5 ΜΑΪΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ
Οι γυναίκες οι οποίες παραβρέθηκαν κατά την εσπέρα της Παρασκευής, στον ενταφιασμό του Σωτήρα, δηλαδή η Μαρία η Μαγδαληνή και οι υπόλοιπες, όταν επέστρεψαν από το Γολγοθά στην πόλη, ετοίμασαν αρώματα και μύρα για να αλείψουν το σώμα του Ιησού, και την επομένη μέρα απείχαν από κάθε δραστηριότητα λόγω της αργίας του Σαββάτου. Κατά το βαθύ όρθρο, όμως, της Κυριακής, η οποία ονομάζεται από τους Ευαγγελιστές «πρώτη Σαββάτου» και «μία Σαββάτων», δηλαδή πρώτη μέρα της εβδομάδος, μετά από τριάντα έξι σχεδόν ώρες από τη νέκρωση του ζωοδότη Λυτρωτή, έρχονται με νεκρώσιμα αρώματα στον τάφο. Και ενώ σκέπτονταν τη δυσκολία της αποκυλίσεως του λίθου από την είσοδο του τάφου γίνεται σεισμός φοβερός, και Άγγελος με αστραπηφόρα όψη και χιονόφωτη στολή, αφού αποκύλισε το λίθο και κάθισε πάνω σε αυτόν, έκανε τους φύλακες να τρομάξουν και τους έτρεψε σε φυγή. Οι γυναίκες, στο μεταξύ, αφού μπήκαν στον τάφο και δε βρήκαν το σώμα του Ιησού, βλέπουν δύο Αγγέλους λευκοφορεμένους, με αντρική μορφή, οι οποίοι αφού τους φανέρωσαν την ανάσταση του Σωτήρα, στέλνουν για να απαγγείλουν τρέχοντας γρήγορα, στους μαθητές τις χαρούμενες ειδήσεις. Σε μικρό χρονικό διάστημα φθάνουν και ο Πέτρος με τον Ιωάννη, αφού έμαθαν τι έγινε από τη Μαρία τη Μαγδαληνή, όπως ήδη ειπώθηκε, και μπαίνουν στον τάφο, βρίσκουν μόνο τα σάβανα. Γι’ αυτό ανέρχονται όλοι στην πόλη με χαρά, κήρυκες της ανήκουστης αναστάσεως του Χριστού, το οποίον και είδαν πραγματικά ζωντανό πέντε φορές κατά την σημερινή εορτή.
Αυτήν τη χαρμόσυνο Ανάσταση γιορτάζοντας σήμερα ασπαζόμαστε μεταξύ μας τον εν Χριστώ ασπασμό, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό τη διακοπή της πρώτης έχθρας ανάμεσα σε εμάς και το Θεό και τη διαλλαγή του Θεού προς εμάς για άλλη μια φορά, διαλλαγή που έγινε φανερή με το πάθος του Σωτήρα. Και η εορτή ονομάζεται Πάσχα, έχοντας έτσι ίδιο όνομα με το Πάσχα των Εβραίων, το οποίο, στη γλώσσα τους σημαίνει «διάβαση», διότι ο παθών και αναστάς Ιησούς μας διαβίβασε από την κατάρα του Αδάμ και δουλεία του διαβόλου στην αρχαία ελευθερία και μακαριότητα. Και αυτή η μέρα της εβδομάδος, κατά την οποία έγινε η Ανάσταση του Χριστού, η οποία είναι η πρώτη από τις υπόλοιπες ημέρες, επειδή αφιερώθηκε στην τιμή του Κυρίου ονομάστηκε από το όνομά Του Κυριακή, και σ’ αυτή μετατέθηκε από τους Αποστόλους η αργία και η ανάπαυση της εορτής του Σαββάτου του παλαιού νόμου.
Τροπάριον. Ἦχος πλ. α’.
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος.
Ὑπακοή. Ἦχος δ’.
