Η ευθύνη τής διδασκαλίας στην αρχαία Εκκλησία και το είδος τής διδασκαλίας εκείνης
π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Ένα από τα βασικά έργα των Επισκόπων και των Πρεσβυτέρων είναι να καταρτίζουν τους Χριστιανούς, ώστε να διέρχονται από την κάθαρση, στον φωτισμό και την θέωση, για να κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και η θεία Κοινωνία να ενεργεί ως κάθαρση, φωτισμός και θέωση. Οι πιστοί έπρεπε να ζουν την νοερά λατρεία για να συμμετέχουν αξίως και στην λογική λατρεία. Αυτό είναι το έργο των Πνευματικών Πατέρων.
«Δεν εννοώ τον Πνευματικό των συγχρόνων ενοριών, που πάει ο καθένας για να πάρει κοινωνικο-οικογενειακές συμβουλές, και στο τέλος ο Πνευματικός του διαβάζει μια συγχωρητική ευχή και φεύγει κανείς ικανοποιημένος, ότι έχει συγχωρεθεί και μπορεί να πάει να κοινωνήσει, χωρίς ούτε ο παπάς να έχει ιδέα από νοερά προσευχή ούτε ο εξομολογούμενος. Στην αρχαία Εκκλησία ήταν αισθητό το γεγονός ότι κάποιος είχε φώτιση και ο άλλος δεν είχε. Ο ένας κοινωνούσε, ο άλλος δεν κοινωνούσε. Ήταν αισθητό στην αρχαία Εκκλησία. Τώρα, είναι αναίσθητα αυτά τα πράγματα. Και όλοι αισθάνονται μια ανακούφιση από την εξομολόγηση, από την θεία Κοινωνία μόνο».
Παλαιά στην Εκκλησία ο κατ’ εξοχήν Πνευματικός που προετοίμαζε τους πιστούς για την θεία Κοινωνία ήταν ο Επίσκοπος. Αυτός κατήρτιζε και τους Πρεσβυτέρους να γίνουν καλοί Πνευματικοί. Συνέβαινε ό,τι και στην ανθρώπινη γνώση.
«Διδάσκει ο καθηγητής της αστρονομίας τους υποψηφίους διδάκτορες να γίνουν και αυτοί όσο καλός είναι ο ίδιος ο καθηγητής. Γιατί; Για ν' αφήσει διαδόχους, για να συνεχίζεται η παράδοση της αστρονομίας, διότι αν σταματήσει αυτή η διδασκαλία και η προετοιμασία διδακτόρων, υποψηφίων καθηγητών να διαδεχθούν τους τωρινούς αστρονόμους, τότε η αστρονομία ως επιστήμη θα σβήσει».
Αυτό γινόταν και στην Εκκλησία σχετικά με την μέθοδο θεραπείας για την προετοιμασία για την θεία Κοινωνία. Γι' αυτό στην διδασκαλία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου η διδασκαλία-κατήχηση συνδέεται στενότατα με την εξομολόγηση-μετάνοια που ήταν έργο του Επισκόπου, σύμφωνα με το παράδειγμα του αστρονόμου που προαναφέρθηκε.
«Ακριβώς το ίδιο γινόταν στην Εκκλησία. Ο δεσπότης είναι ο καθηγητής του Πανεπιστημίου και διδάσκει τους υποψηφίους διδάκτορες. Ποιοι είναι οι υποψήφιοι διδάκτορες; Οι καλόγεροι είναι, οι οποίοι θα διαδεχθούν τον δεσπότη. Γιατί θα διαδεχθούν τον δεσπότη; Όχι διότι είναι καλόγεροι με την σημερινή έννοια, αλλά διότι είναι εκείνοι που μανθάνουν την αέναη μνήμη του Θεού και πώς καθαρίζεται ο νους, πώς κανείς φθάνει στην φώτιση και πώς φθάνει κανείς στην θέωση. Γι' αυτό είναι ο Επίσκοπος ο δάσκαλος των μοναχών.
