3 ΙΟΥΝΙΟΥ
Ὁ Ἅγιος Λουκιλλιανὸς ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Παύλη ἡ Παρθένος καὶ τὰ τέσσερα Νήπια Διονύσιος, Κλαύδιος, Παῦλος καὶ Ὑπάτιος
Ἡ μνήμη τους ἀναφέρεται καὶ στὶς 19 Ἰανουαρίου. Ἡ Σύναξή τους ἐτελεῖτο στὸν οἶκο τοῦ Πατριάρχου Ἀναστασίου στὴν Ὀξεία, μικρὴ νῆσο τῆς Προποντίδος, ἢ σὲ ὁμώνυμη τοποθεσία κείμενη κοντὰ στὴ λεγόμενη «Ἐμβόλων τοῦ Δομνίνου» στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ὡς ἄστρον φαεινόν, ἐκ νυκτὸς τῆς ἀπάτης, ὦ Λουκιλλιανέ, εὐσεβῶς ἀναλάμψας, νομίμως ἠγώνισαι, καὶ τὸν δόλιον ἔκτεινας· ὅθεν πρέσβευε, σὺν τῇ θεόφρονι Παύλῃ, καὶ τοῖς τέσσαρσι, Παισὶ Χριστῷ Ἀθλοφόρε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Μαρτύρων Χριστοῦ, ἰσότιμος γεγένησαι, βασάνων σφοδρῶν, κατατολμήσας ἔνδοξε· καὶ σὺν Παύλῃ ἔκραζες, καὶ Παισὶ τοῖς θείοις τῷ Κτίστῃ σου· Ἰδοὺ ὡς πρόβατα σφαγῆς, θυόμεθα Σῶτερ, διὰ πόθον τὸν σόν.
Μεγαλυνάριον.
Σπόρον γεωργήσας τὸν λογικόν, Μαρτύρων ἐδρέψω, δι’ ἀθλήσεως τὸν καρπόν, δι’ οὗ τοὺς τιμῶντας, ὦ Λουκιλλιανέ σε, ἐκτρέφεις ἀπορρήτως, ἐν θείῳ Πνεύματι.
Ὁ Ἅγιος Καικίλιος διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ
Ὁ Ἅγιος Καικίλιος ἔζησε κατὰ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν πρεσβύτερος στὴν Καρθαγένη τῆς Ἀφρικῆς. Ὑπῆρξε χειραγωγὸς στὸ Χριστιανισμὸ τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ, Ἐπισκόπου Καρχηδόνος († 2 Ὀκτωβρίου). Ὁ Βαρώνιος καὶ ἄλλοι ἰστορικοὶ τὸν θεωροῦν φίλο τοῦ φιλοσόφου Ὀκταβίου καὶ τοῦ νομικοῦ Μάρκου Μινουτίου Φήλικος. Μεταστραφεὶς στὸ Χριστιανισμό, ὁ Ἅγιος Καικίλιος ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν πατρώα εὐσέβεια καὶ τὴ διδασκαλία τῶν θείων Γραφῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἀχιλλᾶς
Ὁ Ἅγιος Ἀχιλλᾶς (311 – 312 μ.Χ.) ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ διετέλεσε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Καρκασσὸν τῆς Τουλούζης στὴ Γαλλία. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἁγία Γλοτίλδη ἐκ Γαλλίας
Ἡ Ἁγία Γλοτίλδη ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Λυὼν τῆς Γαλλίας τὸ 474 μ.Χ. Ἐφρόντισε γιὰ τὴ βάπτιση τοῦ βασιλέως συζύγου της καὶ τῶν τέκνων της καὶ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 545 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Λιφάρδος ὁ ἐν Ὀρλεάνῃ
Ὁ Ὅσιος Λιφάρδος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ὀρλεάνη. Ἐσπούδασε τὴ νομικὴ ἐπιστήμη καὶ ὁ ζῆλος του γιὰ τὰ πνευματικὰ τὸν ὁδήγησε στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου καὶ τὴ συμμετοχή του στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ ἡλικία σαράντα ἐτῶν ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Μαζὶ μὲ τὸν Ὄσιο Οὐρβίκιο ἔζησαν μιὰ ζωὴ ἀσκητικὴ πολὺ αὐστηρὴ καὶ σκληρή. Λόγῳ τῆς μεγάλης του ἀρετῆς ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Μένουνγκ ποὺ εἶχαν ἱδρύσει μαζὶ μὲ τὸ συμμοναστή του. Ὁ Ὅσιος Λιφάρδος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 550 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Οὐρβίκιος
Ὁ Ὅσιος Οὐρβίκιος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Λιφάρδο, τὸν ὁποῖο διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς τοῦ Μένουνγκ. Ὁ Ὅσιος Οὐρβίκιος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Κρονανός
Ὁ Ὅσιος Κρονανὸς ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀνῆκε στὴ συνοδεία τοῦ Ἁγίου Κέβιν. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 617 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Κέβιν ὁ ἐξ Ἰρλανδίας