Προλαβοῦσαι τὸν ὄρθρον αἱ περὶ Μαριάμ, καὶ εὑροῦσα τὸν λίθον ἀποκυλισθέντα τοῦ μνήματος, ἤκουον ἐκ τοῦ Ἀγγέλου· Τὸν ἐν φωτὶ ἀϊδίῳ ὑπάρχοντα, μετὰ νεκρῶν τὶ ζητεῖτε ὡς ἄνθρωπον; βλέπετε τὰ ἐντάφια σπάργανα· δράμετε καὶ τῷ κόσμῳ κηρύξατε, ὡς ἠγέρθη ὁ Κύριος, θανατώσας τὸν θάνατον· ὅτι ὑπάρχει Θεοῦ Υἱός, τοῦ σώζοντος τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Εἰ καὶ ἐν τάφῳ κατῆλθες ἀθάνατε, ἀλλὰ τοῦ ᾌδου καθεῖλες τὴν δύναμιν· καὶ ἀνέστης ὡς νικητής, Χριστὲ ὁ Θεός, Γυναιξὶ Μυροφόροις φθεγξάμενος· Χαίρετε, καὶ τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις εἰρήνην δωρούμενος, ὁ τοῖς πεσοῦσι παρέχων ἀνάστασιν.
Ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ Μεγαλομάρτυς
Ἡ Ἁγία Μεγαλομάρτυς Εἰρήνη ἄθλησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν θυγατέρα τοῦ Λικινίου, ποὺ ἦταν βασιλιὰς κάποιου μικροῦ βασιλείου, καὶ τῆς Λικινίας. Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Μαγεδὼν καὶ ἀρχικὰ ὀνομαζόταν Πηνελόπη. Ὅταν ἡ Ἁγία ἔγινε ἕξι ἐτῶν, ὁ πατέρας της Λικίνιος τὴν ἔκλεισε σὲ ἕνα πύργο καὶ ἀνέθεσε τὴν διαπαιδαγώγησή της σὲ κάποιον γέροντα, ὀνόματι Ἀπελλιανό, ὁ ὁποῖος καὶ ἔγραψε τὰ ὑπομνήματα τοῦ μαρτυρίου αὐτῆς.
Μία νύχτα ἡ Εἰρήνη εἶδε τὸ ἑξῆς ὅραμα: μπῆκε στὸν πύργο ἕνα περιστέρι κρατώντας μὲ τὸ ράμφος του κλαδὶ ἐλιᾶς, τὸ ὁποῖο καὶ ἄφησε ἐπάνω στὸ τραπέζι. Ἐπίσης, μπῆκε καὶ ἕνας ἀετὸς μεταφέροντας στεφάνι ἀπὸ ἄνθη, τὸ ὁποῖο τοποθέτησε καὶ αὐτὸς ἐπάνω στὸ τραπέζι. Ἔπειτα μπῆκε ἀπὸ ἄλλο παράθυρο ἕνας κόρακας, ὁ ὁποῖος ἔβαλε ἐπάνω στὸ τραπέζι ἕνα φίδι. Τὸ πρωὶ ποὺ ξύπνησε ἀποροῦσε καὶ σκεπτόταν τί ἄραγε νὰ σημαίνουν αὐτὰ ποὺ εἶδε. Τὰ διηγήθηκε λοιπὸν στὸν γέροντα Ἀπελλιανὸ καὶ ἐκεῖνος τὰ ἑρμήνευσε ὡς προάγγελμα τῶν στεφάνων τῆς δόξας καὶ τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους αὐτῆς μετὰ τὴ βάπτισή της.
Στὸ Χριστιανισμὸ ἑλκύσθηκε ἀπὸ κάποια κρυπτοχριστιανὴ νέα, ἡ ὁποία, λόγω τῆς τιμιότητας καὶ τῶν ἀρετῶν της, ἔχαιρε μεγάλης ἐκτιμήσεως ἀπὸ τοὺς γονεῖς τῆς Πηνελόπης καὶ εἶχε τοποθετηθεῖ ἀπὸ αὐτοὺς ὡς θεραπαίνιδα τῆς θυγατέρας τους. Ἕνας ἱερεύς, ὀνόματι Τιμόθεος, βάπτισε κρυφὰ τὴ νεαρὴ ἡγεμονίδα καὶ τὴ μετονόμασε Εἰρήνη.
