ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Τα πάντα περί Εορτολογίου, Συναξαριστή, Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών...

Moderator: inanm7

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue Sep 18, 2012 6:27 pm

27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Καλλίστρατος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ 49 Μαρτυρήσαντες
Image
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καρχηδόνα. Οἱ γονεῖς του, καθὼς καὶ οἱ πρόγονοί του, ἦταν εὐσεβέστατοι χριστιανοί.

Ὅταν μεγάλωσε ὁ Καλλίστρατος, κατατάχθηκε στὸ στρατὸ σὰν νεοσύλλεκτος. Ἡ «ὁμίχλη» τῆς σαρκολατρείας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ στράτευμα δὲν ἐπηρέασε καθόλου τὸν Καλλίστρατο. Ἀντίθετα μάλιστα, καλλιέργησε ἀκόμα περισσότερο τὶς εὐσεβεῖς συνήθειές του. Μιὰ ἀπ’ αὐτὲς ἦταν νὰ προσεύχεται κατὰ τὴ νύκτα.

Αὐτὸ ὅταν τὸ εἶδαν οἱ συνάδελφοί του, τὸν κατήγγειλαν στὸ στρατηγὸ Περσεντῖνο (287 μ.Χ.). Αὐτὸς ἀμέσως τὸν κάλεσε, καὶ ὅταν ἄκουσε καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο ὅτι εἶναι χριστιανός, διέταξε καὶ τὸν βασάνισαν, σκληρά. Κατόπιν, ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν μέσα σ’ ἕναν σάκο, τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Ἀλλὰ μὲ θαῦμα ὁ σάκος σχίστηκε, καὶ δυὸ δελφίνια ἔφεραν σῶο καὶ ἄβλαβη τὸν Καλλίστρατο, στὴν στεριά. Τότε, 49 στρατιῶτες ποὺ εἶδαν τὸ γεγονὸς πίστεψαν στὸ Χριστό, καὶ ἀφοῦ ἔτρεξαν στὸν Καλλίστρατο, τοῦ εἶπαν: «Πράγματι, εἴδαμε ὅτι ὑπάρχει στ’ ἀλήθεια καὶ εἶναι μεγάλος ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος καὶ ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς θάλασσας ὑπερφυσικὰ σὲ ἔβγαλε. Θὰ μποροῦσε, ἄραγε, νὰ δεχθεῖ καὶ ἐμᾶς τοὺς εἰδωλολάτρες;».

Ὁ Καλλίστρατος τοὺς ἀπάντησε: «Ὁ δικός μου Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐκείνους ποὺ ἔρχονται κοντὰ του δὲν τοὺς διώχνει. Διότι Ἐκείνου ὁ λόγος εἶναι: «Δεῦτε πρὸς ἐμὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς».
Τότε ὁ Καλλίστρατος κατήχησε ὅλους αὐτοὺς τοὺς στρατιῶτες μέσα στὴν φυλακή. Ὁ δὲ Περσεντῖνος, ἐρχόμενος σὲ ἀδιέξοδο ἀπὸ τὴν πίστη τους, ὅλους τοὺς ἀποκεφάλισε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ Πνεύματι, περιφραξάμενος, Μάρτυς Καλλίστρατε, λαμπρῶς ἠρίστευσας, καταβολὼν τὸν δυσμενῆ, σοφίᾳ τῶν σῶν ἀγώνων· ὅθεν καὶ προσήγαγες, τῷ Χριστῷ ὡς θυμίαμα, δῆμον παναοίδιμον, Ἀθλητῶν πιστευσάντων σοι, μεθ’ ὧν ὑπὲρ ἡμῶν ἐκδυσώπει, τῶν εὐφημούντων σε ἐν ὕμνοις.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Πάντας ὑμᾶς σήμερον ἡ Ἐκκλησία, συντιμῶσα Ἅγιοι, ἀνευφημεῖ πνευματικῶς, ὡς ὑπὲρ ταύτης ἀθλήσαντας, Μάρτυρες θεῖοι, καλλίνικοι πάνσοφοι.

Μεγαλυνάριον.
Κάλλος εὐσεβείας ὑπερφερές, Καλλίστρατε Μάρτυς, ἐν ἀγῶσι καρποφόρων, πρὸς θεογνωσίας, τὴν καλλονὴν ἰθύνεις, ἀθλητικὴν χορείαν, μεθ’ ἧς τιμῶμέν σε.






Ἡ Ἁγία Ἐπίχαρις ἡ Μάρτυς
Ἦταν ἀπὸ τὴν Ρώμη στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ (298) καὶ συνελήφθη ἐπειδὴ ἦταν χριστιανὴ ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Καισάριο.

Ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὸν Χριστὸ καὶ βασανίστηκε σκληρά. Συνέτριψαν τὰ μέλη της μὲ μολύβδινη σφαῖρα καὶ στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν.






Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος τοῦ Βαθέος Ρύακος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν δεύτερη ἐπαρχία τῶν Καππαδοκῶν καὶ ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Νικηφόρου Β’ Φωκᾶ (963 – 969) καὶ Ἰωάννη Α’ Τσιμισκὴ (969 – 976).

Ἀπὸ μικρὸς ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ καὶ πῆγε στὸ Μοναστῆρι τοῦ Βαθέος Ρύακος (ἡ Μονὴ αὐτὴ βρισκόταν στὴν Τρίγλια κοντὰ στὰ σημερινὰ Μουδανιὰ τῆς Μ. Ἀσίας). Ἐκεῖ ἔμαθε ὅλη τὴν ἀσκητικὴ ἀκρίβεια ἀπὸ τὸν Ὅσιο Βασίλειο († 1 Ἰουλίου), ἡγούμενο καὶ κτήτορα τῆς Μονῆς αὐτῆς.

Ὁ Ἰγνάτιος, ἐπειδὴ ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς, χειροτονήθηκε Ἀναγνώστης, κατόπιν Ὑποδιάκονος, Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος. Ἔπειτα ἔγινε ἡγούμενος τῆς ἐν λόγῳ Μονῆς καὶ ἐπέφερε μεγάλη πρόοδο σ’ αὐτήν, τόσο ὑλικὴ ὅσο καὶ πνευματική.

Ὅταν κάποτε οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες θέλησαν νὰ μεταχειριστοῦν τὰ χρήματα τῆς Μονῆς, ὁ Ἰγνάτιος μὲ τὴν ἀποφασιστική του στάση, προστάτευσε τὴν μοναστηριακὴ περιουσία.
Ἀπεβίωσε στὸν δρόμο κοντὰ στὸ Ἀμόριο (κατ’ ἄλλους, ποὺ εἶναι καὶ τὸ πιθανότερο, στὸ Ἀρμουτλῆ), ὅταν κάποτε ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Μετὰ ἕνα χρόνο τὸ λείψανό του ἀνακομίστηκε στὴν ἀγαπημένη του Μονή, γιὰ τὴν ὁποία τόσο εἶχε μοχθήσει.






Οἱ Ἅγιοι Μᾶρκος, Ἀρίσταρχος καὶ Ζήνων οἱ Ἀπόστολοι
Ὁ Ἀρίσταρχος, εἶχε τὴ μεγάλη τιμὴ νὰ χρηματίσει συνεργάτης τοῦ Ἀπ. Παύλου, (πρὸς Φιλήμ. α’ 23) καὶ συναιχμάλωτός του (Κολοσ. δ’ 10). Κατόπιν διέπρεψε καὶ σὰν ἐπίσκοπος Ἀπαμείας στὴ Συρία.

Ὁ Μᾶρκος, ποὺ δὲν εἶναι βέβαια ὁ Εὐαγγελιστής, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Βύβλου καὶ ἔδρασε ἀποστολικά. Ὅπως μάλιστα τοῦ Πέτρου (Πράξ. ε’ 15), ἔτσι καὶ αὐτοῦ ἡ σκιὰ μόνη ὅταν ἔπεφτε στοὺς ἀσθενεῖς τοὺς θεράπευε.
Ὁ Ζήνων, εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν νομικὸ Ζηνά, ποὺ σὰν γνήσιος καὶ εὐδόκιμος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, βοήθησε γι’ αὐτὸ καὶ στὴν Κρήτη μαζὶ μὲ τὸν Ἀπολλῶ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τόσο συγκινητικὰ καὶ φιλόστοργα συνιστᾷ στὸν Τίτο, νὰ τοὺς φροντίσει τόσο πολύ, ὥστε νὰ μὴ τοὺς λείψει τίποτα (Τίτ. γ’ 13). Ὁ Ζήνων, διέπρεψε καὶ σὰν ἐπίσκοπος Διοσπόλεως.







Οἱ Ἅγιοι Φουρτουνιανὸς καὶ Φιλήμων ὁ Ἐπίσκοπος
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.






Ἡ Ἁγία Γαϊανὴ
Στοὺς Συναξαριστὲς δὲν ὑπάρχει κανένα βιογραφικό της στοιχεῖο, μόνο ἡ φράση «τὰ νῶτα φλεχθεῖσα τελειούται».
(Ἄλλες πηγὲς ἀναφέρουν ὅτι μαρτύρησε μετὰ τῆς Ἁγίας Ἐπιχάρεως).






Οἱ Ἅγιοι 15 Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: Ἀφοῦ τοὺς ἔβαλαν μέσα σὲ ἕνα πλοῖο καὶ ξανοίχτηκαν στὴ θάλασσα, κατόπιν οἱ εἰδωλολάτρες τρύπησαν τὸ πλοῖο μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πνίγουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι αὐτοί.






Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα
Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ζαγκλιβέρι τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας της ὅμως, σκότωσε ἕναν Τοῦρκο, μετὰ ἀπὸ φιλονικία μαζί του. Γιὰ ν’ ἀποφύγει τὴν τιμωρία τοῦ θανάτου, δέχτηκε τὸν μουσουλμανισμό. Ἀλλὰ ἡ μητέρα της ἔμεινε σταθερὴ στὸν Χριστὸ καὶ κάθε μέρα δίδασκε στὴν Ἀκυλίνα τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πίστη.

Παρὰ τὶς ἐπίμονες προσπάθειες τοῦ πατέρα της καὶ τὶς ἀπειλὲς τῶν Τούρκων, ἡ Ἀκυλίνα δὲν ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ὅταν τὴν ὁδηγοῦσαν στὸ μαρτύριο τὴν ἀκολουθοῦσε καὶ ἡ μητέρα της, ποὺ τὴν παρότρυνε σ’ αὐτό.
Ἡ Ἀκυλίνα ἤλεγχε μὲ θάρρος τοὺς Τούρκους καὶ τὴν θρησκεία τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πεθάνει μαρτυρικά, μετὰ ἀπὸ πολυήμερο ραβδισμό, στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1764

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀκυλίναν τὴν θείαν ἀνευφημήσωμεν, οἷα θεόφρονα κόρην καὶ Ἀθληφόρον Χριστοῦ· τῇ ἀγάπῃ γὰρ αὐτοῦ πίστει ἠνδρίσατο, καὶ καθεῖλε τὸν ἐχθρόν, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, καὶ δόξης τυχοῦσα θείας, Χριστῷ τῷ Λόγῳ πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀπαλῷ ἐν σώματι, τὸν πολυμήχανον ὄφιν, τῇ λαμπρᾷ ἀθλήσει σου, καταβαλοῦσα παρθένε, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νυμφίῳ· ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ, καὶ πρεσβεύεις Ἀκυλίνα, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Πατρὸς παριδοῦσα τὸ ἀσεβές, τῆς μητρὸς τοὺς λόγους, ἐγεώργησας μυστικῶς· σὺ γὰρ Ἀκυλίνα, ἀθλήσασα νομίμως, τῶν ἀνομούντων ᾔσχυνας τὰ βουλεύματα.






Ὁ Ὅσιος Σαββάτιος ὁ ἐν Σολοβέτσκῃ (Ρῶσος)
Image
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Sep 22, 2012 9:47 pm

28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ






Ὁ Ὅσιος Χαρίτων ὁ Ὁμολογητής
Image
Κατεῖχε μεγάλη κοινωνικὴ θέση στὸ Ἰκόνιο, ἀλλὰ καὶ μεγάλες χριστιανικὲς ἀρετές.

Ὅταν, λοιπόν, ὁ αὐτοκράτωρ Αὐρηλιανὸς (270 – 275) ἐξέδωσε διάταγμα κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἰκονίου συνέλαβε τὸν Χαρίτωνα ἀπὸ τοὺς πρώτους. Τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέστη ἦταν σκληρά. Ὅμως ὁ Χαρίτων ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του.

Στὸ διάστημα δὲ ποὺ βρισκόταν στὴ φυλακή, ὁ Αὐρηλιανὸς δολοφονήθηκε. Ὁ Διάδοχός του Πρόβος σταμάτησε τὸ διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ Χαρίτων ἀπελευθερώθηκε.

Ἀποφάσισε, τότε, νὰ πάει προσκυνητὴς στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ στὸν δρόμο συνελήφθη ἀπὸ λῃστές, ποὺ τὸν ὁδήγησαν στὸ κρησφύγετό τους. Ὅταν ἔφθασαν στὴ σπηλιά τους, ἔφαγαν καὶ ἤπιαν. Ἀλλὰ τὸ κρασὶ ἦταν δηλητηριασμένο καὶ πέθαναν ὅλοι. Τότε, ἡ σπηλιὰ ἐκείνη τῶν λῃστῶν μετατράπηκε ἀπὸ τὸν Ὅσιο σὲ ἐκκλησία τοῦ θεοῦ.

Ἡ φήμη τοῦ Χαρίτωνα ἔφερε κοντὰ του πολλοὺς μαθητές. Τοὺς κυβερνοῦσε μὲ στοργὴ καὶ τοὺς προήγαγε σὲ ὑψηλὲς βαθμίδες ἀρετῆς. Ποθώντας, ὅμως, περισσότερη ἡσυχία, ὅρισε διάδοχό του στὸ μοναστῆρι καὶ ἀναχώρησε στὴν ἔρημο, ὅπου ἀσκήτεψε μέσα σὲ διάφορα σπήλαια.

Ὅταν πλησίαζε τὸ τέλος του, ἐπέστρεψε στὸ ἀρχικό του μοναστῆρι, κοντὰ στοὺς ἀγαπημένους του μαθητές, τοὺς ὁποίους εἶχε ὁδηγήσει «ἐπὶ ζωῆς πηγᾶς ὑδάτων». Δηλαδὴ τοὺς εἶχε ὁδηγήσει σὲ πηγὲς νερῶν, ποὺ εἶναι γεμάτα ζωή.
Ἐκεῖ, λοιπόν, παρέδωσε ἥσυχα καὶ εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Θεό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χαρίτων τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεὶς ταῖς αὐγαῖς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Χαρίτων μακάριε· σὺ γὰρ ὁμολογίᾳ, ἀληθείας ἐμπρέψας, ἔλαμψας ἐν ἐρήμῳ, ἐγκράτειας τοῖς πόνοις. Διὸ τῶν εὐφημούντων σε, Πάτερ μνημόνευε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῶν χαρίτων ἐραστὴς τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν

Ὁμολογίας ἐθησαύρισας τὰς χάριτας

Τὸν Χριστὸν ὁμολογήσας, Πάτερ Χαρίτων.

Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας ἐνδιαίτημα

Μοναζόντων παιδοτρίβης ἐχρημάτισας
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ θεόληπτε.

Μεγαλυνάριον.
Θείων Ἀθλοφόρων συγκοινωνός, εὐκλεῶν Ὁσίων, ὑποφήτης θεοειδής, Χαρίτων ἐδείχθης, ἐν ἑκατέροις λάμψας· ἐντεῦθεν καταυγάζεις, κόσμον ταῖς χάρισι.






Ὁ Προφήτης Βαροὺχ ὁ Δίκαιος
Φιλαλήθης καὶ θαρραλέος ὁ Βαρούχ, ἔζησε τὸν 7ο αἰῶνα π.Χ. Ἦταν γιὸς τοῦ Νηρίου καὶ ὑπῆρξε ἀφοσιωμένος ἀκόλουθος καὶ γραμματέας τοῦ προφήτη Ἱερεμία.

Ὅταν ἦταν φυλακισμένος ὁ Ἱερεμίας, ὁ Βαροὺχ ἔγραψε μὲ ὑπαγόρευσή του προφητεῖες, μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὶς ἀναγνώσει στὸ λαὸ σὲ ἡμέρα νηστείας. Ἀλλὰ ὁ βασιλιὰς Ἰωακείμ, ὅταν πληροφορήθηκε αὐτό, ἀντὶ νὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ τὶς νουθεσίες τοῦ προφήτη, ἔριξε τὸ βιβλίο του στὴν φωτιά. Οἱ προφητεῖες ὅμως ἐκεῖνες, γράφηκαν καὶ πάλι.

Ὁ Βαροὺχ ὑπέστη καὶ φυλάκιση, διότι οἱ Ἰουδαῖοι τὸν μισοῦσαν γιὰ τὴ φιλαλήθη καὶ θαρραλέα του γλῶσσα. Τὸν κατηγοροῦσαν μάλιστα, ὅτι αὐτὸς παρακινοῦσε ἐναντίον τους τὸν προφήτη Ἱερεμία.

Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι κατέφυγαν φοβισμένοι στὴν Αἴγυπτο γιὰ τὴν στάση τους κατὰ τοῦ βασιλιὰ τῆς Βαβυλῶνας, μαζὶ μὲ τὸν Ἱερεμία πῆγε ἐκεῖ καὶ ὁ Βαρούχ.
Ραβινιστικὴ παράδοση ἀναφέρει, ὅτι αὐτὸς μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἱερεμία ἐπανῆλθε στὴν Βαβυλῶνα. Ὁ Βαροὺχ στὸ ὁμώνυμό του βιβλίο μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, προλέγει καθαρὰ γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Προφητικῆς ἀξιωθεῖς λαμπηδόνος, Ἱερεμίᾳ τῷ κλεινῷ συνεδέθης, καὶ τούτῳ ὁμοδίαιτος ἐγένου σοφέ· ὅθεν προηγόρευσας, θεηγόρω σου γλώττῃ, τὴν τοῦ Λόγου κένωσιν, εἰς ἀνάπλασιν κόσμου· ἧς μετασχόντες πίστει ἀληθεῖ, Βαροὺχ Προφῆτα, ἐνθέως τιμῶμέν σε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν τοῦ Λυτρωτοῦ, κηρύττων οἰκονομίαν, ὡς προφητική, κινύρα προεμελῴδης· Ὁ Θεὸς ἡμῶν οὗτος, τεχθεὶς ὡς ηὐδόκησεν, ᾧ παρόμοιος οὐχ ἕτερος, ἐπὶ γῆς ὀφθεὶς ἐγνώρισεν, ἐπιστήμης θείας εἴσοδον, τοῖς προσκυνοῦσι Βαρούχ, τὴν παρουσίαν αὐτοῦ.

Μεγαλυνάριον.
Βάρος ἀπορρίψας τὸ χθαμαλόν, βαρύτητι βίου, ἐπτερώθης πρὸς οὐρανόν, Βαροὺχ θεηγόρε· διό σε ὡς Προφήτην, θεόληπτον ὑμνοῦμεν, καὶ μεγαλύνομεν.






Οἱ Ἅγιοι Μᾶρκος ὁ ποιμένας, Ἀλέξανδρος, Ἀλφειὸς καὶ Ζώσιμος τὰ ἀδέλφια, Νίκων, Νέων, Ἠλιόδωρος καὶ λοιπὲς Παρθένες καὶ Παιδιὰ οἱ Μάρτυρες
Ὑπῆρξαν στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ καὶ ἡγεμόνα τῆς Πισιδίας Μάγνου (290).

Ὁ Μᾶρκος ἦταν βοσκὸς προβάτων καὶ γέροντας. Ἐπειδὴ ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανός, βασανίστηκε φρικτὰ καὶ στάλθηκε στὴν Κλαυδιούπολη.

Ἐκεῖ κάλεσαν τρία ἀδέλφια, τὸν Ἀλέξανδρο, τὸν Ἀλφειὸ καὶ τὸν Ζώσιμο, ἀπὸ τὸ χωριὸ Κατάλυτο, γιὰ νὰ κατασκευάσουν χάλκινα δεσμὰ γιὰ τὸν Μᾶρκο. Ὅταν ὅμως ἄρχισαν νὰ τὰ κατασκευάζουν, ἔνιωσαν τὰ χέρια τους νὰ παραλύουν. Θαύμασαν γιὰ τὸ γεγονὸς καὶ ἀμέσως ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Τότε μαρτύρησαν μὲ φρικτὸ τρόπο, ἀφοῦ ἔριξαν στὸ στόμα τους βραστὸ μολύβι καὶ ἔπειτα τοὺς κάρφωσαν ἐπάνω σὲ πέτρα.

Τὸν δὲ Μᾶρκο, ἀφοῦ συνέχισαν νὰ τὸν βασανίζουν φρικτά, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Τὸν ἴδιο θάνατο εἶχαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι Μάρτυρες, Ἠλιόδωρος, Νίκων καὶ Νέων, μαζὶ μὲ πολλὲς Παρθένες καὶ Παιδιά. Ὅλοι ἀποκεφαλίστηκαν στὴν τοποθεσία Μωρομίλιο.






Οἱ Ἅγιοι Καλλίνικος καὶ Εὐστάθιος ὁ Ρωμαῖος οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους, μᾶλλον στὴν Ρώμη.






Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ 30 Μάρτυρες

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
(Μᾶλλον πρόκειται περὶ ἐπαναλήψεως τοῦ ἰδίου μάρτυρα μὲ αὐτὸν ποὺ μαρτύρησε μὲ τοὺς Μᾶρκο, Ἀλφειό, Ζώσιμο κλπ.).






Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος ὁ Μοναχός

Image
Ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ἠθικὴ καθαρότητα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁμολογία καὶ τῆς ἴδιας της ἐπιστήμης, εἶναι δυὸ ἀπὸ τοὺς πολύτιμους παράγοντες πάνω στοὺς ὁποίους στηρίζεται ἡ σωματικὴ ὑγεία καὶ ἡ μακροβιότητα τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶναι πιὰ διαπιστωμένο καὶ ἀποδεκτὸ ἀπ’ ὅλους, ὅτι κανένα πρᾶγμα δὲν καταστρέφει τόσο τὴν ὑγεία καὶ δὲν σακατεύει τὸν ἄνθρωπο σὲ τέτοιο βαθμό, ὅσο οἱ καταχρήσεις καὶ οἱ ἠθικὲς παρεκτροπές.

Αὐτὲς εἶναι ποὺ κλονίζουν πρόωρα τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουν νὰ φαίνεται γερασμένος, καὶ ἀπ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴ νεανική του ἡλικία.

Ἀντίθετα ἐκεῖνοι ποὺ κάνουν βίωμά τους ἀπὸ νωρὶς τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «ὑμεῖς ἔστε ναὸς Θεοῦ ζῶντος», καὶ ζοῦν μία ζωὴ συγκρατημένη καὶ σέβονται τὸ σῶμά τους, γιατί τὸ θεωροῦν ἔμψυχο ναὸ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ μποροῦν νὰ χαίρονται τὴν ὑγεία τους καὶ νὰ δουλεύουν εὐτυχισμένοι σ’ ὁλόκληρη τὴν ζωή τους.

Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ βεβαιώνουν οἱ μυριάδες τῶν ἀσκητῶν ἁγίων, ποὺ ἔζησαν μὲ ἐγκράτεια, ἀλλὰ καὶ θολερότητα μέχρι τὰ βαθιὰ τους γηρατειά.

Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ξεχωριστοὺς καὶ γνωστοὺς στὴν Κύπρο μας ἁγίους, εἶναι καὶ ὁ ἱερὸς Αὐξέντιος.



Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακόσιους Ἀλαμανούς, ὅπως λέγονται, ἁγίους, ποὺ ᾖρθαν στὸ νησί μας τὸν 12 αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν μάλιστα καὶ ὁ ἀρχηγός τους. Ὁ μακάριος αὐτὸς Ὅσιος ὑπῆρξε μία μορφὴ ἐξαιρετικὴ καὶ ἀσκητική. Μιὰ προσωπικότητα ἱερὴ καὶ φωτεινή. Ἕνα παράδειγμα φλογερῆς ἀγάπης καὶ ἀφοσίωσης στὸν Χριστό. Ἀπὸ παιδὶ γνώρισε τὴ στρατιωτικὴ τέχνη, μὰ καὶ τὴν δόξα καὶ τὰ κέρδη τῆς παλικαριᾶς. Ἡ καρδιὰ του ὅμως δὲν παρασύρθηκε. Δὲν ξεγελάστηκε ἀπὸ τὰ ἐφήμερα ἀγαθά. Δὲν νικήθηκε. Διψοῦσε κάτι ἀνώτερο, ὑψηλότερο, ἁγιότερο. Καὶ σὰν τέτοιο δὲν ἔβρισκε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀφιέρωσή του στὸν Χριστό.



Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἡ Εὐρώπη συγκλονιζόταν ἀπὸ ἕνα κήρυγμα: Οἱ Ἅγιοι Τόποι, οἱ τόποι ποὺ γεννήθηκε, μεγάλωσε, περπάτησε καὶ δίδαξε ὁ Σωτῆρας τῶν ἀνθρώπων, ὅπως καὶ οἱ τόποι ποὺ θαυματούργησε, ἀλλὰ καὶ συλλήφθηκε κι ὑβρίστηκε καὶ σταυρώθηκε καὶ πέθανε καὶ τάφηκε, βρισκόντουσαν κάτω ἀπὸ τὴν μωαμεθανικὴ ἐξουσία. Καὶ οἱ κατακτητές, βάρβαροι καὶ σκληροί, ὑπέβαλλαν σὲ μύριους ἐξευτελισμοὺς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀποτολμοῦσαν νὰ πᾶνε μέχρι τὴν Ἁγία Γῆ, γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ προσκυνήσουν τὰ ἱερὰ προσκυνήματα. Οἱ Ἅγιοι Τόποι πρέπει νὰ ἐλευθερωθοῦν. Ὅσοι νοιώθουν τὴν καρδιά τους νὰ πυρώνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἂς ἔλθουν νὰ ἑνωθοῦν μαζί μας γιὰ τὸν ἱερὸ τοῦτο πόλεμο. Τὸν πόλεμο ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἁγίων Τόπων. Χιλιάδες πολεμιστὲς πίστεψαν στὸ προσκλητήριο σάλπισμα καὶ ἑνώθηκαν σὲ μία μεγάλη στρατιά, τὴ Β’ Σταυροφορία. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς τοὺς φλογεροὺς ὁραματιστὲς ποὺ κατατάχτηκαν καὶ σχημάτισαν τὴν ἱερὴ στρατιὰ ἦταν καὶ τριακόσιοι Ἕλληνες, ποὺ ἐργάζονταν στὴν Γερμανία. Μὲ ἀρχηγὸ τὸν πιστὸ καὶ θαρραλέο Αὐξέντιο σμίχτηκαν καὶ αὐτοὶ γιὰ τὴν μεγάλη προσπάθεια. Δυστυχῶς ἡ στρατιὰ αὐτή, ὅπως ξέρουμε, ἀπέτυχε στὸν σκοπό της. Τὰ διάφορα τάγματα διαλύθηκαν καὶ διασκορπίστηκαν. Ὁ ἱερὸς Αὐξέντιος στὴν περίπτωση αὐτὴ κάλεσε τὰ παλικάρια του κι ἀφοῦ τοὺς μίλησε μὲ παλμὸ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ θυσία του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὑπέδειξε, ἂν ἤθελαν νὰ μὴ γυρίσουν πίσω, ἄλλα νὰ τραβήξουν πρὸς τὰ μέρη τοῦ Ἰορδάνη, γιὰ νὰ ζήσουν μία ζωὴ ἀσκητική, μιὰ ζωὴ ὁλοκληρωτικῆς ἀφιέρωσης στὸν Θεό.