Μετά, καταντήσαμε στην περίοδο που περιγράφει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο οποίος διαμάχεται και διαπληκτίζεται με πολλούς στην εποχή του, διότι οι καλόγεροι έγιναν διδάσκαλοι, ενώ πριν ο Επίσκοπος μόνον ήταν ο διδάσκαλος, τώρα έγιναν και οι καλόγεροι διδάσκαλοι. Λοιπόν, το επιχείρημα των Επισκόπων ήταν τι; Ότι το διδάσκειν είναι μόνον των Επισκόπων, ο μοναχός δεν είναι διδάσκαλος.
Τώρα, σημειώστε πολύ προσεκτικά αυτό το πράγμα. Ο Επίσκοπος είναι ο διδάσκαλος, ο μοναχός είναι ο μαθητής, δεν μπορεί ο μοναχός να κάνει τον δάσκαλο. Τι ήταν το θέμα; Αν δείτε προσεκτικά, η διαμάχη είναι για το Μυστήριο της εξομολογήσεως, το Μυστήριο της μετάνοιας, εάν επιτρέπεται σε μοναχούς να εξομολογούν. Διότι ο εξομολόγος στην αρχαία Εκκλησία είναι ο Επίσκοπος. Μετά όμως, επεκράτησε ο Επίσκοπος αυτός να δίδει άδεια να εξομολογεί και ο Πρεσβύτερος. Εδώ, όμως, έχουμε και μοναχούς που εξομολογούν. Και η διαμάχη γίνεται εναλλάξ. Άλλοτε λέγεται εξομολόγηση, άλλοτε λέγεται διδασκαλία.
Εάν διαβάσετε προσεκτικά, ταυτίζει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος την διδασκαλία με την εξομολόγηση, με το μυστήριο της μετάνοιας. Γιατί ταυτίζει τα δύο αυτά; Διότι ο Επίσκοπος στην αρχαία Εκκλησία είχε έργο να διδάσκει τους ανθρώπους να περνούν από το στάδιο της καθάρσεως, να φθάνουν στην φώτιση, το οποίο έκαναν οι Πνευματικοί παπάδες, Πρεσβύτεροι στην ενορία υπό τον έλεγχο του Επισκόπου. Διότι εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν ας πούμε πέντε-έξι οι κατηχούμενοι αλλά ήταν εκατοντάδες. Υπήρχε ολόκληρο σχολικό σύστημα μέσα στην Εκκλησία. Ήταν εκατοντάδες οι κατηχούμενοι κάθε χρόνο και τους βαπτίζανε συνήθως το Μέγα Σάββατο κ ο κ.
Για να οργανωθεί σωστά η κατήχηση, ο Πρεσβύτερος, υπό την καθοδήγηση του Επισκόπου, αναλάμβανε την διδασκαλία των νεοφώτιστων, των φωτισμένων, ορισμένων κατηχουμένων και μετά οι Διάκονοι τους κατηχουμένους κλπ. Αυτά τα περιγράφει με πολλή λεπτομέρεια ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Αν θέλετε να δείτε την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας, πάρετε τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη να διαβάσετε, "Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας"· είναι όλα εκεί μέσα.
Λοιπόν, ο Επίσκοπος, εθεωρείτο ότι είναι ο δάσκαλος των μοναχών. Γιατί: Διότι εκείνα τα χρόνια περνούσε κανείς την κατάσταση της καθάρσεως, έφθανε στον φωτισμό και είχε μια ισχυρά φύση κλπ. Δηλαδή τον νεοφώτιστο μετά τον ανελάμβανε ο δεσπότης και τον εδίδασκε τελευταίος. Γιατί; Για να τον τελειοποιήσει τον άνθρωπο, να τον κάνει διδάκτορα της θεολογίας. Διδάκτορας της θεολογίας τι σημαίνει; Αέναο του Θεού μνήμη, νοερά προσευχή κλπ., τα οποία είχαν περιορισθεί επί το πλείστον στους κύκλους των μοναχών, οι οποίοι προετοιμάζονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και μετά, από την τάξη των μοναχών εξελέγοντο, όχι πάντοτε, αλλά επί το πλείστον μπορούμε να πούμε, οι Επίσκοποι της Εκκλησίας».
