26 ΜΑΡΤΙΟΥ
Σύναξις Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ
Τὸ ὄνομα Γαβριὴλ σημαίνει τὴν ἰσχὺ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἄρχων Γαβριὴλ εἶναι ἕνας ἐκ τῶν τριῶν Ἀγγέλων ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἁγία Γραφή. Ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν Ζαχαρία, γιὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλει τὴν γέννηση τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, στὴν Παρθένο Μαριάμ, γιὰ νὰ τὴν χαιρετίσει καὶ νὰ φέρει τὸ μήνυμα τῆς ἐπικείμενης γέννησης τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ στὸν Προφήτη Δανιήλ, γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὰ ὁράματα τὰ ὁποῖα εἶχε δεῖ αὐτὸς καὶ νὰ ἀποκαλύψει τὸν χρόνο τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν Σύναξη τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἐπειδὴ προανήγγειλε τὴ Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Φερωνυμίᾳ καταλλήλῳ ἐμπρέπων, καθυπουργεῖς ἐν τῇ τοῦ Λόγου σαρκώσει, ὡς στρατηγὸς τῶν Ἀσωμάτων τάξεων· ὅθεν εὐηγγέλισαι, τῇ Παρθένῳ Μαρίᾳ, χαῖρε προσφωνῶν αὐτῇ, τὸν Θεὸν γὰρ συλλήψῃ· ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, τοὺς σὲ ὑμνοῦντας, Γαβριὴλ Ἀρχάγγελε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Οὐρανίου τάξεως, φωτοειδὴς στρατηγέτης, Γαβριὴλ Ἀρχάγγελε, γεγενημένος ἐν δόξῃ, ἤγγειλας, χαρὰν τὴν ἄληκτον τῇ Παρθένῳ· ταύτῃ γὰρ, τὴν τοῦ ἀνάρχου σύλληψιν Λόγου, ἐκβοῶν εὐηγγελίσω· χαῖρε Παρθένε εὐλογημένη Ἁγνή.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’.
Ἀρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργὲ θείας δόξης, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγὲ καὶ ἀρχηγὲ ἀσωμάτων, τὸ συμφέρον ἡμῖν πρέσβευε, καὶ τὸ μέγα ἔλεος, ὡς τῶν ἀσωμάτων Ἀρχιστράτηγος.
Μεγαλυνάριον.
Ὅλος ἡλιόμορφος καὶ φαιδρός, Γαβριὴλ ἐπέστης, τῇ Παρθένῳ ἐν Ναζαρέτ· παρ’ ἧς νῦν τὴν αἴγλην, τῆς Τρισηλίου δόξης, δεχόμενος ἀΰλως, ἡμᾶς καταύγασον.
Οἱ Ἅγιοι Μοντανὸς καὶ Μαξίμη οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μοντανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Μαξίμη ἡ σύζυγός του, μαρτύρησαν τὸ ἔτος 304 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ.
Ὅταν ἄρχισε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ πρεσβύτερος Μοντανὸς ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Σιντζινδοῦνο μὲ προορισμὸ τὸ Σίρμιον. Ἐκεῖ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα τῆς Κάτω Παννονίας Πρόβου. Ἐκεῖνος τότε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ θυσιάσει ὁ Ἅγιος Μοντανὸς στὰ εἴδωλα. Ὁ ἱερεύς, ὅμως, τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, τοῦ εἶπε: «Κάνε ὅτι θέλεις καὶ θὰ δεῖς τί ὑπομονὴ θὰ μοῦ χαρίσει ὁ Κύριος καὶ Θεός μου». Βλέποντας ὁ ἡγεμόνας τὴν σταθερότητα τοῦ Μοντανοῦ καὶ τῆς Μαξίμης ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ριχθοῦν στὸν ποταμὸ Σαῦο. Οἱ δήμιοι ἔδεσαν στὸν λαιμὸ καὶ τῶν δύο Ἁγίων ἀπὸ μία πέτρα καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τοὺς ρίξουν μέσα στὸ νερό. Τότε ὁ ἱερεὺς Μοντανὸς ζήτησε νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ προσευχηθεῖ γιὰ λίγο στὸν Θεό. Ὕψωσε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Θεό του νὰ δεχθεῖ τὶς ψυχές τους καὶ νὰ προστατεύει τὸν λαό Του.
