ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Τα πάντα περί Εορτολογίου, Συναξαριστή, Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών...

Moderator: inanm7

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun Mar 03, 2013 12:39 pm

16 ΜΑΡΤΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Σαβίνος ὁ Μάρτυρας
Image
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σαβίνος ἢ Σαβινιανὸς γεννήθηκε στὴν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ εὔπορους καὶ εὐγενεῖς γονεῖς. Διακρίθηκε γιὰ τὸν ἱερό του ζῆλο καὶ τὴν εὐσέβειά του.

Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς (284 – 305 μ.Χ.) διέταξε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρειανὸς ἀναζήτησε τὸν Ἅγιο μὲ σκοπὸ νὰ τὸν συλλάβει, διότι κήρυττε μὲ παρρησία τὸν Χριστό. Ὅμως οἱ Χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι τὸν θεωροῦσαν στήριγμα καὶ παραμυθία τους, τὸν ἔπεισαν νὰ προφυλάξει τὴν ζωή του πρὸς ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος, μαζὶ μὲ ἄλλους εὐσεβεῖς Χριστιανούς, ἔφυγε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ κρύφτηκε σὲ κάποιο οἴκημα μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἑρμούπολη.
Κάποια μέρα προσῆλθε στὸν Ἅγιο ἕνας πτωχός, ὁ ὁποῖος τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ζήτησε τροφή. Ὁ Ἅγιος τὸν ἐλέησε. Ἐκεῖνος, ὅμως, ὡς ἄλλος Ἰούδας, εἶπε στοὺς εἰδωλολάτρες: «Τί μοῦ δίδετε; Καὶ ἐγὼ θὰ ὑποδείξω σὲ ἐσᾶς τὸν Σαβίνο, ποὺ ζητᾶτε». Καὶ αὐτοὶ ἔδωσαν σὲ αὐτὸν δύο νομίσματα. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἀκολούθησαν ἔφθασαν στὸ οἴκημα, συνέλαβαν τὸν Σαβίνο, τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Ἀρειανό, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τότε τὸν κρέμασαν ἐπὶ ξύλου, τοῦ ἔξυσαν τὶς σάρκες καί, τέλος, τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Νεῖλο, ὅπου βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ ἔτος 287 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Κηρύξας εὐσεβῶς, ἀσεβῶν ἐναντίον, τῶν πάντων Ποιητήν, σαρκωθέντα ἀτρέπτως, Σαβῖνε παμμακάριστε, ἱερῶς ἠνδραγάθησας· ὅθεν ἔφθασας, πρὸς ἀφθαρσίας χειμάρρουν, τέλος ἅγιον, ἐν ποταμῷ δεδεγμένος· διὸ εὐφημοῦμέν σε.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Πρὸς ὕδωρ ζωῆς, καὶ πέλαγος χρηστότητος, ἰθύνης σαφῶς, ἱστίῳ τῷ τοῦ Πνεύματος, ποταμίοις ὕδασι, προσριφεὶς Σαβῖνε πανεύφημε· διὸ λύσιν ἁμαρτιῶν, ὀμοβρίζεις ἀπαύστως, προσευχαῖς σου ἡμῖν.

Μεγαλυνάριον.
Πίστιν τὴν ἀμώμητον ὡς πηγήν, Μάρτυς κεκτημένος, ἀπεξήρανας θολερά, ῥεύματα τῆς πλάνης, καὶ ἀπλανῶς ἰθύνθης, πρὸς πέλαγος Σαβῖνε, ἀϊδιότητος.






Ὁ Ἅγιος Πάπας ὁ Μάρτυρας ὁ ἐν Λυκαονίᾳ ἀσκήσας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πάπας ἄθλησε στὴ Λυκαονία ἐξαναγκαζόμενος νὰ τρέχει μὲ σιδερένια ὑποδήματα κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο ἄκαρπο.
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται καὶ στὶς 10 Νοεμβρίου.







Οἱ Ἅγιοι δέκα Μάρτυρες ἐν Φοινίκῃ
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων.






Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Μάρτυρας ὁ ἐξ Ἀναζαρβοὺ τῆς Κιλικίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀνάζαρβα, τῆς δευτέρας ἐπαρχίας τῶν Κιλίκων. Ἦταν υἱὸς κάποιου Ἕλληνα βουλευτοῦ καὶ εἶχε μητέρα Χριστιανή, ἡ ὁποία καὶ τοῦ δίδαξε τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὴν ἡλικία τῶν δεκαοκτὼ χρόνων, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς πόλεως Μαρκιανοῦ. Ἐπειδὴ ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν Χριστὸ καὶ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, οἱ δήμιοι ἄνοιξαν μὲ βία τὸ στόμα του καὶ τοῦ ἔριξαν μέσα κρασὶ καὶ κρέας, ποὺ εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὶς θυσίες τῶν εἰδώλων. Στὴν συνέχεια τὸν ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ καὶ ὁδήγησαν ἐκεῖ καὶ τὴν μητέρα του. Ἐκείνη παρακάλεσε νὰ μείνει μαζὶ μὲ τὸν υἱό της γιὰ τρεῖς ἡμέρες, γιὰ νὰ ἀποφασίσει μαζί του. Καὶ ἀφοῦ ἔγινε αὐτό, τοὺς ὁδήγησαν πάλι σὲ ἀνάκριση. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁμολόγησαν ἐκ νέου τὴν πίστη τους στὴν πατρώα εὐσέβεια. Ὁ ἡγεμόνας τότε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κόψουν στὴ μέση τὶς φτέρνες τῆς μητέρας τοῦ Μάρτυρος καὶ νὰ τὴν ἀφήσουν. Τὸ δὲ Ἅγιο Ἰουλιανό, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν σὲ σάκο γεμάτο μὲ δηλητηριώδη ἑρπετὰ καὶ ἄμμο, τὸν πέταξαν στὴν θάλασσα. Τὸ ἱερὸ λείψανό του βρέθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ κάποια εὐλαβὴ χήρα γυναῖκα.







Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ ἐν τῷ Παρίῳ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ρωμανὸς ἦταν διάκονος στὴν Ἐκκλησία τῆς Παλαιστίνης, στὴν Καισάρεια καὶ δίδασκε στὸν λαὸ τὴν πίστη στὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἀφοῦ βασανίσθηκε πολύ, μαρτύρησε διὰ ξίφους.







Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας πάπας Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀλέξανδρος ἔζησε τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης τὸ ἔτος 105 μ.Χ.Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος, διασκευάζοντας μία πληροφορία τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, Ἐπισκόπου Λουγδούνων († 23 Αὐγούστου), ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὑπῆρξε πέμπτος κατὰ σειρὰ Ἐπίσκοπος Ρώμης. Μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.).







Οἱ Ἅγιοι Ἐβέντιος καὶ Θεόδουλος οἱ Ἱερομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Ἐβέντιος καὶ Θεόδουλος ἦταν πρεσβύτεροι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.), μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀλέξανδρο.






Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἄσκηση. Σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρόνων ἔχασε τοὺς γονεῖς του καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖ παρέμεινε κοντὰ σὲ ἕναν μοναχὸ ὀνόματι Μαϊουμᾶ, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ ἔμεινε πλησίον του. Ἡ ἄσκησή τους ἦταν πολὺ αὐστηρή, σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ οἱ Ὅσιοι ἔτρωγαν, πολλὲς φορές, ἀνὰ σαράντα ἡμέρες. Ὅταν ὁ μοναχὸς Μαϊουμᾶς ἀναχώρησε ἀπὸ τὸν τόπο αὐτό, ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἐκεῖ καὶ ἀσκήτευε ὡς ἐρημίτης καὶ ἡσυχαστής. Καὶ ἐπειδὴ μὲ τὸν ἀγῶνα του ὑπέταξε τὰ πάθη τῆς σαρκός, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς ὑποταγῆς τῶν ἄγριων θηρίων.

Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ξεπέρασε τὰ ὅρια τοῦ ἀσκητηρίου του καὶ πλῆθος πιστῶν τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐχή του, νὰ ἀκούσουν πνευματικὲς συμβουλὲς καὶ νὰ θεραπευθοῦν. Ὁ Ὅσιος εἶχε καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ μὲ τὴν προσευχή του θεράπευε τοὺς πάσχοντες καὶ ἀσθενεῖς.

Ἀκόμη καὶ τὸ νερὸ ποὺ χρειαζόταν ὁ Ὅσιος τὸ μετέφερε στὸ κελί του ἀπὸ τὸν Εὐφράτη ποταμό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν προσκυνητῶν ἔκτισε μία μικρὴ δεξαμενή. Ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκαν πολλοί, ὁ Ὅσιος διέταξε τὸν ὑποτακτικό του νὰ φέρει νερό, γιὰ νὰ ξεδιψάσουν οἱ ταξιδιῶτες. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι τὸ νερὸ ἦταν ἐλάχιστο καὶ δὲν θὰ ἀρκοῦσε γιὰ ὅλους. Ὁ Ἅγιος τότε ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, προσευχήθηκε μὲ πίστη καὶ εἶπε στὸν διακονητὴ νὰ πάει νὰ ἀντλήσει νερὸ γιὰ τοὺς διψασμένους προσκυνητές. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Ἡ δεξαμενὴ ἦταν γεμάτη νερὸ δροσερὸ καὶ καθαρό. Καὶ πάντες ἐξεπλάγησαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του.

Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ὁ Ὅσιος Ἀνίνας μετέφερε ὁ ἴδιος τὸ νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμό, τὸ πληροφορήθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Καισαρείας Πατρίκιος καὶ τοῦ χάρισε ἕνα ἀχθοφόρο ζῶο, ὥστε νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸν κόπο. Κάποια μέρα ὅμως προσῆλθε στὸ κελὶ τοῦ Ὁσίου ἕνας πτωχὸς ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖο πίεζε ὁ δανειστής του καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ πρόβλημά του. Ὁ Ὅσιος δὲν θέλησε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει μὲ ἄδεια χέρια καὶ τοῦ προσέφερε τὸ ζῶο, γιὰ νὰ τὸ πουλήσει καὶ νὰ ξεχρεώσει τὸν δανειστή του.

Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ἔκανε καὶ ἄλλα πολλὰ θαύματα καὶ διῆλθε τὸν βίο του εὐεργετώντας τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς πτωχούς.
Ἐγκαταβίωσε στὸ ἀσκητήριό του ἐνενήντα πέντε χρόνια, χωρὶς νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὸν τόπο αὐτό. Συνέστησε δὲ καὶ Ἀδελφότητα, τὴν ὁποία ἀποτελοῦσαν πολλοὶ ἀσκητές. Λίγο πρὶν τὸ μακάριο τέλος του, συγκέντρωσε τὰ μέλη τῆς Ἀδελφότητας, ὅρισε τὸν διάδοχό του καὶ στὴν συνέχεια εὐλόγησε τοὺς μοναχούς. Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁ Ὅσιος Ἀνίνας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑκατὸν δέκα ἐτῶν.







Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Ρουφινιαναῖς
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ ἐν Πάτμῳ
Image
Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος, κατὰ κόσμο Ἰωάννης, γεννήθηκε τὸ 1020 στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Ἄννα. Ἀνατράφηκε ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια στὴν μοναχικὴ πολιτεία καὶ ἀσκήτεψε στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας καὶ στὴν Παλαιστίνη. Ἔπειτα ἀπῆλθε στὸ ὄρος Λάτρον τῆς Καρίας τῆς Μ. Ἀσίας, στὴ μονὴ τοῦ Στήλου, ὅπου ἵδρυσε βιβλιοθήκη καὶ συγκέντρωσε γύρω του πολλοὺς μοναχούς. Ἐξαιτίας τῆς παραμονῆς του στὸ ὄρος τοῦ Λάτρου, ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος προσονομάζεται «Λατρηνός». Λόγω ὅμως τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν κατέφυγε, τὸ ἔτος 1079, στὴν Πάτμο, ὅπου μὲ τὴν συνδρομὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α’ τοῦ Κομνηνοῦ (1081 – 1118) ἀνήγειρε τὴν περιώνυμη μονὴ καὶ βιβλιοθήκη.

Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς καὶ ἀργότερα, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ ἡγούμενος, ἦλθε στὸ Στρόβιλο, πόλη κοντὰ στὴν ἀκτὴ τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ἀνέλαβε ἐκεῖ τὴν φροντίδα τῆς μονῆς τοῦ Ἀρσενίου. Ἀπὸ τὸ Στρόβιλο μετέβη ἀργότερα στὴ νῆσο Κῶ. Ἐκεῖ ἵδρυσε μονὴ τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, στὴν ὁποία κατόπιν ἐνεργειῶν του ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἀλέξιος Α’ ὁ Κομνηνός, δώρισε προάστια τῆς νήσου Λέρου καὶ τὴ νῆσο Λειψώ.

Ἀπὸ τὴν Κῶ μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀφοῦ συνάντησε τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α’ Κομνηνό, τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ δώσει ἄδεια νὰ ἱδρύσει μονὴ στὴ νῆσο Πάτμο. Ἡ ἄδεια παρασχέθηκε καὶ ἐπιπλέον παραχωρήθηκε στὸν Ὅσιο ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα καὶ ὅλη ἡ νῆσος τὸ ἔτος 1088. Ἡ ἀνέγερση τῆς μονῆς στὴν Πάτμο, ἡ ὁποία τιμᾶται στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐξαιτίας τῆς συγγραφῆς τῆς Ἀποκαλύψεως ἀπὸ τὸν ἱερὸ Εὐαγγελιστὴ στὸ νησὶ αὐτό, ἄρχισε ἀμέσως ἀπὸ τὸν Ὅσιο Χριστόδουλο. Πρὶν ὅμως ἀκόμη τελειώσει τὸ ἔργο, ὁ Ὅσιος ἀναγκάστηκε μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἔργο καὶ τὸ νησί, λόγω τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων ἐναντίων αὐτῶν.

Ἀπὸ τὴν Πάτμο καταπλέει γιὰ ἀσφάλεια στὸν Εὔριπο (Εὔβοια) κατὰ τὸ ἔτος 1092.

Ἡ διαμονὴ τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στὴν Εὔβοια ἦταν σύμφωνα μὲ ἐπιστημονικὲς ἔρευνες μικρῆς διάρκειας. Ὑπάρχει ἡ πληροφορία ὅτι ἕνας εὐσεβὴς καὶ πλούσιος κάτοικος τοῦ Εὐρίπου προσέφερε τὴν πολυτελὴ οἰκία του στὸν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος τὴν ἀνέδειξε σὲ μοναστήρι, ἂν καὶ οἱ φροντίδες τοῦ Ὁσίου, ἐξαιτίας τῆς μεγάλης περιουσίας τοῦ μοναστηριοῦ στὴν Πάτμο, ἀπαιτοῦσαν τὴν παραμονή του ὄχι στὴν ἔρημο ἀλλὰ κοντὰ στὸν κόσμο. Ἐξάλλου, στὴν Εὔβοια ἀνέκαθεν ὑπῆρχε παράδοση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ἀσκητεύοντας στὸ σπήλαιο στὸ δυτικὸ ἄκρο τῆς κωμόπολης Λίμνη (Ἐλύμνιον).

Ὁ Ὅσιος κατὰ τὴν διαμονή του στὸν Εὔριπο συνέταξε τὴν «Διαθήκη» καὶ τὸν «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093). Τὴ Διαθήκη αὐτή, γιὰ νὰ ἔχει ἰσχύ, τὴν ὑπογράφουν ἑπτὰ ἀξιωματοῦχοι τῆς ἐπισκοπικῆς ἀρχῆς καὶ τῆς πόλεως Εὐρίπου (Χαλκίδος), ἤτοι Λέων πρεσβύτερος καὶ σακελλάριος τῆς πόλεως Εὐρίπου, Ἰωάννης πρεσβύτερος καὶ νοτάριος τῆς καθέδρας Εὐρίπου, Μιχαήλ… τῆς καθέδρας Εὐρίπου, Βασίλειος ὁ εὐτελὴς διάκονος… καὶ νοτάριος Εὐρίπου κ.ἅ.

Εἰδικότερα ὁ Μητροπολίτης Ρόδου Ἰωάννης, στὸ ἔργο του «Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Χριστοδούλου» ἐξιστορεῖ τὴν διαμονὴ καὶ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στὸν Εὔριπο, ποὺ συνέβη τὸ ἔτος 1093, ὅπως καὶ τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του καὶ τὴ μεταφορά του στὴν Πάτμο, ἀναγράφοντας τὰ ἑξῆς:

«Καὶ φθάνουν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφότητα, ἐκεῖ ὅπου τὸ νερὸ τῆς θάλασσας εἰσρέει πρὸς τὰ ἔξω καὶ πάλι ὀπισθοχωρώντας δημιουργεῖ κάποιο στενὸ θαλάσσης, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι τὸ ὀνόμασαν πορθμὸ τοῦ Εὐρίπου. Καὶ ἐκεῖ λοιπόν, ἀφοῦ ἔγινε τὸ ἀντικείμενο τοῦ θαυμασμοῦ ὅλων καὶ ἀφοῦ ἀξιώθηκε τὴν πρέπουσα τιμή, σὰν νὰ ἦταν Ἄγγελος σὲ θνητὸ σῶμα, νουθετοῦσε τὸ ποίμνιό του, γιὰ νὰ μὴ δυσφορεῖ στὶς συχνὲς μετακινήσεις, οὔτε νὰ ἀντιστέκεται ἀνόητα στὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἰκονομεῖ τὰ πάντα ἐν σοφίᾳ. Ἀλλὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ἐπειδὴ δὲν ὑπέμενε τὶς κακουχίες, οὔτε τὸ στριφνὸ καὶ τὸ ἐπίπονο τῆς ἀρετῆς, ὅπως ὁ Ἰούδας ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν ὁμήγυρη τῶν ἀδελφῶν καὶ τὴν πνευματικὴ ἐκείνη συγκέντρωση τὴν ἀντικατέστησε μὲ κῆπο, ποὺ νοίκιασε. Καί, καθὼς ὁ διάβολος εἰσῆλθε στὸν Ἰούδα καὶ τὸν ὤθησε στὴν προδοσία, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ πονηρὸ δαιμόνιο βασάνιζε τὸν μοναχὸ ποὺ εἶχε ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα καὶ ἀνακοινώνεται στὸν πατέρα ἡ ἀσθένεια τοῦ μικρόψυχου ἀδελφοῦ. Ἐκεῖνος, πρᾶος καὶ ἀνεξίκακος, δίνοντας τόπο στὴν ὀργή, ἀφοῦ πῆρε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἔρχεται τὸ βράδυ πρὸς τὸν μαινόμενο καὶ παράφρονα, διαβάζει τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ ἀσθενὴ καὶ ἀμέσως βελτιώνεται ἡ θέση τοῦ ἀρρώστου, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπιθυμοῦσε πλέον νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν φύτευση δένδρων καὶ τὴν ἄρδευση κήπων, ἀλλὰ προθυμοποιεῖται γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς τῆς ἀρετῆς, ἐπανερχόμενος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ πάλι στὴν ποίμνη, ἀπὸ τὴν ὁποία κακῶς προηγουμένως εἶχε ἀποκοπεῖ. Μετὰ τὴν πάροδο μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος, προφητεύει σὲ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν ὅτι θὰ ἀποδημήσει πρὸς τὸν Κύριο, ὅτι οἱ Ἀγαρηνοὶ δὲν θὰ κατοικήσουν μέχρι τέλους στὰ νησιὰ καὶ ὅτι ὁ ἐπιστήθιος φίλος του δὲν θὰ ἀδιαφορήσει γι’ αὐτούς, ἀλλὰ ὅτι μόλις καταπαύσει ἡ θαλασσοταραχή, θὰ ἐπανέλθουν καὶ πάλι στὸ πνευματικὸ μαντρί. Παρακαλεῖ λοιπὸν νὰ παραλάβουν μαζί τους τὸ νεκρὸ σῶμα του ἀπὸ τὴν ξένη αὐτὴ γῆ καὶ νὰ τὸ τοποθετήσουν στὸ ναό, γιὰ τὸν ὁποῖο μόχθησε πολύ. Αὐτά, ἀφοῦ προεῖπε σὲ ὅσους συναναστρεφόταν καὶ καθαγίασε τοὺς πάντες μὲ ἀποχαιρετιστήρια λόγια, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό, τὴν 16η Μαρτίου. Ταυτόχρονα μὲ τὴν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας καὶ τὴν ἐξαφάνιση τῶν πειρατῶν ἀπὸ τὴ θάλασσα μὲ τὴν δύναμη τοῦ ἄρχοντος, οἱ καλοὶ μαθητές του θυμόντουσαν τὴν προφητεία τοῦ ἐνάρετου ποιμένα καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ ἀποπλεύσουν. Ἐπειδὴ ὅσοι κατοικοῦσαν τὴ χώρα ἐκείνη ἄκουσαν ὅτι θὰ στεροῦνταν τὸ τίμιο ἐκεῖνο σῶμα, ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ἀπὸ τὰ γύρω μέρη, ἔλεγαν ἀπροκάλυπτα, ὅτι μὲ κανένα λόγο δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπαν αὐτό. Γιατί νόμιζαν ὅτι θὰ ἦταν ἀνόητο καὶ ἐξ’ ὁλοκλήρου ἀσύνετο, νὰ ἐπιτρέψουν σὲ ἄλλους νὰ τὸ μετακομίσουν ὅπου ἤθελαν, ἐπειδὴ (ὁ Ὅσιος) ἦταν γι’ αὐτοὺς σωτήρας, ἰατρὸς καὶ θεραπευτὴς κάθε ἀρρώστιας. Γι’ αὐτὸ μὲ αὐστηρότητα φρουροῦσαν τὸν νεκρό. Ἀλλὰ δὲν ἔπρεπε νὰ διαψευσθεῖ ἡ προφητεία τοῦ μάκαρος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀφοῦ πλέον εἶχε προχωρήσει ἡ νύχτα, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῶν φρουρῶν, μεταφέροντας τὸν νεκρὸ στοὺς ὤμους τὸν ἐπιβιβάζουν σὲ πλοῖο καί, ἀφοῦ ἔτυχαν νηνεμίας, φθάνουν στὸ νησί, ἀποβιβάζουν μὲ μεγαλοπρεπὴ πομπὴ τὸ ἱερὸ σκῆνος ὑμνολογώντας τὸν Θεὸ καὶ εὐωδιάζοντας τὸν ἀέρα μὲ ἀρώματα. Καὶ τώρα ἄρτιο καὶ σῶο κεῖται τὸ σκήνωμα στὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου καὶ ἀναβλύζει πηγὲς θαυμάτων καὶ ὅσοι μὲ πίστη τὸ ἀγγίζουν αἰσθάνονται κάποια ὀσμὴ μύρου καὶ μὲ μόνη τὴν ἁφὴ καθαγιάζονται καὶ ἀπελευθερώνονται ἀπὸ κάθε σωματικὴ βλάβη».

Ἀπὸ τὰ ὅσα συνέγραψε ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος διασώθηκαν τὰ ἑξῆς: «Ὑποτύπωσις ἤτοι διάταξις γενομένη πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ μαθητὰς ἐν τῇ ἐν Πάτμῳ ἰδὶα αὐτοῦ μονῇ», ἡ προαναφερθεῖσα «Διαθήκη» καὶ ὁ «Κωδίκελλος».
Ἡ μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου ἑορτάζεται στὶς 21 Ὀκτωβρίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Νικαίας τὸν γόνον καὶ τῆς Πάτμου τὸ καύχημα, καὶ τῶν Μοναζόντων τὸ κλέος, θεοφόρον Χριστόδουλον, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἀδελφοί, τὸ σκῆνος προσπτυσσόμενοι αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν τὴν ἴασιν τῶν ψυχῶν, καὶ τῶν σωμάτων κράζοντες· δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸ σεπτόν σου λείψανον, ὡς ἰατρεῖον, κεκτημένοι ἄμισθον, νόσων καὶ θλίψεων πολλῶν, ἀπολυτρούμεθα κράζοντες· χαίροις Πατέρων, τὸ κλέος Χριστόδουλε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Βιθυνίας γόνος λαμπρός, καὶ τῆς νήσου Πάτμου, ἀντιλήπτωρ καὶ ἀρωγός· χαίροις ἀφθαρσίας, εὐῶδες καλλιστεῖον, Χριστόδουλε θεόφρον, Χριστοῦ συμμέτοχε.







Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐκ Γεωργίας
Image
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος (Μέσχι) ἔζησε κατὰ τὸν 13ο αἰώνα στὴ Γεωργία στὰ χρόνια τοῦ ἡγεμόνα Δημητρίου τοῦ Β’ (1271 – 1289). Ἐργάστηκε ἱεραποστολικὰ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Ποιμὴν ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ἐκ Γεωργίας
Image
Ὁ Ὅσιος Ποιμὴν ἔζησε στὴ Γεωργία κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun Mar 03, 2013 12:48 pm

17 ΜΑΡΤΙΟΥ






ΚΥΡΙΑΚΗ «ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ»
Image
Ματθ. στ’ 14-21
Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· Θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.

Φτάσαμε στὶς τελευταῖες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Μεγάλη Σαρακοστή. Ἤδη κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Ἀπόκρεω , δυὸ μέρες - ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ - ἀνήκουν στὴ Σαρακοστή. Ἡ Θεία Λειτουργία δὲν τελέσθηκε καὶ ἡ ὅλη τυπικὴ διάταξη στὶς ἀκολουθίες ἔχει πάρει τὰ λειτουργικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.

Τὸ Σάββατο τῆς Τυροφάγου ἡ Ἐκκλησία μας «ποιεῖ μνεία πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τὲ καὶ γυναικῶν». Οἱ ἅγιοι εἶναι τὰ πρότυπα ποὺ θ' ἀκολουθήσουμε, οἱ ὁδηγοὶ στὴ δύσκολη τέχνη τῆς νηστείας καὶ τῆς μετάνοιας. Στὸν ἀγώνα ποὺ πρόκειται ν' ἀρχίσουμε δὲν εἴμαστε μόνοι, ἔχουμε βοηθοὺς καὶ παραδείγματα.

Τὴν Κυριακή, τελευταῖα μέρα πρὶν τὴ Σαρακοστή, ποὺ συνήθως τὴν ὀνομάζουμε Κυριακὴ τῆς συγγνώμης καὶ «τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας του Πρωτόπλαστου Ἀδάμ».

Ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιὰ νὰ ζεῖ στὸν Παράδεισο, γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία του ὅμως τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ζωὴ καὶ ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στὴ γῆ εἶναι μιὰ ἐξορία. Η Μ. Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας. (σέλ. 32)

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Μάτθ. 6, 14-21) θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μιὰ τέτοια ἀπελευθέρωση. Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ νηστεία, ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ δικτατορία τῆς σάρκας καὶ τῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα. Δὲν πρέπει ὅμως ἡ νηστεία μας νὰ εἶναι ὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι», νὰ μὴ φαινόμαστε «στοὺς ἀνθρώπους νηστεύοντες, ἀλλὰ στὸν Πατέρα μας ἐν τῷ κρυπτῷ» ὅπως ἀναφέρεται στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.

Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη: «Ἐὰν ἀφῆτε στοὺς ἀνθρώπους τὰ παραπτώματά τους, θὰ ἀφήσει καὶ τὰ δικά σας ὁ οὐράνιος Πατέρας». Ἡ συγχωρητικότητα εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴ σύμπνοια, στὴν ἀγάπη. Ἔτσι στὸν Ἑσπερινὸ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς, στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας, ὅλοι οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ζητώντας τὴν ἀμοιβαία συγχώρεση.

Οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸν Ἑσπερινὸ αὐτὸ ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἀρχίζει ἡ ἀκολουθία μὲ τὸν ἱερέα ντυμένο στὰ λαμπερὰ ἄμφια καὶ τὰ τροπάρια ἀναγγέλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς Μ. Σαρακοστῆς καὶ πέρα ἀπ' αὐτή, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Πάσχα. Κατόπιν γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν ἑσπερινὸ ὕμνο «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης» καὶ ὁ ἱερέας προχωρεῖ στὴν Ὡραία Πύλη γιὰ νὰ ἀναφωνήσει τὸ Προκείμενο ποὺ πάντα ἀναγγέλει τὸ τέλος τῆς μιᾶς μέρας καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἄλλης. Ἡ θαυμάσια μελωδία: «Μὴ ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι, ταχὺ ἐπάκουσόν μου, πρόσχες τὴ ψυχή μου καὶ λύτρωσε αὐτήν» λέγεται πέντε φορές, τὰ φῶτα σβήνουν καὶ τὰ χρωματιστὰ ἄμφια ἀλλάζουν.
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο ξεκινάει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή: συναισθάνομαι ὅτι εἶμαι ἐξόριστος ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας Του καὶ θλίβομαι. Τελικὰ παραδέχομαι ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει σ' αὐτὴ τὴ θλίψη. Μετάνοια πάνω ἀπ' ὅλα εἶναι τὸ ἀπελπισμένο κάλεσμα γιὰ τὴ Θεία βοήθεια. Στὴ συνέχεια διαβάζεται ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ μετάνοιες. Καθὼς οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα, ὁ χορὸς ψάλλει πασχαλινοὺς ὕμνους. Ἀπὸ τώρα βλέπουμε νὰ λάμπει στὸ τέλος τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, τὸ φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.

Ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν, ὁ ποιῶν ἀεὶ μεθ’ ἡμῶν, κατὰ τὴν σὴν ἐπιείκειαν, μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ’ ἡμῶν, ἀλλὰ ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ κυβέρνησον τὴν ζωὴν ἡμῶν.

Ἔτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸ πολυσύνθετον, Πατέρων σύστημα, ἀνευφημήσωμεν, ἐνθέοις ᾄσμασι, τοὺς ἐν Ἑῴᾳ καὶ Βορρᾷ, καὶ Ἄρκτῳ καὶ Μεσημβρίᾳ, ἐν ἀσκήσει λάμψαντας, καὶ Θεὸν θεραπεύσαντας, ἀρετῶν ἀκρότητι, καὶ θαυμάτων δυνάμεσι, γνωστοὺς καὶ ἀνωνύμους καὶ πάντας, οὓς ὁ Χριστὸς λαμπρῶς ἐδόξασε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.

