13 ΙΟΥΝΙΟΥ
Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου
Βλέπετε αὐτὴ τὴν κοινὴ γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς χάρισε μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή του στοὺς πιστούς; Πήγασε ἀπὸ θλίψη. Βλέπετε αὐτὴ τὴ ζωή, μᾶλλον δέ, τὴν ἀθανασία; Ἐπιφάνηκε σὲ μᾶς ἀπὸ θάνατο. Βλέπετε τὸ οὐράνιο ὕψος, στὸ ὁποῖο ἀνέβηκε κατὰ τὴν ἀνύψωσή του ὁ Κύριος καὶ τὴν ὑπερδεδοξασμένη δόξα ποὺ δοξάσθηκε κατὰ σάρκα; Τὸ πέτυχε μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀδοξία. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος γι’ αὐτόν, «ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ὄνομα, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ νὰ διακηρύξει κάθε γλώσσα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος σὲ δόξα Θεοῦ Πατρός».(Φιλιπ. β ,8 – 11).
Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς ὑπερύψωσε τὸ Χριστό του γιὰ τὸ λόγο ὅτι ταπεινώθηκε, ὅτι ἀτιμάσθηκε, ὅτι πειράσθηκε, ὅτι ὑπέμεινε ἐπονείδιστο σταυρὸ καὶ θάνατο γιὰ χάρη μας, πῶς θὰ σώσει καὶ θὰ δοξάσει καὶ θὰ ἀνυψώσει ἐμᾶς, ἂν δὲν ἐπιλέξουμε τὴν ταπείνωση, ἂν δὲν δείξουμε τὴν πρὸς τοὺς ὁμοφύλους ἀγάπη, ἂν δὲν ἀνακτήσουμε τὶς ψυχές μας διὰ τῆς ὑπομονῆς τῶν πειρασμῶν, ἂν δὲν ἀκολουθοῦμε διὰ τῆς στενῆς πύλης καὶ ὁδοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, τὸν σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ’ αὐτήν; «διότι, καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιὰ μᾶς, ἀφήνοντάς μας ὑπογραμμό, γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε τὰ ἴχνη του». (Α’ Πέτρ. β, 21).
Ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ ὑψίστου Πατρός, ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ ἀπὸ φιλανθρωπία ἑνώθηκε μ’ ἐμᾶς καὶ μᾶς συναναστράφηκε, ἀνέδειξε τώρα ἐμπράκτως μιὰ ἑορτὴ πολὺ ἀνώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τὴ διάβαση, τῆς σὲ αὐτὸν εὑρισκομένης φύσεώς μας, ὄχι ἀπὸ τὰ ὑπόγεια πρὸς τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ πρὸς τὸν πέρα ἀπὸ αὐτὸν θρόνο τοῦ δεσπότη τῶν πάντων.
Σήμερα ὁ Κύριος ὄχι μόνο στάθηκε, ὅπως μετὰ τὴν ἀνάσταση, στὸ μέσο τῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ καὶ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καί, ἐνῶ τὸν ἔβλεπαν, ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ εἰσῆλθε στ’ ἀληθινὰ ἅγια τῶν ἁγίων «καὶ ἐκάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀξίωμα, ποὺ γνωρίζεται καὶ ὀνομάζεται εἴτε στὸν παρόντα εἴτε στὸν μέλλοντα αἰώνα».(Ἐφ. α’, 20)
Γιατί λοιπὸν στάθηκε στὸ μέσο τους καὶ ἔπειτα τοὺς συνόδευσε; «Τοὺς ἐξήγαγε, λέγει, ἔξω ἕως τὴ Βηθανία», ἀλλὰ «καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια του, τοὺς εὐλόγησε». (Λουκᾶ κδ’, 50).
