10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Νύσσης
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Γεννήθηκε περὶ τὸ 329 ἢ 330 μ.Χ. Ἦταν υἱὸς τοῦ Βασιλείου καὶ τῆς Ἐμμελείας. Ὁ πατέρας του καταγόταν ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ ἡ μητέρα του ἀπὸ τὴν Καππαδοκία.
Ὁ Γρηγόριος, μολονότι εἶχε χειροτονηθεῖ ἀναγνώστης, δὲν σκεπτόταν νὰ γίνει κληρικός, οὔτε θεολόγος. Ὁ ἀδελφός του Βασίλειος, τὸν ὁποῖο θεωροῦσε πνευματικὸ πατέρα καὶ δάσκαλό του, τὸν εἵλκυσε στὴν ἱεροσύνη. Μετὰ τὴν ἐκπαίδευσή του στὴ Νεοκαισάρεια φοίτησε στὴν Καισάρεια μὲ σκοπὸ νὰ γίνει συνήγορος καὶ διδάσκαλος τῆς ρητορικῆς, ὅπως ὁ πατέρας του καὶ οἱ πρόγονοί του.
Σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν, τὸ 371 ἢ 372 μ.Χ., παρακαλεῖται ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Μέγα Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο τότε Καισαρείας,νὰ δεχθεῖ τὴν Ἐπισκοπὴ Νύσσης. Ἡ Νύσσα (σήμερα Νεμσεχίρ) ἦταν ἀσήμαντη πόλη τῆς Καππαδοκίας, ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ποὺ ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὴν Καισάρεια στὴν Ἄγκυρα. Ὁ Γρηγόριος δέχθηκε, ἀπὸ μεγάλο σεβασμὸ στὸν Ἅγιο Βασίλειο.
Οἱ Ἀρειανοί, ὅμως, τοῦ ἔφεραν μεγάλες ἐνοχλήσεις. Ἀντιλαμβανόμενοι, ὅτι στὸ πρόσωπό του ἡ αἵρεσή τους θὰ εἶχε σπουδαιότατο πολέμιο, σχεδίασαν νὰ τὸν ἐξοντώσουν. Τὸν κατηγόρησαν λοιπόν, ὅτι ἐξελέγη Ἐπίσκοπος ἀντικανονικὰ καὶ σφετερίσθηκε χρήματα τῆς Ἐκκλησίας. Τὶς κατηγορίες ὑπέβαλε κάποιος μὲ τὸ ὄνομα Φιλόχαρης, ὄργανο τῶν Ἀρειανῶν, πρὸς τὸν διοικητὴ τοῦ Πόντου Δημοσθένη, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ Μέγας Βασίλειος ἔγραψε καὶ ἐπιστολή. Γιὰ τὴν κατηγορία τῆς καταχρήσεως παρακάλεσε νὰ γίνει ὁ ἔλεγχος γιὰ νὰ δειχθεῖ ἡ συκοφαντία, γιὰ τὴν ἀντικανονικὴ χειροτονία λέγει ὅτι ἡ εὐθύνη εἶναι δική του, διότι αὐτὸς χειροτόνησε καὶ ὅτι, σὲ κάθε περίπτωση, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ δικάσει ἐπὶ τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς σύνοδος Ἐπισκόπων, τῶν ὁποίων ἡ ἐκκλησιαστικὴ θέση δὲν ἦταν σὲ κανονικὴ τάξη.
Ἡ ἐπίκληση τοῦ Βασιλείου ἀπέβη ἄκαρπη. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἤθελε νὰ ἀποφευχθεῖ τὸ θέμα. Τὸ 376 μ.Χ. ὁ Γρηγόριος καθαιρεῖται ἐρήμην ἀπὸ σύνοδο Ἀρειανῶν Ἐπισκόπων τοῦ Πόντου καὶ τῆς Γαλατίας. Καὶ ὁ Γρηγόριος, καταδιωκόμενος, ἀναγκαζόταν νὰ πλανᾶται καὶ νὰ κρύβεται.
Ἡ περιπέτεια ἔληξε τὸν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 378 μ.Χ., ὅταν ἀπέθανε ὁ Οὐάλης. Ὁ Γρηγόριος ἐπανῆλθε στὴ Νύσσα, ὅπου τοῦ ἐπιφυλάχθηκε θριαμβευτικὴ ὑποδοχή.
