Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ: ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Του Μανόλη Α. Λουκάκη
Ένας πιστός της Προτεσταντικής εκκλησίας ρώτησε ένα Ορθόδοξο ιερέα να του εξηγήσει τα θεολογικά του πιστεύω. Ο ιερέας του απάντησε ότι θα ήταν καλύτερα να ρωτούσε «όχι τι πιστεύουμε οι Ορθόδοξοι, αλλά πώς λατρεύουμε».
Εισαγωγή
Οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως φιλέορτα όντα. «Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», όπως έλεγε ο αρχαίος έλληνας φιλόσοφος Δημόκριτος (5ος αι. π. Χ.). Δηλαδή, ζωή που δεν έχει εορτές, είναι σαν μια μακρινή οδοιπορία χωρίς κανένα πανδοχείο για ξεκούραση κατά τη διαδρομή. Οι χριστιανοί ιδιαίτερα, όπως και οι ιουδαίοι αλλά και άλλοι αρχαίοι λαοί, εκτός από τις εορτές που είχαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, συνήθιζαν και να προσεύχονται σε ορισμένα σημεία του εικοσιτετραώρου. Αυτή η ιδιωτική προσευχή, που γινόταν ελεύθερα και στις περισσότερες φορές αυτοσχέδια, πήρε βαθμηδόν τη μορφή ακολουθιών, δηλαδή προσευχών που είχαν συγκεκριμένη σειρά και περιεχόμενο και γινόταν στους ναούς από ολόκληρη τη χριστιανική κοινότητα κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Έτσι με την εξάπλωση του χριστιανισμού συγκροτήθηκε σύστημα καθημερινών ακολουθιών, που ονομάζονται «ακολουθίες του νυχθημέρου». «Νυχθήμερο» ονομάζεται ο κύκλος του εικοσιτετραώρου, επειδή κατά το ιουδαϊκό σύστημα καταμετρήσεως του χρόνου, πρώτη θεωρείται η νύχτα (νύχτα-ημέρα). Αντίθετα με το ελληνορωμαϊκό ημερολόγιο πρώτη υπολογίζεται η ημέρα γι’ αυτό μιλούμε για «ημερονύχτιο» (ημέρα-νύχτα). Αυτές οι δυο παραδόσεις συμβιώνουν στη λειτουργική μας πράξη. Πρώτη ακολουθία του νυχθημέρου θεωρείται η εσπερινή ακολουθία (Εσπερινός ή λυχνικόν από το άναμμα των φώτων), κατά τον ιουδαϊκό τρόπο. Γι αυτό η λειτουργική μέρα αρχίζει από το βράδυ, ενώ η νηστεία ακολουθεί την ελληνορωμαϊκή παράδοση και η νήστιμη ημέρα ή η κατάλυση αρχίζει από το πρωί.
Στο παρόν άρθρο επιλέξαμε να γίνει μια σύντομη αναφορά και θεολογική ανάλυση της ακολουθίας του Εσπερινού, μιας και η ακολουθία αυτή, μαζί με την ακολουθία του Όρθρου και τη Θ. Λειτουργία, είναι από τις πιο συχνές αλλά και πιο πλούσιες σε αγιογραφικό και υμνολογικό περιεχόμενο απ’ όλες τις άλλες ακολουθίες της Εκκλησίας. Και φυσικά πολύπλοκες γι’ αυτό και απαιτείται πολύ προσοχή, κατάλληλη προετοιμασία για την τέλεσή τους και τη συμμετοχή μας σ’ αυτές. Πρότυπό μας είναι ο Εσπερινός του Σαββάτου. Είναι η προσευχή της Εκκλησίας, οποία μας φέρνει κοντά στο Θεό και μας ενώνει μαζί Του. Είναι η λατρεία της τόσο κατά την Κυριακή, ως ημέρα ανάμνησης της Αναστάσεως του Κυρίου και της Δευτέρας πάλιν και ενδόξου φρικτής παρουσίας Του, όσο και τις άλλες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές και σ’ εκείνες των Αγίων, αλλά και τις καθημερινές. Έτσι ο Χριστός γίνεται το κέντρο και ο στόχος της νυχθημέρου λατρείας. Γιατί, όπως παρατηρεί ο αείμνηστος καθηγητής Ι. Φουντούλης, «είναι πραγματικά σοβαρή έλλειψη να μη γνωρίζουμε το περιεχόμενο και το νόημα των ακολουθιών αυτών, που καθημερινά τελεί η εκκλησία μας και να μην αντλούμε από αυτές εκείνο που ζητά από εμάς εκείνη».
