Λεμεσού Αθανάσιος: Όταν ήρθα από το Άγιον Όρος, πριν 30 χρόνια, είχα έναν πειρασμό..
Όταν ήρθα από το Άγιο Όρος, πριν 30 χρόνια, είχα ένα πειρασμό.
Δεν ήθελα να φύγω από το Άγιο Όρος και έτσι με πολεμούσε πολύ η στεναχώρια:
Ότι έφυγα από το Άγιο Όρος και με έστειλε ο γέροντας στην Κύπρο κι εγώ δεν ήθελα να ήμουν στην Κύπρο
και όλα μου έφταιγαν!Βέβαια το ήθελα κι εγώ και το έκανα. Η αλήθεια είναι ότι κατά βάθος το ήθελα.
Μία φορά θυμάμαι εξομολογούσα εκεί στο μοναστηράκι που πήγαμε μόλις ήρθαμε από το Άγιο Όρος,
σε ένα μοναστήρι στην Πάφο, στην Αγία Μονή.
Είναι ένα αρχαίο και πολύ όμορφο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου δίπλα από την Χρυσορρογιάτισσα.
Εκεί μία μέρα είχα πολλούς λογισμούς και ήρθε ένα παιδί, ο οποίος ήταν κυβερνητικός υπάλληλος
που έκανε κάποιες στατιστικές και γύριζε τα χωριά.
Τα χωριά τότε ήταν υπό κατάρρευση, πολύ λίγοι άνθρωποι.
Ήρθε λοιπόν και λέει:
‘Εδώ έχει κάποιους μοναχούς από το Άγιο Όρος; – Ναι.
– Έχει, λέει, μια γιαγιά που θέλει να εξομολογηθεί.
Εε, λέω κι εγώ, ήρθα από το Άγιο Όρος να εξομολογώ τις κοτζιάκαρες,(*γριές) δεν έχω άλλη δουλειά να κάνω!
Του λέω, φέρτην. Ήμουν πνιγμένος μέσα στους λογισμούς μου, ήρθε και η καημένη η γιαγιούλα με τις κουρούκλες της,
με το μπαστουνάκι της, πήγαινε κουτσά-κουτσά. Θα ήταν 65 χρόνων.
Λοιπόν ήρθε εκεί, έκατσε και μου λέει, θέλω να σου εξομολογηθώ, δάσκαλε. Εε άντε γιαγιά μου, πες μου.Έλεγε εκείνη τα δικά της, εγώ είχα τους λογισμούς μου: ότι ήμουν στο Άγιο Όρος με τον Άγιο Παΐσιο, με τον Άγιο Εφραίμ,
με τον γέροντα, με τον έναν, με τον άλλον και τώρα ήρθα να κάνω παρέα με τις κοτζιάκαρες της Πάφου!
Ήταν από ένα χωριό, Λάσα το έλεγαν, που ούτε ο χάρτης δεν το έχει! Μην το ψάξετε, δεν θα το βρείτε!
Αλλά στη συνέχεια όταν μου έλεγε διάφορα πράγματα, διαπίστωσα ότι είχε μεγάλες πνευματικές καταστάσεις η γιαγιά αυτή.
Και είχε μεγάλη πνευματική εργασία σαν τους μεγάλους Αγίους του Αγίου Όρους.
Μου περιέγραψε πολλές εμπειρίες τέτοιες και την άκουγα με προσοχή.
Απλή γυναίκα ήταν, πολύ απλή -αφού να φαντασθείτε τα μεγάφωνα της Εκκλησίας τα έλεγε «μελάφωνα».
Αυτή η γιαγιά έμεινε απάντρευτη για να γηροκομήσει τους γονείς της -από αγάπη προς τους γονείς της
- και μετά αφιερώθηκε στο Θεό κι όλη μέρα κι όλη νύχτα προσευχόταν και διάβαζε.
Ήταν πολύ χαριτωμένος άνθρωπος. Μητροδώρα λεγόταν. Κοιμήθηκε τώρα γι’ αυτό λέω το όνομά της.
Όταν σηκώθηκα να της διαβάσω την ευχή όμως -κι εγώ ήμουν σε απορία για την κατάσταση την οποία είχε
- ευωδίασε όλη η Εκκλησία! Και μετά έρχονταν οι πατέρες και ρώταγαν, «μα καλά, θυμίασες;»
-Όχι, δεν θυμίασα αλλά ήταν η γιαγιά που ευωδίαζε.
Και τέτοιες γιαγιάδες γνώρισα αρκετές που είχαν καταστάσεις Ακτίστου Φωτός, έβλεπαν το Άκτιστο Φως
δηλαδή που είναι μεγάλη κατάσταση αυτή και στους μοναχούς ακόμα σπάνια το βρίσκεις.
Άρα λοιπόν η Εκκλησία είναι που σώζει τον άνθρωπο, όχι ένας ιδιαίτερος χώρος του
μοναχισμού ή το Άγιον Όρος ή τα Ιεροσόλυμα ή οτιδήποτε άλλο…Simeiakairwn