13 ΙΟΥΛΙΟΥ
Σύναξις Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ
Νά, σὺν τοὶς ἄλλοις, πὼς ἡ Ἐκκλησία ὑμνεῖ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ σ’ αὐτὴ τὴ γιορτή του: «Θρόνω παριστάμενος τῆς τρισηλίου Θεότητας καὶ πλουσίως λαμπόμενος, ταὶς θείαις λαμπρότησι, ταὶς ἐκπεμπομέναις, ἀπαύστως ἐκεῖθεν, τοὺς ἐπὶ γῆς χαρμονικῶς, χοροστατοῦντας καὶ εὐφημούντας σε, παθῶν ἀχλύος λύτρωσαι, καὶ φωτισμῷ καταλάμπρυνον, Γαβριὴλ Ἀρχιστράτηγε, πρεσβευτὰ τῶν ψυχῶν ἠμῶν. Τῶν ἀσωμάτων λειτουργῶν ὡς πρωτεύων, τὸ πρὸ αἰώνων ὁρισθὲν ὄντως μέγα, σὺ Γαβριὴλ πεπίστευσαι μυστήριον, τόκον τὸν ἀπόρρητον, τῆς ἁγίας Παρθένου, Χαῖρε, προσφωνῶν αὕτη, ἡ κεχαριτωμένη. Χρεωστικῶς σε ὅθεν οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ ἀεὶ μακαρίζαμεν».
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος Ἀρχάγγελος, τῶν νοερῶν στρατιῶν, Τριάδος τὴν ἔλλαμψιν, καθυποδέχῃ λαμπρῶς, Γαβριὴλ Ἀρχιστράτηγε· ὅθεν ἐκ πάσης βλάβης, καὶ παντοίας ἀνάγκης, σῶζε ἀπαρατρώτους, τοὺς πιστῶς σε τιμῶντας, καὶ πόθῳ ἀνευφημοῦντας, τὰ σὰ θαυμάσια.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν ἀσωμάτων λειτουργῶν ὡς πρωτεύων.τὸ πρὸ αἰώνων ὁρισθὲν ὄντως μέγα, σὺ Γαβριὴλ πεπίστευσαι μυστήριον, τόκον τὸν ἀπόρρητον, τῆς Ἁγίας Παρθένου, χαῖρε προσφωνῶν αὐτῇ, ἡ Κεχαριτωμένη. Χρεωστικῶς σε ὅθεν οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ, ἀεὶ μακαρίζομεν.
Μεγαλυνάριον.
Τὶς ἀπαριθμήσει τὰς πρὸς ἡμᾶς, σοῦ εὐεργεσίας, Ἀρχιστράτηγε Γαβριήλ; σὺ γὰρ καθ’ ἑκάστην, ἐπιφοιτῶν τῷ κόσμῳ, τὰ κρείττω πᾶσι νέμεις· διὸ ὑμνοῦμέν σε.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Σαββαΐτης
Ἀνεψιὸς τοῦ Ἰωάννου Δαμάσκηνου ὁ Στέφανος, γεννήθηκε στὴ Δαμασκὸ τὸ 725 μ.Χ. Τὸν πατέρα του τὸν ἔλεγαν Θεόδωρο Μανσοὺρ καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννου Δαμάσκηνου.
Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν, ὁ Στέφανος εἰσήχθη ἀπὸ τὸν θεῖο του στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου γιὰ 15 χρόνια ἐκπαιδεύτηκε πολὺ καλὰ στὴ μοναχικὴ ζωή. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ θείου του, ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο καὶ ἐντρυφοῦσε ἀκόμα περισσότερο στὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν ποίηση, στὴν ὁποία διακρίθηκε καὶ ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ποιητὲς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Στέφανος, ὅτι δημιουργοῦσε μὲ τὸ ταλέντο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, τὸ ἀφιέρωνε στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι στὸ θαυμασμὸ τῶν ἀνθρώπων. Διότι τὸν ἐνέπνεαν τὰ λόγια της Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ λένε: «Πὰν ὅτι ἂν ποιῆτε ἐν λόγῳ ἢ ἐν ἔργῳ, πάντα ἐν ὀνόματι Κυρίου Ἰησοῦ, εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ δι' αὐτοῦ». Δηλαδή, κάθε τί ποὺ κάνετε μὲ λόγο ἢ μὲ ἔργο, ὅλα νὰ τὰ πράττετε γιὰ νὰ ἀρέσετε στὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ γιὰ τὴν δόξα Του, εὐχαριστοῦντες μέσῳ Αὐτοῦ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα, ποὺ τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε.
Ὁ Στέφανος, ἀφοῦ κόσμησε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ ποιήματά του, πέθανε εἰρηνικὰ τὸ 807 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὡς θεῖον στεφάνωμα, τὴν ἀρετὴν ἐσχηκώς, λαμπρῶς ἐστεφάνωσας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, ἐν λόγοις καὶ πράξεσι· σὺ γὰρ ὡς Ἱεράρχης, καὶ σοφὸς θεηγόρος, θείων ᾀσμάτων λύρα, Πάτερ Στέφανε ὤφθης· διὸ ταῖς σαῖς φαιδρότησιν, ἡμᾶς στεφάνωσον.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀσκητῶν ὁμότροπος, γεγενημένος θεόφρον, Ἱεράρχης ὅσιος, παρὰ Θεοῦ προεβλήθης, ἅπασαν, τὴν Ἐκκλησίαν καταφαιδρύνων, σύριγγι, τῆς θεοπνεύστου σου Πάτερ γλώσσης· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, ὡς Θεοῦ μύστην, Στέφανε Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον.
Στέφανος ἀνθόπλοκος καὶ σεπτός, Στέφανε θεόφρον, δι’ ἀσκήσεως ἀρετῶν, τῇ φωτοστολίστῳ, ἐγένου Ἐκκλησίᾳ· τῇ σῇ γὰρ σταφανοῦται, ἐνθέῳ χάριτι.
Ἡ Ὁσία Σάρρα
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ὁσίας.
Ἡ Ἁγία Γολινδοὺχ ἡ Περσίδα ποὺ μετονομάστηκε Μαρία
Ἡ Ἁγία αὐτὴ ἦταν ἀπὸ τὴν Περσία στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ τῶν Περσῶν Χοσρόη καὶ τῶν Ρωμαίων Μαυρικίου (582 – 602).