Τὸ ἔκαμε γιὰ νὰ ἐπιδείξει τὸν ἑαυτό του ὁλόκληρο σῶο καὶ ἀβλαβή, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ πόδια ὑγιῆ καὶ βαδίζοντα σταθερά, αὐτὰ ποὺ ὑπέστησαν τὰ τρυπήματα τῶν καρφιῶν, τὰ ὁμοίως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καρφωμένα χέρια, τὴν ἴδια τὴ λογχισμένη πλευρά, ἂν ἔφεραν πάνω τους, τοὺς τύπους τῶν πληγῶν, πρὸς διαπίστωση τοῦ σωτηριώδους πάθους.
Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι διὰ τοῦ «στάθηκε στὸ μέσο τῶν μαθητῶν» δεικνύεται καὶ τὸ ὅτι αὐτοὶ στηρίχθηκαν στὴ πίστη πρὸς αὐτόν, μὲ αὐτὴ τὴ φανέρωση καὶ εὐλογία του. Γιατί δὲν στάθηκε μόνο στὸ μέσο ὅλων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ μέσο της καρδιᾶς τοῦ καθενός, γιατί ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου ἔγιναν σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι.
Στάθηκε λοιπὸν στὸ μέσο τους καὶ τοὺς λέγει, «εἰρήνη σὲ σᾶς», τοῦτο τὸ γλυκὸ καὶ σημαντικὸ καὶ συνηθισμένο του προσφώνημα. Τὴν διπλὴ εἰρήνη, πρὸς τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι γέννημα τῆς εὐσέβειας καὶ αὐτὴ ποὺ ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας.
Καὶ καθὼς τοὺς εἶδε φοβισμένους καὶ ταραγμένους ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη καὶ παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ὅτι βλέπουν πνεῦμα – φάντασμα, αὐτὸς τοὺς ἀνέφερε πάλι τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδιᾶς των, καὶ ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, πρότεινε τὴ διαβεβαίωση διὰ τῆς ἐξετάσεως καὶ ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, ὄχι γιατί εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλὰ γιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀναστάσεώς του.
Ἔφαγε δὲ μέρος ψητοῦ ψαριοῦ καὶ μέλι ἀπὸ κηρύθρα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὰ σύμβολα τοῦ μυστηρίου του. Δηλαδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του καθ’ ὑπόσταση τὴ φύση μας, ποὺ σὰν ἰχθὺς κολυμποῦσε στὴν ὑγρότητα τοῦ ἡδονικοῦ καὶ ἐμπαθοῦς βίου, καὶ τὴν καθάρισε μὲ τὸ ἀπρόσιτο πῦρ τῆς Θεότητός του. Μὲ κηρύθρα δὲ μελισσιοῦ μοιάζει ἡ φύση μας γιατί κατέχει τὸ λογικὸ θησαυρὸ τοποθετημένο στὸ σῶμα σὰν μέλι στὴ κηρύθρα. Τρώγει ἀπὸ αὐτὰ εὐχαρίστως γιατί καθιστᾶ φαγητό του τὴ σωτηρία τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς μετέχοντας τῆς φύσεως. Δὲν τρώει ὁλόκληρο, ἀλλὰ μέρος «ἀπὸ κηρύθρα μέλι» ἐπειδὴ δὲν πίστευσαν ὅλοι καὶ δὲν τὸ παίρνει μόνος του, ἀλλὰ προσφέρεται ἀπὸ τοὺς μαθητές, γιατί τοῦ φέρνουν μόνο τοὺς πιστεύοντες σ’ αὐτόν, χωρίζοντάς τους ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
Κατόπιν τοὺς ὑπενθύμισε τοὺς λόγους του πρὶν τὸ πάθος, ποὺ ὅλοι πραγματοποιήθηκαν. Τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στείλει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τοὺς εἶπε νὰ καθίσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρι νὰ λάβουν δύναμη ἀπὸ ψηλά. Μετὰ τὴ συζήτηση ὁ Κύριος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τοὺς ὁδήγησε ἕως τὴ Βηθανία καὶ ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε, ὅπως ἀναφέραμε, ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς τὸν οὐρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σὰν ὄχημα καὶ ἀνῆλθε ἐνδόξως στοὺς οὐρανούς, στὰ δεξιά της μεγαλοσύνης τοῦ Πατρός, καθιστώντας ὁμόθρονο τὸ φύραμά μας.