Ὁ Ἅγιος Κέβιν καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια καὶ ἐμορφώθηκε κοντὰ σὲ διακεκριμένους μοναχοὺς τῆς Ἰρλανδίας. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἵδρυσε μονὴ στὴν περιοχὴ τῶν Δύο Λιμνῶν. Ἦταν τόση ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος τοῦ βίου του, ὥστε γύρω ἀπὸ αὐτὸν συγκεντρώθηκαν πολλοὶ μοναχοὶ καὶ ἡ περιοχὴ ἐκείνη ἐξελίχθηκε σὲ πόλη. Χειροτονηθεὶς Ἐπίσκοπος ἔκτισε κοντὰ στὴ μονὴ τὸν καθεδρικὸ αὐτοῦ ναό.Ὁ Ἅγιος Κέβιν ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 618 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἑκατὸν εἴκοσι ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Γενέσιος
Ὁ Ἅγιος Γενέσιος ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ διετέλεσε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Κλερμόντ. Διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του, τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες.Ὁ Ὅσιος Γενέσιος, ἀφοῦ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 662 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Ὁσιομάρτυρας ἐξ Ἰσπανίας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἰσαὰκ ἔζησε τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Κόρδοβα τῆς Ἰσπανίας, τὸ 825 μ.Χ. Ἦταν συμβολαιογράφος καὶ ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς σὲ μοναστήρι κοντὰ στὴ γενέτειρά του. Ἐμαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τὸ 852 μ.Χ., ἀπὸ τοὺς Μωαμεθανούς.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος, ὁ Θαυματουργός, καταγόταν ἀπὸ τὸ θέμα τῶν Κιβυρραιωτῶν, τὸ ὁποῖο περιελάμβανε τὶς ἐπαρχίες Καρίας, Πισιδίας, Λυκίας καὶ Παμφυλίας, καὶ ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους. Ἔζησε δὲ κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 9ου καὶ πρῶτο ἤμισυ τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀφοῦ ἔγινε μοναχός, περιερχόταν πολλοὺς τόπους συναναστρεφόμενος τοὺς ἀσκητές, τὶς ἀρετὲς τῶν ὁποίων ἐμιμεῖτο. Σὲ μία περιοδεία του ἐγνωρίσθηκε μετὰ τοῦ πρώην συγκλητικοῦ καὶ ἤδη μοναχοῦ Κοσμᾶ, ὁ ὁποῖος τὸν εἰσήγαγε στὴ μονὴ ποὺ ἐκτίσθηκε ἀπὸ αὐτόν, τοῦ Τραϊανοῦ, κοντὰ στὸν ποταμὸ Σαγγάριο καὶ τὴν ὁποία αὐτὸς εἶχε ἐγκαταλείψει, ἐπειδὴ δυσανασχέτησε ἀπὸ τὴν ἀπείθεια καὶ σκληρότητα τῶν μοναχῶν. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ἐχειροτονήθηκε ἱερέας καὶ κατόρθωσε διὰ τῶν θερμῶν λόγων, τοῦ ἀμέμπτου παραδείγματός του, τῶν φιλαδέλφων παρακλήσεων καὶ τῶν ὁλονυκτίων πρὸς τὸν Θεὸ δεήσεών του, νὰ ἐξημερώσει τοὺς ἀτίθασους μοναχοὺς καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴ δυσαλευθεῖσα τάξη στὴ μονή. Πλὴν τῶν ποιμαντικῶν του καθηκόντων ἠσχολεῖτο καὶ μὲ τὴν ἀντιγραφὴ βιβλίων, τὸ προϊὸν τῆς πωλήσεως τῶν ὁποίων διεμοίραζε στοὺς πτωχούς.
Ἔτσι, ὁσίως καὶ θεοφιλῶς, ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γήρας, γενόμενος πρόξενος μετὰ θάνατον πολλῶν θαυμάτων στοὺς προσερχομένους πρὸς αὐτὸν μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.
Ἡ Ὁσία Ἱερία ἡ χήρα
Ἡ Ὁσία Ἱερία, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν περιοχὴ τῆς Μεσοποταμίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Πάππος
Ὁ Ὅσιος Πάππος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Θαυματουργοῦ τοῦ πρίγκιπος
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Θαυματουργοῦ τοῦ πρίγκιπος Οὔγκλιχ καὶ Ρωσίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 15 Μαΐου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Ἡ ἀνακομιδὴ καὶ μεταφορὰ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀπὸ τὴν πόλη Οὔγκλιχ στὴ Μόσχα, ἐπραγματοποιήθηκε τὸ 1606. Τὰ ἱερὰ λείψανα ἐτοποθετήθηκαν στὸ ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων τοῦ Κρεμλίνου. Μετὰ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὰ ἅγια λείψανα, καθιερώθηκαν οἱ ἡμέρες μνήμης τοῦ πρίγκιπος Δημητρίου: τῆς γεννήσεως († 19 Ὀκτωβρίου), τοῦ βίαιου θανάτου († 15 Μαΐου) καὶ τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ στὴ Μόσχα († 3 Ἰουνίου).
