5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
Οἱ Ἅγιοι Οὐϊκτωρίνος, Οὐΐκτωρ, Νικηφόρος, Κλαύδιος, Διόδωρος, Σαραπίων καὶ Παπίας οἱ Μάρτυρες
Ἡ κυρίως μνήμη τους ἑορτάζεται τὴν 31η Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος τους.
Οἱ Ἅγιοι Δίδυμος καὶ Θεοδώρα οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δίδυμος καὶ Θεοδώρα ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τῶν διωγμῶν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.) καὶ ἐπὶ ἄρχοντος Ἀλεξανδρείας Εὐστρατίου. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα συνελήφθη, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὴ καί, ἀφοῦ ὁμολόγησε ἐνώπιον ὅλων τὸν Χριστό, κλείσθηκε στὴ φυλακή. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, ἀνακρίθηκε ἐκ νέου καὶ ὁδηγήθηκε σὲ πορνεῖο γιὰ διαφθορά. Ἀλλά, κατὰ θεία οἰκονομία, ὁ πρῶτος ποὺ εἰσῆλθε, ὁ στρατιωτικὸς Δίδυμος, θέλοντας νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ντροπὴ καὶ τὸν ψυχικὸ θάνατο τὴν ἕντυσε μὲ τὴν στρατιωτικὴ στολή του καὶ τὴν ἔβγαλε ἔξω. Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ἀκόλαστους νέους, ὅταν εἰσῆλθε στὸ πορνεῖο καὶ βρῆκε ἀντὶ τῆς Θεοδώρας γυμνὸ τὸν Δίδυμο, ἐξεπλάγη καὶ κατήγγειλε τὸ γεγονὸς στὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νά συλλάβουν τὸν Ἅγιο Δίδυμο. Ἐκεῖνος ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸ Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔκαψαν τὸ ἱερὸ λείψανό του. Τὸ ἴδιο τέλος ὑπέστη καὶ ἡ Ἁγία Θεοδώρα, ποὺ τελειώθηκε διὰ πυρός.
Ἔτσι, ἀφοῦ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες τελειώθηκαν, ἔλαβαν τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας ἀπὸ τὸν μισθαποδότη Κύριο.
Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ
Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ βίο καί ἀσκήθηκε στὸν ἀγώνα τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, τῆς ὑπακοῆς, τῆς φιλαδελφίας καὶ τῆς παρθενίας, ἀφοῦ εἰσῆλθε σὲ μοναστήρι. Πολλὰ χρόνια μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή της, ἀνοίχθηκε ὁ τάφος της γιὰ νὰ ἐναποτεθεῖ σὲ αὐτὸν καὶ τὸ σκήνωμα τῆς ἡγουμένης της. Τότε, μὲ θαυμαστὸ τρόπο, «ἡ πρὸ πολλοῦ νεκρὰ κειμένη Θεοδώρα τῇ μητρὶ [ἐννοεῖ τὴν ἡγουμένη] ὥσπερ ζῶσα, συνέσφιγξεν ἑαυτὴν τόπον δοῦσα». Ἔκτοτε τὸ τίμιο λείψανο τῆς Ὁσίας Θεοδώρας δὲν ἔπαυσε νὰ ἐπιτελεῖ ποικίλα θαύματα.
Πρέπει ὅμως νὰ ἀναφέρουμε ἕνα ἀκόμη Συναξάρι, τὸ ὁποῖο παραθέτει ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης μὲ βάση τὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα Ι 70 καὶ τὸ ὁποῖο δὲν ἐμφανίζει καμιὰ σύγκλιση μὲ τὰ ἀνωτέρω.
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα, σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ Συναξάρι, ἦταν ἀπὸ τὴ νεανική της ἡλικία πόρνη, ἀλλὰ μετὰ τὴν παρέλευση ἀρκετῶν ἐτῶν μετανόησε. Διένειμε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ εἰσῆλθε σὲ ἕνα βαθὺ λάκκο ἀναμένοντας κάποια θεϊκὴ ἐντολή. Ἀφοῦ διέμεινε ἐντὸς τοῦ ὀρύγματος ἐπὶ πέντε ἔτη «προσκαρτεροῦσα ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ καὶ γυμνότητι σαρκὸς καὶ ταλαιπωρίᾳ», τῆς γνωστοποιήθηκε μὲ ἀγγελικὸ ὅραμα ἡ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν της. Στὴν συνέχεια ἔχτισε ἕνα μικρὸ κελί, ὅπου ἐγκαταβίωσε γιὰ τὴν ὑπόλοιπη ζωή της, ἐνῷ μετὰ τὴν κοίμησή της ἐπιτέλεσε πλῆθος θαυμάτων. Ἴσως πρόκειται περὶ ἄλλης ὁμωνύμου ἐκ τῆς αὐτῆς πόλεως, περὶ τῆς ὁποίας ὅμως οἱ Συναξαριστὲς σιωποῦν.
