Όπως και στο παλιό φόρουμ, έτσι και εδώ, θα ασχοληθούμε με θέματα οργάνωσης και επιβίωσης σε αστικό και όχι μόνο
περιβάλλον στο οποίο κάθε έννοια πολιτισμού έχει καταρρεύσει.
Γνωρίζουμε όλοι ότι πολλοί γέροντες έχουν προειδοποιήσει πνευματικά τους τέκνα και άλλους ότι υπάρχει πάντα το
ενδεχόμενο να έχουμε ταραχές μετά από μια οικονομική καταστροφή της χώρας μας.
Οι ταραχές αυτές θα προκληθούν σύμφωνα με τα λόγια των γερόντων μόλις το χρηματοπιστωτικό σύστημα καταρρεύσει και
πλέον οι πολίτες βρεθούν αντιμέτωποι με την σκληρή πραγματικότητα που ίσως σήμερα ή δεν έχουμε κατανοήσει πλήρως ή
στρουθοκαμηλίζοντας αποφεύγουμε να τη δεχτούμε.
Στο θέμα αυτό θα ασχοληθούμε, όπως και στο παλιό φόρουμ, με μια ελληνική πόλη Χ, η οποία θα γίνει αντικείμενο
μελέτης των σύγχρονων πληγών που μπορούν ανά πάσα στιγμή να την χτυπήσουν και των αντιδράσεων των νομοταγών κατοίκων
της και των περιθωριακών τύπων κάθε φυλής που ζουν μέσα σε αυτή.
Όπως είχα πει και παλιά, υπάρχουν μόνο τρεις τύποι που μπορούν να βγουν επιζώντες μέσα από τις δύσκολες καταστάσεις
που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Αυτός που θα είναι τυχερός, αυτός που θα είναι απόντας και αυτός που θα είναι κατάλληλα προετοιμασμένος.
Επειδή είναι αδύνατο να γνωρίζουμε από τώρα αν ανήκουμε εμείς και οι οικογένειες μας στον πρώτο ή τον δεύτερο τύπο,
τότε καλό θα ήταν να επιλέξουμε τον τρίτο τύπο του υποθετικού σεναρίου μας.
Τον κατάλληλα προετοιμασμένο.
Οι πολίτες της υποθετικής μας πόλης Χ αυτή τη στιγμή παρακολουθούν τα όσα ψευδώς ή αληθώς μεταδίδουν τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης περί πτώχευσης ή σωτηρίας της χώρας.
Οι πολίτες αντιμετωπίζουν την όλη κατάσταση με αγωνία για το μέλλον τους είτε σε επαγγελματικό είτε σε κοινωνικό ή
οικογενειακό επίπεδο είτε κάποιοι ελάχιστοι εξ αυτών και σε εθνικό επίπεδο.
Οι τρόποι αντίδρασης του καθενός είναι ξεχωριστοί αλλά το σίγουρο είναι ότι όλοι βλέπουν με φόβο το αύριο.
Για άλλους υπάρχει σωτηρία, για άλλους υπάρχει χρόνος πριν το πιστωτικό γεγονός και τα επακόλουθά του, και για κάποιους ελάχιστους έχουμε φτάσει ήδη στα γεγονότα.
Ο τρόπος που βλέπει ο καθένας τα πράγματα είναι άμεσα συνδεδεμένος και με την προετοιμασία του.
Οι μέρες ακολουθούν η μία την άλλη με το ίδιο καθημερινό άγχος και με τον αγώνα του καθενός να μη χάσει τα όσα τόσα χρόνια πάλευε για να αποκτήσει.
Και ξαφνικά έχουμε ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ.
ΠΤΩΧΕΥΣΑΜΕ.
Το κράτος κατέβασε τα ρολά των ταμείων και ο καθένας βρίσκεται μόνος να αντιμετωπίσει τις παρενέργειες της πτώχευσης.
