ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Τα πάντα περί Εορτολογίου, Συναξαριστή, Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών...

Moderator: inanm7

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Thu May 02, 2013 2:54 pm

15 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὁ Μέγας
Image
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος γεννήθηκε τὸ 292 μ.Χ. στὴν Κάτω Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.). Στὸ στρατό, στὸν ὁποῖο κατετάγη, γνωρίσθηκε μὲ Χριστιανοὺς στρατιῶτες καὶ διδάχθηκε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Ὅταν δὲ ἀπολύθηκε ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἀφοῦ μετέβη στὴν Ἄνω Θηβαΐδα, βαπτίσθηκε καὶ ἐκάρη μοναχός.

Ἐπιθυμώντας μεγαλύτερη ἡσυχία, γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄσκηση, κατέφυγε στὴν ἔρημο καὶ ἐτέθη ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ περίφημου ἡσυχαστοῦ Παλάμονος († 12 Αὐγούστου), τοῦ ὁποίου ἔγινε τέλειος μιμητής.

Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, περὶ τὸ 320 μ.Χ., κατέφυγε σὲ ἔρημο νησίδα τοῦ Νείλου, στὴ νῆσο Ταβέννη τῆς Ἄνω Θηβαΐδος, ὅπου βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὸν ἀσπασθέντα τὸ μοναχικὸ σχῆμα ἀδελφό του Ἰωάννη, ἵδρυσε μικρὴ μονή.

Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς συνέσεώς του, εἵλκυσε πολλοὺς μοναχούς, ἐξαιτίας δὲ τούτου ὁλοένα καὶ μεγάλωνε τὴ μονή του, ὥστε σὲ διάστημα ὀλίγων ἐτῶν αὐτὴ νὰ ἀριθμεῖ περισσότερους ἀπὸ 14.000 μοναχούς. Ἔτσι ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους οἰκιστὲς καὶ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου.

Ὁ Ὅσιος Παχώμιος θεωρεῖται θεμελιωτὴς τῆς κοινοβιακῆς ὀργανώσεως τῶν ἀσκητῶν. Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ Λαυσαϊκὴ Ἱστορία, βιβλίο ποὺ ἔγραψε ὁ Παλλάδιος περὶ τὸ 420 μ.Χ., οἱ μοναχοὶ τοῦ Παχωμίου, ποὺ ὀνομάζονταν Ταβεννησιῶτες, ζοῦσαν ἀνὰ τρεῖς σὲ μικρὰ οἰκήματα. Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἐπέβαλε στοὺς μοναχοὺς κοινὴ προσευχὴ κάθε πρωὶ καὶ βράδυ (συνολικὰ βέβαια οἱ μοναχοὶ προσεύχονταν, σύμφωνα μὲ τὸν Κανόνα, δώδεκα φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ δώδεκα τὴ νύχτα), κοινὴ ἐργασία, κοινὰ ἔσοδα, κοινὲς δαπάνες, κοινὰ γεύματα καὶ ὁμοιόμορφη ἐνδυμασία. Τὰ γεύματά τους ἀποτελοῦνταν ἀπὸ φυτικὲς τροφὲς καὶ τυρί. Κατ’ αὐτὰ οἱ μοναχοὶ δὲν μιλοῦσαν μεταξύ τους καί, γι’ αὐτό, συνεννοοῦνταν μὲ νεύματα. Κάλυπταν δὲ τὰ πρόσωπά τους κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ βλέπουν μόνο τὴν τράπεζα. Ἡ ὁμοιόμορφη στολή τους ἀποτελεῖτο ἀπὸ τὰ ἑξῆς ἐνδύματα: λινὸ χιτώνα («λεβιτωνάριο»), ποὺ ἔφθανε λίγο κάτω ἀπὸ τὰ γόνατα καὶ ζωνόταν μὲ ζώνη, λευκὸ μαλλοφόρο ἔνδυμα αἰγὸς ἢ προβάτου («μηλωτή»), ἐπίσης ζωσμένο, ποὺ ἔφθανε ὡς τὰ γόνατα καὶ εἶχε τὴ μαλλοφόρο ὄψη πρὸς τὰ ἔξω, κωνοειδὲς κουκούλιο, ποὺ στὸ πίσω μέρος ἔφθανε ὡς τοὺς ὤμους, καὶ μικρὸ λινὸ ὠμοφόριο («μαφόριον» ἢ «μαφόριον»), ποὺ κάλυπτε συνήθως τὸν αὐχένα καὶ τοὺς ὤμους. Ὑποδήματα σπανίως χρησιμοποιοῦσαν.

Οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοὶ κοιμοῦνταν καθήμενοι καὶ κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κάθε Σάββατο καὶ Κυριακή. Διαιροῦνταν σὲ εἴκοσι τέσσερα τάγματα, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποία χαρακτηρίζονταν μὲ ἕνα γράμμα τῆς ἀλφαβήτου, ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση καὶ τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς ἐκείνων ποὺ τὸ ἀποτελοῦσαν.

Πνεῦμα ὀργανωτικὸ καὶ ἀπαράμιλλος στὴν καθοδήγηση καὶ διακυβέρνηση προσώπων καὶ πραγμάτων, κατόρθωσε νὰ διατηρήσει μεταξὺ τοῦ πλήθους τῆς περὶ αὐτὸν ἀδελφότητας πειθαρχία καὶ ἀγάπη, φροντίζοντας ὡς φιλόστοργος πατέρας γιὰ τὶς πνευματικὲς καὶ ὑλικές τους ἀνάγκες, διὰ δὲ τῶν σοφῶν συμβουλῶν του καὶ τοῦ παραδείγματός του νὰ τοὺς ἐνθερρύνει στὸν ἀγῶνα πρὸς τὴν ἁγιότητα. Λόγω τῆς θεοσεβείας καὶ τῆς θεοφιλοῦς δράσεώς του ὁ Ὅσιος Παχώμιος προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας καὶ ἐπιτέλεσε πλεῖστα ὅσα θαύματα.
Τὸ 348 μ.Χ. περιποιούμενος ὁ ἴδιος τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἀσθένησαν ἀπὸ πανώλη, ἀρρώστησε καὶ ὁ ἴδιος καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε. Τὸν Ὅσιο Παχώμιο διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Ἡγιασμένος († 16 Μαΐου).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγελάρχης ἐδείχθης τοῦ Ἀρχιποίμενος, Μοναστῶν τᾶς ἀγέλας Πάτερ Παχώμιε, πρὸς τὴν μάνδραν ὁδηγῶν τὴν ἐπουράνιον, καὶ τὸ πρέπον ἀσκηταῖς, ἐκεῖθεν σχῆμα μυηθείς, καὶ τοῦτο πάλιν μυήσας· νῦν δὲ σὺν τούτοις ἀγάλλῃ, καὶ συγχορεύεις ἐν οὐρανίαις σκηναῖς.

Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὴν τῶν Ἀγγέλων ἐν σώματι πολιτείαν, ἐπιδειξάμενος Παχώμιε θεοφόρε, τούτων καὶ τῆς εὐκλείας ἠξίωσαι, τῷ τοῦ Δεσπότου θρόνῳ, σὺν αὐτοῖς παριστάμενος, καὶ πᾶσι πρεσβεύων θείαν ἄφεσιν.

Μεγαλυνάριον.
Πάχος ἀπορρίψας τὸ γεηρόν, πρὸς γνόφον εἰσέδυς, τῶν ἀΰλων θεωριῶν· ὅθεν ἐκομίσω, τὰς θεογράφους πλάκας, Παχώμιε παμμάκαρ, ζωῆς τῆς κρείττονος.






Οἱ Ἅγιοι Τορκουάτος, Κτησιφῶν, Σεκοῦνδος, Ἰνδαλέτιος, Καικίλιος, Ἡσύχιος καὶ Εὐφράσιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τορκουάτος, Κτησιφῶν, Σεκοῦνδος, Ἰνδαλέτιος, Καικίλιος, Ἡσύχιος καὶ Εὐφράσιος μαρτύρησαν στὴν Ἱσπανία κατὰ τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ., ὅπου κήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀπεστάλησαν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο. Ὁ Ἅγιος Τορκουάτος κήρυξε στὴν πόλη Γκουάντιξ κοντὰ στὴ Γρανάδα, ὁ Ἅγιος Καικίλιος στὴ Γρανάδα, ὁ Ἅγιος Κτησιφῶν στὴν πόλη Μπέργκα, ὁ Ἅγιος Εὐφράσιος στὴν πόλη Ἀντουγιάρ, ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος στὸ Γιβραλτάρ, ὁ Ἅγιος Ἰνδαλέτιος στὴν πόλη Οὔρσι κοντὰ στὴν Ἀλμέρια καὶ ὁ Ἅγιος Σεκοῦνδος στὴν πόλη Ἄβηλα.







Ὁ Ἅγιος Σιμπλίκιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σιμπλίκιος μαρτύρησε στὴ Σαρδηνία τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).






Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος Ἐπίσκοπος Λαρίσης
Image
Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος γεννήθηκε κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ. στὴν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.).

Ἀφοῦ ἔτυχε εὐσεβοῦς παιδείας, ἀπὸ θεῖο ζῆλο κινούμενος, ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὴ συνέχεια τὴ Ρώμη, ὅπου τὰ λείψανα καὶ οἱ τάφοι τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου προσείλκυαν τοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανούς. Ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἐπιδόθηκε στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, περιεχόμενος τὶς διάφορες χῶρες καὶ ἀψηφώντας τὶς ταλαιπωρίες καὶ τοὺς κινδύνους. Ἡ θεοφιλὴς δράση του καὶ τὰ πολλὰ πνευματικὰ χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν στολισμένος, τὸν ἀνέδειξαν Ἐπίσκοπος Λαρίσης.

Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου.

Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴ Λάρισα, ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ στερέωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ ποιμνίου του, μὲ τὴν ὑποστήριξη δὲ τοῦ αὐτοκράτορος κατόρθωσε νὰ καταστρέψει τοὺς εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς καὶ νὰ ἱδρύσει στὴ θέση τους Χριστιανικούς.
Ἔτσι θεοφιλῶς ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος καὶ ἀφοῦ ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Λαρίσης σε πρόεδρον, καὶ πολιοῦχον λαμπρόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς Ἱεράρχην σοφόν, παμμάκαρ Ἀχίλλιε· σὺ γὰρ τὸ τῆς Τριάδος, ὁμοούσιον κράτος, θαύμασί τε καὶ λόγοις, κατετράνωσας κόσμῳ. Ἣν Πάτερ ἐξευμενίζου, τοῖς σὲ γεραίρουσι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῆς οἰκουμένης τὸν ἀστέρα τὸν ἀνέσπερον

Καὶ Λαρισαίων τὸν ποιμένα τὸν ἀκοίμητον

Τὸν ἀχίλλιον ὑμνήσωμεν ἐκβοῶντες·

Παρρησίαν κεκτημένος πρὸς τὸν Κύριον

Ἐκ παντοίας τρικυμίας ἡμᾶς λύτρωσαι
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἀχίλλιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἑῴας ἀστὴρ λαμπρός, καὶ τῶν Λαρισαίων, λαμπαδοῦχος καὶ ὁδηγός, χαίροις εὐσεβείας, λειμὼν ὁ ἀνθηφόρος, Ἀχίλλιε παμμάκαρ, Τριάδος πρόμαχε.






Ὁ Ὅσιος Σιλβανὸς ὁ Ταβεννησιώτης
Ὁ Ὅσιος Σιλβανὸς ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴν Ταβέννη τῆς Ἄνω Θηβαΐδος, κοντὰ στὸν Ὅσιο Παχώμιο τὸν Μέγα. Ὁ Ὅσιος διακρίθηκε γιὰ τὸ χάρισμα τῶν δακρύων, τὸ προφητικὸ δῶρο καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Ἱλάριος
Ὁ Ὅσιος Ἱλάριος ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὴν Τοσκάνη. Ἀσκήτεψε στὰ Ἀπέννινα Ὄρη ἐπὶ πενήντα δύο χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 558 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Μυροβλύτης
Ὁ Ὅσιος Βάρβαρος ἀνῆκε, σύμφωνα μὲ τὸν ἐγκωμιαστή του Κωνσταντίνο Ἀκροπολίτη καὶ τὸ Συναξάρι, σὲ ληστρικὴ ὁμάδα Ἀράβων, ἡ ὁποία ἐπέδραμε στὴ νότια Ἤπειρο καὶ τὴν Αἰτωλία ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820 – 829 μ.Χ.). Σὲ κάποια σύγκρουση οἱ σύντροφοί του φονεύθηκαν καὶ ἀπὸ τότε ὁ Βάρβαρος περιφερόταν μόνος «λήσταρχος γενόμενος, καὶ ποιῶν ἀβάτους τὰς ὁδούς, οἰκῶν ἐν ὄρεσι καὶ ἁλσώδεσι τόποις». Κατ’ οἰκονομία Θεοῦ κάποια ἡμέρα εἰσῆλθε σὲ ναὸ ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, σὲ τόπο ποὺ ὀνομαζόταν Νήσα, ὅπου λειτουργοῦσε ὁ ἱερεὺς Ἰωάννης. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ὑψώσεως τῶν Τιμίων Δώρων ὁ ἱερεὺς τὸν εἶδε καὶ προσευχήθηκε μετὰ φόβου στὸν Θεό. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ὁ Κύριος ἄνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ληστοῦ, ποὺ εἶδε τοὺς Ἀγγέλους νὰ συλλειτουργοῦν μὲ τὸν ἱερέα. Ὅταν ὁ ἱερεὺς τελείωσε τὴν Θεία Λειτουργία, ὁ Βάρβαρος τὸν ρώτησε: «Ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἦταν μαζί σου;». Ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἡ Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ τὸν ἀξίωσε νὰ δεῖ αὐτὰ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δοῦν τὰ ἀνθρώπινα μάτια, γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ μετάνοια. Ὁ Βάρβαρος ἀμέσως ἀπέβαλε τὰ λησταρχικὰ ὅπλα, μετανόησε, ἄρχισε τὴν ἄσκηση καὶ βαπτίσθηκε. Ὁ ἀσκητικὸς ἀγῶνας στὴν περιοχὴ Τρύφου τοῦ Ξηρομέρου (ἢ Ξηρομένων) Αἰτωλοακαρνανίας ἔγινε μεγαλύτερος. Ἐπὶ τρία ἔτη ἀγωνίσθηκε πνευματικὰ καὶ «πεποίηκε χρόνους τρεῖς κυλιόμενος ὡς τετράπους καὶ ἐσθίων χοῦν καὶ βοτάνας τὰς φυομένας, κλαίων καὶ ὀδυρόμενος, κατακοπτομένων αὐτοῦ τῶν σαρκῶν». Μία νύχτα, ἕνας γεωργὸς ποὺ ἔτρωγε σὲ ἐκεῖνον τὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε ὁ Ὅσιος, τὸν φόνευσε κατὰ λάθος, νομίζοντας ὅτι εἶναι θηρίο.

Ὁ τάφος του ἀνέδιδε μύρο καὶ ὁ Ὅσιος ἐπιτελοῦσε θαύματα πολλά. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη του στὶς 15 Μαΐου.
Ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται στὴν τοπικὴ ἁγιολογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας καὶ Κέρκυρας ὡς Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Πενταπολίτης, ἡ ὁποία τιμᾶ τὴν μνήμη του στὶς 23 Ἰουνίου.
Μέχρι σήμερα στὴν Αἰτωλοακαρνανία μιλοῦν γιὰ τὸ σπήλαιο, ὅπου ὁ Ἅγιος Βάρβαρος πέρασε τὰ δέκα ὀκτὼ χρόνια τῆς ἀσκήσεώς του καὶ τὸ ἁγίασμά του. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ἀναφορὰ τὸ 1571 μ.Χ. ἕνας Βενετὸς στρατιωτικός, ὀνόματι Σκλαβοῦνος, ποὺ ἔλαβε μέρος στὴ ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου, ἀσθένησε ξαφνικὰ ἀπὸ θανατηφόρα ἀσθένεια. Ὁ ἀσθενὴς βλέπει τὸν Ὅσιο σὲ ὅραμα, ὁ ὁποῖος τὸν καλεῖ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο του, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Πράγματι, ὅταν ἔφθασε στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου, προσκύνησε μὲ εὐλάβεια καὶ ἔγινε καλά. Θέλοντας νὰ τιμήσει τὸν Ὅσιο Βάρβαρο ἔκανε ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του μὲ σκοπὸ νὰ τὰ μεταφέρει στὴ Βενετία. Περνώντας ἀπὸ τὴν Κέρκυρα γιὰ ἀνεφοδιασμό, σταμάτησε στὸ χωριὸ Ποταμός, ὅπου θεραπεύθηκε ἕνας παράλυτος νέος. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ὅσιο.






Ὁ Ὅσιος Πανηγύριος ὁ ἐκ Κύπρου
Ὁ Ὅσιος Πανηγύριος ἔζησε καὶ ἔδρασε στὴ Μαλούντα, ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Λευκωσίας τῆς Κύπρου. Ἦταν μοναχὸς καὶ ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του ἔφθασε μέχρι τὸν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε καὶ τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Μὲ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη ὁ εὐλαβὴς ἀσκητὴς ἀποδέχθηκε τὴ μεγάλη τούτη τιμή, ὥστε ἀπὸ τὸν ὑμνογράφο του νὰ χαρακτηρίζεται «τῶν ἱερέων τὸ ἐγκαλλώπισμα καὶ τῶν Ὁσίων τὸ κλέος».

Ὁ Ἅγιος Θεὸς χάρισε στὸν Ὅσιο καὶ τὸ δῶρο τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι, ἐπιτελοῦσε πολλὰ θαύματα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Ὅσιος Πανηγύριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Θείας πίστεως.
Τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Μαλουντίων τὸ καύχημα καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Πανηγύριε· ἱερωσύνης ἐνεδύσω τὴν στολὴν καὶ θαυμάτων τε πηγὴ ἀνεδείχθης, τοῖς προστρέχουσιν ἐν πίστει ἐν τῷ πανσέπτῳ καὶ θείῳ τεμένει σου. Δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖν πρέσβυν ἀκοίμητον.







Μνήμη ἐν τῷ περιτειχίσματι καὶ ἡ ἀνάδειξις τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος ἐν Καμουλιανοῖς
Ἡ μνήμη τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ἀναγράφεται στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα. Ἡ διήγηση περὶ τῆς εὑρέσεως τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν εἰδωλολάτρισσα καὶ μετέπειτα Χριστιανὴ Ἀκυλίνα , μέσα σὲ ἕνα κιβώτιο ἀποδόθηκε στὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἀλλὰ εἶναι ψευδεπίγραφη.






Ὁ Ἅγιος Ἡσαΐας ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Ἡσαΐας γεννήθηκε στὴ γῆ τοῦ Κιέβου ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, ποὺ τοῦ ἔδωσαν χριστιανικὴ ἀγωγή. Ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια ἀγάπησε τὸν Χριστό, περιφρόνησε ὅλες τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις καὶ ἦλθε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων, γιὰ νὰ γίνει μοναχός. Ἡγούμενος ἦταν τότε ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, ποὺ διεῖδε μὲ τὴν χαρισματική του διάνοια τὴν μελλοντικὴ ἐξέλιξη τοῦ νέου καὶ τὸν ἔνδυσε μὲ τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα. Ἀπὸ τότε ὁ Ἡσαΐας ἀφιερώθηκε «ψυχή τε καὶ σώματι» στὸν Νυμφίο Χριστὸ καὶ ἄρχισε μία αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή.

Ἦταν ἁπλός, ταπεινός, ὑπάκουος, ἀφιλάργυρος, φιλάνθρωπος, γνήσιος ἐνσαρκωτὴς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς. Καὶ ἐπειδὴ «οὐ δύναται πόλις κρυβήναι ἐπάνω ὄρους κειμένη», ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητός του διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴ χώρα καὶ ἔφθασε μέχρι τὰ αὐτιὰ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος Ἰζιασλάβου Παροσλάβιτς.

Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ ἐπίμονα τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο νὰ δώσει τὴν εὐλογία του, γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ ὁ Ἡσαΐας ἡγούμενος στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, μία καὶ ὁ μακάριος Βαρλαὰμ εἶχε κοιμηθεῖ ἐν Κυρίῳ.

Ὁ θεοφώτιστος Θεοδόσιος πληροφορήθηκε ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἀναλάβει ὁ ὑποτακτικός του τὴ διακονία τοῦ ἡγουμένου. Ἔτσι ἔδωσε τὴν συγκατάθεση καὶ τὴν εὐλογία νὰ γίνει ὁ Ἡσαΐας ἡγούμενος. Καὶ ἐκεῖνος, μὴ θέλοντας νὰ παρακούσει, σήκωσε μὲ πόνο τὸ βαρὺ φορτίο καὶ ἔγινε ὁ ποιμένας ὁ καλὸς τῶν μοναχῶν τῆς νέας μονῆς του.

Οὔτε ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του ἄλλαξε, οὔτε τὸ ταπεινὸ φρόνημά του ἀλλοιώθηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμα ποὺ ἀνέλαβε. Ὁ νοῦς του ἦταν πάντοτε προσκολλημένος στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θανάτου, τῆς κρίσεως καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Γι’ αὐτὸ συνέχιζε, μὲ περισσότερο τώρα ζῆλο, τὶς ἀσκήσεις καὶ τοὺς ἀγῶνες του καὶ γινόταν ζωντανὸ παράδειγμα ἀγγελικῆς βιοτῆς γιὰ τοὺς ὑποτακτικούς του, καλώντας τους στὶς κορυφὲς τῶν ἀρετῶν καὶ ἐκπληρώνοντας πάντοτε πρῶτος ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

Ὁ ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος χαιρόταν καὶ εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο, ποὺ ἔστειλαν στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου αὐτὸν τὸν ἔμψυχο ἀδάμαντα. Ἀλλὰ περισσότερο ὁ Κύριος δόξασε τὸν πιστὸ δοῦλο του, τιμώντας τον μὲ τὸ ὑψηλὸ καὶ θεῖο ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα. Μετὰ τὴν μακαρία κοίμηση τοῦ θεοφιλοῦς Λεοντίου, ἐπισκόπου τοῦ Ροστώβ, ὁ Ἅγιος Ἡσαΐας, μὲ κοινὴ βουλὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος σὲ ἐκείνη τὴν ἐπαρχία.

Ὅταν ἦλθε στὴ θεόσωστη γῆ τοῦ Ροστώβ, ὁ Ἅγιος ποιμενάρχης βρῆκε πολλοὺς Χριστιανούς, πρόσφατα βαπτισμένους ἀλλὰ ἀστερέωτους στὴν πίστη. Εἶχαν κρατήσει πολλὲς παλαιὲς εἰδωλολατρικὲς συνήθειες καὶ διέπρατταν, ἀπὸ ἄγνοια, σοβαρὰ ἁμαρτήματα. Ἄρχισε τότε ὁ Ἅγιος ἕνα δύσκολο καὶ κοπιαστικὸ ποιμαντικὸ ἀγώνα, γιὰ τὴ διαφώτιση καὶ τὴν στήριξη τοῦ ποιμνίου του στὴν πίστη καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Περιόδευε ἀκατάπαυστα στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς τοῦ Ροστὼβ καὶ τῆς Σουζδαλίας. Κατηχοῦσε, κήρυττε, νουθετοῦσε, δίδασκε, διέλυε τὶς πλάνες, κατέλυε τὰ προπύργια τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ. Ὅπου ἔβλεπε νὰ ὑπάρχουν ἀκόμα εἴδωλα ἢ εἰδωλολατρικοὶ ναοί, ἔδινε ἐντολὴ νὰ κατεδαφισθοῦν ἢ νὰ παραδοθοῦν στὴ φωτιὰ καὶ ἔπειτα δίδασκε στοὺς κατοίκους τὴν Ὀρθόδοξη πίστη στὴν Ἁγία καὶ Ὁμοούσιο καὶ Ζωαρχικὴ Τριάδα. Ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀβάπτιστους Ρώσους πίστευαν, βαπτίζονταν ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἱεράρχη στὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅσοι δὲν πίστευαν μὲ τὴν κατήχηση καὶ τὸ κήρυγμα, πείθονταν μὲ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα καὶ σημεῖα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ τὶς πιὸ σκληρὲς καρδιὲς τὶς λύγιζε ἡ ἀγάπη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀκακία καὶ ἡ μακροθυμία τοῦ Ἁγίου. Ἦταν παρηγορητὴς τῶν θλιβομένων, τροφὸς τῶν πεινασμένων, προστάτης τῶν χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, βοηθὸς τῶν φτωχῶν, ὑπερασπιστὴς τῶν ἀδικουμένων.
Ὁ Ἅγιος Ἠσαΐας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1090.







Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἔζησε κατὰ τὸν 10ο καὶ 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ 1115.






Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ Ἐρημίτης ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ Ἐρημίτης ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ δεσπότου τῆς Ἠπείρου Μιχαὴλ Β’ τοῦ Κομνηνοῦ (1237 – 1271) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μονοδένδρι Ζαγορίου Ἰωαννίνων.

Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι, ἐπειδὴ ζήλωσε τὸν ἀσκητικὸ βίο, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἦλθε καὶ κατοίκησε σὲ σπήλαιο, στὸ ὄρος Καλάνα τῆς ἐπαρχίας Βάλτου, τὸ ὁποῖο βρίσκεται μεταξὺ Αἰτωλοακαρνανίας καὶ Εὐρυτανίας.
Ὁ Κύριος, κατὰ τὸν βιογράφο του, ἔδωσε θαυμαστὸ σημεῖο, κατὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, γιὰ νὰ τὸν δοξάσει: «Οὐράνιο φῶς καὶ ἀναμμένες λαμπάδες κατέβαιναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὸ σημεῖο ποὺ βρισκόταν τὸ τίμιο λείψανό του». Μόλις πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς ἡ βασίλισσα τῆς Ἄρτας, Ἁγία Θεοδώρα, συγκέντρωσε τὴν σύγκλητο καὶ μετέβησαν στὸ μέρος ποὺ βρισκόταν τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο μὲ τιμὲς καὶ εὐλάβεια. Ἔδωσε δὲ ἐντολὴ νὰ κτίσουν ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου.






Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὁ Ἀναχωρητής
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος, τῆς Νερέκτα, κατὰ κόσμον Ἰάκωβος, γεννήθηκε ἀπὸ μία ἱερατικὴ οἰκογένεια στὸ Βλαντιμὶρ τοῦ Κλιάζμα. Ὁ πατέρας του ἦταν ὁ ἱερεὺς Ἰγνάτιος, ὁ ὁποῖος διακονοῦσε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἡ οἰκογένειά του τὸν ἔστειλε στὸ σχολεῖο καὶ σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν ὁ Ὅσιος εἶχε μάθει πολὺ καλὰ τὴν Ἁγία Γραφή.

Ποθώντας τὸν μοναχικὸ βίο κατέφυγε στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Βλαντιμὶρ καὶ ἔγινε μοναχός.

Γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση ὁ Ὅσιος ἔφυγε ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ πῆγε στὰ περίχωρα τῆς Νερέκτα. Ἐδῶ, στὸν ποταμὸ Γκριντένκα, βρῆκε ἕνα κατάλληλο μέρος γιὰ μοναστήρι, ἕνα ὑπερυψωμένο τοπίο, σὰ νησί, μέσα στὸ πυκνὸ δάσος. Ὁ Ὅσιος ζήτησε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ κτίσουν ἕνα μοναστήρι στὴν περιοχὴ τοῦ Σιπάνοβο, στὰ σύνορα μὲ τὴν πόλη Κοστρόμα. Οἱ κάτοικοι τῆς Νερέκτα μὲ χαρὰ συναίνεσαν καὶ βοήθησαν στὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἁγιογράφησε μία εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἀφοῦ ἔψαλλε τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα, τὴν μετέφερε στὸ μέρος ὅπου θὰ ἔκτιζε τὸ ναό, ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Τριάδα. Ὅταν ἡ κατασκευὴ ὁλοκληρώθηκε, ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὀργάνωσε τὸ νέο μοναστήρι, τὸ ὁποῖο σύντομα ἄρχισε νὰ προσελκύει μοναχούς.

Στὸ νέο μοναστήρι οἱ μοναχοὶ ἔπρεπε ἀπὸ μόνοι τους νὰ καλλιεργοῦν τὴ γῆ καὶ νὰ τρέφουν τοὺς ἑαυτοὺς τους μὲ τὸν μόχθο τῶν χεριῶν τους. Ὁ Ὅσιος ἔδιδε πρῶτος τὸ παράδειγμα γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς μὲ τὴν ἐργασία του.

Ὁ Ὅσιος Παχώμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας τὸ 1384, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν ὁποῖο καὶ ἔκτισε.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Παχωμίου στὶς 23 Μαρτίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.






Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος, κατὰ κόσμον Ἐλεάζαρ, γεννήθηκε περὶ τὸ 1386 στὸ χωριὸ Βιντελεμπιέ, κοντὰ στὸ Πσκώφ. Ἀπὸ τὸ ἴδιο χωριὸ καταγόταν ὁ Ὅσιος Νίκανδρος τοῦ Πσκὼφ († 24 Σεπτεμβρίου).

Οἱ γονεῖς του Ἐλεάζαρ ἤθελαν νὰ νυμφεύσουν τὸν υἱό τους, ἀλλὰ αὐτὸς ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Σνετνογκόρσκϊυ, ὅπου ἔγινε μοναχός.

Περὶ τὸ 1425, ἐπιθυμώντας ὁ Ὅσιος νὰ ζήσει σὲ ἀπομόνωση, γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς ἐγκαθίσταται σὲ ἕνα ἀπομονωμένο κελλὶ στὸν ποταμὸ Τόλβα, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸ Πσκώφ. Ἐδῶ εἶδε σὲ ὅραμα τοὺς τρεῖς Οἰκουμενικοὺς Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, οἱ ὁποῖοι τοῦ ὑπέδειξαν τὸν τόπο ὅπου θὰ οἰκοδομοῦσε μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη σὲ αὐτούς. Ἀμέσως μετά, τὸν πλησίασε ἕνας εὐσεβὴς μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεραφεὶμ καὶ γύρω ἀπὸ τὸν Ὅσιο Εὐφρόσυνο ἄρχισαν νὰ συναθροίζονται καὶ ἄλλοι ἀσκητὲς ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ζήσουν μαζί του τὸν ἀναχωρητικὸ βίο.

Τὸ 1477 ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος κατασκεύασε στὴν τοποθεσία ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ, μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στοὺς τρεῖς Ἱεράρχες καὶ τὸν Ὅσιο Ὀνούφριο καὶ κελλιὰ γιὰ τὴν ἀδελφότητα καὶ ἄρχισε νὰ δέχεται ὅσους εἶχαν ἀνάγκη πνευματικὴ καθοδήγηση. Σὲ ὅσους μοναχοὺς τὸν ἐπισκέπτονταν ὁ Ὅσιος ἔλεγε νὰ ζήσουν σύμφωνα μὲ τὸν μοναχικὸ κανόνα ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε φτιάξει. Αὐτὸς ὁ κανόνας στὴν πραγματικότητα ἦταν μία διδασκαλία γιὰ τὴν ἀληθινὴ εὐαγγελικὴ ζωὴ ποὺ πρέπει νὰ ζεῖ ἕνας μοναχός.

Ἀπὸ ταπείνωση καὶ διάθεση νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν προσευχή, ὁ Ὅσιος δὲν ἀνέλαβε ποτὲ τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου, ἀλλὰ συνέχισε νὰ ζεῖ ὡς ἐρημίτης λίγο μακριά, στὶς ὄχθες τῆς λίμνης τοῦ Πσκώφ.
Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος κοιμήθηκε σὲ ἡλικία ἐνενήντα πέντε ἐτῶν, τὸ 1481. Στὸν τάφο του τοποθετήθηκε ἡ εἰκόνα του, εἰκονογραφημένη ἀπὸ τὸν μαθητὴ του Ἰγνάτιο, ὅταν ἀκόμα ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ἦταν στὴ ζωὴ καὶ ἡ διαθήκη ποὺ ὁ ἴδιος ἄφησε στὴν ἀδελφότητα καὶ ἔγραψε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια σὲ περγαμηνὴ καὶ ἐπικύρωσε μὲ μολυβένια σφραγίδα ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Νόβγκοροντ, Θεόφιλος.






Ὁ Ὅσιος Σεραπίων τοῦ Πσκώφ
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Σεραπίωνος στὶς 8 Σεπτεμβρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Θαυματουργός ὁ πρίγκιπας
Image
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος (Ἰβάνοβιτς) γεννήθηκε στὴ Μόσχα τὸ 1581. Ἦταν υἱὸς τοῦ τσάρου Ἰβὰν Δ’ τοῦ Τρομεροῦ ἀπὸ τὸν ἕβδομο γάμο του, ἀποδόθηκε σὲ αὐτὸν ὁ τίτλος τοῦ «τσάρεβιτς», δηλαδὴ τοῦ διαδόχου τοῦ θρόνου, καθ’ ὅσον ὑπῆρχε φόβος μὴν πεθάνει ἄτεκνος ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς αὐτοῦ, Θεόδωρος. Αὐτός, ἀφοῦ ἀνῆλθε στὸν θρόνο, ἄφησε ὅλη τὴν ἐξουσία στὸ γυναικαδελφό του Βορὶς Γκουτουνώφ, ὁ ὁποῖος, φιλοδοξώντας τὴν κατάληψη τοῦ θρόνου, ἀποφάσισε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν Δημήτριο. Περιόρισε, λοιπόν, τὸ νεαρὸ τσάρο στὸ Οὔγκλιχ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Μαρία Θεοδώροβνα.

Ὁ νεαρὸς Δημήτριος εἶχε ἐμπνεύσει στοὺς Ρώσους μεγάλες ἐλπίδες, οἱ ὁποῖες χάθηκαν ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατό του. Ὁ θάνατός του, τὸ 1591, παρέμεινε μυστηριώδης, μεταξὺ δὲ τῶν ἱστορικῶν ὑπάρχουν διαφωνίες, ἐὰν ἐπῆλθε τυχαία ἢ κατόπιν ἐγκλήματος. Ἡ ἱστορία ὅμως στιγμάτισε ὡς ἠθικὸ αὐτουργὸ τῆς δολοφονίας του, τὸν Γκουτουνώφ.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ στὶς 3 Ἰουνίου.







Ὁ Ὅσιος Παχώμιος τοῦ Κένο
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος τοῦ Κένο ἔζησε τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως κοντὰ στὴν περιοχὴ τῆς λίμνης Κένο, στὴν ἐπαρχία τῆς Καργκοπόλ. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Τύχωνος Ἐπισκόπου Ζαντόνκ
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Τύχωνος, Ἐπισκόπου τοῦ Ζαντὸνκ στὶς 13 Αὐγούστου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Τύχωνος ἔγινε τὸ 1846 κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ νέου καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ζαντόνκ.







Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος (Κεδρώφ) ἦταν πρεσβύτερος στὴν πόλη Γιαράνκ, κοντὰ στὴν ἐπαρχία Βυάτκα τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ τὸν γάμο του μὲ τὴν πρεσβυτέρα Ἐλισάβετ ἀπέκτησε τρεῖς υἱούς, τοὺς Ἱερομάρτυρες Παχώμιο καὶ Ἀβέρκιο, τὸν Μιχαὴλ Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Βρασλάβα τῆς Πολωνίας καὶ μία θυγατέρα, τὴν Βέρα.Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος μαρτύρησε τὸ 1936.






Ὁ Ἅγιος Ἀβέρκιος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀβέρκιος, κατὰ κόσμον Πολύκαρπος Κεδρώφ, γεννήθηκε στὶς 2 Μαρτίου 1879 στὴν πόλη Γιαρὰνκ τῆς ἐπαρχίας Βυάτκα ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Ἱερομάρτυρα Νικόλαο καὶ τὴν Ἐλισάβετ. Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Βυάτκα καὶ στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Στὶς 2 Ἰουλίου 1910 ἔγινε μοναχὸς ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Φιλανδίας Σέργιο Στραγκορόντσκυ, ὀνομάσθηκε Ἀβέρκιος καὶ στὶς 5 τοῦ ἰδίου ἔτους εἰσῆλθε στὴν ἱερωσύνη. Ἀνέλαβε καθήκοντα διευθυντοῦ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς τοῦ Ζχιτομὶρ καὶ στὶς 27 Ἰουνίου 1915 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς.

Ὁ Ἅγιος Ἀβέρκιος συνελήφθη γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸ σοβιετικὸ καθεστὼς τὸ 1922 καὶ ἐξορίσθηκε στὸ Οὐζμπεκιστάν. Κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη ἀγωνίσθηκε κατὰ τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Τὸ 1925 ζοῦσε στὴ Μόσχα καὶ παρευρέθηκε στὴν κηδεία τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος. Συνελήφθη ἐκ νέου τὸ 1926 καὶ φυλακίσθηκε στὸ Ζχιτομίρ. Κατόπιν μεταφέρθηκε στὴ φυλακὴ Μπουτύρκι στὴ Μόσχα.
Ὁ σθεναρὸς Ἀβέρκιος, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀρχιεπίσκοπο Παχώμιο, ὑπέγραψε μία ἐπιστολὴ κατὰ τῆς «κρατικῆς θρησκείας», τὴν ὁποία τὸ ἄθεο καθεστὼς προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβάλει.
Τὸ 1929 φυλακίσθηκε στὸ Μπουτύρκι καὶ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1930 ἐξορίσθηκε στὴν πόλη τοῦ Ἀρχαγγέλσκ. Ἀπὸ τὸ 1933 μέχρι τὸ 1934 ἦταν ἐξόριστος στὴν πόλη Βὶρκ στὴν Μπασκιρία, ὅπου συνελήφθη καὶ καταδικάσθηκε, τὸ 1937, στὸν διὰ τυφεκισμοῦ θάνατο.






Ὁ Ἅγιος Παχώμιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παχώμιος, κατὰ κόσμον Πέτρος Κεδρώφ, γεννήθηκε στὶς 30 Ἰουλίου 1876 στὴν πόλη Γιαρὰνκ τῆς ἐπαρχίας Βυάτκα καὶ ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἀβερκίου. Ἀπὸ τὴν φύση του ὁ Πέτρος ἦταν ταπεινὸς καὶ πρᾶος καὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὴν Ἐκκλησία. Μετὰ τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του φοίτησε στὴν θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Καζάν, ὅταν διευθυντὴς ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντώνιος (Χαροποβίτσκϊυ).