Τὸ γεγονὸς δὲν ἄργησε νὰ πληροφορηθεῖ ὁ πατέρας της Λικίνιος, ὅταν μάλιστα ἡ Ἁγία Εἰρήνη συνέτριψε τὰ εἴδωλα τῆς πατρικῆς της οἰκίας ὀμολογώντας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀνακρίθηκε καὶ καταδικάσθηκε πρῶτα ἀπὸ τὸν ἴδιο της τὸν πατέρα. Στὴ συνέχεια ἔπαθε πολλὰ ἀπὸ τοὺς Πέρσες καὶ τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν Σεδεκία καὶ Σαπώριο Α’.
Ἔπειτα ἡ Ἁγία Εἰρήνη πῆγε στὴν Καλλίπολη τοῦ Ἑλλησπόντου, ὅπου βασίλευε ὁ Νουμεριανός. Ἐκεῖ παρουσιάσθηκε σὲ αὐτὸν καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Οἱ εἰδωλολάτρες τὴν ἔκλεισαν διαδοχικὰ σὲ τρία πυρακτωμένα χάλκινα βόδια. Τὸ τρίτο ὅμως βόδι, τὴ στιγμὴ ποὺ βρισκόταν ἐντός του ἡ Μεγαλομάρτυς, ὅλως παραδόξως κινήθηκε, ἐνῷ ἦταν ἄψυχο ἀνθρώπινο κατασκεύασμα. Στὴ συνέχεια αὐτὸ σχίσθηκε καὶ βγῆκε ἀπὸ μέσα του ἡ Ἁγία ἐντελῶς ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν κόλαση τῆς πυρᾶς. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ προσέλθουν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ χιλιάδες ψυχές. Στὴν πόλη Μεσημβρία τῆς Θράκης ἡ Ἁγία Εἰρήνη θανατώθηκε, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀναστήθηκε καὶ εἵλκυσε στὴν πίστη τὸ διοικητὴ καὶ ὁλόκληρο τὸ λαό. Τέλος, ἡ Ἁγία κατέφυγε μαζὶ μὲ τὸ δάσκαλό της Ἀπελλιανὸ στὴν Ἔφεσο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου διέμεινε ἐπιτελώντας πολλὰ θαύματα καὶ τιμώμενη ὡς ἀληθινὴ ἰσαπόστολος. Ἐκεῖ ἀνέπτυξε μεγάλη δράση μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως αὐτῆς, τὸ 315 μ.Χ.
Στὸ Συναξάρι της ἀναφέρεται ὅτι στὴν Ἔφεσο ἡ Ἁγία βρῆκε μία λάρνακα, στὴν ὁποία δὲν εἶχε ὡς τότε ἐνταφιασθεῖ κανένας, μπῆκε μέσα σὲ αὐτὴν καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Πρὶν δὲ ἀπὸ τὴν κοίμησή της ἡ Ἁγία Εἰρήνη εἶχε δώσει ἐντολὴ νὰ μὴν μετακινήσει κανένας τὴν ταφόπετρα, μὲ τὴν ὁποία θὰ σκέπαζε τὴ λάρνακα ὁ δάσκαλός της Ἀπελλιανός, προτοῦ περάσουν τέσσερις ἡμέρες. Μετὰ ὅμως ἀπὸ δύο ἡμέρες ἐπισκέφθηκαν τὸν τάφο ὁ Ἀπελλιανὸς καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι εἶδαν ὅτι ἡ ταφόπετρα ἦταν σηκωμένη καὶ ἡ λάρνακα κενή.
Κατὰ τὰ δυτικὰ Μαρτυρολόγια ἡ Ἁγία Εἰρήνη μαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη, ἀφοῦ ρίχθηκε στὴν πυρά. Πρέπει δὲ νὰ σημειώσουμε ὅτι, κατὰ τὸ Μηνολόγιον τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Β’, ἡ Ἁγία Εἰρήνη τελειώθηκε μαρτυρικὰ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Εἰρήνης τὸν ἄρχοντα, ἰχνηλατοῦσα σεμνή, εἰρήνης ἐπώνυμος, δι’ ἐπιπνοίας Θεοῦ, ἐδείχθης πανεύφημε· σὺ γὰρ τοῦ πολεμίου, τὰς ἐνέδρας φυγοῦσα, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, ὡς παρθένος φρονίμη· διὸ Μεγαλομάρτυς Εἰρήνη, εἰρήνην ἡμῖν αἴτησαι.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, τῇ ἀθλήσει γέγονας, ὡραιοτάτη Εἰρήνη· αἵμασι, τοῖς ἐκχυθεῖσί σου φοινιχθεῖσα, πλάνην τε, καταβαλοῦσα τῆς ἀθεΐας· διὰ τοῦτο καὶ ἐδέξω, βραβεῖα νίκης χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.