Ὡς εὐσεβείας κήρυκας, καὶ ἀσεβείας φίμωτρα, τῶν Θεοφόρων τὸν δῆμον ἐφαίδρυνας Κύριε, τὴν ὑφήλιον λάμποντα. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ τελείᾳ τοὺς σὲ δοξάζοντας, καὶ μεγαλύνοντας, διαφύλαξον ψάλλειν καὶ ᾄδειν σοι· Ἀλληλούϊα.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Τῆς σοφίας ὁδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, τῶν ἀφρόνων παιδευτά, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστά, στήριξον συνέτισον τὴν καρδίαν μου Δέσποτα. Σύ δίδου μοι λόγον, ὁ τοῦ Πατρὸς Λόγος· ἰδοῦ γὰρ τὰ χείλη μου, οὐ μὴ κωλύσω ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπέσοντα.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων θεία πληθὺς, οἱ πάσῃ τῇ κτίσει, ἐνασκήσαντες ἱερῶς, χρόνοις διαφόροις, ἀσκητικοῖς καμάτοις, Πατέρες Θεοφόροι, σκεύη χάριτος.







Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ
Image
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος γεννήθηκε στὴ Ρώμη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου (395 – 408 μ.Χ.) καὶ Ὀνωρίου (395 – 423 μ.Χ.) ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς. Ὁ πατέρας του Εὐφημιανὸς ἦταν συγκλητικός, φιλόπτωχος καὶ συμπαθής, ὥστε καθημερινὰ τρεῖς τράπεζες παρέθετε στὸ σπίτι του γιὰ τὰ ὀρφανά, τὶς χῆρες καὶ τοὺς ξένους ποὺ ἦταν πτωχοί. Ἡ γυναίκα του ὀνομαζόταν Ἀγλαΐς καὶ ἦταν ἄτεκνη. Στὴ δέησή της νὰ ἀποκτήσουν παιδί, ὁ Θεὸς τὴν εἰσάκουσε. Καὶ τοὺς χάρισε υἱό. Ἀφοῦ τὸ παιδὶ μεγάλωσε καὶ ἔλαβε τὴν κατάλληλη παιδεία, ἔγινε σοφότατος καὶ θεοδίδακτος. Ὅταν ἔφθασε στὴ νόμιμη ἡλικία, τὸν στεφάνωσαν μὲ θυγατέρα ἀπὸ βασιλικὴ καὶ εὐγενικὴ γενιά. Τὸ βράδυ ὅμως στὸ συζυγικὸ δωμάτιο ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ πῆρε τὸ χρυσὸ δακτυλίδι καὶ τὴν ζώνη, τὰ ἐπέστρεψε στὴν σύζυγό του καὶ ἐγκατέλειψε τὸν κοιτώνα. Παίρνοντας ἀρκετὰ χρήματα ἀπὸ τὰ πλούτη του ἔφυγε μὲ πλοῖο περιφρονώντας τὴ ματαιότητα τῆς ἐπίγειας δόξας. Καταφθάνει στὴν Λαοδικία τῆς Συρίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος μοίρασε τὰ χρήματα στοὺς πτωχούς, ἀκόμα καὶ τὰ ἱμάτιά του καί, ἀφοῦ ἐνδύθηκε μὲ κουρελιασμένα καὶ χιλιομπαλωμένα ροῦχα, κάθισε στὸ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πτωχούς. Προτίμησε ἔτσι νὰ ζεῖ μὲ νηστεία ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ νὰ μεταλαμβάνει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κάθε Κυριακή, ἐνῷ μόνο τότε ἔτρωγε λίγο ἄρτο καὶ ἔπινε λίγο νερό.

Οἱ γονεῖς του ὅμως τὸν ἀναζητοῦσαν παντοῦ καὶ ἔστειλαν τοὺς ὑπηρέτες τους νὰ τὸν βροῦν. Στὴν ἀναζήτησή τους ἔφθασαν μέχρι καὶ στὸ ναὸ τῆς Ἔδεσσας, χωρὶς ὡστόσο νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. Οἱ δοῦλοι ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι στὴ Ρώμη, ἐνῷ ἡ μητέρα τοῦ Ἀλεξίου μὲ ὀδύνη, φορώντας πτωχὰ ἐνδύματα, καθόταν σὲ μία θύρα τοῦ σπιτιοῦ πενθώντας νύχτα καὶ ἡμέρα. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ νύφη, ποὺ φόρεσε τρίχινο σάκο καὶ περίμενε κοντὰ στὴν πεθερά της.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος γιὰ δεκαεπτὰ χρόνια παρέμεινε στὸ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου εὐαρεστώντας τὸν Θεό. Καὶ μία νύχτα ἡ Θεοτόκος παρουσιάσθηκε στὸν προσμονάριο τοῦ ναοῦ σὲ ὄνειρο καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ φέρει μέσα στὸ ναὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ προσμονάριος, ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ δὲν βρῆκε κανέναν παρὰ μόνο τὸν Ἀλέξιο, δεήθηκε στὴν Θεοτόκο νὰ τοῦ ὑποδείξει τὸν ἄνθρωπο, ὅπως καὶ ἔγινε. Τότε πῆρε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀλέξιο καὶ τὸν εἰσήγαγε στὸ ναὸ μὲ κάθε τιμὴ καὶ μεγαλοπρέπεια.

Μόλις ὁ Ὅσιος κατάλαβε ὅτι ἔγινε γνωστὸς ἐκεῖ, ἔφυγε κρυφὰ καὶ σκέφθηκε νὰ πάει στὴν Ταρσό, στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Ἀποστόλου, ὅπου ἐκεῖ θὰ ἦταν ἄγνωστος. Ἄλλα ὅμως σχεδίασε ἡ Θεία Πρόνοια. Γιατί βίαιος ἄνεμος ἅρπαξε τὸ πλοῖο καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ρώμη. Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ πλοῖο, κατάλαβε ὅτι ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ἐπανέλθει ὁ Ἀλέξιος σπίτι του.

Ὅταν συνάντησε τὸν πατέρα του, ποὺ δὲν ἀναγνώρισε τὸν υἱό του, τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ τρώει ἀπὸ τὰ περισσεύματα τῆς τράπεζάς του. Μὲ μεγάλη προθυμία ὁ πατέρας του δέχθηκε νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ μάλιστα τοῦ ἔδωσε κάποιον ὑπηρέτη γιὰ νὰ τὸν βοηθάει. Κάποιοι βέβαια ἀπὸ τοὺς δούλους τῆς οἰκίας του τὸν πείραζαν καὶ τὸν κορόιδευαν, ὅμως αὐτὸν δὲν τὸν ἔνοιαζε. Ἔδινε τὴν τροφή του σὲ ἄλλους, παραμένοντας ὅλη τὴν ἑβδομάδα χωρὶς τροφὴ καὶ νερὸ καὶ μόνο μετὰ τὴν Κοινωνία τῶν Θείων καὶ Ἀχράντων Μυστηρίων δεχόταν λίγο ἄρτο καὶ νερό.

Ἔμεινε λοιπὸν γιὰ δεκαεπτὰ χρόνια στὸν πατρικὸ οἶκο χωρὶς νά τὸν γνωρίζει κανένας. Ὅταν ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς κοιμήσεώς του, τότε κάθισε καὶ ἔγραψε σὲ χαρτὶ ὅλο τὸν βίο του, τοὺς τόπους ποὺ πέρασε, ἀλλὰ καὶ κάποια ἀπὸ τὰ μυστήρια ποὺ γνώριζαν μόνο οἱ γονεῖς του. Κάποια Κυριακή, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία, ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο, ποὺ καλοῦσε τοὺς συμμετέχοντες νὰ ἀναζητήσουν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τὴν Παρασκευὴ ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας οἱ πιστοὶ βασιλεῖς καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, προσῆλθαν στὸ ναὸ γιὰ νὰ δεηθοῦν στὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τότε μία φωνὴ τοὺς κατηύθυνε στὸ σπίτι τοῦ Εὐφημιανοῦ. Λίγο ἀργότερα οἱ βασιλεῖς μαζὶ μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο ἔφθασαν στὸ σπίτι τοῦ Εὐφημιανοῦ, προξενώντας μάλιστα τὴν ἀπορία τῆς γυναίκας καὶ τῆς νύφης του γιὰ τὴν παρουσία τους ἐκεῖ καὶ ρώτησαν τὸν Εὐφημιανό. Ὅμως ἐκεῖνος, ἀφοῦ πρῶτα ρώτησε τοὺς ὑπηρέτες, ἀποκρίθηκε ὅτι δὲν γνώριζε τίποτα. Στὴν συνέχεια ὁ ὑπηρέτης ποὺ φρόντιζε τὸν Ὅσιο Ἀλέξιο, παρακινούμενος ἀπὸ Θεία δύναμη, ἀνέφερε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τοῦ πτωχοῦ, τὸν ὁποῖο ἐξυπηρετοῦσε. Τότε ὁ Εὐφημιανὸς χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅτι ὁ Ὅσιος εἶναι ἤδη νεκρός, ἀποκάλυψε τὸ πρόσωπο αὐτοῦ, ποὺ ἔλαμπε σὰν πρόσωπο ἀγγέλου. Στὸ χέρι τοῦ Ὁσίου μάλιστα, εἶδε χαρτὶ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἀποσπάσει. Στὴν συνέχεια ἀνέφερε στοὺς ἐπισκέπτες του ὅτι βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Οἱ βασιλεῖς καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τότε δεήθηκαν στὸν Ὅσιο νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ δοῦν τὸ χαρτὶ ποὺ εἶχε στὸ χέρι του. Μόλις ὁ ἀρχειοφύλακας πῆρε στὸ χέρι του τὸ χαρτί, ὁ Εὐφημιανὸς ἀντιλήφθηκε ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν υἱό του, τὸν ὁποῖο ἀναζητοῦσε χρόνια τώρα, καὶ μεγάλο πένθος ἔπεσε στὴν οἰκογένειά του. Θρῆνος μεγάλος καὶ ἀπὸ τὴν γυναίκα του καὶ τὴ νύφη του.
Ὁ βασιλεὺς Ὀνώριος καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μετέφεραν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ὁσίου στὸ μέσο τῆς πόλεως καὶ κάλεσαν ὅλο τὸν λαό, γιὰ νὰ ἔλθει νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ λάβει εὐλογία. Ὅσοι προσέρχονταν καὶ ἀσπάζονταν τὸ τίμιο λείψανο, ἄλαλοι, κουφοί, τυφλοί, λεπροί, δαιμονισμένοι, ὅλοι θεραπεύονταν. Βλέποντας αὐτὰ τὰ θαύματα οἱ πιστοὶ δόξαζαν τὸν Θεό. Ἦταν τόσος ὁ κόσμος ποὺ προσέρχονταν νὰ δεῖ τὸ τίμιο λείψανο, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ μεταφέρουν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν. Ἔριξαν ἀκόμη καὶ χρυσὸ καὶ ἄργυρο στὸν κόσμο γιὰ νὰ τοῦ ἀποσπάσουν τὴν προσοχή, ἀλλὰ μάταια. Ὅταν πιὰ μεταφέρθηκε τὸ τίμιο λείψανο στὸ ναό, γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες ἑόρταζαν πανηγυρικὰ καὶ στὴν ἑορτὴ συμμετεῖχαν οἱ γονεῖς καὶ ἡ νύφη. Στὴ συνέχεια τοποθετήθηκε τὸ τίμιο λείψανο σὲ θήκη φτιαγμένη ἀπὸ χρυσό, ἄργυρο καὶ πολύτιμους λίθους. Ἀμέσως ἄρχισε νὰ εὐωδιάζει καὶ νὰ ἀναβλύζει μύρο, τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε ἴαμα καὶ θεραπεία γιὰ ὅλους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ ῥίζης ἐβλάστησας, περιφανοῦς καὶ κλεινῆς, ἐκ πόλεως ἤνθησας, βασιλικῆς καὶ λαμπρᾶς, Ἀλέξιε πάνσοφε· πάντων δ’ ὑπερφρονήσας ὡς φθαρτῶν καὶ ῥεόντων, ἔσπευσας συναφθῆναι, τῷ Χριστῷ καὶ Δεσπότῃ. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀλεξίου σήμερον τοῦ πανολβίου, ἑορτὴν τὴν πάνσεπτον, ἐπιτελοῦντες εὐλαβῶς, αὐτὸν ὑμνήσωμεν λέγοντες· χαίροις Ὁσίων τερπνὸν ἐγκαλλώπισμα.

Μεγαλυνάριον.
Κλῆσιν τὴν οὐράνιον ἐσχηκώς, μόνος ἐν Ἁγίοις, Θεοῦ ἄνθρωπος θαυμαστός, Ἀλέξιε σὺ ὤφθης, τῷ ἰσαγγέλῳ βίῳ· διὸ τῆς τῶν Ἀγγέλων, χαρᾶς ἠξίωσαι.







Ὁ Ἅγιος Λάζαρος ὁ Δίκαιος, ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ
Στὸ Συναξάρι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα γίνεται μνεία τῆς ἀναστάσεως τοῦ Ἁγίου καὶ δικαίου Λαζάρου τοῦ φίλου τοῦ Χριστοῦ.(† Σάββατο τοῦ Λαζάρου καὶ † 17 Ὀκτωβρίου).






Ὁ Ἅγιος Μαρίνος
Image
Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μαρίνος ἦταν ζηλωτὴς Χριστιανὸς καί, βλέποντας τοὺς Ἐθνικοὺς νὰ προσφέρουν θυσίες στοὺς ψεύτικους θεούς, κατέστρεψε τὸν βωμὸ καὶ καταπάτησε τὰ εἰδωλόθυτα ὀμολογώντας ὅτι εἶναι Χριστιανός. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν κακοποίησαν μὲ πέτρες καὶ ρόπαλα. Τοῦ συνέτριψαν τὰ δόντια καὶ τὸν ἔσυραν ἀπὸ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς. Στὸ τέλος τὸν παρέδωσαν δεμένο στὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου, ὁ ὁποῖος, μετὰ ἀπὸ βασάνους ἀπέκοψε τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Μαρίνου.






Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος Ἀπόστολος τῆς Ἰρλανδίας
Image
Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος γεννήθηκε στὴν πόλη Γκλέβουμ τῆς Σκωτίας, κοντὰ στὴν ἐκβολὴ τῶν ποταμῶν Σέβερν καὶ Ἄβον περὶ τὸ 380 μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ βρεττανορωμαϊκὴ οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του ἦταν διάκονος καὶ δεκουρίονας καὶ ὀνομαζόταν Καλφουρίνος καὶ ὁ παππούς του ἱερέας καὶ ὀνομαζόταν Πότιτος. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Κονκέσσα. Σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν συνελήφθη αἰχμάλωτος καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ἰρλανδία, ὅπου καὶ παρέμεινε ἕξι χρόνια. Οἱ ὧρες τῆς μοναξιᾶς, ὅταν ὡς σκλάβος ἔβοσκε τὸ κοπάδι του, περνοῦσαν μὲ προσευχὴ στὸν Θεό, τὸν Ὁποῖο μέσα στὴν δοκιμασία του ὁ Ἅγιος εἶχε ἀνακαλύψει. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θὰ μιλήσει στὸν Ἅγιο, ἐνῷ αὐτὸς κοιμόταν καὶ θὰ τοῦ πεῖ νὰ γυρίσει στὴν πατρίδα μὲ ἕνα πλοῖο ποὺ ἦταν ἕτοιμο γι’ αὐτόν. Αὐτὴ ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τοῦ μίλησε ὁ Κύριος, δὲν θὰ εἶναι καὶ ἡ τελευταία. Θὰ ἀκολουθήσει μία σειρὰ ἀπὸ καθοριστικὲς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου στὴν ζωή του. Οἱ ἐμφανίσεις αὐτὲς καθὼς καὶ οἱ προτροπὲς τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα στοιχεῖο ποὺ τονίζεται ἰδιαίτερα στὰ γραπτὰ τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ἅγιος, τὸ 402 μ.Χ., ἀπέδρασε ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπως τοῦ προεῖπε ὁ Θεός, ἀλλὰ ἡ τρικυμία ὁδήγησε τὸ πλοῖο στὶς βορειοδυτικὲς ἀκτὲς τῆς Γαλατίας, στὴν Ἀρμορική. Τὸ πλοῖο ἔφθασε στὴν Γαλατία, ἀλλὰ ἐκεῖ τὸ πλήρωμά του δὲν στάθηκε δυνατὸ νὰ βρεῖ τροφή. Τότε ὁ καπετάνιος παρακάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει. Ὁ Ἅγιος τοὺς μίλησε γιὰ τὴν παντοδυναμία καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καλώντας τους νὰ μεταστραφοῦν στὸν Κύριο καὶ νὰ μετανοήσουν καὶ τοὺς διαβεβαίωσε ὅτι τὴν ἴδια κιόλας ἡμέρα θὰ βροῦν τροφή. Πράγματι, ἔτσι κι ἔγινε. Ἡ περιπλάνηση τοῦ Ἁγίου συνεχίζεται στὰ νησιὰ τοῦ Τυρρηνικοῦ πελάγους. Τελικὰ ἐπέστρεψε στὴ Βρετανία, ἀλλὰ ἕνα ὅραμα ποὺ εἶδε τὸν κάλεσε νὰ γυρίσει καὶ πάλι στὴν Ἰρλανδία, γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς Χριστιανούς. Ἀμέσως μετὰ μετέβη στὴν Γαλλία, στὴν πόλη τῆς Ὠξέρρης, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ πολλὰ ἔτη προετοιμαζόμενος γιὰ τὴν ἱεροσύνη. Λέγεται ὅτι γνώρισε τὸν Ἅγιο Μαρτίνο καὶ τὸν Ἅγιο Γερμανό, ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέστειλε στὴν Ἰρλανδία τὸ 432 μ.Χ. ὡς Ἐπίσκοπο.

Τὸ κήρυγμά του ἐκεῖ, εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στὸν λαό. Βάπτισε χιλιάδες πιστῶν, χειροτόνησε πολλοὺς ἱερεῖς, ἀνήγειρε ναοὺς καὶ ἐπισκοπή. Ἐνθάρρυνε τὸ μοναχισμό, ὁ ὁποῖος μέχρι τότε εἶχε κέλτικο χαρακτήρα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἱεραποστολικῶν περιοδειῶν του, ὁ Ἅγιος συνήθιζε νὰ μὴν ταξιδεύει ἀπὸ τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου ἕως τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας. Προετοιμαζόταν γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καὶ ἀφιέρωνε τὸ χρόνο αὐτὸ στὸν Κύριο.
Ὁ λαὸς τῆς Ἰρλανδίας τὸν ἀγάπησε πολὺ καὶ ἑορτάζει τὴν μνήμη του μὲ λαμπρότητα. Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 461 μ.Χ., στὸ Σάουτ τῆς Οὐλδίας.







Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος ὁ Ὁμολογητής
Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος, ὁ Ὁμολογητής, ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς Πελεκητῆς. Φυλακίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (741 – 775 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος κατέστρεψε τὴ μονὴ καὶ καταδίκασε τοὺς τριάντα ὀκτὼ μοναχοὺς αὐτῆς διὰ ἀσφυξίας θάνατο, ἐντὸς λουτροῦ στὴν Ἔφεσο.






Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ μαρτύρησε ἐπὶ τοῦ ἀρχισατράπου τῆς νήσου Κρήτης, Θεοφάνους Λαρδοτύρου, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Νέου, τοῦ ὁποίου τὴν μνήμη τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 28 Νοεμβρίου.

Ὁ Στέφανος ἦταν μοναχὸς στὸ ὄρος Αὐξεντίου τῆς Βιθυνίας, συνελήφθη ὡς εἰκονόφιλος καὶ φυλακίσθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’ τοῦ Κοπρώνυμου (740 – 775 μ.Χ.). Μέσα στὴν φυλακὴ βρῆκε καὶ ἄλλους 342 μοναχούς, ποὺ εἶχαν φυλακισθεῖ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἕναν μοναχὸ ἀπὸ τὴν Κρήτη μὲ τὸ ὄνομα Ἀντώνιος. Αὐτὸς ἄρχισε νὰ διηγεῖται στοὺς ἄλλους φυλακισμένους μοναχοὺς περὶ τῆς ἀγριότητας τῶν διωγμῶν στὴν Κρήτη καὶ περὶ τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἀββᾶ Παύλου.
Ὁ ἀρχισατράπης Θεοφάνης, ἀφοῦ ὁδήγησε τὸν Ἅγιο Παῦλο στὸ Πραιτώριο τοῦ Ἡρακλείου, τὸν ἐκβίαζε ἢ νὰ ποδοπατήσει τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἢ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῶν βασανιστηρίων. Ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἀρνήθηκε νὰ τὸ πράξει, ἀλλὰ γονάτισε καὶ ἀσπάσθηκε τὴν εἰκόνα. Ἐξαγριωμένος ὁ ἀρχισατράπης ἔδωσε ἐντολὴ νὰ γδύσουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν δέσουν μὲ σίδερα. Κατόπιν, ἀφοῦ τὸν κρέμασε, τὸν ἔκαψε ζωντανό. Τὸ μαρτύριό του τοποθετεῖται περὶ τὸ 765 ἢ τὸ 766 μ.Χ.






Μνήμη Μεγάλου Σεισμοῦ
Ὁ σεισμὸς ἔγινε τὸ ἔτος 790 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ ΣΤ’ τοῦ Πορφυρογέννητου (780 – 798 μ.Χ.), υἱοῦ τῆς Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας.
Ὅπως ἀναφέρεται στὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα, ὅλη ἡ γῆ κλονιζόταν ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες. Τότε κατέπεσε μεγάλο μέρος τῶν τειχῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ράγισαν ναοὶ καὶ κατέπεσαν οἰκίες. Ὁ βασιλεὺς μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη καὶ τὸν λαό, ἔκαναν λιτανεῖες μὲ τὸν Τίμιο Σταυρό, τὰ ἅγια λείψανα καὶ τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ προσεύχονταν μὲ δάκρυα καὶ νηστεία νὰ τοὺς ἐλεήσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ ἀποστρέψει τὴν ὀργή Του. Ὁ Κύριος ἔγινε ἐλπίδα γιὰ ὅλους καὶ κατάπαυσε τὸν τρόμο τῆς γῆς.






Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐν Κύπρῳ ἀθλήσας
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε μαρτύρησε ἐπὶ τῶν εἰκονομάχων ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος, ὁ ὁποῖος τελειώθηκε διὰ πυρός.






Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἡγούμενος τῆς μονῆς Κολγιαζὶν τῆς Ρωσίας
Image
Ὁ Ὅσιος Μακάριος, κατὰ κόσμο Ματθαῖος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1402 στὸ χωριὸ Κοζίνο τῆς Ρωσίας, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴν πόλη Καζίν. Ὁ πατέρας του Βασίλειος Κόζα, ἦταν στρατιωτικὸς στὴν ὑπηρεσία τοῦ πρίγκιπα Βασιλείου Β’ τοῦ Ὀσκούρου.

Κατόπιν ἐπιμονῆς τῶν γονέων του καὶ παρὰ τὴν μοναχική του κλίση, νυμφεύθηκε τὴν Ἑλένη Γιαχόντοβα. Τὰ ἑπόμενα τρία χρόνια πέθαναν οἱ γονεῖς του καὶ ἡ σύζυγός του. Ἔτσι ὁ Ὅσιος εἰσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Κολμπούκωφ, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου ἄφησε τὴ μονὴ καὶ ἀσκήτευε σὲ ἐρημικὴ περιοχὴ κοντὰ σὲ δύο λίμνες τῆς περιοχῆς τοῦ Καζίν.
Ἀργότερα ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Κολγιαζίν. Ἐδῶ συνέχισε τὸν πνευματικό του ἀγώνα. Ἦταν ἁπλὸς καὶ πολλὲς φορὲς ἀποσυρόταν στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ ζήσει ἡσυχαστικά. Μέσα στὸ δάσος συνομιλοῦσε μὲ τὰ ἄγρια θηρία, τὰ ὁποία ἔπαιρναν τὴν τροφή τους ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1483.






Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Μικρός
Image
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Γαβριήλ, ὁ ἐπονομαζόμενος Μικρός, ἔζησε στὴν Γεωργία κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. Ἦταν ἐκκλησιαστικὸς γραμματεὺς καὶ καλλιγράφος. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1802 ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους.






Ὁ Ἅγιος Θεόδουλος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Σιναΐτης
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Θεόδουλος ἦταν ἀδελφὸς τῆς μονῆς Σινᾶ καὶ διακονοῦσε στὸ μετόχι τῆς μονῆς, στὸν Ἅγιο Γεώργιο Πυργώτου τῆς Κύπρου. Τελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ ἔτος 1822.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun Mar 03, 2013 12:54 pm

18 ΜΑΡΤΙΟΥ






Καθαρὰ Δευτέρα
Με την Καθαρά Δευτέρα ξεκινά η Σαρακοστή για την Ορθόδοξη εκκλησία, ενώ ταυτόχρονα σημάνει το τέλος των Απόκρεω. Η Καθαρά Δευτέρα ονομάστηκε έτσι γιατί οι Χριστιανοί «καθαρίζονταν» πνευματικά και σωματικά. Είναι μέρα νηστείας αλλά και μέρα αργίας για τους Χριστιανούς. Η νηστεία διαρκεί για 40 μέρες, όσες ήταν και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο.







Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Image
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος καταγόταν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ γεννήθηκε πιθανῶς τὸ ἔτος 313 μ.Χ. στὰ Ἱεροσόλυμα. Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Μαξίμου τοῦ Γ’ (333 – 348 μ.Χ.), τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε στὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ ἔτους 348 μ.Χ., εἴτε διότι ὁ Μάξιμος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς, εἴτε διότι πέθανε.

Ὁ Ἅγιος ἀρχικὰ ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὶς δογματικὲς «λεπτολογίες» καὶ ἀπέφευγε ἐπιμελῶς τὸν ὄρο «ὁμοούσιος». Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀρειανὸς Μητροπολίτης Κασαρείας Ἀκάκιος ἐνέκρινε τὴν ἐκλογή του καὶ τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο. Ἀλλὰ συνέβη καὶ ἐδῶ, ὅτι ἀργότερα καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Μελετίου, Πατριάρχου Ἀντιοχείας († 12 Φεβρουαρίου). Ὁ Ἅγιος δὲν ἔμεινε ἐκτὸς τοῦ κλίματος τῆς ἐποχῆς, ὡς πρὸς τοὺς δογματικοὺς ἀγῶνες καὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους μῆνες τῆς ἀρχιερατείας του ἀποδείχθηκε μὲ τὶς περίφημες Κατηχήσεις του, ὑπερασπιστὴς τῶν Ἀποφάσεων καὶ τῶν Ὅρων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Τοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἐξῆρε καὶ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ ἔτους 382 μ.Χ.: «Τῆς δέ γε μητρὸς ἁπασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις, τὸν αἰδεσιμώτατον Κύριλλον ἐπίσκοπον εἶναι γνωρίζομεν. Κανονικῶς τε παρὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας χειροτονηθέντα πάλαι καὶ πλεῖστα πρὸς τοὺς Ἀρειανοὺς ἐν διαφόροις τόποις ἀθλήσαντα».

Ἡ δογματικὴ τοποθέτηση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ὑπῆρξε ἡ πρώτη αἰτία ρήξεως μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀκάκιο Καισαρείας, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ζητοῦσε διάφορες ἀφορμὲς γιὰ νὰ καταστρέψει τὸν Ἅγιο. Δεύτερη αἰτία ἦταν ἡ διαφορὰ σχετικὰ μὲ τὴν δικαιοδοσία τῶν δύο ἑδρῶν. Ὡς γνωστό, λόγω καταστροφῆς τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων ἡ ἐκεῖ Χριστιανικὴ κοινότητα διασκορπίστηκε, μετὰ δὲ τὴν ἐπανοικοδόμηση αὐτῆς οἱ Χριστιανοὶ ἦταν λίγοι, γι’ αὐτὸ σὲ Μητρόπολη ἀναδείχθηκε ἡ πρωτεύουσα τῆς Παλαιστίνης, Καισάρεια. Μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅταν οἱ Χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων αὐξήθηκαν, ἡ Ἐπισκοπὴ Ἱεροσολύμων ζήτησε ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς αὐτῆς θέσεως. Τὸ 325 μ.Χ. ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, διὰ τοῦ 7ου Κανόνος αὐτῆς, ὅριζε νὰ τιμᾶται ἰδιαίτερα κατὰ τὰ ἀρχαία ἔθιμα ὁ Ἐπίσκοπος Αἰλίας, δηλαδὴ Ἱεροσολύμων, ἡ δὲ Μητρόπολη Καισαρείας νὰ διατηρεῖ τὸ οἰκεῖο ἀξίωμα. Ἡ ἀσάφεια τῆς διατυπώσεως τοῦ Κανόνος προκάλεσε διένεξη μεταξὺ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ τοῦ Ἀκακίου.

