by eternity » Thu Mar 22, 2012 7:19 pm
Το Τέλος της Μετα - ψυχροπολεμικής περιόδου και οι ευκαιρίες που δημιουργούνται για την Πατρίδα μας
Του Δημήτριου Ν. Τσαϊλά*
Είμαστε στην αρχή μιας περιόδου κατά την οποία τα κράτη έθνη της Ευρασίας ξεδιπλώνουν την ισχύ τους. Η Ρωσία επανεμφανίζεται, μετά και την τελευταία εκλογική περιφανή νίκη του Πούτιν, σε μια ιστορική αναγνωρίσιμη μορφή ανάκαμψης που παραπέμπει στη ρωσική αυτοκρατορία στηριζόμενη στις παραδοσιακές αξίες, την αίσθηση του μεγαλείου, τον πατριωτισμό και την Ορθόδοξη Εκκλησία, συστατικά τα οποία δυστυχώς λείπουν από τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία καθώς δεν υφίστανται ηγεσίες που να εμπνεύσουν.
Η Γερμανία έχει αρχίσει τη διαδικασία επαναπροσδιορισμού της ίδιας ως ηγέτιδας δύναμης στην Ευρώπη δημιουργώντας μάλιστα με τη Γαλλία τον γαλλογερμανικό άξονα, και οι αδυναμίες της ΕΕ έχουν γίνει πλέον έκδηλες ακόμη και στους πιστότερους ευρωπαϊστές.
Η Τουρκία έχει ήδη αρχίσει τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση για να καταστήσει τον εαυτό της ως μια περιφερειακή δύναμη, παρουσιάζοντας εύρωστη οικονομία της αγοράς και αντιμετωπίζοντας τους τέσσερις ιδεολογικούς δαίμονες της περιοχής της: τον ριζοσπαστικό ισλαμισμό, τον εθνοτικό εθνικισμό, το μιλιταρισμό και τον αυταρχισμό.
Οι πρόσφατες εξακριβώσεις των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας, Κύπρου, Ισραήλ, Συρίας, Λιβάνου, δείχνουν ότι η περιοχή δημιουργεί ένα νέο γεωπολιτικό δυναμικό, και έτσι οι μακροχρόνιες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή όχι μόνο θα συνεχισθούν, αλλά θα εμπλουτισθούν από νέες διαμάχες και θα ενταθούν για τα δικαιώματα στους πόρους του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο στη λεκάνη της Λεβαντίνης και του Αιγαίου Πελάγους.
Ένα χρόνο μετά την αραβική άνοιξη έχει δημιουργηθεί μια εντελώς νέα γεωπολιτική κατάσταση με την αστάθεια που παρουσιάζεται ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της νοτιανατολικής Μεσογείου. Οι αλλαγές που έχουν επιτελεσθεί είναι τόσο ρευστές που ακόμη υπάρχει μεγάλη ασάφεια. Αυτή η ρευστότητα φαίνεται ότι θα διαρκέσει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και σίγουρα θα έχει επιπτώσεις στη διεθνή σταθερότητα στο άμεσο μέλλον. Οι ισχυροί γεωπολιτικοί παίκτες έχουν αρχίσει να ανησυχούν αφού είναι πλέον εμφανής η απομείωση της περιφερειακής επιρροής τους.
Είναι σαφής η άνοδος των ισλαμικών δυνάμεων μετά την κατάρρευση της κοσμικής πολιτικής εξουσίας. Ο κύριος νικητής είναι το σουνιτικό μπλοκ, το οποίο βρίσκεται σε συνεχή άνοδο και σε μία συνεχή διαμάχη εναντίον του σιιτικού στρατοπέδου, του οποίου τα μέλη τάσσονται στον αντιδυτικό άξονα (το Ιράν, η Συρία και η Χεζμπολάχ του Λιβάνου). Αυτό το σιιτικό στρατόπεδο, κάτω από την ιρανική ηγεσία, υπέστη μια μεγάλη στρατηγική ήττα για την επικράτησης του Ισλαμικού αγώνα κατά της Δύσης, και τελεί υπό την συνδυασμένη πίεση από το στρατόπεδο των Σουνιτών και τη Δύση. Κοινός τους στόχος είναι να αναγκαστούν οι Ιρανοί να εγκαταλείψουν το πυρηνικό τους πρόγραμμα και να πιέσουν τη Συρίας επ’ ωφελεία των σουνίτων.
Επιπλέον, οι νικητές της Αραβικής επανάστασης δεν έχουν ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα ούτε διέπονται από αποτελεσματικά πολιτικά εργαλεία. Ο “νόμος του όχλου” εξακολουθεί να επικρατεί στα μετα-επαναστατικά κράτη. Το μέλλον είναι ασαφές και ασταθές, ενώ ένας νέος περιφερειακός ανταγωνισμός για την κυριαρχία αναδύεται.