Έλλειψη κατηχήσεως;
Βέβαια είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο λαός μας σήμερα είναι ελάχιστα ή καθόλου ενημερωμένος και κατηχημένος στο περιεχόμενο και το νόημα των ακολουθιών αυτών γι’ αυτό παρατηρείται πολλές φορές αταξία και ακαταστασία κατά τη συμμετοχή μας. Ακόμη και από ανθρώπους που δεν τους λείπει η πίστη ούτε η διάθεση, πολλές φορές ξεφεύγει το νόημα όλων αυτών των ιερών πραγμάτων. Άλλοι καίτοι βαπτισμένοι χριστιανοί ορθόδοξοι δείχνουν πλήρη αδιαφορία στις ακολουθίες. Αυτά οφείλονται σε πολλούς παράγοντες, κυρίως όμως στην έλλειψη κατηχήσεως στα θέματα της πίστεώς μας, αλλά και το πρόβλημα της γλώσσας γενικά, που δεν μπορούν φυσικά ν’ αναφερθούν εδώ αναλυτικά. Σε σύγκριση όμως με παλαιότερες εποχές, η κατάσταση φαίνεται ότι ήταν πολύ διαφορετική. Ακόμη και κατά τους σκοτεινούς αιώνες της σκλαβιάς (Τουρκοκρατίας) και των διωγμών, αυτοί οι αγράμματοι ή ολιγογράμματοι παππούδες μας ήταν αρτιότερα καταρτισμένοι στα θέματα της πίστεως. Έχοντας ευλάβεια και ταπείνωση κράτησαν άσβεστη τη λειτουργική παράδοση και σεβάστηκαν την τάξη και την πίστη της Εκκλησίας. Καθώς παρατηρεί ο π. Γ. Μεταλληνός, «αν αυτό δεν μπορούμε να το διακρίνουμε καθαρά σήμερα, αφού η άμεση και συνεχής σχέση με τη λατρεία περιορίστηκε σ’ ένα φιλακόλουθο ‘λήμμα’, που αντιστέκεται ακόμη στην ψυχοφθόρα εκκοσμίκευση και στον εξευρωπαϊσμό, δεν παύει να είναι ιστορικά απόλυτα τεκμηριωμένο για την περίοδο της δουλείας του Γένους μας, το οποίο μόρφωνε ‘νουν Χριστού’ και φρόνημα πατερικό, δηλαδή εκκλησιαστικό, μέσα στην πνευματική κολυμπήθρα της λατρείας, αποστηθίζοντας τους ύμνους και τα τροπάρια και θεολογώντας στην καθημερινότητά του με τους πατερικούς όρους της. Οι θεολογικές διατυπώσεις της υμνογραφίας μας, ήταν η τρέχουσα και επίκαιρη θεολογική γλώσσα κληρικών και λαϊκών, εκείνων, φυσικά, που είχαν συνδέσει τη ζωή τους με τη λατρεία και το μοναστήρι και που δεν ήταν λίγοι». Στη ζωή και τα έργα τους αναγνώριζε κανείς τις Διδαχές του Αγ. Κοσμά του Αιτωλού, αποσπάσματα από τη φιλοκαλία του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, τα Αποφθέγματα των Πατέρων (Γεροντικών και Μητερικών), ήξεραν χωρία από την Αγία Γραφή. Η Κυριακή ήταν η σπουδαιότερη μέρα της ζωής τους, ημέρα αργίας και αναπαύσεως και φρόντιζαν να είναι έτοιμοι: Ποιος δε θυμάται τη φράση: «χαράς τονε που σκόλασε Σαββάτο μεσημέρι»; Ήθελαν νάρθουν από το πρωί στην εκκλησιά ν’ ακούσουν τον Εξάψαλμο, να προσκυνήσουν το Ευαγγέλιο και σε στιγμές πειρασμών, διωγμών και απόγνωσης έβρισκαν παρηγοριά