Ἔτσι μαρτύρησαν οἱ μακάριοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ Μοντανὸς καὶ Μαξίμη. Τὰ ἱερὰ λείψανά τους τὰ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ καὶ τὰ ἐνταφίασαν μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια.
Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Σιρμίου
Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος θεωρεῖται ὅτι ἦταν σλαβικῆς καταγωγῆς. Νυμφεύθηκε καὶ ἀπέκτησε τέκνα, πρὸ τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας του. Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Σιρμίου καὶ κήρυττε μὲ παρρησία τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Συνελήφθη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανιοῦ (286 – 305 μ.Χ.) καὶ τοῦ ἄρχοντα Πρόβου, ὁ ὁποῖος τὸν βασάνισε ἀλύπητα. Κατὰ τὶς στιγμὲς τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου του οἱ δικοί του, ποὺ βρίσκονταν γύρω του, ἔκλαιγαν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ λυπηθεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ἀγαποῦσε τὸν Κύριο μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιὰ καὶ τὴν διάνοια περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ πλούτη τοῦ κόσμου. Γνώριζε ὅτι «ὁ θυσιάζων θεοῖς θανάτῳ ἐξολοθρευθήσεται, πλὴν Κυρίῳ μόνῳ». Ὁ ἡγεμόνας Πρόβος δοκίμασε νὰ τὸν κλονίσει, λέγοντάς του νὰ σκεφθεῖ τὴν οἰκογένειά του. Ἀλλὰ ὁ Ὁμολογητὴς τοῦ Χριστοῦ ἀπάντησε: «Τὰ παιδιά μου ἔχουν τὸν ἴδιο Θεὸ Πατέρα, τὸν Ὁποῖο ἔχω καὶ ἐγώ, καὶ Αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὰ σώσει. Τώρα ἐσὺ κάνε αὐτὸ ποὺ διατάχθηκες». Ταραγμένος ὁ Πρόβος ἐπέμενε καὶ πάλι. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, τοῦ εἶπε νὰ κάνει ὅτι θέλει.
Στοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ ἡγεμόνας ἐξοργίσθηκε. Δὲν μπόρεσε νὰ κρατηθεῖ. Ἔτσι διέταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο καὶ νὰ ρίξουν τὸ ἱερὸ λείψανό του στὸν ποταμὸ Σαῦο. Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος δέχθηκε μὲ χαρὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο προσευχόμενος καὶ λέγοντας: «Σὲ εὐχαριστῶ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ μου, διότι μέσα ἀπὸ διάφορες τιμωρίες καὶ βάσανα, μοῦ ἔδωσες τὴν δύναμη τῆς ὁμολογίας καὶ μὲ ἀξίωσες νὰ κληρονομήσω τὴν Βασιλεία Σου. Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, κάνε νὰ ἀνοίξουν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἀγαθοὶ Ἄγγελοι νὰ ἔρθουν νὰ παραλάβουν τὴν ψυχὴ τοῦ δούλου Σου Εἰρηναίου».
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει, ἐπίσης, τὴν μνήμη αὐτοῦ στὶς 23 Αὐγούστου καὶ στὶς 6 Ἀπριλίου (Ρουμανικὴ Ἐκκλησία).
Οἱ Ἅγιοι Δομνίνος καὶ Φιλήμων οἱ Μάρτυρες ἐκ Θεσσαλονίκης
Ἡ μνήμη τοὺς τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 21η Μαρτίου. Ἄγνωστο γιατί ἐπαναλαμβάνεται σήμερα.
Οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Εἰρηναῖος ὁ Διάκονος, Σεραπίων καὶ Ἀμμώνιος οἱ ἀναγνῶστες
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος μαρτύρησε τὸ ἔτος 304 μ.Χ. στὴν Πεντάπολη τῆς Λιβύης μετὰ τοῦ Διακόνου του Εἰρηναίου καὶ τῶν ἀναγνωστῶν Σεραπίωνος καὶ Ἀμμωνίου.
Οἱ Ἅγιοι Πέτρος, Μαρκιανός, Ἰωάννης, Θέκλα, Κασσιανὸς οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες Μαρτύρησαν στὴν Ρώμη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων.
Ὁ Ἅγιος Κοδράτος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κοδράτος ἦταν Ἐπίσκοπος στὴν Ἀνατολή. Ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ἀπὸ τὴν πόλη ὅπου εἶχε χειροτονηθεῖ, οἱ ὁποῖοι τοῦ παρήγγειλαν νὰ μὴν διδάσκει στὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἂν ἤθελε νὰ ζεῖ. Ἐκεῖνος, ὅμως, ὄχι μόνο δὲν σταμάτησε νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ τοῦ ἐπέβαλλαν, ἀλλὰ περιδιαβαίνοντας ὅλη τὴν πόλη, ὅσους κατηχούμενους ἔβρισκε τοὺς βάπτιζε. Ἐπισκεπτόταν δὲ καὶ τοὺς κρατούμενους στὶς φυλακές, ὄχι μόνο τοὺς Χριστιανοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες. Καὶ ἄλλους μὲν τοὺς προθυμοποιοῦσε νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν πίστη στὸν Χριστό, ἄλλους δὲ τοὺς ἔπεισε μὲ διδασκαλίες νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὰ εἴδωλα, λέγοντας σὲ αὐτούς: «Ἀφοῦ πρόκειται νὰ χάσετε τὴν ζωή σας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἔκλεισαν στὴ φυλακὴ αὐτή, γιατί νὰ μὴν πεθάνετε γιὰ τὸν Χριστό, ὥστε νὰ κερδίσετε τὴν Βασιλεία Του;». Ὅταν ἔγινε ἀντιληπτὸς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, συνελήφθη καί, μετὰ ἀπὸ πολλὲς τιμωρίες καὶ κακώσεις, σφαγιάσθηκε μὲ μαχαίρι καὶ ἔτσι τελειώθηκε ὁ βίος του.
Οἱ Ἅγιοι Ἐμμανουὴλ καὶ Θεοδόσιος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς Σαράντα μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐμμανουὴλ καὶ Θεοδόσιος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Ἐπειδὴ ἔβλεπαν κάθε ἡμέρα τοὺς Χριστιανοὺς νὰ φονεύονται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, συνασπίσθηκαν μεταξύ τους, γιὰ νὰ ὁμολογήσουν μὲ παρρησία τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸ Ὄνομά Του. Ἦλθαν κρυφὰ ἀπὸ μόνοι τους στὸν ἄρχοντα τῆς χώρας, ὁ ὁποῖος τότε ἔλεγχε πολλοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς σκότωνε καὶ στάθηκαν μπροστά του. Διακήρυξαν εὐθαρσὼς τὸν Χριστὸ καὶ ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι Χριστιανοί, προκαλώντας ἔκπληξη ὄχι μόνο στοὺς παρευρισκόμενους ἀλλὰ καὶ στὸν ἄρχοντα μὲ τὴν ἀνδρεία τους καὶ τὴν τόλμη τῆς γνώμης τους. Συνελήφθησαν ὅμως καὶ κλείσθηκαν στὴ φυλακή. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες, ὁ ἄρχοντας τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τοὺς ἐξανάγκαζε νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τοὺς ἔπεισε, ἄρχισε νὰ τοὺς ὑποβάλλει σὲ πολλὰ βασανιστήρια. Τοὺς κρέμασε σὲ ξύλο καὶ τοὺς ἔγδαρε τὰ πλευρά. Στὴν συνέχεια τοὺς κατέβασε ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ τοὺς τοποθέτησε πάνω σὲ κοφτερὴ ἁλωνιστικὴ μηχανὴ μὲ τρεῖς αἰχμὲς καὶ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισε.
Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες, μαρτύρησαν καὶ ἔλαβαν τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ὁ Μάρτυρας ὁ ὑποδιάκονος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐτύχιος ἦταν ὑποδιάκονος στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀλεξανδρέων καὶ ὑπέρμαχος τῶν δογμάτων τῆς Α’ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐτιμᾶτο πολὺ ὑπὸ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανοὺς καὶ τὸν αἱρετικὸ Ἐπίσκοπο Γεώργιο τὸ ἔτος 356 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Εἴκοσι Ἕξι Μάρτυρες οἱ ἐν Γοτθίᾳ μαρτυρήσαντες
Βαθούσης ἢ Ἀαθούσης πρεσβύτερος μετὰ τῶν δύο υἱῶν καὶ τριῶν θυγατέρων αὐτοῦ, μοναχὸς Ἀρπύλας, Ἀβίππας, Ἁγνάς, Ἡγάθραξ, Ἡσκόος, Θέρμας ἢ Θέρθας, Ρύαξ ἢ Ρύϊας, Σεΐμβλας ἢ Σουΐμβλας, Σιγήτζας ἢ Σίδητζας, Σίλας, Σουηρίλας, Φίλγας καὶ οἱ γυναῖκες: Ἀλλάς, Ἀνιμαΐς, Ἄννα, Βάρις ἢ Βάρκα, Λαρίσσα, Μαμύκα, Μωϊκὼ καὶ Οὐϊρκώ.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Γότθων Ἰουγγουρίχου καὶ τοῦ αὐτοκράτορα Γρατιανοῦ (375 – 383 μ.Χ.). Ἐνῷ εὑρίσκονταν ὅλοι στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔψαλλαν, συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν βασιλέα τῶν Γότθων καὶ ρίχθηκαν ζωντανοὶ στὴν πυρά. Τότε συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς: Κάποιος ἄνθρωπος Χριστιανός, ποὺ ἔφερνε τὴν προσφορά του στὴν Ἐκκλησία, συνελήφθη καὶ αὐτὸς καὶ ρίχθηκε στὴν φωτιά, ἀφοῦ πρῶτα ὁμολόγησε τὸν Χριστό, προσφέροντας ἔτσι τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ στὸν Χριστό, ἀντὶ ἄλλης προσφορᾶς. Τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων περισυνέλεξε ἡ συμβία ἄλλου ἄρχοντα τοῦ ἔθνους τῶν Γότθων, ποὺ ἦταν Χριστιανή, μαζὶ μὲ πρεσβυτέρους καὶ λαϊκούς. Καὶ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὴν ἐξουσία στὸν υἱό της, περιδιαβαίνοντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἦλθε μέχρι τὴν γῆ τῶν Ρωμαίων μαζὶ μὲ τὴν θυγατέρα της. Στὴν συνέχεια ἀναχώρησε γιὰ τὴν χώρα της, ἀφοῦ κληροδότησε στὴν θυγατέρα της τὰ ἱερὰ λείψανα. Αὐτή, φεύγοντας γιὰ τὴν Κύζικο, ἔδωσε ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ λείψανα αὐτὰ στὴν πόλη καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο τελειώθηκε ὁ βίος της.