Πρόσφατα, ἐν τούτοις, ἀποδείχθηκε ὅτι τὰ γλωσσικὰ δεδομένα τοῦ Συναξαρίου τῆς 5ης Ἀπριλίου συγκλίνουν μὲ αὐτὰ τοῦ Βίου καὶ τῆς Διηγήσεως γιὰ τὴ μετακομιδὴ τοῦ λειψάνου τῆς Ὁσίας Θεοδώρας τῆς Μυροβλύτιδος († 29 Αὐγούστου). Ἐπιπλέον , ἐντοπίσθηκαν καὶ ἐσωτερικὰ στοιχεῖα τοῦ Συναξαρίου, ποὺ καταδεικνύουν τὴ νοηματικὴ σχέση του μὲ τὰ δύο κείμενα τοῦ Γρηγορίου κληρικοῦ καὶ τὴν ἐξάρτησή του ἀπὸ αὐτά, γεγονὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀνεπιφύλακτη ταύτιση τῆς Ὁσίας Θεοδώρας τοῦ Συναξαρίου μὲ τὴν Ὁσιομυροβλύτιδα Θεοδώρα.
Ἕνα, ἐπίσης, σοβαρὸ πρόβλημα ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ταύτιση ἢ τὸν διαχωρισμὸ τῶν δυὸ ὁμωνύμων Ὁσίων εἶναι τὸ ὑμνογραφικὸ καὶ συγκεκριμένα ὁ Κανόνας πρὸς τιμὴν τῆς Ὁσίας Θεοδώρας, ποὺ ἀποδίδεται στὴ γραφίδα τοῦ Ὁσίου Ἰωσὴφ τοῦ Ὑμνογράφου. Ὁ Κανόνας αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀντλεῖ ἀπὸ τὸ Συναξάρι τῆς 5ης Ἀπριλίου, ἐπιγράφεται σὲ ἕνα μεγάλο ὑμνογράφο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος διέμεινε καὶ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ συνέγραψε Κανόνες πρὸς τιμὴν ἀρκετῶν Θεσσαλονικέων Ἁγίων, ἀλλὰ κοιμήθηκε σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα ἄποψη τὸ ἔτος 886 μ.Χ., δηλαδὴ ἕξι χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμηση τῆς Ὁσίας Θεοδώρας τῆς Μυροβλύτιδος. Ἡ μοναδικὴ ἀπάντηση ποὺ μπορεῖ νὰ δοθεῖ στὸ σοβαρὸ αὐτὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο παραμένει ἀνοικτό, εἶναι ἡ ἀπόδοση τοῦ Κανόνος σὲ κάποιο μαθητή του, πιθανότατα τὸν Θεοφάνη τὸν Σικελό, πολλοὶ Κανόνες τοῦ ὁποίου, ὅπως ἔχει διαπιστωθεῖ ἀπὸ τὴν ἔρευνα, φέρουν στὴν ἀκροστιχίδα τους τὸ ὄνομα τοῦ Ἰωσήφ.
Ὁ Ἅγιος Ζήνων ὁ Μάρτυρας
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ζήνων, τὸν ὁποῖο, ἀφοῦ ἄλειψαν μὲ πίσσα, τὸν ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ τὸν θανάτωσαν μὲ δόρυ.
Ὁ Ἅγιος Θέρμος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θέρμος τελειώθηκε διὰ πυρός.
Οἱ Ἁγίες κυρία καὶ δούλη οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἁγίες τελειώθηκαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος καὶ Τερέντιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος καὶ Τερέντιος τελειώθηκαν μὲ ξίφος.