Ὁ τελευταῖος ἦταν σὲ πλεονεκτικὴ θέση λόγω τῆς ὑποστηρίξεως αὐτοῦ ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337 – 361 μ.Χ.) καὶ ἀφοῦ βρῆκε πρόφαση κατὰ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅτι σὲ καιρὸ λιμοῦ πούλησε ἱερὰ κειμήλια καὶ ἀναθήματα γιὰ νὰ προσφέρει τροφὴ σὲ ἄπορους, καθαίρεσε τὸν Ἅγιο διὰ Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα, τὸ ἔτος 357 μ.Χ. καὶ τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐκεῖ.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐξορίσθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἔγινε δεκτὸς ὑπὸ τοῦ ἐκεῖ Ἐπισκόπου Σιλβανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπέρριψε τὴν ἀξίωση τοῦ Ἀκακίου νὰ διακόψει τὴν ἐπικοινωνία του μὲ τὸν Ἅγιο. Ὡστόσο ὁ Ἅγιος Κύριλλος ζητοῦσε νὰ διερευνηθεῖ ἡ ὑπόθεσή του ἀπὸ μεγαλύτερη Σύνοδο. Πράγματι, ἡ Σύνοδος ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 359 μ.Χ. στὰ Ἱεροσόλυμα, τὸν ἀποκατέστησε καὶ τὸν ἀθώωσε, ἀλλὰ ὁ Ἀκάκιος, ἀφοῦ κατέφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ματαίωσε τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων δι’ ἄλλης Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 360 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐπικύρωσε τὴν καθαίρεση καὶ ἐξορία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐπέστρεψε στὴν ἕδρα του, ὅπως καὶ οἱ λοιποὶ ἐξόριστοι Ἐπίσκοποι, τὸ ἔτος 361 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, ὁ ὁποῖος θέλοντας νὰ ἔχει κοντά του ὅλους τοὺς ἐχθροὺς τοῦ αὐτοκράτορος Κωνστάντιου, ἀνακάλεσε τοὺς ἐξόριστους Ἀρχιερεῖς. Ὁ Ἅγιος αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπιδοθεῖ στὴ διαποίμανση τοῦ ποιμνίου του. Ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, στὶς 26 Ἰουλίου 363 μ.Χ., ἐξορίσθηκε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη (364 – 378 μ.Χ.) γιὰ ἕνδεκα χρόνια καὶ ἐπανῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος, τὸ ἔτος 378 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 387 μ.Χ.
Τὸ κύριο ἔργο του εἶναι οἱ Κατηχήσεις, οἱ ὁποῖες ἐκφωνήθηκαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τῆς Διακαινησίμου ἑβδομάδας τοῦ ἔτους 348 μ.Χ. στὴ βασιλικὴ τῆς Ἀναστάσεως. Σκοπὸς τῶν Κατηχήσεων ἦταν ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ εἰσαγωγὴ τῶν Κατηχουμένων στὶς θεμελιώδεις διδασκαλίες τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἠθικοῦ βίου τῶν Χριστιανῶν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ φανέρωση τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας στοὺς Νεοβαπτισθέντες. Ἡ ἀξία τῶν Κατηχήσεων τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου εἶναι ἀνυπολόγιστη. Κανένα ἔργο πρὸ αὐτοῦ δὲν ἐμφανίζει μὲ τόση παραστατικότητα σχεδὸν ὅλο τὸ τελετουργικὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ τὸ μυστηριακὸ καὶ ἁγιαστικὸ σύστημα μὲ τόση καταπληκτικὴ ὁμοιότητα πρὸς τὰ μέχρι σήμερα τελούμενα στὸ ναό, ὥστε δικαιολογημένα νὰ θεωροῦμε ὅτι οἱ Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἀποτελοῦν ἔκτυπη ἀναπαράσταση καὶ στὴν πράξη διατήρηση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ἀποστολικῆς Τελετουργικῆς Παραδόσεως.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Στολὴν τὴν ἔνθεον, ἀμφιεσάμενος, στῦλος ὁλόφωτος, ὤφθης τῆς πίστεως, τῶν Ἀποστόλων ἐν Σιών, τὴν χάριν κεκληρωμένος· ὅθεν ἐνδιέπρεψας, εὐσέβειας τοῖς δόγμασι, καὶ πιστῶς ἐσκόρπισας, τῆς σοφίας τὸ τάλαντον. Καὶ νῦν ὑπὲρ ἡμῶν ἐκδυσώπει, Κύριλλε Πάτερ Ἱεράρχα.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχεία τὰ πλούσια, Πάτερ Ἱεράρχα Κύριλλε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθήναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως γέγονε, τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, ὁ φωσφόρος λόγος σου, κῦρος οὐράνιον Πάτερ· γνῶσιν γάρ, τῆς ἀληθείας σοφῶς διδάσκων, ἔλλαμψιν, ἠθῶν ὁσίων καθυπογράφεις, καὶ παθῶν βραβεύεις λύσιν, τῇ σῇ πρεσβείᾳ, θεόφρον Κύριλλε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔλλαμψιν πλουτήσας τὴν μυστικήν, ἐν Σιὼν τῇ θείᾳ, ὡς καθάρας σου τὴν ψυχήν, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ δαβιτικῶς Ὁσίων, ἐκλάμπεις ὥσπερ λύχνος, παμμάκαρ Κύριλλε.






Οἱ Ἅγιοι μύριοι Μάρτυρες
Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες. Ἴσως τελειώθηκαν διὰ ξίφους στὴ Νικομήδεια.






Οἱ Ἅγιοι Εὐκαρπίων καὶ Τρόφιμος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς Μαρτυρήσαντες
Image
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τρόφιμος καὶ Εὐκαρπίων ἦταν στρατιῶτες καὶ ἔζησαν πιθανῶς κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Στὴν ἀρχὴ κατεδίωκαν καὶ συλλάμβαναν τοὺς Χριστιανούς, τοὺς βασάνιζαν καὶ τοὺς ἀνέκριναν. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ θεία ὀπτασία ποὺ εἶδαν ὅταν πήγαιναν γιὰ νὰ προβοῦν σὲ κάποια σύλληψη Χριστιανῶν, μετανόησαν, ἀποκήρυξαν τὸ ἀνίερο ἔργο τους, πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀφοῦ μετέβησαν στὶς φυλακές, ἀπελευθέρωσαν ὅλους τοὺς Χριστιανούς, τοὺς ὁποίους φιλοῦσαν ὡς ἀδελφούς.
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἄρχοντας τῆς Νικομήδειας, διέταξε νὰ τοὺς κρεμάσουν καὶ νὰ ξύνουν τὶς πληγές τους μὲ τρίχινα ὑφάσματα. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τοὺς ἔριξαν σὲ ἀναμμένη κάμινο καὶ ἔτσι ἔλαβαν τοὺς στέφανους τοῦ μαρτυρίου τὸ ἔτος 300 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Ἀνανίας ὁ Θαυματουργός
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀνανίου εἶναι ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα καὶ ἀναφέρεται στὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα.

Ὁ Ὅσιος ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία καὶ βάδισε τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἀρετῆς μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, προσευχές, δάκρυα καὶ κακουχίες. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι διὰ προσευχῆς, δράκοντα ἀνέδειξε νεκρὸ καὶ νεκρὸ ἄνθρωπο ἀνέστησε, δαίμονες ἀπεδίωξε καὶ πολλοὺς ἀσθενεῖς καὶ πάσχοντες θεράπευσε μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἀνανίας, ἀφοῦ προεῖδε τὸ τέλος του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο, τὸν Ὁποῖο ἀπὸ βρέφος εἶχε ποθήσει.






Ὁ Ἅγιος Ἐδουάρδος βασιλέας τῆς Ἀγγλίας
Ὁ Ἅγιος Ἐδουάρδος ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως τῆς Ἀγγλίας Ἔντγκαρ. Ὁ Ἅγιος, παρὰ τὸ γεγονὸς τοῦ μεγάλου ἀξιώματός του, διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγνότητα καὶ εὐσέβειά του. Δολοφονήθηκε, μετὰ τριετία ἀπὸ τῆς ἀνόδου του στὸν θρόνο, ἀπὸ τὴν μητριά του Ἐλφρίδα καὶ ἐνταφιάσθηκε σὲ τόπο ἄγνωστο καὶ σὲ μεγάλο βάθος. Τὸ λείψανό του βρέθηκε ἀκέραιο, ὅταν ἐπάνω ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦ τάφου του ἔλαμπε οὐράνιο φῶς. Σήμερα τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἐδουάρδου φυλάσσουν Ὀρθόδοξοι Ρώσοι μοναχοὶ τῆς Διασπορᾶς σὲ μονὴ κοντὰ στὸ Λονδίνο.
Ὁ Ἅγιος Ἐδουάρδος μαρτύρησε τὸ ἔτος 978 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Κύριλλος τοῦ Ἀστραχάν
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ Ἁγίας Τριάδος Ἀστραχάν. Κατὰ τὸ 1568, ὅταν ἔγινε ἡγούμενος, ἀνακαίνισε τὴ μονὴ καὶ ἔκτισε τοὺς ναοὺς τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῶν Εἰσοδείων τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ὁ Ὅσιος ἀπολάμβανε τῆς τιμῆς καὶ τοῦ σεβασμοῦ ὄχι μόνο τῶν Χριστιανῶν ἀλλὰ καὶ τῶν Μουσουλμάνων τῆς περιοχῆς.
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1576. Ἡ εἰκόνα τοῦ Ὁσίου εἰκονογραφήθηκε τὸ ἔτος 1676 σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ Αἰμιλιανοῦ Παφέντιεφ, τὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος εἶχε σώσει ἀπὸ πνιγμὸ στὸν ποταμὸ Βόλγα.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sun Mar 03, 2013 12:57 pm

19 ΜΑΡΤΙΟΥ






Οἱ Ἅγιοι Χρύσανθος καὶ Δαρεία οἱ Μάρτυρες
Image
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Χρύσανθος καὶ Δαρεία ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Νουμεριανοῦ (243 – 284 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Χρύσανθος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἦταν υἱὸς ἐπιφανοῦς εἰδωλολάτρου. Ὅμως κατηχήθηκε στὴν Χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ κάποιον Χριστιανὸ καὶ βαπτίσθηκε. Ὅταν ὁ πατέρας του πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τὸν φυλάκισε καί, γιὰ νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πίστη, τοῦ ἔδωσε γυναῖκα τὴν ὡραία Δαρεία, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ ἦταν εἰδωλολάτρισσα.

Ἀντὶ ὅμως νὰ προσελκύσει ἡ Δαρεία τὸν σύζυγό της Χρύσανθο στὴν εἰδωλολατρία, συνέβη τὸ ἀντίθετο. Πίστεψε καὶ αὐτὴ στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκε. Τότε τοὺς κατήγγειλαν στὸν ἔπαρχο Κελερίνο, ὁ ὁποῖος τοὺς παρέδωσε στὸν τριβοῦνο Κλαύδιο. Τὸ μαρτύριο ἄρχισε. Ἀλλὰ ἡ καρτερία καὶ ἡ ὑπομονὴ τῶν Μαρτύρων ἐξέπληξε τὸν Κλαύδιο, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του Ἰλαρία, τοὺς υἱούς του Ἰάσονα καὶ Μαῦρο καὶ τοὺς στρατιῶτες του πίστεψε στὸν Χριστό.
Στὴν συνέχεια ἔριξαν τοὺς Ἁγίους Χρύσανθο καὶ Δαρεία μέσα σὲ λάκκο καὶ τοὺς ἐνταφίασαν ζωντανοὺς τὸ ἔτος 283 μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείας πίστεως, τῇ ἐπιγνώσει, πᾶσαν ἔλιπες, πατρῴαν πλάνην, καὶ Χριστῷ κατηκολούθησας Χρύσανθε, ᾧ καὶ προσάγεις Δαρείαν τὴν πάνσεμνον, καὶ σὺν αὐτῇ τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μεθ' ἧς πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, στεφάνους ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον, ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ὡς κρίνον χρυσαυγές, τὴν ὀσμὴν εὐσεβείας, ἐμπνεύσας δαχιλῶς, Χρύσανθε Ἀθλοφόρε, πρὸς γνῶσιν σωτήριον, τὴν Δαρείαν ἐφείλκυσας, μεθ’ ἧς ἤθλησας, καὶ τὸν ἀρχέκακον ὄφιν, τροπωσάμενος, πρὸς ἀκηράτους παστάδας, ἀξίως ἐπήρθητε.

Μεγαλυνάριον.
Σύμφρονες ὁμόζυγοι Ἀθληταί, οἱ τοῦ Ζωοδότου, πειθαρχήσαντες τῷ ζυγῷ, χαίρετε ἀπαύστως, Χρύσανθε καὶ Δαρεία, τῆς παγκαλοῦς ἁγνείας, τερπνὰ ἀλάβαστρα.






Οἱ Ἅγιοι Κλαύδιος, Ἱλαρία, Ἰάσονας καὶ Μαῦρος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς Μαρτυρήσαντες
Ἡ Ἁγία Ἱλαρία ἦταν ἡ σύζυγος τοῦ Ἁγίου Κλαυδίου καὶ οἱ Ἅγιοι Ἰάσονας καὶ Μαῦρος, ἦταν τὰ τέκνα τους.

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἦταν εἰδωλολάτρες καὶ πίστεψαν στὸν Χριστό, ὅταν ἔβλεπαν τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Χρυσάνθου καὶ Δαρείας. Ὁ Ἅγιος Κλαύδιος ἐρρίφθη στὴ θάλασσα, ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν μὲ πέτρα καὶ ἔτσι τελείωσε τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ οἱ στρατιῶτες ἀποκεφαλίσθηκαν, τότε παρέλαβε τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν ἡ Ἰλαρία καὶ τὰ ἐνταφίασε μὲ εὐλάβεια. Ὅταν, κάποια μέρα, μετέβαινε στοὺς τάφους τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ποὺ εἶχαν σκοπὸ νὰ τὴν θανατώσουν. Τότε ζήτησε ἡ μακαρία Ἰλαρία νὰ ἐπιτρέψουν σὲ αὐτὴν νὰ προσευχηθεῖ γιὰ λίγο. Ἔτσι κι ἔγινε καὶ ἡ Ἁγία τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Κατὰ ἄλλη παράδοση, τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Οἱ ὑπηρέτριές της περισυνέλεξαν τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ ἐνταφίασαν στοὺς τάφους τῶν τέκνων της.






Ὁ Ἅγιος Παγχάριος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Παγχάριος καταγόταν ἀπὸ τὴ Βιθλαπάτη ἢ Βιλλαπάτη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ὅταν ἦλθε στὴ Ρώμη, γνωρίσθηκε καὶ συνδέθηκε φιλικὰ μὲ τὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανὸ (284 – 305 μ.Χ.). Γιὰ τὶς ὑψηλὲς τιμές, τὰ ὁποῖες ἀπολάμβανε, ἀρνήθηκε τὴν πατρώα εὐσέβεια καί, γιὰ νὰ φανεῖ εὐάρεστος στὸν βασιλέα, ἀσπάσθηκε τὴν θρησκεία τῶν εἰδώλων.

Ὅταν ἡ μητέρα του πληροφορήθηκε τὴν ἄρνηση τοῦ υἱοῦ της καὶ τὴ μεταστροφή του στὴν εἰδωλολατρία, τοῦ ἔγραψε ἐπιστολὴ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ προσέλθει καὶ πάλι στὸ πῦρ τῆς εὐσέβειας. Οἱ συμβουλὲς καὶ ἡ προσευχὴ τῆς μητέρας του ὁδήγησαν τὸν Ἅγιο Παγχάριο σὲ μετάνοια καὶ θεογνωσία.

Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἔμαθε ὅτι ὁ Παγχάριος ὁμολόγησε τὸν Χριστό, τὸν βασάνισε, τὸν φυλάκισε καί, τέλος, τὸν ἐξόρισε στὴ Νικομήδεια, ὅπου μετὰ ἀπὸ μύριες θλίψεις καὶ κακουχίες, τὸ ἔτος 305 μ.Χ., ἀποκεφαλίσθηκε.
Ναὸς τοῦ Ἁγίου Παγχαρίου ὑπῆρχε στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸ τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ.






Οἱ Ἅγιοι Διόδωρος καὶ Μαριανὸς οἱ Ἱερομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Διόδωρος ὁ Πρεσβύτερος καὶ Μαριανὸς ὁ Διάκονος τελειώθηκαν, ἀφοῦ τοὺς ἔκλεισαν μέσα σὲ σπήλαιο.







Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ πριγκίπισσα
Ἡ Ὁσία Μαρία ἢ Μάρθα (Σβάρνοβα) ἦταν πριγκίπισσα τοῦ Βλαντιμὶρ κατὰ τὴν περίοδο τοῦ μεγάλου πρίγκιπα Βσέβολοντ Γ’ Γεωργίεβιτς. Ἔγινε μοναχὴ στὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Βλαντιμὶρ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1206.






Ὁ Ὅσιος Ἰννοκέντιος ὁ Θαυματουργός
Image
Ὁ Ὅσιος Ἰννοκέντιος γεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τοῦ Κόμελ καὶ Βολογκντά. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1521.





Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Τορναρᾶς
Περὶ τῆς καταγωγῆς καὶ τοῦ τόπου τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Δημητρίου δὲν γνωρίζουμε τίποτα. Ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος στὸ ἔργο του «Οἱ Νεομάρτυρες» ἀναφέρει αὐτὸν μὲ τὸ ὄνομα Δημήτριος Τορναρᾶς ὡς μαρτυρήσαντα στὶς 19 Μαρτίου 1564.

Ὁ Νεομάρτυς Δημήτριος συναναστρεφόμενος καὶ συνομιλώντας μὲ τοὺς Τούρκους κίνησε κάποια μέρα τὸν φθόνο τους.
Τὸ ἐκβίαζαν νὰ ἀσπαστεῖ ἡ Μουσουλμανικὴ θρησκεία. Προσκρούοντες ὅμως στὴν πίστη καὶ τὴν θέληση τοῦ Μάρτυρα νὰ παραμείνει στὴν πατρώα εὐσέβεια, τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή, τὸν συκοφάντησαν γιὰ ἐξύβριση τῆς θρησκείας τοῦ Μωάμεθ καὶ πέτυχαν τὴν θανατικὴ καταδίκη του. Ἔτσι ὁ Νεομάρτυς Δημήτριος, μὴ ὑποκύπτοντας στοὺς βασανισμοὺς καὶ στοὺς δαρμούς, ποὺ τὸν ὑπέβαλαν οἱ Τοῦρκοι, δέχθηκε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.






Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Καραμάνος (ἢ Κασσέτης)
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος Καραμάνος ἢ Κασσέτης, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1623. Ἦταν ἔγγαμος καὶ ζοῦσε στὴ Σμύρνη.

Ὅταν κάποτε ἀγανάκτησε, εἶπε πάνω στὸν θυμό του ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Οἱ παρευρισκόμενοι Τοῦρκοι μόλις ἄκουσαν αὐτὸν τὸν λόγο, τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Ἀνακρινόμενος στὸ κριτήριο ὁ Νικόλαος εἶπε μὲ παρρησία ὅτι δὲν θὰ ἀρνηθεῖ ποτὲ τὸν Ποιητὴ καὶ Σωτῆρα του, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος μέλλει νὰ κρίνει ζῶντες καὶ νεκρούς. Παρὰ τὰ μαρτύρια, τοὺς ραβδισμοὺς καὶ τὴ φυλάκιση, ἀκόμη καὶ τὴν πίεση ποὺ τοῦ ἄσκησαν ἡ μητέρα του καὶ ἡ σύζυγός του, ὁ Ἅγιος παρέμεινε ἀμετάθετος στὴν πίστη. Ὁ κριτὴς τότε διέταξε καὶ ἔκαναν περιτομὴ στὸν Μάρτυρα μὲ τὴν βία. Ὁ Ἅγιος συνεχῶς ὁμολογοῦσε καὶ φυλακίσθηκε γιὰ δεύτερη φορά.
Ἡ ἀντοχὴ καὶ καρτερία τοῦ Ἁγίου Νικολάου κατέπληξε τοὺς πάντες. Μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα κράτησαν τριάντα ἕξι ἡμέρες, ὁ Ἅγιο ὁδηγήθηκε στὴν ἀγχόνη.
Ἔτσι τελειώθηκε μαρτυρικὰ τὴν ἡμέρα τῆς Μεγάλης Πέμπτης τοῦ ἔτους 1657.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Τρυφερῆς, ἐν Σμόλενκ Ρωσίας
Image
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Thu Mar 14, 2013 5:14 pm

20 ΜΑΡΤΙΟΥ






Οἱ Ἅγιοι Ἀββάδες Μαῦροι οἱ ἐν τῇ μονῇ Ἁγίου Σάββα ἀναιρεθέντες
Image
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες ἀσκήτευαν στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, στὴν περιοχὴ τῶν Ἱεροσολύμων καὶ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ ἀπὸ διάφορα μέρη. Ὅμως Ἄραβες λῃστὲς ἐπιτέθηκαν κατὰ τῆς μονῆς καὶ συνέλαβαν τοὺς Πατέρες αὐτῆς, ποὺ δὲν μπόρεσαν ἢ δὲν θέλησαν νὰ φύγουν. Καὶ ἀφοῦ τοὺς βασάνισαν μὲ διάφορους τρόπους, γιὰ νὰ ὑποδείξουν στοὺς λῃστὲς τοὺς κρυμμένους θησαυροὺς τῆς μονῆς, τοὺς θανάτωσαν. Ἄλλους τούς ἀποκεφάλισαν, ἄλλους τοὺς τεμάχισαν καὶ ἄλλους τοὺς κατατρύπησαν μὲ τὰ ξίφη τους. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ καὶ προσευχόμενοι, παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι τὶς μακάριες ψυχές τους στὸν Κύριο, ἀπολαμβάνοντας τὴν αἰώνια ζωὴ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, γιὰ τὴν ὁποία ὑπέμειναν πρόθυμα τοὺς μακροὺς ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεως καὶ τὸ μαρτύριο τῆς ἐπίπονης ἀθλήσεως.
Τὴν φρικτὴ ἐκείνη σφαγὴ περιέγραψαν, ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Σαββαΐτης († 13 Ἰουλίου), ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ὁ Ὅσιος Ἀντίοχος ὁ Πάνδεκτος († 24 Δεκεμβρίου).
Μεταξὺ τῶν ἁγίων Ἀββάδων ἀναφέρεται καὶ ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς τοῦ Σωτῆρος ἁγιόλεκτοι ἄρνες, ἐξωρμημένοι ἐκ χωρῶν διαφόρων, τῇ Ποίμνῃ συνεδράμετε Σάββα τοῦ σοφοῦ· ὅθεν θανατούμενοι, ἀπηνείᾳ βαρβάρων, χαίροντες ἀνήλθετε, πρὸς οὐράνιον μάνδραν, καθάπερ Ὅσιοι καὶ Ἀθληταί, ἐκδυσωποῦντες, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὴν τῶν Ὁσίων θεόληπτον συνοδείαν, ταῖς τῶν Μαρτύρων διαλάμπουσαν ἀκτῖσι, πάντες τοῖς ᾄσμασι στεφανώσωμεν, τοὺς τῷ Χριστῷ τυθέντας, οἷάπερ θεῖα σφάγια· αὐτοὺς γὰρ ὁ Λόγος προσεδέξατο.

Μεγαλυνάριον.
Αἵμασιν οἰκείοις μαρτυρικῶς, τοὺς σαυτῶν χιτῶνας, πορφυρώσαντες ἱερῶς, πρὸς ὑπερκοσμίους, ἀνήλθετε ἐπαύλεις, φαιδρῶς κεκοσμημένοι, Πατέρες Ὅσιοι.






Οἱ Ἁγίες Ἀλεξανδρία, Εὐφημία, Εὐφρασία, Ἰουλιανή, Θεοδοσία, Κλαυδία καὶ Ματρώνη οἱ Μάρτυρες ἐν Ἀμινσῷ

Οἱ Ἁγίες ἑπτὰ Μάρτυρες ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.) στὴν πόλη Ἀμινσό, ὅταν ξεσηκώθηκε μεγάλος διωγμὸς κατὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό.

Οἱ Ἁγίες συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Ἀμινσοῦ, ποὺ ἦταν εἰδωλολάτρης. Καὶ ὅταν στάθηκαν ἐνώπιόν του, ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι Χριστιανὲς καὶ τὸν ἔλεγξαν μὲ παρρησία, ἀφοῦ τὸν ἀποκάλεσαν σκληρὸ καὶ ἄδικο καὶ ἐχθρὸ τῆς ἀλήθειας. Ὁ ἄρχοντας ἐξοργίσθηκε. Τότε ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τὶς τοποθέτησαν σὲ δημόσιο μέρος γιὰ θέαμα, ὅπου ἄρχισαν νὰ τὶς χτυποῦν μὲ ραβδιά. Στὴν συνέχεια ἔκοψαν τοὺς μαστοὺς αὐτῶν μὲ ξίφη καί, ἀφοῦ τὶς κρέμασαν, τὶς ἔγδαραν τόσο πολύ, ὥστε φάνηκαν τὰ ἔντερά τους. Τέλος, τὶς ἔριξαν σὲ μεγάλο καμίνι φωτιᾶς καί, ἐνῷ ἔψαλλαν καὶ προσεύχονταν στὸν Θεό, παρέδωσαν τὶς ψυχές τους.
Τὸ μαρτύριό τους ἔγινε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 303 – 305 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Ἀκύλας ὁ Μάρτυρας ὁ Ἔπαρχος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀκύλας τελειώθηκε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.







Ὁ Ἅγιος Ἐμμανουὴλ ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐμμανουὴλ τελειώθηκε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ἅγιος Λολλίων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λολλίων τελειώθηκε μὲ χτυπήματα. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ἅγιος Ροδιανὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ροδιανὸς τελειώθηκε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἐκ Βρετανίας
Image
Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος γεννήθηκε στὸ Λάντερντέϊλ τὸ ἔτος 634 μ.Χ. καὶ σὲ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός. Μία βραδιὰ τοῦ 651 μ.Χ., καθὼς βρισκόταν στοὺς λόφους κοντὰ στὴ μονὴ Λίντισφεϊρν, εἶδε ἕνα ὅραμα. Εἶδε τὴν ψυχὴ ἑνὸς ἀνθρώπου νὰ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ μέσα σὲ ὑπερκόσμιο φῶς. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες πληροφορήθηκε γιὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Ἀϊδανοῦ, κτήτορα τῆς μονῆς καὶ κατάλαβε ποιὸν ἀφοροῦσε τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε. Ὁ δεκαεπτάχρονος Κουθβέρτος μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχός. Γι’ αὐτὸ κατέφυγε στὴ μονὴ Μέλροουζ καὶ ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Ἅγιο Ἰάτα († 640, τιμᾶται26 Ὀκτωβρίου).

Ἀπὸ πολὺ νωρὶς διαφάνηκε ἡ ἱεραποστολικὴ διάθεση τοῦ νέου μοναχοῦ, ποὺ τὸν ὠθοῦσε σὲ διάφορες ἱεραποστολικὲς ἐξορμήσεις, εἴτε μόνο του εἴτε ὡς συνοδὸ τοῦ Γέροντά του. Ἔδειξε μάλιστα ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς πιὸ ἀπομακρυσμένες καὶ δυσπρόσιτες περιοχές.

Τὸ ἔτος 661 μ.Χ. ὁ βασιλέας Ἄλκριφθ προσκάλεσε τὸν Ἅγιο Ἰάτα, γιὰ νὰ ἱδρύσει μία μονή. Ὁ Ἅγιος ὄντως πῆγε καὶ ἵδρυσε μονὴ στὸ Ράϊπον, συνοδευόμενος ἀπὸ κάποιους ὑποτακτικούς του, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἅγιος Κουθβέρτος. Καθὼς ὅμως ἡ Ἐκκλησία τῆς Βρετανίας συγκλονιζόταν ἀπὸ τὴν διαμάχη γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, οἱ Ἅγιοι Ἰάτα καὶ Κουθβέρτος ἐπέστρεψαν στὴ μονὴ τῆς μετάνοιάς τους, στὸ Μέλροουζ, ὅπου ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἔγινε ἡγούμενος.

Μετὰ τὴν Σύνοδο τοῦ Γουΐντμπι καὶ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ρωμαϊκῆς παραδόσεως, ὁ Ἅγιος Κολμάνος τῆς Λίντισφεϊρν († 8 Αὐγούστου), σὲ ἔνδειξη διαμαρτυρίας γιὰ τὴν περιφρόνηση τῆς Κελτικῆς παραδόσεως σχετικὰ μὲ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, παραιτεῖται ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπική του ἕδρα καὶ ἀποσύρεται στὴν Ἰρλανδία. Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως ἦταν νὰ γίνει Ἐπίσκοπος Λίντισφεϊρν ὁ Ἅγιος Ἰάτα, ἐνῷ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Λίντισφεϊρν ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος.

Ἡ ἡγουμενία του διήρκησε δώδεκα χρόνια. Τὰ πράγματα δὲν ἦταν εὔκολα. Τὰ πνεύματα ἦταν ὀξυμένα. Ὁ νέος ἡγούμενος ἔπρεπε νὰ συμφιλιώσει τὶς δύο ἀντιτιθέμενες παρατάξεις μέσα στὸ μοναστήρι καὶ νὰ συνεχίσει τὴ ἱεραποστολική του δράση. Ὁ παροιμιώδης πραότητά του, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ διάκρισή του κατόρθωσαν νὰ διασφαλίσουν τὴν ἑνότητα τῆς μονῆς. Αὐτὴ τὴν τόσο δύσκολη περίοδο, ὁ Ὅσιος ποὺ ἦταν ἐραστὴς τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς προσευχῆς, ἀναζητοῦσε καταφύγιο σὲ μία βραχονησίδα κοντὰ στὸ μοναστήρι. Μέχρι σήμερα σώζονται σὲ αὐτὸ τὸ νησάκι τὰ ἴχνη τοῦ κελιοῦ του, στὴν θέση τοῦ ὁποίου βρίσκεται ἕνας ξύλινος σταυρός.

Καθὼς τὰ χρόνια περνοῦσαν, ὁ Ὅσιος λαχταροῦσε ὅλο καὶ περισσότερο τὴν ἀγαπημένη του ἡσυχία. Αὐτὴ ἡ δίψα τὸν ἔκανε νὰ ἀποσυρθεῖ βαθύτερα στὴ νησιωτικὴ ἔρημο τῶν νησιῶν Φέϊρν. Διάλεξε τὸ νησὶ Ἴννερ Φέϊρν, ἑπτὰ μίλια νοτιότερα τῆς Λίντισφεϊρν. Ἐκεῖ παλαιότερα περνοῦσε ἡσυχαστικὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἅγιος Ἀϊδανός.