διαβάζοντας το Ψαλτήρι και την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Ενώ πολλοί από μας σήμερα καίτοι απόφοιτοι Λυκείων ή Πανεπιστημίων, επιδιώκουμε την ανάγνωση του Αποστόλου, του Ευαγγελίου και άλλων ύμνων και ευχών στη δημοτική για να τα καταλαβαίνουμε δήθεν καλύτερα, αυτοί οι μακαριστοί πρόγονοί μας, αποδείχνονταν και εδώ πρωτοπόροι. Θα μου μείνει αξέχαστη η εμπειρία όταν ήμαστε παιδιά στα χρόνια μου, που ακούγαμε τις γριούλες – γεννημένες και αναθρεμμένες στα χρόνια της δουλείας – να ψιθυρίζουν ευλαβικά το «Κύριε ελέησον» μετά από κάθε τελεία κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίου από τον ιερέα: Παρακαλούσαν το Χριστό να τους φωτίσει στην κατανόηση των ιερών κειμένων κι’ αυτό δείχνει υπομονή και ταπεινοφροσύνη, κάτι που δε συμβαίνει στις μέρες μας. Αλλά και οι ιερείς μας σήμερα αναγκάζονται ακόμη και ν’ αλλάξουν λέξεις ή φράσεις του Ευαγγελίου, για να μη «σκανδαλίζονται» οι «πιστοί». Εδώ κάθε σχολιασμός φυσικά περιττεύει…
Η Εκκλησία, ο Νέος Ισραήλ
Στο σημείο αυτό πρέπει όμως ν’ αναφέρουμε ότι η Εκκλησία, ο νέος Ισραήλ – όπως και ο Χριστός, ο νέος Αδάμ – συνεχίζοντας την τάξη της Ιουδαϊκής Συναγωγής, του παλαιού Ισραήλ, γιορτάζει κάθε χρόνο τα ίδια γεγονότα και τα ίδια πρόσωπα. Αυτό δεν αποτελεί αιτία κορεσμού του εορτολογίου μας και ανιαρή υπόθεση ρουτίνας με το να επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια, αλλά αφορμή ανανέωσης της κατήχησής μας και στήριξη της πίστεώς μας με την ετήσια επανάληψή τους, που γίνεται «μητέρα πάσης μαθήσεως». Δίδεται έτσι η ευκαιρία χρόνο με το χρόνο, να μαθητεύσουμε πιο βαθειά στο σχολείο της Εκκλησίας και να εξοικειωθούμε περισσότερο με το μήνυμα της θείας χάριτος και σωτηρίας. Αυτό ακριβώς γίνεται μέσα στη λατρεία, όπως φαίνεται στις ακολουθίες του Εσπερινού, του Όρθρου και τη Θ. Λειτουργία. Πάντοτε σ’ όλες αυτές τις ακολουθίες και ξεχωριστά στη Θ. Λειτουργία, η Εκκλησία ζει με απόλυτη βεβαιότητα την παρουσία του Αναστημένου Χριστού, ως νικητή του διαβόλου και του Άδου και αρχηγού της καινούριας κτίσεως, όπου ο θάνατος δεν υπάρχει πια. Γι’ αυτό πανηγυρίζει και γεύεται τη χαρά αυτής της νίκης. Συγχρόνως όμως κραυγάζει «έρχου Κύριε, έρχου» (Αποκ. 22, 17, 20), «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» (Ψαλμ. 117, 26), και Εκείνος απαντά «ναι έρχομαι τάχιστα» (Αποκ. 22, 20). Η Εκκλησία, το σώμα του Χριστού και η Νύμφη Του, μας εισάγει στη Βασιλεία του Θεού, στην ατελεύτητη μέρα, την έσχατη και ανέσπερη, τον άληκτο και αγήρω αιώνα κατά τον Μ. Βασίλειο.
