παίρνοντας τὸ ἀπολυτήριο μὲ ἄριστα, πράγμα ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐγγραφεῖ τὸ 1900 στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης ὡς ὑπότροφος τῆς μονῆς Λειμῶνος. Τὸ 1906 χειροτονεῖται διάκονος στὴ μονὴ Χάλκου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Γρεβενῶν Ἀγαθάγγελο καὶ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ὑποβάλλει στὴ Σχολὴ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ πτυχίου του διδακτορικὴ διατριβὴ μὲ θέμα: «Σκοπὸς τοῦ Μοναχικοῦ βίου στὴν Ἀνατολὴ μέχρι τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ.».

Ἀφοῦ παίρνει τὸ πτυχίο του μὲ ἄριστα, ἐπιστρέφει στὴ μονὴ Λειμῶνος στὴ Λέσβο καὶ διορίζεται ἱεροκήρυκας ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μηθύμνης Στέφανο (Σουλίδη). Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ διακρίνεται γιὰ τὴ ρητορική του δεινότητα, τὸ πλούσιο περιεχόμενο τοῦ λόγου του καὶ ἐπισκέπτεται τὰ χωριὰ καὶ τὶς κωμοπόλεις τῆς ἐπαρχίας, εὐαγγελίζοντας τὸν Χριστό καὶ κηρύττοντας τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν Πατρίδα. Τὸν ἴδιο χρόνο διορίζεται Σχολάρχης στὴ Σκόπελο, ὅπου καὶ παραμένει ἕνα ἔτος.

Τὸ 1910 χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ ἀργότερα ἀναλαμβάνει πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μηθύμνης. Τὸ 1911 χειροτονεῖται στὴν Κωνσταντινούπολη Ἐπίσκοπος καὶ ἀναλαμβάνει νὰ διαποιμάνει τὴ Ἐπισκοπὴ Ζήλων. Ἀπὸ τὴν Ἀμισὸ (Σαμψούντα), ὅπου ἐγκαθίσταται, ἐπιδίδεται σὲ ἕναν εὐγενὴ καὶ σπάνιο ἀγώνα γιὰ τὴν μόρφωση τῶν Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς, ἔχοντας στὴν εὐθύνη του 340 περίπου ἐνορίες καὶ 150.000 Ἕλληνες. Τὸ 1913 ὁ Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος τοποθετεῖται στὴν ἐπαρχία Πάφρας. Σὲ διάρκεια δέκα ἐτῶν, σημειώνει λαμπρὴ πνευματικὴ τροχιὰ καὶ ἡγετικὴ πορεία, κτίζοντας στὴν Πάφρα καὶ σὲ πολλὰ χωριά, σχολεῖα, ἀρρεναγωγεῖα καὶ παρθεναγωγεῖα καὶ ἐκκλησίες, φροντίζοντας γιὰ τὴν τοποθέτηση δασκάλων καὶ ἱερέων, ἀπαραίτητων γιὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάπτυξη τῆς περιοχῆς.

Τὸ 1914 πολλοὶ Παφρηνοί, μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Εὐθυμίου, ἀρνήθηκαν νὰ καταταγοῦν στὸν Τουρκικὸ στρατὸ καὶ βγῆκαν στὰ βουνὰ ὡς φυγόστρατοι, ὅπου ἀρχίζουν νὰ δημιουργοῦνται τὰ πρῶτα ἀντάρτικα τμήματα. Φοβερὴ γενοκτονία ξεσπᾶ, ἰδιαίτερα στὴν περιοχὴ τῆς Πάφρας καὶ Σαμψούντας, μεταβάλλοντας τὴν δράση τοῦ Ἐπισκόπου Εὐθυμίου ἀπὸ προσπάθεια ἀναπτύξεως σὲ προσπάθεια περισσυλογῆς. Τὸ 1917 ἀναλαμβάνει ἡγετικὸ ρόλο σὲ ἔνοπλες ὁμάδες ἀνταρτῶν κατευθύνοντάς τις κατὰ τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἐνόπλων, ποὺ δροῦσαν ὡς ἔμμισθοι τῶν Τούρκων κατὰ τῶν Ἑλλήνων.