Οἱ Ἁγίες Πέντε Μάρτυρες νεάνιδες ἀπὸ τὴν Λέσβο
Οἱ Ἁγίες αὐτὲς τελειώθηκαν διὰ ξίφους. Ποῦ καὶ πότε καὶ ὑπὸ ποῖες συνθῆκες δὲν γνωρίζουμε. Στὸ ὄρος Λίβανος τῆς Λέσβου ὑπῆρχε μονὴ τῶν Ἁγίων Πέντε, μαρτυρούμενη ἤδη ὑπὸ συνοδικῆς ἀποφάσεως τοῦ ἔτους 1331. Στὴ θέση τῆς μονῆς σήμερα ὑπάρχει χτισμένος μικρὸς ναός, στὸν ὁποῖο ἔχουν ἐντοιχισθεῖ παλαιοχριστιανικὰ ἀρχιτεκτονικὰ μέλη. Στὸ μέρος αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου ἢ τῆς τιμῆς τῶν Πέντε Μαρτύρων νεανίδων τῆς Λέσβου.
Ὁ Ἅγιος Πομπήιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πομπήιος τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ἡ Ἁγία Ὑπομονὴ ἡ Μάρτυς
Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ὑπομονῆς ἀναφέρεται στὸ Βατοπαιδινὸ Κώδικα 1104 φ. 98β καὶ στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὶς 9 Ἀπριλίου.
Ὁ Ἅγιος Μπέκαν ὁ ἐξ Ἰρλανδίας
Ὁ Ἅγιος Μπέκαν ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν γόνος τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας τῆς Ἰρλανδίας. Ὅταν ἔχτιζε τὴν ἐκκλησία του παρέμενε πολλὲς φορὲς γονυπετὴς καί, ἐνῷ τὰ χέρια του ἐργάζονταν, τὰ χείλη ψέλλιζαν εὐχὲς καὶ ἀπὸ τὰ μάτια του ἔρρεαν ἀκατάπαυστα δάκρυα. Συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν δώδεκα ἱεραποστόλων τῆς Ἰρλανδίας.Ὁ Ἅγιος Μπέκαν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἰὼβ Πατριάρχου Μόσχας καὶ πάσης Ρωσίας
Ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας την 2α Ἰουλίου.Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἰώβ, Πατριάρχου Μόσχας καὶ πάσης Ρωσίας, μετακομίσθηκε τὸ ἔτος 1652 μὲ ἀπόφαση τοῦ Μητροπολίτου Νόβγκοροντ Νίκωνος ἀπὸ τὴ μονὴ Σταρίτσα τῆς Μόσχας στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στὸ Κρεμλίνο.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ χώρας Σάμου
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε ἀπὸ Σάμιο πατέρα στὴ Νέα Ἔφεσο τὸ ἔτος 1756 μ.Χ. Ἀκολούθησε τὸν ἔγγαμο βίο καὶ ἀπέκτησε τέκνα. Ὅμως, κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1798, εὑρισκόμενος σὲ κατάσταση μέθης, παρασύρθηκε στὸν Ἰσλαμισμὸ καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ γιὰ τὴν πράξη του αὐτὴ ἔνιωσε ντροπή, ἀφοῦ ἀποκήρυξε τὸν Ἰσλαμισμό, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ ἦλθε στὴ Σάμο.
Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας του οἱ Χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ χτίζουν ναὸ στὴν Ἔφεσο, ἀφοῦ πρῶτα ἔλαβαν τὴ σχετικὴ ἄδεια ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ Τοῦρκοι, φέροντες βαρέως ὅτι ἀνεγειρόταν ναὸς τῶν Ὀρθοδόξων καὶ μάλιστα μὲ βασιλικὴ ἄδεια, διέβαλαν τοὺς Χριστιανοὺς ὅτι φόνευσαν τὸν Γεώργιο ὡς ἀποστάτη τῆς πίστεώς τους καὶ ἔκρυψαν τὸ λείψανό του στὰ θεμέλια τοῦ ἀνεγειρόμενου ναοῦ. Ὅμως ὁ Γεώργιος βρέθηκε ἀργότερα καὶ ὁδηγήθηκε μὲ τὴν βία στὴν Ἔφεσο, ὅπου οἱ Τοῦρκοι τὸν πίεζαν νὰ ἐπανέλθει στὴν μωαμεθανικὴ θρησκεία. Κατόρθωσε ὅμως νὰ φυγαδευτεῖ καὶ πάλι στὴ Σάμο, ὅπου συνελήφθη ἐκ νέου καὶ ὁδηγήθηκε στὴ φυλακή. Μὲ τὴν διαμεσολάβηση ὅμως τῶν δημογερόντων τῆς Σάμου τὸν ἄφησαν πάλι ἐλεύθερο. Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ ταραχὲς καὶ οἱ ἀνωμαλίες στὴν Ἔφεσο συνεχίζονταν. Τότε ὁ Γεώργιος, ἀφοῦ μετανόησε καὶ ἦλθε στὸν ἑαυτό του, ἔλαβε τὴν ἀπόφαση τοῦ μαρτυρίου. Ἀπομάκρυνε τὴν οἰκογένειά του, γιὰ νὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ τὸν φανατισμὸ τῶν Τούρκων καὶ παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ Τούρκου ἱεροδικαστοῦ, στὸν ὁποῖο ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Οἱ Τοῦρκοι τότε ἄρχισαν τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ἀπειλές. Καὶ ὅταν εἶδαν τὴν σταθερότητα τοῦ Ἁγίου στὴν πατρώα εὐσέβεια, τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν τὸ ἔτος 1801, ἡμέρα Παρασκευή. Οἱ Χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ ἱερὸ λείψανό του καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Πολυδώρου.