Το πρώτο σοκ που δέχεται ο πολίτης είναι όταν φτάνοντας στα ΑΤΜ των τραπεζών βλέπει ότι το τραπεζικό σύστημα έχει καταρεύσει και δεν υπάρχουν μετρητά.
Η πρώτη αντίδραση του είναι να ελέγξει το πορτοφόλι του για να δει πόσα λεφτά έχει σε μετρητά και τότε καταλαβαίνει ότι με αυτά τα χρήματα πρέπει να καλύψει ΟΛΕΣ τις ανάγκες του σε αγαθά για όσο διάστημα χρειαστεί το τραπεζικό σύστημα να επανέλθει έστω σε μια υποτυπώδη κατάσταση οικονομικών συναλλαγών.
Η αμέσως επόμενη αντίδραση θα είναι να επικοινωνήσει με τα δικά του άτομα για να επιβεβαιώσουν τη θέση που βρίσκονται, τις πρώτες αντιδράσεις τους, το σημείο συνάντησης τους που κατα πάσα πιθανότητα θα είναι το σπίτι τους, και να τους ενημερώσει ότι πρέπει όλοι να πάνε πρώτα από κάποια μάρκετ να αγοράσουν προμήθειες πριν γυρίσουν στο σπίτι.
Αυτομάτως η σκέψη πηγαίνει στις υλικές προμήθειες που υπάρχουν στην κατοικία τους και στην ανάγκη εύρεσης και άλλων υλικών προμηθειών.
Τα ερώτηματα που ζητούν επειγόντως απαντήσεις είναι τα εξής:
Πόσο μπορώ να αντέξω εγώ και η οικογένεια μου με τις υπάρχουσες προμήθειες;
Πόσο θα κρατήσει αυτή η κατάσταση με το τραπεζικό σύστημα;
Πού θα μπορέσω να βρω επιπλέον προμήθειες για να εξασφαλίσω στην οικογένεια μου τα αναγκαία;
Πόση βενζίνη έχω στο αυτοκίνητό μου σε περίπτωση που χρειαστεί να εγκαταλείψω την πόλη για να πάμε στους συγγενείς μας στην ύπαιθρο;
Τί γίνεται με τη δουλειά μου αυτή τη στιγμή; Είμαι ακόμα εργαζόμενος ή είμαι από αυτή τη στιγμή αυτομάτως απολυμένος;
Βασικά ερωτήματα ενός καθημερινού ανθρώπου της πόλης μας.
Ερωτήματα που ζητούν άμεσες απαντήσεις και λύσεις.
Ερωτήματα που θα απαντηθούν μόνο με την ψύχραιμη και λογική αντίδραση και ενέργεια.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΡΟΝΟΣ ΓΙΑ ΧΑΣΙΜΟ.
Καθώς ο πολίτης μας φεύγει από την τράπεζα και μπαίνει στο αυτοκίνητό του για να κατευθυνθεί προς κάποιο μάρκετ, ψάχνει και για βενζινάδικο ώστε με κάποιο μέρος των μετρητών του να καλύψει την ανάγκη του σε βενζίνη που ξέρει ότι θα του χρειαστεί ίσως σήμερα, ίσως τις αμέσως επόμενες ημέρες.
Όσα από τα βενζινάδικα βρίσκει εν λειτουργία, βλέπει να έχουν σχηματιστεί τεράστιες ουρές αυτοκινήτων που περιμένουν με κορναρίσματα και φωνές των οδηγών να γεμίσουν τα ρεζερβουάρ τους.
Εδώ τίθεται στον πολίτη το εξής δίλημμα:
Περιμένω για βενζίνη ή ψάχνω για τρόφιμα και άλλες προμήθειες;
Αποφασίζει να μπει στην ουρά των αυτοκινήτων που περιμένουν.
Τα καταφέρνει ύστερα από αρκετή ώρα να γεμίσει μισό ντεπόζιτο και ξεκινάει για αναζήτηση τροφίμων.
Ξέρει ότι ο χρόνος είναι εναντίον του.