Στὴν ἔρημο τῆς ἐσώτερης Φέϊρν, ὁ Ὅσιος εἶχε μοναδικὴ συντροφιὰ τὰ θαλασσοπούλια καὶ κυρίως μία ράτσα ἀγριόπαπιας ποὺ ζεῖ ἐκεῖ, τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος μὲ ἰδιαίτερη στοργὴ φρόντιζε. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε θεωρεῖται καὶ ὁ πρῶτος ποὺ καθιέρωσε στὴν Βρετανία κανόνες οἰκολογικῆς εὐαισθησίας. Τὸ σεβάσμιο παρουσιαστικό του, τὰ ἄφθονα δάκρυά του κατὰ τὴν προσευχή, ἡ αὐστηρή του νηστεία, ποὺ θύμιζε τοὺς Ἀββάδες τῆς Αἰγυπτιακῆς Θηβαΐδος, τὸ προφητικό του χάρισμα, ἔκαναν τὸ ἀπόμακρο ἐρημικὸ νησί, τόπο εὐλογίας γιὰ τοὺς πιστούς, ποὺ προσέτρεχαν στὸν Ὅσιο γιὰ νὰ διδαχθοῦν ἢ νὰ θεραπευθοῦν σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ὅσο αὐτὸς κρυβόταν στὴν ἔρημο, ἀποφεύγοντας ἀξιώματα καὶ διακρίσεις, τόσο ὁ λαὸς λαχταροῦσε νὰ τὸν συναντήσει καὶ νὰ βρεθεῖ κοντά του.

Τὸ ἔτος 684 μ.Χ., στὴν Σύνοδο τοῦ Τάϊφορντ, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Ἕξαμ. Στὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε ἐμφανίσθηκε ξαφνικὰ μία ὁμάδα ἀπὸ Ἐπισκόπους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Ἐπικεφαλῆς της ἦταν ὁ βασιλέας Ἴγκφριντ. Τοῦ ἀνακοίνωσαν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Ὁ ἐρημίτης τῆς Φέϊρν ἀρνήθηκε νὰ ἀποχωριστεῖ τὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου του. Ὁ βασιλέας καὶ ἡ συνοδεία του τὸν πίεσαν. Μέσα του πάλευαν ἡ ἡσυχία καὶ ἡ ὑπακοή. Νίκησε ἡ δεύτερη. Ἔτσι, τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα τοῦ ἔτους 685 μ.Χ., χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο, Ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας τὸν ἐκ Ταρσοῦ († 19 Σεπτεμβρίου). Μετὰ ἀπὸ λίγο μετατίθεται στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Λίντισφρεϊν, ἐνῷ ὁ Ἅγιος Ἰάτα ἀναλαμβάνει τὴν δική του.

Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος ἔζησε ὡς Ἐπίσκοπος δύο χρόνια. Κατὰ τὴν ἀρχιερατεία του στήριξε, παρηγόρησε, δίδαξε, προφήτευσε καὶ θαυματούργησε. Ταξίδεψε στὰ πιὸ ἀπόμακρα σημεῖα τῆς ἐπαρχίας του, γιὰ νὰ στηρίξει τὸ ποίμνιό του ποὺ τὸ θέριζε ἡ ἐπιδημία τῆς πανούκλας. Ποτὲ ὅμως δὲν ξέχασε τὴν ἀγαπημένη του ἔρημο. Δύο μῆνες πρὶν τὴν κοίμησή του προεῖδε τὸν θάνατό του καὶ ἐπέστρεψε στὴν ὑδάτινη ἔρημό του. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν Λίντισφρεϊν γιὰ τὸ ἐρημικό του νησί, ἕνας μοναχὸς τὸν ρώτησε πότε θὰ ἐπιστρέψει καὶ ὁ Ὅσιος προφητικὰ τοῦ ἀπάντησε: «Ὅταν θὰ ξαναφέρετε τὸ σῶμα μου ἐδῶ». Ὁ Ἅγιος Βεδέας († 27 Μαΐου) διασώζει τὰ τελευταία του λόγια: «Νὰ ἔχετε μεταξύ σας εἰρήνη καὶ θεῖο ἔλεος».
Ὁ Ὅσιος Κουθβέρτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 687 μ.Χ., σὲ ἡλικία πενήντα τριῶν ἐτῶν. Τὸ σκήνωμά του μεταφέρθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Λίντισφρεϊν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Μετὰ ἀπὸ ἕνδεκα χρόνια τὸ ἱερὸ λείψανό του βρέθηκε ἄφθορο. Μετὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Βίκινγκς, τὸ ἔτος 875 μ.Χ., οἱ μοναχοὶ τῆς Λίντισφρεϊν, παίρνοντας τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Ἀϊδανοῦ καὶ Ὀσβάλδου († 9 Αὐγούστου) καὶ τὸ ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Κουθβέρτου, κατέληξαν στὸ Ντάραμ, ὅπου τὰ τοποθέτησαν στὸν ἀνεγερθέντα καθεδρικὸ ναό.






Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. Ἦταν ἄνδρας εὐσεβὴς καὶ πρόμαχος τῆς ὀρθῆς πίστεως. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας του διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ φιλανθρωπία του καὶ ἔγινε περιάκουστος στὰ εὐαγγελικὰ ἔργα καὶ λόγια.
Ἐπὶ τῆς εἰκονομαχίας, ἴσως ἐπὶ βασιλείας Λέοντος Ε’ τοῦ Ἰσαύρου (813 – 820 μ.Χ.) πιέσθηκε νὰ προχωρήσει στὴν αἵρεση τῶν εἰκονοκλαστῶν, ἀλλὰ μὲ παρρησία ἀρνήθηκε καὶ διεκήρυξε τὴν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀψηφώντας τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ μαρτύρια. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξορίστηκε καί, μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.






Ὁ Ἅγιος Λουαρσάβος βασιλέας τῆς Γεωργίας
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 21η Ἰουνίου. Ἄγνωστο γιατί ἐπαναλαμβάνεται αὐτὴ τὴν ἡμέρα.






Ὁ Ἅγιος Εὐφρόσυνος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Ρωσίας
Image
Ὁ Ἱερομάρτυρας Εὐφρόσυνος (Σινοζέρσκϊυ), κατὰ κόσμο Ἐφραίμ, γεννήθηκε σὲ ἕνα χωριὸ τῆς Καρελίας, κοντὰ στὴν λίμνη Λάντοζσκοε, κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀρχικὰ μόνασε στὴ μονὴ τοῦ Βάλαμο τῆς Φιλανδίας, ἔπειτα στὴν περιοχὴ Ντολὸκ τῆς ἐπαρχίας Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας καὶ στὴν συνέχεια κοντὰ στὴν λίμνη Σινίτσε. Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στὴ μονὴ Οὐσπένσκι τῆς πόλεως Τιχβὶν καὶ τὸ ἔτος 1600 ἄρχισε τὴν ἐρημικὴ ζωὴ στοὺς ἄγριους βάλτους τῆς λίμνης Σινίτσε. Ὁ Ὅσιος ἔσκαψε ἕνα σπήλαιο, τοποθέτησε ἕνα Σταυρὸ καὶ ἔζησε ἐκεῖ δύο χρόνια. Τρεφόταν μόνο μὲ ἄγρια χόρτα. Ὅταν οἱ χωρικοὶ ἀντιλήφθηκαν τὴν παρουσία του, ἄρχισαν νὰ τὸν ἐπισκέπτονται καὶ νὰ τὸν συμβουλεύονται γιὰ πνευματικὰ θέματα.

Τὸ ἔτος 1612 τὰ Πολωνικὰ στρατεύματα λεηλατοῦσαν τὴν Ρωσία. Πολὺς κόσμος βρῆκε καταφύγιο στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου, ὁ ὁποῖος προέβλεψε τὴν ἐπίθεση τῶν Πολωνῶν στὴ μονή του καὶ προέτρεψε τοὺς ἀνθρώπους νὰ φύγουν. Καὶ ὅταν τὸν ρώτησαν: «Ἐσύ, γιατί δὲν φεύγεις;» ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Ἐγὼ ἦλθα ἐδῶ νὰ πεθάνω γιὰ τὸν Χριστό». Αὐτοὶ ποὺ ἄκουσαν τὴν συμβουλὴ τοῦ Ὁσίου σώθηκαν. Ὅσοι παρέμειναν βρῆκαν τρομερὸ θάνατο.

Κοντὰ στὸν Ὅσιο Εὐφρόσυνο ζοῦσε καὶ ὁ μοναχὸς Ἰωνᾶς. Τρομαγμένος ἀπὸ τὴν προφητεία τοῦ Ὁσίου θέλησε καὶ αὐτὸς νὰ φύγει. Ὅμως ὁ Ὅσιος τὸν σταμάτησε λέγοντας: «Ἀδελφὲ Ἰωνᾶ, ὅταν θὰ ἀρχίσει ἡ μάχη, πρέπει νὰ δείξουμε τὴν ἀνδρεία μας. Ἐμεῖς δώσαμε ὑπόσχεση νὰ ζήσουμε καὶ νὰ πεθάνουμε ὡς ἐρημῖτες. Ὀφείλουμε νὰ κρατήσουμε τὴν ὑπόσχεση τὴν ὁποία δώσαμε στὸν Θεό. Μόνο ὁ θάνατος φέρνει τὴν ἠρεμία. Ἄλλη περίπτωση οἱ λαϊκοί. Αὐτοὶ δὲν δεσμεύτηκαν μὲ μοναχικὲς ὑποσχέσεις καὶ πρέπει νὰ προστατεύσουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τὴν οἰκογένεια καὶ τὰ παιδιά τους».

Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Ὅσιος φόρεσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ὅλη τὴ νύχτα προσευχόταν. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, 20 Μαρτίου, οἱ Πολωνοὶ ἐπιτέθηκαν κατὰ τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος φορώντας τὸ μοναχικὸ σχῆμα βγῆκε ἔξω καὶ στάθηκε δίπλα στὸν Σταυρό, ποὺ εἶχε τοποθετήσει ὅταν πρωτοπῆγε στὴν περιοχὴ αὐτή. Οἱ ἐχθροὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ὅσιο τὴν περιουσία τῆς μονῆς. «Ὅλη ἡ περιουσία τῆς μονῆς καὶ ἡ δική μου, ἐπίσης, βρίσκεται στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου», εἶπε ὁ Ἅγιος, ἐννοώντας τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό, τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ κανένας νὰ ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ. Οἱ κατακτητὲς δὲν κατάλαβαν τὰ λόγια του καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τὸν χτύπησε μὲ τὸ ξίφος στὸν λαιμό. Ὁ Ὅσιος ἔπεσε νεκρός. Ὅταν οἱ Πολωνοί, ὀργισμένοι ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν βρῆκαν τίποτε, γύρισαν, ὁ δήμιος τοῦ Ὁσίου, σὰν νὰ μὴν ἦταν ἀρκετὸ τὸ πρῶτο θανατηφόρο χτύπημα, ἄνοιξε τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Ὁσίου μὲ τσεκούρι.

Στὴ μονὴ βρισκόταν, ἐπίσης καὶ ἕνας χωρικὸς ποὺ ὀνομαζόταν Ἰωάννης Σουμά. Ὅταν οἱ ἐχθροὶ εἰσέβαλαν στὴ μονή, αὐτὸς βρισκόταν στὸ κελὶ τοῦ Ὁσίου. Παρ’ ὅλα τὰ βαριὰ τραύματα ἔμεινε ζωντανὸς καὶ διηγήθηκε ἀργότερα στὸν υἱό του αὐτὰ ποὺ συνέβησαν.
Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ἐνταφιάσθηκε μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια στὶς 28 Μαρτίου καὶ στὸν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ του, μετὰ ἀπὸ τριάντα τέσσερα χρόνια, κτίσθηκε ναὸς πρὸς τιμὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτη Νόβγκοροντ Μακαρίου, στὶς 25 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1655, τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου Εὐφροσύνου μετεκομίσθησαν κάτω ἀπὸ τὸ κωδωνοστάσιο τοῦ ναοῦ.






Ὁ Ἅγιος Μύρων ὁ Νεομάρτυρας ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο Κρήτης
Image
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μύρων καταγόταν ἀπὸ τὸ Μεγάλο Κάστρο τῆς Κρήτης, τὸ σημερινὸ Ἡράκλειο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Δημήτριος καὶ ἦταν δίκαιος καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος. Ὁ Ἅγιος ἦταν σεμνὸς καὶ σώφρων καὶ ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ τὴν παρθενία καὶ τὴν ἄσκηση. Ἐργαζόμενος ὡς ράπτης στὸ Ἡράκλειο συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι τὸν φθονοῦσαν, ὅτι δῆθεν ἀποπλάνησε μία Τουρκοπούλα. Στὸ δικαστήριο ὁ Ἅγιος ἀπέρριψε ἀπολογούμενος τὴ συκοφαντία, ἀλλὰ ἐτέθη σὲ αὐτὸν δίλημμα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ ἢ τοῦ θανάτου. Ὁ Μάρτυρας Μύρων ἀποκρίθηκε μὲ παρρησία ὅτι δὲν ἀρνεῖται τὴν πίστη του, ἀλλὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑποστεῖ κάθε βασανιστήριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καθ’ ὅσον γεννήθηκε Χριστιανὸς καὶ Χριστιανὸς θέλει νὰ πεθάνει.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν χτύπησαν ἀνηλεῶς καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ὅταν τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ αὐτή, τὸν ὁδήγησαν καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὅπου ὁ Ἅγιος ἐπαναλάμβανε συνεχῶς ὅτι θέλει νὰ πεθάνει ὡς Χριστιανός. Ἔτσι καταδικάσθηκε στὸν διὰ ἀγχόνης θάνατο. Λίγο πρὶν τὸ μαρτύριο, ὁ Μάρτυρας Μύρων ζήτησε τὴν ἄδεια ἀπὸ τοὺς δημίους καὶ πλησίασε τὸν πατέρα του. Ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ φίλησε τὸ χέρι. Ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐχή του προσῆλθε πρὸ τῶν δημίων καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο δέχθηκε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τὸ ἔτος 1793.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Thu Mar 14, 2013 5:17 pm

21 ΜΑΡΤΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ὁμολογητής
Image
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ὁμολογητὴς ἀκολούθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία. Ἔγινε μοναχός, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἤδη προετοιμάσει τὸν ἑαυτό του μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν καὶ μετέπειτα ἀξιώθηκε νὰ ἀνέλθει στὸ Ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα. Στὰ χρόνια τῶν ἀσεβῶν εἰκονομάχων, ἐπειδὴ ἐξαναγκάστηκε ἀπὸ ἐκείνους νὰ ἀρνηθεῖ τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων καὶ σεπτῶν εἰκόνων καὶ ἐπειδὴ δὲν πρόδωσε τὴν πατρώα εὐσέβεια, ὑπέμεινε πολλοὺς πειρασμούς, ἐξορίες καὶ ἄλλες κακουχίες, ποὺ ἐπινόησαν ἐναντίων του οἱ ἀσεβεῖς. Στὴν συνέχεια παράδωσε τὴν μακάρια ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν Ὁποῖο ἀγωνίσθηκε μέχρι τὸν θάνατο μὲ προθυμία καὶ ἱερὸ ζῆλο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται Ὁμολογητής.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἀναφέρει κάποιον Ὁμολογητὴ Ἰάκωβο, ὁ ὁποῖος πέθανε τὸ ἔτος 818 μ.Χ., ἀλλὰ δὲν ἀναφέρει ὅτι ἦταν Ἐπίσκοπος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ ἐκλάμψας Πάτερ Ἰάκωβε, ὡς Ἱεράρχης τοῦ Λόγου καὶ ἀληθὴς λειτουργός, ὠρθοτόμησας πιστῶς λόγον τὸν ἔνθεον· οὗπερ τὴν χάριν βεβαιῶν, δι’ ἀγώνων εὐαγῶν, ἐδίδαξας προσκυνεῖσθαι, τὴν τοῦ Σωτῆρος Εἰκόνα· ᾧ καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ἱερωσύνης διαπρέπων τοῖς δωρήμασι

Ὁμολογίας τοῖς ἀγῶσιν ἐχθρὸν ᾔσχυνας

Ὡς τρανώσας τὴν προσκύνησιν τῶν Εἰκόνων.

Ἀλλ’ ὡς κλῆμα εὐφορώτατον ἀπόσταξον

Τῆς ἀφέσεως τὸ γλεῦκος τὸ σωτήριον
Τοῖς βοῶσί σοι, χαίροις Πάτερ Ἰάκωβε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔμψυχον εἰκόνα καὶ λογικήν, σαυτὸν ἀναδείξας, ἐναρέτου διαγωγῆς, πρόμαχος καὶ κῆρυξ, τιμῆς τῆς τῶν Εἰκόνων, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ὤφθης Ἰάκωβε.






Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Θωμὰς ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στὶς 23 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 607 μ.Χ., μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Κυριακοῦ (595 – 606 μ.Χ.). Ἦταν ἀρχικὰ διάκονος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ σακελλάριος τοῦ Πατριάρχη Κυριακοῦ.

Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς χειροτονήθηκε διάκονος καὶ προβιβάσθηκε σὲ σακελλάριο ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωάννη Δ’ τὸν Νηστευτὴ (585 – 595 μ.Χ.). Διακρίθηκε πολὺ νωρὶς γιὰ τὴν εὐλάβεια, τὴ σύνεση, τὴν ἀρετή, τὴ σωφροσύνη, τὴ θεολογική του κατάρτιση, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν αἱρέσεων καὶ τὴν στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὡς Πατριάρχης ἔκτισε τὸν πατριαρχικὸ οἶκο κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία, τὸ μέγα τρίκλινο, στὸ κάτω μέρος τοῦ ὁποίου ἔκειτο ἡ πατριαρχικὴ βιβλιοθήκη καὶ ποὺ ἀπὸ τὸ ὄνομά του ἐκλήθη «Θωμαΐτης».

Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς, ἀφοῦ ποίμανε τὸ ποίμνιο καλὰ καὶ θεάρεστα καὶ δίδαξε μὲ σωστὸ τρόπο τοὺς εὐσεβεῖς βασιλεῖς καὶ τὴν σύγκλητο καὶ καταδείχθηκε σεβάσμιος σὲ ὅλο τὸ ἱερατικὸ τάγμα, κοιμήθηκε μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια τὸ ἔτος 610 μ.Χ.

Ἀρχαιότερα χειρόγραφα ὁρίζουν τὴν μνήμη του στὶς 18 καὶ 22 Φεβρουαρίου καὶ στὶς 19, 20, 22 Μαρτίου. Ὁ Παρισινὸς Κώδικας 1587 καὶ ὁ Κώδικας τῆς Πετρουπόλεως 227 κατὰ τὶς 19 καὶ 20 Μαρτίου ἀναφέρουν καὶ τὴν ἑορτὴ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Θωμᾶ.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.






Ὁ Ἅγιος Βήρυλλος Ἐπίσκοπος Κατάνης
Image
Ὁ Ἅγιος Βήρυλλος ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ αὐτὸν Ἐπίσκοπος Κατάνης στὴ Σικελία. Ποίμανε καλῶς καὶ θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του καὶ τὸ ὁδήγησε στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ χειραγώγησε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἄπιστους στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ ἀξιώθηκε νὰ ἐπιτελεῖ μεγάλα θαύματα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ θυμηθοῦμε: Ὑπῆρχε στὸν τόπο ἐκεῖνο μία πηγή, ποὺ εἶχε πικρὸ νερό. Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ προσευχήθηκε στὸν Θεό, τὸ μετέβαλε σὲ γλυκό. Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ κάποιος Ἕλληνας, φανατικὸς εἰδωλολάτρης, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ μαζί του καὶ ἄλλοι πολλοί. Καὶ ἄλλα πολλὰ θαύματα ἀφοῦ ἐπιτέλεσε καὶ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἀπόλαυσε τὴν αἰώνια ζωή. Τὸ τίμιο λείψανό του κατατέθηκε μὲ τιμὲς στὸ νησί, προσφέροντας μέχρι σήμερα θεραπεῖες σὲ ὅλους ποὺ προσέρχονται σὲ αὐτὸν μὲ πίστη.
Ἀκολουθία στὸν Ἅγιο Βήρυλλο συνέγραψαν ὁ Θεοφάνης καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος.






Οἱ Ἅγιοι Δομνίνος καὶ Φιλήμων οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δομνίνος ἢ Δόμνος καὶ Φιλήμων, καταγόμενοι πιθανῶς ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Ἰταλία, ὅπου κήρυτταν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ βάπτιζαν Χριστιανούς. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐπειδὴ ἐξόργισαν τοὺς εἰδωλολάτρες, συνελήφθησαν, δέθηκαν μὲ ἁλυσίδες καὶ παραδόθηκαν στὸν ἄρχοντα τῆς χώρας. Ὁ ἄρχοντας, ὅταν οἱ Μάρτυρες παρουσιάσθηκαν μπροστά τους, ἐπιχείρησε ἀρχικὰ μέσῳ τῆς κολακείας νὰ τοὺς μετακινήσει ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὑποσχόμενος σὲ αὐτοὺς τιμὲς καὶ δῶρα μεγάλης ἀξίας. Στὴν συνέχεια ὅμως, ὅταν τοὺς εἶδε νὰ μὴν σκέπτονται καθόλου ὅλα αὐτά, μόνο δὲ τὸν Χριστὸ νὰ ἐπικαλοῦνται, ἀφοῦ τοὺς γύμνωσε καὶ τοὺς τέντωσε στὴν γῆ ἀπὸ τέσσερις μεριές, τοὺς χτύπησε ἀνηλεῶς, γιὰ νὰ τοὺς ἐξαναγκάσει νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τοὺς ἔπεισε, τοὺς ἔκλεισε στὴν φυλακὴ καὶ τοὺς ἀποκεφάλισε.
Ἡ μνήμη τους ἀναφέρεται καὶ στὶς 26 Μαρτίου.







Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μάρτυς ἡ ἐν Πέργῃ
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Μαρία εἶναι ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα καὶ ἡ ἀσματικὴ Ἀκολουθία, στὴν ὁποία ἡ Μάρτυς ἐξυμνεῖται ὡς καλλίνικος, μᾶλλον εἶναι ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Θεοφάνους.






Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ὁ Σιδώνιος
Image
Ὁ Ὅσιος Σεραπίων καταγόταν ἀπὸ τὴ Σιδώνα καὶ ἀσκήτεψε στὴν Αἴγυπτο τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Ἔζησε κυρίως στὴν Αἴγυπτο καὶ ἀπῆλθε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ προσευχή. Κάλυπτε τὸ σῶμα του μόνο μὲ μία σινδόνη, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπονομάζεται Σινδόνιος καὶ διαρκῶς ἔκλαιε μὲ δάκρυα μετανοίας.

Ὅταν κάποτε ἔπεσε θῦμα λῃστῶν, μὲ τὴν πειθὼ ποὺ τὸν διέκρινε, κατόρθωσε νὰ μεταστρέψει τὰ γεγονότα καὶ νὰ κάνει τοὺς λῃστὲς δούλους τοῦ Θεοῦ. Κατόρθωσε ἐπίσης, νὰ ἐπαναφέρει στὴν Ὀρθόδοξη πίστη τὸν αἱρετικὸ Μανιχαῖο πρόκριτο Λακεδαιμόνιο, στὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος πουλήθηκε ὡς δοῦλος.
Ὁ Ὅσιος Σεραπίων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μιχαὴλ καταγόταν ἀπὸ τὴ Γρανίτσα τῶν Ἀγράφων ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴ Στατήρα, οἱ ὁποῖοι τοῦ μετέδωσαν ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν σεβασμὸ πρὸς τὶς ἐντολές του. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, νυμφεύθηκε καὶ μετανάστευσε στὴν Θεσσαλονίκη, πόλη ποὺ ἐπισκεπτόταν συχνὰ καὶ κατὰ τὸ παρελθὸν καὶ ἄρχισε νὰ ἐξασκεῖ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀρτοπώλη. Ὁ Μιχαὴλ διακρινόταν γιὰ τὴν ἐλεήμονα φύση του καὶ ἦταν φιλακόλουθος. Εἶχε δὲ ἐπιπλέον ἐκδηλώσει καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ μονάσει, ὡστόσο πολλοὶ γνωστοί του τὸν ἀπέτρεπαν, προβάλλοντάς του ὡς ἐπιχείρημα πὼς δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ πράξει κάτι τέτοιο ἐὰν δὲν συνηγοροῦσε καὶ ἡ σύζυγός του.

Ὡστόσο, στὶς 17 Μαρτίου, Δευτέρα μετὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ὁ Μιχαὴλ ἔλαβε ἀπὸ τὸν πνευματικό του πατέρα τὴν εὐλογία νὰ ὑλοποιήσει τὴν ἀπόφασή του. Μετὰ τὸ τέλος τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ ἔφυγε βιαστικὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὸ ἀρτοπωλεῖο του, ὅπου λίγο ἀργότερα πῆγε καὶ ἕνας γνώριμός του νεαρὸς Μωαμεθανὸς γιὰ νὰ ἀγοράσει ψωμί. Ὁ Μιχαήλ, συζητώντας μαζί του, ἄρχισε νὰ καταφέρεται μὲ δριμύτητα ἐναντίων τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταγγελθεῖ ἀπὸ τὸν Μωαμεθανὸ νομοδιδάσκαλο, ποὺ κατὰ τὴν συγκυρία περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ. Ὁ Μιχαὴλ ἐξακολούθησε νὰ κατηγορεῖ τὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία ὡς ψεύτικη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συλληφθεῖ λίγο ἀργότερα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Τούρκων ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ γύρω του καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸν δικαστὴ τῆς πόλεως, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό.

Ὁ κριτὴς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ραβδίσουν τὸν Μιχαὴλ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν φυλακή. Ἐκεῖ λίγο ἀργότερα τὸν ἐπισκέφθηκαν μερικοὶ Χριστιανοί, ποὺ εἶχαν παρακολουθήσει τὴν ὁμολογία του καὶ εἶχαν μεταφέρει τὴν εἴδηση στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Μητροφάνη, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ὁ πνευματικὸς πατέρας τοῦ Μιχαήλ. Ὁ Μητροφάνης τοὺς ἀπέστειλε στὸν δέσμιο Μιχαήλ, γιά νὰ τὸν ἐμψυχώσουν, ἔκπληκτοι ὅμως ἐκεῖνοι διαπίστωσαν τὴν ἠρεμία καὶ τὴν χαρὰ ποὺ τὸν διέκρινε, καθὼς καὶ τὴν ἀποφασιστικότητά του γιὰ τὸ μαρτύριο.

Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα οἱ ἴδιοι Χριστιανοὶ ἐπισκέφθηκαν καὶ πάλι τὸν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος τοὺς ἀποκάλυψε ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προηγούμενης νύχτας τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὁ Χριστός, ἐνθαρρύνοντας τον στὴν ἀπόφασή του καὶ εὐλογώντας τον.

Στὴν συνέχεια, ὁ Μάρτυς Μιχαήλ, ὁδηγήθηκε σὲ ἀνώτερο δικαστή, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τοῦ ἀνέγνωσε τὸ πρακτικὸ τῆς ὁμολογίας του καὶ τὸν πληροφόρησε ὅτι ἀντιμετώπιζε τὸν κίνδυνο νὰ καταδικασθεῖ στὸν διὰ πυρᾶς θάνατο, προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ἡ πνευματικὴ ἀνδρεία τοῦ Ἁγίου συγκλόνισε ἀκόμη καὶ τὸν δικαστή, ὁ ὁποῖος ὡστόσο ἐξέδωσε καταδικαστικὴ ἀπόφαση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Μιχαὴλ καταδικάσθηκε νὰ ριφθεῖ στὴν φωτιὰ στὶς 21 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1544.
Ὁ ἔπαρχος τῆς πόλεως ὁδήγησε τὸν Μιχαὴλ στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, λίγα μέτρα βορείως τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅπου σήμερα ἔχει ἀνεγερθεῖ μικρὸ προκυνητάριο σφιερωμένο στὴν μνήμη του. Ἐκεῖ εἶχε συγκεντρωθεῖ πλῆθος κόσμου. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν περιστοιχίσει τὸν Μάρτυρα χλευάζοντας τον, ἐνῷ οἱ Χριστιανοὶ βρίσκονταν σὲ ἀπόσταση, διότι οἱ Τοῦρκοι δὲν τοὺς ἐπέτρεπαν νὰ πλησιάσουν. Ἀφοῦ τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὴν πυρά, ὁ ἔπαρχος τῆς πόλεως προσπάθησε καὶ πάλι νὰ κάμψει τὸ μαρτυρικὸ φρόνημα τοῦ Μιχαὴλ μπροστὰ στὴν θέα τῆς φωτιᾶς, χωρὶς ἀποτέλεσμα ὅμως. Ὁ Ἅγιος ὑπέμεινε μὲ καρτερία τὸ μαρτύριό του, ἐπισφραγίζοντας μὲ τὸ αἷμα του τὴν ἀκλόνητη ὁμολογία τῆς πίστεώς του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σοφίᾳ τῇ θεόθεν δεδομένῃ κοσμούμενος, ἐξήρυξας εὐτόλμως τοῦ Σωτῆρος τὸ ὄνομα, καὶ τούτῳ ὡς θυσία καθαρά, προσήχθης τῷ πυρὶ τελειωθείς· διὰ τοῦτο Νεομάρτυς σε Μιχαήλ, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀθλητής θεόσοφος, καὶ στατιώτης γενναῖος, Μιχαὴλ μακάριε, Χριστοῦ ἀθλήσας ἐδείχθης· πᾶσαν γάρ, καταπατήσας ἐχθροῦ μανίαν, ἤνεγκας, τὸν ἐν πυρὶ θάνατον χαίρων, καὶ ὡς θεῖον ἱερεῖον, Χριστῷ προσήχθης, τῷ σὲ δοξάσαντι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ Γρανίτσης θεῖος βλαστός, ὁ Χριστὸν δοξάσας, δι’ ἀθλήσεως θαυμαστῆς· χαίροις ὁ Κυρίῳ προσενεχθεὶς ὡς θῦμα, ὦ Μιχαὴλ ἐνέγκας, πυρὸς τὴν ἔκκαυσιν.







Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ποζδέγιεβ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος, μαρτύρησε τὸ ἔτος 1938. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἐκ Βυρίτσας Ρωσίας
Image
Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ, κατὰ κόσμο Βασίλειος Νικολάεβιτς Μουραβιέφ, γεννήθηκε στὶς 31 Μαρτίου 1866 στὸ χωριὸ Βαχρομέεβο τῆς ἐπαρχίας Ἀρεφίνσκαγια, τῆς περιφέρειας τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ. Τὴν 1η Ἀπριιλίου 866 βαπτίσθηκε καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Βασίλειος πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Βασιλείου τοῦ Νέου. Οἱ γονεῖς τοῦ Βασιλείου, Νικολάϊ Ἰβάνοβιτς καὶ Χιονὶα Ὀλύμπιεβνα Μουραβιέφ, ἦταν θεοσεβούμενοι καὶ φιλόθεοι ἄνθρωποι. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὁ Βασίλειος διδασκόταν μαθήματα ἀρετῆς καὶ παρουσίαζε τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς Χριστιανικῆς ψυχῆς, τὰ ὁποία καὶ ἀποκαλύφθηκαν πλήρως, στὰ χρόνια τῆς ὡριμότητάς του.

Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς τοῦ πρόσφερε τὴν ἐξυπνάδα, τὸν ἀσυνήθιστο ζῆλο καὶ τὴν προθυμία, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐπιμονὴ στὴν ἐπίτευξη τῶν στόχων του, καθὼς καὶ στὴν ἐξαιρετικὴ μνήμη. Σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία, σχεδὸν μόνος του ἔμαθε τὴν γραμματικὴ καὶ στὴν συνέχεια τὶς ἀρχὲς τῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης. Τὰ πρῶτα του βιβλία ἦταν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Ψαλτήρι.

Στὸν ἔφηβο Βασίλειο ἄρεσε πολὺ ἡ μελέτη ἐκκλησιαστικῶν καὶ θεολογικῶν βιβλίων καὶ συγκεκριμένα αὐτῶν ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὸν βίο τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἅγιοι, ὅπως ὁ Παῦλος ὁ Θηβαῖος, οἱ μεγάλοι Ἀσκητὲς Ἀντώνιος, Μακάριος καὶ Παχώμιος, Μαρία ἡ Αἰγυπτία, καλλιεργοῦσαν ἐντός του ρίγος σεβασμοῦ καὶ πνευματικῆς χαρᾶς. Ἤδη τότε μπροστά του ἁπλώθηκε ἕνας κόσμος, ποὺ θάμπωσε ὅλα τὰ γήινα πράγματα. Στὰ βάθη τῆς ἁγνῆς ἐφηβικῆς ψυχῆς του γεννήθηκε ἡ σκέψη τῆς μοναχικῆς ἀγγελικῆς μορφῆς. Γιὰ τοὺς γύρω του αὐτὸς ὁ σκοπὸς ἀποτελοῦσε ἀκόμα μυστικό.

Ὅταν ὑπῆρχε ἐλεύθερος χρόνος ἡ οἰκογένεια Μουράβιεφ πήγαινε γιὰ προσκύνημα σὲ ναοὺς καὶ μοναστήρια. Μὲ μεγάλη χαρὰ ἐπισκεπτόταν τὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τὴν Σκήτη τῆς Γεθσημανῆ, ὅπου ζοῦσε ὁ γνωστὸς γέροντας Βαρνάβας (Μερκούλωφ). Ὁ γέροντας ὑπῆρξε σοφὸς δάσκαλος καὶ χαρισματοῦχος. «Χωρὶς τὸν Θεό, οὔτε στὸ κατῶφλι!», ἦταν ἡ ἀγαπημένη παραίνεση τοῦ γέροντος Βαρνάβα, μὲ τὴν ὁποία δεχόταν τοὺς ἐπισκέπτες. Αὐτὰ τὰ λόγια χαράχθηκαν στὴν ψυχὴ τοῦ νεαροῦ Βασιλείου καὶ τὰ ἔκανε νόμο γιὰ τὴν ζωή του.

Ἔτσι, μὲ τρόπο σχεδὸν ἀπαρατήρητο, ἔβαλε ὁ Πανάγαθος Κύριος στὴν καρδιὰ τοῦ Βασιλείου, ἀπὸ μικρὴ ἡλικία, τοὺς σπόρους τοῦ ἤθους καὶ τῆς ἁγιότητας. Καὶ οἱ σπόροι αὐτοὶ ἔπεσαν σὲ γόνιμο ἔδαφος.

Ξαφνικὰ ἦλθε θλίψη. Ὁ Κύριος κάλεσε κοντά του τὸν Νικολάϊ Ἰβάνοβιτς Μουραβιέφ. Ἦταν μόνο τριάντα ἐννέα ἐτῶν. Ἡ οἰκογένεια περνοῦσε μεγάλη δοκιμασία. Ἡ μητέρα τοῦ Βασιλείου ἦταν φιλάσθενη καὶ μετὰ τὸ συμβὰν ἡ κατάστασή της ἐπιδεινώθηκε. Ὁ Βασίλειος ἔπρεπε νὰ ἀναλάβει τὸ χρέος νὰ συντηρήσει τὴν οἰκογένειά του.

Ὅμως ἡ Θεία Πρόνοια προσέφερε τὴν βοήθειά Της στὴν πτωχὴ οἰκογένεια. Ἕνας συγχωριανός τους, δίκαιος καὶ εὐσεβὴς ἄνθρωπος, ποὺ ἐργαζόταν στὴν Ἁγία Πετρούπολη, κάλεσε τὸν Βασίλειο στὴν πόλη μὲ σκοπὸ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ βρεῖ δουλειά. Ἡ μητέρα του τὸν εὐλόγησε μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ ὁ δεκάχρονος Βασίλειος ἔφυγε γιὰ τὴν Ἁγία Πετρούπολη.

Ἐκεῖ ὁ Βασίλειος δυσκολεύθηκε πολὺ στὸ νὰ προσαρμοστεῖ στὴν ἔντονη ζωὴ τῆς πρωτεύουσας. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ προστάτη του πῆρε τὴν θέση τοῦ διανομέα σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ καταστήματα τοῦ Γκοστίνι Ντβόρ, δηλαδὴ τοῦ ἐμπορικοῦ κέντρου τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες, λόγω ζήλου γιὰ τὴν καλὴ ἐκτέλεση τῆς ἐργασίας καὶ τῆς προθυμίας του, ὁ Βασίλειος κέρδισε τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἐργοδότη του. Στὴν συνέχεια ἀναλαμβάνει τὶς πιὸ δύσκολες δουλειές, τὶς ὁποῖες μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐκτελεῖ κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο. Σχεδὸν ὅλο του τὸν μισθὸ τὸν ἀποστέλλει στὴν μητέρα του, κρατώντας μόνο ἕνα μικρὸ μέρος γιὰ τὶς βασικές του ἀνάγκες.

Ἦλθε ὅμως ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ τάση τοῦ Βασιλείου πρὸς τὸν μοναχισμὸ γίνεται πιὸ ἔντονη. Ἦταν περίπου δεκατεσσάρων ἐτῶν, ὅταν κάποια ἡμέρα ἐπισκέφθηκε τὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυϊ καὶ ζήτησε συνάντηση μὲ τὸν ἡγούμενο. Ὅμως ὁ ἡγούμενος ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔλειπε. Ἐκείνη τὴν περίοδο στὴ Λαύρα βρίσκονταν γέροντες, ποὺ ἦταν γνωστοὶ σὲ ὅλη τὴν Ρωσία. Τοῦ πρότειναν, λοιπόν, νὰ συναντήσει ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς γέροντες. Γονατιστός, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, διηγήθηκε τότε ὁ Βασίλειος σὲ κάποιον γέροντα τὴν μεγάλη του ἐπιθυμία. Σὲ ἀπάντηση ἄκουσε ἀπὸ τὸν γέροντα μία συμβουλή, ἡ ὁποία ἀποδείχθηκε προφητική: νὰ παραμείνει στὸν κόσμο, νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ καλὲς καὶ δεκτὲς ἀπὸ τὸν Θεὸ πράξεις, νὰ δημιουργήσει καλὴ καὶ εὐσεβὴ οἰκογένεια, νὰ δώσει σωστὴ ἀνατροφὴ στὰ παιδιά του καὶ μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του, ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή τους νὰ τὴν ἀφιερώσουν στὸν μοναχισμό. Καὶ στὸ τέλος ὁ γέροντας εἶπε: «Βασίλειε! Σὲ περιμένει ἕνας δύσκολος δρόμος μὲ πολὺ θλίψη. Ἀκολούθησέ τον μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ στὴ συνείδησή σου. Θὰ φθάσει ἡ στιγμὴ καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἀνταμείψει…». Ἔτσι παρουσιάστηκε στὸν Βασίλειο ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ. Ὅλο τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του ἀποτελοῦσε μία προετοιμασία γιὰ τὴν μοναστικὴ ζωή. Ἦταν ἕνα κατόρθωμα ὑπακοῆς ποὺ κράτησε περισσότερο ἀπὸ σαράντα χρόνια.

Τὶς ἐλεύθερες ὧρες του τὶς περνοῦσε στὸ ναό, ὅπου προσευχόταν ἢ μελετοῦσε. Προσπαθοῦσε συνέχεια νὰ διδάσκει τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ σὲ κάθε εὐκαιρία πήγαινε στὸ χωριό του καὶ βοηθοῦσε τὴν μητέρα του. Τὴν ἀγαποῦσε πολὺ καὶ συνέχεια προσευχόταν γι’ αὐτήν.

Ὁ ἐργοδότης τοῦ Βασιλείου μὲ ὅλα τὰ μέσα ἐνθάρρυνε τὸν θεοσεβούμενο τρόπο τῆς ζωῆς του. Ἐκτιμοῦσε πολὺ τὸ ἦθος, τὴν πρακτικότητα, τὴν ἐξαίρετη ἐργατικότητα καὶ τὸ ἀναμφισβήτητο ἐμπορικὸ ταλέντο τοῦ ὑπαλλήλου του. Ὅταν δὲ ὁ Βασίλειος ἔκλεισε τὰ δέκα ἑπτά του χρόνια, τὸν ἔκανε προϊστάμενο τοῦ γραφείου τῆς ἐπιχείρησης. Στὸ μέλλον ἤλπιζε νὰ τὸν ἔχει συνέταιρο.

Λόγῳ τῶν ὑποχρεώσεών του, ὁ νεαρὸς προϊστάμενος ἔπρεπε νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Μόσχα, τὸ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ καὶ ἄλλες πόλεις τῆς Ρωσίας. Τότε μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ ἐργοδότη του ἐπισκέπτεται τοὺς εὐλογημένους τόπους ποὺ βρίσκονται κοντά. Πηγαίνει πάντα στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ροντονέζ, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Οἱ προσκυνητὲς ποὺ ἐπισκέπτονταν τὴ Λαύρα, προσπαθοῦσαν πάντα νὰ ἐπισκεφθοῦν τὴ Σκήτη τῆς Γεθσημανῆ, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴν ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία καὶ τὴ συμβουλὴ τοῦ γέροντος Βαρνάβα. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔφερε ξανὰ τὸ νεαρὸ Βασίλειο κοντὰ στὸν γέροντα καί, μετὰ τὴν μεγάλη συζήτηση ποὺ εἶχαν, ὁ Βασίλειος ἔγινε πνευματικὸς υἱὸς τοῦ γέροντος Βαρνάβα.

Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντος Βαρνάβα, ὁ Βασίλειος προσπαθοῦσε συνέχεια νὰ ἀσκεῖται στὴν προσευχή, νὰ ἔχει καθαρὴ τὴν σκέψη του καὶ νὰ ἀντιστέκεται στοὺς πειρασμούς.

Ἔφθασε ἡ στιγμή, ὁ Βασίλειος νὰ διαλέξει τὴν σύντροφο τῆς ζωῆς του. Ἔτσι τὸ ἔτος 1890, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ πνευματικοῦ του, νυμφεύεται τὴν Ὄλγα Ἰβάνοβνα Ναϊντένοβα.

Τὸ ἔτος 1892 ὁ Βασίλειος ἀνοίγει δική του ἐπιχείρηση. Ἔχοντας τὴν ἀπαραίτητη πεῖρα καὶ τὶς σταθερὲς ἐμπορικὲς διασυνδέσεις, ἀσχολεῖται μὲ τὴν παραγωγὴ καὶ ἐμπορία γουναρικῶν. Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐμπορευμάτων, ἐξαγόταν στὸ ἐξωτερικό: Γερμανία, Αὐστρο – Οὐγγαρία, Ἀγγλία, Γαλλία καὶ ἄλλες χῶρες.

Τὸ ἔτος 1895 γεννήθηκε ὁ υἱός τους, ὁ Νικόλαος καὶ μετὰ ἡ κόρη τους, ἡ Ὄλγα. Ὅμως τὸ κορίτσι πέθανε σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία καὶ μετὰ τὸν θάνατό της, ὕστερα ἀπὸ κοινὴ συμφωνία, καὶ εὐλογία τοῦ γέροντα Βαρνάβα, οἱ σύζυγοι Μουράβιεφ συνεχίζουν τὴν κοινή τους ζωὴ ὡς ἀδέλφια. Οἱ προσευχὲς τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα τοὺς βοήθησαν νὰ κρατηθοῦν στέρεοι στὴν ἀπόφασή τους.

Ἡ οἰκογένεια τῶν Μουραβιέφ, μετὰ ἀπὸ κάθε Θεία Λειτουργία σὲ μεγάλη ἑορτὴ καὶ πανήγυρη, προσέφερε φαγητὸ σὲ πτωχοὺς ἀνθρώπους. Μετὰ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ὁ Βασίλειος τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὴν σημασία τῆς ἑορτῆς καὶ γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου ποὺ ἑόρταζαν, τοὺς εὐχαριστοῦσε καὶ εὐχόταν σὲ ὅλους, ποὺ ἐπισκέφθηκαν τὸ σπίτι του. Ὅταν τελείωνε τὸ γεῦμα, προσέφερε στοὺς καλεσμένους του δῶρα καὶ χρήματα καὶ τοὺς καλοῦσε στὴν ἑπόμενη ἑορτή. Ὡς πιστὸς μαθητὴς τοῦ γέροντος Βαρνάβα, ὁ Βασίλειος ἔλεγε: «Ὅλο τὸ κακὸ πρέπει νὰ σκεπασθεῖ μόνο μὲ τὴν ἀγάπη. Ὅσο πιὸ χαμηλὴ εἶναι ἡ θέση σου, τόσο πιὸ πολύτιμος εἶσαι γιὰ μένα». Μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει πόσοι πτωχοὶ καὶ ἀσθενεῖς μνημόνευαν στὴν προσευχὴ τους ἐξ ὅλης τῆς καρδίας τους, τὰ ὀνόματα Βασίλειος καὶ Ὄλγα, ζητώντας ὑγεία καὶ σωτηρία γιὰ τοὺς εὐεργέτες τους.

Ὁ Βασίλειος βοηθοῦσε ναοὺς καὶ μονὲς καὶ ὡς εὔσπλαχνος Σαμαρείτης πρόσφερε δωρεὲς γιὰ τὴν συντήρηση τῶν γηροκομείων, τὸ μεγαλύτερο ἐκ τῶν ὁποίων βρισκόταν στὴ διεθνὴ λεωφόρο (σήμερα λεωφόρο Μοσκόβσκι) τοῦ μοναστηριοῦ Νοβοντέβιτσι. Μὲ κάθε εὐκαιρία οἱ ἀγαπημένοι σύζυγοι ἐπισκέπτονταν τὰ γηροκομεῖα, προσφέροντας τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ζεστασιά τους στοὺς ἀδύναμους καὶ μόνους.

Οἱ Μουραβιὲφ πολλὲς φορὲς ἔπαιρναν σπίτι τους, τοὺς ἀσθενεῖς ἀπὸ τὰ κρατικὰ νοσοκομεῖα. Οἱ ἄρρωστοι ἀνάρρωναν καλύτερα σὲ συνθῆκες ἑνὸς φιλόξενου σπιτιοῦ. Ἡ ἐγκάρδια συμπόνια καὶ ἡ εἰλικρινὴς ἀγάπη, ἔκαναν θαύματα.

Τὸ ἔτος 1903 ἡ Ρωσία ἑόρτασε τὸν Ὅσιο Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ. Ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ βρεθοῦν ἐκεῖ, στὴ μονὴ τοῦ Σαράτοβο, ἡ Ὄλγα μὲ τὸν Βασίλειο. Ὁ Βασίλειος ἀπὸ τὴν ἐφηβική του ἡλικία ἐκτιμοῦσε βαθιὰ τὸν Ὅσιο Σεραφείμ. Θυμόταν πάντα τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου, ὅτι ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1906 ὁ πατέρας Βαρνάβας ἀρρώστησε βαριά. Γιὰ τελευταία φορὰ ἐπισκέπτεται τὴν γυναικεία μονὴ Ἰβήρων – Βίκσουν, τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος καὶ τὴν Ἁγία Πετρούπολη. Ἐδῶ πέρασε δύο ἡμέρες, συναντήθηκε μὲ τὰ ἀγαπημένα πνευματικά του τέκνα, τοὺς εὐχαρίστησε γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸ πρόσωπό του καὶ τὴν εὐεργεσία τους πρὸς τὴ μονὴ Ἰβήρων, παρακαλώντας νὰ τὴν βοηθήσουν καὶ στὸ μέλλον. Στὶς 17 Φεβρουαρίου ὁ γέροντας Βαρνάβας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πραγματικὸς φίλος γιὰ τὸν Βασίλειο ἔγινε ὁ ἀρχιμανδρίτης Θεοφάνης (Μπιστρόε), ὁ πνευματικὸς τῆς τσαρικῆς οἰκογένειας καὶ μελλοντικὸς Ἀρχιεπίσκοπος Πολτάβσκι, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴν περίοδο διατελοῦσε ἐπιθεωρητὴς τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.

Ὁ μελλοντικὸς Ἐπίσκοπος διέκρινε ἀμέσως στὸν Βασίλειο, τὸν πραγματικὰ εὐσεβὴ καὶ ταπεινὸ ἀσκητή. Τοὺς συνέδεσε, ἐπίσης, ἡ ἀγάπη στὶς ἐπιστῆμες. Στὸν Βασίλειο πάντα ἄρεσε ἡ ἱστορία καί, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Θεοφάνης, ὡς καθηγητὴς τῆς βιβλικῆς ἱστορίας, ἀποτελοῦσε γι’ αὐτὸν ἀσύγκριτο συνομιλητὴ καὶ διδάσκαλο.

Τὸ ἔτος 1905 ὁ Βασίλειος γίνεται τακτικὸ μέλος τοῦ Φιλανθρωπικοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ, τοῦ μεγαλύτερου στὴ Ρωσία. Πολλοὶ γνωστοὶ Ἱεράρχες καὶ ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ὑπῆρξαν μέλη τοῦ Ὀργανισμοῦ. Τὸ ἔτος 1908 γίνεται μέλος τοῦ Ὀργανισμοῦ ὁ Θεοφιλέστατος Τύχων, μελλοντικὸς Πατριάρχης τῆς Ρωσίας, ὁ ὁποῖος τότε διηύθυνε τὴν καθέδρα τοῦ Γιαροσλάβλ.

Ἀπὸ τὸ ἔτος 1917 ἀρχίζει ἡ ἐποχὴ τῆς δοκιμασίας γιὰ τὴν Ρωσία. Κατὰ τὰ πρῶτα τρία χρόνια μετὰ τὴν Ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση, ἡ οἰκογένεια Μουραβιὲφ μένει ἐκτὸς πόλεως. Ἡ νέα ἐξουσία κρατικοποίησε τὴν ἐμπορικὴ ἐπιχείρηση τῆς οἰκογένειας Μουραβιὲφ καὶ ὁ Βασίλειος, ἐλεύθερος πλέον ἀπὸ τὶς κοσμικές του ὑποχρεώσεις, βυθίζεται στὴ μελέτη τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, Βενιαμίν, καταφεύγει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ, καὶ στὶς 13 Σεπτεμβρίου 1920 ὁ Βασίλειος ὑποβάλλει αἴτηση στὴ γεροντία τῆς Λαύρας, μὲ παράκληση νὰ τὸν δεχθοῦν στὴν ἀδελφότητα. Ἡ ἀπάντηση ἦταν θετική. Τὸ πρῶτο διακόνημα ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε ἦταν αὐτὸ τοῦ νεωκόρου. Τὴν ἴδια περίοδο γίνεται δόκιμη τῆς μονῆς Νοβοντέβιτσι καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Βασιλείου, ἡ Ὄλγα.

Ἤδη στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1920 ὁ Ἐπίσκοπος Βενιαμὶν εὐλογεῖ τὴ χειροθεσία τῶν δόκιμων Βασιλείου καὶ Ὄλγας, ποὺ ὀνομάζονται ἀντίστοιχα Βαρνάβας καὶ Χριστίνα. Σὲ λίγο ὁ πατέρας Βαρνάβας γίνεται ἱεροδιάκονος καὶ τοῦ ζητεῖται νὰ ἀναλάβει τὸ γραφεῖο τοῦ κοιμητηρίου. Αὐτὴ ἡ θέση ἦταν ἡ πιὸ δύσκολη στὴ μονή. Ἡ χώρα ὑπέφερε ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο. Ὁ κόκκινος στρατὸς πολεμοῦσε τὸν λευκὸ στρατό. Στὰ νεκροταφεῖα τῶν περιοχῶν Νικόλσκι, Τίχβινσκι καὶ Λαζαρέβσκι τὸ κλάμα δὲν σταματοῦσε.

Ὁ πατέρας Βαρνάβας συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὸ πιὸ μαζικὸ ἐκκλησιαστικὸ – κοινωνικὸ κίνημα ὑπερασπίσεως τῆς πίστεως, ποὺ ὀργάνωσε ἡ ἀδελφότητα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1920.

Αὐτὴ ἡ περίοδος ἦταν πολὺ δύσκολη γιὰ τὴν Λαύρα. Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ἐξουσίας συνέχεια ἐπενέβαιναν στὶς ὑποθέσεις τῆς μονῆς, δημιουργώντας κάθε φορὰ διάφορα διοικητικὰ προβλήματα.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ μοναστικὴ ζωὴ στὴ Λαύρα ὄχι μόνο δὲν ἔσβηνε, ἀλλὰ βρισκόταν σὲ κατάσταση πρωτοφανοῦς ἀνόδου. Ἡ μονὴ ἀποτελοῦσε πραγματικὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἐκεῖ δημιουργήθηκε ὁ σταθμὸς συλλογῆς χρημάτων γιὰ τοὺς πεινασμένους, παραχωρήθηκαν χῶροι τῆς Λαύρας στοὺς ἄστεγους ἀναπήρους πολέμου, εὕρισκαν καταφύγιο τὰ ὀρφανὰ καὶ καθημερινὰ προσφερόταν φαγητὸ στοὺς πτωχούς. Τὸ ἔργο τῆς σιτίσεως ἀνατέθηκε στὸν πατέρα Βαρνάβα.

Στὶς 11 Σεπτεμβρίου 1921 ὁ Μητροπολίτης Βενιαμὶν χειροτόνησε τὸν πατέρα Βαρνάβα σὲ ἱερέα. Ὁ πρώην ἔμπορος γνώριζε καλὰ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ διαφορετικὰ στρώματα, ἀπὸ ἕναν ἁπλὸ ἐργάτη μέχρι τὸν διανοούμενο καὶ κατανοοῦσε τὶς πνευματικές τους ἀνάγκες καὶ τὰ προβλήματά τους. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ ψυχὲς πολλῶν πιστῶν στρέφοντας στὸν ἁπλὸ καὶ πρᾶο πατέρα Βαρνάβα. Ὅλο καὶ περισσότερος κόσμος ἐρχόταν στὸ κελί του γιὰ πνευματικὴ καθοδήγηση καὶ παρηγοριά.

Μεγάλη θλίψη προκάλεσαν στὸν πατέρα Βαρνάβα οἱ συλλήψεις τῶν ἀγαπημένων του φίλων καὶ συναγωνιστῶν: τοῦ ἀρχιμανδρίτου Βενιαμίν, τοῦ Ἐπισκόπου Λάντοζσκι Ἰννοκεντίου, τοῦ Ἐπισκόπου Γιάμπουρσκι Νικολάου (Γιαρουσέβιτς), τῶν ἀρχιμανδριτῶν Γουρίου καὶ Λέοντος, τοῦ ἱερομονάχου Ἐμμανουὴλ καὶ πολλῶν ἄλλων ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας.

Μαζὶ μὲ τὶς συλλήψεις ἦλθαν καὶ οἱ καινούργιες συμφορές. Στὶς 17 Ἰουλίου ὁ νέος Ἐπίσκοπος Νικόλαος (Σόμπολεφ) δηλώνει ὅτι ἔχει ὅλα τὰ δικαιώματα ἐπὶ τῆς Λαύρας καὶ ἀπαγορεύει τὴ μνημόνευση τοῦ Πατριάρχη Τύχωνος. Ἡ ἐξουσία στήριζε φανερὰ μία μερίδα τοῦ κλήρου ποὺ τὴν ἀκολούθησε. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ ἱερομόναχος Βαρνάβας (Μουραβιέφ), ὁ πνευματικὸς τῆς μονῆς ἀρχιμανδρίτης Σέργιος (Μπιριουκόφ) καὶ ὁ ἱερομόναχος Βαρλαὰμ (Σατσερντότσκι), τὸ πνευματικὸ κύρος τῶν ὁποίων ἦταν πολὺ μεγάλο, συμβούλεψαν τοὺς ἀδελφοὺς νὰ δείχνουν ἐπιεικεῖς ἀπέναντι στὴ νέα διοίκηση τῆς Λαύρας καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν προσωρινὴ καὶ ἐπιφανειακὴ ὑποχώρηση, εἰδάλλως τὸ μοναστήρι ἀναπόφευκτα θὰ ἔκλεινε. Ὁ χρόνος τοὺς δικαίωσε. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Πατριάρχη Τύχωνος ἀπὸ τὴ φυλακή, τὸ ἔτος 1923, ἡ Λαύρα βρῆκε τὸν κανονικό της ρυθμό.

Δὲν ἦταν καθόλου εὔκολο γιὰ τοὺς μοναχοὺς νὰ διατηρήσουν τὴν ἐσωτερικὴ τους γαλήνη σὲ αὐτὴ τὴν πολυτάραχη ἐποχή.

Ἀμέσως μετὰ τὰ γεγονότα, ὁ πατέρας Βαρνάβας ἐκλέγεται ἀπὸ τὴ διοίκηση καὶ τὴν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας, μέλος τῆς Γεροντίας καὶ διορίζεται σὲ πιὸ ὑπεύθυνη διοικητικὴ θέση, στὴ θέση τοῦ ταμία τῆς Λαύρας. Παρόλο ποὺ ὁ Βαρνάβας ἐπεδίωκε τὴν ἀπομόνωση καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν φροντίδα τῶν κοσμικῶν ὑποθέσεων, ἀνέλαβε τὸ νέο του διακόνημα μὲ πραότητα καὶ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Λίγο ἀργότερα ἑτοιμάζεται ἐσωτερικά, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ διακόνημα τοῦ πνευματικοῦ. Λίγο πρὶν τοῦ ἀνατεθεῖ τὸ διακόνημα τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως κείρεται, περὶ τὰ τέλη τοῦ 1926 ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1927, μεγαλόσχημος μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Σεραφείμ, πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ.

Κατὰ τὴν περίοδο τῶν ταραχῶν ὁ ταπεινὸς ἀσκητὴς ἔλεγε πρὸς τοὺς πιστούς: «Ἡ ὑπομονή σας θὰ ἐξασφαλίσει τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σας. Σὲ μᾶς μένει μόνο νὰ ἐγκαταλείπουμε τὸν ἑαυτό μας στὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν παρακαλᾶμε γιὰ συγχώρεση. Νὰ θυμόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ἐλπίζουμε στὸ ἔλεός Του».

Ὅμως οἱ πολύωρες ἐξομολογήσεις μέσα στὸ ναό, οἱ συνεχεῖς ψύξεις, οἱ ἀπίστευτα φυσικὲς καὶ πνευματικὲς ὑπερφορτώσεις, ἐπιδείνωσαν τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ. Οἱ ἰατροὶ διέγνωσαν μεσοπλεύρια νευραλγία, ρευματισμὸ καὶ θρομβοφλεβίτιδα τῶν κάτω ἄκρων ταυτόχρονα. Οἱ πόνοι στὰ κάτω ἄκρα ἔγιναν ἀβάσταχτοι. Γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ δὲν ἔλεγε σὲ κανέναν τίποτα γιὰ τὶς ἀσθένειές του καὶ συνέχιζε μὲ ἀπίστευτη γενναιότητα νὰ τελεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου φώτιζε πάντοτε μία ἠρεμία καὶ χαρὰ καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς δὲν μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ τὸν πόνο ποὺ ἔνιωθε. Μόνο ἡ φωνή του κάποια στιγμὴ γινόταν πολὺ σιγανή.

Ἔφθασε ἡ ἡμέρα ποὺ ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι.

Τὴν καινούργια δοκιμασία, τὴν ἀσθένεια, τὴν δέχθηκε ὁ Ὅσιος μὲ ἐξαιρετικὴ ἠρεμία καὶ ὑπομονή, σὰν νὰ ἦταν τὸ ἑπόμενο λειτούργημα ποὺ τοῦ ζήτησε ὁ Θεός. Δὲν ὑπῆρχε οὔτε μικροψυχία, οὔτε δυσαρέσκεια. Εὐχαριστώντας συνέχεια τὸν Κύριο, ὁ Ὅσιος ἔλεγε σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν: «Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀξίζω περισσότερα! Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ χειρότερες ἀσθένειες!».

Ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου παρουσίαζε ἐπιδείνωση. Ἦταν ἑξήντα τριῶν ἐτῶν τότε. Ἐμφανίσθηκαν ἡ πνευμονικὴ καὶ καρδιακὴ ἀνεπάρκεια. Οἱ ἰατροὶ τὸν συμβούλευσαν νὰ μετακομίσει στὴν ἐξοχὴ καὶ ἐπιλέχθηκε ἡ περιοχὴ τῆς Βυρίτσας.

Ὁ Μητροπολίτης Σεραφεὶμ (Τσιτσάγκωφ), ὁ ὁποῖος εἶχε ἰατρικὲς γνώσεις, διάβασε τὸ πόρισμα τῶν ἰατρῶν καὶ ἀμέσως ἔδωσε τὴν εὐλογία του γιὰ τὸ ταξίδι.

Μετὰ τὴν μετακόμιση στὴ Βυρίτσα, ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ δὲν ἐπισκέπτεται τοὺς ἰατρούς: «Γιὰ ὅλα ὑπάρχει ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀσθένεια εἶναι σχολὴ τῆς πραότητος, ὅταν πραγματικὰ γνωρίζεις τὴν ἀνημποριά σου…».

Τὴν Δευτέρα, τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ ὁ Ὅσιος δὲν ἔτρωγε τίποτε. Κάποιες φορὲς δὲν ἔτρωγε καθόλου γιὰ μερικὲς ἡμέρες. Πολὺ σπάνια ἔπινε τσάϊ μὲ λίγο ψωμί. Κάθε ἑβδομάδα κοινωνοῦσε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τῆς περιοχῆς. Ὅμως, ἐκτὸς αὐτοῦ, στὸ κελὶ τοῦ Ὁσίου ὑπῆρχαν πάντοτε τὰ Τίμια Δῶρα καὶ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία. Νιώθοντας τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάγκη κοινωνοῦσε μόνος.

Πρὸς μίμηση τοῦ οὐράνιου διδασκάλου του, ὁ Ὅσιος Γέροντας τῆς Βυρίτσας προσευχόταν στὸν κῆπο ἐπάνω σὲ πέτρα, μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ θαυματουργοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ.

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ προσευχόταν καθημερινὰ ἐπάνω στὴν πέτρα. Καὶ οἱ προσευχές του ἔφθαναν στὸν Κύριο. Ἡ ἀγάπη ἀποκρινόταν στὴν ἀγάπη. Μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει πόσες ἀνθρώπινες ψυχὲς ἔσωσαν ἐκεῖνες οἱ προσευχές. Εἶναι τὸ μόνο ἀναμφίβολο, ὅτι σὰν μία ἀόρατη κλωστὴ συνέδεαν τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανό, ζητοῦσαν καὶ πρόσμεναν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλάζοντας μὲ ἕναν τρόπο μυστικό, τὴν πορεία πολλῶν σοβαρῶν γεγονότων.

Ὅμως ὁ χρόνος τοῦ γήϊνου ταξιδιοῦ τοῦ Ὁσίου, πλησίαζε στὸ τέλος. Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ γνώριζε τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ περνοῦσε στὴν αἰωνιότητα. Μία μέρα πρὶν τὸ τέλος του, εὐλόγησε τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ.

Πολὺ νωρὶς ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ τοῦ ἔτους 1949 φανερώθηκε στὸν Ὅσιο Σεραφεὶμ ἡ Παναγία καὶ μὲ τὸ δεξί της χέρι τοῦ ἔδειξε τὸν οὐρανό. Ὁ Ὅσιος παρακάλεσε νὰ μὴν τὸν ἐνοχλήσει κανείς. Ἡ ἡμέρα πέρασε μὲ πολὺ προσευχή, τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ Ψαλτηρίου. Γύρω στὶς 2, μετὰ τὸ μεσονύκτιο, ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ψελλίζοντας τὴν ἱκεσία «Σῶσε, Κύριε καὶ ἐλέησε ὅλον τὸν κόσμο» ἔφυγε γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Τὸ λαϊκὸ προσκύνημα συνεχιζόταν γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Ὅλοι ἔνιωθαν ὅτι τὰ χέρια τοῦ Ὁσίου ἦταν μαλακὰ καὶ ζεστὰ σὰν νὰ ἦταν ζωντανός. Κάποιοι ἔνιωθαν εὐωδία δίπλα στὸ φέρετρο. Τὴν πρώτη ἡμέρα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ὁσίου θεραπεύθηκε ἕνα τυφλὸ κοριτσάκι. Ἡ μητέρα του τὸ πῆγε κοντὰ στὸ φέρετρο καὶ εἶπε στὸ παιδί της: «Φίλησε τὸ χέρι τοῦ παπποῦ». Καὶ σὲ λίγο ἔγινε τὸ θαῦμα.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Thu Mar 14, 2013 5:24 pm

22 ΜΑΡΤΙΟΥ






Α’ Χαιρετισμοί
Image

Ἀκάθιστος Ὕμνος – Α’ Στάσις

Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Βλέπουσα ἡ Ἁγία,
ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,
δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,
τὴν κύησιν πὼς λέγεις κράζων·
Ἀλληλούια.

Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,
ἡ Παρθένος ζητοῦσα,
ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,
υἷον πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,
πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,
χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός,
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,
ἐπεσκίασε τότε,
πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,
ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούια.

Ἔχουσα θεοδόχον,
ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.
Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,
τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,
ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,
χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,
λογισμῶν ἀμφιβόλων,
ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·
πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,
καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,
ἔφη·
Ἀλληλούια.








Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ἱερομάρτυρας Πρεσβύτερος Ἀγκύρας

Image
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασίλειος ἔζησε καὶ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) καὶ ἐπὶ ἡγεμόνος Ἀγκύρας Σατορνίνου ἢ Σατορνίλου. Οἱ εἰδωλολάτρες τὸν διέβαλαν στὸν ἔπαρχο ὅτι εἰρωνευόταν καὶ κατηγοροῦσε τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καί, ἀφοῦ δὲν πείσθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, βασανίσθηκε.

Ὅταν, λίγες ἡμέρες ἀργότερα, ἔφθασε στὴν Ἄγκυρα ὁ Ἰουλιανός, ὁδήγησαν τὸν Ἅγιο Βασίλειο ἐνώπιόν του. Ὁ αὐτοκράτορας τὸν ρώτησε ἂν ἀρνεῖται τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τοῦ ἀπάντησε ὅτι πιστεύει μόνο στὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ λατρεύει τὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Μετὰ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ ὁ βασιλέας ἔδωσε ἐντολὴ στὸν κόμητα Φλαβέντιο νὰ ἀποκόψει λουρίδες δέρματος ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου. Ὁ Ἅγιος ἅρπαξε μὲ δύναμη μία λουρίδα τοῦ δέρματός του, τὴν ἀπέσπασε ἀπὸ τὸ σῶμα του καὶ τὴν ἔριξε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰουλιανοῦ. Ἐκεῖνος ἐξοργίσθηκε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κατακάψουν μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ καὶ νὰ τὸν τρυπήσουν παντοῦ.

Ἔτσι μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, τὸ ἔτος 362 μ.Χ. καὶ ἔλαβε τὸ ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπινεύσει, χρῖσμα ἅγιον, ἱεροσύνης, ἐπαξίως ὑπεδέξω Βασίλειε· ὅθεν ὡς θῦμα βασίλειον ἔθυσας, τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων τοὺς ἄθλους σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἱερεὺς γενόμενος, τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, καὶ ὁπλίτης ἄριστος, ἀναδειχθεὶς ἐν ἀθλήσει, ᾔσχυνας, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας, εἴληφας, τῆς βασιλείας τῆς οὐρανίου, τὴν ἀπόλαυσιν ἀξίως, Ἱερομάρτυς Χριστοῦ Βασίλειε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔθυσας τἢν ἄμωμον προσφοράν, τῷ ἐπουρανίῳ, ὦ Βασίλειε Βασιλεῖ, καὶ στερρῶς ἀθλήσας, γενναιοτάτῃ γνώμῃ, θυσία προσηνέχθης, αὐτῷ εὐάρεστος.






Ἡ Ἁγία Δροσὶς καὶ οἱ σὺν αὐτῇ πέντε Κανονικὲς
Image
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Δροσὶς ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ (98 – 117 μ.Χ.) καὶ συμπαθοῦσε τοὺς Χριστιανούς, ποὺ τόσο ὑπέφεραν ἀπὸ τὸν διωγμό. Κάθε βράδυ ἡ Ἁγία ἐξερχόταν ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ μαζὶ μὲ πέντε Κανονικές, δηλαδὴ πέντε μοναχές, περισυνέλεγε καὶ ἐνταφίαζε τὰ λείψανα τῶν ἄταφων Χριστιανῶν, ποὺ εἶχαν μαρτυρήσει.

Ὅμως ἕνας σύμβουλος τοῦ αὐτοκράτορος, ποὺ ἦταν καὶ μνηστήρας τῆς Δροσίδος, ὁ Ἀδριανός, πληροφόρησε τὸν βασιλέα γιὰ τὸ ἔργο τῶν γυναικῶν. Τότε ὁ Τραϊανὸς τὶς συνέλαβε καὶ τὴν μὲν Ἁγία Δροσίδα τὴν περιόρισε στὸ παλάτι, τὶς δὲ μοναχὲς τὶς ἔριξε μέσα σὲ χωνευτήρι μὲ λιωμένο χαλκό.

Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται ὅτι μὲ τὸν χαλκὸ αὐτό, μέσα στὸν ὁποῖο χωνεύθηκαν οἱ πέντε Ἁγίες, ὁ Τραϊανὸς διέταξε νὰ κατασκευασθοῦν οἱ βάσεις τῶν χάλκινων ἀγγείων τοῦ δημόσιου λουτροῦ, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀνεγείρει καὶ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δοθεῖ σὲ δημόσια λειτουργία κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἀπολλωνίων.

Ὅταν ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τοῦ λουτροῦ, ὁ πρῶτος ποὺ ἔσπευσε νὰ εἰσέλθει μέσα, μόλις πλησίασε, ἔπεσε κάτω νεκρός. Τὸ ἴδιος συνέβη καὶ μὲ ὅσους ἄλλους, μετὰ ἀπὸ αὐτόν, πλησίασαν τὴν θύρα.

Μόλις ὁ αὐτοκράτορας πληροφορήθηκε τὰ γεγονότα, ρώτησε τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων μήπως οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν κάνει καμία μαγεία. Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν ὅτι αὐτὸ τὸ ἔκαναν τὰ χάλκινα ἀγγεῖα, ποὺ κατασκευάστηκαν ἀπὸ τὰ λείψανα τῶν πέντε μοναχῶν. Τότε ὁ Τραϊανὸς διέταξε νὰ κατασκευασθοῦν ἄλλα χάλκινα ἀγγεῖα, ὥστε νὰ σταματήσουν οἱ θάνατοι καὶ νὰ ξαναλιώσουν τὰ ἀγγεῖα μέσα στὰ ὁποῖα μαρτύρησαν οἱ Ἁγίες, γιὰ νὰ κατασκευαστοῦν χάλκινα ὁμοιώματα τῶν πέντε ἐκείνων Μαρτύρων πρὸς ἀτίμωση καὶ ὄνειδός τους.

Ἔτσι κι ἔγινε. Τὰ γυμνὰ ἀγάλματα στήθηκαν. Ὁ Τραϊανός, ὅμως, εἶδε στὸν ὕπνο του τὶς πέντε μοναχὲς νὰ τὸν ἐπιτιμοῦν καὶ νὰ τοῦ προαναγγέλουν τὴν κοίμηση τῆς θυγατέρας του. Ὁ ἀσεβὴς αὐτοκράτορας ἐξοργίστηκε, διότι ὁ Θεὸς ἐξευτέλισε τὶς ἀνόητες βουλές του καὶ τὶς γεμάτες παράνοια πράξεις του. Ἔδωσε, λοιπόν, ἐντολὴ νὰ ἀναφθοῦν δύο κλίβανοι σὲ καθένα ἀπὸ τὰ δύο ἄκρα τῆς πόλεως καὶ νὰ πυρακτώνονται συνεχῶς. Μὲ διαταγή του τοποθέτησε στοὺς κλιβάνους καὶ ἐπιγραφή, ἡ ὁποία ἔγραφε: «Χριστιανοί, ποὺ προσκυνᾶτε τὸν Ἐσταυρωμένο, λυτρώσατε τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ τὰ πολλὰ βασανιστήρια καὶ ἀπαλλάξατε ἐμᾶς ἀπὸ τὸν κόπο τῶν βασάνων. Ρίψατε ἑαυτοὺς στὸν κλίβανο».
Ἡ Ἁγία Δροσὶς ἀπέβαλε τὰ βασιλικὰ ἐνδύματα καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα χωρὶς νὰ τὴν ἀντιληφθεῖ κανείς. Προχωροῦσε πρὸς τὸν κλίβανο, γιὰ νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὶς Ἁγίες, ποὺ ἀναπαύονταν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Σκέφθηκε ὅμως ὅτι δὲν εἶχε βαπτισθεῖ. Ἔβγαλε τότε ἀπὸ τὸ θηλάκιο τοῦ χιτῶνα της τὸ μύρο, μπῆκε μέσα σὲ ἕνα λάκκο μὲ νερὸ καὶ βαπτίσθηκε στὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν συνέχεια κρύφθηκε κάπου γιὰ λίγες ἡμέρες καὶ ἐκεῖ κοιμήθηκε προσευχόμενη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Πατρὸς τὴν δυσσέβειαν, καταλιποῦσα σεμνή, Κυρίῳ προσέδραμες, τῷ Βασιλεῖ τοῦ παντός, Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, τοῦτῳ δε νυμφευθεῖσα, καθαρᾷ διανοίᾳ, ἤχθης Δροσὶς θεόφρον, πρὸς νυμφῶνα τὸν θεῖον, πρεσβεύουσα ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῷ φωτὶ τῆς χάριτος, καταυγασθεῖσα, εὐσεβῶς ἠγώνισαι, ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, Δροσὶς Μαρτύρων συνόμιλε, μεθ’ ὧν δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Πόθῳ πτερωθεῖσα τῷ τοῦ Χριστοῦ, τοῖς Μάρτυσι τούτου, θεοφρόνως διακονεῖς, ὧν καὶ τῆς εὐκλείας, Δροσὶς ἐπιτυχοῦσα, ὑπὲρ ἡμῶν δυσώπει, τῶν εὐφημούντων σε.






Οἱ Ἁγίες Βασίλισσα καὶ Καλλινίκη οἱ Μάρτυρες
Image
Οἱ Ἁγίες Βασίλισσα καὶ Καλλινίκη κατάγονταν ἀπὸ τὴ Γαλατία. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία Μάρτυς Βασίλισσα ἦταν πλούσια, ἔδινε χρήματα στὴν Ἁγία Καλλινίκη γιὰ νὰ πηγαίνει στὶς φυλακὲς καὶ νὰ τὰ παρέχει στοὺς ἐγκλείστους Χριστιανοὺς γιὰ τὴ διατροφή τους, μὲ σκοπὸ νὰ προσεύχονται ὑπὲρ αὐτῆς. Ἐπιθυμοῦσε νὰ τοὺς κάνει πρόθυμους γιὰ τὸ μαρτύριο καὶ νὰ τοὺς παρασταθεῖ, ὥστε νὰ μὴν χάνουν τὸ θάρρος στὶς θλίψεις τους. Κάποια, λοιπόν, μέρα, ἀφοῦ συνελήφθη ἡ Καλλινίκη καὶ ρωτήθηκε τίνος εἶναι τὰ χρήματα, ἐπειδὴ δὲν γνώριζε νὰ λέει ψέματα, ὁμολόγησε. Γι’ αὐτὸ τὴν ἔδεσαν καὶ τὴν παρέδωσαν στὸν ἄρχοντα. Καὶ ἀφοῦ συνελήφθη καὶ ἡ Ἁγία Βασίλισσα, παρουσιάσθηκε ἐνώπιόν του στὸ δικαστήριο. Καὶ οἱ δυὸ ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὸν Χριστὸ καὶ ὑποβλήθηκαν σὲ διάφορα βασανιστήρια, ἐξαναγκαζόμενες νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν πείσθηκαν, μὲ ξίφος τοὺς ἀπέκοψαν τὶς ἱερὲς κεφαλές. Νίκησαν ἔτσι τὸν διάβολο καὶ ἀπόλαυσαν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Βασιλίσσης καὶ Καλλινίκης ἔγινε τὸ ἔτος 252 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορα Γάλλου (251 – 253 μ.Χ.)

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Κλέος ἄφθαρτον, εἰσεποιήσω, ὡς ἀθλήσασα, ἐνδρειοφρόνως, Καλλινίκη Ἀθληφόρε πανεύφημε· τῷ γὰρ οἰκείῳ σου αἵματι πάνσεμνε, τὸ τοῦ Νυμφίου σου πάθος ἐδόξασας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν ἀθλήσει ἤνεγκας, πλείστας ὀδύνας, Καλλινίκη ἔνδοξε, καὶ καταβέβληκας ἐχθρόν· ὅθεν τῆς νίκης τὸν στέφανον, παρὰ Κυρίου, ἀξίως ἀπείληφας.

Μεγαλυνάριον.
Πόθῳ τετρωμένη τῷ τοῦ Χριστοῦ, Μάρτυς Καλλινίκη, ἠγωνίσω ἀθλητικῶς· ὅθεν οὐρανίων, θαλάμων ἠξιώθης, ὑπὲρ ἡμῶν Κυρίῳ, ἀεὶ πρεσβεύουσα.






Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Θαυματουργὸς Ἐπίσκοπος Μανγκαζίας Σιβηρίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασίλειος γεννήθηκε στὴν πόλη τοῦ Γιαροσλὰβ τῆς Ρωσίας τὸ ἔτος 1583. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μανγκαζίας τῆς Σιβηρίας καὶ μαρτύρησε τὸ ἔτος 1602. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει στὶς 6 Ἰουνίου τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ καὶ στὶς 10 Μαΐου τὴ μετακομιδὴ αὐτῶν ἀπὸ τὴ Μανγκαζία στὸ Τουρουχάνκ.






Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐκ Δημητσάνης
Image
Ο Αγιος Οσιομάρτυς Ευθύμιος, κατά κόσμο Ελευθέριος, καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Δημητσάνας. Εκπαιδεύτηκε στη σχολή της πόλεως αυτής και συνέχισε τις σπουδές του, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη, στην Πατριαρχική Ακαδημία Κωνσταντινουπόλεως. Στην συνέχεια μετέβη στο Ιάσιο της Ρουμανίας, όπου βρισκόταν ο πατέρας του με τα μεγαλύτερα αδέλφια του Γεώργιο και Χρήστο.

Ο Ελευθέριος αποφάσισε να έλθει στο Αγιο Όρος, για να καρεί μοναχός. Μην μπορώντας όμως να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν, μετέβη στο Βουκουρέστι, όπου παρέμεινε κοντά στο Γάλλο πρόξενο, έπειτα δε σε Ρώσο ανώτερο αξιωματούχο. Αργότερα προσκολλήθηκε σε κάποιους Τούρκους και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς την Κωνσταντινούπολη αρνήθηκε τον Χριστό, εξισλαμίσθηκε και ονομάσθηκε Ρεσίτης.

Αμέσως μετά την περιτομή του, αισθανόμενος τύψεις συνειδήσεως, ζητούσε να επανέλθει στην πατρώα πίστη. Ήλθε, λοιπόν, στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί, αφού διευκολύνθηκε από τη Ρωσική πρεσβεία, έφθασε στο Αγιο Όρος, όπου συνάντησε στη Λαύρα τον Πατριάρχη Αγιο Γρηγόριο τον Ε', προς τον οποίο εξομολογήθηκε τα αμαρτήματά του και έτυχε από αυτόν προστασίας και παρηγοριάς. Αφού περιήλθε πολλές σκήτες και μονές εξομολογούμενος την εξωμοσία του και ζώντας με προσευχή, άσκηση και νηστεία, εκάρη μοναχός με το όνομα Ευθύμιος.

Προπεμφθείς από πολλούς μοναχούς του Αγίου Όρους, έφθασε στο Γαλατά της Κωνσταντινουπόλεως στις 19 Μαρτίου του 1814 μ.Χ., συνοδευόμενος από έναν μοναχό με το όνομα Γρηγόριος . Αφού εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων κατά την Κυριακή των Βαΐων, έβγαλε το μοναχικό ένδυμα, ντύθηκε με τουρκικά ενδύματα, έβαλε μετάνοια στο συνοδίτη μοναχό Γρηγόριο και ξεκίνησε την πορεία προς το μαρτύριο. Παρουσιάσθηκε ενώπιον του βεζίρη Ρουσούτ πασά και, αφού καταπάτησε ενώπιον αυτού το τουρκικό φέσι, ομολόγησε τον Ιησού Χριστό Θεό αληθινό και δήλωσε ότι αρνείται την θρησκεία του Μωάμεθ.

Κατά διαταγή του βεζίρη ο Μάρτυς ρίχτηκε στη φυλακή, όπου βασανίστηκε σκληρά. Και όταν πάλι προσήχθη για δεύτερη φορά ενώπιον του άρχοντος, ούτε και αυτήν την φορά δεν ενέδωσε στις κολακείες και στις απειλές. Με σταθερό φρόνημα και γενναία ψυχή ο Οσιομάρτυς Ευθύμιος ομολογούσε το όνομα του Κυρίου.

Έτσι αποκεφαλίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 22 Μαρτίου 1814 μ.Χ. Οι συμπατριώτες του, για να τον τιμήσουν, έκαναν ναό στο όνομα του μαζί με αυτό του εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' στη Δημητσάνα.

Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του Οσιομάρτυρος Ευθυμίου και την 1η Μαΐου, μαζί με τους συναθλητές του Ιγνάτιο και Ακάκιο.


Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Ιδρώσιν ασκήσεως προστομωθείς Αθλητά, τους πόνους υπήνεγκας του μαρτυρίου στερρώς, Ευθύμιε ένδοξε` έδραμες γαρ ως γίγας, αποθέσθαι την πλάνην, φέρων εν ταις χερσί σου τον Σταυρόν και Βάϊα, , μεθ ων και στεφανηφόρος Χριστώ, χαίρων παρίστασαι.

Κοντάκιον
Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Του Σταυρού το τρόπαιον, και τα βαΐα, κατέχων, εν χερσί Ευθύμιε, κριτή ανόμω παρέστης, ήσχυνας ψευδοπροφήτην εν παρρησία` εύφρανας τους Ορθοδόξους Θεόν τρανώσας, τον Χριστόν, προς ον πρεσβεύεις, υπέρ απάντων των σε υμνούντων πιστώς.

Κάθισμα
Ήχος πλ. δ'. Την Σοφίαν και Λόγον.
Ποίημα Κυρίλλου Πρωτοσυγκέλου.
Των αιμάτων την χύσιν και την τομήν, της ιδίας σου Κάρας, ω Αθλητά, Κυρίω προσήγαγες, ως συνάλλαγμα πρόσφορον` αντ` αυτών δε απείληφας θαυμάτων, και ζωήν την αιώνιον, Τριάδι ιστάμενος` όθεν και υπήρξας εν εσχάτοις τοις χρόνοις, αγλάϊσμα ένθεον και πιστοίς παραμύθιον, Οσιομάρτυς Ευθύμιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, των πταισμάτων άφεσιν δωρήσασθαι, τοις εορτάζουσι πόθω την αγίαν μνήμην σου.







Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Δημήτριος (Ἰβανώφ) ἦταν πατέρας τῆς Ὁσιομάρτυρος Σοφίας, ἡγουμένης ἐν Κιέβῳ. Μαρτύρησε τὸ 1934, χωρὶς νὰ ἔχουμε παρισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.







Ἡ Ἁγία Σοφία ἡ Ὁσιομάρτυς
Ἡ Ἁγία Ὁσιομάρτυς Σοφία ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (Ἰβανώφ) καὶ ἡγούμενη σὲ μονὴ τοῦ Κιέβου. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1941. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Thu Mar 14, 2013 5:32 pm

23 ΜΑΡΤΙΟΥ







Μνήμη Θαύματος Κολύβων Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος
Image
Ο Ιουλιανός ο παραβάτης, γνωρίζοντας ότι οι χριστιανοί καθαρίζονται με τη νηστεία στη πρώτη εβδομάδα της αγίας Σαρακοστής - γι' αυτό την λέμε καθαρά εβδομάδα - θέλησε να τους μολύνει. Διέταξε λοιπόν, κρυφά, όλες οι τροφές στην αγορά να ραντισθούν με αίματα ειδωλολατρικών θυσιών.

Όμως με Θεία ενέργεια, φάνηκε στον ύπνο του τότε Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξίου, ο μάρτυρας Θεόδωρος και φανέρωσε το πράγμα. Παρήγγειλε να ενημερωθούν όλοι οι χριστιανοί, να μην αγοράσουν καθόλου τρόφιμα από την αγορά και για να αναπληρώσουν την τροφή να βράσουν σιτάρι και να φάνε τα λεγόμενα κόλλυβα, όπως τα έλεγαν στα Ευχάϊτα. Ετσι και έγινε και ματαιώθηκε ο σκοπός του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα. Και το Σάββατο τότε, ο ευσεβής λαός που διαφυλάχθηκε αμόλυντος στην καθαρά εβδομάδα, απέδωσε ευχαριστίες στον μάρτυρα.



Από τότε γύρω στα μέσα του Δ΄ αιώνα, η Εκκλησία τελεί κάθε έτος την ανάμνηση αυτού του γεγονότος σε δόξα Θεού και τιμή του μάρτυρα αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.


Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Τήρων, τὴν 17η Φεβρουαρίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.

Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! Ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἠγάλλετο· πυρὶ γὰρ ὁλοκαυτωθείς, ὡς ἄρτος ἡδὺς τῇ Τριάδι προσήνεκται. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Θεοτόκιον.
Πάντα ὑπὲρ ἔννοιαν, πάντα ὑπερένδοξα, τὰ σὰ Θεοτόκε μυστήρια· τῇ ἁγνείᾳ ἐσφραγισμένη, καὶ παρθενίᾳ φυλαττομένη, Μήτηρ ἐγνώσθης ἀψευδής, Θεὸν τεκοῦσα ἀληθινόν. Αὐτὸν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Πίστιν Χριστοῦ ὡσεὶ θώρακα, ἔνδον λαβὼν ἐν καρδίᾳ σου, τὰς ἐναντίας δυνάμεις κατεπάτησας πολύαθλε, καὶ στέφει οὐρανίῳ, ἐστέφθης αἰωνίως ὡς ἀήττητος.

Μεγαλυνάριον.
Ὥφθης ἐπιπνεύσει τῇ θεϊκῇ, Θεόδωρε Μάρτυς, καὶ ἐρρύσω τὸν σὸν λαόν, ψυχικοῦ κινδύνου, ἡμῖν καθυποδείξας, τροφῇ τῇ τῶν κολλύβων, τραφῆναι Ἅγιε.











Ὁ Ἅγιος Νίκων ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ ἑκατὸν ἐνενήκοντα μαθητές του
Image
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Νίκων ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἡγεμόνος Κουϊντιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Νεάπολη τῆς Ἰταλίας. Ἡ μητέρα του ἦταν Χριστιανὴ καὶ τὸν γαλούχησε μὲ τὰ νάματα τῆς εὐσεβείας καὶ ὁ πατέρας του εἰδωλολάτρης.

Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε στρατιωτικὸς καὶ πολὺ γρήγορα διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν πειθαρχία του. Ἡ ψυχή του ὅμως ποθοῦσε τὸν βίο τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς κατὰ Θεοῦ βιοτῆς. Ἔτσι ξεκίνησε τὸ ταξίδι γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔκανε ὅμως μία πρώτη στάση στὴν Χίο, ὅπου πέρασε ἑπτὰ ἡμέρες προσευχόμενος. Στὴν συνέχεια, μετὰ ἀπὸ ἐμφάνιση Ἀγγέλου, κατέβηκε στὴν παραλία καὶ ἔφθασε στὸ ὄρος Γάνου. Ἐκεῖ βαπτίσθηκε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο ἀπὸ κάποιον Ἐπίσκοπο καὶ ζοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῶν μοναχῶν ποὺ κατέφευγαν πρὸς αὐτόν.

Ἐκεῖ πληροφορήθηκε διὰ θείας ἀποκαλύψεως ὅτι πρόκειται τὸ ὄρος νὰ καταστραφεῖ ἀπὸ τὰ ἔθνη. Ἔτσι ἀναχώρησε γιὰ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ τὴ Νεάπολη, ὅπου εἶδε γιὰ τελευταία φορὰ καὶ κήδευσε τὴ μητέρα του. Στὴν συνέχεια ἦλθε στὴ νῆσο τῆς Σικελίας καὶ ἀσκήτευε μὲ τοὺς μοναχοὺς τῆς συνοδείας του στὸ ὄρος τοῦ Ταυρομενίου. Ἐκεῖ δέχθηκε τὴν ἐπίθεση τοῦ ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τοὺς μὲν μαθητὲς τοῦ Ἁγίου τοὺς συνέλαβε καὶ τοὺς καρατόμησε, τὸν δὲ Ἱερομάρτυρα Νίκωνα, ἀφοῦ τὸν βασάνισε, τοῦ ἀπέκοψε τὴν κεφαλή.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νίκων καὶ οἱ ἑκατὸν ἐνενήντα ἐννέα μαθητὲς αὐτοῦ εἰσῆλθαν, τὸ ἔτος 250 μ.Χ., στὴ μακαρία ζωὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπου δὲν ὑπάρχει θλίψη ἢ στεναχώρια ἢ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Νικήσας τὸν δόλιον, ἀσκητικαῖς ἀγωγαῖς, κανὼν ἐχρημάτισας, τῶν σῶν κλεινῶν φοιτητῶν, ἀκρότητι βίου σου· ὅθεν σὺν τούτοις ἅμα, γεγονὼς ἐν τῇ Δύσει, ἔδυσας ἐν ἀθλήσει, σὺν αὐτοῖς Πάτερ Νίκων, μεθ' ὧν καὶ κατεφοίτησας αἴγλῇ τῇ ἄνωθεν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἀσκητῶν ὁμότροποι, καὶ ἀθλητῶν ἐφάμιλλοι, μαρτυρικῶς Κυρίῳ προσήχθητε, στερροὶ Ὁσιομάρτυρες· ποδηγὸν ἀσφαλῆ γὰρ, κεκτημένοι τὸν ἔνδοξον Νίκωνα, ἠθλήσατε σὺν τούτῳ, συμψάλλοντες, Ἀλληλούϊα.

