29 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Ἀποτομὴ Κεφαλῆς Ἰωάννου Προδρόμου
«Οὐκ ἐξεστὶ σοι ἔχειν, τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχεις τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὁ ὁποῖος ζεῖ ἀκόμα. Λόγια τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ποὺ ἀποτελοῦσαν μαχαιριὲς στὶς διεφθαρμένες συνειδήσεις τοῦ βασιλιὰ Ἡρώδη Ἀντίπα καὶ τῆς παράνομης συζύγου του Ἡρωδιάδος, ποὺ ἦταν, γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου.
Ὁ Ἡρώδης, μὴ ἀνεχόμενος τοὺς ἐλέγχους τοῦ Προδρόμου, τὸν φυλάκισε. Σὲ κάποια γιορτὴ ὅμως τῶν γενεθλίων του, ὁ Ἡρώδης ὑποσχέθηκε μὲ ὅρκο νὰ δώσει στὴν κόρη τῆς Ἡρωδιάδος ὅτι ζητήσει, διότι τοῦ ἄρεσε πολὺ ὁ χορός της. Τότε ἡ αἱμοβόρος Ἡρωδιὰς εἶπε στὴν κόρη της νὰ ζητήσει στὸ πιάτο τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννη. Πράγμα ποὺ τελικὰ ἔγινε.
Ἔτσι, ὁ ἔνδοξος Πρόδρομος τοῦ Σωτῆρος θὰ παραμένει στοὺς αἰῶνες ὑπόδειγμα σὲ ὅλους ὅσους θέλουν νὰ ὑπηρετοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἀγωνίζονται κατὰ τῆς διαφθορᾶς, ἀνεξάρτητα ἀπὸ κινδύνους καὶ θυσίες.
Καὶ νὰ τί λένε οἱ 24 πρεσβύτεροι τῆς Ἀποκάλυψης στὸν Θεὸ γιὰ τοὺς διεφθαρμένους: «ἦλθεν... ὁ καιρὸς τῶν ἐθνῶν κριθῆναι... καὶ διαφθεῖραι τοὺς διαφθείροντας τὴν γῆν’. Ἦλθε, δηλαδή, ὁ καιρὸς τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν γιὰ νὰ κριθεῖ ὁ κόσμος καὶ νὰ καταστρέψεις (Θεέ μου) ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴ διεφθαρμένη ζωὴ τους διαφθείρουν καὶ καταστρέφουν τὴν γῆ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος β’.
Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων· σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καὶ ἐν ῥείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τὸν κηρυττόμενον. Ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καὶ τοὶς ἐν Ἅδῃ, Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ παρέχοντα ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς πάντων ὑπέρτερος, τῶν Προφητῶν ἀληθῶς, αὐτόπτης καὶ Πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Προφήτα γεγένησαι, ὅθεν καὶ παρ’ Ἡρώδου, ἐκτμηθεῖς σου τὴν Κάραν, ἔδραμες τοὶς ἐν Ἅδῃ, προκηρύξαι τὸ λύτρον διὸ σὲ Ἰωάννη Βαπτιστά, ποθῶ γεραίρομεν.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. α’.
Ἡ τοῦ Προδρόμου ἔνδοξος ἀπoτομὴ, οἰκονομία γέγονέ τις θεϊκή, ἵνα καὶ τοῖς ἐν Ἅδῃ, τοῦ Σωτῆρος κηρύξῃ τὴν ἔλευσιν. Θρηνείτω οὖν Ἡρωδιάς, ἄνομον φόνον αἰτήσασα· οὐ νόμον γὰρ τὸν τοῦ Θεοῦ, οὐ ζῶντα αἰώνα ἠγάπησεν, ἀλλ’ ἐπίπλαστον πρόσκαιρον.
Μεγαλυνάριον.