Με την πάροδο του χρόνου χάθηκε αυτή η παράδοση, οπότε και οι μοναχοί δίδασκαν, δηλαδή δεν τελούσαν το Μυστήριο της Εξομολογήσεως, αλλά δίδασκαν-κατηχούσαν, με άλλα λόγια βοηθούσαν τους πιστούς να απαλλάσσονται από τους λογισμούς, να ξεχωρίζεται η νοερά ενέργεια από την λογική ενέργεια και να γίνεται η νοερά προσευχή. Έτσι καταλαβαίνουμε τι είναι διδασκαλία, τι είναι μετάνοια και τι σχέση έχουν αυτά με την θεία Κοινωνία.
«Εάν πάρουμε του Συμεών του Νέου Θεολόγου τα συγγράμματα, όταν μιλάει για διδασκαλία, τι εννοεί, ποιος είναι ο δάσκαλος, δηλαδή, κάνει την ανάπτυξη, γιατί δάσκαλοι έγιναν και οι καλόγεροι, ενώ σε αρχαιότερη εποχή δεν επιτρεπόταν στους καλογέρους να είναι δάσκαλοι. Διότι ο καλόγερος είναι μαθητής, λένε οι παλιοί Πατέρες, και δάσκαλος είναι ο Επίσκοπος. Και εξηγεί γιατί έγιναν οι καλόγεροι δάσκαλοι στα χρόνια του και τι είναι η διδασκαλία. Εννοεί εξομολογήσεις και άφεση αμαρτιών.
Όταν ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος μιλάει για διδασκαλία και γιατί οι καλόγεροι έχουν το καθήκον να διδάσκουν, εννοεί το καθήκον να εξομολογούν. Διότι η εξομολόγηση είναι η διδασκαλία η κατ' εξοχήν της Εκκλησίας, διότι στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως γινόταν η διδασκαλία για την κάθαρση και να φθάσει κανείς στον φωτισμό.
Ενώ όταν λέμε σήμερα δάσκαλο, είναι τελείως άσχετο με την εξομολόγηση. Ο δάσκαλος σήμερα είναι ένας κατηχητής, ένας καθηγητής Πανεπιστημίου, ένας δάσκαλος στο γυμνάσιο κλπ. Άλλα όταν διδάσκει, διδάσκει την λογική του ανθρώπου, δεν γυμνάζει τον νουν πλέον, γι' αυτό και η διδασκαλία δεν έχει σχέση με την πνευματική καθοδήγηση, έχει μόνο μια έμμεση σχέση σήμερα. Γι' αυτό και ο καλόγερος έγινε δάσκαλος ή Πνευματικός Πατέρας, επειδή οι Επίσκοποι δεν κάνουν τα καθήκοντά τους επάνω σε αυτό το θέμα στην εποχή του Συμεών του Νέου Θεολόγου».
Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να δούμε και το κήρυγμα στην θεία Λειτουργία, που αναφέρεται στο πώς θα αποκτήσουμε σχέση με τον Θεό, πώς θα βιώσουμε την θέωση, πώς θα αποκτήσουμε την αγάπη. Το ότι σήμερα τα κηρύγματα στην Εκκλησία δεν αναφέρονται πολύ στο πως, αλλά κάνουν λόγο για το τι, αυτό δείχνει ότι δεν συντονίζονται στην προοπτική της θείας ευχαριστίας, δεν είναι ευχαριστιακά ούτε και εκκλησιαστικά, διότι δεν προϋποθέτουν τον ησυχασμό.