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Δέρκων
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Γρηγόριος ἐγεννήθηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. στὸ χωριὸ Ζουμπάτα Ἀχαΐας. Λόγῳ τοῦ ἀνήσυχου χαρακτῆρος του, ὁ πατέρας του ἀναγκάσθηκε νὰ τὸν ἀποστείλει σὲ κάποιον μοναχὸ συγγενή του στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Φίλια. Ἐκεῖ ὁ Γρηγόριος, ἀφοῦ ἐκάρη μοναχός, ἐμόνασε. Ἐπὶ πόσα ἔτη ἔμεινε ἐκεῖ ἢ ἐὰν μετέβη καὶ ἐμόνασε στὴ μονὴ τῶν Ταξιαρχῶν, δὲν εἶναι γνωστό. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι, λόγῳ τῆς μικρῆς παραμονῆς του στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἀνήγειρε μὲ ἰδικές του δαπάνες, τὸ 1819, τὴν κρήνη τῆς μονῆς, ὅπως ἀναφέρεται κατὰ τὴν ἐπὶ αὐτῆς ἐπιγραφή.
Προικισμένος μὲ σπάνια φυσικὰ χαρίσματα καὶ πλήρης ἐλπίδων, δὲν περιορίσθηκε στὰ στενὰ ὅρια τῶν μοναστηριακῶν τειχῶν, ἀλλὰ ἐπεζήτησε εὐρύτερο πεδίο δράσεως. Ἀναφέρεται ὅτι ἐμορφώθηκε στὴ Δημητσάνα καὶ τὸ Ναύπλιο, ἀργότερα δὲ μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου ἐπεράτωσε τὶς σπουδές του στὴ Μεγάλη Σχολὴ τοῦ Γένους, διακρινόμενος ἀπὸ τότε γιὰ τὴ μόρφωσή του. Γιὰ τὴν ποικιλία τῶν γνώσεών του καὶ τὸ αὐστηρό του ἦθος, δὲν ἄργησε νὰ γίνει γνωστὸς σὲ εὐρὺ κύκλο λογίων, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἑλκύσας τὴν εὔνοια καὶ ἐκτίμηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Σωφρονίου Β’ (1774 – 1780), ὁ ὁποῖος τὸν ἐχειροτόνησε Μητροπολίτη Λαοδικείας κατὰ τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1777 καὶ συγχρόνως καθ’ ὅλο σχεδὸν τὸ ἔτος προσέλαβε αὐτὸν ὡς μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Ἀφοῦ ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του στὴ Μητρόπολη Λακεδαιμονίας, τὸ 1778, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διακρίθηκε ὡς ἔξοχος ποιμενάρχης. Σὲ αὐτὸν ὀφείλεται ἡ ὑπαγωγὴ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Δημητσάνης στὴ Μητρόπολη Λακεδαιμονίας, ἀργότερα δέ, κατὰ τὸ 1780, ἡ προαγωγὴ τῆς Πατριαρχικῆς Ἐξαρχίας Ζαρνάτας σὲ Ἐπισκοπὴ ὑπὸ τὸν Λακεδαιμονίας.
Φλεγόμενος ὑπὲρ τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ Γένους, ἐβάδισε ἐπὶ τὰ ἴχνη τοῦ προκατόχου του Ἀνανίου καὶ ἐργάσθηκε ἐντατικὰ πρὸς ἀναζωπύρωση τοῦ πατριωτικοῦ φρονήματος. Λόγῳ τῆς δράσεώς του αὐτῆς ἐπέσυρε τὴν ὀργὴ καὶ τὸ μίσος τῆς Τουρκικῆς ἐξουσίας τῆς Πελοποννήσου.
Ἀφοῦ ἦλθε σὲ ρήξη πρὸς τὸν πασὰ Σαλάμπαση, διότι ἀντιστεκόταν στὶς καταπιέσεις αὐτοῦ καὶ διαμαρτυρόταν στὶς ἐκκλησίες, ἐφυλακίσθηκε ἀπὸ αὐτὸν ἐπὶ ἐννέα μῆνες. Ὁ πασὰς ἀπέστειλε τρεῖς φορὲς ταχυδρόμους στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβει φιρμάνι νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει, ἐπειδὴ ὅμως ἀπέτυχε, ἀπέλυσε τὸν Γρηγόριο, ἀφοῦ ἔλαβε ἀπὸ αὐτὸν ἄδικο πρόστιμο τριάντα χιλιάδων γροσίων.