Κἂν ἐτμήθης Κάραν ὦ Βαπτιστά, φθέγγεται ἠ γλῶσσα, τὸν Ἡρώδην ἐλέγχουσα· Λόγου τὴν φωνήν σε, σιγῆσαι γὰρ οὐκ ἔδει, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἐν Ἅδῃ, Χριστὸν κηρύξασθαι.
Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ
Βλέπε βιογραφικό της σημείωμα στὶς 5 Ἀπριλίου.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὸν Συναξαριστή του ἔχει καὶ τὴν προσθήκη «ἐξ Αἰγίνης καταγομένης». Τῆς ὁποίας - ἐξ Αἰγίνης - ἡ γιορτή της, μαζὶ μὲ αὐτὴν τῆς θυγατέρας της Θεοπίστης, μεταφέρθηκε τὴν 3η Αὐγούστου, ὅπου καὶ τὸ βιογραφικό της σημείωμα.
Ὁ Ἅγιος Ἀρκάδιος ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ἀρσινόης Κύπρου
Ἕνα μαρτυρικὸ νησὶ εἶναι ἡ Κύπρος μας. Ἁγιασμένα εἶναι τὰ χωριὰ κι οἱ πολιτεῖες της. Ἁγιασμένα τὰ βουνὰ καὶ οἱ κάμποι της.
Οἱ ἁμαρτίες ὅμως τοῦ λαοῦ της κι ἡ ἀνήθικη διπλωματία τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς καὶ τὰ συμφέροντά τους κρατοῦν δυστυχῶς τὸ ὄμορφο αὐτὸ νησὶ διχοτομημένο καὶ βασανισμένο.
Τόποι ἑλληνικοὶ ἀπ’ τὴν αὐγὴ τῆς ἱστορίας καὶ εὐλογημένοι ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἡρώων καὶ μαρτύρων της, βρίσκονται ἀκόμη κάτω ἀπὸ τὸ πέλμα τοῦ πιὸ βάρβαρου καὶ ἀλλόθρησκου δυνάστη, τοῦ Ἀττίλα.
Στενάζει ἡ ψυχὴ τοῦ κάθε ἐνσυνείδητου χριστιανοῦ σὰν τὸ σκέπτεται. Θλίβονται οἱ ἁγίες ψυχὲς τῶν Ὁσίων Πατέρων καὶ μαρτύρων ποὺ ἔζησαν καὶ ἀγωνίστηκαν στὸν τόπο γιὰ νὰ κρατήσουν ἀνόθευτη τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη.
Πονᾶ καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀρκαδίου ἡ ψυχή, τοῦ δοξασμένου τῆς Ἀρσινόης ἐπισκόπου, ποὺ βλέπει ἀπέναντι τοῦ Τούρκου τὸ ποδάρι, νὰ βεβηλώνει τὰ ἱερὰ χώματα, ποὺ καθαγίασε τοῦ θείου Ἀποστόλου Βαρνάβα ἡ θυσία καὶ τοῦ Ἐπιφανίου καὶ τοῦ Συνεσίου καὶ τῶν ἄλλων ζηλωτῶν Ἁγίων οἱ ἀγῶνες.
Μερικὲς πτυχὲς ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρκαδίου, ὅπως μᾶς τὶς διέσωσε ἡ γλαφυρὴ γραφίδα τοῦ μεγάλου ἐπίσης τέκνου τῆς νήσου μας, τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, ἂς παρακολουθήσουμε στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν γιὰ πνευματική μας οἰκοδομῆ.