Τηλεφωνεί στους δικούς του και προσπαθεί να μάθει αν οι δικές τους ενέργειες, είχαν κάποιο αποτέλεσμα.
Τον ειδοποιούν ότι όλες οι αγορές είναι κλειστές και ότι ψάχνουν σε μικρά συνοικιακά καταστήματα τροφίμων για προμήθειες αλλά και αυτά είναι ή κλειστά ή έχουν φοβερή ανατίμηση στα προιόντα τους.
Τηλεφωνεί στην εργασία του και δεν απαντάει κανένας.
Τηλεφωνεί στα αφεντικά του στα προσωπικά τους τηλέφωνα και εκεί μαθαίνει ότι η εταιρεία του έχει κλείσει μέχρι νεωτέρας.
Κλείνει το τηλέφωνο γνωρίζοντας ότι είναι άνεργος, απλήρωτος, με μισό ντεπόζιτο βενζίνης και μερικά ευρώ στην τσέπη για να αντιμετωπίσει μια κατάσταση που δεν γνωρίζει ούτε την εξέλιξη της ούτε τη χρονική διάρκεια της.
Ενώ συνεχίζει να οδηγεί προς την κατοικία του βλέπει ένα συνοικιακό μάρκετ να μαζεύει κάποια είδη που υπήρχαν στο έξω μέρος και να είναι έτοιμο να κατεβάσει και αυτό τα ρολά του.
Παρκάρει και πλησιάζει με το χέρι να ακουμπά τα χρήματα στη τσέπη του λες και κάποιος θα προσπαθήσει να του τα πάρει στα επόμενα λίγα βήματα που απομένουν μέχρι την είσοδο στο μαγαζί.
Ο μαγαζάτορας τον κοιτάζει με επιφύλαξη και καχυποψία.
Τον ρωτάει απότομα τι θα ήθελε και αυτός του απαντά ότι θέλει να αγοράσει κάποια τρόφιμα για το σπίτι.
Στην ουσία τον παρακαλά για να τον αφήσει να ψωνίσει.
Με αρκετό δισταγμό ο μαγαζάτορας του επιτρέπει την είσοδο και αυτός προσπαθεί να μαζέψει όσα τρόφιμα μπορεί και του επιτρέπουν τα χρηματά του.
Το μαγαζί έχει κλείσει τις πόρτες.
Πλησιάζει όπως έκανε τόσο καιρό στο ταμείο και ο μαγαζάτορας του λέει ότι τα τρόφιμα έχουν πάρει αύξηση λόγω της έκρυθμης κατάστασης.
Τελικά κατάφερε και αγόρασε μόνο το 1/5 από όσα υπολόγιζε πως θα αγόραζε με τα χρήματα που είχε μαζί του.
Φεύγει οργισμένος και απογοητευμένος αλλά ξέρει ότι δεν μπορεί να αντιδράσει.
Συνεχίζει με το αυτοκίνητό του για να φτάσει στο καταφύγιο του.
Ενώ ακόμα οδηγεί ακούει και βλέπει περιπολικά να τον προσπερνούν με τις σειρήνες τους και τους φάρους αναμμένους.
Αισθάνεται άμεσα την ανάγκη του καταφυγίου γιατί ξέρει ότι η κατάσταση σε λίγο θα έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και ότι όσο περνά η ώρα τα φράγματα της ηθικής της κοινωνίας αρχίζουν να σπάνε ένα ένα.
ΤΩΡΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΕΧΕΙ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΠΛΕΟΝ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟΥ.
Επιτέλους κατάφερε και έφτασε στο σπίτι.
Κατεβαίνει με τα λίγα αγαθά που αγόρασε και με το βλέμμα να ελέγχει δεξιά αριστερά μπαίνει στο σπίτι του γρήγορα.
Μέσα βρίσκεται η γυναίκα του και τα δύο παδιά του ηλικίας περίπου 12 χρονών. Όλοι είναι αναστατωμένοι με την κατάσταση και την ανατροπή της καθημερινότητάς τους.
Ψάχνουν στα μάτια του πατέρα και συζύγου την ελπίδα.