Μεγαλυνάριον.
Νίκῃ στεφανούμενος ἀληθεῖ, πρὸς πόθον παιδεύεις, παλαισμάτων νικοποιῶν, τὴν τῶν φοιτητῶν σου, χορείαν θεοφόρε, μεθ’ ὧν καὶ ἐναθλήσας, νίκων δεδόξασαι.







Ὁ Ἅγιος Δομέτιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Δομέτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῆς Φρυγίας. Βλέποντας ὅμως ὅτι πολλοὶ ἀρνοῦνταν τὸν Χριστὸ καὶ προσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα, δυσφοροῦσε καὶ ἀγανακτοῦσε. Μία ἡμέρα, λοιπόν, ἐνῷ γινόταν ἱπποδρομία καὶ προσφερόταν θυσία στὰ εἴδωλα, δὲν μπόρεσε νὰ ὑπομείνει ἄλλο. Ποθώντας μὲ θεϊκὸ ζῆλο νὰ μαρτυρήσει τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, στάθηκε στὸ μέσο τοῦ θεάτρου καὶ μὲ μεγάλη φωνὴ καταράστηκε τὸν ἀποστάτη Ἰουλιανό, ἔπτυσε ὅλους ὅσους λάτρευαν τὰ εἴδωλα καὶ χλεύασε τοὺς ψεύτικους θεούς. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια. Στὸ τέλος, ἐπειδὴ δὲν ἀρνιόταν τὸν Χριστό, τοῦ ἀπέκοψαν διὰ ξίφους τὴν ἱερὰ κεφαλή του.






Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ., καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Θαυματουργός ἐκ Ρωσίας
Δομήτωρ καὶ ἀρχηγὸς τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος στὴν Τοτίμη τῆς Ρωσίας. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.






Ὁ Ὅσιος Νίκων καθηγούμενος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου
Image
Ὁ Ὅσιος Νίκων ἔζησε στὴν Ρωσία κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου). Ἦταν μοναχὸς στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου καὶ εἶχε τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἔκειρε μετὰ ἀπὸ κανονικὴ δοκιμασία καὶ κατάλληλη πνευματικὴ προετοιμασία ὅσους ζητοῦσαν μὲ πόθο τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα. Ἀξιώθηκε μάλιστα τῆς μεγάλης τιμῆς νὰ κείρει μὲ τὰ χέρια του τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο († 3 Μαΐου), τὸν μεγάλο θεμελιωτὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς στὴ Ρωσία. Ἔκειρε ἀκόμη, περὶ τὸ ἔτος 1062, δύο μεγάλες μορφὲς τῆς Λαύρας, τὸν ἐπιφανὴ βογιάρο Βαρλαὰμ καὶ τὸν εὐνοῦχο ἡγεμόνα Ἐφραίμ.

Γι’ αὐτὲς ὅμως τὶς μοναχικὲς κουρὲς ὑπέμεινε μεγάλη θλίψη. Ὁ ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος ὀργίσθηκε πολύ, ἐπειδὴ ἔχασε ἀπὸ κοντά του δύο σπουδαῖα πρόσωπα, δύο χρήσιμους συνεργάτες καὶ θύμωσε μὲ τοὺς Ὁσίους. Διέταξε νὰ φέρουν μπροστά του ἐκεῖνον ποὺ τόλμησε νὰ τοὺς κείρει μοναχούς. Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα. Ἐκεῖνος τὸν κοίταξε μὲ περισσὴ ὀργὴ καὶ φώναξε:

Ἐσὺ καλόγερε, τόλμησες νὰ κάνεις σὰν κι ἐσένα, τὸν βογιάρο καὶ τὸν εὐνοῦχο μου;

Ναί, ἐγώ, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου πατέρα μου καὶ τὴν εὐλογία τοῦ οὐράνιου Βασιλέως Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοὺς κάλεσε σὲ αὐτὸ τὸ δρόμο τῆς ἀσκήσεως, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος ἤρεμα καὶ θαρρετά.

Ὁ ἡγεμόνας μὲ μανία τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ οἱ νέοι μοναχοὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πρότερή τους κατάσταση. Σὲ ἀντίθεση περίπτωση θὰ κατέστρεφε τὸ σπήλαιο.

Μετὰ ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο αὐτό, οἱ ἀδελφοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ σπήλαιο καὶ νὰ φύγουν μακριά, σὲ ἄλλο τόπο, ὅπου δὲν θὰ ἔφθανε ἡ ἡγεμονικὴ ὀργή. Τότε ὁ Ὅσιος Νίκων πῆγε στὸ Τμουταρακᾶν καὶ ἐκεῖ, κοντὰ στὴν πολίχνη, βρῆκε ἕναν ἔρημο τόπο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε. Ἐπιδόθηκε ἀμέσως σὲ σκληροὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, ζωντας μὲ σιωπή, «μόνος μόνω τῷ Θεῷ προσευχόμενος». Ἡ παρουσία του δὲν ἄργησε νὰ γίνει γνωστὴ καὶ ἡ φήμη του νὰ ἁπλωθεῖ σὲ ὁλόκληρη τὴν περιοχή.

Ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶχε ἀκόμη στερεωθεῖ ἐκεῖ καὶ ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἦταν τελείως ἄγνωστη. Σιγὰ – σιγὰ οἱ κάτοικοι ἄρχισαν νὰ πλησιάζουν τὸν Ὅσιο καὶ νὰ ἐντυπωσιάζονται ἀπὸ τὴν παράξενη γι’ αὐτοὺς ζωή του. Ἐκεῖνος τότε, γιὰ τὴν δόξα τοῦ Κυρίου, ἔλυνε τὴν σιωπή του καὶ τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ὅλοι σαγηνεύονταν ἀπὸ τὴ σοφία, τὴν γνώση καὶ τὴν ἁγιότητά του, μετανοοῦσαν καὶ δόξαζαν τὸν Κύριο μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τους. Ἀργότερα, ὁρισμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ὅσιο νὰ τοὺς κάνει μοναχούς. Καί ἐκεῖνος, ἀφοῦ τοὺς δοκίμαζε καὶ τοὺς νουθετοῦσε, τοὺς ἔκειρε. Ἔτσι τέθηκαν τὰ θεμέλια γιὰ τὴν κατοπινὴ ἀνέγερση τῆς μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ἔγινε σπουδαῖο μοναστικὸ κέντρο, ἰσάξιο τῆς μονῆς τῶν Σπηλαίων.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἡγεμόνα τοῦ Τμουταρακᾶν Ροστισλάβου Βλαντιμίροβιτς, οἱ κάτοικοι τῆς χώρας παρακάλεσαν τὸν Ὅσιο Νίκωνα, στὸν ὁποῖο ἔτρεφαν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη καὶ ἀφοσίωση, νὰ πάει στὸν ἡγεμόνα τοῦ Τσερνιγκὼφ Σβιατοσλάβο Γιαροσλάβιτς καὶ νὰ ζητήσει τὸν υἱό του Γκλὲμπ γιὰ τὴν ἡγεμονία τοῦ Τμουταρακᾶν.

Ὁ Ὅσιος ἐκτέλεσε μὲ ἐπιτυχία τὴν δακονία ποὺ τοῦ ἀνέθεσε τὸ ποίμνιό του. Ἐπιστρέφοντας μαζὶ μὲ τὸν πρίγκιπα Γκλὲμπ Σβιατοσλάβιτς, πέρασε ἀπὸ τὸ Κίεβο καὶ ἐπισκέφθηκε τὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων. Ὅταν ὁ μακάριος ἡγούμενος Θεοδόσιος ἀντίκρισε, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, τὸν παλαιὸ συνασκητή του, σκίρτησε ἀπὸ χαρά. Ἔπεσαν καὶ οἱ δύο στὴν γῆ καὶ ἔβαλαν βαθιὰ μετάνοια ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Ὕστερα ἀγκαλιάσθηκαν κλαίγοντας ἀπὸ συγκίνηση καὶ κάθισαν νὰ συζητήσουν.

Ὅταν ὁ Ὅσιος Νίκων, μετὰ ἀπὸ πολὺ ὥρα ἑτοιμάσθηκε νὰ φύγει, ὁ μακάριος Θεοδόσιος ξέσπασε πάλι σὲ λυγμοὺς καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μείνει στὰ Σπήλαια, γιὰ νὰ συνεχίσουν μαζὶ τὴν ἐπίγεια ἀσκητικὴ ὁδοιπορία τους.

Πρέπει νὰ πάω, εἶπε ὁ Νίκων, νὰ ρυθμίσω ὅτι ἀφορᾶ στὸ μοναστήρι μου. Ἔπειτα, ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ, θὰ ἐπιστρέψω.

Πράγματι ὁ Ὅσιος, πῆγε στὸ Τμουταρακᾶν μὲ τὸν πρίγκιπα Γκλέμπ, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε καὶ τὴν ἡγεμονία τῆς χώρας. Ὁ ἴδιος φρόντισε νὰ τακτοποιήσει μὲ ἐπιμέλεια τὶς ὑποθέσεις τῆς μονῆς του καὶ κατόπιν, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή του, γύρισε στὴ Λαύρα, κοντὰ στὸν Ὅσιο Θεοδόσιο. Ὑποτάχθηκε μὲ ταπείνωση στὸν Ἅγιο ἡγούμενο καὶ ἐκτελοῦσε μὲ ἀκρίβεια ὅλες του τὶς ἐντολές, νεκρώνοντας τὸ δικό του θέλημα. Καὶ ὁ μακάριος Θεοδόσιος, ὅταν χρειαζόταν νὰ λείψει ἀπὸ τὴ μονή, ἄφηνε ὡς ἀντικαταστάτη του, στὴ διαποίμανση τῆς ἀδελφότητας, τὸν Νίκωνα.

Πολλὲς φορὲς ὁ Ὅσιος Νίκων, ποὺ γνώριζε τὴν τέχνη τῆς βιβλιοδεσίας, ἔραβε καὶ ἔδενε βιβλία. Τότε ὁ Θεοδόσιος καθόταν ταπεινὰ δίπλα του, ἂν καὶ ἦταν ἡγούμενος καὶ τοῦ ἑτοίμαζε τοὺς σπόγγους ποὺ χρειαζόταν γιὰ τὸ ἐργόχειρό του. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες εὐκαιρίες, οἱ δυὸ Ὅσιοι μάζευαν γύρω τους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς νουθετοῦσαν μὲ πνευματικὲς διδαχὲς καὶ ἀσκητικοὺς λόγους.

Ἀργότερα ὅμως, ὅταν ξέσπασε ἡ γνωστὴ διαμάχη ἀνάμεσα στοὺς τρεῖς ἀδελφοὺς ἡγεμόνες, τοῦ Κιέβου Ἰζιασλάβο, τοῦ Τσερνιγκὼφ Σβιατοσλάβο καὶ τοῦ Περεγιασλὰβ Βσέβολοντ, ὁ Ὅσιος Νίκων ἐπέστρεψε στὸ Τμουταρακᾶν, ὅπου ἔζησε μερικὰ χρόνια μὲ τὸν ἴδιο ἀσκητικὸ ζῆλο.

Ὅταν ἔμαθε ὅτι εἰρήνευσε ὁ τόπος τοῦ Κιέβου, ὁ Ὅσιος πῆρε πάλι τὸν δρόμο γιὰ τὴν Λαύρα. Φθάνοντας ὅμως ἐκεῖ, διαπίστωσε πὼς ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος δὲν ἦταν πιὰ στὴν ζωή. Ἡγούμενος τώρα ἦταν ὁ φιλόθεος Στέφανος. Ὁ Ὅσιος Νίκων ἀποφάσισε νὰ τελειώσει τὸν ἐπίγειο βίο του στὴ μονὴ τῆς μετάνοιάς του. Ἔμεινε λοιπὸν ἐκεῖ καὶ ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου, λούζοντάς τον κάθε φορὰ μὲ δάκρυα χαρμολύπης.

Ὅταν μὲ τὴ συνεργία τοῦ πονηροῦ, ὁρισμένοι ἀδελφοὶ δημιούργησαν ἀναταραχὴ στὴν ἀδελφότητα καὶ ἀπομάκρυναν τὸν μακάριο Στέφανο ἀπὸ τὴν ἡγεμονία τῆς μονῆς, ἡγούμενος ἀναδείχθηκε ὁ Ὅσιος Νίκων. Μὲ διάκριση καὶ σοφία ἀγωνίσθηκε ὁ Ὅσιος νὰ φέρει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια στὴν ἀδελφότητα. Καὶ τὸ κατόρθωσε μὲ μεγάλο κόπο, πολὺ ὑπομονὴ καὶ περισσότερη προσευχή. Οἱ ἀδελφοί, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀκεραιότητα, τὴν σύνεση καὶ τὴν ἁγιότητά του, ἡσύχασαν καὶ ὑποτάχθηκαν σὲ αὐτόν, ὡς σὲ φωτισμένο πατέρα, διδάσκαλο καὶ πνευματικὸ ὁδηγό.

Πολλὲς φορὲς ὁ μοχθηρὸς διάβολος προσπάθησε νὰ δημιουργήσει νέα σκάνδαλα καὶ νὰ βάλει ἐμπόδια στὴν ἀνύσταχτη φροντίδα τοῦ Ὁσίου νὰ καθοδηγεῖ στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας τὶς ψυχὲς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος. Οἱ σκοτεινοὶ σκοποί του ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ σβήσουν τὸ φῶς τῶν ἀρετῶν τοῦ πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ.

Στὰ χρόνια τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Νίκωνος, ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστὸ ἡ ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ τῶν Σπηλαίων ἀπὸ Ἕλληνες ἁγιογράφους, σταλμένους ἀπὸ τὴν Κυρία Θεοτόκο.

Ὁ Ὅσιος Νίκων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1088. Ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων, ὅπου μέχρι σήμερα τὸ τίμιο λείψανό του ἀναπαύεται ἄφθορο καὶ ἀκέραιο, τιμημένο μὲ τὴ δόξα καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα.







Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος τοῦ Νερέχτα, κατὰ κόσμον Ἰωακείμ, γεννήθηκε κοντὰ στὴν πόλη τοῦ Βλαντιμὶρ στὴ Ρωσία τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν κτήτορας τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1384.






Ὁ Ἅγιος Βασσιανὸς Ἐπίσκοπος Ροστὼβ τῆς Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Βασσιανὸς ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1481.






Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Ἁγιαννανίτης


Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Λουκᾶς γεννήθηκε στὴν Ἀνδριανούπολη τῆς Θράκης καὶ οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀθανάσιος καὶ Δομνίτσα. Σὲ ἡλικία ἕξι ἐτῶν ὀρφάνεψε ἀπὸ πατέρα καὶ παραδόθηκε ἀπὸ τὴν μητέρα του σὲ κάποιο Ζαγοραῖο, μετὰ τοῦ ὁποίου ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ κάποιο ἄτυχο περιστατικὸ φιλονικίας μὲ κάποιον τουρκόπαιδα, ἀναγκάστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ νὰ γίνει Μωαμεθανός. Ἐπειδὴ ἔνιωθε τύψεις συνειδήσεως, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Τούρκου ἀφέντη του καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὴ περιπλάνηση, ἀφοῦ ἦλθε στὴ Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Θήρα, ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ παρέμεινε ἀρκετὸ καιρὸ διερχόμενος μονὲς καὶ σκῆτες. Στὸ τέλος ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ Σταυρονικήτα.

Φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου, ὁ Λουκᾶς ἀναχώρησε τὸν μῆνα Μάρτιο τοῦ 1802, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μετέβη στὴ Μυτιλήνη. Παρουσιάσθηκε στὸν κριτὴ τῆς πόλης, ἔλεγξε μὲ θάρρος τὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία καὶ κήρυξε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Καὶ παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ἀπειλές, ὁ Μάρτυς παρέμεινε στερεωμένος στὴν πατρώα εὐσέβεια.

Ὁδηγούμενος πρὸς τὴν οἰκία τοῦ Ναζήρη, συνάντησε τὸν Μητροπολίτη Μυτιλήνης, ποὺ ὁδηγοῦνταν καὶ αὐτὸς πρὸς τὸ κριτήριο. Ὁ Ἅγιος ἔσκυψε τὴν κεφαλή του καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία καὶ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἀρχιερέως. Οἱ Τοῦρκοι, μόλις τὸ εἶδαν αὐτό, ἐξεμάνησαν καὶ τὸν ἔδειραν ἀνηλεῶς. Παρὰ τὸν ἐπικείμενο φόβο καὶ τὴν ἀπειλούμενη γενικὴ σφαγὴ ὁ Ἐπίσκοπος διέταξε νὰ γίνει δέηση σὲ ὅλους τούς ναοὺς ὑπὲρ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ, Λουκᾶ.

Ὁ Ἅγιος, μόλις παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ Ναζήρη καὶ ἐνώπιον πλήθους Τούρκων, ὁμολόγησε καὶ πάλι τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Μετὰ τὴν ἀνάκριση, τοῦ δόθηκε τριήμερη προθεσμία, γιὰ νὰ σκεφθεῖ καὶ νὰ ἀποφασίσει. Ὅταν πέρασαν οἱ τρεῖς ἡμέρες καὶ ἐξέπνευσε ἡ προθεσμία, ὁ Ἅγιος Λουκᾶς συνέχισε νὰ παραμένει ἀμετακίνητος στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γι’ αὐτὸ καταδικάσθηκε στὸν διὰ ἀπαγχονισμοῦ θάνατο.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του παρέμεινε τρεῖς ἡμέρες στὴν ἀγχόνη καὶ μετὰ ταῦτα τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων ἰσότιμος, καὶ Ἀθλητῶν κοινωνός, ὑστέροις ἐν ἔτεσιν, ἐν ἀμφοτέροις Χριστόν, δοξάσας γεγένησαι· ὅθεν ἡ τῆς Προγόνου, τοῦ Χριστοῦ σεπτὴ Σκήτη, χαίρει Ὁσιομάρτυς, τῇ ἁγίᾳ σου δόξῃ, καὶ πόθῳ μακαρίζει σε, Λουκᾶ παμμακάριστε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν Χριστὸν ἐδόξασας ἐσχάτοις χρόνοις, τῇ στερρᾷ ἀθλήσει σου, καταβαλὼν τὸν δυσμενῆ· διό σοι χαῖρε κραυγάζομεν, Ὁσιομάρτυς Λουκᾶ παναοίδιμε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ τῶν Ἀθλοφόρων, ἰσοστάσιος ἐν παντί· χαίροις ὁ τῆς δόξης, Χριστοῦ κατατρυφήσας, Λουκᾶ Ὁσιομάρτυς, ἀθλήσας ἄριστα.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Thu Mar 14, 2013 5:39 pm

24 ΜΑΡΤΙΟΥ






Προεόρτια τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Image
Παραμονὴ τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἀπολυτίκιον Προεόρτιον. Ἦχος δ’.
Σήμερον τῆς παγκοσμίου χαρᾶς τὰ προοίμια, μετὰ χαρμοσύνης προεορτάσωμεν· ἰδοὺ γὰρ Γαβριὴλ παραγίνεται, τῇ Παρθένῳ κομίζων τὰ εὐαγγέλια, καὶ φόβῳ ἅμα καὶ θαύματι· χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

Κοντάκιον Προεόρτιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐπελεύσει Πνεύματος τοῦ Παναγίου, τοῦ Πατρὸς τὸν σύνθρονον, καὶ ὁμοούσιον φωνῇ, τοῦ Ἀρχαγγέλου συνέλαβες, Θεοκυῆτορ, Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις.

Μεγαλυνάριον.
Ἤγγικεν ἡ λύτρωσις τῶν βροτῶν· Γαβριὴλ γὰρ σπεύδει, χαρμοσύνως πρὸς Ναζαρέτ, βοῆσαι τὸ χαῖρε, τῇ Κεχαριτωμένῃ· τὸν Λόγον γὰρ συλλήψῃ, Πατρὶ τὸν σύνθρονον.






A' Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν (τῆς Ὀρθοδοξίας)
Image
Λέγεται Κυριακή της Ορθοδοξίας, γιατί γιορτάζουμε την αναστήλωση των αγίων Εικόνων και τον θρίαμβο της Ορθοδόξου Πίστεως κατά της φοβερής αιρέσεως των Εικονομάχων, των αιρετικών δηλαδή εκείνων που δεν εδέχοντο να τιμούν τις άγιες Εικόνες. Το «Ωρολόγιο» της Εκκλησίας γράφει: Για εκατό και πλέον χρόνια διαταράχθηκε η Εκκλησία με διωγμούς από κακοδόξους εικονομάχους. Πρώτος υπήρξε ο αυτοκράτορας Λέων ο Ίσαυρος και τελευταίος ο Θεόφιλος, άνδρας της Αγίας Θεοδώρας, η οποία μετά το θάνατο του συζύγου της ανέλαβε την εξουσία και στερέωσε πάλι την Ορθοδοξία μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο. Η Βασίλισσα Θεοδώρα διακήρυξε δημόσια ότι ασπαζόμεθα τις Εικόνες, όχι λατρευτικά, ούτε ως Θεούς, αλλά ως εικόνες των αρχετύπων. Την πρώτη Κυριακή των νηστειών το έτος 843, η Θεοδώρα μαζί με το γιό της αυτοκράτορα Μιχαήλ, λιτάνευσαν και ανεστήλωσαν τις άγιες εικόνες μαζί με τον κλήρο και το λαό. Από τότε εορτάζουμε κάθε χρόνο την ανάμνηση αυτού του γεγονότος γιατί καθορίσθηκε οριστικά ότι δεν λατρεύουμε τις Εικόνες, αλλά τιμούμε και δοξάζουμε όλους τους Αγίους που εικονίζουν και λατρεύουμε μόνο τον εν Τριάδι Θεό. Τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και κανένα άλλο είτε Άγιο είτε Άγγελο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.

Τὴν ἄχραντον Εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν, τῶν πταισμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός· βουλήσει γὰρ ηὐδόκησας σαρκί, ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, ἵνα ῥύσῃ οὓς ἔπλασας, ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ· ὅθεν εὐχαρίστως βοῶμέν σοι· Χαρᾶς ἐπλήρωσας τὰ πάντα, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, παραγενόμενος εἰ τὸ σῶσαι τὸν κόσμον.

Θεοτόκιον.
Πάντα ὑπὲρ ἔννοιαν, πάντα ὑπερένδοξα, τὰ σὰ Θεοτόκε μυστήρια· τῇ ἁγνείᾳ ἐσφραγισμένη, καὶ παρθενίᾳ φυλαττομένη, Μήτηρ ἐγνώσθης ἀψευδής, Θεὸν τεκοῦσα ἀληθινόν. Αὐτὸν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Ἀπερίγραπτος Λόγος τοῦ Πατρός, ἐκ σοῦ Θεοτόκε περιεγράφη σαρκούμενος, καὶ τὴν ῥυπωθεῖσαν εἰκόνα, εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀναμορφώσας, τῷ θείῳ κάλλει συγκατέμιξεν. Ἀλλ’ ὁμολογοῦντες τὴν σωτηρίαν, ἔργῳ καὶ λόγῳ ταύτην ἀνιστοροῦμεν.







Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων Ἐπίσκοπος Σελευκείας τῆς Πισιδίας
Image
Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων γεννήθηκε στὴ Σελευκεία τῆς Πισιδίας. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦλθε σὲ ἐκεῖνο τὸν τόπο, ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων ἔγινε μαθητής του, ἐνῷ στὴν συνέχεια ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος τῆς ἴδιας πόλεως, διδάσκαλος τοῦ λαοῦ καὶ κήρυκας τῆς ἀλήθειας. Διενέργησε πολλὰ θαύματα καὶ ὁδήγησε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες πρὸς τὸν Κύριο, κάνοντάς τους Χριστιανούς. Διοικώντας μὲ εὐσέβεια καὶ θεάρεστο τρόπο τὸ ποίμνιο, ποὺ τοῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεὸς καὶ διακυβερνώντας μὲ ἀρετὴ καὶ σοφία τὴν Ἐκκλησία, ἦταν σωτήριο λιμάνι γιὰ ὅλους ποὺ εἶχαν ἀνάγκη, προστάτης τῶν χηρῶν, ὑπερασπιστὴς τῶν ὀρφανῶν, χορηγὸς πτωχῶν καὶ πενήτων.
Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων, ἀφοῦ πολιτεύθηκε κατὰ Θεὸν καὶ ὑπηρέτησε σὲ ὅλα τὸν Κύριο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας, ἀπολαμβάνοντας τὴν αἰώνια ζωή.







Οἱ Ἅγιοι Ρωμύλος καὶ Σεκοῦνδος οἱ Μάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ρωμύλος καὶ Σεκοῦνδος μαρτύρησαν στὴ Μαυριτανία τῆς Ἀφρικῆς. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων.






Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων ὁ Ἱερομάρτυρας Πρεσβύτερος Λαοδικείας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀρτέμων ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ ἦταν Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας. Μπαίνοντας μετὰ τοῦ Ἐπισκόπου τῆς πόλεως Σισιννίου στὸν εἰδωλολατρικὸ ναό, κατέστρεψε τὰ ἀγάλματα τῶν εἰδώλων τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ ὑποβλήθηκε σὲ μαρτύρια. Ἔτσι ἄθλησε ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων καὶ στεφανώθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς δόξας.






Ὁ Ἅγιος Τιμόλαος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἑπτὰ Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Τιμόλαος καταγόταν ἀπὸ τὸν Πόντο. Μαρτύρησε περὶ τὸ 305 μ.Χ. στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης μαζὶ μὲ ἄλλους ἑπτὰ Χριστιανούς. Στὰ Μηναῖα καὶ στὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Σωφρονίου Εὐστρατιάδου ἀναφέρονται ὡς Μάρτυρες ὀκτῶ ἐν Καισαρείᾳ, ποὺ ἑορτάζουν σήμερα, χωρὶς νὰ σημειώνεται τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τιμολάου. Σὲ ἄλλα Μηνολόγια ἀναφέρονται τριάντα πέντε Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360 – 363 μ.Χ.), ἐνῷ σὲ ἄλλα Μαρτυρολόγια ἀναφέρονται πενήντα Μάρτυρες. Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τιμοῦσε ἀρχικὰ τὴν μνήμη τους στὶς 15 Μαρτίου.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, ὅταν ἀπεστάλη ἀπόφαση ἀπὸ τὸν ἀσεβὴ καὶ παράνομο βασιλέα Ἰουλιανὸ (361 – 363 μ.Χ.), ποὺ διέταζε τοὺς πιστοὺς νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνοῦν τοὺς θεοὺς τῶν Ἐθνικῶν, ὄχι μόνο δὲν ὑπάκουσαν νὰ κάνουν αὐτό, ἀλλὰ καὶ μὲ μεγάλο θάρρος περιέρχονταν ὅλη τὴν πόλη καὶ ἔλεγαν μὲ μεγάλη φωνή: «Νὰ τιμᾶτε καὶ νὰ λατρεύετε τὸν Χριστὸ ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό. Καὶ οἱ θεοὶ ποὺ δὲν δημιούργησαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, ἂς καταστραφοῦν μαζὶ μὲ ὅσους τοὺς λατρεύουν». Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἐνέργειάς τους συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ παραδόθηκαν στὴν φυλακή. Κατηγορούμενοι ἀπὸ τὸν Ἰουλιανὸ καὶ μὲ διαταγὴ ἐκείνου πρόθυμα ἀποδέχθηκαν τὸ μαρτύριο. Ἀποκεφαλίσθηκαν, ἀνεβαίνοντας πρὸς τὸν Χριστό, τὸν Ὁποῖο εἶχαν ποθήσει ἀπὸ τὴν βρεφική τους ἡλικία καὶ χωρὶς νὰ Τὸν ἀρνηθοῦν ἔλαβαν βραβεῖο ἀθανασίας.






Ὁ Ὅσιος Ζαχαρίας ὁ ἐν Χαρσικίῳ
Image
Εἶναι ἄγνωστο πότε ἤκμασε ὁ Ὅσιος Ζαχαρίας, ὁ ὁποῖος ἔζησε ἀσκητικὸ ἔγκλειστο βίο. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης θεωρεῖ ὅτι ὁ Ὅσιος Ζαχαρίας εἶναι ὁ πνευματικὸς υἱὸς τοῦ Ὁσίου Καρίωνος († 24 Νοεμβρίου), περὶ τοῦ ὁποίου γίνεται λόγος στὸ Γεροντικόν, ἀλλὰ ὁ προσδιορισμὸς «ὁ ἐν Χαρσικίῳ» ἀποκλείει τὸν Ἐρημίτη τῆς Αἰγύπτου Ζαχαρία. Ἴσως τὸ Χαρσίκιον πρέπει νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν μονὴ «τὴν ἐν Χαρσιανῷ», στὴν Καππαδοκία, τὴν ὁποία ἔκτισε ὁ Ὅσιος Νικηφόρος († 23 Ὀκτωβρίου).






Ὁ Ὅσιος Μαρτίνος ὁ Θηβαῖος
Ὁ Ὅσιος Μαρτίνος ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε στὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Ἀβραὰμ ὁ ἐν τῷ ὄρει Λάτρῳ ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἀγάπησε τὴν ἀγγελικὴ καὶ μοναχικὴ πολιτεία καὶ ἀφοῦ διένειμε ὅλη τὴν περιουσία του στοὺς πτωχούς, ἔγινε μοναχός. Ἦταν τύπος καὶ παράδειγμα ὁσιακὴς βιοτὴς καὶ πολιτείας καὶ πολλοὶ προσέτρεχαν σὲ αὐτὸν γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικὰ καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐχή του. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ Ὅσιος ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία, ἔφυγε ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε καὶ ἦλθε στὸ ὄρος τοῦ Λάτρου, ὅπου διῆλθε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ νηστεία, προσευχή, δάκρυα καὶ ἐγκράτεια. Ἔτσι ἀφοῦ ὑπερέβαλε στὴν ἀρετὴ ὅλους ὅσοι βρέθηκαν κοντά του καὶ ἀφοῦ τοὺς νουθέτησε σχετικὰ μὲ τὴν σωτηρία τους, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Ζαχαρίας ὁ ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Κιέβου ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Ζαχαρίας ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 11ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.