Ἡ πρόταση ἔγινε ἐνθουσιαστικὰ δεκτή. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ὅλοι τους ἔσπευσαν νὰ τὴν κάμουν ἔργο. Ἀφοῦ πῆγαν ὅλοι μαζὶ καὶ προσκύνησαν στὴν Ἱερουσαλήμ, ὕστερα γύρισαν στὴν ἔρημό τοῦ Ἰορδάνη μὲ σκοπό, νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσουν ἐκεῖ τὴν μοναχικὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωή. Ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχή, ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν, ἡ εὐποιΐα κι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς ἐκείνους, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη τῆς βοήθειάς τους, ἦταν ἡ καθημερινή τους φροντίδα. Τὸ περιβάλλον ὅμως τοῦ Ἰορδάνη δὲν τοὺς βοηθοῦσε γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ διάλεξαν νὰ ζήσουν. Γι’ αὐτὸ μιὰ μέρα κατέβηκαν στὴν παραλία μὲ τὸν σκοπὸ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο. Ἐδῶ βρῆκαν ἕνα καράβι, μπῆκαν μέσα, κι ᾖρθαν στὴν Κύπρο μας, ποὺ ἦταν τότε ὀνομαστὴ γιὰ τὴ θεοσέβειά της. Τὸ πλοῖο σταμάτησε στὴν Πάφο. Μιὰ παράδοση, λέει, πὼς τσακίστηκε πάνω στοὺς βράχους ἐξ αἰτίας μιᾶς δυνατῆς τρικυμίας. Οἱ ἐπιβάτες ὅμως δὲν ἔπαθαν τίποτε καὶ βγῆκαν ὅλοι στὴν στεριά. Ἀπ’ ἐδῶ σκορπίστηκαν σὲ διάφορα μέρη κι ἔζησαν ὁ καθένας τους τὴ μακαριὰ ζωὴ μὲ τὸ δικό του τρόπο.



Ὁ Αὐξέντιος, ἀφοῦ περιῆλθε τὸ νησί, κατέληξε σὲ μία σπηλιὰ στὴν περιοχὴ τῆς Καρπασίας μεταξὺ τῶν χωριῶν Κώμης Κεπὴρ καὶ Ἐπτακώμης.



Ἡ ζωὴ του ὑπῆρξε μία ζωὴ θερμῆς ἀγάπης καὶ στ’ ἀλήθεια ὁλοκληρωτικῆς προσφορᾶς στὸν Χριστό. Κάθε ἡμέρα ὕστερα ἀπὸ θερμὴ καὶ ἄγρυπνη προσευχὴ ποὺ κρατοῦσε ὤρα πολλή, ἄρχιζε νὰ διαβάζει ἢ καὶ νὰ ἀποστηθίζει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει στὴν προσπάθειά του αὐτὴ ἀγωνιζόταν νὰ κρατάει στὸ νοῦ του τὴν κάθε περικοπὴ χωρὶς βία, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ πραότητα καὶ ταπεινοφροσύνη. Τὰ λόγια του Κυρίου «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια’ 29) ἀντηχοῦσαν κάθε στιγμὴ στ’ αὐτιά του.



Γιὰ ν’ ἀποφεύγει τοὺς πονηροὺς καὶ ἀκάθαρτους λογισμούς, ποὺ ὁ Σατανᾶς τοῦ ἔριχνε στὴν σκέψη, γιὰ νὰ τοῦ λερώνει τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ὁ οὐρανοπολίτης ἀθλητὴς μὲ φόβο Θεοῦ στοχαζόταν πάντα τὴν μέλλουσα κρίση. «Πρόσεχε», ἔλεγε ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του, «ἔπεχε, σεαυτῶ, Αὐξέντιε. Ἐνθυμοῦ τὸ Δικαστήριο. Ἐνθυμοῦ τὶς δοκιμασίες τῆς αἰώνιας τιμωρίας». Μὲ τὰ συνθήματα αὐτὰ καὶ μὲ παρόμοιες εὐλαβεῖς σκέψεις κρατοῦσε τὴν καρδιὰ του ἄγρυπνη καὶ προσεχτικὴ ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τῶν λῃστῶν, ποὺ λέγονται πονηροὶ διαλογισμοί. Ὅταν ἡ ἀγάπη τοῦ θεοῦ τὸν ἀπάλλασσε ἀπὸ τὰ «πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ», τότε ἡ προσευχὴ τοῦ Ὁσίου γινόταν καὶ πιὸ θερμή. «Κύριε», ἔλεγε τότε μὲ πόνο ψυχῇς ὁ ἀσκητής, «γενηθήτω ἡ καρδία μου ἄμωμος ἐν τοὶς δικαιώμασί σου, ὅπως ἂν μὴ αἰσχυνθῶ» (ψαλμ. ριη’ 80). Δηλαδή, Κύριε, εἴθε ἡ καρδιά μου μὲ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἐνίσχυσή σου νὰ γίνει ἄμεμπτη στὴν προσπάθειά μου νὰ κρατήσω τὰ δικαιώματά σου. Νὰ γίνει ἄμεμπτη γιὰ νὰ μὴ ντροπιαστὼ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ μπροστὰ στὸ φοβερό σου κριτήριο σὰν ἕνας ἔνοχος ἄνθρωπος καὶ παραβάτης. «Ἐλθέτω σὰν μοὶ οἱ οἰκτιρμοί σου, καὶ ζήσομαι, ὅτι ὁ νόμος σου μελέτη μου ἐστίν» (Ψαλμ. ριη’ 77). Ἂς ἔλθουν σὲ μένα οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε, γιὰ νὰ μοῦ δώσουν ζωή, γιατί καὶ μέσα στὶς θλίψεις μου δὲν σὲ λησμόνησα. Ὁ νόμος σου ἀποτελεῖ γιὰ μένα τὴ διαρκὴ σκέψη καὶ ἀπασχόληση τοῦ μυαλοῦ μου.



Πολλὲς φορὲς ὁ πονηρὸς δημιουργοῦσε τέτοια ταραχὴ στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου καὶ τέτοιο θόρυβο ποὺ νόμιζε κανεὶς πὼς γινόταν σεισμός. Σεισμὸς ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ καταρρίψει καὶ νὰ ἰσοπεδώσει τὰ πάντα. Καὶ τὶς στιγμὲς αὐτὲς ὁ Ἅγιος εἰρηνικὸς κι ἀτάραχος ἔψαλλε δυνατὰ καὶ μελωδικὰ τὸν ψαλμὸ τῆς βαθιᾶς ἐμπιστοσύνης καὶ πίστεως στὸν Θεό. «Ὁ Θεὸς ἡμῶν καταφυγὴ καὶ δύναμις, βοηθὸς ἐν θλίψεσι ταῖς εὐρούσαις ἡμᾶς σφόδρα, διὰ τοῦτο οὐ φοβηθησόμεθα ἐν τῷ ταράσσεσθαι τὴν γῆ καὶ μετατίθεσθαι ὄρη ἐν καρδίαις θαλασσῶν» (ψαλμ. με’ 2 – 3). Δηλαδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ καταφυγὴ καὶ ἡ δύναμή μας εἶναι ὁ παντοδύναμος βοηθός μας στὶς θλίψεις πού μᾶς βρῆκαν. Γιὰ τοῦτο τὸν λόγο ὁτιδήποτε καὶ ἂν συμβεῖ, καὶ ἂν ἀκόμη συμβοῦν οἱ ἀνατροπὲς καὶ οἱ καταστροφὲς ποὺ θὰ γίνουν στὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἐμεῖς δὲν θὰ φοβηθοῦμε. Δὲν θὰ φοβηθοῦμε ἔστω καὶ ἂν ἡ γῆ θὰ σείεται συθέμελα κι ἂν τὰ βουνὰ θὰ κόβονται ἀπ’ τὴ ρίζα τους καὶ θὰ πέφτουν μέσα στὴν θάλασσα.



Ὁ Ὅσιος ὑπέμεινε καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ σκληροὺς πειρασμούς. Μὲ τὴν προσευχὴ ὅμως, τὴν αὐστηρὴ νηστεία καὶ τὴν ἐγκράτειά του, τοὺς ἀποδίωκε καὶ ἔβγαινε νικητὴς καὶ θριαμβευτής, ζωντανὸ δοχεῖο τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Τοῦτο μαρτυρᾶνε τὰ πάμπολλα θαύματα, ποὺ ἔκανε ὅσο ζοῦσε. Τοῦτο βεβαιώνουνε ἀκόμη καὶ τὰ θαύματα ποὺ γίνονται μὲ τὴν χάρη του ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατό του. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ Θαύματα εἶναι καὶ τοῦτο:



Ἐκεῖ στὴ σπηλιὰ ὅπου ἔζησε χρόνια ὁ Ἅγιος, ἀναπαύτηκε κιόλας. Οἱ χριστιανοὶ τῶν γύρω χωριῶν μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια μαζεύτηκαν τότε γιὰ νὰ κηδέψουν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ νὰ πάρουν μὲ τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ τὴν εὐλογία του. Μὲ συντριβὴ καρδιᾶς ἐνταφίασαν τὸ σῶμα στὴν γῆ, ἐνῷ ἡ ἡρωικὴ ψυχὴ του πέταξε ὁλόλευκη στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ χαρεῖ καὶ νὰ ζήσει ἐκεῖ τὴν ἀσφαλὴ κι ἄμεμπτη ζωὴ τῶν νικητῶν τῆς πίστεώς μας.







Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ οἱ κάτοικοι τῶν δυὸ χωρίων βρῆκαν στὴ σπηλιὰ τὸ ἅγιο λείψανό του. Δὲν δυσκολεύτηκαν νὰ τὸ ἀναγνωρίσουν. Ἡ εὐωδία καὶ τὸ μύρο ποὺ ξέχυνε ἦταν χαρακτηριστική. Ὁ πόθος τῶν κατοίκων τῶν δυὸ χωριῶν νὰ μεταφέρουν τὸν θησαυρὸ ποὺ βρῆκαν στὸ χωριό τους γιὰ νὰ τὸν ἔχουν πάντα κοντά τους, σκόνταψε στὸ ποῦ νὰ τὸν μεταφέρουν. Καὶ τὰ δυὸ χωριὰ τὸν ἀπαιτοῦσαν. Κανένας δὲν ὑποχωροῦσε γιὰ τὸ ἄλλο. Ἡ χαρὰ ποὺ γέμισε τὶς καρδιὲς μὲ τὴν εὕρεση τοῦ λειψάνου, χάθηκε γιὰ μία στιγμὴ καὶ τὴ θέση της πῆρε μία ζωηρὴ συζήτηση, ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ ἐπικίνδυνη φιλονικία. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη μιὰ πρόταση ποὺ ρίχτηκε ἀπὸ κάποιο ἔδωκε τὴ διέξοδο καὶ τὴ λύση στὸ πρόβλημα ποὺ δημιουργήθηκε:



- Νὰ δώσουμε ἕνα βόδι τὸ ἕνα χωριὸ καὶ ἕνα βόδι τὸ ἄλλο. Νὰ τὰ ζέψουμε σ’ ἕνα ἁμάξι, στὸ ὁποῖο νὰ βάλουμε τὸ ἅγιο λείψανο κι ὅπου σταματήσουν τὰ βόδια, ἐκεῖ νὰ κτίσουμε ἕνα ναὸ καὶ νὰ τὸ ἀποθέσουμε, εἶπε ἡ φωνή.



Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Τὰ βόδια ἔσυραν τὸ ἁμάξι καὶ σταμάτησαν στὴν Κώμη Κεπήρ. Ἐκεῖ ἐναποτέθηκε τὸ ἅγιο λείψανο καὶ βρίσκεται μέχρι σήμερα, γιὰ νὰ θυμίζει σ' ὅλους τὴ δύναμη τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ἠθικῆς καθαρότητας, τὴν ἀνυπέρβλητη δύναμη τῆς ἀρετῆς.



Τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἠθικὴ καθαρότητα, τὴν ἀρετὴ μὲ μία λέξη καλεῖται νὰ κάμει βίωμα καὶ σκοπὸ τῆς ζωῆς του καὶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Τὸ ἀπαιτεῖ ἡ ἔξοδός μας ἀπὸ τὴ συμφορὰ καὶ τὸν ὄλεθρο στὸν ὁποῖο μᾶς ἔχουν ρίξει οἱ καταχρήσεις καὶ οἱ ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ καιροῦ μας. Τὸ ζητᾶ ἡ εἰρηνικὴ ζωὴ ποὺ νοσταλγοῦμε ὅλοι μας. Τὸ θέλει αὐτὸ τοῦτο τὸ συμφέρον μας. Γιατί ὅπως πολὺ σοφὰ τονίζει ὁ μεγάλος τῆς ἐρήμου ἀσκητής, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καὶ τὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ Ἅγιός μας μὲ τὸ παράδειγμά του, «ὁ μὲν πλοῦτος καὶ συλᾶται καὶ ὑπὸ τῶν δυνατωτέρων ἁρπάζεται, ἡ δὲ ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, μόνη ἐστι κτῆσις ἀσφαλὴς καὶ ἀσύλητος καὶ μετὰ θάνατον σῴζουσα τοὺς κεκτημένους αὐτήν».


Ἀλήθεια! Μόνη αὐτὴ καὶ ὑψώνει καὶ σῴζει.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Χαίρει ἔχουσα ἡ Καρπασέων Κώμη λάρνακα τῶν σῶν λειψάνων, παναοίδιμε πάτερ Αὐξέντιε. Ὡς γὰρ ποτὲ πολεμίους κατήσχυνας, καὶ τῶν δαιμόνων τὸ θράσος ἐνίκησας καὶ κατηύφρανας ἡμᾶς τοὺς πιστῶς σοι κράζοντας, ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.







Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Νεοφύτου τοῦ ἐν Κύπρῳ Ἐγκλείστου
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Sep 22, 2012 9:57 pm

29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ






Ὁ Ὅσιος Κυριακὸς ὁ Ἀναχωρητὴς
Image
Ἦταν ἄνθρωπος ποὺ καλλιεργοῦσε ὑπομονήν καὶ πραότητα. Γι' αὐτὸ καὶ πέτυχε στὴν ἀσκητική του ζωή.

Γεννήθηκε στὴν Κόρινθο τὸ 5ο αἰῶνα, ἀπὸ ἱερέα πατέρα, τὸν Ἰωάννη. Τὴν μητέρα του τὴν ἔλεγαν Εὐδοξία καὶ εἶχε ἀδελφὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κορίνθου Πέτρο.

Ἀπὸ ἱερατικό, λοιπόν, γένος ὁ Κυριακός, σὲ νεαρὴ ἡλικία πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Λαύρα τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου. Ἐκεῖ, ὁ Μέγας Εὐθύμιος, τὸν ἔκανε μοναχὸ καὶ τὸν ἔστειλε στὸν ἀσκητὴ Γεράσιμο. Ὅταν πέθανε ὁ Γεράσιμος, ὁ Κυριακὸς ἐπέστρεψε στὴν Λαύρα τοῦ Εὐθυμίου, ὅπου μὲ ζῆλο καλλιεργοῦσε τὶς ἀρετές του, ὥσπου κάποια στάση ποὺ ἔγινε στὴ Λαύρα τοῦ Εὐθυμίου τὸν ἀνάγκασε νὰ πάει στὴ Λαύρα τοῦ Σουκᾶ.

Ἐκεῖ 40 χρονῶν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἀνέλαβε τὴν ἐπιστασία τοῦ Σκευοφυλακίου. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν διέκρινε ἀπέναντι στοὺς συμμοναστές του, ἦταν ὁ γαλήνιος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο τοὺς ἀντιμετώπιζε, γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν παράδειγμα πρὸς μίμηση ἀπὸ ὅλους.
Ἑβδομήντα χρονῶν ὁ Κυριακός, ἔφυγε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μὲ ὑπομονὴ γύρισε πολλὰ μοναστήρια καὶ σκῆτες, ὅπου ἔζησε μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Τελικά, πέθανε 107 χρονῶν, καὶ σὲ ὅλους ἔμεινε ἡ ἐνθύμηση τοῦ ἀσκητή, ποὺ ἔδειχνε «πραότητα πρὸς πάντας ἀνθρώπους». Πραότητα, δηλαδή, σ’ ὅλους ἀνεξαίρετα τοὺς ἀνθρώπους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπῶν τὰ τῆς γῆς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε· σὺ γὰρ ἐν ταῖς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείῳ πόθῳ, σκίλλῃ πικρᾷ τὴν πάλαι, πικρὰν γεῦσιν ἀπώσω. Διὸ Κυριακὲ θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπαλῶν ἐξ ὀνύχων τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν ὁλοτρόπως ἑλόμενος· διὸ ἐν ταῖς ἐρήμοις προσχωρῶν, τῶν θείων ἠξιώθης δωρεῶν, θεραπεύων πᾶσαν νόσον Κυριακέ, τῶν πίστει προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς ὑπερμάχῳ κραταιῷ καὶ ἀντιλήπτορι

Ἡ σὲ τιμῶσα ἱερὰ Λαύρα ἑκάστοτε

Ἑορτάζει τὰ μνημόσυνα ἐτησίως.

Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον

Ἐξ ἐχθρῶν ἐπεμβαινόντων ἡμᾶς φρούρησον,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.

Μεγαλυνάριον.
Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.







Οἱ Ἅγιοι 150 οἱ Μάρτυρες
Γνωρίζουμε μόνο ὅτι μαρτύρησαν στὴν Παλαιστίνη.






Οἱ Ἅγιοι Τρύφων, Τρόφιμος καὶ Δορυμέδων
Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται γι’ αὐτοὺς μόνο ἡ φράση: «ἡ σύναξις τούτων τελεῖται πλησίον τῆς Ἁγίας Ἄννης ἐν τῷ Δευτέρῳ».






Ἡ Ἁγία Πετρωνία ἡ Μάρτυς
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. Ἐδῶ μερικοὶ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν καὶ τὴ μνήμη τῆς Ὁσίας Ἀναστασίας τῆς ἀσκήτριας.






Ἡ Ἁγία Γουδελία (ἢ Γοβδελία)
Ἦταν Περσίδα χριστιανὴ ἀπόστολος, ποὺ κατάφερε νὰ φέρει πολλοὺς ἀπίστους στὸν δρόμο τῆς διὰ Χριστοῦ σωτηρίας.

Ἔζησε τὸν τέταρτο μετὰ Χριστὸν αἰῶνα, ὅταν βασιλιὰς τῆς Περσίας ἦταν ὁ Σαπώρ. Ἐπειδὴ δυναμικὰ ἐκτελοῦσε τὸ Ἱεραποστολικό της ἔργο, τὴν συνέλαβαν καὶ τὴν ἔκλεισαν γιὰ πολλὰ χρόνια στὴν φυλακή. Οἱ ἐκεῖ κακοπάθειές της ὑπῆρξαν φοβερές. Μόνο ἡ θεία χάρη τὴν ἐνίσχυσε, ὥστε νὰ κατανικήσει τὴν ὑγρασία, τὸ σκοτάδι καὶ τὶς συχνὲς στερήσεις καὶ αὐτοῦ τοῦ νεροῦ. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ μακροχρόνια βάσανα, δὲν ἐλάττωσαν καθόλου τὴν φωτιὰ τῆς πίστης καὶ τὴν φλόγα τῆς γενναιότητάς της.

Κατόπιν τῆς ἔγδαραν τὸ κεφάλι, χωρὶς νὰ ὑποκύψει ἡ καρτερία της. Τελικὰ πέθανε μὲ σταυρικὸ θάνατο.

(Νομίζω πὼς ἐδῶ, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἔγινε σύγχυση μεταξὺ τῶν Συναξαριακῶν πηγῶν. Δηλαδή, ὁ Ἅγιος Γοβδελαᾶς ποὺ τιμοῦμε τὴν ἴδια μέρα ἔγινε, ἀπὸ λάθος ἀντιγραφές, Γουδελία ἢ Γοβδελία μὲ πανομοιότυπη βιογραφία.
Ἐνῷ ἄλλες πηγὲς ἀναφέρουν, ὅτι πράγματι ὑπῆρξε μάρτυς Γουδελία, ποὺ μαρτύρησε διὰ ξίφους χωρὶς ἄλλα βιογραφικὰ στοιχεῖα, ποὺ ὅμως εἶναι περισσότερο πιθανὸ καὶ ἀποδεκτό).






Οἱ Ἅγιοι Γοβδελαᾶς, Δᾴδας, Κάσδοος καὶ Κασδόα
Ὁ Γοβδέλαος ἦταν γιὸς τοῦ βασιλιὰ Σαβωρίου. Ἔγινε χριστιανὸς ἀπὸ ἕναν ἀξιωματικό τοῦ πατέρα του, τὸν Δᾴδα. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Σαβὼρ διέταξε καὶ συνελήφθησαν καὶ οἱ δυό. Ὅταν αὐτοὶ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στοὺς Θεούς, τὸ μὲν Δᾴδα τὸν τεμάχισε ζωντανό, τὸν γιὸ του Γοβδέλαο τὸν ὑπέβαλε σὲ βασανιστήρια, καὶ ἔγδαρε τὸ κεφάλι του, ἔκοψε τὰ μέλη του καὶ κέντησε τὸ σῶμα του μὲ καλάμια.

Ὁ Κάσδοος ἦταν συγγενὴς τοῦ βασιλιὰ καὶ ἐπειδὴ ἔγινε χριστιανὸς τὸν ἔγδαρε ζωντανό.
Ἡ Κασδόα ἦταν κόρη τοῦ βασιλιά, καὶ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Γοβδέλαου. Αὐτὴ εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸν ἀδελφό της στὴν φυλακή, ὁ ὁποῖος τὴν ἔκανε χριστιανή. Ὅταν μαθεύτηκε αὐτὸ ὁ βασιλιὰς τὴν συνέλαβε, καὶ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη της τὴν βασάνισε σκληρὰ μέχρι θανάτου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Βασίλειον ἀξίαν ὡς φθαρτὴν καταλέλοιπας, καὶ τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων ἠκολούθησας ἔνδοξε, καὶ ἤθλησας στερρῶς ὑπὲρ αὐτοῦ, βασάνους ἀνυποίστους ἐνεγκών· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ᾀσματικῶς, Γοβδελαᾶ κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δυάδα τὴν ἁγίαν τῶν Μαρτύρων τιμήσωμεν, σὺν Γοβδελαᾷ τὴν Κασδόαν τοὺς γενναίους ὁμαίμονας· φωτὶ γὰρ ἐλλαμφθέντες θεϊκῷ, ἐνήθλησαν στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῇ ψυχῇ δεξάμενος, τῆς εὐσεβείας τὸ φέγγος, τὴν πατρῴαν ἔλιπες, ἅπασαν πλάνην καὶ δόξαν· ἤθλησας, ὑπὲρ Κυρίου ἀνδρειοφρόνως· ἤνεγκας τὰς πολυτρόπους στερρῶς βασάνους· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μάρτυς Γοβδελαᾶ ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀθλοφόρε Γοβδελαᾶ, ὁ στερρῶς ἀθλήσας, δι’ ἀγάπην τὴν τοῦ Χριστοῦ, σὺν τῇ αὐταδέλφῳ, Κασδόᾳ τῇ πανσέμνῳ, μεθ’ ἧς ἡμῖν ἐξαίτει, πταισμάτων ἄφεσιν.






Ὁ Ἅγιος Μαλαχίας ὁ Νέος Ὁσιομάρτυρας

Ἦταν γιὸς ἱερέα ἀπὸ τὴ Ρόδο.

Κάποτε πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὅτι ἔβρισε τὸν Μωάμεθ. Ἀμέσως συνελλήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὶς ἀρχές, ποὺ τὸν ἐκβίαζαν νὰ ἐξωμόσει. Ὁ Μαλαχίας ἔδειξε μεγάλο θάρρος, μὲ τὸ ὁποῖο ἐξήγειρε τὴν ὀργὴ τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν, τρύπησαν τοὺς ἀστραγάλους του καὶ τὸν ἔδεσαν πίσω ἀπὸ ἕνα ἄγριο ἄλογο.

Μετὰ ἀπὸ μία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων, ὁδηγήθηκε ὁ μάρτυρας ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου σουβλίστηκε καὶ κάηκε πάνω σὲ ἀναμμένη φωτιά.
Ἔτσι παρέδωσε τὴν Ἁγία του ψυχὴ στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1500.






Οἱ Ἅγιοι ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες Μάρτυρες
Κανένας Συναξαριστὴς δὲν ἀναφέρει τὴν μνήμη τους. Μαθαίνουμε γι’ αὐτοὺς ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τους, ποίημα τοῦ Παχωμίου Ρουσσάνου, ποὺ δημοσιεύτηκε μὲ τὸν τίτλο: «Ἀκολουθία ψαλλομένη εἰς τοὺς ὁσίους πατέρας τοὺς ἐν Στροφάσιν ἀναιρεθέντες καὶ εἰς ἅπαντας τοὺς παραπλήσιον τέλος λαχόντας».







Οἱ Ἅγιοι τρεῖς Νεομάρτυρες ἐν τῷ Βραχωρίῳ Ἀγρινίου († 1786)
Ἡ ἡμερομηνία τοῦ μαρτυρίου τους δὲν ἀναφέρεται πουθενά. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Μαρτύρων.







Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ἐκ Ζαντόσκ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Sep 22, 2012 10:06 pm

30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος
Image
Ἔζησε καὶ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκρατορίας Διοκλητιανοῦ.

Ἦταν γιὸς τοῦ Ἀνάκ, ὁ ὁποῖος ἦταν συγγενὴς τοῦ βασιλιὰ τῆς Ἀρμενίας Κουσαρῶ. Ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ βασιλιὰ τῆς Ἀρμενίας. Οἱ Ἀρμένιοι γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν σκότωσαν τὸν Ἀνὰκ καὶ τὴν οἰκογένειά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Γρηγόριο καὶ ἕναν ἀδελφό του. Μετὰ ἀπὸ χρόνια ὁ γιὸς τοῦ Κουσαρῶ, ὁ Τηριδάτης, συνέλαβε τὸν Γρηγόριο ἐπειδὴ ἦταν χριστιανὸς καὶ τὸν βασάνισε σκληρά. Ὅταν δὲ ἔμαθε ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ γιὸ τοῦ Ἀνάκ, ὁ ὁποῖος εὐθυνόταν γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ πατέρα του, διέταξε νὰ τὸν ρίξουν σὲ λάκκο μὲ φίδια καὶ ἄλλα ἑρπετά. Ὁ Γρηγόριος ὄχι μόνο δὲν ἔπαθε τίποτα ἀλλὰ ἐπέζησε γιὰ 15 χρόνια τρεφόμενος μὲ τὸ ψωμὶ ποὺ τοῦ πήγαινε κρυφὰ μιὰ χήρα.

Κάποια στιγμὴ ὁ Τηριδάτης παραφρόνησε. Ἡ ἀδελφή τοῦ βασιλιὰ ἄκουσε μία μέρα φωνή, ἡ ὁποία τῆς ἔλεγε πὼς ἂν ἤθελε νὰ θεραπευτεῖ ὁ ἀδελφός της θὰ ἔπρεπε νὰ ἐλευθερώσουν τὸν Γρηγόριο. Πράγματι ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸν λάκκο ὁ Ἅγιος θεράπευσε τὸν βασιλιά.
Ἐξεδήμησε εἰς Κύριον ἐν εἰρήνῃ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ γεωργίᾳ, ἐνεούργησας, βροτῶν καρδίας, κατασπείρας τὴν τοῦ Λόγου ἐπίγνωσιν, καὶ λαμπρυνθεὶς μαρτυρίου τοῖς στίγμασιν, ἱεραρχίᾳ Γρηγόριε ἔφανας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν εὐκλεῆ καὶ Ἱεράρχην ἅπαντες, ὡς Ἀθλητὴν τῆς ἀληθείας σήμερον, οἱ πιστοὶ θείοις ἐν ᾄσμασι, καὶ ὑμνῳδίαις εὐφημήσωμεν, Γρηγόριον ποιμένα, καὶ διδάσκαλον, τὸν ἔκλαμπρον φωστῆρα καὶ παγκόσμιον· Χριστῷ γὰρ πρεσβεύει, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Γρήγορος τοῖς τρόποις ἀναδειχθείς, πρὸς θεογνωσίας, διεγείρεις τὸν φωτισμόν, τοὺς τῇ δυσσεβείᾳ, ὑπνώττοντας ἀθλίως, Γρηγόριε τρισμάκαρ, ἀξιοθαύμαστε.






Οἱ Ἁγίες Ριψιμία (ἡ Ριψίμη), Γαϊανὴ καὶ Ἄλλες 32 Παρθενομάρτυρες
Ἡ Ἁγία Ριψιμία ἦταν ὄμορφη στὸ σῶμα καὶ σεμνὴ στὸ ἦθος. Ἐπειδὴ δὲν δέχτηκε τὴν πρόταση τοῦ Διοκλητιανοῦ νὰ γίνει γυναῖκα του, κατέφυγε μαζὶ μὲ τὴν Γαϊανὴ ποὺ ἦταν καθηγουμένη τῆς Ριψιμίας, στὴν Ἀρμενία.

Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀρμενίας ἄκουσε γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Ριψιμίας καὶ θέλησε καὶ αὐτὸς νὰ τὴν κάνει γυναῖκα του. Ὅταν ἐκείνη ἀρνήθηκε, διέταξε νὰ τὴν βροῦν καὶ νὰ τὴ συλλάβουν. Οἱ στρατιῶτες του τὴν βρῆκαν στὰ μέρη τοῦ Ἀραρὰτ ποὺ κρυβόταν, καὶ ἀφοῦ τῆς ἔβγαλαν τὰ μάτια, τῆς ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ τὴν ἔκοψαν κομμάτια.

Μαζί της μαρτύρησαν φρικτὰ ἡ γερόντισσα Γαϊανή, καθὼς καὶ 32 Παρθενομάρτυρες ποὺ κρύβονταν μαζί τους σ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη.
Ἄλλοι ἀναφέρουν ὅτι, μαζὶ μὲ τὶς Ἁγίες αὐτὲς μαρτύρησαν καὶ 70 ἄνδρες.






Οἱ Ἅγιοι 70 Μάρτυρες
Λέγεται ὅτι μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὴν Ἁγία Ριψιμία. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες.







Οἱ Ἁγίες 2 Ὁσιομάρτυρες Γυναῖκες
Μᾶλλον ἦταν μοναχὲς καὶ μαρτύρησαν μὲ τρόπο ποὺ δὲν γνωρίζουμε.






Ὁ Ἅγιος Στρατόνικος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Μαρδόνιος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ ἔκαψαν τὰ μάτια του μὲ πυρωμένα κάρβουνα.
(Δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ αὐτὸν τῆς 28ης Δεκεμβρίου).







Οἱ Ἅγιοι 1000 Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.






Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν τῷ ποταμῷ Πεσόμα (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.






Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Θαυματουργός πρῶτος Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ, τοῦ πρώτου Μητροπολίτου Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας, τιμᾶται τὴν 15η Ἰουνίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Ὁ Ἅγιος Honorius (Ἄγγλος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Sep 22, 2012 10:20 pm

1 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Ἀπόστολος
Image
Ὑπακούετε «ἐκ καρδίας εἰς ὂν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς». Κάνετε ὑπακοὴ μὲ ὅλη τὴν καρδιά σας στὸν ἀκριβὴ κανόνα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.

Τέτοιος ἄνθρωπος ὑπακοῆς στὸν Θεὸ ἦταν καὶ ὁ ἀπόστολος Ἀνανίας. Διότι, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε μὲ ὅραμα νὰ συναντήσει τὸ Σαῦλο, ποὺ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν χριστιανῶν, ἔκανε ὑπακοὴ στὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ἀμέσως πῆγε στὴν Εὐθεῖα ὁδὸ καὶ ἀναζήτησε τὸ σπίτι τοῦ Ἰούδα, ὅπου ἦταν ὁ Σαῦλος. Τὸν θεράπευσε, τὸν βάπτισε χριστιανό, καὶ ἔπειτα αὐτός, μὲ τὸ ὄνομα Παῦλος, ἔγινε ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν.

Κατόπιν ὁ Ἀνανίας πῆγε στὴν Ἐλευθερούπολη, ὅπου μὲ τὴ διδασκαλία του εἵλκυσε στὸν Χριστὸ πολυάριθμες ψυχές. Ὁ θόρυβος ὅμως ποὺ δημιούργησε ἡ ἀποστολική του δράση, ἔκανε τὸν ἡγεμόνα Λουκιανὸ νὰ τὸν συλλάβει. Χρησιμοποίησε πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους προκειμένου νὰ ἀλλαξοπιστήσει ὁ Ἀνανίας. Ἀλλὰ ὁ Ἀνανίας ἔμεινε ἀμετακίνητος στὰ χριστιανικά του φρονήματα.

Τότε ὁ Λουκιανὸς τὸν μαστίγωσε μὲ νεῦρα βοδιῶν. Ἔπειτα, μὲ σιδερένια νύχια τοῦ ξέσχισε τὰ πλευρὰ καὶ ἔκαψε τὶς πληγές του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τέλος, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν λιθοβόλησε.
Ἔτσι, ὁ Ἀνανίας πῆρε τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τῆς ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἔμπλεως χάριτος, τοῦ Τρισηλίου φωτός, τὸ σκεῦος ἐφώτισας, τῆς ἐκλογῆς τοῦ Χριστοῦ, Ἀνανία Ἀπόστολε· ὅθεν ἀνακηρύξας, εὐσέβειας τὸν λόγον, ἄθλοις ἐβεβαιώσω, τὴν σωτήριον χάριν· δι’ ἧς τοῖς σὲ εὐφημοῦσι, δίδου τὰ πρόσφορα.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Ὁ ἐν πρεσβείαις, θερμότατος ἀντιλήπτωρ, καὶ τοῖς αἰτοῦσι, ταχύτατα ἐπακούων, δέξαι τὴν δέησιν Ἀνανία ἡμῶν, καὶ τὸν Χριστὸν δυσώπει, τοῦ ἐλεῆσαι ἡμᾶς, τὸν μόνον ἐν Ἁγίοις δοξαζόμενον.

Μεγαλυνάριον.
Δι’ ἀποκαλύψεως θεϊκῆς, τῷ Σαύλῳ βραβεύεις, τὸν οὐράνιον φωτισμόν· ὅθεν Ἀνανία, ὡς Μάρτυρά σε θεῖον, Ἀπόστολόν τε ἅμα, Χριστὸς ἐδόξασε.






Ὁ Ὅσιος Ῥωμανὸς ὁ Μελῳδὸς
Image
Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ῥωμανοῦ δυστυχῶς εἶναι λίγες.

Ἔζησε, κατὰ μία ἐκδοχὴ τὸν 8ο αἰῶνα ἐπὶ τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου τοῦ Β’. Ἀρχικὰ εἶχε χρηματίσει διάκονος στὴν ἐκκλησία τῆς Βηρυτοῦ. Κατόπιν μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔμεινε στὰ κελιὰ τοῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου. Ὁ Ῥωμανὸς εἶχε μέτρια παιδεία καὶ τὸ ποιητικὸ ταλέντο του ἦταν ἀκόμα ἄγνωστο. Διεκατέχετο ὅμως ἀπὸ μία βαθιὰ πίστη στὴν σεπτὴ μνήμη τῆς Παναγίας τῆς Παρθένου καὶ τακτικὰ παρακολουθοῦσε στὸν Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν τὶς κατανυκτικὲς ὁλονυκτίες.

Σὲ μία τέτοια, στὴν γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων ποὺ παραβρέθηκε, ἡ ψυχὴ του γέμισε μὲ κατάνυξη καὶ ὅταν γύρισε στὸ κελί του εἶδε ὄνειρο τὴν Παναγία νὰ τοῦ προσφέρει ἕνα βιβλίο καὶ νὰ τοῦ λέει νὰ τὸ καταφάει. Ὁ Ῥωμανὸς ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ ὀνείρου συνέθεσε γιὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὸ τροπάριο «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει».
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ αὐτὴ ἡ ποιητικὴ ἐπιφοίτηση τοῦ Ὁσίου Ῥωμανοῦ ἔμεινε ἄσβεστη καὶ ἀναδείχτηκε ὁ ἐξωχότερος καὶ μεγαλύτερος μελῳδὸς τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς σάλπιγξ θεόληπτος, τῶν οὐρανίων ᾠδῶν, ἐνθέως ἐφαίδρυνας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς θείοις σου ᾄσμασι· σὺ γὰρ τῆς Θεοτόκου, ἐμπνευσθεὶς τῇ ἐλλάμψει, ἔνθεος ὑμνηπόλος, ἐγνωρίσθης ἐν κόσμῳ· διό σε πόθῳ τιμῶμεν, Ῥωμανὲ Ὅσιε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὤσπερ κιθάραν τῆς σοφίας παναρμόνιον

Καὶ ὑποφήτην θεοπνεύστων ἀναβάσεων

Εὐφημοῦμεν Ῥωμανέ σε ᾀσμάτων ὕμνοις.

Ἀλλ’ ὡς φόρμιγξ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν

Πρὸς ἐγρήγορσιν ἡμᾶς θείαν διέγειρον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Θεόληπτε.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνωθεν τὸ δῶρον ἀπειληφῶς, ἐκ τῆς Θεοτόκου, παμμακάριστε Ῥωμανέ, ὕμνησας πανσόφως, τὰ θεῖα μεγαλεῖα, κενώσεως τοῦ Λόγου, ὡς ἔμπνουν ὄργανον.






Ὁ Ἅγιος Δομνίνος
Ὑπῆρξε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα (288) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη.

Ὅταν ὁ Μαξιμιανὸς ἔκτιζε βασιλικὰ ἀνάκτορα στὴν πόλη αὐτή, τότε συνελήφθη ὁ Ἅγιος αὐτὸς σὰν Χριστιανὸς καὶ κήρυκας τῆς εὐσέβειας. Ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν βασιλιὰ Μαξιμιανό, ποὺ τοῦ εἶπε, πῶς τολμάει νὰ ὁμολογεῖ ἄλλον Θεό, ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ὁ βασιλιὰς λατρεύει. Καὶ τοῦ συνέστησε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἂν θέλει νὰ ζήσει. Ὁ Ἅγιος ὅμως δὲν πείστηκε καὶ ὁ βασιλιὰς διέταξε καὶ τοῦ ξέσχισαν τὸ σῶμα. Ἀλλὰ ὁ Δομνίνος, ἐνῷ ἔπασχε, περιγελοῦσε τὸν τύραννο. Τότε αὐτὸς διέταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ τοῦ σπάσουν τὰ σκέλη.
Ἀφοῦ λοιπόν, ἔκοψαν μὲ τὸν πιὸ ὠμὸ τρόπο τὰ πόδια, ἔμεινε ἀκόμη ζωντανὸς ἑπτὰ ὁλόκληρες ἡμέρες χωρὶς νὰ φάει τίποτε. Ἔπειτα εὐχαριστώντας τὸν Θεό, τοῦ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχή.






Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ψάλτης ὁ καλούμενος Κουκουζέλης
Ἄριστος μουσικὸς καὶ καλλικέλαδος.

Καταγόταν ἀπὸ τὸ Δυρράχιο καὶ ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν Κομνηνῶν, καὶ ἦταν ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Ἡ εὐσεβὴς μητέρα του ὅμως, ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸ παιδί της νὰ μάθει τὰ ἱερὰ γράμματα, τὸ ὁποῖο, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ἔξυπνο καὶ πολὺ καλλίφωνο, ὅλοι τὸ φώναζαν ἀγγελόφωνο.

Σὲ κατάλληλη ἡλικία κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μόνασε στὸ κελὶ τῶν Ἀρχαγγέλων τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἔψαλε στὴν Μεγίστη Λαύρα μαζὶ μὲ τὸν Γρηγόριο Δομέστικο, ποὺ τιμᾶται τὴν ἴδια ἡμέρα.
Ἔτσι ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἰωάννης, ψάλλοντας θεσπέσιους ὕμνους πρὸς τὸν Θεό, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνα καὶ τάφηκε στὸ κελὶ ποὺ μόναζε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἡ ἡδύφωνος χάρις Πάτερ τῆς γλώττης σου, κατακηλεῖ καὶ εὐφραίνει τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ· σὺ γὰρ ἔνθους ὑμνῳδὸς ὤφθης μακάριε· ὅθεν νομίσματι χρυσῷ, σὲ ἠμείψατο λαμπρῶς, ἡ Ἄχραντος Θεοτόκος, ἣν Ἰωάννη δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Ἕτερον ἀπολυτίκιον, κοινόν μετὰ Ὁσίου Γρηγορίου. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τῆς Λαύρας τὰ θρέμματα, καὶ ἡδυφώνους αὐλούς, ὡς θείους θεράποντας, καὶ ὑμνολόγους Χριστοῦ, συμφώνως αἰνέσωμεν, ὕμνοις τὸν Κουκουζέλην, καὶ κλεινὸν Ἰωάννην, ἅμα σὺν Γρηγορίῳ, τῷ σοφῷ Δομεστίκῳ· Χριστὸν γὰρ ἱκετεύουσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.



Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς ἀηδὼν θείων ᾀσμάτων καλλικέλαδος

Καὶ ταπεινώσεως ἐξαίρετον ὑπόδειγμα

Ἀνυμνοῦμέν σε θεόληπτε Ἰωάννη.

Ἐν τῷ Ἄθῳ γὰρ ὡς ἄγγελος ἐβίωσας

Καὶ Θεὸν ἡδίστοις χείλεσιν ἀνύμνησας·

Ὅθεν κράζομεν, χαῖρε Πάτερ ἡδύφωνε.



Ἕτερον Κοντάκιον, κοινόν μετά Ὁσίου Γρηγορίου. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν δυάδα μέλψωμεν, τῶν θεοφόρων Πατέρων, Ἰωάννην ἅπαντες, σὺν τῷ κλεινῷ Γρηγορίῳ· οὗτοι γὰρ, ὧδε βιώσαντες θεοφρόνως, ᾔνεσαν, λόγῳ καὶ ἔργῳ τὸν πάντων Κτίστην· ᾧ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως, ἡμῖν δοθῆναι, πταισμάτων ἄφεσιν.

Μεγαλυνάριον.

Χαίροις εὐφωνίας ἀγγελικῆς, ἡδύφωνος τέττιξ, καὶ καλλίφωνος ἀηδών· χαίροις Ἰωάννη, χάριτος θείας σκεῦος, καὶ Μοναστῶν τοῦ Ἄθω, ὡς ἔμπνουν ὄργανον.



Ἕτερον Μεγαλυνάριον κοινόν μετὰ τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου.
Χαίρετε τῆς Λαύρας θεῖοι βλαστοί, καὶ τοῦ Παρακλήτου, αἱ κιθάραι αἱ μυστικαί· χαίροις Ἰωάννη, ὁμοῦ σὺν Γρηγορίῳ, τῆς μονῆς Θεοτόκου, θεῖοι θεράποντες.






Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Δομέστικος

Ἦταν καὶ αὐτὸς περίφημος ψάλτης τῆς Μεγίστης Λαύρας.

Ὅταν ἡγούμενος ἦταν ὁ Ἰάκωβος ὁ Πρικανᾶς, ἔψαλλε κατὰ τὴν παραμονὴ τῶν Φώτων ὄχι τὸ «Ἄξιόν ἐστι» , ἀλλὰ τὸ «Ἐπὶ σοῖ χαίρει» στὴν λειτουργία. Στὸ τέλος δὲ τῆς ἀγρυπνίας μισοκοιμήθηκε, καὶ νά, βλέπει τὴν Δέσποινα Θεοτόκο νὰ εἶναι πάνω του καὶ νὰ τοῦ λέει: «Δέξαι σου τὸ ψαλτικόν, ὦ Δωμέστικε, καὶ εὐχαριστῶ σοι πολλά». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτό, τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι ἕνα φλουρί, ποὺ ἀμέσως τὸ ἔβαλε, μετὰ ἀπ’ αὐτά, στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Μεγίστης Λαύρας.
Ὅλα αὐτὰ βέβαια, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς μονῆς. Ἔτσι λοιπὸν θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε ὁ Γρηγόριος, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ἀπολυτίκιον, κοινόν μετὰ Ὁσίου Ἰωάννου. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Λαύρας τὰ θρέμματα, καὶ ἡδυφώνους αὐλούς, ὡς θείους θεράποντας, καὶ ὑμνολόγους Χριστοῦ, συμφώνως αἰνέσωμεν, ὕμνοις τὸν Κουκουζέλην, καὶ κλεινὸν Ἰωάννην, ἅμα σὺν Γρηγορίῳ, τῷ σοφῷ Δομεστίκῳ· Χριστὸν γὰρ ἱκετεύουσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον, κοινόν μετά Ὁσίου Ἰωάννου. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Τὴν δυάδα μέλψωμεν, τῶν θεοφόρων Πατέρων, Ἰωάννην ἅπαντες, σὺν τῷ κλεινῷ Γρηγορίῳ· οὗτοι γὰρ, ὧδε βιώσαντες θεοφρόνως, ᾔνεσαν, λόγῳ καὶ ἔργῳ τὸν πάντων Κτίστην· ᾧ πρεσβεύουσιν ἀπαύστως, ἡμῖν δοθῆναι, πταισμάτων ἄφεσιν.

Μεγαλυνάριον, κοινόν μετὰ τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου.
Χαίρετε τῆς Λαύρας θεῖοι βλαστοί, καὶ τοῦ Παρακλήτου, αἱ κιθάραι αἱ μυστικαί· χαίροις Ἰωάννη, ὁμοῦ σὺν Γρηγορίῳ, τῆς μονῆς Θεοτόκου, θεῖοι θεράποντες.






Μνήμη Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Βλαχερνῷ
Image
Διαβάζουμε: «Τῇ αὕτῃ ἡμέρᾳ τὴν ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας ἤτοι τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς Μαφορίου, τοῦ ἐν τῷ σορῷ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, ὄτε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς κατεῖδεν ἐφηπλωμένην αὐτὴν ἄνωθεν καὶ πάντας τοὺς εὐσεβεῖς περισκέπουσαν».

Λόγω τῶν πολλῶν θαυμάτων ἀπὸ τὴν Παναγία, ποὺ ἀνέφεραν οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες στὸν Ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο τὸ 1940, ἡ Ἱερὰ Συνοδὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ ἀπόφασή της τὸ 1952, καθιέρωσε νὰ ἑορτάζεται ἡ Ἅγια Σκέπη τῆς Θεοτόκου ἀντὶ γιὰ τὴν 1η Ὀκτωβρίου, στὶς 28 Ὀκτωβρίου.
Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἅγιας Σκέπης τῆς Θεοτόκου ἡ ὁποία τελοῦνταν ἀπὸ παλαιότατων χρόνων τὴν 1η Ὀκτωβρίου, ἦταν ἀνάμνηση τοῦ θαύματος τὸ ὁποῖο εἶδε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας. Κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἀγρυπνίας στὸ παρεκκλήσι τῆς «Ἅγιας Σοροῦ» τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας εἶδε τὴν Θεοτόκο νὰ προχωράει ἀπὸ τὶς βασιλικὲς πύλες πρὸς τὸ θυσιαστήριο ἀνάμεσα σὲ λευκοφορους ἅγιους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ξεχώριζαν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ὅταν ἔφθασε στὸ θυσιαστήριο γονάτισε καὶ προσευχόταν γιὰ πολλὴ ὥρα, κλαίγοντας καὶ παρακάλωντας τὸν Υἱό της γιὰ τὴν σωτήρια του κόσμου. Ὅταν ὁλοκλήρωσε τὴν δέησή της, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ κεφάλι της τὸ ἀστραφτερὸ μαφόριο, ποὺ φοροῦσε καὶ μὲ μία κινήση τὸ ἅπλωσε σὰν σκεπὴ ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα. Ἔτσι ἁπλωμένο τὸ ἔβλεπε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Ἐπιφανιο, ποὺ τὸν συνόδευε. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος, φαινόταν καὶ ἡ ἱερὴ ἐσθήτα νὰ σκορπίζει τὴ Χάρη της. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν οὐρανό, ἄρχισε καὶ ἡ Θεία Σκέπη νὰ συστέλλεται καὶ σιγὰ – σιγὰ νὰ χάνεται. Τὸ ἱερὸ αὐτὸ μαφόριο ποὺ φυλασσόταν ἐκεῖ συμβόλιζε τὴν Χάρη καὶ τὴν προστασία ποὺ παρέχει ἡ Παναγία στοὺς πιστοὺς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε ἀνυμνοῦμεν τὰς χάριτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς· σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντές σοι· δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προμηθείᾳ Ἄχραντε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὥσπερ νεφέλη ἀγλαὼς ἐπισκιάζουσα

Τῆς Ἐκκλησίας τὰ πληρώματα Πανάχραντε,

Ἐν τῇ πόλει πάλαι ὤφθης τῇ βασιλίδι.

Ἀλλ’ ὡς σκέπη τοῦ λαοῦ σου καὶ ὑπέρμαχος

Περισκέπασον ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως
Τοὺς κραυγάζοντας, χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.

Μεγαλυνάριον.
Σκέπης σου τρυγῶντες τὰς δωρεάς, καὶ τὰς καθ’ ἑκάστην, Θεονύμφευτε παροχάς, ὑμνοῦμεν Παρθένε, τὴν σὴν μεγαλωσύνην, τὴν πρὸς ἡμᾶς σου πρόνοιαν, μεγαλύνοντες.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γοργοεπηκόου
Image
Ἡ θαυματουργὴ αὐτὴ εἰκόνα βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Δοχειαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Λεπτομέρειες βλέπε στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ματθαίου Λαγγῆ τόμος Ι’ σελ. 37, ἔκδοση 1992.







Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν Βησερίᾳ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue Sep 25, 2012 5:10 pm

2 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ






Οἱ Ἅγιοι Κυπριανὸς καὶ Ἰουστίνη
Image
Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς ἔζησε καὶ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκρατορίας Δεκίου.

Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας ἀπὸ ἐπιφανὴ καὶ πλούσια οἰκογένεια, ἡ ὁποία τοῦ εἶχε προσφέρει ἀξιόλογη μόρφωση.

Ὁ Κυπριανὸς ὑπῆρξε γιὰ πολλὰ χρόνια ξακουστὸς μάγος. Σὲ αὐτὸν μάλιστα προσέτρεξε καὶ ἕνας εἰδωλολάτρης ὁ Ἀγλαΐδας, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐρωτευμένος μὲ μία παρθένα τὴν Ἰούστα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔβρισκε ἀνταπόκριση στὸν ἔρωτά του, ζήτησε ἀπὸ τὸν Κυπριανὸ νὰ τὸν βοηθήσει μὲ τὶς μαγικές του ἱκανότητες. Ὅμως οἱ ἐνέργειες τοῦ Κυπριανοῦ δὲν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα καὶ γι’ αὐτὸ ἔκαψε τὰ βιβλία του ποὺ περιεῖχαν τὶς ἀπατηλὲς γνώσεις τῆς μαγικῆς τέχνης καὶ βαπτίσθηκε χριστιανός. Ἔκτοτε ἀφοσιώθηκε στὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, προσελκύοντας στὴ χριστιανικὴ πίστη πολλοὺς ἀνθρώπους. Κατόπιν ἔγινε ἱερέας καὶ ἀργότερα ἐπίσκοπος Καρχηδόνας.Τὴν Ἰούστα τὴν χειροτόνησε διακόνισσα καὶ τὴν μετονόμασε σὲ Ἰουστίνη. Γιὰ τὴν χριστιανική τους δράση οἱ δυὸ Ἅγιοι συνελήφθησαν καὶ ἐξορίσθηκαν στὴ Νικομήδεια. Ὁ ἐκεῖ ἡγεμόνας Κλαύδιος ὑπέβαλε σὲ πολλὰ βασανιστήρια τοὺς Ἁγίους. Στὸ τέλος διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό τους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ φωταυγείᾳ, σκότος ἔλιπες, τῆς ἀσεβείας, καὶ φωστὴρ τῆς ἀληθείας γεγένησαι· ποιμαντικῶς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Κυπριανὲ τῇ ἀθλήσει δεδόξασαι. Πάτερ Ὅσιε, τὸν Κτίστην ἡμῖν ἱλέωσαι, ὁμοὺ σὺν Ἰουστίνη τῇ Θεόφρονι.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.

Ἐκ τέχνης μαγικῆς, ἐπιστρέψας θεόφρον, πρὸς γνῶσιν θεϊκήν, ἀνεδείχθης τῷ κόσμῳ, ἀκέστωρ σοφώτατος, τὰς ἰάσεις δωρούμενος, τοῖς τιμῶσί σε, Κυπριανὲ σὺν Ἰουστίνῃ· μεθ’ ἧς πρέσβευε, τῷ Φιλανθρώπῳ Δεσπότῃ, σωθῆναι τοὺς δούλους σου.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς.
Ὡς ἱεράρχην τίμιον, καὶ ἀθλητὴν στερρότατον, ἡ οἰκουμένη ἀξίως γεραίρει σε, Κυπριανὲ ἀοίδιμε, καὶ τοὶς ὕμvοις δοξάζει, τὴν ἁγίαν σου μνήμην, αἰτοῦσα πάντοτε, πταισμάτων ἄφεσιν, διὰ σοῦ δωρηθήναι τοῖς μέλπουσιν. Ἀλληλούια.

Μεγαλυνάριον.
Πλάνης σοφιστείας ἀπολιπών, τῆς θείας σοφίας, ἀνεδείχθης λαμπρὸς φωστήρ, καὶ σὺν Ἰουστίνῃ, Κυπριανὲ ἀθλήσας, τῆς ἄνω βασιλείας, ἄμφω ἔτυχε.






Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ 36 Ὁσιομάρτυρες

Οἱ Ὁσιομάρτυρες αὐτοί, ὑπῆρξαν στὰ χρόνια του βασιλιὰ Κωνσταντίνου ΣΤ’ καὶ τῆς μητέρας του Εἰρήνης (780).

Κατοικοῦσαν στὴ Μονὴ Ζώβη, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴ Σεβαστούπολη. Ἐπειδὴ τότε ὁ Ἀμηρᾶς τῶν Ἀγαρηνῶν, Ἀλεὶμ ὀνομαζόμενος, πολεμοῦσε τὴν χώρα ἐκείνη, συνέλαβε καὶ τοὺς Ὅσιους αὐτοὺς Πατέρες, καὶ τοὺς παρακινοῦσε νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ δὲ Ὅσιος ἡγούμενος Μιχαήλ, ἔλεγξε δριμύτατα τὸν Ἀγαρηνὸ ἄρχοντά , τους δὲ Μοναχοὺς του ἐνθάρρυνε νὰ ὑπομείνουν γενναία τὸν θάνατο γιὰ τὸν Χριστό.
Ἔτσι, ὅλοι ἀποκεφαλίστηκαν γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ.






Ἡ Ἁγία Δάμαρις ἡ Ἀθηναία
Εἶναι ἡ πρώτη γυναῖκα στὴν Ἀθήνα, ποὺ πίστεψε, διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, στὸν Χριστό.
Ἀκολουθία της συνέγραψε ὁ Ὑμνογράφος Πατὴρ Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.






Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος ὁ Ὁμολογητής
Ἄνηκε στὴν εὐσεβὴ καὶ γενναία φάλαγγα, ποὺ ἄθλησε καὶ κινδύνεψε ἄφοβα γιὰ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων.

Ὁ Θεόφιλος ἔζησε στὰ χρόνια ποὺ αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος, ὁ εἰκονομάχος. Ὁ Ὅσιος λοιπόν, περιερχόμενος τὴν Κωνσταντινούπολη, θέρμαινε τὴν καρτεροψυχία τῶν ὀρθοδόξων, καὶ ἤλεγχε τὴν πλάνη τῶν διωκτῶν τῶν εἰκόνων.

Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ δύναμη τοῦ λόγου του, ἀνέδειξαν τὸν Θεόφιλο ἕνα ἀπὸ τοὺς ἰσχυρότερους προμάχους τῆς εὐσέβειας. Κατόπιν τὸν φυλάκισαν καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἐξόρισαν. Ἔτσι, ἐκεῖ στὴν ἐξορία τελείωσε τὴν ζωή του, χωρὶς νὰ δεχτεῖ τὴν πρόσκαιρη ἐλευθερία ἀντὶ προδοσίας τῆς ἀλήθειας καὶ ἀπωλείας τῆς αἰωνίου ζωῆς.
(Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 10η Ὀκτωβρίου).






Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μεγαλομάρτυρας ὁ Γαβρᾶς
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές.

Σύμφωνα μὲ τὴν Ἀκολουθία του, γεννήθηκε τὸν 10ο αἰῶνα στὴν κωμόπολη τῆς Χαλδίας Ἄτρα, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἔνδοξους. Ὁ ἴδιος ἔγινε καταξιωμένος στρατηγὸς καὶ μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστὸ στὴ Θεοδοσιούπολη τὸ 1098.
Ἡ σύναξίς του γίνεται στὴν Τραπεζούντα, ὅπου βρίσκεται καὶ ἡ τίμια κεφαλή του.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἢ Χατζὴ – Γεώργιος
Γιὸς χριστιανῶν γονέων ἀπὸ τὴ Φιλαδέλφεια. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὴν πόλη Καρατζασοῦ τῆς Ἠλιούπολης, ὅπου ἐξασκοῦσε τὴν τέχνη τοῦ ἀμπατζῆ (σαγματοποιοῦ).

Σὲ κάποια διασκέδαση, ποὺ ἦταν παρὼν καὶ ὁ Γεώργιος, κάποιος, ποὺ βρισκόταν σὲ κατάσταση μέθης, ἔπεσε καὶ σκοτώθηκε. Τότε, σύμφωνα μὲ τὴν συνήθεια, ὁ κριτὴς ζήτησε ἀπ’ τοὺς κατοίκους, νὰ πληρώσουν τὸ ἀνάλογο πρόστιμο. Ὁ Γεώργιος ἀρνήθηκε νὰ καταβάλει αὐτὸ τὸ πρόστιμο καὶ ἐπάνω στὸν θυμό του εἶπε, ὅτι δὲν τὸ πληρώνει γιατί εἶναι Τοῦρκος. Ἀμέσως τότε οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ τοῦ ἔκαναν περιτομή.

Ἀργότερα ὁ Γεώργιος, μετανοημένος, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Ἐπανῆλθε ὅμως στὴν πόλη Καρατζασοῦ, καὶ μπροστὰ στὸν κριτὴ ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες τοῦ κριτῆ, ἔμεινε ἀμετάθετος στὴν ἀπόφασή του.

Ἄρχισε τότε μία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων, ποὺ ὁ Γεώργιος τὰ ὑπέμεινε μὲ μεγάλη γενναιότητα. Ἔλεγε μάλιστα: «ὅτι καὶ ἂν μοῦ κάνετε ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι πλέον τὴν πίστη μου. Χριστιανὸς γεννήθηκα, Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω».

Τελικά, στὶς 2 Ὀκτωβρίου 1794 τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ο Otto Meinardus ἀναφέρει τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ στὶς 2 Ὀκτωβρίου 1752.






Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ἐκ Σουντὰλ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue Sep 25, 2012 5:21 pm

3 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης
Image
Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν.

Ἔζησε καὶ μαρτύρησε τὰ χρόνια ποὺ αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δομετιανός. Διακρίθηκε γιὰ τὴ φιλοσοφική του κατάρτιση καὶ τὴν βαθιά του καλλιέργεια.

Ἀρχικὰ ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ μέλος τῆς Βουλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου. Τὸ κήρυγμα ὅμως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἄγγιξε τὴν παιδευμένη καὶ εὐαίσθητη ψυχή του καὶ βαπτίσθηκε.

Ἀργότερα διαδέχθηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῶν Ἀθηνῶν τὸν εὐσεβῆ Ἰερόθεο. Ὑπῆρξε συγγραφέας πλήθους θεολογικῶν συγγραμμάτων. Ἐπιβραβεύθηκε ἀπὸ τὸ θεὸ γιὰ τὴ χριστιανική του δράση μὲ τὸ χάρισμα νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.

Περιόδευσε σὲ πολλὰ μέρη τῆς Δύσης, ὅπου κήρυξε τὸν εὐαγγελικὸ λόγο καὶ ἑρμήνευσε τὶς ἱερὲς γραφές. Ὅταν ἔφθασε στὸ Παρίσι συνελήφθη καὶ ἀργότερα ἀποκεφαλίσθηκε.
Μαζί του μαρτύρησαν καὶ δυὸ μαθητές του, ὁ Ρουστικὸς καὶ ὁ Ἐλευθέριος. Ὁ ἡγεμόνας τῆς περιοχῆς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μὴ θάψει κανεὶς τὰ ἅγια λείψανα τῶν μαρτύρων, ὅμως κάποιοι χριστιανοὶ τὰ φύλαξαν καὶ ὅταν δὲν ὑπῆρχε πλέον φόβος τὰ ἐνταφίασαν μὲ τιμές.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸ συνάναρχον Λόγον.
Ἀγρευθεὶς τῷ τοῦ Παύλου Πάτερ κηρύγματι, ὑφηγητὴς ἀνεδείχθης τῶν ὑπὲρ νοῦν δωρεῶν, διαvoίᾳ ὑψηλῇ καλλωπιζόμενος· τῶν γὰρ ἀΰλων οὐσιῶν, τὰς ἀρχὰς μυσταγωγεῖς, ὡς μύστης τῶν ἀπορρήτων, καὶ τῆς σοφίας ἐκφάντωρ, Ἱερομάρτυς Διονύσιε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τὰς οὐρανίους διαβὰς πύλας ἐv πνεύματι

Ὡς μαθητὴς τοῦ ὑπὲρ τρεῖς οὐρανοὺς φθάσαντος

Ἀποστόλου Διονύσιε, τῶν ἀρρήτωv

Ἐπλουτίσθης πᾶσαν γνῶσιν καὶ κατηύγασας

Τοὺς ἐν σκότει τῆς ἀγνοίας πρὶν καθεύδοντας·

Διὸ κράζομεν, χαίροις Πάτερ παγκόσμιε.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῶν ἀρρήτων μυητὴν καὶ ὑφηγήτορα

Καὶ τῶν ἀΰλων οὐσιῶν ἱεροφάντορα

Ἀνυμνοῦμέν σε ἀξίως Ἱερομάρτυς.

Ἀλλ’ ὡς πλήρης τῆς τοῦ Πνεύματος ἐλλάμψεως

Τῆς σῆς χάριτος μετάδος ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ Διονύσιε.

Μεγαλυνάριον.
Τῶν ὑπερκοσμίων θεωριῶν, γεγονὼς ἐπόπτης, καὶ ἐκφάντωρ θεοειδής, θεαρχικωτάτων, ἐλλάμψεων τὸ κάλλος, πανσόφως διαγραφείς, ὦ Διονύσιε.






Οἱ Ἅγιοι Ρουστίκος καὶ Ἐλευθέριος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου.

Ὁ μὲν πρῶτος ἦταν ἱερέας ὁ δὲ δεύτερος διάκονος. Ἴσως μάλιστα νὰ ἦταν καὶ Ἀθηναῖοι.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Διονύσιο, κατὰ τὸν ἐπὶ Δομετιανοῦ διωγμὸ (81 – 96).






Ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ 8 Μάρτυρες
Ἐδῶ πρόκειται γιὰ τὸν Διονύσιο ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, ποὺ μαρτύρησε ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Οὐαλεριανὸς (254).

Ὁ ἔπαρχος Αἰμιλιανὸς μάταια προσπάθησε νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πίστη μὲ ὑποσχέσεις, ἀπειλὲς καὶ τιμωρίες. Ὁ Διονύσιος ἦταν δοκιμασμένος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμα ἀπὸ τὸν διωγμὸ ἐπὶ Δεκίου.

Μαζί του μάζεψε καὶ ὀκτὼ μαθητές του, κατὰ πάντα ἄξιους τοῦ διδασκάλου, στὴν ζέση τῆς εὐσέβειας καὶ στὴ στερεότητα τῆς πίστης.

Ὅλους, δέσμιους τοὺς ἔκλεισαν σ’ ἕνα στενὸ χῶρο, ὅπου τοὺς βασάνισαν σκληρὰ καὶ ἔτσι παρέδωσαν τὶς ἁγίες τους ψυχὲς στὸν Θεό.

Τὰ ὀνόματα τῶν ἕξι ἀπὸ τοὺς ὀκτὼ μαθητὲς τοῦ Διονυσίου ἦταν, Φαῦστος, Γάϊος, Πέτρος, Παῦλος, Εὐσέβιος καὶ Χαιρήμων.
(Ἡ μνήμη τῶν δυὸ τελευταίων μαζὶ μὲ αὐτὴ τοῦ Φαύστου καὶ Γαΐου, ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 4η Ὀκτωβρίου).






Ὁ Ἅγιος Ἀδαῦκτος
Ἡ μνήμη του συναντᾶται στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1959, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες.
Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη του. Ἴσως νὰ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ πάνω ὀκτὼ μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ποὺ μαρτύρησαν μαζί του.
Ἴσως ὅμως, νὰ εἶναι περιττὴ ἐπανάληψη τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Αὐδάκτου ποὺ ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὶς 4 Ὀκτωβρίου, μαζὶ μὲ αὐτὴν τῆς κόρης του Καλλισθένης.






Ὁ Ἅγιος Θεαγένης ἢ Θεογένης ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ πυρός.







Ὁ Ἅγιος Θεότεκνος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ λιθοβολισμοῦ.






Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης ἐπίσκοπος Καισαρείας
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης στὴν ἀρχὴ εἶχε πέσει στὴν πλάνη τῶν μονοφυσιτῶν. Ὅταν δηλαδὴ ἐπὶ βασιλίσσης Πουλχερίας, ἡ Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Χαλκηδόνα καταδίκασε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Εὐτυχοῦς, ὁ Ἰωάννης δὲν θέλησε νὰ δεχτεῖ τὴ δογματικὴ ἑρμηνεία καὶ ἀπόφαση τῆς Συνόδου αὐτῆς. Ἀλλὰ τὸ ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς τοῦ Ἰωάννη δὲν εἶχε ἐγωϊστικὰ ἐλατήρια, ἦταν δεκτικό, διότι οἱ πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς του, στὴ Θήβα τῆς Αἰγύπτου, τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὴν ἀνάλογη χριστιανικὴ παιδεία.

Ἔτσι ὁ Θεὸς εὐλόγησε νὰ ἀπαλλαχτεῖ ἀπὸ τὴν πλάνη του ὡς ἑξῆς:

Κάποτε πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο τοῦ Κυρίου καὶ νὰ δεχτεῖ ἐκεῖ τὴν θεία κοινωνία. Πρὶν φτάσει ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ὀρθόδοξοι κληρικοί, φρόντισαν νὰ τὸν διαφωτίσουν καὶ νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν πλάνη του. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Ἰωάννης βρισκόταν σὲ ἀμφιταλάντευση. Τὴν παραμονὴ λοιπὸν τῆς ἡμέρας ποὺ θὰ κοινωνοῦσε, ἄκουσε στὸ ὄνειρό του φωνή, ποὺ τοῦ ἔλεγε ὅτι εἶναι ἀνάξιοι νὰ κοινωνοῦν ὅσοι χωρίζονται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας. Τότε ὁ Ἰωάννης πείστηκε ὁριστικά.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Αἴγυπτο, μόνασε στὸν τόπο Χοζεβά. Μάλιστα, τόσο πολὺ ἀνέπτυξε τὶς ἀρετὲς τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ θεραπεύει δαιμονισμένους μὲ τὴν προσευχή του. Κατόπιν τὸν ἔκαναν ἐπίσκοπο Καισαρείας, ἀλλὰ αὐτὸς ἐπέστρεψε στὸ ἀσκητήριό του, ὅπου καὶ πέθανε εὐεργετώντας ἀναρίθμητες ψυχὲς μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία του.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Fri Sep 28, 2012 7:06 pm

4 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος
Image
Ὁ Ἅγιος Ἱερόθεος ἦταν πλατωνικὸς φιλόσοφος καὶ ἕνας ἀπὸ τὰ ἐννέα μέλῃ τοῦ Συμβουλίου τῆς Γερουσίας τοῦ Ἀρείου Πάγου.

Ἀφοῦ δέχθηκε καὶ διδάχθηκε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, χειροτονήθηκε πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν τὸ 152 μ.Χ.

Μαθητὴς τοῦ ὑπῆρξε ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ ὁποῖος στὰ συγγράμματά του πλέκει ἐγκώμια γιὰ τὸν δάσκαλό του.

Ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ σὲ βαθιὰ γεράματα, μετὰ ἀπὸ πολύχρονη ποιμαντικὴ καὶ συγγραφικὴ δραστηριότητα.
Ἡ τίμια κάρα του φυλάσσεται στὸ ὁμώνυμο μοναστῆρι στὰ Μέγαρα Ἀττικῆς. Ἐπίσης λείψανά του σῴζονται στὸ Ἅγιον Ὄρος (Ἱ. Μ. Ἄγ. Παύλου) καθὼς καὶ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἄγίου Ἀνδρέα (Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τοῦ Παύλου ἡλίευσαι, ταῖς θεηγόροις πλοκαῖς, καὶ ὅλος γεγένησαι, ἱερωμένος Θεῷ, σοφὲ Ἱερόθεε· σὺ γὰρ φιλοσοφίας, ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμπων, ὤφθης θεολογίας, ἀκριβοῦς ὑποφήτης· δι’ ἧς μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τὰ κρείττονα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τὸν Ἱεράρχην Ἀθηνῶν ἀνευφημοῦμέν σε

Ὡς μυηθέντες διὰ σοῦ ξέvα καὶ ἄρρητα,

Ἀνεδείχθης γὰρ θεόληπτος ὑμvολόγος.

Ἀλλὰ πρέσβευε παμμάκαρ Ἱερόθεε

Ἐκ παντοίων συμπτωμάτων ἡμᾶς ῥύεσθαι,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ θεόσοφε.

Μεγαλυνάριον.
Ἱερογνωσίᾳ καταλαμφθείς, ἱερολογίας, μυστοδότης θεαρχικῆς, ὤφθης τοῖς ἐν κόσμῳ, ὡς Ἀποστόλων σύμπνους· διό σε Ἱερόθεε μεγαλύνομεν.






Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Καπιτωλίων
Ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πόλης τῶν Καπιτωλίων (ἀρχαία πόλη τῆς ἀνατολικῆς Ἰορδανίας, στὸ δρόμο γιὰ τὴ Δαμασκό), μεγάλος σοφὸς καὶ πολὺ συνετός.

Ὑπῆρξε παντρεμένος μὲ τρία παιδιὰ καὶ κατόπιν ἔγινε μοναχός. Τιμήθηκε μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα τῆς Μητρόπολης Βόστρων (ἀρχαία πόλη τῆς Συρίας στὴ Χωρᾶν, 80 χλμ. ἀνατολικά της λίμνης Γενησαρὲτ καὶ 90 χλμ νότια της Δαμασκοῦ).

Καταγγέλλεται στὸν ἐθνάρχη τῶν Ἀγαρηνῶν, ὅτι εἶναι διδάσκαλος τῶν Χριστιανῶν. Ἐπειδὴ ὁ Πέτρος καὶ μπροστὰ στὸν Ἀγαρηνὸ ἐθνάρχη ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν πίστη του, γι’ αὐτὸ τοῦ κόβουν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια. Κατόπιν τοῦ βγάζουν τὰ μάτια, τὸν σταυρώνουν καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφαλίζουν.
Τὸ δὲ μαρτυρικό του σῶμα, ἀφοῦ τὸ ἔκαψαν στὴ φωτιά, κατόπιν τὸ ἔριξαν στὸ ποτάμι.






Ἡ Ἁγία Δομνίνη ἡ Μάρτυς καὶ οἱ θυγατέρες αὐτῆς Βερνίκη καὶ Προσδόκη
Γιὰ τὶς μάρτυρες αὐτὲς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους ἔχει πεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καὶ αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔχει καταγράψει τὸ βίο τους.

Ἡ ἄξια Δομνίνα ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀσπάστηκε τὴν χριστιανικὴ πίστη μαζὶ μὲ τὶς δυὸ θυγατέρες της, τὴν Βερνίκη καὶ τὴν Προσδόκη.

Ὅταν ξεκίνησε ὁ διωγμὸς ἐπὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ ἡ μητέρα καὶ οἱ δυὸ κόρες της ἀποφάσισαν νὰ παραμείνουν σταθερὲς στὴν πίστη τους. Ὅμως ὁ σύζυγος τῆς Δομνίνης ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ ἐκμεταλλευόμενος τὴν σκληρότητα τῶν διωγμῶν προσπαθοῦσε νὰ τὶς πείσει νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸν Χριστό.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ Ἁγίες ἀποφάσισαν νὰ φύγουν. Κατέφυγαν στὴν Ἔδεσσα τῆς βόρειας Μεσοποταμίας. Ὅμως ὁ εἰδωλολάτρης σύζυγος ἔμαθε τὸν τόπο ποὺ κρυβόντουσαν καὶ πῆγε μαζὶ μὲ στρατιῶτες νὰ τὶς συλλάβουν. Στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ἔκαναν στάση γιατί ἔπεσε ἡ νύκτα καὶ οἱ μὲν στρατιῶτες κοιμήθηκαν ὁ δὲ πατέρας φύλαγε τὴν γυναῖκά του καὶ τὶς κόρες του. Ὅμως σκεφτόμενος τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ στρατιῶτες θὰ ἀτίμαζαν τὶς θυγατέρες του καὶ τὴν γυναῖκα του, τοὺς ἔθεσε τὸν ὄρο ὅτι γιὰ νὰ τὶς ἀφήσει ἐλεύθερες θὰ ἔπρεπε νὰ πέσουν στὸν ποταμὸ καὶ νὰ πνιγοῦν. Οἱ ἁγίες τὸ δέχτηκαν καὶ κάνοντας τὴν προσευχή τους καὶ ζητώντας συγχώρηση ἀπὸ τὸν Κύριο βάδισαν μὲ βῆμα σταθερὸ στὸν ποταμὸ καὶ ἔθεσαν τέρμα στὴν ζωή τους.






Ὁ Ἅγιος Αὔδακτος (ἢ Ἄδαυκτος) ὁ Μάρτυρας καὶ ἡ θυγατέρα του Καλλισθένη
Ὁ Αὔδακτος ἦταν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ εἶχε τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Μαξιμίνο ἔπαρχος, διότι ἦταν πολὺ συνετὸς καὶ πλούσιος. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Μαξιμίνος ζήτησε τὴν κόρη του Καλλισθένη γιὰ γυναῖκά του, ὁ Αὔδακτος δὲν θέλησε νὰ τὴ δώσει σ’ ἕναν εἰδωλολάτρη. Γι' αὐτὸ ἅρπαξαν τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὸν ἐξόρισαν στὴ Μελιτινή, ὅπου τὸν ἀποκεφάλισαν.

Ἡ δὲ κόρη τοῦ Καλλισθένη, ἀφοῦ κουρεύτηκε καὶ φόρεσε ἀνδρικὰ ροῦχα, κρυβόταν κάπου στὴ Νικομήδεια. Ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια πῆγε στὴν Θρᾴκη. Ἐκεῖ ἔμενε κοντὰ σὲ μιὰ οἰκογένεια, ποὺ εἶχε κόρη μὲ ἄρρωστους τοὺς ὀφθαλμούς. Ἡ Καλλισθένη τὴν θεράπευσε καὶ οἱ γονεῖς ζητοῦσαν νὰ τὴν παντρέψουν μὲ τὴ θεραπευμένη κόρη τους. Τότε ἡ Καλλισθένη φανέρωσε τὴν ἀλήθεια γι’ αὐτὴν καὶ ἀφοῦ ὅλοι μαζὶ δόξασαν τὸν Θεό, ἔφυγε.

Τότε γνωρίστηκε μὲ τὴν ἀδελφή τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, Κωνστάντια καὶ κατάφερε ὄχι μόνο νὰ πάρει πίσω τὴν περιουσία τοῦ πατέρα της, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταφέρει τὸ λείψανο τοῦ Ἅγιου πατέρα της ἀπὸ τὴν Μελιτινὴ στὴν Ἔφεσο, ὅπου ἔκτισε Ναὸ στὸ ὄνομά του καὶ ἐναπόθεσε τὸ ἅγιο λείψανό του.
Ἔτσι Ἀποστολικὰ ἀφοῦ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπό της ζωῆς της ἡ Καλλισθένη, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.






Ὁ Ὅσιος Ἀμμοῦν ὁ Αἰγύπτιος
Αἰγύπτιος φτωχὸς καὶ ὀρφανός, τὸν ὁποῖον ὁ θεῖος του, τὸν ἐξανάγκασε νὰ παντρευτεῖ. Γιὰ 18 χρόνια ἔζησε μὲ τὴ σύζυγό του μὲ παρθενία καὶ στέρηση.

Κατόπιν ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου τρεφόταν μὲ χόρτα. Στὴν ἔρημο γνώρισε καὶ τὸν Μέγα Ἀντώνιο, ὁ ὁποῖος ἐξεπλάγη γιὰ τὴν αὐστηρή του ἄσκηση, τὴν ὁποία πολλοὶ μιμήθηκαν.
Ἔτσι ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε καὶ ἔκανε ἀρκετὰ θαύματα, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.






Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Γάϊος, Εὐσέβιος καὶ Χαιρήμων (ἢ Χαρήμων) οἱ Διάκονοι
Ἦταν μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας (βλέπε βιογραφικό του σημείωμα στὶς 3 Ὀκτωβρίου).
Εἰδικὰ ὁ Εὐσέβιος μὲ τὸν Χαιρήμονα, ἔθαβαν τὰ τίμια λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Τελικὰ καὶ αὐτοί, ἀφοῦ μὲ θάρρος ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ ἀποκεφαλίστηκαν.






Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς
Πολὺ γνωστὸ τὸ ὄνομά του στὸ «μυρωμένο νησί». Πολὺ γνωστὸ καὶ τὸ μοναστῆρι του.

Μὰ εἶναι ὑποδειγματικὴ καὶ ὑπέροχη ἡ σύντομη ζωή του. Μιὰ γρήγορη ματιὰ σ’ αὐτὴν θὰ μᾶς τὸ βεβαιώσει.



Ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ., τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ δοξασμένος αὐτοκράτορας Νικηφόρος Β’ ὁ Φωκᾶς (963 – 969) εἶχε ἀπαλλάξει τὴν Κύπρο μας ἀπὸ τὸν ἀπαίσιο ζυγὸ τῶν Ἀράβων καὶ τὴν εἶχε κάμει ἐπαρχία τῆς μεγάλης μας Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.

Γεννήθηκε στὴν εὔανδρη Λαμπαδιστό, στὸ χωριὸ ποὺ γεννήθηκε καὶ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος καὶ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ χωριοῦ Μιτσερό, ὅπου ἀποκαλύφθηκαν καὶ τὰ ἐρείπια του.



Ὁ Ἰωάννης γιὰ τὴν οἰκογένειά του ὑπῆρξε δῶρο τῆς γεροντικῆς των ἡλικίας.

Οἱ γονεῖς του Κυριάκος ἱερέας καὶ Ἄννα πρεσβυτέρα ἦταν ἄνθρωποι πολὺ εὐσεβεῖς καὶ πλούσιοι.

Ὁ Ἰωάννης ἦταν τὸ μονάκριβο παιδί τους. Καὶ αὐτὸ τὸ ἀπέκτησαν ὑστέρα ἀπὸ θερμὲς καὶ ἐγκάρδιες πρὸς τὸν Κύριο προσευχές. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολὺ καὶ ἀπὸ μικρὸ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὸ γάλα τῆς αὐστηρῆς χριστιανικῆς πίστεως. Στὴν μελέτη καὶ τὴν ἐκμάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων ὁ Ἰωάννης ξεπερνοῦσε ὅλους τοὺς συνομηλίκους του. Ὅλοι θαύμαζαν τὴν ἐξυπνάδα, ἀλλὰ καὶ τὴν φιλομάθειά του.



Ἡ παιδικὴ καὶ ἡ ἐφηβικὴ ἡλικία τοῦ Λαμπαδιστῆ ἦταν μία ζωὴ ἀληθινὰ πρότυπη. Ὁ Ἰωάννης νέος, ὡραῖος, ψηλός, μὲ μάτια γαλανὰ σὰν τὸν οὐρανὸ δὲν μάθαινε μόνο τὰ ἱερὰ γράμματα. Τὰ ζοῦσε.



Ἡ ζωὴ του συγκρατημένη καὶ αὐτοκυριαρχούμενη εἶχε σὰν ὁδηγὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὸ ὁποῖο λὲς κι ἀγαποῦσε νὰ μένει καὶ νὰ ἐπαναπαύεται στὴν ἁγνὴ ψυχή του. Δίκαια, λοιπόν, ὁ ἅγιος Θεὸς τὸν δόξασε ἀπὸ τούτη τὴν ἡλικία.



Κάποια ἡμέρα ποὺ ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἔκοψε ἕνα τσαμπὶ ὥριμο σταφύλι καὶ τὸ ἔφερε στὸ σπίτι πρὶν ἀπὸ τὶς 6 Αὐγούστου — ποὺ οἱ χριστιανοὶ συνήθιζαν νὰ παίρνουν σταφύλια στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ διαβάζονται καὶ ὕστερα νὰ τὰ τρῶνε –, τιμωρήθηκε ἀπὸ τὸν εὐλαβὴ καὶ τυπικὸ ἱερέα πατέρα του μὲ μιὰ αὐστηρὴ παρατήρηση κι ἕνα ράπισμα. Ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἔκοψε τὸ σταφύλι ὄχι γιὰ νὰ τὸ φάει, ἄλλα γιὰ νὰ δείξει στὸν πατέρα τὴν θεϊκὴ εὐλογία μὲ τὴν ἄφθονη καρποφορία, δέχτηκε τὴν τιμωρία ἀδιαμαρτύρητα. Ὕστερα ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμά καὶ μὲ δάκρυα, πῆγε καὶ ἔβαλε τὸ τσαμπὶ στὸ μέρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὸ ἔκοψε. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ τσαμπὶ κόλλησε στὴν κληματόβεργα, σὰν νὰ μὴ κόπηκε ποτέ. Ἔτσι τιμᾷ ὁ Θεὸς ἐκείνους ποὺ τὸν σέβονται καὶ τὸν ἀγαποῦν.



Ὅταν ὁ Ἰωάννης ἔγινε 18 χρόνων, οἱ γονεῖς του, ποὺ δὲν κατάλαβαν ἀκόμη τοὺς ἀνώτερους καὶ εὐγενέστερους ἐσωτερικοὺς πόθους τοῦ παιδιοῦ τους, τὸν πίεσαν νὰ μνηστευθεῖ μία πλούσια κόρη. Ἡ ἐπιθυμία τους νὰ δοῦν τὸ οἰκογενειακό τους δένδρο νὰ συνεχίζεται τοὺς ἔκαμε νὰ λησμονήσουν τὸ τάμα τους. Τὸ τάμα ποὺ ἔκαμαν, ν’ ἀφιερώσουν τὸ παιδί τους στὸν Θεό. Ἡ ἀπαίτηση τῶν γονιῶν νὰ τὸν μνηστεύσουν, μὰ καὶ ὁ ἁγνὸς πόθος τοῦ νέου νὰ ἀσκητέψει καὶ νὰ ζήσει μία ζωὴ τέλειας ἀφιέρωσης δημιούργησαν στὴν ψυχὴ του μιὰ σύγκρουση. Κουρασμένος καὶ στενοχωρημένος ὁ νέος ἀπὸ τὴν πάλη ποὺ διεξαγόταν στὴν καρδιὰ του κατέφυγε στὴν προσευχή. Γονάτισε καὶ μὲ πόνο ψυχὴς ζήτησε τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ξαφνικά, τὴν στιγμὴ ποὺ γονατιστὸς παρακαλοῦσε νὰ τοῦ φανερώσει ὁ Θεὸς τὸ θέλημά του, ἄκουσε μία φωνὴ μέσα του νὰ τοῦ λέει:



«Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἐστί μου ἄξιος, καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἐστί μου ἄξιος». (Ματθ. γ’ 37 – 38). Δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα του πιὸ πολὺ ἀπὸ μένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ὀπαδός μου. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ τὸν γιό του ἢ τὴν κόρη του πιὸ πολὺ ἀπὸ μένα, καὶ αὐτὸς πάλι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ὀπαδός μου. Μὰ καὶ ὅποιος δὲν παίρνει σταθερὴ τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποστεῖ κάθε ταλαιπωρία καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν σταυρικὸ θάνατο γιὰ τὴν πίστη του σὲ μένα καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ σὰν ἀρχηγὸ καὶ ὑπόδειγμά του, κι αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ μένα.



Ὕστερα ἀπὸ τὰ λόγια τῆς φωνῆς ὁ Ἰωάννης σηκώθηκε καὶ ἔτρεξε στὴν κόρη. Μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἀγάπη τῆς φανέρωσε τὸν πόθο του. Τὸν πόθο νὰ ζήσει παρθενικὴ ζωή. Ἀφοῦ τῆς ἀνακοίνωσε τὴν ἐπιθυμία του, πρότεινε τὸ ἴδιο καὶ σ’ αὐτήν. Ἡ κόρη ὅμως δὲν δέχθηκε καὶ ἔτσι ἡ μνηστεία διαλύθηκε.



Οἱ γονεῖς τῆς κόρης, ποὺ θεώρησαν τὸ πρᾶγμα προσβολή, θέλησαν νὰ ἐκδικηθοῦν. Μιὰ σατανοκίνητη ψυχή, ἕνας μάγος, προσφέρθηκε νὰ τοὺς βοηθήσει. Χωρὶς νὰ φανερώσουν τὶς διαθέσεις τους καὶ προσποιούμενοι τοὺς φίλους κάλεσαν τὸν Ἰωάννη σὲ γεῦμα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του. Στὸ φαγητό, ποὺ παρέθεσαν στὸν νέο, ἔβαλαν κάποιο δηλητήριο.





Στὰ μεταλλεῖα τῆς περιοχῆς εἶναι γνωστὸ τὸ δηλητήριο τοῦτο καὶ σήμερα. Ὅταν φάγει κανεὶς λίγο ἀπ’ τὸ φαΐ, ποὺ παρασκευάζεται μὲ τὸ εἶδος αὐτό, χάνει τὸ φῶς του. Ἂν φάγει περισσότερο, πεθαίνει.



Ὁ Ἰωάννης, νέος, ἐγκρατής, ἔφαγε μόνο λίγο ἀπὸ τὸ φαγητὸ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τυφλωθεῖ. Τὰ γαλανά του μάτια μέσα στὰ ὁποῖα καθρεφτιζόταν ἡ καλοσύνη καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς ἁγνῆς καρδιᾶς του, σκοτείνιασαν γιὰ πάντα. Ἔχασαν τὸ γλυκὺ καὶ ζωογόνο φῶς.



Ὁ Ἰωάννης μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία ἀληθινὰ χριστιανικὴ δέχθηκε τὴ δοκιμασία. Γνωρίζει ὁ θεοφώτιστος νέος πὼς «χριστιανὸς χωρὶς τὴ φωτιὰ τῆς καρδιᾶς, εἶναι φανάρι χωρὶς φῶς, κορμὶ χωρὶς ψυχή. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἄνθρωπου δὲν καθαρίζεται, ἂν δὲν πονέσει κι ἂν δὲν κλάψει. Σὲ καρδιὰ ποὺ δὲν πόνεσε, δὲν μπαίνει ὁ Χριστός». Τὰ γνωρίζει αὐτὰ καὶ ὑπομένει. Καὶ προσεύχεται. Κι εἰρηνικὰ σηκώνει τὸν σταυρὸ τῆς δοκιμασίας καὶ δοξολογεῖ τὸν Θεό.



Πέρασαν ἀκόμη μερικὲς μέρες. Ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης συγχώρησε καὶ πάλι ὅλους ὅσους τὸν ἔβλαψαν, πῆρε τὸν πιστό του ὑπηρέτη, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸς τὸ ὄνομα Ἰωάννης, καὶ ἔφυγαν γιὰ τὴ Μαραθάσα. Ἐκεῖ, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Καλοπαναγιώτη καὶ στὸ μέρος ὅπου οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος εἶχαν βαπτίσει κατὰ μία παράδοση τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο, ἦταν ἡ Μονὴ τοῦ ἁγίου Ἠρακλειδίου. Σ’ αὐτὴν ἔφτιαξε ὁ Ἰωάννης τὸ ἀσκητήριό του. Τέσσερα χρόνια ἔζησε στὸ μέρος αὐτὸ προσευχόμενος καὶ διδάσκοντας τόσο μὲ τὰ λόγια, ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ. Πολλὰ θαύματα ἔκαμε, ὅταν ἦταν ἀκόμη στὴν ζωή. Ἕνα εἶναι καὶ τοῦτο:



Μιὰ μέρα ὁ πολυδοκιμασμένος νέος πῆρε τὸν πιστό του ὑπηρέτη καὶ βγῆκε μαζί του περίπατο. Στὸ μέρος ὅπου ἔφτασαν δὲν εἶχε νερὸ καὶ ἡ ζέστη ἦταν ἀφόρητη. Ὁ ὑπηρέτης, ποὺ καιόταν κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν δίψα, ἔτρεξε πάνω – κάτω ἀλλὰ πουθενὰ δὲν βρῆκε νερό. Ἀπογοητευμένος κάθησε κάπου ζαλισμένος καὶ μισολιπόθυμος. Ὁ Ἱερὸς Λαμπαδιστὴς στὸν ὁποῖο ὁ ὑπηρέτης φανέρωσε τὴν κατάστασή του σηκώθηκε καὶ γονάτισε. Σήκωσε τὰ μάτια, σταύρωσε τὰ χέρια καὶ μὲ θέρμη ἀπήγγειλε μία προσευχή. Ὕστερα ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ κτύπησε τὸν διπλανὸ βράχο. Δοξασμένος νὰ εἶναι ὁ Κύριος στοὺς αἰῶνες. Τὸ θαῦμα τοῦ Μωϋσῆ στὴν ἔρημο ἐπαναλήφθηκε. Ὁ βράχος ἄνοιξε καὶ ἐδῶ. Καὶ μία δροσερὴ πηγὴ κρυστάλλινου νεροῦ ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸν βράχο. Ὁ πιστὸς ὑπηρέτης σώθηκε. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν χιλιάδες διψασμένοι ξεδίψασαν ἔκτοτε ἀπὸ τὸ γάργαρο νερό της, ποὺ στέκει ὡς τὰ σήμερα καὶ εἶναι γνωστὸ σὰν ἁγίασμα τοῦ Λαμπαδιστῆ. Στέκει καὶ διαλαλεῖ καὶ θὰ διαλαλεῖ στοὺς αἰῶνες τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σὲ ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴν πίστη ἐπικαλοῦνται τὴν Χάρη του.



Τρεῖς μέρες προτοῦ νὰ πεθάνει ὁ μακάριος ἀσκητὴς ἀνέκτησε καὶ πάλι τὸ φῶς του. Καὶ εἶδε τότε τρεῖς ἀετοὺς χρυσόπτερους νὰ πετᾶνε γύρω του. Ἦταν ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπὸ τὴ μορφὴ τῶν τριῶν ἀετῶν ποὺ τὸν καλοῦσε κοντά του. Καὶ πραγματικά! Στὶς 4 τοῦ Ὀκτώβρη ἡ ἁγία ψυχή του πέταξε στὸν οὐρανό. Ἄφησε τὸν κόσμο τοῦτο σὲ ἡλικία 22 χρόνων. Οἱ γονεῖς του μαζὶ μὲ τοὺς μοναχούς τῆς μονῆς ἔθαψαν τὸ ἅγιο σκήνωμά του στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Κι ἔκτισαν ἐδῶ ἄλλο ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ τους – τέλη τοῦ 10ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα – ποὺ περιέκλεισε τὸν τάφο μὲ τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ Λαμπαδιστῆ.



Πολλὰ θαύματα ἔκαμε ὁ Ἅγιος ὅσο καιρὸ ζοῦσε. Πρὸ παντὸς θεραπεῖες δαιμονιζομένων. Ὁ χρονικογράφος τῆς Κύπρου Λεόντιος Μαχαιρᾶς γράφει γι’ αὐτὸν στὸ χρονικό του: «Καὶ ὁ Μέγας Ἰωάννης ὁ Λαμπαδιστὴς εἰς τὴν Μαραθάσαν ὅπου διώχνει τὰ δαιμόνια». Ἡ θαυματουργικὴ χάρη τοῦ Ἁγίου συνεχίζεται πλούσια καὶ σήμερα, σὲ ὅσους μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια ζητοῦν τὴν χάρη του. Θὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ ἀκόμη ἕνα θαῦμα. Τὸ διηγεῖται ἕνας πολὺ ἀξιόπιστος κάτοικος ἀπὸ τὴν Ἀμμόχωστο.



Βρισκόταν τότε στὸν Καλοπαναγιώτη τὸ 1950. Πῆγε ἐκεῖ γιὰ λουτροθεραπεία. Μιὰ μικρὴ πληγὴ ποὺ εἶχε στὸ κορμί του μεγάλωνε μέρα μὲ τὴ μέρα. Πυορροοῦσε συνέχεια καὶ δὲν φαινόταν πουθενὰ ἐλπίδα νὰ κλείσει καὶ νὰ θεραπευτεῖ. Οἱ γιατροὶ πηγαινοερχόντουσαν χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ὁ ἰδιαίτερος γιατρός του βέβαιος γιὰ τὸ σύντομο τέλος τοῦ πελάτη του, κάλεσε καὶ ἰατροσυμβούλιο, γιὰ νὰ κατοχυρώσει τὴν θεραπεία ποὺ ἔκαμνε. Μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ καὶ πλατιὰ συζήτηση συμφώνησαν ὅλοι στὴ θεραπευτικὴ ἀγωγή, μὰ καὶ στὸν κίνδυνο, τὸν μεγάλο κίνδυνο τὸν ὁποῖο περνοῦσε. Ὅταν τὸ ἰατρικὸ συνέδριο τέλειωσε, κοινὴ ἦταν ἡ διαπίστωση ὅλων, πὼς τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης ἡμέρας δὲν θὰ ἔβρισκαν τὸν ἄρρωστο ζωντανό. Ἂν καὶ οἱ γιατροὶ τίποτα δὲν ἀποκάλυψαν σ’ αὐτόν, ὁ ἄρρωστος κατάλαβε ὅτι ἡ θέση του δὲν ἦταν καλή. Γιὰ μία στιγμὴ τὸ θάρρος του κλονίστηκε. Ἡ πίστη του ὅμως στὸν Θεὸ ἔμεινε σταθερή. Ἔκλεισε μὲ πόνο τὰ σωματικὰ του μάτια καὶ μὲ ψυχὴ «συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην», μουρμούρισε:



— Ἅγιέ μου Ἰωάννη, λυπήσου με. Λυπήσου τὴν οἰκογένειά μου καὶ κάνε

μὲ καλά. Δῶσε μου τὴν ὑγεία μου καὶ νὰ κάνω τὴν γιορτή σου, ὅσο ζῶ.



Τὴν προσευχὴ του – κραυγὴ – ἐπανέλαβε ἀρκετὲς φορές. Ξαφνικὰ ἐκεῖ ποὺ προσευχόταν, ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς, γέμισε τὸ δωμάτιό του καὶ μία μορφὴ ὑπέροχη, ἀγγελική, τοῦ Λαμπαδιστῆ, ἡ γλυκιὰ καὶ οὐράνια μορφή, στάθηκε δίπλα στὸ κρεβάτι του.



— Μὴ φοβᾶσαι, καλέ μου ἄνθρωπε. Πίστευε μόνο στὸν Θεό. Οἱ γιατροί σου βέβαια γνωμάτευσαν πὼς θὰ πεθάνεις. Ὄχι ὅμως καὶ ὁ Θεός.



Κι ἀγγίζοντας μὲ τὸ ἅγιο χέρι του τὴν πληγὴ πρόσθεσε:



- Νά! Μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀγιάτρευτη πληγή σου θεραπεύεται.



Ὁ ἄρρωστος ἄνοιξε τὰ μάτια. Ἔμεινε ἀκίνητος γιὰ λίγα λεπτά. Ἦταν καταϊδρωμένος. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ ἔνοιωθε ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ στρῶμα καὶ κάθισε. Μὲ τὸ τρεμάμενο χέρι ἀφήρεσε τοὺς ἐπιδέσμους. Ἡ πληγὴ εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Θεραπεύτηκε. Ὁ ἄρρωστος πετάχτηκε κάτω ἀπὸ τὸ στρῶμα. Γονάτισε. Καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ξέχειλη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη δόξασε τὸν Θεὸ καὶ εὐχαρίστησε τὸν γιατρό του, τὸν ἱερὸ Λαμπαδιστή.



Τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ γινόντουσαν στὸ μέρος αὐτό, ἀποκατέστησαν μὲ τὸν καιρὸ τὴν δόξα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὴ σὰν μονὴ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Λαμπαδιστῆ.


Καρπὸς πίστεως καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴδαμε ὑπῆρξε ὁ Ὅσιος γιὰ τοὺς γονεῖς του. Γεννήθηκε κι ἀνατράφηκε σ’ ἕνα περιβάλλον ἀληθινῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας. Μὰ καὶ διακρίθηκε σὲ ὁσιότητα βίου καὶ ἀρετή. Ἡ οἰκογένεια ἔγινε γι’ αὐτὸν ἐργαστήριο ἁγιότητος. Στὴν οἰκογένειά μας ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς ὅτι εἴμαστε. Στ’ ἀλήθεια! Μεγάλο δίκαιο εἶχε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης νὰ γράφει: «Ἀπὸ τῆς ἑστίας ἡ χάρις. Ἐνταύθα τὸ τῶν ἀγαθῶν ἐργαστήριον». Εὐτυχισμένοι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται καὶ φροντίζουν νὰ γίνει ἡ οἰκογένειά τους «τῶν ἀγαθῶν ἐργαστήριον».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Λαμπάδος τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα καὶ θαυματουργὸς ὄντως ὤφθης, Ἰωάννη Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε. Νηστεία κατατήξας τῆς σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς· ὅθεν χάριν ἰαμάτων ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξω, θεόπνευστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.






Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος Ταμασοῦ
Image
Ἔζησε τὸν πρῶτο αἰῶνα μ.Χ. Καὶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τὴν μικρὴ ἐκείνη ἱεραποστολικὴ ὁμάδα, – οἱ ἄλλοι εἶναι οἱ ἅγιοι Ἠρακλείδιος καὶ Μνάσων – ποὺ μὲ κατοικία καὶ ὁρμητήριό τους μιὰ σπηλιὰ στὴν πολυάνθρωπη Ταμασό, ἀνέλαβαν πρῶτοι νὰ διαλύσουν τὰ βαθιὰ σκοτάδια τῆς εἰδωλομανίας, καὶ στὴν θέση τους νὰ ὑψώσουν τὸ σωστικὸ φῶς τοῦ Χρίστου, τὸ ἱλαρὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς.



Μέσα γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ὑπέροχου σκοποῦ τους, οἱ τολμηροὶ αὐτοὶ χαλαστάδες τοῦ κακοῦ καὶ χτίστες τῶν ἀρετῶν καὶ τοῦ καλοῦ, εἶχαν μονάχα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι «τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον».

Μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο δούλεψαν σκληρὰ οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι.

Δούλεψαν γιὰ τὸ πνευματικὸ ξεσκλάβωμα τῶν συμπατριωτῶν τους καὶ τὴ δημιουργία στὴν πατρίδα τους ἑνὸς καλύτερου κόσμου.

Κόσμου στὸν ὁποῖο ἀντὶ τοῦ μίσους θὰ βασίλευε ἡ ἀγάπη, ἀντὶ τῆς ἀπελπισίας ἡ ἐλπίδα, ἀντὶ τῆς ἀνομίας καὶ τῆς διαφθορᾶς ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀρετή.



Μαζὶ μὲ τοὺς πρώτους αὐτοὺς ξεριζωτὲς τῆς ἀπιστίας καὶ φυτευτές τοῦ δένδρου τῆς πίστεως στὸ προνομιοῦχο νησὶ τῆς Κύπρου ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος. Ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς.



Πατρίδα εἶχε τὴν μεγάλη πολιτεία τῆς Ταμασοῦ, ποὺ ἡ φήμη της τότε ἁπλωνόταν καὶ πέρα ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ αὐτὴ γωνιὰ ἐξ αἴτιας τοῦ περίφημου χαλκοῦ της καὶ τῶν πλουσίων σὲ τοῦτο τὸ πολύτιμο εὔρημα μεταλλείων της. Οἱ γονεῖς του ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὁ πατέρας του μάλιστα εἶχε ὡς ἔργο τὴν ἀγαλματοποιΐα. Κατασκεύαζε ἀγάλματα θεῶν, τὰ ὁποία, ὅταν μεγάλωσε ὁ γιὸς του Θεωνᾶς – αὐτὸ ἦταν τ’ ὄνομά του πρὶν νὰ βαπτισθεῖ – τὰ ἔπαιρνε καὶ τὰ πωλοῦσε στὴν ἀγορὰ καὶ ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔπαιρναν ἀποζοῦσαν.



Μιὰ ἐπιτόπια παράδοση μᾶς ἀναφέρει, πὼς κάποια φορὰ ποὺ ὁ Θεωνᾶς πήγαινε στὴν πόλη γιὰ νὰ πωλήσει τὰ ἀγαλματάκια τοῦ πατέρα του, ποὺ τὰ εἶχε μέσα στὸ «ἰσάτζιν» του (σακίδιο), συνοδευόταν ἀπὸ τὸν φίλο του Μνάσωνα καὶ τὸν δάσκαλο καὶ τῶν δύο, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο. Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες εἶχαν πέσει καταρρακτώδεις βροχὲς καὶ ὁ ποταμὸς Πεδιαῖος (Πιδκιᾶς), ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὰ βουνὰ τοῦ Μαχαιρᾶ, καὶ χωρίζει σήμερα τὸ Πολιτικὸ ἀπὸ τὸ χωριὸ Πέρα, τότε δὲ τὴν Ταμασὸ ἀπὸ τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ Πιδιᾶ τμῆμά της – γι’ αὐτὸ λέγεται καὶ Πέρα — εἶχε κατεβάσει πολὺ νερὸ καὶ εἶχε γίνει ἀδιάβατος. Στὸ θέαμα τοῦ «πολυκύμαντου» νεροῦ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος κάλεσε τὸν Θεωνὰ νὰ ρίξει μέσα στὸν ποταμὸ κανένα ἀπὸ τὰ ἀγαλματάκια τῶν θεῶν ποὺ κρατοῦσε, ἴσως καὶ σταματήσουν τὰ νερὰ νὰ τρέχουν, καὶ ἔτσι μπορέσουν νὰ διαβοῦν στὴν ἄλλη μεριά:



Βάλε κανένα θεὸ μέσα νὰ ρέξομεν.

Ἔβαλεν ἕναν, ἐπῆρέν τον ὁ ποταμός· ἔβαλεν ἄλλον, ἐπῆρεν τον τζιαὶ τζεῖνον βάλλει ἄλλον, τζιαὶ τζεῖνον τὰ ἴδια. Στὴν ὑστερκᾶν (στὸ τέλος) σύρνει τους μὲ τὸ Ἰσάτζιν ἐπήαν οὔλλοι, τζ’ ὁ ποταμὸς ἐν ἰσταμάτα. Ἐστέκουνταν τζ’ ἐδκιαλοΐζονταν ἴντα λοὴς νὰ ρέξουν. Ὁ ἄης Ἄρα κλείτης τότε ἐποταύρισεν τὸ δεκανίτζιν του (βακτηρία) τζ’ ἐσταύρωσεν τὸμ ποταμὸν ἴσια ἐσταμάτησεν, τζ’ ἐρέξασιν.



Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοῦ χωρισμοῦ τῶν νερῶν τοῦ Πιδιᾶ πρέπει νὰ ἔγινε φυσικὰ προτοῦ νὰ πιστεύσει στὸν Χριστὸ ὁ Ἅγιός μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσπάθειά του νὰ σταματήσει τὸ ρεῦμα τῶν νερῶν ἀπέτυχε, ἂν καὶ μέσα σ’ αὐτὸ ἔριξε ὅλα τὰ ἀγαλματάκια τῶν θεῶν, ποὺ τοῦ ἔδωκε ὁ πατέρας του νὰ πωλήσει.



Στὴ νεανικὴ ἡλικία βρίσκουμε τὸν Θεωνὰ νὰ εἶναὶ συνδεδεμένος στενὰ μὲ τὸν Μνάσωνα, ποὺ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ βιβλίο του Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀποκαλεῖ «ἀρχαῖον μαθητήν». Μὲ τὸν Μνάσωνα μάλιστα εἶχαν ἀναλάβει καὶ ἕνα ταξίδι στὴ Ρώμη γιὰ νὰ λύσουν κάποιες διαφορὲς ποὺ εἶχαν δημιουργηθεῖ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τοῦ Πολιτικοῦ καὶ τοῦ χωρίου Πέρα, ποιὸς ἀπὸ τοὺς ψευδώνυμους θεοὺς τους ἦτο μεγαλύτερος. Ἐκεῖ στὴν πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἦταν καὶ τὸ κέντρο τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, οἱ δυὸ φίλοι γνωρίστηκαν μὲ μερικοὺς ἀποστόλους ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα. Ποὶοι ἤσαν αὐτοὶ οἱ ἀπόστολοι δὲν γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τοῦ ὁσίου εἶναι, πὼς οἱ δυὸ Κύπριοι ταξιδιῶτες εἶχαν ἔρθει σὲ ἰδιαίτερη ἐπαφὴ μ’ αὐτούς. Στὶς συναντήσεις ποὺ ἀκολούθησαν οἱ ἀπόστολοι μίλησαν στοὺς δύο φίλους γιὰ τὴν καινούργια πίστη. Ἡ διψασμένη γιὰ τὴν ἀλήθεια ψυχή τους δὲν χόρταινε ν’ ἀκούει τὸν λόγο γιὰ τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο. Αὐτὴ ἡ δίψα τοὺς ἔκανε νὰ ἐγκαταλείψουν πολὺ γρήγορα τὴν μεγάλη πόλη Ρώμη, καὶ ἀντὶ νὰ γυρίσουν στὴν πατρίδα τους, τὴν Κύπρο, νὰ τραβήξουν στὰ Ἱεροσόλυμα. Πῆγαν ἐκεῖ γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν κορυφαῖο ἀπ’ τοὺς ἀποστόλους, τὸν Πέτρο, ἔτσι τοὺς τὸν εἶπαν, καὶ τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ, τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ Εὐαγγελιστή. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εὐλόγησε τὸν πόθο τους καὶ ἀντάμειψε τὴν ἀγαθὴ διάθεσή τους. Στὴν Ἁγία Πόλη, τὴν Ἱερουσαλήμ, συνήντησαν πραγματικὰ τοὺς δύο ἀποστόλους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἄκουσαν ὅτι ζητοῦσαν. Ἀπὸ τοὺς αὐτόπτες τούτους μαθητὲς καὶ αὐτήκοους μάρτυρες τοῦ Ἰησοῦ ἔμαθαν «καταλεπτῶς» τὸ περιστατικὸ γύρω ἀπὸ τὴν Γέννηση τοῦ Θείου Βρέφους, τὸ μεγάλωμα καὶ τὴν Βάπτισή του στὸν Ἰορδάνη ποταμό.

Πληροφορήθηκαν ἀκόμη σχετικά τινα γιὰ τὸ ἔργο του, τὴν διδασκαλία καὶ τὰ Θαύματά του, καὶ ἐπίσης γιὰ τὴν ἑκούσια Σταύρωση, τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση, καὶ ὑστέρα ἀπὸ σαράντα μέρες Ἀνάληψή του στοὺς οὐρανούς. Ἐπίσης ἀπ’ τοὺς ἱεροὺς ἀποστόλους ἔμαθαν, πὼς ὁ Ἰησοῦς θὰ ξανάρθει κάποτε, γιὰ νὰ κρίνει ζώντας καὶ νεκρούς. Νὰ τιμωρήσει τοὺς κακοὺς καὶ νὰ βραβεύσει τοὺς καλοὺς καὶ ἐνάρετους. Ὅλα αὐτὰ οἱ δύο προσήλυτοι τὰ παρακολούθησαν μὲ πολλὴ λαχτάρα. Καὶ ἀφοῦ δέχτηκαν στὸ τέλος καὶ τὸ βάπτισμα, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Κύπρο, γιὰ νὰ συναντήσουν ἐδῶ τοὺς Ἀποστόλους Παῦλο καὶ Βαρνάβα καὶ Μᾶρκο καὶ τὸν ὀπαδὸ τους τὸν Ἠρακλείδιο, ποὺ εἶχαν ἤδη κατηχήσει καὶ βαπτίσει. Οἱ δύο νεοφώτιστοι χριστιανοὶ χαίροντες καὶ ἀγαλλόμενοι γιὰ τὴν εὐλογημένη συνάντηση μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο ἀντάλλαξαν μαζί τους χαιρετισμὸ ἀγάπης καὶ παρέμειναν κοντά τους.



Λίγες μέρες μετὰ τὴ συνάντηση οἱ ἀπόστολοι ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Πάφο. Τότε, σύμφωνα μὲ τὸ συναξάρι τοῦ Ὁσίου, ὁ μὲν Ἅγιος Μνάσων ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό του, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο, ὁ δὲ Ὅσιος Θεόδωρος ἀποχωρίστηκε καὶ ἀπ’ τοὺς δύο, καὶ ἔζησε μία ἀσκητικὴ ζωή.



Γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια ὁ ἱερὸς ἀθλητὴς πάλεψε ἔχοντας σὰν κανόνα τὴν αὐστηρὴ ἐγκράτεια, στήριγμα τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, περικεφαλαία τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ σκοπὸ του τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀγαπημένη του πατρίδα.



Ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας ὑπῆρξε ὁλόκληρη ἡ ζωή του. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ἀγωνίζεσθε εἰσελθεὶν διὰ τῆς στενῆς πύλης» ἀντηχοῦσαν κάθε στιγμὴ στ’ αὐτιά του. Ἔτρωγε πολὺ λίγο. Καὶ αὐτὸ τὸ νερὸ ἀκόμα τὸ χρησιμοποιοῦσε κατὰ ἀραιὰ διαστήματα. Ἤθελε τὸν ἑαυτό του ἐλεύθερο καὶ ἀπ’ αὐτὲς τὶς φυσικὲς ἀνάγκες. Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε φωτίσει ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ν’ ἀντιληφθεῖ, πὼς ἡ ἐγκράτεια στὴν τροφὴ εἶναι ἕνα γερὸ χαλινάρι γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ συγκρατεῖ τὶς κατώτερες ὁρμές του. Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Ἐκεῖνος ποὺ περιφρονεῖ τὴν ἐγκράτεια καταντᾷ κάποιες στιγμὲς νὰ εἶναι σὰν ἄλογο ποὺ δὲν ἔχει χαλινό. Ἡ ἐγκράτεια τῶν τροφῶν ἐξασθενεῖ καὶ τὰ διάφορα πάθη καθὼς καὶ τὶς σαρκικὲς ὁρμές, ποὺ ἀκατάπαυστα βασανίζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα στὴ νεανικὴ ἡλικία.



Γιὰ ἐνίσχυση τούτου τοῦ ἀγῶνα του χρησιμοποιοῦσε πλούσια τὸ στήριγμα κάθε εὐγενικῆς προσπάθειας, τὴν προσευχή. Ζωσμένος μὲ σίδερα στὴ μέση περνοῦσε τὶς περισσότερες ὧρες τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας μὲ τὴν σκέψη του στραμμένη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ χέρια ὑψωμένα σὲ προσευχή.



Τὸ οἰκοδόμημα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς του, ὁ Ἅγιος στήριζε στὴν ταπεινοφροσύνη. «Πᾶς ἃ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», ἔλεγε συχνὰ στοὺς ἀκροατές του. «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος», πρόσθετε μὲ ἀγάπη καὶ καλοσύνη. Ἔτσι ἡ ζωή του ἔγινε μία ἐπίμονη πορεία πρὸς τὴν ἀρετή, πρὸς τὴν τελειότητα, πρὸς τὴν ἀγαθότητα. Ἀλλὰ καὶ τὸ καλύτερο, τὸ ζωντανότερο κήρυγμα γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἐπεσκέπτοντο ἢ ποὺ ἐπισκεπτόταν ὁ ἴδιος.



Ἔτσι ἔζησε ὁ Ὅσιος. Μὲ σύνθημα τὴν ἀρετὴ καὶ βοήθεια τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκαμνε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, πρόβαλλε πειστικὰ τὸ Ἱερὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦσε, τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν.



Ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα ν’ ἀφήσει τὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή, ὁ Ἅγιος προαισθάνθηκε τὸν θάνατό του, κάλεσε κοντὰ του τὸν Ροδῶνα, ἕναν ἀπὸ τὴν Ἱεραποστολικὴ ὁμάδα καὶ τρίτον κατὰ σειρὰ ἐπίσκοπο τῆς ἀρχαίας Ταμασοῦ, καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ συγγράψει τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου καὶ τοῦ Μνάσωνος γιὰ οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν. Σ’ αὐτὸν παρέδωκε καὶ ὁ ἴδιος τὰ ἀπομνημονεύματα ποὺ εἶχε γράψει μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης γιὰ τοὺς δυὸ Ἁγίους. Ὕστερα φώναξε κοντὰ του μερικὰ ἀπ’ τὰ πνευματικά του παιδιά, τὰ νουθέτησε, τὰ στήριξε μὲ τὴν τελευταία διδασκαλία του καὶ γαλήνιος παρέδωκε τὴν μακαρία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ στὶς 4 τοῦ Ὀκτώβρη.


Οἱ Ἅγιοι Ἠρακλείδιος καὶ Μνάσων, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς ἀδελφούς, μὲ πολλὴ λύπη κήδευσαν τὸ ἅγιο λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν ἴδιο τάφο, ποὺ εἶχαν θάψει πρωτύτερα καὶ τὸν πατέρα του Χρύσιππο.







Οἱ Ἅγιοι Γουρίας καὶ Βαρσανούφιος οἱ ἐν Κοζάνῃ (Ρώσοι)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.






Ὁ Ἅγιος Edwin (Ἄγγλος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Fri Sep 28, 2012 7:17 pm

5 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ






Ἡ Ἁγία Χαριτίνη
Image
Ἔζησε στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ (284 – 305).

Ἦταν χριστιανὴ καὶ δούλη ἑνὸς πλουσίου Ρωμαίου, τοῦ Κλαυδίου. Ὅταν ὁ κόμης Δομέτιος ἔμαθε τὴν πίστη τῆς Χαριτίνης ζήτησε ἀπὸ τὸν Κλαύδιο νὰ τοῦ τὴν στείλει γιὰ νὰ τὴν ἐξετάσει ὁ ἴδιος. Ἡ Ἁγία παρουσιάστηκε στὸν κόμη καὶ χωρὶς νὰ δειλιάσει ὁμολόγησε τὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Δομέτιος ἐξοργισμένος ἀπὸ τὴν ὁμολογία πίστεως τῆς Χαριτίνης διέταξε τὸν βασανισμό της καὶ στὴν συνέχεια ζήτησε νὰ τὴν ρίξουν στὴ θάλασσα δένοντάς της μία πέτρα στὸ λαιμό.

Ὅμως μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θείας Χάρης ἡ Ἁγία ἐπέζησε καὶ παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν Δομέτιο γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξει τὴν παντοδυναμία τοῦ Κυρίου. Παραταύτα ὁ Δομέτιος δὲν πείστηκε καὶ ἀπαίτησε τὸν βασανισμό της ξανά.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ Ἁγία Χαριτίνη παρέδωσε τὸ πνεῦμά της εἰς τὸν Κύριο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείᾳ χάριτι, κραταιωθεῖσα, κράτος ᾔσχυνας, τῆς δυσσεβείας, Χαριτίνη ὑπὲρ φύσιν ἀθλήσασα· ὅθεν χαρίτων πηγὴν ἀδαπάνητον, ὡς γλυκασμὸν ἀναβλύζεις τοῖς κράζουσι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μαρτυρίου αἵμασι πεφοινιγμένη, οὐρανίοις κάλλεσι, καθωραΐσθης εὐπρεπῶς, ὦ Χαριτίνη κραυγάζουσα· Σὺ τῶν Μαρτύρων Χριστὲ ἀγαλλίαμα.

Μεγαλυνάριον.
Χάριτος τρυφήσασα θεϊκῆς, χάριτος Μαρτύρων, ἀπεδρέψω τὴν καλλονήν· ὅθεν Χαριτίνη, τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Λόγου, ἐπόμβρησον τὴν χάριν, τοῖς σὲ γεραίρουσι.






Ἡ Ἁγία Μαμελχθῆ
Ἡ Ἁγία Μαμελχθῆ ἦταν Περσικῆς καταγωγῆς καὶ ἀσπαζότανε τὸν εἰδωλολατρισμό. Ἦταν μάλιστα καὶ ἱέρεια.

Μάχετο ἐνάντια στοὺς χριστιανούς, ἀκόμα καὶ ἐνάντια στὴν ἀδερφή της ποὺ ἦταν χριστιανή. Μὲ τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἡ Μαμέλχθη ἀναγνώρισε ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή. Ἔτσι κατηχήθηκε καὶ βαπτίστηκε.

Οἱ εἰδωλολάτρες ὅταν πληροφορήθηκαν ὅτι μία ἱέρειά τους ἔγινε χριστιανὴ τὸ θεώρησαν μεγάλη προσβολή. Ἔτσι ὄχλος εἰδωλολατρῶν προσῆλθε στὸ σπίτι της καὶ τὴν ἅρπαξαν μὲ τὴν βία. Τῆς ἐπέβαλαν τὸ μαρτύριο τοῦ λιθοβολισμοῦ.
Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο μαρτύρησε καὶ παράδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριο.






Ὁ Ἅγιος Ἐρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Θαυματουργὸς
Image
Δόξα καὶ τιμὴ στὸ σμαραγδένιο μας νησί. Χαρὰ καὶ εὐλογία στὴν Κύπρο μας.

Ποιὸς θὰ τὸ ἔλεγε ποτέ, πὼς στὸν τόπο τοῦτο, ποὺ κάθε κορφὴ καὶ ρεματιά, μὰ καὶ κάθε σπηλιὰ καὶ βράχος εἶχε γιὰ στολίδι τὸ εἴδωλο κάποιου θεοῦ, θὰ ἔφτανε μιὰ μέρα, ποὺ ὅλα αὐτὰ θὰ γκρεμίζονταν καὶ θὰ χάνονταν;

Ποιὸς θὰ περίμενε ἀκόμη πὼς καὶ ἡ Ἀφροδίτη, τοῦ ἔρωτος ἡ θεὰ καὶ τῆς διαφθορᾶς ἡ προστάτισσα μὲ τὰ τόσα ἀγάλματά της, θὰ ἐξοστρακιζόταν ἀπὸ τὸν τόπο, ποὺ πιστευόταν πὼς τὴν γέννησε, καὶ τὴν θέση της μὰ καὶ τὴν θέση ὅλων θὰ ἔπαιρνε ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς, τῆς Γαλιλαῖος ὁ ταπεινὸς καὶ πρᾶος Διδάσκαλος;

Κι ὅμως αὐτὸ ἔγινε.

«Ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».

Ἡ Κύπρος μας, ποὺ μὲ τὴν λατρεία τῆς Ἀφροδίτης εἶχε ἐξυψώσει τὴν ἀκολασία σὲ τρόπο ζωῆς, πρώτη, ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ γνωστοῦ τότε κόσμου, δέχτηκε τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας.

Δύο ἀπόστολοι, ὁ Παῦλος κι ὁ Βαρνάβας μὲ συνοδό τους καὶ τὸν ἀνεψιὸ τοῦ Βαρνάβα, τὸν μετέπειτα Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο, ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ κάποια μέρα τοῦ 45 μ.Χ. φτάσανε στὸ νησί μας. Τὸ κήρυγμά τους βρῆκε εὐνοϊκὴ ἀνταπόκριση. Πολλοὶ ἔσπευσαν ν’ ἀσπασθοῦν τὴν καινούργια θρησκεία.

Στὴν Πάφο ποὺ ἦταν τότε καὶ ἡ ἕδρα τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἔγινε χριστιανὸς καὶ ὁ διοικητὴς τῆς Κύπρου, ὁ Σέργιος Παῦλος. Καὶ εἶναι ὁ πρῶτος ἄρχοντας, ὁ πρῶτος ἐπίσημος, ποὺ ἀποδέχτηκε τὸ εὐαγγέλιο τῆς νέας ζωῆς. Τὸ παράδειγμά του ἀκολούθησαν σὲ λίγο καὶ ἄλλοι.

Ἔτσι ἡ νῆσος μας ἀπὸ νωρὶς ἐγκατέλειψε ὄχι μονάχα τὴν εἰδωλολατρία μὲ ὅλα τὰ θλιβερὰ γνωρίσματά της, ἀλλὰ καὶ ἄρχισε νὰ παρουσιάζει ἕνα νέο τρόπο ζωῆς. Τρόπο ζηλευτό, ὥστε μὲ τὸν καιρὸ νὰ τῆς δοθεῖ καὶ τὸ τόσο τιμητικὸ προσωνύμιο «Νῆσος τῶν Ἁγίων».



Ναί! «Νῆσος τῶν Ἁγίων».

Ἐδῶ ὄχι μονάχα γεννήθηκαν καὶ ἔζησαν καὶ διακρίθηκαν ἕνα μεγάλο ποσοστὸ ἁγίων προσώπων, ἀλλὰ καὶ τὴν Κύπρο μας διάλεξαν ὡς τόπο κατοικίας πολλοὶ ἀπὸ διάφορες χῶρες, ποὺ πόθησαν νὰ ζήσουν μία ἐνάρετη καὶ ἅγια ζωή. Κάτι περισσότερο. Πολλὰ λείψανα ἁγίων καὶ μαρτύρων τῆς πίστεως ποὺ ρίχτηκαν στὴν θάλασσα μὲ τὸν σκοπὸ ν’ ἀφανιστοῦν, τὸ πανάγιο χέρι τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ στὸ νησί μας τὸ ὁδήγησε νὰ φτάσουν καὶ νὰ βροῦν φιλοξενία καὶ σεβασμό.





Ἕνας τέτοιος ἅγιος καὶ ἱερομάρτυρας, πού μας ᾖρθε σὲ μία κάσα μέσα, εἶναι καὶ ὁ μακάριος ἐπίσκοπός τῆς Σάμου, ὁ Ἐρμογένης.



Γεννήθηκε σὲ μία παράλια κωμόπολη τοῦ νόμου Ἀττάλειας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὴ Φοινικούντα. Πότε ἀκριβῶς, δὲν γνωρίζουμε. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε εἶναι, πὼς οἱ γονεῖς του ἦταν χριστιανοὶ καὶ μάλιστα εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι. Αὐτοὶ φρόντισαν νὰ ρίξουν στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους, ἀπ’ αὐτὴν τὴν περίοδο τῆς βρεφικῆς του ἡλικίας, τὰ σπέρματα τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀγάπης στὸν Θεό. Κι ἡ προσπάθειά τους εὐλογήθηκε πλούσια ἀπὸ τὸν Ἐπουράνιο Γεωργό.

Ὁ νεαρὸς Ἐρμογένης στὸ περιεχόμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς βρῆκε ὅτι ζητοῦσε. Τὴν ψυχαγωγία, τὴν ἀληθινὴ μόρφωση, τὴν ἀρετή, τὴν ἀνώτερη ζωή. Στὰ συνομήλικά του παιδιὰ ποὺ ἔρχονταν νὰ τὸν καλέσουν νὰ βγοῦνε ἔξω, γιὰ νὰ πᾶνε νὰ παίξουν, ὁ φιλόθρησκος νέος φρόντιζε πάντα κάτι νὰ βρεῖ, γιὰ νὰ μὴ διακόψει τὴν μελέτη καὶ τὴν ἀπασχόλησή του μὲ τὰ ἱερὰ γράμματα.

Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὴν σωματική του πρόοδο ἀναπτυσσόταν παράλληλα καὶ διακρινόταν καὶ ἡ ἀρετή του. Ἡ καρδιά του εἶχε πυρποληθεῖ κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὶς ἀρχές του τὶς χριστιανικές, τὶς ἀρχὲς ποὺ ἀπέκτησε τόσο ἀπὸ τὶς συμβουλὲς καὶ τὸ καλὸ καὶ ζωντανὸ παράδειγμα τῶν εὐσεβῶν γονιῶν του, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ὅλη μόρφωσή του, τὶς κράτησε σταθερὰ σὰν τὸν πιὸ πολύτιμο θησαυρό. Καὶ τὸ ἔδειξε ἀπὸ νωρίς.

Νέος ἀκόμη στὴν πιὸ κρίσιμη καμπὴ τῆς ζωῆς του ἔχασε καὶ τοὺς δυὸ γονεῖς του. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοὺς κάλεσε κοντά Του. Μόνος καὶ εὐκατάστατος κι εὐπαρουσίαστος καθὼς ἦταν, δοκίμασε τότε δεινοὺς πειρασμούς. Ὅμως ἐπειδὴ θεμελίωσε τὴν ζωή του πάνω στὸν αἰώνιο βράχο, στὴν διδασκαλία καὶ τὸν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, ἔμεινε ἀπρόσβλητος. Συνέβη καὶ μὲ τὸν ἁγνὸ καὶ πιστὸ νέο, ἐκεῖνο ποὺ τονίζει ὁ Κύριος στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία του σχετικὰ μὲ τὴν οἰκία τὴ στερεή: «Καὶ κατέβει ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ ἐκείνη καὶ οὐκ ἔπεσε, τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν». (Ματθ. ζ’ 25).

Δηλαδὴ ᾖρθε ἡ βροχὴ καὶ ξεχύθηκαν οἱ ποταμοὶ τῆς νεροποντῆς καὶ φύσηξαν οἱ δυνατοὶ ἄνεμοι καὶ πέσανε μὲ ὁρμὴ πάνω στὸ σπίτι καὶ αὐτὸ δὲν κρημνίστηκε. Δὲν σάλεψε καθόλου, γιατί θεμελιώθηκε στερεὰ πάνω στὴν πέτρα.



Ὦ! ὅση ἀξία ἔχουν τὰ γερὰ θεμέλια σὲ μία οἰκοδομή, ἄλλη τόση καὶ μεγαλύτερη ἀξία ἔχει ἡ γερὴ θεμελίωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ἡλικία. Καὶ ἡ κατάλληλη θεμελίωση τοῦ χαρακτῆρα ἐνὸς ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται, ἂν στηριχτεῖ αὐτὸς στὶς αἰώνιες ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Τὸ «ὃ ἐὰν σπείρει ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει» ἔχει πλήρη τὴν ἐφαρμογή του σὲ τούτη τὴν περίπτωση.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος στὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ἡλικία δεχθεῖ στὴν ψυχὴ τὰ σπέρματα μιᾶς ἐνάρετης ζωῆς, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς στὶς δύσκολες ἡμέρες ποὺ θὰ συναντήσει δὲν θὰ κινδυνεύει νὰ λιποψυχήσει καὶ νὰ παρασυρθεῖ καὶ νὰ καταστραφεῖ. Γιατί εἶναι φυσικὸ στὴν ζωή μας νὰ δοκιμάσουμε οἱ ἄνθρωποι πειρασμοὺς καὶ θλίψεις καὶ παραγνωρίσεις καὶ διωγμοὺς καὶ δοκιμασίες. Εἶναι ἡ βροχὴ καὶ οἱ νεροποντὲς καὶ οἱ ἄνεμοι ποὺ προσβάλλουν ἕνα σπίτι. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔβαλε γερὰ θεμέλια, καὶ στήριξε τὸν χαρακτῆρα του στὴ στερεὴ πέτρα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔχει νὰ πάθει τίποτα. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὸν καθένα. Αὐτὸ γίνηκε καὶ μὲ τὸν ἁγνὸ κι ἐνάρετο νέο, τὸν Ἐρμογένη.



Στοὺς ποικίλους πειρασμοὺς ποὺ ἀντιμετωπίζει μὲ τὴν ἀφάνειά του ὁ θεοφιλὴς νέος ἀντιτάσσει τὸ ἠθικό του παράστημα καὶ νικᾷ. Διαμοιράζει τὴν περιουσία ποὺ τοῦ ἄφησαν οἱ στοργικοὶ καὶ πλούσιοι γονεῖς του στοὺς πτωχούς, στοὺς ἀδελφούς του Χριστοῦ καὶ κυρίους του, ὅπως τοὺς ὀνόμαζε, καὶ φεύγει.

Ἡ ζωὴ τῶν ἱερῶν ἀγωνιστῶν καὶ μοναστῶν τῆς Αἰγύπτου γιὰ τοὺς ὁποίους εἶχε ἀκούσει τόσα πολλά, τὸν ὁδηγεῖ στὴ χώρα τοῦ Νείλου. Πάει ἐκεῖ νὰ τοὺς γνωρίσει καὶ νὰ διδαχθεῖ ἀπ’ τὸ παράδειγμα καὶ τοὺς ἀγῶνες τους. Πόσο καιρὸ ἔμεινε κοντά τους δὲν ξέρουμε. Ἐκεῖνο ποὺ ἀναφέρει ὁ Συναξαριστής, εἶναι πὼς ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἐπισκέφθηκε ἀργότερα τὶς Ἀθῆνες καὶ μετὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ὥριμος πιὰ καὶ ὑπόδειγμα ζηλωτοὺ καὶ χρηστοῦ καὶ ἐναρέτου ἀνδρός, κλήθηκε ἀπὸ τὸν ἐκεῖ ἀρχιεπίσκοπο νὰ ἀναλάβει τὸ Ἱερατικὸ ἀξίωμα.

Ὁ θεοφιλὴς ἀσκητὴς θέλησε νὰ ἀρνηθεῖ. Τὸ βάρος τοῦ Ἱερατικοῦ ἀξιώματος καὶ οἱ εὐθύνες μιᾶς ζωῆς ἀφιερωμένης τὸν κάμνουν νὰ δειλιάζει. Ἡ ἐπιμονὴ ὅμως τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου τῆς ἱστορικῆς πόλεως, τὸν πείθει στὸ τέλος. Ὁ ταπεινὸς ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ πνευματικοῦ πατέρα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας σὰν ἐντολὴ Θεοῦ καὶ ἀποδέχεται νὰ ἀναλάβει τὴν παρακαταθήκη τῆς Ἱερωσύνης.

Σὲ μικρὸ σχετικὸ διάστημα χειροτονεῖται ἐπίσκοπος καὶ στέλλεται νὰ ποιμάνει τὴν Ἐκκλησία τῆς Σάμου. Ὁ λύχνος εἶχε τεθεῖ πιὰ «ἐπὶ τὴν λυχνίαν».



Ὁ ψυχικὸς πλοῦτος, ἡ πλούσια μόρφωση καὶ ἡ δοκιμασμένη ἀρετὴ τοῦ ἱεροῦ ποιμένα ἔκαμαν, ὥστε σύντομα ὁ Ἐρμογένης νὰ ἀναδειχθεῖ ἀντάξιος τῆς μεγάλης τιμῆς, μὰ καὶ τῆς βαριᾶς εὐθύνης τῆς ἱερωσύνης.

Στὸ πρόσωπό του οἱ χριστιανοὶ τῆς Σάμου βρῆκαν ὅτι ζητοῦσαν. Τὸν φιλόστοργο πατέρα, τὸν φλογερὸ διδάσκαλο, τὸν πρᾶο καὶ ἡσύχιο σύμβουλο, τὸν πιστὸ οἰκονόμο τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Νύκτα καὶ ἡμέρα μοχθοῦσε ὁ ἱερὸς πατὴρ στὸ ἔργο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Μὲ λόγια ζωντανὰ δίδασκε τὸν λαό του καὶ πρόβαλλε παντοῦ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ προσέρχονταν στὴ νέα πίστη. Καὶ ὅλους τοὺς κατεύθυνε μὲ ὑπομονὴ καὶ πραότητα κι ἀνεξικακία. Πολλὰ θαύματα ἀναφέρεται πὼς ἔκαμε, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσει καὶ παρηγορήσει τὸν πονεμένο λαό του. Πολλὰ συγγράμματα ἀκόμη ἔγραψε, συγγράμματα ἀξιομνημόνευτα, γιὰ νὰ διαφωτίσει καὶ νὰ στηρίξει, μὰ καὶ νὰ ὑπερασπίσει τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ἄλλων αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία, ἡ ὁποία εἶχε ἀκόμη πολλοὺς ὀπαδούς. Σὲ ἀξιοζήλευτο βαθμὸ ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος ὀργάνωσε καὶ τὴν φιλανθρωπία.

Ἔτσι ἀναδείχθηκε κατὰ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο «σκεῦος ἐκλεκτὸν ἅγιον τῷ Κυρίῳ, ἱερωσύνης κανών, τῆς ἐγκράτειας ἀληθὲς καταγώγιον, στάθμη τῆς σωφροσύνης, τῶν ἀρετῶν θησαυρός, ἐλεημοσύνης πηγὴ βρύουσα» ἀλλὰ καὶ «ὁ στηρίζων τοὺς πιστοὺς πρὸς εὐσέβειαν καὶ ὁ ἐπακούων ἀσθενῶν ταὶς δεήσεσι καὶ ὁ παρέχων πᾶσι τὴν ὑγείαν καὶ ρώσιν καὶ χάριν πάντοτε».



Ἔτσι ὁ «λύχνος ὁ διαυγέστατος» λάμπρυνε τὴν ἱερὴ στολὴ καὶ ἀναδείχθηκε διαπρύσιος κήρυκας τῶν διαταγμάτων τοῦ Χριστοῦ.

Στὰ μάτια του μπροστὰ εἶχε πάντοτε τὴν σύσταση τοῦ θείου Παύλου, πρὸς τὸν Τιμόθεο: «Τὴν παρακαταθήκην φύλαξον» (Α’ Τιμοθ. δ’ 20).

Φύλαξε, Τιμόθεε, τὴν παρακαταθήκη τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου.

Φύλαξέ την ἀνόθευτη καὶ ἀκέραιη.

Καὶ τὴν φύλαξε ὁ Τιμόθεος.



Τὴν φύλαξε ὅμως κι ὁ ἱερὸς Ἐρμογένης. Τὴν φύλαξε μέχρι θανάτου. Στὴν σκέψη του ὁ μακάριος πατὴρ ἔφερνε συχνά, πολὺ συχνὰ, τοῦ Κυρίου τὰ λόγια: «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβὰτων (Ἰωάν. ι’ 11). Καὶ τὴν θυσίασε τὴν ζωή του, γιὰ νὰ σώσει καὶ νὰ διαφυλάξει τὰ πρόβατά του. Τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦταν χρόνια πολὺ δύσκολα.

Ἀπὸ τὴν μία οἱ αἱρετικοί, καὶ μάλιστα τοῦ Ἀρείου οἱ ὀπαδοί, ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες δίωκαν ἄγρια τοὺς πιστοὺς χριστιανούς. Δὲν τοὺς ἐμπόδιζαν μόνο ἀπὸ τοῦ νὰ ἐπιτελέσουν τὰ Θρησκευτικά τους καθήκοντα, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἔπιαναν καὶ σὰν ἄκακα ἀρνία τοὺς ὁδηγοῦσαν στὴν σφαγὴ καὶ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο.

Γι' αὐτὸ καὶ πολὺ κακοπαθοῦσαν ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ πραγματικοὶ ποιμένες.

Κάθε μέρα ἔβλεπαν «τὴν ζωήν των κρεμαμένην κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν».

Μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους ἔπρεπε νὰ τρέχουν παντοῦ γιὰ νὰ ἐνθαρρύνουν, νὰ στηρίζουν, νὰ παρηγορήσουν, νὰ συγκρατήσουν. Αὐτὸ ἔκαμε καὶ ὁ ἀληθινὸς ποιμήν, ὁ θεόπεμπτος Ἐρμογένης.

Ἐνθουσιώδης καὶ φλογερὸς καὶ ἀκούραστος κινεῖται μὲ ζῆλο ὅπου τὸν καλοῦσε τὸ καθῆκον, γιὰ νὰ φυλάξει καὶ ἐνισχύσει τὰ πνευματικά του παιδιά. Νύκτες ξαγρυπνᾷ γιὰ νὰ ἐμφυσήσει στὶς καρδιὲς τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐμμονὴ στὰ πνευματικά τους βιώματα. Μὲ ὑπομονὴ καὶ γενναιοψυχία τοὺς τονίζει κάθε στιγμὴ τὴν χαρὰ ποὺ θὰ ἀπολαμβάνουν οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν στὴν οὐράνια καὶ αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς" (Ρωμ. η’ 18).

Παιδιά μου, τοὺς ἔλεγε, αὐτὰ ποὺ θὰ ὑποφέρουμε κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο τῆς ζωῆς τῆς ἐπιγείας, δὲν εἶναι ἄξια κατὰ κανένα τρόπο νὰ συγκριθοῦν πρὸς τὴν δόξα, ποὺ μέλλει ν’ ἀποκαλυφθεῖ καὶ νὰ δοθεῖ βραβεῖο σ’ ἐμᾶς. Πιστοὶ στὸν οὐράνιο Ἀρχηγό μας, ἃς μείνουμε μέχρι θανάτου. Κι ἔμεινε πρῶτος αὐτός.



Γιατί, ὅπως ἦταν φυσικό, ἡ δράση του δὲν μποροῦσε νὰ μὴ γίνει γνωστή. Φανατικοὶ εἰδωλολάτρες ἔσπευσαν νὰ καταγγείλουν τὸν ζηλωτὴ ἐπίσκοπο στὸν ἡγεμόνα τῆς Σάμου Σαντορνῖνο.

Κι αὐτὸς μανιώδης διώκτης τῆς νέας πίστεως ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία νὰ καλέσει τὸν ἅγιο μπροστά του σὲ ἀπολογία.

Πληροφορημένος γιὰ τὴ μόρφωση καὶ τὴν φιλανθρωπία του δοκίμασε στὴν ἀρχὴ νὰ τοῦ δείξει κάποια καλοσύνη μὲ τὴν ἐλπίδα, πὼς μποροῦσε νὰ τὸν φιλοτιμήσει καὶ τὸν παρασύρει στὴν εἰδωλολατρία.



- Ἔμαθα, τοῦ εἶπε, πὼς ἐσὺ ἕνας τόσο μορφωμένος ἄνθρωπος ἔπαψες νὰ ἀποδίδεις τιμὴ καὶ σεβασμὸ στοὺς μεγάλους θεοὺς ποὺ δεχόμαστε ὅλοι καὶ πιστεύεις καὶ διδάσκεις καὶ ἄλλους νὰ πιστεύουν γιὰ Θεὸ κάποιο Ἰουδαῖο Ἰησοῦ, ποὺ τὸν σταύρωσαν οἱ συμπατριῶτες του.

Ἔμαθα ἀκόμη πὼς εἶσαι καὶ διδάσκαλος τῶν χριστιανῶν καὶ ἀρχιερέας τους. Δυσκολεύτηκα νὰ τὸ πιστέψω. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ κάλεσα νὰ μάθω ἀπὸ σένα τὸν ἴδιο τὴν ἀλήθεια. Τί λές;



- Ναί! Ἄρχοντά μου. Εἶμαι χριστιανός. Γιατί θεοί, δὲν μποροῦν νὰ εἶναι οἱ πέτρες καὶ τὰ ξύλα, ποὺ λατρεύετε. Αὐτὰ εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα. Ἔχουν μάτια καὶ δὲν βλέπουν. Ἔχουν αὐτιά, μὰ δὲν ἀκούουν. Δὲν καταλαβαίνουν. Δὲν αἰσθάνονται. Ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν καὶ Θεός μου εἶναι Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε ὅλον τὸν κόσμο καὶ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς γιὰ τὴ δική μας τὴν σωτηρία, ἐπειδὴ ξεφύγαμε ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ μᾶς χάραξε, γιὰ νὰ εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ἔστειλε στὸν κόσμο τὸν Μονογενὴ Υἱό του, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ πάλι στὸν ἴσιο δρόμο.

Ἦλθε ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς δίδαξε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς ἔδωκε τὰ μέσα νὰ σωθοῦμε.



- Πάψε, Ἐρμογένη. Ἄφησε τὰ παραμύθια καὶ ἔλα νὰ θυσιάσεις στοὺς μεγάλους θεούς, γιὰ νὰ γλιτώσεις τὴν περιουσία σου καὶ τὴ ζωή σου.



- Περιουσία δὲν ἔχω ἄρχοντά μου. Οἱ βοήθειες ποὺ δίνω στοὺς φτωχοὺς καὶ πεινασμένους δὲν εἶναι δικά μου πλούτη. Ὅσο γιὰ τὴν ζωή μου, ἀνήκει στὸν Κύριό μου.



Μανιασμένος ὁ τύραννος ἀπὸ τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο τοῦ χριστιανοῦ ἐπισκόπου νόμισε, πὼς μόνο μὲ τὴ βία θὰ μποροῦσε νὰ τὸν καταβάλει. Ἡ ἀδυναμία του στὰ ἐπιχειρήματα τὸν ἔκαμε ἀκόμη πιὸ ἀδύνατο στὴν καρδία. Γι’ αὐτὸ καὶ διέταξε νὰ βασανίσουν τὸν ὁμολογητὴ μέχρι ποὺ νὰ μετανιώσει καὶ νὰ ζητήσει συγγνώμη. Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει ὁ δυστυχισμένος, πὼς ἡ ἄρνηση καὶ ἡ προδοσία δὲν ἔχουν θέση στὴν καρδιὰ τῶν γνήσιων χριστιανῶν.



Οἱ στρατιῶτες ποὺ στέκονταν ἐκεῖ, στὴν προσταγὴ τοῦ ἄρχοντά τους ἅρπαξαν ἀμέσως τὸν γέροντα ἐπίσκοπο, τοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια πίσω, τὸν ἔριξαν κάτω στὴ γῆ καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν κτυποῦν μὲ δερμάτινα μαστίγια. Οἱ σάρκες τοῦ ἱεροῦ ἀθλητῆ ξεσχίζονταν. Τὰ αἵματα τρέχουν καὶ ποτίζουν τὴν γῆ. Μὰ αὐτὸς ἀλύγιστος καὶ ἄφοβος δέχεται τὴν κάκωση μὲ προσευχὴ καὶ δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ.

Κάποια στιγμὴ σ’ ἕνα νεῦμα τοῦ ἡγεμόνα οἱ στρατιῶτες σταμάτησαν. Κι αὐτὸς μὲ ὑποκριτικὴ στενοχώρια ἀπευθύνεται στὸν ἅγιο καὶ τὸν ρωτᾷ:



- Τί λὲς ἐπίσκοπε; Σωφρονίστηκες ἢ ἀκόμη;



Κι ὁ ἅγιος μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα ψυχῆς τοῦ ἁπαντά:

- Ἄρχοντα, τὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιεῖς, δὲν μὲ πονοῦν, οὔτε καὶ μὲ τρομάζουν. Ὁ Χριστός μου, μᾶς παραγγέλλει νὰ μὴ δειλιάζουμε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θανατώνουν τὸ κορμί μας, ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατοι νὰ βλάψουν τὴν ψυχή μας. Συνέχισε τὰ βασανιστήρια ποὺ ἔχεις στὴ διάθεσή σου. Θαρρῶ, πὼς οἱ ἄνθρωποί σου θὰ κουραστοῦν νὰ βασανίζουν, παρὰ ἐγὼ νὰ ὑπομένω.





Τὰ λόγια του Μάρτυρος προκάλεσαν ἀκόμη περισσότερο τὴν ὀργὴ τοῦ ἡγεμόνα, ποὺ πρόσταξε νὰ κρεμάσουν τὸν ἅγιο ψηλὰ σ’ ἕνα ξύλο καὶ μὲ νύχια σιδερένια νὰ τοῦ σχίζουν τὶς πλευρὲς καὶ ὕστερα μὲ λαμπάδες ἀναμμένες νὰ τοῦ καῖνε τὶς σάρκες.

Καὶ τὸ νέο μαρτύριο τὸ δέχτηκε ὁ ἐπίσκοπος μὲ τὴν ἴδια παρρησία καὶ ὑπομονή.

Στὸ τέλος ὁ ἄρχοντας γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀδυναμία του, διατάζει νὰ ρίψουν τὸν ἱερομάρτυρα στὴν φυλακὴ καὶ ν’ ἀσφαλίσουν τὰ πόδια του στὸ ξύλο, στὸν τράχηλό του δὲ νὰ βάλουν μία βαριὰ ἁλυσίδα. Οἱ δήμιοι ἐξετέλεσαν πιστὰ τὴν προσταγὴ τοῦ κυρίου τους καὶ ἔφυγαν. Διπλὴ φρουρὰ ἀνέλαβε νὰ προσέχει τὸν καταπληγωμένο ἀθλητή.



Μέσα στὸ πηκτὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ κελιοῦ στὸ ὁποῖο ρίχτηκε ὁ ἅγιος, μιὰ γλυκιὰ φωνὴ ἀκούγεται σὲ λίγο:

«Ὁ Θεός μου, μὴ μακρύνης ἀπ’ ἐμοῦ· ὁ Θεός μου, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες, αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐκλιπέτωσαν οἱ ἐνδιαβάλλοντες τὴν ψυχήν μου, περιβαλέσθωσαν αἰσχύνην καὶ ἐντροπὴν οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι". (Ψαλμ. ο’ 12 – 13).

Τὸ μεσονύκτιο ἐκεῖ ποὺ ὁ ἅγιος ἔψαλε καὶ προσευχόταν, δυνατὸς σεισμὸς συνεκλόνισε τὴ φυλακή.

Τὰ δεσμὰ τοῦ μάρτυρος λύθηκαν καὶ ἕνα φῶς ἔλαμψε καὶ φώτισε τὰ γύρω. Μέσα στὸ φῶς μία γλυκιὰ μορφὴ πρόβαλε, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ μορφὴ ἀνάμεσα σὲ πλῆθος ἀπὸ ἀγγέλους καὶ μία φωνὴ δυνατὴ ἀκούστηκε νὰ λέγει:

«Χαῖρε, ἱερομάρτυς Ἐρμόγενες· ἀνδρίζου καὶ δυναμώνου καὶ μὴ φοβᾶσαι. Δὲν σὲ ἐγκαταλείπω. Κοντά σου θὰ εἶμαι πάντα».

Μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ ἡ μορφὴ τοῦ Κυρίου χάθηκε, ἐνῷ μία εὐωδία πλήρωσε ὅλα τὰ κελιὰ καὶ ὁ ἅγιος θεραπεύτηκε ἀπὸ τὶς πληγές, ὥστε νὰ μὴ φαίνεται σημάδι ἀπὸ τὶς κακώσεις.



Τὴν ἄλλη μέρα οἱ στρατιῶτες ποὺ ᾖρθαν νὰ πάρουν τὸν ἅγιο δὲν πίστευαν στὰ μάτια τους. Τὸ κελὶ ἀνοικτό, οἱ φρουροὶ ἀπ’ ἔξω τρομαγμένοι καὶ ὁ ἐπίσκοπος τελείως καλά.

Ὅταν ὁ ἄρχοντας τὸν εἶδε ταράχθηκε, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν γύρω του.

Ἔκρυψε ὅμως τὴν ταραχή του καὶ μὲ προσποιητὴ λύπη προσπάθησε νὰ δικαιολογηθεῖ γιὰ τὰ βασανιστήρια στὰ ὁποῖα τὸν ὑπέβαλε τὴν προηγούμενη μέρα.

- Ἔλα, τοῦ λέγει, Ἐρμογένη. Μετανόησε ἔστω καὶ τώρα, γιὰ νὰ πάρεις τὴν ἐλευθερία σου. Ἀλλιῶς...

Στὴ νέα ἀπειλὴ τοῦ ἄρχοντα μὲ φανερὴ ἀηδία καὶ περιφρόνηση, ἀπήντησε ὁ δοῦλος τοῦ Χριστοῦ:



- Πάψε, ἀλιτήριε, νὰ μὲ κολακεύεις καὶ νὰ μὲ ἀπειλεῖς. Οἱ κολακεῖες καὶ οἱ ἀπειλές σου δὲν μὲ συγκινοῦν. Οὔτε καὶ μὲ τρομάζουν. Καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ καταλάβεις. Καὶ ὁ θάνατος τὸν ὁποῖο μοῦ προβάλλεις σὰν ἐπιστέγασμα τῶν κακώσεών μου, δὲν μὲ ταράζει. Ὁ θάνατος εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς λύτρωση καὶ εὐεργεσία, γιατὶ μᾶς ὁδηγεῖ μία ὥρα πιὸ γρήγορα κοντὰ στὸν Κύριο καὶ Θεό μας. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Εἶμαι χριστιανὸς καὶ θὰ μείνω χριστιανός.



Ὁ Σαντορνῖνος σηκώθηκε ἀμέσως ἐξαγριωμένος καὶ ἔδωσε ἐντολὴ γιὰ νέα βασανιστήρια. Οἱ δήμιοι ἔφεραν στὴν στιγμὴ ἄγρια ἀλόγα καὶ ἔδεσαν τὸν γέροντα ἐπίσκοπο σ’ αὐτά, γιὰ νὰ τὸν σύρουν στὴν γῆ μέχρι ποὺ νὰ διαλυθοῦν τὰ μέλη του. Τὰ ἄλογα ὅμως σὰν ἔνοιωσαν πίσω τους τὸ θῦμα ἡμέρεψαν καὶ στάθηκαν.





- Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν, φωνάζουν τὰ πλήθη. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός.



Καὶ ὁ ἅγιος μὲ θρησκευτικὴ κατάνυξη σηκώνει τὰ χέρια του καὶ ψάλλει: «Κύριος ἐμοὶ Βοηθὸς καὶ οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος; Οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ Κύριε, μετ’ ἐμοῦ εἰ».



Ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ψαλμῳδία δίνει δύναμη στὴν ψυχὴ τοῦ μάρτυρα. Ἕτοιμος εἶναι νὰ δεχθεῖ τὰ πάντα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ μυστικὴ καὶ ἀνεξήγητη, ἀπὸ πλευρᾶς ἀνθρωπίνης, γαλήνη ἔχει πλημμυρίσει τὸν ψυχικό του κόσμο, ποὺ τὸν κάνει νὰ μὴν ὑπολογίζει καὶ νὰ μὴ φοβᾶται τίποτα.

Τὸ βλέπει ὁ τύραννος. Δὲν ἔχει χορτάσει ὅμως ἀπὸ αἷμα. Μὲ λύσσα ποθεῖ νὰ ξεσχίσει τὸ θῦμα του καὶ νὰ τὸ κάμει χίλια κομμάτια καὶ τὸ ὑποβάλλει σὲ νέα βασανιστήρια. Τὸν τρυποῦν μὲ πυρωμένες σοῦβλες. Τὸν ρίχνουν κάτω ἀπὸ ἕνα γκρεμὸ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφαλίζουν.

Προτοῦ ἀποθάνει ὁ μακάριος ἀθλητὴς ἐκεῖ στὸν τόπο τῆς καταδίκης του γονάτισε. Ἀνέπεμψε θερμὴ μία προσευχή. Εὐχαρίστησε τὸν Κύριο ποὺ τὸν βοήθησε καὶ τὸν ἀξίωσε νὰ πεθάνει γιὰ τὴ δόξα του. Δεήθηκε νὰ συγχωρήσει τοὺς δήμιούς του καὶ νὰ χαρίσει στὴν Ἐκκλησία του τὴν εἰρήνη καὶ στοὺς πιστοὺς ἀγάπη καὶ παρρησία καὶ πίστη.

Ὕστερα ἔκλινε τὰ κεφάλι. Ἡ μάχαιρα τοῦ δημίου ἔπεσε βαριὰ καὶ χώρισε τὸ σῶμα σὲ δυό.



Τὴ νύχτα θαρραλέοι χριστιανοὶ πῆγαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, πῆραν τὸ ἅγιο λείψανο καὶ ἀφοῦ τὸ ἔπλυναν μὲ τὰ μύρα τῆς ἀγάπης τους, τὸ ἕντυσαν καὶ τὸ ἔβαλαν μέσα σὲ μιὰ κάσα μαζὶ μὲ τὴν ἁγία κάρα.

Ἔπειτα ἀφοῦ τὸ ἀσφάλισαν, τὸ ἐμπιστεύτηκαν στὴ θάλασσα. Τὸ ἔρριψαν σ’ αὐτή, γιὰ νὰ μὴ τὸ ἀφανίσουν οἱ ἐχθροί.

Καὶ ἡ θάλασσα σὰν στοργικὴ μάνα φύλαξε τὸ ἅγιο σκήνωμα τοῦ ἱερομάρτυρος καὶ μετὰ ἀπὸ καιρὸ τὸ ἔφερε μὲ τὰ κύματά της καὶ τὸ ἐναποθέτησε ἁπαλὰ στὴν ἀκρογιαλιὰ τοῦ Κουρίου.

Ἐδῶ τὸ βρῆκαν οἱ χριστιανοὶ τῆς πόλεως. Μὲ δάκρυα καὶ τιμὲς τὸ σήκωσαν καὶ μὲ ἐξόδιους ὕμνους τὸ πήρανε καὶ τὸ θάψανε ἐκεῖ στὴν Ἐπισκοπή.

Δίπλα στὸν τάφο ἡ ἀγάπη τους ἀνήγειρε μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἕνα ὄμορφο ναό, ποὺ ὑπάρχει ὡς τὰ σήμερα. Τὰ θαύματα τοῦ καλοῦ ποιμένος συνεχίζονται σὲ ὅσους μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη προσφεύγουνε στὴ χάρη του καὶ ζητᾶνε τὴ μεσιτεία του.



Προνομιοῦχο τὸ νησί μας.

Εὐλογημένοι καὶ οἱ κάτοικοί του.

Εὐλογημένοι ποὺ ἔχουν τόσους ἁγίους φρουροὺς καὶ πρεσβευτές.

Στὶς ἱερὲς καὶ μακάριες αὐτὲς μορφὲς ἂς καταφεύγει κάθε πονεμένη ψυχή.

Σ' αὐτὲς ἂς καταφεύγουμε τοῦτο τὸν καιρὸ ἰδιαίτερα καὶ ὅλοι ἐμεῖς.

Μὲ πίστη φλογερὴ ἂς καταφεύγουμε κι ἂς τοὺς ζητᾶμε νὰ δέονται θερμότερα γιὰ μᾶς, γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὶς ποικίλες δοκιμασίες καὶ τοὺς φοβεροὺς ἐχθροὺς ποὺ μᾶς κυκλώνουν.

Ἂς προσπαθοῦμε ν’ ἀντλοῦμε συχνὰ ἀπὸ τὴ ζωή τους παρηγοριὰ κι ἐνίσχυση στὶς θλίψεις ποὺ μᾶς βρῆκαν.

Στ’ αὐτιά μας ἂς βοᾷ πάντα δυνατὰ καὶ τοῦ θείου Ἀποστόλου ἡ σύσταση:

«Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσούτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθεμένοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν» (Ἑβρ. ιβ’ 1 – 2).

Δηλαδή, καὶ ἐμεῖς, ἀφοῦ ἔχουμε γύρω μας ἕνα τόσο μεγάλο σύννεφο ἀπὸ μάρτυρες, ἂς ἀποτινάξουμε μακριά μας κάθε βάρος ἀπὸ τὶς καταθλιπτικὲς μέριμνες τῆς ζωῆς καὶ προπαντὸς τὴν ἁμαρτία, ποὺ εὔκολα μᾶς ἐμπλέκει στὰ δίχτυα της.

Ναί! ἂς ἀποτινάξουμε τὴν ἁμαρτία καὶ ἂς τρέχουμε τὸ ἀγώνισμα τοῦ δρόμου ποὺ εἶναι μπροστά μας, μὲ τὰ μάτια προσηλωμένα στὸν ἀρχηγὸ καὶ ἱδρυτὴ τῆς πίστεώς μας, τὸν Χριστό. Τὸν Χριστὸ ποὺ μὲ τὴ χάρη Του μᾶς προστατεύει καὶ μᾶς χειραγωγεῖ στὸν δρόμο τῆς τελειότητας.



Σὲ τοῦτο τὸ νέφος τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἁγίων τῆς Κύπρου μας, ἰδιαίτερη ἀκτινοβολία καὶ λάμψη σκορπᾷ μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ θυσία του ὁ μακάριος Ἐρμογένης.

Καὶ αὐτός, μαζὶ μὲ τοὺς τόσους ἄλλους ἁγίους, ποὺ περίλαμπρα κοσμοῦν τὸ χριστιανικὸ Πάνθεο, μὲ ξέχωρη ἀγάπη καὶ στοργὴ μᾶς καλεῖ καὶ μᾶς τονίζει καὶ μᾶς συνιστᾷ νὰ σταθοῦμε ἀλύγιστοι καὶ ἀνυποχώρητοι νὰ συνεχίσουμε πιστοὶ μέχρι θανάτου τὸν ἀγῶνα μας. Τὸν ἱερὸ καὶ ὑπέροχο ἀγῶνα μας γιὰ τὴν ἐπικράτηση στὸν κόσμο τοῦ θησαυροῦ τῆς Ὀρθοδοξίας μας καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.


Πόσοι ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Κυπρίους δὲν θ’ ἀνοίξουν τ’ αὐτιά τους σὲ μιὰ τόσο ὡραία πρόσκληση, μὰ καὶ τόσο τιμητικὴ ἀποστολή;
Αλήθεια! Πόσοι;

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τοῦ Φοίνικος ὁ κλάδος, καὶ Σαμίων τὸ στήριγμα, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Κυπρίων, Ἐρμόγενες Πατὴρ ἡμῶν ἀναδειχθεὶς τὴν Θάλασσαν διῆλθες ὥσπερ ζῶν, καὶ ταύτης τρικυμίας χαλινῶν, θαυμασίως λάρνακά σου Ἐπισκοπῇ τῇ πόλει κατεστήριξας, δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ ὁδηγήσαντι. Δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Σαμίων καύχημα καὶ τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Ἐρμογένη ἅπαντες ἀνευφημήσωμεν ὕμνοις οὗτος γὰρ τὴν τῆς Τριάδος ἔλαβεν αἴγλην, καὶ ὡς ἥλιος φωτίσας τὴν Οἰκουμένην ὃν προθύμως ἀνυμνοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν, λέγοντες χαῖρε, θαυματοφόρε Ἐρμόγενες Ὅσιε.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους, ἐπίσκοπος Εὐχαΐτων
Κανένας ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς δὲν τὸν ἀναφέρει. Ἡ μνήμη του ὑπάρχει μόνο στὸν Παλατινὸ Κώδικα ὑπ’ ἀριθ. 138 φ. 2146, ὅπου καὶ ἡ Ἀκολουθία του ποὺ συντάχθηκε ἀπὸ τὸν ἀνεψιό του, Θεόδωρο τὸν Κοιτωνίτη καὶ βασιλικοῦ νοταρίου.
Ὁ Ἰωάννης αὐτὸς ἔζησε τὸν 11ο αἰῶνα, ἔγινε ἔξοχος ποιητὴς καὶ συγγραφέας γλαφυρότατος. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά, ἀφοῦ ἔζησε πάνω ἀπὸ 100 χρόνια.






Ὁ Ὅσιος Εὐδόκιμος ὁ νεοφανής
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἔζησε καὶ πολιτεύθηκε εὐδοκίμως στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπεδίου. Τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου (μοναχικὸ ἢ βαπτιστικό) δὲν εἶναι γνωστό, διότι τὸ ὄνομα Εὐδόκιμος τοῦ δόθηκε μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ Ἱεροῦ λειψάνου του. Δὲν εἶναι ἐπίσης γνωστὸ οὔτε ποιὰ ἐποχὴ ἔζησε, οὔτε ποιὰ ἦταν ἡ πατρίδα του, οὔτε ἄλλα στοιχεῖα γιὰ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.
Ἡ μόνη αἴτια ἀπὸ τὴν ὁποία γνωστοποιήθηκε ἡ ὁσία ζωή του, εἶναι ἡ εὕρεση καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ Ἱεροῦ λειψάνου, στὸ παλιὸ κοιμητήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ὅταν βρέθηκε τὸ Ἱερὸ λείψανό του, εὐωδίαζε θείᾳ εὐωδίᾳ καὶ ἡ ἀνακομιδή του ἔγινε στὶς 5 Ὀκτωβρίου 1840.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Λαθὼν πεπολίτευσαι, ἀσκητικῶς ἐπὶ γῆς, καὶ δόξης ἠξίωσαι, ἐν οὐρανοῖς ἐκ Θεοῦ, Εὐδόκιμε Ὅσιε. Ὅθεν Βατοπεδίου, ἡ Μονὴ ὡς πλουτοῦσα, Πάτερ τὰ λείψανά σου, ἀνυμνεῖ σε ἀξίως, καὶ πόθῳ μεγαλύνει, τὸν σὲ θαυμαστώσαντα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῇ ἀνευρέσει τῶν λειψάνων σου μακάριε

Καθαγιάζεις Μοναζόντων τὰ συστήματα,

Τῇ πολλῇ σου ταπεινώσει ἡμᾶς παιδεύων·

Ἀλλ’ ὡς μύστης εὐδοκίας τῆς τοῦ κρείττονος

Καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς βίον ἔνθεον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Εὐδόκιμε.

Μεγαλυνάριον.
Πλῆρες εὐωδίας πνευματικῆς, εὕρηται θεόφρον, τὸ σὸν λείψανον τὸ σεπτόν· οὗ τῇ ἀνευρέσει, ἐξέστησαν οἱ πάντες, Εὐδόκιμε ὑμνοῦντες, τὴν πολιτείαν σου.






Ἡ Ὁσία Μεθοδία ἐκ Κιμώλου
Γεννήθηκε στὸ νησὶ Κίμωλος στὶς 10 Νοεμβρίου 1865, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Ἰάκωβος Σάρδης καὶ ἡ μητέρα της Μαρία. Εἶχαν τρεῖς γιοὺς καὶ πέντε θυγατέρες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ δεύτερη ἦταν ἡ Εἰρήνη ἡ μετέπειτα Μεθοδία.

Ἡ Ἅγια ἀπὸ μικρὴ εἶχε κλίση πρὸς τὰ θεία καὶ πάντα σύχναζε στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν ᾖλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία, γιὰ νὰ μὴ λυπήσει τοὺς γονεῖς της, παντρεύτηκε ἕναν ναυτικὸ στὸ ἐπάγγελμα. Ἂν καὶ παντρεμένη, ὁ ζῆλος της πρὸς τὴν ἐκκλησία παρέμεινε ἀμείωτος. Κάποτε ὅμως ὁ ἄντρας της, σὲ κάποιο του ταξίδι, ναυάγησε κοντὰ στὴ Μ. Ἀσία καὶ δὲν ξαναγύρισε στὴν Κίμωλο.

Τότε ἡ Εἰρήνη ἔγινε μοναχὴ στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας στὴν Κίμωλο, ἀπὸ τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Σύρου Μεθόδιο μετονομασθεῖσα ἀντὶ Εἰρήνης, Μεθοδία. Ἡ χαρά της ἦταν μεγάλη καὶ ἀκολούθησε τὰ εὐαγγελικὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου μὲ ὅλη της τὴν ψυχή. Οἱ ἀσκητικοί της ἀγῶνες ἦταν μεγάλοι καὶ ἀποτελοῦσε ζωντανὸ παράδειγμα γιὰ ὅλους. Ἡ φήμη τῆς μεγάλης της ἀρετῆς διαδόθηκε παντοῦ καὶ πλῆθος γυναικῶν πήγαιναν νὰ τὴν συναντήσουν, προκειμένου νὰ βροῦν πνευματικὸ καταφύγιο καὶ λιμάνι ἀπὸ τὶς τρικυμίες τῆς ζωῆς. Ὁ λόγος τῆς Ἁγίας ἦταν δροσιὰ καὶ ἴαμα στὶς ταλαιπωρημένες ψυχές.

Ἐπίσης ἡ Μεθοδία, ἐκτὸς τῶν ἄλλων χαρισμάτων, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ χάρισμα νὰ κάνει θαύματα.
Ἔτσι ἅγια ἀφοῦ ἔζησε σ’ ὅλη της τὴν ζωή, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν Κυριακὴ 5 Ὀκτωβρίου 1908 σὲ ἡλικία 43 ἐτῶν.







Οἱ Ἅγιοι Πέτρος, Ἀλέξιος καὶ Ἰωνᾶς οἱ Θαυματουργοί Μητροπολῖτες Μόσχας καὶ πάσης Ρωσίας
Image

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.







Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ὁ Βατοπαιδινός
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Σάβα τοῦ Βατοπαιδινοῦ, τιμᾶται τὴν 15η Ἰουνίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Fri Sep 28, 2012 7:32 pm

6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς ὁ Ἀπόστολος
Image
Ἦταν μεταξὺ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου καὶ ἀνῆκε σὲ οἰκογένεια ἁλιέων.