Εἰδωλολάτρισσα στὴ ἀρχή, μετὰ ἀπὸ κάποια ὀπτασία ποὺ εἶδε, μεταστράφηκε στὸν χριστιανισμὸ καὶ ὅταν βαπτίστηκε πῆρε τὸ ὄνομα Μαρία. Ὁ ἄνδρας της, τὴν κατήγγειλε στὸν Χοσρόη, ποὺ τὴν ἐξόρισε σὲ κάποιο φρούριο, τῆς Λήθης ὀνομαζόμενο, ὅπου ἔμεινε κλεισμένη γιὰ 18 ὁλόκληρα χρόνια. Ἔπειτα, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει, ὑπέστη πολλὰ καὶ διάφορα μαρτύρια.
Ὅταν ἀπαλλάχτηκε ἀπ’ αὐτά, ἐπισκέφθηκε τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου μόνασε σὲ κάποιο μοναστῆρι. Μὲ ὑπόδειξη τοῦ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, ξεκίνησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νὰ εὐχηθεῖ ὑπὲρ τῶν βασιλέων.
Πέθανε ὅμως στὸ δρόμο μεταξὺ τοῦ Νιτζιβίου καὶ τῆς Δαρᾶς μέσα στὸν εὐκτήριο οἶκο τοῦ ἁγίου Σεργίου, ἐνῷ προσευχόταν.
Στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266 λέγεται, ὅτι τὸ μαρτύριο τῆς συνέγραψε ὁ Εὐστράτιος πρεσβύτερος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἔγραψε καὶ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Εὐτυχίου.
Οἱ Ἅγιοι Ἠλιόφωτοι
Ἐπαφρόδιτος, Ἀμμώνιος, Χουλέλαιος, Εὐσθένιος καὶ Ἠλιόφωτος ὁ ἀρχηγός τους
Πέντε ἀκόμη μάρτυρες τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων. Πέντε ἀκαθαίρετοι πύργοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας «πεπελεκισμένοι, ὅπως λέει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, στὴν Ἀποκάλυψη, διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦ θεοῦ».
Πέντε φωστῆρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ γνωστοὶ ὅλοι μὲ τ' ὄνομα: Ἅγιοι Ἠλιόφωτοι.
«Ἀθλοφόροι Κυρίου, μακαρία ἡ γῆ ἡ πιανθεῖσα τοὶς αἵμασιν ὑμῶν...».
Σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορικὴ παράδοση καὶ τοῦτοι οἱ ἅγιοι ἤσαν ἀπὸ τοὺς τριακόσιους Ἀλαμάνους, ποὺ ᾖρθαν ὅπως εἴδαμε στὸ νησί μας, μετὰ τὴ δεύτερη Σταυροφορία.
Ὅταν τὸ πλοῖο τους τσακίστηκε στὰ νερὰ τῆς Πάφου, ἐξ αἰτίας μιᾶς δυνατὴς τρικυμίας, οἱ Ἀλαμάνοι αὐτοὶ ἅγιοι σκορπίστηκαν στὴν Κύπρο καὶ συνέχισαν ἐδῶ τὴν ἀσκητικὴ ζωή τους στὰ μέρη ποὺ διάλεξαν.
Οἱ πέντε αὐτοὶ μακάριοι ἀθλητὲς ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ περιπλάνηση, ἀνέβηκαν στὸ βουνὸ Κορώνη, ἕνα βουνὸ κοντὰ στὸ χωριὸ Κάτω Μονή. Ἐκεῖ ἔστησαν τὸ ἀσκητήριό τους σὲ δυὸ σπηλιές, ποὺ βρῆκαν στὴν κορφὴ τοῦ βουνοῦ. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς πέντε αὐτοὺς ἀσκητές, ὁ Ἠλιόφωτος ἦταν καὶ ἱερέας καὶ πνευματικὸς πατέρας τῶν ἄλλων τεσσάρων. Ἀπὸ αὐτὸν μάλιστα πῆραν κι οἱ ὑπόλοιποι τὸ ὄνομα Ἠλιόφωτοι μὲ τὸ ὁποῖο εἶναι καὶ γνωστοὶ μεταξὺ τοῦ λαοῦ μας.
Ὁ Ἐπαφρόδιτος ἔγινε βοσκός. Στὸ ἔργο αὐτὸ ἀνέλαβαν νὰ τὸν βοηθοῦν κι οἱ ἄλλοι, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ζοῦν καὶ νὰ συντηροῦν ἀκόμη κι ἄλλους. Βοσκοὶ λοιπὸν οἱ Ἅγιοί μας. Βοσκοὶ ἀλόγων, ἀλλὰ καὶ τέλειοι βοσκοὶ λογικῶν προβάτων.
Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὰ πρόβατα κι οἱ αἶγες των, πλήθαιναν καθημερινά, σὰν ἄλλοτε τοῦ μεγάλου Πατριάρχου τῶν Ἑβραίων τοῦ Ἰακώβ. Πλήθαιναν σφόδρα – σφόδρα, κι ἔγιναν ἑκατοντάδες, πρᾶγμα ποὺ διαπιστούται ἀπὸ τὴν ἔκταση τοῦ χώρου, ποὺ κρατοῦσε ἡ μάνδρα τους. Καὶ σήμερα σῴζονται ἀκόμη στὸ χωριὸ Κάτω Μονὴ οἱ «Ἁγιόμανδρες τῶν Ἠλιοφώτων» μὲ τὰ πέτρινα γαλευτήρια, ποὺ ἦταν λαξευμένα ἐπάνω στὸν βράχο καὶ τ’ αὐλάκια ποὺ μετέφεραν τὸ γάλα ἀπὸ τὸ ἕνα γαλευτήρι στὸ ἄλλο κι ὑστέρα σμιγόταν ὅλο μαζί. Ἢ ὅλη ἔκταση ὑπολογίζεται γύρω στὰ δώδεκα περίπου στρέμματα.
Πλήθαιναν λοιπόν, τὰ πρόβατα. Πιὸ πολὺ ὅμως ἀπ' τὰ κοπάδια τῶν ἀλόγων προβάτων πλήθαιναν τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τρέχαν καθημερινὰ ἀπὸ τὰ γύρω μέρη κοντὰ στοὺς εὐλαβεῖς βοσκούς, γιὰ ν' ἀκούσουν μὲ προσοχὴ τὰ λόγια τους καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία τους.