Έτσι μπαίνουμε σε μια πορεία, που διαγράφεται συμβολικά στον Εσπερινό και τον Όρθρο και ανακεφαλαιώνουμε όλη την ιστορία της θ. οικονομίας, των σωτηριωδών και φρικτών ιερών γεγονότων του Θεού για τον άνθρωπο. Μ’ αυτόν τον τρόπο εκφράζεται η ορθή και αδιάλειπτη δοξολογία του Θεού, που μετατρέπει την προσευχή μας σε πίστη της Μίας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αρχίζουμε με την ακολουθία του Εσπερινού, γιατί αυτή είναι η πρώτη από τη σειρά των ακολουθιών της εορτής. Στο σημείο αυτό η Εκκλησία ακολούθησε τον παμπάλαιο εβραϊκό τρόπο χωρισμού του εικοσιτετραώρου, που αναφέραμε στην αρχή. Πρώτο μέρος θεωρείται η νύχτα και δεύτερο η ημέρα. Η πορεία της Εκκλησίας είναι πάντοτε από το θάνατο στη ζωή, από την αμαρτία στη θέωση, από τη νύχτα στη μέρα, από το σκοτάδι στο φως. Έτσι παρουσιάζει τη διαδοχή της περιόδου του σκότους και του φωτός το βιβλίο της Γενέσεως: «Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί ημέρα μία…» (Γεν. 1, 1-5) κοκ.
Το Ψαλτήριο
Κοινό μάλιστα υμνολογικό βιβλίο και για τον παλαιό και το νέο Ισραήλ αποτέλεσε το Ψαλτήριο της Παλαιάς Διαθήκης. Οι πρώτοι χριστιανοί, έψαλλαν τους Ψαλμούς στους ίδιους καιρούς προσευχής, που τους χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι. Και στην ιουδαϊκή λατρεία η καθημερινή αυτή δοξολογική προσευχή (πρωί και βράδυ) ήταν εμπνευσμένη από την ενατένιση των θαυμασίων του Θεού. Το Ψαλτήρι λοιπόν αποτέλεσε το θεμέλιο για τη διαμόρφωση της θ. λατρείας. Όχι μόνο δεν υπάρχει ακολουθία χωρίς ψαλμούς, αλλά και αυτή η βάση, ο σκελετός κάθε ακολουθίας αποτελείται από ψαλμούς. Έτσι το βιβλίο αυτό ήταν διπλά ιερό για τους χριστιανούς, γιατί το καθαγίασε χρησιμοποιώντας το στις προσευχές αλλά και στη διδασκαλία Του ο ίδιος ο Κύριος. Μέσα σ’ αυτό υπάρχουν οι λεγόμενοι Μεσσιανικοί Ψαλμοί, δηλαδή ψαλμοί για το Μεσσία αλλά και προφητείες, που εκπληρώθηκαν κατά γράμμα στο πρόσωπο και το έργο του Ιησού και της Εκκλησίας. Κατά το παράδειγμα του Κυρίου μάλιστα, τόσο οι Απόστολοι όσο και οι Πατέρες αργότερα βρίσκουν σε κάθε Ψαλμό Μεσσιανικά στοιχεία.