Οἱ Ἅγιοι Πέτρος καὶ Στέφανος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πέτρος καὶ Στέφανος μαρτύρησαν τὸ ἔτος 1552 στὴν περιοχὴ Καζὰν, ἀπὸ τοὺς Μογγόλους.






Ὁ Ἅγιος Παρθένιος ὁ Ἱερομάρτυρας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παρθένιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους, οἱ ὁποῖοι φρόντισαν γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν ἀνατροφή του. Ὁ Παρθένιος ἀφοσιώθηκε στὶς μελέτες καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγιους τῆς ἐποχῆς του. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ λίγο ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Χίου. Μετὰ παρέλευση ἀρκετοῦ χρόνου κλήθηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὰ τέλη τοῦ ἔτους 1656.

Ὡς Πατριάρχης ἀναδείχθηκε ἄνδρας εὐλαβής, χρηστὸς στὸν τρόπο, λόγιος καὶ ζηλωτὴς ὅλων τῶν ἔργων τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ ὑποστηρικτὴς τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν παιδεία καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ νὰ μὴν σβήσει τὸ καντήλι τοῦ φωτὸς καὶ τῆς γνώσεως, τὸν ὁδήγησαν στὸ νὰ ἀπευθύνει ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Μητροπολίτη πρώην Νικαίας, ὁ ὁποῖος ἦταν πολὺ πλούσιος καὶ διέμενε στὴν Ταυρίδα, πλησίον τοῦ βασιλέως τῶν Κοζάκων, διὰ τῆς ὁποίας παρακαλοῦσε νὰ ἐνισχύσει τὸ ἔργο τῆς ἀναπτύξεως τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ περιέπεσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων. Ἔτσι ὁ Σουλτάνος Ἰμπραὴμ ὁ Α’ διέταξε τὴν θανάτωση τοῦ Ἁγίου Παρθενίου.
Ὁ Ἱερομάρτυς Παρθένιος συνελήφθη τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου, τοῦ ἔτους 1657 καὶ πιεζόμενος νὰ δεχθεῖ τὸν Ἰσλαμισμὸ γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν θάνατο, στάθηκε σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος στὴν Χριστιανικὴ πίστη. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν κρέμασαν στὴν καγκελωτὴ πύλη, τὴν λεγόμενη Παρμὰκ – Καποῦ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του παρέμεινε κρεμασμένο ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες καὶ μετὰ ρίχθηκε στὴν θάλασσα. Ἀργότερα τὸ περισυνέλεξαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια στὴν λεγόμενη νῆσο «τῶν Πριγκίπων».






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ὅρους τοῦ Συννέφου, ἐν Τβὲρ τῆς Ρωσίας
Image
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.






Ἀνάμνηση Θαύματος ἐν τῇ Λαύρᾳ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου
Δύο Χριστιανοὶ φίλοι, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Σέργιος, ἔταξαν νὰ υἱοθετήσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο σὰν σαρκικοὶ ἀδελφοί, μπροστὰ στὴν ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Ὁ Ἰωάννης ἦταν πλούσιος καὶ εἶχε ἕναν ἑπτάχρονο υἱό, τὸν Ζαχαρία. Ὅμως ὁ Ἰωάννης ἀρρώστησε πολύ. Πρὶν τὸν θάνατό του ἀνέθεσε τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὴν φροντίδα τοῦ υἱοῦ του Ζαχαρία, στὸν φίλο του Σέργιο, στὸν ὁποῖο ἐμπιστεύθηκε καὶ μία μεγάλη ποσότητα χρυσοῦ, ὥστε νὰ τὴν δώσει στὸν υἱό του Ζαχαρία, ὅταν αὐτὸς θὰ ἔφθανε σὲ ὥριμη ἡλικία.

Ὅταν ὁ Ζαχαρίας μεγάλωσε, ζήτησε τὸ χρυσάφι ἀπὸ τὸν Σέργιο. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἀρνήθηκε ὅτι εἶχε παραλάβει κάτι τέτοιο ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ Ζαχαρία. Τότε ὁ Ζαχαρίας εἶπε: «Ἀφήσατέ τον νὰ ὁρκισθεῖ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἐνώπιον τῆς ὁποίας ἔγινε σαρκικὸς ἀδελφὸς μὲ τὸν πατέρα μου. Καὶ ἂν ὁρκισθεῖ ὅτι δὲν πῆρε τίποτε ἀπὸ τὸν πατέρα μου Ἰωάννη, ἐγὼ δὲν θὰ ζητήσω τίποτε ἀπὸ αὐτόν». Ὅταν ὁ Σέργιος ὁρκίσθηκε αὐτὸ ποὺ ἰσχυριζόταν, ἤθελε νὰ πλησιάσει γιὰ νὰ ἀσπαστεῖ τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ μία δύναμη τὸν κρατοῦσε καὶ δὲν τὸν ἄφησε. Ἄρχισε τότε νὰ κλαίει καὶ νὰ φωνάζει πρὸς τοὺς Ὅσιους Πατέρες Ἀντώνιο καὶ Θεοδόσιο: «Μὴν ἀφήνετε αὐτὸν τὸν ἀνελέητο δαίμονα νὰ μὲ καταστρέψει!». Ἦταν δαίμονας ποὺ τοῦ ἐπιτέθηκε κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Σέργιος ἀποφάσισε νὰ παραδώσει τὸν χρυσὸ στὸν Ζαχαρία. Ὅταν ἄνοιξαν τὸ κιβώτιο διαπίστωσαν ὅτι ἡ ποσότητα εἶχε διπλασιασθεῖ. Ὁ Ζαχαρίας, ἀφοῦ παρέλαβε τὸν χρυσό, τὸν πρόσφερε στὸ μοναστήρι καὶ ἔγινε μοναχός. Ἐκεῖ ἔζησε γιὰ πολὺ καιρὸ μὲ ἄσκηση καὶ προσευχὴ καὶ ἔγινε πλούσιος σὲ οὐράνια χαρίσματα.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Thu Mar 14, 2013 5:43 pm

25 ΜΑΡΤΙΟΥ






Εὐαγγελισμὸς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Image
Ἡ λειτουργικὴ παράδοση καὶ ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα τοποθετοῦν σὲ ἰδιαίτερη θέση τὴν σημερινὴ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ θεομητορικὲς ἑορτὲς πλουτίζουν τὴν λειτουργική μας ζωή, γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πάντοτε ἀτενίζει μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ σεβασμὸ τὴν μεσίτρια τοῦ οὐρανοῦ. Οἱ θεολογικοὶ λόγοι καὶ ὕμνοι στὴν Κυρία Θεοτόκο εἶναι σὲ τελευταία ἀνάλυση δοξολογία στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους.

Τὸ μόνο ὄνομα τῆς Θεοτόκου, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, περιέχει ὅλο τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας τῆς σωτηρίας, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἀποδεικνύεται ἔτσι ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται στοὺς πιστοὺς ὡς ἡ κατ’ ἐξοχὴν μάρτυς τοῦ γεγονότος, πὼς ὁ Θεὸς προσέλαβε πραγματικὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, στὴν ὁποία ἄνοιξε τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Σωτηρία ποὺ ἀποβαίνει πραγματικότητα καὶ γεγονὸς ποὺ σημαίνει τὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Σὲ μία ὁμιλία του ὁ Βασίλειος Σελευκείας σημειώνει χαρακτηριστικά: «Θεοτόκος ἐστί τε καὶ λέγεται. Ἄρα τίς ἐστι ταύτης ὑψηλοτέρα ὑπόθεσης;… ὡς γὰρ οὐκ ἔστιν εὔκολον νοεῖν τε καὶ φράζειν Θεόν, μᾶλλον δὲ καθάπαξ ἀδύνατον, οὕτως τὸ μέγα τῆς Θεοτόκου μυστήριον, καὶ διανοίας καὶ γλώττης ἐστὶν ἀνώτερον. Ἐπεὶ οὖν Θεὸν σαρκωθέντα τεκοῦσα Θεοτόκος ὀνομάζεται».

Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου δὲν νοεῖται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ὁ ὑγιὴς καρπὸς τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἡ καλύτερη προσφορὰ τῶν ἀνθρώπων στὸν Χριστό. Στὴν προσφορὰ ὅλης τῆς κτίσεως συμμετέχουμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν Παναγία. Ὁ ἁγιογράφος, ὅταν ἁγιογραφεῖ στὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τὴν Πλατυτέρα, δὲν θέλει νὰ εἰκονίσει μόνο τὴν Παναγία, ἀλλὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία ποὺ ἔχει κέντρο της τὸν Χριστό. Ἡ Παναγία ἔγινε Ἐκκλησία καὶ γέννησε τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι ὁ Κύριος «ἐνανθρωπήσας σάρκα Ἐκκλησίας προσέλαβε». Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων συνδέει τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου μὲ τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ λέγει: «ὑμνοῦμεν τὴν ἀειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν».

Ἡ ἀναφορά, λοιπόν, στὴν Παρθένο Μαρία ὑπενθυμίζει τὴν χαρὰ τῆς λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Χριστό, γιατί ἐκείνη ὑπηρέτησε πιστὰ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ἡ ἁγνὴ καὶ ἄσπιλη Παρθένος, ἡ πιστὴ καὶ ταπεινὴ κόρη τῆς Βηθλεέμ, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ εὑρέθηκε ὡς «ἡ μόνη ἐν γυναιξὶ εὐλογημένη καὶ καλή». Αὐτὴν διάλεξε ὁ Οὐράνιος ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο».

Ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός μας, ποὺ πάντοτε φροντίζει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ εἶδε τὸ ἔργο ποὺ ἔπλασε μὲ τὰ χέρια Του νὰ εἶναι ὑπόδουλο στὸν διάβολο, θέλησε νὰ ἀποστείλει τὸν Υἱό Του τὸν Μονογενή, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ τὸ ἀπολυτρώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ διαβόλου. Ἐπειδὴ ὅμως, δὲν θέλησε νὰ τὸ μάθει, ὄχι μόνο ὁ Σατανᾶς, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς Ἀρχαγγέλους, στὸν ἔνδοξο Γαβριὴλ ἐκμυστηρεύτηκε τὸ μυστήριο. Προοικονομεῖ δὲ ὅτι ἡ Ἁγία Παρθένος θὰ γεννήσει ἁγνὴ καὶ καθαρή, γιατί ἦταν ἄξια τέτοιου καλοῦ.

Ὅταν ὁ Θεὸς Πατέρας εὐδόκησε νὰ πραγματοποιήσει «τὸ χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον», «τὸ μυστήριον τὸ κεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ τῶν γενεῶν», τὸ μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, γιὰ τὴν λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, μόνο αὐτὴ δέχθηκε τὴν θεία ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου καὶ κρίθηκε ἱκανὴ νὰ ὑπηρετήσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας.

Μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πίστη καὶ τὴ δογματική της διδασκαλία, ὁ Εὐαγγελισμὸς εἶναι τῆς «σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον καὶ τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις». Ὁ Ἄγγελος ἀνακοινώνει καὶ εὐαγγελίζεται τὴν θεία βουλή. Ἀλλὰ ἡ Παρθένος δὲν σιωπᾶ. Ἀνταποκρίνεται στὴν θεία κλήση μὲ ταπείνωση καὶ πίστη: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου».

Ἡ θεία βουλὴ γίνεται δεκτὴ καὶ βρίσκει ἀνταπόκριση. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη ἀνταπόκριση εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς χρειάζεται σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἡ ὑπακοὴ τῆς Παναγίας ἀντισταθμίζει τὴν ἀνυπακοὴ τῆς Εὔας. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ Παρθένος εἶναι ἡ δεύτερη Εὔα καὶ ὁ Υἱός της ὁ δεύτερος Ἀδάμ. Ὅπως ἡ Εὔα ἐξαπατήθηκε ἀπὸ τὸν λόγο ἑνὸς ἀγγέλου, γιὰ νὰ φύγει ἀπὸ τὸν Θεὸ παραβαίνοντας τὸν λόγο Του, ἔτσι ἡ Παναγία δέχθηκε τὸν Εὐαγγελισμὸ ἀπὸ τὸν λόγο ἑνὸς Ἀγγέλου, ἔτσι ὥστε νὰ φέρει τὸν Θεὸ μέσα της, ὑπακούοντας στὸν λόγο Του.

«Διὰ τῆς Εὔας ὁ θάνατος, διὰ τῆς Μαρίας ἡ Ζωή», κηρύττει ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος. Αὐτὴ ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ χαρούμενη ἀποδοχὴ τοῦ λυτρωτικοῦ σκοποῦ τοῦ Θεοῦ ἦταν μία πράξη ἐλευθερίας. Ἦταν ἐλευθερία ὑπακοῆς καὶ ὄχι πρωτοβουλία, ἐλευθερία ἀγάπης καὶ λατρείας, ταπεινώσεως καὶ ἐμπιστοσύνης.

Κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ Θεὸς ἐξέφερε τὸν ζωντανὸ καὶ παντοδύναμο λόγο Του «γενηθήτω», ὁ λόγος τοῦ Δημιουργοῦ παρήγαγε ἐντὸς τοῦ κόσμου τὰ ὄντα. Ἀλλὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τὴν ὅμοιά της ἀπὸ τῆς ὑπάρξεως τοῦ κόσμου, ὅταν ἡ θεία Μαρία προσέφερε τὸ σεμνὸ καὶ ὑπάκουο «Γένοιτο», ὁ λόγος τοῦ δημιουργήματος κατέβασε στὸν κόσμο τὸν Δημιουργό. Ἐδῶ ὁ Θεὸς καὶ πάλι προσφέρει τὸν λόγο Του: «Θὰ συλλάβεις, θὰ γεννήσεις υἱὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αὐτὸς θὰ γίνει μέγας καὶ θὰ ὀνομαστεῖ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου. Σὲ αὐτὸν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαυΐδ, τοῦ προπάτορά Του. Θὰ βασιλεύσει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία Του δὲν θὰ ἔχει τέλος».

Ἡ Θεοτόκος ἀποδέχεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι τόσο θαυμαστό. Αὐτὴ ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἡ μεγαλειώδης δύναμη, εἶναι ἡ καθαρὴ καὶ τέλεια ἀφοσίωση τῆς Μαρίας στὸν Θεό, ἀφοσίωση τῆς θελήσεώς της, τῆς σκέψεώς της, τῆς ψυχῆς της καὶ τῆς ὅλης ὑπάρξεώς της καὶ ὅλων τῶν δυνάμεών της, ὅλων τῶν πράξεών της, τῶν ἐλπίδων της καὶ τῶν προσδοκιῶν της.

Οἱ ἀρχὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ δὲν εἶναι ἐπακριβῶς γνωστές. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔκτισε στὴ Ναζαρὲτ βασιλική, στὴν ὁποία περιλαμβανόταν κατὰ παράδοση ὁ οἶκος τῆς Θεοτόκου, ὅπου αὐτὴ δέχθηκε τὸν Εὐαγγελισμό, ἐπέδρασε ἴσως στὴ σύσταση τοπικῆς ἑορτῆς.

Οἱ πρῶτες μαρτυρίες περὶ αὐτῆς εὑρίσκονται στὸν Ἅγιο Πρόκλο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὸ 430 μ.Χ. καὶ στὸ Πασχάλιον Χρονικὸν (624 μ.Χ.), ὅπου χαρακτηρίζεται ὡς συσταθεῖσα στὶς 25 Μαρτίου ἀπὸ τοὺς θεοφόρους δασκάλους.
Ἡ μεγαλοπρεπὴς πανήγυρη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐτελεῖτο ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς στὸ ναὸ τῶν Χαλκοπρατείων, ὅπου παρίσταντο καὶ οἱ αὐτοκράτορες. Κατὰ τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ. ἡ Πανυχίδα ἐτελεῖτο στὸ παλάτι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον, καὶ τοῦ ἀπ' αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις· ὁ Υἷός του Θεοῦ, υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται, καὶ Γαβριὴλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται. Διὸ καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ, τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.

Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια

Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια

Ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.

Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον

Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον

Ἵνα κράζω σοι, χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.

Τὸν ὁμοούσιον Πατρὶ καὶ θείῳ Πνεύματι

Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ Ἁγνὴ συνέλαβες

Τῇ τοῦ Πνεύματος ἐλεύσει τοῦ Παναγίου

Εἰς ἀνάπλασιν βροτείου γένους Ἄχραντε,

Ἀρχαγγέλου σοι φωνὴν κοσμοχαρμόσυνον
Ἐκβοήσαντος, χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.

Μεγαλυνάριον.
Νῦν εὐαγγελίζεται Γαβριήλ, τὸ χαῖρε κραυγάζων, μετὰ δέους τῇ Μαριάμ. Ὢ τοῦ ξένου τρόπου, ἐν μήτρᾳ γὰρ ἀχράντῳ, συνείληπται ὁ Πλάστης, σώζων ὃν ἔπλασε.







Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάτου, ἐν τῷ ὄρει Σινᾶ
Ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάτου τιμᾶται στὴ μονὴ τοῦ ὄρους Σινᾶ.

Ἡ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου σύλληψη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο, ἀποτελεῖ ὑπόθεση ποὺ ὑπερβαίνει τὰ λεκτικὰ σχήματα, γι’ αὐτὸ τὸ «σημεῖον» εἶναι ἀληθινὰ παράδοξο καὶ ὑπερμεγέθες. Τὸ μυστήριο τῆς ἄφθορης γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο δὲν νοεῖται ὡς μεμονωμένη καὶ ἀποκομμένη πραγματικότητα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀντίθετα, ἀποτελεῖ ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας τοῦ τύπου, στὸν ὁποῖο πίστεψαν καὶ πάνω στὸν ὁποῖο στηρίχθηκαν οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ νὰ προδιατυπώσουν τὴν ἔνσαρκη φανέρωση τοῦ Θεοῦ Λόγου στὴν ἱστορία.

Ὁ Μωϋσῆς, ὅταν εἶδε τὴν βάτο νὰ φλέγεται, ἀλλὰ νὰ μὴν καίγεται, εἶπε: «Διαβὰς ὄψομαι, τὸ μέγα ὅραμα τοῦτο». Ἡ διάβαση, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, δὲν εἶναι τοπικὴ ἀλλὰ χρονική, ἀφοῦ δηλώνει κίνηση καὶ παροδικὴ διάβαση τοῦ χρόνου καὶ σημαίνει τὴν κίνηση ἀπὸ τὸν χρόνο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὸν χρόνο τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ὅπως ἡ φλεγόμενη καὶ μὴ κατακαιόμενη βάτος ἔτσι καὶ ἡ Παρθένος Μαρία, ἂν καὶ γεννᾶ τὸ «Φῶς», ἐν τούτοις παραδόξως δὲν «φθείρεται».






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Εὐαγγελίστριας
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Εὐαγγελίστριας, φυλάσσεται στὴν ὁμώνυμη μονὴ τοῦ Ἁλιάρτου Βοιωτίας.







Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Κηπουραίων
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῶν Κηπουραίων, φυλάσσεται στὴν ὁμώνυμη μονὴ τῆς νήσου Κεφαλληνίας.






Ὁ Ὅσιος Σεννούφιος ὁ Σημειοφόρος
Ἴσως ὁ Ὅσιος Σεννούφιος νὰ εἶναι ὁ ἀσκητὴς ἐκεῖνος τῆς Νιτρίας, ὁ ὁποῖος εἶδε τὴν ὀπτασία ἐκείνη τῆς εἰκόνος τοῦ Θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἀκαπνίου τῆς Θεσσαλονίκης Ἰγνάτιος.
Κατὰ τὴν διήγηση αὐτή, ὁ Ὅσιος Σεννούφιος ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ὀπτασία καὶ νὰ ἀκούσει φωνή, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε: «Ἔξελθε ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τοῦ κελλίου σου καὶ πήγαινε στὸ μοναστήρι τῆς μονῆς τῶν Λατόμων, στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ θὰ σὲ δῶ». Μετέβη ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, ρώτησε τοὺς μοναχοὺς τῶν Λατόμων, ἀλλὰ τέτοια εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀξιώθηκε νὰ δεῖ. Ἔτσι ἐπέστρεψε στὴ Νιτρία. Καὶ πάλι, ὅμως, ἡ φωνὴ τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταβεῖ στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου θὰ ἔβλεπε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου καὶ θὰ πέθαινε ἐκεῖ. Ὁ Ὅσιος ἔφθασε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ξαναπῆγε στὴ μονή, ὅταν ξαφνικά, κάποια ἡμέρα, ἔγινε σεισμὸς καὶ ἔπεσαν τὰ ἀσβεστώματα. Τότε ἀναφάνηκε ἡ θαυμαστὴ εἰκόνα τοῦ Κυρίου.






Οἱ Ἁγίες Θεοδοσία καὶ Πελαγία οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἁγίες Μάρτυρες Θεοδοσία καὶ Πελαγία, μαρτύρησαν στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης τὸ ἔτος 361 μ.Χ. καὶ τελειώθηκαν διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος ἐκ δημίων Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς Μάρτυς, ποὺ ἦταν στὸ πρότερό του βίο δήμιος, γνώρισε τὸν Χριστό, ὁμολόγησε τὸ Ὄνομά Του καὶ τελειώθηκε μαρτυρικά.






Ὁ Ὅσιος Τίμων ὁ Ἐρημίτης

Ὁ Ὅσιος Τίμων ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Παρθένιος τοῦ Κιέβου
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος, κατὰ κόσμο Πέτρος Ἰβάνοβιτς Κρασνοπέβκεφ, γεννήθηκε στὶς 24 Αὐγούστου 1790 στὸ χωριὸ Σόμοβο, ποὺ ὑπαγόταν στὸ κυβερνεῖο τῆς Τούλα. Ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχὸς τὸ ἔτος 1838. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1855.






Ὁ Ἅγιος Τύχων Πατριάρχης Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Τύχων γεννήθηκε στὶς 19 Ἰανουαρίου 1865 στὴν πόλη Τοροπιὲτς τῆς ἐπαρχίας Πσκώβ. Τὸ κατὰ κόσμο ὄνομά του ἦταν Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Μπελλάβιν. Σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν παρακολουθεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Πσκὼφ καὶ μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια ἐγγράφεται στὴν θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἕξι ἐτῶν ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ γίνεται μοναχός. Ἡ κουρά του ἔγινε στὸ παρεκκλήσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς τοῦ Πσκώβ, ὅπου ἦταν καθηγητής. Ὡς μοναχὸς ἀπέκτησε τὸ ὄνομα Τύχων, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου τῆς Ρωσίας, ποὺ ἔζησε κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα, τοῦ Ἁγίου Τύχωνος τοῦ Ζαντόσκ († 13 Αὐγούστου). Τὸ 1898 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τῆς Μητροπόλεως τοῦ Χὸμκ καὶ ἕνα χρόνο ἀργότερα Ἐπίσκοπος τῶν Ἀλεουτιανῶν Νήσων τῆς Ἀλάσκας. Τὸ 1905 προάγεται σὲ Ἀρχιεπίσκοπο τῆς πόλεως Ἱεροσλάβ.

Τὸ 1914 ξεσπᾶ ὁ Α’ παγκόσμιος πόλεμος. Ὁ Ἅγιος Τύχων στάθηκε στὸ πλευρὸ τῆς πατρίδος του καὶ τοῦ ποιμνίου του. Ἡ προσφορά του ἦταν μεγάλη. Γι’ αὐτό, δύο χρόνια ἀργότερα, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Μόσχας Μακαρίου, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Ὁ λαὸς ὑποδέχεται θριαμβευτικὰ τὸν νέο ποιμενάρχη του.

Τὸ ἔτος 1917 γίνεται ἀνατροπὴ τοῦ καθεστῶτος ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους. Τὰ πράγματα ἀλλάζουν. Ὁ Ἅγιος Τύχων καλεῖ Σύνοδο, γιὰ νὰ μελετήσει τὴν κατάσταση καὶ νὰ ἐξετάσει τὸ θέμα σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ κράτους. Στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1917, μπροστὰ στὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Βλαντιμὶρ ἔγινε ἡ κλήρωση γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ νέου Πατριάρχη Μόσχας. Ὁ κλῆρος, τὸν ὁποῖο τράβηξε ὁ ἐρημίτης Γέροντας Ἀλέξιος, ἔπεσε στὸν Ἅγιο Τύχωνα.

Ὁ διωγμὸς ἀρχίζει. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως παραμένει. Ὁ Ἅγιος Τύχων βίωνε τὴν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας παρὰ τὶς ἀντίξοες περιστάσεις. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι παρελθόν, διότι εἶναι αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μουσεῖο, διότι δὲν πεθαίνει. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ φυτεία τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅπως προφήτεψε τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Κυρίου «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, ὅπως καὶ ὁ Ἱδρυτής της, ζωὴ καὶ ἀνάσταση. Ὁ οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφέρει, ὅτι «Ἐκκλησίας οὐδὲν ἴσον. Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε γηρᾷ. Τείχη, βάρβαροι καταλύουσιν, Ἐκκλησίας δὲ οὐδὲ δαίμονες περιγίγνονται. Καὶ ὅτι οὐ κόμπος τὰ ρήματα, μαρτυρεῖ τὰ πράγματα. Πόσοι ἐπολέμησαν τὴν ἐκκλησίαν καὶ οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο; αὕτη δὲ ὑπὲρ τοὺς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε».

Τὸ ἀείζωο τῆς Ἐκκλησίας ὑμνεῖ καὶ πάλι ἡ γλῶσσα τοῦ χρυσορρήμονος Πατρὸς ποὺ λέγει: «Οὐδὲν Ἐκκλησίας δυνατώτερον ἄνθρωπε… Ἡ Ἐκκλησία οὐρανοῦ ἰσχυροτέρα. Πόσοι τύραννοι ἠθέλησαν περιγενέσθαι τῆς Ἐκκλησίας; Ποῦ οἱ πολεμήσαντες; Ὑπὲρ τὸν ἥλιον λάμπει. Τὰ ἐκείνων ἔσβεσα τὰ ταύτης ἀθάνατα».

Τὸ καθεστὼς ἐπέφερε χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ κράτους, κατήργησε ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ προνόμια, ἐπέβαλε τὸν πολιτικὸ γάμο, ὀργάνωσε τὴν ἀντιχριστιανικὴ προπαγάνδα, δήμευσε τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία, ἐξόρισε καὶ δολοφόνησε χιλιάδες Χριστιανῶν, ἔκλεισε τοὺς ναούς, ἐξαφάνισε ἱερὰ λείψανα Ἁγίων. Στὸ σφοδρὸ διωγμὸ φονεύθηκαν πάνω ἀπὸ 3.500 Ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, περὶ τὶς 2.000 μοναχοὶ καὶ περὶ τὶς 3.000 μοναχές.

Τὸ Μπούτοβο, περιοχὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν Μόσχα, γίνεται τόπος μαζικῶν ἐκτελέσεων Ἀρχιερέων, Κληρικῶν καὶ πιστῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν κατὰ τὰ ἔτη τοῦ διωγμοῦ στὴν Ρωσία. Μεταξὺ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ποὺ μαρτύρησαν στὸ Μπούτοβο, ἦταν καὶ δέκα Ἕλληνες Μάρτυρες. Τὸ Μπούτοβο, ὅπως καὶ ἡ Σιβηρία, τὸ Χαρκὼβ καὶ τόσα ἄλλα μέρη, συμβολίζουν τὸν τόπο μαρτυρίου τῶν Ἁγίων μας ὡς τὸν ἀπεριόριστο χῶρο. Τὸν χῶρο ἐκεῖνο ποὺ τόσο καλὰ περιγράφεται στὴ νουβέλα τοῦ Τσέχωφ «Ὁ Ἐπίσκοπος». Διότι, μετὰ τὸν θάνατό τους , οἱ Μάρτυρες τῆς πίστεως καὶ τῆς συνειδήσεώς τους, ἀπογυμνωμένοι ἀπὸ τὶς γήινες ἰδιότητές τους καὶ καθετὶ ποὺ τοὺς περιορίζει, δεσμεύει καὶ ἐπιβαρύνει, ξαναγίνονται νέοι καὶ χαρούμενοι, διασχίζουν τὴν κοιλάδα τῆς ζωῆς καὶ ἀναπνέουν βαθιά, μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀπεριόριστο.

Κάτω ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ κατανοοῦμε τὴν εἰρηνικὴ ἀντίσταση τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη Τύχωνος σὲ κάθε διοικητικὸ μέτρο τῆς ἐξουσίας, ποὺ ἦταν πάντα ξένο πρὸς τὴν ψυχή, θέλοντας νὰ τὴν περιορίσει καὶ νὰ μειώσει τὶς ἐλευθερίες της.
Ὁ Ἅγιος Τύχων ἐπιτιμᾶ τὸ καθεστώς. Γι’ αὐτὸ καταδικάζεται σὲ θάνατο. Τὸ Μάϊο τοῦ 1922 συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἐλευθερώνεται, ἀλλὰ καὶ πάλι περιορίζεται στὴ μονὴ Ντονσκόϊ ὅπου ζοῦσε ὡς ἐλεύθερος πολιορκημένος. Ἡ ἀσθένειά του τὸν καταβάλλει. Στὶς 25 Μαρτίου 1925 ὁ Ἅγιος Πατριάρχης ἔνιωσε ὅτι τὸ τέλος πλησιάζει. Ἔκανε εὐλαβικὰ τὸν σταυρό του, εἶπε «Δόξα Σοι, Κύριε» καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Θεό.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

PreviousNext

Return to ΕΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 1 guest