Πόση δύναμη ἀλήθεια ἔχει τὸ καλὸ παράδειγμα τῶν ἐργατῶν τοῦ χριστιανικοῦ ἀμπελῶνα. Ὁ χριστιανισμὸς δὲν εἶναι γνώση. Εἶναι βίωμα. Εἶναι ζωή. Καὶ τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας ζωῆς καλοῦνται νὰ δίδουν ὅλοι οἱ πιστοί. Ἰδιαίτερα ὅμως καλοῦνται νὰ τὸ δίδουν οἱ ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ νὰ μπορέσουν ὅμως αὐτοὶ νὰ γίνουν ζωντανὰ παραδείγματα γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι ἀνάγκη νὰ κάμουν κτῆμά τους τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ νὰ ζοῦν συνειδητὰ καὶ μὲ πολλὴ προσοχὴ τὴ χριστιανικὴ ζωή. Χωρὶς τὴν ἀρετὴ αὐτή, ποὺ ‘ναι βασίλισσα ὅλων τῶν ἀρετῶν, ὁ ἐργάτης τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπηρετεῖ τοὺς ἄλλους. Ἀντίθετα ὑπηρετεῖ μόνο τὸν ἑαυτό του. Κι ὅπως πολὺ ὀρθὰ γράφει δόκιμος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας, ὁ ἐργάτης τῆς Ἐκκλησίας στὴν περίπτωση αὐτὴ «δὲν ποιμαίνει, ἀλλὰ ποιμαίνεται καὶ τὸ ποιμαίνεται εἶναι κοντὰ μὲ τὸ «πιαίνεται».
Τὸν καλὸ καὶ ἀνεπαίσχυντο ἐργάτη στὰ μάτια τῶν ἄλλων δὲν τὸν ἐπιβάλλει ὁ θόρυβος κι ἡ κοσμικὴ λαμπρότητα, ἀλλὰ ἡ ταπείνωση κι ἡ ἁπλότητα. «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλὰ ἡ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἠσύχιον», διακηρύττει καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ τὸ παράδειγμα τὸ πρᾶο καὶ ταπεινό, τὸ παράδειγμα μιᾶς ἐνάρετης ὑποδειγματικῆς ζωῆς προέβαλλαν γύρω τους οἱ πλούσιοι σὲ ὑλικὰ ἀγαθά, μὰ πένητες σὲ ἐπίδειξη κι αὐτοπροβολὴ ἐργάτες τῆς ἀληθείας.
Μεγάλη χαρὰ δοκίμαζαν οἱ πιστοί, ὅταν τοὺς πλησίαζαν κι ἄκουαν τὰ λόγια τους, «λόγια ἁγνά, λόγια ζωῆς». Πιὸ μεγάλη χαρὰ ὅμως ἔνοιωθαν, ὅταν προσήρχοντο στὴν ἐκκλησιά, ποὺ ἔκτισαν οἱ Ἅγιοι, κι ἐκεῖ μὲ προσοχὴ παρακολουθοῦσαν τὴ θεία λατρεία ποὺ μ’ εὐλάβεια αὐτοὶ ἀνέπεμπαν στὸν Κύριο τακτικά. Ἡ εὐσέβεια τῶν Ἁγίων κι ἡ κατάνυξη μὲ τὴν ὁποία προσέφεραν τὸ μυστήριό της ζωῆς, τὴ Θεία Εὐχαριστία, καὶ ἔψαλλαν τοὺς ἱεροὺς ὕμνους συνεκλόνιζε τὶς καρδιὲς καὶ ἀνύψωνε τὴν ψυχὴ ὅλων σὲ ἄλλους κόσμους.
Κάθε καλὸ ὅμως καὶ κάθε ζηλευτὸ ἔργο γίνεται κατὰ κανόνα καὶ ἐπίφθονο. Καὶ τὸ πνευματικὸ καὶ σωτήριο ἔργο τῶν ἁγίων Ἠλιοφώτων φθονήθηκε ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους, τὸν διάβολο. Πολὺ φθονήθηκε.
Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τὸ νησί μας κυβερνοῦσε κάποιος ἡγεμόνας σκληρὸς κι ἄπιστος, ποὺ ὀνομαζόταν Σαβίνος. Ἔμαθε τὴν δράση τῶν Ἁγίων κι ἄναψε μέσα του ὁ θυμός. Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἔστειλε καὶ τοὺς κάλεσε μπροστά του. Καὶ τί τοὺς ζήτησε; Οὔτε λίγο, οὔτε πολύ τοὺς ζήτησε νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ Σωτῆρα μας. Νὰ ἀρνηθοῦν τὴν ὀρθὴ πίστη.
Ἡ ἀπάντηση τῶν Ἁγίων στὴν πρότασή του ὑπῆρξε κατηγορηματική.
«Νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν Κύριο καὶ Θεό μας; Ποτέ!», εἶπαν κι οἱ πέντε μ' ἕνα στόμα. Καμιὰ δύναμη στὸν κόσμο αὐτὸν οὔτε θλίψη, οὔτε στενοχώρια, οὔτε βασανιστήρια, οὔτε κι αὐτὸς ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ μᾶς λυγίσει τὴν ψυχὴ καὶ νὰ μᾶς κάμει ν' ἀρνηθοῦμε τὴν ἀλήθεια, τὴ σωστή μας πίστη!
Τὴ σταθερὴ ὁμολογία τῶν Ἁγίων ἀκολούθησαν τρομερὰ βασανιστήρια. Μαστίγωμα ἀνελέητο, φυλάκιση, ξέσχισμα τῆς σάρκας καὶ στὸ τέλος θάνατος μὲ ἀποκεφαλισμό.