Τα θέματα του Εσπερινού
1. Ο Προοιμιακός Ψαλμός (103): Η Δημιουργία
Η ακολουθία του Εσπερινού υπενθυμίζει στον πιστό τη λειτουργία του κόσμου, αλλά και όλο το μυστήριο της θ. οικονομίας και της αναγέννησης του ανθρώπου. Περιέχει τέσσερα θέματα, που εδώ θα περιγράψουμε εν συντομία. Το πρώτο είναι το θέμα της Δημιουργίας. Εκφράζεται με τον Ψαλμό 103 ή αλλιώς Προοιμιακό «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον Κύριε, ο Θεός μου, εμεγαλύνθης σφόδρα», που διαβάζουμε στην αρχή. Κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης (+ 1429), ο Προοιμιακός «διηγείται τη δημιουργία του Θεού και ευχαριστεί για όλα με την ευκαιρία του τέλους της ημέρας, η οποία μας δόθηκε εις απόλαυσιν των κτισμάτων του Θεού». Ο ψαλμός αυτός είναι ένα υπέροχο ποίημα του Δαβίδ, που αναφέρεται στη διήγηση του Μωυσή για τη δημιουργία του κόσμου στο βιβλίο της Γενέσεως της Π.Δ. Πρόκειται για ένα αριστούργημα της αγιογραφικής ποιήσεως και είναι ένας από τους ωραιότερους ψαλμούς του Ψαλτηρίου. Το μεγαλείο του βρίσκεται στο ότι καταφέρνει να αποσπάσει το νου και τη βούληση των πιστών από το δεσμό τους με το κάλλος του κόσμου και να τον οδηγήσει στα ουράνια υπερώα του Ζώντος Θεού: «Εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω, αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον: (Ντύθηκες στη δοξολογία και στη μεγαλοπρέπεια, φορώντας πάνω σου για ιμάτιο το φως)…Πάντα προς σε προσδοκώσι, δούναι την τροφήν αυτών εις εύκαιρον• δόντος σου αυτοίς, συλλέξουσιν: (Όλα στρέφονται προς εσένα και καρτερούν να τα θρέψεις την κατάλληλη ώρα. Δίνεις εσύ κι’ αυτά μαζεύουν)». Κάνει τη συγκλονιστικότερη ιστορία ποίημα και τη ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας, χωρίς να αλλοιώσει στο ελάχιστο την αλήθειά της. Κάνει το βιβλίο της Γένεσης χειροπιαστό και θαυμαστό, αλλά κάνει και τον όμορφο κόσμο γύρω μας ένα βιβλίο, όπου διαβάζουμε τη δύναμη, τη σοφία και την αγάπη του Θεού. Επίκεντρο αυτού του κόσμου, ο μικρόκοσμος άνθρωπος, «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού», βγαίνει για το έργο και για την εργασία του μέχρι το βράδυ: για να οδηγήσει τη σύνολη κτίση στον τελικό της σκοπό και λόγο, την κοινωνία με το Θεό. Μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο του κάλλους του κόσμου ο Δαβίδ ξεχειλίζει από ευγνωμοσύνη και δοξολογία μέχρι τέλους της ζωής του προς το Δημιουργό: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας». «΄Ασω τω Κυρίω, εν τη ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω». Εδώ οιαδήποτε προσπάθεια αποδόσεώς τους στη δημοτική σίγουρα μειώνει το νόημά τους.
Δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι ο ψαλμωδός ονόμασε το ποίημά του «διαλογή»: «Ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δε ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω». Που σημαίνει, «γλυκό να του είναι το τραγούδι μου κι εγώ ευφραίνομαι για τον Κύριό μου». Διότι πράγματι μέσα σ’ αυτό δεν εκφράζει απλώς εντυπώσεις, αλλά διατυπώνει διαλογισμούς και βιώματα μιας ψυχής που ξεχειλίζει από ευγνωμοσύνη και δοξολογία προς το δημιουργό. Ο Ψαλμός αυτός ονομάζεται Προοιμιακός, γιατί αποτελεί το προοίμιο του εσπερινού και γενικά της εορτής. Εκφράζει την πίστη (το δόγμα) της Εκκλησίας για τη δημιουργία του κόσμου από το μηδέν, από το τίποτε, και όχι από ύλη η οποία προϋπήρχε, που είναι και βασική αλήθεια του χριστιανισμού. Αυτήν την αλήθεια συμβολίζει και η ατμόσφαιρα του ναού την ώρα εκείνη (το σκότος), γι αυτό όταν διαβάζεται ο Προοιμιακός, τα κεριά και τα φώτα του ναού σβήνουν (ιδιαίτερα στα μοναστήρια) και οι πιστοί ακροώνται με ευλάβεια και ησυχία.