Ὁ Θωμᾶς, λοιπόν, μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πρώτη ἐμφάνισή Του στοὺς μαθητές, δυσπιστοῦσε σ’ αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔλεγαν αὐτοί. Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἐπανεμφανίστηκε στοὺς μαθητὲς μέσα στὸ ὑπερῷον, ὅταν μεταξὺ τους βρισκόταν καὶ ὁ Θωμᾶς. Τότε ὁ Κύριος προέτρεψε τὸν Θωμᾶ νὰ ψηλαφήσει τὶς πληγὲς ἀπὸ τὰ καρφιὰ ποὺ Τὸν σταύρωσαν, καὶ νὰ μὴ γίνεται ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός.

Ἐκθαμβωμένος ὁ Θωμᾶς, προσκύνησε καὶ ἀνεβόησε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἡ δὲ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἦταν τέτοια, ποὺ θὰ διδάσκει ὅλους ὅσους θέλουν νὰ δυσπιστοῦν στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶπε, λοιπόν, ὁ Κύριος: «ὅτι ἐώρακάς με, πεπίστευκας, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Δηλαδή, λέει ὁ Κύριος στὸν Θωμᾶ, πίστεψες ἐπειδὴ μὲ εἶδες. Μακαριότεροι καὶ περισσότερο καλότυχοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἂν καὶ δὲν μὲ εἶδαν, πίστεψαν.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὁ Θωμᾶς μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πῆγε καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς Πέρσες, Μήδους καὶ Ἰνδούς. Στὴν χώρα δὲ τῶν τελευταίων, μαρτύρησε μὲ θάνατο διὰ λογχισμού. Ἔτσι, τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς ὄχι μόνο νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιό Του, ἀλλὰ καὶ νὰ δώσει τὴ ζωή του γι’ Αὐτόν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος Ἀπόστολος, θεολογίας κρουνούς, ἐνθέως ἐξήντλησας, ἐκ λογχονύκτου πλευρᾶς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ὅθεν τῆς εὐσεβείας, κατασπείρας τὸν λόγον, ἔλαμψας ἐν Ἰνδίᾳ, ὡς ἀκτὶς οὐρανία, Θωμᾶ τῶν Ἀποστόλων, τὸ θεῖον ἀγλάϊσμα.

Κοvτάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ὁ τῆς θείας χάριτος πεπληρωμένος, τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολος, καὶ ὑπηρέτης ἀληθής, ἐν μετανοῖᾳ ἐκραύγαζε· Σύ μου ὑπάρχεις, Θεός τε καὶ Κύριος.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὐπερμάχῳ.

Ὡς κοινωνὸς τοῦ ἐκ πλευρᾶς ἄφεσιν βλύσαντος

Τοῦ ζωηφόρου ὁμοιώματος ἐτρύφησας

Λογχευθεὶς Θωμᾶ πανεύφημε τὴν πλευράν σου.

Ἀλλ’ ὡς Μάρτυς καὶ Ἀπόστολος θεόληπτος

Σωσωσμένους τῷ Δεσπότῃ σου προσάγαγε
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις μάκαρ Ἀπόστολε.

Μεγαλυνάριον.
Τῇ χειρὶ ἁψάμενος τῆς πλευρᾶς, τοῦ βλύσαντος κόσμῳ, ἀθανάτου ζωῆς κρουνούς, ἐξ αὐτῆς ἐδέξω, δογμάτων θεῖα ῥεῖθρα, δι’ ὧν ψυχὰς ἀρδεύεις, Θωμᾶ Ἀπόστολε.







Ἡ Ἁγία Ἐρωτηΐς ἡ Μάρτυς
Μαρτύρησε διὰ πυρός.






Ὁ Ὅσιος Κενδέας
Image
Τὰ λόγια τοῦτα τοῦ ψαλμῳδοῦ βρίσκουν πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους στὸν Ὅσιο Κενδέα τὸν θαυματουργό, ποὺ τὴν μνήμη του γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 6 τοῦ Ὀκτώβρη.

Μὲ ἀνυπολόγιστες τιμὲς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν στεφάνωσε ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσε. Μιὰ σύντομη ματιὰ στὴν ζωή του μᾶς τὸ βεβαιώνει.



Ὁ Ὅσιος Κενδέας ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀλαμάνους ἁγίους, ποὺ ᾖρθαν στὸ νησί μας ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη.

Ὅταν ἔφυγε ἀπ’ τὴν Ἀλαμανία γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα ἦταν μόλις δεκαοκτὼ χρόνων.

Ἐκεῖ ἀσπάστηκε τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου.

Στὸ μέρος αὐτὸ σὲ μία ἀπόκρημνη πλαγιὰ βρῆκε ἕνα μικρὸ σπήλαιο καὶ μὲ χαρὰ ἐγκαταστάθηκε σ’ αὐτὸ καὶ τρεφόταν μὲ ἀκρίδες, ὅπως ἄλλοτε κι ὁ μέγας πολιστὴς τῆς ἐρήμου, ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης.



Στὴν ἴδια ἐρημικὴ περιοχὴ ζοῦσε τότε κι ἕνας ἄλλος ἀσκητὴς μὲ μεγάλη φήμη, ποὺ εἶχε τ’ ὄνομα Ἀνανίας.

Σὲ τοῦτον τὸν ἀσκητὴ κάποια ἡμέρα ἔστειλε τὸ δαιμονιζόμενο παιδί του ἕνας εὐγενὴς ἄρχοντας, γιὰ νὰ τοῦ τὸ θεραπεύσει. Ὁ Ἀνανίας ὅμως ἀπὸ ταπεινοφροσύνη ἀρνήθηκε καὶ νὰ συναντήσει τὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ τὸ ἔστειλε παρακάτω πρὸς τὸν Κενδέα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ περιπλάνηση στὰ ἔρημα ἐκεῖνα μέρη οἱ συνοδῖτες τοῦ δύστυχου παιδιοῦ βρῆκαν τὸν Κενδέα, καὶ μὲ παρακλήσεις τοῦ ζήτησαν νὰ κάμει καλὰ τὸν ἄρρωστό τους. Ὁ ἱερὸς ἀσκητὴς στὴν ἀρχὴ δὲν θέλησε οὔτε καὶ ν’ ἀκούσει τὴν αἴτησή τους. Ἀργότερα ὅμως μπροστὰ στὶς παρακλήσεις τους ὑποχώρησε, καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμά, στράφηκε στὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ μὲ φωνὴ ἐπιβλητικὴ εἶπε:



— Πνεῦμα πονηρὸ καὶ ἀκάθαρτο! Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Κενδέας σὲ διατάζει νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ νὰ τὸ ἀφήσεις ἥσυχο.



Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ὑπάκουσε τὴν ἴδια στιγμή. Καὶ βγῆκε ἀπ’ τὸ παιδί, χωρὶς νὰ τὸ βλάψει καθόλου.



Μετὰ τὴν θαυματουργικὴ τούτη θεραπεία ὁ Κενδέας χειροτονήθηκε ἱερέας καὶ μπῆκε σ’ ἕνα μοναστῆρι. Ἡ ζωὴ ὅμως στὸ μοναστῆρι, δὲν ἦταν ὅπως τὴν περίμενε καὶ ἔτσι πολὺ γρήγορα ὁ μακάριος ἀσκητὴς ἔφυγε καὶ γύρισε πάλι στὴν ἔρημο.



Ἐκεῖ ἕνα πρωὶ τὸν ξύπνησαν τὰ κλάματα κάποιου παιδιοῦ, ποὺ ἦταν πεταμένο μπροστὰ στὴν σπηλιά του. Ὅταν ὁ Ἅγιος βγῆκε νὰ δεῖ τί συμβαίνει, ἀντιλήφθηκε, πὼς τὸ παιδὶ βασανιζόταν ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα. Τὸ σπλαγχνίστηκε, καὶ τὸ θεράπευσε. Τὸ δαιμονόπληκτο παιδὶ ἦταν τοῦ ἀσκητὴ Ἀνανία.



Οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ποὺ μὲ φθονερὸ μάτι παρακολουθοῦσαν τὴν πρόοδο τῶν ἀσκητῶν στὴν ἔρημο ἐκείνη περιοχὴ τοῦ Ἰορδάνου, ἄρχισαν νὰ τοὺς παρενοχλοῦν. ΚῚ αὐτοί, γιὰ νὰ γλιτώσουν, μαζεύτηκαν μία μέρα ὅλοι στὴν παραλία καὶ μπῆκαν σ’ ἕνα καράβι ποὺ τοὺς ἔφερε στὸ πολύπαθο νησί. Βγῆκαν στὴν περιοχὴ τῆς Πάφου, γιατί τὸ πλοῖο τους τσακίσθηκε πάνω στοὺς βράχους. Μὲ πολὺ κόπο σώθηκαν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σκορπίστηκαν σὲ διάφορα μέρη, γιὰ νὰ μονάσουν ὁ καθένας, ὅπου θὰ ἔβρισκε τὸν κατάλληλο χῶρο.



Ὁ Ἅγιος Κενδέας στὴν ἀρχὴ τακτοποιήθηκε σὲ μία καλύβα ποὺ ἔστησε σ’ ἕναν ἀπόκρημνο βράχο κοντὰ στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Πάφου. Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ γλυκύτητα τῆς μορφῆς του τράβηξαν ἀμέσως τὴν προσοχὴ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν καθημερινά, γιὰ ν’ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του λόγια παρηγοριᾶς καὶ ἐλπίδας. Οἱ ἐπισκέπτες ἔπαιρναν μαζί τους καὶ ἄρρωστους, ποὺ τοὺς θεράπευε ὁ Ἅγιος μὲ τὶς προσευχές του. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ δοκίμασε καὶ τοὺς πιὸ πολλοὺς πειρασμοὺς ἀπὸ μέρους τοῦ μισόκαλου δαίμονα.

Ἀναφέρουμε μερικούς:



Κάποιο πρωινό, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἅγιος ἔβγαινε ἀπὸ τὴν καλύβα του, ὁ διάβολος πῆρε μορφὴ ἀνθρώπινη καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του ζητώντας εὐλογία. Ὁ Ἅγιος τρόμαξε τόσο, ποὺ ἔχασε τὴν ἰσορροπία καὶ ἔπεσε στὸν γκρεμὸ μὲ τὸ κεφάλι κάτω. Κτύπησε δυνατά, μὰ δὲν ἔπαθε τίποτα. Τὸν ἔσωσε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.



Μιὰ ἄλλη φορὰ ὁ Σατανᾶς, παρουσίασε μπροστὰ στὸν Ἅγιο μία ὄμορφη γυναῖκα πού, ἀφοῦ ἔπεσε στὰ πόδια του, τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα νὰ πάει στὸ σπίτι της καὶ νὰ τὸ εὐλογήσει. Ὁ Ὅσιος στὴ φαινομενικὴ συντριβή της μὲ συγκίνηση δέχτηκε νὰ πάει. Μόλις ὅμως ἔφτασε καὶ μπῆκε στὸ σπίτι ἡ διεφθαρμένη ἐκείνη γυναῖκα σὰν μία «ἄλλη Πετεφρή» πέταξε ἀπὸ πάνω της τὰ ἐνδύματά της, γιὰ νὰ σκανδαλίσει τὸν Ἅγιο καὶ νὰ προσβάλει τὴν ἁγνότητά του. Τρομερή, ἀλήθεια, ἡ δοκιμασία. Μὰ ὁ Ὅσιος σώθηκε καὶ τούτη τὴν φορὰ μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς.



Κάποια μέρα πάλι ὁ διάβολος παρέδωσε τὸν Ἅγιο στὰ χέρια ἐνὸς σκληροῦ κι ἄγριου λῃστή, ποὺ καθημερινὰ τὸν βασάνιζε μὲ διάφορους τρόπους. Πότε τὸν κτυποῦσε, πότε τοῦ ἔκαιε τὴν καλύβα, πότε τοῦ ἔσχιζε τὰ ροῦχα, πότε τὸν πετοῦσε χαμαί. Ὁ ἄρχοντας τοῦ τόπου ποὺ σεβόταν πολὺ τὸν Ἅγιο, ἔστειλε καὶ ἔπιασαν τὸν λῃστὴ καὶ τὸν θανάτωσαν.



Τὰ δείγματα αὐτὰ τῶν πειρασμῶν μας παρέχουν μία εἰκόνα τῶν δυσκολιῶν ποὺ ἀντιμετώπιζαν καθημερινὰ οἱ οὐρανοπολίτες αὐτοὶ ἀθλητὲς ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τοῦ Σκότους. Ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας καὶ μία πορεία γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς τελειότητας.



Ἕνας ἀγῶνας καὶ μία ἐπίμονη πορεία εἶναι καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ. Μιὰ πορεία πρὸς τὴν ἁγιότητα, γιὰ τὴν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι.





Στοὺς ἀγῶνες τους αὐτοὺς οἱ ἅγιοι μὲ τὸν διάβολο, ποὺ κατὰ τὸν κορυφαῖο Ἀπόστολο Πέτρο, «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπῖη» (Α’ Πέτρ. ε’ 8) βγαίνανε πάντα νικητές. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ὅπλου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς προσευχῆς οἱ ἔμπειροι τοῦτοι ἀγωνιστὲς περνοῦσαν πάνω ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ νικοῦσαν. Μὲ τὸ ὅπλο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν θερμὴ προσευχὴ μποροῦμε καὶ ἐμεῖς, τῆς ζωῆς οἱ ἀγωνιστὲς καὶ μαχητὲς νὰ νικήσουμε. Ναί! Μποροῦμε νὰ νικήσουμε, ἀρκεῖ μονάχα νὰ τὸ θελήσουμε, καὶ ν’ ἀγωνισθοῦμε μὲ συνέπεια, ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ καὶ πάθος γιὰ μία ἀνώτερη ζωή, ποὺ θὰ ἔχει σὰν σκοπό της τὴν ἀσταμάτητη ἀνάβαση στὰ σκαλοπάτια τῆς ἐνάρετης ζωῆς.



Αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἔβαλε κι ὁ Ἅγιος Κενδέας στὴν ζωή του. Γ’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν ἐλέησε καὶ τὸν χαρίτωσε, τὸν ἐξύψωσε καὶ τὸν ἀξίωσε, ὥστε καὶ τὰ ἀδύνατα νὰ μπορεῖ νὰ τὰ κάμει δυνατά. Ἕνα τέτοιο θάμα εἶναι καὶ τοῦτο ποὺ ἔκαμε ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὸν εὐγενικό του πόθο.



Σ’ ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Ἀμμοχώστου ἔμαθε ὁ Κενδέας πὼς διέμενε ὁ συνασκητὴς τοῦ Ἰωνάς. Θερμὸς ὁ πόθος ἄναψε στὴν ψυχή του νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν φίλο του καὶ ν’ ἀνταλλάξει μαζί του λόγια πνευματικῆς οἰκοδομῇς. Ἕνα πρωὶ ἄφησε τὴν καλύβα του καὶ ἀφοῦ ἔκαμε τὴν προσευχή του, σταυροκοπήθηκε καὶ ξεκίνησε. Ἀπ’ τὰ χωριὰ ποὺ περνοῦσε οἱ χριστιανοὶ ποὺ τὸ μάθαιναν ἔτρεχαν κοντά του νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Πολλοὶ τοῦ ἔφερναν καὶ ἀρρώστους. Καὶ ὁ καλοκάγαθος ἀσκητὴς, τοὺς θεράπευε μὲ τὴν προσευχή του. Ὅταν ἔφτασε σ’ ἕναν τόπο, ποὺ εἶναι γνωστὸς μὲ τ’ ὄνομα Μάνδρες τῆς Τραχιᾶς, κοντὰ στὸ Αὐγόρου, ὁ μακάριος ἀθλητὴς βρῆκε μία σπηλιὰ καὶ κουρασμένος, ὅπως ἦταν, μπῆκε μέσα μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ ξαναβγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ. Ἡ φλογερὴ ἐπιθυμία ὅμως νὰ συναντήσει τὸν φίλο του, τὸν βασάνιζε πολύ. Καὶ νά!



Μιὰ ἡμέρα ποὺ ὁ Ἅγιος ἔκαμνε τὴν προσευχή του, ἕνας Ἄγγελος σήκωσε στὰ χέρια τὸν Ὅσιο Ἰωνὰ καὶ τὸν ἔφερε μπροστὰ στὴ σπηλιά του. Οἱ δυὸ φίλοι ἅγιοι, ἀφοῦ μὲ βαθιὰ συγκίνηση ἀσπασθήκανε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο «φιλήματι ἁγίῳ», δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴ θαυμαστὴ συνάντηση, καὶ ἄρχισαν νὰ συνομιλοῦν γιὰ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του καὶ τὶς ἀμέτρητες εὐεργεσίες Του.



— Δόξα νὰ ἔχει ὁ Κύριος, ἔλεγε ὁ Κενδέας, ποὺ μὲ ἀξίωσε, ἀδελφέ μου, νὰ σὲ ἰδῶ. Εὐλογημένο νὰ εἶναι στοὺς αἰῶνες τὸ Πανάγιο Ὄνομά Του.



Σὰν τοῦ μιλοῦσε, καὶ προτοῦ ἀκόμη προφθάσει νὰ ἀποτελειώσει τὸν λόγο του, ὁ φίλος του Ἰωνὰς χάθηκε ἀπὸ κοντά του. Ἕνας ἄγγελος τὸν πῆρε καὶ τὸν ξανάφερε στὴ σπηλιὰ ποὺ ἀσκήτευε.





Ἡ παράδοξη αὐτὴ περιπέτεια ἔβαλε σὲ πολλὲς σκέψεις τὸν Ἅγιό μας.

- Μήπως ἔπεσα θῦμα φαντασιοπληξίας, ἔλεγε καὶ ξανάλεγε μόνος του.



Γι’ αὐτό, παρὰ τὸν ὅρκο ποὺ ἔκαμε νὰ μὴ ξαναβγεῖ ἀπὸ τὴν σπηλιά του, ἕνα πρωὶ σηκώθηκε καὶ πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὸ κελὶ τοῦ φίλου του. Ποθοῦσε νὰ μάθει τὴν ἀλήθεια. Κάποιο δειλινὸ ἔφτασε. Ὁ φίλος του Ἰωνὰς σὰν τὸν εἶδε, μὲ ἐνθουσιασμὸ τοῦ διηγήθηκε τὸν θαυμαστὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄγγελος τὸν εἶχε μεταφέρει κοντά του. Οἱ ἅγιοι μὲ δάκρυα στὰ μάτια δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ ἀφοῦ ἀσπασθήκανε καὶ πάλι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο «ἀσπασμὸν ἅγιον» ἀποχωριστήκανε. Ὁ Κενδέας ξεκίνησε πάλι γιὰ τὴν σπηλιά του. Ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ὁδοιπορία ἔφτασε καὶ ἔμεινε πιὰ ἐκεῖ, ὅπου καὶ πέθανε σὲ βαθιὰ γηρατειά.



Ν’ ἀναφερθοῦμε σὲ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου δὲν μᾶς εἶναι δυνατό. Ὡστόσο λέμε, πὼς ὅλα τὰ θαύματά του εἶναι πράξεις καὶ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπιτελοῦσε μέσον του, ὑστέρα ἀπὸ θερμὲς προσευχὲς καὶ δεήσεις. Πολλοὶ ἄρρωστοι βρῆκαν τὴν θεραπεία τους ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Πολλὰ δαιμόνια ἔβγαλε ἀπὸ πάσχοντες ἀνθρώπους. Κάποτε ποὺ ἡ ἀνομβρία εἶχε ἀπειλήσει ἐπικίνδυνα τὸν τόπο ὁ Ὅσιος Κενδέας προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Θεό, ποὺ ἄνοιξε τοὺς κρουνοὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔβρεξε πολύ. Ἡ διψασμένη γῆ χόρτασε, καὶ οἱ ἄνθρωποι εὐφράνθηκαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη του ὁ ἱερὸς αὐτὸς ἀθλητὴς στάθηκε γενικὰ προστάτης καὶ πατέρας κάθε πονεμένου καὶ πάσχοντα.



Πόσα δὲν πρέπει νὰ μᾶς πεῖ τὸ παράδειγμά του. Στὴν ἐποχή μας ποὺ ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ ὑλοφροσύνη ἔκλεισαν τὶς καρδιὲς καὶ ὁ καθένας τόσο ἀπὸ τοὺς μεγάλους, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς μικροὺς κοιτοῦν μονάχα τὸ δικό τους τὸ συμφέρον καὶ τὴν δική τους ἱκανοποίηση, τὸ παράδειγμα τοῦ μεγάλου ἀσκητὴ καὶ ἡ φιλανθρωπία του πρέπει νὰ στέκεται πάντα μπροστά μας. Γιὰ νὰ μᾶς διδάσκει. Νὰ μᾶς ἐνισχύει. Νὰ μᾶς δείχνει καὶ τὸν δικό μας δρόμο. Καὶ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει. Νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς καὶ σήμερα μιὰ θερμὴ προσευχὴ καὶ λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ ἅγιασμά του εἶναι ἀρκετά, γιὰ νὰ σκορπίσουν τὴν θεραπεία σὲ ἐκείνους ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ δερματικὲς ἐνοχλήσεις καὶ ρευματισμοὺς καὶ νευραλγίες (τζιεγκές), ἀλλὰ καὶ ποὺ μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη καταφεύγουν στὴ χάρη του.



Μ’ εὐλάβεια καὶ πίστη ἂς πᾶμε καὶ ἐμεῖς νὰ προσκυνήσουμε στοὺς μεγαλόπρεπους ναοὺς ποὺ φέρουν τ’ ὄνομά του, καὶ βρίσκονται ὁ ἕνας στὸ Αὐγόρου καὶ ὁ ἄλλος στὴν πόλη τῆς Πάφου. Εἶναι καὶ οἱ δύο τὰ μεγάλα προσκυνήματα, ποὺ ἡ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ μας ἀνήγειρε γιὰ τὸν Ἅγιο. Μὰ καὶ ποὺ θυμίζουν σὲ ὅλους τὸ μεγάλο καὶ ἱερὸ καθῆκον μας νὰ τιμοῦμε τὶς ἅγιες αὐτὲς μορφές.



Ναί! Νὰ τὶς τιμοῦμε. Καὶ μὲ πίστη στὴν ψυχὴ καὶ εὐλάβεια στὴν καρδιὰ νὰ γονατίζουμε νοερὰ κάθε φορὰ μπροστὰ στὴν ἅγια εἰκόνα τους καὶ νὰ ζητοῦμε τὶς ἱκεσίες τους. Τὶς θεοπειθεῖς πρὸς Κύριον ἱκεσίες τους.



Γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας.



Τὴν εἰρήνευση τῆς ἁγίας του Ἐκκλησίας.



Τὴν ἐπικράτηση σὲ αὐτὴ τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος ποὺ εἶναι τὸ καύχημα καὶ ὁ πιὸ πολύτιμος θησαυρός μας. Κάτι περισσότερο.



Γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν μετάνοια ὅλων μας. Τὴν εἰλικρινὴ μετάνοια γιὰ νὰ ἔλθει καὶ πάλι σὰν ἐπιστέγασμα καὶ ἡ λύτρωση καὶ ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπὸ τὰ δεινά. Τῆς σκλαβιᾶς τὰ δεινὰ καὶ τὸ μίασμα τοῦ βάρβαρου κατακτητή.





Μὲ κραυγὴ ἰσχυρὰ καὶ συντριβὴ ψυχῆς ἂς παρακαλοῦμε κι ἂς λέμε στὴν προσευχή μας:



Τέκνα τῆς Κύπρου, εὐλογημένα. Ἀπόστολοι εὐκλεεῖς καὶ μάρτυρες ἱερεῖς καὶ θεῖοι ἱεράρχες. Ὅσιοι καὶ δίκαιοι καὶ ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἁγίων. Τὸ νησὶ ποὺ ἀγαπήσατε καὶ ποὺ σ’ αὐτὸ ζήσατε τὴν ἐπίγεια ζωή σας, στενάζει τοῦτο τὸν καιρὸ ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ μας. Ἐχθροὶ φοβεροὶ τὸ πάτησαν. Ἁρπάζουν καὶ σκοτώνουν χωρὶς οἶκτο. Γκρεμίζουν σπίτια καὶ ἐκκλησίες. Μολύνουν τὰ ἱερά. Ξαπλώνουν παντοῦ τὴ συμφορά.


Λυπηθεῖτέ το... Βοηθῆστέ το... Ἱκετεύσατε σεῖς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας νὰ τὸ σπλαχνιστεῖ. Νὰ μᾶς λυπηθεῖ. Νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ φοβερὰ δεινά. Νὰ ἀξιώσει τὰ καταδιωγμένα ἀδέλφια μας νὰ γυρίσουν καὶ πάλι στὰ χωριὰ καὶ στὰ σπίτια τους. Νὰ ξαναδοῦν οἱ πονεμένοι τοὺς δικούς τους. Καὶ ἀκόμη νὰ χαροῦμε ὅλοι τὴν ποθητὴ λευτεριά μας. Τὴν λευτεριὰ ποὺ σῴζει. Καὶ λεύτεροι στὸ ἑξῆς, μὲ εὐγνωμοσύνη στὴν ψυχὴ νὰ ὑμνοῦμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ Πανάγιο καὶ ὑπερύμνητο Ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἅγιου Πνεύματος. Ἀμήν.






Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας
Γεννήθηκε στὴν Κίο τῆς Βιθυνίας καὶ ὀνομαζόταν Μανουήλ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Πέτρος καὶ ἡ μητέρα του Ἀνθοῦσα. Σὲ μικρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν παρέδωσαν σὲ κάποιο εὐσεβὴ ράφτη, γιὰ νὰ μάθει κοντὰ του τὴν τέχνη. Ἀπροσδόκητα ὁ πατέρας του ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ πῆγε στὴν Προῦσα.

Ὅταν κάποτε ὁ Μανουὴλ πῆγε καὶ αὐτὸς στὴν Προῦσα, συνελήφθη ἀπὸ τὸν πατέρα του, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸν κριτὴ μὲ τὴν ψευδὴ κατηγορία, ὅτι δῆθεν ὁ Μανουὴλ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ Μανουήλ, οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν ἔδειραν, τοῦ ἔκαναν περιτομὴ μὲ τὴ βία. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ Μανουὴλ κατάφερε καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακάριος.

Ὕστερα ἀπὸ 12 χρόνια παραμονῆς του στὸ Ἅγιον Ὄρος, πῆρε τὴν εὐλογία νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν πίστη. Ἔτσι μέσῳ Κωνσταντινουπόλεως ἔφτασε στὴν Προῦσα, ὅπου τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ κριτήριο.

Ἀπολογούμενος ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἤλεγξε τὴν μωαμεθανικὴ θρησκεία λέγοντας: «Τὸ νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ τὴν πίστη μου τὴν ἀληθινὴ καὶ νὰ πιστέψω τὴν δική σας ψεύτικη δὲν τὸ κάμνω ποτέ, διότι δὲν θὰ ἀφήσω τὸ φῶς γιὰ νὰ ἔλθω στὸ σκοτάδι».

Τότε ὁ Ἅγιος βασανίστηκε φρικτά. Τελικὰ ἀφοῦ τὸν λιθοβόλησαν ἄγρια, τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1590.
Ἀργότερα ἡ κάρα του μεταφέρθηκε στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.







Οἱ Ἅγιοι Ἰλαρίων ὁ Νέος, Ἰωάννης, Ἰωσὴφ ὁ «εἰς τὸν Λυθροδώνταν», Καλάντιος ἐν Ταμασίᾳ, Κασσιανὸς ὁ τῆς Γλυφᾶς, Κασσιανὸς ὁ τῆς Ἀξύλου οἱ ἐξ Ἀλαμανῶν, ἐν Κύπρῳ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

PreviousNext

Return to ΕΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 1 guest

cron