Οἱ πιστοὶ μὲ πόνο καὶ δάκρυα πληροφορήθηκαν τὸ μαρτύριο τῶν πνευματικῶν τους Πατέρων. Ὅταν πέρασε ἡ μέρα κι ἡ νύχτα ἄρχισε νὰ σκεπάζει τὴ γῆ μὲ τὸ σκιερό της πέπλο τότε κι αὐτοὶ μ' εὐλάβεια πλησίασαν τὸν τόπο τῆς δραματικῆς ἐκτέλεσης τῶν μαρτύρων. Μὲ εὐλάβεια πλησίασαν, κι ἀφοῦ μὲ σεβασμὸ καὶ συγκίνηση περισυνέλεξαν τὰ ἱερὰ σκηνώματα, τὰ ἔθαψαν στὰ δυὸ σπήλαια, στὰ ὁποῖα οἱ Ἅγιοι συνήθιζαν νὰ προσεύχονται καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ὁποία ἦταν κτισμένη ἡ Ἐκκλησία. Στὸ ἕνα σπήλαιο ἔθαψαν τοὺς τρεῖς καὶ στὸ ἄλλο τοὺς δυό. Ἔθαψαν τὰ μαρτυρικὰ σώματα ψάλλοντες μέσα τους μὲ δάκρυα τοῦτο τὸν ὕμνο καὶ γιὰ τοὺς πέντε:
Μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, τὴν πεντάριθμον δόξαν, ὑμνήσωμεν πιστοί, εὐφημίαν ᾀσμάτων, Ἠλιόφωτον, Ἀμμώνιον, Ἐπαφρόδιτον, Χουλέλαιον καὶ Εὐσθένιον οὗτοι ἤθλησαν μέχρι τομῆς καὶ θανάτου, οὗτοι στέφανον τῆς ἀφθαρσίας λαβόντες, αἰτούσι σωθήναι ἠμᾶς.
Τὰ ἅγια λείψανα τῶν μακαρίων Ὁσιομαρτύρων βρέθηκαν ἔπειτα ἀπὸ χρόνια, χάρη στὰ θαύματα ποὺ ἐγίνοντο καὶ γίνονται καὶ σήμερα στὸν τόπο, ὅπου εἶχαν ταφεῖ.
Δὲν μᾶς εἶναι δυνατὸ νὰ ἀναφερθοῦμε ἐδῶ σ’ ὅλα τὰ θαύματα τῶν Ἁγίων μὲ τὰ ὁποία ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπιβράβευσε ἐκείνους, ποὺ μὲ πίστη κατέφυγαν στὴ χάρη τους. Θὰ σημειώσουμε μόνο δύο ἀπὸ αὐτὰ γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια ὅλων ἐκείνων, ποὺ θέλουν ὄχι μονάχα νὰ τὰ γνωρίσουν, μὰ καὶ νὰ πάρουν μέρος σ’ αὐτά. Καὶ μπορεῖ ὁ καθένας νὰ πάρει μέρος, ἀρκεῖ νὰ πιστέψει. Ναί! Νὰ πιστέψει πραγματικά, γιατί τὰ θαύματα, τὰ ὁποιαδήποτε θαύματα, εἶναι παιδιὰ τῆς πίστης.
α) Στὸ χωριὸ Μαλούντα ἦταν ἕνας ἱερέας ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ καιρὸ μὲ τὰ χέρια του. Εἶχαν γεμίσει ἀπὸ ὀγκώματα, τὰ γνωστὰ μὲ τὸ ὄνομα σκάθαροι. Γιὰ θεραπεία του κατέφυγε σὲ πολλοὺς γιατροὺς τοῦ καιροῦ του μὰ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἀποκαρδιωτικό. Στὸ τέλος ὁ ἱερέας κατέφυγε καὶ στοὺς Ἁγίους. Ἔκαμε τάμα καὶ μ’ εὐλάβεια πῆγε στὴν χάρη τους. Ἐκεῖ μὲ πολλή του λύπη πρόσεξε, πὼς ἔλειπαν οἱ ἱερὲς κάρες τῶν Μαρτύρων. Ἐπίσης ἔλειπε καὶ ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὰ ἅγια λείψανα. Καταστενοχωρημένος ἔκαμε τὴν προσευχή του καὶ ξάπλωσε νὰ ξεκουραστεῖ. Σὲ λίγο, ὅταν τὸν πῆρε ὁ ὕπνος, εἶδε νὰ ἔρχονται πρὸς τὸ μέρος τοῦ πέντε ἄνδρες, ποὺ σταμάτησαν μπροστά του καὶ μὲ γλυκιὰ φωνὴ τοῦ εἶπαν:
- Γέροντα! κατανοοῦμε τὴν θλίψη σου. Ὅμως παρηγορήσου. Καὶ ἂν κλάπηκαν τὰ λείψανά μας, δὲν χάθηκε κι ἡ προστασία μας. Πήγαινε, κᾶμε ἕνα ξύλινο κουτὶ καὶ βάλε μέσα ὅτι ἔμεινε ἀπὸ αὐτά, γιὰ νὰ θυμίζουν σὲ ὅλους τὴ ζωή μας, καὶ θὰ πάρεις αὐτὸ ποὺ ποθεῖς.
Ὁ ἱερέας ἔκαμε ὅ,τι τοῦ ὑπέδειξαν οἱ Ἅγιοι. Ὅταν ξαναγύρισε κι ἄρχισε νὰ παίρνει καὶ νὰ τοποθετεῖ μέσα στὸ κουτὶ τὰ λείψανα ποὺ ἀπέμειναν, τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὰ χέρια του θεραπεύτηκαν.
β) Μιὰ εὐλαβὴς γυναῖκα ἀπὸ τὴ Λευκωσία ἔπασχε ἀπὸ ἀνίατη ἀρρώστια. Πῆγε στὴ χάρη τῶν Ἁγίων, ἔκαμε λειτουργία καὶ στὸ τέλος ὁ ἱερέας τὴν σταύρωσε μὲ τὸ κουτί, ποὺ εἶχε μέσα τὰ ἱερὰ λείψανα. Τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερέας τὴν σταύρωνε, ἡ γυναῖκα θεραπεύτηκε. Ἔγινε τελείως καλά. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θεραπεύτηκαν πολλοὶ ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ βαριὲς ποδαλγίες κι ἄλλες ἀρρώστιες.
«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ» διακηρύττει ὁ ψαλμῳδός. Κι ἔχει ἀπόλυτα δίκαιο. Ὅσο καιρὸ θὰ στέκει τοῦτος ὁ κόσμος, ἡ θαυματουργικὴ χάρη τῶν Ἁγίων εἴτε ἀσκητὲς εἶναι τοῦτοι, εἴτε μάρτυρες, θὰ διαλαλεῖ παντοῦ τὰ μεγαλεία του Θεοῦ. Οἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ ἀθλητές, ποὺ ἀγωνίστηκαν τὸν καλὸ ἀγῶνα.