Ὁ Πέτρος εἶχε τόση ἁπλότητα, ποὺ ἀποφάσισε νὰ ἐκπληρώσει κυριολεκτικὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ποὺ λέγει: «Καὶ ἂν κάτι τόσο σπουδαῖο σὰν τὸ δεξί σου μάτι σὲ σκανδαλίζει, βγάλε το καὶ πέταξε το. Γιατί σὲ συμφέρει νὰ χάσεις ἕνα μέλος σου, παρὰ νὰ ριφθεῖ ὅλο τὸ σῶμα σου στὴν κόλαση». Γι’ αὐτὸ μία νύχτα ἀποπειράθηκε νὰ κάψει τὸ ἕνα του μάτι μὲ ἕνα κερί. Τὸ ἔγκαυμα ἦταν τόσο σοβαρὸ ποὺ ἀπαίτησε χειρουργικὴ ἐπέμβαση.

Τὸ 1899 εἰσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου καὶ τὸ 1916 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Σταροντοὺμπ τῆς ἐπαρχίας Τσέρνιγκωφ, γιὰ νὰ ἀναδειχθεῖ Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ τὸ ἑπόμενο ἔτος.

Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος οἱ ἀρχὲς προσπάθησαν νὰ τὸν συλλάβουν μία ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία θὰ τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία, ἀλλὰ τὸ πλῆθος τῶν Χριστιανῶν τοὺς ἐμπόδισε. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος εἶχε τὴν συνήθεια νὰ παραμένει ἐπὶ πολὺ ὥρα στὸ ἱερὸ βῆμα, ὅταν τελείωνε τὶς Ἀκολουθίες. Ἐκεῖ τὸν συνέλαβαν γιὰ πρώτη φορά. Ἡ ἱστορία ἐπανελήφθη πολλὲς φορές. Αὐτὸς ἦταν ὁ συνεχὴς ἐφιάλτης ποὺ ἄρχισε νὰ ὑπονομεύει τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου.

Ἀθεϊστικὴ ἐπιτροπὴ ἐπιστημόνων ἔπρεπε νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὴν ἁγιότητα τῶν ἱερῶν λειψάνων, τὰ ὁποία πολλὲς φορὲς πετοῦσαν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος ἔζησε τὴν σκηνὴ τῆς ἔρευνας γιὰ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Τσέρνιγκωφ. Μόνο ποὺ ὅταν τὰ ἄνοιξαν, δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανέναν νὰ πλησιάσει. Οἱ ἀρχὲς πῆραν τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τὰ τοποθέτησαν στὸ μουσεῖο. Ἀπὸ ἐκεῖ οἱ Χριστιανοὶ τὰ μετέφεραν κρυφά. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος συνελήφθη. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του τὸ 1923, βρῆκε καταφύγιο στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Δανιήλ, στὴ Μόσχα. Ἐδῶ συνελήφθη καὶ μετὰ τὸν ἐγκλεισμό του στὴν φυλακὴ Μπουτύρκι τῆς Μόσχας καταδικάσθηκε σὲ τριετὴ ἐξορία σὲ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῶν ἀντιφρονούντων.

Τὸ 1927, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἐπίσκοπο Ἀβέρκιο Παχώμιο, ὑπέγραψε μία ἐπιστολὴ κατὰ τῆς «κρατικῆς θρησκείας» καὶ τῆς προσπάθειας τῶν κρατούντων νὰ ἀποϊεροποιήσουν τὴν Ἐκκλησία.

Ὁ Ἅγιος καὶ πάλι συνελήφθη καὶ ἐξορίσθηκε στὴν Κουζέμα. Ἀφέθηκε ἐλεύθερος, γιὰ νὰ συλληφθεῖ ἐκ νέου τὸ 1930, μὲ τὶς κατηγορίες τῆς ἐπαναστατικῆς δραστηριότητας, τῆς ὑποκινήσεως τῶν ἱερῶν σὲ ἀντίσταση, τῆς ἐκκλησιαστικῆς δραστηριότητας.
Τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Παχωμίου συνέβη τὸ 1937.







Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου
Φεύγοντας οἱ Ἑνετοὶ ἀπὸ τὴν Κρήτη μετὰ τὴν ἅλωση τῆς νήσου ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1669, μετέφεραν μαζί τους καὶ τὴ σωζόμενη τιμία κάρα τοῦ Ἀποστόλου Τίτου, ἡ ὁποία κατατέθηκε στὴν λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου Μάρκου τῆς Βενετίας, ἀποδόθηκε δὲ στὴν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης τὸ 1966, ἀρχιερατεύοντος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Κρήτης κυροῦ Εὐγενίου (Ψαλλιδάκη) καὶ κατατέθηκε στὸ σεβάσμιο φερώνυμο ναὸ τοῦ Ἀποστόλου, στὸ Ἡράκλειο Κρήτης.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Thu May 02, 2013 2:58 pm

16 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Ἡγιασμένος ὁ Ταβεννησιώτης
Image
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Ἡγιασμένος, ὁ ὁποῖος ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.), καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς πλούσιους. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸν Ὅσιο Παχώμιο († 15 Μαΐου) στὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου καὶ ἐντάχθηκε ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του, ἐνῷ ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ἀγαπητοὺς μαθητὲς αὐτοῦ. Πιστὸς μιμητὴς τοῦ διδασκάλου του στὸν μοναχικὸ βίο, τὸν διαδέχθηκε μετὰ τὴν κοίμησή του στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς. Γιὰ τὴν ἁγνότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν ἁγιοσύνη του προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν χάρη τῆς θαυματουργίας. Γιὰ τὴν τέλεια δὲ ψυχικὴ καὶ σωματικὴ καθαρότητά του ἔλαβε τὸν τίτλο Ἡγιασμένος.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 367 μ.Χ

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον πέφηνας, ἁγιωσύνης, τὸν πανάγιον, δοξάσας Λόγον, ἡγιασμένε θεόφρον Θεόδωρε· ὅθεν βλυστάνεις ἐκ θείας χρηστότητος, ἁγιασμὸν ἀληθῆ τοῖς βοῶσί σοι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τὸν ἐν Ἁγίοις ἀληθῶς ἀναπαυόμενον

Τοῖς σοῖς ὁσίοις θεραπεύσας κατορθώμασιν

Ἁγιότητος ἐδείχθης λαμπρὸν δοχεῖον.

Ἀλλ’ ἁγίασον παμμάκαρ τῇ σῇ χάριτι

Καὶ ἡμῶν τὰς διανοίας καὶ τὰ σώματα
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ Θεόδωρε.

Μεγαλυνάριον.
Σῶμα καὶ καρδίαν ἁγιασθείς, τῷ ἀμέμπτῳ βίῳ, ὡς τοῦ Πνεύματος ἐραστής, Τρισηλίου δόξης, ἡγιασμένον σκεῦος, ἐν τοῖς Ὁσίοις ὤφθης, Πάτερ Θεόδωρε.







Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Ἱερομάρτυρος, Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 12 Δεκεμβρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.







Ὁ Ἅγιος Περεγρίνος Ἐπίσκοπος Τέρνι
Ὁ Ἅγιος Περεγρίνος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τέρνι τῆς Ἰταλίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 138 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Περεγρίνος ὁ Μάρτυρας τῆς Ὡξέρρης
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Περεγρίνος γεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ μαρτύρησε πιθανῶς τὸ 261 μ.Χ., ἐπὶ βασιλείας Γαλλιηνοῦ ἢ τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ.






Οἱ Ἅγιοι Αὐδᾶς, Αὐδιησοῦς, Βενιαμὶν καὶ ἄλλοι τριάντα ὀκτὼ Μάρτυρες
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴν Περσία καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 -337 μ.Χ.) καὶ τοῦ Πέρσου Βασιλέως Σαπὼρ Β’ (309 – 379 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Αὐδιησοῦς ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βηθχασχάρ. Ἀφοῦ κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν ἀνεψιό του στὸν βασιλέα ὅτι ἐργαζόταν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ καταφρονοῦσε τὰ εἴδωλα, συνελήφθη καί, μαζὶ μὲ δέκα ἕξι πρεσβυτέρους, ἐννέα διακόνους, ἕξι μοναχοὺς καὶ ἑπτὰ παρθένες, ὁδηγήθηκε ἐνώπιον αὐτοῦ. Ἀφοῦ ὁμολόγησε μὲ τοὺς λοιποὺς τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἀπεστάλη στὸ Μβεὴτ Λαβάτ, πρὸς τὸν ἀδελφὸ τοῦ βασιλέως Ἀρσήθ. Αὐτός, ἀφοῦ τοὺς ἀνέκρινε καὶ πιστοποίησε τὴν ἐμμονή τους πρὸς τὴν Χριστιανικὴ πίστη, διέταξε νὰ θέσουν ξύλα περὶ τὰ σώματά τους, ἔπειτα δέ, ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν, συνέτριψαν τὰ ὀστὰ καὶ σὲ ἄθλια κατάσταση τοὺς ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου ὡς τροφὴ τοὺς διδόταν μόνο εἰδωλόθυτα. Αὐτοὶ ὅμως ἀρνοῦνταν νὰ φάγουν ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἀρκοῦνταν σὲ λίγο ψωμὶ καὶ νερό, τὰ ὁποία κρυφὰ τοὺς ἔφερνε θεοσεβὴς Χριστιανή. Μετὰ ἀπὸ λίγο συνελήφθη καὶ ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Χασχὰρ Αὐδᾶς, ὅλοι δέ, ἐμμένοντας μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία στὴν ὁμολογία τους, ἀποκεφαλίσθηκαν καὶ ἔτσι περιεβλήθησαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τὸ 375 μ.Χ.






Οἱ Ἅγιοι Βαχθισόης, Ἰσαάκιος καὶ Συμεὼν οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βαχθισόης, Ἰσαάκιος καὶ Συμεὼν τελειώθηκαν διὰ πυρός. Στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρεται ὅτι ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.) καὶ τοῦ Πέρσου βασιλέως Σαπὼρ Β’ (309 – 379 μ.Χ.), ἀφοῦ προσήχθησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.






Ὁ Ἅγιος Καραντόκιος ὁ πρίγκιπας
Ὁ Ἅγιος Καραντόκιος ἦταν Οὐαλλὸς πρίγκιπας καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Βοήθησε τὸν Ἅγιο Πατρίκιο, Φωτιστὴ τῆς Ἰρλανδίας, στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Δομνόλος

Ὁ Ἅγιος Δομνόλος ἦταν μοναχὸς στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου, κοντὰ στὸ Παρίσι τῆς Γαλλίας, καὶ τὸ 543 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λὲ Μάν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 581 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Φιδωλός
Ὁ Ὅσιος Φιδωλὸς ἔζησε στὴν Γαλλία καὶ ἦταν υἱὸς ἀνωτέρου Ρωμαίου κρατικοῦ ἀξιωματούχου. Αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὸν βασιλέα Κλόβις καὶ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Aumont, κοντὰ στὸ Troyes, Ἀβεντίνο. Ἐκεῖ ἐξελέγη ἀργότερα ἡγούμενος καὶ ἀσκήτεψε, ἀφοῦ διέπρεψε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κατὰ Θεὸν πολιτεία. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Βρενδανὸς ὁ Ἀναχωρητής
Ὁ Ὅσιος Βρενδανὸς γεννήθηκε στὴν Ἰρλανδία περὶ τὸ 489 μ.Χ. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴ χώρα του καὶ κοιμήθηκε στὴν πόλη Ἄνναγχνταουν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 577 καὶ 583 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Καραντόκιος
Ὁ Ὅσιος Καραντόκιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Οὐαλία καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἔγινε μοναχὸς καὶ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία τῆς περιοχῆς Λανγκράννογκ καὶ τὴν μονὴ τοῦ Κέρναχ στὴν ὁποία ἔγινε ἡγούμενος. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Ἰρλανδία καὶ τὴ Βρεττάνη καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Ὀνωράτος Ἐπίσκοπος Ἀμιένης
Ὁ Ἅγιος Ὀνωράτος γεννήθηκε στὸ Πὸρτ λὰ Γκρὰντ τῆς Γαλλίας κοντὰ στὴν Ἀμιένη. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Ἀμιένης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Οἱ Ἅγιοι ἀββάδες οἱ ἐν τῇ μονῇ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀναιρεθέντες

Ἀγνοοῦμε, λόγω ἐλλείψεως ὑπομνήματος, ἂν πρόκειται περὶ τῆς σφαγῆς τῶν Σαββαϊτῶν Πατέρων ποὺ τελειώθηκαν μαρτυρικὰ ὑπὸ τῶν Βλεμμύων, Ἀράβων λῃστῶν, καὶ ἑορτάζονται στὶς 20 Μαρτίου ἢ περὶ ἄλλης σφαγῆς σὲ ἄλλη ἐποχή.







Ὁ Ἅγιος Παπυλίνος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Παπυλίνος τελειώθηκε διὰ ξίφους.







Οἱ Ἅγιοι Φήλικας καὶ Γεννάδιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φήλικας καὶ Γεννάδιος μαρτύρησαν στὴν Ἀφρική.







Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Πέτρος ἤθλησε ὑπὲρ τῶν Ἁγίων εἰκόνων τὸ 761 μ.Χ. Ὡς φαίνεται αὐτὸς εἶναι ὁ ἀοίδιμος στυλίτης ἀπὸ πέτρας, ποὺ ἀναφέρει ὁ Θεοφάνης, ὅπου ἡ λέξη «πέτρα» ἀναφέρεται στὸ ναὸ τῆς Θεομήτορος ἢ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Πέτρα, ὅπου μόναζε ὁ Ὅσιος Πέτρος.Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν.







Ὁ Ὅσιος Νεάδιος
Ὁ Ὅσιος Νεάδιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πλήρης ἀρετῶν καὶ κεκοσμημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Διακρινόταν γιὰ τὴν πραότητα καὶ τὴν καλοσύνη, τὴ φιλάνθρωπη διάθεση καὶ τὸν ἀσκητικό του βίο.Ὁ Ὅσιος Νεάδιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Α’ ὁ Μυστικὸς, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ εὔπορη καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια τῆς Κάτω Ἰταλίας καὶ ἤκμασε περὶ τὸ τέλος τοῦ 9ου καὶ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. Σὲ νεαρὴ σχετικὰ ἡλικία ἔλαβε τὸ ἀξίωμα τοῦ συγκλητικοῦ καὶ χρημάτισε σύμβουλος ἐξ ἀπορρήτων τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπονομάσθηκε καὶ «Μυστικός». Ὅμως ὁ Νικόλαος, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο, ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Γαλακρηνῶν καὶ ἀργότερα, γιὰ τὶς πολλὲς ἀρετὲς καὶ τὴ μόρφωσή του, ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ χειροτονήθηκε τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 895 μ.Χ., διαδεχόμενος τὸν ἀποθανόντα Πατριάρχη Ἀντώνιο Β’ τὸν Καυλέα.

Πρῶτο μέλημά του μὲ τὴν ἐγκατάστασή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ἦταν ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας, γεγονὸς τὸ ὁποῖο τὸν ἔφερε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα καὶ τοῦ στοίχισε προσωρινὰ τὸν πατριαρχικὸ Θρόνο. Ὁ λόγος ἦταν ὅτι ὁ αὐτοκράτορας, παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς Ἐκκλησίας, τέλεσε τέταρτο γάμο μετὰ τῆς Ζωῆς τῆς Καρβονοψίνας. Μόλις ὁ Πατριάρχης Νικόλαος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, καθαίρεσε τὸν ἱερέα Θωμᾶ ποὺ τέλεσε τὸ μυστήριο καὶ ἀφόρισε τὸν αὐτοκράτορα. Ὁ Λέων, γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ, κατόρθωσε νὰ τὸν ἐκθρονίσει καὶ ὅρισε ὡς διάδοχό του τὸν Εὐθύμιο τὸν Α’, ὁ ὁποῖος γιὰ «λόγους οἰκονομίας», ἀναγνώρισε τὸν γάμο τοῦ Λέοντος. Τὸ γεγονὸς ἐπέφερε σάλο στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διότι τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν κληρικῶν ἐξακολουθοῦσε νὰ θεωρεῖ τὸ Νικόλαο ὡς νόμιμο Πατριάρχη. Πρὸς κατάπαυση τοῦ σάλου καὶ γιὰ τὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Λέοντος, Ἀλέξανδρος, τὸ 911 μ.Χ., καθαίρεσε ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο τὸν Εὐθύμιο καὶ ἀποκατέστησε σὲ αὐτὸν τὸ Νικόλαο.

Ἐπὶ τῆς πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἔγινε καὶ ἡ πρώτη διάταξη τοῦ Μηνολογίου τῶν Ἁγίων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπαγορεύθηκε ρητὰ ὁ τέταρτος γάμος διὰ τοῦ λεγομένου «Τόμου τῆς Ἑνώσεως».
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 925 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῶν Γαλακρηνῶν.







Μνήμη Ἁγίας Εὐφημίας πλησίον τοῦ Νεωρίου
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἑορταζόταν ἡ γενεθλιακὴ ἑορτὴ τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ποὺ ἔκειτο στὴ θέση Μπαγτζὲ – καπὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης
Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἐπισκόπου Μυτιλήνης, ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία στὶς 7 Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Ἴσως κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ πρέπει νὰ ἀναγνωρισθεῖ ἡ ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.







Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ ἐκ Ρωσίας
Τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ ἐκ Ρωσίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 26 Σεπτεμβρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Οἱ Ὅσιοι Κασσιανὸς καὶ Λαυρέντιος
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς τοῦ Κομὲλ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Κορνηλίου τοῦ Κομὲλ († 19 Μαΐου) καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Κομέλ. Καθημερινὰ μοχθοῦσε νὰ μιμηθεῖ τὸν πνευματικό του διδάσκαλο σὲ ὅλα καὶ ἀκολουθοῦσε πιστὰ τὸν μοναχικό του κανόνα.

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς συμβούλευε τοὺς μοναχοὺς νὰ διάγουν τὸν βίο τους μὲ φόβο Θεοῦ, νὰ προσεύχονται ἀδιάλειπτα , νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἐσωτερικοῦ τους κόσμου καὶ νὰ ἀποβάλλουν ὅλες τὶς κοσμικές τους σκέψεις, νὰ εἶναι νηφάλιοι στὴ σκέψη, ἄγρυπνοι στὴν ψυχὴ καὶ νὰ ζοῦν μὲ μετάνοια.

Μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου στὸ μοναστήρι, ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς μὲ πνευματικὴ χαρὰ συνάντησε τὸν γέροντά του καὶ παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς, θέλοντας νὰ εἶναι ὑποτακτικὸς στὸν γέροντά του, ὅπως πρίν.

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1537.

Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος τοῦ Κομὲλ ἦταν καὶ αὐτὸς μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου τοῦ Κομέλ. Τὸ 1538, μὲ τὴ σύσταση τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου, ὁμοφώνως ἐξελέγη ἡγούμενος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς καὶ πορεύθηκε μὲ βάση τὶς πνευματικὲς νουθεσίες καὶ ὁδηγίες τοῦ διδασκάλου του.

Παρ’ ὅλες τὶς μοναχικὲς ἀσχολίες του, ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος δὲν ἐγκατέλειψε τὴν προσφιλὴ σὲ αὐτὸν ἐργασία, ποὺ ἦταν ἡ ἀντιγραφὴ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1548.






Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Βρσάκ
Δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Θεόδωρο, Ἐπίσκοπος Βρσὰκ στὴν περιοχὴ τῆς βόρειας Σερβίας. Ἔζησε τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ τὸ 1593 ἀναφέρεται ὡς Ἐπίσκοπος καὶ πνευματικὸς ἡγέτης τοῦ λαοῦ του, ποὺ ἀγωνιζόταν κατὰ τῶν Τούρκων. Γιὰ νὰ διασώσει τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὴν σφαγή, τὸ ὁδήγησε πρὸς τὴν Οὐγγαρία. Μετὰ τὴν ὑπογραφὴ εἰρήνης μὲ τοὺς Τούρκους ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὸ Βρσάκ, ὅπου συνελήφθη, βασανίσθηκε ἀνηλεῶς καὶ τὸν ἔγδαραν ζωντανό. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος, μὲ τὸ μαρτύριό του, εἰσῆλθε στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου του καὶ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.






Ὁ Ἅγιος Βουκασίνος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Image
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Βουκασίνος ἔζησε κατὰ τὸν 20ο αἰώνα καὶ γεννήθηκε σὲ ἕνα μικρὸ χωριό, τὸ Κλέπτσι, κοντὰ στὴν Ἐρζεγοβίνη. Δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν βίο του. Ἐπειδὴ ἦταν Ὀρθόδοξος μοναχὸς συνελήφθη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου πολέμου ἀπὸ τοὺς φιλοναζιστὲς Ρωμαιοκαθολικοὺς Κροάτες καὶ ὁδηγήθηκε στὸ φρικτὸ στρατόπεδο συγκέντρωσης Γιασένοβατς, ὅπου, ἀρνούμενος νὰ μεταστραφεῖ στὸ Ρωμαιοκαθολικισμό, θανατώθηκε μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια.







Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 17 Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Τὴν ἡμέρα αὐτὴ στὸ χωριὸ Μύλοι τῆς νήσου Σάμου ἑορτάζεται πανηγυρικὰ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Κορίνθου, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος διῆλθε ἀπὸ τὸν τόπο αὐτὸ καὶ τὸν πλούτισε μὲ τὴν ἀσκητική του μορφὴ καὶ τὴν πλούσια θαυματουργική του χάρη.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Thu May 02, 2013 3:01 pm

17 ΜΑΪΟΥ






Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία οἱ Ἀπόστολοι
Image
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία συγκαταλέγονται ἀνάμεσα στοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου μας, τοὺς ὁποίους ἑορτάζουμε στὶς 4 Ἰανουαρίου.






Οἱ Ἅγιοι Παμφαμήρ, Παμφυλῶν καὶ Σολόχων οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παμφαμήρ, Παμφυλῶν ἢ Παμφαλὼν καὶ Σολόχων κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ὑπηρετώντας στὸ στρατὸ καὶ ἐνῷ βρισκόταν στὴ Χαλκηδόνα, κατόπιν διαταγῆς τοῦ αὐτοκράτορος νὰ ἀναζητηθοῦν οἱ Χριστιανοὶ στρατιῶτες, διετάχθησαν ὑπὸ τοῦ τριβούνου Καμπανοῦ νὰ θυσιάσουν ὅλοι στὰ εἴδωλα. Ὅλοι συμμορφώθηκαν μὲ τὴν διαταγὴ πλὴν τῶν ἀνωτέρω Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νὰ πράξουν τοῦτο, ὁμολογώντας τὴν πίστη τους στὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἀμέσως συνελήφθησαν καὶ ὑπεβλήθησαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Οἱ Μάρτυρες Παμφαμὴρ καὶ Παμφυλὼν βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο. Ὁ Μάρτυς Σολόχων, ἀφοῦ ὑπέμεινε καὶ ἔλεγξε τὸν Καμπανὸ γιὰ τὴν ἀπάνθρωπη συμπεριφορά του, διατρυπήθηκε μὲ σιδερένιο ὄργανο ἀπὸ τὸ αὐτὶ μέχρι τὸν ἐγκέφαλο. Ἀπὸ τὸ μαρτύριο αὐτὸ παρέμεινε ἄνευ αἰσθήσεων καὶ παράλυτος. Ἀφοῦ παραλήφθηκε ἀπὸ Χριστιανοὺς καὶ μεταφέρθηκε στὴν οἰκία κάποιας εὐσεβοῦς χήρας, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό.






Μνήμη ἁλώσεως τῆς Ἱερουσαλὴμ
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων τελοῦσε κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ λειτουργικὴ Σύναξη στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, γιὰ τὴν θλιβερὴ ἀνάμνηση τῆς καταστροφῆς καὶ πυρπολήσεως τῆς Ἁγίας Πόλεως ἀπὸ τοὺς Πέρσες τὸ 614 μ.Χ. Κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἐψάλλετο ἰδιαίτερη Ἀκολουθία, τῆς ὁποίας διασώθηκαν Στιχηρὰ καὶ Κανόνας μέχρι τῆς ζ’ Ὠδῆς. Τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Πέρσες περιέγραψε μὲ λεπτομέρειες ὁ σύγχρονος αὐτῆς ἁγιοσαββίτης μοναχὸς Ἀντίοχος Στρατήγιος.
Ἡ ἐπίθεση τῶν Περσῶν κατὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἄρχισε στὶς 15 Ἀπριλίου. Οἱ ἐχθροὶ εἰσέβαλαν στὴν πόλη, ὅπως τὰ ἐξαγριωμένα ἄγρια κτήνη. Οἱ Χριστιανοὶ κατέφυγαν σὲ σπήλαια, τάφρους, δεξαμενὲς καὶ ναούς, προκειμένου νὰ σωθοῦν. Οἱ κατακτητὲς δὲν ἔδειξαν οἶκτο. Δὲν σεβάσθηκαν οὔτε ἄνδρες, οὔτε γυναῖκες, οὔτε παιδιά, οὔτε βρέφη, οὔτε νέους, οὔτε γέροντες, οὔτε μοναχούς, οὔτε κληρικούς. Ὁ βασιλέας τῶν Περσῶν Χορσόης βοηθούμενος ἀπὸ 20.000 Ἰουδαίους ἐξάλειψε κάθε χριστιανικὸ οἰκοδόμημα καὶ 80.000 Χριστιανοὶ μαρτύρησαν. Τότε μεταφέρθηκε στὴν Περσία αἰχμάλωτος ὁ Πατριάρχης καὶ ὁ Τίμιος Σταυρός. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χορσόη φαίνεται ὅτι ὁ Περσικὸς ζυγὸς δὲν συνέχισε νὰ εἶναι σκληρός, διότι ὁ Ἐπίσκοπος Μόδεστος, ποὺ ἀντικατέστησε πρόσκαιρα τὸν Πατριάρχη, κατόρθωσε νὰ οἰκοδομήσει ἔστω καὶ πρόχειρα τὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἄλλους ναούς.






Ἡ Ὁσία Εὐδοκία
Ἡ μνήμη τῆς Ὁσίας Εὐδοκίας τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 7 Ἰουλίου ὅπου καὶ ὁ βίος της.







Ἡ Ἁγία Ρεστιτούτα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ρεστιτούτα μαρτύρησε στὴν Καρθαγένη ἐπὶ αὐτοκράτορος Οὐαλεριανοῦ τὸ 255 μ.Χ. ἢ ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ τὸ 304 μ.Χ.






Οἱ Ἅγιοι Ἄνδριος, Βίκτωρ καὶ Βασίλλα οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἄνδριος, Βίκτωρ καὶ Βασίλλα μαρτύρησαν στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἢ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς. Ὁ χρόνος τοῦ μαρτυρίου τους εἶναι ἄγνωστος.






Οἱ Ἅγιοι Ἐράδιος, Παῦλος καὶ Ἀκυλίνος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐράδιος, Παῦλος καὶ Ἀκυλίνος μαρτύρησαν τὸ 303 μ.Χ., μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴν πόλη Νυόν, κοντὰ στὴν λίμνη τῆς Γενεύης, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).






Ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεοδώρητος ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας καὶ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.).







Ὁ Ὅσιος Ματρῶνος
Ὁ Ὅσιος Ματρῶνος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κορνουάλλη καὶ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 545 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Μαϊδοῦλφος
Ὁ Ὅσιος Μαϊδοῦλφος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀγγλία καὶ ἔζησε ὡς ἐρημίτης. Ἀφοῦ ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν χώρα του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὸ Μαλμέσμπουρυ τὸ 673 μ.Χ.






Οἱ Ὅσιοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης οἱ Ἀψαράδες

Οἱ Ἅγιοι αὐτάδελφοι ἱερομόναχοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα τοῦ ἀρχοντικοῦ οἴκου τῶν Ἀψαράδων στὰ Ἰωάννινα, ἕναν οἶκο ποὺ διαδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στὴ ζωὴ τῆς Ἠπειρωτικῆς πρωτεύουσας.

Ἀρχικὰ τὸ ἐπώνυμο ξεκίνησε ὡς Ὀψαρᾶς καὶ σημαίνει τὸν ἰχθυοπώλη, ἀπὸ τὸ ὄψον – ὀψάριον – ψάρι. Ἀπὸ τὴν διαλάληση τῶν ἰχθυοπωλῶν [ὁ ψαράς] κατὰ φωνητικὴ ἀλίωση προῆλθε τὸ [ἀψαρᾶς] καὶ ἐξ αὐτοῦ καὶ τὸ ἐπώνυμο Ἀψαρᾶς. Ἀργότερα ἀπὸ τὸ ὀψαρᾶς προῆλθε τὸ «ὁ ψαράς».

Ἔντονη εἶναι ἡ παρουσία καὶ ἡ ἀνάμειξη μελῶν τῆς οἰκογένειας τῶν Ἀψαράδων στὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς Ἠπείρου, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξουσίας τοῦ Σέρβου Δεσπότου Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς (1366/7 – 1384). Ἀναφέρεται ὁ Μιχαὴλ Ἀψαρᾶς «ἄνδρας ἐπίβουλος, καταδότης καὶ φαῦλος», τὸν ὁποῖο τίμησε γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του ὁ τύραννος μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ πρωτοβεστιάριου. Μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Πρελιούμποβιτς, ὁ Μιχαὴλ Ἀψαρᾶς συλλαμβάνεται, τυφλώνεται καὶ κατόπιν ἐξορίζεται. Ἀντίθετα ὁ συγγενής του Θεόδωρος Ἀψαρᾶς καλεῖται ὡς σύμβουλος ἀπὸ τὴν χήρα τοῦ δυνάστου Μαρία Ἀγγελίνα Παλαιολογίνα καὶ «…ἐντίμως τὸν ἀποστάτην θάπτουσι καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτῆς τὸν βασιλέα Ἰωάσαφ εἰσφέρουσιν…».

Οἱ δύο Ὅσιοι γεννήθηκαν στὰ Ἰωάννινα, στὰ τέλη τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ ἴδιοι ξεκινοῦν τὴν αὐτοβιογραφία τους ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀφιερώθηκαν στὸν Θεό, χωρὶς νὰ κάνουν καμία μνεία γιὰ τὴν ἀρχοντικὴ καταγωγή τους, τὴν ἀνατροφή, τὴν μόρφωση καὶ τὴν περιουσία τους. Οἱ γονεῖς τους καὶ οἱ τρεῖς ἀδελφές τους ἐνδύθηκαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ κατοικοῦσαν σὲ κάποιο κελλὶ κοντὰ στὸ χωριὸ τοῦ νησιοῦ. Τὸ ὄνομα τῆς τρίτης ἀδελφῆς τῶν Ὁσίων, πιθανότατα εἶναι Μαγδαληνή.

Οἱ δύο αὐτοὶ ἀδελφοί, Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης, οἱ Ἀψαράδες, ἔλαβαν μία ἀξιόλογη γιὰ τὴν ἐποχὴ τοὺς παιδεία στὴν περίφημη μονὴ τῶν Φιλανθρωπηνῶν ἐπὶ ἡγουμένου Μακαρίου Φιλανθρωπηνοῦ. Ὅμως, τὰ πλούτη, ἡ δόξα, ἡ ἱκανὴ μόρφωση στάθηκαν ἀδύνατα νὰ νικήσουν τὴν θεϊκή τους ἀγάπη. Σὲ πολὺ νεαρὴ ἡλικία, οἰστρηλατημένοι ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα, κατέφυγαν στὸν μοναχισμὸ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν Ἠπειρωτικὴ πρωτεύουσα καὶ δικαιώνοντας τὸν χαρακτηρισμό της ὡς «Μοναχοπόλεως». Τὸ ἱερὸ μοναχικὸ σχῆμα περιεβλήθησαν κατὰ τὸ 1495 ἀπὸ κάποιον Ὅσιο γέροντα, Σάββα ὀνομαζόμενο († 3 Φεβρουαρίου). Κοντά του ἔμειναν δέκα ὁλόκληρα χρόνια, στὸ ἀσκητήριο τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς νήσου τῶν Ἰωαννίνων μέχρι τὴν κοίμησή του, στὶς 9 Ἀπριλίου 1505, συλλέγοντας τοὺς καρποὺς τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς.

Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα Σάββα ἀνεχώρησαν γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν ἀστείρευτη πηγὴ τοῦ ἀναχωρητισμοῦ, γιὰ νὰ ἀντλήσουν νέα στηρίγματα γιὰ τὴν κατοπινή τους μοναχικὴ πορεία. Στὸ «Περιβόλι τῆς Παναγίας» ἔγιναν δεκτοὶ ἀπὸ τὸν πρώην Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Νήφωνα Β’, ὁ ὁποῖος μόναζε στὴ μονὴ Διονυσίου μετὰ ἀπὸ τὴν Τρίτη ἐκλογή του τὸ 1502.

Κατὰ τὸ διάστημα τῆς σύντομης παραμονῆς τους στὴ μονὴ Διονυσίου ζήτησαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν ἁγιασμένο καὶ φωτισμένο πνευματικό τους καθοδηγητή, Πατριάρχη Νήφωνα, «ὅρο καὶ κανόνα μοναχικῆς καταστάσεως». Ἀφοῦ μὲ τὴν διδασκαλία του ἐκπλήρωσε τὶς ἐπιθυμίες τους καὶ μὲ τὴν ἀγαθὴ καρδιά του τοὺς ὅπλισε μὲ τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια γιὰ τὴν πνευματικὴ τους σωτηρία, τοὺς συμβούλεψε νὰ ἐπιστρέψουν στὸ κελλὶ τῆς μετανοίας τους, συνεχίζοντας ἐκεῖ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τους.

Ὑπακούοντας στὶς παραινέσεις καὶ στὶς ἐντολὲς τοῦ Πατριάρχου Νήφωνος, ποὺ στάθηκε γι’ αὐτοὺς δεύτερος πνευματικὸς πατέρας καὶ μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι δὲν θὰ παρέκλιναν ἀπ’ ὅσα τοὺς παρήγγειλε, γύρισαν στὸ κελλί τους, στὸ νησὶ τῶν Ἰωαννίνων.

Ἐπειδὴ ὅμως τὸ βρῆκαν κατειλημμένο ἀπὸ κάποιους κοσμικοὺς ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα προέβαλαν καὶ κτιτορικὰ δικαιώματα ἐπάνω του, ἀναγκάσθηκαν νὰ τὸ ἐγκαταλείψουν γιὰ δεύτερη φορά. Κατέφυγαν στὰ ἐνδότερα μέρη τοῦ νησιοῦ, ὅπου βρῆκαν, κατὰ τὴν ἐπιθυμία τους, τόπο κατάλληλο γιὰ ἡσυχία καὶ ἄσκηση, κοντὰ σὲ κάποιο ἄλλο μισοερειπωμένο καὶ ἔρημο ἡσυχαστήριο, ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα. Αὐτὸ ἦταν κτισμένο σὲ μία σπηλιά, ἐπάνω ἀπὸ τὴ λίμνη, ὅπου τὰ νερά της εἶχαν εἰσχωρήσει μέσα στὴν κοιλότητα τοῦ βράχου σχηματίζοντας μία πελώρια «Γούβα», ὅπως τοπικὰ ὀνομαζόταν.

Πρὶν πολλὰ χρόνια εἶχε ἁγιάσει στὸν τόπο αὐτό, ἕνας περίφημος γιὰ τὴν ἄσκησή του ἐρημίτης, ὁ Ἀντώνιος. Δέκα ὀκτὼ χρόνια εἶχε μείνει ἔγκλειστος στὸ κελλὶ καὶ εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πολλή του καθαρότητα μὲ διορατικὸ χάρισμα.

Εὐθὺς ἀμέσως ἐπισκέφθηκαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων τὴν εὐλογία του καὶ τὴν ἔγγραφη ἄδειά του γιὰ τὴν ἀνέγερση νέου ἡσυχαστηρίου. Γιὰ περισσότερη ἀσφάλεια ζήτησαν καὶ τὴν ἔκγριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Παχωμίου Α’ (1503 – 1504, 1504 – 1513). Ἐκεῖνος μὲ ἰδιόγραφο πατριαρχικὸ γράμμα του στήριξε τὶς προσπάθειές τους, ἐνισχύοντάς τους μάλιστα μὲ τὴ διαβεβαίωση, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Μητροπολίτης, ὅτι κανένας δὲν θὰ τοὺς ἐμπόδιζε στὸ θεάρεστο ἔργο τους.

Ἀφοῦ ἐξασφάλισαν τὴν ἀπαιτούμενη ἄδεια καὶ ἔγκριση, προχώρησαν ἀμέσως στὴν ἀνέγερση ναοῦ καὶ στὸ κτίσιμο κελλιῶν. Ἡ κτιτορικὴ δημιουργία στὴν πράξη ἀποδείχθηκε ἕνας μεγάλος καὶ κοπιαστικὸς ἀγώνας. Ὅλη τὴν ἡμέρα οἱ Ὅσιοι δούλευαν νὰ κόψουν ἕνα μεγάλο τμῆμα βράχου, νὰ γεμίσουν μὲ χῶμα καὶ πέτρες τὴν γούβα, γιὰ νὰ ἀρχίσουν κατόπιν τὸ κτίσιμο. Τελικὰ τὸ 1506/1507 ἀνήγειραν μὲ προσωπικά τους ἔξοδα τὸ ναὸ τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ μαζὶ μὲ αὐτόν, σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα, περατώθηκε καὶ ἡ ἀνέγερση τῶν κελλιῶν καὶ τῶν λοιπῶν ἀπαραίτητων οἰκοδομῶν.

Οἱ ἱερομόναχοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης ἦταν κτίτορες ἑνὸς ἀκόμα μοναστηριοῦ. Μετὰ τὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ νησί, ἀνήγειραν γιὰ τὶς ἀδελφές τους καὶ τοὺς γονεῖς τους τὸ μοναστικὸ ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Λεπενό.

Ἡ ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου Λεπενοῦ μὲ τὴν διαθήκη τῶν κτιτόρων κληροδοτήθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Βαρλαάμ. Αὐτὴν τὴν χρησιμοποιοῦσε ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. ὡς Μετόχι καὶ ὡς κατάλυμα σταθμεύσεως τῶν διακονητῶν Βαρλααμιτῶν, ποὺ φρόντιζαν τὰ κτήματα τῶν Ἀψαράδων στὴν Οὐσδίνα.

Ἡ πορεία τους συνεχίστηκε μὲ δοκιμασίες. Ἡ τελευταία ἐπίθεση ἐναντίων τους ἦταν ἡ πιὸ ἐπώδυνη. Τὰ βέλη δὲν προέρχονταν ἀπὸ τοὺς ἀλλόπιστους Τούρκους, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς καὶ κοσμικοὺς ἄρχοντες τοῦ τόπου, γιὰ λόγους τοὺς ὁποίους, ὅπως ἀναφέρουν στὴν αὐτοβιογραφίες τους, δὲν θέλησαν νὰ κοινοποιήσουν.

Βλέποντας ὅλη αὐτὴ τὴν δοκιμασία, τὸν πόλεμο καὶ τὴν κακία τῶν ἐχθρῶν νὰ αὐξάνεται, ἦλθε στὸ νοῦ τους ἡ συμβουλὴ τοῦ ἁγιορείτη γέροντός τους, τοῦ Ἁγίου Νήφωνος, ποὺ προορατικὰ τοὺς εἶχε πεῖ: «Ὅταν καταλάβῃ ὑμᾶς πειρασμός, μὴ ἀντιστῆτε αὐτῷ, ἀλλὰ ἀναχωρήσατε ἐν μοναστηρίῳ καὶ εἰρηνεύσετε».