2. Πτώση, αμαρτία, θάνατος
Το δεύτερο θέμα του Εσπερινού είναι το θέμα της αμαρτίας και της πτώσεως του ανθρώπου, του χωρισμού του από το Θεό, όπως περιγράφεται πάλι στο βιβλίο της Γενέσεως, στο 3ο κεφάλαιο. Εκφράζεται με την ψαλμωδία των επιλυχνίων ψαλμών, ή ψαλμών του λυχνικού. Λέγονται έτσι γιατί ο Εσπερινός συνέπιπτε με το άναμμα των λυχναριών. Ο πρώτος απ’ αυτούς, ο 140ος, αρχίζει με τις φράσεις «Κύριε, εκέκραξα προς σε, εισάκουσον μου• πρόσχες τη φωνή της δεήσεως μου, εν τω κεκραγέναι με προς σε…Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου, έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή». Ψαλλόταν και στην εσπερινή ακολουθία του ιουδαϊκού ναού και σήμερα ψάλλεται στην εκκλησία από τους χορούς αντιφωνικά. Χαρακτηριστικό είναι το θυμίαμα, που προσφέρεται από τον ιερέα στο σημείο αυτό. Η κραυγή που υπονοεί ο ψαλμός (εκέκραξα), κατά τον ιερό Χρυσόστομο, είναι η εσωτερική κραυγή της φλεγομένης καρδιάς για το Θεό και της συντετριμμένης διάνοιας. Το «έπαρσις των χειρών μου» υποδηλώνει τη σύζευξη της θεωρίας της προσευχής και της πράξης της αρετής: Τα χέρια ανυψούμενα προς το Θεό πρέπει να είναι καθαρά από πονηρά έργα και γεμάτα από πράξεις ελεημοσύνης, φιλανθρωπίας και αρετής.
Ακολουθεί ο 141ος ψαλμός, που είναι μεστός κατανύξεως και συντριβής, δέησης προς το Θεό, που γνωρίζει τις καρδιές και τις αμαρτίες των ανθρώπων: «Φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα, φωνή μου προς Κύριον εδεήθην. Εκχεώ ενώπιον αυτού την δέησιν μου• την θλίψιν μου ενώπιον αυτού απαγγελώ». Ψάλλονται ακόμη ο 129ος και ο 116ος, που παρουσιάζουν την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία, το διάβολο και το θάνατο, αλλά και καλλιεργούν την ελπίδα για την έλευση του Μεσσία. Στους τελευταίους στίχους των παρεμβάλλονται τα τροπάρια, τα λεγόμενα εσπέρια, που υμνούν το έργο του Σωτήρα Χριστού, της Θεοτόκου στις δικές της εορτές, ή των εορταζομένων Αγίων ως μιμητών Του. Αυτήν την ελπίδα και την προσδοκία του Μεσσία διαμέσου των αιώνων διακήρυσσε και καλλιεργούσε η λατρεία του Ιουδαϊκού λαού, με τα οράματα των προφητών και τη συνεργασία του Αγίου Πνεύματος, η οποία κορυφώθηκε στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, του άνθους, το οποίο άνοιξε στην ανθρώπινη φυτεία. Γι’ αυτό και το τελευταίο τροπάριο της σειράς αυτής είναι πάντοτε αφιερωμένο στην Παναγία.