Δεν βλέπουν τίποτα.
Αγκαλιάζει και προσπαθεί να ηρεμήσει τα παιδιά που τα έδιωξαν από το σχολείο οι δασκάλοι τους.
Ενημέρωσαν επίσης ότι πρέπει να παρακολουθούν τις ειδήσεις για να μάθουν αν και πότε θα ξανασυνεχίσουν τα μαθήματά τους.
Αγκαλιάζει τη σύζυγό του και την βλέπει να τρέμει λέγοντάς του ότι κάποιοι με μηχανή προσπάθησαν να της αρπάξουν την τσάντα της ενώ έφευγε από το κατάστημα που εργαζόταν γιατί της ανακοίνωσαν ότι θα παραμείνουν κλειστά μέχρι να ομαλοποιηθεί η οικονομική κατάσταση.
Ανταλλάσουν μεταξύ τους τις εικόνες που κατέγραψε ο καθένας από αυτούς μέχρι να φτάσει στο σπίτι.
Μόνο τρόμο και αναστάτωση προκαλούν τα όσα ακούνε να λέει ο καθένας τους.
Είναι η ώρα των αποφάσεων.
Ο άνδρας προσπαθεί να ασφαλίσει το σπίτι και η γυναίκα παίρνει τα τρόφιμα στην κουζίνα και ξεκινάει καταγραφή όλων των προμηθειών.
Ταυτόχρονα προσπαθεί να μαγειρέψει κάτι πρόχειρο για να φάνε.
Περισσότερο για ψυχολογικούς λόγους παρά για διατροφικούς.
Τα παιδιά τηλεφωνούν στους φίλους τους από το σχολείο για να μάθουν τα νέα τους.
Ξαφνικά εκεί που μιλάνε με τους συμμαθητές τους, ειδοποιούν τους γονείς τους ότι το τηλέφωνο είναι νεκρό.
ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ.
Προσπαθούν μέσω των κινητών τους να επικοινωνήσουν αλλά δεν έχουν καθόλου σήμα.
Όσες προσπάθειες και να κάνουν έχουν το ίδιο αποτέλεσμα.
Ανοίγουν τον υπολογιστή τους αλλά και εκεί δεν υπάρχει σύνδεση σε δίκτυο.
Αισθάνονται αποκομμένοι όλοι τους από τον έξω κόσμο.
Το μόνο που απομένει είναι η τηλεόραση και το ράδιο.
Ανοίγουν την τηλεόραση και βλέπουν ότι δεν υπάρχουν προγράμματα αλλά κάποιοι παράξενοι τύποι με γραβάτες και κοστούμια να μιλάνε με οικονομικούς όρους που φαίνεται να μην τους καταλαβαίνουν ούτε και οι ίδιοι.
Κάποιοι δημοσιογράφοι προσπαθούν να καλύψουν με χρυσόσκονη το πτώμα της οικονομίας που τόσο καιρό σάπιζε μπροστά στα μάτια μας.
Κάποια άλλα κανάλια δείχνουν με ζωντανά ρεπορτάζ εικόνες από σπάσιμο τραπεζών και άλλων εμπορικών καταστημάτων.
Παντού σειρήνες περιπολικών και συναγερμοί από καταστήματα δημιουργούν μια ηχητική υπόκρουση του επερχόμενου χάους.
Η κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί από την αστυνομία που θεωρείται το τελευταίο ανάχωμα πριν την τεράστια κοινωνική έκρηξη.
Σε κάποιο κανάλι βλέπουν έναν τρομοκρατημένο ρεπόρτερ που έχει χάσει τα λόγια του, ίσως και τα λογικά του, να δείχνει με το δάχτυλο προς μια κατεύθυνση και τον καμεραμάν να προσπαθεί να ζουμάρει σε ένα σημείο και σε απόσταση μεγαλύτερη των 100 μέτρων. Τελικά το νόημα που βγαίνει από τα μπερδεμένα λόγια του ρεπόρτερ είναι ότι κάποιοι αλλοδαποί-λαθρομετανάστες βγήκαν από την είσοδο μιας πολυκατοικίας οπλισμένοι με στρατιωτικά τυφέκια και κινήθηκαν προς την επόμενη γωνία τρέχοντας.