Κατὰ τὸ φθινόπωρο τοῦ 379 μ.Χ. ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Ἀντιόχειας, ἡ ὁποία συνῆλθε ἰδίως γιὰ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀπολλιναρίου. Ὁ Ἀπολλινάριος, ἐρμηνεύοντας κατὰ γράμμα χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς (κατὰ Ἰωάννη α’ 14), ὑποστήριζε ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε σάρκα, ὄχι σάρκα καὶ ψυχή. Ἀρνήθηκε τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ θέληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς στοιχεῖα διασπαστικὰ τῆς ἑνότητός Του καὶ ἀντίθετα πρὸς τὴν τελειότητά Του καὶ ἀντικατέστησε τὰ στοιχεῖα αὐτὰ μὲ τὴ θεία ἐπενέργεια. Δίδασκε, δηλαδή, στὴν οὐσία, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι τέλειος Θεὸς οὔτε τέλειος ἄνθρωπος. Πολλοὶ νόμιζαν ὅτι ὁ Ἀπολλινάριος δέχθηκε τὴν ἐπίδραση τῆς πλατωνικῆς καὶ νεοπλατωνικῆς φιλοσοφίας, ἀλλὰ τὸ πιθανότερο εἶναι, καθὼς πιστεύει ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὅτι ἀφετηρία στὴ χριστολογική του διδασκαλία εἶναι χωρίο ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (πρὸς Θεσσαλονικεῖς Α’, ε’ 23). Στὴ Σύνοδο ὁ Ἅγιος ἀνασκεύασε τὶς κακόδοξες θεωρίες τοῦ Ἀπολλιναρίου. Ἐπίσης, ἡ Σύνοδος τοῦ ἀνέθεσε ἀποστολὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Βαβυλωνίας καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ ἐπισκέφθηκε καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους.
Τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως ἀποτελεῖ τὴν παράδοση, ἡ ὁποία μεταβιβάζεται «πατρόθεν» ὡς κλῆρος κατὰ διαδοχὴ στοὺς Ἀποστόλους διὰ τῶν Πατέρων στὶς ἑκάστοτε νεότερες γενιές. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος συμμετεῖχε, ἐπίσης, στὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 381 μ.Χ., στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.), γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ νὰ ἀποφανθεῖ κατὰ τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν, τὶς ὁποῖες δίδασκε ὁ Μακεδόνιος περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴ Σύνοδο αὐτὴ ὁ Γρηγόριος ἀναδείχθηκε ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ κατατρόπωσε τοὺς δυσσεβεῖς αἱρετικοὺς μὲ τὴν δύναμη τῶν λόγων του καὶ μὲ ἁγιογραφικὲς ἀποδείξεις. Στὶς συζητήσεις ἐκεῖνες ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης διακρίθηκε τόσο, ὥστε ἂν ὀνομασθεῖ Πατὴρ πατέρων καὶ Νυσσαέων φωστήρ. Καὶ ὁ Θεοδόσιος τὸν προσονόμασε στύλο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τονίζει ἰδιαίτερα τὴν συνεργασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν προσωπικὴ Πνευματικὴ ζωὴ κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Πνευματικὴ ζωὴ παρουσιάζεται στὴ διδασκαλία του ὡς συνεχὴ ἀνοδικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν τελείωση καὶ αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ συνεργία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Ὁ προσωπικὸς ἀγώνας τοῦ κάθε πιστοῦ μαζὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Παρακλήτου ἀποτελοῦν τὶς δυὸ προϋποθέσεις γιὰ τὴν πνευματικὴ τελειότητα.
Ὁ αὐτοκράτορας, ἀνταποκρινόμενος σὲ ὑπόδειξη τῆς Συνόδου, ὅρισε διὰ νόμου, ὅτι ἔπρεπε νὰ θεωροῦνται αἱρετικοὶ ὅσοι δὲν ἤσαν σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο. Περιελήφθησαν δὲ μαζὶ μὲ τὸν Γρηγόριο ὡς κανονικοὶ καὶ νόμιμοι Ἐπίσκοποι καὶ δυὸ ἄλλοι, ὁ Καισαρείας Ἑλλάδιος καὶ ὁ Μελιτηνῆς Ὀτρήϊος.