Μεγαλυνάριον.
Τῇ εἰρηνωνύμῳ κλήσει σεμνή, κατακολουθοῦσα, εὐηγγέλισαι μυστικῶς, ἄθλοις σου θαυμάτων, ψυχαῖς πολεμουμέναις, σωτήριον εἰρήνην, Εἰρήνη ἔνδοξε.
Οἱ Ἅγιοι Εἰρηναῖος, Περεγρίνος καὶ Εἰρήνη οἱ Μάρτυρες ἐκ Θεσσαλονίκης
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Εἰρηναῖος, Περεγρίνος καὶ Εἰρήνη ἀναφέρονται τόσο στὸ Ἱερωνυμικὸ ὅσο καὶ στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο. Τὸ μαρτύριό τους ἐμφανίζει ἀρκετὲς παραλλαγὲς στοὺς Λατινικοὺς Κώδικες αὐτῶν τῶν Συναξαρίων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διατυπώνονται ποικίλες ὑποθέσεις, ποὺ ἀμφισβητοῦν τὸ μαρτύριο τοῦ Εἰρηναίου καὶ τοῦ Περεγρίνου στὴ Θεσσαλονίκη ἢ ταυτίζουν τὴν Εἰρήνη μὲ τὴν Μεγαλομάρτυρα Εἰρήνη, τῆς ὁποίας ἡ μνήμη ἀναγράφεται στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ μὲ τὴν Εἰρήνη ποὺ μαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη μαζὶ μὲ τὶς Μάρτυρες Ἀγάπη καὶ Χιονὶα († 16 Ἀπριλίου).
Ὡστόσο ἡ πλειοψηφία τῶν Κωδίκων, καθὼς καὶ δυτικὰ ἁγιολογικὰ ὑπομνήματα, ποὺ συντάχθηκαν γιὰ τοὺς τρεῖς Μάρτυρες, τοὺς χαρακτηρίζουν ρητὰ ὡς Ἁγίους τῆς Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα μὲ τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὑπομνήματα, οἱ Ἅγιοι Εἰρηναῖος, Περεγρίνος καὶ Εἰρήνη ἡ Παρθένος ἄθλησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.), ἀρνούμενοι νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Μαρτύρησαν διὰ πυρὸς καὶ χαρακτηρίζονται ὡς «ἔνδοξοι μάρτυρες τῆς Θεσσαλονίκης τῆς Μακεδονίας».
Οἱ Ἅγιοι Γαϊανός, Γάιος καὶ Νεόφυτος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Γαϊανός, Γάιος καὶ Νεόφυτος τελειώθηκαν διὰ ξίφους. Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, στὴν περιοχὴ τοῦ Δαρείου.
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος Ἐπίσκοπος Ἀρελάτης
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος γεννήθηκε στὴ Λωραίνη τῆς Γαλλίας καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἀρελάτης τῆς Γαλλίας κατὰ τὸ α’ ἥμισυ τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀποδοκίμασε τὴ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου περὶ χάριτος καὶ προορισμοῦ, συνέγραψε τὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ὀνωράτου καὶ ἄλλα ἔργα. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Ὀνωράτου († 429 μ.Χ.) ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀρελάτης καὶ ποίμανε τὴν Ἐκκλησία θεοφιλῶς ἐπὶ 20 – 25 ἔτη.Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 450 – 455 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Γερόντιος Ἐπίσκοπος Μιλάνου
Ὁ Ἅγιος Γερόντιος ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Ἰταλία. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μιλάνου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 470 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Μυροβλύτης Ἐπίσκοπος Μαδύτου
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος γεννήθηκε στοὺς Ἐπιβάτες τῆς Θράκης στὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀδελφή του κατὰ σάρκα ἦταν ἡ Ὁσία Παρασκευὴ ἡ Ἐπιβατηνὴ († 14 Ὀκτωβρίου). Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του Νικήτας, ἡ μητέρα του τὸν ὁδήγησε σὲ μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ τριάντα χρόνια καὶ διέπρεψε στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἔφυγε ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ ἀσκήτεψε σὲ ἐρημικὴ περιοχὴ ὡς ἐρημίτης.