Τὴν περίοδο 1914 – 1916 καὶ 1918 – 1919, μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς ἀνακωχῆς, παρότρυνε ὅλα τὰ σχολεῖα καὶ τὸν λαὸ τοῦ Πόντου νὰ παραστοῦν σύσσωμοι στὴν ἐτήσια τελετὴ τῆς ἀναπαραστάσεως τῆς αὐτοκτονίας τῶν τριάντα καὶ πλέον νεαρῶν κοριτσιῶν τοῦ Ἀσὰρ τῆς Πάφρας. Ἡ τελετὴ αὐτὴ πραγματοποιεῖτο κατὰ τὴν ἐπέτειο τῆς 25ης Μαρτίου, ὡς ἀνάμνηση τῆς αὐτοθυσίας τῶν νεαρῶν κοριτσιῶν, ποὺ ἔπεσαν τὸ 1860 ἀπὸ τὸ κάστρο τοῦ Ἄλυ καὶ αὐτοκτόνησαν, γιὰ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν Τούρκων.

Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1917, μεγάλη δύναμη τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ περικυκλώνει στὸ βουνὸ Νελτὲς τὴ μονὴ τῆς Παναγίας, τῆς Μάαρα, κλείνοντας 650 γυναικόπαιδα καὶ 60 ἔνοπλους ἀντάρτες. Μετὰ ἀπὸ ἑξαήμερη ἀντίσταση, οἱ περισσότεροι ἔγκλειστοι σκοτώνονται ἢ αὐτοκτονοῦν. Τὸ 1919, σὲ ἀνταπόδοση τῶν προηγουμένων, ἀνήμερα τῆς Παναγίας, ὁ Εὐθύμιος συγκεντρώνει 12.000 ἀντάρτες ἔξω ἀπὸ τὴν κωμόπολη Τσασοὺρ μὲ γενικὸ ἀρχηγὸ τὸν Κυριάκο Παπαδόπουλο μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ὁλοσχερὴ καταστροφὴ τῆς πόλεως καὶ τὸν ἀφανισμὸ τῶν Τούρκων ἐνόπλων. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα οἱ Τούρκοι καταζητοῦν τὸν Εὐθύμιο, θεωρώντας τὸν ἐπίσημο ἀρχηγὸ τῶν ἀνταρτῶν τοῦ Δυτικοῦ Πόντου.

Τὸ 1921, μὲ ἀπόφαση τῆς Κεμαλικῆς κυβερνήσεως, ὅλοι οἱ Μητροπολίτες, οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἀρχιμανδρίτες τοῦ Πόντου ὄφειλαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν Πόντο καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ τὶς ἕδρες τους. Οἱ μόνοι ποὺ δὲν ὑπάκουσαν στὴν ἐντολὴ αὐτὴ ἦσαν ὁ Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος, ὁ Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος καὶ ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀμασείας πρωτοσύγκελλος Πλάτων Ἀϊβαζίδης. Στὶς 21 Ἰανουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, οἱ Κεμαλικοὶ συλλαμβάνουν τὸν Εὐθύμιο, τὸν Ἀρχιμανδρίτη Ἀϊβαζίδη μαζὶ μὲ προύχοντες τῆς πόλης. Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁδηγεῖται στὴν Ἀμάσεια, ὅπου καταδικάζεται σὲ θάνατο καὶ κλείνει στὶς φυλακὲς Σούγια τῆς Ἀμασείας, ποὺ ἔχουν μετατραπεῖ σὲ τόπο κολάσεως ἀπὸ τὶς ὀδύνες καὶ τὸν πόνο τῶν βασανιστηρίων, ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐθύμιος ὑποκύπτει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν πληγῶν του τὸ 1921 καὶ λαμβάνει τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Τὸ 1992 ὁ Εὐθύμιος κατατάσσεται στὴ χορεία τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τὸ 1998 ἀνοικοδομεῖται παρεκκλήσιο πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου στὴ μονὴ Λειμῶνος, στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μηθύμνης.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.






Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας
Image
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 11 Ἰουνίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἡ Ἐγγύηση τῶν Ἁμαρτωλῶν»
Image
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας «Ἡ τῶν Ἁμαρτωλῶν Ἐγγύησις» βρισκόταν παλαιότερα στὴ μονὴ τοῦ Ὀρντίσκ τῆς ἐπαρχίας Ὀρλώφ, ὅπου καὶ ἔγινε ὀνομαστὴ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε. Ἕνα ἀντίγραφο αὐτῆς τῆς ἱερᾶς εἰκόνος φυλασσόταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Χαμώνβικ τῆς Μόσχας. Ἡ εἰκόνα κάθε βράδυ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ θεϊκὸ φῶς. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ εἶχε χαραχθεῖ στὴν εἰκόνα: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἐγγύηση τῶν ἁμαρτωλῶν πρὸς τὸν Υἱό».Ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἑορτάζει, ἐπίσης, στὶς 7 Μαρτίου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

PreviousNext

Return to ΕΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 1 guest