Τὸ ἔτος 385 μ.Χ. ἔρχεται καὶ πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἐκφωνήσει τοὺς ἐπικήδειους λόγους του στὴ βασιλόπαιδα Πουλχερία καὶ στὴ βασίλισσα Πλακίλλα, σύζυγο τοῦ αὐτοκράτορα. Καὶ πάλι ἀναγκάζεται νὰ ἔλθει στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 394 μ.Χ., προκειμένου νὰ συμμετάσχει σὲ Σύνοδο ποὺ συγκροτήθηκε μὲ ἀφορμὴ τὴ διαμάχη τῶν Ἐπισκόπων Βαγαδίου καὶ Ἀγαπίου, οἱ ὁποῖοι διεκδικοῦσαν καὶ οἱ δυὸ τὴν Ἐπισκοπὴ Βόστρων τῆς Ἀραβίας.
Ὑπῆρξε ἔξοχος ρήτορας, σοφὸς συγγραφέας ἱερῶν συγγραφῶν καὶ ζηλωτὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος δίδει σὲ ποίημά του μία ἔνδειξη περὶ τῶν προσώπων τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὸν κορμὸ τῆς κατηγορίας τῶν Πατέρων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀναφέρει καὶ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης :
«Τὸν Γρήγορον νοῦν, τὴν Βασίλειον χάριν,
Τὸ χρύσιον μέλημα τοῦ Χρυσοστόμου,
Τὸ Γρηγορίου φθέγμα τοῦ Νυσσαέως,
Τὸν Μάξιμον, τὸ θαῦμα τῆς ἡσυχίας».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν γρήγορσιν, ἐνδεδειγμένος, στόμα σύντονον, τῆς εὐσέβειας, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα Γρηγόριε· τῇ γὰρ σοφίᾳ τῶν θείων δογμάτων σου, τῆς Ἐκκλησίας εὐφραίνεις τὸ πλήρωμα. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἔνθεος Ἱεράρχης, καὶ τῆς σοφίας σεβάσμιος μυστολέκτης, Νύσσης ὁ γρήγορος νοῦς Γρηγόριος, ὁ σὺν Ἀγγέλοις χορεύων, καὶ ἐντρυφῶν τῷ θείῳ φωτί, πρεσβεύει ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς, γρηγορῶν Ἱεράρχα, ὡς γρήγορος Ποιμήν, ἀνεδείχθης τῷ κόσμῳ, καὶ ράβδῳ τῆς σοφίας σου, παμμακάριστε Ὅσιε, πάντας ἤλασας, τοὺς κακοδόξους ὡς λύκους, ἀδιάφθορον, διατηρήσας τὴν ποίμνην, Γρηγόριε πάνσοφε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς σοφίας ὁ θησαυρός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, θεορρήμων ὑφηγητής· χαίροις θεοφθόγγων, δογμάτων ἡ κιθάρα, Γρηγόριε παμμάκαρ, Νύσσης ὁ πρόεδρος.
Ἡ Ἁγία Θεοσεβία ἡ Διακόνισσα
Ἡ Ἁγία Θεοσεβία ἦταν Διακόνισσα καὶ ἀδελφή, ὄχι σύζυγος ὅπως θεωρεῖται ἀπὸ πολλούς, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, Ἐπισκόπου Νύσσης. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὴν ἀποκαλεῖ «ὄντως ἱερά, τὸ τῆς Ἐκκλησίας καύχημα, τὸ τοῦ Χριστοῦ καλλώπισμα, τὸ τῆς καθ’ ἡμᾶς γενεᾶς ὄφελος, τὴν γυναικῶν παρησσίαν καὶ τῶν μεγάλων μυστηρίων ἀξίαν».