Τὸ παράδειγμά τους θέλει πάντα μιμητές. Ἰδιαίτερα σήμερα.
Θὰ θελήσουμε τέτοιοι νὰ γίνουμε ἐμεῖς; Ἀλήθεια! Θὰ θελήσουμε;
Ἀπολυτίκιο Ἦχος β’.
Ἀλαμανίας τοὺς γενναίους μάρτυρας, τοὺς τὰ τῆς γῆς καταλιπόντας ἅπαντα, συνελθόντες εὐφημήσωμεν ἀστέρας ὡς φαιδρούς, Ἠλιόφωτον, Ἐπαφρόδιτον, Ἀμμώνιον καὶ Χουλέλαιον ὁμοὺ σὺν τούτοις καὶ Εὐσθένιον καταστέψωμεν, χορείαν τιμῶν τες τὴν πεντάριθμον.
Ὁ Ἅγιος Ὀνησίφορος
Πολλοὶ εἶναι οἱ τρόποι, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μεταχειρίζεται γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὁ λόγος τοῦ ψαλμῳδοῦ, «τὸ ἔλεός σου Κύριε, καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου», ἐπαναλαμβάνεται γιὰ τὸν καθένα μας κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα. Μᾶς κυνηγᾷ συνεχῶς, γιὰ νὰ μᾶς σώσει. «Θέλει ὁ Κύριος πάντας ἀνθρώπους σωθήναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν» (Α’ Τιμοθέου β’ 4).
Δηλαδή θέλει καὶ ἐπιμένει ὁ Κύριος ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦμε.
Θέλει καὶ δίνει τὶς εὐκαιρίες σὲ ὅλους μας νὰ γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ βαδίσουμε ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὴν πλάνη τὸν δρόμο τῆς ψυχικῆς σωτηρίας.
Τὴν ἀγάπη καὶ τὴ θέληση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας τὴν βλέπουμε, σὰν προσέξουμε στὴ ζωὴ ὅλων μας.
Ἰδιαίτερα ὅμως μποροῦμε νὰ τὴν παρακολουθήσουμε στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων της Πίστεώς μας.
Μὲ ἕνα ἀπὸ αὐτούς, τὸν ἅγιο Ὀνησίφορο, ποὺ ᾖρθε κι ἔζησε στὴν Κύπρο μας, θὰ ἀσχοληθοῦμε στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Ἡ ζωὴ κι οἱ ἀγῶνες του πολλὰ ἔχουν νὰ μᾶς δώσουν.
Πότε γεννήθηκε καὶ ἤκμασε ὁ ἅγιος αὐτὸς δυστυχῶς δὲν γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε εἶναι πὼς γεννήθηκε στὴ Βασιλίδα τῶν πόλεων, τὴν πρωτεύουσα «τῆς πάλαι ποτὲ διαλαμψάσης» Βυζαντινῆς μας Αὐτοκρατορίας, τὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ἄνθρωποι πολὺ εὐσεβεῖς κι ἐνάρετοι, μὰ καὶ πολὺ πλούσιοι κι εἶχαν τιμηθεῖ ἀπὸ τοὺς τότε ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς μὲ πολλὲς τιμὲς καὶ ἀξιώματα. Παρὰ τὴν ξεχωριστὴ ὅμως τούτη προβολή τους, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔμειναν μέχρι τέλους πιστοὶ καὶ ταπεινοί.
Ἀπὸ τέτοιους γονεῖς, ὅπως ἦταν φυσικό, πῆρε ὁ Ὀνησίφορος ἀπὸ αὐτὴ τὴ βρεφικὴ ἡλικία τὴν ἀνάλογο χριστιανικὴ μόρφωση κι ἀνατροφή. Ἄφθονο κάθε μέρα τοῦ προσφερόταν τὸ ἄδολο γάλα τῆς πίστεως. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Αὐτὸ ποὺ ψάλλει κι ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας. «Ἐκ ρίζης ἀγαθῆς ἀγαθὸς ἐβλάστησε καρπός, ὁ ἐκ βρέφους ἱερὸς Ὀνησίφορος, χάριτι μᾶλλον ἡ γάλακτι τραφεῖς». Ἀπὸ ἅγια ρίζα, ἅγιος καὶ ὁ καρπός. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου. Μεγάλη δύναμη ἀλήθεια ἔπαιζε σ' αὐτὸ καὶ τὸ παράδειγμα τῶν γονιῶν. Αὐτὸ γίνεται συχνά. Τὸ παράδειγμα τῶν γονιῶν παίζει πάντοτε μεγάλο ρόλο στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν.
Ἂν τὸ προσέχαμε κι ἂν τὸ σκεφτόμαστε τοῦτο οἱ γονεῖς, πόσο κερδισμένοι θὰ ἤμασταν τόσο ἐμεῖς, ὅσο καὶ τὰ παιδιά μας! Κι αὐτὰ πόσο πιὸ δυνατὰ θὰ ἤσαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς καὶ νὰ νικήσουν! Γιατί ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία κυνηγᾷ ὁ πονηρὸς τὸν καθένα μας. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία στήνει τὶς παγίδες του καὶ ρίχνει τὰ βέλη του. Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τὸ καλὸ παιδί, τὸν Ὀνησίφορο.