Από την άλλη πλευρά είναι σαφές ότι το καζάνι της Μέσης Ανατολής αναθερμαίνεται, και η Τουρκία έχει αρχίσει να αισθάνεται τη θερμότητα. Πλέον δεν ακολουθεί την πολιτική των ίσων αποστάσεων για να οικοδομήσει την ασφάλεια και την ευημερία στο εσωτερικό της, γνωστή σαν πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων», καθώς το δόγμα αυτό έχει πλέον ανασταλεί και αναγκάζεται να παλέψει με πολύ πιο δύσκολους παίκτες. Αξιοσημείωτη αλλά και ασυνήθιστη θα λέγαμε είναι η συνεργασία της Τουρκίας με το Ιράν η οποία έχει μετατραπεί σε ανταγωνισμό, καθώς αμφότεροι προσπαθούν να κερδίσουν όλο και περισσότερη επιρροή στον αραβικό κόσμο, οι μεν τούρκοι ως υπερασπιστές των σουνιτικών συμφερόντων και οι ιρανοί των σιιτικών συμφερόντων, επίσης βρίσκονται σε αντίθετες πλευρές στον τομέα της αντιπυραυλικής άμυνας του ΝΑΤΟ.
Ένα αδύναμο στοιχείο πολιτικής της Τουρκίας είναι η σχέση της με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πολύ αργή πρόοδος έχει σημειωθεί στις διαπραγματεύσεις μετά την επίσημη έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Ο γαλλογερμανικός άξονας βλέπει με καχυποψία την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ διότι θα απειληθεί η επιρροή του στα όργανα λήψης αποφάσεων στην Ευρώπη, καθώς η οικονομική δύναμη και ο πληθυσμός είναι οι δύο κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την επιρροή των ευρωπαϊκών χωρών σε οργανισμούς όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η Τουρκία, η οποία μπορεί να θεωρηθεί μια οικονομικά ισχυρή χώρα, και έχει πληθυσμό πάνω από 70 εκατομμύρια, θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη Γερμανία και τη Γαλλία στα ευρωπαϊκά όργανα λήψης αποφάσεων. Επίσης θα μπορούσε να μετασχηματίσει τις εξουσίες στην ΕΕ μέχρι και να τη διασπάσει, από τη στιγμή που θα δημιουργούσε ένα νέο δυνητικό άξονα με τα μεσογειακά κράτη μέλη όπως η Ισπανία και η Ιταλία, οι οποίες υποστηρίζουν την ένταξή της, με αποτέλεσμα να περιθωριοποιηθεί ο γαλλογερμανικός άξονας.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η παρουσία της Τουρκίας δεν είναι ανησυχητική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες τερμάτισαν τους πολέμους στην περιοχή της Ασίας και αποφάσισαν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους. Για την Τουρκία είναι μεγάλη πρόκληση και έχει το κίνητρο για να αναπληρώσει το δημιουργούμενο κενό ισχύος και να ασχοληθεί με την καταπολέμηση του ριζοσπαστικού Ισλάμ. Το Ισλάμ παρουσιάζεται με διάφορες εκδοχές, η τουρκική εκδοχή προέρχεται από την οθωμανική ιστορία. Δεν είναι αρκετά ισχυρό ώστε να επιβληθεί στις κοσμικές θεωρίες, ενώ είναι πολύ αβρό για να υποκύψει σε θεωρίες ριζοσπαστισμού.
Η τουρκική κυβέρνηση αποτελείται από κοσμικούς ισλαμιστές οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το ριζοσπαστικό Ισλάμ, καθώς η Τουρκία είναι βαθύτατα διχασμένη, από τη μία πλευρά με τους ισχυρούς κληρονόμους των κοσμικών παραδόσεων του Κεμάλ Ατατούρκ, οι οποίοι είναι πολύ ισχυροί για να επικρατήσει το ριζοσπαστικό Ισλάμ, από την άλλη πλευρά ο ισλαμισμός της τουρκικής κυβέρνησης δεν είναι δυνατόν να συγκριθεί με τον αντίστοιχο της Σαουδικής Αραβίας, για παράδειγμα.
Ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ανεχθούν μια ισχυρή Τουρκία, το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για μια ισχυρή Ρωσία. Ιδιαίτερα ανησυχούν σε μια δυνητική συμμαχία της Ρωσίας με τη Γερμανία, ή καλύτερα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα έχει ως αποτέλεσμα τη συγχώνευση της Ευρωπαϊκής τεχνολογίας με τους φυσικούς πόρους της Ρωσίας. Αυτό θα δημιουργήσει μια ισχύ που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την αμερικανική πρωτοκαθεδρία.
Και μέσα στην περιδίνηση και τον στροβιλισμό που προκαλείται στον φυσικό μας χώρο που είναι η Ευρασία και η νοτιοανατολική Μεσόγειος, η Αθήνα αντιμετωπίζει τις προκλήσεις περιορίζοντας την ικανότητά της στην επίτευξη διπλωματικών στόχων που θα έπρεπε να θέσει και ίσως υπάρξει μια δυσκολία να γίνουν κατανοητές οι προθέσεις της Ελλάδος.