Πράγματι μετὰ ἀπὸ τέσσερα περίπου χρόνια παραμονῆς τους στὰ Ἰωάννινα ἐγκατέλειψαν ὁριστικὰ πιὰ τὴ νεόκτιστη μονή τους καὶ μετέβησαν κατὰ τὸ 1510/11 στοὺς μετεωρίτικους βράχους ἀναζητώντας ἐκεῖ τὴ νέα ἑστία γιὰ τὴν ἀσκητική τους τελείωση.

Τοὺς δόθηκε ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Σκήτης τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ὁ στῦλος τοῦ Ἱεροῦ Προδρόμου ὅπου καὶ παρέμειναν γιὰ ἑπτὰ χρόνια.

Ἡ στενότητα ὅμως τοῦ βράχου καὶ τὸ ἀνθυγιεινὸ κλίμα ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς ἀνέμους δὲν τοὺς ἐπέτρεψε νὰ παραμείνουν περισσότερο ἐκεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ στράφηκαν στὴν ἀναζήτηση καταλληλότερου χώρου. Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν μετεωρίτικων βράχων τοὺς εἵλκυσε περισσότερο ἕνας πλατὺς καὶ εὐάερος λίθος, ἡσυχαστικὸς καὶ ἀρκετὰ εὐρύχωρος, κατάλληλος γιὰ κατοικία, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν τοῦ Βαρλαάμ. Ἡ ἐπωνυμία αὐτὴ ἦταν παρμένη ἀπὸ τὸν πρῶτο ἐρημίτη – οἰκιστή, ποὺ σκαρφάλωσε καὶ ἐγκαταβίωσε στὴν ἀπάτητη αὐτὴ κορυφή.

Στὸν βράχο λοιπὸν τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁλοκληρωτικὰ ἔρημος καὶ ἀκατοίκητος πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, οἱ δύο Ὅσιοι ἀνέβηκαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης Βησσαρίωνος καὶ τοῦ τότε καθηγουμένου τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1517/18.

Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάβασή τους στὸν βράχο ἄρχισαν τὶς οἰκοδομικές τους ἐργασίες, γιατί δὲν σώζονταν τίποτε ἀπὸ τὰ παλαιότερα κτίσματα. Ἀφοῦ ἔκτισαν μερικὰ πρόχειρα κελλιὰ γιὰ κατοίκηση, πρώτη τους δουλειὰ ἦταν νὰ ἀνεγείρουν τὸν τέλεια ἐρειπωμένο ναό. Ἀπὸ τὸ παλαιὸ ἐκκλησάκι, ποὺ ὁ ἐρημίτης Βαρλαὰμ εἶχε ἀφιερώσει στοὺς Ἁγίους Τρεῖς Ἱεράρχες, σώζονταν μόνο μερικὰ ἑτοιμόρροπα τμήματα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα, ποὺ ἐξυπηρετοῦσαν τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες γιὰ ἀρκετὸ καιρό.

Γι’ αὐτό, μὲ ἀνεξάντλητους σωματικοὺς κόπους καὶ ταλαιπωρίες, μὲ τὴν ἀμέριστη συμπαράσταση τῶν Ὁσίων ὑποτακτικῶν τους, Βενεδίκτου καὶ Παχωμίου, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μαζί τους καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ προχώρησαν στὴν ἐκ βάθρων ἀνέγερση τοῦ ναοῦ.

Γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριάντα χρόνια ἀπαρασάλευτη φύλαξαν τὴν ἀκολουθία τῶν θείων ὕμνων καὶ προσευχῶν, τὴν ὁλονύκτια ἀγρυπνία τῶν Κυριακῶν, καθὼς καὶ κάθε ἄλλης δεσποτικῆς ἑορτῆς ἢ καὶ μνήμης μεγάλου Ἁγίου, ἐνῷ κατὰ τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος τὸ ἥμισυ τῆς νυκτὸς τὸ εἶχαν ἀφιερώσει στὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ἡ δὲ καθημερινή τους δίαιτα ἦταν ὑπερβολικὰ ἀσκητικὴ καὶ ἀδιάπτωτη.

Τὸ 1542 θεμελίωσαν τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων. Στὶς 17 Μαΐου τοῦ 1544, ἡμέρα Σάββατο, τὴν ἐνάτη βυζαντινὴ ὥρα ὁ ναὸς τῶν Ἁγίων Πάντων ὁλοκληρώθηκε.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Ὅσιος Θεοφάνης εἶχε ἤδη δέκα μῆνες ἀσθενὴς στὸ κρεβάτι καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του βρισκόταν στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου του. Καί, ἐνῷ ὅλοι οἱ συμπαραστεκόμενοι ἀδελφοὶ καὶ πατέρες γύρω του ἔκλαιγαν καὶ θρηνοῦσαν καὶ μὲ μάτια δακρυσμένα ἔψελναν τὸν κατανυκτικὸ Παρακλητικὸ Κανόνα, ἔγινε ἕνα θαῦμα. Ξαφνικὰ ἕνα ὑπέρλαμπρο καὶ διαυγέστατο ἀστέρι εἶχε σταθεῖ πάνω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Ὁσίου, καταλάμποντας τὸ μὲ ὑπερκόσμιο φῶς! Μὲ τὴν δύση τοῦ ἡλίου ἡ ψυχὴ τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους μετέστη στὶς αἰώνιες μονές. Ταυτόχρονα ἔσβησε καὶ τὸ ὑπερφυσικὸ ἀστέρι, σημεῖο τῆς ἀμέτρητης δόξας ποὺ τὸν περίμενε στὴν οὐράνια πολιτεία. Ἕξι χρόνια ἀργότερα, δεύτερη ἡμέρα τῆς Διακαινησίμου, στὶς 7 Ἀπριλίου 1550, ἀναπαύθηκε καὶ ὁ Ὅσιος Νεκτάριος. Ὁ τάφος τους καὶ τὰ ἅγια λείψανά τους, τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ὁσίου Νεκταρίου καὶ τὸ ἀριστερὸ χέρι τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους μὲ ἄφθαρτο τὸ δέρμα ἐπὶ τῶν ἁγίων ὀστῶν τους, ἀποτελοῦν πηγὴ δυνάμεως γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς καὶ τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητές.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δυὰς ἡ τῶν Ὁσίων θεοφόροι αὐτάδελφοι, τῶν Ἰωαννίνων τὸ κλέος, Μετεώρων ἀγλάϊσμα, Θεόφανες θεράπον τοῦ Χριστοῦ, καὶ νέκταρ ὦ Νεκτάριε ζωῆς, πάσης βλάβης καὶ κινδύνων καὶ πειρασμῶν, λυτροῦσθε τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι δι’ ὑμῶν, ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος, τῶν θεοφόρων Πατέρων, ὁ κλεινὸς Νεκτάριος, καὶ Θεοφάνης ὁ θεῖος, λάμψαντες, ἐν Μετεώροις καθάπερ ἄστρα, νέμουσι, φῶς σωτηρίας τοῖς ἐκβοῶσι· χαίρετε φωτὸς δοχεῖα, οἱ τῆς Τριάδος θεῖοι θεράποντες.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Νεκτάριε μάκαρ, καὶ Θεοφάνες ἱερέ, Ἰωαννίνων δόξα, καὶ Μετεώρων λύχνοι, καὶ Βαρλαὰμ τῆς Μάνδρας, θεῖοι δομήτορες.







Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Μεγαλομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ μαρτύρησε τὸ 1555. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος γεννήθηκε στὸ Μέτσοβο ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Νέος στὴν ἡλικία ἀναχώρησε γιὰ τὰ Τρίκαλα, ὅπου ἐργαζόταν ὡς ὑπάλληλος σὲ ἀρτοπωλεῖο. Ἐκεῖ μὲ δόλο τὸν ἐξαπάτησαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἀρνήθηκε τὴν πίστη του. Γρήγορα ὅμως συναισθάνθηκε τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀποστασίας καὶ ἐπέστρεψε στὸ Μέτσοβο, ὅπου ζοῦσε αὐστηρὴ χριστιανικὴ ζωή. Κάποτε ἦλθε στὰ Τρίκαλα, γιὰ νὰ πουλήσει κάποια προϊόντα του καὶ κάποιος Τοῦρκος τὸν ἀναγνώρισε καὶ τὸν ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τὸν προδώσει. Ὁ Νικόλαος, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴ σιωπή του, τοῦ παρέδωσε ὅλο τὸ φορτίο καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι κάθε χρόνο θὰ τοῦ φέρνει τὸ ἴδιο φορτίο. Μετανόησε ὅμως γι’ αὐτή του τὴν συμπεριφορά, ἐξομολογήθηκε σὲ κάποιο πνευματικὸ καὶ ἄρχισε νὰ ἐπιζητᾶ τὸ μαρτύριο. Γι’ αὐτὸ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ποὺ ἦλθε στὰ Τρίκαλα, δὲν ἔφερε στὸν Τοῦρκο τὸ φορτίο ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ. Ὀργισμένος ὁ Τοῦρκος τὸν κατήγγειλε καὶ ὁ Νικόλαος ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ὅπου μὲ θάρρος καὶ σθένος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὅταν ὁ κριτὴς κατάλαβε ὅτι οὔτε μὲ κολακεῖες, οὔτε μὲ ἀπειλὲς μποροῦσε νὰ τὸν μεταπείσει, διέταξε νὰ βασανισθεῖ σκληρὰ καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴν φυλακή, ὅπου καρτερικὰ ὑπέμεινε τὸ μαρτύριο τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας. Ὅταν γιὰ δεύτερη φορὰ ὁδηγήθηκε στὴν ἀνάκριση, ἀποδείχθηκε ἀσάλευτος στὴν πίστη. Τότε οἱ Τοῦρκοι ὀργισμένοι τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ τὸ 1617. Τὴν τίμια κάρα τοῦ Νεομάρτυρος ἀγόρασε ἀντὶ μεγάλης ἀμοιβῆς κάποιος Χριστιανὸς κεραμέας καὶ τὴν δώρισε μετὰ ἀπὸ χρόνια στὴν ἱερὰ μονὴ Βαρλαὰμ Μετεώρων.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Μετσόβου τὸν γόνον καὶ Τρικκάλων τὸ καύχημα, καὶ τῶν πάλαι Μαρτύρων, μιμητὴν καὶ ὁμότροπον, Νικόλαον τιμήσωμεν πιστοί, τὸν νέον τοῦ Σωτῆρος Ἀθλητήν, ὡς λυτρούμενον κινδύνων πολυειδῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ νεόφωτος, λαμπρῶς ἀθλήσας, ἐν ὑστέροις ἔτεσι, τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ, ἐδείχθης Μάρτυς Νικόλαε· διὸ γεραίρει τὴν θείαν σου ἄθλησιν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τοῦ Μετσόβου θεῖος βλαστός· χαίροις ὁ Τρικκάλων, ἀντιλήπτωρ καὶ ἀρωγός· χαίροις ὁ παρέχων, ἰάσεων τὴν χάριν, Νικόλαε τρισμάκαρ τοῖς σοὶ προστρέχουσι.






Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀρχιεπίσκοπος Χριστιανουπόλεως
Image
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Καρύταινα τῆς Γορτυνίας περὶ τὸ 1640 καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος Κορφηνός. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀνδρέας καὶ Εὐφροσύνη καὶ εἶχαν ἀκόμη τρία τέκνα. Ὑποθέτουμε πὼς τὰ πρῶτα γράμματα τὰ ἔμαθε στὴν γενέτειρά του καὶ στὴν συνέχεια μᾶλλον φοίτησε στὴν περίφημη σχολὴ τῆς μονῆς Φιλοσόφου καὶ ἀργότερα, ὡς κληρικός, στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ὅταν ὁ Ἀναστάσιος βρισκόταν σὲ ἡλικία γάμου, οἱ γονεῖς του παρὰ τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἀκολουθήσει τὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἐπέμεναν νὰ τὸν νυμφεύσουν. Ὁ πατέρας του μάλιστα, χωρὶς κὰν νὰ ἔχει τὴν σύμφωνη γνώμη τοῦ υἱοῦ του, τὸν ἀρραβώνιασε στὴν Πάτρα μὲ τὴν θυγατέρα ἑνὸς πλούσιου ἄρχοντος καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἔστειλε στὸ Ναύπλιο νὰ προμηθευθεῖ τὰ γαμήλια πράγματα. Ὁ Ἀναστάσιος ὑπάκουσε στὴν πατρικὴ ἐντολὴ καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ Ναύπλιο. Στὸν δρόμο του πέρασε καὶ ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας στὸ Βιδόνι, κοντὰ στὸ χωριὸ Σύρνα καὶ ζήτησε τὴν θεία φώτιση.

Στὸ Ναύπλιο, ἀφοῦ ἀγόρασε ὅτι ἔπρεπε, πῆρε τὴν μεγάλη ἀπόφαση. Ἀναφέρεται πὼς τὴν προηγούμενη νύχτα τῆς προγραμματισμένης ἀναχωρήσεώς του γιὰ τὴν Καρύταινα, ἐνῷ βασανιζόταν ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τους νὰ πράξει, εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν Παναγία μαζὶ μὲ τὸν Τίμιο Πρόδρομο, ἡ ὁποία ἀποκαλώντας τον μὲ τὸ ὄνομα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λάβει ἀργότερα ὡς μοναχός, τοῦ εἶπε, σύμφωνα μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ πρώτου βιογράφου του: «Σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ὑπηρέτην τοῦ Υἱοῦ μου ἐπιθυμῶ νὰ γίνεις, Ἀθανάσιε. Ἀπέστειλε, λοιπόν, τοὺς δούλους σου μὲ τὰ νυμφικὰ ἱμάτια πρὸς τὸν πατέρα σου καὶ ἡ κόρη ἂς συζευχθεῖ ἄλλον ἄνδρα. Ἐσὺ δὲ νὰ πορευθεῖς στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβεις ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου εὐδόκησε». Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ Ἀθανάσιος ἀπέστειλε πίσω τοὺς δούλους καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, ἀφοῦ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος, χειροτονήθηκε κατόπιν διάκονος καὶ πρεσβύτερος.

Ἐπὶ τῆς πρώτης πατριαρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰακώβου, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος χειροτονεῖται Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Ἀρκαδίας, σὲ διαδοχὴ τοῦ Μητροπολίτου Εὐγενίου, ποὺ μὲ βάση σωζόμενα ἔγγραφα ἀρχιεράτευσε στὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ ἐπαρχία ἀπὸ τὸ 1645 ἕως τὸ 1673 τουλάχιστον. Ὡς χρόνο τῆς χειροτονίας του πρέπει νὰ ὑποθέσουμε τὸ ἀργότερο τὰ τέλη τοῦ 1680 ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1681, γιατί γιὰ πρώτη φορὰ ἀπαντᾶται τὸν Ἀπρίλιο αὐτοῦ τοῦ ἔτους, ὅταν ὑπογράφει ὡς μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν Κωνσταντινούπολη ἀφοριστικὸ γράμμα πρὸς τὸν Μητροπολίτη Εὐρίπου καὶ Ἐπίτροπο Μελενίκου.

Ὡς πρὸς τὴν ἕδρα τῆς Μητροπόλεως, ὁ τίτλος «Χριστιανουπόλεως» ὁδηγεῖ στὴν Χριστιανούπολη, τὸ σημερινὸ χωριὸ Χριστιάνοι. Οὐσιαστικὴ ὅμως ἕδρα τῆς Μητροπόλεως πρέπει νὰ θεωρήσουμε μὲ ἀσφάλεια τὴν πόλη τῆς Κυπαρισσίας.

Ἡ κατάσταση τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ἁγίου ἦταν οἰκονομικά, ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἠθικὰ ἀπελπιστική. Ὅσο ὑπῆρχε στὴν Πελοπόννησο ἡ Τουρκικὴ κατάσταση, ἡ θέση τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ οἰκονομικὴ πλευρὰ ἦταν δεινή. Ἡ θρησκευτικὴ κατάσταση, παρὰ τὴν εὐεργετικὴ δράση τῶν μοναχῶν τοῦ Λουσίου καὶ τῆς σχολῆς τῆς μονῆς Φιλοσόφου καὶ ὅποιων ἄλλων, δὲν διέφερε καὶ πολύ, τὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια, ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ὑπόδουλης χώρας.

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἄρχισε ἀμέσως τὸν ἀγῶνα προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ διάφορα προβλήματα καὶ νὰ βελτιώσει τὴν κατάσταση. Πρῶτο μέλημά του ἦταν ἡ ἐξεύρεση κατάλληλων νέων γιὰ τους ἱερατικὸ ἀξίωμα. Προκειμένου νὰ πετύχει τὸν στόχο του ὁ Ἅγιος σύστησε σχολεῖα γιὰ τὴν στοιχειώδη λειτουργικὴ καὶ λοιπὴ ἐκπαίδευση τῶν ὑποψηφίων καὶ παράλληλα παραιτήθηκε ἀπὸ κάθε συνηθισμένη τότε οἰκονομικὴ προσφορά, ποὺ δινόταν ἐκ μέρους τους στὸν Ἀρχιερέα γιὰ τὴν συντήρηση τοῦ ἰδίου καὶ τῆς Ἐπισκοπῆς. Πιστεύοντας ὁ Ἅγιος πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἱερὸς θεσμός, ποὺ διατηρεῖ τὴν γνήσια πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ὁ συνεκτικὸς κρίκος, ποὺ ἑνώνει τοὺς ὑπόδουλους Ἕλληνες καὶ συντηρεῖ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση καὶ ἀκόμα πὼς οἱ ἐκκλησίες εἶναι τὸ κέντρο ἀναφορᾶς καὶ τὸ σημεῖο συναντήσεως καὶ κοινωνίας τῶν δύστυχων Ἑλλήνων, φρόντισε γιὰ τὴν ἐπισκευὴ καὶ συντήρησή τους, ὅσο βέβαια αὐτὸ ἦταν ἐφικτὸ καὶ ἀπὸ οἰκονομικῆς πλευρᾶς καὶ ἀπὸ πλευρᾶς χορηγήσεως ἀδείας ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ Ἅγιος ἐνδιαφέρθηκε καὶ γιὰ τὰ μοναστήρια, τὶς ἱερὲς αὐτὲς ἑστίες τῆς σωτηρίας, τὰ κέντρα φωτισμοῦ καὶ φιλανθρωπίας, ποὺ πρωτοστάτησαν στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ὑπόδουλου Γένους.

Πρὸς τὸ ποίμνιό του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος στάθηκε ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος καὶ μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐνδιαφέρθηκε ὄχι μόνο γιὰ τοὺς τόπους λατρείας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν διακονία τοῦ λαοῦ του, προκειμένου νὰ τὸν ἀνακουφίσει ἀπὸ τὰ καθημερινὰ δεινὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς δουλειᾶς. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὰ ὀρφανά, τὶς χῆρες, τοὺς ἀνήμπορους γέροντες, τοὺς διωκόμενους καὶ ἀδικούμενους ἦταν μοναδική.
Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς παρέσχε στὸν Ἅγιο «μισθό» καὶ τὸν ἀξίωσε ἤδη ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή του ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του νὰ ἐπιτελεῖ σημεῖα καὶ θαύματα. Ἀναφέρεται πώς, ὅταν ὁ Ἅγιος λειτουργοῦσε, τὴν στιγμὴ ποὺ ἔβγαινε στὴν Ὡραία Πύλη νὰ πεῖ τὸ «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε…», οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν μπροστὰ στὸ στόμα του ἕνα φεγγοβόλο ἀστέρι.
Ἔτσι, ἀφοῦ ποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του καὶ διακόνησε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος κοιμήθηκε μετὰ ἀπὸ ὀλιγοήμερη ἀσθένεια τὸ 1707 ἢ τὸ 1708. Λίγα χρόνια ἀργότερα, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1710 – 1713 ἔγινε ἡ ἐκταφή του καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο βρέθηκε στὸ μεγαλύτερο μέρος του ἀδιάλυτο καὶ μυροβόλο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς τελοῦντας τὴν μνήμην, καὶ τιμώντας τὸ σῶμά σου, καὶ πανευλαβῶς προσκυνοῦντας τὴν μυρίπνοον Κάραν σου, ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς Θεόν, ἱκέτευε Χριστὸν τὸν ἀγαθόν, καὶ ταῖς σαῖς θερμαῖς πρεσβείαις, τῶν κινδύνων σῷζε, ὦ ἅγιε Ἀθανάσιε. Ἔχων δὲ καὶ συμπρεσβευτήν, τὸν μέγαν Κυρίου Πρόδρομον, ἔσο ἀοράτως τῆς Μονῆς, φρουρὸς καὶ προπύργιον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὁ δοξασθεὶς παρὰ Θεοῦ θαυμασίως, δι’ εὐωδίας καὶ θαυμάτων ποικίλων, ἐν τοῖς ἐσχάτοις χρόνοις, Ἀθανάσιε, φάνηθι ταχύτατος, καὶ θερμὸς ἀντιλήπτωρ, τῶν δεινῶν λυτρούμενος· τοὺς πιστῶς σε τιμῶντας, καὶ τοὺς τὰ λείψανα κατέχοντας τὰ σά, πρὸς μετανοίας ὁδὸν χειραγώγησον.






Ὁ Ἅγιος Ἐλεάζαρος

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐλεάζαρος ἤ Λαζαρος ἔζησε κατὰ τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Βαζέν. Μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Ὄλονετς.






Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς τῆς Ὀδησσοῦ
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς Μωϋσέεβιτς Ἀταμάνσκϊυ γεννήθηκε στὴν Ὀδησσὸ στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1855. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Μωυσῆς καὶ ἦταν διάκονος καὶ ἡ μητέρα του Γλυκερία. Πέθαναν ὅμως νωρὶς καὶ ἄφησαν ὀρφανὸ τὸν Ὅσιο σὲ μικρὴ ἡλικία, ὁ ὁποῖος καθημερινά, νύχτα καὶ ἡμέρα, περνοῦσε τὸν χρόνο του προσευχόμενος στοὺς τάφους τῶν γονέων του. Τὴν κηδεμονία τοῦ φτωχοῦ παιδιοῦ ἀνέλαβε ὁ θεῖος του. Ὁ Ὅσιος πρόκοπτε στὴν ἀρετή, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν μόρφωση. Ὁ θεῖος ζῆλος φούντωνε μέσα στὴν καρδιά του. Ἔτσι τὸ 1884 χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ 1886 πρεσβύτερος. Διακόνησε τὴν Ἐκκλησία, στὴν ἀρχὴ ὡς ἐφημέριος σὲ χωριὸ καὶ ἀργότερα, ἀπὸ τὸ 1897, στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Ὀδησσοῦ.

Ἡ ποιμαντική του δράση ὑπῆρξε ἀξιοθαύμαστη. Οἱ φτωχοὶ καὶ ἄποροι εὕρισκαν καταφύγιο κοντά του. Ὁ Ὅσιος τοὺς δίδασκε μὲ τὴ λειτουργική του ζωὴ καὶ τὰ φλογερὰ κηρύγματά του. Ἡ ἐκκλησιαστική του κοινότητα ἦταν παρόμοια μὲ αὐτὴ τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας καὶ ἀναγνώριζε στὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου τὸν ἄνθρωπο τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.

Ἡ εὐεργετικὴ ποιμαντικὴ δράση τοῦ Ὁσίου φάνηκε περισσότερο κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ρωσο – Ἰαπωνικοῦ πολέμου, τὸ 1905, κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1917 καὶ στὰ χρόνια τοῦ διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος συνέχισε χωρὶς φόβο τὴν διακονία του μὲ πίστη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν λαό. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι πολλοὶ συνέρεαν πρὸς αὐτόν, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ νοσήματά τους.
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1924 καὶ ἡ κανονικὴ πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε τὸ 1995. Τὸ 1996 τὰ ἱερὰ λείψανά του μετακομίσθηκαν στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Ὀδησσοῦ.






Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἡ ἐν Μόσχᾳ
Image
Τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Εὐφροσύνης τῆς ἐν Μόσχᾳ, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 7 Ἰουλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος της.






Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἀδριανοῦ
Τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀδριανοῦ, ἐκ Ρωσίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 26 Αὐγούστου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby KIXEM » Mon May 06, 2013 12:35 am

Ας μη ξεχάσουμε αδελφοί μου τις μεγάλες γιορτές για εκκλησιασμό, όσοι μπορούμε :

6 Δευτέρα, Αγίου Γεωργίου Μεγαλομάρτυρος
7 Τρίτη, Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης
KIXEM
 
Posts: 526
Joined: Sat May 04, 2013 11:06 am

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed May 15, 2013 10:55 am

18 ΜΑΪΟΥ






Οἱ Ἅγιοι Πέτρος, Διονύσιος, Ἀνδρέας, Παῦλος, Χριστίνα, Ἡράκλειος, Παυλίνος καὶ Βενέδιμος οἱ Μάρτυρες
Image
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πέτρος, Διονυσία, Ἀνδρέας, Παῦλος, Χριστίνα, Ἡράκλειος, Παυλίνος καὶ Βενέδιμος, μαρτύρησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Ὁ Πέτρος καταγόταν ἀπὸ τὴ Λάμψακο καί, ὅταν τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν ἄρχοντα τῆς Ἀβύδου, Δέκιο, γιὰ νὰ θυσιάσει στὴν Ἀφροδίτη, ἐκεῖνος ἀντίθετα, ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὸν Χριστό. Τότε βασανίσθηκε σκληρὰ καὶ τελικὰ παραδόθηκε στὸν δήμιο.

Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Ἀνδρέας κατάγονταν ἀπὸ τὴν Μεσοποταμία καὶ συνυπηρετοῦσαν στὸ στρατὸ τοῦ Δεκίου ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Δάκνο. Ὅταν ἐπισκέφθηκαν τὴν Ἀθήνα, πληροφορήθηκαν γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη, κατηχήθηκαν καὶ βαπτίσθηκαν Χριστιανοί, καταγγέλθηκαν, συνελήφθηκαν μὲ τὸν Διονύσιο καὶ τὴν παρθένο Χριστίνα καὶ ὁμολόγησαν μὲ θάρρος τὴν πίστη τους στὸν Κύριο. Ἒτσι ὑπέστησαν τὸν διὰ λιθοβολισμοῦ θάνατο, ἐνῷ ἡ Ἁγία Χριστίνα ἀποκεφαλίσθηκε.
Οἱ Ἅγιοι Ἡράκλειος, Παυλίνος καὶ Βενέδιμος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἐκεῖ ἀγωνίζονταν σκληρὰ κατὰ τὴν πλάνης τῶν εἰδώλων καὶ τῶν φιλοσόφων, οἱ ὁποῖοι πολεμοῦσαν τὴν χριστιανικὴ πίστη. Μετὰ ἀπὸ καταγγελία συνελήφθησαν, βασανίσθηκαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος τοὺς συμβούλεψε νὰ ἐπιστρέψουν στὴν εἰδωλολατρία. Ἐκεῖνοι ἀρνήθηκαν καὶ τελικὰ ἀποκεφαλίσθηκαν δίδοντας τὴν δική τους μαρτυρία Χριστοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν ἀθλοφόρων τὸν ὀκτάριθμον δῆμον, μαρτυρικοῖς ἐγκωμιάσωμεν ὕμνοις, Παυλῖνον Διονύσιον καὶ Πέτρον ὁμοῦ, Ἀνδρέαν καὶ Βενέδιμον, τὸν θεόφρονα Παῦλον, Ἡράκλειον τὸν ἔνδοξον, καὶ Χριστίναν τὴν θείαν· οὗτοι καὶ γὰρ πρεσβεύουσιν ἀεί, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, Χριστῷ τῷ θεῷ ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Διαφόρων πόλεων ἐξωρμημένοι, οὐρανίου πόλεως, πολῖται ὢφθητε σεπτοί, χορόν λαμπρόν συγκροτήσαντες, Μάρτυρες θεῖοι, Τριάδος ὑπέρμαχοι.

Μεγαλυνάριον.
Πίστει στρατευσάμενοι τῷ Χριστῷ, θεόπλοκος δῆμος, καὶ γενναῖος συνασπισμός, ὤφθητε ἐν ἄθλοις, ὀκτάριθμοι ὁπλῖται, ἐχθρῶν τὰς παρατάξεις, περιτρεψάμενοι.







Ὁ Ἅγιος Βενάντιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Βενάντιος ἄθλησε στὴν πόλη Καμερίνο, κοντὰ στὴν πόλη Ἀγκώνα τῆς Ἰταλίας τὸ 250 μ.Χ. Οἱ εἰδωλολάτρες τὸν συνέλαβαν, τὸν κρέμασαν καὶ τὸν ἔκαψαν καὶ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν.






Οἱ Ἁγίες Ἀλεξανδρία, Εὐφρασία, Θεοδότη, Ἰουλία, Κλαυδία, Ματρώνα, Τεκοῦσα καὶ Φαεινὴ οἱ Παρθενομάρτυρες

Image
Οἱ Ἁγίες Μάρτυρες Ἀλεξανδρία ἢ Ἀλεξάνδρα, Εὐφρασία, Θεοδότη, Ἰουλία, Κλαυδία, Τεκοῦσα καὶ Φαεινὴ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας καὶ ἄθλησαν στὴν Ἄγκυρα τὸ 304 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Ἀσχολούμενες μὲ ἔργα ἐλέους καὶ φιλανθρωπίας καὶ μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν κατήχηση εἰδωλολατρισσῶν γυναικῶν, συνελήφθησαν καὶ φυλακίσθηκαν. Ἀνακρινόμενες ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, ἐπειδὴ δὲ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, παραδόθηκαν στοὺς στρατιῶτες πρὸς ἀτίμωση. Ἀφοῦ ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν δοκιμασία αὐτή, μὲ τὴ Θεία Χάρη, ἁγνὲς καὶ ὑπέστησαν πλεῖστα ἄλλα βασανιστήρια, ρίχθηκαν τέλος στὴ λίμνη, ὅπου ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.







Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδοτος ἦταν ἀνεψιὸς τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Τεκούσης καὶ μαρτύρησε στὴν Ἄγκυρα τὸ 304 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Ἀφοῦ ἀνέσυρε κατὰ τὴ νύχτα τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων γυναικῶν, ἐνταφίασε αὐτὰ μὲ εὐλάβεια. Ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ τύραννος Θεότεκνος, συνέλαβε τὸν Ἅγιο καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια τὸν ἀποκεφάλισε, τὰ δὲ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν παρέδωσε στὴν πυρρά.







Ὁ Ἅγιος Φήλικας ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φήλικας ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σπολέτο τῆς Οὐμβρίας τῆς Ἰταλίας καὶ μαρτύρησε τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ.







Ὁ Ἅγιος Διόσκορος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος μαρτύρησε στὴν Κυνόπολη τῆς Αἰγύπτου τὸ 305 μ.Χ., ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς καὶ κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ.






Ὁ Ἅγιος Ποταμὼν ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἡρακλείας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ποταμὼν ἦταν Ἐπίσκοπος Ἡρακλείας τῆς Αἰγύπτου καὶ ἔνθερμος ὑπερασπιστὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Τὸ 310 μ.Χ. συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε σὲ ὀρυχεῖα. Συμμετεῖχε στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴν Σύνοδο τῆς Τύρου τὸ 335 μ.Χ. Μαρτύρησε τὸ 340 μ.Χ., ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Ἀρείου.







Ἡ Ἁγία Γαλακτία ἡ Μάρτυς
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ἁγίας Μάρτυρος.







Ἡ Ἁγία Εὐφρασία ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Εὐφρασία τελειώθηκε, ἀφοῦ ρίχθηκε στὴν θάλασσα.






Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς τελειώθηκε, ἐνῷ βασανίσθηκε καὶ σύρθηκε μέσα στὰ ἀγκάθια.







Οἱ Ἅγιοι κληρικοὶ καὶ λαϊκοί Μάρτυρες οἱ ἀναιρεθέντες ὑπὸ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη
Ὅταν ὁ ἀρειανόφιλος αὐτοκράτορας Οὐάλης (364 – 378 μ.Χ.) διέμενε στὴ Νικομήδεια, ἐπιτροπὴ ἀπὸ ὀγδόντα ὀρθόδοξους κληρικούς, ἐπισκέφθηκε αὐτόν, γιὰ νὰ συνομιλήσει ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ Ἀρείου. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες τελειώθηκαν μαρτυρικά, ἀφοῦ τοὺς ἔβαλαν σὲ πλοῖο, τὸ ὁποῖο κατέκαψαν κοντὰ στὴ Δακυβίζη.






Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ρώμης

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος θεωρεῖται Ἕλληνας στὴν καταγωγή, ἀλλὰ γεννήθηκε στὴν Παλαιστίνη. Ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἔγινε Ἐπίσκοπος Ρώμης ἐπὶ αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β’, στὶς 24 Νοεμβρίου τοῦ 642 μ.Χ. Τάχθηκε εὐθὺς κατὰ τῆς «Ἐκθέσεως», αὐτοκρατορικοῦ διατάγματος διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Ἡράκλειος εἶχε ὁμολογήσει τὸ Μονοθελητισμὸ καὶ ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν. Προσπάθησε νὰ ἐπιτύχει ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο ποὺ ἀναδείχθηκε τὸ 641 μ.Χ. καὶ ἐνῷ ὁ προκάτοχός του Πύρρος δὲν εἶχε καθαιρεθεῖ κανονικῶς, νὰ γίνει ἡ κανονικὴ διαδικασία καὶ νὰ ἀποκηρύξει αὐτὸς τὴν «Ἔκθεση». Ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε. Ὁ Θεόδωρος τότε τὸν κήρυξε ἔκπτωτο καὶ δέχθηκε εὐμενῶς στὴ Ρώμη τὸν Πύρρο, ὁ ὁποῖος ἀποκήρυξε ἐπίσημα τὸν Μονοθελητισμό. Ἀλλὰ ἡ ἀποκήρυξη τοῦ Πύρρου ἦταν φαινομενική. Πράγματι, αὐτὸς τὴν ἀνακάλεσε, ὅταν ἔχασε κάθε ἐλπίδα ἐπανόδου του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Γι’ αὐτό, Σύνοδος ποὺ συνῆλθε στὴ Ρώμη, τὸν καταδίκασε σὲ καθαίρεση. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος πέθανε τὸ 649 μ.Χ., ἐνῷ κατ’ ἄλλους τελειώθηκε μαρτυρικά, ἀφοῦ γδάρθηκε ἀνηλεῶς. Ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου καὶ ἀργότερα τὰ ἱερὰ λείψανά του μετακομίσθηκαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου (ροτόντα) τῆς Ρώμης.






Οἱ Ἅγιοι Δαβὶδ καὶ Ταριχάνι οἱ Μάρτυρες
Image
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δαβὶδ καὶ Ταριχάνι ἦταν ἀδέλφια καὶ μαρτύρησαν τὸ 693 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Πέρσου βασιλέως Ἀμπντούλ, διότι ἀρνήθηκαν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὸν Μουσουλμανισμό.






Ὁ Ἅγιος Στέφανος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἦταν νεότερος υἱὸς τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου Α’ τοῦ Μακεδόνος (867 – 886 μ.Χ.) καὶ τῆς Εὐδοκίας. Γεννήθηκε περὶ τὸ 868 μ.Χ. καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ (886 – 912 μ.Χ.) καὶ εἶχε χρηματίσει μαθητὴς καὶ σύγκελλος τοῦ Πατριάρχου Φωτίου. Γιὰ τὸ ἄκακο τοῦ χαρακτῆρος του, τὴν ἁπλότητα τοῦ βίου, τὸ ἐξαίρετο ἦθος, τὴ σύνεση, τὴ μεγάλη μόρφωση καὶ τὴ βαθιὰ εὐσέβεια, τὸ 886 μ.Χ., μετὰ τὴν δεύτερη πατριαρχία τοῦ Φωτίου, ἐνῷ βασίλευε ὁ Λέων, ἐξελέγη σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ χειροτονήθηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ ἀσκητικότητα τοῦ βίου καὶ τὴν φιλάνθρωπη δράση του. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη νεότατος τὸ 893 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου «ἐν τῷ Δευτέρῳ», τὴν ἐπιλεγόμενη τοῦ Συκιώτου.







Ἡ Ὁσία Ἀναστασὼ ἡ ἐν τοῖς Λευκαδίου
Ἡ Ὁσία Ἀναστασὼ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Τὸ Λευκάδιον ἢ Λαυκάτιον ἔκειτο κατὰ τὴν βιθυνικὴ παραλία, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἀκρίτα, πολὺ πιθανῶς κοντὰ στὴ Δακιβύζη.







Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανὸς ὁ ἐν τοῖς Ἀρεοβίνθου
Εἶναι ἄγνωστος ὁ χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο ἔζησε ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός, ὁ ὁποῖος ἀσκήτεψε στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου τῶν Ἀρεοβίνδου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Χωρηβίτης
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.






Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἱεραπόστολος
Ὁ Ἅγιος Μακάριος, ὁ Ἱεραπόστολος τῶν Ἀλταΐων, γεννήθηκε τὸ 1792. Σπούδασε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὴ Ρωσικὴ γλώσσα. Ἐκεῖ συνδέθηκε μὲ τὸν Μητροπολίτη Φιλάρετο καὶ χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Τὸ 1821 ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Δίδαξε στὶς σχολὲς τοῦ Αἰκατερινοσλὰβ καὶ τῆς Κοστρόμα καὶ τὸ 1829 ἔφυγε, γιὰ νὰ ἐργασθεῖ ἱεραποστολικὰ στὴ Σιβηρία. Ἵδρυσε στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Τὸμσκ τὸ ἱεραποστολικὸ πνευματικὸ σεμινάριο καὶ ἐπεξέτεινε τὴν ἱεραποστολική του δράση μέχρι τὴν περιοχὴ τῶν Ἀλταΐων. Τὸ 1843 ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ Μπολκχὼβ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ὀρέλ, ὅπου κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed May 15, 2013 11:13 am

19 ΜΑΪΟΥ






Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων
Image
Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Κύριο μαζὶ μὲ τὴ Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατὰ τὴν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καὶ φρόντισαν νὰ ἀλείψουν μὲ μύρα τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅταν δηλαδὴ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος ζήτησαν κι’ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ δεσποτικὸ σῶμα, τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὸ σταυρό, τὸ περιέβαλαν σὲ σινδόνια μαζὶ μὲ ἐκλεκτὰ ἀρώματα, τὸ τοποθέτησαν σὲ λαξευτὸ μνημεῖο καὶ ἔβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στὴ θύρα τοῦ μνημείου. Παρευρίσκονταν, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ποὺ καθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τὴ Θεομήτορα. Δὲν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἄλλες γυναῖκες ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Λουκᾶς.