Ὁ θεοφιλὴς βίος του τὸν ἀνέδειξε οἰκονόμο τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν τότε Ἐπίσκοπο Περίνθου, ἀκολούθως δὲ Πρεσβύτερος ἀπὸ ἄλλον Ἐπίσκοπο. Τέλος ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Μαδύτου τοῦ Ἑλλησπόντου, διακρινόμενος γιὰ τὴν ἀκάματη ἄσκηση τῆς ἀρετῆς καὶ τὴν ἐξαίρετη ποιμαντορική του ἱκανότητα. Ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε τὸ δῶρο τῆς θαυματουργίας καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του ἐπιτελοῦσε πλῆθος θαυμάτων καὶ θεράπευε λεπροὺς καὶ κωφάλαλους.
Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἀνδρὸς ἔφθασε μέχρι τὸ παλάτι καὶ τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο Β’ (976 – 1025), ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο στὴ Μάδυτο. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος προφήτευσε τὴ νίκη τοῦ βασιλέως ἐναντίον τοῦ Βάρδα Φωκᾶ τὸ 989 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 989 – 996 μ.Χ. Κατὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του ὁ τάφος του ἀνέβλυσε μύρο, ὡς ἀπόδειξη τῆς ἁγιότητος τοῦ βίου του, καὶ πολλοὶ ἀσθενεῖς θεραπεύθηκαν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπονομάσθηκε Μυροβλύτης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μαδύτου σε πρόεδρον, καὶ Ἱεράρχην κλεινόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς τοῦ Χριστοῦ μιμητήν, Εὐθύμιε Ὅσιε· ὅθεν ἱερατεύσας, θεοφρόνως Κυρίῳ, ὤφθης τῆς εὐσεβείας, πρακτικὸς ὑποφήτης· καὶ νῦν Πάτερ ἱκέτευε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχην τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατον
Καὶ τῆς Μαδύτου ποιμενάρχην καὶ διδάσκαλον
Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ παῖδές σου θεοφόρε.
Ἀλλ’ ὡς χάριτος τῆς θείας ἐνδιαίτημα
Μὴ ἐλλείπῃς πάσης βλάβης ἐκλυτρούμενος
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Εὐθύμιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Μαδύτου ἀστὴρ λαμπρός, θεῖος ποιμενάρχης, καὶ θερμότατος ἀρωγός· χαίροις Ἐκκλησίας, ἀγλάϊσμα καὶ κλέος, Εὐθύμιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.
Ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου ἐν τοῖς Κύρου
Στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα διαβάζουμε ὅτι κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ τελεῖται ἀνάμνηση τῆς γενόμενης ἡλιακῆς ἐκλείψεως, ἡ ὁποία ἔγινε τὸ 1369 καὶ ἦταν θαυμαστή, ὥστε νὰ φαίνονται τὰ ἄστρα καὶ ἡ ἡμέρα νὰ τραπεῖ σὲ νύχτα.
Οἱ Ὅσιοι Βαρλαὰμ καὶ Γεδεών
Οἱ Ὅσιοι Βαρλαὰμ καὶ Γεδεὼν ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸ 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς στὴ μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Σεπρούχωφ. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη τὸ 1377.
Ὁ Ὅσιος Μιχαίας
Ὁ Ὅσιος Μιχαίας τοῦ Ραντονὲζ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ὑποτακτικοὺς τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ καὶ ἔζησε μαζί του στὸ ἴδιο κελλί. Κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγησή του ἔφθασε σὲ μεγάλο βαθμὸ πνευματικῆς τελειώσεως. Γιὰ τὴν πραότητα τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν ἀγωνιστικότητα τῆς καρδιᾶς του, ἐμφανίσθηκε καὶ σὲ αὐτὸν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Μία φορά, ὅταν ὁ Ἅγιος Σέργιος εἶχε ὁλοκληρώσει τὸν πρωινὸ κανόνα τῆς προσευχῆς, κάθισε κάτω γιὰ λίγο, προκειμένου νὰ ξεκουραστεῖ, ἀλλὰ ξαφνικὰ εἶπε στὸν ὑποτακτικό του: «Νὰ εἶσαι ἕτοιμος, παιδί μου, θὰ ἔχουμε μία θαυμάσια ἐπίσκεψη».