Ἡ Ἁγία Θεοσεβία κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 385 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Δομετιανὸς Ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς
Ὁ Ὅσιος Δομετιανὸς ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.). Οἱ γονεῖς του, Θεόδωρος καὶ Εὐδοκία, διακρίνονταν γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν πλοῦτο τους. Ὁ Δομετιανὸς ἔλαβε ἐκπαίδευση ποὺ στηριζόταν στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σοφία καὶ στὴν Ἁγία Γραφή. Ἦταν ἔγγαμος, ὅμως γιὰ λίγο χρονικὸ διάστημα, ἐπειδὴ ἀπεβίωσε ἡ σύζυγός του. Ὕστερα ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔστρεψε ὅλα τὰ ἐνδιαφέροντά του πρὸς τὴν κατὰ Θεὸν φιλοσοφία. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Δομετιανός, ἀφοῦ συνδύασε τὴν πολιτικὴ σύνεση μὲ τὴν ἀσκητικὴ ἀγωγή, δὲν ἔγινε πρόξενος σωτηρίας μόνο στοὺς Χριστιανοὺς τῆς ἐπαρχίας του, ἀλλὰ καὶ γενικὰ σὲ ὅλο τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων. Πολλὲς φορὲς ὁ βασιλεὺς Μαυρίκιος τὸν εἶχε στείλει στὴν Περσία γιὰ τὴν διευθέτηση διαφόρων ὑποθέσεων. Ἐκεῖ πέτυχε νὰ ἐπαναφέρει στὸν θρόνο του τὸν βασιλέα Χοσρόη, τὸν ὁποῖον εἶχε ἐκθρονίσει, μὲ ἐπανάσταση, κάποιος ὀνόματι Βαράμ. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐπιτυχία αὐτὴ τοῦ Δομετιανοῦ, ὁ Χοσρόης ἔγινε ὑποτελὴς στοὺς Βυζαντινοὺς καὶ πλήρωνε χρήματα στὸ Βυζάντιο.
Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτὰ οἱ βασιλεῖς τὸν βοήθησαν στὴν ἀνοικοδόμηση Ἐκκλησιῶν καὶ φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων.
Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 602 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ τιμὲς ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κυριακὸ στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Λέγεται, ὅτι λίγο καιρὸ μετά, τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτοῦ ἀνεκομίσθη στὴ Μελιτηνὴ καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς καθαρὸς καὶ φωτισμοῦ θείου πλήρης, τὴν τοῦ ποιμαίνειν ἐπιστεύθης φροντίδα, τοὺς ἄρνας Πάτερ Ὅσιε Χρίστου τοῦ Θεοῦ· ὅθεν δι’ ἀσκήσεως, καὶ ποικίλων θαυμάτων, τῆς ἱεραρχίας σου, τὴν χλαμύδα κοσμήσας, τῆς Ἐκκλησίας Δομετιανέ, ὤφθης κοσμήτωρ, αὐτῆς προϊστάμενος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γεγενημένος δοχεῖον, ἐν τῷ ὕψει ἔλαμψας, τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας· χάριτι, ἱερωσύνης γὰρ διαπρέπων, ἅπασι, δι’ ἀρετὴν αἰδέσιμος ὤφθης, Δομετιανὲ τρισμάκαρ, Ἀρχιερέων τὸ ἐγκαλλώπισμα.
Μεγαλυνάριον.
Ἔλαμψας ὡς ἄστρον περιφανές, ταῖς τῶν πανολβίων, ἀρετῶν σου μαρμαρυγαῖς, καὶ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀειφανῶς πυρσεύεις, ὦ Δομετιανέ σε, ἀεὶ γεραίρουσαν.
Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς Πρεσβύτερος καὶ Οἰκονόμος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας
Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς βασιλείας τοῦ Μαρκιανοῦ καὶ τῆς Πουλχαρίας, δηλαδὴ περὶ τὸ 450 – 474 μ.Χ. Οἱ πρόγονοί του κατάγονταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ εἶχαν μετοικήσει στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Ἅγιος εἶχε ἀρχικὰ προσχωρήσει στὴν αἵρεση τῶν Ναυατιανῶν καὶ ἀφοῦ μετανόησε ἐπέστρεψε στὴν πατρώα εὐσέβεια καὶ δαπάνησε τὴν περιουσία του στὴν ἀνοικοδόμηση καὶ ἐπισκευὴ ναῶν.
Ὁ Ἅγιος ἔχτισε τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, πρὸς τὸ μέρος τῆς θάλασσας καὶ ἕνα μικρὸ παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἀφιέρωσε στὸν Ἅγιο Ἰσίδωρο. Ἐπίσης ἀνέγειρε καὶ τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀναστασίας, στὶς στοὲς τοῦ Δομνίνου ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος, τὸν ὁποῖο καὶ διέσωσε ἀπὸ τὴ φωτιά. Πραγματικά, ἐνῶ ἡ φωτιὰ εἶχε καταφάει ὅλα τὰ γύρω κτίσματα, ὁ Ἅγιος ἀνέβηκε στὴν ὀροφὴ τοῦ ναοῦ, στάθηκε ὄρθιος, ὕψωσε τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ναοῦ. Ἡ προσευχή του εἰσακούσθηκε καὶ ἡ φωτιὰ ἔσβησε. Μὲ πρωτοβουλία του κτίσθηκε καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Στρατονίκου.