3. Είσοδος – «Φως ιλαρόν»
Η είσοδος του ιερέα με το θυμίαμα και λαμπάδες και ο αρχαίος ύμνος «Φως ιλαρόν», φανερώνουν την έλευση και παρουσία του Χριστού στον κόσμο, την ενανθρώπισή Του και την επιστροφή Του προς τον Πατέρα. Εδώ έχουμε το 3ο θέμα του εσπερινού. Ο ιερέας αναφωνεί το «Σοφία ορθοί», γιατί πραγματικά ο Χριστός είναι η Σοφία και το Φως του κόσμου. Μας καλεί δε να τον υποδεχθούμε όρθιοι. Αυτό ακριβώς τονίζει ο ύμνος «Φως ιλαρόν», που ψάλλεται στη συνέχεια πανηγυρικά απ’ όλο το εκκλησίασμα. Ήδη ο Μ. Βασίλειος γνώριζε τον ύμνο αυτό στον Δ΄ αιώνα και τον αποκαλούσε αρχαία φωνή της Εκκλησίας. Τον έψαλλαν και τότε οι χριστιανοί την ώρα που υποδέχονταν το ιλαρό, γλυκύ και ιαματικό εσπερινό φως. Έτσι υμνούσαν το τρισήλιο Φως της Τριαδικής Θεότητας, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Υμνούσαν τον Ζωοδότη Χριστό, τον Υιό του Θεού, το «φως το εκ φωτός», που ως νικητής του θανάτου είναι άξιος να δοξολογείται από τον κόσμο πάντοτε σε κάθε στιγμή και ώρα, με φωνές χαράς και ευφροσύνης. Ακολουθούν επιλεγμένοι στίχοι του Ψαλτηρίου για κάθε μέρα – τα Προκείμενα – τα οποία προαναγγέλλουν την έλευση του Μεσσία, ενώ σε μεγάλες εορτές στο σημείο αυτό διαβάζονται και αναγνώσματα από τη Παλαιά Διαθήκη και έπονται η μεγάλη εκτενής δέηση, το «Καταξίωσον», η κεφαλοκλισία και τα «απόστιχα» ή «εις τον στίχον» τροπάρια, που ψάλλονται με στίχους από ψαλμούς. Ως κατακλείδα μάλιστα του τμήματος αυτού της ακολουθίας, ο ιερέας ευλογεί το λαό, ο οποίος καλείται να σκύψει το κεφάλι του και να αποδεχθεί τη θεία ευλογία σαν πιστός και ταπεινός δούλος, που εγκαταλείπεται στο θέλημα του Κυρίου και Θεού Του.
4. «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα»: το Τέλος
Το παν λοιπόν έχει συντελεστεί για μας. Η οικονομία και το σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο έχει ολοκληρωθεί στο πρόσωπο και το έργο του Ιησού Χριστού. Η Εκκλησία μας καθιστά κοινωνούς και μετόχους της Βασιλείας του Θεού, την αιώνια ζωή της οποίας γευόμαστε ήδη και προσδοκούμε, όσοι μετέχουμε στα Μυστήρια και τη λατρεία Του. Αυτή η αλήθεια δηλώνεται με την προσευχή και ευχαριστήρια ευλογία του Συμεών του Θεοδόχου, που εκφωνεί ο ιερέας στο τέλος της ακολουθίας: «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου…Τώρα Κύριε μπορείς ν’ αφήσεις το δούλο σου να πεθάνει ειρηνικά όπως του υποσχέθηκες γιατί τα μάτια μου είδαν το σωτήρα σου…» (Λουκ. 2, 29-32). Είναι το θέμα του Τέλους, το 4ο θέμα του Εσπερινού και το τέλος της ακολουθίας. Ο Συμεών, δεχόμενος το τεσσαρακονθήμερο βρέφος Ιησού στην αγκαλιά του, είναι ο χαρακτηριστικός τύπος δικαίου ανθρώπου της προχριστιανικής περιόδου, που πιστεύει στο Θεό και αναμένει την έλευση του Μεσσία. Και όταν τον αναγνωρίζει, πεθαίνει. Ζητεί την απόλυσή του, αφού αξιώθηκε, να τον κρατήσει στην αγκαλιά του. Με αυτήν την ευχαριστήρια ευλογία του Συμεών στα χείλη μας προσδοκούμε και μείς το Τέλος, τη Β΄ Παρουσία του Ιησού και την αρχή του ατελεύτητου αιώνα της Βασιλείας Του, στην προοπτική της οποίας προσανατολίζουμε τη ζωή μας. Ακολουθούν τα απολυτίκια και η απόλυση της ακολουθίας. Ο Εσπερινός, ο ύπνος και η νύχτα μας θυμίζουν το θάνατο και την έξοδο από τη ζωή. Γι’ αυτό δοξάζουμε αναλόγως το Θεό μια και η έξοδος αυτή είναι ήδη παρούσα.