Καθὼς οἱ Ἀπόστολοι δὲν σταματοῦσαν νὰ κοιτάζουν τὸν οὐρανό, μὲ τὴ φροντίδα τῶν ἀγγέλων πληροφοροῦνται ὅτι ἔτσι θὰ ἔλθει πάλι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «θὰ τὸν ἰδοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς, νὰ ἔρχεται πάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ». (Ματθ. κδ’, 30).
Τότε οἱ μαθητὲς ἀφοῦ προσκύνησαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπὸ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Κύριος, ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ χαρούμενοι, αἰνώντας καὶ εὐλογώντας τὸ Θεὸ καὶ ἀναμένοντες τὴν ἐπιδημία τοῦ θείου Πνεύματος.
Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος ἔζησε καὶ ἀπεβίωσε, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε, ἔτσι καὶ ἐμεῖς ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε καὶ θὰ ἀναστηθοῦμε ὅλοι. Τὴν ἀνάληψη ὅμως δὲν θὰ πετύχουμε ὅλοι, ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος εἶναι κέρδος, ὅσοι πρὸ τοῦ θανάτου σταύρωσαν τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς μετανοίας, μόνο αὐτοὶ θὰ ἀναληφθοῦν μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση σὲ νεφέλες πρὸς συνάντηση τοῦ Κυρίου στὸν ἀέρα. (Α’ Θεσ. δ’, 17).
Ἂς ἔρθουμε στὸ ὑπερῶο μας, στὸ νοῦ μας προσευχόμενοι, ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου καὶ νὰ προσκυνήσουμε Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν, πληρώσας οἰκονομίαν, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς, ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλὰ μένων ἀδιάστατος, καὶ βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ’ ὑμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Ἐκ τοῦ ὄρους Σῶτερ τῶν Ἐλαιῶν, σαρκὶ ἀνελήφθης, καθορώντων τῶν Μαθητῶν· ὅθεν σου τὴν θείαν, Ἀνάληψιν ὑμνοῦμεν, δι’ ἧς ἡμᾶς πρὸς δόξαν, ὕψωσας ἄρρητον.
Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀκυλίνα καταγόταν ἀπὸ τὴ Βύβλο ἢ Βίβλο τῆς Παλαιστίνης, ἦταν θυγατέρα τοῦ ἐπιφανοῦς ἄρχοντος Εὐτολμίου καὶ ἄθλησε, τὸ 298 μ.Χ. κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία πέντε ἐτῶν βαπτισθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Εὐθαλίου, τόσον ἀφοσιώθηκε στὸν Θεὸ καὶ τὴν μελέτη τῶν Γραφῶν, ὥστε δωδεκαετὴς ἐδίδασκε τοὺς ὁμηλίκους της νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων καὶ νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό. Ἔνεκα τῆς θεοφιλοῦς αὐτῆς δράσεώς της, καταγγέλθηκε στὸν ἀνθύπατο Οὐολοσιανό, συλληφθεῖσα δὲ καὶ ὁδηγηθεῖσα ἐνώπιον αὐτοῦ, ὁμολόγησε τὴ Χριστιανικὴ πίστη της. Ὁ ἀνθύπατος διέταξε ἀμέσως τὴ διὰ σκληρῶν βασάνων θανάτωσή της. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς καὶ τῆς ἐτρύπησαν τὰ αὐτιὰ μὲ πυρακτωμένη σούβλα, τὴν ἀποκεφάλισαν. Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνας ἐτελεῖτο στὸ ἁγιώτατο αὐτῆς Μαρτύριο, ποὺ ἦταν στὴν περιοχὴ τοῦ Φιλοξένου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κοντὰ στὸ Φόρο καὶ τὸ Περιτείχισμα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Τχὺ προκατάλαβε.