Περὶ τὰ μέσα τοῦ 1790 προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν πασὰ τῆς Πελοποννήσου νὰ μεταβεῖ στὴν Τρίπολη, πλὴν ὅμως ἐγκαίρως κατόρθωσε νὰ διαφύγει πρὶν συλληφθεῖ καὶ ὑποστεῖ τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ προκατόχου του Ἀνανίου. Διὰ μέσου δὲ τῆς Ὕδρας κατευθύνθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ ἀπηλλάγη τῆς κατηγορίας. Ἀφοῦ ἔμεινε ἐκεῖ ἀρκετά, μετατέθηκε στὴ Μητρόπολη Βιδύνης, κατὰ τὸ Νοέμβριο τοῦ 1791, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν ἐπανέλθει στὴν Πελοπόννησο.
Δὲν παρέμεινε ὅμως ἐκεῖ ἀρκετά, διότι δὲν ὑπῆρξε ἀμέτοχος τῆς ἀποστασίας τοῦ Πασβάνογλου (1797), πρὸς τὸν ὁποῖο συνδέθηκε διὰ φιλίας, ἐπωφελούμενος τῶν σχέσεων μὲ τὸν Ρήγα Φεραῖο. Φοβούμενος δὲ τὴν ἐνοχοποίησή του, ἐδραπέτευσε καὶ κατευθύνθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1801. Ἐδῶ παρέμεινε μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς του, ἐπὶ Πατριάρχου Καλλινίκου Ε’, σὲ Μητροπολίτη Δέρκων, διαδεχθεὶς τὸν Μακάριο, ὁ ὁποῖος ἔγινε Μητροπολίτης Ἐφέσου.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εὐθὺς ἀμέσως, γιὰ τὶς ποικίλες γνώσεις καὶ τὴν πολύτιμη πείρα του, ἐκλήθηκε ὡς Συνοδικὸς καὶ παρέμεινε στὴ θέση αὐτὴ μέχρι τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1821, ὑπὸ τέσσερις Πατριάρχες, τὸν Καλλίνικο Ε’, τὸν Ἱερεμία Δ’ (1809 – 1813), τὸν Κύριλλο ΣΤ’ (1813 – 1818) καὶ τὸν Γρηγόριο Ε’ (1818 – 1821).
Ὡς Μητροπολίτης Δέρκων καὶ μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παρέσχε μεγάλες ὑπηρεσίες στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Γένος, ἀφοῦ κατόρθωσε νὰ φέρει σὲ πέρας δύσκολα καὶ δύσλυτα προβλήματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ φωτισμένη σκέψη του ἐβάρυνε πάντοτε ἐπὶ τῶν σκέψεων καὶ τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου. Συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Ἱεραρχῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐπέδειξαν μεγάλο ζῆλο γιὰ τὴν ἵδρυση σχολείων καὶ τὴν ἐξύψωση τοῦ πνευματικοῦ καὶ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου τῆς νεολαίας. Πολὺ συνέλαβε στὴν ἀναδιοργάνωση τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς, ὡς καὶ τὴ μετάθεση αὐτῆς ἀπὸ τὸ Φανάρι στὴν Ξηροκρήνη.
Ὁ Ἅγιος ἐπροστάτευε τοὺς γενναίους ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς καὶ τοὺς ἐναρέτους ἀπὸ τοὺς κληρικούς. Ἔτσι ὡς πνευματικά του τέκνα ἀναφέρονται οἱ δύο Πατριάρχες Γρηγόριος ΣΤ’ καὶ Ἄνθιμος Ε’ (1841 – 1842), ὡς καὶ ὁ πολὺς κατόπιν Γρηγόριος Παπαφλέσσας.
Μετὰ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντου στὴ Μολδαβία, διατάχθηκε, στὶς 9 Μαρτίου, διὰ φιρμανίου καὶ ἄνευ ἐξηγήσεων ὁ Πατριάρχης νὰ ἀποστείλει στὴν Πύλη μερικοὺς ἀπὸ τοὺς πρόκριτους Ἀρχιερεῖς, μεταξὺ δὲ αὐτῶν καὶ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο. Περὶ τῆς τύχης τῶν κρατουμένων Ἀρχιερέων, μετὰ τὴν ἀναγγελία τῆς Ἐπαναστάσεως στὴν Πελοπόννησο, ἔκρινε τὸ ἀποτέλεσμα τῶν πολεμικῶν γεγονότων καὶ μάλιστα ἡ ἀναγγελία περὶ τῆς πυρπολήσεως τοῦ Τουρκικοῦ δικρότου στὴ Λέσβο, στὶς 27 Μαΐου 1821, ἀπὸ τὸν Παπανικολῆ καὶ ἡ σφαγὴ τοῦ Μολλᾶ τῆς Μέκκας καὶ τῆς οἰκογένειάς του στὴ νῆσο τῶν Οἰνουσσῶν.
Ἔτσι διατάχθηκε ἡ θανάτωση ὅλων τῶν φυλακισμένων Ἱεραρχῶν. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀπαγχονίσθηκε, τὸ 1821, στὰ Θεραπειά, ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκία του.
Ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δωρόθεος, κατὰ κόσμον Δημήτριος Πρώιος, ἐγεννήθηκε τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Χίο, ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ στοιχειώδη γράμματα, ἀργότερα δὲ διετέλεσε μαθητὴς τοῦ Δανιὴλ τοῦ Κεραμέως στὴν Πατμιάδα Σχολή. Τὸ 1786, ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὴ συνέχεια ἀνεχώρησε στὴν Ἰταλία καὶ Γαλλία γιὰ εὐρύτερες σπουδές. Ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1793 ἐδίδαξε φιλοσοφία στὴ σχολὴ τῆς Χίου, ὑπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, μέχρι καὶ τὸ 1796.
Σὲ κάποια ἐπίσκεψη τοῦ Καπετὰν-Πασᾶ στὸ Αἰγαῖο, ὁ διερμηνέας τοῦ στόλου Κωνσταντίνος Χαντζερῆς ἐγνώρισε τὸν Δωρόθεο στὴ Χίο, τὸν ἐζήτησε ὡς διδάσκαλο τῶν τέκνων του, καὶ ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 1797. Ἀκολούθησε ἀργότερα τὸν Χαντζερῆ στὴ Βλαχία μετὰ τὸ διορισμό του ὡς ἡγεμόνος. Ὡς βοηθό του ὁ Ἅγιος Δωρόθεος στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ Βουκουρέστι εἶχε τὸν ἐπίσης Χίο καὶ ἀγαπητό του μαθητὴ Νεόφυτο Βάμβα.
Τὸ 1799, ὁ Ἅγιος Δωρόθεος, μετὰ τὴν ἀποκεφάλιση τοῦ Χαντζερῆ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀνέλαβε καθήκοντα ἱεροκήρυκος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ ἐχειροτονήθηκε ἀρχιμανδρίτης.
Τὸ 1804, ἱδρύθηκε στὴν Ξηροκρήνη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπὸ τὸν Δημήτριο Μουρούζη, νέα Σχολὴ τοῦ Γένους, ἡ διεύθυνση τῆς ὁποίας ἀνατέθηκε στὸν Ἅγιο Δωρόθεο. Ἕνα χρόνο μετά, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Φιλαδελφείας καὶ τὸ 1813 Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος ἐπιθυμοῦσε νὰ ἱδρύσει στὴν Ἀδριανούπολη ἱερατικὴ σχολή, ἐπειδὴ ὄμως δὲν κατάφερε νὰ πραγματοποιήσει τὸ ὄνειρό του, συνέλαβε τὰ μέγιστα στὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐκεῖ ὑπαρχούσης Ἑλληνικῆς σχολῆς, ἀφοῦ διόρισε ὡς σχολάρχη αὐτῆς τὸν ἀξιόλογο διδάσκαλο Στέφανο Καραθεοδωρῆ. Ἐδίδασκε καὶ αὐτὸς λογικὴ καὶ ἠθικὴ κατ’ Ἀριστοτέλη, μαθηματικὰ καὶ φυσικὰ κατὰ Νικηφόρο Θεοτόκη καὶ μεταφυσικὴ καὶ θεολογία κατὰ Εὐγένιο Βούλγαρη.
Τὸ 1820, ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ἐκλήθηκε ὡς μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔμελλε νὰ εὕρει μαρτυρικὸ θάνατο μετὰ τῶν ἄλλων Ἀρχιερέων, ἀφοῦ ἀπαγχονίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τὸ 1821, στὸ Μέγα Ρεῦμα.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δωρόθεος χαρακτηρίζεται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς συντελεστὲς τῆς ἐκπαιδευτικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ. Ἐκτὸς τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ ἀναγνωρίζει αὐτὸν καὶ ὁ Κωνσταντίνος Οἰκονόμου ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ δὲ Μητροπολίτης Οὑγγροβλαχίας Ἰγνάτιος κατατάσσει τὸν Ἅγιο μεταξὺ τῶν ἐνδόξων ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι ἐλάμπρυναν τὴν Ἑλλάδα. Εἶναι, ἐπίσης, ἄξιο ἀναφορᾶς ὄτι ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ἐπιμελήθηκε τὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ Πηδαλίου τὸ 1800, «διορθωθέντος ψήφῳ τοῦ παναγιωτάτου καὶ ἱεροκήρυκος κυρίου Δωροθέους».