«Εδώ υπάρχει το μεγαλύτερο πρόβλημα του Χριστιανισμού σήμερα. Ωραία κηρύγματα ακούμε από τον άμβωνα, όλοι οι παπάδες ιεροκήρυκες μιλάνε για αγάπη, μιλάνε για το ένα και το άλλο.
Εγώ έχω γράψει ολόκληρο βιβλίο που λέγεται "Προπατορικόν αμάρτημα" και, όταν το έγραψα, ιδέα δεν είχα του πώς κανείς φθάνει σε αυτήν την ανιδιοτελή αγάπη. Εκεί είχα την περιγραφή, ας πούμε αναλυτικά, αλλά η μέθοδος για να φθάσουμε ποια είναι δηλαδή. Καθόμαστε μιλάμε για ανιδιοτελή αγάπη. Και ποιος μπορεί να γίνει ανιδιοτελής; Και ποιος έχει φθάσει στην ανιδιοτέλεια; Ποιος έχει φθάσει στην αγάπη; Και όταν καθόμαστε και λέμε ότι έχουμε αγάπη, τι είμαστε; Πραγματικά έχουμε την αγάπη ή0 υποκρινόμαστε ότι έχουμε την αγάπη; Αυτό είναι πρόβλημα.
Και ωραία τα κηρύγματα, τα κηρύγματα γεμίζουν τον άμβωνα, ωραία πράγματα, οι Χριστιανοί κάθονται και ενθουσιάζονται με αυτά τα κηρύγματα, αλλά ακούμε τα κηρύγματα, εγώ τουλάχιστον δεν έχω ακούσει το πώς· το τι, ναι· το πού, ναι· το πώς; Συνήθως το "πώς" είναι μην κάνεις τούτο, μην κάνεις αυτό, μην κάνεις εκείνο, αυτό είναι αμαρτία, εκείνο αμαρτία, να κάνης τούτο, να κάνης καλά έργα. Ναι, όλα αυτά είναι εντάξει, αλλά τα καλά έργα μπορεί κανείς να τα κάνει, και στο τέλος αντί να φθάσει στον Παράδεισο να πάει στην Κόλαση».
Στην αρχαία Εκκλησία, αντί να κάνουν ατομικά κηρύγματα, διάβαζαν πατερικούς λόγους.
«Στους Πατέρες της Εκκλησίας, αρκεί να διαβάσει κανείς τα κηρύγματα του Χρυσοστόμου, θα δει πόσο ανεπτυγμένο ήταν το αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης στον Χρυσόστομο, ο οποίος είναι από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, ο οποίος διαβαζόταν αιώνες από όλους τους Ορθοδόξους.
Παλιά υπήρχε η ωραία συνήθεια, που αντί να ακούμε τον παπά να εξηγεί το ευαγγέλιο κάθε Κυριακή, αυτά τα ευσεβιστικά κηρύγματα, σε κάθε ευαγγέλιο διάβαζαν πατερικά κηρύγματα».
Τελικά, όλη η Ορθόδοξη λειτουργική παράδοση και όλα τα άλλα Μυστήρια και οι τελετές αφορούν τα μέλη της Εκκλησίας και αποβλέπουν στην μέθεξη του Μυστηρίου της θείας ευχαριστίας, ώστε ο Χριστός να γίνει κάθαρση, φωτισμός, θέωση. Δεν υπάρχουν άλλοι σκοποί, δεν υπάρχουν Ιδιωτικά Μυστήρια, δεν μπορούν να ξεχωρισθούν όλες οι εκκλησιαστικές τελετές από την μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Και όλα αυτά δεν μπορούν να είναι ανεξάρτητα από το πραγματικό μυστήριο, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Υπάρχει σαφής ενότητα μεταξύ δόγματος, προσευχής, Μυστηρίων, ασκήσεως και θείας ευχαριστίας. Όλοι αυτοί είναι οι άξονες της εκκλησιαστικής ζωής.
http://trelogiannis.blogspot.gr/2017/03 ... t_625.html
«Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων υμών».