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἀνάπλαση καὶ ἐπάνοδος πρὸς τὴν ἀθάνατη ζωὴ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ ποὺ καταβροχθίσθηκε ἀπὸ τὸ θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ διὰ τοῦ θανάτου ἐπανῆλθε πρὸς τὴ γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία πλάσθηκε.

Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνον στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν εἶδε κανεὶς ἄνθρωπος νὰ πλάττεται καὶ νὰ παίρνει ζωή, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἄνθρωπος ἐκείνη τὴν ὥρα, μετὰ δὲ τὴ λήψη τῆς πνοῆς ζωῆς μὲ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπὸ ὅλους τὸν εἶδε μία γυναίκα, γιατί μετὰ ἀπὸ αὐτὸν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὕα. Ἔτσι τὸν δεύτερο Ἀδάμ, δηλαδὴ τὸν Κύριο, ὅταν ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, κανεὶς ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε, ἀφοῦ δὲν παρευρισκόταν κανεὶς δικός του καὶ οἱ στρατιῶτες ποὺ φύλαγαν τὸ μνῆμα ταραγμένοι ἀπὸ τὸ φόβο, εἶχαν γίνει σὰν νεκροί. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάσταση πρώτη ἀπ’ ὅλους τὸν εἶδε μία γυναίκα.

Ὑπάρχει κάτι συνεσκιασμένο ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστές, τὸ ὁποῖο θὰ ἀποκαλύψω στὴν ἀγάπη σας. Πραγματικὰ πρώτη ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστὸ καὶ δίκαιο, εἶδε τὸν ἀναστάντα καὶ ἀπόλαυσε τὴν ὁμιλία του καὶ ἄγγισε τὰ ἄχραντα πόδια του, ἔστω καὶ ἂν οἱ εὐαγγελιστὲς δὲν τὰ λέγουν φανερά, μὴ θέλοντας νὰ φέρουν ὡς μάρτυρα τὴ μητέρα, γιὰ νὰ μὴ δώσουν ἀφορμὴ ὑποψίας στοὺς ἀπίστους. Ἐπειδὴ τώρα ὁμιλῶ πρὸς πιστοὺς θὰ διευκρινίσω τὰ σχετικά.

Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ μυροφόρες ἑτοίμασαν τὰ μύρα καὶ τὰ ἀρώματα, κατὰ τὴν ἐντολή, τὸ Σάββατο ἡσύχασαν. Ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει: «Τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ, ἦρθαν στὸ μνῆμα, ἡ Μαρία Μαγδαληνή, ἡ τοῦ Ἰακώβου, ἡ Ἰωάννα καὶ ἄλλες μαζί τους». Ὁ Ματθαῖος λέγει: «ἀργὰ τὸ Σάββατο, ξημερώνοντας τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος καὶ δύο μυροφόρες προσῆλθαν». Ὁ Ἰωάννης λέγει: «Τὸ πρωί, ἐνῶ ἦταν σκοτεινὰ καὶ ἦταν μόνο ἡ Μαρία Μαγδαληνή». Ἐνῶ ὁ Μᾶρκος ἀναφέρει: «Πολὺ πρωὶ τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος καὶ ἦταν τρεῖς οἱ προσερχόμενες μυροφόρες».

Πρώτη τῆς ἑβδομάδος ποὺ ἀναφέρουν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστὲς εἶναι ἡ Κυριακή. Ἀργὰ τὸ βράδυ, ὄρθρο βαθύ, πολὺ πρωὶ καὶ πρωὶ σκοτεινὰ ἀκόμη, ὀνομάζουν τὸ χρόνο γύρω ἀπὸ τὸν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπὸ φῶς καὶ σκοτάδι. Φαίνονται βέβαια νὰ διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελιστὲς μεταξύ τους τόσο γιὰ τὴν ὥρα, ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν γυναικῶν.

Οἱ μυροφόρες ἦταν πολλὲς καὶ ἦλθαν στὸν τάφο ὄχι μιὰ φορά, ἀλλὰ καὶ δύο καὶ τρεῖς φορές, συντροφιὰ μέν, ἀλλὰ ὄχι οἱ ἴδιες, κατὰ τὸν ὄρθρο μὲν ὅλες, ἀλλ’ ὄχι τὸν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς.

Ὅπως ἐγὼ ὑπολογίζω καὶ συνάγω, ἀπὸ ὅλους τοὺς εὐαγγελιστές, πρώτη ἀπ’ ὅλους ἦλθε στὸν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζὶ τὴ Μαγδαληνὴ Μαρία. Τὸ συμπεραίνω ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο. Γιατί λέγει, «ἦλθε ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ ἄλλη Μαρία», ποὺ ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, «γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο. Καὶ ἔγινε μεγάλος σεισμός, γιατί ἄγγελος Κυρίου ἦλθε, σήκωσε τὴ μεγάλη πέτρα ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ κάθισε πάνω της. Ἦταν ἡ μορφή του σὰν ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμά του λευκὸ σὰν χιόνι καὶ ἀπὸ τὸ φόβο τους ταράχθηκαν οἱ φύλακες καὶ ἔγιναν σὰν νεκροί». Νομίζω ὅτι γιὰ τὴ Θεοτόκο ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος τάφος (γιατί γι’ αὐτὴ πρώτη καὶ μέσω αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθεῖ σ’ ἐμᾶς ὅλα, εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὴ γῆ) γι’ αὐτὴν ἄστραψε ὁ ἄγγελος νὰ δεῖ τὸν ἄδειο τάφο καὶ τὸ μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων χωρὶς τὸν ἀναστάντα Κύριο. Καὶ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστὴς αὐτὸς ἄγγελος ἦταν ὁ Γαβριήλ, ποὺ ἀνάφερε τὴν ἀνάσταση δείχνοντας τὸ κενὸ μνημεῖο καὶ λέγοντας στὶς μυροφόρες νὰ τὴν ἀναγγείλουν στοὺς μαθητές. Καὶ τότε «ἐξῆλθαν μὲ φόβο καὶ χαρὰ μεγάλη». Ἐγὼ νομίζω καὶ πάλι ὅτι τὸν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τὴ μεγάλη χαρά, γιατί κατενόησε τὰ χαρμόσυνα λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου τὰ ὁποία πίστεψε καὶ ἀπὸ τὰ τόσα ἀξιόπιστα γεγονότα, τοῦ σεισμοῦ, τῆς μετάθεσης τοῦ λίθου, τοῦ ἄδειου τάφου, τῶν ἄλυτων ἐνταφίων ἀδειανῶν ἀπὸ τὸ σῶμα.
Καὶ τέλος πρώτη ἡ Θεοτόκος ἀναγνώρισε τὸν ἀναστάντα καὶ προσέπεσε στὰ πόδια του καὶ ἔγινε ἀπόστολος πρὸς τοὺς Ἀποστόλους, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἐμφανίσθηκε ὁ Ἰησοῦς στὶς μυροφόρες, λέγοντας τό: «Χαὶρετε».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν ᾍδην ἐνέκρωσας, τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος· ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον· Ζωοδότα Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὸ Χαῖρε τοῖς Μυροφόροις φθεγξάμενος, τὸν θρῆνον τῆς Προμήτορος Εὔας κατέπαυσας τῇ Ἀναστάσει σου Χριστὲ ὁ Θεός· τοῖς Ἀποστόλοις δὲ τοῖς σοῖς, κηρύττειν ἐπέταξας· ὉΣωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Μυροφόρων θεῖος χορός, Ἰωσὴφ εὐσχήμων, καὶ Νικόδημος ὁ σεπτός, οἱ μύροις τὸ σῶμα ἀλείψαντες Κυρίου, καὶ τούτου τὴν ἁγίαν, ἰδόντες ἔγερσιν.








Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ἀκάκιος, Μένανδρος καὶ Πολύαινος οἱ Μάρτυρες
Image
Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς καὶ ὁ χρόνος τοῦ μαρτυρίου τους. Ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Ἅγιος Πατρίκιος, λόγῳ τῆς βαθιᾶς θεολογικῆς μορφώσεώς του, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔνθερμου ζήλου του πρὸς τὴ Χριστιανικὴ πίστη, ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Προύσσης, ὅπου βοηθούμενος ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους Ἀκάκιο, Μένανδρο και Πολύαινο, ἐκύρηττε τὸ Εὐαγγέλιο και ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπό τήν πλάνη τῶν εἰδώλων πολλῶν ἀνθρώπων.
Αὐτὸ ὅμως ἐξόργισε τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, οἱ ὁποῖοι τὸν κατήγγειλαν στὸν ἄρχοντα Ἰουλιανὸ τὸν Ὑπατικό, καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του διέταξε τὴ σύλληψή τους. Ὁ ἄρχοντας προσπάθησε ἀνεπιτυχῶς μὲ φιλοσοφικὲς συζητήσεις νὰ πείσει τὸν Πατρίκιο καὶ τοὺς ἄλλους Ἁγίους ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός. Ὁ Ἅγιος δὲν δείλιασε καὶ μὲ τὴν ρητορική του δεινότητα, τὴν ἄριστη θεολογική του κατάρτιση καὶ τὴν πλούσια ἁγιολογική του ἐπιχειρηματολογία ἐνέτρεψε ὅλα τὰ σαθρὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὁ ὁποῖος, βλέποντας τὴν ἰδεολογική του συντριβή, τοὺς καταδίκασε σὲ θάνατο καὶ διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό τους. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ εἰσῆλθαν στὴ χαρά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τετρὰς θεοφόρητος, Ἱεραρχῶν ἱερῶν, Τριάδα τὴν ἄκτιστον, κατ’ ἐναντίον ἐχθρῶν, πανσόφως ἐκήρυξε, Πατρίκιος ὁ τῆς Προύσης, θεηγόρος ποιμάντωρ, Ἀκάκιος σὺν Μενάνδρῳ, καὶ Πολύαινος ἅμα· διὸ καὶ ὡς ἀθλήσαντες, δόξης ἠξιώθησαν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱερεῖς θεόφρονες, καὶ Ἀθληταὶ ἀήττητοι, τὴν Ἐκκλησίαν ὑψόθεν φρουρήσατε, εὐχαῖς ὑμῶν πρὸς Κύριον, Πατρίκιε θεόφρον, σὺν Ἀκακίῳ Μένανδρε καὶ Πολύαινε, γεραίρουσαν ἐκ πόθου, τὰ θεῖα ὑμῶν παλαίσματα.

Μεγαλυνάριον.
Τοὺς Ἱερομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, Ἀκάκιον ἅμα, καὶ Πατρίκιον τὸν κλεινόν, καὶ σὺν τῷ Μενάνδρῳ, Πολύαιανον τὸν θεῖον, ᾀσματικοῖς ἐπαίνοις ἐγκωμιάσωμεν.






Ὁ Ἅγιος Πούδης ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Πούδης ἦταν συγκλητικὸς καὶ μαρτύρησε τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρώμη. Ὁρισμένοι ἐρευνητὲς τὸν ταυτίζουν μὲ τὸν Ἀπόστολο Πούδη ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα († 14 Ἀπριλίου).







Ἡ Ἁγία Πουδενδιάνα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Πουδενδιάνα ἔζησε τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρώμη. Ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πούδη καὶ ἀδελφὴ τῆς Ἁγίας Πραξίδος († 21 Ἰουλίου). Διαμοίρασε ὅλο της τὸν πλοῦτο στοὺς φτωχοὺς καὶ ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἐμαρτύρησε σὲ ἡλικία δέκα ἕξι ἐτῶν τὸ 160 μ.Χ. Στὴν τέχνη ἡ Ἁγία ἀπεικονίζεται νὰ σπογγίζει τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων.







Οἱ Ἅγιοι Καλοκέριος καὶ Παρθένιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Καλοκέριος καὶ Παρθένιος ἦσαν ἀδελφοὶ καὶ ὑπηρετοῦσαν, ὡς εὐνοῦχοι, στὸ παλάτι τῆς Ἁγίας Τρυφωνίας († 18 Ὀκτωβρίου), συζύγου τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου. Μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ, ἀφοῦ κάηκαν ζωντανοὶ τὸ 250 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Φιλότερος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φιλότερος καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ στὴ Νικομήδεια τὸ 303 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Ἀκόλουθος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Ἀκόλουθος καταγόταν ἀπὸ τὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου καὶ μαρτύρησε τὸ 303 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ἔνθερμος Χριστιανὸς κήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἀφοῦ πρῶτα βασανίσθηκε ἀνηλεῶς, στὴ συνέχεια ρίχθηκε ἐπὶ τῆς πυρᾶς, ὅπου ἔλαβε καὶ τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.







Ἡ Ἁγία Κυριακὴ ἡ Μάρτυς καὶ οἱ σὺν αὐτῇ
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Κυριακὴ μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλες ἕξι Χριστιανὲς νέες στὴ Νικομήδεια τὸ 307 μ.Χ., ἀφοῦ τὶς ἔκαψαν ζωντανές, ἐπὶ Μαξιμιανοῦ Γαλερίου.






Ἡ Ἁγία Θεοτίμη ἡ Μάρτυς
Image
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Θεοτίμη τελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.






Ἡ Ἁγία Κυριακὴ ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Κυριακὴ τελειώθηκε, ἀφοῦ ρίχθηκε στὴ φωτιὰ.






Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίων Ἰουλίου Πρεσβυτέρου καὶ Ἰουλιανοῦ Διακόνου
Ὅπως ἀναφέρεται στὸ Συναξάρι τους, ὁ μὲν Ἰουλιανὸς γεννήθηκε τὸ 319 μ.Χ., ὁ δὲ Ἰούλιος τὸ 330 μ.Χ. ἀπὸ εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, ποὺ τοὺς ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἔμαθαν τὰ ἐγκύκλια γράμματα στὴν Αἴγινα καὶ στὴ συνέχεια σπούδασαν στὴν Ἀθήνα, μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Βασίλειο καὶ Γρηγόριο. Ἀφοῦ ἐπανέκαμψαν στὴν Αἴγινα, ἀποφάσισαν νὰ μιμηθοῦν τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο καὶ νὰ κηρύξουν τὸν Χριστό. Ἔτσι πῆραν ἀποστολικὲς ράβδους καὶ παρέδωσαν τὸν ἑαυτό τους στὸν Κύριο. Ὁ Ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν χειροτόνησε τὸν Ἰούλιο πρεσβύτερο καὶ τὸν Ἰουλιανὸ διάκονο. Κοσμημένοι μὲ τὴν χάρη τῆς ἱεροσύνης ἐξῆλθαν γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο. Στὴν Κόρινθο προκάλεσαν τὴν ὀργὴ τῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπεδίωξαν τὸ θάνατό τους. Οἱ Ἅγιοι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, διαφυλάχθηκαν καὶ ἀναχώρησαν σὲ ἔρημο τόπο γιὰ νὰ ἀσκηθοῦν στὴν προσευχή. Τὸ 337 μ.Χ. ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴν Κόρινθο γιὰ τὴν Ἰταλία. Ὁ Θεὸς ὅμως οἰκονόμησε διαφορετικὰ τὰ πράγματα καὶ τὰ τῆς ἀποστολικῆς τους διακονίας. Ἔτσι, βρέθηκαν στὶς παραδουνάβιες χῶρες κηρύττοντας τὸν Χριστὸ στὴν σημερινὴ Βοημία, Πολωνία καὶ Οὑγγαρία. Μάλιστα σὲ κάποια πόλη θεράπευσαν ἕνα νέο ἀπὸ δαιμόνιο καὶ ὁδήγησαν πλήθη εἰδωλολατρῶν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ 379 μ.Χ. ἔγινε αὐτοκράτορας ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας, ὁ ὁποῖος πολέμησε τὶς κακοδοξίες τῶν Ἀρειανῶν καὶ στήριξε τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Μόλις πληροφορήθηκαν αὐτὸ οἱ Ἅγιοι, ἦρθαν στὴ Ρώμη, ὅπου προσκύνησαν τοὺς τάφους τῶν Μαρτύρων καὶ ἔλαβαν γραπτὴ ἄδεια ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Δαμάσου Α’ νὰ περιοδεύουν τὴν αὐτοκρατορία καὶ νὰ κηρύττουν τὸν Χριστό. Τὸ 338 μ.Χ. ὁ Πάπας Δάμασος Α’ ἀπέστειλε τοὺς Ἁγίους στὸ Μιλάνο, πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου. Ἐκεῖνος τοὺς ἀνέθεσε τὴν ἐκκλησία τῆς Ναβάρας ποὺ ἦταν περικυκλωμένη ἀπὸ εἰδωλολάτρες. Οἱ Ἅγιοι ἐπεδόθησαν στὴν ἵδρυση Ἐκκλησιῶν καὶ ὁδήγησαν στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ πολλοὺς ἀνθρώπους.
Στὰ τέλη τοῦ βίου τους χώρισαν γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὴν ἀπόφασή τους νὰ διέλθουν τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους ἀσκητικὰ καὶ ἡσυχαστικά. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναχώρησαν ὁ μὲν Ἅγιος Ἰουλιανὸς στὸ Γκοτσάνο τῆς λίμνης Μαντζόρε, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 7 Ἰανουαρίου τοῦ 391 μ.Χ., ὁ δὲ Ἅγιος Ἰούλιος στὸ Κούσιον τῆς λίμνης Ὄρτα, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 31 Ἰανουαρίου τοῦ 401 μ.Χ. Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτῶν τελεῖται στὶς 19 Μαΐου στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Αἴγινας.







Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἐπίσκοπος Τρεβήρων
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τρεβήρων. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ σεπτὸ σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὴ βασιλικὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου τῶν Τρεβήρων.






Ὁ Ἅγιος Ἀδοῦλφος

Ὁ Ἅγιος Ἀδοῦλφος ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Βεδάστου († 6 Φεβρουαρίου) καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἄρρας, στὴ νοτιοανατολικὴ Γαλλία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 728 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ἀββαεῖο τοῦ Ἁγίου Βεδάστου.






Ὁ Ἅγιος Δουνστάνος Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας
Ὁ Ἅγιος Δουνστάνος γεννήθηκε τὸ 909 μ.Χ. στὴν πόλη Γκλαστένμπουρυ τῆς Ἀγγλίας ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς. Εὐτύχησε νὰ ἔχει ὡς διδασκάλους διαπρεπεῖς μοναχοὺς ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία, οἱ ὁποῖοι διέμεναν τότε στὴν πόλη. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τοῦ Οὐίνσεστερ Ἐλφεγίου. Ἐξελέγη ἀρχικὰ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Οὐίνσεστερ καὶ κατόπιν, τὸ 961 μ.Χ., Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας. Ἐπέβαλε μεγάλη πειθαρχία καὶ ἐπανέφερε τὴν κοσμιότητα καὶ ἱεροπρέπεια στοὺς κληρικοὺς καὶ μοναχούς. Ἐπίσης, ἐπέβαλε πειθαρχία στοὺς λαϊκοὺς, ἰδίως ὅσον ἀφορᾶ στὸ οἰκογενειακὸ δίκαιο. Ἡ προσπάθειά του γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τάξεως ἦταν ἀναγκαία, διότι κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἐπακολούθησε τὶς Δανικὲς εἰσβολές, παρατηρεῖτο μεγάλη ἔκλυση τῶν ἠθῶν.
Ὁ Ἅγιος Δουνστάνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 988 μ.Χ.






Οἱ Ἅγιοι Βαρνάβας, Γεννάδιος, Γεράσιμος, Γερμανός, Θεόγνωστος, Θεόκτιστος, Ἱερεμίας, Ἰωάννης, Ἰωσήφ, Κόνων, Κύριλλος, Μάξιμος καὶ Μάρκος οἱ Ὁσιομάρτυρες
Ἡ Κυπριακὴ Ἐκκλησία διατήρησε τὴ λυχνία τῆς Πατρίδος καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας σταθερὰ ἀκοίμητη καὶ σὲ χρόνους κατὰ τοὺς ὁποίους χωρίς τὴν Ἐκκλησία ἡ λυχνία θὰ εἶχε πρὸ πολλοῦ σβεσθεῖ.

Μέσα ἀπὸ τὸ φωτόλαμπρο νέφος τῶν δαδοφόρων ἡρωικῶν ἀθλητῶν τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, ὁλόφωτες προβάλλουν οἱ μορφὲς τῶν ἁγίων δεκατριῶν Μοναχῶν καὶ Ὁμολογητῶν τῆς ἱερὰς μονῆς Παναγίας Καντάρας.

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Ὁσιομάρτυρες ἔζησαν τὸ 13ο αἰώνα μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους ποὺ ἡ νῆσος τῆς Κύπρου εὐρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν φράγκικη κυριαρχία. Οἱ κατακτητὲς ἔκαναν τὸ πᾶν, γιὰ νὰ ὑποτάξουν τὴν Ἐκκλησία στὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα. Ἡ προσπάθειά τους ἂρχισε ἀπὸ τὸ 1220. Σὲ ἕνα συνέδριο, ποὺ ἔγινε στὴν πόλη τῆς Λεμεσοῦ καὶ στὸ ὁποῖο ἔλαβαν μέρος ἀντιπρόσωποι τοῦ κλήρου τῶν Λατίνων καὶ τῆς ἄρχουσας τάξεως, ἀποφασίσθηκε νὰ ἐπιβληθοῦν καταπιεστικὰ μέτρα γιὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐπικράτηση τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας. Μπροστὰ στὰ μέτρα αὐτὰ ἡ στάση τοῦ Ὀρθοδόξου κλήρου καὶ τῶν μοναχῶν ὑπῆρξε πραγματικὰ ὑπέροχη καὶ ἀξιοθαύμαστη.

Περὶ τὸ 1228 οἱ ἀσκητὲς Ἰωάννης καὶ Κόνων, ποὺ ἐγκαταβιοῦσαν σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια τοῦ Καλοῦ Ὄρους τῆς Σίδης (Ἀλλαγιᾶς) τῆς Μικρασιατικῆς Παμφυλίας καὶ ποὺ διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβειά τους, ἄφησαν τὸ μοναστήρι τους καὶ ἦλθαν στὴν Κύπρο. Στὴν ἀρχὴ πῆγαν στὴ μονὴ Μαχαιρᾶ. Ἀργότερα ἀποσύρθηκαν ἀπὸ ἐκεῖ μαζὶ μὲ ἕναν ἄλλο ἀσκητὴ, τὸν Θωμᾶ, στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Χρυσοστόμου. Μὰ καὶ ἐδῶ δὲν εὐρῆκαν ἀνάπαυση. Ἔτσι ἐγκαταστάθηκαν στὸ ἀπόμερο μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Καντάρας καὶ ἄρχισαν τὴν ἄσκησή τους.

Ἡ εὐλάβεια τῶν ἀσκητῶν μαζὶ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τους δραστηριότητα, τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς πάσχοντες ἀδελφούς, ἔκαμαν ὥστε σὲ λίγο καιρὸ νὰ προστεθοῦν καὶ ἂλλοι μοναχοὶ στὴν ἀσκητική τους παλαίστρα. Ἡ φήμη τῆς εὐλάβειας καὶ τῆς ἀρετῆς τῶν ταπεινῶν Ὁσίων ἔφθασε καὶ στὰ αὐτιὰ τῶν Λατίνων. Στὸ ἄκουσμα τῆς φήμης αὐτῆς ὁ φθόνος ἄναψε στὴν καρδιὰ τῶν Λατίνων. Ὁ Φράγκος Ἀρχιεπίσκοπος Εὐστόργιος, ποὺ ἔμενε στὴν Λευκωσία, ἀμέσως κάλεσε κοντά του τὸν ἱεροκήρυκά του Ἀνδρέα καὶ τὸν διέταξε νὰ πάρει τὸ βοηθό του, κάποιον Ἡλίερμο, γιὰ νὰ πᾶνε στὸ μοναστήρι τῆς Καντάρας. Ἔπρεπε οἱ ἴδιοι νὰ δοῦν καὶ νὰ πιστοποιήσουν τὰ λεγόμενα, μὰ καὶ νὰ παρασύρουν τοὺς Ὁσίους στὸ δικό τους δόγμα. Ὅμως αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατόν. Οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Εὐστοργίου ἔφυγαν ἀπὸ τὴ μονὴ ἄπρακτοι καὶ προσβεβλημένοι.

Οἱ πατέρες τῆς Καντάρας κλήθηκαν νὰ λογοδοτήσουν στὸν Λατίνο Ἀρχιερέα στὴ Λευκωσία. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Οἱ Ὅσιοι, ἐνώπιον τοῦ Εὐστοργίου, ἔμειναν ἀμετάθετοι στὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ὑπερασπίσθηκαν τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ συλληφθοῦν, νὰ μαστιγωθοῦν καὶ νὰ ριχθοῦν στὴ φυλακή, ὅπου παρέμειναν ἔγκλειστοι ἐπὶ τρία χρόνια. Στὶς 5 Ἀπριλίου τοῦ 1231 οἱ ἀβάσταχτες κακουχίες προκάλεσαν τὸ θάνατο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Θεογνώστου. Οἱ Λατίνοι πῆραν τὸ τίμιο λείψανο, τὸ ἔσυραν στοὺς δρόμους τῆς Λευκωσίας καὶ στὴ συνέχεια τὸ ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ τὸ ἔκαψαν.
Ὁ Φράγκος Ἀρχιεπίσκοπος, ὄντας ὑποχρεωμένος νὰ ἀπουσιάσει ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἔγραψε στὸν Πάπα τῆς Ρώμης Γρηγόριο Θ’ (1227 – 1241) καὶ ζήτησε ὁδηγίες τὶ νὰ κάνει μὲ τοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς Καντάρας. Καὶ αὐτὸς συμβούλεψε νὰ κληθοῦν γιὰ τρίτη φορὰ οἱ μοναχοὶ καὶ νὰ ἐρωτηθοῦν τὶ πιστεύουν. Ἐὰν ἐπιμένουν στὴ γνώμη τους, τότε νὰ τιμωρηθοῦν ὡς αἱρετικοί.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν ὑπόδειξη αὐτή, ὁ Εὐστόργιος ἀνέθεσε τὴν ὑπόθεση τῶν Ὁσίων Πατέρων στὸν ἀντιπρόσωπό του Ἀνδρέα. Οἱ Ἅγιοι ὁμολόγησαν καὶ πάλι τὴν Ὀρθόδοξη πίστη τους καὶ διεκήρυξαν τὸ Συνοδικὸν τῆς Ζ’ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ ὁποῖο ἀναγιγνώσκεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι κάηκαν, κατόπιν πολλῶν βασανιστηρίων, «ράβδοις ἀνηλεῶς τυπτόμενοι καὶ τὴν σάρκα κατατεμνόμενοι», ὅπως λέγει ἀνώνυμος χρονογράφος, ἀπὸ τοὺς Φράγκους, τὸ 1231, ἐπειδὴ ἐνέμεναν μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀρνούμενοι τὶς καινοτομίες τῶν Λατίνων.






Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ μεγάλος Πρίγκιπας
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος Ντονσκόι γεννήθηκε τὸ 1350. Τὴν πνευματικὴ ἀνατροφή του εἶχε ἀναλάβει ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Μόσχας Ἀλέξιος. Ἡ εὐσέβεια τοῦ Δημητρίου συνδιαζόταν μὲ τὴν ἱκανότητά του στὴ διοίκηση. Ἔτσι ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτὸ του στὴν ἕνωση τῆς Ρωσικῆς γῆς καὶ στὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῶν Ταταρομογγόλων, ὡς στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας.

Προετοιμαζόμενος γιὰ τὴν ἀποφασιστικὴ μάχη μὲ τὶς ὀρδὲς τοῦ Μαμάι, ὁ Ἅγιος Δημήτριος ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Ὁ Ὅσιος Γέροντας ἐνθάρρυνε τὸν πρίγκιπα καὶ τοῦ ἔστειλε ὡς συμπαραστάτες τοὺς μοναχοὺς Ἀλέξανδρο (Περεσβιάτ) καὶ Ἀνδρέα (Ὀσλιάμπι). Γιὰ τὴ νίκη του στὸ πεδίο τῆς μάχης Κουλικὼφ (μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ντὸν καὶ Νεπριάντβα), κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, ὁ πρίγκιπας Δημήτριος πῆρε τὸ ὄνομα Ντονσκόι.
Ὁ Ἅγιος οἰκοδόμησε τὴ μονὴ Οὐσπένσκι στὸν ποταμὸ Ντουμπένκα καὶ ἔκτισε τὸ ναὸ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου στὸ κοιμητήριο, ὅπου εἶχαν ἐνταφιασθεῖ οἱ στρατιῶτες ποὺ ἒπεσαν στὴ μάχη.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1389 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων τοῦ Κρεμλίνου τῆς Μόσχας.






Οἱ Ὅσιοι Ρωμύλος, Ρωμανός, Νέστωρ, Σισώης, Γρηγόριος, Νικόδημος καὶ Κύριλλος οἱ Σιναΐτες
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες Ρωμύλος, Ρωμανὸς, Νέστωρ, Σισώης, Γρηγόριος, Νικόδημος καὶ Κύριλλος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Σερβία καὶ ἦσαν μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ὅταν αὐτὸς ἐπισκέφθηκε τὴν χώρα τους τὸ 1326. Ἀνεδείχθησαν οἱ διδάσκαλοι τοῦ ἡσυχασμοῦ μὲ κέντρο τὴ μονὴ Ραβάνιτσα, ἀλλὰ κήρυξαν στὸ Κόσοβο, τὴ Βοσνία καὶ ἄλλα σερβικὰ ἐδάφη.

Ὁ Ὅσιος Ρωμύλος γεννήθηκε στὸ Βιδίνιο ἀπὸ πατέρα ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ μητέρα ἀπὸ τὴ Βουλγαρία. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ζαγορᾶς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ρωμαῖος. Ἀσκήτεψε σὲ σπήλαιο κοντὰ στὴ μονὴ Ραβάνιτσα καὶ ἔλαβε τὸ μεγάλο καὶ ἀγγελικὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Ρωμύλος. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του εἶναι ἀποθησαυρισμένα στὴ μονὴ Ραβάνιτσα.

Οἱ Ὅσιοι Ρωμαῖος καὶ Νέστωρ ἦσαν ἀδέλφια καὶ ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴν πόλη Ντγιούνις τῆς Σερβίας.

Ὁ Ὅσιος Σισώης ἔζησε ὡς μοναχὸς στὴ μονὴ Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ διετέλεσε ἡγούμενος αὐτῆς. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἀσκήτεψε θεοφιλῶς ὡς μοναχὸς στὸ χωριὸ Τοῦμαν τῆς Σερβίας. Μία ἡμέρα, ὅταν ὁ Μίλος Ὄμπιλιτς, Σέρβος ἥρωας, ποὺ νίκησε τοὺς Τούρκους στὴ μάχη τοῦ Κοσόβου τὸ 1389, καὶ ἐλευθέρωσε τὴ Σερβία γιὰ ἑβδομήντα καὶ πλέον ἔτη, εἶχε πάει γιὰ κυνήγι, φόνευσε, κατὰ λάθος, μὲ βέλος τὸν Ὅσιο Ζωσιμᾶ. Στὴ θέση ὅπου ὁ Ὅσιος πέθανε, ὁ Μίλος ἀνήγειρε μονή, στὴν ὁποία μέχρι σήμερα φυλάσσεται ἄφθορο τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου.

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, ὁ ἐπικαλούμενος «Εἰρηνικός», ἀλλὰ καὶ «Νέος», γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὸν μεγάλο διδάσκαλό του Ὅσιο Γρηγόριο τὸν Σιναΐτη, ἀσκήτεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του βρίσκονται στὴ μονὴ Γκορνγιὰκ τῆς Σερβίας καὶ τὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, ἐπίσης, στὶς 7 Δεκεμβρίου.

Ὁ Ὅσιος Νικόδημος γεννήθηκε ἀπὸ πατέρα ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ μητέρα ἀπὸ τὴν Σερβία. Ἔγινε μοναχός σὲ νεαρὴ ἡλικία καὶ ἀνέλαβε τὸ 1375 τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀποστολὴ γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν εἰρηνικῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως καὶ Σερβίας.

Ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Πεκίου εἶχε μὲν ἐσωτερικὴ αὐτονομία, διατελοῦσε ὅμως ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ἐξάρτηση αὐτὴ ἔπαυσε στὰ μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος, ὅταν ἀκριβῶς ὁ ἡγεμόνας τῶν Σέρβων Στέφανος Δουσὰν ἐξέτεινε τὸ κράτος αὐτοῦ καὶ ἵδρυσε τὸ μέγα Σερβικὸ κράτος. Ἔτσι ἀνηγόρευσε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Πεκίου Ἰωαννίκιο Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος τὸν ἔστεψε αὐτοκράτορα (τσάρο) στὶς 16 Ἀπριλίου 1346. Ταῦτα ἐπέφεραν ρήξη τῶν ἐκκλησιαστικῶν σχέσεων μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἡ δὲ ἀποκατάσταση αὐτῶν ἐπῆλθε μετὰ τριακονταετία δι’ ἀμοιβαίων ὑποχωρήσεων.

Ὁ Ὅσιος Νικόδημος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Πεκίου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1418.







Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος
Image
Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος τοῦ Παλεοστρὸβ γεννήθηκε στὴν πόλη Πσκὼφ τῆς Ρωσίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸ 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ νῆσο Πάλι τῆς λίμνης Ὀνέγκα, ὅπου ἵδρυσε μοναστικὴ κοινότητα καὶ ἀνήγειρε ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου. Γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση ὁ Ὅσιος ἔζησε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο κοντὰ στὴ μονή, ὅπου προσευχόταν ἀδιάλειπτα. Ἐκεῖ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη το 1420.






Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος
Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος, κατὰ κόσμον Ἰωάννης, γεννήθηκε στὴ Ρωσία τὸ 1477 καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ πρίγκιπος Ἀνδρέου Βασίλεβιτς Μπλαγκοβέρνογκο καὶ τῆς Ἑλένης. Σὲ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰγνάτιος.Ὁ Ὅσιος Ἰγνάτιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1522 καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ του τὸ τίμιο λείψανό του εὐωδίαζε.






Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος ὁ Θαυματουργός
Image
Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος τοῦ Κόμελ γεννήθηκε στὴν πόλη Ροστὼβ τῆς Ρωσίας τὸ 1455 καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν εὐγενὴ οἰκογένεια Κριούκωφ τῶν βογιάρων. Ὁ ἀδελφός του Λουκιανὸς ὑπηρετοῦσε στὸ δικαστήριο τοῦ μεγάλου πρίγκιπος τῆς Μόσχας Βασιλείου Βασίλεβιτς Τέμνυϊ. Ὅταν ὁ Λουκιανὸς ἀποφάσισε νὰ ἀποσυρθεῖ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου τῆς Λευκῆς Λίμνης, αὐτὸ ἐπηρέασε καὶ τὸν Κορνήλιο, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε πολύ τὸ μοναχικὸ βίο. Τὸν ἀκολούθησε, λοιπόν, στὴ μονή, ὅπου ἄρχισε τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση. Ἀκόμη καὶ στὸ ἀρτοποιεῖο τῆς μονῆς, ὅπου διακονοῦσε, φοροῦσε βαριὲς ἁλυσίδες, γιὰ νὰ ἀσκεῖται περισσότερο, ἐνῷ ἠσχολεῖτο καὶ μὲ τὴν ἀντιγραφὴ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Λίγο ἀργότερα ὁ Ὅσιος Κορνήλιος κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Γενναδίου στὸ Νόβγκοροντ, ἀλλὰ προτιμώντας νὰ ζήσει τὸν ἡσυχαστικὸ βίο κατέφυγε τελικά στο δάσος τοῦ Κομέλ τὸ 1497. Ἐδῶ, τὸ 1501, ἀνήγειρε ἕνα ξύλινο ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου καὶ λίγο ἀργότερα ὁ Μητροπολίτης Σίμων τὸν ὅρισε ὡς ἱερομόναχο τῆς μονῆς. Σιγὰ – σιγὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν αὐξήθηκε καὶ ὁ Ὅσιος Κορνήλιος οἰκοδόμησε καὶ νέο ναὸ καὶ συνέγραψε μοναχικὸ Κανόνα μὲ βάση τὸ Τυπικὸν τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ Βολοκολάμσκ καὶ τοῦ Ὁσίου Νείλου τῆς Σόρα.

Ὁ Ὅσιος διακρίθηκε γιὰ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πάσχοντες, τοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανά. Ἐπίσης, ἔκτισε ναὸ πρὸς τιμὴν Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, πρὸς τὸν ὁποῖο ἔτρεφε ἰδιαίτερο σεβασμὸ καὶ τὸν ὁποῖο ἀξιώθηκε νὰ βλέπει σὲ ὁράματα.
Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1537.






Ὁ Ὅσιος Σέργιος τῆς Σουχτόμα
Ὁ Ὅσιος Σέργιος, τῆς Σουχτόμα, κατὰ κόσμον Στέφανος, γεννήθηκε στὴν πόλη Καζὰν τῆς Ρωσίας ἀπὸ φιλόθεους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς. Γιὰ τρία ἔτη ταξίδεψε ὡς προσκυνητὴς σὲ ἱερὲς μονὲς τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τελικά, μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὸ Νόβγκοροντ, ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταβιώσει στὴ μονὴ Σολόφσκι. Τὸ 1603 ἐκάρη μοναχὸς ἀπὸ τὸν Ἀρχιμανδρίτη Ἡσαΐα, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἁγιογράφησε τὴν εἰκόνα τοῦ Ὁσίου.

Ἀμέσως μετὰ τὴν μοναχικὴ κουρά του ὁ Ὅσιος ἄρχισε τὸ σκληρὸ πνευματικὸ ἀγώνα καὶ ἐπιδόθηκε στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἔτσι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς προορατικότητας.
Ὁ Ὅσιος Σέργιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1609.






Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες ἐν Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας
Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες τῆς περιοχῆς Σλομπόντσκαγια τῆς Οὐκρανίας, κοντὰ στὸ Χάρκωβ, εἶναι:

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαρσανούφιος, κατὰ κόσμον Βαλεντίνος Μιχαήλοβιτς Μάμτσιτς. Ἦταν ἱερομόναχος στὴ μονὴ τοῦ Τόλγκα, στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Γιαροσλάβλ, καὶ μαρτύρησε τὸ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κυπριανός, κατὰ κόσμον Λέων Νικολάεβιτς Γιανκόβσκϊυ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 31 Ὀκτωβρίου 1897 στὸ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸ 1938.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰάκωβος Ἰβάνοβιτς Ρεντοζούμπωφ, πρωτοπρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὴν πόλη Κούγκουεβ, στὴν ἐπαρχία τοῦ Χάρκωβ, καὶ μαρτύρησε τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος Μιχαήλοβιτς Ζαγκορόφασκϊυ, πρωτοπρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τὸ 1872 στὴν πόλη Ἀχτύρκα, στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸ 1841.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Πέτρος Βερθολομέεβιτς Ντοροσένκο, πρωτοπρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὴν πόλη Κούγκουεβ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰωάννης Θέντοροφ, διάκονος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ τοῦ Κρασνοκούτσκ, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε τὸ 1941.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἱλαρίων Νικολάεβιτς Ζούκωφ, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Καμπάνοβκα τοῦ Σταρομπέλσκ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Σέργιος Παύλοβιτς Ζίπουλιν, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 21 Δεκεμβρίου 1872 στὴν πόλη Μπέλσκ καὶ μαρτύρησε τὸ 1940.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀντώνιος Ἀρτέμοβιτς Γκόρμπαν, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 22 Ἰανουαρίου 1866 στὸ χωριὸ Γκόρμπαν τῆς ἐπαρχίας Πολτάβα καὶ μαρτύρησε τὸ Νοέμβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰωάννης Βασίλεβιτς Τίμονωφ, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κερνγιάνσκ τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Κοὺρσκ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βλαδίμηρος Νικολάεβιτς Βασιλέφσκϊυ, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε 6 Ἰανουαρίου 1892 στὴν πόλη τῆς Τασκένδης καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος Τιμοφέεβιτς Μιγκούλιν, διάκονος, ο ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 4 Δεκμβρίου 1872 στὸ χωριὸ Μαλάγια Βόλκα τῆς ἐπαρχίας Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βίκτωρ Νικολάεβιτς Γιαβόρκσϊυ, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 2 Ἀπριλίου 1873 στὸ χωριὸ Κοροσίνο καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Διονύσιος Ἀντρέεβιτς Καγκόβετς, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ντεργκάτσι τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Στέφανος Ἀλεξάντροβιτς Ἀντρόνωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 15 Σεπτεμβρίου 1867 στὸ χωριὸ Ζολόκεφ τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰωάννης Πέτροβιτς Θεοντόρωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σεσλαβίνο τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ταμπὼφ καὶ μαρτύρησε τὸν Αὔγουστο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Λουκιανὸς Πέτροβιτς Θεντότωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1895 στὴν πόλη Ἰζγιοὺμ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χαρκὼβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλέξιος Νικολάεβιτς Ταταρίνωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 30 Μαρτίου 1885 στὸ χωριὸ Κοῦνε τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰάκωβος Ἰλίτς Ματυνένκο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 4 Ἰανουαρίου 1878 στὸ χωριὸ Κορότιτς τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παῦλος Μιχαήλοβιτς Κρασνοκούτσκϊυ, ὁ ὁποῖος φυλακίσθηκε τὸ 1930.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παΐσιος Γρηγόρεβιτς Μόσκοτ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 8 Δεκεμβρίου 1869 στὸ χωριὸ Πέσκι Ραντκόφσκι τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος Σεργκέεβιτς Ἐφίμωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 3 Φεβρουαρίου 1890 στὸ χωριὸ Βέρχνϊυ Σάτωφ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.

Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ Ἀλεξάντροβιτς Προτόποπωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 26 Μαρτίου 1880 στὸ χωριὸ Πετσενέγκι καὶ μαρτύρησε τὸν Μάρτιο τοῦ 1938.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Σπυρίδων Μακάροβιτς Ἐβτουσένκο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 31 Ὀκτωβρίου 1883 στὸ χωριὸ Σολοχισέβκα τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Μάρτιο τοῦ 1938.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰωάννης Ἀντρέεβιτς Κονονένκο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 7 Ἰανουαρίου 1880 στὸ χωριὸ Σολόχι τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1938.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φίλιππος Μιχαήλοβιτς Ὀρντίνετς, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τὴν 1η Ἰουνίου 1888 στὴν Μυρόπολη καὶ μαρτύρησε τὸν Μάρτιο τοῦ 1938.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνδρέας Νικήτοβιτς Μισένκο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 30 Ὀκτωβρίου 1893 στὸ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1938.






Ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ὀνούφριος κατὰ κόσμον Ἀντώνιος Μαξίμοβιτς, γεννήθηκε στὶς 2 Ἀπριλίου 1889 στὴν ἐπαρχία τοῦ Χόλμ. Τὸ 1915 τελείωσε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ τὸ 1915 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ τοποθετήθηκε ὡς ἐφημέριος σὲ μία ἐνορία. Στὶς 8 Ἰανουαρίου 1923 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Ὀδησσοῦ καὶ ὠφέλησε πνευματικὰ τὸ λαὸ τῆς πόλεως καὶ ἰδιαίτερα τοὺς νέους. Συνελήφθη ἀπὸ τὸ καθεστὼς τῶν Μπολσεβίκων τὸ 1924, ἀλλὰ ἀφέθηκε ἐλεύθερος, γιὰ νὰ περάσει καὶ πάλι τὴν δοκιμασία τῆς συλλήψεως τὸ 1927. Τὸ 1934 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Κούρσκ. Τὸ 1935 μετατίθεται στὰ Οὐράλια καὶ τὸ 1938 δολοφονεῖται γιὰ τὴ δράση του ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ καθεστῶτος.






Μνήμη Εἰσόδου τῆς Ἁγίας Νίνας τῆς Ἰσαποστόλου στὴν Γεωργία
Image
Ἡ Ἑκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Νίνας στὶς 14 Ἰανουαρίου.Δὲν ἒχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed May 15, 2013 11:18 am

20 ΜΑΪΟΥ






Ἡ Ἁγία Λυδία ἡ Φιλιππησία
Image
Ἡ λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὰ τελούμενα στοὺς ἱεροὺς ναούς, ὅπως τὰ σωζόμενα μνημεῖα τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ παρόντος, ὡς ἀψευδεῖς μάρτυρες τῶν γεγονότων, βοηθοῦν τὸν πιστὸ στὴν ὑπέρβαση τῶν τοπικῶν και χρονικῶν περιορισμῶν καὶ στὴ βίωση τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος και τῆς θαυμαστῆς παρουσίας μέσα στὸν κόσμο τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ συνοδοιπόρος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ οἰκεῖος τῶν Φιλιππησίων Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς καταγράφει στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων γιὰ τὴν πρώτη ἐπίσκεψή τους στοὺς Φιλίππους καὶ τὸ βάπτισμα τῆς πορφυροπώλιδος Λυδίας: «Ὅταν εἶδε τὸ ὅραμα, ζητήσαμε ἀμέσως νὰ φέρουμε σὲ αὐτοὺς τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα. Ἀφοῦ λοιπὸν ξεκινήσαμε ἀπὸ τὴν Τρωάδα, πλεύσαμε κατ’ εὐθεῖαν στὴ Σαμοθράκη, τὴν δὲ ἑπομένη στὴ Νεάπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στοὺς Φιλίππους, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πρώτη πόλη τῆς περιοχῆς ἐκείνης τῆς Μακεδονίας, μία ἀποικία Ρωμαϊκή, καὶ μείναμε στὴν πόλη σὲ μέρος κοντὰ στὸν ποταμό, ὅπου νομίζαμε ὅτι ὑπῆρχε τόπος προσευχῆς καὶ καθίσαμε καὶ μιλούσαμε στὶς γυναῖκες ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ. Κάποια γυναίκα, ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Θυατείρων, ὀνομαζόμενη Λυδία, ἡ ὁποία πωλοῦσε πορφύρα, γυναίκα θεοσεβής, ἄκουγε καὶ ὁ Κύριος τῆς ἄνοιξε τὴν καρδιά, γιὰ νὰ προσέχει σὲ ὅσα ἔλεγε ὁ Παῦλος. Ὅταν βαπτίσθηκε αὐτὴ και οἱ οἰκιακοί της, μᾶς εἶπε, «Ἐάν μὲ κρίνατε ὅτι εἶμαι πιστὴ στον Κύριο, ἐλᾶτε νὰ μείνετε στὴν οἰκία μου, καὶ μᾶς πίεζε…»».

Στὴν πηγαία καὶ ἀνεπιτήδευτη περιγραφὴ τοῦ πρώτου βαπτίσματος στοὺς Φιλίππους ἀπὸ τὸν πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολο Παῦλο εὔκολα διακρίνεται ἡ διαδικασία καὶ ἐπισημαίνονται οἱ βασικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴ συμμετοχὴ τοῦ νέου πιστοῦ στὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ τὴν ἔνταξή του στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀπόστολοι κήρυσσαν «Χριστόν ἐσταυρωμένον» καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀκροατὲς ἀποδέχονταν ἀβίαστα τὴν ἀποστολικὴ διδασκαλία, ἀκολουθοῦσαν τὴν πράξη, ποὺ καθορίσθηκε ἤδη τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Μετανοοῦσαν καὶ βαπτίζονταν στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξασφαλίζοντας ἔτσι τὴ συγχώρεση τῶν ἀμαρτιῶν τους καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴ δυνατότητα νὰ γεννηθοῦν στὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή.

Στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Ζυγάκτη, ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῶν Φιλίππων, ἡ θεοσεβὴς Λυδία, μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες, ἄκουσε προσεκτικὰ τὴ χριστοκεντρικὴ διδασκαλία τοῦ Παύλου καὶ μὲ ανοικτὴ τὴ φωτισμένη καρδιά της ἀποδέχθηκε τὴ σωτήρια διδασκαλία. Ἀμέσως κατέβηκε στὰ νερὰ τοῦ νέου Ἰορδάνου καὶ βαπτίσθηκε μαζὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς της. Πανηγυρικὰ καὶ ἔμπρακτα ὁμολογεῖ τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ὁμολογία ἐπιβραβεύεται μὲ τὴν ἀποστολικὴ πράξη τῆς βαπτίσεως καί τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν ἐπάνω στοὺς βαπτισθέντες, γιὰ νὰ μεταδοθοῦν οἱ δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ ξεκινήσει ἡ ἐφαρμογὴ στὸ βίο τους, ὅλων ἐκείνων ποὺ εἶναι ἀληθινά, σεμνά, δίκαια, ἁγνά, ἀγαπητὰ καί ἡ ἐπιδίωξη ὁποιασδήποτε ἀρετῆς καί ὁποιουδήποτε ἐπαίνου.

Ἡ μετάβαση ὅλων στὴν οἰκία τῆς Λυδίας ἐπισφράγισε τὰ πασχάλιο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁλοκλήρωση τῆς πνευματικῆς εὐωχίας τῆς εὐλογημένης ἐκείνης ἡμέρας, κατὰ τὴν ὁποία στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἐντάχθηκε μὲ τὸ βάπτισμα ἡ πρώτη Εὐρωπαία Χριστιανὴ τῶν Φιλίππων.
Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν Ἁγία Λυδία ὡς Ἰσαπόστολο καὶ στὸν ἱερό τόπο τῆς βαπτίσεώς της ὕψωσε ναὸ – βαπτιστήριο, ὅπως καὶ στὴν παρακείμενη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Ζυγάκτη καθιέρωσε ὑπαίθριο βαπτιστήριο, ὅμοιο μὲ ἐκεῖνα ποὺ σώζονται στὶς παλαιοχριστιανικές βασιλικές τῶν Φιλίππων.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Θεὸν σεβόμενη διανοίας εὐθύτητι, τὸ τῆς χάριτος φέγγος διὰ Παύλου εἰσδέδεξαι, καὶ πρώτη ἐν Φιλίπποις τῷ Χριστῷ, ἐπίστευσας θεόφρον πανοικεί· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ᾀσματικῶς, Λυδία Φιλιππησία. Δόξα τῷ εὐδοκήσαντι ἐν σοί, δόξα τῷ σὲ καταυγάσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν τὰ κρείττονα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῖς τοῦ Παύλου ῥήμασι καταυγασθεῖσα, ἐν Φιλίπποις πέφηνας, εἰκὼν ἁγίας βιοτῆς, καὶ πανοικεὶ δόξης κρείττονος, Φιλιππησία Λυδία ἠξίωσαι.

Μεγαλυνάριον.
Πρώτη ἐν Φιλίπποις πρὸς τὸν Χριστόν, θεόφρον προσῆλθες, διὰ Παύλου τοῦ εὐκλεοῦς, ὦ Φιλιππησία, Λυδία καὶ ἐν ῥείθροις, Ζυγάκτου ἐβαπτίσθης, πανοικεὶ πάνσεμνε.






Ὁ Ἅγιος Θαλλέλαιος ὁ ἰατρός καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες Ἀλέξανδρος καί Ἀστέριος
Image
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θαλλέλαιος καταγόταν ἀπὸ τὸν Λίβανο καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Νουμεριανοῦ (283 – 284 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Βερεκκόκιος καὶ ἡ μητέρα του Ρομβυλιανή. Εἶχε σπουδάσει τὴν ἰατρική ἐπιστήμη καὶ προσέφερε στοὺς πάντες ἀφιλοκερδῶς καὶ μὲ ἀγάπη τὶς ἰατρικές του ὑπηρεσίες, γι’ αὐτὸ καὶ ἐντάσσεται στὴν κατηγορία τῶν γνωστῶν Ἀναργύρων.

Γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ τὸν συνέλαβαν οἱ εἰδωλολάτρες στὴν Ἀνάζαρβο, πρωτεύουσα τῆς δεύτερης ἐπαρχίας τῆς Κιλικίας, κρυμμένο μέσα στὸ δάσος καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Τιβεριανό. Ἐκεῖνος, ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος δὲν πειθόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, πρόσταξε νὰ τοῦ τρυπήσουν τοὺς ἀστραγάλους καὶ νὰ τὸν κρεμάσουν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Τόση δὲ ἦταν ἡ ὑπομονὴ τοῦ Ἁγίου, τὴν ὁποία ἐπέδειξε κατὰ τὸ φρικτὸ αὐτὸ μαρτύριο, ὥστε δύο ἀπὸ τοὺς βασανιστές του στρατιῶτες, ὀνόματι Ἀλέξανδρος και Ἀστέριος, πίστεψαν καὶ ἀφοῦ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό, ἀποκεφαλίσθηκαν. Κατόπιν ὁ Τιβεριανὸς πρόσταξε καὶ ἔριξαν τὸν Ἅγιο στὴ θάλασσα νά πνιγεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως, δὲν ἔπαθε τίποτε καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν θάλασσα φορώντας ὁλόλευκη ἐσθῆτα. Μετά ἀπὸ τὴν θαυματουργικὴ αὐτὴ διάσωσή του τὸν ἔριξαν στὸ στάδιο νὰ τὸν κατασπαράξουν πεινασμένα σαρκοβόρα θηρία. Ὅμως τὰ θηρία δὲν τὸν πλησίασαν καὶ ἔμεινε καὶ πάλι ἀβλαβής.

Ἔτσι ὁ Μάρτυς Θαλλέλαιος ἀποκεφαλίσθηκε διὰ ξίφους στὴν Ἔδεσσα τῶν Αἰγαίων, κατὰ τὸ φθινόπωρο τοῦ 284 μ.Χ. καὶ ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ μαρτύριό του, τὸ ὁποῖο βρισκόταν ἐντὸς τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀγαθονίκου. Πλὴν τοῦ ναΐσκου αὐτοῦ γνωρίζουμε καὶ τὸ ναὸ κοντὰ στὸ ὄρος τοῦ Αὐξεντίου. Ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου ὑπῆρχε καὶ μονὴ στὴν Παλαιστίνη, τὴν ὁποία, κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Προκοπίου, «ἀνανεώσατο» ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός (527 – 565 μ.Χ.). Φαίνεται δὲ ὅτι ὁρισμένες μονὲς ἑόρταζαν τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Θαλλελαίου στὶς 3 Σεπτεμβρίου, ἐνῷ ἄλλοι καὶ στὶς 23 Αὐγούστου, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ Μάρτυς προσήχθη σὲ ανάκριση.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μαρτυρίου ἀνύσας τὸν ἀγῶνα Θαλλέλαιε, ᾔσχυνας εἰδώλων τὴν πλάνην, τῇ γενναίᾳ ἀθλήσει σου· καὶ ὤφθης ἰαμάτων θησαυρός, παρέχων τὰς ἰάσεις δωρεάν, τοῖς προστρέχουσιν ἐν πίστει τῷ σῷ ναῷ καὶ πόθῳ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Τῶν Μαρτύρων σύναθλος, ἀναδειχθεὶς καὶ ὁπλίτης, στρατιώτης ἄριστος τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, γέγονας, διὰ βασάνων καὶ τιμωρίας, ἔπαρσιν εἰδωλολατρῶν καταπατήσας· διὰ τοῦτο τὴν σεπτήν σου, ὑμνοῦμεν μνήμην, σοφὲ Θαλλέλαιε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔλαιον βλυστάνων διηνεκῶς, θείων ἰαμάτων, ὡς τῆς χάριτος ἰατρός, ψυχῶν καὶ σωμάτων, τὰ πάθη θεραπεύεις, Θαλλέλαιε θεόφρον, τῶν προσιόντων σοι.








Ἡ Ἁγία Πλατίλλα ἡ Ρωμαία
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Πλατίλλα ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρώμη. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ἦταν παρούσα στὸ μαρτύριο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ θεωρεῖται μητέρα τῆς Ἁγίας Δομιτίλλης († 12 Μαΐου). Τελειώθηκε μαρτυρικά τὸ 67 μ.Χ.
Ἡ Ἁγία ἀπεικονίζεται στὴν τέχνη προσφέροντας τὸ πέπλο της στὸν Ἀπόστολο Παῦλο κατὰ τὸ μαρτύριό του, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸν θάνατό του ἐμφανίσθηκε στὴν Ἁγία καὶ τῆς ἐπέστρεψε τὸ πέπλο της. Ἡ πράξη αὐτὴ ἀπεικονίζεται στὶς χάλκινες πόρτες τῆς βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου Πέτρου, στὴ Ρώμη.






Ὁ Ἅγιος Ἀσκλᾶς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀσκλᾶς καταγόταν ἀπὸ τὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Ἐργαζόμενος ἱεραποστολικὰ ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Ἀρριανοῦ. Παρ’ ὅλο ποὺ πιέσθηκε, γιὰ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἀρνήθηκε καὶ ἐξ’ αἰτίας αὐτοῦ ὑποβλήθηκε σὲ πλῆθος μαρτυρίων, τὰ ὁποῖα ὑπέμεινε ἀγόγγυστα. Τοῦ καταξέσκισαν τὶς σάρκες καὶ τὸν ἔκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Ἐμμένοντας ὁ Ἅγιος παρὰ ταῦτα στὴν ὁμολογία του, ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμὸ βαρύτατο λίθο, τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Νεῖλο, ὅπου βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).







Ὁ Ἅγιος Βαυδέλιος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαυδέλιος ἔζησε περὶ τὸν 2ο ἢ 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Ὀρλεὰνς τῆς Γαλλίας. Ἀφοῦ νυμφεύθηκε, ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στὴ Γαλλία καὶ τὴ βόρεια Ἰσπανία. Τελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴν πόλη Νὶμς τῆς Γαλλίας.






Οἱ Ἅγιοι Ζαβουλών καὶ Σωσσάνη

Image
Οἱ Ἅγιοι Ζαβουλὼν καὶ Σωσσάνη ἦταν οἱ γονεῖς τῆς Ἁγίας Νίνας τῆς Ἰσαποστόλου. Περισσότερες λεπτομέρειες στὴν βιογραφία τῆς 14ης Ἰανουαρίου.






Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος Ἐπίσκοπος Τουλούζης
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τουλούζης. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος Ἐπίσκοπος Βρεσκίας
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἦταν Ἐπίσκοπος Βρεσκίας τῆς Λομβαρδίας καὶ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 610 μ.Χ.






Οἱ Ἅγιοι ἐν Μεμέλᾳ Ἱερουσαλήμ οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μάρτυρες, μαρτύρησαν τὸ 614 μ.Χ.Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες.






Ὁ Ἅγιος Οὐλτρίλλος Ἐπίσκοπος Μπουργκές
Ὁ Ἅγιος Οὐλτρίλλος γεννήθηκε στὴν πόλη Μπουργκὲς καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικητίου τῆς Λυὼν († 2 Ἀπριλίου). Τὸ 612 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μπουργκὲς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 624 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος ὁ Μυροβλύτης
Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Λιβύη τῆς Ἀφρικῆς καὶ ἔζησε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ., ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου Πωγωνάτου. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ ἀφιέρωσε μία ἔκθεση μὲ ἀπορίες σὲ θέματα τῆς Γραφῆς καὶ τὶς λύσεις τους. Κατ’ ἀρχὰς ὁ Ὅσιος χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος καὶ ἐξελέγη ἡγούμενος. Διακρινόταν γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου καὶ τὴ βαθιὰ θεολογικὴ παιδεία του καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 648 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος συνέγραψε τετρακόσια κεφάλαια περὶ Ἀγάπης καὶ Ἐγκρατείας καὶ τῆς Κατὰ νοῦν πολιτείας, ὅταν ἦταν ἡσυχαστὴς, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν ταπεινόφρονα διατύπωσή του: «κατὰ τὸ φαινόμενον ἡσυχαστής, κατὰ δὲ τὴν ἀλήθειαν πραγματευτὴς κενοδοξίας».

Τὰ κεφάλαια αὐτὰ ξυπνοῦν ψυχὲς ποὺ εἶναι σὲ πνευματικὸ θάνατο ἢ ἀνασταίνουν ψυχὲς ποὺ νεκρώθηκαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὸ πλεονέκτημά τους εἶναι ἡ ἐμπειρικὴ μέθοδος ποὺ, μὲ τὴν πρακτικὴ ἀγωγὴ ποὺ ὑποδεικνύουν, ὁδηγοῦν μὲ ἀσφάλεια στὴ μεταστοιχείωση τῶν ψεκτῶν παθῶν σὲ πάθη ἅγια καὶ στὴν κτήση τῶν θείων ἀρετῶν, ἀπ’ ὅπου ἀρχίζει ἡ ἄνθιση τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποκορύφωμα τῶν ὁποίων εἶναι ἡ θεομίμητη ταπείνωση καὶ ἡ ἁγία ἀγάπη.

Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος εἶναι ἕνας ἀπλανὴς διδάσκαλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τῶν νηπτικῶς βιούντων μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ στοργικὸς πατέρας ὅλων τῶν Χριστιανῶν, πρὸς τοὺς ὁποίους, ὡς δοῦλος εὐγνώμων, μεταδίδει τὸ χάρισμα ποὺ ἔλαβε, θεραπεύοντας ὡς ἰατρὸς ψυχῶν, τὶς ἀρρωστημένες ψυχὲς καὶ ὁδηγώντας τες στὸν ἀρχικὸ προορισμό τους, ποὺ εἶναι ἡ ὁμοίωσή τους, κατὰ χάριν, μὲ τὸν Δημιουργό τους, τὴν Ἁγία Τριάδα, στὴν Ὁποία ἀφιερώνει τὰ δεκαπέντε τελευταῖα κεφάλαια τῆς τετάρτης ἑκατοντάδος του, φανερώνοντας τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογικὴ γνώση του.

Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος:

Ὁ νοῦς ποὺ ἀπόκτησε πνευματικὴ ἀγάπη, δὲν διανοεῖται γιὰ τὸν πλησίον του ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἀρμόζουν στὴν ἀγάπη.
Ἀγάπη ἀληθινὴ ἔχει ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀνέχεται νὰ ἀκούει ὑπονοούμενα, οὔτε φανερὲς κατηγορίες κατὰ τοῦ πλησίον.
Ἰδίωμα τῆς ἀνυπόκριτης ἀγάπης εἶναι ὁ ἀληθινὸς λόγος ἀπὸ ἀγαθὴ συνείδηση.
Ἐκεῖνος εἶναι δυνατὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀποδιώκει τὴν κακία μὲ τὴν πράξη καὶ μὲ τὴ γνώση.
Ἂν θέλεις νὰ νικήσεις τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἀπόκτησε ἐγκράτεια καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον.
Ἡσυχία, προσευχή, ἀγάπη καὶ ἐγκράτεια, εἶναι τετράτροχο ἅρμα ποὺ ἀνεβάζει τὸ νοῦ στοὺς οὐρανούς.
Ἔργο χαρακτηριστικὸ τοῦ νοῦ εἶναι νὰ ἀσχολεῖται πάντοτε μὲ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Ἰησοῦ, θὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν κακία. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ, θὰ δεῖ τὴν ἀληθινὴ γνώση.
Ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη εἶναι συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ὅποιος δὲν ἐλευθερώθηκε μὲ τὴ Χάρη ἀπὸ τὰ πάθη, δὲν ἔλαβε ἀκόμη τὴ συγχώρηση.
Ἂν θέλεις νὰ ἀπαλλαγεῖς ταυτόχρονα ἀπὸ ὅλες τὶς κακίες, ἀπαρνήσου τὴ μητέρα τῶν κακῶν, τὴ φιλαυτία.
Ἐκεῖνος ποὺ ὑπομένει τοὺς ἀθέλητους πειρασμοὺς ποὺ τοῦ ἔρχονται, ἀποκτᾶ ταπεινὸ φρόνημα, καλὲς ἐλπίδες καὶ γίνεται δόκιμος.



Εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Θαλασσίου



Κύριε τῶν πάντων Χριστὲ, ἐλευθέρωσέ μας ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, ἀπὸ τὰ ὀλέθρια πάθη καὶ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτά.

Πλασθήκαμε ἀπὸ Σένα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὸν παράδεισο ποὺ ἐφύτευσες Ἐσύ.

Τὴν τωρινή μας ἀτιμία μόνοι τὴν προκαλέσαμε, μὲ τὸ νὰ προτιμήσουμε τὴν ὀλέθρια ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ἀπόλαυση.

Ἐπήραμε τὴν ἀμοιβή μας γι’ αὐτὸ, ἀνταλλάσσοντας τὴν αἰώνια ζωὴ μὲ τὸ θάνατο.

Τώρα λοιπὸν, Κύριε, καθὼς ἐστράφηκες μὲ εύμένεια πρὸς ἐμᾶς, κάνε τὸ ἴδιο ὥς τὸ τέλος. Καθὼς ἔγινες ἄνθρωπος γιὰ μᾶς, σῶσε μας ὅλους.

Γιατὶ ἦλθες νὰ σώσεις ἐμᾶς τοὺς χαμένους. Μὴ μᾶς χωρίσεις ἀπὸ τὴν μερίδα ὅσων σώζονται.

Ἀνέστησε τὶς ψυχὲς καὶ σῶσε τὰ σώματά μας. Καθάρισέ μας ἀπὸ κάθε μολυσμὸ.

Σπάσε τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν ποὺ μᾶς κατέχουν. Ἐσύ, ποὺ συνέτριψες τὶς φάλαγγες τῶν ἀκάθαρτων δαιμόνων.

Καὶ ἀπάλλαξέ μας ἀπὸ τὴν τυραννία τους, γιὰ νὰ λατρεύσουμε Ἐσένα μόνο, τὸ αἰώνιο Φῶς.
Ἀφοῦ ἀναστηθοῦμε ἐκ νεκρῶν, συγκροτώντας μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους μία εὐλογημένη καὶ ἀκατάλυτη χορεία. Ἀμὴν.







Ὁ Ὅσιος Μάρκος ὁ Ἐρημίτης
Ὁ Ὅσιος Μάρκος ἦταν μοναχὸς. Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς καὶ ὁ χρόνος τῆς δράσεώς του. Ἀφοῦ ἔζησε ὁσίως, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἐπίσκοπος Παβίας
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Παβίας, τῆς Ἰταλίας. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς του, τὸ 743 μ.Χ., ἔπαθε πολλὰ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἐξορίσθηκε ἀπὸ τοὺς Λομβαρδούς.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 778 μ.Χ.






Οἱ Ὅσιοι Ἰωάννης, Ἰωσὴφ καὶ Νικήτας
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες μας Ἰωάννης, Ἰωσὴφ καὶ Νικήτας κατάγονταν ἀπὸ τὴν Χίο καὶ ἔζησαν κατὰ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκητεύοντας ἐπὶ τοῦ Προβατείου Ὄρους τῆς νήσου τῆς Χίου, εὑρῆκαν μία ἡμέρα πάνω σὲ δένδρο μυρσίνης κρεμάμενη εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία, ἀφοῦ παρέλαβαν, τοποθέτησαν ἐντὸς ναΐσκου, ποὺ ἀνήγειραν γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό. Ἀργότερα, μὲ τὴ συνδρομὴ τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου (1042 – 1054), καὶ στὴ συνέχεια, τῆς ἀδελφῆς του αὐτοκράτειρας Ζωῆς, ἀνηγέρθη μεγαλοπρεπὴς ἡ Νέα Μονή, ἡ ὁποία προικίσθηκε μὲ κτήματα καὶ ἀφιερώματα καὶ κατέστη αὐτοδέσποτος διὰ βασιλικῶν χρυσοβούλλων.
Μετὰ ἀπὸ μικρὴ ἐξορία, τὴν ὁποία ὑπέστησαν λόγῳ κακόβουλων διαβολῶν, ἐπανῆλθαν στὴ μονή, ὅπου καὶ κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.






Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ
Τὸ 1087 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081 – 1118) καὶ Πατριάρχου Νικολάου Γ’ τοῦ Γραμματικοῦ (1084 – 1111), ἡ ἐπαρχία τῆς Λυκίας καὶ ἡ πόλη τῶν Μύρων δεινοπαθοῦν ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ μοναχοί, ποὺ διακονοῦσαν στὸ προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, συναινοῦν στὴν πρόταση «ἐμπόρων» ἀπὸ τὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἦταν κληρικοὶ, νὰ πραγματοποιήσουν τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων καὶ τὴ μετακομιδὴ στὸ Μπάρι.
Κατὰ τὴν συναξαριστική παράδοση τὸ ἅγιο λείψανο ἀνεχώρησε τὴν 1η Ἀπριλίου τοῦ 1087 καὶ ἔφθασε στὸ Μπάρι στὶς 20 Μαΐου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.

Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια, Πάτερ Ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ θείου λειψάνου σου τῇ μεταθέσει σοφέ, πιστῶς ἑορτάζοντες ἐν εὐφροσύνῃ ψυχῆς, βοῶμέν σοι Ἅγιε· Δίδου ταύτῃ τῇ πόλει, τὴν πλουσίαν σου χάριν· Γίνου τοῖς ἐν θαλάσσῃ, ἀσφαλὴς κυβερνήτης, Νικόλαε μακάριε, Ἀρχιερέων καύχημα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ σεπτοῦ λειψάνου σου τῇ μεταθέσει, ἑορτήν σου ἄγοντες, ἐπιβοώμεθα θερμῶς, τὴν σὴν ταχεῖαν βοήθειαν, θαυματοφόρε Νικόλαε Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Χάριν ἀναβλῦζον παρὰ Θεοῦ, Νικόλαε Πάτερ, τὸ σὸν λείψανον τὸ σεπτόν, πάντας ἁγιάζει, τοὺς πίστει εὐφημοῦντας, τὴν τούτου νῦν ἐκ τάφου θείαν μετάθεσιν.






Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος τοῦ Πσκώφ
Image
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ ἦταν εἰδωλολάτρης μὲ τὸ ὄνομα Ντόβμοντ, καταγόταν ἀπὸ τὴν Λιθουανία καὶ ἦταν πρίγκιπας τοῦ Ναλσχένσκ τῆς Λιθουανίας. Τὸ 1265, λόγῳ τῶν συγκρούσεων μεταξύ τῶν ἡγεμόνων τῆς Λιθουανίας, ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἐπαρχία του καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὸ Πσκώφ μαζὶ μὲ τριακόσιες οἰκογένειες. Ἐδῶ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν ἐπεσκίασε καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Τιμόθεος.

Πολὺ σύντομα οἱ κάτοικοι τοῦ Πσκώφ τὸν ἐπέλεξαν ὡς πρίγκιπά τους γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὶς ἀληθινὲς χριστιανικὲς ἀρετές του.

Ὁ Ἅγιος κυβέρνησε γιὰ τριάντα τρία χρόνια μὲ εἰρήνη καὶ σύνεση. Ἦταν δίκαιος, ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος, γενναιόδωρος καὶ προστάτης τῶν μονῶν καὶ τῶν ναῶν. Ἵδρυσε μάλιστα καὶ μία μονὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου.

Τὸ 1268 ὁ πρίγκιπας Τιμόθεος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἥρωες τῆς ἱστορικῆς μάχης κατὰ τῶν Δανικῶν καὶ Γερμανικῶν στρατευμάτων ποὺ ὑπερασπίσθηκαν μὲ πίστη καὶ αὐταπάρνηση τὴ Ρωσικὴ γῆ. Πρὶν ἀπὸ κάθε μάχη πήγαινε στὴν ἐκκλησία, ὅπου προσευχόταν καὶ ἄφηνε τὸ ξίφος του στὸ βῆμα τῆς Ὡραίας Πύλης λαμβάνοντας τὴν εὐλογία τοῦ ἱερέως. Ὁ γενναῖος πολεμιστὴς – πρίγκιπας κέρδισε τὴν τελικὴ μάχη κατὰ τῶν Γερμανῶν, στὶς 5 Μαρτίου τοῦ 1299.
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1299, ἀλλὰ προστάτευε τὴν πόλη τοῦ Πσκὼφ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Ὅταν κατὰ τὸ 1480, περισσότερο ἀπὸ ἑκατὸ χιλιάδες Γερμανοὶ πολιόρκησαν τὴν πόλη, ἐκεῖνος ἐμφανίσθηκε σὲ ἕναν Χριστιανὸ καὶ τὸν προέτρεψε νὰ λάβουν τὴν εἰκόνα του μαζὶ μὲ ἕνα σταυρὸ καὶ νὰ τὰ λιτανεύσουν στὴν πόλη. Οἱ Χριστιανοὶ τοῦ Πσκὼφ ἔπραξαν, ὅπως τοὺς εἶπε ὁ Ἅγιός τους, καὶ οἱ Γερμανοὶ ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴν πόλη.






Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἀλεξίου τοῦ θαυματουργοῦ
Image
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου τοῦ Θαυματουργοῦ, Ἀρχιεπισκόπου Μόσχας, στὶς 12 Φεβρουαρίου.
Τὰ ἱερά λείψανά του, ἀνακαλύφθηκαν στὶς 20 Μαΐου τοῦ 1431. Τὸ 1485, τὰ ἱερὰ λείψανα μετακομίσθηκαν σὲ ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο. Σήμερα βρίσκονται στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ τῶν Θεοφανείων τῆς Μόσχας.






Ὁ Ὅσιος Στέφανος
Ὁ Ἅγιος Στέφανος γεννήθηκε στὸ Μαυροβούνιο τῆς Σερβίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ Μοράκα. Λόγῳ τῶν Τούρκων ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ζήσει κρυμμένος ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς τῆς περιοχῆς γιὰ ἑπτὰ χρόνια.
Τὸ 1660 συνέχισε τὸν ἀσκητικό του βίο σὲ ἕνα σπήλαιο μέσα στὸ ὁποῖο ἔζησε μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ἐπὶ τριάντα χρόνια. Τέσσερα ἔτη μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του, οἱ πιστοὶ βρῆκαν τὸ τίμιο λείψανό του ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ φώτιζε τὸ σπήλαιο, μέσα στὸ ὁποῖο ὁ Ὅσιος Στέφανος εἶχε ἀναπαυθεῖ.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed May 15, 2013 11:26 am

21 ΜΑΪΟΥ






Οἱ Ἅγιοι Κωνσταντίνος καὶ Ἑλένη οἱ Ἱσαπόστολοι
Image
Ὡς γενέτειρα πόλη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀναφέρεται τόσο ἡ Ταρσὸς τῆς Κιλικίας ὅσο καὶ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας. Ὡστόσο ἡ ἅποψη ποὺ ἐπικρατεῖ φέρει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο νὰ ἔχει γεννηθεῖ στὴ Ναϊσὸ τῆς Ἄνω Μοισίας. Τὸ ἀκριβὲς ἔτος τῆς γεννήσεώς του δὲν εἶναι γνωστὸ, θεωρεῖται ὅμως ὅτι γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ.

Πατέρας του ἦταν ὁ Κωνστάντιος, ποὺ λόγῳ τῆς χλωμότητος τοῦ προσώπου του ὀνομάσθηκε Χλωρὸς, καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορος Κλαυδίου. Μητέρα του ἦταν ἡ Ἁγία Ἑλένη, θυγατέρα ἑνὸς πανδοχέως ἀπὸ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας.

Τὸ 305 μ.Χ. ὁ Κωνσταντίνος εὑρίσκεται στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ στὴ Νικομήδεια μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ χιλίαρχου. Τὸ ἴδιο ἔτος οἱ δύο Αὔγουστοι, Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς, παραιτοῦνται ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους καὶ ἀποσύρονται. Στὸ ὕπατο ἀξίωμα τοῦ Αὐγούστου προάγονται ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς στὴ Δύση καὶ ὁ Γαλέριος στὴν Ἀνατολή. Ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς πέθανε στὶς 25 Ἰουλίου 306 μ.Χ. καὶ
ὁ στρατὸς ἀνακήρυξε Αὔγουστο τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι ὅμως ποὺ δὲν ἀποδέχθηκε ὁ Γαλέριος. Μετὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ διαφόρων ἱστορικῶν γεγονότων ὁ Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται μὲ τὸν Μαξέντιο, υἱὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος πλεονεκτοῦσε στρατηγικὰ, ἐπειδὴ διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα καὶ ὁ στρατὸς τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἤδη καταπονημένος.

Ἀπὸ τὴν πλευρά του ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε κάθε λόγο νὰ αἰσθάνεται συγκρατημένος. Δὲν εἶχε καμία ἄλλη ἐπιλογὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ζητήσει βοήθεια, ἀλλὰ καθὼς διηγεῖται ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος, δὲν ἤξερε σὲ ποιὸν Θεὸ νὰ ἀπευθυνθεῖ. Τότε ἔφερε νοερὰ στὴ σκέψη του ὅλους αὐτοὺς ποὺ μαζὶ τους συνδιοικοῦσε τὴν αὐτοκρατορία. Ὅλοι τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, πίστευαν σὲ πολλοὺς θεοὺς καὶ ὅλοι τους εἶχαν τραγικὸ τέλος. Ἄρχισε, λοιπόν, νὰ προσεύχεται στὸν Θεό, ὑψώνοντας τὸ δεξί του χέρι καὶ ἱκετεύοντάς Τον νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Ἐνῶ προσευχόταν, διαγράφεται στὸν οὐρανὸ μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περὶ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες τοῦ ἡλίου, κατὰ τὸ δειλινὸ δηλαδή, εἶδε στὸν οὐρανὸ τὸ τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔγραφε «τούτῳ νίκα». Καὶ ἐνῶ προσπαθοῦσε νὰ κατανοήσει τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ μυστηριακοῦ θεάματος, τὸν κατέλαβε ἡ νύχτα. Τότε ἐμφανίζεται ὁ Κύριος στὸν ὕπνο του μαζὶ μὲ τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν προέτρεψε νὰ κατασκευάσει ἀπομίμηση αὐτοῦ καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ ὡς φυλακτήριο στοὺς πολέμους.