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης
Ὁ Ἅγιος Ἱρομάρτυς Ἰωσὴφ (Ἀντωνόπουλος) καταγόταν ἀπὸ τὴ Δημητσάνα τῆς Πελοποννήσου, ὁ ὁποία ἀνέδειξε ἰδιαίτερα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἀξιόλογους ἄνδρες, ποὺ ἐργάσθηκαν τόσο στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους. Διετέλεσε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κατὰ τὴ δύσκολη περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τοὺς χρόνους πρὶν ἀπὸ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως. Κατὰ τὴν ἔναρξη αὐτῆς συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ἐθανατώθηκε· γι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὡς Ἐθνομάρτυς. Ὅμως στὴ συνείδηση τοῦ Χριστιανικοῦ πληρώματος τῆς Θεσσαλονίκης ἔχει καθιερωθεῖ καὶ τιμᾶται ὡς Ἱερομάρτυς.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ προερχόταν ἀπὸ τὴ γνωστὴ οἰκογένεια τῶν Ἀντωνόπουλων, ἡ ὁποία προσέφερε πολλὰ στὸν ἀγώνα τοῦ 1821. Μέχρι πρόσφατα ὑπῆρχε ἡ ἄποψη ὅτι ἔφερε τὸ ἐπώνυμο Δαλιβήρης, ὥσπου ἐδημοσιεύθηκαν τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Κανέλου Δεληγιάννη, ὅπου, ἀναφερόμενος ὁ Κανέλος στὸ γεγονὸς τῆς ἱδρύσεως πυριτιδόμυλων στὴ Δημητσάνα, λέγει ὅτι στὴν προσπάθεια αὐτὴ τῶν δύο ἀδελφῶν, τοῦ Νικολάου καὶ τοῦ Σπυρίδωνα Σπηλιωτοπούλου, συνέβαλε σημαντικὰ καὶ ὁ προκριτώτερος τῆς πόλεως «Ἀθανάσιος Ἀντωνόπουλος, ἀδελφὸς τοῦ Ἰωσὴφ μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, ὅστις ἐφονεύθη ἀπὸ τὸν σουλτάνον εἰς Κωνσταντινούπολιν μετὰ τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Γρηγορίου, τοῦ Δέρκων, Ἐφέσου καὶ ἄλλων ἀρχιερέων...».
Τὴν πρώτη μόρφωσή του ὁ Ἰωσὴφ πιθανότατα τὴν ἔλαβε στὴ γενέτειρά του, ὄπου ἄλλωστε καὶ πρὶν τὴ σύσταση τπης γνωστῆς Ἑλληνικῆς σχολῆς ἐλειτουργοῦσε ἀνεπίσημα σχολεῖο. Ἄγνωστος παραμένει ὁ τόπος ὅπου συνέχισε τὶς σπουδές του· πιθανότατα μετέβη στὴ Σμύρνη, ὅπου συνήθιζαν νὰ καταφεύγουν πολλοὶ ἀπὸ τὴν γενέτειρά του, ὅπως π.χ. ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’, ἀλλὰ καὶ οἱ ἱδρυτὲς τῆς σχολῆς τῆς Δημητσάνας. Ἕνας ἄλλος τόπος ποὺ προσέλκυε πολλοὺς νέους προερχομένους ἀπὸ τὴ Δημητσάνα ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη, ὅπου διέμεναν πολλοὶ πλούσιοι ἔμποροι καταγόμενοι ἀπὸ αὐτή. Ἀλλὰ καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀποτελοῦσε ἕνα σημαντικὸ πόλο ἕλξεως. Σὲ κάποιον λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς χώρους ὁ Ἰωσὴφ συμπλήρωσε τὴ μόρφωσή του, γιὰ τὴν ὁποία ἄλλωστε ὁ μοναχὸς Χριστόφορος ὁ Προδρομίτης σημειώνει: «ἱκανὴν παίδευσιν, τήν τε θύραθεν καὶ μάλιστα τῶν καθ’ ἡμᾶς παιδευμάτων».
Ἀργότερα, ὅταν ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’ ἀνέρχεται στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, συναντοῦμε τὸν Ἰωσὴφ ὡς ἀρχιδιάκονο τοῦ Μητροπολίτου Ἐφέσου. Στὴ συνέχεια γίνεται Μέγας Πρωτοσύγκελλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐνῷ ἀπὸ τὶς 20 Αὐγούστου τοῦ 1787 ἐξελέγη Μητροπολίτης Δράμας. Μεταξὺ τῆς γενέτειράς του καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ἐπαρχίας ὑπῆρχε ἕνας μυστικὸς στενὸς σύνδεσμος, ἀφοῦ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συμπετριῶτές του εἶχαν περάσει ἀπὸ τὴ Δράμα, ὅπως π.χ. ὁ Διονύσιος Α’, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται δεύτερος κτίτωρ τῆς μονῆς τῆς Εἰκοσιφοινίσσης, ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’, ὁ ὁποῖος κατέφυγε στὴν ἴδια μονή, ὁ Μητροπολίτης Δράμας Ἀθανάσιος (1593 – 1608), ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι.
Στὸ ἐξώφυλλο μιᾶς χειρόγραφης λειτουργίας τοῦ 1736 βρίσκουμε μία ἰδιόγραφη σημείωση τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ, ποὺ φέρεται ὅτι εἶναι γραμμένη τὸ Μάρτιο τοῦ 1800. Στὴ σημείωση αὐτὴ ἀναφέρονται τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν προκατόχων τοῦ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι προβαίνει σ’ αὐτὴν τὴν ἐνέργεια ἀπὸ σεβασμὸ στὴ μνήμη ὅλων ὅσοι ἀρχιεράτευσαν ἐνωρίτερα στὴν ἴδια Μητρόπολη καὶ ἰδιαίτερα τῶν συμπατριωτῶν του.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ διακρινόταν ἰδιαίτερα γιὰ τὴ μόρφωσή του, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἐργατικότητά του. Συνέλαβε μάλιστα οἰκονομικὰ στὴν ἔκδοση διαφόρων ἔργων, ὅπως τῆς Ἐπιτομῆς χρονολογικῆς τῆς Γενικῆς Ἱστορίας, ἐκ τῆς Γαλλικῆς εἰς τὴν ἡμετέραν μετενεχθείσης διάλεκτον μετὰ πλείστον σημειώσεων ἐπαυξηθείσης ὑπὸ τοῦ φιλογενοῦς Λάμπρου Ἀντωνιάδου, τοῦ ἐκ Μοισίας καὶ τῆς Γεωγραφίας τοῦ Διονυσίου Πύρρου τοῦ Θετταλοῦ, ἡ ὁποία ἐκδίδεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1818. Ἐπίσης προέτρεψε τὸν Ὅσιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη στὴ σύνταξη τοῦ Συναξαριστοῦ, τὴν ἔκδοση τοῦ ὁποίου εἶχε ὑποσχεθεῖ νὰ χρηματοδοτήσει. Πράγματι, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου, τὸ 1819, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ἐκπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσή του, ἐπιθυμώντας μόνο νὰ παραμείνει μυστικὴ ἡ προσφορά του. Τέλος, ἐνίσχυσε οἰκονομικὰ καὶ τὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του.
Ἀπὸ τὸ φθινόπωρο πιθανότατα τοῦ 1808 – 1809 ὁ Ἰωσὴφ μετεῖχε στὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο ὡς Μητροπολίτης Δράμας. Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου συναντοῦμε τὴν ὑπογραφή του σὲ διάφορα συνοδικὰ ἔγγραφα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ στὸ ἔντυπο συγίλλιο τοῦ Πατριάρχου Καλλινίκου Ε’, τὸ 1809, ποῦ συνιστᾶ ὑποταγὴ στὴν ὀθωμανικὴ ἐξουσία τόσο στοὺς Μητροπολίτες ὅσο καὶ στοὺς Χριστιανούς.
Κατὰ τὸ Νοέμβριο τοῦ 1810, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ μετατέθηκε στὴ Θεσσαλονίκη, γιὰ νὰ διαδεχθεῖ τὸν ἀποθανόντα Ἐπίσκοπο Γεράσιμο. Ἡ Μητρόπολη τῆς Δράμας ἦταν μία πτωχὴ ἐκκλησιαστικὴ περιφέρεια σὲ σχέση μὲ τὴ Θεσσαλονίκη· ἔτσι ἡ προαγωγὴ αὐτὴ ἀποτελοῦσε μιὰ πράξη ἀναγνωρίσεως τῆς προσφορᾶς τοῦ Ἁγίου.
Ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς ποιμαντορίας του στὴ Θεσσαλονίκη διασώζεται μία ἐνθύμηση σ’ ἕνα χειρόγραφο τοῦ 15ου – 16ου αἰῶνος μ.Χ. ποὺ ἀναφέρεται σὲ κάποια ἐπίσκεψή του στὴ μονὴ Βλατάδων. Ἀργότερα, τὸ 1815, σὲ Κώδικα τοῦ 1789, ποὺ ἀνῆκε στὸ ναὸ τῆς Παναγούδας, εὑρίσκουμε μία σημείωση ποὺ ἀναφέρει ὅτι ἐθεωρήθηκε ὁ λογαριασμὸς τοῦ ἐπιτρόπου Γ. Πάικου κατὰ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1815 ἐνώπιον τοῦ Ἀρχιερέως· στὸ τέλος ὑπάρχει ὑπογραφὴ τοῦ Μητροπολίτου «οὕτως ὁ Θεσσαλονίκης Ἰωσὴφ ὑποβεβαιοῖ».
Κατὰ τὰ ἔτη 1819 – 1820, ὁ Ἰωσὴφ μετεῖχε καὶ πάλι στὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο, αὐτὴ τὴ φορὰ βέβαια ὡς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ἔτσι συναντοῦμε τὴν ὑπογραφή του σὲ ἀρκετὰ συνοδικὰ ἔγγραφα καὶ γράμματα, ὅπως στὴν Ἐγκύκλιο τοῦ ἔτους 1820, τὴν ὁποία ἀπευθύνει ὁ Γρηγόριος Ε’ πρὸς τὸν Μητροπολίτη, τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τὸ λαὸ τῆς Θεσσαλονίκης, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν παρασυρθοῦν ἀπὸ τὸ κίνημα τοῦ Ἀλῆ, ἀλλὰ νὰ παραμείνουν πιστοὶ στὸ Σουλτάνο. Ἐπίσης, τὸ 1821, ὁ Ἰωσὴφ ὡς συνοδικὸς ὑπογράφει καὶ τὴν ἀφοριστικὴ ἐπιστολὴ τῶν πρωταγωνιστῶν τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος. Αὐτὲς οἱ ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου δὲν πρέπει, ὅπως ἔχει ἀποδειχθεῖ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα, νὰ ἐκληφθοῦν ὡς προδοτικές, ἀλλὰ νὰ ἑρμηνευθοῦν σὲ συνδιασμὸ μὲ ὅλο τὸ κλίμα τῆς περιόδου καὶ κυρίως μὲ τὸ δύσκολο ρόλο ποὺ εἶχε ἀναλάβει τὸ Πατριαρχεῖο ὡς προστάτης τοῦ Χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ.
Μετὰ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως στὶς παραδουνάβιες περιοχές, ὁ Πατριάρχης διατάχθηκε διὰ φιρμανίου, στὶς 9 Μαρτίου, νὰ στείλει στὴν Πύλη κάποιους ἀπὸ τοὺς προκρίτους Ἀρχιερεῖς. Ἴσως ὅμως αὐτὸ νὰ συνέβη, ὅταν ἐγνωστοποιήθηκε στὸ Σουλτάνο ἡ ἐξέγερση τῆς Πελοποννήσου, ὁπότε καὶ τοῦ ἐζητήθηκαν συγκεκριμένα πρόσωπα, διαφορετικὰ θὰ ὄφειλε νὰ θέσει καὶ τὸν ἑαυτό του στὴν ὁμάδα τῶν ἀποσταλέντων Ἀρχιερέων στὴν Πύλη.
Μάλιστα οἱ συλλήψεις τῶν Ἀρχιερέων πρέπει νὰ ἔγιναν σταδιακά· πρῶτος πρέπει νὰ συνελήφθη καὶ νὰ ἐφυλακίσθηκε ὁ Ἐφέσου Διονύσιος, αφοῦ δὲν συναντοῦμε τὴν ὑπογραφή του σὲ κανένα ἀπὸ τὰ πατριαρχικὰ ἔγγραφα ποὺ ἀποκηρύσσουν τὸ κίνημα. Μετὰ ἀκολούθησαν ὁ Νικομηδείας Ἀθανάσιος καὶ ὁ Ἀγχιάλου Εὐγένιος ποὺ ἐθανατώθησαν μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε’. Μετὰ τὴν 10η Ἀπριλίου ἢ κατ’ αὐτὴν συνελήφθησαν καὶ ἐφυλακίσθηκαν στὸ Φοῦρνο τοῦ Μποσταντζήμπαση ὁ Δέρκων Γρηγόριος, ὁ Τυρνόβου Ἰωαννίκιος, ὁ Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεος καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ. Ἡ φυλάκιση τῶν Ἀρχιερέων διήρκεσε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Στὶς 27 Μαΐου, ὅταν ὁ Σουλτάνος ἐπληροφορήθηκε τὴν πυρπόληση τοῦ τουρκικοῦ δικρότου στὴ Λέσβο, διέταξε πρὸς ἀντεκδίκηση τὴ θανάτωση τῶν φυλακισμένων. Ἔτσι, στὶς 3 Ἰουνίου 1821, τὰ θύματα μαζὶ μὲ τὸ δήμιό τους μεταφέρθηκαν στὴν εὐρωπαϊκὴ παραλία τοῦ Βοσπόρου, γιὰ νὰ ἐκτελεσθοῦν. Πρῶτος ἀπαγχονίσθηκε ὁ Τυρνόβου Ἰωαννίκιος στὸ Ἀρναούτκιοϊ, μετὰ ὁ Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεος στὸ Μέγα Ρεῦμα, τρίτος ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ στὸ Νεοχώρι, καὶ τέλος ὁ Δέρκων Γρηγόριος στὰ Θεραπειά.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ, ἡ περιουσία του ἐδημεύθηκε καὶ ἔτσι ἐστερήθηκε καὶ ἡ σχολὴ τῆς πατρίδος του τὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση ποὺ ἐδεχόταν ἀπὸ αὐτόν. Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἴδιου ἔτους στὸ μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης μετατέθηκε ὁ Αἴνου Ματθαῖος, ὁ ὁποῖος παρέμεινε μέχρι τὸ 1824.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γλυκοφιλούσης ἐν Γιαροσλάβλ
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Γιαροσλάβλ ὀφείλει τὸ ὄνομά της στὴν πόλη τοῦ Γιαροσλάβλ. Μεταφέρθηκε ἐκεῖ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Βασίλειο καὶ Κωνσταντίνο, πρίγκιπες τοῦ Γιαροσλάβλ († 3 Ἰουλίου).
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου «τῶν Ἀδελφῶν τοῦ Κιέβου»
Ἡ εἰκόνα αὐτὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου βρίσκεται στὸ Κίεβο – Μπράτσκ τῆς Ρωσίας. Ἑορτάζεται κυρίως στὶς 10 Μαΐου, ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνεται, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σημερινὴ ἡμέρα, και τὴν Ε’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.