Παρθένος ἀκήρατος, καὶ Ἀθληφόρος σεμνή, ἐδείχθης τοῖς πέρασι, τῇ ἀγαπήσει Χριστοῦ, Ἀκυλίνα θεόνυμφε· σὺ γὰρ καθάπερ ῥόδον, νοητὸν τεθηλυῖα, ἔπνευσας ἐν ἀθλήσει, τῆς ἁγνείας τὴν χάριν, πρεσβεύουσα τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ραντισμοῖς αἱμάτων σου, καθηγνισμένην παρθένε, καὶ Μαρτύρων στέμμασι, σὲ Ἀκυλίνα στεφθεῖσαν, δέδωκε, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν ὁ σὸς Νυμφίος, τοῖς προστρέχουσιν ἐν πίστει, Χριστὸς ὁ βρύων, ζωὴν αἰώνιον.
Μεγαλυνάριον.
Μύρων αἰσθομένη τῶν νοητῶν, Μάρτυς Ἀκυλίνα, ὡς νεᾶνις πανευπρεπής, κόσμου τὸ δυσῶδες, ἐμφρόνως ὑπερεῖδες, καὶ ἄθλοις μαρτυρίου, Χριστῷ νενύμφευσαι.
Ἡ Ἁγία Φηλίκουλα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Φηλίκουλα ἔζησε κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους στὴ Ρώμη. Ἀρνηθεῖσα νὰ νυμφευθεῖ κάποιον ὀνόματι Φλάκκο καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἐκλείσθηκε στὴ φυλακὴ καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο.
Ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος Ἐπίσκοπος Λήδρας
Ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος ἐγεννήθηκε στὴν Κύπρο πιθανῶς περὶ τὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ. Ὡς πατρίδα του θεωρεῖται ἡ Τριμυθούντα καὶ ἡ Λευκωσία. Σὲ ἕνα χειρόγραφο Συναξάρι ἀναφέρεται πὼς ὁ Ἅγιος εἶχε πατέρα ἕναν ἀπὸ τοὺς δώδεκα περιφανεῖς ἄνδρες ποὺ ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε μετεφέρει ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴ Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ὁ νεαρὸς Τριφύλλιος μὲ τὴ μητέρα του Δομνίκη πῆγαν νὰ προσκυνήσουν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στὴν ἐπιστροφή τους ἦλθαν στὴν Κύπρο. Ἐδῶ ὁ Τριφύλλιος συνδέθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα καὶ ἡ μητέρα του ἀργότερα ἔγινε μοναχή.
Ὁ Ἅγιος ἐσπούδασε νομικὰ στὴν περιώνυμη σχολὴ τῆς Βηρυτοῦ, ὅπου καὶ ἐδέχθηκε τὸ ἅγιο βάπτισμα. Ἐπανελθὼν στὴν Κύπρο ἐχειροτονήθηκε διάκονος ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, Ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος († 12 Δεκεμβρίου), καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ ρητορικὴ δεινότητά του καὶ τὸ χάρισμα τοῦ λόγου. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Λήδρας (Λευκωσίας) καὶ μετέσχε στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς, ποὺ ἔγινε τὸ 343 μ.Χ. Ὑπῆρξε σφοδρὸς πολέμιος τῶν αἱρετικῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἀρείου, φίλος καὶ ὑπερασπιστὴς τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου († 18 Ἰανουαρίου). Ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος († 15 Ἰουνίου), ἐπαινώντας τὸν Ἅγιο, γράφει ὅτι ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς εὐγλωττότερους κληρικοὺς τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ὅτι ἀνέγνωσε πολλὰ ἔργα του, ἐκ τῶν ὁποίων κανένα δὲ περισώθηκε.
Ὀ Ἅγιος ἦταν ἁπλὸς στὸ χαρακτήρα, ἀκτήμονας, αὐστηρὸς ἀσκητὴς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ 369 μ.Χ., καὶ εἶναι πολιοῦχος τῆς Λευκωσίας. Ἡ τίμια κάρα αὐτοῦ φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ Κύκκου τῆς Κύπρου.
Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἀραβικὲς ἐπιδρομές, ὄπως γράφει ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς, στὸ Χρονικό του, γύρω στὸν 15ο αἰώνα μ.Χ., Ἄραβες ἐπιδρομεῖς ἄνοιξαν καὶ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Τριφυλλίου μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ εὕρουν κάποιο θησαυρό. Ἀντὶ ἄλλου θησαυροῦ εὑρῆκαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ποὺ ἦταν ἀνέπαφο καὶ εὐωδιάζον. Γεμάτοι ἀγριότητα ἀπέκοψαν μὲ μαχαίρι τὴν τιμία κεφαλὴ καὶ ἀμέσως ἀπὸ τὸν λαιμὸ ἔτρεξε ἄφθονο αἷμα. Τότε ἐπῆραν τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ ἐπῆγαν κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Φανερωμένης, ὄπου ἄναψαν φωτιὰ γιὰ νὰ τὸ κάψουν. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ἀνέπαφο.
Ὁ Ἅγιος Ἀντίπατρος Ἐπίσκοπος Βόστρων
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἀντίπατρος, Ἐπίσκοπος Βόστρων, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 5ου αἰώνος μ.Χ. Περὶ τοῦ Βίου του δὲν γνωρίζουμε κάτι σχετικό, ἀπὸ τὸ συγγραφικό του ἔργο δὲ διασώθηκαν δύο λόγοι του στὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ Γενέθλιον τοῦ Προδρόμου καὶ ἀποσπάσματα συγγράμματος κατὰ τῆς ὑπὲρ τοῦ Ὠριγένους Ἀπολογίας τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας. Ἡ ἀποδιδόμενη σὲ αὐτὸν συγγραφὴ κατὰ τοῦ Ἀπολιναρίου Λαοδικείας ἀποδείχθηκε ὅτι δὲν εἶναι ἰδική του.
Ὁ αὐτοκράτορας Λέων Α’ (457 – 474 μ.Χ.) συμβουλεύθηκε τὸν Ἅγιο, τὸ 457 μ.Χ., περὶ τοῦ κύρους τῆς ἐν Χαλκηδόνι Συνόδου, ἀλλὰ ἡ ἀπάντηση δὲν διασώθηκε.
Ὁ Ἅγιος Ἀντίπατρος ἔχαιρε ἐνωρὶς τιμῆς ὡς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἅγιο βίο του καὶ τὴν πίστη του στὴν ὀρθὴ πίστη καὶ διδασκαλία. Συνδεόταν διὰ πνευματικῆς φιλίας μὲ τὸν Ὅσιο Εὐθύμιο τὸν Μεγάλο († 437 μ.Χ.). Ὁ ἀββᾶς Γελάσιος ἐδιάβαζε στοὺς μοναχοὺς τῆς Μεγάλης Λαύρας τῶν Ἱεροσολύμων, κατὰ τὸν ἐκκλησιασμό τους, τὰ ὅσα εἶχε γράψει ὁ Ἅγιος κατὰ τῆς ὠριγενείου κακοδοξίας. Κατὰ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀνεγνώσθησαν ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ κείμενά του. Ὁ Ὅσιος Ἀντίπατρος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ ἐξ ἀπάτης τὸν ἀντίχριστον προσκυνήσας
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἤκμασε ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος. Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Χριστό, ὥστε διεμοίρασε τὰ ὐπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐγκατέλειψε κάθε κοσμικὴ ἀπόλαυση, πλὴν τῆς ὑπερηφάνειας, τὴν ὁποία ἐπέτειναν οἱ ἔπαινοι τοῦ πλήθους πρὸς αὐτόν. Ἀποσυρθεὶς σὲ κελί, ἀσκήτεψε. Ἡ ὑπερηφάνειά του ὅμως τὸν ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὴ θεία Χάρη καὶ ἔτσι ὁ σατανᾶς εὑρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ εἰσβάλει στὸ πνεῦμά του. Παρουσιασθείς, λοιπόν, ἐνώπιον αὐτοῦ ὁ δαίμονας μεταμφιεσμένος σὲ ἄγγελο, τοῦ ἀνήγγειλε ὄτι τὴ νύχτα ἐκείνη θὰ τὸν ἐπισκεπτόταν ὁ Χριστός. Τυφλωμένος ὁ Ἰάκωβος ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του, ἐπίστεψε στὰ λεχθέντα καὶ ἀφοῦ ἐκαθάρισε τὸ κελί του, ἄναψε θυμιάματα καὶ λαμπάδες καὶ ἀνέμενε τὸν Κύριο. Περὶ τὰ μεσάνυχτα κατέφθασε μὲ δόξα καὶ φαντασία πολλὴ ὁ ἀντίχριστος. Ἀμέσως ὁ Ἰάκωβος ἔσπευσε, ἄνοιξε τὴ θύρα καὶ τὸν προσκύνησε. Κατὰ θεία ὅμως οἰκονομία, αὐτὸς δὲν εἰσῆλθε στὸ κελί, ἀλλ’ ἀφοῦ ἐκτύπησε τὸν Ἰάκωβο στὸ μέτωπο, ἐξαφανίσθηκε. Τότε ὁ Ἰάκωβος ἀντιλήφθηκε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ πρωὶ ἔσπευσε κλαίοντας καὶ θρηνώντας σὲ γέροντα μοναχὸ καὶ ἐξιστόρησε σὲ αὐτὸν τὰ συμβάντα, ἐκλιπαρώντας τὴ βοήθεια πρὸς ἐξιλέωση τοῦ ἁμαρτήματός του. Ὁ γέροντας, ἀφοῦ τὸν ἐπέπληξε γιὰ τὴν ἀνόητη ὑπερηφάνειά του, τὸν ἀπέστειλε σὲ κοινόβιο, γιὰ νὰ ἐξασκηθεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη. Εὐπειθὴς ὁ Ἰάκωβος, διῆλθε ἑπτὰ ἔτη ὡς ὑπηρέτης τοῦ μαγειρείου τοῦ κοινοβίου καὶ ἄλλα πέντε ὑπηρετῶν πότε τὸν ἕνα καὶ πότε τὸν ἄλλον, ὑπακούων ταπεινὰ σὲ ὅλους τοὺς κανονισμοὺς τοῦ κοινοβίου. Ἔτσι ὁ Ἰάκωβος ἐταπεινοφρόνησε, ἀπέβαλε τὸν ἐγωισμό του, ἀποκαταστάθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς θαυματουργικῆς χάριτος. Ἀφοῦ διῆλθε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ ὁσιότητα καὶ ταπείνωση, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ὁσία Ἄννα καὶ ὁ υἱὸς αὐτῆς Ἰωάννης
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τῶν Ὁσίων.
Ὁ Ἅγιος Διόδωρος ὁ Μάρτυρας ὁ ἐξ Ἐμέσης
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἔμεσα καὶ ἐμαρτύρησε σταυρωθείς.
Οἱ Ἅγιοι Μύριοι Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης καὶ ἄλλοι θεωροῦν ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ Εὐλογίου, Πατριάρχου Ἀντιοχείας, ἀφοῦ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, φέρεται κατὰ τὴ 13η Φεβρουαρίου. Ὅμως στοὺς Πατριαρχικοὺς καταλόγους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας δὲν ἀναφέρεται τὸ ὄνομα Εὐλόγιος.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ὁ ἐν Μόσχᾳ ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος τῆς Μόσχας καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ροστὼφ τῆς Ρωσίας καὶ ἔζησε τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἀγάπησε τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ σὲ μικρὴ ἡλικία εἰσῆλθε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ραντονέζ. Γιὰ πολλὰ χρόνια ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ καὶ τὸ ὄνομά του συνδέθηκε μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Σωτῆρος τῆς Μόσχας.