Κανένας δεν γνωρίζει τί θα συμβεί τις επόμενες ώρες.
Καμία ενημέρωση από πολιτικό πρόσωπο και από Αστυνομία.
Όλοι όσοι εμφανίζονταν σε τηλεοπτικά παράθυρα τόσο καιρό και έλεγαν καθησυχαστικά λόγια και ευχολόγια για να κερδίσουν χρόνο παραμονής σε εξουσίες και σάπιες καρέκλες, έχουν απλά εξαφανιστεί.
Ακούγονται ριπές από την τηλεόραση και ο τρομαγμένος ρεπόρτερ διακόπτει την μετάδοση των γεγονότων, ψάχνοντας προσωρινό καταφύγιο.
Η εικόνα γυρίζει στο στούντιο και μια αμηχανία καλύπτει τους παρουσιαστές.
Θέλουν να φύγουν να εξαφανιστούν από το πάνελ αλλά δεν το κάνουν, ακόμα.
Οι μάσκες έχουν πέσει και το πρόσωπο που κάνει την εμφάνισή του είναι μόνο ο τρόμος.
Ενώ η οικογένεια παρακολουθεί στη τηλεόραση τις ραγδαίες τρομακτικές εξελίξεις, ακούνε από τη γειτονιά τους ουρλιαχτά και φωνές μετά από 2-3 πυροβολισμούς αυτομάτου πιστολιού.
Με επιφύλαξη πλησιάζουν τρέχοντας στο μπαλκόνι και βλέπουν κάποιον πεσμένο και γεμάτο αίματα στη μέση του δρόμου.
Σε απόσταση λίγων μέτρων ένας γείτονας με ένα αυτόματο πιστόλι ανατολικής προέλευσης στο χέρι του, έχει μείνει με το χέρι τεντωμένο και ακόμα σημαδεύει τον σκοτωμένο.
Κάποιοι αυτόπτες μάρτυρες δεν ξέρουν αν ο κύριος με το όπλο είναι ψυχοπαθής ή υπερασπιστής της περιουσίας του.
Ο χρόνος για όλους έχει σταματήσει σε αυτή τη σκηνή.
Τελικά ο κύριος με το όπλο ανακτά τον αυτοέλεγχο και με άδειο βλέμμα κοιτάζει τον κόσμο που τον παρακολουθεί.
Με μεταλλική φωνή που φανερώνει φόβο και ξερό στόμα από την έλλειψη σάλιου, ενημερώνει ότι αυτόν που πυροβόλησε προσπάθησε να του κλέψει το αυτοκίνητο και μόλις αντιλήφθηκε ότι ο ιδιοκτήτης τον κατάλαβε, του επιτέθηκε με μαχαίρι.
Αναγκάστηκε να πυροβολήσει για να σώσει τον εαυτό του.
Κάποιοι κάνουν προσπάθεια να καλέσουν την αστυνομία αλλά αμέσως βάζουν πάλι το νεκρό κινητό στη τσέπη τους.
Το επόμενο που κάνουν όλοι είναι να απομακρυνθούν βιαστικά από τον νεκρό αλλά περισσότερο από τον ζωντανό κύριο με το πιστόλι στο χέρι.
Η οικογένεια του πολίτη μας μπαίνει στο σπίτι πάλι και συνεχίζει να παρακολουθεί τηλεόραση.
Τα γεγονότα αρχίζουν να γίνονται πιό βίαια και να αποκτούν ιλιγγιώδη ταχύτητα ώστε δεν προλαβαίνουν καν την αναφορά ή την καταγραφή τους οι ρεπόρτερς.
Κάποια στιγμή που παρακολουθούν μια λεηλασία σε ένα κατάστημα ηλεκτρικών συσκευών η οθόνη μαυρίζει.