Ὁ Ἅγιος διακρίθηκε ὡς πρεσβύτερος καὶ οἰκονόμος τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς πτωχοὺς ἦταν μεγάλη.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μαρκιανοῦ ἐτελεῖτο στὸ Προφητεῖο τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, κοντὰ στὴν Κινστέρνα, δηλαδὴ δεξαμενή, τῆς Μωκησίας «ἐν τοῖς Δανιήλ», ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μωκίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀμμώνιος
Ἀμμώνιοι Ὅσιοι ποὺ διέπρεψαν σὲ ἁγιότητα βίου ἀναφέρονται τρεῖς :
Ὁ ἕνας ἦταν μαθητὴς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ὁ ἄλλος ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἀββᾶ Παμβώ, ὁ ὁποῖος ἀπέκοψε τὸ αὐτί του μόνος γιὰ νὰ μὴν γίνει Ἐπίσκοπος. Καὶ ὁ τρίτος κατασκεύαζε κελιὰ γιὰ νὰ μείνουν οἱ νέοι μοναχοὶ ποὺ προσέρχονταν στὴ Σκήτη. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς εἶναι ὁ ἀναφερόμενος εἶναι ἄγνωστο. Γνωρίζουμε μόνο ὅτι ὅλοι ἔζησαν στὴν ἔρημο καὶ πέρασαν τὴν ζωή τους ὁσιακά.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Παῦλος τῆς Ὀμπνόρα γεννήθηκε στὴ Μόσχα περὶ τὸ ἔτος 1317. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο ὁδήγησε τὰ βήματά του σὲ μονὴ τῆς περιοχῆς Πριλούκι τῆς Ρωσίας. Στοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες μιμήθηκε τὸν Ἅγιο Σέργιο τοῦ Ραντονὲζ καὶ ἔγινε ἀπὸ τοὺς πιὸ ὀνομαστοὺς καὶ ἀγαπημένους στάρετς (Γέροντες) τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1429 σὲ ἡλικία 112 ἐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Μακάριος της Πίσμα ἔζησε κατὰ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. Τὰ πρότυπά του ἦταν ὁ Ἅγιος Σέργιος τοῦ Ραντονὲζ καὶ ὁ Ὅσιος Παῦλος τῆς Ὀμπνόρα. Ἔτσι ἀκολούθησε τὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα καὶ αὐστηρότητα τοῦ βίου του. Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀντίπας ὁ Ἀθωνίτης
Ὁ Ὅσιος Ἀντίπας γεννήθηκε τὸ 1816 στὸ Καλαποδέστι Ρουμανίας, στὴν περιοχὴ τοῦ Μπουζάου ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν διάκονο Κονσταντὶν Λουτσιὰν καὶ τὴν Αἰκατερίνη Μανάσε, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Ἐλισάβετ. Τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου ἦταν Ἀλέξανδρος.
Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγαποῦσε τὸ μοναχικὸ βίο, γι’ αὐτὸ ἔγινε μοναχός. Ἀσκήτεψε γιὰ πολλὰ χρόνια στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου τῆς Μολδαβίας τῆς Ρουμανίας καὶ κατέληξε στὸ νησὶ Λάντογκα, κοντὰ στὴ Φιλανδία, ὅπου μόνασε στὴ Μονὴ Βάλαμο. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀντίπας μετέφερε τὸ ἡσυχαστικὸ πνεῦμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1882.
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἐρημίτης
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης, κατὰ κόσμο Γεώργιος Γκοβόροβ, γεννήθηκε στὶς 10 Ἰανουαρίου 1815 στὸ χωριὸ Ὄρελ τῆς Ρωσίας. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Βασίλειος καὶ Τατιάνα. Σπούδασε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Λιβὲνκ καὶ στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Στὶς 11 Φεβρουαρίου 1841 κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Θεοφάνης. Ἐργάσθηκε Ἱεραποστολικὰ καὶ τὸ 1855 ἀνέλαβε τὴ διεύθυνση τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς Ὅλονετς. Τὸ ἔτος 1856 ταξίδεψε γιὰ ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὶς 29 Μαΐου 1859 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ταμπὼφ καὶ Βλαντιμίρ.
Λίγο ἀργότερα ἀφιερώνεται στὴν ἄσκηση καὶ ζεῖ ἔγκλειστος ἀκολουθώντας τὸν βίο τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1894.