16 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
Ὁ Προφήτης Ἀγγαῖος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν ἱερατικὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ καὶ εἶναι ὁ 10ος τῶν μικρῶν λεγόμενων προφητῶν. Γεννήθηκε στὴν Βαβυλώνα, ὅταν διαρκοῦσε ἡ αἰχμαλωσία τῶν Ἰουδαίων. Ὁ Ἀγγαῖος ἦταν αὐτός, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Προφήτη Ζαχαρία ἀναθέρμαναν τὸν ζῆλο τῶν Ἰουδαίων γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος.
Τὸ προφητικὸ βιβλίο τοῦ Ἀγγαίου εἶναι χωρισμένο σὲ δύο κεφάλαια καὶ ἔχει ἁπλὸ καὶ αὐστηρὸ ὕφος. Ἐπειδὴ ὁ Ἀγγαῖος καταγόταν ἀπὸ λευϊτικὴ οἰκογένεια, ὅταν πέθανε, τάφηκε στὰ μνήματα τῶν ἱερέων.
Νὰ ὅμως καὶ τί συμβουλεύει στοὺς ἱερεῖς: «Οὕτως πάντα τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτῶν, καὶ ὃς ἐὰν ἐγγίση ἐκεῖ, μιανθήσεται ἕνεκεν τῶν λημάτων αὐτῶν τῶν ὀρθρινῶν». Ἔτσι, λέει ὁ Ἀγγαῖος, συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτῶν. Ὅποιος Ἱερέας δηλαδή, εἶναι μολυσμένος ἀπὸ δωροδοκίες ποὺ πῆρε πρωὶ – πρωί, ἢ ἀπὸ ἄλλες ἁμαρτίες καὶ παρακοὲς ποὺ διέπραξε, ἂν ἀγγίξει τὸ θυσιαστήριο θὰ τὸ μολύνει. Ἡ προσφορά του δηλαδή, θὰ θεωρηθεῖ μολυσμός.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Προφήτης θεόληπτος, οἷα θεράπων Θεοῦ, τῷ κόσμῳ ἐνδέδειξαι, ἀνακαθάρας τὸν νοῦν, Ἀγγαῖε πανεύφημε, ὅθεν ἑορταζόντων, ἔνθα πέφυκεν ἦχος, ἤρθης ὡς ἑορτάζων, ἐν Θεῷ φερωνύμως· ᾧ πρέσβευε θεηγόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Καταυγασθεὶς τῇ ἐλλάμψει τοῦ Πνεύματος, προφητικῶς διαλάμπεις τοῖς πέρασι, καὶ τύποις τρανώσας τὰ μέλλοντα, περιφανὴς διὰ βίου γεγένησαι, Ἀγγαῖε Προφῆτα θεόσοφε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄγγος χαρισμάτων προφητικῶν, Ἀγγαῖε Προφῆτα, ἀνεδείχθης δι’ ἀρετῶν, ἐξ ὧν κἀμοὶ μάκαρ, μετάδος οὐρανόθεν, ἵνα πρὸς σωτηρίας, τρίβων ἀφίκωμαι.
Ὁ Ἅγιος Μαρίνος ὁ Μάρτυρας
Ἔλαβε τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι στὰ τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα. Γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴν Ρώμη καὶ πῆρε τὸ ἀξίωμα τοῦ Συγκλητικοῦ. Ἀλλὰ οἱ πολλές του ἀγαθοεργίες πρὸς τοὺς χριστιανούς, ἐξήγειραν ἐναντίον του τὶς ὑπόνοιες τῶν συναδέλφων του, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ἐξέτασαν, ἀνακάλυψαν ὅτι ὁ Μαρίνος ἀνῆκε στὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Καὶ τότε τὸν κατήγγειλαν.
Συνελήφθη μὲ αὐτοκρατορικὴ διαταγὴ καὶ ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Ἐνῶ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, εἶδε μερικοὺς ἀπὸ τοὺς φίλους του νὰ κλαῖνε καὶ αὐτὸς μὲ πραότητα τοὺς εἶπε: «Γιατί κλαῖτε καὶ λυπάστε; Μάθετε ὅτι πηγαίνω ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ αἰώνιο φῶς, ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ σταδίου στὰ βραβεῖα, καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν παντοτινὴ ζωή». Μετὰ ἀπὸ λίγο ἡ κεφαλή του ἔπεφτε, ἡ δὲ ψυχῆ του πετοῦσε στὰ σκηνώματα τῶν δικαίων.
Οἱ Ἅγιοι Πρόμος (ἢ Πρόβος) καὶ Ἰλάριος οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Μέμνων Ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ὁρισμένοι Συναξαριστές, λανθασμένα τὸν ἀναφέρουν σὰν Ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων).
Ὁ Ἅγιος Μόδεστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων
Ὅσα ἀναφέρονται γιὰ τὸν Ἅγιο αὐτὸν στοὺς περισσότερους Συναξαριστές, ἀνήκουν στὴ σφαίρα τῆς φαντασίας καὶ μόνο. Τὸν πατέρα του Εὐσέβιο καὶ τὴν μητέρα τοῦ Θεοδούλη, ἀπὸ τὴν Σεβάστεια τῆς Παλαιστίνης, τοὺς θέλουν ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (286 – 305) νὰ πεθαίνουν στὴ φυλακή, ἐνῶ γνωρίζουμε ὅτι τὰ χρόνια τῆς πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ ἦταν ἀπὸ τὸ 632 μέχρι τὸ 634.
Ὁ Ἅγιος Μόδεστος, ἀνακαίνισε τὰ ἱερὰ προσκυνήματα, ποὺ καταστράφηκαν ἀπὸ τοὺς Πέρσες καὶ ζήτησε τὴν συνδρομὴ τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὴν Ἀνατολή.
Ὀσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε καὶ ἀφοῦ ἔκανε πολλὰ γιὰ τοὺς Ἁγίους τόπους, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείων ἔργων σου, τῇ ἐπιδείξει, πᾶσαν εὔφρανας, Σιὼν τὴν θείαν, τῶν Ἀποστόλων πλουτήσας τὴν ἔλλαμψιν, καὶ τῷ Σωτήρι ὁσίως ἱέρευσας, ἱεραρχίᾳ καὶ βίου λαμπρότητι. Πάτερ Μόδεστε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱεράρχης ὅσιος Πάτερ ἐδείχθεης, ἐν Σιὼν ὡς ἄγγελος, ἱερατεύσας τῷ Χριστῷ· διὸ ἀξίως δεδόξασαι, Πατριαρχῶν ἐγκαλλώπισμα Μόδεστε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας ἄστρον λαμπρόν, καὶ Σιὼν τῆς θείας, ὁ κοσμήτωρ ὁ ἱερός· χαίροις Ἱεράρχα, Μόδεστε θεοφόρε, ἡμῶν πρὸς τὸν Δεσπότην, πρέσβυς θερμότατος.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye σελ. 361, 53, συνοδευμένη μὲ αὐτὴν τοῦ Ἁγίου Μέμνονος Ἐπισκόπου Ἐφέσου.
Ἡ Ἁγία Θεοφανώ
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ἁγίας καὶ θαυματουργὴς Θεοφανούς. Ἦταν σύζυγος τοῦ βασιλιὰ Λέοντα τοῦ ἐπονομαζόμενου Σοφοῦ.
Ἡ Θεοφανώ, καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια τῆς Ἀνατολῆς, καὶ κατοικοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀναδείχθηκε βασίλισσα καὶ παρ’ ὅλα τὰ μεγαλεία καὶ τὸν πλοῦτο ποὺ τὴν πλαισίωνε, διατήρησε τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν μετριοφροσύνη ποὺ τὴν χαρακτήριζε πρίν. Προτιμοῦσε νὰ εἶναι ἁπλὰ ντυμένη καὶ νὰ βρίσκεται δίπλα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴν χρειαζόντουσαν. Γι’ αὐτὸ ντυνόταν ἁπλὰ γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωρίζεται καὶ μὲ τὴν συνοδεία δύο ἔμπιστων ὑπηρετριῶν της, γύρναγε στὰ σπίτια τῶν φτωχῶν καὶ κατατρεγμένων καὶ πρόσφερε τὴν βοήθειά της.
Ἦταν τόση ἡ πίστη της, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ θαυματουργήσει. Ὅταν ἐγκατέλειπε ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη κάποιον ἀσθενή, διότι δὲν μποροῦσε νὰ τὸν θεραπεύσει, τοῦ ἐπανέφερε τὴν ὑγεία του ἡ Ἁγία μὲ τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της. Παρ’ ὅλο τὶς πίκρες ποὺ δέχθηκε στὴν ζωή της ἡ Ἁγία Θεοφανὼ ὑμνοῦσε τὸν Κύριο μὲ μία ἄσβεστη φλόγα.
Ἀναπαύθηκε ἐν εἰρήνῃ καὶ τὸ ἅγιο λείψανό της βρίσκεται στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Προελομένη τὰ οὐράνια πόθῳ, Θεοφανὼ τὴν βιοτὴν διεξῆλθες, ἀγγελικῶς ἐν γῇ περιπολεύουσα· ὅθεν κατηξίωσαι, οὐρανίων χαρίτων, σὺν Ἀγγέλων τάξεσι, καὶ Ἁγίων χορείαις, παρισταμένη τῷ Παμβασιλεῖ· ὃν ἐκδυσώπει, εὑρεῖν ἡμᾶς ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὴν ἐν τῷ μέσῳ ἀνακτόρων ἀναλάμψασαν
Ὡς ἐν ἐρήμῳ ἁγιότητος ταῖς λάμψεσιν,
Ὡς θεόφρονα τιμήσωμεν βασιλίδα·
Βασιλείαν γὰρ λιποῦσαι τὴν ἐπίγειον
Τὴν οὐράνιον ἐνθέως ἐκληρώσατο·
Χαίροις λέγοντες, Θεοφανὼ παμμακάριστε.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς θεοφανείας τῆς μυστικῆς, τὴν βουλὴν πληροῦσα, ὡς βασίλισσα νουνεχής, τῆς ὑπερκοσμίου, ἐπέβης βασιλείας, Θεοφανὼ Ὁσία ἀξιοθαύμαστε.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Χρυσοβέργης
Ὁ Νικόλαος ὁ Β’, ὁ Χρυσοβέργης (καὶ ὄχι Γραμματικός, ὅπως τὸν ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νικόδημος), διαδέχτηκε στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο τὸν παραιτηθέντα Πατριάρχη Ἀντώνιο τὸν Γ’ (984 – 995).
Κόσμησε μὲ τὴν εὐαγγελική του ζωὴ τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο μὲ ὁσιακὰ ἔργα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.