Ὁ Ἅγιος Ἀρκάδιος γεννήθηκε στὸ μικρὸ χωριὸ Μελάνδρα τῆς Πάφου. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Μιχαὴλ καὶ Ἄννα καὶ ἦσαν ἄνθρωποι εὐκατάστατοι στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Πιὸ εὐκατάστατοι ὅμως ἦσαν στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πίστη. Ὁ φωτεινὸς Ἥλιος, ὁ Χριστός, φώτιζε κι ἐθέρμαινε τὴν καρδιά τους. Ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη καὶ ἡ ὁμοφροσύνη ἦταν τὸ γνώρισμά τους. Καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁδηγὸς καὶ σκοπὸς τῆς ζωῆς τους. Δύο παιδιὰ τοὺς χάρισε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Δύο χαριτωμένα ἀγόρια. Καὶ σὲ αὐτὰ στράφηκε ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον τους. Πόθος καὶ φροντίδα τους νὰ τ’ ἀναθρέψουν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου».
Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἦταν τὸ καθημερινὸ ἐντρύφημα ὅλης τῆς οἰκογενείας. Καὶ ἡ προσευχὴ ἰδιαίτερα κατὰ τὸ βράδυ, ἡ χαρὰ καὶ ἡ ψυχαγωγία καὶ ἡ ἀνάπαυσή της.
Μέσα σὲ τέτοια ἀτμόσφαιρα μεγάλωσαν τὰ δύο παιδιά. Ἀτμόσφαιρα βαθιὰς εἰρήνης καὶ ἀγάπης ἀληθινῆς. Μὲ τέτοιες ἅγιες ρίζες, λοιπόν, ζηλευτὸ φυσικὰ καὶ ἅγιο ἔμελλε νὰ εἶναι καὶ τὸ ἀποτέλεσμα. Γιατί, ὅπως πολὺ καθαρὰ τονίζει καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις, ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει» (Β’ Κορ. θ’ 6). Ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ σπέρνει ἁπλόχερα, ὁπωσδήποτε ἁπλόχερα θὰ ἔχει καὶ νὰ θερίσει. Πολλοὺς καρποὺς νὰ θερίσει.
Ἁπλόχερα σπέρνουν οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ ἐνάρετοι γονεῖς στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν τους, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἁπλόχερα μὲ τὰ λόγια τους. Πλούσια καὶ μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας κι ἐνάρετης ζωῆς τους. Ἀνάλογοι καὶ οἱ καρποὶ τῶν κόπων τους. Τὰ δύο παιδιὰ καθοδηγημένα ἀπὸ τῆς βρεφικῆς ἡλικίας στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ μεγαλώνουν καὶ μοσχοβολοῦν κι εὐωδιάζουν.
Χαριτωμένα παιδιὰ στὴν ἀρχή. Φλογεροὶ καὶ φιλόθεοι νέοι κατόπιν. Φωτεινὰ μετέωρα στὸν πνευματικὸ οὐρανὸ ἀργότερα. Καὶ μετὰ τὴν ἀναχώρησή τους ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο δύο μακαριστοὶ ἅγιοι. Πρεσβευτὲς μὲ τὶς δεήσεις τους μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Παντάνακτος Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς πατρίδας μας. Πολὺ ὀρθὰ λέγεται: «Ἀγαθῆς ρίζης ἀγαθὰ καὶ τὰ βλαστήματα».
Ἀπὸ ἀγαθοὺς γονεῖς, ὅπως οἱ γονεῖς ποὺ ἀναφέραμε, ἀγαθὰ θὰ εἶναι καὶ τὰ γεννήματα. Ἔσπειραν αὐτοὶ χωρὶς καμιὰ ἀμέλεια στὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν τοὺς ἀγαθὰ σπέρματα. Λόγια καλοσύνης καὶ ἀγάπης. Λόγια ἀρετῆς. Λόγια Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀμοιβή τους δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι διαφορετική, παρὰ ἀμοιβὴ ἀνάλογη, πλούσια, γενναιόδωρη καὶ ζηλευτή.