Ἡ Ἁγία Ἀργυρὴ ἡ Νεομάρτυς
Ἡ Ἁγία Ἀργυρὴ ἐγεννήθηκε, τὸ 1688 στὴν Προύσσα τῆς Βιθυνίας, ἀπὸ ἐνάρετους καὶ εὐλαβεῖς γονεῖς, τὸν Γεώργιο καὶ τὴν Σωσάννα. Κοντὰ στὸ σπίτι τῆς Ἀργυρῆς, κατὰ κακὴ τύχη βρισκόταν τὸ σπίτι κάποιου ἀλλόθρησκου προύχοντα, τοῦ ὁποίου ὁ υἱὸς μόλις εἶδε τὴν Ἀργυρή, τόσο θαμπώθηκε άπὸ τὴν ὀμορφιά της, ὥστε θέλησε να δημιουργήσει μαζί της σχέσεις ἐρωτικές καὶ νὰ τὴν κάνει νὰ ἀλλαξοπιστήσει.
Μία ἡμέρα, συναντᾶ τὴν Ἀργυρὴ στὸ δρόμο καὶ τῆς ἀποκαλύπτει τὰ αἰσθήματά του, ἀλλὰ ἡ Ἀργυρὴ ἀτάραχη καὶ σταθερὴ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ αὐτὸν, πρᾶγμα ποὺ τὸν ἔκανε ἔξω φρενῶν καὶ δυνάμωσε τὸ πάθος του. Ὁπότε ἄρχισε νὰ ἐνοχλεῖ καὶ τοὺς γονεῖς της, ἀπειλώντας τους μὲ τὴν ζωὴ τῆς κόρης τους, ἂν δὲν ἀλλαξοπιστήσει. Ἡ Ἀργυρὴ τότε ἀναφέρει στοὺς γονεῖς της τὰ τρέχοντα, ὁπότε οἱ δύστυχοι τρομοκρατημένοι, ἀποφασίζουν νὰ τὴν παντρέψουν μὲ ἕναν Χριστιανὸ νέο, γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὶς κακὲς ἐπιθυμίες καὶ τὶς πιέσεις τοῦ ἀλλόθρησκου.
Πράγματι, σὲ ἡλικία δέκα ἑπτὰ ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ὁδηγεῖται νύμφη ὡραιοτάτη στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ παντρευτεῖ ὀρθόδοξο νέο συγχωριανό της. Ἀλλὰ ὅμως ὁ γάμος τῆς Ἀργυρῆς δὲν ἔσβησε τὸ πάθος τοῦ ἀλλόθρησκου. Καὶ ὅταν μετὰ ἀπὸ δέκα πέντε ἡμέρες ἡ νεόνυμφος ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ σύζυγό της στὴν ἐκκλησία, κατὰ τὸ ἔθιμο, γιὰ νὰ γίνει παράκληση, ἐμφανίζεται μπροστά της ὁ υἱὸς τοῦ προύχοντα μαζὶ μὲ εἴκοσι ἄλλους ἀλλόθρησκους νέους κακῆς διαγωγῆς, καὶ ἁρπάζουν τὴ νύμφη ἀπὸ τὸ μέσον τῶν γονέων καὶ τῶν συγγενῶν της καὶ τοῦ συζύγου της. Ἡ Ἀργυρὴ ἀντὶ νὰ βρεθεῖ στὴν ἐκκλησία βρίσκεται στὸ δικαστήριο μὲ τὴ νυμφική της ἐνδυμασία καὶ μὲ μία ἀναφορὰ ἐναντίον της, ποὺ ἔγραφε ὅτι ἡ Ἀργυρὴ θυγατἐρα τοῦ Γεωργίου καὶ τῆς Σωσάννας, εἶχε ὑποσχεθεῖ στὸν υἱὸ τοῦ προύχοντα ὅτι θὰ ἀλλαξοπιστήσει.