Πολλὲς ἤσαν οἱ παγίδες ποὺ ὁ πονηρός τοῦ ἔστηνε καὶ πιὸ πολλοὶ οἱ πειρασμοὶ ποὺ τὸν πολιορκοῦσαν καθημερινά. Ὅμως μὲ τὰ ὄπλα τῆς προσοχῆς καὶ προσευχῆς καὶ μελέτης τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μεγάλωνε τὸ παιδί. Καὶ μεγάλωνε μέσα του κι ὁ ἱερὸς πόθος πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Χριστό. Μέσα στὸ παλάτι συνήθως κυκλοφορεῖ. Ὅμως δὲν παρασύρεται. Ἡ λάμψη τῶν ἀξιωμάτων, τὰ ὁποία τοῦ προσφέρονται ἀπὸ νωρίς, δὲν τοῦ θολώνουν τὸ μυαλό. Νεώτατος χάρις τὴν σοφία καὶ τὴ σύνεση καὶ τὶς γνώσεις του ἔγινε Αὐγουστάλιος, δηλαδὴ ναύαρχος τοῦ στόλου τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα. Κι ὅμως ὁ Ὀνησίφορος δὲν ξιππάζεται, δὲν ὑπερηφανεύεται. Δὲν ἀλλάζει τρόπους ζωῆς. Μὲ βαθιὰ συναίσθηση τῆς θέσεώς του φροντίζει ἀπ' τὴν πρώτη στιγμὴ πὼς νὰ αὐξήσει μὲ κατάλληλα καράβια τὸν στόλο τῆς Αὐτοκρατορίας. Πολλοὶ εἶναι οἱ ἐχθροὶ ποὺ ἐπιβουλεύονται τὴ δύναμή της. Κι ἄλλοι τόσοι ἐκεῖνοι ποὺ φθονοῦν τὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο της. Τὰ βλέπει αὐτὰ ὁ συνετὸς νέος καὶ σπεύδει νὰ ἑτοιμασθεῖ. Δὲν πρόφτασε ὅμως. Κάποιο πρωϊνὸ τὰ ἐχθρικὰ καράβια πλέουν πρὸς τὴν Πόλη. Κι ὁ Ὀνησίφορος, μολονότι ἀνέτοιμος, κινεῖται νὰ τὰ ἀνακόψει. Στὴ ναυμαχία ποὺ ἔγινε, «κρίμασιν οἲς οἶδε Κύριος», τὰ ἑλληνικὰ ἐκεῖνα καράβια, ποὺ ἔπλευσαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν ἐχθρὸ διελύθησαν. Μόνο ἡ ναυαρχίδα διασώθηκε, στὴν ὁποία βρισκόταν κι ὁ Ἅγιος.
Ἡ ἧττα αὐτὴ συνεκλόνισε τὸν φιλότιμο νέο, ποὺ συντετριμμένος ἐγκαταλείπει τὴ σταδιοδρομία του καὶ μὲ δέκα ἄλλους συντρόφους ἔρχεται στὴν Κύπρο καὶ βγαίνει ἐκεῖ στὴν Πάφο.
«Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα», λέγει κι ἐπαναλαμβάνει μοναχός του. «Οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα», προσθέτουν οἱ ἄλλοι κι ἀποφασίζουν νὰ διασκορπισθοῦν καὶ νὰ ζήσουν τὴν ἀγγελικὴ ζωή, τὴ μοναχική. Τὸ περιστατικό, ποὺ τοὺς συνέβη, τὸ θεωροῦν σὰν ἐπέμβαση Θεοῦ καὶ σὰν ὑπόδειξη πὼς γιὰ κάπου ἄλλου τοὺς προορίζει. Γι' αὐτὸ δὲν ἀπογοητεύονται. Δὲν ἐλεεινολογοῦν τὴν τύχη τους, ὅπως συνήθως κάμνουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου. Φωτισμένοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸ ὁποῖο συνιστᾷ νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριο, ὄχι μόνο γιὰ τὰ εὐχάριστα, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκεῖνα ποὺ φαινομενικὰ φαίνονται δυσάρεστα, δοξολογοῦν τὸν Θεό, καὶ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ χωρίζονται καὶ προχωρεῖ ὁ καθένας καὶ σ’ ἕνα μέρος.
Ὁ φιλόθεος νέος, ὁ Ὀνησίφορος, ἀφοῦ περιόδευσε διάφορους τόπους, ᾖλθε πρὸς τὰ μέρη τοῦ χωριοῦ Ἀναρίτα. Ἡ ἡσυχία, τὸ ἄφθονο πράσινο τοῦ ὄμορφου ἐκείνου τοπίου τοῦ ἱκανοποιοῦν τὴν ψυχὴ καὶ τοῦ φλογίζουν τὴν καρδιά. Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεὶν ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» κυκλοφοροῦν συνέχεια στὸ μυαλό του καὶ τοῦ θεριεύουν τὴν ἱερὴ ἀπόφαση. Τὴν ἀπόφαση νὰ ζήσει πιὰ μὲ ὁδηγὸ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὸν Χριστό. Ἕνας ὁ εὐγενὴς ὁραματισμός του. Νὰ μπορέσει κάποια μέρα νὰ ἀναφωνήσει κι αὐτὸς τοῦ θείου Παύλου τὰ λόγια. «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγῶ· ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ πόθου χωρὶς κανένα δισταγμὸ ὁ καλομαθημένος νέος δὲν διστάζει νὰ ἀνταλλάξει τὴν καλοπέραση τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, μὰ καὶ τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, τὶς σχέσεις καὶ τὰ μεγαλεῖα μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἀσκητοῦ. Μιὰ σπηλιὰ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ γίνεται τώρα ὁ τόπος διαμονῆς καὶ τὸ ἀσκητήριό του. Μέσα σ' αὐτὴ ὁ φλογερὸς νέος «παραδοθεῖς τὴ χάριτι τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ιε’ 40) ὁλόψυχα μὲ ζῆλο θερμουργὸ καὶ σύνεση βαδίζει σταθερὰ τῆς ἀρετῆς «τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν τὴν ἀπάγουσαν εἰς τὴν ζωήν». Ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε γήινη φροντίδα, μιὰ φροντίδα ἒχει· πὼς νὰ ἀρέσει στὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπιτύχει τὸν ἱερὸ ὁραματισμό του.
Μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ νηστεία, ἀλλὰ καὶ μὲ κάθε ἀρετή, σὰν προσεκτικὸς γεωργός, φροντίζει καθημερινὰ καὶ μὲ σκληρὸ ἀγῶνα προσπαθεῖ νὰ ξερριζώνει ἀπὸ τῆς ψυχῆς του τὸ χωράφι τὰ διάφορα ἀγκάθια τῶν παθῶν. Οἱ πειρασμοὶ ποὺ δοκιμάζει μέσα σ’ ἐκείνη τὴ στενὴ καὶ ὑγρὴ σπηλιὰ εἶναι ἀφάνταστα πολλοί. Ὁ πιστὸς ὅμως καὶ ἀνύστακτος ἀσκητὴς μὲ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς τοὺς ἀνατρέπει ὅλους καὶ κατορθώνει σὲ κάθε περίσταση νὰ ξεπληρώνει τὴν προφητικὴ φωνή, ποὺ λέγει: «Νεώσατε ἐαυτοίς, νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐν ἀκάνθαις». Δηλαδὴ βγάλτε ἀπὸ τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς σας τὰ ἀγκάθια καὶ κάνετέ το καινούργιο. Ξεχερσῶστε το, ὥστε νὰ γίνει κατάλληλο γιὰ τὴ νέα καρποφορία. Προσοχή. Μὴ σπέρνετε ποτὲ σὲ χωράφι ποὺ εἶναι γεμάτο ἀγκάθια (Ἱερεμ. δ’ 3).
