Μην πετάτε ούτε τα ψίχουλα από το τραπέζι!
Συνταγές, κόλπα και τεχνικές που χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι στην Κατοχή, όταν η καθημερινότητα εξελισσόταν σε μάχη για την επιβίωση, έρχονται ξανά στο προσκήνιο και γίνονται... οδηγός για την εποχή της οικονομικής κρίσης
Ρεπορτάζ Αγγελική Καραγεώργου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Δευτέρα 02 Ιανουαρίου 2012Τα γεμιστά τρώγονται ωμά. Ενα περισσευούμενο πιάτο με φασόλια στο μεσημεριανό τραπέζι γίνεται το βραδινό γεύμα για ολόκληρη την οικογένεια, αρκεί τα φασόλια να κοπούν σε πολύ μικρά κομμάτια και να βραστούν σε νερό μέχρι να γίνουν χυλός. Τα ψίχουλα που πέφτουν στο τραπέζι πρέπει να μαζευτούν σε ένα βάζο και να χρησιμοποιηθούν σε άλλα φαγητά αργότερα. Πρόκειται για τις τεχνικές που χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Τι έτρωγαν, δεδομένου ότι είχαν ελάχιστα πράγματα; Το διαιτολόγιό τους αλλά και οι τρόποι εύρεσης και εξοικονόμησης τροφής παρουσιάζονται στο βιβλίο «Οι συνταγές της… πείνας», το θέμα του οποίου έχει κερδίσει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού διεθνώς, ενώ λόγω της οικονομικής κρίσης οι κατοχικές συνταγές γίνονται πιο επίκαιρες από ποτέ.
Η συγγραφέας του βιβλίου Ελένη Νικολαΐδου μέσα σε ένα χρόνο διάβασε περισσότερες από 6.000 σελίδες καθημερινών εφημερίδων της εποχής - «Αθηναϊκά Νέα», τη «Βραδυνή» και «Καθημερινή» - προκειμένου να μπει στην καθημερινή ζωή των Αθηναίων την περίοδο της γερμανικής κατοχής και να ανασύρει πληροφορίες για το διαιτολόγιό τους, το οποίο - όπως λέει - αποτελεί έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς δείκτες βιοτικού επιπέδου για κάθε εποχή. Ο τρόπος ζωής των Αθηναίων εκείνα τα χρόνια την τράβηξε σαν μαγνήτης. «Ανακάλυψα πάρα πολλές συνταγές. Ολες οι εφημερίδες από την πρώτη μέρα της Κατοχής είχαν αφιερώσει στα πρωτοσέλιδά τους οδηγίες επιβίωσης: "Tα εδέσματα της Κατοχής". Εδιναν τρόπους πώς θα φάει κανείς με τα ελάχιστα και μεθόδους πώς θα τα μαγειρέψει για να έχει μεγαλύτερη ποσότητα», λέει. Μια μέρα όταν διάβασε ανάμεσα στις οδηγίες επιβίωσης να προτείνουν στους αναγνώστες τρόπους για να μαζέψουν τα ψίχουλα από το τραπέζι, σοκαρίστηκε. «Αναρωτήθηκα αν υπήρχε λίγη σοβαρότητα. Μετά κατάλαβα ότι προσπαθούσαν να δώσουν διεξόδους», εξηγεί.
Ανάμεσα στις συνταγές που ξεχωρίζει η συγγραφέας είναι οι χορτόσουπες. Στην Κατοχή οι Αθηναίοι έτρωγαν σούπες μόνο με χόρτα, ενώ προπολεμικά έτρωγαν σούπες με ρύζι ή μακαρόνια. «Βλέπουμε να αλλάζουν άρδην οι συνήθειές τους, να μαγειρεύουν τα χόρτα με κάθε δυνατό τρόπο. Τα κάνουν σούπα, κεφτέδες, ογκρατέν και βραστά. Ετρωγαν όλοι χόρτα όπου και αν τα έβρισκαν, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές δηλητηριάσεις. Ο ιατρικός σύλλογος μάλιστα με ανακοινώσεις του στις εφημερίδες εφιστούσε την προσοχή των πολιτών», λέει η κ. Νικολαΐδου και σημειώνει ότι τα χόρτα, οι σταφίδες και το κρασί ήταν από τα ελάχιστα τρόφιμα που υπήρχαν σε σχετική αφθονία. Ιδιαίτερη εντύπωση επίσης της έκανε, η συνταγή που έλεγε: «Σας περίσσεψε ένα πιάτο φακές, κολοκυθάκια ή φασολάκια και είστε πολλά άτομα και δεν έχετε άλλο φαγητό; Κόψτε τα σε πολύ μικρά κομματάκια και καθαρίστε καλά το πιάτο χωρίς να μείνει το ελάχιστο. Προσθέστε και νερό, ανάλογα με το πόσα άτομα είστε, βράστε τα και κάνετε μία σούπα. Αν έχετε και ελιές ρίξτε 2-3 στο πιάτο». Από τις συμβουλές διακρίνει εκείνη που αντικαθιστά το κρέας με… μελιτζάνα προκειμένου να βοηθήσει τους Αθηναίους να ξεγελάσουν τα άδεια στομάχια τους. Παραδέχεται μάλιστα πως και η ίδια επιχείρησε να κάνει τη συγκεκριμένη συνταγή. Αντί για κρέας με ρύζι, έβαλε μελιτζάνα, αλλά παραδέχεται πως «το αποτέλεσμα δεν ήταν αντιπροσωπευτικό γιατί πρόσθεσα αλάτι, λάδι και μπαχαρικά, υλικά τα οποία δεν διέθεταν τότε».