Ἡ ἱστορία τοῦ μοναστηριοῦ ξεκινᾶ μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου Ἀλεξίου, ὁ ὁποῖος μετέφερε ἕνα ἀντίγραφο τῆς Ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος. Κατὰ τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Μόσχα, ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξιος ἔπεσε σὲ τρικυμία καὶ παραλίγο νὰ ναυαγήσει τὸ πλοῖο. Ὁ Ἐπίσκοπος ἔταξε νὰ κτίσει ἕνα μοναστήρι, τὸ ὁποῖο θὰ ἀφιέρωνε στὸν Ἅγιο ἢ στὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἐτιμοῦσε ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἡμέρα ποὺ διασώθηκε τὸ πλοῖο μὲ τοὺς ἐπιβάτες του. Ἡ τρικυμία εἶχε γίνει στὶς 16 Αὐγούστου, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς μετακομιδὴς τῆς Ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος στὴν Ἔδεσσα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὴν ὁποία κατὰ τὴν παράδοση δὲν ἱστόρησε ἀνθρώπινο χέρι. Σὲ ἐκπλήρωση τοῦ τάματος ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξιος ἀπεφάσισε νὰ ἀφιερώσει τὸ μοναστήρι στὸ Σωτήρα Χριστό, τὸ ὁποῖο ἐκτίσθηκε στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γιάουζα τῆς Μόσχας. Μετὰ ἀπὸ ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ, ὁ Ἀλέξιος ἐκάλεσε ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸν Ὅσιο Ἀνδρόνικο καὶ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὸ ἔργο τῆς οἰκοδομήσεως τοῦ νέου μοναστηριοῦ, ἐνῶ τὸ 1361 τοῦ ἀνέθεσε καὶ τὴν ἡγουμενία.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ἀφιερώθηκε στὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ λόγῳ τῆς ταπεινοφροσύνης του προσείλκυσε κοντά του πολλοὺς νέους, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ ἐπιδοθοῦν στὴ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ τὸ μοναχικὸ βίο. Ὁ Ἅγιος Σέργιος ἐπισκεπτόταν τακτικὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸ μαθητή του, προκειμένου νὰ τὸν ἐνθαρρύνει στὴν ἄσκησή του. Ὁ Ἅγιος Σέργιος ἐστάθμευσε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀνδρονίκου καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδίου του πρὸς τὸ Νόβγκοροντ συμφιλίωσε τὸν πρίγκιπα Βόριδα μὲ τὸν πρίγκιπα τῆς Μόσχας. Ἐπάνω στὶ σημεῖο τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τῶν δύο Ἁγίων ἐκτίσθηκε ἕνα παρεκκλήσιο.
Ὄταν λίγο ἀργότερα ὁ Μητροπολίτης τῆς Μόσχας Ἀλέξιος συνόδευσε τὸν μεγάλο πρίγκιπα Δημήτριο στὸ ταξίδι του πρὸς τὸν ποταμὸ Ὄκα, προκειμένου νὰ ξεκινήσει τὶς διαπραγματεύσεις μὲ τὸν Χάν, ἐσταμάτησαν στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀνδρονίκου, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν μαζὶ στὴν Ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ἀκτινοβολοῦσε στὸ πρόσωπό του τὶς μεγάλες του ἀρετές. Ἔζησαν κοντά του οἱ Ὅσιοι Σάββας καὶ Ἀλέξανδρος, Δανιὴλ ὁ Μαῦρος καὶ ὁ Ἀνδρέας Ρουμπλιώφ, ποὺ ἦσαν μεγάλοι καὶ γνωστοὶ εἰκονογράφοι.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1404. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ὁ ἐν Μόσχᾳ ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐγεννήθηκε στὴ Ρωσία. Ὡς μοναχὸς ἀκολούθησε τὰ βήματα τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ καὶ ἀργότερα ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος τοῦ Ἀνδρονίκου τῆς Μόσχας. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ 1427, καὶ τὸ τίμιο λείψανο αὐτοῦ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἀνδρονίκου.
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὁ Ἰβηρίτης
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰβηρία καὶ ἔζησε τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ. Ἐξελέγη Μητροπολίτης στὴ Ρουμανία καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1716.
Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Νικολάου τοῦ Ἱερομάρτυρος
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἑορτάζεται ἡ εὕρεσις τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Νικολάου, τοῦ ἐν Καρυαῖς τῆς Λέσβου. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.