Η ανθρωπαρέσκεια
– Γέροντα, πολλές φορές με πιάνει ένα παράπονο. – Τί παράπονο έχεις;
– Να, λέω: «Γιατί δεν αναγνώρισαν τον κόπο μου και μου συμπεριφέρθηκαν έτσι;».– Όταν κάποιος κάνη κάτι ταπεινά και με αγάπη, και δεν βρη αναγνώριση, μπορεί να του έρθη και ένα παράπονο.
Αυτό είναι ανθρώπινο – όχι φυσικά ότι και αυτό είναι σωστό, αλλά τότε έχει κανείς κάποια ελαφρυντικά.
Όταν όμως απαιτή την αναγνώριση, αυτό είναι βαρύ· έχει μέσα εγωισμό, δικαίωμα (1) ανθρωπαρέσκεια.
Όσο μπορείς, να κινήσαι ταπεινά.
Ό,τι κάνεις να το κάνης με φιλότιμο, για τον Χριστό, και όχι από ανθρωπαρέσκεια και κενοδοξία,
για να ακούσης το «μπράβο» από τους ανθρώπους.
Όταν ο άνθρωπος δεν δέχεται τα «μπράβο» από τους ανθρώπους και εργάζεται μόνον για τον Θεό,
τότε ανταμείβεται από τον Θεό και σ᾿ αυτήν την ζωή με την άφθονη Χάρη Του, και στην άλλη με τα αγαθά του Παραδείσου.– Μπορεί, Γέροντα, μέσα στο φιλότιμο να υπάρχη ανθρωπαρέσκεια;– Μπορεί ο διάβολος, που όλα θέλει να τα μολύνη, να κλέβη το λίγο φιλότιμο με την ανθρωπαρέσκεια.
Έχει δηλαδή ο άνθρωπος λίγο φιλότιμο, αλλά, αν δεν προσέξη,
μπαίνει μέσα η ανθρωπαρέσκεια και μετά, ό,τι κι αν κάνη, πάει χαμένο.
Είναι σαν να βγάζη νερό με τρύπιο κουβά.
Αν όμως καταλάβη πώς ό,τι κάνει από ανθρωπαρέσκεια μολύνεται, μετά δεν θα έχη όρεξη να κάνη κάτι για να επιδειχθή·
δεν θα έχη μάτια να δη αν τον καμαρώνουν οι άλλοι ούτε αυτιά να ακούση τί λένε γι᾿ αυτόν.
– Γέροντα, εγώ δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν κάτι το κάνω από καθαρό φιλότιμο ή από ανθρωπαρέσκεια.– Το καθαρό φαίνεται.
Όταν κινήται κανείς με καθαρό φιλότιμο, έχει πληροφορία εσωτερική, έχει δηλαδή μέσα του ανάπαυση, γαλήνη,
ενώ η ανθρωπαρέσκεια φέρνει ανησυχία, ταραχή.
– Γέροντα, μου λέει ο λογισμός πώς πέφτω σε πειρασμούς, επειδή η καρδιά μου δεν είναι ολοκληρωτικά δοσμένη στον Θεό.– Ναι, κλέβεσαι από την ανθρωπαρέσκεια.
Προσπάθησε στην κάθε φιλότιμη ενέργειά σου να μη σφηνώνεται η ανθρωπαρέσκεια, για να έχης και καθαρό μισθό,
χωρίς κρατήσεις από το ταγκαλάκι, αλλά και περισσότερη εσωτερική ειρήνη.
Να εξετάζης τα ελατήρια με τα οποία κινείσαι καί, μόλις αντιληφθής ότι κινείσαι από ανθρωπαρέσκεια, να την χτυπάς αμέσως.
Αν κάνης αυτόν τον «καλόν αγώνα» (2), θα αποτοξινωθής από κάθε κοσμικό ελατήριο που έχει κέντρο το εγώ.
Τότε θα γίνωνται όλα καλά και δεν θα έχης πειρασμούς ούτε εξωτερικούς ούτε δικούς σου εσωτερικούς,
αλλά θα έχης εσωτερική ειρήνη.
– Γέροντα, στενοχωριέμαι για την στασιμότητα που έχω. Θα ήθελα κάθε μέρα να προοδεύω πνευματικά.– Ξέρεις τί συμβαίνει καμμιά φορά;
Μπορεί να θέλουμε να απαλλαγούμε από τα πάθη μας και να γίνουμε καλύτεροι, όχι για να ευαρεστήσουμε τον Θεό,
αλλά για να αρέσουμε στους άλλους.
Κι εσύ, ας πούμε, θέλεις να γίνης καλύτερη, να προχωρήσης πνευματικά.
Εξέτασες όμως γιατί το θέλεις;
Το θέλεις, για να πλησιάσης περισσότερο στον Θεό ή για να φαίνεσαι καλύτερη από τις άλλες αδελφές;
Βιάζεσαι λ.χ. να πάς στην εκκλησία.
Γιατί το κάνεις; για να είσαι από την αρχή στην Ακολουθία, επειδή αυτό είναι το σωστό
ή για να πάς πρώτη και να λένε οι αδελφές καλά λόγια για σένα;
Ο πνευματικός άνθρωπος ενδιαφέρεται να αρέση στον Θεό, όχι στους ανθρώπους. «Αν ήθελα να αρέσω στους ανθρώπους, λέει ο Απόστολος Παύλος, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού» (3). – Γέροντα, έχω πάντοτε έναν φόβο μην ξεπέσω στα μάτια των άλλων, ενώ δεν σκέφτομαι πώς με βλέπει ο Θεός. Πώς θα αυξηθή ο φόβος του Θεού;– Εγρήγορση χρειάζεται.
Σε κάθε σου ενέργεια, ακόμη και στην παραμικρή σου κίνηση, κέντρο να είναι ο Θεός.
Στρέψε όλον τον εαυτό σου προς τον Θεό.
Αν αγαπήσης τον Θεό, ο νούς σου θα είναι συνέχεια στο πώς να ευχαριστήσης τον Θεό, στο πώς να αρέσης στον Θεό,
και όχι στο πώς να αρέσης στους ανθρώπους.
Αυτό πολύ θα σε βοηθήση να ελευθερωθής από τις βαρειές αλυσίδες της ανθρωπαρέσκειας
που σου είναι εμπόδιο για την ανώτερη ζωή.
Και όταν θα χαίρεσαι, γιατί ξέπεσες στα μάτια των ανθρώπων, τότε θα γλυκαίνεσαι εσωτερικά από τον Γλυκύ Ιησού.
«ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Ε΄
ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2007
1) Η λέξη «δικαίωμα» στην μοναχική ζωή δηλώνει την τάση του μοναχού να δικαιώνη τον εαυτό του και την απαίτηση να ικανοποιή οποιαδήποτε εγωκεντρική επιθυμία του.
2) Α’ Τιμ. 6, 12.
3) Βλ. Γαλ. 1, 10.