Σύμπτωση; Το διάστημα που η Ελένη Νικολαΐδου αποδελτίωνε τον Τύπο της Κατοχής, στην Ελλάδα άρχιζε να εγκαθίσταται η οικονομική κρίση. Παρακολουθώντας την επικαιρότητα άρχισε να ανακαλύπτει κοινά χαρακτηριστικά της σημερινής Ελλάδας με τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής. «Αρχισα να αναρωτιέμαι για τις συμπτώσεις και κατάλαβα ότι το κομμάτι της διατροφής και των κατοχικών συνταγών ήταν κάτι που μας αφορά και σήμερα», λέει και φέρνει ως παράδειγμα τα συσσίτια της Αθήνας του '40. «Γινόταν πανικός όπως έχει αρχίσει να συμβαίνει και σήμερα», λέει.
Οταν ήρθαν οι Γερμανοί στην Αθήνα κατέσχεσαν τα πάντα. Πήραν το ρύζι και οτιδήποτε υπήρχε στις αποθήκες. Εικόνες των Αθηναίων που λιποθυμούσαν από την πείνα συναντά η συγγραφέας τη σημερινή εποχή στα παιδιά που πάνε πεινασμένα στα σχολεία. «Ακούω από συναδέλφους μου καθηγητές ότι παιδιά πεινάνε στα σχολεία ή ακόμη ότι λιποθυμούν από την πείνα. Βλέπω ανθρώπους που ψάχνουν φαγητό στα σκουπίδια. Οταν υπάρχει τόση ανεργία και φτώχεια και δεν μπορείς να καλύψεις τις βασικές σου ανάγκες, αναπόφευκτα δεν κάνεις έναν παραλληλισμό με εκείνα τα χρόνια;», λέει και ανάμεσα στα κοινά που εντοπίζει με τα χρόνια της Κατοχής είναι ο αυξημένος αριθμός των αυτοκτονιών, η ανταλλακτική οικονομία όπως και οι απολύσεις από τις κατοχικές κυβερνήσεις πολλών δημοσίων υπαλλήλων. «Η Κατοχή ήταν πολύ σκληρή και δεν θα ήθελα με τίποτα να ξαναζήσουμε τέτοιες καταστάσεις. Θα ήθελα να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα όσων πέρασαν οι άνθρωποι τότε και να γίνουν παράδειγμα ώστε να μην τα περάσουμε και εμείς. Να γίνει το βιβλίο ένας οδηγός... αποφυγής», καταλήγει η κ. Νικολαΐδου.
«Οι σταφίδες μας έσωσαν», λέει η 86χρονη Ζαν Συρίγου, κάτοικος Αθήνας την περίοδο της Κατοχής. Η μητέρα της προσπαθούσε να κάνει τα πάντα προκειμένου τα τέσσερα κορίτσια της να μην πάθουν αβιταμίνωση και τελικά τα κατάφερε. Ακόμα και αν χρειάστηκε να πουλήσει κοσμήματα και τόμους εγκυκλοπαιδειών για να πάρει λάδι και τρόφιμα, κανένα από τα παιδιά της δεν αρρώστησε. Μπομπότα, πλιγούρι και «σούπα του μπακάλη» που περιείχε καλαμπόκι και αποξηραμένα χόρτα και χρειαζόταν λίγο βράσιμο πριν φαγωθεί, ήταν τα πιο συνηθισμένα φαγητά που θυμάται από εκείνη την περίοδο. Σαράντα έξι χρόνια μετά, για την κ. Συρίγου οι δυσκολίες της Κατοχής αποτελούν παρελθόν και κακή ανάμνηση, από την οποία βγήκε πιο δυνατή. Το μόνο που την απασχολεί πια είναι η αλλαγή στην καθημερινότητα των Ελλήνων, δεν θέλει να ξαναζήσει εικόνες της Κατοχής και εκφράζει τον φόβο ότι η σημερινή εποχή έχει χαρακτηριστικά εκείνων των χρόνων. «Πρόσφατα είδα στην είσοδο της πολυκατοικίας μου διαφημιστικά φυλλάδια για ανταλλακτήρια χρυσού. Θυμήθηκα την Κατοχή. Ανατρίχιασα και πήγα στην κόρη μου με δάκρυα στα μάτια. Αυτά συνέβαιναν μόνο τότε! Δεν θέλω τα παιδιά και τα εγγόνια μου να ζήσουν καταστάσεις όπως αυτές που περάσαμε τότε», συμπληρώνει.