Ἔχοντας ὡς σημαία του τὸ Χριστιανικὸ λάβαρο, ἀρχίζει νὰ προελαύνει πρὸς τὴν Ρώμη ἐκμηδενίζοντας κάθε ἀντίσταση.

Ὅταν φθάνει στὴ Ρώμη ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς πόλεως. Ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον του δὲν περιορίζεται μόνο σὲ αὐτούς. Πολὺ σύντομα πληροφορεῖται γιὰ τὴν πενιχρὴ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀφρικῆς καὶ ἐνισχύει ἀπὸ τὸ δημόσιο ταμεῖο τὰ ἔργα διακονίας αὐτῆς.

Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 313 μ.Χ., στὰ Μεδιόλανα, ὅπου γίνεται ὁ γάμος τοῦ Λικινίου μὲ τὴν Κωνσταντία, ἀδελφὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐπέρχεται μιὰ ἱστορικὴ συμφωνία μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν ποὺ καθιερώνει τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνεξιθρησκείας.

Τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἦσαν πολλά. Ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, πρεσβυτέρου τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ἦλθε νὰ ταράξει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διδασκαλία αὐτή, ποὺ ὀνομάσθηκε ἀρειανισμός, κατέλυε οὐσιαστικὰ τὸ δόγμα τῆς Τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ.

Μόλις ὁ Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τὰ ὅσα θλιβερὰ συνέβαιναν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀπέστειλε μὲ τὸν πνευματικό του σύμβουλο Ὅσιο, Ἐπίσκοπο Κορδούης τῆς Ἰσπανίας, ἐπιστολὴ στὸν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο (313 – 328 μ.Χ.) καὶ τὸν Ἄρειο. Ἡ προσπάθεια ἐπιλύσεως τοῦ θέματος δὲν εὐδοκίμησε. Ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ σύγκλιση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.

Ἡ περιγραφὴ τῆς ἐναρκτήριας τελετῆς ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο εἶναι ὁμολογουμένως ἐνδιαφέρουσα. Στὸ μεσαῖο οἶκο τῶν ἀνακτόρων εἶχαν προσέλθει ὅλοι οἱ σύνεδροι. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιγὴ καὶ ὅλοι περίμεναν τὴν εἴσοδο τοῦ αὐτοκράτορος, τὸν ὁποῖο οἱ περισσότεροι θὰ ἔβλεπαν γιὰ πρώτη φορά. Ὁ Κωνσταντίνος εἰσῆλθε ταπεινά, μὲ σεμνότητα καὶ πραότητα. Στὴν ὁμιλία του πρὸς τὴ Σύνοδο χαρακτηρίζει τὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς συγκρούσεις ὡς τὸ μεγαλύτερο δεινὸ καὶ ἀπὸ τοὺς πολέμους. Ὁ λόγος του ὑπῆρξε εὐθὺς καὶ σαφής. Δὲν ἤθελε νὰ ἀσχοληθεῖ παρὰ μονάχα μὲ θέματα ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ὀρθοτόμηση τῆς πίστεως. Ἡ κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδὸν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς συγγραφεῖς.

Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ὁ αὐτοκράτορας ἀνέλαβε πρωτοβουλίες γιὰ τὴν ἑδραίωση τῶν ἀποφάσεών της. Ἀπέστειλε ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Ἀλεξανδρείας, στὴν ὁποία γνωστοποιεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Ὁ ἴδιος γνωστοποιεῖ πρὸς ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ ἀπαγορεύει τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν ἀπόκρυψη τῶν συγγραμμάτων του. Ἡ πιὸ ἐντυπωσιακή του ὅμως ἐνέργεια εἶναι ἡ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἄρειο. Ἐπιτιμᾶ τὸν αἱρεσιάρχη καὶ τὸν καταδικάζει μὲ αὐστηρότητα γιὰ τὶς κακοδοξίες του.

Ὅμως περὶ τὰ τέλη του 327 μ.Χ. ὁ Μέγας Κωνσταντίνος καλεῖ τὸν Ἄρειο στὰ ἀνάκτορα. Ὁ αἱρεσιάρχης φυσικὰ δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία καὶ ὑποβάλλει μία ὁμολογία γεμάτη ἀπὸ ἔντεχνες θεολογικὲς ἀνακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο ὅτι αὐτὴ δὲν διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ ὅσα εἶχε ἀποφασίσει ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Τελικὰ ὁ αὐτοκράτορας συγκαλεῖ νέα Σύνοδο, τὸ Νοέμβριο τοῦ 327 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀνακαλεῖ τὸν Ἄρειο ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ ἀποκαθιστᾶ τοὺς ἐξόριστους Ἐπισκόπους Νικομηδείας Εὐσέβιο καὶ Νικαίας Θεόγνιο. Ἡ ἀνάκληση τοῦ Ἀρείου καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῶν περὶ αὐτῶν πυροδότησε νέες ἔριδες στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος καὶ στὴν συνέχεια ὁ διάδοχός του Μέγας Ἀθανάσιος ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὸν Ἄρειο στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀπειλεῖ μὲ καθαίρεση τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ἐνῶ σὲ Σύνοδο ποὺ συνῆλθε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 330 μ.Χ. καθαιρεῖται καὶ ἐξορίζεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας († 21 Φεβρουαρίου). Ἡ Σύνοδος τῆς Τύρου τῆς Συρίας, ποὺ συνῆλθε τὸ 335 μ.Χ., καταδικάζει ἐρήμην μὲ τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος φεύγει, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο.

Εἶναι γεγονὸς πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος δὲν ἔδειξε νὰ ἀποδέχεται τὸ αἴτημα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου γιὰ ἀκρόαση. Πείσθηκε ὅμως νὰ τὸν ἀκούσει, ὅταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τοῦ ἀπηύθυνε τὴν ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ». Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε τὴν κατάφωρη ἀδικία καὶ τὶς ἄθλιες μεθοδεύσεις σὲ βάρος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημά του νὰ προσκληθοῦν ὅλοι οἱ συνοδικοὶ τῆς Τύρου καὶ ἡ διαδικασία νὰ λάβει χώρα ἐνώπιόν του.

Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ἀγνόησε τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐντολή. Πῆρε μόνο ἐλάχιστους ἀπὸ τοὺς συνοδικοὺς καὶ ἐμφανίσθηκε στὸν αὐτοκράτορα. Ξέχασε ὅλες τὶς ὑπόλοιπες κατηγορίες καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσε τὸ θέμα τῆς δῆθεν παρακωλύσεως τῆς ἀποστολῆς σιταριοῦ πρὸς τὴν Βασιλεύουσα. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξοργίζεται καὶ ἐξορίζει τὸν Μέγα Ἀθανάσιο στὰ Τρέβιρα τῆς Γαλλίας. Παρὰ ταῦτα δὲν ἐπικυρώνει τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Τύρου γιὰ καθαίρεση καὶ οὔτε διατάσσει τὴν ἀναπλήρωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν καταξιώνει στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀπόγειο τῆς πνευματικῆς του πορείας. Ὁ Ἅγιος, κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 337 μ.Χ., αἰσθάνεται τὰ πρῶτα σοβαρὰ συμπτώματα κάποιας ἀσθένειας. Οἱ πηγὲς μᾶς πληροφοροῦν πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σὲ ἰαματικὰ λουτρά. Βλέποντας ὅμως τὴν ὑγεία του νὰ ἐπιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο νὰ μεταβεῖ στὴν πόλη Ἑλενόπολη τῆς Βιθυνίας, ποὺ εἶχε ὀνομασθεῖ ἔτσι λόγῳ τῆς Ἁγίας μητέρας του. Ἐκεῖ παρέμεινε στὸ ναὸ τῶν Μαρτύρων, ὅπου ἀνέπεμπε ἱκετήριες εὐχὲς καὶ λιτανεῖες πρὸς τὸν Θεό. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀντιλαμβάνεται πὼς ἡ ἐπίγεια ζωή του πλησιάζει στὸ τέλος της. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καλλιεργεῖται στὴν καρδιά του καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας καὶ τοῦ βαπτίσματος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καταφεύγει σὲ κάποιο προάστιο τῆς Νικομήδειας, συγκαλεῖ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἀπευθύνει τὸν ἑξῆς λόγο: «Αὐτὸς ἦταν ὁ καιρὸς ποὺ προσδοκοῦσα ἀπὸ παλιὰ καὶ διψοῦσα καὶ εὐχόμουν νὰ καταξιωθῶ τῆς ἐν Θεῷ σωτηρίας. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ἀπολαύσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἀθανατοποιὸ σφραγίδα, ἦλθε ἡ ὥρα νὰ συμμετάσχουμε στὸ σωτήριο σφράγισμα, πρᾶγμα ποὺ κάποτε ἐπιθυμοῦσα νὰ κάνω στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, στὰ ὁποῖα, ὅπως παραδίδεται, ὁ Σωτήρας μας ἔλαβε τὸ βάπτισμα εἰς ἡμέτερον τύπον. Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ γνωρίζει τὸ συμφέρον, μᾶς ἀξιώνει νὰ λάβουμε τὸ βάπτισμα ἐδῶ. Ἂς μὴν ὑπάρχει λοιπὸν καμία ἀμφιβολία. Γιατὶ καὶ ἐὰν ἀκόμη εἶναι θέλημα τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου νὰ συνεχισθεῖ ἡ ἐπίγεια ζωή μας καὶ νὰ συνυπάρχω μὲ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ πλαισιώσω τὴ ζωή μου μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς κανόνες ποὺ ἁρμόζουν στὸν Θεὸ».

Μετὰ τὸ βάπτισμα ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος δὲν ξαναφόρεσε τὸν αὐτοκρατορικὸ χιτώνα, ἀλλὰ παρέμεινε ἐνδεδυμένος μὲ τὸ λευκὸ ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματος, μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του τὸ 337 μ.Χ. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, γράφει ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος.

Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο περιγράφει ὁ Εὐσέβιος τὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἀκολούθησαν τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου. Ὅλοι οἱ σωματοφύλακες τοῦ αὐτοκράτορα, ἀφοῦ ἔσχισαν τὰ ροῦχα τους καὶ ἔπεσαν στὸ ἔδαφος, ἔκλαιγαν καὶ φώναζαν δυνατά, σὰν νὰ μὴν ἔχαναν τὸ βασιλέα τους, ἀλλὰ τὸν πατέρα τους. Οἱ ταξίαρχοι καὶ οἱ λοχαγοὶ ἔκλαιγαν τὸν εὐεργέτη τους. Οἱ δῆμοι ἦσαν λυπημένοι καὶ κάθε κάτοικος τῆς Κωνσταντινουπόλεως πενθοῦσε, σὰν νὰ ἔχανε τὸ κοινὸ ἀγαθό.

Ἀφοῦ οἱ στρατιωτικοὶ τοποθέτησαν τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου σὲ χρυσὴ λάρνακα, τὸ μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐναπέθεσαν σὲ βάθρο στὸν βασιλικὸ οἶκο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Δίκαια ἡ ἱστορία τὸν ὀνόμασε Μέγα καὶ ἡ Ἐκκλησία Ἰσαπόστολο.

Ἡ Ἁγία Ἑλένη γεννήθηκε στὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας περὶ τὸ 247 μ.Χ. Φαίνεται ὅτι ἦταν ταπεινῆς καταγωγῆς. Στὴν ἱστοριογραφία ὑπάρχει σχετικὴ διχογνωμία ὡς πρὸς τὸ ἂν ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ὑπῆρξε σύζυγος ἢ νόμιμη παλλακίδα τοῦ Κωνσταντίου τοῦ Χλωροῦ.

Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ. γέννησε στὴ Ναϊσὸ τῆς Μοισίας τὸν Κωνσταντίνο. Ὅταν, πέντε ἔτη ἀργότερα, ὁ Κωνσταντίνος Χλωρὸς ἔγινε Καίσαρας ἀπὸ τὸν Διοκλητιανό, ἀναγκάσθηκε νὰ τὴν ἀπομακρύνει, γιὰ νὰ συζευχθεῖ τὴ Θεοδώρα, θετὴ κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, καὶ νὰ ἔχει ἔτσι τὸ συγγενικὸ ἐκεῖνο δεσμὸ, ὁ ὁποῖος θὰ ἐξασφάλιζε τὴ στερεότητα τοῦ διοκλητιανοῦ τετραρχικοῦ συστήματος. Παρὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Μέγας Κωνσταντίνος τιμοῦσε ἰδιαίτερα τὴ μητέρα του. Τῆς ἀπένειμε τὸν τίτλο τῆς αὐγούστης, ἔθεσε τὴ μορφή της ἐπὶ νομισμάτων καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομά της σὲ μία πόλη τῆς Βιθυνίας.

Ἡ Ἁγία ἔδειξε τὴν εὐσέβειά της μὲ πολλὲς εὐεργεσίες καὶ τὴν ἀνοικοδόμηση νέων Ἐκκλησιῶν στὴ Ρώμη (Τιμίου Σταυροῦ), στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἁγίων Ἀποστόλων), στὴ Βηθλεὲμ (βασιλικὴ τῆς Γεννήσεως) καὶ ἐπὶ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν (βασιλικὴ τῆς Γεθσημανῆ). Ἡ Ἁγία Ἑλένη πῆγε τὸ 326 μ.Χ. στὴν Ἱερουσαλὴμ, ὅπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο.

Ἡ Ἑγία Ἑλένη κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μᾶλλον τὸ 327 μ.Χ. σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν. Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος γράφει ὅτι ἡ Ἁγία προαισθάνθηκε τὸ θάνατό της καὶ μὲ διαθήκη ἄφησε τὴν περιουσία της στὸν υἱό της καὶ τοὺς ἐγγονούς της.

Ὅπως ἦταν φυσικὸ ὁ υἱός της μετέφερε τὸ τίμιο λείψανό της στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἐνταφίασε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ στὸν ἱερὸ ναὸ αὐτῶν στὴν κινστέρνα τοῦ Βώνου.
Οἱ Βυζαντινοὶ τιμοῦσαν ἰδιαίτερα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο καὶ τὴν Ἑγία Ἑλένη. Ἀπόδειξη τούτου ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὸ Μεσαίωνα ἦταν πολύ δημοφιλὴς στοὺς Βυζαντινοὺς ἡ ἀπεικόνιση τοῦ πρώτου Χριστιανοῦ βασιλέως μὲ τὴ μητέρα του, ποὺ κρατοῦσαν στὸ μέσον Σταυρὸ.
Ἡ παράδοση αὐτὴ διατηρεῖται μέχρι καὶ σήμερα μὲ τὰ κωνσταντινάτα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.

Τοῦ Σταυροῦ σου τὸν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος, ὁ ἐν Βασιλεῦσιν Ἀπόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τῇ χειρί σου παρέθετο· ἣν περισώζε διὰ παντὸς ἐν εἰρήνῃ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πρῶτος πέφηνας, ἐν Βασιλεῦσι, θεῖον ἕδρασμα, τῆς εὐσεβείας, ἀπ’ οὐρανοῦ δεδεγμένος τὸ χάρισμα· ὅθεν Χριστοῦ τὸν Σταυρὸν ἐφανέρωσας, καὶ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν ἐφήπλωσας. Κωνσταντῖνε Ἰσαπόστολε, σὺν Μητρὶ Ἑλένῃ τῇ θεόφρονι, πρεσβεύσατε ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Κωνσταντῖνος σήμερον, σὺν τῇ μητρὶ τῇ Ἑλένῃ, τὸν Σταυρὸν ἐκφαίνουσι, τὸ πανσεβάσμιον ξύλον, πάντων μὲν, τῶν Ἰουδαίων αἰσχύνην ὄντα, ὅπλον δέ, πιστῶν ἀνάκτων κατ’ ἐναντίων· δι’ ἡμᾶς γὰρ ἀνεδείχθη, σημεῖον μέγα, καὶ ἐν πολέμοις φρικτόν.

Μεγαλυνάριον.
Τοὺς τῆς εὐσεβείας θείους πυρσούς, καὶ τῶν Ἀποστόλων, θιασώτας καὶ μιμητάς, σὺν τῷ Κωνσταντίνῳ, Ἑλένην τὴν Ἁγίαν, ὡς Βασιλέων δόξαν, ἀνευφημήσωμεν.







Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος, Πόλιος καὶ Εὐτύχιος οἱ Ἱερομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Τιμόθεος, Πόλιος καὶ Εὐτύχιος ἦταν διάκονοι τῆς Ἐκκλησίας καὶ μαρτύρησαν στὴν Ἀφρικὴ σὲ ἅγνωστο χρόνο.






Ὁ Ἅγιος Ἀδέλφιος
Ὁ Ἅγιος Ἀδέλφιος ἦταν Ἐπίσκοπος Ὀνώφης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Οἱ Ἅγιοι Πολύευκτος, Βίκτωρ καὶ Δονάτος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πολύευκτος, Βίκτωρ καὶ Δονάτος μαρτύρησαν στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.







Ὁ Ὅσιος Βόρος
Ὁ Ὅσιος Βόρος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μὲ τὸν Ἰσίδωρο καὶ τὸν Θεόδωρο στὸ Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον.







Ὁ Ὅσιος Ὁσπίτιος ὁ Ἐρημίτης
Ὁ Ὅσιος Ὁσπίτιος ἔζησε στὴ Γαλλία καὶ ἀσκήτεψε στὴ νῆσο τῶν Λερίνων. Γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση εἶχε δέσει τὸ σῶμα του μὲ ἁλυσίδες καὶ ἔτρωγε μόνο λίγο ἄρτο. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς τοῦ χάρισε τὸ δῶρο τῆς προφητείας καὶ τῆς θαυματουργίας.Κοιμήθηκε τὸ 580 μ.Χ., ἐνῶ κατ’ ἄλλους τὸ 681 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Χριστόφορος Α’ Πατριάρχης Ἀντιοχείας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Χριστόφορος ἐξελέγη Πατριάρχης Ἀντιοχείας τὸ 960 μ.Χ., κατὰ τὸ 14ο ἔτος τοῦ χαλίφη Ἀλ Μουτὶ (946 – 974 μ.Χ.), ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἄραβας χρονογράφος Γιαχ-γιᾶ. Τὴ νύχτα τῆς Δευτέρας πρὸς τὴν Τρίτη τοῦ 967 μ.Χ. φονεύθηκε ἀπὸ τούς Ἄραβες, ἀφοῦ κατηγορήθηκε ὅτι συνεννοεῖται μὲ τὸν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Νικηφόρο Φωκᾶ ποὺ ἐκστράτευσε κατὰ τῆς Ἀντιοχείας καὶ τὸ τίμιο λείψανο αὐτοῦ ρίχθηκε στὸν ποταμὸ Ὀρόντη. Ἀναφέρεται δὲ ὅτι ὁ φόνος ἔγινε στὴν οἰκία τοῦ εὐεργετηθέντος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἴμπν-Μάνικ. Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες οἱ Χριστιανοί βρῆκαν τὸ λείψανο αὐτοῦ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια σὲ κάποια νησίδα τοῦ ποταμοῦ, κατόπιν δέ, μετακόμισαν αὐτὸ στὴν ἐκτὸς τῆς πόλεως μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου ποὺ ἐπικράτησε μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν ὁ θρόνος τῆς Ἀντιόχειας παρέμεινε κενὸς ἐπὶ δύο ἔτη καὶ δέκα μῆνες.






Οἱ Ἅγιοι Κωνσταντίνος, Μιχαὴλ καὶ Θεόδωρος οἱ Πρίγκιπες καὶ Θαυματουργοί
Image
Οἱ Ἅγιοι μακάριοι πρίγκιπες Κωνσταντίνος καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, Μιχαὴλ καὶ Θεόδωρος, ἔζησαν κατὰ τὸν 11ο καὶ 12ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ὁ μακάριος Κωνσταντίνος, ἀπόγονος τοῦ ἰσαποστόλου πρίγκιπα Βλαδίμηρου, ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸν πρίγκιπα Σβιατοσλάβο τοῦ Τσέρνιγκωφ, νὰ γίνει ἡγεμόνας τῆς πόλεως Μούρωμ, ποὺ κατοικεῖτο ἀπὸ εἰδωλολάτρες, μὲ σκοπὸ νὰ διαφωτίσει τοὺς κατοίκους καὶ νὰ διαδώσει σὲ αὐτοὺς τὴ χριστιανικὴ πίστη.

Ὁ πρίγκιπας ἔστειλε στὸ Μούρωμ, ὡς ἀπεσταλμένο του, τὸν υἱό του Μιχαὴλ, ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες τὸν σκότωσαν.

Ὅταν ὁ πρίγκιπας Κωνσταντίνος ἔφθασε κοντά στὰ τείχη τῆς πόλεως μὲ τὸ στρατό του, οἱ κάτοικοι ὑποτάχθηκαν καὶ τὸν ἀποδέχθηκαν, ἀλλὰ γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα ἀντιστέκονταν στὴν ἀλήθεια καὶ παρέμεναν στὸ σκότος καὶ τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας. Κάποια στιγμὴ πλησίασαν τὴν οἰκία τοῦ πρίγκιπα μὲ σκοπὸ νὰ τὸν δολοφονήσουν. Ὅμως αὐτὸς, ἀτρόμητος, ἐμφανίσθηκαν μπροστά τους κρατώντας στὰ χέρια του τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Μούρωμ. Ξαφνικὰ οἱ εἰδωλολάτρες ὑποτάχθηκαν καὶ βαπτίσθηκαν Χριστιανοὶ στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Ὀκά.

Στὸ σημεῖο ποὺ σκοτώθηκε ὁ υἱός του, ὁ Μιχαὴλ, ὁ πιστὸς πρίγκιπας Κωνσταντίνος, ἔκτισε ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ ἀργότερα ἀνήγειρε ἄλλο ναὸ ἀφιερωμένο στοὺς Ἁγίους Βόριδα καὶ Γκλέμπ.

Ὁ μακάριος πρίγκιπας κατέβαλε πολλές προσπάθειες γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως στοὺς κατοίκους τοῦ Μούρωμ. Στὸ ἱεραποστολικὸ αὐτὸ ἔργο τὸν βοηθοῦσε μὲ ἔνθερμο ζῆλο ὁ υἱός του, πρίγκιπας Θεόδωρος.
Τὸ 1129 ὁ πρίγκιπας Κωνσταντίνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν ἐκκλησία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, δίπλα στοὺς υἱούς του, τοὺς Ἁγίους Μιχαὴλ καὶ Θεόδωρο.






Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Β’ Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ποίμανε θεοφιλῶς τὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Ροστὼβ κατὰ τὰ ἔτη 1231 – 1262. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος, ἐνῶ ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Βολοντυμύρ. Ὁ Ἅγιος διακρίθηκε γιὰ τὸν ἀσκητικὸ βίο του καὶ τὸ χάρισμα τοῦ κηρύγματος. Πλήθη λαοῦ συνέτρεχαν ἀπὸ τὸ Ροστὼβ καὶ τὶς γύρω περιοχές, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικά. Ἔτσι βαπτίσθηκε Χριστιανὸς καὶ ὁ πρίγκιπας Πέτρος Ὀρντύνσκ.Ὁ Ἅγιος συνέγραψε καὶ θεολογικὰ ἔργα, ὅπως περὶ τοῦ θείου φόβου καὶ τῆς δυνάμεως καὶ προνοίας τοῦ Θεοῦ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1262.







Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Θαυματουργός ὁ Ἕλληνας
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, κατὰ κόσμο Κωνσταντίνος, ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ ἀπόγονος τῆς πριγκιπικῆς οἰκογένειας τῶν Μανκουτίων. Συμμετεῖχε στὴ Βυζαντινὴ ἀντιπροσωπεία, ἡ ὁποία μετέβη στὴ Μόσχα, στὸν μεγάλο πρίγκιπα Ἰβὰν Γ’ Βασίλεβιτς (1438 – 1505), ὁ ὁποῖος μὲ τὸν γάμο του μὲ τὴν Σοφία Παλαιολογίνα τὸ 1472, συγγένεψε μὲ τὴν τελευταία Βυζαντινὴ δυναστεία καὶ ἔλαβε ὡς ἔμβλημά του τὸ δικέφαλο ἀετό.

Ἀποφασίζοντας ὁ Κωνσταντίνος νὰ ἀφιερώσει τὴν ζωή του στὸν Θεὸ, παρέμεινε στὴν δικαστικὴ ὑπηρεσία τοῦ τσάρου τῆς Μόσχας ζώντας κοντὰ στὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Ροστώβ Ἰωάσαφ.

Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος Ἰωάσαφ ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Θεράποντος, ὁ Κωνσταντίνος ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ τὸν ἀκολούθησε. Ἔγινε μοναχὸς μετὰ ἀπὸ ἕνα θαυμαστὸ ὅραμα, στὸ ὁποῖο εἶδε τὸν Ὅσιο Μαρτινιανὸ († τὸ 1483) νὰ τὸν καλεῖ στὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Κασσιανός.

Μετὰ ἀπὸ μία χρονικὴ περίοδο ἄφησε τὴ μονὴ καὶ ἐγκαταστάθηκε κοντὰ στὴν πόλη Οὔγκλιχ, στὴ συμβολὴ τῶν ποταμῶν Βόλγα καὶ Οὔχμα, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι πρὸς τιμὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας τοῦ βίου του διαδόθηκε εὐρέως καὶ πολλοὶ τὸν ἐπισκέπτονταν, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ νὰ ἀκούσουν τὶς πνευματικὲς νουθεσίες του. Ὁ Ὅσιος δεχόταν τὸν καθένα μὲ περισσὴ ἀγάπη καὶ μὲ διάκριση τὸν ὁδηγοῦσε πρὸς τὸν λιμένα τῆς σωτηρίας.

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γήρας, στὶς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ 1504, ἡμέρα τῆς μνήμης του. Ἡ μνήμη του κατὰ τὴν 21η Μαΐου ἑορτάζεται, ἐπειδὴ στὸ κοσμικό του ὄνομα ὀνομαζόταν Κωνσταντίνος, πρὸς τιμὴν τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου.
Ἡ μνήμη τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ ἑορτάζεται στὶς 23 Αὐγούστου.







Ὁ Ἅγιος Βασίλειος Ἐπίσκοπος Ριαζὰν καὶ Μουρώμ
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, Ἐπισκόπου Ριαζάν καὶ Μουρώμ, στὶς 12 Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.







Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἀγαπητὸς τοῦ Μαρκοῦσεφ, ἕζησε στὴ Ρωσία περὶ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἀρχικὰ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλὲμπ τοῦ Σολφυτσεγκόντσκ καὶ μαρτύρησε τὸ 1584.

Τὸ 1576, ὅταν ὁ Ἅγιος ἀσθένησε βαριά, ἐμφανίσθηκε σὲ αὐτὸν ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ, ποὺ ὀνομάζεται Βελικορέσκαγια καὶ τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πάει στὸν ποταμὸ Μαρκούζα καὶ νὰ ἱδρύσει ἐκεῖ ἕνα καινούργιο μοναστήρι. Ὁ Ὅσιος, θεραπευμένος τὴν ἴδια στιγμὴ, ἐκπλήρωσε τὸ καθῆκον ποὺ τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ, κατασκευάζοντας πρῶτα ἕνα ξύλινο παρεκκλήσι καὶ ἀργότερα, τὸ 1578, δύο ναοὺς ἀφιερωμένους μὲ σεβασμὸ στὸν Ἅγιο Νικόλαο καὶ στὸν Ἅγιο Προκόπιο τοῦ Οὔγκλιχ.

Τὸ ἴδιο ἔτος, ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς πῆγε στὴ Μόσχα, γιὰ νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν τσάρο ἕνα χῶρο καὶ τὴν ἄδεια νὰ κατασκευάσει στὸν ποταμὸ Λόχτα ἕνα μύλο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ ἐξασφάλιζε τὴ συντήρησή του τὸ μοναστήρι. Ἔτσι καὶ ἔγινε.

Ὅμως οἱ κάτοικοι τοῦ διπλανοῦ χωριοῦ, τοῦ Καλίνιν, ἀπὸ τὸ φόβο ὅτι τὰ κτήματά τους θὰ προσαρτόνταν στὸ μοναστήρι, συνωμότησαν νὰ σκοτώσουν τὸν Ὅσιο Ἀγαπητό. Ὁδηγούμενοι ἀπὸ ἕναν βλάσφημο χωρικὸ, ποὺ ὀνομαζόταν Βόγκνταν Λγιάτσωφ, ἐπιτέθηκαν στὸν Ὅσιο Ἀγαπητὸ κοντὰ στὸν μύλο στὶς 21 Μαΐου 1584, τὸν σκότωσαν καὶ ἔριξαν τὸ λείψανό του στὸν ποταμό Οὐστγίγκα. Οἱ μοναχοὶ βρῆκαν τὸ τίμιο σκήνωμα καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια σὲ ἕνα παρεκκλήσι, τὸ ὁποῖο ἀνυψώθηκε ἀνάμεσα στοὺς δύο ναοὺς τοῦ μοναστηριοῦ.
Τὸ 1712, ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Χολμογκόρυ Βαρνάβας, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τὸ μοναστήρι, συνέλεξε πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸ βίο τοῦ Ὁσίου Ἀγαπητοῦ καὶ σχετικὰ μὲ ὅλα τὰ θαύματα τῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἔτσι, τὸ 1715 μὲ ἐντολὴ τοῦ ἰδίου τοῦ Ἐπισκόπου συντάχθηκε ὁ βίος τοῦ Ὁσιομάρτυρος Ἀγαπητοῦ.







Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ πριγκίπισσα
Image
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Σέρβου βασιλέως Στεφάνου Γ’ Οὔρεση (1321 – 1331) καὶ εἶχε μακρινὴ συγγένεια μὲ τὸν Ὅσιο Ἰωάσαφ τὸν Μετεωρίτη († 20 Ἀπριλίου). Ἔζησε ὁσιακὰ καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά της φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴ μονὴ Ντεκάνι.






Ὁ Ἅγιος Παχώμιος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παχώμιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς φιλόθεους καὶ εύσεβεῖς. Ὑπηρετώντας ὡς στρατιώτης στὸ Ρωσικὸ στρατό, συνελήφθηκε αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Τατάρους, πουλήθηκε σὲ κάποιον Τοῦρκο βυρσοδέψη, ὁ ὁποῖος τὸν ἔφερε στὴν πατρίδα του Οὐσάκι τῆς Φιλαδελφείας. Ὁ Ἅγιος παρέμεινε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Τούρκου ἐπὶ εἴκοσι ἑπτὰ ἔτη, ὑπομένοντας βασανιστήρια καὶ ἐξευτελισμοὺς καὶ πιεζόταν καθημερινὰ νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Αὐτὸς ὅμως παρέμενε ἀκλόνητος στὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἀφοῦ ὁ ἀφέντης του ἀπηύδησε, τὸν ἄφησε ἐλεύθερο.

Ἐνῷ ἑτοιμαζόταν νὰ ἀναχωρήσει, ἀσθένησε, καὶ Τοῦρκοι, ποὺ ἐπωφελήθηκαν τὴν κατάσταση αὐτή, διέδωσαν ὅτι ὁ Παχώμιος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει Μωαμεθανός, πρὶν πεθάνει. Ὅταν λοιπὸν, αὐτὸς ἀνέρρωσε, τὸν ἔντυσαν μὲ τουρκικὰ ἐνδύματα καὶ τὸν ἄφησαν ἐλεύθερο. Ἀμέσως ὁ Παχώμιος ἀναχώρησε καὶ μέσῳ Σμύρνης μετέβη στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου, καὶ τέθηκε ὑπὸ τὴν προστασία ἐνάρετου ἱερομονάχου, ποὺ ὀνομαζόταν Ἰωσήφ.

Μετὰ τὴν δωδεκαετὴ παραμονὴ στὴ μονή, μετοίκησε στὰ Καυσοκαλύβια, μιμούμενος δὲ τὴ θαυμαστὴ πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου († 12 Ἀπριλίου) ἔγινε ὑπόδειγμα μοναχοῦ καὶ ἦταν ἀγαπητὸς σὲ ὅλους τοὺς ἀδελφούς.

Κινούμενος ἀπὸ θεῖο ζήλο, ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Πράγματι, ἀφοῦ ἐπὶ ἕνα ἔτος δοκιμάσθηκε μὲ διάφορους Κανόνες καὶ παιδαγωγίες, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν ἱερομόναχο Ἰωσήφ, μετέβη στὸ Οὐσάκι τῆς Φιλαδελφείας, στὸ μέσο δὲ τῆς ἀγορᾶς διεκήρυξε τὴν πίστη του πρὸς τὸν Χριστὸ. Ἀμέσως συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ μὲ τὴν κατηγορία τοῦ ἐξομώτου. Ὁ Μάρτυρας Παχώμιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀντέκρουσε τοὺς κατηγόρους του καὶ δήλωσε ὅτι οὐδέποτε ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ, ἀλλὰ ἦταν καὶ θα παρέμενε πιστὸς στὴν πατρώα εὐσέβεια μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Κατόπιν τούτου ὁ κριτὴς διέταξε τὸν ἐγκλεισμό του στὴ φυλακή. Μετὰ τρεῖς ἡμέρες, ἀφοῦ κλήθηκε καὶ πάλι νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ δὲν τὸ ἀποδέχθηκε, καταδικάσθηκε σὲ θάνατο καὶ παραδόθηκε στὸν δήμιο. Ἔτσι ὁ Ὁσιομάρτυς Παχώμιος μαρτύρησε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ τὸ 1730, τὴν Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του τὸ παρέλαβαν μετὰ τρεῖς ἡμέρες εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια. Σήμερα δέ, βρίσκεται στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Πάτμου. Τεμάχιο τοῦ ἱεροῦ τούτου λειψάνου παραχωρήθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μετακομίσθηκε σὲ αὐτὴ ἀπὸ τὴν Πάτμο, μὲ τὴν ἔγκριση καὶ εὐλογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στὶς 26 Ἰανουαρίου 1953.






Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ὁ Νεομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Κωνσταντίνος γεννήθηκε τὸ 1654, στὸ χωριὸ Μπρινκοβάνι τῆς Ρουμανίας καὶ διετέλεσε πρίγκιπας τῆς Βλαχίας κατὰ τὰ ἔτη 1688 – 1714. Ἀπὸ τὴν ἡλικία τοῦ ἑνὸς ἔτους ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, ὁ ὁποῖος φονεύθηκε τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1655 σὲ μία ἐξέγερση τοῦ λαοῦ έναντίον τοῦ τότε ἡγεμόνος. Τὸν ἀνέθρεψαν ἡ μητέρα του καὶ οἱ παπποῦδες του Πάουνα καὶ Κωνσταντίνος Καντακουζηνός, στὴν πατρική του οἰκία, στὸ Βουκουρέστι. Σπούδασε τὴν ἑλληνικὴ καὶ λατινικὴ γλώσσα. Μετά τὸν θάνατο τῶν δύο ἀδελφῶν του ἔμεινε κληρονόμος ὅλης τῆς περιουσίας τοῦ πατέρα του καὶ νυμφεύθηκε τὴ Μαρίκα, ἀνιψιὰ τοῦ Ἀντωνίου Βόδα ἀπὸ τὸ Ποπέστ. Τὸ 1678, ὅταν ὁ θεῖος του Σερμπάνος Καντακουζηνὸς ἔγινε ἡγεμόνας, βοήθησε τὸν Κωνσταντίνο νὰ φθάσει στὰ ὑψηλότερα ἀξιώματα.

Ἐπωφελούμενος στὴν ἀρχὴ τῆς ἡγεμονίας του ἀπὸ τὴν εἰρήνη στὴν χώρα, ἔβαλε τὰ θεμέλια γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς μονῆς Χουρέζ, ὅπου κατασκεύασε τὴν οἰκογενειακὴ κατοικία του καὶ τὸ παρεκκλήσιό του. Ἀντιμετώπισε πολλὲς δυσκολίες καὶ πιέσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους νὰ πληρώνει μεγαλύτερο φόρο. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἐργάσθηκε σκληρὰ γιὰ τὴν πολιτιστικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη τῆς Βλαχίας. Τὸ 1709 συμμάχησε μὲ τὸν τσάρο Πέτρο Α’ τῆς Ρωσίας (1672 – 1725) ἐνάντια στοὺς Τούρκους καὶ τὸν σουλτάνο Ἀχμὲντ Γ’ (1673 – 1736). Ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ ἀσπασθεῖ τὴ μουσουλμανικὴ πίστη, κατηγορήθηκε γιὰ προδοσία, συνελήφθη καὶ ἀποκεφαλίσθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1715.

Σύμφωνα μὲ ἕνα Χρονικὸ στὶς 24 Μαρτίου 1714, τὴ Μεγάλη Τρίτη, ἦλθε στὸ Βουκουρέστι ὁ Μουσταφᾶ Ἀγᾶς, ὁ ὁποῖος τὸν συνέλαβε μαζὶ μὲ τὰ τέσσερα παιδιά του, ὅλους τοὺς γαμπρούς του, τὴ μεγαλύτερη νύμφη του, τὸν ἐγγονό του Κωνσταντίνο καὶ τὸ θησαυροφύλακα Γιαννάκη Βακαρέσκου. Μετὰ ἀπὸ πικρὸ ταξίδι τριῶν ἐβδομάδων, ἔφθασαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου βασανίσθηκαν σκληρὰ. Καταδικάσθηκαν σὲ θάνατο στὶς 15 Αὐγούστου 1714, τὴν ἡμέρα Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Μὲ τὰ πρῶτα κτυπήματα τοῦ ξίφους ἔπεσε κάτω ἡ κεφαλὴ τοῦ θησαυροφύλακος Γιαννάκη Βασαρέσκου, κατόπιν τοῦ μεγαλύτερου υἱοῦ του καὶ ἀκολούθησαν τῶν ἄλλων τριῶν, τοῦ Στεφάνου, τοῦ Ράδου καὶ τοῦ Ματθαίου. Τὰ ἱερὰ λείψανά τους τὰ ἔριξαν στὰ νερὰ τοῦ Βοσπόρου, ἐνῶ τὶς τίμιες κεφαλές τους τὶς κάρφωσαν σὲ κοντάρια, τὶς περιέφεραν στὶς ὁδοὺς τῆς Πόλεως, καί, τέλος τὶς τοποθέτησαν στὴν πρώτη πόρτα τοῦ Σεραγίου, ὅπου ἔμειναν τρεῖς ἡμέρες καί, κατόπιν τὶς ἔριξαν καὶ αὐτὲς στὴ θάλασσα. Μὲ προτροπὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πῆγαν κρυφὰ εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ καὶ, ἀφοῦ τὶς ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ τὶς ἐνταφίασαν μυστικὰ στὴ νῆσο Χάλκη, ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τῆς μονῆς τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία εἶχε κτίσει ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Ε’ ὁ Παλαιολόγος (1341 – 1391).
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Μάρτυρα Κωνσταντίνου καὶ τῶν θείων του μετεκομίσθηκαν μυστικὰ στὴ Ρουμανία ἀπὸ τὴ σύζυγό του Μαρίκα τὸ 1720, τὸν καιρὸ τῆς ἡγεμονίας τοῦ Νικολάου Μαυροκορδάτου καὶ τοποθετήθηκαν στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Νέου.