Ὁ κριτής, ποὺ ἦταν καὶ ὁ πατέρας τοῦ ἀλλοθρήσκου, καταδικάζει τὴν Ἀργυρὴ νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ νὰ παντρευτεῖ τὸν υἱό του. Ἡ Ἀργυρὴ ἐστάθηκε μπροστὰ στὴν ἀπόφαση τοῦ κριτοῦ ἀμετάπεισθη, ἀλύγιστη καὶ ἄφοβη. Ὁργισμένος ὁ δικαστὴς διέταξε νὰ τὴ δέσουν καὶ νὰ τὴ φυλακίσουν.
Οἱ δύστυχοι γονεῖς μὴ μπορώντας νὰ παρηγορηθοῦν ἀπὸ τὴ στέρηση τῆς μονάκριβης θυγατρός τους, ἔσπευσαν μέσῳ τοῦ Μητροπολίτου Προύσσης νὰ εἰδοποιήσουν τὸν Πατριάρχη στὴν Κωνσταντινούπολη. Μετέβηκαν καὶ οἱ ἴδιοι μὲ τὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Μητροπολίτου νὰ διαμαρτυρηθοῦν στὴν τουρκικὴ κυβέρνηση, ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ κατάφεραν ἦταν νὰ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὴ φυλακὴ ἡ Ἀργυρὴ σὲ δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ κριτοῦ, μέχρις ὅτου δικασθεῖ σὲ ἀνώτατο δικαστήριο στὴν Κωνσταντινούπολη.
Τὴν ἐπαύριο, ἀδύνατη καὶ ταλαιπωρημένη, ἡ Ἀργυρὴ ὁδηγεῖται στὶς φυλακὲς τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρις ὅτου ὁρισθεῖ ἡ δίκη. Δύο χρόνια ὁ σύζυγος καὶ οἱ γονεῖς της ἀγωνίζονται νὰ ὁρισθεῖ ἡ ἡμέρα τῆς δίκης. Τέλος, ὁδηγεῖται στὸ δικαστήριο, ἀλλὰ ἡ ἀπόφαση εἶναι ἡ ἴδια μὲ τοῦ κριτοῦ τῆς Προύσσης, ποὺ ἔλεγε: «Ἡ Χριστιανὴ Ἀργυρὴ ἢ θὰ ἀλλαξοπιστήσει νὰ παντρευθεῖ τὸν υἱὸ τοῦ προύχοντα ἢ θὰ κλεισθεῖ σὲ ἰσόβεια δεσμά.
Καὶ πάλι ὁ ἐρωτομανὴς ἀλλόθρησκος ὁργισμένος μὲ τὴν ἀλύγιστη στάση τῆς Ἀργυρῆς κατόρθωσε ὥστε νὰ τὴν ἁλυσοδέσουν καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσουν στὴ φυλακή.
Ἡ ἀκλόνητη καὶ ἀληθινὴ πίστη πρὸς τὸ Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν ὑποχωρεῖ οὔτε μπροστὰ στὸ φοβερώτατο θάνατο.
Ἔτσι καταδικάσθηκε ἡ Ἀργυρὴ νὰ σαπίζει στὴ φυλακή, δεμένη μὲ ἁλυσίδες, ἀνάμεσα σὲ αἰσχρὲς καὶ ἀνήθικες γυναῖκες, ποὺ τὶς διέταξαν νὰ βασανίζουν τὴν Ἀργυρὴ, ἡμέρα καὶ νύκτα, γιὰ νὰ τὴν ἀναγκάσουν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Κάθε ἡμέρα τὴ βασάνιζαν μὲ σκληροὺς ραβδισμούς, σκληραγωγίες καὶ νηστεῖες.
Ἡ δύστυχη μητέρα της, Σωσάννα, μὴ ἀντέχοντας τὰ βασανιστήρια τῆς ἀγαπημένης της μοναχοκόρης μετὰ δύο χρόνια πέθανε καὶ αὐτὴ μέσα στὴ φυλακή.