Καὶ αὐτὸ γίνεται πάντα. Νὰ λοιπὸν τὸ χρέος ὅλων τῶν χριστιανῶν γονιῶν ἀπέναντι στὰ παιδιά τους. Καὶ τὸ χρέος αὐτὸ γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερο στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἡ διαφθορὰ καὶ ἡ ἁμαρτία κι ἡ ξετσίπωτη ζωὴ ἀπειλοῦν σὰν ὁρμητικὸ ποτάμι νὰ παρασύρουν τὰ πάντα στὸν ὠκεανὸ τῆς καταστροφῆς. Πάντοτε, μὰ πολὺ περισσότερο σήμερα, τὸ παράδειγμα τῶν εὐσεβῶν γονιῶν Μιχαὴλ καὶ Ἄννας ἐπιβάλλεται νὰ εἶναι ἀξιομίμητο. Γιατί ὅπως πολὺ σοφὰ καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, τῆς Καισαρείας ὁ θεῖος Ἱεράρχης, διακηρύττει, «ἡ ἀρετὴ μόνη κτημάτων ἀναφαίρετον, καὶ ζῶντι καὶ τελευτήσαντι παραμένουσα». Μὰ καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τῆς Ἀντιόχειας ὁ μελίρρυτος ποταμός, βεβαιώνει: «Ἡ ἀρετὴ πράγμα ἀθάνατον καὶ ὑπὲρ ἥλιον λάμπον». Νὰ γιατί εἶναι ἀνάγκη ἐμεῖς οἱ γονεῖς νὰ φροντίζουμε ἀπὸ τῆς παιδικῆς ἡλικίας νὰ καθοδηγοῦμε τὰ παιδιά μας στὴν ἀρετὴ καὶ νὰ φιλοδοξοῦμε νὰ τὰ δοῦμε κάποια μέρα τίμιους πολίτες καὶ ἄξια τέκνα στὴν Ἐκκλησία.
Καλοὺς χριστιανοὺς καὶ ἐργάτες ἀνεπαίσχυντους στὸν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου ποθοῦσαν νὰ ἰδοῦν τὰ παιδιὰ τους οἱ εὐλαβεῖς γονεῖς, ὁ Μιχαὴλ καὶ ἡ Ἄννα, τοῦ πτωχοῦ χωριοῦ τῆς Μελάνδρας οἱ εὐσεβεῖς κάτοικοι. Καὶ τὸ πέτυχαν.
Ὁ Ἀρκάδιος ἀπὸ παιδὶ διψοῦσε γιὰ τὰ γράμματα. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν Θεοσέβιο ποὺ ἀγαποῦσε τὴν ἁπλὴ κι ἀγροτικὴ ζωή, γι’ αὐτὸ ἔγινε καὶ βοσκὸς προβάτων. Ὁ Ἀρκάδιος εἶχε μεγάλη ἔφεση γιὰ ἀνώτερη μόρφωση. Καὶ οἱ καλοὶ γονεῖς, ποὺ ἔβλεπαν τὸν πόθο αὐτὸν τοῦ παιδιοῦ τους, ἔσπευσαν, μετὰ τὰ πρῶτα γράμματα ποὺ ἔμαθε ὁ νέος στὸ χωριό του, νὰ τὸν στείλουν γιὰ εὐρύτερες σπουδὲς στὴν πρωτεύουσα τῆς μεγάλης μας Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ὁ φιλομαθὴς νέος βρῆκε ὅ,τι ποθοῦσε. Κέντρο σπουδαιότατο γραμμάτων καὶ μορφώσεως ἀποτελοῦσε τότε ἡ περιώνυμος πόλη. Στὶς ἐκεῖ σχολὲς ὁ Ἀρκάδιος φοίτησε μὲ ζῆλο καὶ ἀπέκτησε ποικίλη καὶ πολυμερὴ μόρφωση. Πόσο καιρὸ ἔμεινε ἐκεῖ δὲν γνωρίζουμε. Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος δὲν μᾶς ἀναφέρει. Αὐτὸ πού μᾶς λέγει εἶναι πὼς νωρὶς ὁ ζηλωτὴς νέος ἐπέστρεψε στὴν Κύπρο, γιὰ νὰ συνεχίσει ἐδῶ τὸν ἀγώνα του.
Τὰ λόγια του ψαλμωδοῦ ἦταν πάντα στὸ μυαλὸ καὶ στὸ στόμα του. «Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τᾶς πηγᾶς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐππτοθεῖ ἡ ψυχή μου πρὸς Σέ, ὁ Θεός. Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἰσχυρὸν τὸν ζῶντα πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;» (Ψαλμ. μα’, 1 – 2). Διψοῦσε ὁ νέος τὴν συντροφιὰ μὲ τὸν Θεό. Διψοῦσε τὴν ψυχική του ἀνάταση. Λαχταροῦσε τὴν ἠθική του τελείωση. Γιὰ τοῦτο τὸν λόγο καὶ γιὰ νὰ εἶναι ἀπερίσπαστος στὴν προσπάθειά του νὰ πραγματώσει τὸν πόθο του, ὁ φιλόθεος ἐγκαταλείπει τὸ χωριό του καὶ μεταβαίνει στὴν ἐξοχή. Σὲ μία σπηλιὰ μακριὰ ἀπὸ τὴν κίνηση καὶ τὸν κόσμο στήνει τὸ ἀσκητήριό του. Καὶ ἐκεῖ ἐνδιατρίβει μὲ προσοχὴ στὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μὲ τὴ νηστεία καταστέλλει τὶς ὁρμές. Καὶ μὲ τὴν προσευχὴ τὴν ἀδιάλειπτη καὶ μὲ πίστη κατορθώνει κάθε μέρα ἕνα – ἕνα νὰ ἀνεβαίνει τῆς κλίμακας τῶν ἀρετῶν τὰ σκαλοπάτια καὶ νὰ γίνεται πρότυπο σωφροσύνης καὶ ἁγιότητας καὶ καλοσύνης καὶ ἀνώτερης γενικὰ ζωῆς.
Παρὰ τὴν προσπάθειά του ὅμως νὰ ζεῖ μακριὰ ἀπ’ τὸν κόσμο, τὸ φῶς ποὺ ἐκπέμπει ἡ ἀρετή του γίνεται πανταχοῦ φανερό. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος. «Οὗ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη». Δὲν μπορεῖ νὰ κρυβεῖ ἡ πόλη ποὺ εἶναι κτισμένη στὴν κορφὴ τοῦ βουνοῦ. (Ματθ. ε’ 14). Καὶ τοῦ πιστοῦ καὶ φλογεροῦ νέου ὁ θερμουργὸς ζῆλος δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκρυβεῖ. Στὴν ἐρημιὰ τὸν ἐπισκέπτονται καθημερινὰ διψασμένες καὶ πονεμένες ψυχὲς καὶ ζητοῦν κοντά του νὰ ξεδιψάσουν καὶ νὰ μάθουν τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ παρηγορηθοῦν. Καὶ ὁ ζηλωτὴς ἀσκητὴς τοὺς δέχεται μὲ καλοσύνη καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ τὸ παράδειγμά του τοὺς διδάσκει καὶ τοὺς ἐνισχύει καὶ τοὺς κατευθύνει στοῦ Θεοῦ τὸν δρόμο. Ἔτσι γίνεται διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας καὶ πρόμαχος ἀκαταγώνιστος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἀληθείας.
Ὅσο ὁ ἴδιος προσπαθεῖ ἀθόρυβα καὶ κρυφὰ νὰ ἐργάζεται τὴν ἀρετή, τόσο πιὸ πολὺ ὁ Πανάγαθος Θεὸς τοῦ φανερώνει τὰ ἔργα καὶ τὴν χάρη μὲ τὴν ὁποία τὸν ἔχει χαριτώσει.
Αὐτὸς ποὺ ἔδωκε στοὺς Ἀποστόλους τὴν ἐξουσία κατὰ πνευμάτων ἀκαθάρτων καὶ τὴ δύναμη νὰ θεραπεύουν «πᾶσαν νόσον καὶ μαλακίαν εἰς τὸν λαόν». Αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ τὸν δοῦλό Του Ἀρκάδιο κατεκόσμησε μὲ παρόμοια ἐξουσία καὶ θεραπευτικὴ δύναμη καὶ ἱκανότητα.
Περνᾶ ὅμως ὁ καιρός. Καὶ ὁ λύχνος πρέπει νὰ τεθεῖ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, γιὰ νὰ σκορπίσει παντοῦ τὸ ἱλαρὸ φῶς του. Καὶ ἡ εὐκαιρία παρουσιάστηκε.
Ὅταν ὁ Νίκων ὁ Μέγας, τῆς Ἀρσινόης ὁ τρίτος κατὰ σειρὰ ἐπίσκοπος. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Πάφου μέχρι τῆς ἐξωτερικῆς» ὑποταγῆς τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας στοὺς Λατίνους (1220) ἀπετελεῖτο ἀπὸ δύο ἐνορίες, δυὸ Ἐπισκοπές. Ἡ μία τῆς Πάφου μὲ ἕδρα τὴ Νέα Πάφο καὶ ἡ ἄλλη τῆς Ἀρσινόης μὲ ἕδρα τὴν Ἀρσινόη, σήμερα Πόλη τῆς Χρυσοχοῦς, ἀφοῦ ἐπὶ ἔτη πολλὰ ἐποίμανε τὸ ποίμνιό του μὲ ὁσιότητα καὶ δικαιοσύνη, ἀπέθανε. Τότε κλῆρος καὶ λαὸς στράφηκε πρὸς τὸν Ἀρκάδιο καὶ αὐτὸν κάλεσε νὰ ἀναλάβει τὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀρσινόης. Καὶ ὁ φιλέρημος ἀσκητής, παρὰ τὴν ἀγάπη του στὴ μονήρη ζωή, μπροστὰ στὴν ὁμόφωνο κλήση τοῦ λαοῦ, ποὺ τὴν θεωρεῖ καὶ κλήση Θεοῦ, ἀναγκάζεται νὰ ἀφήσει τὴ θεόγνωστο ἡσυχία καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ νὰ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος. Ὁ λύχνος τοποθετήθηκε στὸν λυχνοστάτη. Μὲ ἔργα καὶ λόγια ὁ καλλιεργημένος πιὰ πνευματικὰ ἄνθρωπος συνεχίζει μὲ νέο ζῆλο θερμουργὸ τὸ ἱερὸ ἔργο του. Καὶ ἐπιτυγχάνει.
Ἀπόλυτα ἐπιτυγχάνει. Μὲ ποιὸ τρόπο;
Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὸν ἐμπιστεύτηκε ὁλοκληρωτικὰ τόσο τὸν ἑαυτό του, ὅσο καὶ τὸ ἀγαπημένο ποίμνιό του. Καὶ νά. Στὸ πρόσωπό του βρίσκουν ὅλοι τὸν ἄνθρωπό τους. Οἱ ἀδικημένοι τὸν ὑπερασπιστή. Τὰ ὀρφανὰ τὸν πατέρα. Οἱ ἄρρωστοι τὸν ἰατρό. Οἱ πονεμένοι τὸν παρηγορητή. Οἱ κλονιζόμενοι τὸν διδάσκαλο. Καὶ οἱ πάσχοντες τὸν ἀκούραστο ἀδελφὸ καὶ συμπαραστάτη.
Μὲ πολλὴ ταπείνωση κι ἀγάπη προσφέρει σὲ ὅλους τὶς ὑπηρεσίες του. Μαζὶ μὲ τὸν Θεῖο Παῦλο Μπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ λέγει: «Τὶς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τὶς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;».
Μέριμνα καὶ φροντίδα του μόνο μία. Ἡ εὐτυχία καὶ ἡ σωτηρία τοῦ λαοῦ του. «Τοὶς πάσι γίνεται τὰ πάντα» (Α’ Κορ. θ’ 22), γιὰ νὰ βοηθήσει καὶ νὰ σώσει ὅσους μπορέσει. Μὲ τοῦτον τὸν τρόπο λάμπρυνε τὴν ἱερὴ στολή του, τόσο ὡς ἱερουργὸς τῶν θείων μυστηρίων, ὅσο καὶ ὡς φλογερὸς κήρυκας τῶν λόγων τοῦ Κυρίου. Στὸν νοῦ του πάντοτε ἔχει ζωηρὰ τὴ σύσταση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Τὴν καλὴν παρακαταθήκην φύλαξον». (Α’ Τιμοθ. στ’ 20).
Στὸν κατάλογο τῶν Ἐπισκόπων της Ἀρσινόης προτάσσεται τὸ ὄνομα τοῦ Ἀρσινόης Νικολάου, ἀκολουθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Ἀρίστωνος καὶ τρίτο τοῦ Νίκωνος. Αὐτὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀρκάδιος. Τοὺς τελευταίους τρεῖς Ἐπισκόπους ὁ Ἄγιος Νεόφυτος θεωρεῖ ἰσάξιους πρὸς τοὺς τρεῖς Μεγάλους Ἱεράρχες, Βασίλειο, Γρηγόριο καὶ Χρυσόστομο καὶ πρὸς «ἅπαντα τῶν θείων ἀρχιερέων τὸν κάλλιστον ὁρμαθὸν (Μειζοτέρα 118) καὶ τοὺς πλέκει τὸ παρακάτω ὑπέροχο ἐγκώμιο.
Ἀρκάδιος ὁ θαυμάσιος, καὶ ὁ τῆς νίκης ἐπώνυμος Νίκων ὁ μέγας καὶ Ἀρίστων ὁ περιβόητος κατὰ δαιμόνων ἄριστος ἀριστεύς, ἡ τρίφθογγος λύρα τοῦ Πνεύματος, ἡ τρίδομος βάσις τῆς Ἐκκλησίας, ἡ τρισσέσοπτρος τῶν ἀγαθῶν ἐπιφάνεια, ἡ τρίσειρος τῶν δογμάτων πλοκή, ἡ τῆς Τριάδος τριπαράστατος παραστάς, ἡ τρίφθογγος περὶ τῆς Τριάδος φθογγῆ, ἡ τρίφωτος τῆς τρισηλίου μονάδος θεραπαινίς, ἡ τρισαυγέστατος δαδουχία τῶν ἐν σκότει κειμένων, ἡ τρισόλβιος τῆς τρικατοίκου κτίσεως διδαχή, ἡ τρίστυλος τῆς Ἐκκλησίας κρηπίς, ἡ τρισαυγὴς τῆς ἀχώριστου Τριάδος πανσεβάσμιος οἴκησις. (Μειζοτέρα 118).
Καὶ τὴν φύλαξε μὲ ὅλην τῆς ψυχῆς του τὴν δύναμη. Γι’ αὐτὸ καὶ «ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας» (Ἀποκ. β’ 23) πλούσια ἀντάμειψε τὸν ἄξιο ἐργάτη ἀπὸ τούτη τὴν ζωή. Πολλὰ θαύματα καὶ θεραπεῖες ἐπενεργοῦσε, ὅσο καιρὸ ζοῦσε. Μὰ καὶ ὅταν σὲ βαθιὰ γηρατειὰ ἀναχώρησε γιὰ τὴν ἀληθινὴ Πατρίδα του καὶ Πατρίδα μας, κοντὰ στὸν Δεσπότη Χριστὸ ποὺ ἀγάπησε, δὲν ἔπαυσε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ προσφέρει ἄφθονες τὶς εὐεργεσίες του σὲ ὅσους ἐκζητοῦν τὴν μεσιτεία του. Ὁ Ἅγιος ἐκδιώκει δαιμόνια καὶ θεραπεύει διάφορες ἀρρώστιες, ὅπως μᾶς λέει ὁ βιογράφος τοῦ Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος. Ἀλλὰ καὶ τιμωρεῖ τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀδικία.
«Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος». Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ψαλμωδοῦ βρίσκουν πλήρη τὴν ἐπαλήθευσή τους σὲ κάθε Ἅγιο, καθὼς καὶ στὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρκαδίου. Καὶ ὁ λόγος ἁπλός. «Ζῶντες ἐν Χριστῷ οἱ ἅγιοι, ὅπως λέγει κι ἕνας μεγάλος θεολόγος τοῦ αἰῶνος μας, κάνουν τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, διότι δι’ Αὐτοῦ γίνονται ὄχι μόνο δυνατοὶ ἀλλὰ καὶ παντοδύναμοι».
Παντοδύναμοι μποροῦμε νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς, ἂν μιμούμενοι τὸν Ἅγιό μας φροντίσουμε καὶ ἀγωνισθοῦμε νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε στὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς, τὴν ἁγιότητα. Ἄλλωστε αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ κλήση μας ὡς χριστιανῶν στὸν κόσμο αὐτό. Τοῦτο φανερώνει μὲ σαφήνεια καὶ ἡ ἐντολὴ τοῦ θείου Εὐαγγελίου: «Κατὰ τὸν καλέσαντα ὑμᾶς Ἅγιον καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφὴ γεννήθητε». (Α’ Πέτρ. α’ 15).
Δηλαδὴ σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Θεοῦ πού σᾶς κάλεσε στὸν δρόμο τοῦ ἁγιασμοῦ, φροντίστε καὶ σεῖς σὲ ὅλη σας τὴν ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ νὰ γίνετε ἅγιοι.
Νὰ γίνουμε ἅγιοι. Νὰ μὲ δυὸ λόγια κι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὁ προορισμός μας. Νὰ γίνουμε ἅγιοι. Ἄνθρωποι ἀρετῆς. Θὰ θελήσουμε ὁ καθένας νὰ προσέξουμε ἔστω καὶ τώρα τοῦτο τὸ δίδαγμα πού μᾶς δίνει ἡ μελέτη τῆς ζωῆς καὶ τούτου τοῦ Ἁγίου; Προσωπικὰ τὸ εὐχόμεθα μετὰ φωνῆς ἰσχυρὸς γιὰ ὅλους μας. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ τρόπος νὰ ἰδοῦμε καλύτερες ἡμέρες. Ἔτσι καὶ μόνο θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἰδοῦμε «τὴν εἰρήνην τοῦ Θεοῦ τὴν ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν» νὰ πλημμυρίζει τὶς καρδιές μας. Ἀλλὰ καὶ ἔτσι μονάχα θὰ εὐτυχήσουμε νὰ καμαρώσουμε τὴν Κύπρο μας, τὸ ταχύτερο στοῦ Χριστοῦ τὸ φῶς λουσμένη, μιὰ Κύπρο ἐλεύθερη, εὐτυχισμένη, εὐλογημένη.
Δία τῶν πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου σου Ἀρκαδίου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μακεδὼν ὁ αὐτοκράτορας
Στοὺς Συναξαριστὲς δὲν ἀναφέρεται.
Ἡ μνήμη του βρίσκεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεῶν (σελ. 161), σὰν κτήτορας καὶ ἀνακαινιστὴς πολλῶν ναῶν καὶ μονῶν, ὁ Βασίλειος (867 – 886) βρῆκε θέση σὲ κάποια Μηνολόγια μεταξὺ τῶν Ἁγίων γιὰ τὴν εὐσέβειά του καὶ γιὰ τὸν ἐμπλουτισμὸ τῆς πρωτεύουσας μὲ ἱερὰ κτίσματα, πρὸς δόξαν Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Sebbi (Ἄγγλος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.