Πρώτον, η διεθνής παρουσία μας και η συνεχείς υποβάθμιση της επιρροής της, έχουν ως αποτέλεσμα τόσο οι όμοροι γείτονες μας όσο και οι εταίροι μας στην ΕΕ να μην περιμένουν τίποτα από την Αθήνα. Είναι ασαφές κατά πόσο η Ελλάδα είναι έτοιμη να ανταποκριθεί σε αυτές τις απαιτήσεις, φοβούμενη μια συσσώρευση επιπλέον βαρών, αυτό όμως θέτει ερωτήματα σχετικά με την προβλεπτικότητα της Ελλάδος και την αξιοπιστία της.
Δεύτερον, οι πάρα πολλές παθογένειες της συνεργασίας διακυβερνήσεως δυσκολεύουν την ικανότητα της κυβέρνησης να διαχειριστεί τα εθνικά προβλήματα. Αυτό το κυβερνητικό έλλειμμα περιπλέκει τη διακυβέρνηση της Αθήνας καθώς διαφαίνεται η αδυναμία λήψης δυναμικής απόφασης, καθιστώντας την Ελλάδα έναν αναξιόπιστο παίκτη.
Η Ελλάδα δεν έχει εργασθεί σοβαρά στο διαμορφούμενο διεθνές σύστημα για την επίτευξη των στόχων εξωτερικής πολιτικής της. Βλέπει περισσότερους περιορισμούς παρά ευκαιρίες στη χρήση του τρέχοντος συστήματος για την προώθηση των συμφερόντων της.
Η διεθνής συμπεριφορά της Ελλάδος δεν καθοδηγείται ιδεολογικά όπως θα όφειλε, και δεν εφαρμόζει εξωτερική πολιτική που να αποσκοπεί στην απόκτηση ισχύος, αλλά προσπαθεί να σφυρηλατεί την εξισορρόπηση των συνασπισμών, ή αποδέχεται μοντέλα για την οικονομική ανάπτυξη και την ασφάλεια που της επιβάλουν οι εταίροι της. Δεν προσπαθεί να αναθεωρήσει ριζικά την τρέχουσα κατάσταση των αποτυχημένων κανόνων, προτύπων, και θεσμών. Αντίθετα, προσπαθεί να προωθήσει τα συμφέροντά της, με μια νέα προσέγγιση που μέχρι σήμερα, έχει αποδειχθεί ανεπιτυχής.
Ο στόχος της Ελλάδας πρέπει να είναι προσανατολισμένος προς τις παραδοσιακές αξίες, την αίσθηση του μεγαλείου του πολιτισμού μας, τον πατριωτισμό των ελλήνων και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Να αναπτύξουμε νέες στρατιωτικές και διπλωματικές συνεργασίες και να αναβαθμίσουμε τις υφισταμένες σε πολλά κέντρα εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων παγκόσμιων και περιφερειακών οργάνων. Ως εκ τούτου, η πατρίδα μας πρέπει όχι μόνο να προσπαθεί να συμπεριληφθεί στις πολιτικές διαδικασίες στη Μέση Ανατολή, αλλά να προσπαθεί επίσης να διαμορφώσει και να ηγηθεί μιας προσπάθειας υποστήριξης των κρατών της περιοχής, με βάση την πολιτιστική διπλωματία, την Ορθόδοξη Εκκλησία και την παρουσία ομάδας πολεμικών πλοίων στην περιοχή ως εγγυητές της ειρήνης και ασφάλειας.
Εν ολίγοις, φαίνεται ότι τα επιτεύγματα της Αραβικής άνοιξης, λόγω της ανόδου των ισλαμιστών και την πάλη για την περιφερειακή ηγεμονία και η ύπαρξη διαπιστωμένων κοιτασμάτων, δημιουργούν νέες προκλήσεις για τη διεθνή κοινότητα. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για την περιφερειακή επιρροή έχει ήδη γίνει πραγματικότητα. Εν προκειμένω, η εξωτερική πολιτική μας πρέπει να επεξεργαστεί μια στρατηγική που θα επιτρέψει να ανοίξει ένα διάλογο με τα στρατόπεδα των αντιμαχομένων πλευρών, δεν έχει σημασία πόσο δύσκολο μπορεί να είναι. Ακόμη πιο σημαντικό είναι να γίνουμε διαμεσολαβητές τους με τη Δύση, ως μέλη της ΕΕ, βρίσκοντας έναν κοινό παρονομαστή για τις μελλοντικές δραστηριότητες στην Μέση Ανατολή που αλλάζει. Διαφορετικά, μαζί με τις νέες ευκαιρίες, υπάρχει η πιθανότητα για διαμόρφωση επικίνδυνων συνεπειών για την εθνική μας ασφάλεια.
(sorry no link)
«Φώτισόν μου, το σκότος, Κύριε!» (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς).