ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Τα πάντα περί Εορτολογίου, Συναξαριστή, Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών...

Moderator: inanm7

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jan 26, 2013 6:59 pm

4 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ο Πηλουσιώτης
Image
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἐγεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο περὶ τὸ 360 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς θεοφιλεῖς και ἦταν συγγενὴς τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, Θεοφίλου (385 – 412 μ.Χ.) καὶ Κυρίλλου Α’ (412 – 444 μ.Χ.). Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔλαβε μεγάλη και θαυμαστὴ θεολογικὴ και φιλοσοφικὴ γνώση. Στὴν ἀρχὴ ἐργάσθηκε ὡς διδάσκαλος καὶ κατηχητὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ἐπιζητώντας ὅμως τὴν ἡσυχία, γιὰ νὰ δύναται νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ ἔργο τῆς ζωῆς του, τὴ μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ἀποσύρθηκε σὲ κάποιο μοναστήρι στὸ ὄρος Πηλούσιο, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Πηλουσιώτης. Ἀργότερα χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ στὴ συνέχεια ἐκλέγεται ἡγούμενος στὸ μοναστήρι του.

Τὸ εὐγενὲς και ὑπέροχο ἦθος του, ὁ ὑποδειγματικὸς ἀσκητικὸς βίος και ἡ τεράστια θεολογικὴ κατάρτισή του συνετέλεσαν, ὥστε ταχέως νὰ ἀποκτήσει μεγάλο κύρος καὶ φήμη, νὰ ἀναδειχθεῖ κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πηλουσίου, νὰ καταστεῖ περίβλεπτος καὶ νὰ θεωρεῖται μοναδικὸς στὶς ἑρμηνεῖες χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Κατὰ τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴν Ἔφεσο τὸ ἔτος 431 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος ἀναφαίνεται μὲ μεγάλη ὑπόληψη καὶ σπουδαῖο κύρος στὴν Ἐκκλησία. Ἔλεγχε μὲ παρρησία τοὺς ἁμαρτάνοντες, ἐφώτιζε τοὺς πάντες μὲ τὸ θεῖο του λόγο, ἐνουθετοῦσε τοὺς ἄρχοντες, ὑπεστήριζε τοὺς κλονιζόμενους καὶ ἦταν ἡ «μοῦσα τῆς ἡμετέρας αὐλῆς», ὅπως ἀποκαλοῦσε αὐτὸν ὁ ἱερὸς Φώτιος. Συνέγραψε δὲ ἀρκετὲς πραγματεῖες, ὡς καὶ πλῆθος ἐπιστολῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες σώζονται πολλές, μὲ τὶς ὁποῖες ἐνουθετοῦσε, συμβούλευε και συγχρόνως ἐξηγοῦσε τὶς θεῖες καὶ σωτήριες Γραφές.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ἐκοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 440 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ κοσμούμενος, παντοδαπεῖ εὐκλεῶς, τοῖς λόγοις ἐκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, Ἰσίδωρε Ὅσιε· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, σεαυτὸν ἐκκαθάρας, πράξει καὶ θεωρίᾳ, διαλάμπεις ἐν κόσμῳ· δι’ ὧν μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τὰ κρείττονα.

Κοντάκιο. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐωσφόρον ἄλλον σε ἡ Ἐκκλησία, εὑραμένη ἔνδοξε, ταῖς τῶν σῶν λόγων ἀστραπαῖς, λαμπρυνομένη κραυγάζει σοι· χαίροις παμμάκαρ θεόφρον Ἰσίδωρε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔρωτι σοφίας διαπρεπής, ἀποδεδειγμένος, καταλάμπεις πᾶσαν τὴν γῆν, ἐκ τοῦ Πηλουσίου, τῶν λόγων τὰς ἀκτῖνας, ὥσπερ πυρσὸς ἐκπέμπων, Πάτερ Ἰσίδωρε.






Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Εἰρηνουπόλει
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν Ἐπίσκοπος Εἰρηνουπόλεως τῆς Κιλικίας καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακοσίους δεκαοκτώ Ἁγίους Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τὸ ἔτος 325 μ.Χ., γιὰ νὰ καταδικάσει τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Ἀρείου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Οἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καὶ Σίος
Image
Οἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καὶ Σίος τοῦ Μγκβιμέλι ἔζησαν στὴν Γεωργία τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἀρχικὰ ἦταν δούκας τοῦ Ζιχαντίνι καὶ ἀρχηγὸς τοῦ μεγαλύτερου κράτους στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλείου τοῦ Κάρτλι (Δυτικὴ Γεωργία). Στὴν συνέχεια ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους γεωργιανοὺς μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Σίου καὶ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς μονῆς ποὺ ἵδρυσε ὁ τελευταῖος. Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἐσκόπευε νὰ γίνει μοναχὸς ὅταν, πηγαίνοντας σὲ ἕνα κυνήγι, ἔγινε θεατὴς ἑνὸς θαύματος: εἶδε ἕνα περιστέρι νὰ φέρνει τροφὴ στὸν ἐρημίτη Ἅγιο Σίο. Αὐτὸς ἀρχικὰ ἦταν ἀντίθετος στὴ ἀπόφαση τοῦ Εὐάγριου, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ βιαστική. Ὁ Εὐάγριος ὅμως, ἐπέμενε καὶ τελικὰ ὁ Ἅγιος Σίος τοῦ παρήγγειλε νὰ ἐπιστρέψει σπίτι, νὰ τακτοποιήσει ὅλες τὶς ὑποθέσεις του, νὰ ἀποχαιρετήσει τοὺς δικούς του καὶ ἔπειτα νὰ πάει στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μτκβάρι καὶ νὰ βάλει μέσα στὸ νερὸ ἕνα μπαστούνι ποὺ ὁ ἴδιος θὰ τοῦ ἐδώριζε. Ἐὰν ὁ ποταμὸς ἐστέγνωνε μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Εὐάγριου, αὐτὸ θὰ ἦταν ἕνα θεϊκὸ σημάδι γιὰ νὰ ξεκινήσει τὸν μοναχικὸ βίο, διαφορετικὰ ὁ φιλόδοξος μοναχὸς θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν σκοπό του. Ὁ Εὐάγριος ἔπραξε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καί, κατὰ τὴν θεία βούληση, παρέμεινε μὲ τὸν Ἅγιο Σίο.

Ἔκτοτε ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀσκητῶν γύρω τους ἄρχισε νὰ πολλαπλασιάζεται καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐγεννήθηκε τὸ μοναστήρι. Ὁ Εὐάγριος μὲ δικά του ἔξοδα ἀγόρασε γιὰ τὴν ἀδελφότητα τὸ χωριὸ Σαλτέμπα μαζὶ μὲ τὰ προσαρτημένα ἐδάφη.

Μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα, ὁ Ἅγιος Σίος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, ἀπομονώθηκε σὲ σπήλαιο καὶ ὅρισε τὸν Ὅσιο Εὐάγριο ἡγούμενο τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητος.
Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων ἑορτάζεται καὶ στὶς 4 Ἰανουαρίου, ὅπως καὶ στὶς 9 Μαΐου.






Ὁ Ἅγιος Ἀβράμιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀρβὴλ Περσίδος
Image
Ὁ Ἅγιος Ἀβράμιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Περσικῆς πόλεως Ἀρβὴλ ἐπὶ βασιλέως Σαβωρίου. Κατὰ τὸ πέμπτο ἔτος τοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος ἔγινε στὴν Περσία, ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἀρχιμάγο τοῦ βασιλέως ποὺ ὀνομαζόταν Ἀδελφωρᾶς. Ὁ εἰδωλολάτρης ἀρχιμάγος τὸν ἐπίεζε, μὲ ἀπειλὲς καὶ ὑποσχέσεις νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Τότε ὁ Ἅγιος εἶπε πρὸς αὐτόν: «Ἄθλιε καὶ ταλαίπωρε, πῶς δὲν φοβᾶσαι προτρέποντάς με νὰ πράξω κάτι ποὺ δὲν πρέπει; Νομίζεις ὅτι εἶναι φυσικὸ νὰ ἀρνηθῶ τὸ Δημιουργὸ καὶ νὰ προσκυνήσω τὸ κτίσμα καὶ δημιούργημά Του;».
Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου ἐξόργισε τὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν μαστιγώσουν μὲ ράβδους γεμάτες ρόζους. Ὅση ὥρα τὸν ἐκτυποῦσαν ὁ Ἅγιος προσευχόταν καὶ ἔλεγε: «Κύριε, μὴν τοὺς λογαριάσεις αὐτὴ τὴν ἁμαρτία· δὲν ξέρουν τί κάνουν». Καὶ σὲ κάθε βασανιστήριο ἐπεκαλεῖτο τὸν Χριστὸ καὶ ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, βοήθα ἐμένα τὸν δοῦλον σου, ἐπειδὴ σὲ ἐσένα πιστεύει ἡ ψυχή μου». Μόλις εἶδε αὐτὸ ὁ ἀρχιμάγος διέταξε τὸν διὰ ξίφους ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου Ἀβραμίου. Ἔτσι ὁ Ἅγιος παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό.






Ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος ὁ Μάρτυρας
Εἶναι ἄγνωστο πότε καὶ ποῦ ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος. Οἱ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν ὅτι ἐτελειώθη διὰ ξίφους.






Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητής ὁ Στουδίτης
Image
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητὴς ἐγεννήθηκε στὴν Κυδωνία τῆς Κρήτης τὸ 792 μ.Χ. Σὲ νεαρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν ἔστειλαν στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν θεῖο του Θεοφάνη, ποὺ ἦταν μοναχὸς στὴν περιώνυμη μονὴ τοῦ Στουδίου, ὅπου καὶ ἔγινε καὶ αὐτὸς μοναχός. Στὴν ἡσυχία τῆς Μονῆς, ὁ Νικόλαος εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ λάβει μεγάλη θεολογικὴ καὶ φιλολογικὴ παιδεία, νὰ διακριθεῖ στοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ νὰ φθάσει στὰ ὕψη τῆς ἠθικῆς τελειότητος. Ὁ Ὅσιος ἀναδείχθηκε καὶ στὴν τέχνη τῆς ἀντιγραφῆς χειρογράφων.

Κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἡ Μονὴ Στουδίου καὶ οἱ μοναχοί της ὑπέστησαν μεγάλες διώξεις γιὰ τὴν προσήλωσή τους στὸν ἀγώνα ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος (806 – 815 μ.Χ.) ἀντιστάθηκε, ὁ δὲ αὐτοκράτορας Λέων ὁ Ε’ (813 – 820 μ.Χ.) συνεκάλεσε Σύνοδο ἡ ὁποία κατεδίκασε τὸν Πατριάρχη καὶ τὸν ἐξόρισε στὴν Προικόννησο. Διάδοχός του ἐχειροτονήθηκε ὁ Θεόδοτος ὁ Μελισσηνὸς (815 – 821 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος συγκρότησε Σύνοδο, γιὰ νὰ καταδικάσει τοὺς προμάχους τῆς Ἐκκλησίας. Στὴ Σύνοδο προσεκάλεσε τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Στουδίου Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπικεφαλῆς τῆς ἀντιδράσεως ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων. Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος δὲν προσῆλθε στὴ Σύνοδο, ὄχι γιατὶ ἐφοβόταν, ἀλλὰ γιατὶ ἤθελε νὰ στιγματίσει διὰ τῆς ἀποχῆς του τὴν παράνομη συγκρότηση τῆς Συνόδου. Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ἐξορίσθηκε μαζὶ μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Θεόδωρο. Λίγο μετὰ ἐφυλακίσθηκε γιὰ τρία χρόνια, παλεύοντας μὲ τὴ δίψα καὶ τὴν πείνα, καὶ στὴ συνέχεια ἐξορίσθηκε στὴ Σμύρνη. Καὶ ἐκεῖ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή.

Ὁ διάδοχος τοῦ Λέοντος τοῦ Ε’, Μιχαὴλ Β’ ὁ Τραυλός (820 – 829 μ.Χ.), ἐπέτρεψε τὴν ἐπάνοδο σὲ ὄλους τοὺς ἐξορισθέντες ὑπὸ τοῦ Λέοντος Ε’. Κατὰ τὴν ἐπιστροφή του ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε στὴν Χαλκηδόνα τὸν Πατριάρχη καὶ συναγωνιστή του Νικηφόρο. Ἀκολούθως ἔμεινε γιὰ λίγο χρόνο στὸν Ἀστακηνὸ Κόλπο, καὶ τέλος ἐπανῆλθε στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου. Ἀλλὰ γιὰ λίγο μόνο, ἀφοῦ ὁ αὐτοκράτορας ἀρνήθηκε νὰ ἀποδώσει στοὺς Ὀρθοδόξους τὶς ἀφαιρεθεῖσες ἀπὸ αὐτοὺς ἐκκλησίες καὶ νὰ ἐπιτρέψει τὴν ἀνάρτηση εἰκόνων σὲ αὐτές. Ἀκολουθεῖ τὸν αὐτοεξόριστο Γέροντά του, Ὅσιο Θεόδωρο, στὴ νῆσο Πρίγκηπο. Ὁ Ὅσιος Νικόλαος, μὲ τὴν λήξη τῆς εἰκονομαχίας καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.), ἐπέστρεψε στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου καὶ ἐξελέγη ἡγούμενος αὐτῆς. Λίγο ἀργότερα παραιτεῖται, προτείνοντας ὡς διάδοχό του τὸν πρεσβύτερο Σωφρόνιο.

Μετὰ ἀπὸ πολλὲς διώξεις καὶ αὐτοεξορία σὲ μετόχι τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου, στὸ Πραίνετο τῆς Νικομήδειας, ἱδρύει, τὸ ἔτος 859 μ.Χ., τὸ μοναστήρι τοῦ Κονορωβίου βοηθούμενος ἀπὸ κάποιον πλούσιο καὶ εὐσεβὴ ποὺ ὀνομαζόταν Σαμουήλ. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐδῶ τὸν παρέσυραν οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἔριδες μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν τῶν Πατριαρχῶν Ἰγνατίου καὶ Φωτίου. Μετέβη λοιπόν, ἀπὸ ἐδῶ στὴν Προικόννησο, μετὰ στὴ Μυτιλήνη καὶ στὴ συνέχεια στὸ Ἑξαμίλι τῆς Θρακικῆς Χερσονήσου, ἀπ’ ὅπου ὁδηγήθηκε μὲ συνοδεία φρουρᾶς, τὸ ἔτος 866 μ.Χ., ὡς αἰχμάλωτος κατὰ κάποιο τρόπο, στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου. Τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Α’ (867 – 886 μ.Χ.) καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος, κατὰ τὴ δεύτερη πατριαρχία του (867 – 877 μ.Χ.), προσέφεραν στὸν πολυπαθὴ Ὅσιο τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς τοῦ Στουδίου. Ἐκεῖνος, λυπούμενος γιὰ τὴν ἀκαταστασία τῆς ἐποχῆς, ἀρνήθηκε.
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 868 μ.Χ. καὶ τὸ τίμιο λείψανό του κατατέθηκε κοντὰ στὰ ἱερὰ σκηνώματα τῶν ἐνδόξων Στουδιτῶν Ναυκρατίου καὶ Θεοδώρου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κυδωνίας, καὶ ὑπόδειγμα, ὁσίου βίου, ἀνεδείχθης Στουδῖτα Νικόλαε· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν Εἰκόνα σεβόμενος, ὀμολογίας ἀγῶσι διέπρεψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιο. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ἐκ Κυδωνίας ὡς φωστὴρ λαμπρὸς ἀνέτειλας

Καὶ Ἐκκλησίας καταυγάζεις τὰ πληρώματα

Τῇ στερρᾷ ὁμολογίᾳ σου Θεοφόρε.

Τῆς Εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ γὰρ τὴν προσκύνησιν

Τοῖς ἀγῶσί σου καὶ πόνοις κατετράνωσας.
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Νικόλε.

Μεγαλυνάριο.
Χαίροις Κυδωνίας θεῖος βλαστὸς, καὶ Μονῆς Στουδίου, τύπος ἔμπνους πρὸς ἀρετήν· τῆς ὁμολογίας, τὸ θεῖον χαῖρε στόμα, Νικόλαε παμμάκαρ, Κρητῶν ἀγλάϊσμα.






Ὁ Ὅσιος Ἰάσιμος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ἅγιος Θεὸς τοῦ ἐχάρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ πολλοὺς ἐθεράπευσε γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὅσιος Ἰάσιμος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ ἐν τοῖς Πυθίοις
Ὁ Ὅσιος Νικήτας εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Μνημονεύεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Μανουὴλ Γεδεὼν ὡς ἀσκητὴς ὅσιος ἐν τοῖς Πυθίοις (τὸ σημερινὸ Κουρί) πρὸ τῶν εἰκονομαχιῶν. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Πρίγκηπας
Image
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος (Βσεβολόντοβιτς) ἐγεννήθηκε τὸ ἔτος 1189 στὴ Ρωσία καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ μεγάλου πρίγκηπα Βσέβολοντ. Διαδέχθηκε τὸν ἐδελφό του Κωνσταντίνο καὶ ἔγινε μέγας ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμὶρ καὶ τῆς Σουζδαλίας, λίγο πρὶν τὴν μάχη τοῦ Κάλκα, κατὰ τὴν ὁποία οὁ Μογγόλοι τοῦ Μπατοῦ Χὰν κατέστρεψαν τὸ Ρωσικὸ στρατό. Ἡ βασιλεία του διέρρευσε μέσα ἀπὸ ἐμφύλιους σπαραγμοὺς καὶ ἀγῶνες, καθὼς καὶ πολέμους κατὰ τῶν Μογγόλων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν εἰσβάλει στὴ Ρωσία καὶ ἐλεηλάτησαν τὴ Μόσχα, τὴ Σουζδαλία καὶ τὸ Βλαδιμίρ. Πράγματι, τὸ ἔτος 1223, τὰ μογγολικὰ στρατεύματα εἰσέβαλαν στὴ χῶρα τῆς Ρωσίας, ἐνίκησαν τοὺς διαιρεμένους Ρώσους ἡγεμόνες καὶ ἐπέστρεψαν στὴν Ἀσία.
Ὁ Ἄγιος Γεώργιος ἐφονεύθηκε στὴ μάχη τὴν ὁποία συνῆψε μὲ τοὺς Μογγόλους στὸν ποταμὸ Σίτα στὶς 4 Μαρτίου 1238. Ὁ Ἐπίσκοπος Κύριλλος ἐνταφίασε τὸ σκήνωμά του στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ροστὼβ καὶ δύο χρόνια αργότερα τὸ μετέφερε μὲ εὐλάβεια καὶ ἐπισημότητα στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαδιμίρ.






Οἱ Ὅσιοι Ἀβραὰμ καὶ Κόπρις
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Ἀβραὰμ καὶ Κόπρις ἀσκήτεψαν περὶ τὸ 1485 στὴ μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Πετσένγκα – Γκραζοβέσκ. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους μεταφέρθηκαν στὴν κωμόπολη Βλαντιμίρσκο τῆς Πετσένγκα, στὴν περιοχὴ Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας.






Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ὁ Θαυματουργός
Image
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος γεννήθηκε στὴν περιοχὴ Γκαλὶτς τῆς Κοστρόμα ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι εἶχε τὴ θεία κλήση ἐκ κοιλίας μητρός. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχὴ καὶ δέχθηκε τὴν κλήση ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ θείου ὁράματος. Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὴν πατρική του οἰκία, γιὰ νὰ ἐγκαταβιώσει στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκόφ. Ἀργότερα, ὅταν οἱ γονεῖς τοῦ Ὁσίου Κυρίλλου πληροφορήθηκαν τὴν ἀπόφαση τοῦ υἱοῦ τους, ἀκολούθησαν καὶ αὐτοὶ τὴν μοναχικὴ ὁδὸ καὶ ἔγιναν μοναχοί, πρῶτα ἡ μητέρα του μὲ τὸ ὄνομα Ἑλένη καὶ στὴ συνέχεια ὁ πατέρας του μὲ τὸ ὄνομα Βαρσανούφιος, τοῦ ὁποίου μάλιστα ἡ πνευματικὴ καθοδήγηση ἀνετέθη ἀπὸ τὸν ἡγούμενο στὸν υἱό του Κύριλλο.

Ὡς μοναχὸς ἐντυπωσίασε μὲ τὶς ἀρετές, τὴν ὑπακοή, τὴ μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή, τὸν ἡγούμενο Ὅσιο Κορνήλιο († 20 Φεβρουαρίου) καὶ τοὺς ἀδελφοὺς μοναχούς. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πατρός του ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, γιὰ νὰ ἐξέλθει καὶ νὰ ἀσκητέψει σὲ ἔρημο τόπο. Ἔπειτα ἀπὸ ἐρημικὴ ζωὴ εἴκοσι περίπου ἐτῶν σὲ διάφορους ἀσκητικοὺς τόπους τῆς Ρωσικῆς γῆς, ὁ Ὅσιος κατέληξε στὰ προάστια τῆς Μόσχας Νόβγκοροντ καὶ Πσκόφ, ὅπου ζοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.

Μετὰ ἀπὸ διαδοχικὰ θεία σημεῖα καὶ ὁράματα τῆς Θεοτόκου, ἵδρυσε μονὴ καὶ ἀνήγειρε δύο ναοὺς στὴ Λευκὴ Λίμνη, ἐνῷ ἡ ὁσιακὴ πολιτεία του προσείλκυε νέους ἀδελφοὺς γύρω του. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ τῆς διακρίσεως.
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, ἀφοῦ προαισθάνθηκε τὸ τέλος του, τὸ ἔτος 1532. ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη του στὶς 15 Ἰουνίου καὶ στὶς 7 Νοεμβρίου.






Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Νεομάρτυρας τοῦ Χαλεπλῆ
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωσὴφ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Χαλέπιον. Οἱ Τοῦρκοι τὸν φθόνησαν γιὰ τὴν εὐσέβειά του καὶ τὸν συκοφάντησαν ὅτι ἤθελε νὰ γίνει Τοῦρκος ἀλλὰ δὲν τὸ ἔπραξε. Ἔτσι τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις, τὸν καλοῦσε νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πατρῴα εὐσέβεια.
Ὅμως ὁ Ἰωσὴφ ἔλεγξε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία, τὴν ὁποία τὸν καλοῦσαν νὰ ἀσπασθεῖ. Ἀποδεικνυόμενος ἀκλόνητος καὶ ἀμετάθετος, παρὰ τὶς πιέσεις τῶν Τούρκων νὰ ἐξωμοτήσει, δέχθηκε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου, τελειωθεῖς διὰ ξίφους, τὸ ἔτος 1686 μ.Χ. Ὁ ὑπ’ ἀριθμ. 2142(129) Κώδικας τοῦ XVIII αἰῶνος τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀναφέρει τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου 17 Φεβρουαρίου.






Ἡ Ἁγία Δοσιθέα Βασίλισσα τῆς Ρωσίας
Ἡ Ἁγία Δοσιθέα κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1810.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jan 26, 2013 7:07 pm

5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ







Ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἡ Μάρτυς
Image
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀγάθη καταγόταν ἀπὸ τὴν Κατάνη τῆς Σικελίας. Τὸ λατινικὸ Μαρτύριον, ποὺ εἶναι ἀρχαιότερο, ὅπως καὶ τὸ Ἐγκώμιον, ποὺ συνέταξε ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος, δὲν ἀναφέρουν τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα της. Ἀντίθετα ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς σημειώνει ὅτι τόπος καταγωγῆς τῆς Ἁγίας ἦταν τὸ Παλέρμο. Τὴν πληροφορία αὐτὴ υἱοθέτησαν ἀβασάνιστα καὶ οἱ ὑπόλοιποι Συναξαριστές, ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι. Τὴν καταγωγὴ τῆς Ἁγίας Ἀγάθης ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κατάνης ἐνισχύει καὶ ὁ Ἅγιος Πέτρος, Ἐπίσκοπος Ἄργους, στὸ Ἐγκώμιον ποὺ ἔγραψε γιὰ τὸν σικελικῆς καταγωγῆς, ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κατάνης, Ἐπίσκοπο Μεθώνης Ἀθανάσιο. Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἀναφέρει μάλιστα ὅτι στὴν πόλη αὐτὴ ἡ Ἁγία γεννήθηκε, ἀνατράφηκε καὶ μαρτύρησε.

Ἡ Ἁγία Ἀγάθη προερχόταν ἀπὸ εὐγενικὴ καὶ εὔπορη οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς της ἦταν εἰδωλολάτρες καὶ πρέπει νὰ τοὺς ἔχασε σὲ μικρὴ ἡλικία. Ὅμως ἡ Ἁγία ἀπὸ παιδὶ ἔβαλε στὴν καρδιά της τὸν Χριστὸ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν Ἐκκλησία.

Ἡ Ἁγία Ἀγάθη μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας ἄρχισε ὅταν ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Πρῶτα ἀσκήθηκε σὲ αὐτὴν ἕνας ψυχικὸς βιασμός, ποὺ εἶχε διάρκεια τριάντα ἡμέρες, χωρὶς ὅμως νὰ τὴν κάμψει. Βλέποντας ὁ ἔπαρχος τῆς Σικελίας Κυντιανός, ἄνθρωπος μὲ ἄγρια ἔνστικτα, τὴν σταθερότητα τῆς Ἁγίας, προσπάθησε νὰ μεταστρέψει τὸ φρόνημά της ὥστε νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Ὕστερα τὴν παρέδωσε σὲ κάποια ἄπιστη γυναῖκα, ποὺ τὴν ὀνόμαζαν Ἀφροδισία καὶ τὶς θυγατέρες της, γιὰ νὰ τὴν πείσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της στὸν Κύριο.

Ὅταν ἄκουσε ὁ Κυντιανὸς ἀπὸ τὴν Ἀφροδισία ὅτι ἡ Ἁγία Ἀγάθη παρέμενε ἄκαμπτη, πλημμύρισε ἀπὸ ὀργή. Διέταξε νὰ τὴν ὁδηγήσουν μπροστά του καὶ ἄρχισε πάλι τὶς ἀπειλές. Στὸν διάλογο ποὺ ἀκολούθησε, ἡ Ἁγία ὑποστήριξε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας της, ὅτι εἶναι δούλη Χριστοῦ. Κατηγόρησε εὐθέως τὸν ἔπαρχο ὅτι πιστεύει σὲ ξόανα καί, μάλιστα, ἀναρωτήθηκε, πῶς ἕνας τόσο ἔξυπνος ἄνθρωπος παρουσιάζεται μὲ τὴν πίστη του τόσο ἀνόητος. Ὁ ἔπαρχος, μόλις ἄκουσε αὐτό, ράπισε τὴν Ἁγία καὶ διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν καὶ νὰ τὴν λογχίσουν. Παρὰ τοὺς φρικτοὺς πόνους, ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἐξακολουθοῦσε νὰ ὁμολογεῖ τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ νὰ δηλώνει ὅτι τὰ βασανιστήρια τῆς προξενοῦν χαρά, γιατί εἶναι πρόσκαιρα. Ὁ Κυντιανός, ἔξαλλος ἀπὸ ὀργή, διέταξε νὰ τὸν ἀποκόψουν τὸν μαστό. Ὕστερα ἀπὸ τὴν φρικώδη αὐτὴ πράξη τὴν ὁδήγησαν στὴ φυλακή.

Μόλις πλησίασαν τὰ μεσάνυκτα, ἐπισκέφθηκαν τὴν Ἁγία ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, μὲ μορφὴ γέροντα καὶ ἕνας Ἄγγελος, μὲ μορφὴ παιδιοῦ, ποὺ κρατοῦσε λαμπάδα. Ἄπλετο φῶς πλημμύρισε τὸ ὑγρὸ καὶ σκοτεινὸ κελὶ τῆς Ἁγίας. Ὁ Ἀπόστολος γιάτρεψε τὶς πληγές της καὶ ἀποκατέστησε τὸν κομμένο μαστό. Ἡ πόρτα τῆς φυλακῆς ἄνοιξε καὶ οἱ λοιποὶ κρατούμενοι ὠθοῦσαν τὴν Ἁγία νὰ ἀποδράσει. Αὐτή, ὅμως, σκεπτόμενη ἀπὸ τὴ μία ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν οἱ δεσμοφύλακες ἂν δραπετεύσει καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπομείνει τὸ μαρτύριο, δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸ δεσμωτήριο.

Τὴν τέταρτη ἡμέρα, ὁ Κυντιανὸς τὴν προσάγει στὸ δικαστήριο. Ἐκεῖ τῆς ἐπαναλαμβάνει ὅτι ἂν δὲν ὑπακούσει στὸ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα καὶ δὲν θυσιάσει στοὺς θεούς, θὰ θανατωθεῖ. Καμιὰ ὅμως ἀπειλὴ δὲν ἔκαμψε τὴν Ἁγία. Ὁμολόγησε καὶ πάλι τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ ἐπέδειξε τὶς θεραπευμένες πληγές της. Ὁ ἀπάνθρωπος τότε ἔπαρχος διέταξε νὰ ρίξουν γυμνὴ τὴν Ἁγία πάνω σὲ αἰχμηρὰ κεραμίδια, ποὺ πάνω τους ἔκαιγαν κάρβουνα. Ξαφνικά, μεγάλος σεισμὸς ἔγινε στὴν πόλη τῆς Κατάνης καὶ προξένησε πολλὲς ζημιές. Ἀνάμεσα στὰ θύματα ἦταν ὁ σύμβουλος τοῦ ἔπαρχου Σιλουανὸς καὶ ὁ φίλος του Φαλκόνιος. Μπροστὰ σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση ὁ Κυντιανὸς διέταξε νὰ μεταφέρουν τὴν Ἁγία στὴ φυλακή. Μέσα στὸ δεσμωτήριο ἡ Ἁγία προσευχήθηκε στὸν Κύριο καὶ Τὸν εὐχαρίστησε γιὰ τὴ δύναμη ποὺ τῆς χάρισε. Καὶ μόλις τελείωσε τὴν προσευχή της, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της. Ἦταν τὸ ἔτος 251 μ.Χ

Ὁ λαὸς τῆς Κατάνης, ἔντονα θορυβημένος ἀπὸ τὸ γεγονός, διαμαρτυρήθηκε στὸν ἔπαρχο. Στὴ συνέχεια, μετέφεραν τὸ τίμιο λείψανό της σὲ ἀσφαλὲς μέρος. Τότε παρουσιάσθηκε ἕνας λευκοντυμένος νεαρός, ἄγνωστος στοὺς αὐτόχθονες, ὁ ὁποῖος κατευθύνθηκε πρὸς τὸν τάφο τῆς Ἁγίας Ἀγάθης καὶ πάνω σὲ μαρμάρινη πλάκα ἔγραψε τὰ ἑξῆς: «Νοῦς ὅσιος, αὐτοπροαίρετος τιμὴ ἐκ Θεοῦ, καὶ πατρίδος λύτρωσις». Οἱ παριστάμενοι εἶπαν ὅτι ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος ἦταν ὁ Ἄγγελος τῆς Ἁγίας.

Ὁ λαὸς τῆς Κατάνης τιμοῦσε καὶ σεβόταν τὴν Ἁγία. Ὡς ἀνταπόκριση στὴν τιμὴ αὐτή, ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἔσωσε τὴν πόλη της ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἔκρηξη τοῦ ἡφαιστείου τῆς Αἴτνας. Οἱ κάτοικοι τῆς Κατάνης ἔτρεξαν στὸν τάφο της καὶ ἀφοῦ πῆραν τὴ λάρνακα μὲ τὸ ἅγιο λείψανό της, τὴν ἔστρεψαν πρὸς τὴν λάβα, ποὺ ζύγωνε τὴν πόλη καὶ ἔτσι ἀποσοβήθηκε ἡ συμφορά. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη στὶς 5 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 252 μ.Χ., ἀκριβῶς ἕνα χρόνο μετὰ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας.
Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀγάθης ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριό της, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὸ ἕβδομο τοῦ Βυζαντίου. Τὰ ἱερὰ λείψανά της μεταφέρθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν περίοδο τῶν αὐτοκρατόρων Βασιλείου Β’ (976 – 1025 μ.Χ.) καὶ Κωνσταντίνου Η’ (1025 – 1028 μ.Χ.).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρόδον εὔοσμον, τῆς παρθενίας, νύμφη ἄφθορος, τοῦ Ζωοδότου, ἀναδέδειξαι Ἀγάθη πανεύφημε· τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν γὰρ ποθήσασα, μαρτυρικῶς ἐν τῷ κόσμῳ διέπρεψας. Μάρτυς ἔνδοξε, λιταῖς σου θείαις ἀγάθυνον, τοὺς πόθῳ μεγαλύνοντας τοὺς ἄθλους σου.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Στολιζέσθω σήμερον ἡ Ἐκκλησία, πορφυρίδα ἔνδοξον, καταβαφεῖσαν ἐξ ἁγνῶν, λύθρων Ἀγάθης τῆς Μάρτυρος· χαῖρε, βοῶσα, Κατάνης τὸ καύχημα.

Μεγαλυνάριον.
Εἰς ὀσμὴν τῶν μύρων σου τῶν τερπνῶν, ἔδραμον Σωτήρ μου, ἀνεβόας τῷ Ἰησοῦ, νομίμως ἀθλοῦσα, Ἀγάθη Ἀθληφόρε· διὸ τοῦ σοῦ Νυμφίου, τρυφᾷς τοῖς κάλλεσι.






Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ ἐξ Ἀντιοχείας
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἦταν τέκνο πλουσίων καὶ ἐπίσημων γονέων. Τὸν ἐνέπνεε ὅμως εὐσέβεια θερμὴ καὶ ἱερὸς πόθος νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Γι’ αὐτὸ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κιλικία. Μόλις βρῆκε στὰ ὄρη τῆς πόλεως Ρώσου κάποιο δασῶδες φαράγγι, κατασκεύασε ἐκεῖ ἕναν πολὺ μικρὸ οἰκίσκο, ὅπου καὶ ἔστησε τὴν κατοικία του.

Στὸν τόπο αὐτὸ ὁ Ὅσιος ζοῦσε στὴ μόνωση καὶ διεξήγαγε τοὺς πνευματικοὺς καὶ ἀσκητικούς του ἀγῶνες μὲ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες. Κάποιες φορὲς μετέβαινε καὶ στὰ πλησιόχωρα χωριὰ ἀναζητώντας ψυχὲς πρὸς τὶς ὁποῖες ἔφερνε τὴν παρηγοριὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδας.

Ὅταν τὰ μέρη ἐκεῖνα κατέλαβαν οἱ Σαρακηνοί, ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἐπανῆλθε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἔχτισε μία μικρὴ καλύβα, στὴν ὁποία ζοῦσε μὲ ἄλλους ἀδελφούς. Τὸ Συναξάρι του ἀναφέρει ὅτι κοιμόταν στὴ γῆ, φοροῦσε ἕνα τρίχινο ἔνδυμα καὶ ἔφερε στὸ λαιμό του, στὴ μέση καὶ στὰ χέρια του βαριὰ σίδερα. Ὁ Θεὸς ποὺ ἔβλεπε τόν ἀσκητικό του ἀγῶνα καὶ ἄκουγε τὶς προσευχές του, τοῦ χάρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ὅσιος Πολύευκτος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε Μοναχὸς σὲ μονὴ τῆς νήσου Πρώτης. Ζοῦσε μὲ ἁπλότητα καὶ ἐγκράτεια καὶ πολλὲς φορὲς τρεφόταν μὲ ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμί, γιὰ νὰ θρέψει τοὺς φτωχούς. Ἦταν κάτοχος μεγάλης θεολογικῆς παιδείας καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ σεμνότητά του, τὸ ἦθος του, τὴν ἐγκράτεια καὶ ἀντικειμενικότητα τοῦ χαρακτῆρα του. Πολλοὶ μάλιστα τόν παρομοίαζαν μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.

Ὅταν τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 956 μ.Χ. ἀπεβίωσε ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτος (931 – 956 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Πολύευκτος χειροτονήθηκε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ 957 μ.Χ. βάπτισε στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν Ρωσίδα ἡγεμονίδα Ὄλγα, ἡ ὁποία, ὅπως λέγεται ἀπὸ μερικούς, ὀνομάστηκε Ἑλένη.

Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ἦταν κανόνας ἀρετῆς καὶ εὐσέβιας. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν φοβήθηκε νὰ ἐλέγξει τὸν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ (963 – 969 μ.Χ.), ὅταν αὐτὸς ἀποφάσισε νὰ νυμφευθεῖ τὴ βασίλισσα Θεοφανῶ, χήρα τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοὺ τοῦ Β’ (959 – 963 μ.Χ.). Ἐπειδὴ μάλιστα ὁ γάμος εἶχε τελεσθεῖ κρυφὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιο, αὐτὸς ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὸν βασιλιὰ στὴ Θεία Λειτουργία ποὺ ἔγινε στὴν Ἁγία Σόφια. Ὅμως, στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ἔδωσε τὴ συγχώρεση καὶ τὴ συναίνεσή του, γιὰ νὰ οἰκονομήσει τὰ πράγματα καὶ νὰ μὴν ὁδηγήσει τὸ κράτος σὲ χάος.

Ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος Φωκᾶς ἔπεσε θῦμα ἄγριας δολοφονίας. Καὶ ἡ πράξη αὐτὴ φαινόταν ἀκόμη πιὸ στυγερή, ἕνεκα τοῦ ὅτι συμμετεῖχε καὶ τὴν διευκόλυνε ἡ βασίλισσα Θεοφανῶ. Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος καταταράχθηκε γιὰ τὴν τρομερὴ καὶ ἀνοσία κακουργία. Ὅταν, λοιπόν, μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ μέρες ἀπὸ τῆς ἀναρρήσεώς του στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, ὁ Ἰωάννης Α’ ὁ Τσιμισκὴς (969 – 976 μ.Χ.) προσῆλθε στὸν ναὸ τῆς Ἅγια Σόφιας, γιὰ νὰ στεφθεῖ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, ὁ Ἅγιος δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ εἰσέλθει στὸ ἱερὸ καὶ ἀπαίτησε προηγουμένως νὰ ἐκπληρωθοῦν ὑπὸ τοῦ βασιλέως τρεῖς ὅροι. Ὁ πρῶτος ἦταν νὰ ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα ἡ Θεοφανῶ. Ὁ δεύτερος ὅρος ἦταν νὰ ὑποδείξει καὶ νὰ τιμωρήσει τὸν αὐτουργὸ τοῦ φόνου τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, καὶ ὁ τρίτος ὅρος, νὰ ἀνακαλέσει τὰ θεσπίσματα τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ περὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ἐξασφάλισε στὴν ἐκκλησία τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία καὶ τῆς ἔδωσε τὸ δικαίωμα τῆς ἐνέργειας κατὰ τῶν ὑπερβάσεων τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων, ὅταν αὐτὲς βλάπτουν τὴν Ἐκκλησία καὶ σφαγιάζουν τὶς παραδόσεις τοῦ λαοῦ τοῦ θεοῦ.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου πρὸς τὸ μοναχισμὸ καὶ τὴν νὰ ἀσκητικὴ ζωὴ ἐκφράστηκε καὶ διὰ τῆς ἱδρύσεως, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του, τῶν μονῶν Μέγιστης Λαύρας καὶ Ἰβήρων στὸ Ἅγιο Ὄρος.
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 970 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Σάββας ἐκ Σικελίας
Ὁ Ὅσιος Σάββας γεννήθηκε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 10ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Σικελία ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους, τὸν Χριστόφορο καὶ τὴν Καλή. Ἐκάρη Μοναχὸς στὴ μόνη τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, ὅπου μόναζαν ὁ πατέρας του, Χριστόφορος, καὶ ὁ ἀδελφός του, Μακάριος. Ὅταν ἔγινε ἡ ἐπιδρομὴ τῶν Σαρακηνῶν στὴ Σικελία ὁ Ἅγιος μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του κατέφυγε στὴν Καλαβρία καὶ ἐκεῖ ἵδρυσε τὴν μόνη τῶν Ἀρχαγγέλων, στὴν ὁποία ἔγινε καὶ ἡγούμενος. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ μόνη λόγω τῆς ἐπιδρομῆς τῶν Σαρακηνῶν στὴν περιοχὴ τῆς Καλαβρίας. Ἔτσι, κατέφυγε σὲ περιοχὴ κοντὰ στὸν ποταμὸ Σίγνιο, ὅπου ἵδρυσε τὴν μόνη τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πατέρα του, ὁ Ὅσιος ἀνέλαβε τὴ διοίκηση τῆς μόνης. Ἡ Ἁγιότητα τοῦ βίου του τὸν κατέστησε γνωστὸ σὲ ὅλη τὴν Ἰταλία, γι' αὐτὸ καὶ ἐπονομάστηκε Σάββας ὁ νεότερος.
Ὁ Ὅσιος Σάββας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 995 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἐκ Ρωσίας
Image
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τοῦ Οὔγκλιχ καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Νικήτας καὶ ἡ μητέρα του Μαρία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Ἅγιος ἔδειξε τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καὶ ἔγινε Μοναχὸς στὴν Μεγάλη Λαύρα τῆς πόλεως αὐτῆς, ἀγωνιζόμενος νὰ μιμηθεῖ τὴ ζωὴ τῶν Ὁσίων Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου) καὶ Θεοδοσίου († 3 Μαΐου). Ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κιέβου Διονύσιο καὶ τὸ 1662 ἔγινε ἡγούμενος τῆς μόνης Κορσοῦν τοῦ Κιέβου. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του τὸν ἀνέδειξε σὲ πνευματικὸ ὁδηγὸ καὶ τῆς ἀρχαίας Μονῆς τοῦ Κιέβου Βυντουπίτσκυ. Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου συνέβαλε στὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τῆς περιοχῆς, ἀφοῦ πολλὰ ἀπὸ τὰ μοναστήρια εἶχαν περιέλθει στὰ χέρια τῶν Οὐνιτῶν. Πολλὲς φορὲς ἀποσυρόταν στὴν μικρὴ Σκήτη τοῦ Μιχαηλόβσινα, γιὰ νὰ ζήσει στὴν ἀπομόνωση καὶ τὴν ἡσυχία.

Τὸ 1688 ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἔγινε ἡγούμενος στὴ μόνη Ἔλετσυ τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος, τοῦ ὁποίου ἡ ὑγεία εἶχε κλονιστεῖ, εὐχήθηκε ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος νὰ ἦταν ὁ διάδοχός του. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Θεοδόσιος, στὶς 11 Σεπτεμβρίου 1692, ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ἐργάστηκε σκληρὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωση τοῦ λαοῦ του, ἵδρυσε νέες ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες καὶ μοναστήρια.
Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1696. Τὸ ἱερὸ λείψανό του κατατέθηκε στὴ μόνη τῶν Ἁγίων Βορίδος καὶ Γκλὲμπ τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ ἀπετέλεσε πηγὴ ἰαμάτων καὶ θαυμάτων.






Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ἀθηναῖος
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Ἀντώνιος γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ φτωχοὺς καὶ ἀφανεῖς γονεῖς, τὸν Μῆτρο καὶ τὴν Καλομοίρα. Σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν ἄρχισε νὰ ἐργάζεται, γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν οἰκογένειά του, σὲ Τούρκους ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἀλβανία. Σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν ἐπωλήθη ὑπὸ τῶν αὐθεντῶν του σὲ κάποιος Ἀγαρηνοὺς τῆς Πελοποννήσου, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀγόρασαν μὲ σκοπὸ νὰ τὸν βασανίσουν, γιὰ νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν. Ἐπειδὴ δὲν κατάφεραν νὰ κάνουν τὸν Ἅγιο νὰ ἀλλαξοπιστήσει, τὸν πούλησαν σὲ ἄλλους σκληρότερος Τούρκους. Μεταπωληθεὶς πέντε φορὲς σὲ σκληρότερους αὐθέντες, σὲ διάφορους τόπους, παρέμενε πάντοτε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ γενναιότητα ψυχῆς πιστὸς στὴν πατρῴα εὐσέβεια. Τελικὰ ἀγοράσθηκε ἀντὶ 400 γροσσίων ἀπὸ ἕναν Ὀρθόδοξο Χριστιανὸ καὶ ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸ ἐργαστήριο ποὺ δούλευε ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ κάποιον Τοῦρκο, ποὺ κάποτε στὸ παρελθὸν τὸν εἶχε ἀγοράσει ὡς δοῦλο, ὁ ὁποῖος τὸν κατηγόρησε ὅτι ἐνῶ εἶχε προηγουμένως δεχθεῖ, τώρα ἀποκήρυσσε τὸν Ἰσλαμισμό. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ Μουρὰτ Μουλάν, ὁ ὁποῖος μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς προσπάθησε νὰ τὸν κάνει νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τοῦ ἀπάντησε: «Μὴν νομίζεις ὅτι θὰ καταφέρεις νὰ μὲ ἀποτρέψεις ἀπὸ τὴν πίστη μου στὸν Χριστὸ μὲ τὰ φοβερίσματά σου. Γι’ αὐτὸ βασάνισε, μαστίγωσε καὶ κατατεμάχισε τὸ σῶμα μου καὶ ἐπινόησε καὶ κανέναν ἄλλον καινούργιο καὶ φοβερότερο θάνατο, ἐπειδὴ περισσότερο ὑπάρχει περίπτωση ἐσὺ νὰ γίνεις Χριστιανὸς παρὰ ἐγὼ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μὴν ὁμολογῶ Αὐτὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἀληθινὸ Θεό».
Ὁ κριτὴς συγκινημένος ἀπὸ τὴν παρρησία τοῦ Νεομάρτυρα, προσπάθησε νὰ τὸν ἀθωώσει. Ἐπειδὴ ὅμως, φοβήθηκε τοὺς ψευδομάρτυρες, τὸν ἀπέστειλε στὸν βεζίρη Μεχμὲτ Πασσᾶ, ἀφοῦ τοῦ διεμήνυσε τὰ περὶ τῆς ἀθωότητος τοῦ Ἁγίου. Ὁ βεζίρης, πεισθεῖς γιὰ τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ὀργὴ τοῦ πλήθους, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν φυλακίσουν. Ὅμως τὸ μαινόμενο πλῆθος κατηγόρησε τὸν βεζίρη στὸν σουλτάνο Χαμὶτ τὸν Α’ (1774 – 1789 μ.Χ.) γιὰ δωροδοκία καὶ ἔτσι ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Ἅγιο. Ὁ Μάρτυρας, ἀφοῦ διετράνωσε καὶ πάλι τὴν πίστη του στὸν Χριστό, δέχθηκε τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας, ἀποκεφαλισθεῖς τὸ ἔτος 1774 μ.Χ, ἡμέρα Τετάρτη, στὴν περιοχὴ Ἂκ – Σεράϊ τῆς Κωνσταντινουπόλεως.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἀναζητήσεως τῶν ἀπολωλότων, ἐν Ρωσίᾳ
Image
Ἡ θαυματουργὸς καὶ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ ὀνομάζεται «Ἡ τῶν ἀπολωλότων ἀναζήτησις», τιμᾶται ἤδη ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ Παναγία, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ, ἔσωσε ἀπὸ τὴν κόλαση τὸν μοναχὸ Θεόφιλο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀδάνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὁ ὁποῖος μετανόησε.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας βρίσκεται σήμερα στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τῆς Μόσχας, ποὺ ἐπονομάζεται Σλοβούσκυ καὶ θαυματουργεῖ.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Σικελιωτίσσης ἐν Ντιβνογκὸρκ τῆς Ρωσίας
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Σικελιώτισσας φυλάσσεται στὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ντιβνογκὸρκ τῆς Ρωσίας. Τὴν ἐπωνυμία «Σικελιώτισσα» ἔλαβε ἀπὸ τὸν τόπο προελεύσεώς της, ἐφόσον, κατὰ τὴν παράδοση, δυὸ εὐσεβεῖς Ἕλληνες μοναχοί, ὁ Ξενοφῶν καὶ ὁ Ἰωάννης, τὴ μετέφεραν ἀπὸ τὰ θεία ὑψώματα τῆς Σικελίας, πιθανῶς κατὰ τὰ τέλη τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ. Οἱ δυὸ γέροντες ἵδρυσαν μονὴ κοντὰ στὸν ποταμὸ Δὸν καὶ ἔζησαν μέχρι τῆς ἀποπερατώσεώς της στὰ σπήλαια τῶν ἀσβεστογενῶν βράχων τῆς λοφώδους ἐκείνης περιοχῆς.

Ἐπὶ τῆς εἰκόνος ἀναπαριστᾶται ἡ Θεοτόκος καθήμενη ἐπὶ νεφελῶν νὰ κρατᾶ λευκὸ ἀνθισμένο κρίνο στὸ δεξί της χέρι καὶ τὸ Θεῖο Βρέφος μὲ τὸ ἀριστερὸ αὐτῆς καθήμενο στὰ γόνατά της. Τὸ Βρέφος κρατᾶ μὲ τὴ σειρά του κρίνο στὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ εὐλογεῖ μὲ τὸ δεξιό. Γύρω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τῆς Παναγίας ἀναπαρίστανται ὀκτῶ ἄγγελοι σὲ στάση ἱκεσίας καὶ γονυκλισίας. Ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς τῆς Θεοτόκου ἱστορεῖται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔχει ἐπιτελέσει πολλὰ θαύματα καὶ τιμᾶται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸ ἔτος 1831, ὁπότε καὶ κατέπαυσε θαυματουργικὰ τὴν ἐπιδημία χολέρας.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης ἐν Τσέρνιγκωφ τῆς Ρωσίας
Image
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὴν εἰκόνα αὐτὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jan 26, 2013 7:10 pm

6 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ὅσιος Βουκόλος Ἐπίσκοπος Σμύρνης
Image
Ὁ Ὅσιος Βουκόλος ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης.

Ὁ Ἅγιος διακόνησε τὴν Ἐκκλησία μὲ ὅλη τὴν εὐσυνειδησία, τὴν θερμότητα καὶ τὴν αὐταπάρνηση τῶν μαρτυρικῶν ἐκείνων χρόνων. Ὑπῆρξε πατέρας καὶ ποιμένας γιὰ τοὺς Χριστιανούς του στὴ διδασκαλία καὶ τὴν ὑπεράσπιση, ὅταν κινδύνευαν ἀπὸ τοὺς διῶκτες τοῦ Εὐαγγελίου. Πρὸς δὲ τὰ εἰδωλολατρικὰ πλήθη συμπεριφερόταν μὲ σύνεση καὶ διάκριση, προσέχοντας νὰ μὴν τὰ ἐρεθίσει ἀλλὰ καὶ προσπαθώντας μὲ θεία τέχνη καὶ φωτισμὸ νὰ ἑλκύει πολλοὺς ἀπὸ αὐτὰ στὴν Χριστιανικὴ πίστη.

Λίγο πρὶν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν πρόσκαιρο αὐτὸ βίο, ὁ Ὅσιος χειροτόνησε ὡς διάδοχό του τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Πολύκαρπο († 23 Φεβρουαρίου) καὶ μετὰ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Στὸ Συναξάρι του ἀναφέρεται ὅτι μόλις τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Βουκόλου ἐνταφιάσθηκε, μὲ θαυματουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ φύτρωσε στὸν τόπο τῆς ταφῆς του ἕνα δένδρο τὸ ὁποῖο παρεῖχε ἰάσεις στοὺς πιστούς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς διαλάμπων ἀρετῶν ταῖς ἀκτῖσι, τοῦ ἐν τῷ στήθει τοῦ Δεσπότου πεσόντος, ἐκ πόθου προσεπέλασας τῷ θείῳ φωτί· ὅθεν ὡς θεόπνευστος, Ἱεράρχης ἐμπρέψας, ἴθυνας τὴν ποίμνην σου, πρὸς νομὰς ἀληθείας. Καὶ νῦν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, Πάτερ Βουκόλε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸ καθαρόν, καὶ διαυγὲς τοῦ βίου σου, ὁ Μαθητής, ὁ τῷ Χριστῷ ἐράσμιος, ἀτεχνῶς ὡς θεασάμενος, Βουκόλε Πάτερ ἱερώτατε, ποιμένα Ἐκκλησίας σε καθίστησι, καὶ λύχνον εὐσεβείας φαεινότατον· τῶν τρόπων αὐτῷ γὰρ ἐκοινώνησας.

Μεγαλυνάριον.
Τῷ ἠγαπημένῳ μύστῃ Χριστοῦ, Βουκόλε θεόφρον, μαθητεύσας ὡς καθαρός, ὤφθης Ἐκκλησίας, ποιμὴν τῆς ἐν τῇ Σμύρνῃ, καὶ τῷ καλῷ ποιμένι, ταύτην ὡδήγησας.






Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Μάρτυρας ὁ ἐν Ἐμέσῃ
Image
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔμεσα, πόλη τῆς Κοίλης Συρίας καὶ ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβειά του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τοὺς ἀδελφούς του. Ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἰατροῦ καὶ φρόντιζε γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς σωματικῆς καὶ ψυχικῆς ὑγείας τῶν συνανθρώπων του, εἴτε Χριστιανῶν εἴτε εἰδωλολατρῶν.

Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Νουμεριανοῦ, τὸ ἔτος 284 μ.Χ., συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ὁ Ἐπίσκοπος Ἐμέσης Σιλουανός, ὁ διάκονος Λουκᾶς καὶ ὁ ἀναγνώστης Μώκιος, οἱ ὁποῖοι ὁμολόγησαν μὲ θάρρος καὶ ἀνδρεία τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ κατασπαραχθοῦν οἱ Ἅγιοι ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία.

Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς δὲν εἶχε παρασταθεῖ στὴν καταδίκη τους, ἀλλὰ ἄκουσε ὅμως περὶ αὐτῆς. Ἔτρεξε, λοιπόν, μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, γιὰ νὰ τοὺς προφθάσει, ἀλλὰ ὅταν ᾖλθε στὸ κριτήριο, πληροφορήθηκε ὅτι τοὺς μετέφεραν ἤδη στὸ ἀμφιθέατρο, γιὰ νὰ βροῦν τὸν θάνατο ἐκεῖ. Στὴ θέα τῶν Ἁγίων τὰ μάτια του δάκρυσαν ἀλλὰ ἡ ψυχή του φλογίσθηκε. Οἱ τρεῖς ἐκεῖνοι Ἅγιοι Μάρτυρες ἦταν ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ, καυχήματα τῆς Ἐκκλησίας, στηρίγματα τῶν ψυχῶν. Καὶ ἀμέσως ἔτρεξε κοντά τους, χωρὶς νὰ προλάβουν νὰ τὸν ἐμποδίσουν οἱ στρατιῶτες καὶ τοὺς ἀσπάσθηκε ἀδελφικά. Ἡ πράξη του αὐτὴ θεωρήθηκε ἔγκλημα καὶ κρίθηκε ὅτι οἱ ἀσπασμοὶ ἐκεῖνοι ἔπρεπε νὰ ἐπισύρουν τὸν θάνατο.
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς δὲν φοβήθηκε ἀπὸ τὴν κρίση τῶν διωκτῶν. Ἔμεινε ἕως τέλους ἀπτόητος καὶ ἄσειστος. Οἱ δήμιοι τοῦ διαπέρασαν καρφιὰ στὸ κεφάλι, στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, κατόπιν δὲ καὶ στὴν κεφαλή. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς ἀκολούθησε τοὺς ἄλλους Ἁγίους Μάρτυρες καὶ ἔλαβε τὸ ἔνδοξο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.






Οἱ Ἅγιοι Φαύστα, Εὐϊλάσιος καὶ Μάξιμος οἱ Μάρτυρες
Image
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Φαύστα καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύζικο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἦταν θυγατέρα πλούσιων καὶ εὐσεβῶν γονέων. Ἔμεινε ὀρφανὴ σὲ μικρὴ ἡλικία, ἔχοντας κληρονομήσει τὴν τεράστια περιουσία τῶν γονέων της. Ὅμως οὔτε τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας της, οὔτε ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου της κυρίευσαν τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά της. Ἡ Χριστιανικὴ ἀνατροφὴ ποὺ εἶχε ἀπὸ τοὺς μακαριστοὺς γονεῖς της ἦταν βαθιὰ χαραγμένη στὴν ψυχή της. Ἔμεινε λοιπὸν στὴν εὐσέβεια τῶν γονέων της καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἴδια καὶ μεγαλύτερη μάλιστα ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση, τὴν στιγμὴ ποὺ εἶχε χάσει τοὺς φιλόστοργους προστάτες της.

Κατὰ τὸ ἔτος 299 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), ἡ Ἁγία Φαύστα προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπιφανὴ Συγκλητικὸ Εὐϊλάσιο, ἐκπρόσωπο τοῦ ἡγεμόνα, νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στοὺς θεοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἡ Ἁγία ὅμως ἀρνήθηκε. Ὁ Εὐϊλάσιος, ποὺ ἦταν γέροντας στὴν ἡλικία, προσπάθησε νὰ πείσει τὴν Ἁγία ὅτι πίστευε σὲ ἀνόητη πίστη ἀλλὰ ἐκείνη, ἔχουσα καλὰ καὶ ἀσφαλὴ διδάγματα, φωτιζόμενη δὲ καὶ ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ἀνέλυσε τὰ δόγματα τῆς πίστεώς μας καὶ τοῦ ἔδωσε θαυμαστὲς ἀπαντήσεις. Ὅταν ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια, ἡ Ἁγία τὰ ὑπέμεινε μὲ τόση καρτερία, ὥστε ὁ Εὐϊλάσιος, στὴν ψυχὴ τοῦ ὁποίου ὑπῆρχαν εὐγενῆ σπέρματα, θαύμασε τὴν Μάρτυρα καὶ αἰσθάνθηκε μεγάλη ἐντύπωση ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, ἡ ὁποία χάριζε στὴν Ἁγία τόση ἀλύγιστη σταθερότητα ἑνωμένη μὲ τὰ πλέον φιλάδελφα αἰσθήματα ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς διῶκτες της. Ἡ δὲ κατάπληξή του κορυφώθηκε ὅταν ἡ Ἁγία, ποὺ τὴν ἔριξαν στὴ φωτιά, ἔμεινε ἄθικτη καὶ ἀβλαβὴς μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Πρὸ τοῦ θαύματος αὐτοῦ ὁ Εὐϊλάσιος αἰσθάνθηκε νὰ γκρεμίζεται μέσα του ὁ εἰδωλολάτρης. Διέταξε, λοιπόν, νὰ ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του τὴν Ἁγία, τὴν προσέβλεψε μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια καὶ τὴν ρώτησε, μὲ ἀνοικτὴ καρδιὰ καὶ πνεῦμα πρόθυμο γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῆς ἀλήθειας, περὶ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Τὰ λόγια τῆς Ἁγίας ἄγγιξαν τὴν καρδιὰ τοῦ γέροντος συγκλητικοῦ, ὁ ὁποῖος αἰσθάνθηκε βαθιὰ κατάνυξη καὶ ἀπέλυσε ἐλεύθερη τὴν Ἁγία.
Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἐξόργισε τὸν ἔπαρχο Μάξιμο. Ἀμέσως κάλεσε τὸν Εὐϊλάσιο καὶ τὸν ἐπέπληξε ἔντονα γιὰ τὴν στάση του καὶ τὴν ἀφέλειά του. Ὁ Εὐϊλάσιος, ἀτάραχος πρὸς τὶς ὕβρεις, τοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία τῶν βασάνων τῆς Μάρτυρος καὶ τὸ θαῦμα τῆς διασώσεώς της καὶ τοῦ ἐξέφρασε τοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔκρινε ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός. Τότε ὁ ἔπαρχος ὑπέβαλε τὸν Εὐϊλάσιο καὶ τὴν Ἁγία Φαύστα σὲ φρικώδη βασανιστήρια, τὰ ὁποία οἱ δύο Μάρτυρες ὑπέμειναν μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία. Καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε πάλι τὸ θαῦμα του. Ὁ ἔπαρχος Μάξιμος, μπροστὰ στὰ γενόμενα, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ ταπείνωση γονάτισε μπροστὰ στὴν Ἁγία ζητώντας συγχώρεση. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀντήχησε σὲ ὅλη τὴν Κύζικο. Ἡ εἴδηση δὲν ἄργησε νὰ φτάσει καὶ στὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανὸ (284 – 305 μ.Χ.). Κατὰ προσταγή του θανατώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς Ἅγιοι, ποὺ δέχθηκαν μὲ χαρὰ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.






Οἱ Ἅγιοι Θεόφιλος, Σατουρνίνος καὶ Ρεβοκάτος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Θεόφιλος, Σατουρνίνος καὶ Ρεβοκάτος μαρτύρησαν στὴν Ἱσπανία ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.).
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.






Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Βασίλειος καὶ Λουκιανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Βασίλειος καὶ Λουκιανὸς μαρτύρησαν διὰ ξίφους «ἐν τοῖς τοῦ Δαρείου». Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου ἀντὶ τοῦ Λουκιανοῦ ἀναγράφεται «Σιλουανὸς ὁ ἐν Ἐμέσῃ», ἐνῷ σὲ ἄλλους Συναξαριστὲς ἡ μνήμη τους ἁπαντᾶ καὶ στὶς 25 Ὀκτωβρίου.






Οἱ Ἅγιοι Δωροθέα καὶ Θεόφιλος οἱ Μάρτυρες ἐν Καισαρείᾳ

Image
Οἱ Ἅγιοι Δωροθέα καὶ Θεόφιλος μαρτύρησαν στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας ἐπὶ ἡγεμόνα Σαπρικίου μεταξὺ τῶν ἐτῶν 284 – 304 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Κατοικοῦσε στὴν περιοχὴ τῆς Θηβαΐδος κοντὰ στὴν πόλη τῶν Λύκων ἢ Λυκόπολη. Ἔφθασε σὲ ὑψηλὰ μέτρα πνευματικῆς τελειώσεως καὶ θεωρίας καὶ ἀντιμετώπισε, μὲ θεία βοήθεια, τὶς μεγάλες παγίδες τοῦ πειρασμοῦ. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἀξίωσε καὶ τοῦ χαρίσματος τῆς Θαυματουργίας. Ἔτσι κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Οἱ Ὅσιοι Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης ὁ ἐπικαλούμενος Προφήτης

Image
Οἱ Ὅσιοι Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης ἔζησαν κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν καὶ οἱ δυὸ μοναχοὶ καὶ φημισμένοι γιὰ τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ τὴν ἁγιότητά τους καὶ γνώριζαν ἄριστα τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ συνέγραψαν καὶ βιβλίο στὸ ὁποῖο διατυπώνονται διάφορες ἐρωτήσεις καὶ ἀπορίες καὶ δίδονται ἀπαντήσει μὲ σκοπὸ τὸ φωτισμὸ τῶν πιστῶν. Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἐκτυπώθηκε, κατὰ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, στὴ Βενετία.

Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη πρὶν τὸν Ὅσιο Ἰωάννη, στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς χάρισε τὸ προφητικὸ καὶ θαυματουργικὸ χάρισμα. Περὶ αὐτοῦ ἄκουσε καὶ ὁ αὐτοκράτορας Μέγας Θεοδόσιος (379 – 395 μ.Χ.) καὶ τὸν εἶχε σὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ τιμή.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἀσκήτευε στὰ μέρη τῆς Θηβαΐδος, σὲ τόπο ψηλὸ καὶ ἀπομακρυσμένο, ἀλλὰ ἡ φήμη του ἐξαπλώθηκε γρήγορα καὶ πλῆθος πιστῶν προσέτρεχε κοντά του, γιὰ νὰ ζητήσει τὶς πνευματικὲς συμβουλές του καὶ τὴν γιατρειὰ ἀπὸ τὶς ἀσθένειες. Τὸν ἐπισκέπτονταν καὶ ἄλλοι Πατέρες καὶ Ἀσκητές, ποὺ εἶχαν τὸν πόθο νὰ ἀκούσουν τὶς συμβουλές του καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν εὐλογία του. Ἐκεῖνος τοὺς ὑποδεχόταν μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη, λέγοντας ὅτι δὲν ἦταν τίποτε, ὥστε νὰ ἀξίζει νὰ ὑποβάλλονται σὲ τέτοιο κόπο πρὸς συνάντησή του. Οὔτε ἔλειπαν ἀπὸ τὸ ἐρημητήριό του οἱ ἀναχωρητές. Μελετοῦσαν μαζί, συνέψαλλαν καὶ συζητοῦσαν πνευματικὰ θέματα, πρὸς δὲ τοὺς νεότερους ἔδινε πατρικὰ τὶς σοφὲς νουθεσίες του. «Σεῖς βέβαια», τοὺς ἔλεγε, «θὰ νομίζετε πὼς κατορθώσατε κανένα μεγάλο πρᾶγμα μὲ τὸ νὰ ἐγκαταλείψετε τὸν κόσμο. Ἀφήσατε οἰκίες ἴσως, καὶ χρήματα καὶ κτήματα καὶ περιουσία. Ἀλλὰ ἀφήσατε καὶ τὸν πόθο τῆς ἁμαρτίας; Ἐδῶ εἶναι τὸ σπουδαῖο, διότι αὐτὴ εἶναι ὁ κόσμος. Ἤλθαμε στὴν ἡσυχία. Ἀλλὰ εἶναι πράγματι κτῆμα μας ἡ ἡσυχία μας αὐτή; Μήπως ἀνάβουν μέσα μας ἀκόμη ἐπιθυμίες τῆς σάρκας; Μήπως μᾶς τυραννοῦν κοσμικὲς ἀνησυχίες ἢ ἐγωισμοὶ ἢ ζήλιες, φθόνοι καὶ ἐνθυμήσεις φλογερὲς τῶν θέλγητρων τῆς κοσμικῆς ζωῆς; Μήπως τὸ σῶμα μας μένει στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ὁ κόσμος εἶναι ὁλόκληρος μέσα στὴν ψυχή μας; Καὶ πρὸ πάντων, ἀδελφοί μου, ἂς φυλαττώμεθα ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Ξέρετε ἐσεῖς κάτι περισσότερο ἀνόητο ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια; Ἐγὼ δὲν ξέρω. Τί εἶναι ἀρετή; Τὸ γνωρίζετε. Εἶναι Αὐτὸς ὁ Θεός. Ἡ ὑπερηφάνεια, ἀδελφοί, ὄχι μόνο δὲν μᾶς φέρνει ψηλότερα, ἀλλὰ καὶ μᾶς γκρεμίζει ὁλότελα. Διότι μᾶς τυφλώνει καὶ μᾶς σπρώχνει ὥστε νὰ μᾶς καταστρέψει. Ἡ ὑπερηφάνεια φίλοι μου, τί ἄλλο εἶναι παρὰ μία κυριαρχία τοῦ Σατανᾶ στὴν ψυχή μας. Ταπείνωση, λοιπόν, ἀδελφοί μου! Ταπείνωση, ὅσο περισσότερο μποροῦμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀσφάλειά μας, ἀλλὰ καὶ ἡ ὕψωσή μας καὶ αὐτὴ μᾶς ἀποδίδει στὴ φιλία τοῦ Θεοῦ».

Τέτοιες συμβουλὲς ἐξέρχονταν ἀπὸ τὸ γλυκὺ στόμα τοῦ μεγάλου Ἀσκητοῦ καὶ εἰσέρχονταν στὶς ψυχὲς ὡς καθαρὰ ὕδατα, τὰ ὁποία καθαρίζουν, δροσίζουν καὶ γονιμοποιοῦν.
Καὶ ἔφτασε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης σὲ βαθύτατο γῆρας. Προεῖδε δὲ τὸ θάνατό του τρεῖς ἡμέρες πρὶν αὐτὸς συμβεῖ. Ὁ Μέγας Ἀσκητὴς κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη ἀναπαυόμενος στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Οὐρανίου Πατρός.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν ἰσάγγελον βίον πολιτευσάμενοι, Βαρσανούφιε Πάτερ σὺν Ἰωάννῃ ὁμοῦ, τῆς ἀσκήσεως λαμπροὶ ἀστέρες ὤφθητε, καὶ μοναζόντων ὁδηγοί, πρὸς τὴν κρείττονα ὁδόν, ὡς πλήρεις φωτὸς τοῦ θείου, ἐκδυσωποῦντες ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος, τῶν θεοφόρων Πατέρων, ἀρετῶν τὰς χάριτας, μυσταγωγοῦσι τοὺς πάντας, μέγας μέν, ὁ Βαρσανούφιος πέλων Γέρων, ἄλλος δέ, ὁ Ἰωάννης ὅσιος Γέρων, οὓς αἰνέσωμεν συμφώνως, ὡς τῆς Τριάδος θείους θεράποντας.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Βαρσανούφιε ἱερέ, ζωῆς τῆς ὁσίας, θεοφόρε ὑφηγητά· χαίροις Ἰωάννη, τῆς χάριτος ταμεῖον, οἱ ὁδηγοὶ οἱ θεῖοι, ἡμῶν καὶ ἔφοροι.






Ὁ Ἅγιος Ἄμανδος φωτιστὴς τῆς Βελγικῆς
Image
Ὁ Ἅγιος Ἄμανδος γεννήθηκε κοντὰ στὴν Ἀκυϊτανία περὶ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ σπούδασε θεολογία στὴ Ρώμη. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία μόνασε σὲ μοναστήρι τῆς νήσου Γιέ. Ἐπειδὴ ὁ πατέρας του δὲν ἤθελε νὰ γίνει ὁ υἱός του μοναχὸς καὶ τοῦ ἔφερνε ἐμπόδια, ὁ Ἅγιος κατέφυγε στὴν πόλη Τούρ, ὅπου ἦταν ἐπὶ δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια ἔγκλειστος σὲ ἕνα κελὶ στὰ τείχη τῆς πόλεως. Σὲ ἕνα προσκύνημά του στοὺς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, στὴ Ρώμη, εἶδε σὲ ὅραμα τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος τοῦ φανέρωσε ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ κηρύξει ὁ Ἅγιος τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς λαοὺς τῆς Βελγικῆς. Γι’ αὐτὸ ἐπέστρεψε στὴν πόλη Μπούρζ, ὅπου χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καὶ ἄρχισε τὴν ἱεραποστολική του δράση στοὺς λαοὺς τῆς Γάνδης, τῆς Φλάνδρας, τῶν Πυρηναίων καὶ τῆς Γασκώνης.

Μετὰ ἀπὸ τὸ δεύτερο προσκύνημά του στὴ Ρώμη, στοὺς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐξελέγη τὸ ἔτος 647 μ.Χ. Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μάαστριχτ. Ἐκεῖ ἐργάσθηκε γιὰ τὴν ἐξημέρωση τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων τῶν ἐθνικῶν λαῶν καὶ πολλὲς φορὲς ἔσωσε, μὲ τὴν προσευχή του, τὸ ποίμνιό του ἀπὸ φυσικὲς καταστροφές. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, Πάπα Ρώμης († 16 Σεπτεμβρίου), συνεκάλεσε τοπικὲς Συνόδους κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ.
Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἱεραποστολικῆς δράσεως καὶ διακονίας, ὁ Ἅγιος Ἄμανδος, ἀφοῦ ἐνθρόνισε ὡς διάδοχό του τὸν Ἅγιο Ρεμάκ, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπισκοπικὸ θρόνο. Συνέχισε ὅμως τὸ κηρυκτικὸ ἔργο του, τὸ ὁποῖο τελείωσε στὴ Γασκώνη καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη στὴ μονὴ τοῦ Ἐλνόν, τὸ ἔτος 680 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Φώτιος ὁ Ἰσαπόστολος καὶ Ὁμολογητὴς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Image
Ὁ Μέγας Φώτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους ποὺ βασίλευσαν οἱ αὐτοκράτορες Μιχαὴλ (842 – 867 μ.Χ.), υἱὸς τοῦ Θεοφίλου, Βασίλειος Α’ ὁ Μακεδὼν (867 – 886 μ.Χ.) καὶ ὁ Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφὸς (886 – 912 μ.Χ.), υἱὸς τοῦ Βασιλείου. Γεννήθηκε περὶ τὸ 810 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ εὐσεβὴ καὶ ἐπιφανὴ οἰκογένεια, ποὺ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν τιμὴ καὶ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Σέργιος καὶ Εἰρήνη καὶ καταδιώχθηκαν ἐπὶ τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Σέργιος, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 13 Μαΐου, ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου (784 – 806 μ.Χ.) καὶ περιπομπεύθηκε δέσμιος ἀπὸ τὸ λαιμὸ ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε τὴν περιουσία του καὶ ἐξορίσθηκε μετὰ τῆς συζύγου του καὶ τῶν παιδιῶν του σὲ τόπο ἄνυδρο, ὅπου ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες πέθανε ὡς Ὁμολογητής.

Ὁ ἱερὸς Φώτιος διέπρεψε πρῶτα στὰ ἀνώτατα πολιτικὰ ἀξιώματα. Ὅταν μὲ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα ἀπομακρύνθηκε βιαίως ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος, ἀνῆλθε σὲ αὐτόν, τὸ ἔτος 858 μ.Χ., ὁ ἱερὸς Φώτιος, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν τεράστια μόρφωσή του. Ἡ χειροτονία του εἰς Ἐπίσκοπο ἔγινε τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 858 μ.Χ. ὑπὸ τῶν Ἐπισκόπων Συρακουσῶν Γρηγορίου τοῦ Ἀσβεστᾶ, Γορτύνης Βασιλείου καὶ Ἀπαμείας Εὐλαμπίου. Προηγουμένως βέβαια ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀκολούθως ἔλαβε κατὰ τάξη τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱεροσύνης.

Ὁ ἱερὸς Φώτιος μὲ συνοδικὰ γράμματα ἀνακοίνωσε, κατὰ τὰ καθιερωμένα, τὰ τῆς ἐκλογῆς του στοὺς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς καὶ τόνισε τὴν ἀποκατάσταση τῆς εἰρήνης στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλὰ πρὶν ἀκόμα προλάβει νὰ τὴν παγιώσει ἐπῆλθε ρήξη μεταξὺ τῶν ἀκραίων πολιτικῶν καὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πατριάρχη Ἰγνατίου, τῶν «Ἰγνατιανῶν».

Οἱ «Ἰγνατιανοί» συγκεντρώθηκαν στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, ἀφόρισαν τὸν ἱερὸ Φώτιο καὶ ἀνακήρυξαν Πατριάρχη τὸν Ἰγνάτιο. Ὁ Ἅγιος Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ ἀνακύψαντος ζητήματος. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε ὡς ἀντικανονικὲς τὶς ἐνέργειες τῶν «Ἰγνατιανῶν» καὶ τόνισε ὅτι ὁ Ἰγνάτιος, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο, δὲν ἦταν πλέον Πατριάρχης καὶ ὅτι ἐὰν διεκδικοῦσε καὶ πάλι τὴν ἐπιστροφή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, τότε αὐτόματα θὰ ὑφίστατο τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως καὶ τοῦ ἀφορισμοῦ.

Ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἱερούργησε, ὡς ἄλλος Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἀναζωπύρωση τῆς ἱεραποστολικῆς συνειδήσεως, ποὺ περιφρουρεῖ τὴν πνευματικὴ ἀνεξαρτησία καὶ αὐτονομία τῶν ὀρθοδόξων λαῶν ἀπὸ εἰσαγωγὲς ἐθίμων ξένων πρὸς τὴν ἰδιοσυγκρασία τους, μὲ σκοπὸ τὴν ἀλλοίωση τῆς ταυτότητος καὶ τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς. Διότι γνώριζε ὅτι ὁ μέγιστος ἐχθρὸς ἐνὸς λαοῦ εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς αὐτοσυνειδησίας του, ἡ φθορὰ τῆς πολιτισμικῆς του ἰδιοπροσωπίας καὶ ἡ ἀλλοίωση τοῦ ἤθους του. Ὁ ἱερὸς Φώτιος γνώριζε τὴν ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἀφοῦ ἀναφέρεται πολλὲς φορὲς στὸ ἔργο αὐτὸ καὶ μάλιστα ἐπηρεάστηκε ἀπὸ αὐτὴ στὸ θέμα τῆς χρήσεως τῶν ἐπιτόπιων γλωσσῶν καὶ τῶν μοναχῶν ὡς ἱεραποστόλων. Ἐπὶ ἡμερῶν του ἐκχριστιανίσθηκε τὸ ἔθνος τῶν Βουλγάρων, τὸ ὁποῖο μυσταγώγησε πρὸς τὴν ἀμώμητη πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἀναγέννησε μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ θείου Βαπτίσματος.

Ὁ ἱερὸς Φώτιος διεξήγαγε μεγάλους καὶ ἐπιτυχεῖς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἐναντίων τῶν Μανιχαίων, τῶν Εἰκονομάχων καὶ ἄλλων αἱρετικῶν καὶ ἐπανέφερε στοὺς κόλπους τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πολλοὺς ἀπὸ αὐτούς.

«Ἅπαντα μὲν τὰ ἀνθρώπινα συγκαταρρεῖ τῷ χρόνῳ καὶ ἀφανίζεται. Ἀρετὴ δέ… καὶ χρόνου καὶ παθῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου περιγίνεται· εἰ δὲ ἀκριβέστερον ἴδοις, τῷ χρόνῳ καὶ τῷ θανάτῳ μᾶλλον ἀναζῇ καὶ θάλλει καὶ τὸ οἰκεῖον κλέος καὶ τὴν εὐπρέπειαν, ἐναποσβεσθέντος αὐτοὶς τοῦ φθόνου, λαμπρότερόν τε καὶ θαυμασιώτερον ἀναδείκνυται».

Ὁ λόγος αὐτός, ἀπόσταγμα τῆς βαθιᾶς πίστεως καὶ τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας τοῦ Ἰσαποστόλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ, «μυρίαις ἀρεταῖς ἐξανθήσαντος καὶ πάσῃ γνώσει διαλάμψαντος», πληρέστατα ἐφαρμόζεται σὲ αὐτὸν τὸν εἰπόντα, τὸν ὁποῖο ἡ ἀδιάφθορη συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους, ὁμολόγησαν αὐτὸν Ἅγιο καὶ Ἰσαπόστολο «τοῖς οὐρανίοις ἀδύτοις ἀγκατοικιζόμενον», ὡς «ἀοίδιμον μὲν τοῖς διωγμοῖς, δεδοξασμένον δὲ τοῖς θανάτοις».

Τὸ θεολογικό του ἔργο δικαίωνε τοὺς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας, βεβαίωνε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐνέπνεε τὴν Ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση γιὰ τὴν συνεχὴ ἐγρήγορση τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση διέκρινε στὸ πρόσωπό του τὸν ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὸν ἐκφραστὴ τοῦ αὐθεντικοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ οἱονδήποτε στάδιο τοῦ βίου καὶ ἂν παρακολουθήσουμε τὸν ἱερὸ Φώτιο, εἴτε στὴν βιβλιοθήκη, ἐπιδιδόμενο σὲ μελέτες, εἴτε ὡς καθηγητὴ τῆς φιλοσοφίας στὸ πρῶτο Πανεπιστήμιο τῆς Μεσαιωνικῆς Εὐρώπης τῆς Μαγναύρας σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἡ Δύση ἦταν ἀκόμη βυθισμένη στὸ τέλμα τῶν σκοτεινῶν αἰώνων, εἴτε ὑπουργούντα σὲ ἀξιώματα μεγάλα καὶ περιφανὴ τῆς Πολιτείας, εἴτε κοσμοῦντα τὸν ἁγιότατο Πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας, εἴτε ἐξασκούμενο στὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία, εἴτε ὑφιστάμενο τὴν παραγνώριση τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς σκληρὲς στερήσεις δυὸ ἐξοριῶν, παντοῦ ἀναγνωρίζουμε τὸν μαχόμενο ὑπὲρ τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου πίστεως, τῆς «ἀποστολικῆς τε καὶ πατρικῆς παραδόσεως» καὶ «τῆς προγονικῆς εὐσεβείας», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς πατερικῆς διδασκαλίας αὐτοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Βασίλειος καταθέτοντας τὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς πρώιμης ἁγιοποιήσεως τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου, γράφει:

«Φώτιος γὰρ ἦν ὁ μακάριος, ὁ φωτὸς ἀκτῖσι φερωνύμος τοῦ ὀνόματος πλήθει διδασκαλιῶν καταλάμψας τὰ πέρατα, ὁ ἐξ αὐτῶν σπαργάνων ἀφιερωθεὶς τῷ Χριστῷ, ὡς ὑπὲρ τῆς αὐτοῦ εἰκόνος δημεύσει καὶ ἐξορίᾳ, τούτοις δὴ τοῖς ἀθλητικοῖς ἐκ προοιμίου ἀγῶσι συγκοινωνήσας τῷ γεννήτορι, οὗ καὶ ἡ ζωὴ θαυμαστὴ καὶ τὸ τέλος ἐπέραστον, ὑπὸ Θεοῦ τοῖς θαύμασι μαρτυρουμένη».

Ἡ ζωντανὴ Ὀρθόδοξη πίστη, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, ἡ πίστη τῆς ἀληθείας, εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς Χριστιανικῆς μας υποστάσεως καὶ ἐπιβάλλει τὴν συνεχὴ προσπάθεια γιὰ τὸ «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς «καινῆς κτίσεως», ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ δυναμικὴ γεφύρωση, σύνδεση καὶ ἀλληλοπεριχώρηση τοῦ θείου καὶ ἀνθρώπινου στοιχείου. Ὁ Χριστὸς ἑνώνει στὸ πρόσωπό Του τὴ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ θεότητα καὶ ἡ ἀνθρωπότητα ἔχουν ἐν Χριστῷ ἕνα κοινὸ τρόπο ὑπάρξεως καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος εἶναι ἡ ἑνότητα, ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων, ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης. Ἡ ἕνωση τῆς θείας μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία ἀφηρημένη ἀρχή. Φανερώνεται σὲ ἐμᾶς, ὅπως φανερώνεται πάντοτε ἡ φύση: μόνο ὡς τρόπος ὑπάρξεως, δηλαδὴ ὡς δυνατότητα ζωῆς. Εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ ζήσουμε, νὰ πληρωθεῖ ἡ ἀπύθμενη δίψα γιὰ ζωὴ ποὺ βασανίζει τὴν ὕπαρξή μας, νὰ ζήσουμε ὅλες τὶς δυνατότητες τῆς ζωῆς νικώντας τὴν ἀναπηρία καὶ τὸν θάνατο τῆς τεμαχισμένης ὑπάρξεως. Ἀρκεῖ νὰ ἀποδεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία του καὶ νὰ ζήσει τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ, τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀληθινὴ Χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ἡ γέφυρα ποὺ συνδέει τὸν οὐρανὸ μὲ τὴν γῆ, ἡ συνεχὴς πηδαλιούχηση τοῦ πορθμείου ἐκείνου, τὸ ὁποῖο, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Φώτιος, ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «διαπορθμεύει ἡμῖν τὴν ἐκεῖθεν ἀγαθοειδὴ καὶ θείαν εὐμένειαν» καὶ Χάρη. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἀληθινὸ ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας: ἡ ἀναγέννηση, ἕνωση, μετοχὴ καὶ κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τὸ Ὀρθόδοξο, λοιπόν, ἦθος, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ προσώπου μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα ἐν Χριστῷ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὁ ἁγιασμὸς τοῦ ὅλου ἀνθρώπου στὴν ὁδὸ τῆς θεώσεως ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει μόνο ὅταν ἔχουμε ὡς προϋπόθεση τὴν ὀρθὴ πίστη, τὴν ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτὸ οὐδέποτε ὁ Ἅγιος ἀνέχθηκε ὁποιαδήποτε παρασιώπηση ἢ παραφθορὰ τῆς ἀλήθειας.

Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Φώτιος πρὸς τὸν Πάπα Νικόλαο: «τὰ οἰκουμενικαῖς καὶ κοιναῖς τυπωθέντα ψήφοις πᾶσι προσήκει φυλάττεσθαι». Διότι, διὰ τῆς ἐπιμελοῦς φυλάξεως τῆς διδασκαλίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, «πᾶσα καινοτομία καὶ αἵρεσις ἀπελαύνεται· τὸ δὲ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀκήρατον καὶ ἀρχαιοπαράδοτον φρόνημα ταῖς εὐσεβούντων ψυχαῖς εἰς ἀδίστακτον σεβασμιότητα καθιδρύνεται». Ἔτσι ἡ μία γενεά, μετὰ φόβου Θεοῦ, παραδίδει στὴν ἐπερχόμενη τὰ τῆς πίστεως πολύτιμα κεφάλαια ποὺ ἔλαβε, μὲ πλήρη συναίσθηση ὅτι καὶ ἡ ἐπερχόμενη θὰ διατηρήσει ἀλώβητη τὴν πίστη. Σὲ μία ὁμιλία του ὁ Ἅγιος ἐξαίρει τὴ σπουδαιότητα τῆς συνεχιζόμενης ἀνελλειπῶς διαδοχῆς:

«Πρὸ τῆς ἑβδόμης Συνόδου, ἔσχε πρὸ ταύτης ἡ Πρώτη πολλῶν ἐν μέρει τὰς πράξεις μιμήσασθαι. Ἡ Δευτέρα τὴν Πρώτην ὑπογραμμὸν καὶ τύπον ἐδέξατο, τῆς δὲ Τρίτης αὐτὴ μετὰ τὴν πρώτην ὑπῆρξε παράδειγμα, ναὶ δὴ καὶ Τετάρτην ταυταῖς ἐπλούτει μιμήσασθαι καὶ ταῖς ἐφεξῆς ὑπῆρχον αἱ προλαβοῦσαι διδάσκαλοι».

Ἡ ἀπαρίθμηση ἐδῶ τῶν Συνόδων δὲν εἶναι συμπτωματική. Γιὰ τὸν Ἅγιο, τὸν τῆς ἀπλανοῦς γνώσεως κανόνα, τὸ παρελθόν, ἡ παράδοση, τὰ γενόμενα στὸ ἅγιο Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀποτελοῦν ἁπλὰ ἱστορικὰ γεγονότα. Μᾶλλον ἀποτελοῦν ὑπόδειγμα, τύπο γιὰ τὸ μέλλον τοῦ Κυριακοῦ Σώματος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιμένει μόνο στὴν ἱστορικὴ παράδοση ἢ μετάδοση, οὔτε μόνο γιὰ τὸν κληρονομικὸ χαρακτῆρα τῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ πρὸ παντὸς γιὰ τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας, γιὰ τὴν ταυτότητα καὶ τὴν συνέχεια τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴ ζωή της μέσα στὴ χάρη, γιὰ τὸ παρὸν μέσα στὸ ὁποῖο κατοικεῖ ἤδη τὸ μέλλον, γιὰ τὸ μυστήριο τῆς πίστεως.

Ἡ ἑνότητα, ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας συμπληρώνονται καὶ καταξιώνονται μὲ τὴν ἀποστολικότητά της. Στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ καθολικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν ἀποστολικότητα: «Ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ, ὅτι Σύ με ἀπέστειλας». Ἔτσι ἡ ἀποστολικότητα γίνεται ὀντολογικὸ γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράζει καὶ τὰ ἄλλα γνωρίσματά της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, γιατί συνεχίζει τὴν ἀποστολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων Του μέσα στὸν κόσμο. Ὁ ἱστορικὸς σύνδεσμός της μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἡ βεβαίωση τοῦ συνδέσμου αὐτοῦ μὲ τὴν ἀναγωγὴ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν καὶ τῶν Ἐπισκόπων στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους ἀποτελοῦν τὰ ἐξωτερικὰ τεκμήρια τῆς ἀποστολικῆς ἰδιότητας καὶ διαδοχῆς. Τὸ ἠθικὸ δὲ αἴτημα τῆς ἀποστολικότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ὑποχρέωση γιὰ πιστότητα στὴν ἀποστολικὴ παράδοσή της, ἡ ὁποία ἐξασφαλίζει τὴν ταυτότητα καὶ ἑνότητα τοῦ ζῶντος Σώματος. «Τοῦτο γὰρ τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τοῦτο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὸ φρόνημα».

Ἀγωνιζόμενος ὁ Ἅγιος Φώτιος ὑπὲρ «τῆς πίστεως ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν…, τῆς ἀχράντου καὶ εἰλικρινοῦς λατρείας, καὶ τῶν περὶ αὐτὴν μυστηρίων», στὴν ἐγκύκλιο ἐπιστολή του, τὸ 867 μ.Χ., ποῦ ἀπευθυνόταν πρὸς τοὺς κατὰ Ἀνατολὰς Ἐπισκόπους καὶ Πατριάρχες, στρέφεται στὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως, «κατὰ πάσης αἱρέσεως», ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συγχρόνως καλεῖ ὅλους νὰ εἶναι ἄγρυπνοι ἐναντίων κάθε δυσέβειας. Ὁ Μέγας Φώτιος, γνωρίζοντας ὅτι κάθε ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἀληθὴ πίστη ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν πνευματικότητα, κατακρίνει «τὸ τῆς γνώμης ἠρρωστηκὸς καὶ ἀστήρικτον» καὶ καταδικάζει, ὡς «ἁμαρτίαν πρὸς θάνατον», κάθε ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν «τῶν παραδοθέντων ἀθέτησιν» ἢ «καταφρόνησιν» ἀπὸ ἐκείνους ποὺ «κατὰ τῶν ἰδίων ποιμένων ὑπερήφανον ἀναλαμβάνουν φρόνημα, ἐκεῖθεν δὲ κατὰ τοῦ κοινοῦ Ποιμένος καὶ Δεσπότου παρατείνουν τὴν ἀπόνοιαν». Ἐπὶ τῆς βάσεως αὐτῆς ἀντέκρουσε ὄχι μόνο τοὺς εἰκονομάχους ἀλλὰ καὶ τὶς παπικὲς ἀξιώσεις καὶ τὸ γερμανοφραγκικὸ δόγμα τοῦ filioque, τὸ ὁποῖο διασαλεύει τὴν κοινωνία τῶν ἁγιοπνευματικῶν προϋποθέσεων καὶ ἐνεργειῶν καὶ δὲν ἔχει θέση μέσα στὴν κοινωνία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς κοινότητος τῶν ἀδελφῶν.

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸν Ἰούλιο ἢ Αὔγουστο τοῦ 867 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, καθαίρεσε τὸν Πάπα Νικόλαο γιὰ τὶς ἀντικανονικές του ἐνέργειες, ἐνῶ ἀποδοκίμασε τὴ διδασκαλία τοῦ filioque καὶ τὰ ρωμαϊκὰ ἔθιμα. Μάλιστα ἡ ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ τοῦ ἱεροῦ Φωτίου γιὰ τὰ θέματα αὐτά, μετὰ τὴ συνοδικὴ κατοχύρωση τοῦ περιεχομένου της, κατέστη ἕνα σταθερὸ πλέον κριτήριο γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῶν σχέσεων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως.

Ἡ δολοφονία τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τοῦ Γ’, στὶς 24 Σεπτεμβρίου 867 μ.Χ., ἀπὸ τὸν Βασίλειο Α’ τὸν Μακεδόνα, συνοδεύτηκε καὶ μὲ κρίση στὴν Ἐκκλησία. Ὁ νέος αὐτοκράτορας τάχθηκε ὑπὲρ τῆς προσεγγίσεως Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ρώμης καὶ ἀναζήτησε ἐρείσματα στούς «Ἰγνατιανούς». Ὁ ἱερὸς Φώτιος ὑπῆρξε τὸ θῦμα αὐτῆς τῆς νέας πολιτικῆς σκοπιμότητας τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐκθρόνισε τὸν Ἅγιο Φώτιο καὶ ἀποκατέστησε στὸν θρόνο τὸν Πατριάρχη Ἰγνάτιο, στὶς 23 Νοεμβρίου 867 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 869 μ.Χ., ποὺ συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἀναθεμάτισε τὸν Ἅγιο Φώτιο, ὅσοι δὲ Ἐπίσκοποι χειροτονήθηκαν ἀπὸ αὐτὸν ἢ παρέμεναν πιστοὶ σὲ αὐτὸν καθαιρέθηκαν καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ἢ λαϊκοὺς παρέμειναν ὀπαδοί του ἀφορίσθηκαν. Ὁ ἱερὸς Φώτιος καθ’ ὅλη τὴν διαδικασία καὶ παρὰ τὴν προκλητικὴ στάση τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Πάπα τήρησε σιγή, τοὺς ὑπέδειξε νὰ μετανοήσουν καὶ ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὴν ἀντικανονικὴ ποινή. Στὴ συνέχεια ἐξορίστηκε καὶ ὑποβλήθηκε σὲ ποικίλες καὶ πολλαπλὲς στερήσεις καὶ κακουχίες. Ἐπακολούθησε βέβαια ἡ συμφιλίωση τῶν δύο Πατριαρχῶν, Φωτίου καὶ Ἰγνατίου, ἀλλὰ ὁ θάνατος τοῦ Ἰγνατίου, στὶς 23 Ὀκτωβρίου τοῦ 877 μ.Χ., ἐπέτρεψε τὴν ἀποκατάσταση τοῦ ἱεροῦ Φωτίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο μέχρι τὸ ἔτος 886 μ.Χ. κατὰ τὸν ὁποῖο ἐξαναγκάστηκε σὲ παραίτηση ἀπὸ τὸ διαδεχθέντα τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο δευτερότοκο υἱὸ τοῦ Λέοντα ΣΤ’ τὸν Σοφό.
Ὁ Ἅγιος Φώτιος κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 891 μ.Χ. ὄντας ἐξόριστος στὴν ἱερὰ μονὴ τῶν Ἀρμενιανῶν, ὅπως ἄλλοτε ὁ θεῖος καὶ ἱερὸς Χρυσόστομος στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου. Τὸ ἱερὸ καὶ πάντιμο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Φωτίου ἐναποτέθηκε στὴν λεγόμενη μονὴ τῆς Ἐρημίας ἢ Ἠρεμίας, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Χαλκηδόνα. Παλιότερα ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Προφητεῖο, δηλαδὴ στὸ ναὸ τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, ποὺ βρισκόταν στὴ μονὴ τῆς Ἐρημίας, ἐνῶ τώρα τελεῖται στὴν ἱερὰ πατριαρχικὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴ νῆσο Χάλκη, ὅπου ἱδρύθηκε καὶ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας ἐκφάντωρ λαμπρὸς γενόμενος, Ὀρθοδοξίας ἐδείχθης θεοπαγὴς προμαχών, τῶν Πατέρων καλλονὴ Φώτιε μέγιστε· οὐ γὰρ αἱρέσεων δεινῶν, στηλιτεύεις τὴν ὀφρύν, Ἑῴας τὸ θεῖον σέλας, τῆς Ἐκκλησίας λαμπρότης, ἣν διατήρει Πάτερ ἄσειστον.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῆς Ἐκκλησίας ὁ φωστὴρ ὁ τηλαυγέστατος

Καὶ ὀρθοδόξων ὁδηγὸς ὁ ἐνθεώτατος

Στεφανούσθω νῦν τοῖς ἄνθεσι τῶν ᾀσμάτων.

Ἡ θεοφθόγγος κιθάρα ἡ τοῦ Πνεύματος,

Ὁ στερρότατος αἱρέσεων ἀντίπαλος·
Ὧ καὶ κράζομεν, χαῖρε πάντιμε Φώτιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὀρθοδόξων φωταγωγέ, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφοστόλε καὶ ὁδηγέ· χαίροις κακοδόξων, ἡ δίστομος ῥομφαία, ὦ Φώτιε τρισμάκαρ, ῥητόρων ἔξοχε.






Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ ἐκ Γεωργίας
Image
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τοῦ Ἰκαλτοέλι ἔζησε μεταξὺ τοῦ 11ου καὶ 12ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Γεωργία. Σπούδασε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Ἰκάλτο καὶ γνώρισε τὴ βυζαντινὴ παράδοση ἀπὸ τὴν παραμονή του στὴν Κωνσταντινούπολη.
Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1127 στὴ Γεωργία.






Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Σιναΐτης
Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς (Τζαγκάρης) ἦταν ἀδελφὸς στὴ μονὴ Σινᾶ καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Μεζένιδες τὸ 1623 ἔξω ἀπὸ τὴ μάνδρα τῆς μονῆς.







Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμιος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Σιναΐτης
Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμιος ἦταν ἀδελφὸς τῆς μονῆς Σινᾶ καὶ διακονοῦσε στὸ μετόχι τῆς μονῆς στὴν Ἁγία Τριάδα Ἡρακλείου τῆς Κρήτης. Ὁ Ἅγιος ἦταν μέλος τῆς συνοδείας τοῦ Ἱερομάρτυρα Νεοφύτου τοῦ Σιναΐτου († 20 Δεκεμβρίου) καὶ μαρτύρησε τὸ ἔτος 1822.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jan 26, 2013 7:13 pm

7 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ὅσιος Παρθένιος Ἐπίσκοπος Λαμψάκου
Image
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος καταγόταν ἀπὸ κάποια κωμόπολη τῆς Βιθυνίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 – 337 μ.Χ.). Ἦταν υἱὸς τοῦ διακόνου τῆς Ἐκκλησίας Μελιτοπόλεως Χριστοφόρου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διδάχθηκε τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη.

Ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία προέκοπτε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος ἁλίευσε τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ ἦταν ψαράδες, τὸν ἔκανε νὰ ἀγαπήσει τὴν ἁλιεία. Καὶ ὅταν ἔριχνε τὰ δίχτυα στὴν Ἀπολλωνιάδα λίμνη ἢ τὰ ἀνέσυρε γεμάτα ψάρια, αἰσθανόταν ὅτι ἐργαζόταν σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πλοιάρια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἢ τοῦ Ἰωάννου.

Τὰ χρήματα ποὺ εἰσέπραττε ἀπὸ τὴν πώληση τῶν ψαριῶν δὲν τὰ κρατοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ τὰ μοίραζε στοῦ πτωχοὺς ἀπὸ ἀγάπη πρὸς αὐτούς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν τὸν εὐχαριστοῦσαν ἐκεῖνος ἔλεγε: «Διατὶ μὲ εὐχαριστεῖτε; Δὲν ἔχω καμία τέτοια ἀξίωση. Μήπως εἴμαστε ξένοι; Ἐμεῖς εἴμαστε ἀδελφοί. Τί δὲ ἁπλούστερο καὶ φυσικότερο ἀπὸ τὸ νὰ βοηθᾶ ἀδελφὸς τοὺς ἀδελφούς;».

Γιὰ τὴν ἐνάρετη αὐτοῦ παρουσία ὁ Ἐπίσκοπος Μελιτοπόλεως Φίλιππος (ἡ Φιλητός) τὸν χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Ἀργότερα ὁ Ἐπίσκοπος Κυζίκου Ἀχίλλιος (ἢ Ἀσχόλιος) τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Λαμψάκου.

Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ εὐσέβεια ποὺ ἔκρυβε στὴν ψυχή του ἦταν τόσο πολὺ μεγάλη, ὥστε ὁ Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐκδιώκει τοὺς δαίμονες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ θεραπεύει κάθε εἴδους ἀσθένεια. Γι’ αὐτὸ προσφεύγουν σὲ αὐτὸν ἰδιαίτερα οἱ πάσχοντες ἀπὸ τὴν ἐπάρατη νόσο τοῦ καρκίνου. Ὁ Ἅγιος ἦταν ὁ πρᾶος, ὁ ὑπομονετικός, ὁ φιλόξενος, ὁ μακρόθυμος, ὁ ἄγγελος τῆς ὁμόνοιας, ὁ ἐνθαρρύνων τοὺς μετανοοῦντες, ὁ πρόθυμος γιὰ τὸ ποίμνιό του.
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τμῆμα τῆς τιμίας κάρας αὐτοῦ φυλάσσεται στὴν ἱερὰ μονὴ Μακρυμάλλη, τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Χαλκίδος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῷ μύρῳ τοῦ Πνεύματος, ποιμὴν Λαμψάκου ὀφθείς, τὴν θείαν ἐνέργειαν, παρὰ Θεοῦ δαψιλῶς, θαυμάτων ἐπλούτησας, δαίμονας ἀπελαύνειν, ἀσθενοῦντας ἰᾶσθαι, νόσους ἀποδιώκειν, καὶ πληροῦν τὰς αἰτήσεις, Παρθένιε Ἱεράρχα, τῶν προσιόντων σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν θαυμάτων εἴληφας, τὴν θείαν χάριν θεόφρον, ἱερὲ Παρθένιε, θαυματουργὲ θεοφόρε, ἅπαντα, πιστῶν τὰ πάθη ἀποκαθαίρων, πνεύματα τῆς πονηρίας Πάτερ ἐλαύνων· διὰ τοῦτό σε ὑμνοῦμεν, ὡς μέγαν μύστην Θεοῦ τῆς χάριτος.

Μεγαλυνάριον.
Τὴν πηγὴν τῆς χάριτος ἐκπιών, πέλαγος θαυμάτων ἀναβλύζεις ὑπερφυῶν, καὶ καταπιαίνεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, ῥοαῖς ταῖς ζωηρρύτοις, Πάτερ Παρθένιε.






Οἱ Ἅγιοι Χίλιοι Μάρτυρες τρεῖς Οἰκέτες, τέσσερις Προτίκτορες οἱ ἐν Νικομήδειᾳ Μαρτυρήσαντες
Ἡ στρατιὰ αὐτὴ τῶν χιλίων τριῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἔλαβε τοὺς στεφάνους τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ἤσαν οἰκογένειες, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, ποὺ θυσίασαν τὴ ζωὴ τους ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἀνῆκαν στὴν ὑπηρεσία τῶν τεσσάρων ἐκείνων προτικτόρων καὶ Ρωμαίων ἀξιωματούχων, οἱ ὁποῖοι, ὕστερα ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορα, συνέλαβαν τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Πέτρο, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας καὶ ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ αὐτοῦ († 24 Νοεμβρίου).
Ὅταν οἱ κύριοι αὐτῶν, μετὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἱερομάρτυρα Πέτρου, ἔγιναν Χριστιανοὶ καὶ μαρτύρησαν (14 Δεκεμβρίου), τότε καὶ αὐτοὶ μετανόησαν καὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ τὰ μέλη τῶν οἰκογενειῶν τους. Ἔτσι, προσῆλθαν στὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, ποὺ βρισκόταν στὴ Νικομήδεια καὶ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Ὁ αὐτοκράτορας ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στοὺς στρατιῶτες νὰ τοὺς ἐκτελέσουν διὰ ξίφους. Μέχρι τὸν θάνατό τους οἱ Μάρτυρες παρέμειναν ἄφοβοι καὶ χαρούμενοι καὶ ἔτσι κέρδισαν μὲ τὸ αἷμά τους, τοὺς ἁμαράντινους στεφάνους τῆς αἰώνιας ζωῆς.







Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Ἀγαθάγγελος μαρτύρησε τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ Δαμασκὸ τῆς Συρίας.






Οἱ Ἅγιοι ἕξι Μάρτυρες ἐκ Φρυγίας
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἕξι Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διὰ πυρός.






Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος ὁ Μάρτυρας καὶ ἡ συνοδεία αὐτοῦ
Ἀγνοεῖται ὁ χρόνος καὶ ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Θεοπέμπτου καὶ τῆς συνοδείας αὐτοῦ.






Ὁ Ἅγιος Αὔδατος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Αὔδατος μαρτύρησε στὴ Φρυγία τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν Μονοβάτοις ἀγωνισάμενος
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἦταν μοναχὸς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ ἐν Στειρίῳ τῆς Ἑλλάδος
Image
Οἱ πρόγονοι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιὰ ἀπὸ τὸν πατέρα του, εἶχαν γεννηθεῖ στὴν Αἴγινα, τὴν ὁποία ὅμως, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι κάτοικοι τοῦ νησιοῦ, ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν, ἐξαιτίας τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν τῶν Σαρακηνῶν, γύρω στὰ ἔτη 865 – 870 μ.Χ. Ἔτσι, ἀπὸ τὴν Αἴγινα κατέφυγαν στὴν ἐπαρχία τοῦ Χρυσοῦ (ἢ Χρισοῦ, δηλαδὴ τῆς ἀρχαίας Κρίσσας) τῆς Φωκίδος καὶ ἐγκαταστάθηκαν ἀρχικὰ στὸ παράλιο ὄρος τοῦ Ἰωάννου ἢ τοῦ Ἰωαννίτζη ἐπιλεγόμενο.

Ἀλλά, ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖ δὲν βρῆκαν ἀσφάλεια, ἀφοῦ καὶ τὶς παραθαλάσσιες ἐκεῖνες περιοχὲς λυμαίνονταν καὶ λεηλατοῦσαν οἱ Σαρακηνοὶ πειρατὲς μὲ τὶς συχνὲς ἐπιδρομές τους, ἀναγκάσθηκαν πάλι οἱ πρόγονοι τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ νὰ ἐγκαταλείψουν καὶ τὸ ὄρος τοῦ Ἰωαννίτζη. Στὴ συνέχεια μετακινήθηκαν καὶ κατέφυγαν κοντὰ σὲ ἕνα λιμάνι, στὴν σημερινὴ Ἰτέα, ποὺ ὀνομαζόταν Βαθύς. Ἐκεῖ γέννησαν τὸν πατέρα τοῦ Ὁσίου, τὸν ὁποῖο ὀνόμασαν Στέφανο.

Καὶ πάλι ὅμως οἱ προπάτορες τοῦ Ὁσίου, σὰν κάποιο θεϊκὸ νεῦμα νὰ τοὺς καλοῦσε, μετοίκησαν ἀπὸ τὸν τόπο αὐτὸ καὶ διάλεξαν τελικὰ ὡς τόπο διαμονῆς τους τὸ Καστόριον τῆς Φωκίδος, τὸ νεότερο Καστρί, κοντὰ στοὺς ἀρχαίους Δελφούς. Ἐκεῖ ὁ υἱὸς Στέφανος, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, νυμφεύθηκε τὴν Εὐφροσύνη, μητέρα τοῦ Ὁσίου, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸ ἴδιο νησί, τὴν Αἴγινα καὶ ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια.

Ὁ Στέφανος καὶ ἡ Εὐφροσύνη, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησαν ἀπὸ τὸν γάμο τους αὐτό, ἑπτὰ παιδιά: τὸν Θεόδωρο πρῶτο, τὴ Μαρία δεύτερη, τὸν Λουκᾶ τρίτο, τὴν Καλὴ τέταρτη ποὺ ἐνδύθηκε καὶ αὐτὴ τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, τὸν Ἐπιφάνιο πέμπτο ποὺ καὶ αὐτὸς ὡς μοναχὸς ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ καὶ δύο ἀκόμη ἄλλα παιδιὰ ποὺ πέθαναν σὲ νηπιακὴ ἡλικία. Στὸ Καστόριον λοιπὸν τῆς Φωκίδος γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 896 ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 897 μ.Χ. ὁ Ὅσιος Λουκᾶς.

Ὁ Λουκᾶς, ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία, ἔδειχνε τὴν τάση καὶ τὴν θεϊκὴ κλίση καὶ κλήση του πρὸς τὸν θρησκευτικὸ καὶ μοναχικὸ βίο. Διακρινόταν γιὰ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη του πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τὴν παροιμιώδη φιλανθρωπία του, ποὺ ἔφθανε μέχρι τοῦ σημείου νὰ μοιράζει τὰ ροῦχα του σὲ κάθε ἐνδεὴ τὸν ὁποῖο συναντοῦσε στὸν δρόμο του καὶ νὰ ἐπιστρέφει στὸ σπίτι του σχεδὸν γυμνός, χωρὶς νὰ ὑπολογίζει γιὰ τίποτε τὶς ἐπιπλήξεις καὶ παρατηρήσεις τῶν γονέων του. Μὲ κάθε τρόπο ἐκδήλωνε τὴν ἀφοσίωση καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό. Ἔτσι, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας τὸ ἀφιέρωνε στὴν προσευχὴ καὶ πολὺ λίγο στὸν ὕπνο. Δὲν παρέλειπε ὅμως καθόλου καὶ τὰ καθήκοντά του πρὸς τοὺς φυσικούς του γονεῖς, τοὺς ὁποίους σεβόταν, ἀγαποῦσε, τιμοῦσε καὶ ἐξυπηρετοῦσε μὲ κάθε προθυμία, βοηθώντας τους στὶς ποιμενικὲς καὶ γεωργικές τους ἐργασίες. Μόλις στὴν τρυφερὴ ἡλικία τῶν 12 – 13 ἐτῶν, κατὰ τὸ ἔτος 908 – 909 μ.Χ., ἔχασε τὸν πατέρα του καὶ ἔμεινε ὀρφανός.

Ὅταν κάποια φορὰ φιλοξενήθηκαν στὸ σπίτι του ἀπὸ τὴν μητέρα του δύο μοναχοί, ποὺ κατευθύνονταν ἀπὸ τὴν Ρώμη πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ Λουκᾶς θεώρησε τὸ γεγονὸς αὐτὸ εὐκαιρία, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὸ ζωηρὸ καὶ ἐνδόμυχο πόθο του νὰ ἀσπασθεῖ καὶ αὐτὸς τὸ μοναχικὸ βίο. Ἔτσι, κρυφὰ ἀπὸ τὴν μητέρα του, ἀκολούθησε τοὺς δύο μοναχούς. Αὐτοί, ὅταν ἔφθασαν στὴν Ἀθήνα, τὸν ἄφησαν ἐκεῖ, στὸ μοναστήρι ὅπου κατέλυσαν πιθανότατα, στὴ μονὴ τῆς Παντάνασσας στὸ Μοναστηράκι, ἐνῶ οἱ ἴδιοι συνέχισαν τὴν πορεία τους. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν, στὰ τέλη τοῦ 910 ἢ στὶς ἀρχὲς τοῦ 911 μ.Χ., κείρεται μοναχὸς καὶ περιβάλλεται μὲ τὸ σχῆμα τῶν μοναχῶν.

Ὁ ἡγούμενος ὅμως τῆς μονῆς ἀναγκάζεται καὶ τὸν στέλνει πίσω στὴν μητέρα του, καθώς, κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο, τὴν βλέπει στὸ ὄνειρό του νὰ θρηνεῖ ἀπελπισμένη καὶ νὰ τοῦ καταλογίζει βαρύτατες εὐθύνες, γιατί τῆς στέρησε καὶ κατακρατεῖ τὸ μονάκριβο παιδί της, τὴν μόνη παρηγοριὰ τῆς χηρείας καὶ τῆς δυστυχίας της. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἐπιστρέφει στὴν μητέρα του, στὸ πλευρὸ τῆς ὁποίας συμπαραστέκεται μὲ μεγάλη προθυμία καὶ στοργή, βοηθώντας καὶ ἐξυπηρετώντας την σὲ κάθε της ἀνάγκη.

Μετὰ ἀπὸ τέσσερις μῆνες, μὲ τὴν συγκατάθεση πιὰ καὶ τὴν εὐχὴ τῆς μητέρας του, ἐγκαταλείπει ὁριστικὰ τὰ ἐγκόσμια, ἀκολουθεῖ τὸ θεῖο νεῦμα καὶ ἀποσύρεται ὡς μοναχὸς στὸ ὄρος τοῦ Ἰωαννιτζῆ, στὰ νότια τῆς Δεσφίνας τῆς Φωκίδος, στὸν Κορινθιακὸ κόλπο. Ἐκεῖ κοντὰ στὴ θάλασσα, ὅπου ὑπῆρχε καὶ ὁ ναὸς τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ἔστησε τὸ ἀναχωρητήριό του καὶ παρέμεινε γιὰ μία ἑπταετία (911 – 918). Στὴν ἐρημικὴ τοποθεσία τοῦ Ἰωαννιτζῆ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσήλωσή του στὸν Θεὸ μὲ τὶς ἀτέλειωτες προσευχές, νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες καὶ τὴν σθεναρὴ καὶ σταθερὴ ἀντίστασή του στοὺς παντοδαποὺς πειρασμούς, ἀνέπτυξε καὶ σπουδαία κοινωνικὴ καὶ φιλανθρωπικὴ δράση. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπόλαυσαν τὴν ζεστασιὰ τῆς φιλοξενίας του, τὴ θέρμη τῶν παραμυθητικῶν του λόγων. Πολλοὶ εὐεργετήθηκαν ἀπὸ τὶς θαυματουργικές του ἐνέργειες καὶ τὴν προορατική του δύναμη, ἐνδυναμώθηκαν καὶ στερεώθηκαν στὴν χριστιανική τους πίστη μὲ τὸ θαυμαστὸ καὶ πειστικὸ παραινετικό του λόγο, καθοδηγήθηκαν καὶ ἀκολούθησαν τὸ δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἐνῶ βρισκόταν ἐκεῖ, προεῖπε καὶ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Βουλγάρων τοῦ Συμεὼν στὴν κυρίως Ἑλλάδα, ποὺ ἔγινε στὶς ἀρχὲς ἢ τὰ μέσα τοῦ 918 μ.Χ. καὶ τὸν ἐξανάγκασε, καθὼς καὶ τοὺς συμμοναστὲς καὶ τοὺς ἄλλους γνωστούς του, νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἐρημητήριό του στοῦ Ἰωαννιτζῆ τὸ ὄρος καὶ νὰ φθάσει στὴν ἀπέναντι Πελοποννησιακὴ ἀκτή, κοντὰ στὴν Κόρινθο, γιὰ λόγους ἀσφαλείας. Ὁ νεαρός, τότε, Λουκᾶς ἦταν 21 περίπου χρόνων.

Στὴν Πελοπόννησο παρέμεινε μία ὁλόκληρη δεκαετία (918 – 928 μ.Χ.), στὸ χωριὸ Ζεμενὸ τῆς Κορινθίας καὶ στὸ εὐκτήριο τοῦ Μάρτυρος Προκοπίου. Κατὰ τὴν ἐκεῖ παραμονή του προσέφερε μὲ πολὺ μεγάλη προθυμία κάθε εἴδους ὑπηρεσία καὶ ἐξυπηρέτηση στὸν γέροντα στυλίτη ἐρημίτη ποὺ μόναζε ἐκεῖ, ἡ αὐστηρὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ τοῦ ὁποίου τὸν παραδειγμάτισε στὴν κατὰ Θεὸν ζωὴ καὶ τὸν δίδαξε πολλά.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ τσάρου τῶν Βουλγάρων Συμεὼν (17 Μαΐου 927 μ.Χ.) καὶ τὴν σύναψη συνθήκης εἰρήνης (Ὀκτώβριος 927 μ.Χ.) τοῦ υἱοῦ καὶ διαδόχου του Πέτρου μὲ τοὺς Βυζαντινούς, ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε πάλι στὶς ἀπέναντι ἀκτὲς τῆς Φωκίδος, στὸ γνώριμο σ’ αὐτὸν ὄρος τοῦ Ἰωαννιτζῆ. Ἐκεῖ ἔμεινε μία δωδεκαετία (928 – 939/940 μ.Χ.), ὀργάνωσε δραστήρια μοναστικὴ κοινότητα καὶ ἐπιδόθηκε σὲ νέους ἄθλους καὶ ἄλλα ἀσκητικὰ σκάμματα καὶ παλαίσματα. Κατὰ τὸ διάστημα τῆς δεύτερης, μακρόχρονης, παραμονῆς του ἡ γύρω περιοχὴ γνώριζε ξανὰ τὴν εὐεργετικὴ δράση τῆς ἄκρας φιλανθρωπίας του, τῶν παραινέσεων καὶ θαυμάτων του.

Ἐπειδὴ ὅμως τὸ πλῆθος τῶν καθημερινῶν ἐπισκεπτῶν καὶ περαστικῶν εἶχε ἀρκετὰ κουράσει τὸν μεγάλο ἀναχωρητή, διότι τοῦ κατέστρεφε τὴν ἡσυχία καὶ γαλήνη τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, ὁ Ὅσιος ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει, ὁριστικὰ αὐτὴν τὴν φορά, τὸ ὄρος τοῦ Ἰωαννιτζῆ καὶ νὰ ἀναζητήσει καταφύγιο σὲ ἐρημικότερους καὶ ἠσυχότερους τόπους. Ἔτσι διάλεξε τὸ λιμάνι Καλάμιον, ἀνατολικὰ τῆς Ἀντίκυρας τῆς Φωκίδος, ὅπου ἔμεινε τρία χρόνια (939/940 – 943 μ.Χ.). Ἐκεῖ, γύρω στὸ 941 μ.Χ., προεῖπε τὴν κατάλυση τῆς Ἀραβοκρατίας καὶ τὴν ἐπανάκτηση τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε εἴκοσι χρόνια ἀργότερα, στὶς 7 Μαρτίου τοῦ ἔτους 961 μ.Χ., στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ Β’.

Περὶ τὸ ἔτος 943 μ.Χ., ἐξαιτίας νέων ἐπιδρομῶν, Οὔγγρων στὴν προκειμένη περίπτωση, ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ἐγκατέλειψε τὸ Καλάμιον καὶ μετεγκαταστάθηκε στὸ γειτονικὸ ξερὸ καὶ ἄνυδρο νησάκι Ἀμπελών, ὅπου παρέμεινε ἄλλα τρία χρόνια (943 – 946 μ.Χ.). Ἐκεῖ τὸν ἐπισκεπτόταν συχνὰ καὶ ἡ ἀδελφή του μοναχὴ Καλή.

Οἱ φίλοι καὶ γνωστοί του, ποὺ εἶχαν μὲ ποικίλους τρόπους εὐεργετηθεῖ ἀπὸ αὐτὸν καὶ δὲν ἤθελαν νὰ τὸν βλέπουν νὰ ὑποφέρει στὸ ξερονῆσι Ἀμπελὼν καὶ νὰ ἐνοχλεῖται ἐπιπλέον καὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν περαστικῶν, ναυτικῶν κυρίως, τὸν ἔπεισαν νὰ ἀφήσει τὸ νησὶ καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ, ὁριστικὰ πιά, στὸ Στείρι τῆς Φωκίδος, Βοιωτίας σήμερα. Βρισκόταν σὲ τόπο ἠσυχότερο, μακριὰ ἀπὸ τὴν βοὴ καὶ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ προικισμένο μὲ φυσικὲς καλλονὲς καὶ ἀρετές, κατάλληλο γιὰ πνευματικὴ ἄσκηση καὶ προσευχή. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ἔζησε τὰ τελευταῖα ἑπτὰ χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του (946 – 953 μ.Χ.).

Στὴν ἀρχὴ διάλεξε ἕνα ἀπόμερο καὶ ἐρημικὸ χωριό, ἀνάμεσα σὲ θάμνους καὶ ἔκτισε ἐκεῖ τὸ ταπεινὸ κελί του, γιὰ νὰ μὴν τὸν βρίσκουν εὔκολα οἱ περαστικοί. Αὐτὸν λοιπόν, τὸν ἥσυχο καὶ γαλήνιο τόπο, μὲ τὴν παρθένα ἄγρια ὀμορφιά του καὶ τὴν κατανυκτικὴ καὶ βαθύτατα στοχαστικὴ σιωπή του, πέρα ἀπὸ τὸν τάραχο τῶν ἐγκοσμίων, διάλεξε ὁ ἐρημοπολίτης Ὅσιος γιὰ νὰ στήσει τὴν ἀσκητική του καλύβα καί, μὲ τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες καὶ μόχθους, τὶς ἀδιάλειπτες προσευχὲς καὶ ἀνύστακτες ἀγρυπνίες, νὰ πετύχει τὴν ἄνοδό του στὰ οὐράνια δώματα καὶ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ θεῖο.

Σύντομα ὅμως καὶ ἐδῶ, στὸν τόπο τῆς τελικῆς ἐγκαταβιώσεώς του ὀργάνωσε νέο μοναστικὸ κοινόβιο, μὲ πλῆθος μαθητῶν καὶ συμμοναστῶν του. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ὀνομαστοὶ ὑπῆρξαν γιὰ τὴν ὁσιακή τους βιωτὴ καὶ τὴν ἀφοσίωση στὸν γέροντά τους ὁ Πρεσβύτερος Γρηγόριος, ὁ Παγκράτιος καὶ ὁ Θεόδωρος.

Παρόλο ποὺ ὁ Ὅσιος ἦταν ἐραστὴς τοῦ ἡσύχιου καὶ γαλήνιου βίου, μακριὰ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τύρβη, καθόλου δὲν ἀπέφευγε τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ φήμη τῶν ἀγαθοεργιῶν του, τῆς θερμῆς φιλοξενίας, τῆς φιλανθρωπίας καὶ κυρίως τῶν θαυματουργικῶν καὶ προφητικῶν θείων χαρισμάτων του συγκέντρωνε στὸ ἀπόμακρο Στείρι πλήθη πιστῶν καὶ ἐνδεῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι ζητοῦσαν τὴν συμβουλὴ καὶ τὴν παραμυθία του, τοὺς ἐνθαρρυντικούς του λόγους, τὴν βοήθειά του γιὰ τὴν λύση κάθε λογὴς προβλημάτων καὶ γιὰ τὴν ἱκανοποίηση πιεστικῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν, προπάντων ὅμως τὴ λυτρωτικὴ τῶν παραπτωμάτων τους καὶ θαυματουργική του ἐπέμβαση. Σὲ κανέναν ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἀρνιόταν τίποτε. Σὲ ὅλους ἔδειχνε χαρούμενος, εὐπροσήγορος, αὐθόρμητος, πλημμυρισμένος ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπάθεια, πρόθυμος γιὰ κάθε εἴδους προσφορὰ καὶ βοήθεια, ἐκπληρώνοντας καὶ βιώνοντας σὲ ὅλο του τὸ πλάτος καὶ τὸ βάθος τὸ θεϊκὸ λόγιο: «Ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Δὲν ἦταν ὅμως μόνο οἱ ἁπλοὶ καὶ ἀνώνυμοι, οἱ ταπεινοὶ καὶ πονεμένοι ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ποὺ προσέφευγαν σὲ αὐτόν. Τὸν ἐπισκέπτονταν καὶ ἐπιφανέστατοι ἀξιωματοῦχοι καὶ δημόσιοι ἄνδρες τῆς ἐπίσημης Βυζαντινῆς κρατικῆς ἱεραρχίας, πρᾶγμα ποὺ μαρτυρεῖ τὴν ἀγαθὴ φήμη καὶ τὸ ὑψηλὸ κύρος καὶ ἀκτινοβολία ποὺ διέθετε ὁ Στειριώτης ἀναχωρητής.

Τὸν ἐπισκέφθηκε ἔτσι ὁ γνωστὸς σὲ ὅλους τοὺς συγχρόνους του Πόθος, στρατηγὸς τοῦ Θέματος τῆς Ἑλλάδος, τὸ ὁποῖο εἶχε τότε ὡς ἕδρα τὴν πόλη τῶν Θηβῶν. Ὁ Ὅσιος τοῦ ἔσωσε, κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο, τὸν ἑτοιμοθάνατο στὴν Κωνσταντινούπολη υἱό του.

Στενότατες ἐπίσης ὑπῆρξαν οἱ σχέσεις τοῦ Ὁσίου μὲ τὸν ἄλλο στρατηγὸ τοῦ Θέματος τῆς Ἑλλάδος, «τὸν ἐπιφανὴ καὶ περίβλεπτον Κρηνίτη», πιθανότατα ἄμεσο διάδοχο τοῦ Πόθου στὸ ἀξίωμα αὐτό. Ἡ γνωριμία τῶν δύο ἀνδρῶν, τοῦ ταπεινοῦ ἐρημίτου καὶ ἁπλοῦ στρατιώτου τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ τοῦ ὑψηλοῦ κοσμικοῦ ἄρχοντος καὶ στρατιωτικοῦ ἀξιωματούχου ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, πολὺ γρήγορα ἐξελίχθηκε σὲ θερμὴ φιλία καὶ ἀγάπη.

Ἔτσι ὁ Κρηνίτης, σὲ ὅλο τὸ διάστημα ποὺ παρέμεινε ὡς στρατηγὸς στὴν Θήβα, προσέφερε στὸν Ὅσιο κάθε λογὴς ὑπηρεσία καὶ ἐξυπηρέτηση μὲ μεγάλη προθυμία, χωρὶς καθόλου νὰ ὑπολογίζει οὔτε κόπους οὔτε χρηματικὲς δαπάνες. Ἀνάμεσα καὶ σὲ ἄλλες προσφορές, μεγάλη ὑπῆρξε ἡ προσωπικὴ καὶ ἡ οἰκονομικὴ συμβολή του στὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν κρύπτη ποὺ τιμᾶται σήμερα στὴ μνήμη τῆς Μεγαλομάρτυρος καὶ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, ἀλλὰ γιὰ τὸν παράπλευρα στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς ναὸ τῆς Παναγίας, ὁ ὁποῖος ἀνεγέρθηκε ἐνόσω ζοῦσε ἀκόμη ὁ Ὅσιος, ἀνάμεσα στὰ χρόνια 947 καὶ 952 μ.Χ.

Ὅταν προαισθάνθηκε τὸ ἐρχόμενο τέλος του, χωρὶς νὰ ἀνακοινώσει σὲ κανέναν τίποτε σχετικό, βγῆκε ἀπὸ τὸ κελί του καὶ ἀποχαιρέτισε μὲ συγκίνηση καὶ ἀσπασμοὺς ὅλους τοὺς περιοίκους, φίλους καὶ γνωστούς του. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μῆνες ἀσθένησε. Τὴν ὄγδοη ἡμέρα τῆς ἀσθένειάς του ἔγινε φανερὸ ὅτι ὁ Ὅσιος βάδιζε πρὸς τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο γιὰ νὰ καταλήξει ἐκεῖ «ἔνθα οὐκ ἔστι λύπη, οὐ πόνος, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος». Οἱ γύρω κάτοικοι ποὺ τὸ ἔμαθαν, παρὰ τὴν σφοδρὴ βαρυχειμωνιὰ καὶ τὰ χιόνια, ἔτρεξαν στὸ κελὶ τοῦ ἑτοιμοθάνατου Ὁσίου, γιὰ νὰ δοῦν γιὰ τελευταία φορά, μὲ τὴ σωματική του παρουσία, τὸν μεγάλο εὐεργέτη, τὸν προστάτη τους καὶ ἰσχυρὸ μεσίτη πρὸς τὸν Θεό. Μὲ συγκινητικὲς ἐκδηλώσεις ἀγάπης καὶ δάκρυα τοῦ συμπαραστάθηκαν στὶς τελευταῖες του στιγμές.

Τὸ βράδυ τῆς 7ης Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 953 μ.Χ. ὁ Ὅσιος, σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν. Ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ καὶ παρέδωσε μὲ ἠρεμία καὶ γαλήνη τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό, γιὰ νὰ ἀπολαύσει ἐκεῖ τοὺς καρποὺς τῶν ἄθλων καὶ καμάτων του ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας, 8ης Φεβρουαρίου, ὁ πρεσβύτερος Γρηγόριος μὲ τοὺς λοιποὺς μοναχούς, ἀφοῦ προσκάλεσε καὶ τοὺς γύρω χωρικούς, ἐνταφίασε τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Ὁσίου στὸ δάπεδο τοῦ κελιοῦ του, στὸν εἰδικὰ διαμορφωμένο χῶρο, ὅπου ἀκριβῶς τοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ ἴδιος λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του, προφητεύοντας μάλιστα ὅτι ὁ τόπος ἐκεῖνος ἔμελλε νὰ δοξαστεῖ.

Περὶ τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 953 μ.Χ., ἕξι μῆνες μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, ὁ μοναχὸς Κοσμᾶς ἀπὸ τὴν Παφλαγονία, ποὺ ταξίδευε πρὸς τὴν Ἰταλία, σταμάτησε μετὰ ἀπὸ Θεϊκὸ ὄνειρο στὸ Στείρι, στὴ μονὴ ὅπου μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα καὶ ἀγάπη ἐπιμελήθηκε καὶ καλλώπισε τὸ νωπὸ τάφο τοῦ Ὁσίου. Τὸν ἀνύψωσε λοιπὸν μὲ ἐπιχωμάτωση, τὸν ἕντυσε μὲ ἐγχώριες πλάκες καὶ τὸν περιέβαλε μὲ κιγκλίδες.

Δύο χρόνια ἀργότερα, γύρω στὰ μέσα τοῦ ἔτους 955 μ.Χ., μαθητὲς καὶ συμμοναστὲς τοῦ Ὁσίου, σὲ ἔνδειξη σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης πρὸς τὸν πνευματικό τους πατέρα, συμπλήρωσαν καὶ διακόσμησαν τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ποὺ εἶχε ἀκόμη ὁρισμένες ἀτέλειες. Ἔκτισαν ἐπιπλέον κελιὰ γιὰ τοὺς μοναχούς, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς εἶχε αὐξηθεῖ, καθὼς καὶ ξενῶνες γιὰ τὴν ὑποδοχὴ καὶ ἐξυπηρέτηση τῶν προσκυνητῶν καὶ ἐπισκεπτῶν. Τέλος, τὸ κελὶ τοῦ Ὁσίου, ὅπου βρισκόταν καὶ ὁ τάφος του, τὸ μετέτρεψαν σὲ ὡραιότατη Ἐκκλησία σταυρικοῦ σχήματος.

Ὁ τάφος μὲ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου ἔγινε πόλος ἕλξεως πλήθους πιστῶν καὶ πηγὴ ἀκένωτη θαυματουργικῶν ἰάσεων.

Ὁ μικρὸς σταυρόσχημος ναὸς μὲ τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου δὲν ἐπαρκοῦσε ὅμως γιὰ νὰ καλύψει τὶς λατρευτικὲς ἀνάγκες καὶ νὰ ἐξυπηρετήσει τὰ συνεχῶς αὐξανόμενα πλήθη τῶν πιστῶν ποὺ συνέρρεαν ἐκεῖ, γιὰ νὰ καταθέσουν θερμὸ τὸ δάκρυ τοῦ πόνου τους καὶ νὰ ζητήσουν τὴν προστασία καὶ ἀντίληψη τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ καὶ τὴν λυτρωτική του ἐπέμβαση γιὰ κάθε λογὴς σωματικά τους πάθη καὶ τὶς ψυχικὲς ἀλγηδόνες.
Γι’ αὐτὸ στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα μ.Χ., μὲ πρωτοβουλία τοῦ καθηγουμένου τῆς μονῆς, τοῦ εὐσεβέστατου ἱερομονάχου Φιλοθέου, κατεδαφίστηκε τὸ σταυρόσχημο εὐκτήριο καὶ στὴν ἴδια θέση, ἀλλὰ σὲ μεγαλύτερο χῶρο ὡς πρὸς τὴν ἔκταση, ἀνεγέρθηκε τὸ σημερινὸ ἐπιβλητικὸ καθολικὸ τῆς μονῆς, μὲ τὴν περίλαμπρη γλυπτικὴ ζωγραφικὴ καὶ ψηφιδωτή του διακόσμηση, στὸ ὁποῖο φυλάσσεται τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ὁσίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Ἑλλάδος τὸ κλέος, καὶ Ὁσίων τὸ καύχημα, καὶ τὸν τοῦ Στειρείου φωστῆρα, καὶ οἰκήτορα ὅσιον, τιμήσωμεν ᾀσμάτων ἐν ᾠδαίς, Λουκᾶν τὸν θεοφόρον εὐσεβῶς· τῷ Χριστῷ γὰρ οἰκειοῦται διαπαντός, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.

Ὁ ἐκλεξάμενος Θεὸς πρὸ τοῦ πλασθῆναί σε

Εἰς εὐαρέστησιν αὐτοῦ οἷς οἶδε κρίμασι

Προσλαβόμενος ἐκ μήτρας καθαγιάζει

Καὶ οἰκεῖον ἑαυτοῦ δοῦλον δεικνύει σε

Κατευθύνων σου Λουκᾶ τὰ διαβήματα
Ὁ φιλάνθρωπος, ᾧ νῦν χαίρων παρίστασαι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἡσυχίας λύχνος λαμπρός, καὶ τῆς ποιμανσίας, ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός· χαίροις μοναζόντων, ὑπογραμμὸς καὶ τύπος, Λουκᾶ θαυματοφόρε, Ἑλλάδος καύχημα.






Ὁ Ἅγιος Ἀπρίων Ἐπίσκοπος Κύπρου
Ὁ Ὅσιος Ἀπρίων (ἢ Εὐπρίων), Ἐπίσκοπος Κύπρου, ποὺ ἀναφέρεται στὸ Συναξάρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κοιμήθηκε εἰρηνικά.






Ὁ Ὅσιος Σαραπίων
Ὁ Ἅγιος Σαραπίων καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη του ἀπαντᾶ στὸν Πατμιακὸ κώδικα 266.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐξ Ἁλικιανοῦ τῆς Κυδωνίας Κρήτης
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἁλικιανὸ τῆς ἐπαρχίας Κυδωνίας τῆς Κρήτης. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱερεὺς καὶ ὀνομαζόταν Νικόλαος Δεβόλης. Ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Αἰκατερίνη. Κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ ἔτους 1866 στὴν Κρήτη, ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους μαζὶ μὲ ἄλλους ἐπαναστάτες καὶ πιεζόταν μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀλλαξοπιστήσει, γιὰ νὰ σώσει τὴν ζωή του. Παρ’ ὅλες τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ βασανιστήρια ὁ Μάρτυρας ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν Χριστό. Ἔτσι, δέχθηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ ἀπέκοψαν τὴν τιμία αὐτοῦ κεφαλή, τὸ ἔτος 1867 μ.Χ.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed Jan 30, 2013 7:41 pm

8 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μεγαλομάρτυρας ὁ Στρατηλάτης
Image
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὰ Εὐχάϊτα καὶ ἔζησε στὴν Ἡράκλεια τοῦ Πόντου, στὴν ἀρχαία χώρα τῆς Βιθυνίας, ἐπὶ Λικινίου (307 – 323 μ.Χ.). Κατεῖχε ἀνώτερο βαθμὸ στὸ στρατὸ τῆς Ἀνατολῆς. Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται, ὅτι ἦταν «στρατιωτικὸς ἔνδοξος, ὡραῖος τὴν παράστασιν, εἴλκυεν εἰς φιλίαν τοὺς πάντας καὶ διὰ τῆς λαμπρότητος τοῦ λόγου σαγήνευε τοὺς ἀκούοντας».

Ὅταν ὁ Λικίνιος διέτριβε στὴ Νικομήδεια, ἄκουσε περὶ τοῦ Θεοδώρου ὅτι εἶναι Χριστιανὸς καὶ βδελύσσεται τὰ εἴδωλα. Ἀμέσως ἀπέστειλε στὴν Ἡράκλεια ἀνώτερους ἀξιωματούχους, γιὰ νὰ τὸν συνοδεύσουν μὲ τιμὴ στὴ Νικομήδεια. Ἀλλὰ ὁ Θεόδωρος διεμήνυσε διὰ τῶν ἰδίων ἀπεσταλμένων στὸν Λικίνιο, ὅτι γιὰ πολλοὺς λόγους ἡ παρουσία του στὴν Ἡράκλεια ἦταν συμφέρουσα καὶ τὸν προέτρεπε νὰ μεταβεῖ ἐκεῖ. Ἀποδεχθεῖς τὴν πρόταση ὁ Λικίνιος μετέβη στὴν Ἡράκλεια, ὅπου τὸν προϋπάντησε μὲ λαμπρότητα ὁ Θεόδωρος, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ Λικίνιος ἅπλωσε τὸ χέρι, ἐλπίζοντας ὅτι διὰ τοῦ Θεοδώρου θὰ προσείλκυε τοὺς Χριστιανοὺς στὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Κάποια ἡμέρα, ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ὁ Λικίνιος προέτρεψε τὸν Θεόδωρο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Θεόδωρος ἀρνήθηκε καὶ ζήτησε νὰ τοῦ δοθοῦν τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρὰ ἀγαλματίδια τῶν θεῶν, γιὰ νὰ προσφέρει αὐτὰ θυσία στὸν οἶκο του ἰδιωτικὰ καὶ μετὰ νὰ προσφέρει δημόσια τὶς θυσίες. Πράγματι, ὁ Θεόδωρος ἔλαβε τὰ ἀγαλματίδια τὰ ὁποῖα κομμάτιασε καὶ μοίρασε τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρὰ αὐτῶν στοὺς πτωχούς. Ὁ ἑκατόνταρχος Μαξέντιος εἶδε τὴν κεφαλὴ τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης στὰ χέρια ἐνὸς πτωχοῦ καὶ κατέδωσε τὸ γεγονὸς στὸν Λικίνιο, ὁ ὁποῖος θεώρησε τὸν Θεόδωρο ὡς ἐμπαίκτη καὶ καταφρονητὴ τῶν εἰδώλων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν συνέλαβαν καὶ ἀμέσως ἄρχισαν νὰ τὸν ὑποβάλλουν σὲ πολυειδεῖς τιμωρίες. Τὸν κτυποῦσαν, ἔκαιγαν καὶ ἔγδερναν τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος. Στὴν συνέχεια οἱ δήμιοι τὸν σταύρωσαν καὶ διαπέρασαν τὰ πόδια, τὰ χέρια καὶ τὰ κρυφὰ μέλῃ του διὰ περόνης, τόξευσαν τὸ πρόσωπό του μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ ἐκχυθοῦν τὰ μάτια του καὶ τὸν ἄφησαν ἐπάνω στὸν σταυρό. Ὁ Λικίνιος, φοβούμενος τὴν ὀργὴ τοῦ ὄχλου, διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἔτσι ὁ φόβος παρεχώρησε τὴν θέση του στὴ χαρὰ καὶ ἡ λύπη καὶ ὁ κόπος στὴν ἀνάπαυση.
Τὸ σεπτὸ σκήνωμά του μετετέθη, στὶς 8 Ἰουνίου, ἀπὸ τὴν Ἡρακλεία στὸ προγονικὸ κτῆμα τοῦ Ἁγίου, στὰ Εὐχάϊτα, κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου τὴν ὁποία ἐξέφρασε πρὸ τῆς ἐκτομῆς αὐτοῦ στὸν γραμματέα του Οὔαρο. Ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει στὶς 8 Ἰουνίου τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Στρατολογίᾳ ἀληθεῖ Ἀθλοφόρε, τοῦ οὐρανίου στρατηγὸς Βασιλέως, περικαλλὴς γεγένησαι Θεόδωρε· ὅπλοις γὰρ τῆς πίστεως, παρετάξω ἐμφρόνως, καὶ κατεξωλόθρευσας, τῶν δαιμόνων τὰ στίφη, καὶ νικηφόρος ὤφθης Ἀθλητής· ὅθεν σε πίστει, ἀεὶ μακαρίζομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀνδρείᾳ ψυχῆς, τὴν πίστιν ὁπλισάμενος, καὶ ῥῆμα Θεοῦ, ὡς λόγχην χειρισάμενος, τὸν ἐχθρὸν κατέτρωσας τῶν Μαρτύρων κλέος Θεόδωρε. Σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων μὴ παύση, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ἡ καλλονή, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπροσμάχητος βοηθός. Χαίροις δωρημάτων, θησαύρισμα τῶν θείων, Θεόδωρε τρισμάκαρ, ἡμῶν ἀντίληψις.






Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας
Image
Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας εἶναι ὁ ἑνδέκατος ἀπὸ τοὺς ὀνομαζόμενους Μικροὺς Προφῆτες. Καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ. Γεννήθηκε στὴν πόλη Γαλαὰδ τῆς Παλαιστίνης κατὰ τὴν περίοδο τῆς βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας καὶ τὸ ὄνομά του σημαίνει, στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, μνήμη Θεοῦ, ἐκεῖνον δηλαδὴ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἐνθυμεῖται. Ἦταν υἱὸς τοῦ Βαραχίου. Ὁ παππούς του Ἀδδὼ ἦταν πιθανῶς ἀρχηγὸς ἱερατικῆς οἰκογένειας.

Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας ἄρχισε νὰ προφητεύει κατὰ τὸ δεύτερο ἔτος τοῦ Δαρείου τοῦ Ὑστάσπους, κατὰ μῆνα Νοέμβριο τοῦ ἔτους 520 π.Χ. Γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς Ἰουδαίους στὸ ἔργο τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ ναοῦ τοὺς προσφέρει τὶς προφητεῖες του, μὲ τὶς ὁποῖες προτρέπει καὶ παρηγορεῖ, δείχνοντας τὸ λαμπρὸ μέλλον, τὸ ὁποῖο ἐπιφυλάσσεται στὸν Ἰσραήλ, συνδυάζοντας αὐτὸ μὲ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεσσία. Στὸ βιβλίο του ἀναφέρονται, ἐπίσης, οἱ προφητεῖες περὶ τῆς ἀργίας τῶν Προφητῶν, τῶν ἱερέων καὶ τῶν Σαββάτων, περὶ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν ἐθνῶν, περὶ τῆς καταστροφῆς τοῦ ναοῦ, περὶ τῆς μελλούσης κρίσεως καὶ τοῦ θριάμβου τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου.
Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν τάφο τοῦ Προφήτη Ἀγγαίου. Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379 – 395 μ.Χ.) ἔκτισε ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Προφήτη Ζαχαρία στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Δομνίκης Κωνσταντινουπόλεως. Ναός, ἐπίσης, τοῦ Προφήτου ὑπῆρχε στὸ βουνὸ τοῦ Αὐξεντίου, σὲ τόπο ὅπου καλεῖτο «Θέατρο».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν κλῆσιν κατάλληλον, δείξας τοῖς ἔργοις σοφέ, ταμεῖον ἐπάξιον, τῆς ἐπιπνοίας Θεοῦ, Ζαχαρία γεγένησαι· ἔχων γὰρ ἐν τῷ βίῳ, συλλαλοῦντας Ἀγγέλους, ὤφθης τῶν ἐσομένων, θεηγόρος Προφήτης. Καὶ νῦν ἡμῶν τὰς αἰτήσεις, ἄνωθεν πλήρωσον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐμπνευσθεὶς τοῦ Πνεύματος τῇ ἐπιλάμψει, Ζαχαρία ἔνδοξε, τρανῶς προέγραψας ἡμῖν, ὥσπερ λαμπάδα πολύφωτον, τὴν τοῦ Σωτῆρος, ἀπόρρητον κένωσιν.

Μεγαλυνάριον.
Χάριτος ἀΰλου ἐμφορηθείς, .ωφθης τῶν μελλόντων, θεηγόρος προμηνυτής· σὺ γὰρ Ζαχαρία, συμβολικῶς προλέγεις, τὴν πρὸς ἡμᾶς τοῦ Λόγου, ἄρρητον κένωσιν.






Οἱ Ἅγιοι Μάρθα, Μαρία καὶ Λυκαρίων ὁ Ὁσιομάρτυρας
Οἱ Ἁγίες Μάρθα καὶ Μαρία ἦταν ἀδελφές, οἱ ὁποῖες ἔζησαν κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἀνελέητων διωγμῶν τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς ἄθεους καὶ ἀσεβεῖς εἰδωλολάτρες. Συνέβη λοιπόν, νὰ βρεθοῦν οἱ δύο ἀδελφὲς ἐνώπιον τοῦ εἰδωλολάτρη ἐπάρχου τῆς πόλεως. Μὲ τόλμη φανέρωσαν ὅτι εἶναι Χριστιανές. Ὁ ἔπαρχος ἀγωνίσθηκε νὰ νικήσει τὴν πίστη τῶν δύο γυναικῶν λέγοντας, ὅτι θὰ ἦταν θλιβερὸ γι’ αὐτὲς νὰ χάσουν τὴν ζωή τους σὲ τόσο νεαρὴ ἡλικία. Ἐκεῖνες ἀπάντησαν ὅτι ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι νύκτα καὶ ὅτι τὸ ἀνέσπερο φῶς εἶναι πέρα ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ τάφου. Τὴν ἴδια μαρτυρία ὁμολόγησε καὶ ὁ Μάρτυς Λυκαρίων ποὺ ἦταν μοναχός.
Ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ ἀποθάνουν μὲ σταυρικὸ θάνατο. Οἱ στρατιῶτες καθήλωσαν τοὺς Μάρτυρες ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Οἱ παρόντες εἰδωλολάτρες θαύμαζαν τὴν νεανικὴ ἐκείνη γενναιότητα καὶ ἀνδρεία. Τότε ὁ ἔπαρχος διέταξε τοὺς δήμιους νὰ ἀποκόψουν τὶς κεφαλὲς αὐτῶν. Ἔτσι, οἱ δύο ἀδελφές, Μάρθα καὶ Μαρία καὶ ὁ Ὅσιος Λυκαρίων, ἀπὸ ἀγάπη στὸν Θεό, παρέδωσαν τὶς Ἅγιες ψυχές τους στὰ χέρια τοῦ Κυρίου τους καὶ ἔλαβαν ἀπὸ Αὐτὸν τὸ στέφανο τῆς δόξας.






Οἱ Ἅγιοι Νικηφόρος καὶ Στέφανος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Νικηφόρος καὶ Στέφανος μαρτύρησαν, ἀφοῦ τοὺς καταξέσκισαν τὶς σάρκες.







Ὁ Ἅγιος Περγέτος ὁ Μάρτυρας
Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Περγέτου.






Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος Ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ
Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.







Οἱ Ὅσιοι Φιλάδελφος καὶ Πολύκαρπος
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Φιλάδελφος καὶ Πολύκαρπος ἦταν μοναχοὶ ἀσκητὲς καὶ κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Σάββας Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας
Image
Ὁ Ἅγιος Σάββας Β’, Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1271.






Ὁ Ὅσιος Μακάριος Ἐπίσκοπος Πάφου
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Πάφου τῆς Κύπρου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1688.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed Jan 30, 2013 7:44 pm

9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Μάρτυρας
Image
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἔζησε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Βαλεριανοῦ (253 – 259 μ.Χ.) καὶ Γαληίνου (259 – 268 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια.

Δυστυχῶς, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, ποὺ ὀνομαζόταν Σαπρίκιος, ἔθρεψε στὴν ψυχή του ἀνεξήγητο μίσος κατὰ τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐνέμενε στὴν ταπεινοφροσύνη. Ἡ ἀποστροφὴ τοῦ ἱερέως Σαπρικίου τὸν λυποῦσε χωρὶς νὰ τὸν παροργίζει. Καὶ προσευχόταν μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ πρὸς τὸν Θεό, γιὰ νὰ μαλακώσει ἡ σκληρότητα τοῦ ἀδελφοῦ του.

Ὅταν τὸ ἔτος 257 μ.Χ. ξέσπασε μεγάλος διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, συνελήφθησαν πολλοὶ μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Σαπρίκιος. Μόλις ὁ Ἅγιος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, ἔτρεξε κοντά του καὶ παρακάλεσε τὸν Σαπρίκιο νὰ τοῦ δώσει τὸν ἀσπασμὸ καὶ τὴν εὐλογία του. Ὁ Σαπρίκιος τὸν κοίταξε περιφρονητικὰ καὶ ἀρνήθηκε, λησμονώντας ὅτι ἡ πίστη χωρὶς τὴν ἀγάπη δὲν ὠφελεῖ. Καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος Νικηφόρος δὲν ἀπελπίσθηκε. Καὶ ὅταν εἶδε τὸν Σαπρίκιο νὰ ὑποφέρει μὲ καρτερία τοὺς βασανισμούς, ζήτησε ἀκόμη περισσότερο τὴν συνδιαλλαγὴ μὲ αὐτόν, ποὺ ἔφερε στὸ σῶμά του τὰ στίγματα τοῦ Χριστοῦ. Τὸν πλησιάζει καὶ πάλι, ἀσπάζεται τὶς πληγές του καὶ τὸν ἱκετεύει νὰ τὸν συγχωρήσει. Ὁ Σαπρίκιος καὶ κατ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου ἀπέκρουε ἀπὸ τὴν καρδιά του τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωση. Ἡ ἀγάπη εἶχε φονευθεῖ ἐντός του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν ἐγκατέλειψε. Λίγο πρὶν τὴν ὥρα τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ δειλιάζει καὶ προχωρεῖ στὰ ἔσχατα τῆς ἀπώλειας. Ἀρνεῖται τὸν Χριστὸ καὶ ζητᾶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου πλημμύρισε ἀπὸ θλίψη καὶ ἀμέσως ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Σαπρίκιο νὰ ἀναλάβει τὴν γενναιότητά του. Ἡ παράκληση τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ τὸν εἰδωλολάτρη ἔπαρχο ὡς ὁμολογία Χριστοῦ.
Ἔτσι διέταξε νὰ ἀποκόψουν τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου, ὁ ὁποῖος μετέβη στὰ οὐράνια σκηνώματα, συγκοινωνὸς καὶ κληρονόμος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀγάπῃ τοῦ Κτίσαντος, καταυγασθεὶς τὴν ψυχήν, τοῦ νόμου τῆς χάριτος, ἐκπληρωτὴς ἀκριβής, ἐμφρόνως γεγένησαι· ὅθεν καὶ τὸν πλησίον, ὡς σαυτὸν ἀγαπήσας, ἤθλησας Νικηφόρε, καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλες· ἐντεῦθεν ἐν ὁμονοίᾳ, ἡμᾶς διατήρησον.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.

Ἀγάπης τῷ δεσμῷ, συνδεθεὶς Νικηφόρε, διέλυσας τρανῶς, τὴν κακίαν τοῦ μίσους, καὶ ξίφει τὴν κάραν σου, ἐκτμηθεὶς ἐχρημάτισας, Μάρτυς ἔνθεος, τοῦ σαρκωθέντος Σωτῆρος· ὃν ἱκέτευε, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ὑμνούντων, τὴν ἔνδοξον μνήμην σου.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ παρθένος σήμερον.
Πτερωθεῖς ἀοίδιμε, τῇ τοῦ Κυρίου ἀγάπῃ, καὶ τὸν τούτου ἔνδοξε, Σταυρὸν ἐπ’ ὤμων βαστάσας, ἤσχυνας τοῦ διαβόλου τὰς μεθοδείας, ἤθλησας μέχρι θανάτου καὶ ἀληθείας· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, ὁπλίτης μύστης, Θεοῦ τῆς Χάριτος.

Μεγαλυνάριον.
Πλήρης ὢν ἀγάπης τῆς πρὸς Θεόν, ἠγάπησας μάκαρ, τὸν πλησίον ὡς σεαυτόν· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, τοῦ μίσους τὸν ἐργάτην, καθεῖλες Νικηφόρε, Χριστῷ πειθόμενος.






Οἱ Ἅγιοι Μάρκελλος καὶ Παγκράτιος ὁ Ἱερομάρτυρας
ImageImage
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάρκελλος καὶ Παγκράτιος ἔζησαν κατὰ τὸν 1ο αἰῶνα μ.Χ., κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ὑπῆρξαν μαθητὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου.

Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ἦταν προηγουμένως ὀπαδὸς τοῦ Σίμωνος τοῦ Μάγου, ᾖλθε ὅμως στὴν ἀληθινὴ πίστη διὰ τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, τὸν ὁποῖο ἀπὸ τότε ἀκολούθησε στὶς ἱεραποστολικές του περιοδεῖες. Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Συρακουσῶν Σικελίας καί, ἀφοῦ ὁδήγησε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ πολλοὺς εἰδωλολάτρες, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Παγκράτιος ἐπισκέφθηκε μὲ τὸν πατέρα του, Ἅγιο Μάρκελλο, τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ βαπτίσθηκε ἐκεῖ σὲ νεαρὴ ἡλικία. Ἀκολούθησε καὶ αὐτὸς τὸν Ἀπόστολο Πέτρο στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κιλικία, ὅπου συνάντησε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ αὐτὸν Ἐπίσκοπος Ταυρομενίου τῆς Σικελίας. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος κήρυττε μὲ ἐνθουσιασμὸ στὰ πλήθη τῶν εἰδωλολατρῶν τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁδήγησε στὸν Χριστὸ τὸν ἡγεμόνα τοῦ τόπου Βονιφάτιο. Ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ ἐθνικοὶ τῆς Σικελίας τὸν συνέλαβαν, τὸν κρέμασαν καὶ τὸν ἔκαψαν ζωντανό. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Παγκράτιος ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του καὶ στὶς 9 Ἰουλίου.





Ὁ Ἅγιος Φιλάγριος Ἐπίσκοπος Κύπρου
Image
Ὁ Ἅγιος Φιλάγριος ἔζησε κατὰ τὸν 1ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καὶ ἀρχιεράτευσε στὴν Κύπρο. Ἐκεῖ, ἀφοῦ δίδαξε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὁδήγησε πολλοὺς ἐθνικοὺς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ὑπέμεινε πολλὲς διώξεις ὑπὲρ τῆς ἀληθοῦς πίστεως. Στὸν κώδικα τῆς Πετρουπόλεως ἀναγράφεται: «Φιλαγρίου ἐπισκόπου Κύπρου τοῦ εἰς Κούριν». Ἴσως νὰ ἦταν Ἐπίσκοπος Κουρέων τῆς Κύπρου. Ὡς Ἐπίσκοπο Κύπρου τιμᾶ τὸν Ἅγιο καὶ ἡ Μητρόπολη Λεμεσοῦ. Ὅμως κατὰ τὸν Ἀρχιμανδρίτη Κυπριανὸ ὁ Ἅγιος Φιλάγριος ὑπῆρξε Ἐπίσκοπος Σόλων. Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς στὸ Χρονικόν του (15ος αἰῶνας μ.Χ.) τὸν θεωρεῖ Ἐπίσκοπο Πάφου.
Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ὑπέμεινε πολλοὺς πειρασμοὺς ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ ἀπὸ τοὺς πονηροὺς καὶ ἄπιστους ἀνθρώπους ποὺ δὲν σέβονταν τὸν Κύριο, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ μέχρι τὴν τελευταία του ἀναπνοή, κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη στὴν Σολέα τῆς Κύπρου.






Οἱ Ἅγιοι Ἄμμων καὶ Ἀλέξανδρος οἱ Μάρτυρες ἐκ Κύπρου
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἄμμων καὶ Ἀλέξανδρος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἦταν μαθητὲς τοῦ Ὠριγένους. Μαρτύρησαν στὸν Σόλεα τῆς Κύπρου γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἴσως κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (248 – 251 μ.Χ.).






Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς τοῦ Κίλικος
Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ρωσὸ τῆς Κιλικίας, ἀλλὰ διῆλθε τὸν βίο τῶν εὐσεβῶν ἀγώνων του στὴν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ, στοὺς πρόποδες ἑνὸς βουνοῦ, ἔκτισε μικρὸ κελί, στὸ ὁποῖο ἀσκήτευε. Γιὰ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου του, ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε πλούσια τὴν Χάρη του καὶ τὸν τίμησε μὲ τὴν δύναμη τῆς θαυματουργίας. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του ἔφερε πρὸς αὐτὸν πλήθη πιστῶν, ποὺ ζητοῦσαν τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία του. Ἔτσι πολλὲς φορὲς ὁ Ὅσιος θεράπευε πολλοὺς ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ βαριὲς ἀσθένειες καὶ μὲ τὴν προσευχή του ἀπέκτησαν παιδιὰ πολλὲς στεῖρες γυναῖκες.

Τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, μὲ τὸ ὁποῖο τὸν προίκισε ὁ Θεός, δὲν τὸν ὁδήγησε ποτὲ στὴν ὑπερηφάνεια. Ἀντίθετα μάλιστα. Συχνὰ ὁ Ἅγιος ἐπαναλάμβανε τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἀναφέρει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ νομίζει ὅτι στέκεται, ὀφείλει νὰ προσέχει νὰ μὴν πέσει. Καὶ ἔλεγε, ἐπίσης, ὅτι τὸ σπουδαῖο δὲν εἶναι νά κάνεις θαύματα, ἀλλὰ νὰ ἐργάζεσαι τὴν δικαιοσύνη καὶ νὰ φυλάττεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Ρωμανός, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Δαμασκηνὸς
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἦταν ἱερεὺς καὶ θεωρεῖται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο ὡς συγγραφεὺς τῆς Νιπτικῆς Βίβλου, ποὺ περιέχεται στὴ Φιλοκαλία. Τελειώθηκε διὰ ξίφους τὸ ἔτος 775 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Δαμασκηνὸς
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἦταν ἱερεὺς καὶ θεωρεῖται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο ὡς συγγραφεὺς τῆς Νιπτικῆς Βίβλου, ποὺ περιέχεται στὴ Φιλοκαλία. Τελειώθηκε διὰ ξίφους τὸ ἔτος 775 μ.Χ.






Οἱ Ὅσιοι Νικηφόρος καὶ Γεννάδιος
Οἱ Ὅσιοι Νικηφόρος καὶ Γεννάδιος ἔγιναν μοναχοὶ καὶ ἀσκήτεψαν στὴν ἔρημο τῆς μονῆς Σβίρ, στὴν περιοχὴ Ὅλονετς τῆς Ρωσίας, κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα μ.Χ. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.






Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἰννοκεντίου ἐκ Ρωσίας
Image
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου Ἐπισκόπου Ἰρκοὺτσκ τῆς Ρωσίας († 1731), στὶς 26 Νοεμβρίου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed Jan 30, 2013 7:46 pm

10 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ὁ Ἱερομάρτυρας
Image
Ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ἦταν ἱερεὺς στὴ Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησε ἐπὶ αὐτοκρατορίας τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου (193 – 211 μ.Χ.). Ὅταν τὸ ἔτος 198 μ.Χ. ὁ Σέβηρος ἐξαπέλυσε ἀπηνὴ διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος τῆς Μαγνησίας Λουκιανός, συνέλαβε τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ὅμως ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο δὲν τὸ ἔκανε αὐτό, ἀλλὰ ἀντίθετα ὁμολόγησε στὸν ἔπαρχο τὴν προσήλωσή του στὸν Χριστὸ καὶ δήλωσε μὲ παρρησία ὅτι σὲ ὁποιοδήποτε βασανιστήριο καὶ νὰ ὑποβληθεῖ δὲν πρόκειται νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Τότε ἡ σκοτισμένη καὶ σαρκικὴ ψυχὴ τοῦ Λουκιανοῦ ἐπέτεινε τὴν ὀργή της καὶ διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ φρικώδη βασανιστήρια στὸ γέροντα ἱερέα. Πρῶτα τὸν γύμνωσαν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Λουκιανός, παίρνοντας τὸ ξίφος του προσπάθησε νὰ πληγώσει τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου. Ὅμως ἀποκόπηκαν τὰ χέρια του καὶ ἔμειναν κρεμασμένα στὸ σῶμα τοῦ Ἱερομάρτυρα καὶ μόνο ὕστερα ἀπὸ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου συγκολλήθηκαν αὐτὰ πάλι στὸ σῶμα καὶ ὁ ἡγεμόνας κατέστη ὑγιής. Βλέποντας αὐτὸ τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου πολλοὶ ἀπὸ τοὺς δημίους πίστεψαν στὸν ἀληθινὸ Θεό.

Μὲ τὸ ζόφο στὸ νοῦ καὶ μὲ τὴ θηριωδία στὴν καρδιά, ὁ ἔπαρχος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ διαπομπεύσουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν σύρουν διὰ μέσου τῆς πόλεως μὲ χαλινάρι. Τέλος, διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ μαρτύριό του ἔλαβε τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
Τμήματα τῆς τιμίας κάρας αὐτοῦ φυλάσσονται στὴ ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων καὶ στὸν ὁμώνυμο προσκυνηματικὸ ναὸ τῆς κωμοπόλεως Θεσπιῶν τῆς Βοιωτίας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς στῦλος ἀκλόνητος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καὶ λύχνος ἀείφωτος, τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Χαράλαμπες· ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διὰ τοῦ μαρτυρίου, ἔλυσας καὶ εἰδώλων τὴν σκοτόμαιναν μάκαρ· διὸ ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς φωστὴρ ἀνέτειλας ἐκ τῆς Ἑῴας, καὶ πιστοὺς ἐφώτισας, ταῖς τῶν θαυμάτων σου βολαῖς, Ἱερομάρτυς Χαράλαμπες· ὅθεν τιμῶμεν, τὴν θείαν σου ἄθλησιν.

Μεγαλυνάριον.
Τὸν ἐν Ἀθλοφόροις ἱερουργόν, καὶ ἐν ἱερεῦσιν, ἱερώτατον Ἀθλητήν, τῶν θαυμάτων ῥεῖθρα, πηγάζοντα τῷ κόσμῳ, τὸν μέγαν Χαραλάμπην, ὕμνοις τιμήσωμεν.






Οἱ Ἅγιοι Βάπτος καὶ Πορφύριος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ τρεῖς πιστεύσαντες γυναῖκες
Image
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες πίστεψαν στὸν Χριστὸ κατὰ τὸ φρικτὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους. Μόλις εἶδαν τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου ποὺ ἐπιτελέσθηκε στὸν ἔπαρχο Λουκιανό, οἱ δήμιοι Πορφύριος καὶ Βάπτος ἢ Δαῦκτος, ἀρνήθηκαν τὰ εἴδωλα καὶ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Τὸ ἴδιο ἔπραξαν καὶ τρεῖς ἀπὸ τὶς παρευρισκόμενες ἐκεῖ γυναῖκες. Ὅλους αὐτοὺς τοὺς συνέλαβε ὁ Λουκιανὸς καί, ἀφοῦ πρῶτα τοὺς ὑπέβαλλε σὲ φοβερὰ βασανιστήρια, ἀπέκοψε τὶς τίμιες κεφαλὲς αὐτῶν.






Οἱ Ἅγιοι Ἐνναθᾶ, Οὐαλεντίνα καὶ Παῦλος οἱ Παρθενομάρτυρες
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἐνναθᾶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Γάζα, ἡ δὲ Ἁγία Μάρτυς Οὐαλεντίνα καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Μόλις ξέσπασε διωγμὸς ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν, οἱ Ἅγιες συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἡγεμόνα Φιρμιλιανό, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Τότε ἐκεῖνος διέταξε νὰ μαστιγώσουν τὴν Μάρτυρα Ἐνναθᾶ ἀνηλεῶς. Στὴ συνέχεια, τὴν κράμασαν σὲ ξύλο καὶ τῆς ἔσκισαν τὰ πλευρά.

Ἡ Ἁγία Οὐαλεντίνα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ βλέπει τὴν ἀπανθρωπιὰ καὶ τὴ θηριωδία τοῦ ἡγεμόνος, φανερώθηκε καὶ αὐτὴ ὡς Χριστιανή. Βιαζόμενη νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα, ἀνέτρεψε τὸν βωμὸ τῶν εἰδώλων καὶ τὸν κατέστρεψε. Ὁ τύραννος, μόλις εἶδε τὴν ἐνέργεια αὐτὴ τῆς Ἁγίας Οὐαλεντίνης, τὴν παρέδωσε σὲ φρικώδη βασανιστήρια.

Ἀλλὰ τὸ συνεχιζόμενο μαρτύριο τῶν δύο Ἁγίων παρθένων γυναικῶν, προκάλεσε τὴν ἐμφάνιση καὶ ἄλλου ἀθλητὴ τῆς πίστεως. Ἦταν ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος θεώρησε καθῆκον του νὰ στηλιτεύσει τὴν ἀχόρταγη θηριωδία τοῦ ἔπαρχου Φιρμιλιανοῦ. Τότε ὁ ἔπαρχος κορύφωσε τὴν κακουργία του. Κατὰ διαταγή του οἱ δύο Ἁγίες ὁδηγήθηκαν σὲ θάνατο διὰ πυρὸς καὶ ὁ Ἅγιος Παῦλος ἀποκεφαλίσθηκε.
Ὁ πόθος τους ἐκπληρώθηκε καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἀνέβησαν στὰ ἀθάνατα καὶ μακάρια σκηνώματα τοῦ Χριστοῦ.






Ὁ Ὅσιος Ζήνων ὁ Ταχυδρόμος
Ὁ Ὅσιος Ζήνων καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ ἦταν υἱὸς πλουσίων ἀλλὰ καὶ ἐνάρετων γονέων. Ἐπὶ βασιλείας Οὐάλεντος (364 – 374 μ.Χ.), ἦταν διακομιστὴς τῆς ἀλληλογραφίας του. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ὑποστήριζε τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς, καὶ εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ πιέσει διὰ τοῦ ἔπαρχου Μοδεστοῦ τὸν Μέγα Βασίλειο, ἀναγκάστηκε ὅμως νὰ ὑποχωρήσει ἀπὸ τὴν σθεναρὴ στάση τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου. Ὁ Ἅγιος Ζήνων, μολονότι ζοῦσε σὲ τέτοια ἀτμόσφαιρα, διατήρησε ἀκέραιο τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημά του.

Ὅταν πέθανε ὁ αὐτοκράτορας, ὁ Ὅσιος ἐγκατέλειψε τὸ κοσμικὸ κυκεώνα καὶ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο. Ἐγκαταστάθηκε σὲ καλύβα στὸ ὄρος τοῦ Ἀντιόχου, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἀσκήτευαν πολλοὶ Ἅγιοι μοναχοί. Κοντὰ σὲ αὐτοὺς βρῆκε ἀνάπαυση ἡ καρδιὰ τοῦ Ἁγίου.

Ἡ ζωή του ἦταν σκληρή, αὐστηρὴ καὶ τραχεία. Ἔτσι ἔλαβε χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁδήγησε πολλοὺς στὸ δρόμο τῆς εὐσέβειας, ἐνῶ στήριζε τοὺς νεότερους μοναχοὺς στὴ μίμηση τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας. Ἦταν ὁ ἐπιδέξιος ἀδελφός, ὁ εὔγλωττος χρωματιστῆς τῆς εὐτέλειας τῆς κοσμικῆς ματαιότητας καὶ τῆς ὑπεροχῆς τῆς ἐσωτερικῆς γαλήνης καὶ ἡσυχίας.
Ὁ Ὅσιος Ζήνων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, λαβὼν τὴν χάριν, δι’ ἀσκήσεως, ἀγίας Πάτερ, ζωῆς θείας ὑπεμφαίνεις τὰς χάριτας· καὶ τοῦ Σωτῆρος θεράπων γενόμενος, τῆς παρ’ αὐτοῦ ἠξιώθης λαμπρότητος. Ζήνων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ἀγῶνάς σου θεοφόρε, ἡ ἐν οὐρανοῖς, ἐδέξατο εὐφροσύνη, καὶ Ἀγγέλων συνήφθης, τοῖς στρατεύμασιν Ὅσιε, θείας δόξης ἀξιούμενος, καὶ πρεσβεύων τῷ Παντάνακτι, ὑπὲρ πάντων τῶν βοώντων σοι· χαίροις ὦ Ζήνων σοφέ, τῶν ἀσκητῶν καλλονή.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις θεοφόρε Ζήνων σοφέ, ἀρετῶν ὁσίων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις τῶν τελούντων, τὴν μνήμην σου τὴν θείαν, προστάτης καὶ μεσίτης, πρὸς τὸν Θεὸν ἡμῶν.






Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος διετέλεσε Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κατὰ τὸ ἔτος 706 μ.Χ. καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ φιλόθεη πολιτεία του καὶ τὴν εὐσέβειά του. Ἔχασε δὲ τὸν θρόνο του ὑποστηρίζοντας τὶς Ἀποφάσεις καὶ τοὺς Ὅρους τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451 μ.Χ.), ὅταν ὑπέγραψε τὰ Πρακτικὰ τῆς ἐν Τρούλλῳ Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691 μ.Χ.). Εἶναι ἐσφαλμένη ἡ ἀναγραφὴ σὲ πολλοὺς Συναξαριστὲς τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου ὡς Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ διαδέχθηκε τὸν Ἅγιο Πατριάρχη Γερμανὸ († 12 Μαΐου), διότι ὁ Πατριάρχης Ἀναστάσιος ποὺ διαδέχθηκε τὸν Ἅγιο Γερμανὸ ἦταν εἰκονομάχος καὶ μισητὸς στὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Ἀρεοβίνδου
Ὁ ναὸς αὐτὸς ὑπῆρχε ἀπέναντι τῆς βασιλικῆς πύλης (Μπαλατᾶ), στὸ σημερινὸ Χάσκιοϊ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ κτίσθηκε τὸ ἔτος 598 μ.Χ. ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μαυρικίου (582 – 602 μ.Χ.), Πέτρο. Τὸ ὄνομα Ἀρεόβινδος εἶχαν ἐπιφανεῖς στρατιωτικοὶ τῆς Ἀνατολῆς.






Ἡ Ὁσία Ἄννα ἡ Πριγκίπισσα
Image
Ἡ Ὁσία Ἄννα γεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἦταν σύζυγος τοῦ ἡγεμόνα Γιαροσλάβου. Ἐργάσθηκε ἀποστολικὰ γιὰ τὴν στερέωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ζήσει σὲ μοναστήρι μὲ ἡσυχία καὶ προσευχή. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1056. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη της καὶ στὶς 17 Ὀκτωβρίου.






Ὁ Ὅσιος Πρόχορος ἐκ Ρωσίας
Image
Ὁ Ὅσιος Πρόχορος καταγόταν ἀπὸ τὸ Σμολὲνκ τῆς Ρωσίας καὶ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο γενόμενος μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀπὸ τὸν ἡγούμενο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ἔνιωσε τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ Προχόρου. Ὁ Ὅσιος ἀγωνιζόταν μὲ μεγάλη αὐστηρότητα καὶ ἀκρίβεια στὶς ἀρχὲς τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν διέκρινε ἦταν ἡ νηστεία. Ποτὲ δὲν γευόταν ἄλλη τροφὴ ἐκτὸς ἀπὸ νερὸ καὶ ψωμὶ ποὺ ἦταν φτιαγμένο ἀπὸ λοποτιὰ ἢ ἀρνόγλωσσο, ἕνα πικρὸ φυτό (στὰ ρώσικα λέγεται «λέμπεντα»). Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπικαλεῖται «Λεμπεντιώτης». Καὶ ὁ Ἅγιος Θεός, ποὺ ἔβλεπε τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Ὁσίου, μετέβαλε τὴν πίκρα αὐτοῦ τοῦ χόρτου σὲ γλυκύτητα.

Τὰ χρόνια ποὺ ζοῦσε ὁ Ὅσιος ἦταν δύσκολα γιὰ τὴν Ρωσία καὶ τὸν λαό της. Οἱ πολεμικὲς ἀναταραχὲς ἔφεραν πεῖνα. Ὁ θάνατος ἀπειλοῦσε τοὺς κατοίκους τοῦ Κιέβου. Ὁ Ὅσιος, ἀκούραστα, μάζευε τὸ πικρὸ αὐτὸ χόρτο καὶ καθημερινὰ ἑτοίμαζε ψωμιὰ καὶ τὰ μοίραζε στοὺς πεινασμένους ἀδελφούς του. Μερικοὶ θέλησαν νὰ μιμηθοῦν τὸν Ὅσιο καὶ νὰ φτιάξουν μόνοι τους ψωμὶ ἀπὸ τὸ πικρὸ αὐτὸ χόρτο. Ἦταν ὅμως ἀδύνατο νὰ τὸ φάνε, γιατί ἦταν πολὺ πικρό. Τότε κατάλαβαν ὅτι κάτι θαυμαστὸ συνέβαινε μὲ τὸν Ἅγιο ἀσκητή, ὁ ὁποῖος ἐπιτελοῦσε τὸ ἔργο αὐτὸ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Στὸν καιρὸ τοῦ Ὁσίου συνέβη καὶ ὁ ἐμφύλιος πόλεμος ἀνάμεσα στὸν ἡγεμόνα Μιχαὴλ Σβιατοπὸλκ καὶ στοὺς πρίγκιπες τῶν πόλεων Βλαντιμὶρ καὶ Περεμίσλσκ. Τὰ τρόφιμα ἔφθαναν δύσκολα στὸ Κίεβο καὶ τὸ πρόβλημα μεγάλωσε ὅταν ἔπαψε νὰ ὑπάρχει ἁλάτι. Τότε ὁ Ὅσιος μάζεψε ἀπὸ τὰ κελιὰ τῶν μοναχῶν ὅλη τὴν στάχτη καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται. Ἡ στάχτη ἔγινε ἁλάτι, τὸ ὁποῖο ὁ Ὅσιος μοίραζε καὶ δὲν τελείωνε ποτέ.

Οἱ ἔμποροι παραπονέθηκαν τότε στὸν σκληρὸ ἡγεμόνα Μιχαὴλ Σβιατοπόλκ, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταφέρουν τὸ ἁλάτι στὴν αὐλή, γιὰ νὰ τὸ πωλεῖ αὐτός. Τότε τὸ ἁλάτι ἔγινε πάλι στάχτη καὶ ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύφθηκε, γιὰ νὰ δοξασθεῖ τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἡγεμόνας, συντετριμμένος, πῆγε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων καὶ προσέπεσε μὲ ταπείνωση στὸν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος προφήτεψε τὴ νίκη τοῦ ἡγεμόνος κατὰ τῶν Πολόφτσων.
Ὁ Ὅσιος Πρόχορος κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 1107. Ὁ ἡγεμόνας Μιχαὴλ Σβιατοπὸλκ δακρυσμένος ἐνταφίασε τὸ σκήνωμα τοῦ Ὁσίου κοντὰ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τῶν Σπηλαίων.






Ὁ Ἅγιος Βασίλειος Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐξελέγη Μητροπολίτης τοῦ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας τὸ 1329 καὶ χειροτονήθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ. Συνέγραψε τὸ προσφιλὲς ἀνάγνωσμα «Ὁ παράδεισος ἐπὶ τῆς γῆς». Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1352.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Φιλόσοφος
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ ἐπιλεγόμενος Φιλόσοφος λόγω τῶν ἐξαιρετικῶν σπουδῶν του στὴ θεολογία καὶ φιλοσοφία, ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 11ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνα μ.Χ. στὴ Γεωργία. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Λογγίνος ὁ Ἐρημίτης
Ὁ Ὅσιος Λογγίνος τοῦ Κορυάζχεμκ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία. Ἀσκήτεψε ἀρχικὰ στὴ μονὴ Ἁγίου Παύλου τῆς Ὀμπνόρα καὶ στὴ συνέχεια στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Βορίδος καὶ Γκλὲμπ τοῦ Σολβυτσέγκοντ καὶ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Κορνηλίου τῆς περιοχῆς Κομέλ. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν μοναχὸ Συμεών, ᾖλθε σὲ ἐρημητήριο ποὺ ἦταν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κορυαζχέμα. Ἐκεῖ ἀνήγειρε κελιὰ καὶ ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Νικόλαο.
Ὁ Ὅσιος Λογγίνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1540. Μετὰ 16 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση αὐτοῦ, τὸ τίμιο λείψανό του μεταφέρθηκε μέσα στὸ ναό.






Οἱ Ἅγιοι πάντες Ἱεράρχες ἐν Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας
Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ καθιερώθηκε μετὰ τὴ φανέρωση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ († 7 Σεπτεμβρίου 1186) στὸν Ἅγιο Εὐθύμιο, Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ († 11 Μαρτίου 1458), ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε νὰ ἑορτάζει μὲ ἀγρυπνία στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοὺς μακαρίους Ἱεράρχες τῆς τοπικῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εὐαρέστησαν μὲ τὸ βίο καὶ τοὺς ἀγῶνες τους τὸν Θεό. Ἐπίσης, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐπιτελεῖται στὶς 4 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἱεροθέου, Ἐπισκόπου Ἀθηνῶν, σύμφωνα μὲ ὅσα εἶπε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, καὶ τὴν Τρίτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή.

Οἱ Ἅγιοι Ἱεράρχες εἶναι :
Ἰωακεὶμ († 1030), Λουκᾶς († 1060), Γερμανὸς († 1096), Ἀρκάδιος († 1162), Γρηγόριος († 1193), Μαρτύριος († 1199), Ἀντώνιος († 1231), Βασίλειος († 1352), Συμεὼν († 1421), Γεννάδιος († 1505), Ποιμὴν († 1571), Ἀφφώνιος († 1652).






Μνήμη Θαύματος ἀπαλλαγῆς νήσου Ζακύνθου ἐκ τῆς πανώλης
Συνέβη ὅταν τὸ ἔτος 1728 ἐνέσκυψε στὴ νῆσο τῆς Ζακύνθου πανούκλα, οἱ Χριστιανοὶ ἐστράφησαν στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο καὶ ζήτησαν τὴν μεσιτεία του. Ἀποφάσισαν μάλιστα νὰ οἰκοδομήσουν ναὸ πρὸς τιμή του ὡς ἱκεσία καὶ ὑπὲρ τῆς ἀπαλλαγῆς αὐτῶν ἀπὸ τὴν συμφορά.






Διήγηση περὶ ὑπακοῆς στοὺς γονεῖς καὶ σεβασμοῦ τῆς ἱερῆς Λειτουργίας
Περιληπτικὰ ἡ διήγηση ἔχει ὡς ἕξης:
Στὶς ἡμέρες τοῦ βασιλιὰ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395), ἦταν στὴν Κωνσταντινούπολη κάποιος ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ πλούσιος, ποὺ ὀνομαζόταν Ἰουλιανός. Αὐτὸς εἶχε καὶ ἕνα γιό, ποὺ τὸν ἔλεγαν Θεόφιλο. Ὅταν γέρασε, ἔπεσε σὲ μεγάλη φτώχεια καὶ τότε κάλεσε τὸν γιό του γιὰ νὰ τοῦ πεῖ κάτι σημαντικό. Τοῦ ζήτησε λοιπὸν νὰ τὸν πουλήσει σὰν δοῦλο του, γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς ἀνάγκες τῶν τελευταίων χρόνων τῆς ζωῆς του. Ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ ἔκανε πλήρη ὑπακοὴ στὸν ἀφέντη του καὶ ὅταν εἶχε Θεία Λειτουργία, πρῶτα θὰ πήγαινε σ’ αὐτὴ καὶ ἔπειτα θὰ συνέχιζε πρόθυμα τὴν ὑπηρεσία του. Ἔτσι θὰ εἶχε θαυματουργικὲς εὐεργεσίες ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ὑπάκουος γιὸς δέχτηκε τὸ αἴτημα τοῦ πατέρα του, ποὺ τὴν ἑπόμενη μέρα τὸν πούλησε σ’ ἕναν πατρίκιο τοῦ παλατιοῦ, τὸν Κωνσταντῖνο. Αὐτὸς ἀγάπησε πολὺ τὸν Θεόφιλο γιὰ τὴν προθυμία καὶ τὴν ἐργατικότητά του. Κάποτε ὅμως ὁ πατρίκιος ξέχασε τὸν χαρτοφύλακα στὸ δωμάτιό του καὶ ἔστειλε τὸν Θεόφιλο νὰ τοῦ τὸν φέρει. Ὁ Θεόφιλος μπῆκε στὸ δωμάτιο τὴν ὥρα ποὺ ἡ κυρία του μοιχευόταν μὲ ἕνα δοῦλο της. Ἀλλὰ ὁ Θεόφιλος ἐπάνω στὴ βιασύνη του δὲν τοὺς πρόσεξε καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸν χαρτοφύλακα βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιο. Ἡ πονηρὴ ὅμως γυναῖκα τοῦ πατρικίου, συκοφάντησε τὸν Θεόφιλο στὸν ἄντρα της ὅτι δῆθεν τὴ βίασε. Τότε ὁ πατρίκιος θυμωμένος, συνεννοήθηκε μὲ τὸν ἔπαρχο νὰ τοῦ στείλει τὸν Θεόφιλο γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει. Στὸ δρόμο γιὰ τὸν ἔπαρχο, ὁ Θεόφιλος συνάντησε ναὸ ποὺ εἶχε Θεία Λειτουργία καὶ μπῆκε μέσα γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ. Ἐπειδὴ ἀργοῦσε, ὁ πονηρὸς δοῦλος εἶπε στὸν πατρίκιο νὰ πάει αὐτὸς νὰ φέρει τὸ κεφάλι τοῦ Θεόφιλου, ποὺ θὰ ἦταν ἤδη κομμένο. Ὅταν ἔφτασε στὸν ἔπαρχο ὁ πονηρὸς δοῦλος, ὁ δήμιος ποὺ καραδοκοῦσε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα, νόμισε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεόφιλος. Καὶ ἔτσι τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι. Ἀμέσως μετὰ ἔφτασε καὶ ὁ Θεόφιλος. Καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸ σακὶ μὲ τὸ κεφάλι τὸ μετέφερε στὸν πατρίκιο, χωρὶς νὰ γνωρίζει τίποτα. Ὁ πατρίκιος καὶ ἰδιαίτερα ἡ γυναῖκα του, ὅταν εἶδαν ζωντανὸ τὸν Θεόφιλο καὶ τὸ κεφάλι τοῦ πονηροῦ δούλου μέσα στὸ σακί, ἔμειναν ἄφωνοι. Ἡ γυναῖκα τοῦ πατρικίου τότε, ἔντρομη γιὰ τὴ θεία δίκη, ἐξομολογήθηκε τὴν ἀλήθεια στὸν ἄντρα της καὶ ζήτησε δημόσια συγχώρηση. Ἔτσι ὁ πατρίκιος, ἀγάπησε ἀκόμα περισσότερο τὸν Θεόφιλο καὶ τὸν ἔκανε κληρονόμο σ’ ὅλη του τὴν περιουσία.
Last edited by tsailiketess on Thu Feb 06, 2014 7:19 pm, edited 1 time in total.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed Jan 30, 2013 7:49 pm

11 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Σεβαστείας
Image
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Λικινίου (308 – 323 μ.Χ.). Σπούδασε ἰατρική, ἀλλὰ προσέφερε χωρὶς χρήματα τὶς ὑπηρεσίες του, ὡς φιλανθρωπία, στοὺς πάσχοντες καὶ ἀσθενεῖς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ βοήθεια χορηγοῦσε δωρεὰν στοὺς ἀσθενεῖς τὰ φάρμακα καὶ τοὺς ἔδινε τὰ ἔξοδα τῆς νοσηλείας τους. Ἡ φιλανθρωπική του δραστηριότητα καλλιεργεῖτο στὴν ψυχή του ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ Ἐκκλησία τὸν δέχθηκε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου καὶ τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο Σεβαστείας.

Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Λικινίου, ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας τὸν συνέβαλε καὶ τὸν ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν ἀνηλεῶς μὲ ραβδιά, τὸν κρέμασαν ἀπὸ ξύλο καὶ στὴν συνέχεια τὸν ὁδήγησαν δεμένο στὴν φυλακή. Ἔπειτα τὸν ἔριξαν στὸν βυθὸ μιᾶς λίμνης. Ὅμως ὁ Ἅγιος, μὲ τὴ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, διασώθηκε. Ἐξοργισθέντες τότε οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι, ὁ Ἱερομάρτυς Βλάσιος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς δόξας τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριό του, τὸ ὁποῖο βρισκόταν κοντὰ στὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Φιλίππου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως βλαστήσας ὡς δένδρον εὔκαρπον, Ἱεράρχα Κυρίου Βλάσιε ἔνδοξε, μαρτυρίου τοὺς καρποὺς κόσμῳ προήγαγες, καὶ θαυμάτων δωρεάς, ἀναβλύζεις δαψιλῶς, ὡς θεῖος Ἱερομάρτυς, τοῖς καταφεύγουσι Πάτερ, τῇ ἀντιλήψει τῆς πρεσβείας σου.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ὁ θεῖος βλαστός, τὸ ἄνθος τὸ ἀμάραντον, ἀμπέλου Χριστοῦ, τὸ κλῆμα τὸ πολύφορον, θεοφόρε Βλάσιε, τοὺς ἐν πίστει τελοῦντας τὴν μνήμην σου, εὐφροσύνης πλήρωσον τῆς σῆς, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Λόγον ἀληθείας γεηπονῶν, τῆς δικαιοσύνης, ἀναβλάστησας τοὺς καρπούς, ὧν ἡ Ἐκκλησία, ὁσῶραι γευόμενη, Βλάσιε Ἱεράρχα, τιμᾷ τοὺς ἄθλους σου.






Οἱ Ἅγιοι Δύο παῖδες καὶ Ἑπτὰ γυναῖκες οἱ συναθλητὲς τοῦ Ἁγίου Βλασίου
Κατὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Βλασίου, ἑπτὰ γυναῖκες, οἱ ὁποῖες τὸν ἀκολουθοῦσαν, αἰσθάνθηκαν τόση ἀγανάκτηση γιὰ τὴν σκληρὴ ἀδικία καὶ θαυμασμὸ γιὰ τὸν Ἅγιο, ὥστε ἔλεγξαν τὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα καὶ διεκήρυξαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Γιὰ τὴν ὁμολογία τους αὐτὴ ἀποκεφαλίσθηκαν καί, ἔτσι ἔλαβαν τοὺς στέφανους τοῦ Μαρτυρίου.
Μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Βλάσιο ἤσαν στὴν φυλακὴ καὶ δύο νέοι, τοὺς ὁποίους ὁ Ἅγιος κατήχησε καὶ βάπτισε. Καὶ οἱ δύο συνάθλησαν μετὰ τοῦ Ἁγίου καὶ κατέστησαν κοινωνοὶ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου αὐτοῦ καὶ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.






Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ζαχαρίου Πατρὸς Ἰωάννου Προδρόμου
Image
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ζαχαρίου († 5 Σεπτεμβρίου) ἀνευρέθησαν, κατὰ πληροφορία τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Δοσιθέου, τὸ ἔτος 415 μ.Χ., στὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης ἐπὶ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) ἀπὸ κάποιον ποὺ ὀνομαζόταν Καλήμερος. Τὰ ἱερὰ λείψανα μαζὶ μὲ τὸ σκήνωμα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ υἱοῦ Ἰακώβ, κατατέθηκαν στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.
Περὶ τῆς μετακομιδῆς δὲ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Προφήτου Ζαχαρίου στὴ Βενετία τῆς Ἰταλίας γράφει ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Νεκτάριος.






Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Βασίλισσα
Image
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα, ἡ βασίλισσα, γεννήθηκε στὴν Ἔβεσσα τῆς Παφλαγονίας, τὸ 815 μ.Χ., ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν δρουγγάριο Μαρίνο καὶ τὴν ἐνάρετη Θεοκτίστη ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐλάβειά της καὶ τὴν προσήλωσή της στὴν ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ Ἁγία εἶχε τρεῖς ἄλλες ἀδελφές, τὴ Σοφία, τήν Μαρία καὶ τὴν Εἰρήνη καὶ δύο ἀδελφούς, τὸν Βάρδα καὶ τὸν Πετρωνᾶ. Τὸ ἔτος 830 μ.Χ. νυμφεύθηκε τὸν αὐτοκράτορα Θεόφιλο (829 – 842 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν εἰκονομάχος. Παρὰ τὸ εἰκονομαχικὸ κλίμα ποὺ ἐπικρατοῦσε, ἡ Θεοδώρα ἐξακολουθοῦσε νὰ τιμᾶ τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ νὰ τὶς φυλάσσει κρυφὰ στὰ δώματά της. Ἡ μητέρα της, Θεοκτίστη, ἐγκατέλειψε τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀποσύρθηκε σὲ γυναικεία μονή, τὴν ὁποία ἡ ἴδια εἶχε ἱδρύσει.

Τὸ 842 μ.Χ. ὁ Θεόφιλος πέθανε καὶ ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἀνέλαβε τὴν βασιλεία καὶ τὴν ἐποπτεία τοῦ ἀνήλικου υἱοῦ της Μιχαήλ, μὲ συνεπιτρόπους τὸν ἀδελφό της Βάρδα, τὸν ἐκ τοῦ πατέρα της θείου της, ποὺ ἦταν μάγιστρος καὶ τὸν λογοθέτη Θεόκτιστο. Ἡ πρώτη ἐνέργεια ἦταν ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ εἰκονομάχου Πατριάρχου Ἰωάννου καὶ ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου († 14 Ἰουνίου). Ἡ Σύνοδος, ποὺ συνῆλθε στὶς 11 Μαρτίου τοῦ 843 μ.Χ., ἀποφάσισε τὴν ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων εἰκόνων καὶ ἀνόρθωσε τὴν διδασκαλία τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ μεγαλοπρεπὴς πανήγυρη ἐτελέσθη τὴν Α’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ποὺ ἀπὸ τότε καθιερώθηκε ὡς Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ζήτημα τῶν εἰκόνων, τὴν Ἁγία Θεοδώρα ἀπασχόλησαν καὶ ἄλλοι ποικίλοι ἐσωτερικοὶ καὶ ἐξωτερικοὶ περισπασμοί, ὅπως οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Ἀράβων στὴ Σικελία καὶ Μικρὰ Ἀσία, οἱ ἐπαναστάσεις τῶν Σλάβων τῆς Πελοποννήσου καὶ τῶν Παυλιανιτῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, οἱ ἐκστρατεῖες κατὰ τῶν Ἀράβων τῆς Κρήτης, τῆς Συρίας καὶ τῆς Αἰγύπτου, καὶ οἱ περιπλοκὲς μὲ τὸν ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων Βόγορι, τὸν ὁποῖο ὁδήγησε στὴν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι, ἐμπιστεύτηκε τὴν ἀνατροφὴ τοῦ υἱοῦ της στὸν ἀδελφό της Βάρδα, ὁ ὁποῖος, μὲ σκοπὸ τὸ δικό του συμφέρον, ἐνθάρρυνε καὶ ἐνίσχυε κάθε ροπὴ τοῦ νεαροῦ βασιλέως πρὸς τὴν ἀκολασία. Ἡ δολοφονία τοῦ λογοθέτου Νεοκτίστου κατέστησε τὸν ἀδελφὸ τῆς Ἁγίας πανίσχυρο, ὥστε νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ ἀπειλεῖ καὶ τὴν ἴδια.
Ἀργότερα, ὁ ἴδιος ὁ υἱὸς τῆς Ἁγίας, Μιχαήλ, καὶ ὁ ἀδελφός της Βάρδας, διέταξαν τὸν ἐγκλεισμό της, μαζὶ μὲ τὶς θυγατέρες της Ἄννα, Θέκλα, Ἀναστασία, Μαρία καὶ Πουλχερία, στὴ μονὴ Γαστριῶν, στὴν περιοχὴ τῶν Ὑψομαθείων καὶ τὴν κουρά της ὡς μοναχῆς. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἀφοσιώθηκε στὴν προσευχὴ καὶ στὴν ἄσκηση. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 867 μ.Χ., τὸ δὲ ἱερὸ λείψανό της φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια στὸ ναὸ τῆς Παναγίας Σπηλαιωτίσσης στὴν Κέρκυρα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Δωρεῶν τῶν ἐνθέων οὖσα ἐπώνυμος, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνεις βασιλικαῖς δωρεαῖς, ὡς θεόγλυπτος εἰκὼν θείας φρονήσεως· τῶν γὰρ Εἰκόνων τῶν σεπτῶν, τὴν τιμὴν ὡς σχετικήν, ἐτράνωσας Θεοδώρα, τῶν Βασιλίδων ἀκρότης, τῶν Ὀρθοδόξων ἐγκαλλώπισμα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς καλλονὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ εὐπρέπειαν

Καὶ Βασιλίδων χαρακτῆρα καὶ διάδημα

Ἀνυμνοῦμέν σε, θεόστεπτε Θεοδώρα.

Σὺ γὰρ ὤφθης τῶν Εἰκόνων ἀναστήλωσις

Καὶ τελείας τῆς αἱρέσεως καθαίρεσις·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Ἄνασσα πάντιμε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Θεοδώρα πανευκλεής· χαίροις εὐσεβείας, ἀνακήρυξις ἀληθής· χαίροις παρρησίαν, ἐν Θεῷ κεκτημένη, Αὐγούστα καὶ Ὁσία ἀειμακάριστε.






Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐξ Ἀκαρνανίας
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος γεννήθηκε πιθανῶς στὸ χωριὸ Σκλάβαινα τῆς Ἀκαρνανίας περὶ τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνα ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα μ.Χ., ὅπου τὸ ἔτος 1923 βρέθηκε ὁ τάφος του καὶ τὸ τίμιο λείψανό του. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, στὴν παλιὰ Κιάφα – Σκλάβαινα τῆς ἐπαρχίας Βόνιτσας καὶ Ξηρομέρου, στὴν ὁποία διετέλεσε καὶ ἡγούμενος. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1006 ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς πειρατὲς μαζὶ μὲ πέντε συμμοναστές του. Τὸ μαρτύριό του φανέρωσε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος σὲ πολλοὺς εὐσεβεῖς ἱερεῖς καὶ Χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς.






Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ ὁ βασιλέας
Image
Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ (Βσεβολόδος Μστισλάβιτς), υἱὸς τοῦ μεγάλου Ρώσου ἡγεμόνος, ἐπὶ πολλὰ ἔτη καταπολέμησε, ὡς Πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ, τὶς διαμάχες μεταξὺ τῶν διαφόρων Ρώσων ἡγεμόνων. Μετὰ τὴν κοίμηση αὐτοῦ, τὸ ἔτος 1138 μ.Χ., ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε Ἅγιο καὶ θαυματουργὸ τὸ ἔτος 1549.






Ὁ Ὅσιος Δημήτριος ἐκ Ρωσίας
Image
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος τοῦ Πριλοὺκ γεννήθηκε στὴν περιοχὴ Περεγιασλὰβ Ζαλέσκ τῆς Ρωσίας κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ οἰκογένεια πλούσια καὶ εὐσεβῆ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἵδρυσε μονὴ ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο.

Τὸ ἔτος 1354 ὁ Ἅγιος Δημήτριος συναντήθηκε μὰ τὸν Ἅγιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει στὸ Περεγιασλὰβ γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Μητροπολίτη Ἀθανάσιο. Ἀπὸ τότε οἱ δύο Ἅγιοι συνδέθηκαν διὰ φιλίας.

Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἐξαπλώθηκε τόσο πολύ, ὥστε ὁ μέγας πρίγκιπας Δημήτριος Ἰωάννοβιτς τοῦ ζήτησε νὰ γίνει Πνευματικὸς Πατέρας τῶν τέκνων του.

Ὅμως ὁ Ἅγιος ἐπιθυμοῦσε τὴ μοναχικὴ ἡσυχία. Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ἁγίου Σεργίου ἀποσύρεται σὲ ἀπομακρυσμένο τόπο καὶ ἐγκαθίσταται βόρεια μὲ τὸν μαθητή του Παχώμιο.

Στὰ δάση τῆς περιοχῆς Βολογκντά, κοντὰ στὸν ποταμὸ Βελίκα, ἔκτισε τὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ θέσει τὰ θεμέλια γιὰ τὴν ἀνέγερση μονῆς. Ὅμως οἱ ντόπιοι, μὲ τὸν φόβο ὅτι τὰ χωράφια τῆς περιοχῆς θὰ γίνονταν μοναστηριακὴ περιουσία, ἀντέδρασαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τοὺς δύο μοναχοὺς νὰ ἀποχωρήσουν. Ἐκεῖνοι, χωρὶς νὰ θέλουν νὰ ἐπιβαρύνουν κανένα μὲ τὴν παρουσία τους, μὲ πικρία ἀπεχώρησαν.

Ὁ Ὅσιος Δημήτριος τότε συνέστησε τὴν πρώτη κοινοβιακὴ μονὴ στὸ ρωσικὸ βορρά. Τὸ ἔτος 1372, μὲ τὴν πολύτιμη βοήθεια τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ἀποπερατώθηκε ὁ ξύλινος καθεδρικὸς ναὸς τοῦ Σωτῆρος καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου ἄρχισε νὰ προσελκύει μαθητὲς καὶ μοναχοὺς ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς γενέτειράς του.

Στὴ νέα μοναστικὴ κοινότητα ὁ Ὅσιος συνδύαζε τὴν προσευχὴ μὲ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ νηστεία, ἀλλὰ καὶ τὴν φιλανθρωπία. Φρόντιζε γιὰ τὸ συσσίτιο τῶν πεινώντων, φιλοξενοῦσε ἀστέγους, βοηθοῦσε τοὺς πτωχούς, παρηγοροῦσε τοὺς θλιμμένους καὶ συμβούλευε πνευματικὰ ὅσους προσέτρεχαν καὶ ζητοῦσαν τὸν Κύριο. Τὶς δωρεὲς τῶν πιστῶν πρὸς τὴ μονή, τὶς δεχόταν μὲ διάκριση καὶ προσοχὴ καὶ τὰ διαχειριζόταν μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ δὲν προκαλοῦσε, ἀφοῦ πρόσεχε ἰδιαίτερα νὰ μὴν καλλιεργεῖται στὴν καρδιὰ τῶν μοναχῶν κοσμικὸ φρόνημα.
Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως. Ἀφοῦ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του θεοφιλῶς καὶ θεαρέστως, ὁ Ὅσιος Δημήτριος κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας τὸ ἔτος 1392.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Σερβίας

Image
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στὴν πόλη Κράτοβα τῆς Σερβίας ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴ Σάρρα. Ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου καὶ ἀργότερα ἔμαθε τὴν τέχνη τοῦ χρυσοχόου. Ἔχασε τὸν πατέρα του σὲ νεαρὴ ἡλικία καὶ φοβούμενος μήπως, λόγω τῆς ὡραιότητάς του, ἀπαχθεῖ στὴν αὐλὴ τοῦ σουλτάνου Βαγιατζῆ Β’ (1481 – 1512 μ.Χ.), ᾖλθε στὴν Βουλγαρία καὶ παρέμεινε στὴ Σόφια πλησίον ἑνὸς ἱερέα ποὺ ὀνομαζόταν Πέτρος. Ὁ ἱερέας ἐκεῖνος τοῦ παρέσχε κάθε μέσο γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὰ ἱερὰ γράμματα. Καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος ζοῦσε βίο θεοφιλὴ καὶ ἀσκητικό.
Οἱ Τοῦρκοι προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ μεταχειρίστηκαν ἕναν ἔμπειρο μουσουλμάνο διδάσκαλο, ὁ ὁποῖος σὰν ἀφορμὴ γιὰ νὰ πλησιάσει τὸν Γεώργιο προσκόμισε σὲ αὐτὸν χρυσὸ γιὰ κατασκευὴ κοσμήματος. Κατὰ τὶς ἐπαφὲς μαζί του ὁ Γεώργιος ἀπέδειξε ὅτι ἡ μόνη ἀληθινὴ πίστη εἶναι ἡ Χριστιανικὴ καὶ ἤλεγξε ὡς ψευδῆ τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁδηγήθηκε στὸν κριτή. Παρὰ τὶς κολακεῖες, τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς ἀπειλὲς ὁ Μάρτυρας παρέμεινε σταθερὸς στὴν πατρῴα εὐσέβεια. Ὁ ἱερεὺς Πέτρος τὸν ἐπισκέφθηκε στὴν φυλακή, τὸν ἀσπάσθηκε καὶ τοῦ εἶπε: «Χαῖρε, Γεώργιε, ἐσὺ σήμερα δόξασες τὸν Χριστό, ὅπως κάποτε ὁ Πρωτομάρτυρας Στέφανος, καὶ ὁ νέος Στέφανος τὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἄλλοι πολλοὶ Ἅγιοι, γιατί παρόμοιο ἔργο καὶ ἐσὺ ἔκανες». Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἅγιος ὁδηγήθηκε καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸν υἱοθετήσει καὶ θὰ τοῦ χαρίσει ἀμέτρητα πλούτη καὶ δόξα, ἐὰν ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος καὶ πάλι ἐξεδήλωσε τὴν διάθεσή του νὰ μαρτυρήσει καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τότε ὁ κριτής, ὑποκύπτοντας στὶς πιέσεις τοῦ ὄχλου, παρέδωσε τὸν Μάρτυρα στὸ μαινόμενο πλῆθος, τὸ ὁποῖο τὸν ἔδεσε καὶ τὸν περιέφερε ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς πόλεως. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀναδείχθηκε Μάρτυρας τῆς Πίστεως καὶ ὑπέστη τὸν διὰ πυρᾶς θάνατο, τὸ ἔτος 1515 μ.Χ. στὴ Σόφια τῆς Βουλγαρίας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, ἀνακηρύξας, τὴν τοῦ Κτίσαντος, οἰκονομίαν, ἀθλητικῶς ἠγωνίσω Γεώργιε· καὶ τοῦ πυρὸς ἐνεγκὼν τὴν κατάφλεξιν, καταδροσίζεις ἡμᾶς θείαις χάρισι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τῇ χάριτι, ἡ θεηγόρος σου γλῶσσα, φθεγγομένη ἔνδοξε, ὥσπερ θεόφθογγος σάλπιγξ, ἤχησε τῆς εὐσεβείας τὰ μεγαλεῖα, λύσασα, τῶν παρανόμων τὰς μυθουργίας· διὰ τοῦτο τῷ Κυρίῳ, ὡλοκαυτώθης Μάρτυς Γεώργιε.

Μεγαλυνάριον.
Τὸν νέον ὁπλίτην τοῦ Ἰησοῦ, τὸν σοφίᾳ λόγων, καταπλήξαντα τὸν ἐχθρόν, καὶ προσενεχθέντα, Κυρίῳ ὡς θυσίαν, Γεώργιον συμφώνως ἀνευφημήσωμεν.






Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς τοῦ Μποσόϊ ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βολοκολὰμκ τῆς Ρωσίας, ὅπου ἦταν ἡγούμενος ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ († 9 Σεπτεμβρίου).Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1532.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed Jan 30, 2013 7:54 pm

12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς μεγάλης
Image
Ὁ Ἅγιος Μελέτιος γεννήθηκε περὶ τὸ 310 μ.Χ. στὴ Μελιτηνὴ τῆς Μικρᾶς Ἀρμενίας. Ἡ μαρτυρία περὶ τῆς πρώτης ἐμφανίσεώς του στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας, λίγο μετὰ τὸ ἔτος 357 μ.Χ., τὸν καταδεικνύει ὡς ἀντίπαλο τῶν αἱρετικῶν Ὁμοιουσιανῶν καὶ ὀπαδὸ τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης Ἀκακίου, ὁ ὁποῖος διὰ Συνόδου, τὸ ἔτος 358 μ.Χ., ἐκλέγει τὸν Ἅγιο Μελέτιο ὡς Ἐπίσκοπο Σεβαστείας. Λόγω ὅμως τῆς σφοδρῆς ἀντιδράσεως τῶν ὀπαδῶν τοῦ προηγούμενου Ἐπισκόπου Σεβαστείας Εὐσταθίου, παραιτεῖται καὶ μεταβαίνει στὴ Βέροια τῆς Συρίας. Τὸ ἔτος 360 μ.Χ. ἐκλέγεται Πατριάρχης Ἀντιοχείας, μετατεθέντος τοῦ Πατριάρχου Εὐδοξίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὴν Ἀντιόχεια, ὅλοι οἱ πιστοὶ βγῆκαν στοὺς δρόμους, γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του. Στὴ νέα ὅμως ἕδρα ὁ Ἅγιος Μελέτιος παρέμεινε ἕνα μόνο μῆνα, ἀφοῦ οἱ αἱρετικοὶ Ἀρειανοὶ ἔπεισαν τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337 – 361 μ.Χ.) νὰ τὸν ἐξορίσει στὴν Ἀρμενία καὶ νὰ ἐκλέξει στὴν θέση του τὸν παλαιὸ συνεργάτη τοῦ Ἀρείου, Εὐζώιο. Τὰ ὀρθόδοξα φρονήματα τοῦ Ἁγίου, ὡς καὶ ἡ ἐξορία του καὶ ἡ ἀντικατάστασή του, συνετέλεσαν στὴ δημιουργία μεγάλης παρατάξεως ὀπαδῶν του, ποὺ ὀνομάσθηκαν «Μελετιανοί». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑξαιρεῖ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐπιδράσεως τοῦ Ἁγίου Μελετίου στοὺς πιστοὺς τῆς Ἀντιόχειας σὲ τόσο λίγο χρονικὸ διάστημα. Καὶ ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὅτι ὁ Ἅγιος Μελέτιος θεμελίωσε τόσο καὶ ἐνέβαλε τέτοιο ζῆλο γιὰ τὴν πίστη στοὺς Χριστιανούς, ὥστε, παρὰ τὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπισαν ἀργότερα, ἡ διδασκαλία του παρέμεινε ἄσειστη. Ἐπίσης, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διηγεῖται τὸ ἀκόλουθο ἐπεισόδιο, τὸ ὁποῖο συνέβη κατὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια:

Ὁ διοικητὴς τῆς πόλεως ὁδηγοῦσε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια μὲ ἅμαξα τὸν Ἅγιο, γιὰ νὰ τὸν θέσει στὸ δρόμο τῆς ἐξορίας. Τὰ πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων τὸ πληροφορήθηκαν καὶ ἀμέσως ἔτρεξαν, γιὰ νὰ ζητήσουν τὴν εὐχή του. Στὴ θέα ὅμως τοῦ διοικητοῦ τόσο πολὺ ἀγανάκτησαν γιὰ τὴν ἄδικη ἐξορία τοῦ Ἁγίου, ὥστε ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ αὐτοκράτορα. Καὶ τότε ὁ Ἅγιος Μελέτιος, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἐμποδίσει μὲ λόγια τὴν παραφορὰ τοῦ λαοῦ, σηκώθηκε καὶ προστάτευσε μὲ τὸ σῶμα του τὸν διώκτη του.

Ἡ ἐξορία τοῦ Ἁγίου τερματίσθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ ἔτους 362 μ.Χ. διὰ τοῦ διατάγματος τοῦ νέου αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ) περὶ θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὅλων τῶν ὑπηκόων. Ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε καὶ πάλι τὴν ἄνοιξη τοῦ 365 μ.Χ. καὶ τὸ 371 μ.Χ. ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη (364 – 378 μ.Χ.) στὴν περιοχὴ Γήτασα τῆς Ἀρμενίας, κοντὰ στὰ σύνορα τῆς Καππαδοκίας καὶ εἶχε συχνὴ ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ἐπανῆλθε στὴν Ἀντιόχεια τὸ ἔτος 379 μ.Χ. Ἀμέσως συνεκάλεσε Σύνοδο, ἡ ὁποία ὁμολογοῦσε τὴν πίστη στὶς ἀποφάσεις τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ καταδίκασε ὅλες τὶς αἱρέσεις.

Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379 – 395 μ.Χ.), συνεκάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 381 μ.Χ., τὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὁ Ἅγιος Μελέτιος κλήθηκε νὰ λάβει μέρος στὴ Σύνοδο καὶ μάλιστα ὡς πρόεδρος αὐτῆς. Δυστυχῶς ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε, λόγω ἀσθένειας, πρὶν ὁλοκληρωθοῦν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου. Στὴν κηδεία του συμμετεῖχε καὶ ὁ αὐτοκράτορας, τὸν δὲ ἐπικήδειο ἐξεφώνησε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης († 10 Ἰανουαρίου), ὁ ὁποῖος μίλησε γιὰ τὸν ἀπορφανισμὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, τῆς Συνόδου καὶ ὁλόκληρης τῆς Ἀνατολῆς, γιὰ τὴ γλυκύτητα καὶ τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἁγίου Μελετίου, ὡς καὶ γιὰ τοὺς διωγμοὺς τοὺς ὁποίους ὑπέστη.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε ἀργότερα μὲ μεγάλη πομπὴ στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἐναπετέθη στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Βαβύλα, Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας († 4 Σεπτεμβρίου), στὸν ὁμώνυμο ναό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Νόμον ἔνθεον, ἐμμελετήσας, τὴν οὐράνιον, γνῶσιν ἐκλάμπεις, τῇ Ἐκκλησίᾳ Ἱεράρχα Μελέτιε· τὴν γὰρ Τριάδα κηρύττων ὁμότιμον, αἱρετικῶν διαλύεις τᾶς φάλαγγας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν σωματικήν σου παρουσίαν.

Τὴν πνευματικήν σου παρρησίαν, δεδοικὼς ὁ ἀποστάτης, φεύγει Μακεδόνιος· τὴν πρεσβευτικὴν δὲ λειτουργίαν, ἐκπληροῦντές σου οἱ δοῦλοι, πόθῳ σοι προστρέχομεν, τῶν Ἀγγέλων ἐφάμιλλε Μελέτιε, ἡ πύρινος ῥομφαία Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἡ πάντας τοὺς ἀθέους κατασφάττουσα· ἀνυμνοῦμέν σε τὸν φωστῆρα, τὸν φωτίσαντα τὰ πάντα.



Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου ῥείθροις.
Ὀρθοδοξίας τοῖς τρόποις κοσμούμενος, τῆς Ἐκκλησίας προστάτης καὶ πρόβολος, ἐδείχθης παμμάκαρ Μελέτιε, καταπυρσεύων τὰ πέρατα δόγμασι, λαμπτὴρ Ἐκκλησίας φαεινότατε.

Μεγαλυνάριον.
Μελέτῃ δογμάτων πανευσεβῶν, τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναβλύζεις τὸν γλυκασμόν, καὶ τῆς ἀνομίας, ἐξαίρεις τὴν πικρίαν, Μελέτιε παμμάκαρ, Τριάδος πρόμαχε.








Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ μετονομασθεῖς Μαρίνος
Ἡ Ὁσία Μαρία ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἴσως τὸ πιὸ διαδεδομένο παράδειγμα τοῦ «ἱεροῦ θρύλου» τῆς γυναίκας ποὺ ἀφιερώνεται στὴ μοναστικὴ ἄσκηση κάτω ἀπὸ μία ἀνδρικὴ μεταμφίεση καὶ ποὺ μνημονεύεται στὸ Συναξάρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ θεωροῦν ὅτι ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ., μὲ βάση οὐσιαστικὰ τὴ Μαρωνιτικὴ παράδοση ποὺ τοποθετεῖ τὸν τόπο ἀσκήσεώς της στὴ σπηλιὰ Qanubin, στὴν πεδιάδα τῆς Qadisa στὸ βόρειο Λίβανο, καὶ ἄλλοι τὸν 7ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ σὲ Αἰγυπτιακὴ περιοχή.

Οἱ Συναξαριστὲς διηγοῦνται ὅτι ἡ Ὁσία, ἐπιθυμώντας τὴν μοναστικὴ ζωή, μεταμφιέσθηκε σὲ ἄνδρα καὶ κατέφυγε μετὰ τοῦ πατρός της Εὐγενίου, ποὺ εἶχε μείνει χῆρος, σὲ μοναστήρι. Ὅταν κάποτε ἡ Ἁγία κατέλυσε, μὲ ἄλλους μοναχούς, σὲ πανδοχεῖο, τὴν κατηγόρησαν ὅτι διέφθειρε τὴν κόρη τοῦ ξενοδόχου, ἡ ὁποία ὅμως εἶχε διαφθαρεῖ ἀπὸ ἕναν στρατιώτη. Ἡ Ἁγία ὄχι μόνο ὑπέμεινε τὸ ὄνειδος, τὶς προσβολὲς καὶ τὶς διώξεις μὲ σιωπὴ καὶ ὑπομονή, ἀλλὰ καὶ τὸ παιδὶ ποὺ γεννήθηκε τὸ δέχθηκε ὡς δικό της καὶ τὸ διέτρεφε ἔξω ἀπὸ τὴ μονὴ ἐπὶ τριετία, ἀφοῦ οἱ μοναχοὶ τὴν ἔβγαλαν ἔξω τῆς μονῆς ὡς ἁμαρτωλή. Ὅταν, μετὰ τὴν ὀσιακὴ κοίμησή της, φανερώθηκε ὅτι ἦταν γυναῖκα, οἱ μοναχοὶ ποὺ πρὶν λίγο τὴν ἀποκαλοῦσαν ἀθλία, τὴν μακάρισαν γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πνευματική της ἀνδρεία καὶ τὴν θεώρησαν Ὁσία.

Στὸ μηναῖο ἀναφέρεται χαρακτηριστικά:

Στολὴ Μαρῖνον μαρτυρεῖ τὴν Μαρίαν,
Ταφὴ Μαρίαν δεικνύει τὸν Μαρῖνον.






Ὁ Ὅσιος Εὐγένιος
Ὁ Ὅσιος Εὐγένιος ἦταν πατέρας τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς μετονομασθείσης Μαρίνος.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίου τοῦ Ὁσίου.






Οἱ Ἅγιοι Πρίμα, Ἀμπλίας, Δάτιβος, Πλωτίνος, Σατορνίνος, Φάβιος, Φῆλιξ οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Πρίμα καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀμπλίας, Δατίβος, Πλωτίνος, Σατορνίνος, Φάβιος καὶ Φῆλιξ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴν Καρχηδόνα καὶ τελειώθηκαν διὰ ξίφους. Οἱ Ἅγιοι ποὺ συνολικὰ θυσίασαν τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἦταν 48.






Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανὸς καὶ Μόδεστος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰουλιανὸς καὶ Μόδεστος μαρτύρησαν στὴν Καρθαγένη.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.






Ὁ Ἅγιος Σισίννιος Ἐπίσκοπος τοῦ Θεοῦ
Ὁ Ἅγιος Σισίννιος δὲν ἔχει ἀφήσει ἴχνη στὴν Ἑλληνικὴ Ἁγιογραφία οὔτε στὴν ἐπίσημη λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στὴν Βενετία πράγματι χρειάστηκε νὰ προχωρήσουν στὴν συγγραφὴ τοῦ βίου αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου μὲ βάση δυὸ κώδικες τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ., Βενετσιάνικης προελεύσεως καὶ τὸν κώδικα Coventi soppr. G.V. 1212, τῆς Ἐθνικῆς Κεντρικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Φλωρεντίας.
Ὁ Ἅγιος, ἡ ἀρχιερατεία τοῦ ὁποίου τοποθετεῖται τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ Α’ Λεκαπηνοῦ (919 – 944 μ.Χ.), εἶναι στενότατα συνδεδεμένος μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Οἱ γονεῖς του, Εὐτύχιος καὶ Εὐτυχία, ποὺ δὲν εἶχαν μέχρι τότε παιδιά, ἔφεραν στὸν κόσμο, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἅγιο, μετὰ ἀπὸ τὸ προσκύνημά τους στὴν Ἔφεσο, στὸν τάφο τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοὺ Ἰωάννου. Ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου Θεόδωρος θὰ τὸν χειροτονήσει σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία Ἐπίσκοπο Θεοῦ, περιοχὴ ποὺ ἀνῆκε στὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου. Ἡ ἀρχιερατεία του διαρκεῖ τριάντα τέσσερα ἔτη. Ὁ Ἅγιος Σισίννιος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη καὶ τὸ τίμιο λείψανό του φυλάσσεται στὴ Βενετία.






Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος γεννήθηκε πρὸ τοῦ 830 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀναδείχθηκε «ἀνὴρ ὅσιος, ἐστεμμένος μὲ ἀρετὲς καὶ ναὸς οἴκτου». Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ μὴ θέλοντας νὰ ἐγκαταλείψει τὸν μοναχικὸ βίο ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Καλλίου ἢ Καλλέως. Ὁ Ὅσιος ἐργάσθηκε πολὺ γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν κατασίγαση τῶν παθῶν μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν τῶν Πατριαρχῶν Ἰγνατίου καὶ Φωτίου καὶ ἔγινε περιλάλητος γιὰ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη του. Τὸ ἔτος 893 μ.Χ. ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐξακολούθησε νὰ αὐξάνει στὴν πνευματικὴ προκοπή, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴ φιλαδελφία.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 901 μ.Χ. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὴ μονή, στὴν ὁποία ἀνῆκε ὡς μοναχός.






Ἐγκαίνια Ναοῦ Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἰς Πούσγην
Τὸ γεγονὸς τῶν ἐγκαινίων ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1590 καὶ στὸν Κώδικα 787 τῆς Μαρκιανῆς Βιβλιοθήκης.
Τὰ ἐγκαίνια ἔγιναν τὸ ἔτος 1002 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Πρόχορος ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Πρόχορος ἔζησε κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, στὴν ὁποία ὑπῆρχαν πολλοὶ Γεωργιανοί, ἐνῷ διετέλεσε καὶ ἡγούμενος αὐτῆς. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1066.







Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Σιναΐτης
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης μαρτύρησε τὸ ἔτος 1091. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ Θαυματουργός Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας
Image
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος, κατὰ κόσμο Ἐλευθέριος, γεννήθηκε στὴ Ρωσία τὸ ἔτος 1300 καὶ ἀνῆκε στὴν πλούσια, εὐγενὴ καὶ εὐσεβὴ οἰκογένεια τῶν Πλετσέγιεφ. Οἱ γονεῖς του, Θεόδωρος Βιάκοντ καὶ Μαρία, κατάγονταν ἀπὸ τὸ Τσέρνιγκωφ. Ὅταν ἡ πόλη καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, τὸ ζεῦγος κατέφυγε στὴ Μόσχα, ὅπου βρῆκε τὴ φιλοξενία τοῦ Ἁγίου Δανιὴλ Ἀλεξάνδροβιτς τοῦ πρίγκιπα, ὁ ὁποῖος πέθανε τὸ ἔτος 1303 καὶ τιμᾶται ὡς Ἅγιος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεόδωρος κατέλαβε μία σημαντικὴ θέση στὴ διοίκηση τοῦ πριγκιπάτου καὶ ἐκτιμήθηκε δεόντως ἀπὸ τὸν μεγάλο πρίγκιπα καὶ τοὺς ἄρχοντες.

Ὁ Ἐλευθέριος εἶχε ὡς πνευματικὸ πατέρα τὸ δευτερότοκο υἱὸ τοῦ πρίγκιπα Δανιὴλ καὶ μέλλοντα μοσχοβίτη πρίγκιπα Ἰωάννη Ντανίλοβιτς Καλίτα (1328 – 1340). Ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια ἀνέπτυξε ἕνα χαρακτήρα συγκρατημένο καὶ σεμνό. Σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια ἑνὸς κυνηγιοῦ στὰ λιβάδια, ἀποκοιμήθηκε καὶ στὸν ὕπνο του ἄκουσε μία φωνὴ νὰ τὸν προστάζει: «Ἀλέξιε, γιατί κουράζεσαι μάταια; Ἐσὺ πρέπει νὰ γίνεις ἁλιεὺς ἀνθρώπων!». Ἡ φωνὴ αὐτὴ ἄσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπιρροὴ στὴν ζωὴ τοῦ νεαροῦ Ἐλευθερίου. Ἀπαρνήθηκε τὰ παιδικὰ παιχνίδια καὶ ἀφιερώθηκε μὲ μεγάλο ζῆλο στὴν ἄσκηση τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας καὶ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῶν Θεοφανίων τῆς Μόσχας, στὴν ὁποία ἡγούμενος ἦταν ὁ Στέφανος, μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἀλέξιος. Πνευματικὸς καθοδηγητής του γίνεται ὁ στάρετς Γερόντιος. Μὲ μεγάλο ζῆλο περατώνει τὰ μοναχικὰ καθήκοντά του, καλλιεργώντας μὲ ξεχωριστὸ πάθος τὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ μελετήσει τὴν Καινὴ Διαθήκη στὴν πρωτότυπη γλῶσσα μελετάει τὰ ἑλληνικά. Χάρη σὲ αὐτό, ἦταν στὴν συνέχεια σὲ θέση νὰ ἀντιπαραβάλλει τὸ σλαβικὸ μὲ τὸ ἑλληνικὸ κείμενο καὶ νὰ διορθώσει τὶς ἀνακρίβειες τῶν διαφόρων μεταφραστῶν καὶ ἀντιγραφέων. Ἡ νέα σλαβικὴ ἔκδοση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπευθείας ἀπὸ τὰ ἑλληνικά, ποὺ ἔγινε πράξη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἀλέξιο, εἶναι ἕνα ἀνεκτίμητο κείμενο τῆς Ρωσικῆς ἐθνικῆς λογοτεχνίας.

Τὰ μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα καὶ οἱ θεολογικὲς ἀρετὲς τοῦ Ἀλεξίου τράβηξαν τὴν προσοχὴ τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, ποὺ τὸν ἐκτίμησε καὶ τὸν ὀνόμασε ἀντιπρόσωπό του γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς Μητροπόλεως καί, κυρίως, γιὰ τὶς περιπτώσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου. Γιὰ μία χρονικὴ περίοδο 12 ἐτῶν, ὁ Ἀλέξιος ἔφερε εἰς πέρας αὐτὸ τὸ διακόνημα ἀποκτώντας σπουδαία ἐμπειρία καὶ μία εὐρεία γνώση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, εἰδικότερα στὸ διοικητικὸ καὶ δικαστικὸ τομέα.