Τὰ βάσανα, οἱ ραβδισμοί, οἱ ἀγρυπνίες καὶ οἱ νηστεῖες ἀδυνάτιζαν καὶ ἔφθειραν σιγὰ - σιγὰ τὴν Ἀργυρή. Τέλος, ἀφοῦ κατάλαβε ὅτι τὸ τέλος ἐπλησίαζε, θέλησε νὰ ἐκτελέσει τὸ τελευταῖο καθῆκόν της πρὸς τὸν προσφιλῆ Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστό, νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, πρᾶγμα ὅμως πολὺ δύσκολο μέσα στὴ φυλακή. Ἀλλὰ ἡ Θεία Χάρις τῆς ὑπέδειξε τὸν τρόπο.
Μέσα στὴ φυλακὴ ἦταν κλεισμένος ἕνας γέρος γιὰ χρέη στὸ κράτος, καὶ ἐπειδὴ ἦταν μέσα πολλὰ χρόνια καὶ ὅλοι τὸν ἐγνώριζαν, τὸν ἄφηναν πότε – πότε νὰ κινεῖται περισσότερο ἐλεύθερα. Αὐτὸν κρυφὰ κατόρθωσε νὰ φωνάξει ἡ Ἀργυρὴ καὶ νὰ τοῦ ἐμπιστευθεῖ τὴ θέλησή της. Καὶ αὐτὸς βρῆκε τὸν προϊστάμενο τῆς ἐκκλησίας τῆς φυλακῆς, καὶ τοῦ ἀνέφερε τὴν ἐπιθυμία τῆς Ἀργυρῆς. Ὁ προϊστάμενος, ὅπως ἐσυνηθίζετο τότε σὲ τέτοιες περιστάσεις, ἔβαλε μέσα σὲ μία σταφίδα τὰ Ἄχραντα Μυστήρια καὶ ὁ γέροντας τὰ μετέφερε μὲ σεβασμὸ στὸ βάθος τῆς φυλακῆς ὅπου ἐβρισκόταν ἁλυσοδεμένη ἡ Ἀργυρή. Ἐκείνη, ἀφοῦ πρῶτα ἐπροσευχήθηκε, ἐκοινώνησε καὶ μετὰ ἀπὸ 24 ὧρες παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Πλάστη καὶ Θεοῦ της μετὰ ἀπὸ 16 χρόνων φρικτὰ μαρτύρια. Ἡ Ἀργυρὴ τὴν 5 Ἀπριλίουμ 1721 ἐνταφιάζεται κατὰ τὴν ἐπιθυμία της σὲ μία ἄκρη στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τῆς Ὁσιομάρτυρος Ἁγίας Παρασκευῆς στὸ Χάσκιοϊ (Πικρίδιο), ποὺ ἦταν τότε νεκροταφεῖο.
Ὁ γέροντας ποὺ τὴν ἐκοινώνησε, τὴν ἀκολουθεῖ ἔως τὸν ἐνταφιασμό της καὶ θέτει πάνω στὸν τάφο της ἕνα κιονίσκο μὲ ἕνα σταυρὸ χαραγμένο ἐπάνω.
Στὶς 30 Ἀπριλίου 1725 ἐτελεῖται ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων της, ἐπειδὴ ζήτησε τοῦτο πολὺς κόσμος ποὺ ἐγνώριζε τὰ βάσανα ποὺ ὑπέφερε ἐπὶ τόσα χρόνια ἡ Ἀργυρή. Κατὰ τὴν ἀνακομιδή, τὴ βρῆκαν ὁλόσωμη νὰ εὐωδιάζει. Ἀμέσως εἰδοποίησαν τὸν Πατριάρχη Παΐσιο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἐρεύνησε αὐτοπροσώπως καὶ εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὸ θαῦμα, ἐλειτούργησε μὲ ὅλη τὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ διέταξε νὰ θέσουν τὸ ἅγιο λείψανό της σὲ ἰδιαίτερη λάρνακα.
Ἰδοὺ τί γράφει καὶ ὁ Πατριάρχης: «Ὢ, τῶν θαυμασίων σου Χριστέ. Ἀφοῦ ἀνοίξαμεν τὸν τάφον εἶδα νὰ μένει σῶο καὶ ἄφθορο τὸ ἅγιο αὐτῆς σκῆνος, νὰ ἀναβλύζει δὲ θαυμασίαν εὐωδίαν καὶ νὰ κάνει σὲ ὅλους θαύματα».
Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης της, ὁπότε ἀπὸ παντοῦ ἐφθαναν πλήθη Χριστιανῶν, ἦρθε καὶ μία Χριστιανὴ εὐλαβὴς μέχρι φανατισμοῦ, ποὺ ἀφοῦ προσκύνησε, θέλησε νὰ λάβει ἔνα δάκτυλο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ λειψάνου, τὸ ὁποῖο καὶ ἔκαμε. Τότε, τὴν ἴδια στιγμή, θαμπώνουν τὰ μάτια της, δὲ βλέπει τίποτε καὶ μήτε μπορεῖ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ λάρνακα. Ὁμολογεῖ σὲ ὅλους τὴν ἁμαρτία της, ζητεῖ συγχώρεση καὶ ἐπιστρέφει τὸ ἱερὸ δάκτυλο ποὺ εἶχε κόψει. Ἔμεινε 40 ἡμέρες κοντὰ στὴν ἁγία λάρνακα μὲ νηστεῖες καὶ προσευχὲς γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀσθένειά της, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε. Τὸ ἴδιο ἔπαθε καὶ μία ἄλλη ποὺ θέλησε νὰ ἀποσπάσει μία τρίχα ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τῆς Ἁγίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τυράννους κατῄσχυνας ἐν τοῖς βασάνοις σεμνή, δειχθεῖσα πολύαθλε, ὥσπερ ἀδάμας στερρός, Χριστοῦ μάρτυς ἔνδοξε, ἔδειξας ἐναθλοῦσα πρὸς τὸν Χριστὸν τὸν Σωτῆρα, ἔρωτά τε καὶ ζῆλον καὶ ἀκόρεστον πόθον, δι’ ὅ σε, Ἀργυρή, αὐτὸς ἀξίως ἐδόξασε.
Ὁ Ἅγιος Παναγιώτης ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Παναγιώτης μαρτύρησε στὴν Ἱερουσαλὴμ ὁμολογώντας τὸν Χριστό, σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ Ἄγγλου Ἱεραποστόλου Ἰωσὴφ Wolff, ποὺ διασώζεται σὲ ἐπιστολὴ αὐτοῦ τῆς 2ας Ἀπριλίου 1839.
Ὁ Νεομάρτυς Παναγιώτης ὑπηρετοῦσε κοντὰ σὲ ἕνα Τοῦρκο εὐγενὴ ποὺ ὀνομαζόταν Ὀσμὰν Ἐφέντης. Ὅταν αὐτὸς μετέβη στὸ τέμενος τοῦ Ὀμάρ, ποὺ βρίσκεται στὴν Ἱερουσαλήμ, ὁ Ἅγιος τὸν συνόδευσε καὶ εἰσῆλθε μαζὶ μὲ τὸν κύριό του στὸ τέμενος. Ἡ εἴσοδος αὐτὴ τοῦ Ἁγίου στὸ τέμενος προκάλεσε τὴν ὀργὴ καὶ τὴν κατ’ αὐτοῦ κατηγορία κάποιων φανατικῶν Τούρκων πρὸς τὸν πασᾶ τῆς Δαμασκοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἅγιος μίανε τὸ τουρκικὸ τέμενος. Ὁ πασᾶς ζήτησε ἀπὸ τὸν Νεομάρτυρα Παναγιώτη, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν θάνατο, νὰ ἀσπασθεῖ τὸν Ἰσλαμισμό. Μὲ τὸ ἄκουσμα τῆς προτάσεως αὐτῆς ὁ Ἅγιος, μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ θάρρος, ὁμολόγησε τὴν πίστη του ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος λέγοντας: «Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος. Θανάτωσέ με, δὲν φοβᾶμαι. Χριστὸς Ἀνέστη!». Ἔτσι ὁδηγήθηκε στὴν πύλη τοῦ Δαβίδ, ὅπου γονάτισε καὶ ἔψαλε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» ἐνώπιον πλήθους Μουσουλμάνων. Ἐκεῖ δέχθηκε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ τοῦ ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλή. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Νεομάρτυρα Παναγιώτη τὸ ἀγόρασαν μοναχοὶ τῆς Ἑλληνικῆς μονῆς τῶν Ἱεροσολύμων ἀντὶ 5.000 γροσίων καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τιμὲς καὶ εὐλάβεια.