Στὸ ἐρημικὸ ἐκεῖνο μέρος περνᾶ τὶς ἡμέρες του ὁ Ὅσιός μας. Τὸ σῶμα του δὲν διστάζει νὰ τὸ ταλαιπωρεῖ μὲ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες καὶ νὰ τὸ ὑποτάσσει στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως ὅμως καὶ στὴν ψυχή του δὲν ἀμελεῖ νὰ προσφέρει κάθε πνευματικὴ τροφή. Μὲ τὴν ἁπλότητα τοῦ χαρακτῆρα του, μὲ τὴν πραότητα στὴ συμπεριφορά του καὶ μὲ τὴ βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, τὴν ταπεινοφροσύνη, ποὺ φροντίζει νὰ ἔχει στὴν καρδιά του σὰν θεμέλιο τῆς ζωῆς του, κατορθώνει νὰ βγαίνει πάντα νικητὴς στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες του. Γι' αὐτὸ καὶ πλούσια δέχεται ἐπάνω του τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος σύμφωνα μὲ τὰ θεία λόγια τοῦ προφήτου ποὺ λέγει: «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω ἀλλ’ ἡ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ἠσύχιον καὶ τρέμοντά μου τοὺς λόγους;». Δηλαδὴ σὲ ποιὸν ἐγὼ ὁ Θεὸς θὰ ρίψω στοργικὸ καὶ προστατευτικὸ τὸ βλέμμα μου, παρὰ μονάχα στὸν ἄνθρωπο τὸν ταπεινό, τὸν ἥσυχο, τὸν ἄνθρωπο ποὺ τρέμει μὲ σεβασμὸ σὰν ἀκούει τὰ λόγια μου καὶ ἀγωνίζεται νὰ τὰ ἐφαρμόζει στὴ ζωή του; (Ἠσαΐου ξστ’ 22). Ἀλήθεια στὸν ταπεινὸ καὶ πρᾶο ἐπαναπαύεται τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ σὰν πρῶτο σκαλοπάτι τῆς κλίμακας τῶν ἀρετῶν, ποὺ θέλει νὰ ἀνεβοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ποθοῦν νὰ γίνουν δικοί του, βάζει τῆς ταπεινοφροσύνης τὸ σκαλοπάτι. «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι» διακηρύττει γι' αὐτούς.
Εὐτυχισμένοι δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ συναισθάνονται τὴ μικρότητά τους καὶ ταπεινώνονται. Ἔχουν φρόνημα ταπεινό. Εὐτυχισμένοι οἱ ταπεινοί, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ προχωρώντας ὁ Κύριος προσθέτει: «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν». Εὐτυχισμένοι, καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶναι πρᾶοι καὶ δὲν θυμώνουν, γιατί αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν κάποια μέρα τὴ νέα γῆ, τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ πρᾶοι καὶ εἰρηνικοί, γιατί ἡ πραότητα, ποὺ εἶναι καρπὸς ταπεινοφροσύνης, ἀποτελεῖ βασικὸ παράγοντα εὐτυχίας κι εὐλογημένης ζωῆς.
Ὑπέροχο παράδειγμα τῶν δυὸ αὐτῶν ἀρετῶν ὑποδεικνύει ὁ Κύριος, αὐτὸν τὸν ἴδιο ἑαυτό Του. «Μάθετε ἀπ' ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία καὶ εὐρήσετε ἀνάπαυσιν ταὶς ψυχαὶς ὑμῶν» (Μάτθ. ια’ 29). Ταπεινὸς ὁ Κύριος καὶ πρᾶος. Ταπεινοὶ καὶ πρᾶοι πρέπει νὰ εἶναι κι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ νοσταλγοῦν καὶ θέλουν νὰ ἐπαναπαύεται ἐπάνω τους ἡ θεία χάρις. Σὰν ἀποτέλεσμα τῆς εὐλογίας αὐτῆς θὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ βλέπουν νὰ αὐξάνεται ἐπάνω τους ἡ παρρησία τους μπροστὰ στὸν Θεό.
Καὶ ἡ παρρησία τοῦ ὁσίου Ὀνησιφόρου μπροστὰ στὸν Θεὸ μεγαλώνει ἡμέρα μὲ τὴ ἡμέρα. Τὰ δάκρυα, τὰ ὁποῖα ἡ συντετριμμένη ἐκείνη ψυχὴ χύνει καὶ βρέχει τὴ στρωμνὴ της κάθε μέρα, γίνονται γι' αὐτὴν πηγὴ εὐλογιῶν. Πλεῖστα ὅσα θαύματα προσφέρει ζωντανὸς ἀκόμη σὲ πονεμένους κι ἀναξιοπαθοῦντας. Γιατί, ὅπως «οὐ δύναται πόλις κρυβήναι ἐπάνω ὅρους κειμένη», ἔτσι καὶ τοῦ Ἁγίου μας ἡ ζωὴ πολὺ γρήγορα εἶχε γίνει ἀντιληπτὴ ἀπὸ ὅσους κατοικοῦσαν στὰ γύρω χωριά. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Καθημερινὰ πλήθη πιστῶν ἔτρεχαν στὴ σπηλιά του καὶ σὰν διψασμένα ἐλάφια τοῦ ζητοῦσαν λόγια Θεοῦ. Κι αὐτὸς μὲ τὴν πνευματικὴ πεῖρα ποὺ διέθετε, τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς παρηγοροῦσε. Τοὺς δίδασκε, πάντα μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη πατρικὴ «τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοὶς ἀνθρώποις» (Τίτ. γ’ 8).
