Ένα ελάφι πρόθυμο για θυσία!
– Σίμωνος μοναχού του Αγιορείτου.
Στην περιοχή της Αργιθέας ήκμαζε κάποτε το Μοναστήρι της Παναγίας του Μεσοβουνίου. Βρισκόταν στον δρόμο που οδηγεί από τον θεσσαλικό κάμπο στην Άρτα, κρυμμένο πίσω από ένα ψηλό βουνό.
Κάθε χρόνο, στις 8 Σεπτεμβρίου, πανηγύριζε το Γενέσιο της Θεοτόκου.
Η πανήγυρις ήταν η πιο λαμπρή στην περιοχή.
Οι μοναχοί είχαν μάλιστα έθιμο, να σφάζουν ένα μοσχάρι, να το βράζουν στα καζάνια του μαγειρείου
και μετά την Εκκλησία να το μοιράζουν σαν ευλογία στους πιστούς.
Στα μαύρα χρόνια όμως της Τουρκοκρατίας, το Μοναστήρι επλήγη κι αυτό από την φτώχεια.
Η πανήγυρις σταμάτησε να γίνεται, γιατί το Μοναστήρι δεν είχε σφαχτό να προσφέρη.
Κι αυτό το γεγονός έθλιβε πολλούς. Μα πιο πολύ απ’ όλους θλιβόταν ένας μοναχός ασπρογένης,
που πλησίαζε τα ογδόντα του χρόνια.
-Κάνε, Παναγιά μου, το θαύμα σου, ικέτευε νυχθημερόν την Θεοτόκο.
Κάνε ένα οποιοδήποτε θαύμα, για να δείξης στον λαό σου πως βρίσκεσαι κοντά του,
για να μη χάσουν την πίστι τους σ’ εσένα.
Κάποια χρονιά, ενώ ξημέρωνε η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και ο μοναχός ησύχαζε στο κελλί του,
είδε ένα όραμα ζωντανό και θείο.
Η Παναγία μας εμφανίστηκε μπροστά του και με ύφος αυστηρό, αλλά και γεμάτο αγάπη του είπε:
-Να πης στον Ηγούμενο και στους αδελφούς να γιορτάσουν φέτος πανηγυρικά την μνήμη Μου.
Γιατί το χειρότερο απ’ όσα έχασε τούττος ο λαός, είναι η πίστη του.
Να συνάξουν τα χωριά για χάρι Μου, κι Εγώ θα είμαι μαζί τους.
Αυτά είπε και εξαφανίστηκε.
Ο μοναχός, πριν σημάνη ο Όρθρος, έτρεξε να διηγηθή το όραμά του στον Ηγούμενο.
Εκείνος μετέδωσε την χαρμόσυνη είδησι στους άλλους μοναχούς και στους χωρικούς.
-Με την χάρι της Παναγίας μας θα κάνουμε φέτος λαμπρή πανήγυρι.
Γνωρίζετε όμως πώς οι καιροί είναι δύσκολοι, γι’ αυτό δεν θα έχουμε σφαχτό. Θα συναχθούμε όμως για να γιορτάσουμε.
Το νέο φτερούγισε σε βουνά και κάμπους και από την παραμονή της εορτής, 7 προς 8 Σεπτεμβρίου,
το πλάτωμα γύρω από την Μονή άρχισε να γεμίζη κόσμο απ’ τα γύρω χωριά.
Ήρθαν κι όλοι οι ιερείς των χωριών και έγινε μία μεγαλόπρεπης Λειτουργία.
Ξαφνικά, ενώ όλοι περίμεναν να τελειώση η Ακολουθία, άκουσαν φασαρία από την πλευρά του δασωμένου λόφου.
Γυρίζουν και βλέπουν ένα ελάφι να πλησιάζη θαρρετά και με βήμα γοργό.
Ήταν τόσο αναπάντεχο, που κανείς δεν σκέφθηκε ν’ αντιδράση.
Το ελάφι πέρασε μέσα από τον κόσμο και δρασκέλισε την μεγάλη αυλόπορτα της Μονής.
Σαν να γνώριζε τα κατατόπια, προχώρησε κατευθείαν προς το μαγειρείο και εκεί στάθηκε.
Ο καλόγερος, που βρισκόταν εκεί και διακονούσε τους προσκυνητές, του πρόσφερε νερό.
Το ελάφι ήπιε με την ψυχή του και ξεδίψασε.
Ύστερα ξάπλωσε σε μια γωνιά και τέντωσε τον λαιμό του με τέτοιο τρόπο, σαν να προσφερόταν μόνο του για θυσία.
Ειδοποιήθηκε αμέσως ο Ηγούμενος και συμφώνησε πως έπρεπε να σφάξουν το ελάφι και να ετοιμάσουν φαγητό,
να το μοιράσουν στον κόσμο σαν ευλογία της Παναγίας. Έτσι κι έγινε.
Εκείνη την χρονιά όλοι οι προσκυνητές έζησαν ένα ολοφάνερο θαύμα.
Από τότε, κάθε χρόνο, στις 8 Σεπτεμβρίου, ερχόταν πάντα ένα ελάφι μπροστά στην πύλη της Μονής.
Κανείς δεν το έβλεπε από πριν να τριγυρνά στα βουνά, εκείνο όμως πάντα ερχόταν στην ώρα του, στην χάρι Της.
Δροσιζόταν, ξεκουραζόταν και ύστερα ξάπλωνε κάτω και πρόσφερε τον εαυτό του για θυσία.
Ύστερα από χρόνια η χώρα ελευθερώθηκε από τους Τούρκους, πέθαναν οι μοναχοί που πρωτοαντίκρυσαν το θαύμα,
άλλοι πήραν την θέσι τους. Το θαύμα όμως συνεχιζόταν.
Κάποια χρονιά, στην πανήγυρι, το ελάφι δεν έλεγε να φανή. Τελείωσε ο Όρθρος, μπήκαν στην Θεία Λειτουργία, τίποτα.
Μόλις όμως άρχισε το Χερουβικό, το ελάφι εμφανίστηκε. Ο καλόγερος, που περίμενε με το μαχαίρι στο χέρι,
αναστέναξε με ανακούφισι. Και, τη στιγμή που το ελάφι έφθασε κοντά του ιδρωμένο και λαχανιασμένο,
το άρπαξε και το έσφαξε. Μόλις που προλάβαιναν να το ετοιμάσουν για το μεσημέρι.
-Το ελάφι δεν θα έρθη ξανά, είπε ένας εκατόχρονος μοναχός. Αμαρτήσαμε.
Αντί να το αφήσουμε να ξεκουρασθή και να ξεδιψάση, το ωδηγήσαμε αμέσως στη σφαγή.
Πράγματι, από τότε το ελάφι δεν ξαναφάνηκε.
Σήμερα, από το παλιό μεγαλόπρεπο Μοναστήρι δεν απομένει παρά μόνο ο μικρός Ναός και η ερειπωμένη κουζίνα.
Όμως κάθε χρόνο, στις 8 Σεπτεμβρίου, οι κάτοικοι των χωριών της Αργιθέας μαζεύονται εκεί και πανηγυρίζουν
την χάρι της Παναγίας μας, περιμένοντας να ξαναφανή το ελάφι, όπως τα παλιά τα χρόνια.ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.
Επιμέλεια, Σίμωνος μοναχού.
Εκδόσεις «Ο Αγιος Στέφανος»
ΑΘΗΝΑΙ 2006
orp.gr