Μόλις ποὺ εἶχε ψιθυρίσει αὐτὲς τὶς λέξεις καὶ μία φωνὴ ἀκούσθηκε: «Ἡ Πάναγνος πλησιάζει». Ξαφνικὰ ἐκεῖ ἔλαμψε ἕνα φῶς ἐντονότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ὁ Ὅσιος Μιχαίας ἔπεσε στὸ ἔδαφος ἀπὸ φόβο καὶ στάθηκε ἐκεῖ σὰν νὰ ἦταν νεκρός. Ὅταν ὁ Ἅγιος Σέργιος σήκωσε ἐπάνω τὸν ὑποτακτικό του, τὸν ρώτησε: «Πές μου, πάτερ, ποιὸς εἶναι ὁ λόγος γι’ αὐτὸ τὸ θαυμάσιο ὅραμα;». Ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ ἀρθρώσει λέξη ἀπὸ τὸ φόβο του. Καὶ ὁ Ἅγιος Σέργιος τοῦ ἐξήγησε σχετικὰ μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὴν προστασία της.
Ὁ Ὅσιος Μιχαίας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1385. Τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται σὲ μία κρύπτη στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Στὶς 10 Δεκεμβρίου τοῦ 1734 ἐπάνω ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου Μιχαίου ἐγκαινιάσθηκε ναὸς ἀφιερωμένος στὸ γεγονὸς τῆς ἐμφανίσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ στὴ μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ ἐν Νέᾳ Μάκρῃ Ἀττικῆς
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐφραὶμ γεννήθηκε στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1384. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἀδέλφια του, τὴ δὲ φροντίδα τους ἀνέλαβε ἡ εὐσεβὴς μητέρα του. Σὲ ἡλικία δεκατεσσάρων ἐτῶν ὁ Ὅσιος εἰσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου τοῦ ὄρους τῶν Ἀμώμων (Καθαρῶν) τῆς Ἀττικῆς καὶ ἀσκήτεψε ἐκεῖ προοδεύοντας στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν βιοτὴ καὶ πολιτεία. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ πάντοτε διακονοῦσε στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο μὲ φόβο Θεοῦ.
Στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1425, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸ ἀσκητήριό του στὴ μονή, τὴν εἶδε κατεστραμμένη ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὅλοι οἱ πατέρες δέ, εἶχαν σφαγιασθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀλλόπιστους. Ὁ Ἅγιος συνελήφθη καὶ βασανίσθηκε ἀνηλεῶς. Οἱ Τοῦρκοι τὸν κρέμασαν ἀνάποδα σὲ ἕνα δένδρο, κάρφωσαν τοὺς πόδες καὶ τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου καὶ τέλος διαπέρασαν τὸ μαρτυρικὸ σῶμα του μὲ πυρακτωμένο ξύλο. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ μαρτύρησε τὸ 1426, καὶ ἔλαβε τὸ ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
Ἡ εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ ἔγινε στὶς 3 Ἰανουαρίου τοῦ 1950.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Νεομάρτυρας ὁ Προφητικὸς
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἐφραὶμ μαρτύρησε στὴ Δαμασκό.Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀδριανὸς ἐκ Ρωσίας
Τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν πληροφοριῶν σχετικὰ μὲ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου Ἀδριανοῦ, ποὺ ἔχουμε στὴν κατοχή μας, στηρίζεται σὲ ἕνα χρονικὸ ποὺ ἀφηγεῖται τὴν ἀρχὴ τῆς ἱδρύσεως τῆς μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὸν ποταμὸ Μόνζα, στὴν περιοχὴ Κοστρόμα, καθὼς καὶ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ συνδέονται μὲ τὶς μορφὲς τῶν δυὸ ἱδρυτῶν, τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Θεράποντος. Αὐτὸ τὸ χρονικὸ συντάχθηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ ἕνα μοναχὸ τῆς μονῆς. Ὁ ἱστορικὸς Κλγιουσέβσκϊυ ὑποδεικνύει ὡς ἡμερομηνία συντάξεως τὸ 1644 καὶ θεωρεῖ ὅτι ὁ συγγραφέας ἦταν ὁ τρίτος ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ποὺ παρέμεινε ἀνώνυμος.
Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ χρονικό, ὁ Ὅσιος Ἀδριανὸς τοῦ Μονζὲνσκ ἔζησε περὶ τὰ τέλη τοῦ 16ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. στὴ Ρωσία. Γεννήθηκε στὴν Κοστρόμα καὶ βαπτίσθηκε μὲ τὸ ὄνομα Ἀμώς. Ὄντας ἀκόμα νέος, κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς ἀρρώστιας, εἶχε ἕνα ἀποκαλυπτικὸ ὄνειρο: εἶδε μία ἐρημικὴ ἐκκλησία ἀνάμεσα σὲ δύο ποταμοὺς καὶ ἄκουσε μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ τόπος σου». Ὁ Ἀμώς, θεραπευμένος πλέον, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν νυμφεύσουν καὶ ἔφθασε κατ’ ἀρχὴν στὸ μοναστήρι τοῦ Τόλγκα στὸ Γιαροσλάβλ, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν Ὅσιο Γεννάδιο καὶ ἦταν ἀφιερωμένο στὸ Σωτήρα Χριστό. Ἐκεῖ ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ὀνομάσθηκε Ἀδριανός. Μετὰ ἀπὸ ὁρισμένα χρόνια ἀσκήσεως κατέφυγε στὴν περιοχὴ τῆς Βολογκντά, στὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος, κοντὰ στὴ λίμνη Κοῦμπεν καὶ στὴ συνέχεια στὸ ἐρημητήριο ποὺ ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν μοναχὸ Παῦλο τῆς Ὀμπνόρα, μαθητὴ τοῦ Ὁσίου Σεργίου, στὰ δάση τοῦ Κομέλ. Ἐδῶ καλλιέργησε μία βαθιὰ πνευματικὴ φιλία μὲ τὸν Στάρετς Παφνούτιο, στὸν ὁποῖο ἀποκάλυψε τὴν ἐπιθυμία του νὰ ξαναβρεῖ τὴν ἐκκλησία ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ὄνειρο. Στὸν ἴδιο Στάρετς, στὴ συνέχεια, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὕπνου, ὑποδείχθηκε ἀπὸ ἕναν ἄγνωστο μοναχὸ ὁ τόπος στὸν ὁποῖο ὁ Ἀδριανὸς θὰ ξαναέβρισκε αὐτὴ τὴν ἐκκλησία: μία ἔρημος ἀνάμεσα στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μόνζα, στὴν περιοχὴ τῆς Κοστρόμα.
Ὁ Ἀδριανὸς καὶ ὁ Παφνούτιος εἶχαν τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀσκητέψουν μαζὶ σὲ ἐκεῖνον τὸν ἀπομακρυσμένο τόπο, ποὺ εἶχε μία ἐγκαταλειμμένη ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου. Παρόλα αὐτὰ ὁ Παφνούτιος διορίσθηκε τὸ 1595, μὲ διάταγμα τοῦ τσάρου, ἀρχιμανδρίτης στὸ μοναστήρι Κούντωφ (ἢ Μονὴ τῶν Θαυμάτων τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ) στὴ Μόσχα. Ἔτσι, τὸν ἴδιο χρόνο ὁ Ἀδριανὸς μαζὶ μὲ ἄλλους τρεῖς μοναχοὺς ἔφθασε στὸν ἀπομονωμένο καὶ ἥσυχο τόπο.
Ἀλλὰ οἱ κίνδυνοι καὶ οἱ δυσκολίες ἀπὸ τὶς ἀνοιξιάτικες πλημμύρες ἀνάγκασαν τὸν Ὅσιο Ἀδριανὸ νὰ μεταφέρει τὴν ἐκκλησία καὶ τὴ μοναστικὴ κοινότητα σὲ μία τοποθεσία πιὸ ἀσφαλή. Ἐκ νέου τοῦ παρουσιάσθηκε ἐκεῖνος ὁ ἄγνωστος μοναχός, ὁ ὁποῖος ὑπέδειξε στὸν Ὅσιο Ἀδριανὸ τὸ νέο τόπο, γιὰ νὰ κατασκευάσει τὸ μοναστήρι.