Επίμετρο
Προσπαθήσαμε στις παραπάνω γραμμές να δώσουμε μια συνοπτική ερμηνεία της ακολουθίας του Εσπερινού, με βάση τη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας και τη διδασκαλία των Πατέρων. Δυστυχώς το ζωτικό και ωραίο αυτό μέρος της θ. λατρείας διέρχεται σήμερα μια μεγάλη κρίση, ιδιαίτερα ο εσπερινός του Σαββάτου, για τους λόγους που προαναφέραμε αλλά και άλλους, οι οποίοι, δεν είναι ανάγκη να αναφερθούν εδώ. Συνήθως τελείται από μόνο τον ιερέα και έναν ψάλτη (αν υπάρχει κι αυτός) και παρότι στην κανονική του μορφή διαρκεί μέχρι το πολύ μία ώρα, είναι σύνηθες το φαινόμενο των άδειων ναών μας, ενώ τα γύρω από την εκκλησία καφενεία, καφετέριες κλπ. σφύζουν από «ζωή» την ώρα αυτή…Υπάρχει βέβαια προσέλευση κόσμου σε περίπτωση τελέσεως μνημοσύνου, καθώς και σε Δεσποτικές, Θεομητορικές και εορτές μεγάλων Αγίων, αλλά τότε – πάντοτε καλοπροαίρετα σκεπτόμενοι – το επιβάλλουν άλλοι λόγοι…Και αυτό είναι μεν θετικό, αλλά δικαιώνει τα όσα αναφέραμε στην αρχή περί ελλείψεως κατηχήσεως στην αλήθεια του Ευαγγελίου. Θα κλείσουμε με ένα απόσπασμα από ένα κείμενο του Καθηγητού Παν. Σκαλτσή: «Η ακολουθία του Εσπερινού δίνει τη δυνατότητα του αληθινού στοχασμού στο σύγχρονο άνθρωπο και της πραγματικής αναζήτησης του νοήματος του κόσμου και της ύπαρξης του ανθρώπου. Ο κόσμος ως δημιούργημα του Θεού και ο άνθρωπος ως εικόνα Του είναι αλήθειες που τονίζονται ιδιαίτερα στην ακολουθία αυτή. Γι’ αυτό και προσφέρομε τον εσπερινό ύμνο στο Χριστό, που ευδόκησε να ελεήσει και να καταξιώσει τον άνθρωπο «διά της Αναστάσεως». Θα ακολουθήσει η ακολουθία του Όρθρου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος, P G. 155.
2. Ι. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄ Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, Θεσσαλονίκη 1993.
3. Ι. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Αθήνα 1997.
4. Γ. Μεταλληνού, Σύγχυση, Πρόκληση, Αφύπνιση, Αθήνα 1991.
5. Γ. Μεταλληνού, Η θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής λατρείας, Αθήνα 1995.
6. Σ. Σάκκου, Ερμηνεία Ψαλμών Β΄ Εξάψαλμος – Προοιμιακός, Θεσσαλονίκη 1985.
7. Παν. Σκαλτσή, Λειτουργικές Μελέτες Ι, Θεσσαλονίκη 1999.
8. Α. Σμέμαν, Η Εκκλησία προσευχομένη, εισαγωγή στη λειτουργική θεολογία, Αθήνα 1991.
9. Ι. Ζηζιούλα, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός – Η Συνάντηση των δύο κόσμων», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΣΤ, Εκδοτική Αθηνών 1976.
10. Π. Ευδοκίμωφ, Η προσευχή της ανατολικής Εκκλησίας, Αθήνα 1980.
11. N. Uspensky, Evening Worship in the Orthodox Church, New York 1985.
12. C.W. Dugmore, The Influence of the Synagogue upon the Divine Office, London 1964.