Ὁ Ἅγιος Κωνστανίνος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Δὲν ὑπάρχουν ἀρκετὲς ἁγιολογικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ἅγιο Κωνσταντίνο, τὸν διὰ Χριστὸν σαλό, ὁ ὁποῖος ἔζησε στὴ Ρωσία, στὴν περιοχὴ τοῦ Νοβοτορζανίν, κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ., καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.Διάφορα ἁγιολογικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν Ἅγιο Κωνσταντίνο μᾶς δίδει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δημήτριος Σαμπίκιν στὸ Μηνολόγιο καὶ Πατερικὸν τοῦ Τβέρ.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Βλαδιμήρου
Image
Ἡ παράδοση ἀποδίδει τὴν ἱστόρηση τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Παναγίας τοῦ Βλαδιμήρου στὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, τῆς ὁποίας ἀντίγραφο τοῦ πρωτοτύπου βρισκόταν στὸ ναὸ τῆς Ἐλεούσας Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ κτίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Β’ Κομνηνὸ (1118 – 1143). Ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὸ Κίεβο, περὶ τὸ 1131, ὡς γαμήλιο δῶρο στὸ μεγάλο πρίγκιπα Βλαδίμηρο.

Ἡ εἰκόνα εἶναι μία Βρεφοκρατούσα τοῦ τύπου τῆς Ἐλεούσας. Ἀρχικὰ τὴν τιμοῦσαν στὴ γυναικεία μονὴ τοῦ Βόσγκοροντ. Τὸ 1155, στοὺς χρόνους τοῦ πρίγκιπος Ἀνδρέα Μπογκολιούμπσκϊυ, τὴν ἔφεραν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς πόλεως τοῦ Βλαδιμήρου καὶ τὸ 1395 ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στὴ Μόσχα. Μπροστά της ἀνακηρύσσονταν οἱ Πατριάρχες καὶ στέφονταν οἱ τσάροι. Τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ., μετὰ ἀπὸ διαμαρτυρίες καὶ ἀπαίτηση τῶν κατοίκων τοῦ Βλαδιμίρ, ποὺ ζητούσαν τὴν εἰκόνα τους, ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας (Ρούμπλιεφ) ἁγιογράφησε ἕνα ἀντίγραφο, τὸ ὁποῖο τοποθέτησε στὸ Βλαδιμὶρ στὴ θέση τοῦ πρωτοτύπου.
Ἡ εἰκόνα τοῦ Βλαδιμήρου τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 23 Ἰουνίου, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τοῦ χάνου Ἀκμὰτ (1480) καὶ στὶς 26 Αὐγούστου, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ταμερλάνου (1395).







Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Τρυφερῆς
Image
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Τρυφερῆς βρέθηκε τὸ 1521 στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων καὶ μεταφέρθηκε στὴν πόλη τοῦ Πσκὼφ ἀπὸ τοὺς εὐλαβεῖς Χριστιανοὺς Βασίλειο καὶ Θεόδωρο. Τιμᾶται ἰδιαίτερα, ἀφοῦ θεωρεῖται προστάτιδα τῆς πόλεως κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πολιορκίας αὐτῆς ἀπὸ τὸν Πολωνὸ βασιλέα Στέφανο Μπάθορυ (1533-1586).Ἡ εἰκόνα τιμᾶται, ἐπίσης, καὶ στὶς 7 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ Πσκὼφ ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ναπολέοντα, τὸ 1812.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed May 15, 2013 11:50 am

22 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος ὁ Μάρτυρας
Image
Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος, ἀνιψιὸς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Χουμιαλὰ τῆς Ἀμασείας καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ ἄρχοντος Ἀγρίππα. Συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Καππαδοκίας Ἀσκληπιάδη μὲ τοὺς στρατιῶτες του Εὐτρόπιο καὶ Κλεόνικο († 3 Μαρτίου), οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, τελειώθηκαν διὰ μαρτυρικοῦ θανάτου.

Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος ρίχθηκε στὴ φυλακὴ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ ἀπὸ τὶς στερήσεις καὶ κακοπαθήσεις, θὰ ἀρνιόταν τὸν Χριστὸ, ὁπότε ὁ ἀντίκτυπος ἀπὸ τὴν πράξη του αὐτὴ θὰ ἦταν μέγας μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν. Αὐτὸς ὅμως εἶχε λάβει τὴν ἀμετάτρεπτη ἀπόφαση νὰ πεθάνει ὡς Χριστιανὸς, ἔχοντας ὡς φωτεινὸ παράδειγμα τὸν Μεγαλομάρτυρα θεῖο του, ὁ ὁποῖος παρέμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία του, ἀφοῦ ἀπέκρουσε ὅλες τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς ἀπειλές.

Μία ἡμέρα ὁ Ἅγιος πέτυχε, χάρη στὴν εὔνοια τῶν στρατιωτῶν ποὺ τὸν φύλαγαν, νὰ μεταβεῖ στὸν οἶκο του, νὰ παρηγορήσει τοὺς γονεῖς καὶ ἀδελφούς του καὶ νὰ τοὺς συστήσει ἐμμονὴ στὴ Χριστιανικὴ πίστη.

Ὅταν πληροφορήθηκε τοῦτο ὁ ἡγεμόνας Ἀγρίππας διέταξε νὰ τοῦ φορέσουν σιδερένια ὑποδήματα ποὺ ἔφεραν ἐσωτερικὰ καρφιὰ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του στὰ Κόμανα. Ἐρχόμενος πρὸς τὸν ἡγεμόνα, ὅταν ἔφθασαν στὸ χωριὸ τῶν Δακῶν, οἱ στρατιῶτες ποὺ τὸν συνόδευαν τὸν ἔδεσαν σὲ ξερὸ πλάτανο, γιὰ νὰ γευματίσουν. Τότε ὁ Βασιλίσκος, διὰ τῆς προσευχῆς του, πέτυχε νὰ ἀναβλαστήσει ὁ πλάτανος καὶ ἀπὸ τὴν ρίζα του νὰ ἀναβλύσει μικρὴ πηγή. Ἀφοῦ εἶδαν τὸ θαῦμα αὐτὸ οἱ στρατιῶτες, θαύμασαν καὶ πίστεψαν στὸν Χριστό.
Ὅταν ἔφθασε στὰ Κόμανα, προσήχθη ἐνώπιον τοῦ Ἀγρίππα, ὁ ὁποῖος ὁδήγησε τὸν Βασιλίσκο στὸν εἰδωλολατρικὸ ναό, ἐλπίζοντας ὅτι τὸ ἐπίσημο περιβάλλον θὰ τὸν ὠθοῦσε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Βασιλίσκος ὅμως μὲ θερμὴ προσευχὴ πέτυχε τὴν πτώση καὶ συντριβὴ τῶν εἰδώλων. Τότε ὁ Ἀγρίππας διέταξε νὰ ἀποκεφαλισθεῖ καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του νὰ ριχθοῦν στὸν ποταμό.
Χριστιανοὶ τῶν Κομάνων ἀνέσυραν τὸ τίμιο σκήνωμα κρυφὰ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια.
Ἀργότερα, ἀπὸ τὸν εὐσεβέστατο ἄρχοντα τῶν Κομάνων Μαρίνο ἀνοικοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Μάρτυρος, στὸν ὁποῖο κατετέθησαν καὶ τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς βασίλειον δῶρον καὶ θῦμα ἅγιον, τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων καὶ ἀθλοθέτῃ Θεῷ, δι’ ἀθλήσεως στερρᾶς προσήχθης ἔνδοξε· σὺ γὰρ τὴν πλάνην καθελών, στρατιώτης εὐκλεής, πανεύφημε Βασιλίσκε, τῆς ἀληθείας ἐδείχθης, Χριστῷ πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Βασιλείας μέτοχος ἐπουρανίου, Βασιλίσκε ἔνδοξε, γεγενημένος ἀληθῶς, σῶζε τοὺς πόθῳ βοῶντάς σοι· χαίροις Μαρτύρων σεπτὸν ἐγκαλλώπισμα.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθραξ εὐσεβείας ἀναδειχθείς, πυρὶ οὐρανίῳ, κατενέπρησας θαυμαστῶς, εἰδώλων τεμένη, θεόφρον Βασιλίσκε, πυρὶ δὲ ζωηφόρῳ, θερμαίνεις ἅπαντας.






Μνήμη Β’Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Image
Μετὰ τὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας ἀνεφάνησαν στὴν Ἐκκλησία καὶ νέοι αἱρετικοί, ὅπως οἱ Πνευματομάχοι ἢ Μακεδονιανοί, ὑπὸ τὸν αἱρεσιάρχη Μακεδόνιο Κωνσταντινουπόλεως, οἱ Ἡμιαρειανοὶ, ὁ Ἀπολινάριος Λαοδικείας, ὁ Σαβέλλιος Πτολεμαΐδος, ὁ Μάρκελλος Ἀγκύρας, ὁ Φωτεινὸς Σιρμίου, ὁ Εὐνόμιος Κυζίκου μὲ τὸ διδάσκαλό του Ἀέτιο, ὁ Εὐδόξιος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Παῦλος Σαμοσατεὺς καὶ ἄλλοι ποὺ προσείλκυαν πολλοὺς ὀπαδοὺς.

Τὸ χριστολογικὸ ζήτημα τέθηκε ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολιναρίου Λαοδικείας. Ὁ Ἀπολινάριος (390 μ.Χ.), ὅπως καὶ ἡ λεγόμενη Ἀλεξανδρινὴ Σχολή, τόνιζε πρωτίστως τὴν ἑνότητα στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συχνὰ εἰς βάρος τῆς πληρότητας τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ κατὰ τὴν Ἐνανθρώπιση ἔλαβε μόνο σάρκα («Θεὸς σαρκοφόρος»), δηλαδὴ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ἄλογη ψυχή, ὄχι ὅμως καὶ ἀνθρώπινο νοῦ, γιατὶ αὐτὸ θὰ σήμαινε τὴν τελειότητα (ἀκεραιότητα) τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ὁ Ἀπολινάριος θεωροῦσε πὼς ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι τέλειος Θεός. Γιὰ νὰ εἶναι λοιπὸν δυνατὴ ἡ πλήρης ἕνωση στὸν Ἕνα Χριστὸ, δίδασκε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν ἔλαβε κατὰ τὴν Ἐνανθρώπιση τέλεια ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ μόνο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἐμψυχωμένο μὲ ζωικὴ (ἄλογη) ψυχὴ καὶ ὄχι ἀνθρώπινο νοῦ. Προτιμοῦσε νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «σὰρξ», ὄχι ὅμως μὲ τὴν βιβλική του σημασία. Ἐπέμενε στὴ στενὴ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου στὸν Χριστό, ἀλλὰ ἡ ἀνθρώπινη φύση Του δὲν ἦταν πλήρης. Τὴν ἕνωση Λόγου καὶ σαρκὸς σὲ μία φύση τὴν χαρακτήριζε «ἕνωσιν οὐσιώδη», «ἕνωσιν σύνθετον» καὶ «ἕνωσιν φυσικήν». Ἡ «κολοβωμένη» ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν ἕνωση πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἀπορροφήθηκε καὶ χάθηκε μέσα στοὺς κόλπους τοῦ Λόγου, ἔτσι ὥστε ὁ Χριστὸς νὰ μὴν εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ μόνο τέλειος Θεός.

Οἱ Πνευματομάχοι ἢ Μακεδονιανοὶ ἀρνοῦνταν τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεωρώντας αὐτὸ «κτίσμα καὶ ὄχι Θεὸ, οὔτε ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό». Κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο οἱ Πνευματομάχοι θεωροῦνταν ὄχι μόνο ὅτι θεομαχοῦσαν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ ὅτι χριστομαχοῦσαν, ἀλλὰ καὶ ὅτι πνευματομαχοῦσαν.

Στὴ διδασκαλία τοῦ Ἀπολιναρίου καὶ τοῦ Μακεδονίου ἀντέδρασαν ἀπὸ πολὺ νωρὶς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν καταδίκασαν πολλὲς φορές. Ἡ ὁριστικὴ ὅμως καταδίκη τῆς αἱρετικῆς τους κακοδοξίας ἔγινε ἀπὸ τὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 381 μ.Χ.

Ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συνῆλθε ἀπὸ τὸν Μάιο μέχρι τὸ τέλος τοῦ Ἰουλίου τοῦ 381 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, πρὸς ἐπίλυση θεολογικῶν καὶ διοικητικῶν προβλημάτων. Οἱ ἑκατὸν πενήντα θεοφόροι Πατέρες, ποὺ συμμετεῖχαν σὲ αὐτὴν, προέρχονταν ἀπὸ περιοχὲς, οἱ ὁποῖες πολιτικὰ ὑπάγονταν στὴ δικαιοδοσία τοῦ αὐτοκράτορα ποὺ τοὺς συγκάλεσε. Ἐπρόκειτο δηλαδὴ περὶ Μεγάλης Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ἡ δὲ ἀναγνώρισή της ὡς τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς ἔγινε ἀπὸ τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα τὸ 451 μ.Χ., ἡ ὁποία καὶ ἀποδέχθηκε τὸ Σύμβολον αὐτῆς ὡς ἰσοδύναμο καὶ ἰσόκυρο μὲ αὐτὸ τῆς Νικαίας.

Ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπέκτησε μεγάλη σημασία γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ πρὸ πάντων διότι συμπλήρωσε τὸ ἱερὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, ἀφοῦ δογμάτισε ἰδίως τὴν Πνευματολογία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὣς καὶ ἄλλα ἄρθρα τῆς πίστεως, καὶ ἔτσι ἀποτέλεσε ὁρόσημο στὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μέγα σταθμὸ ἰδίως στὸ δογματικὸ καθορισμὸ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἡ σπουδαιότητα τῆς παρούσης Συνόδου καὶ τοῦ Συμβόλου αὐτῆς ἔγκειται κυρίως στὴν ὁλοκλήρωση τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος, διὰ τῆς θεσπίσεως τῆς Θεότητος καὶ τῆς «ἐκ τοῦ Πατρὸς» ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος, χωρὶς τοῦτο νὰ σημαίνει ὅτι παραθεωρεῖται ἡ σημασία τῆς διδασκαλίας αὐτῆς περὶ Ἐκκλησίας, βαπτίσματος, ἀναστάσεως νεκρῶν καὶ ζωὴς αἰωνίου.

Αὐτὴ κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο διετύπωσε πλατύτερα, πληρέστερα καὶ ἀκριβέστερα τὸ ἱερὸ Σύμβολον τῆς Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, τὸ «Πιστεύω», ἐπειδὴ τὰ μὲν ἑπτὰ πρῶτα ἄρθρα συντάχθηκαν ὑπὸ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸ 325 μ.Χ., ἐναντίον τῆς μεγάλης αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ποὺ συντάραξε ἐπὶ μακρὸν τὴν Ἐκκλησία, καὶ ἡ ὁποία αἵρεση ἀρνιόταν τὴ Θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὰ δὲ πέντε τελευταῖα ἀπὸ τὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἐναντίον τῆς Πνευματομαχίας ποὺ ἀρνιόταν τὴ Θεότητα τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῶν ἄλλων ὡς ἄνω αἱρέσεων. Τὸ ἱερὸν Σύμβολον τῆς Πίστεως, τὸ «Πιστεύω», ἀπαγγέλεται καὶ καθομολογεῖται ἀπὸ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ὡς ὁμολογία πίστεως, ὡς βαπτιστήριο καὶ ὡς λειτουργικὸ κείμενο στὴ θεία λατρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζει καὶ τιμᾶ αὐτὸ ὡς ἔργο τῶν δύο πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὑπογραμμίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης στὴ Σύνοδο εἶναι ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἐπισυνάπτει τὸ Πνεῦμα μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, δεδομένου ὅτι ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς θείας φύσεως καὶ εἶναι ζωοποιόν, ἅγιον, ἀΐδιον, σοφόν, εὐθές, ἡγεμονικόν. Αὐτὴ ἡ κοινότητα τῶν Ὀνομάτων ἀποδεικνύει ὅτι οὐδεμία διαφορὰ ὑπάρχει στὴν ἐνέργεια μεταξὺ Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ταυτότητα δὲ τῆς ἐνέργειας ἀποδεικνύει τὸ ἡνωμένον τῆς φύσεως. Οὐδεὶς ἑπομένως πρέπει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν μία Θεότητα τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γι’αὐτὸ ὁ ἱερὸς Πατέρας ἀναγράφει ὅτι «μία ἐστὶν ἡ ζωὴ ἡμῶν ἡ διὰ τῆς εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα πίστεως παραγινομένη, ἐκ μὲν τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δὲ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τελειουμένη». Στὴν ἐρώτηση τῶν Πνευματομάχων πῶς εἶναι δυνατὸν τὸ Πνεύμα νὰ εἶναι ἰσότιμο πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἐφ’ ὅσον ὁ Πατέρας μὲν εἶναι Δημιουργός, δι’ Υἱοῦ δὲ τὰ πάντα ἐδημιουργήθησαν, ἀπαντᾶ ὅτι πάντα ἐκτίσθησαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἐξαίρει τὸ συναΐδιον καὶ ἀχώριστον τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ὑπογραμμίζει ὅτι ἐκτὸς τῆς κατὰ τάξιν καὶ ὑπόστασιν διαφορᾶς «ἐν οὐδενὶ τὸ παρηλλαγμένον καταλαμβάνομεν».
Στὸ Τυπικὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης ἡ μνήμη τῆς Συνόδου ἐτελεῖτο μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὑψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ († 14 Σεπτεμβρίου). Ὡς εἰσηγητὴς τῆς διπλῆς αὐτῆς ἑορτῆς καὶ ποιητὴς τῆς Ἀκολουθίας θεωρεῖται ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Δευτέρας Συνόδου ὑποφῆται καὶ σύνεδροι, ἑκατὸν πεντήκοντα θεῖοι Ἱεράρχαι μακάριοι, οἱ στόματι κηρύξαντες σοφῷ, τοῦ Πνεύματος τοῦ θείου τὴν ἰσχύν, πάσης βλάβης καὶ αἱρέσεως χαλεπῆς, λυτρώσασθε τοὺς ψάλλοντας· δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πιστῶν τὴν διάνοιαν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς ἐν τῇ πόλει τῇ λαμπρᾷ Κωνσταντίνου, ἐν τῇ Δευτέρᾳ συνελθόντας Συνόδῳ, πανευκλεεῖς Πατέρας εὐφημήσωμεν· οὗτοι Μακεδόνιον, τὸν δεινὸν γὰρ καθεῖλον, καὶ σὺν τούτῳ ἅπασαν, ἄλλην δύσφημον πλάνην, καὶ τοὺς πιστοὺς στηρίζουσιν ἀεί, Ὀρθοδοξίας, τοῖς θείοις διδάγμασι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων θεῖος χορός, οἱ ἐν τῇ Συνόδῳ, τῇ Δευτέρᾳ θείᾳ ῥοπῇ, τῶν αἱρετιζόντων, φιμώσαντες τὸ στόμα, καὶ τῶν ὀρθῶν διγμάτων, χάριν ἐκλάμποντες.







Ὁ Ἅγιος Αὐσόνιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Αὐσόνιος ἔζησε τὸν 1ο ἢ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γαλλία. Ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Ἀνγκουλέμης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς ἢ Μαριανὸς ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ραβέννης τῆς Ἰταλίας ἀπὸ τὸ 112 μέχρι τὸ 127 μ.Χ.







Οἱ Ἅγιοι Αἰμίλιος καὶ Κάστος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κάστος καὶ Αἰμίλιος μαρτύρησαν τὸ 250 μ.Χ. στὴν Καρχηδόνα ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Τὸ μαρτύριό τους ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κυπριανὸ καὶ τὸν Ἱερὸ Αὐγουστίνο.







Ὁ Ἅγιος Δονάτος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δονάτος ἦταν Ἐπίσκοπος Θμούεως καὶ μαρτύρησε τὸ 316 μ.Χ.







Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος, Φαυστίνος καὶ Βενοῦστος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος, Φαυστίνος καὶ Βενοῦστος μαρτύρησαν πιθανῶς τὸ 362 μ.Χ. στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.).







Ὁ Ἅγιος Κόδρος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Κόδρος ἢ Κοδράτος τελειώθηκε παρασυρόμενος ἀπὸ ἵππους.







Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάρκελλος τελειώθηκε, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν σὲ κοχλάζοντα μόλυβδο.







Ἡ Ἁγία Σοφία ἡ Μάρτυς ἡ Ἰατρός
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Σοφία ἦταν ἰατρὸς καὶ μαρτύρησε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.






Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ Πριγκίπισσα
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Κλήμεντος Μαξίμου (383 – 388 μ.Χ.). Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ἡ Ἁγία Ἑλένη τῆς Ὡξέρρης
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἀναφέρεται στὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Ἀγαπητοῦ τῆς Ὡξέρρης († 1 Μαΐου). Ἦταν ἐκείνη ποὺ τὸν διακονοῦσε, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν ἀσθενὴς. Κοιμήθηκε μετὰ τὸ 418 μ.Χ.






Ἡ Ἁγία Ἰουλία ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Ἰουλία καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια τῆς Καρθαγένης καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Σύμφωνα με τὴν παράδοση πουλήθηκε τὸ 439 μ.Χ. ὡς σκλάβος σὲ ἕναν Σύριο ἔμπορο, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐσέβιος. Κατὰ τὴν διαδρομὴ τοῦ Κυρίου της σὲ ἕνα ταξίδι, τὸ πλοῖο σταμάτησε στὸ ἀκρωτήριο Κόρσο στὴ βόρεια Κορσική. Ἡ Ἰουλία δὲν ἀποβιβάσθηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο, γιὰ νὰ μὴν συμμετάσχει σὲ εἰδωλολατρικὴ τελετή, στὴν ὁποία θὰ συμμετεῖχε ὁ Κύριός της. Ὁ ἡγεμόνας τῆς νήσου Φήλικας τὴν διέταξε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἡ Ἁγία ἀρνήθηκε καὶ μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ. Ἔτσι τὴν κάρφωσαν σὲ ἕνα σταυρὸ καὶ τελειώθηκε μαρτυρικά.
Ὁρισμένοι μελετητὲς θεωροῦν ὅτι μπορεῖ ἡ Ἁγία νὰ μαρτύρησε ἀπὸ Σαρακηνοὺς πειρατές.







Ἡ Ἁγία Κουϊτερία ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Κουϊτερία ἄθλησε κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν θυγατέρα ἑνὸς Ἰσπανοῦ πρίγκιπος τῆς Γαλικίας.







Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς ὁ Ἀσκητής
Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε σὲ ἕνα μοναστήρι, κοντὰ στὸ ὅρος Σουμπιάκο τῆς Ἰταλίας. Ἐκεῖ ἀξιώθηκε νὰ συναντήσει τὸν Ὅσιο Βενέδικτο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνίσχυσε στὸν πνευματικό του ἀγώνα καὶ τὸν πῆρε μαζί του γιὰ τρία χρόνια κατὰ τὰ ὁποία ἔζησε ὡς ἐρημίτης, ἀσκούμενος καὶ προσευχόμενος καθημερινά. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, μετὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν Βανδάλων στὴν Ἰταλία, μετέβη στὴ Γαλλία, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι κοντὰ στὴν Ὡξέρρη.Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 560 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Βοηθιανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βοηθιανὸς γεννήθηκε στὴν Ἰρλανδία τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀνοικοδόμησε τὴ μονὴ τοῦ Πιερρεπόντου στὴ Γαλλία.Τελειώθηκε μαρυρικὰ ἀπὸ Ἐθνικούς, τοὺς ὁποίους ἐπέπληττε γιὰ τὴν ψευδὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων.







Ὁ Ὅσιος Κονάλδος
Ὁ Ὅσιος Κονάλδος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἰννίσκοελ στὴ Δονεγάλη τῆς Ἰρλανδίας.Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ἡ Ὁσία Καλή
Ἡ Ὁσία Καλὴ ἔζησε πρὶν τὸ 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, δηλαδὴ τὴ Μικρὰ Ἀσία.

Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος τῆς Ἁγίας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι αὐτὸς ἀποτελεῖ ποιήμα «τοῦ Κρήτης», δηλαδὴ κάποιου Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κρήτης. Καὶ στὰ δύο χειρόγραφα ποὺ διασώζουν τὴν Ἀκολουθία τῆς Ὁσίας δὲν ἀναγράφεται τὸ ὀρθὸν «Τοῦ», ἁλλὰ ἡ ἑρμηνεία του, δηλαδὴ τὸ ὄνομα τοῦ συγκεκριμένου ὑμνογράφου «Ἀνδρέου Κρήτης». Ἄρα, σύμφωνα μὲ τὰ χειρόγραφα, ποιητὴς εἶναι ὁ διάσημος γιὰ τὸν Μέγα Κανόνα του, Ἅγιος Ἀνδρέας, Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ἄν ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἀκολουθίας εἶναι ὄντως ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, τότε καὶ ἡ Ὁσία πρέπει νὰ ἔζησε τουλάχιστον πρὶν τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου, δηλαδὴ πρὶν τὸ 740 μ.Χ. Βέβαια, πίσω ἀπὸ τὴν φράση «Τοῦ Κρήτης» μπορεῖ νὰ κρύβεται κάποιος ἄλλος Ἀρχιερεὺς τῆς Κρήτης. Γι’ αὐτὸ ἔχει προταθεῖ ὡς ὑμνογράφος τῆς Ἀκολουθίας τῆς Ὁσίας ὁ Νικηφόρος Μοσχόπουλος, Μητροπολίτης Κρήτης καὶ «κατ’ ἐπίδοσιν» Μηθύμνης καὶ Πρόεδρος Λακεδαιμονίας. Αὐτὸς ἔζησε πλησιέστερα στὸ χρόνο συντάξεως τῶν χειρογράφων (15ος – 16ος αἰώνας), δηλαδὴ τὸ 13ο αἰώνα μ.Χ. καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. (τὸ 1285 εἶναι ἤδη Μητροπολίτης Κρήτης, ἐνῶ τὰ τελευταῖα ἴχνη του ἀναφαίνονται κατὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1322) καὶ εἶχε σχέσεις τόσο μὲ τὴ Λέσβο ὅσο καὶ μὲ τὸ Σινᾶ. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ Ὁσία θὰ πρέπει νὰ ἔζησε τὸ ἀργότερο μέχρι τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ.

Ἡ οἰκογένεια τῆς Ὁσίας ἦταν πλούσια καὶ ἡ περιουσία της διατέθηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία σὲ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ εὐποιίας. Δὲν πρέπει νὰ ἦταν μοναχή, διότι αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ στὴν Ἀκολουθία καὶ φιλοξενοῦσε τοὺς ἄστεγους καὶ ἐνδεεῖς στὸν οἶκο της, ἀφοῦ ἦταν ἀφιερωμένη στὴ διακονία τῶν ἐλαχίστων καὶ πασχόντων ἀδελφῶν της.

Ἡ Καλὴ ἔζησε μὲ σωφροσύνη, παρθενία, ἄσκηση, νηστεῖες καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή. Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ βίου της εἶναι ἡ φιλανθρωπία. Κίνητρό της ἦταν ὁ πόθος της νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, νὰ μιμεῖται τὴ θεϊκὴ εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία καὶ νὰ ἐκφράζει μὲ κάθε τρόπο τὴν ἀγάπη της πρὸς τοὺς συνανθρώπους της.

Στὴν Ἀκολουθία της ἀναφέρονται καὶ θαύματα τῆς Ἁγίας. Κάποια φορὰ ποὺ ζύμωσε ψωμί, γιὰ νὰ τὸ μοιράσει στοὺς φτωχοὺς, ὁ Θεὸς ἔκανε ὥστε νὰ μὴν λιγοστεύει τὸ ψωμὶ ποὺ τῆς ἀπόμενε, ὅπως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν ἐλαττωνόταν τὸ ἀλεύρι τῆς χήρα στὸ Σαρεπτά, παρ’ ὅλο ποὺ τρεφόταν μὲ αὐτὸ ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἡ χήρα καὶ τὰ παιδιά της.

Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή της ἡ Ἁγία συνέχισε ἀδιάκοπα νὰ εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους, χαρίζοντας τὴν θεραπεία στοὺς ἀσθενεῖς μὲ τὶς ἱκεσίες της πρὸς τὸν Κύριο. Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ θαύματα τῶν ἰάσεων, ὥστε ὁ ὑμνογράφος κάνει λόγο γιὰ «πέλαγος θαυμάτων» καὶ τὴν ἀποκαλεῖ «θαυματόβρυτον». Θεραπεύει ποικίλα νοσήματα ψυχῶν καὶ σωμάτων, ἀλλὰ κυρίως ἀσθένειες ἐπώδυνες, χρόνιες καὶ δυσίατες, ρευματισμοὺς καὶ ἀρθρίτιδες, παραλύσεις τῶν ἀρθρώσεων καὶ παραμορφώσεις τῶν μελῶν τοῦ σώματος.
Ἡ μνήμη τῆς Ὁσίας Καλῆς ἀναφέρεται, ἐπίσης, στὶς 15 Μαΐου καὶ τὸ Σάββατο τῆς Διακαινησίμου.







Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Σοφιανοῖς
Image
Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός τοῦ Βλαδιμήρου

Image
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰωάννης τοῦ Βλαδιμήρου γεννήθηκε τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ. στὸ Βλαδιμὶρ τῆς Βουλγαρίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου Α’ τοῦ Μακεδόνος (867 – 886 μ.Χ.). Ἦταν υἱὸς τοῦ Νεεμὰν, υἱοῦ τοῦ πρώτου βασιλέως τῶν Ἀχριδῶν Συμεὼν καὶ τῆς Ἄννης, εὐσεβεστάτων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀχρίδος Νικόλαο.

Ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας Σαμουὴλ – Στέφανος (940 – 1018), θέλοντας νὰ ὑποτάξει τὸν Ἅγιο, τὸν φυλάκισε. Στὴ φυλακή, Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ἀποκάλυψε τὸ μαρτυρικὸ τέλος του, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἀργοῦσε. Μέσα στὰ πλαίσια τῶν διπλωματικῶν του ἐνεργειῶν ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας τὸν νύμφευσε μὲ τὴν θυγατέρα του Κορσάρα, ὅμως ὁ Ἅγιος διαφύλαξε τὴν παρθενία του.

Ἀφοῦ κατέστη αὐτεξούσιος βασιλέας τῶν Σέρβων, ἐπιδόθηκε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο στὴ διάδοση καὶ ἑδραίωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀφοῦ ὅρισε πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ διδασκάλους καὶ κήρυκες καὶ ἵδρυσε ταυτόχρονα μοναστήρια, ἐκκλησίες καὶ νοσοκομεῖα. Μεταξύ τῶν μονῶν ποὺ ἱδρύθηκαν ἀπὸ αὐτὸν, ἦταν καὶ εὐκτήριος οἶκος βρισκόμενος μέσα σὲ δάσος, στὸν ὁποῖο προσερχόταν καθημερινὰ καὶ προσευχόταν. Ἦταν πράος, δίκαιος, γενναῖος καὶ εὐσεβής. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ βοήθησε τὴν Ἐκκλησία στὸ ἔργο της ἀντιμετωπίζοντας τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς Βογομίλους.

Ἡ ἀποχή του ἀπὸ κάθε σαρκικὴ συνάφεια μὲ τὴ βασίλισσα σύζυγό του καὶ οἱ καθημερινὲς ἀπουσίες του γιὰ προσευχή, γέννησαν σὲ αὐτὴ τὴν ὑποψία ὅτι εἶχε σχέσεις μὲ ξένες γυναῖκες. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τὸν διέβαλε στὸν ἀδελφό της, ὁ ὁποῖος ἀποφάσισε νὰ τὸν φονεύσει. Ὅταν πέθανε ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας Σαμουὴλ – Στέφανος, τσάρος στέφθηκε ὁ υἱός του Ραντομίρ. Ὁ δίδυμος ἀδελφὸς τοῦ νέου τσάρου, Ἰωάννης Βλαδισλάβος, παραπλανώντας τὸν Ἅγιο, τὸν κάλεσε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του ὁ Ἅγιος Ἰωάννης δολοφονήθηκε μὲ ὕπουλο τρόπο τὸ 1015. Ἡ σύζυγός του, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἐγκαταβίωσε σὲ μοναστήρι, ὅπου ἀνοικοδόμησε ναό.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καὶ μετὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατό του ἐξακολούθησε νὰ εὐεργετεῖ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν μὲ πίστη πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς.







Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Δίκαιος
Image
Δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Δίκαιο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Μποροβίτσι τῆς περιοχῆς τοῦ Νόβγκοροντ, ὅπου καὶ ἐργάσθηκε καὶ ἔζησε κατὰ Θεόν. Τὰ ἱερὰ λείψανά του βρέθηκαν τὴν Τρίτη ῆς Διακαινησίμου τὸ 1540 (ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ἑορτάζονται στὶς 23 Ὀκτωβρίου).






Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ζαχαρίας γεννήθηκε στὴν Προύσα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἔγινε ἱερέας. Κάποια ἡμέρα μέθυσε καὶ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς μέθης ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ τὸ 1801. Ἀφοῦ συνῆλθε ἀπὸ τὴν πλάνη παρουσιάσθηκε στὸν κριτὴ καί, ἀφοῦ ἀπέρριψε κατὰ γῆς τὸ σαρίκι ποῦ φοροῦσε, ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἀμέσως ὁ κριτὴς διέταξε τὸν ἐγκλεισμό του στὴ φυλακή. Ὁ Ἅγιος προσευχόταν διαρκῶς ἐξαιτούμενος τὴν ἐξ ὕψους ἐνίσχυση καὶ θεία βοήθεια. Ὅταν τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ καὶ τῶν ἀγάδων, ὁ Ἱερομάρτυρας ἔμεινε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Ὡς ἐκ τούτου, τὸν ἔριξαν καὶ πάλι στὴν φυλακή, ὅπου τὸν βασάνισαν ἀνηλεῶς, τὸν κτύπησαν καὶ τοῦ ἔβαλαν στὸ κεφάλι πυρακτωμένο χάλκινο κάλυμμα.

Μετὰ τὰ βασανιστήρια αὐτὰ τρύπησαν μὲ ὀξεῖα κοφτερὰ καλάμια τὰ νύχια τῶν ποδιῶν καὶ τῶν χεριῶν τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἐκρίζωσαν καὶ ἀπέσπασαν τὰ νύχια αὐτοῦ.
Ὁδηγήθηκε καὶ πάλι ἀνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὁμολόγησε μὲ μεγάλη παρρησία ἀκλόνητη τὴν πίστη του πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ ἔλεγξε τὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία. Ὅταν ἐκδόθηκε ἡ ἀπόφαση γιὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ αὐτοῦ, ὁ Ἅγιος κλείσθηκε καὶ πάλι στὴ φυλακὴ, μήπως πτοούμενος ἀπὸ τὴν καταδίκη καὶ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ἀφοῦ ὁδηγήθηκε καὶ πάλι στὸ κριτήριο, διετράνωσε μὲ γενναιότητα τὸ ἀμετάθετο τῆς πίστεώς του. Ἔτσι ἀποκεφαλίσθηκε τὸ 1802, σὲ ἡλικία τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν καὶ ἔλαβε τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου ὁμολογώντας τὸν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ λυτρώσαντα τὸν κόσμο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.







Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Πελοποννήσιος
Τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Δημητρίου τοῦ Πελοποννήσιου, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 14 Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος, κατὰ κόσμον Παναγιώτης, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σοπωτὸ τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Ἀντώνα. Ἀρχικὰ ὁ Ἅγιος ἐργάστηκε ὡς τσαγκάρης γιὰ μερικὰ χρόνια. Πλανεμένος ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ διασκεδάζει μὲ τοὺς φίλους του, ντύθηκε μουσουλμάνος, λέγοντας ὅτι εἶναι Ἀγαρηνός. Δὲν ἀπατήθηκε ὅμως τόσο πολὺ, ὥστε νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ περιτομή. Ἀλλὰ ἀμέσως κατάλαβε τὸ ἀμάρτημά του, μετανόησε καὶ ἔκλαψε πικρὰ, ὅπως ὁ Πέτρος.

Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ βασιλικὴ καὶ σταυροπηγιακὴ μονὴ τῆς Λαύρας. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, μετονομάσθηκε σὲ Παῦλος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀναχώρησε γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὁπου παρέμεινε τρία ἔτη μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ συχνὴ κοινωνία τῶν Θείων καὶ Ἀχράντων Μυστηρίων. Τότε γεννήθηκε σὲ αὐτὸν ἡ ἐπιθυμία νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Τὸν πόθο του αὐτὸ ἐκμυστηρεύθηκε στὸν πνευματικό του πατέρα Ἱερομόναχο Ἀνανία, τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὁ ὁποῖος ἐνῶ κατ’ ἀρχὰς θέλησε νὰ τὸν ἐμποδίσει, στὴν συνέχεια τὸν ὑπέβαλε στὶς δέουσες δοκιμασίες, μετὰ τὶς ὁποῖες τὸν ἔστειλε μὲ τὴν εὐλογία του πρὸς τὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μετέβη στὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, στὰ Καλάβρυτα, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες νηστεύοντας καὶ προσευχόμενος πρὸς τὴν Θεοτόκο, γιὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώσει κατὰ τὸν ἱερὸ ἀγώνα του. Ἀκολούθως ἐμφανίσθηκε στὸν μουφτὴ τῆς Τριπόλεως, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἀπεκήρυξε τὸ Μωαμεθανισμὸ καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Ὁ ἡγεμόνας παρατηρώντας τὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ Παύλου, πρόσταξε νὰ ἀποκεφαλισθεῖ. Οἱ στρατιῶτες τὸν ἀποκεφάλισαν, τὸ 1818, σὲ ἡλικία εἴκοσι ὀκτὼ ἐτῶν καὶ ἔριξαν τὸ Ἅγιο λείψανό του μέσα στὸ βόθρο τῆς οἰκίας τοῦ ἡγεμόνος, χωρὶς αὐτὸ νὰ ἀλλοιωθεῖ. Παρὰ ταῦτα, δύο φιλομάρτυρες Χριστιανοὶ, εἰκοσι ἡμέρες μετὰ τῆν θανάτωση τοῦ Ἁγίου, ἀνακάλυψαν αὐτό, τὸ ἔκλεψαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας καὶ ἀφοῦ τὸ ἔπλυναν, τὸ μετέφεραν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Wed May 15, 2013 11:54 am

23 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Ὁμολογητής
Image
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ καταγόταν ἐκ Συνάδων τῆς Φρυγίας ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς, ἔζησε δὲ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (813 – 820 μ.Χ.). Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία εἶχε ἀφιερωθεῖ στὸν Θεὸ καὶ ἀφοῦ ἔτυχε εὐρείας καὶ ἐπιμελοῦς μορφώσεως, συγκαταλεγόταν μεταξὺ τῶν δραπετῶν ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς του. Ἐπί Πατριάρχου Παύλου Δ’ τοῦ Κυπρίου (780 – 784 μ.Χ.) μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, λόγῳ τοῦ ἀδαμάντινου χαρακτῆρος καὶ τῆς μεγάλης μορφώσεώς του κατέλαβε περιφανὲς ἀξίωμα στὰ ἀνάκτορα. Συνδέθηκε μὲ στενότατη φιλία μὲ τὸν Ἅγιο Θεοφύλακτο († 8 Μαρτίου), ποὺ ἦταν ἄνδρας ἐπίσης ἐνάρετος καὶ μορφωμένος, μὲ τὸν ὁποῖο ἀργότερα μετέβησαν στὴ μονὴ ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ταράσιο στὸν Εὔξεινο Πόντο, ὅπου ἐκάρησαν μοναχοὶ. Γιὰ τὴν μεγάλη τους ἀρετὴ καὶ τὴν βαθύτατη θεολογικὴ κατάρτιση πείσθηκαν καὶ χειροτονήθηκαν ἀπὸ τὸν Ταράσιο κατ’ ἀρχὰς μὲν ἱερεῖς, στὴ συνέχεια δὲ ὁ μὲν Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Νικομηδείας, ὁ δὲ Μιχαὴλ Ἐπίσκοπος Συνάδων.