Λίγο ἀργότερα κατέφθασε ἐκεῖ ἕνας Στάρετς μὲ τὸ ὄνομα Θεράπων, ποὺ ζοῦσε σὲ ἐκεῖνα τὰ μέρη ὡς ἐρημίτης, σὲ ἀπομόνωση καὶ αὐστηρὸ ἀσκητικὸ βίο.
Ὁ Ὅσιος Ἀδριανὸς ἀναγνώρισε στὸ πρόσωπό του τὸν μοναχὸ ποὺ τοῦ εἶχε μυστηριωδῶς ἐμφανισθεῖ. Ὁ Θεράπων ἔζησε στὴν κοινότητα τοῦ ἡγουμένου Ἀδριανοῦ γιὰ δύο καὶ πλέον χρόνια μέχρι τὸ θάνατό του.
Ὁ Ὅσιος Ἀδριανός, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1619.
Ὁ Ἅγιος Πλάτων ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πλάτων (Γιοβάνοβιτς) γεννήθηκε στὸ Βελιγράδι τὸ 1874. Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐγκυκλίων μαθημάτων του συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ Μόσχα καὶ τὸ 1901 ἐπέστρεψε στὴ Σερβία, ὅπου ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Ρακόβιτσα κοντὰ στὸ Βελιγράδι. Παράλληλα δίδασκε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Βελιγραδίου.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Α’ Παγκοσμίου πολέμου ἔμεινε στὴ Σερβία καὶ ἀνέλαβε τὴ διακονία τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν πληγέντων. Τὸ 1938 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος καὶ τὸ 1939 μετατέθηκε στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Μπάνια Λούκα στὸ βόρειο μέρος τῆς Βοσνίας.
Ὅταν ὁ Χίτλερ, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου πολέμου, κατέλαβε τὸ βασίλειο τῆς Γιουγκοσλαβίας, διόρισε φιλοναζιστικὴ κυβέρνηση στὴν Κροατία. Ἡ νέα κυβέρνηση ἀπαίτησε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Σέρβιοι (περίπου 3.000.000 πιστοί) νὰ ἀσπασθοῦν τὸ Ρωμαιοκαθολικισμό, γιὰ νὰ θεωροῦνται Κροάτες, ἢ νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν τόπο τους, γιὰ νὰ μὴν δολοφονηθοῦν. Οἱ ἀρχὲς ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Πλάτωνα, ἐπειδὴ καταγόταν ἀπὸ τὸ Βελιγράδι, νὰ ἐγκαταλείψει τὴν περιοχὴ καὶ νὰ φύγει μαζὶ μὲ τὸ ποίμνιό του στὴ Σερβία, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀρνήθηκε σθεναρὰ νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ποίμνιό του καὶ τὴν Ἐπισκοπή του. Ἔτσι, στὶς 4 Μαΐου 1941, τὸν συνέλαβαν, τὸν βασάνισαν καὶ τὸν σκότωσαν. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ ἔριξαν στὸν ποταμό, ὅπου βρέθηκε μετὰ τρεῖς ἑβδομάδες. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πολέμου ἡ φιλοναζιστικὴ ἐξουσία ὁδήγησε στὸ Γιασένοβακ, τὸ μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης στὸ χῶρο τῶν Βαλκανίων, τοὺς Χριστιανούς, τοὺς Ἑβραίους καὶ τοὺς Τσιγγάνους. Ἐκεῖ βασανίσθηκαν καὶ δολοφονήθηκαν περὶ τοὺς 700.000 ἄνθρωποι.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, μὲ ἀπόφασή της, ἀνεκήρυξε τὸν Ἐπίσκοπο Πλάτωνα Ἅγιο καὶ τὸν ἐνέταξε στὸ ἁγιολόγιό της.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Σιέρπουχωφ Ρωσίας
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὴν ἱερὰ Μονὴ Σιέρπουχωφ τῆς Ρωσίας κοντὰ στὴ Μόσχα εἶναι γνωστὴ γιὰ θαύματα ἀπεξάρτησης σὲ ἀλκοολικοὺς καὶ ἐξαρτημένους ἀπὸ τὰ ναρκωτικά.