Η τηλεόραση είναι και αυτή νεκρή.
Δοκιμάζουν τους διακόπτες του ηλεκτρικού και καταλαβαίνουν ότι δεν έχουν τώρα ούτε ρεύμα.
Όλα χειροτερεύουν και μαζί με το ρεύμα χάθηκε και ένα πολύτιμο μέρος του ηθικού τους.
Προσπαθούν μέσα από κάποιο φορητό ραδιοφωνάκι με μπαταρίες να ακούσουν κάποιο ειδησεογραφικό σταθμό.
Η μπάντα των FM έχει απομείνει μόνο με ελάχιστους σταθμούς που παίζουν μουσική μέσω κομπιούτερς χωρίς εκφωνητές μέχρι να υπάρχει και εκεί διακοπή ρεύματος.
Ακόμα και οι σταθμοί που πρόσφεραν συνεχή ενημέρωση και κουτσομπολιά για life style καταστάσεις, ανήκουν πλέον στο παρελθόν.
Στο μεγαλύτερο όμως μέρος της μπάντας των FM ακούς μόνο τον ήχο του στατικού ηλεκτρισμού.
Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της πόλης μας έχει ξεμείνει από ηλεκτρικό ρεύμα.
Η οικογένεια καταλαβαίνει ότι έχει αποκοπεί από κάθε είδους ενημέρωση με τη διακοπή του ηλεκτρικού και από κάθε είδους επικοινωνίας με τη διακοπή των επικοινωνιών.
Και όλα σήμερα το πρωί είχαν ξεκινήσει τόσο όμορφα.
Και όλα από το πρωί άλλαξαν μέσα σε 4 ώρες.
Η νύχτα ακόμα είναι μακριά γιατί βρισκόμαστε στο μεσημέρι ακόμα αλλά και όταν έρθει η νύχτα τί ασφάλεια θα υπάρχει;
Ποιό τελικά πρέπει να φοβόμαστε περισσότερο;
Τη μέρα ή τη νύχτα;
Οι προμήθειες της οικογένειας αντέχουν για 6-7 το πολύ μέρες, αλλά πλέον κανένας τους δεν είναι σίγουρος ότι θα ζήσει τόσο πολύ για να τις καταναλώσει.
Ίσως με τον κόμπο που έχουν όλοι στο στομάχι τους αυτή τη στιγμή της αβεβαιότητας, του χάους και με έναν νεκρό κάτω από το μπαλκόνι τους, οι προμήθειες να κρατήσουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ίσως και 15 μέρες, γιατί κανένας δεν έχει διάθεση για φαγητό.
Η μόνη επιθυμία τους είναι να τελειώσει ο εφιάλτης.
Κάποια στιγμή η μητέρα θυμήθηκε ότι μια γνωστή της στη δουλειά της είπε πώς κάποιος γέροντας από ένα μοναστήρι, την προειδοποίησε για προετοιμασία στα δύσκολα που πλησιάζουν.
Γέλασε ειρωνικά με τα λόγια της γνωστής της και άλλαξε κουβέντα, τότε η μητέρα.
Τώρα θα έδινε τα πάντα για να μάθει τι είχε πει εκείνος ο γέροντας.
Προσπαθεί τώρα να θυμηθεί τα λόγια της γνωστής που της έφεραν τόσο γέλειο εκείνη τη στιγμή.
Κάτι θυμάται ξαφνικά για πείνα και αναταραχή της κοινωνίας και ότι αυτό θα κρατήσει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το κρατάει μυστικά μέσα της χωρίς να το αναφέρει στους υπόλοιπους.
Και αρχίζει να κλαίει βουβά για τον εγωισμό της και την τωρινή κατάστασή τους.
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΡΟΜΟΥ ΑΛΛΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΠΟΥ ΞΑΦΝΙΚΑ ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΟΝ.
ΕΝΑ ΠΑΡΟΝ ΠΟΥ ΒΡΗΚΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΗ.