ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθησαν...περί Θείας Λατρείας, Κλήρου, Λαού, Δράσεων της Εκκλησίας μας, αλλά, και αιρέσεων που προσπαθούν να παρεισφρύουν...

Moderator: inanm7

ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Unread postby rose » Fri Aug 10, 2012 9:16 pm

ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ.

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου.

Image


Τον τελευταίο καιρό επιτείνεται μια τάση που παρετηρείτο και παλαιότερα, δηλαδή επικρατεί μια «φρενίτις» μεταφράσεων των λειτουργικών κειμένων και μάλιστα των λειτουργικών ευχών με απρόβλεπτες συνέπειες.

Μια από τις συνέπειες, η χαρακτηριστικότερη, είναι να δημιουργούνται νέες ευχές της θείας Λειτουργίας, με την χρησιμοποίηση ομηρικών λέξεων. Δηλαδή, ενώ μερικές κινήσεις απλοποιούν τις ευχές στην λειτουργική γλώσσα, άλλες τις «εμπλουτίζουν» με ομηρικές λέξεις, πράγμα που δεν έκαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας που γνώριζαν πολύ καλά και τον Όμηρο.

Θεωρώ ότι όλη αυτή η νοοτροπία πρέπει να αντιμετωπισθή από την Ιερά Σύνοδο, γιατί οι αυθαιρεσίες πρέπει να σταματήσουν. Στις ημέρες μας επιχειρείται αυτό που δεν γινόταν επί Τουρκοκρατίας, αν και τότε το μορφωτικό επίπεδο ήταν χαμηλό, ενώ σήμερα υψηλό.

Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα που έχουν διατυπωθή από πολλούς εναντίον της μεταφράσεως των λειτουργικών ευχών, ακόμη και τότε που ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος προσπάθησε να εισαγάγη την παράλληλη ανάγνωση των βιβλικών κειμένων και στην δημοτική γλώσσα και όπως είναι γνωστόν ο ίδιος αντιλήφθηκε την ζημιά που γινόταν στην ενότητα της Εκκλησίας και επανέφερε τα πράγματα στα παραδεδομένα. Πόσον μάλλον θα προκαλέση ζημιά η νέα τάση το να αλλοιώνωνται τα κείμενα της θείας Λειτουργίας, των ιερών Μυστηρίων και άλλων λειτουργικών κειμένων και να εισάγεται η δημοτική γλώσσα όχι παράλληλα με το πρωτότυπο κείμενο, αλλά αποκλειστικά. Κινδυνεύουμε να δούμε σχίσματα μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας μας.

Παρακάμπτοντας πολλά επιχειρήματα κατά της εισαγωγής της δημοτικής γλώσσας στην θεία Λατρεία που ήδη έχουν διατυπωθή, θα αρκεσθώ μόνον στο να τονίσω ότι μια τέτοια προσπάθεια συνιστά έλλειμμα αληθινής ορθόδοξης θεολογίας, για να μην εκφρασθώ πιο σκληρά. Δείχνει ότι δεν υπάρχει η στοιχειώδης ορθόδοξη θεολογία, η μάλλον με τέτοιες ενέργειες εκφράζεται μια επιφανειακή ορθόδοξη θεολογία, που στηρίζεται στην πρακτική ωφελιμότητα. Η νοοτροπία αυτή ξεκινά από μια ποιμαντική ανάγκη, αλλ' όμως επιλέγεται η πιο εύκολη λύση. Θεωρώ ότι πρόκειται για μια επιρροή από τον δυτικό σχολαστικισμό.

Ουσιαστικά, αυτή η νοοτροπία συνδέεται με τον «τελευταίο πειρασμό» του Χριστού που αντιμετώπισε επάνω στον Σταυρό από τους παρευρισκομένους εκεί: «σώσον σεαυτόν και κατάβα από του σταυρού... ο Χριστός ο βασιλεύς του Ισραήλ καταβάτω νυν από του σταυρού, ίνα ίδωμεν και πιστεύσωμεν αυτώ» (Μαρκ. ιε , 30-32).

Όπως οι σύγχρονοι του Χριστού Ιουδαίοι, και μάλιστα οι Γραμματείς και οι Αρχιερείς, ήθελαν να κατεβή ο Χριστός από τον Σταυρό για να πιστεύσουν σε Αυτόν ότι είναι υιός του Θεού, ουσιαστικά ενέπαιζαν τον Χριστό, έτσι και τώρα με την πράξη της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων, κατά κάποιον τρόπο, θέλουν να κατεβάσουν την γνώση της θείας Λειτουργίας στο λογικό επίπεδο και όχι στην βίωση του μυστηρίου του Σταυρού. Ο Ιγνάτιος Μπραντζιανίνωφ έλεγε: «Ο Σταυρός είναι η καθέδρα της ορθοδόξου θεολογίας».

Όμως, όπως ο Χριστός δεν ικανοποίησε αυτό το αίτημα και παρέμεινε στον Σταυρό, σώζοντας έτσι τους ανθρώπους από τον θάνατο, έτσι και εδώ, τηρουμένων των αναλογιών, πρέπει η θεία Λειτουργία και τα Μυστήρια να παραμείνουν στο ύψος της ορθοδόξου θεολογίας, που είναι εμπειρία του Σταυρού και της Αναστάσεως, και όχι να κατεβούν στο επίπεδο της νοησιαρχίας, του ορθολογισμού.

Λυπάμαι που κάνω αυτήν την αναφορά, αλλά θα προσπαθήσω να το επεξηγήσω με τα ακόλουθα.

1. Η γλώσσα των συμβόλων

Μέσα στην θεία λατρεία εκτός από την λεκτική γλώσσα υπάρχει και η γλώσσα των συμβόλων, δια της οποίας γίνονται κατανοητά και όσα δεν μπορούν να κατανοηθούν δια της γλωσσικής διατυπώσεως, η οποία ούτως η άλλως δεν είναι αρκετή για την πλήρη κατανόηση των λεγομένων και γιγνομένων.

Η γλώσσα των συμβόλων βιώνεται με το άναμμα του κεριού, τον ασπασμό των ιερών εικόνων, τις κανδήλες που φωτίζουν με το ιλαρό φως τους, τα ιερά σκεύη και όλα τα ευρισκόμενα και τελούμενα στον Ιερό Ναό, με τον τρόπο που γίνεται η Μικρά και η Μεγάλη Είσοδος, με την τυπική διάταξη των ιερών Ακολουθιών, με τις ιερατικές κινήσεις και ευλογίες κ.α.

Αξίζει να σημειωθή ότι ο Ιερεύς προκειμένου να εκφωνήση την αποστολική ευλογία η να ειρηνεύση, συγχρόνως ευλογεί και δια της χειρός τους παρευρισκομένους, οπότε η γλώσσα των λέξεων συμπληρώνεται με την γλώσσα των συμβόλων. Υπάρχει δε περίπτωση κάποιος να δη την Χάρη της ευλογίας, όπως συνέβη με έναν Τούρκο, τον Αχμέτ, ο οποίος δεν γνώριζε την ελληνική γλώσσα, αλλά είδε τον Πατριάρχη να ευλογή και δια της ευλογίας είδε τις ακτίνες της θείας Χάριτος να εκπορεύωνται από την ευλογούσα χείρα του και να κατευθύνωνται στις κεφαλές όλων των παρισταμένων Χριστιανών, εκτός της δικής του, πράγμα που τον έκανε να πιστεύση στον Χριστό, να βαπτισθή και στην συνέχεια να μαρτυρήση.

Μέσα στην θεία Λειτουργία και μόνον με την γλώσσα των συμβόλων μπορεί να συμμετάσχη το μικρό παιδί, ο κωφάλαλος, αλλά και εμείς όταν συμμετέχουμε σε θεία Λειτουργία που γίνεται σε ξένες γλώσσες, τις οποίες δεν κατάνοούμε λογικά. Η ταύτιση της συμμετοχής μας στην θεία Λειτουργία η την λατρεία μόνον με την λεκτική γλώσσα, παραθεωρώντας την σημασία της συμβολικής γλώσσας, ουσιαστικά θεωρεί ότι πολλές κατηγορίες Χριστιανών δεν συμμετέχουν στην θεία Λειτουργία.

Επομένως, η υποτίμηση της γλώσσας των συμβόλων και η υπερτίμηση της λογικής επεξεργασίας στην μέθεξη της θείας λατρείας αποτελεί σοβαρό θεολογικό πρόβλημα.


2. Η λογικοκρατική θεώρηση της λατρείας

Η μετάφραση ευχών, με σκοπό να κατανοηθή η θεία Λειτουργία, αναποδράστως οδηγεί στην άποψη ότι εκλαμβάνεται η λογική ως κέντρο της εκκλησιαστικής και μυστηριακής ζωής, πράγμα που συνιστά την λογικοκρατία και τον ορθολογισμό.

Λέγοντας αυτά, γνωρίζω ότι άλλο είναι ο ορθός λόγος που είναι απαραίτητος για την συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων, για την συγκρότηση και διάρθρωση της σκέψεως σε λογικά σχήματα, σε προτάσεις και την χρησιμοποίηση των λέξεων, και άλλο είναι ο ορθολογισμός που θεωρεί κέντρο όλων των πραγμάτων την λογική και δι' αυτής ερμηνεύει ακόμη και όσα έχουν σχέση με τον Θεό και τον άνθρωπο.

Κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας η ψυχή του ανθρώπου δεν έχει μόνον την λογική ενέργεια, αλλά έχει και άλλες ενέργειες, όπως την νοερά ενέργεια, την φαντασία, την αίσθηση κλπ. Ακόμη, η λογική δεν είναι πηγή της γνώσεως, ακόμη και για τα ανθρώπινα πράγματα. Γι' αυτό και στην επιστήμη αναπτύχθηκε η λεγόμενη «συναισθηματική νοημοσύνη» που ισχυρίζεται ότι υπάρχουν μέσα στον άνθρωπο «δύο μυαλά», ήτοι η λογική και το συναίσθημα και θεωρεί ότι είναι αναπηρία το να απολυτοποιή κανείς μόνον την λογική. Αυτό αποδεικνύεται και από την απεικόνιση του εγκεφάλου.

Επίσης, στις ημέρες μας αναπτύχθηκε και η λεγομένη υπαρξιακή φιλοσοφία και ψυχολογία, που θεωρούν ότι πέρα από την λογική υπάρχουν και άλλες λειτουργίες στο ανθρώπινο πρόσωπο. Εδώ βρίσκεται και το λάθος του διαφωτισμού, όπως απέδειξε αργότερα ένα άλλο ρεύμα ο ρομαντισμός, και αργότερα η μετανεωτερικότητα, που κατέρριψε την αυθεντία της λογικής.

Εάν αυτό συμβαίνη στα ανθρώπινα πράγματα, πολύ περισσότερο συμβαίνει στην ορθόδοξη θεολογία. Είναι γνωστόν ότι η άποψη ότι κέντρο της θείας γνώσεως είναι η λογική και η επεξεργασία που γίνεται από αυτήν, δημιούργησε τον σχολαστικισμό και όλο αυτό το σχολαστικό-ορθολογικό σύστημα που συναντούμε στον Θωμά τον Ακινάτη και μάλιστα στο έργο του «Summa Theologica».

Διαποτισμένος και ο Βαρλαάμ από τον δυτικό σχολαστικισμό έφθασε σε έναν αγνωστικισμό και ακόμη υποτιμούσε τις Αποκαλύψεις του Θεού και γι' αυτό θεωρούσε τους αρχαίους Έλληνας φιλοσόφους ανώτερους των Προφητών και των Αποστόλων. Θεωρώντας ότι η λογική είναι το ευγενέστερο στοιχείο του ανθρώπου που δόθηκε από τον Θεό, έθετε σε υποδεέστερη θέση τις οράσεις των Προφητών, που τις θεωρούσε «χείρω της ημετέρας νοήσεως».

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κονιορτοποίησε κυριολεκτικά το σημείο αυτό, γιατί, όπως δίδαξε, οι οράσεις των Προφητών, το άκτιστο Φως που είδαν οι Μαθητές στο Όρος Θαβώρ είναι μεγάλη αποκάλυψη και φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο. Οπότε οι αγράμματοι Μαθητές αποδείχθηκαν ανώτεροι από τους φιλοσόφους που είχαν έντονη λογική.

Παρέθεσε μάλιστα πλήθος αγιογραφικών και πατερικών χωρίων, όπως και το εκπληκτικό χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ότι οι ορθόδοξοι θεολογούν «αλιευτικώς (όπως οι αγράμματοι Απόστολοι που ήταν αλιείς) και όχι αριστοτελικώς». Είναι δε κλασσικό το απόφθεγμα του ίδιου Αγίου: «θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι (=στοχασθήναι) δε αδυνατώτερον».

Δεν μπορεί κανείς με την λογική να κατανοήση τον Θεό. Ο Θεός αποκαλύπτεται στην καρδιά του ανθρώπου και στην συνέχεια η λογική διατυπώνει, όσον είναι δυνατόν, αυτήν την Αποκάλυψη.

Το εκπληκτικό σύγγραμμα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά «Περί των ιερώς ησυχαζόντων», οι λεγόμενες «Τρεις τριάδες», αναλύει διεξοδικώς το θέμα αυτό και ουσιαστικά έχει κατοχυρωθεί συνοδικά.

Η άποψη ότι απαιτείται η λογική κατανόηση των λειτουργικών κειμένων για να συμμετέχουμε στην θεία λατρεία και να αποκτήσουμε την γνώση του Θεού αποκλείει τους αγραμμάτους από την λατρεία και την θεογνωσία, στερεί τα βρέφη, τα νήπια και τα παιδιά από την λατρεία και την θεία Κοινωνία.

Ο δυτικός σχολαστικισμός είναι εκείνος που οδήγησε στην πρακτική της αποσυνδέσεως του μυστηρίου του Βαπτίσματος από το μυστήριο του Χρίσματος και κατ' επέκταση από το μυστήριο της θείας Κοινωνίας μέχρι την εφηβεία. Η βάση αυτής της πρακτικής είναι ότι για να δεχθή το παιδί το Χρίσμα και να λάβη την θεία Κοινωνία πρέπει να κατανοή με την λογική του τα γινόμενα.

Εμείς χρίουμε τα βρέφη και τα κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, γιατί γνωρίζουμε από την θεολογία μας ότι και τα βρέφη λαμβάνουν την Χάρη του Θεού και πριν αναπτυχθή ο εγκέφαλος και η λογική, αφού και τότε ενεργεί μέσα τους η νοερά ενέργεια. Ακόμη και τα έμβρυα μπορούν να λαμβάνουν το Άγιον Πνεύμα, όπως έγινε με τον Τίμιο Πρόδρομο, που όταν ήταν έμβρυο έξι μηνών έγινε από τότε Προφήτης και κατέστησε και την Μητέρα του Προφήτιδα, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.

Αισθάνομαι ότι μια σχολαστική νοοτροπία επιχειρείται να εισαχθή στην Ορθόδοξη Εκκλησία με τις μεταφράσεις των λειτουργικών κειμένων, ότι πρέπει να καταλαβαίνουμε τα κείμενα λογικά για να συμμετέχουμε, πράγμα που ανατρέπει την βασική θεολογική αρχή περί της διπλής μεθοδολογικής γνώσεως, σύμφωνα με την οποία με άλλον τρόπο γνωρίζει κανείς την κτιστή αλήθεια και με άλλον τρόπο γνωρίζει κανείς την άκτιστη αλήθεια, τον Θεό, και μετέχει αυτής.

Με άλλα λόγια δεν υπάρχει μια ενιαία αλήθεια για τον Θεό και τον κόσμο, και δεν υπάρχει μια ενιαία μέθοδος γνώσεως του Θεού και του κόσμου, όπως υπεστήριζε στην πράξη ο δυτικός σχολαστικισμός.

Επομένως, η λογικοκρατική θεώρηση της θείας Λατρείας εισάγει ένα είδος σχολαστικισμού στην ορθόδοξη θεολογία.


3. Η λογική και νοερά λατρεία.


Συνέπεια των προηγουμένων είναι ότι η λατρεία της Εκκλησίας διαιρείται σε λογική λατρεία και νοερά λατρεία και ο άνθρωπος που ζη πραγματικά μέσα στην Εκκλησία μπορεί να μετέχη παράλληλα και στις δύο λατρείες. Αυτή είναι η βάση του ορθοδόξου ησυχασμού, της ορθοδόξου νηπτικής ζωής. Κατά την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας η ψυχή του ανθρώπου είναι λογική και νοερά. Κατ' επέκταση υπάρχει η λογική λατρεία και η νοερά λατρεία.

Από την παράδοση της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι τα βρέφη έχουν νοερά ενέργεια, δια της οποίας μπορούν να βλέπουν αγγέλους και αγίους, ενώ δεν έχει ακόμη αναπτυχθή η λογική λειτουργία του εγκεφάλου, που θα τελειοποιηθή αργότερα, καθώς το παιδί θα μεγαλώνη.

Έτσι, κατά την θεία Λειτουργία δεν αρκεί μόνον η ανάπτυξη της λογικής λειτουργίας, αλλά κυρίως η ανάπτυξη της νοεράς λειτουργίας. Δηλαδή, η μετάφραση της αποστολικής ευλογίας στην δημοτική γλώσσα, ως «η Χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατέρα και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος να είναι μαζί σας», δεν θα μπορέση ποτέ να δώση στον άνθρωπο να καταλάβη λογικώς τι είναι Χάρη του Κυρίου, η αγάπη του Θεού Πατέρα και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, τι είναι ο Τριαδικός Θεός και πώς μπορούμε να μεθέξουμε της Χάριτός Του.

Αυτή η γνώση είναι θέμα νοεράς καρδιακής εμπειρίας. Ο Απόστολος Παύλος κάνει λόγο για αρραβώνα που δίνεται στην καρδιά: «Ο δε βεβαιών ημάς συν υμίν εις Χριστόν και χρίσας ημάς Θεός, ο και σφραγισάμενος ημάς και δους τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταις καρδίαις ημών» (Β Κορ. α , 21-22).

Άλλωστε, ο Χριστός στους μακαρισμούς Του τόνισε την απαραίτητη προϋπόθεση της καθαρής καρδιάς για την όραση του Θεού και όχι την έξαψη της λογικής: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε', 8). Το ίδιο συναντούμε και στις επιστολές των Αποστόλων, όπου γίνεται λόγος για την καρδιά ως προϋπόθεση και βάση της θεοπτίας.


Είναι δε γνωστόν ότι ο Χριστός όταν εμφανίσθηκε στους Μαθητές Του «διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τας γραφάς» (Λουκ. κδ , 45). Η γνώση του μυστηρίου που εκφράζεται με λέξεις γίνεται στον νου του ανθρώπου δια της Αποκαλύψεως του Θεού. Αυτό το βλέπουμε εμφανώς στην ευχή προ του Ευαγγελίου: «Έλλαμψον εν ταις καρδίαις ημών, φιλάνθρωπε Δέσποτα, το της σης θεογνωσίας ακήρατον φως και τους της διανοίας ημών διάνοιξον οφθαλμούς (τον νου) εις την των ευαγγελικών σου κηρυγμάτων κατανόησιν... Συ γαρ ει ο φωτισμός των ψυχών και των σωμάτων ημών...».

Ο βασικός σκοπός του ανθρώπου δεν είναι να κατανοήση λογικώς τις λέξεις, αλλά να εισέλθη στο βάθος του μυστηρίου, να βιώση και να μεθέξη την κένωση του Υιού και Λόγου του Θεού, δια της αποκαλύψεως του Θεού στην καθαρή καρδιά του. Γι' αυτό και η αποφατική θεολογία είναι «ο Γολγοθάς της ανθρώπινης λογικής».

Αυτό σημαίνει ότι η θεία Λειτουργία, που είναι λογική λατρεία, συνδέεται στενά και με την νοερά λατρεία. Άλλωστε, η Βασιλεία του Θεού για να την οποία κάνουν λόγο πολλοί σύγχρονοι ερμηνευτές και ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι, που είναι η φανέρωση και η μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού, δεν είναι υπόθεση λογικής επεξεργασίας, αλλά υπόθεση καθαρού νοός και καθαράς καρδίας.

Τα βρέφη, τα παιδιά και οι Άγιοι συμμετέχουν στην θεία Λειτουργία, κάνοντας νοερά λατρεία μπορεί να βλέπουν υπερκόσμια χοροστασία, για την οποία ομιλούν οι Άγιοι, μπορεί να βλέπουν αγγέλους, ενώ όσοι στηρίζονται στην λογική κατανόηση των λέξεων έχουν πλήρη άγνοια της γνώσεως του Μυστηρίου.

Στην βιογραφία του αγίου παπα-Νικόλα Πλανά διαβάζουμε ότι ένα παιδάκι που είχε ανεπτυγμένη την νοερά ενέργεια έβλεπε τον λειτουργούντα άγιο παπα-Νικόλα να υπερυψούται του εδάφους, και το φώναξε με ενθουσιασμό στην μητέρα του. Θεωρώ ότι το παιδάκι αυτό μετείχε της θείας Λειτουργίας πραγματικά, έστω κι αν δεν καταλάβαινε τις λέξεις, ενώ οι άλλοι που πρόσεχαν με την λογική απλώς παρακολουθούσαν. Η για να εκφρασθώ με άλλον τρόπο, δεν μπορώ να αποκλείσω το παιδάκι αυτό από την μέθεξη της λατρείας, επειδή δεν μπορούσε να κατανοήση τις λέξεις. Μάλλον θεωρώ ότι μετείχε της θείας Λειτουργίας καλύτερα από άλλους εγκρατείς φιλολόγους που γνωρίζουν την ετυμολογία και την έννοια των λέξεων.

Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «η ικανότης ημών εκ του Θεού, ος και ικάνωσεν ημάς διακόνους καινής διαθήκης, ου γράμματος, αλλά πνεύματος• το γαρ γράμμα αποκτένει, το δε πνεύμα ζωοποιεί» (Β Κορ. γ , 5-6).

Επομένως, η παραθεώρηση της νοεράς λατρείας συνιστά έλλειμμα ορθοδόξου θεολογίας.

Γενικά, όσοι απλοποιούν τις λέξεις της θείας λατρείας ακόμη και αυτές που έχουν «υψηλό, εννοιολογικό, εικονικό, συμβολικό και βιωματικό επίπεδο» για να γίνουν κατανοητές λογικά αφ' ενός μεν καταστρέφουν τον πολιτισμικό μας πλούτο, αφ' ετέρου δε αγνοούν την ορθόδοξη θεολογία στην πλήρη έκφρασή της. Η ορθόδοξη θεολογία δεν είναι σχολαστική, ορθολογιστική, αλλά αποκαλυπτόμενο μυστήριο. Και το μυστήριο δεν κατανοείται απλώς λογικά.

Έτσι, από το γράμμα προχωρούμε στο πνεύμα μέσα από όλη την ασκητική παράδοση της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι όσοι ακούνε αναλύσεις των γινομένων και πραττομένων στην θεία Λειτουργία –άλλωστε αυτή είναι η αξία του κηρύγματος– η όσοι μετέχουν τακτικά στην θεία Λειτουργία μπορούν να κατανοήσουν ευχερώς και το γράμμα, κυρίως όμως μπορούν να εισχωρήσουν στο πνεύμα με την καθαρότητα της καρδιάς και την γνώση της συμβολικής γλώσσας της Εκκλησίας.

Οι φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος, ενώ έκαναν μεταγλωττίσεις σε διάφορα πατερικά κείμενα, δεν τόλμησαν να μεταγλωττίσουν τις ευχές της θείας Λειτουργίας και των Μυστηρίων, αν και το διανοητικό επίπεδο του λαού ήταν χαμηλό.

Οπότε, όσοι παραμένουν στο επίπεδο της λογικής κατανόησης των λειτουργικών κειμένων δείχνουν ότι αγνοούν την ορθόδοξη θεολογία, γι' αυτό κατά τον Μέγα Βασίλειο «τεχνολογούσι και ου θεολογούσι». Δεν χρειάζεται απλώς η λογική κατανόηση των κειμένων η μετάφρασή τους, αλλά η μύηση στην ζωή της Εκκλησίας και στο μυστήριο της κενώσεως του Χριστού και της θεώσεως του ανθρώπου.

Νομίζω ότι μερικοί σύγχρονοι έχουν έλλειμμα ορθοδόξου θεολογίας και εκφράζουν μια θεολογία, η οποία έχει επηρεασθή από τον παπικό σχολαστικισμό και τον προτεσταντικό ηθικισμό, γι' αυτό και αυτοσχεδιάζουν αυθαίρετα μέσα στην Εκκλησία.

(Πηγή: ΡΟΜΦΑΙΑ).
Xαίρε Μήτερ Δέσποινα της ζωής, χαίρε η προστάτις, των τιμώντων σε και φρουρός,
χαίρε η ελπίς μου, η δόξα και ισχύς μου μετά Θεόν η μόνη συ μου βοήθεια.
User avatar
rose
 
Posts: 640
Joined: Wed Nov 16, 2011 9:58 pm

Re: ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Unread postby rose » Sat Aug 11, 2012 2:14 pm

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΝ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ --- (Ἁγιορεῖτες Ἱερομόναχοι καί οἱ συνοδεῖες τους).

Image

Τον τελευταίο καιρό, γίνεται πολύ λόγος για το θέμα των μεταφράσεων των λειτουρ­γικών κειμένων της Εκκλησίας σε γλώσσα περισσότερο προσιτή στον σημερινό κόσμο. Στο μικρό αυτό άρθρο εξετάζεται κατά πό­σον μια ενδεχόμενη μετάφραση των λειτουρ­γικών κειμένων θα βοηθήση ή θα βλάψη, και αν επομένως είναι σκόπιμη ή και θεμιτή η προσπάθεια αυτή.


Ακούγεται συχνά η άποψη ότι οι σημε­ρινοί νέοι αδυνατούν να συμμετάσχουν στη λατρεία της Εκκλησίας μας και αιτία είναι η λειτουργική γλώσσα. Δεν υπάρχει βέβαια καμμία αμφιβολία ότι οι σημερινοί νέοι, δε­χόμενοι τη σύγχρονη «εκπαίδευση της αμά­θειας», είναι γλωσσικά υπανάπτυκτοι και αποκομμένοι από τις ιστορικές ρίζες τους. Χωρίς να εξετάζουμε εδώ τα αίτια της θλιβερής αυτής πραγματικότητας, συμφωνούμε κατ’ αρχήν ότι θα πρέπη να τους βοηθή­σουμε όσο μπορούμε, ώστε να κατανοούν και αυτοί τα λειτουργικά κείμενα και να συμμετέχουν στην θεία Λατρεία.

Θεωρούμε όμως ότι είναι μεγάλο λάθος η "λύση" της μεταγλωττίσεως των ιερών κειμένων.
Διότι, όπως έχει αποδειχθή, «η όποια μετάφραση θα προδώση δραματικά τη νοηματική εμβέλεια του πρωτοτύπου και θα δυσχεράνη σε μεγάλο βαθμό την δια­νοητική κατανόησή της αντί να την διευκολύνη». Οι λόγοι είναι πολλοί: Η δημο­τική υστερεί σε εκφραστικές δυνατότητες σε σχέση με τον αρχαίο ελληνικό λόγο. Αδυ­νατεί επίσης να αποδώση με την ίδια νοη­ματική πυκνότητα τις μετοχές και τα απα­ρέμφατα όπως και τις λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις των εμπρόθετων προσδιορισμών (Βλ. Φώτης Σχοινάς, Λειτουργική Γλώσσα, σελ. 43-5).

Το κυριώτερο όμως είναι η απόδοση των δογματικών εκφράσεων.
Πώς είναι δυνατόν να μεταφραστούν οι όροι ουσία, φύση, υπό­σταση, πρόσωπον, ενέργεια κλπ. χωρίς τον κίνδυνο της αιρετικής αποκλίσεως; Οι άγι­οι Πατέρες, που υπέστησαν διωγμούς και μαρτύρια για να κρατήσουν ανόθευτη την πίστη, διατύπωσαν τους όρους αυτούς με θείο φωτισμό. Και θα προσπαθήσουμε εμείς να επαναδιατυπώσουμε την πίστη με άλλους όρους πιο "σύγχρονους"; Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης επισημαίνει τον κίνδυνο της γλωσσικής αλλαγής στους δογματικούς ό­ρους: «Επί του θείου δόγματος ουκέτι ομοί­ως ακίνδυνος ή διάφορος χρήσις των ονομά­των. Ου γαρ μικρόν ενταύθα το παρά μι­κρόν» (ΡG 45, 120C). Δεν είναι δύσκολο να φαντασθούμε πόσες αιρέσεις μπορούν να παρεισφρύσουν μέσα στα πλήρως μεταφρα­σμένα λειτουργικά κείμενα, τις οποίες κα­νείς δεν θα είναι εύκολο να αντιληφθή. Ο απλός πιστός μάλιστα, δεν θα είναι πλέον σε θέση να διακρίνη ανάμεσα σε έναν με­ταφρασμένο ύμνο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, σε έναν νεοσύνθετο (διότι θα υπάρξουν και τέτοιοι), και στα προτεσταν­τικά τραγούδια (που κυκλοφορούν ανωνύμως).


Αν, πάλι, πρόκειται να αφήσουμε τους θεολογικούς όρους ανέπαφους (όπως δια­τείνονται κάποιοι συντηρητικότεροι), το αποτέλεσμα της επεμβάσεως θα είναι ο ψι­λός κλιτικός εκδημοτικισμός τους και η συ­ντακτική απλοποίηση της προτάσεως. Δηλα­δή, χωρίς να βοηθούμε ουσιαστικά στην κα­τανόηση του κειμένου, εξοστρακίζουμε από τη λειτουργική χρήση την αποστολική και πατερική γλώσσα, με όλες τις βαρύτατες συ­νέπειες που αυτό συνεπάγεται.

Αντί, λοιπόν, να προσπαθούμε να "δι­ευκολύνουμε" τους νέους, κατεβάζοντας το υψηλό γλωσσικό επίπεδο της Λατρείας, είναι προτιμότερο να τους βοηθήσουμε ώστε με ελάχιστο κόπο να μπορούν να κατανοούν τη γλώσσα του πρωτοτύπου, αναβαθμίζο­ντας έτσι και το γλωσσικό τους επίπεδο. Όσοι αισθάνονται δυσκολία στη γλωσσική κατανόηση της Θείας Λειτουργίας -η οποία θεωρείται και είναι το κέντρο της ζωής μας- ας αφιερώσουν λίγο χρόνο ιδιωτικά στη με­λέτη της, δηλαδή τη μετάφραση και ερμη­νεία της, και ας παραμείνη η τέλεσή της στους Ναούς ως έχει, στην παραδεδομένη γλωσσική μορφή.

Το Ελληνόπουλο, πέρα από τη γνώση της νεοελληνικής, θα πρέπη να εξοικειωθή στην κατανόηση (όχι βέβαια στην πλήρη εκμάθηση) και παλαιοτέρων μορφών της ενιαίας ελληνικής γλώσσας. Είναι απαράδε­κτο, να μην είναι σε θέση να κατανοήση, και ως εκ τούτου να αποστρέφεται, το Ευαγγέ­λιο, τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τον Παπαδιαμάντη, κλπ. Τούτο πρέπει να μας προβληματίζη όλους, και να αποτελή μέρι­μνα της πολιτείας αλλά και της Εκκλησίας.

Εδώ θα θέλαμε να επισημάνουμε πολύ επιγραμματικά:
α) ότι η λειτουργική γλώσ­σα δεν είναι η καθ’ αυτό αρχαία ελληνική γλώσσα αλλά απλούστερη μορφή της, πλη­σιέστερη στη νεοελληνική,
β) ότι για την κατανόησή της δεν χρειάζονται σπουδές φιλολογίας. Αρκεί ο συχνός εκκλησιασμός με λίγο ενδιαφέρον και προσοχή. Η συ­νεχώς επαναλαμβανόμενη μορφή της, μά­λιστα, είναι ένα επιπλέον στοιχείο που δι­ευκολύνει την κατανόησή της.

Η εξοικείωση με τη λειτουργική γλώσ­σα (όπως και με κάθε αντικείμενο μαθήσε­ως) απαιτεί τη συνεχή τριβή με αυτήν. Όπως έχει λεχθή πολύ σωστά, ο αραιός εκκλη­σιασμός δεν οφείλεται στο "ακατανόητον" της λειτουργικής γλώσσας, αλλά αντίστρο­φα: δεν κατανοούμε τη λειτουργική γλώσ­σα επειδή δεν εκκλησιαζόμαστε. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια, και μάταια προσπαθούμε να θεραπεύσουμε ένα κακό με λανθασμένη διάγνωση και με ακόμη πιο λανθασμένη θε­ραπεία. Θα ελκύσουμε τους εκτός Εκκλησίας νέους, όταν τους πλησιάσουμε με πραγ­ματική αγάπη, και όχι όταν αλλοιώσουμε την γλώσσα της θείας Λατρείας. Κάτι τέ­τοιο προσπάθησε να κάνη και η Αγγλικα­νική εκκλησία και πέτυχε ακριβώς το αντί­θετο (Βλ. Γέροντος Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν, σελ. 375).

Όσο γιά τους εκκλησιαζόμενους πιστούς, αρκεί το εμπνευσμένο κήρυγμα του Ιερέως στην θεία Λειτουργία. Διότι όταν ο άνθρω­πος πιστεύει και έχει ζήλο και καλή διάθε­ση, ακόμη και αγράμματος να είναι, ο Θεός θα τον φωτίση και θα τον οδηγήση στην βίωση της θείας Λατρείας, κάτι πολύ ανώτερο από την απλή κατανόησή της. Οι παπ­πούδες μας -άνθρωποι κατά κανόνα ολι­γογράμματοι- ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκαν για την λειτουργική γλώσσα. Αισθάνονταν μάλιστα ως ζωτική ανάγκη τον συχνό εκκλη­σιασμό. Τί ήταν αυτό που τους τραβούσε στην Εκκλησία, εφ’ όσον δεν "καταλάβαιναν" τα περισσότερα από τα εκεί λεγόμενα;

Αξίζει να προσέξη κανείς το Κολλυβαδικό κίνημα, που ουσιαστικά υπήρξε ένα κίνημα πνευματικής και λειτουργικής ανα­γεννήσεως. Η εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν, γλωσσικά τουλάχιστον, σε χειρότερη κατάσταση από τη σημερινή, αφού ο χρι­στιανικός λαός ήταν τελείως απαίδευτος. Οι Κολλυβάδες Πατέρες όμως, που εργά­στηκαν σε τόσο αντίξοες συνθήκες, ποτέ δεν έθεσαν θέμα απλοποιήσεως της λειτουρ­γικής γλώσσας.

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιο­ρείτης, μέγας Πατήρ της Εκκλησίας και δι­δάσκαλος του Γένους, αν και μετέφρασε αγί­ους Πατέρες, ποτέ δεν μετέφρασε λειτουρ­γικά κείμενα- μόνο τα ερμήνευσε. Ανάλο­γη υπήρξε και η δράση όλων των Κολλυβάδων Πατέρων και του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, ο οποίος επέμενε τόσο πολύ στην ίδρυση σχολείων.

Το φωτεινό παράδειγμα των αγίων Πα­τέρων μας καθοδηγεί απλανώς στο σκοτά­δι της σημερινής εποχής, όπου τα πάντα κρίνονται και κοσκινίζονται από την τε­τράγωνη λογική του μεταπτωτικού ανθρώ­που. Μας διδάσκει ότι, η κατανόηση των λειτουργικών κειμένων δεν είναι ζήτημα γλωσσικής απλοποιήσεως, αλλά ερμηνευτι­κής εμβαθύνσεως, συνειδητής ευλάβειας και θείου φωτισμού.

* * *
Οι σύγχρονοι Έλληνες είμαστε φορείς μακραίωνης παραδόσεως και έχουμε με­γάλη ευθύνη να την διατηρήσουμε.
Και μό­νο για την γλώσσα μας, θα πρέπη να θεω­ρούμε το γεγονός ότι γεννηθήκαμε Έλληνες ως μία μεγάλη δωρεά του Θεού, και αυτό δεν αποτελεί καθόλου σωβινισμό. Απλώς αναγνωρίζουμε τις θείες δωρεές και συνει­δητοποιούμε την ευθύνη μας. Δεν είναι κα­θόλου τυχαίο, όπως ισχυρίζονται μερικοί, ότι το Ευαγγέλιο γράφτηκε στην Ελληνική γλώσσα.

Γράφει σχετικά ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «Υπήρχε τόσο λίγη "συμπτωματικότητα" στην "εκλογή" της ελλη­νικής γλώσσας όση υπήρχε στο γεγονός ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν (Ιωάν. δ', 22)... Η Εκκλησία στον καθορισμό των δογμάτων εξέφρασε την αποκάλυψη με τη γλώσσα της ελληνικής φιλοσοφίας» (Δημιουργία και Απολύτρωση, σ. 35-6). Είναι φανερό ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Εκκλησία μας επί τόσους αιώνες στην Λα­τρεία είναι η καλύτερη για να αποδώση τα λειτουργικά κείμενα, λόγω της ιεροπρεπείας, της ακριβείας και της λογικότητός της (θέματα που η ανάλυσή τους ξεφεύγει από τα όρια του μικρού αυτού άρθρου).

Οι μεταφράσεις στις ξένες γλώσσες είναι απαραίτητο φυσικά να γίνουν, παρόλη την αναπόφευκτη φθορά και πτώχευση που επέρχεται.
Και στις περιπτώσεις όμως αυτές, ο μεταφραστής θα πρέπη να μην αρκήται στην κατά το δυνατόν τελειότερη ανθρώ­πινη γνώση, αλλά να εμφορήται από το ίδιο Αγιο Πνεύμα που είχαν οι Πατέρες οι οποίοι συνέγραψαν τις θείες Λειτουργίες, ώστε να μην αδικήση το κείμενο και τους πιστούς. Όσο για την μεταγλώττιση στη νέα ελλη­νική (που σημειωτέον είναι πολύ πλησιέ­στερη στη λειτουργική γλώσσα απ' ό,τι οι σλαβικές γλώσσες στα αρχαία σλαβονικά), θεωρούμε ότι είναι όχι μόνο περιττή αλλά και πολύ επιζήμια.

Έχει αποδειχθή ότι οι Πατέρες του Δ' αιώνος, οι οποίοι και συνέγραψαν τις ιερές Λειτουργίες που τελούμε μέχρι σήμερα, δεν χρησιμοποίησαν τη δημώδη γλώσσα του καιρού τους αλλά επέλεξαν συνειδητά, τό­σο για την κηρυγματική όσο και (πολύ πε­ρισσότερο) για τη λειτουργική γλώσσα, την αρχαιότροπη γλωσσική έκφραση.

Ο λόγος, για τον οποίο οι άγιοι Πατέρες έκαναν αυτή την επιλογή, δεν ήταν τόσο η ανωτερότη­τα της γλωσσικής αυτής εκφράσεως (διότι και η τότε ομιλούμενη δεν είχε χάσει όπως η νεοελληνική το απαρέμφατο και τη με­τοχή, και συνεπώς διατηρούσε την ακρί­βεια, λιτότητα και σαφήνειά της). Πιστεύ­ουμε πως ο κυριώτερος λόγος είναι ότι ήθε­λαν να προσδώσουν μια ιεροπρέπεια στα λειτουργικά κείμενα με έναν γλωσσικό τύ­πο που δεν εχρησιμοποιείτο για τις υποθέ­σεις της απλής καθημερινότητας. Και αυτό είναι κάτι που θα πρέπη να λάβουν σοβαρά υπ' όψιν τους οι σημερινοί οπαδοί της μεταγλωττίσεως, αν δεν θέλουν να δημιουρ­γούν ανεπιθύμητους συνειρμούς στους πι­στούς, και να τους προξενούν διάσπαση και ευθυμία μέσα στον ιερό Ναό!

Κατά την έκφραση του Γέροντος Σωφρονίου, θα γεννώνται «εν τη ψυχή και τω νοϊ των πα­ρευρισκομένων αντιδράσεις κατωτέρου επι­πέδου» (Οψόμεθα τον Θεόν, σελ. 376).

* * *
Εάν η σημερινή τάση μεταγλωττίσεως και απλοποιήσεως των πάντων υπήρχε στα χρόνια των μεγάλων Πατέρων της Εκκλη­σίας, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε, από όσα προαναφέρθηκαν, ότι θα είχε καταδικασθή.

Ο ιερός Χρυσόστομος ίσως θα επα­ναλάμβανε: «Ουδέ σοφίας ανθρωπίνης δείται η θεία Γραφή προς την κατανόησιν των γεγραμμένων, αλλά της του Πνεύματος αποκαλύψεως» (ΡG 53, 175). Το άγιο Πνεύμα όμως δεν λείπει ποτέ από την Εκκλησία του Χριστού. Έτσι, και οι σύγχρονοι θεοφόροι Πατέρες και φωτισμένοι Γέροντες έχουν εκφρασθή ήδη για το θέμα αυτό.

Ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος, στο γνωστό κεφάλαιο «Περί της λειτουργικής γλώσσης» του βιβλίου του Οψόμεθα τον Θεόν, αναιρεί με κατηγορηματικό τρόπο τους «άτοπους ισχυρισμούς περί του δήθεν ακατανοήτου» της λειτουργικής ελληνικής γλώσσας, και καλεί να μείνουμε πιστοί σ’ αυτήν. Λέγει μεταξύ άλλων ο Ρώσος(!) αυτός Πατήρ: «Η Λειτουργία, ως το κορυφαίον μέσον αναφοράς του ανθρώπου προς τον Θεόν, είναι φυσικόν να έχη ως εκφραστικόν όργανον την κατά το δυνατόν τελειοτέραν γλώσσαν (ενν. την αρχαία ελληνική)... Η επί τοσούτον χρόνον χρησιμοποιηθείσα και καθαγιασθείσα γλώσσα της θείας Λει­τουργίας... είναι αδύνατον να αντικατασταθή άνευ ουσιώδους βλάβης αυτής ταύ­της της λατρείας».

Ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ήταν και αυτός σαφώς αντίθετος με τη σημερινή "λειτουργική αναγέννηση". Έλεγε ότι με τις μεταφράσεις των λειτουργικών κειμέ­νων θα αποκοπή ο λαός μας από τη γλώσ­σα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, και ότι είναι αδύνατον να αποδοθούν πλή­ρως οι όροι και οι έννοιες των κειμένων αυτών στη δημοτική, πολύ περισσότερο από μη άγιους. Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι, όταν το 1982 επρόκειτο να κυκλοφορήση το βιβλίο του Ιερομονάχου Γρηγορίου Η Θεία Λειτουργία, Σχόλια, ο Γέροντας δεν επέ­τρεψε να τυπωθή παράλληλα και η ετοι­μασμένη μετάφραση της θείας Λειτουργίας, ως απλό ερμηνευτικό βοήθημα, διότι αυτή, έλεγε, «μπορεί κάποτε να χρησιμοποιηθή ως αφορμή για μεταφράσεις στα λειτουρ­γικά κείμενα»! Τί θα έλεγε άραγε αν ζούσε σήμερα;

Ο μακαριστός Γέροντας Πορφύριος, ενώ ήταν τελειόφοιτος μόλις Α' Δημοτικού, χά­ρη στον ζήλο και την αγάπη του για τα λει­τουργικά κείμενα, έμαθε ανάγνωση και θεο­λογία από την Αγία Γραφή (της οποίας πολλά κεφάλαια είχε αποστηθίσει), την Πα­ρακλητική και τα Μηναία. Έφτασε να γίνη δοχείο της χάριτος του Θεού, και να ξεπεράση στη σοφία πολλούς θεολόγους και επιστήμονες. Συνιστούσε την προσεκτική και διαρκή μελέτη των αγιογραφικών και υμνολογικών κειμένων, την χρήση του λε­ξικού και τη σύγκριση με άλλα τροπάρια, για την ανεύρεση της έννοιας μιας άγνωστης λέξης. Και βέβαια, παρ’ όλη την ευρύ­τητα του πνεύματός του, ποτέ δεν μίλησε για ανάγκη μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων.

Πολύ σωστά έχει παρατηρηθή ότι «η λει­τουργική αναγέννηση είναι απότοκος της πνευματικής αναγεννήσεως του πιστού και καθόλου υπόθεση Συνεδρίων, Σεμιναρίων και Επιτροπών. Τελεσιουργείται στο ένδον της καρδίας του πιστού κατόπιν πνευματι­κού μόχθου και εσωτερικών στεναγμών, συνεπικουρούσης βεβαίως απαραιτήτως και της θείας Χάριτος». Στην θεία Λειτουργία «"κατανοούμε", με την πατερική σημασιο­λογική εκδοχή της λέξεως, τόσο όσο μας επιτρέπει η καθόλου πνευματική κατάστα­σή μας. Επομένως το καιρίως ζητούμενο για τη λειτουργική αναγέννηση είναι η δια της μετανοίας και τηρήσεως των εντολών του Χριστού προσωπική μας αναγέννηση» (Σχοινάς, ένθ' αν., σ. 47 και 110). Και η ποιμαντική προσπάθεια της Εκκλησίας σε αυτή την αναγέννηση των πιστών θα πρέπη κυρίως να στοχεύη.

* * *
Συνοψίζοντας, θεωρούμε ότι το θέμα της μεταγλωττίσεως των κειμένων στην θεία Λατρεία είναι πολύ σοβαρό, διότι, εκτός από τη σύγχυση και την απώλεια της ιεροπρέπειας που προξενείται, θραύεται ορι­στικά η μακραίωνη συνέχεια της λειτουρ­γικής γλώσσας, με τεράστιες αρνητικές συ­νέπειες. Και είναι εντυπωσιακό ότι το όλο κίνημα "λειτουργικής αναγέννησης" δεν ξεκινά από τον απλό λαό (για χάρη του οποί­ου υποτίθεται ότι γίνεται), αλλά από κά­ποιους καθηγητές, ιερείς και επισκόπους.

Μπορούν λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί να στε­ρούν το δικαίωμα από το εκκλησίασμα να δοξολογήση, να ευχαριστήση και να ικετεύση τον Τριαδικό Θεό, με τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποίησαν όλοι οι θεοφόροι Πα­τέρες μας; Πολύ φοβούμαστε ότι θα οδηγήσουν με τον τρόπο αυτό σε διχασμό το εκκλησιαστικό πλήρωμα.

Ο απλός λαός στην πλειονότητά του δεν επιθυμεί τις μεταφράσεις, έστω και αν δεν είναι σε θέση να καταλάβη καλά τα λει­τουργικά κείμενα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εγκύκλιος της Αρχιεπισκοπής, που ώριζε να διαβάζεται το Ευαγγέλιο και με­ταφρασμένο στην θεία Λειτουργία, δεν στά­θηκε δυνατόν να εφαρμοσθή λόγω της αντι­δράσεως του κόσμου.

Ένα άλλο πρακτικό ζήτημα, στο οποίο ίσως δεν έχει δοθή η απαιτούμενη προσο­χή, είναι ότι, άπαξ και ανοίξη η θύρα για τις μεταφραστικές προσπάθειες, θα αρχίση αμέσως και ο ανταγωνισμός και διχασμός μεταξύ των επιδόξων μεταφραστών. Ήδη σε μία Μητρόπολη είναι γνωστό ότι κυ­κλοφορούν δύο μεταφράσεις της Θείας Λει­τουργίας, με πολλές και μεγάλες διαφορές μεταξύ τους.

Αλλά ακόμη και μία μετά­φραση να επικρατούσε σε όλο τον ελληνικό χώρο -πράγμα αδύνατον-, μετά από παρέ­λευση μιας δεκαετίας περίπου θα εθεωρείτο πλέον ξεπερασμένη, σύμφωνα με τα κριτή­ρια των οπαδών της μεταγλώττισης, λόγω της εξέλιξης της γλώσσας. Και είναι απρό­βλεπτες όλες οι συνέπειες της απώλειας της καθιερωμένης λειτουργικής γλώσσας, την οποία θέλει να επιφέρη ο ου κατ’ επίγνωσιν μεταρρυθμιστικός ζήλος.

Με αφορμή την αναφορά των δύο ανω­τέρω μεταφράσεων της Θείας Λειτουργίας, αναφέρουμε με πολλή λύπη μας, ότι σ' αυτές (καθώς και σε άλλες μεταφράσεις λειτουρ­γικών και αγιογραφικών κειμένων της ίδιας Μητροπόλεως) υπάρχουν δυστυχώς πολλά και σοβαρότατα λάθη. Η υπόδειξή τους ξε­φεύγει από τα όρια του παρόντος άρθρου. Θεωρούμε όμως ότι το σοβαρότερο λάθος είναι αυτή η όλη τάση για μεταγλώττιση των ιερών κειμένων (διότι τα επί μέρους γραμματικά, συντακτικά, τυπογραφικά, πα­ρανοήσεως, ή και θεολογικά, λάθη μπορεί κάποτε να διορθωθούν).

Το θλιβερότερο όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι οι εν λόγω μεταφρά­σεις επιβάλλονται να τελούνται από τους Ιερείς της Μητροπόλεως. Και βέβαια δεν ρωτήθηκε καθόλου το πλήρωμα των πιστών. Δικαιολογημένα λοιπόν τίθεται το ερώτη­μα: Για ένα τόσο σοβαρό θέμα δεν θα έπρε­πε πρώτα να πάρη απόφαση η Εκκλησία συνοδικώς (αν όχι Πανορθόδοξη Σύνοδος, τουλάχιστον το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ή έστω η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος); Μπορεί ο καθένας που θεωρεί ακατανόητη και ξεπερασμένη τη λειτουρ­γική γλώσσα να συντάσση μία μετάφραση και να την εκδίδη; Οπωσδήποτε αυτό είναι θέμα που υπερβαίνει τα στενά όρια μιας Μητροπόλεως και αφορά όλους τους Ορθοδόξους Έλληνες.

Στην ιστορία της Ελλαδικής Εκκλησίας παρουσιάστηκαν ανάλογα φαινόμενα:

το 1834 (όταν η Βιβλική Εταιρεία εξέδωσε την Αγία Γραφή σε μετάφραση του Νεοφύτου Βάμβα) και το 1901 (τα λεγόμενα Ευαγγε­λικά). Και στις δύο περιπτώσεις η Ιερά Σύ­νοδος απέρριψε τις μεταφράσεις. Η σχετική απόφαση πέρασε στο ελληνικό Σύν­ταγμα του 1911 (άρθρο 2, παραγρ. 2) και τροποποιήθηκε στην αναθεώρηση του Συ­ντάγματος το 1976 ως εξής: «Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επί­σημη μετάφραση σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της αυτο­κέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη» (άρθρο 3, παραγρ. 3).

Τί περισσότερο χρειάζεται για να πεισθούν για την έλλειψη νομιμότητος όσοι προβαί­νουν σε αυθαίρετες μεταφράσεις (όχι μόνο της Αγίας Γραφής αλλά και της θείας Λει­τουργίας και των άλλων ιερών κειμένων), τις εκδίδουν και, το χειρότερο, τις επιβάλλουν;

Με πόνο ψυχής παρακαλούμε την Ιερά Σύνοδο να λάβη κάποια απόφαση που θα θέση τέρμα στην εκκλησιαστική αυτή αναρ­χία και θα πάρη μία ξεκάθαρη θέση στην ολοένα αυξανόμενη τάση μεταγλωττίσεως των λειτουργικών κειμένων. Ας αποσυρθή κάθε είδους μετάφραση από την θεία Λα­τρεία, και ας χρησιμοποιηθή μόνο ως ερμηνευτικό βοήθημα στο κήρυγμα και την κατήχη­ση. Η εγκατάλειψη της λειτουργικής γλώσ­σας, με την οποία προσευχήθηκαν όλοι οι άγιοι Πατέρες μας, στην θεία Λατρεία -όπου είναι η τελευταία περιοχή ζωντανής χρήσεώς της- θα σημάνη την οριστική αποκο­πή των συγχρόνων Ελλήνων από τις ρίζες της παραδόσεώς μας, με τεράστιες αρνητι­κές συνέπειες.
Η ευθύνη όλων μας είναι με­γάλη.


Υπογράφουν οι κατωτέρω Αγιορείτες Ιερομόναχοι με τις συνοδείες τους:

Ιερομόναχος Γρηγόριος, Ιερόν Κελλίον Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Καρυές,
Ιερομόναχος Αρσένιος, Ιερόν Κελλίον Γενεσίου της Θεοτόκου «Παναγούδα», Καρυές
Ιερομόναχος Ευθύμιος, Ιερά Καλύβη Αναστάσεως του Κυρίου, Καψάλα

(Πηγή: «Παρακαταθήκη» Ιαν.-Φεβ. 2010)
Η άλλη όψη http://anavaseis.blogspot.com/2010/03/blog-post_18.html
Xαίρε Μήτερ Δέσποινα της ζωής, χαίρε η προστάτις, των τιμώντων σε και φρουρός,
χαίρε η ελπίς μου, η δόξα και ισχύς μου μετά Θεόν η μόνη συ μου βοήθεια.
User avatar
rose
 
Posts: 640
Joined: Wed Nov 16, 2011 9:58 pm

Re: ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Unread postby nikolar » Fri Oct 04, 2013 9:25 pm

ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΗ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Του Κωνσταντίνου Χολέβα

Το αίτημα για την αλλαγή της γλώσσας των λειτουργικών κειμένων με βρίσκει ριζικά αντίθετο. Πολλοί έγραψαν σχετικά και εξέφρασαν ουσιαστικά επιχειρήματα κατά των καινοτομιών που άκριτα ζητούνται από ορισμένους. Θα εξηγήσω την αντίθεσή μου στη μεταγλώττιση (δεν χρησιμοποιώ τον όρο μετάφραση, διότι πρόκειται για διαφορετικές μορφές της ίδιας γλώσσας) και θα ήθελα να μείνω λίγο περισσότερο στο επιχείρημα των «καινοτόμων» ότι δήθεν θα φέρουμε τους νέους στην Εκκλησία αν χρησιμοποιηθεί επισήμως η απλή νεοελληνική στη Θεία Λειτουργία και γενικά στις Ακολουθίες και στην υμνογραφία.


Πρώτον
: Θυμίζω ότι ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος πειραματίσθηκε επί ένα έτος στο θέμα αυτό. Δηλαδή επί ένα χρόνο ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο διαβάζονταν στους Ναούς της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και στο πρωτότυπο και στη νεοελληνική απόδοση από το Εκλογάδιον. Ο ίδιος διεπίστωσε ότι δεν υπήρξε αυξημένη προσέλευση των νέων αγοριών και κοριτσιών και τελικά κατήργησε τον πειραματισμό. Άλλα είναι τα εμπόδια για τη μειωμένη προσέλευση νέων και όχι η γλώσσα.

Δεύτερον: Ο νέος και η νέα θέλουν πρωτίστως ζεστασιά ψυχής, ενδιαφέρον, αγάπη. Αν ο εφημέριος, ο πνευματικός, ο κάθε κληρικός ή και ο κατηχητής τους προσεγγίσουν με ειλικρίνεια τότε θα ξεπερασθούν τα οποιαδήποτε γλωσσικά προβλήματα. Σε ενορίες που έχω δει στην Ελλάδα και στην Κύπρο, όταν υπάρχουν κληρικοί με αγάπη για τη νεότητα εκεί γεμίζουν οι ναοί από εφήβους και κορίτσια ακόμη και στις αγρυπνίες. Η παραδοσιακή γλώσσα και η βυζαντινή Υμνογραφία έλκουν τους νέους μας αν κάποιος είναι κοντά τους και τους βοηθεί να καταλάβουν. Τα παιδιά, τα οποία από μικρά εκκλησιάζονται και κυρίως εκείνα που πηγαίνουν κοντά στους ψάλτες και μαθητεύουν δεν έχουν κανένα πρόβλημα γλωσσικής κατανοήσεως. Αντιθέτως τα παιδιά που μεγαλώνουν μακριά από τον Ναό θα έχουν μονίμως πρόβλημα κατανοήσεως έστω κι αν «μεταφρασθούν» τα λειτουργικά κείμενα.

Τρίτον:
Πιστεύω ότι το πρόβλημα για τους νέους είναι κυρίως η ελλιπής κατήχησή τους στα δόγματα και στις αλήθειες της Ορθοδόξου Πίστεως. Κι αν ακόμη αποδώσουμε «Τα Σα εκ των Σων» και πούμε «τα δικά Σου από τα δικά Σου» τι θα καταλάβει ο ακατήχητος; Ποια δικά Σου; Σε ποιόν αναφερόμαστε και γιατί; Ομοίως αν ακούσει ο νέος τη φράση «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατέρα» αντί «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός» ποια η διαφορά; Το πρόβλημά του παραμένει είτε ακούσει την παραδοσιακή ελληνική του Ιω. Χρυσόστομου και του Μ. Βασιλείου είτε ακούσει τη σύγχρονη ελληνική. Το τι εννοούμε «Βασιλεία του Θεού» είναι το ζητούμενο και τα τυχόν κενά κατανοήσεως δεν οφείλονται στη γλωσσική μορφή, αλλά στην κατήχηση που γίνεται πλημμελώς ή δεν γίνεται διόλου στον Ναό, στο σπίτι και στο σχολείο.

Τέταρτον: Η γλωσσική πενία πολλών νέων έχει φθάσει σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και μία δόκιμη νεοελληνική (ευπρεπή και όχι ακραία) δεν την καταλαβαίνουν πλήρως. Άρα διαρκώς θα υπάρχει το αίτημα και νέας μεταγλωττίσεως στο όνομα της καλύτερης κατανοήσεως. Θα προκληθεί σύγχυση και ανταγωνισμός μεταξύ διαφόρων νεοελληνικών αποδόσεων που θα διαφημίζονται, άλλη μεν ως πιο συντηρητική, άλλη ως πιο προοδευτική κ.λπ. Όμως η Εκκλησία πρέπει να λειτουργεί παιδευτικά και μορφωτικά. Δεν θα υποβιβάσουμε την ιερότητα της Θείας Λειτουργίας στο όνομα του λαϊκισμού και της δήθεν προσεγγίσεως των νέων. Αλλά θα προσπαθήσουμε να αναβιβάσουμε το γλωσσικό επίπεδο των παιδιών μας μέσω και της Θείας Λειτουργίας, αλλά και με άλλους τρόπους. Παραμένει πάντα η θεμελιώδης αρχή ότι η συμμετοχή στη λατρευτική ζωή είναι για τον Ορθόδοξο Χριστιανό μία βιωματική και όχι ορθολογιστική προσέγγιση.

Πέμπτον: Γράφουν κάποιοι ότι ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος βοήθησαν τους σλαβικούς λαούς να αποκτήσουν λειτουργικά κείμενα στη γλώσσα τους, διότι δεν καταλάβαιναν τα ελληνικά. Σύμφωνοι, αλλά για τους Σλάβους πράγματι η βυζαντινή ελληνική ήταν ξένη γλώσσα. Ενώ για τα ελληνόπουλα η λειτουργική και υμνογραφική μας γλώσσα ΔΕΝ είναι ξένη γλώσσα. Είναι απλώς μια παλαιότερη μορφή της δικής τους γλώσσας. Πώς γίνεται όλα τα νέα παιδιά μας, αγόρια και κορίτσια, να μαθαίνουν άριστα μία και δύο ξένες γλώσσες και από την άλλη πλευρά να τα θεωρούμε ανίκανα να μάθουν τις ελληνικότατες 100-200 λέξεις που πιθανόν να τους δυσκολεύουν μέσα στα εκκλησιαστικά κείμενα; Άλλωστε όσοι τελείωναν μέχρι το 1980 το Εξατάξιο Γυμνάσιο είχαν διδαχθεί επί 6 χρόνια Αρχαία Ελληνικά σε επίπεδο ικανοποιητικό ώστε να κατανοούν την Καινή Διαθήκη στο πρωτότυπο. Και εν πάση περιπτώσει αν το σημερινό σχολείο αφήνει γλωσσικά κενά ας βελτιώσουμε την ελληνομάθεια στο σχολείο. Όχι να μεταφέρουμε το πρόβλημα μέσα στην Εκκλησία!

Έκτον: Οι Πατέρες της Εκκλησίας, που συνέταξαν τη Θεία Λειτουργία, όπως ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σκοπίμως χρησιμοποίησαν μία αττικίζουσα μορφή της ελληνικής και όχι την καθομιλουμένη της εποχής τους. Οι θεόπνευστοι αυτοί άνδρες ήθελαν για λόγους ιεροπρεπείας να διαφοροποιείται η γλώσσα της επικοινωνίας μας με τον Θεό από τη γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούμε στις καθημερινές μας συζητήσεις και συναλλαγές. Άραγε οι οπαδοί της μεταγλωττισμένης Θείας Λειτουργίας πιστεύουν ότι είναι θεόπνευστοι και μπορούν να καταργήσουν ή να διορθώσουν τους Πατέρες του 4ου αιώνος;

Έβδομον. Στη γλώσσα της Εκκλησίας μας δεν ενοχλούν ορισμένες ποιητικές αναφορές και παρομοιώσεις εμπνευσμένων υμνογράφων. Επί παραδείγματι στον Ακάθιστο Ύμνο η Θεοτόκος τιμάται ως «δάμαλις τον μόσχον η τεκούσα». Όμως αν πούμε στη δημοτική «αγελάδα που γέννησες το μοσχαράκι», τότε θα σχηματισθεί η εντύπωση ότι προσβάλλουμε και δεν τιμούμε την Παναγία μας. Έχει η λειτουργική γλώσσα την χάρι της και αυτή η χάρις χάνεται με τη μεταγλώττιση. Άλλωστε οι Ιταλοί έχουν μία παροιμία, η οποία λέγει: Tradutore – tradittore. Δηλαδή ο μεταφραστής είναι προδότης, όσο καλή και να είναι η μετάφραση προδίδει, δεν αποδίδει πιστά το πρωτότυπο.

Όγδοον. Ακούσαμε προσφάτως και το πρωτάκουστο. Σε θεολογικό περιοδικό κατετέθη η πρόταση να γίνει δημοσκόπηση σε συγκεκριμένη εκκλησιαστική επαρχία για να φανεί ή άποψη των πιστών περί μεταγλωττίσεως ή μη της Θείας Λειτουργίας και της Υμνογραφίας. Ήμαρτον! Τί άλλο θα ακούσουμε; Μήπως το επόμενο αίτημα θα είναι να διενεργήσει η Ιερά Μητρόπολις δημοσκόπηση ή και δημοψήφισμα με το ερώτημα αν υπάρχει Θεός; Τα της τελέσεως της Θείας Λατρείας είναι πολύ σοβαρά ζητήματα και αποφασίζονται με Συνοδικές Αποφάσεις και όχι με προσωπικές πρωτοβουλίες, έστω και αν αυτές προέρχονται από αξιοσέβαστα πρόσωπα.

Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος ευλόγησε την Ήπειρο με τη διδασκαλία του και με τον μαρτυρικό του θάνατο, τόνιζε ότι «Ψυχή και Χριστός σάς χρειάζονται»! Και προσέθετε: «Να έχετε στο χωριό σας σχολείον ελληνικόν, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν»! Αν και υπήρχε μεγάλη αμάθεια στην εποχή του εν τούτοις ουδέποτε πρότεινε τη μεταγλώττιση των Λειτουργικών κειμένων. Το 2014 συμπληρώνονται 300 χρόνια από τη γέννησή του. Ας διδαχθούμε από τις παρακαταθήκες του!
nikolar
 


Return to ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 7 guests