Προικισμένος μὲ ἀρετὲς ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔγινε γρήγορα τοποτηρητὴς τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, κάθε φορὰ ποὺ ὁ Μητροπολίτης μετέβαινε στὴν Κωνσταντινούπολη ἢ στὸ στρατόπεδο τοῦ Χάνου τῶν Τατάρων, ποὺ κυριαρχοῦσαν τότε στὴ Ρωσία, ἢ ἐπισκεπτόταν ἀπομακρυσμένες ἐπαρχίες. Λίγο ἀργότερα ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Βλαδιμήρ. Ὅταν ἐνέσκηψε, κατὰ τὸ ἔτος 1344, ὁ τρομερὸς ἐκεῖνος λοιμός, ποὺ ὀνομάσθηκε μέγας θάνατος, προσβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια καὶ ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος προσκλήθηκε τότε ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ τὴν αὐλὴ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα τῆς Μόσχας νὰ ἀναλάβει τὴ θέση τοῦ Μητροπολίτου Θεογνώστου, ὁ ὁποῖος ψυχορραγῶντας ἔγραψε πρὸς τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ὑπὲρ τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου. Τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ μέγας ἡγεμόνας Συμεὼν πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνὸ (1347 – 1354).

Ὅμως ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος (1354 – 1355, 1364 – 1376) χειροτόνησε, στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀντὶ ἑνὸς, δύο Μητροπολῖτες, τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο καὶ τὸν Ρωμανό, ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἀποσταλέντα ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Λιθουανίας Ὀλγκὲρτ (1341 – 1380). Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Πατριάρχου προκάλεσε ἐκκλησιαστικὸ σκάνδαλο. Ἔτσι, ὁ Πατριάρχης Φιλόθεος, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη, ἀναγόρευσε τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο Μητροπολίτη Κιέβου, τὸν δὲ Ρωμανὸ Μητροπολίτη Λιθουανίας καὶ Βολυνίας.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν εἶχε ἐκταθεῖ σὲ ὅλη τὴ Ρωσία καὶ μεταξὺ αὐτῶν τῶν Τατάρων, ὠφέλησε τὰ μέγιστα τὴ χώρα. Ἡ σύζυγος τοῦ Χάνου Ταϊδούλα, πάσχουσα ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια, ἐπικαλέσθηκε τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου. Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Τατάρων ἔγραψε πρὸς τὸν ἡγεμόνα Συμεών: «Ἀκούσαμε ὅτι ὁ οὐρανὸς τίποτε δὲν ἀρνεῖται στὶς παρακλήσεις τοῦ παπά σας. Ἂς ζητήσει, λοιπόν, τὴν ὑγεία τῆς συζύγου μου». Πράγματι ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε στὸν Θεό. Ἡ ἡγεμονὶς Ταϊδούλα ἀνέκτησε τὴν ὑγεία της καὶ θέλησε νὰ ἐκδηλώσει τὴν εὐγνωμοσύνη της πρὸς τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος τότε παρακάλεσε νὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ Ρώσοι ἀπὸ τοὺς βαρύτατους φόρους ποὺ πλήρωναν στὸν Χάνη τῶν Τατάρων. Ἔτσι ᾖλθαν καλύτερες ἡμέρες, ἡμέρες εἰρήνης, γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Σὰν σημάδι εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴ θεραπεία, ὁ Χάνης δώρισε στὸν Ὅσιο ἕνα τεμάχιο γῆς ποὺ βρισκόταν στὸ Κρεμλίνο, ὅπου ἀργότερα κτίσθηκε ἡ μονὴ τῶν Θαυμάτων, σὲ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος ποὺ ἔκανε ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ στὶς Κολοσσὲς (ἢ Χώνια) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐπίσης, ὁ Χάνης δώρισε στὸν Ὅσιο Ἀλέξιο ἕνα πολύτιμο δακτυλίδι, ποὺ φυλάσσεται μέχρι σήμερα στὸ σκευοφυλάκιο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ἐργάσθηκε σκληρὰ στὸ Κίεβο γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ τῆς εὐημερίας τοῦ λαοῦ καὶ μάλιστα σὲ καιροὺς δύσκολους γιὰ τὴν πολιτικὴ ζωὴ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἐξουσία τοῦ μεγάλου δοῦκα τῆς Μόσχας Ἰωάννου τοῦ Ἐρυθροῦ ἐξασθενοῦσε. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἡγεμόνα, μέγας δοῦκας ἀναγορεύθηκε ὄχι ὁ νόμιμος διάδοχος Δημήτριος, ἀλλὰ ὁ δοῦκας τοῦ Σούζνταλ. Παρὰ τὴν ἀντίδραση τοῦ νέου ἡγεμόνα κατὰ τοῦ Πατριάρχου, ὁ Ἅγιος δὲν ἐγκατέλειψε τὴ Μόσχα καὶ προσπάθησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ ἀποκαταστήσει στὸν θρόνο τὸ νεαρὸ Δημήτριο. Ὑπῆρξε σύμβουλος τοῦ Δημητρίου καὶ ἀνέλαβε ἔργο εἰρηνοποιοῦ μεταξὺ τῶν φιλόδοξων Ρώσων ἡγεμόνων. Ἡ ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση καὶ στοὺς Μογγόλους, ὥστε οἱ υἱοὶ τοῦ Χάνου Κούλπα ἔγιναν Χριστιανοὶ καὶ ἔλαβαν τὰ ὀνόματα Ἰωάννης καὶ Μιχαήλ. Ὁ Ἅγιος βοήθησε, ἐπίσης, στὴν κατάργηση τῶν κληρουχικῶν ἡγεμονιῶν, τὴ συνδιαλλαγή τους καὶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα τῆς Μόσχας ὡς ἐθνικοῦ ἀρχηγοῦ.

Ἀκούραστη ὑπῆρξε ἐπίσης, ἡ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Συνέβαλλε στὴν ἀνέγερση πολλῶν ναῶν καὶ μοναστηριῶν, ποὺ ἦταν ἑστίες τῆς ρωσικῆς κουλτούρας, ἐπάνδρωσε μὲ ποιμένες τὶς ἐπαρχίες, ἐπισκέφθηκε τὶς ἐνορίες καὶ τὶς Ἐπισκοπὲς κηρύττοντας ἀκούραστα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔστειλε ποιμαντικὲς ἐπιστολὲς πρὸς τὸ ποίμνιό του.

Στὴν πρωτεύουσα ἵδρυσε τὴ μονὴ Σπάζο – Ἀνδρόνικωφ, τὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων καὶ τὴ γυναικεία μονὴ Ἀλεξέεφσκι, στὴν ὁποία τοποθετήθηκε ἡγουμένη ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου, Ἰουλιάνα. Μοναστήρια ἀνυψώθηκαν ἀκόμα καὶ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μόσχαβα, ὅπως ἡ μονὴ Σιμονώφ, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κλιάζμα καὶ ἀλλοῦ.

Ὁ Ἅγιος εἰσήγαγε ἕνα νέο καθεστὼς γιὰ τὰ γυναικεία μοναστήρια, ποὺ μέχρι τότε ἐξαρτῶντο ἀπὸ τὰ ἀνδρικὰ μοναστήρια. Τὸ κανονικό τους καθεστὼς ἐγκρίθηκε, κατὰ τρόπο ὁριστικό, ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῶν «Ἑκατὸ Κεφαλαίων», τὸ ἔτος 1551 καὶ ἔγινε ὑποχρεωτικὸ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας.

Στὰ χρόνια ἐκεῖνα στὴ Μόσχα ἄρχισαν νὰ κατασκευάζονται κτίρια ἀπὸ πέτρα. Μὲ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου, τὸ Κρεμλίνο περιστοιχήθηκε ἀπὸ τείχη, πύργους καὶ θύρες διαμορφωμένες μὲ πέτρινα ἐμπόδια.

Ὁ Ἅγιος φάνηκε γενναιόδωρος ἀπέναντι στὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ποὺ ἀπευθύνονταν στὴ Μόσχα, γιὰ νὰ ζητήσουν βοήθεια. Ἔστειλε πίσω μὲ πλούσια δῶρα τοὺς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοὺς μοναχοὺς τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ, ποὺ ἦταν ἐπιφορτισμένοι νὰ καταβάλλουν χρηματικὲς εἰσφορὲς στοὺς Μουσουλμάνους.

Ὁ γεμάτος ζῆλο ποιμένας ἀπευθυνόταν συχνὰ πρὸς τοὺς πιστοὺς μὲ ἐπιστολὲς καὶ τοὺς προέτρεπε νὰ ἀκολουθήσουν τὸ χριστιανικὸ βίο.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1378. Ὁ ἐνταφιασμὸς τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ ἔγινε στὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ.

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τίμησε ἐξαιρετικὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ποιμαντικὴ δράση τοῦ Ἁγίου, ἀποκαλώντας τὸν «φωστῆρα τῆς Ρωσίας, τιμὴ τῆς Μόσχας, στῦλο καὶ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας».

Τὸ 1431 ἡ ξύλινη ἐκκλησία, στὴν ὁποία φυλάσσονταν τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου, καταστράφηκε καὶ στὴ θέση της ὁ μεγάλος πρίγκιπας διέταξε νὰ ἀνεγερθεῖ πέτρινος ναός. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν βρέθηκε ἄφθαρτο τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ὁ Μητροπολίτης Μόσχας Φώτιος, περιστοιχισμένος ἀπὸ τὸν κλῆρο, τέλεσε ἀκολουθία εὐχαριστίας στὸν Θεὸ καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τοποθετήθηκαν μὲ ἐπισημότητα στὸ παρεκκλήσι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἔκτοτε δὲν ἔπαψε ποτὲ ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο, στὸν ὁποῖο ἀποδίδονται πολλὰ θαύματα καὶ πνευματικὲς εὐεργεσίες.

Ἡ Ρωσικὴ Σύνοδος, τὸ ἔτος 1448, προεδρεύοντος τοῦ Πατριάρχου Ἰωνᾶ (1448 – 1461), καθιέρωσε τὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τὴν 12η Φεβρουαρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, καὶ τὴν 20η Μαΐου, ἡμέρα τῆς εὑρέσεως τῶν ἱερῶν λειψάνων του.
Τὸ ἔτος 1485, στὴ μονὴ τῶν Θαυμάτων, ἀνεγέρθη ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου καὶ ἐκεῖ μεταφέρθηκαν τὰ λείψανά του. Ἐπὶ Πατριαρχείας Ἰωακεὶμ (1674 – 1690), τὸ ἔτος 1686, ἔλαβε χώρα μία δεύτερη ἐπίσημη μετακομιδὴ τῶν λειψάνων στὸ καινούργιο ναό, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου καὶ τὸν Ἅγιο Ἀλέξιο. Μὲ εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξίου, τὸ ἔτος 1947, τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου μετεκομίσθησαν στὸν καθεδρικὸ πατριαρχικὸ ναὸ τῶν Θεοφανείων στὴ Μόσχα, ὅπου βρίσκονται ἀκόμα σήμερα, μπροστὰ ἀπὸ τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ, στὴ δεξιὰ πλευρά.






Ὁ Ἅγιος Βασιανὸς τοῦ Οὔγκλιχ
Ὁ Ἅγιος Βασιανὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ροζαλὼφ τῆς Ρωσίας τῆς περιοχῆς τοῦ Κέσοβ. Σὲ ἡλικία 33 ἐτῶν ἐγκαταβίωσε σὲ μοναστήρι καὶ ἀκολούθησε τὴν ἀσκητικὴ ὁδό. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1509.






Ὁ Ἅγιος Χρῆστος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Κηπουρός
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Χρῆστος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλβανία καὶ ᾖλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργαζόταν ὡς κηπουρός. Κάποια μέρα λογομάχησε μὲ κάποιο Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος τὸν κατάγγειλε στὶς ἀρχὲς μὲ τὴν συκοφαντία ὅτι ἐξύβρισε τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία. Οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Τὰ βασανιστήρια δὲν ἄλλαξαν τὴν σταθερὴ πίστη τοῦ Ἁγίου στὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Τοῦρκοι ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ αὐτοῦ, τὸ ἔτος 1748. Τὸ μαρτύριό του παρακολούθησε καὶ ὁ λόγιος Καισάριος Δαπόντε, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὴν ἴδια φυλακὴ καὶ ἀργότερα συνέγραψε τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ὅσιος Μελέτιος Ἐπίσκοπος Χαρκώβ
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος, κατὰ κόσμο Μιχαὴλ Ἰβάνοβιτς Λεοντόβιτς, γεννήθηκε στὶς 6 Νοεμβρίου 1784 στὴ Ρωσία. Σπούδασε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ ἔγινε μοναχὸς τὸ ἔτος 1820 στὴ μονὴ Μπρατσκ τοῦ Κιέβου. Στὶς 19 Ὀκτωβρίου 1826 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τσιγκίρινκ τοῦ Κιέβου καὶ διακρίθηκε γιὰ τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ τὴν φιλανθρωπία του.

Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Χαρκώβ. Τὸ ἔτος 1948 τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτοῦ μετακομίσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῶν Θεοφανείων τοῦ Χαρκώβ.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του καὶ στὶς 28 Φεβρουαρίου.






Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Βορονὲζ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀλέξιος, Ἐπίσκοπος Βορονὲζ τῆς Ρωσίας, μαρτήρησε τὸ ἔτος 1930.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μητροφάνης ἦταν πρωτοπρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε τὸ ἔτος 1931.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ἰβηριτίσσης
Image
Ἡ ἐπωνυμία τῆς ἱερᾶς εἰκόνας τῆς Παναγίας, Ἰβηρίτισσα, ὀφείλεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἡ ἱερὴ εἰκόνα ἔφθασε κατὰ τρόπο θαυματουργικὸ τὸ ἔτος 999 μ.Χ., ἀφοῦ ἐπέπλεε ἐπάνω στὰ κύματα τῆς θάλασσας.

Τὸ ἔτος 1648, μετὰ ἀπὸ ἐπιθυμία τοῦ Πατριάρχου τῆς Ρωσίας Νίκωνος, ἔφεραν στὴ Μόσχα πανομοιότυπο ἀντίγραφο τῆς ἱερᾶς εἰκόνος.
Ἡ εἰκόνα τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 12 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἔφθασε στὴ Μόσχα καὶ τὴν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed Jan 30, 2013 7:56 pm

13 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Μαρτινιανός
Image
Ὁ Ἅγιος Μαρτινιανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.). Ἀπὸ μικρὸς ποθοῦσε τὸν βίο τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἡσυχίας. Σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν ἀποσύρθηκε στὸ ὄρος τοῦ Κιβωτοῦ καὶ ζοῦσε ἐκεῖ ἀσκούμενος στὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία. Κάποια γυναίκα ἁμαρτωλὴ ἐμφανίστηκε μὲ δολιότητα στὴ θύρα τοῦ κελιοῦ τοῦ Ἁγίου καὶ παρακαλοῦσε νὰ τὴν δεχθεῖ γιὰ διανυκτέρευση μέσα στὸ κελί, διότι ἔχασε, ὅπως ἔλεγε, τὸ δρόμο καὶ κινδύνευε νὰ κατασπαραχθεῖ ἀπὸ τὰ θηρία κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας.

Ὁ Ἅγιος ἐνεργώντας μὲ φιλανθρωπία τὴν φιλοξένησε στὸ ἐξωτερικὸ μέρος τοῦ ἐρημητηρίου του. Ἡ γυναίκα αὐτὴ ὅμως ἀπέβαλε τὸ προσωπεῖο καὶ ποικιλοτρόπως προκαλοῦσε τὸν Ἅγιο. Ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς πρὸς κατανίκηση τῆς ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας, ἄναψε φωτιὰ καὶ ἔριξε τὸν ἑαυτό του ἐντὸς αὐτῆς. Μόλις ἡ γυναίκα εἶδε αὐτό, τὰ μάτια τοῦ πνεύματός της ποὺ ἔβλεπαν μόνο τὴν διαφθορά, ἀνέβλεψαν γιὰ πρώτη φορά. Ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα μετανόησε καὶ ἀφοῦ ἔφυγε ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Παύλα καὶ σώθηκε ζώντας ὁσιακὰ στὴ Βηθλεέμ.

Ὁ Ἅγιος Μαρτινιανὸς ἀναχώρησε ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο καὶ μετέβη σὲ ὕφαλο, μέσα στὴν θάλασσα, ἀσκούμενος ἐκεῖ ἐπὶ δέκα ὁλόκληρα χρόνια. Ἐπειδὴ ἔφθασε στὸν ὕφαλο μία γυναίκα ναυαγός, ὁ Ὅσιος ἀπέφυγε τὸν πειρασμὸ καὶ ἀσκούμενος περιπλανιόταν σὲ διαφόρους τόπους. Ἔτσι ἔφθασε στὴν Ἀθήνα, ὅπου καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη σὲ βαθιὰ γεράματα περὶ τὰ τέλη τοῦ 5ου ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. Ἐνταφιάσθηκε μὲ τιμὴ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως καὶ τὸ λαό.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ὁσίου ἐτελεῖτο στὸ Ἀποστολεῖο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τὴν φλόγα τῶν πειρασμῶν, δακρύων τοῖς ὀχετοῖς, ἐναπέσβεσας μακάριε, καὶ τῆς θαλάσσης τὰ κύματα, καὶ τῶν θηρῶν τὰ ὁρμήματα, χαλινώσας, ἐκραύγαζες· Δεδοξασμένος εἶ Παντοδύναμε, πυρὸς καὶ ζάλης ὁ σώσας με

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἀσκητήν, τῆς εὐσεβείας δόκιμον, καὶ ἀθλητήν, τῇ προαιρέσει τίμιον, καὶ ἐρήμου καρτερόψυχον, πολίτην ἅμα καὶ συνίστορα, ἐν ὕμνοις ἐπαξίως εὐφημήσωμεν, Μαρτινιανὸν τὸν ἀεισέβαστον· αὐτὸς γὰρ τὸν ὄφιν κατεπάτησε.

Μεγαλυνάριον.
Ὁ διὰ γυναίου ἐπιβαλών, πάλαι τῷ Γενάρχῃ, καὶ συλήσας αὐτὸν οἰκτρῶς, οὕτω καὶ σοὶ Πάτερ, ὑπούλως ἐπετέθη, ἀλλ’ ἥττηται εἰς τέλος, τῇ καρτερίᾳ σου.






Οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα οἱ Ἀπόστολοι
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα ἦσαν Ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι ἐκδιώχθηκαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Κλαυδίου (41 – 54 μ.Χ.) καὶ κατέφυγαν στὴν Κόρινθο. Κατάγονταν ἀπὸ τὸν Πόντο, ὁ δὲ Ἀκύλας ἐξασκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ σκηνοποιοῦ. Ἦσαν δὲ ἄνθρωποι ἐνάρετοι καὶ εὐσεβεῖς. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπισκέφθηκε τὴν Κόρινθο γιὰ νὰ διδάξει τὴν ὀρθόδοξη πίστη, τὸ ζεῦγος τοῦ προσέφερε θερμὴ φιλοξενία καθὼς εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ μὲ τὸ κήρυγμά του. Τόσο τοὺς ἄγγιξε ὁ φλογερὸς καὶ σωτήριος λόγος τοῦ Ἀποστόλου, ὥστε ἀφοῦ κατηχήθηκαν καὶ ἐβαπτίσθηκαν ἀπὸ αὐτόν, ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὶς περιοδεῖες του ὡς βοηθοί του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοὺς ἀγάπησε τόσο πολὺ γιὰ τὴν ἀρετή τους καὶ γιὰ τὴ θερμουργὸ πίστη τους στὸ Χριστό, ὥστε τοὺς μνημονεύει καὶ στὶς ἐπιστολές του.

Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦλθε στὴ Νικόπολη τῆς Ἠπείρου, ἀπέστειλε ἀπὸ ἐκεῖ στὸ νησὶ τῆς Λευκάδος τὸ συνεργάτη του Ἀπόστολο Ἀκύλα. Ὁ νέος κήρυκας τῆς πίστεως ἀποβιβάσθηκε στὸ τότε ρωμαϊκὸ λιμάνι, ποὺ ἐξυπηρετοῦσε τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Ἀμβρακικό, στὴ σημερινὴ παραλία τοῦ Ἅη – Γιάννη. Σὲ ἕνα σπήλαιο τῆς παραλίας, λόγῳ τοῦ χειμῶνος, ὁ Ἅγιος Ἀκύλας συγκέντρωσε τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐποθοῦσαν νὰ διδαχθοῦν τὴ νέα διδασκαλία. Σύντομα ὁ Ἅγιος Ἀκύλας ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴ Λευκάδα γιὰ τὴν Ἔφεσο καὶ τὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀπόστολος Ἡρωδίων.

Ἔτσι λοιπόν, οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα ἐργάσθηκαν γιὰ τὴν διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τὴ μεγάλη τους πίστη στὸν Χριστὸ ἐπιτέλεσαν πολλὰ θαύματα. Κατὰ τὴν παράδοση ἔλαβαν καὶ αὐτοὶ μαρτυρικὸ τέλος, καταδικασθέντες στὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο. Ἄλλοι Συναξαριστὲς θεωροῦν, ὅτι ἐτελείωσαν τὸ βίο τους μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἀκύλας τιμᾶται ἰδιαίτερα στὴ νῆσο τῆς Λευκάδος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ἀγαπήσαντες καὶ φωτισθέντες τὸν νοῦν, τῇ πίστει ἐνούμενοι καὶ συζυγίᾳ σεμνῇ, Ἀκύλας καὶ Πρισκίλλα ἦσαν μὲν προεστῶτες ἐκκλησίας κατ’ οἶκον, Παύλου δὲ τοῦ φωστῆρος συνεργοὶ καὶ προστᾶται. Διὸ αὐτοὺς τιμήσωμεν καὶ μιμησώμεθα.






Οἱ Ἅγιοι Πατὴρ καὶ Υἱὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ δύο αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν ἐπὶ σταυροῦ.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Μαρτύρων.






Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξάνδρειας
Image
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τῶν αὐτοκρατόρων Τιβερίου Α’ τοῦ Θρακὸς (578 – 582 μ.Χ.), Μαυρικίου (582 – 602 μ.Χ.) καὶ Φωκᾶ (602 – 610 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ διακόνησε ὡς Πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια. Διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας (579 – 607 μ.Χ.) λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ἐλεήμονα (609 – 620 μ.Χ.) καὶ διῆλθε τὴν ἀρχιερατική του διακονία μὲ εὐσέβεια καὶ φόβο Θεοῦ. Ἐργάσθηκε μὲ θέρμη ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ κατὰ τῶν αἱρετικῶν ποὺ ταλάνιζαν τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι ἔγραψε κατ’ αὐτῶν. Τὸ δὲ 588 μ.Χ. συγκρότησε τοπικὴ Σύνοδο κατὰ τῶν αἱρετικῶν Σαμαρειτῶν. Ἦταν στενὸς φίλος τοῦ Πάπα Ρώμης Γρηγορίου Α’ (590 – 604 μ.Χ.) καὶ συνέπραξε μὲ αὐτὸν σὲ πολλὲς ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες ἀπέβλεπαν στὴν καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ Νεστορίου καὶ τοῦ Εὐτυχοῦς, κατὰ τῶν ὁποίων ἀποφάσισαν, ἡ Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ συνῆλθε στὴν Ἔφεσο τὸ 431 μ.Χ. καὶ ἡ Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα τὸ 451.

Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι, ὅταν ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος διάβασε τὴν περίφημη ἐπιστολή, μὲ τὴν ὁποία ὁ Πάπας Λέων Α’, τὸ ἔτος 449 μ.Χ., διατύπωσε ὀρθοδόξως τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη καὶ τὴν ὁποία εἶχε ἀποστείλει πρὸς τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανὸ (446 – 449 μ.Χ.), ὄχι μόνο τὴν ἐπαίνεσε καὶ τὴν ἀποδέχθηκε, ἀλλὰ καὶ διακήρυξε τὸ περιεχόμενό της πρὸς ὅλους. Ὁ Θεός, λοιπόν, θέλοντας νὰ τιμήσει καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς θεράποντες, τὸν Λέοντα καὶ τὸν Εὐλόγιο, ἔστειλε ἕναν ἄγγελό του στὸν Εὐλόγιο, μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ἀρχιδιακόνου τοῦ Λέοντος, ὁ ὁποῖος εὐχαριστοῦσε τὸν Ἅγιο Εὐλόγιο ποὺ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ καὶ τήρηση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Λέοντος.
Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 607 μ.Χ. Σῴζονται ἑπτὰ κεφάλαια ἀπὸ τὸ δογματικὸ ἔργο αὐτοῦ «Περὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἀποσπάσματα ἀπὸ λόγο «Περὶ τριάδος καὶ τῆς Θείας Οἰκονομίας». Σῴζεται, ἐπίσης, λόγος «Εἰς τὰ Βαΐα καὶ εἰς τὸν πῶλον», ἀμφιβόλου ὅμως γνησιότητας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν χαρίτων τὴν αἴγλην οὐρανόθεν δεξάμενος, τῆς Ἀλεξανδρείας προέστης, Ἱεράρχα Εὐλόγιε, θυσίας ἀναιμάκτους τῷ Θεῷ, προσάγων αἰς ἀνάπλασιν ψυχῶν, καὶ οἰκείωσιν θεόφρον τῷ Λυτρωτῇ, τῶν πίστει προσιόντων σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ σταφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ποιμάνας καλῶς, λαὸν τὸν περιόσιον, ὡς μύστης Χριστοῦ, καὶ μιμητὴς πανάριστος, οὐρανίου λήξεως, κληρονόμος ἐδείχθης Εὐλόγιε, λειτουργῶν τῇ Τριάδι ἀεί, ἐν ἀδύτῳ φωτί.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας θεῖος φωστήρ, καὶ Ἀλεξανδρείας, ὁ σοφώτατος ὁδηγός· χαίροις μυροθήκη, τῶν θείων χαρισμάτων, Εὐλόγιε παμμάκαρ, Πατέρων καύχημα.






Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Μυροβλήτης Κτήτορας τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους
Image
Ὁ Ἅγιος Συμεών, κατὰ κόσμο Στέφανος Α’ Νεμάνια (στὶς Βυζαντινὲς πηγὲς Νεεμᾶν), ἦταν ἡγεμόνας τῆς Σερβίας.

Ἡ ἵδρυση καὶ ἡ ὀργάνωση τοῦ πρώτου Σερβικοῦ κράτους ἀπὸ τὸν Στέφανο (1167 – 1169) εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ συνένωση ὅλων σχεδὸν τῶν Σέρβων σὲ ἑνιαῖο καὶ ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴ Βυζαντινὴ κυριαρχία κράτος μὲ ἐπίκεντρο τὴ Ρασκία. Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἰσαάκιος Β’ Ἄγγελος (1185 – 1195) σύνηψε, τὸ ἔτος 1190, εἰρήνη μὲ τὸν ζουπάνο τῶν Σέρβων. Ἡ ἵδρυση τοῦ κράτους ἀνέδειξε τὴν ἀνάγκη ἀναδιοργανώσεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἡ ὁποία ὑπέφερε ἀπὸ τὴν ἀνεξέλεγκτη δράση τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων. Ὁ υἱὸς τοῦ ζουπάνου τῶν Σέρβων Στέφανου ἀποσύρθηκε σὲ ἡλικία μόλις δέκα ἕξι ἐτῶν στὸ Ἅγιο Ὄρος. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Σάββας. Ἀργότερα, περὶ τὸ 1195, ἵδρυσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Στέφανο, ποὺ ἔγινε μοναχὸς καὶ ὀνομάσθηκε Συμεών, τὴ Μονὴ τοῦ Χιλανδαρίου μὲ χρυσόβουλλο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ’ τοῦ Ἀγγέλου (1195 – 1203).

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1200 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ νότια πλευρὰ τοῦ καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδαρίου. Κατὰ τὸ ἔτος 1208, ὁ Ὅσιος Σάββας ἀποφασίζει νὰ προβεῖ στὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ πατέρα του καὶ τὴ μετακομιδὴ αὐτῶν στὴν πατρίδα του. Τὴν ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς ἐκχύθηκε ἀπὸ τὰ ἱερὰ λείψανα ἄφθονο καὶ εὐῶδες μύρο, συνέχισε δὲ νὰ ρέει καὶ γιὰ λίγες ἀκόμη ἡμέρες μετὰ τὴν ἀνακομιδή, ἀπὸ τὸν κενὸ πλέον τάφο. Ἦταν καὶ αὐτὸ τρανὸ δεῖγμα τῆς ἁγιότητας τοῦ Ὁσίου Συμεών, ὁ ὁποῖος ἔκτοτε ἐπονομάζεται «Μυροβλήτης». Ὁ Ἅγιος Σάββας ἐναπέθεσε τὰ ἱερὰ λείψανα στὴ μονὴ τῆς μετανοίας τοῦ πατρός του, τὴ μονὴ Στουντένιτσα, ὅπου καὶ φυλάσσονται μέχρι σήμερα.
Ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Μυροβλήτου, φέρει σήμερα ἀργυρὸ ἐπικάλυμμα μὲ ἀνάγλυφες παραστάσεις. Ἀπὸ τὸν τάφο, μετὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων, φύτρωσε μόνο του μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, ἄνευ σπορᾶς, ἕνα κλῆμα γιὰ παρηγοριὰ τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς. Τὰ σταφύλια τοῦ κλήματος αὐτοῦ θεραπεύουν θαυματουργικὰ τὴν στείρωση τῶν ἀτέκνων γυναικῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν, ἐπιποθήσας, τὴν βασίλειον, ἔλιπες δόξαν, Συμεὼν καὶ ἰσαγγέλως ἐβίωσας, τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ Ὁσίων ὡράϊσμα, καὶ τῆς Σερβίας κλεινὸν σεμνολόγημα. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Βασιλείαν πρόσκαιρον, λιπὼν ἐμφρόνως, Συμεὼν ὡς ἄγγελος, ἐπολιτεύσω ἐπὶ γῆς· διὸ καὶ βλύζειν ἠξίωσαι, ἀπὸ τοῦ τάφου σου μύρα πανεύοσμα.

Μεγαλυνάριον.
Μυροβλύτα Ὅσιε Συμεών, σκέπε τὴν Μονήν σου, ἀπὸ πάσης ἐπιβουλῆς, καὶ τοῖς ἐν Σερβίᾳ, Χριστιανοῖς βοήθει, παρέχων αὐτοῖς Πάτερ, τὴν εὐλογίαν σου.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος Ἀρχιεπίσκοπος Λευκορωσίας
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, κατὰ κόσμο Γρηγόριος Ἰωσήφοβιτς Κονίσκϊυ, καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια καὶ γεννήθηκε στὶς 20 Νοεμβρίου 1717 στὴν πόλη Νεζίν. Σπούδασε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου. Ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Λευκορωσίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1795.






Ἡ Ὁσία Σεραφείμα ἐκ Ρωσίας
Ἡ Ὁσία Σεραφείμα, κατὰ κόσμο Εὐθυμία Ἐφίμοβα Μοργκατσέβα, γεννήθηκε στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1806 στὸ χωριὸ Νίνζε – Λομὼφ τῆς ἐπαρχίας Ριαζὰν καὶ ἀσκήτεψε σὲ μονὴ τοῦ Σεζένοβο τῆς Ρωσίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1877.







Ἐγκαίνια Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ τῆς Ἁγίας Θέκλας ἐν τῷ ὄρει Ποσαλέως
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

PreviousNext

Return to ΕΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 0 guests