Καὶ στὴ νέα αὐτὴ θέση του διέλαμψε γιὰ τὸν ἔνθεο ζῆλο τους, διδάσκοντας ὑπερασπιζόμενος τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἀλλὰ ὁ ἱερὸς ζῆλος τοῦ Μιχαὴλ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία καταφάνηκε, ὅταν ἐνέσκηψε ὁ πόλεμος κατὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐπὶ αὐτοκράτορος Λέοντος Ε’ τοῦ Ἀρμενίου. Μὲ ἀνυπέρβλητο θάρρος καὶ παρρησία δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξει δημόσια αὐτὸν γιὰ τὸν ἄθεο καὶ ἀσεβὲς διάταγμά του καὶ νὰ ἀναθεματίσει ἐκείνους ποὺ δὲν προσκυνοῦσαν τὶς ἅγιες εἰκόνες.

Ὅταν ἀποφασίσθηκε νὰ ζητηθεῖ ἡ γνώμη καὶ ἡ βοήθεια τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ κρίθηκε ὡς ὁ καταλληλότερος καὶ ἐστάλη πρὸς τοῦτο στὴ Ρώμη. Ὁ Πάπας Λέων Γ’ (795 – 816 μ.Χ.) κατεδίκασε τὴν εἰκονομαχία καὶ ἐνθάρρυνε τὸν Πατριάρχη στὸν ἀγώνα του, ἀφοῦ γνωστοποίησε τὶς ἀποφάσεις του καὶ δι’ ἐπιστολῆς, τὴν ὁποία παρέδωσε στὸν Ἅγιο Μιχαήλ. Παρὰ ταῦτα ὁ αὐτοκράτορας παρέμενε ἀμετάθετος στὰ ἀσεβὴ φρονήματά του καὶ ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν ἀντιτιθεμένων κληρικῶν. Ἔτσι, ἀφοῦ συνελήφθη καὶ ὁ Ἅγιος Μιχαήλ, κατ’ ἀρχὰς ἐξορίσθηκε στὸ φρούριο τῆς Ἀνατολῆς Εὐδοκιάς, στὴ συνέχεια δὲ σὲ διάφορα μέρη, καταταλαιπωρούμενος καὶ στερούμενος τὰ πάντα, ἀλλὰ διατηρώντας ἀκμαῖο τὸ φρόνημα καὶ ἐξακολουθώντας, μὲ τοὺς ἐμπνευσμένους λόγους του, νὰ ὑπερασπίζεται τὴ Ὀρθόδοξη πίστη.

Κατὰ τὴν ὑπερδεκαετὴ αὐτὴ ἐξορία του ἐξ’ αἰτίας τῶν κακουχιῶν καὶ τῆς μεγάλης ἡλικίας, ἀφοῦ ἀσθένησε, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Γράφοντας ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης πρὸς τὸν Μητροπολίτη Νικαίας Πέτρο, ἱστορεῖ τὶς τελευταῖες στιγμὲς καὶ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Μιχαήλ, τοῦ ὁποίου τὶς ἀρετὲς ἐπαινεῖ: τὴν ἁγνεία, τὴ φιλοξενία, τὴν ταπείνωση, τὴ μετριοφροσύνη.
Ἡ ἁγία κάρα αὐτοῦ εἶναι ἀποθησαυρισμένη στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀφοῦ δωρήθηκε ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς Βασίλειο καὶ Κωνσταντίνο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεῷ ἀναθεμένος, τὴν σὴν ζωὴν ἐκ παιδός, ποιμὴν ἀνηγόρευσαι, καὶ Ἱεράρχης σεπτός, Χριστοῦ ἱερώτατε· ὅθεν τὴν τοῦ Δεσπότου, ὡς τιμήσας Εἰκόνα, θλίψεις ἐν ἐξορίαις, Μιχαὴλ καθυπέστης· καὶ νῦν ἀναπηγάζεις ἡμῖν, ῥεῖθρα ἰάσεων.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἥλιος ἐξανατείλας, καταυγάζεις ἅπαντας, τῶν ἀρετῶν σου τῷ φωτί, καὶ τῶν θαυμάτων ταῖς λάμψεσι, θαυματοφόρε Ἀγγέλων ὁμώνυμε.

Μεγαλυνάριον.
Κλῆσιν ἀγγελώνυμον ἐσχηκώς, ἰσάγγελος ὤφθης, ἐν τῷ κόσμῳ μετὰ σαρκός, ὡς ἱερομύστης, καὶ στῦλος Ἐκκλησίας· ἔνθεν ὦ Μιχαήλ σε, Χριστὸς ἐδόξασε.






Ὁ Προφήτης Μανὴν
Ὁ Ἅγιος Μανὴν ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὡς προφήτης καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας: «Ἦσαν δέ τινες ἐν Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν προφῆται καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ ἐπικαλούμενος Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναήν τε Ἡρώδου τοῦ τετράρχου σύντροφος καὶ Σαῦλος. Λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεύμα τὸ Ἅγιον· ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὅ πρσκέκλημαι αὐτούς. Τότε νηστεύσαντες καὶ προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν».
Ὁ Προφήτης Μανὴν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μυροφόρος τοῦ Κλωπᾶ
Ἡ Ἁγία Μαρία ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἦταν σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ καὶ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ. Ἀκολούθησε τὸν Χριστὸ μέχρι τὸν Γολγοθᾶ καὶ μαζὶ μὲ τὴν Μητέρα Αὐτοῦ καὶ τὴ Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ εἶδε τὴ σταύρωση καὶ τὴν ταφὴ Αὐτοῦ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Σαλωνᾶς ὁ Μάρτυρας ὁ Ρωμαῖος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σαλωνᾶς τελειώθηκε διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Σέλευκος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σέλευκος τελειώθηκε διὰ πριονισμοῦ.






Οἱ Ἅγιοι Ἐπιτάκιος καὶ Βασίλειος
Οἱ Ἅγιοι Ἐπιτάκιος καὶ Βασίλειος ἔζησαν τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Ἅγιος Ἐπιτάκιος θεωρεῖται ὡς ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τούι τῆς Ἰσπανικῆς Γαλικίας, ὁ δὲ Ἅγιος Βασίλειος ἀναφέρεται στοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους ὡς δεύτερος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μπράγα τῆς Πορτογαλίας τὸ 60 μ.Χ.Οἱ Ἅγιοι κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.






Οἱ Ἅγιοι Δονατιανὸς καὶ Ρογατιανὸς οἱ Μάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δονατιανὸς καὶ Ρογατιανὸς ἦταν ἀδέλφια καὶ κατάγονταν ἀπὸ εὐγενὴ Ρωμαϊκὴ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια, ἡ ὁποία ζοῦσε στὴν πόλη Νάντη τῆς Γαλλίας. Ὁ Δονατιανὸς βαπτίσθηκε Χριστιανὸς καὶ κήρυττε μὲ ζῆλο τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου. Ὅμως συνελήφθη, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος Ρικτοβάρου, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ σώσει τὴν ζωή του. Ὁ Μάρτυρας μὲ γενναιότητα ἀρνήθηκε καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀδελφοῦ του παρακίνησε σὲ ὁμολογία πίστεως καὶ τὸν Ρογατιανὸ, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν πρόλαβε νὰ βαπτισθεῖ. Ὁ ἄρχοντας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοὺς ρίξουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ τοὺς βασανίσουν σκληρά. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας οἱ δύο ἀδελφοὶ Μάρτυρες προσευχήθηκαν θερμὰ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ Κύριό μας. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἄρχισαν καὶ πάλι τὰ βασανιστήρια. Διαπέρασαν τὶς κεφαλές τους μὲ λόγχες καὶ τελικὰ τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ὁ Ρογατιανὸς βαπτίσθηκε στὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου τους.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. οἱ Χριστιανοὶ ἀνήγειραν ναὸ στὸν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ τῶν Μαρτύρων καὶ τὸ 1145 τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετεκομίσθηκαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Νάντης.







Ὁ Ἅγιος Μερκουλιάλιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Μερκουλιάλιος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ.Ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Φόρλι τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας καὶ ἦταν σθεναρὸς ἀντίπαλος τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 406 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος Ἐπίσκοπος Λανγκρὲ Γαλλίας
Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Γένοβα τῆς Ἰταλίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ. Κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν πόλη Λανγκρὲ τῆς Γαλλίας καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος αὐτῆς.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 407 μ.Χ.






Οἱ Ἅγιοι Κουϊντιανὸς, Λούκιος καὶ Ἰουλιανὸς καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς δέκα ἐννέα Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κουϊντιανὸς, Λούκιος καὶ Ἰουλιανὸς μαρτύρησαν μαζὶ μἐ ἄλλους δέκα ἐννέα Χριστιανοὺς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, στὴν Ἀφρικὴ, τὸ 430 μ.Χ., ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς.






Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη 4ος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βαϋὲξ στὴ Νορμανδία τῆς Γαλλίας.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 469 μ.Χ.







Οἱ Ὅσιοι Εὐτύχιος καὶ Φλωρέντιος
Οἱ Ὅσιοι Εὐτύχιος καὶ Φλωρέντιος ἔζησαν τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς περιοχῆς Βαλκαστορία, κοντὰ στὴ Νουρσία τῆς Ἰταλίας. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη τὸ 540 μ.Χ.Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος ἐγκωμίασε σὲ λόγους του τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ θαύματά τους.






Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Βιέννης
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δεσιδέριος ἔζησε τὸν 6ο καὶ 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Ἀουτοὺν τῆς Γαλλίας. Σπούδασε στὴ Βιέννη, ὁπου χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος αὐτῆς. Ἐργάσθηκε μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἔλεγξε τοὺς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς γιὰ τὸν ἔκλυτο τρόπο τοῦ βίου καὶ τὴν ἀδικία τους. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν διέβαλαν στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης, Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο († 12 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος ὅμως ἀναγνώρισε τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος ἔλεγξε, ἐπίσης, καὶ τὸν βασιλέα Τιέρρυ τὸν Β’ τῆς Βουργουνδίας, τοῦ ὁποίου ὁ βίος ἦταν ἀνήθικος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξορίσθηκε. Ἐπέστρεψε στὴν Ἐπισκοπή του μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια, ἀλλὰ δολοφονήθηκε τὸ 608 μ.Χ., μὲ διαταγὴ τοῦ βασιλέως.







Ὁ Ὅσιος Συάγριος
Ὁ Ὅσιος Συάγριος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλλία. Ἔγινε μοναχὸς στὴ νῆσο τῶν Λερίνων καὶ ἀργότερα ἵδρυσε μονὴ στὴν περιοχὴ τῆς Προβηγκίας.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 787 μ.Χ., στὴν πόλη Νίκαια τῆς Γαλλίας.






Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Λεοντίου Ἐπισκόπου Ροστώβ
Image
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Κιέβου. Σπούδασε στὴ Ρωσία καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μετὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ Πετσέρσκϊυ τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου, ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου). Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ροστὼβ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν ἀρχιερατικὴ διακονία του μὲ ἔνθεο ζῆλο.Ὁ Ἅγιος Λεόντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1073.






Ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς ἐκ Γεωργίας
Image
Ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς, κατὰ κόσμον Δημήτριος, ἦταν βασιλέας τῶν Γεωργιανῶν (1125) καὶ υἱὸς τοῦ βασιλέα Δαβίδ Β’ τοῦ Ἰσχυροῦ ἢ Ἐπανορθωτοῦ (1089 – 1124). Ἔζησε κατὰ τὸν 11ο καὶ 12ο αἰώνα μ.Χ. καί, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὴν κοσμικὴ ἐξουσία, ἔγινε μοναχός, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Δαμιανός.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1156.







Ὁ Ἅγιος Σίμων ὁ Ἐπίσκοπος Σουζδαλίας
Ὁ Ἅγιος Σίμων, Ἐπίσκοπος Σουζδαλίας, ἔζησε κατὰ τὸν 12ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη, κατὰ κόσμον Πρεντισλάβα, γεννήθηκε περὶ τὸ 1105 στὴ Ρωσία. Ἦταν θυγατέρα τοῦ πρίγκιπος τοῦ Πολὼκ Σβιατοσλάβου Γεωργίου Βσελόντοβιτς, ἀνιψιὰ τοῦ βασιλικοῦ πρίγκιπος Βσέσλαν Μπραγιασλάβιτς καὶ ἐξαδέλφη τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Ἐμμανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ.

Ζοῦσε μὲ τὸν πατέρα της στὴν αὐλὴ τοῦ πατρογονικοῦ της θείου Μπόρις Βσεσλάβιτς, στὸ Πολώκ. Ἤδη ἀπὸ νηπιακὴ ἡλικία ἡ Πρεντισλάβα ἄκουσε τὴν κλήση τοῦ Κυρίου. Ἔτσι, ὅταν ἔφθασε στὴν ἡλικία ποὺ οἱ πριγκίπισσες συνήθιζαν νὰ παντρεύονται (12 χρονῶν), ἄρχισε νὰ ἀρνεῖται ὅλους ὅσοι τῆς προτείνονταν καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταβιώσει σ’ ἕνα μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε ἡ θεία της, μέχρι νὰ πάρει τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο νὰ μείνει στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας.

Ἐπειδὴ ἦταν πολύ μορφωμένη, ἀφιερώθηκε στὴν ἀντιγραφὴ βιβλίων καὶ μὲ τὰ ἔσοδα βοηθοῦσε τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες καὶ τοὺς φτωχούς. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἠλίας τῆς ἐμπιστεύθηκε τὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος μαζὶ μὲ τὴν γειτονικὴ περιοχὴ, γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Σέλκο. Στὴν πράξη τῆς παραδόσεως ἦταν ἐπίσης παρὼν καὶ ὁ Μπόρις, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ πατέρα της, ποὺ πέθανε τὸ 1128.

Ἀμέσως ὁ Ὁσία ἄρχισε τὴν ἀνοικοδόμηση γυναικείας μονῆς στὴν ὁποία ἔμελλε νὰ μονάσουν καὶ ἡ ἀδελφή της Γκορισλάβα ἢ Γκραντισλάβα, ποὺ ἔλαβε τὸ ὄνομα Εὐδοξία καὶ μία ἐξαδέλφη της. Ὁ παλαιὸς βιογράφος διέδωσε τὴν πνευματική της συνομιλία μαζί τους καὶ μαζὶ μὲ ἄλλες ποὺ εἶχαν τὴ μοναχικὴ κλήση. Ἀργότερα, ἔβαλε τὶς βάσεις γιὰ τὴν κατασκευὴ μιᾶς ἀνδρικῆς μονῆς ἀφιερωμένης στὴ Θεοτόκο.

Τὴν ἴδια περίοδο, ὅμως, ἡ οἰκογένεια περνοῦσε μία δραματικὴ στιγμὴ. Ἀφοῦ δέχθηκε ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς Πολόφσκυ, φανατικοὺς ἐχθροὺς τῶν Ρώσων, ὁ μεγάλος πρίγκιπας Μστισλὰβ ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τοὺς πρίγκιπες τοῦ Πολώκ, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, προτιμοῦσαν νὰ ἀσκήσουν μία πολιτικὴ παρελκυστική. Ἀφοῦ βγῆκε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν σύγκρουση, ὁ Μστισλάβ τιμώρησε τὴν οἰκογένεια τῆς Εὐφροσύνης ἐξορίζοντάς την στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1130. Μία ἀδελφή της, ὅμως, νυμφεύθηκε τὸν υἱὸ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἔτσι οἱ Ρῶσοι πρίγκιπες ἔγιναν δεκτοὶ μὲ εὔνοια στὴν πρωτεύουσα. Καὶ γιὰ νὰ ἀντικρούσουν τὶς φῆμες περὶ ἀνανδρίας ποὺ τοὺς ἀποδόθηκε ἀπὸ τὸν Μστισλάβ, συμμετεῖχαν μὲ ἀνδρεία σὲ ὁρισμένες μάχες κατὰ τῶν Ἀράβων. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μστισλάβ, ὁ ἀδελφὸς τῆς Εὐφροσύνης Δαβὶδ καὶ ὁ πατέρας της Σβιατοσλάβος ἐπέστρεψαν στὸ Πολὼκ φέρνοντας μάλιστα καὶ δῶρα ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορος Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ.

Ὁ πατέρας της, ἀπὸ τὴν πλευρά του, συνεισέφερε στὴν ὑλοποίηση τοῦ ὀνείρου του, νὰ μεταμορφώσει τὴν ξύλινη ἐκκλησία ποὺ ἡ Εὐφροσύνη εἶχε κτίσει γιὰ τὸ μοναστήρι της σὲ πέτρινη. Ὁ ναὸς ὀνομάστηκε Σπασγιούρεβιτς Μστισλὰβ καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Σωτήρα Χριστό. Οἱ ἐργασίες, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ ἀρχιτέκτονα Ἰβάν, ὁλοκληρώθηκαν τὸ 1160, ἔτος τὸ ὁποῖο ἀφιερώθηκε στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Μιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ τοποθετήθηκε σκόπιμα ἐκεῖ δήλωνε μὲ ἀρκετὰ λεπτομερειακὸ τρόπο τὰ ἔξοδα ποὺ χρειάστηκαν. Τὸν ἑπόμενο χρόνο καθαγιάσθηκαν ἕνας Σταυρὸς μὲ ἕξι πλευρὲς, ἔργο τοῦ δασκάλου Λάζαρου Μπογκός.

Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἔφερε πάντα μαζί της αὐτὸ τὸν Σταυρὸ ποὺ περιεῖχε λείψανα Ἑλλήνων Ἁγίων, ὅπως ἐπίσης καὶ μία εἰκόνα τῆς Ἐφέσου, ποὺ ἀποδιδόταν στὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ποὺ ἦταν μέρος τῶν δώρων τοῦ αὐτοκράτορος. Ἀργότερα ἐμπιστεύθηκε τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῆς μονῆς στὴν ἀδελφή της Γκορισλάβα, γιὰ νὰ πραγματοποιήσει μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό της ἕνα προσκυνηματικὸ ταξίδι στοὺς Ἁγίους Τόπους, διερχόμενη ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη.

Στὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπισκέφθηκε τὸ Ρωσικὸ μοναστήρι τῆς Θεοτόκου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὸν Πανάγιο Τάφο, γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ ἐκπληρώσει τὸ τάμα της. Εἶχε σκοπὸ νὰ πάει στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἀλλὰ οἱ δυνάμεις της τὴν ἐγκατέλειψαν καὶ γιὰ εἴκοσι τέσσερις ἡμέρες ἔπρεπε νὰ παραμείνει κλινήρης στὸ Ρωσικὸ μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχὴ καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ 1173. Εἶχε ἐκφράσει τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐνταφιασθεῖ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ ὑπενθύμισαν ὅτι ἕνα ἄρθρο ἀπὸ τὸν Κανόνα τῆς μονῆς ἀπαγόρευε τὴν ταφὴ γυναικῶν στὴν ἐκκλησία τους. Γι’ αὐτὸ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου στὴ Ἱερουσαλὴμ.

Σύμφωνα μὲ μία παράδοση ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὸ Πατερικὸν τοῦ Κιέβου, μὲ τὴν ἐπανάκτηση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν Σαλαντὶν τὸ 1187, οἱ Ρῶσοι μοναχοὶ μετέφεραν τὸ ἱερὸ λείψανό της στὸ Κίεβο, στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, ὅπου ἀναπτύχθηκε μία τοπικὴ τιμὴ πρὸς τὸ πρόσωπό της.

Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα μ.Χ. οἱ κάτοικοι τοῦ Πολὼκ ζήτησαν ἐπανειλημμένα τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων στὴν πόλη τους. Τὸ 1833, ὁ Γαβριὴλ, Ἐπίσκοπος τοῦ Βιτέμπσκ καὶ Μογκίλεβ, ἔκανε αἴτηση στὸν τσάρο γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό.

Κάτι ἄρχισε νὰ συζητεῖται περὶ τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ τὸ 1871, ὅταν ὁ Μητροπολίτης τοῦ Κιέβου Ἀρσένιος συναίνεσε στὴν ἐπιστροφὴ τμήματος τῶν ἱερῶν λειψάνων. Τὸ 1893, ὡστόσο, ὄχι μόνο ἡ αἴτηση ἀπορρίφθηκε, ἀλλὰ ἀπαγορεύθηκε ἡ ὁποιαδήποτε ἐπιμονὴ στὸ ζήτημα, τὸ ὁποῖο φαινόταν νὰ ἔχει φθάσει σὲ μηδενικὸ σημεῖο. Ἀντίθετα τὸ ζήτημα τέθηκε ἐκ νέου στὴν πανρωσικὴ ἱεραποστολικὴ διάσκεψη τοῦ Κιέβου (12 – 26 Ἰουλίου 1908). Ὀρίσθηκε μία ἐπιτροπή, ἡ ὁποία στὶς 29 Μαΐου 1909, ἐξέφρασε ἄποψη ὑπὲρ τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων.

Ἀφοῦ ἐλήφθη ἡ συγκατάθεση τόσο τῆς Ἁγίας Συνόδου, ὅσο καὶ τοῦ τσάρου Νικολάου Β’, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1910, τὰ ἱερὰ λείψανα μὲ κάθε ἐπισημότητα μετεκομίσθηκαν στὸ Πολὼκ καὶ τὸ πρωὶ τῆς 23ης Μαΐου τοποθετήθηκαν στὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῆς Ἁγίας Εὐφροσύνης.
Μὲ τὸν ἐρχομὸ τῶν Σοβιὲτ τὰ ἱερὰ λείψανα ἀπομακρύνθηκαν ἐκ νέου καὶ τοποθετήθηκαν ἀρχικὰ στὸ μουσεῖο τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκκενώσεως τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1941 οἱ πιστοὶ τὰ ἀνέσυραν καὶ τὰ τοποθέτησαν στὴν ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου Προστάτιδος τοῦ Βιτέμπσκ. Τελικὰ, στὶς 23 Ὀκτωβρίου 1943 ἐπιστράφηκαν στὸ μοναστήρι τοῦ Πολώκ. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν εἰκόνα τῆς Ἐφέσου, ποὺ φυλασσόταν στὸ καθολικὸ τῆς ἀνδρικῆς μονῆς, εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ 1239 ἡ σύζυγος τοῦ Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ τὴν πῆρε καὶ τὴν μετέφερε στὴν ἐκκλησία τοῦ Τοροπὲτς στὸ πριγκιπάτο τοῦ Πσκώφ. Ἡ ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος μὲ τὸ μοναστήρι της, ἀνάμεσα στὸ 1579 καὶ τὸ 1580, παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν βασιλέα Στέφανο στοὺς Ἰησουΐτες. Ὅταν τὸ 1656 ἡ περιοχὴ τοῦ Πολὼκ ἀνακαταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Ρώσους, ὁ ναὸς παραδόθηκε στοὺς Ὀρθοδόξους. Μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἐπεστράφη στοὺς Ἰησουΐτες, μέχρι ποὺ τὸ 1835, μὲ τὴν ἐκδίωξη τῶν Ἰησουϊτῶν ἀπὸ τὴν Ρωσία, ὁ τσάρος Νικόλαος Α’ τὸν παρέδωσε ὁριστικὰ στοὺς Ὀρθοδόξους. Πέντε χρόνια μετὰ ὁ ναὸς ξαναπῆρε ζωὴ μὲ μία γυναικεία μοναστικὴ κοινότητα.







Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος τοῦ Γιαροσλὰβλ ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 12ο καὶ 13ο αἰώνα μ.Χ. Μόνασε στὴν μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ, τῆς ὁποίας διετέλεσε καὶ ἡγούμενος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1219.







Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ τὸ 1328 καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1336.






Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1384.






Ὁ Ὅσιος Παΐσιος τοῦ Γκαλίτς
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἔζησε τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἔφθασε στὴν πόλη Γκαλίτς τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὸ νότο περὶ τὸ 1385. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Γκαλὶτς καὶ ἀμέσως ἄρχισε τὸν σκληρὸ πνευματικὸ ἀγώνα.

Στὸ Βίο ἀναφέρεται ὅτι μία φορὰ ὁ Ὅσιος Παΐσιος βρισκόταν σὲ ἕνα κελλὶ μαζὶ μὲ τὸν ἐρημίτη Κασσιανό, τὸν ἐπονομαζόμενο «Ἕλληνα», στὸν ποταμὸ Οὔκμα καὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Ἀδριανὸ καὶ Γεράσιμο. Ἐνῶ ἔψελναν τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, ξαφνικὰ ἐπάνω σὲ ὁλόκληρο τὸ μοναστήρι ἐμφανίσθηκε ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς καὶ οἱ μοναχοὶ ἄκουσαν μία φωνὴ ποὺ τοὺς καλοῦσε νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὸ κελλί. Τρομαγμένοι, ἐξῆλθαν καὶ Ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἔδειξε ἕνα ὅραμα: τὴ Θεοτόκο, ποὺ καθόταν σὲ ἕναν θρόνο καὶ στὰ χέρια της κρατοῦσε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Βρέφος. Οἱ μοναχοὶ ἔπεσαν στὴ γῆ, ἀλλὰ ὁ Ἄγγελος τοὺς εἶπε νὰ σηκωθοῦν καὶ τοὺς διαβίβασε τὴν ἐντολὴ τῆς Θεοτόκου νὰ οἰκοδομήσουν σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Προστάτιδος Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ναὸς οἰκοδομήθηκε τὸ 1482 καὶ ὁ Ἀδριανὸς συμμετεῖχε στὴν κατασκευὴ τῆς πέτρινης ἐκκλησίας, ἐνῶ τὸ 1489 βοήθησε τὸν Ὅσιο Παΐσιο στὴν κατασκευὴ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὸν μικρὸ ποταμὸ Γκρέκοφ, στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ τοῦ Βόλγα, ποὺ ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὴν μονὴ τῆς Προστάτιδος Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ρωσικῆς γῆς καὶ τῶν ἡγεμόνων τῆς περιοχῆς καὶ ἀντιστάθηκε στοὺς φεουδαρχικοὺς πολέμους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐπισκέφθηκε καὶ τὴν Μόσχα.
Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ βίο καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ὁ Ὅσιος προαισθάνθηκε τὸ τέλος του. Ἔτσι ἄρχισε νὰ ἐντείνει τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες καὶ νὰ προετοιμάζεται ἐσωτερικά, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Κύριο καὶ Θεό του. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1460 ἢ τὸ 1463 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ νότια πλευρὰ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Οὐσπένσκι.






Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς, τιμάται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 18 Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς καὶ Βογολέπιος
Οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς καὶ Βογολέπιος ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. Ὑπῆρξαν πνευματικὰ τέκνα τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Οὔγκλιχ, ἱδρυτὴ τῆς μονῆς τῆς Θεοτόκου τῆς Προστάτιδος στὸ Οὔρλικ καὶ τὰ ὀνόματά τους ἐμφανίζονται στὸ Βίο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ποὺ συντέθηκε κατὰ τὸν 16ο ἢ 17ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν διήγηση πληροφορούμεθα ὅτι ὁ Ὁσιος Ἀδριανὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους δέκα μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου καὶ ἀποθηκάριος τῆς μονῆς. Ἦταν πρωταγωνιστής, μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Παΐσιο, σὲ μία θαυματουργικὴ ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου, κατὰ τὸ 1472.

Ὁ Ὅσιος Ἀδριανὸς ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου.

Ὁ ἄλλος μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ὁ Βογολέπιος, πρὶν νὰ ἐγκαταβιώσει στὸ μοναστήρι, ἐργαζόταν σὲ ἕνα φοῦρνο καὶ συνέχισε αὐτὸ τὸ διακόνημα καὶ μέσα στὸ μοναστήρι.

Καὶ μὲ τὸν Ὅσιο Βογολέπιο συνδέεται, ἐπίσης, μία διήγηση γιὰ μιὰ θαυμαστὴ ἐμφάνιση τῆς Παναγίας. Ἐνῶ ἀντλοῦσε νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμὸ Βόλγα, εἶδε νὰ ἐπιπλέει στὰ ὕδατα τοῦ ποταμοῦ μία εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου λουσμένη σὲ οὐράνιο φῶς: ἦταν ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῆς Προστάτιδος. Ἀφήνοντας τὸ δοχεῖο στὸ νερὸ ὁ Ὅσιος Βογολέπιος ἔτρεξε βιαστικὰ στὸ μοναστήρι καὶ διηγήθηκε τὸ γεγονὸς στὸν Ὅσιο Παΐσιο. Ὁ Ἅγιος μοναχός, μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Ἀδριανό, τὸν Ὅσιο Βογολέπιο καὶ ἕναν ἄλλο μοναχό, ποὺ ὀνομαζόταν Βασσιανός, μετέφεραν μὲ εὐλάβεια τὴν εἰκόνα στὸ μοναστήρι.
Ὁ Ὅσιος Βογολέπιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Ἰωαννίκιος
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Ἰωαννίκιος τοῦ Ζαονικιέφ, ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψαν στὴν ἔρημο τοῦ Ζαονικιέφ, στὴν περιοχὴ τοῦ Βλαδιμίρ, κοντὰ στὴν πόλη Βολογκντά.Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Δανιὴλ ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Δανιὴλ τοῦ Γκρεχοζαρούσκϊυ, μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους τριάντα μοναχοὺς καὶ διακόσιους λαϊκοὺς τοῦ Οὔγκλιχ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ρωσοπολωνικοῦ πολέμου τὸ 1608.






Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Θαυματουργός ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος τοῦ Περεγιασλάβλ, ἔζησε στὴ Ρωσία καὶ ἐξελέγη, ὅπως ἀναφέρεται σὲ χειρόγραφο τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ., Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Περεγιασλάβλ. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται «Θαυματουργός».






Οἱ Ὅσιοι Δωρόθεος καὶ Ἱλαρίων

Οἱ Ὅσιοι Δωρόθεος καὶ Ἱλαρίων ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο καὶ 17ο αἰώνα μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Νικούλσκϊυ κοντὰ στὸ Νίζνιθ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Λαύρα τοῦ Πσκώφ. Ἀξιώθηκε νὰ βρεῖ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, τὴν ὁποία πῆρε μαζί του καὶ ἔζησε ὡς ἐρημίτης. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 1622.

Περὶ τοῦ Ὁσίου Ἱλαρίωνος δὲν ἔχουμε ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες. Τὸ ὄνομά του συναντᾶμε σὲ χειρόγραφα τοῦ 17ου – 18ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου κοντὰ στὴν πόλη Γιούρεβετς Ποβόλζσκ καὶ ἀκολούθως στὴν ἔρημο.
Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ὁ ἐν Σαρτόμᾳ
Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Σαρτόμα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Σύναξις πάντων τῶν ἐν Ροστὼβ – Γιαροσλὰβλ διαλαμψάντων Ἁγίων
Image
Ἡ ἑορτὴ ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Ροστὼβ – Γιαροσλὰβλ τῆς Ρωσίας καθιερώθηκε τὸ 1964, μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ἀλεξίου Β’ καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποίοι μνημονεύονται εἶναι: ὁ Ἱερομάρτυς Λεόντιος, Ἐπίσκοπος τοῦ Ροστώβ, οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς τοῦ Ποσεσόνε, Δανιὴλ Γκρεχοζαρούσκϊυ καὶ τριάντα μοναχοὶ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν διακόσιοι πιστοὶ Μάρτυρες τοῦ Οὔγκλιχ, ἡ Ἁγία Ἀναστασία τοῦ Οὔγλιχ καὶ οἱ μαζὶ μὲ αὐτὴν τριάντα πέντε μοναχὲς Μάρτυρες, οἱ Ὁσιομάρτυρες Ἀντωνίνος Ποκρόφσκϊυ, Γεράσιμος, Εὐθύμιος, Βαρσανούφιος, Μακάριος, Ματθαῖος, Βασσιανός, Γουρίας, Ἰωήλ, Ἱλαρίων, Ἰωήλ, Ἀκάκιος, Ὀνούφριος, Ἰωσήφ, Γερόντιος, Λεόντιος, Τύχων, Φιλάρετος, Γελάσιος, Ἰωσήφ, Βασσιανός, Χριστόφορος, Σεραφείμ, Γερμανός, Μάρκελλος, Νικήτας, Ἀρσένιος, Θεοδόσιος, Ἰωνᾶς, Ἰούδας, Συμεών, Μιχαήλ, Ἰωάννης, Μακάριος, Μάμων, Γρηγόριος, Νικηφόρος, Ἱλαρίων, Ἀθανάσιος, Πολύευκτος, Κοσμᾶς καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν χίλιοι πιστοὶ Μάρτυρες τοῦ Οὔγκλιχ, ὁ Ἅγιος Βασίλειος τῆς Μανγκαζίας, οἱ Ἐπίσκοποι Θεόδωρος Α’ τοῦ Ροστώβ, Ἡσαΐας τοῦ Ροστώβ, Συμεών τοῦ Ροστώβ, Λουκᾶς τοῦ Ροστώβ, Κύριλλος Α’ τοῦ Ροστώβ, Ἰγνάτιος τοῦ Ροστώβ, Πρόχορος τοῦ Ροστώβ, Ἀντώνιος τοῦ Ροστώβ, Κύριλλος Β’ τοῦ Ροστώβ, Ἰακὼβ τοῦ Ροστώβ, Θεόδωρος Β’ τοῦ Ροστώβ, Στέφανος τῆς Πέρμ, Γρηγόριος ὁ Σοφὸς τοῦ Ροστώβ, Διονύσιος τοῦ Ροστώβ, Ἐφραὶμ τοῦ Ροστώβ, Τρύφων τοῦ Ροστώβ, Βασσιανὸς Α’ τοῦ Ροστώβ, Βασσιανὸς Β’ τοῦ Ροστώβ, Ἀλέξανδρος τοῦ Περεγιασλάβλ καὶ Δημήτριος τοῦ Ροστώβ. Οἱ μοναχοὶ Ἀβραὰμ τοῦ Ροστώβ, Νικήτας ὁ Στυλίτης τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἀβραὰμ τοῦ Περεγιασλάβλ, Πέτρος Ὀρντύνσκϊυ, Συλβέστρος τῆς Ὀμπνόρα, Σέργιος τοῦ Ραντονέζ, Κύριλλος καὶ Μαρία τοῦ Ραντονέζ, Στέφανος τῆς Μόσχας, Ὀνήσιμος ὁ Φύλακας καὶ Ἐλισαῖος, διάκονος τοῦ Ραντονέζ, Θεόδωρος καὶ Παῦλος τοῦ Ροστώβ, Ἐπιφάνιος ὁ Σοφός, Βαρλαὰμ Οὐλέγμνσκϊυ, Σεβαστιανὸς τοῦ Ποσεσόνε, Παΐσιος τοῦ Οὔγκλιχ, Ἀδριανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Βογολέπιος τοῦ Οὔγκλιχ, Κασσιανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Βασσιανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Ἰγνάτιος Πριλούσκϊυ, Δανιὴλ τοῦ Περεγιασλάβλ, Λεωνίδας τῆς Ποσεσόνε, Κυπριανὸς Τρόπσκϊυ, Γεράσιμος Μπολντίνσκϊυ, Γεννάδιος τῆς Κοστρόμα καὶ τοῦ Λγιουμπιμογκράντ, Ἰγνάτιος τῆς Λόμα, Ἰσαὰκ τῆς Λόμα, Εἰρήναρχος ὁ Ἐρημίτης τοῦ Ροστώβ, Δωρόθεος Γιούγκσκϊυ, Νικόδημος Κοζεοζέρσκϊυ, Διονύσιος τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἰωακείμ τῆς Σαρτόμα, Κορνήλιος τοῦ Περεγιασλάβλ, Κύριλλος Μπορισσογκλέμπσκϊυ, Ποιμὴν τοῦ Ροστώβ. Οἱ εὐσεβεῖς πρίγκιπες Βασίλειος τοῦ Ροστώβ, Βασίλειος καὶ Κωνσταντίνος τοῦ Γιαροσλάβλ, Ἀλέξανδρος Νέφσκϊυ, Γκλὲμπ τοῦ Ροστώβ, Ρωμανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Θεόδωρος τοῦ Σμολένσκ, καὶ οἱ υἱοί του Δαβὶδ καὶ Κωνσταντίνος, Βασίλειος τοῦ Γιαροσλάβλ, Ἀνδρέας τοῦ Σμολένσκ, Ἀνδρέας τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος Ζαρέβιτς τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος Ζαρέβιτς τοῦ Οὔγκλιχ καὶ τῆς Μόσχας. Οἱ «δίκαιοι» Θέκλα, Ἰωάννης ὁ Νέος τοῦ Οὔγκλιχ, οἱ «διὰ Χριστὸν σαλοὶ» Ἰσίδωρος τοῦ Ροστώβ, Σέργιος τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἰωάννης ὁ Τριχωτὸς τοῦ Ροστώβ, Ἰωάννης τῆς Μόσχας, Στέφανος τοῦ Ροστώβ, Ἠλίας τοῦ Ντανίλοβο, Ἀθανάσιος τοῦ Ροστώβ, Ὀνούφριος τοῦ Ρομανώφ.






Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἰωακεὶμ τοῦ Ἰθακησίου
Image
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἰωακεὶμ τοῦ Ἰθακησίου, τιμάται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 2 Μαρτίου.
Δεν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

PreviousNext

Return to ΕΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 1 guest