Τὸ μαρτύριό τους συνέβη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 375 – 383 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Ξυλινίτης
Ὁ Ὅσιος Στέφανος, ὁ ἐπονομαζόμενος Ξυλινίτης, ἀγάπησε τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Περιερχόταν διάφορους τόπους ἀνυπόδητος καὶ γυμνὸς καὶ δὲν κοιμόταν καθόλου. Ἔτσι ἀξιώθηκε τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος καὶ προεῖδε τὸ τέλος του. Ἀφοῦ ἦλθε στὸ ὄρος Λάτρου καὶ ὁδήγησε πολλοὺς μοναχοὺς καὶ ἀδελφοὺς πρὸς τὴν σωτηρία, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Νέος
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ὁσίου Παύλου († 15 Δεκεμβρίου) καὶ ἀσκήτεψε στὸ ὄρος Λάτρος. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 944 ἢ 952 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Βουλγαρίας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Σόφια τῆς Βουλγαρίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θράκης. Ἐκεῖ ἐπισκέφθηκε κάποιον Τοῦρκο τοξοποιό, γιὰ νὰ διορθώσει τὸ τόξο του. Ὅταν κάποια στιγμὴ ὁ Τοῦρκος ἐξύβρισε τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁ Γεώργιος ἀντέδρασε καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε οἱ παριστάμενοι Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν καί, ἀφοῦ τὸν ἔδειραν ἀλύπητα, τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος μὲ παρρησία καὶ πνευματικὴ ἀνδρεία ἔμεινε σταθερὸς στὴν πατρώα εὐσέβεια. Μετὰ ἀπὸ φρικώδεις βασάνους, τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ τὴν Μεγάλη Τρίτη τοῦ ἔτους 1437.
Διήγησης ὠφέλιμος Μάλχου μοναχοῦ αἰχμαλωτισθέντος
Κάποιος μοναχός, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Μάλχος, ἔκανε παρακοὴ στὸν Γέροντά του καὶ ξεκίνησε χωρὶς νὰ λάβει εὐλογία γιὰ τὴν γενέτειρά του, τὴ Μαρώνεια τῆς Συρίας, προκειμένου νὰ τακτοποιήσει τὰ κληρονομικὰ θέματα τῆς οἰκογένειάς του, μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του. Κατὰ τὸ ταξίδι, τὸν συνέλαβαν οἱ Σαρακηνοὶ καὶ μαζὶ μὲ μία γυναίκα τοὺς πούλησαν σὲ ἕναν Αἰθίοπα. Ἐκεῖ ὁ μοναχὸς Μάλχος ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ὑπηρέτη. Καὶ ὁ κύριός του, γιὰ νὰ τὸν ἀνταμείψει, τοῦ πρότεινε νὰ νυμφευθεῖ ὡς σύζυγό του τὴν συναιχμάλωτή του γυναίκα. Ὁ Μάλχος τοῦ ἐξήγησε ὅτι εἶναι μοναχὸς καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ νυμφευθεῖ. Ὁ Αἰθίοπας, ὅμως, τὸν ἀπείλησε καὶ ἔτσι ὁ μοναχὸς ἔκανε εἰκονικὸ γάμο μὲ τὴν γυναίκα αὐτή.
Κάποια νύχτα ὁ Μάλχος δραπέτευσε μαζὶ μὲ τὴν γυναίκα. Ὁ κύριός του τὸ ἀντιλήφθηκε καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς κυνηγᾶ μὲ ἕναν ὑπηρέτη. Τότε ἐκεῖνοι κρύφθηκαν μέσα σὲ μία σπηλιά, ποὺ ἦταν γεμάτη ἄγρια θηρία. Ὁ Μάλχος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Τὰ ἄγρια ζῶα δὲν τοὺς πείραξαν καθόλου. Μόλις, ὅμως, μπῆκε στὴν σπηλιὰ ὁ Αἰθίοπας μὲ τὸν ὑπηρέτη του, μία λέαινα ὅρμησε καὶ τοὺς κατασπάραξε. Τότε ὁ Μάλχος εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία τους καὶ ἐπέστρεψε στὸν Γέροντά του, ἀναλογιζόμενος σὲ πόσες περιπέτειες τὸν ὁδήγησε ἡ παρακοή, ἐνῷ ἡ γυναῖκα κατέφυγε σὲ γυναικεῖο μοναστήρι.