Ὅλη αὐτὴ ἡ ἐργασία τοῦ θεοφόρου ἀσκητὴ δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ μία εὐλαβικὴ προσφορὰ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ προσάψει ὁποιανδήποτε μομφή, πὼς ζητοῦσε «τὴν ἰδὶαν δόξαν» (Ἰωάν. ζ’ 18). Γιὰ τοῦτο κι «ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας» (Ἀπόκ. 6, 29) τὸν ἐτίμησε μὲ θεία δόξα.
Τὸν ἐτίμησε μὲ ἰδιαίτερες δωρεὲς καὶ χαρίσματα. Τοῦ ἔδωσε πλούσια τὸ χάρισμα τῆς θεραπείας. Πολλὰ θαύματα καὶ ἰατρεῖες ἐπενεργοῦσε καθημερινά. Θεραπεῖες δαιμονισμένων, λεπρῶν, καρκινοπαθῶν, παθήσεων ματιῶν κι ἕνα σωρὸ ἄλλων ἀσθενειῶν. Σὲ μία περίοδο τρομερῆς ἀνομβρίας μὲ τὴν θερμὴ προσευχή του σὰν τὸν Προφήτη Ἠλία ἄνοιξε τοὺς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέβασε βροχὲς εὐεργετικές, ποὺ δρόσισαν ὄχι μονάχα ἀνθρώπους καὶ ζῷα, ἀλλὰ καὶ πότισαν τὴν διψασμένη γῆ. Στὸ πρόσωπό του ἔβρισκαν οἱ δυστυχισμένοι τὴν παρρησία, οἱ ἄρρωστοι τὴν θεραπεία κι οἱ πονεμένοι τὴν παρηγοριά. Αὐτὰ ὅσο καιρὸ ζοῦσε. Μὰ κι ὅταν σὲ βαθιὰ γηρατειὰ παρέδωκε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο, καὶ πάλι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοῦ χάρισε «δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν». Θριαμβευτὴς μπῆκε ὁ φλογερὸς ἀσκητὴς «εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ» (Β’ Κορινθ. δ’ 15). Κι ἀπὸ ἐκεῖ συνεχίζει τὰ εὐεργετικὰ θαύματά του σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ μὲ συντριβὴ ψυχὴς καὶ εἰλικρινῆ μετάνοια ἐκζητοῦν τὴ μεσιτεία του.
Δυστυχῶς τὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου εἶναι ἀκαθόριστο σήμερα. Ὁ χρόνος τὸ ἔχει ἐξαφανίσει καὶ ὁ χῶρος ἔχει καταχωσθεῖ. Ἔξω ὅμως ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ στὸ Ν.Α. ἄκρον τοῦ κοιμητηρίου βλέπει κανεὶς ἕνα ἐρειπωμένο ἐκκλησάκι, ποὺ ἔκτισε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος μὲ τὰ χέρια του. Ἡ μικρὴ αὐτὴ Βυζαντινὴ ἐκκλησοῦλα εἶναι μονόκλιτος καὶ μὲ στέγη καμαρωτή, στενόμακρη 10.80μ. ἐπὶ 3.60μ. Δυστυχῶς ἐδῶ καὶ λίγα χρόνια ἔπαψε καὶ νὰ λειτουργεῖται. Γύρω ἀπὸ τὴν ἐκκλησοῦλα ὑπάρχουν θεμέλια κελλιῶν, ποὺ μαρτυροῦν ὅτι κάποτε ἐκεῖ ἦταν κτισμένη καὶ Ἱερὰ Μονὴ πρὸς τιμὴ τοῦ ἁγίου Ὀνησιφόρου.
Οἱ περιπέτειες τοῦ μαρτυρικοῦ νησιοῦ μας ἔγιναν αἰτία πολλοὶ πνευματικοὶ θησαυροί μας νὰ χαθοῦν. Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τὸ θαυματουργὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Γιὰ πολλὰ χρόνια βρισκόταν στὸ χωριὸ καὶ φυλασσόταν σὲ μία λάρνακα. Ἀπὸ καιρὸ ὅμως χάθηκε καὶ κανένας δὲν ξέρει τίποτε γι' αὐτό.
Νοερὰ οἱ προσκυνητές, ποὺ ἐπισκέπτονται τὴν Ἀναρίτα γονατίζουν ἐκεῖ στὴν ἐκκλησία κι ἐπικαλοῦνται τὴ μεσιτεία καὶ τὴ βοήθειά του.
Τὴ μεσιτεία του ἂς ἐκζητοῦμε κι ἐμεῖς.
Σήμερα μάλιστα, ποὺ τὸ νησί μας περνᾷ τὶς πιὸ δύσκολες ἥμερες τῆς τετραχιλιόχρονης ἑλληνοχριστινικῆς ζωῆς του, ἂς καταφεύγουμε μὲ πίστη στὸν Ἅγιό μας κι ἂς τοῦ ζητοῦμε τὸν φωτισμὸ καὶ τὴ βοήθειά του στὰ πολλαπλὰ προβλήματά μας.
Ἐπίσκεψη Θεοῦ ἦταν ἡ ἧττα τοῦ στόλου, ποὺ κυβερνοῦσε. Ἐπίσκεψη θλιβερή. Τὴν δέχτηκε, ὅπως δεχόταν καὶ τὶς πλούσιες εὐεργεσίες, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοῦ πρόσφερε. Τὴν δέχτηκε μὲ εὐγνωμοσύνη κι ἔδωκε τὴν καρδιά του στὸν Κύριο. Πάλεψε μὲ «τὸν Ἄρχοντα τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» καὶ νίκησε. Μὲ τὸ παράδειγμά του μᾶς καλεῖ κι ἐμᾶς νὰ τὸν μιμηθοῦμε.
Ἄπειρες οἱ εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ποὺ δοκιμάζουμε ὅλοι μας. Στὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός μας στέκει ὁ Κύριος καὶ μᾶς λέγει: «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω. Ἐὰν τὶς ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξει τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ' ἐμοῦ» (Ἀποκαλ. γ’ 20). Ὁ συνετὸς νέος Ὀνησίφορος στὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ ἤκουσε κι ἔσπευσε κι ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς του στὸν τιμημένο ξένο. Τὴν εὐλογημένη αὐτὴ πράξη τοῦ φιλόθεου νέου, θὰ θελήσουμε κι ἐμεῖς νὰ τὴν ἀντιγράψουμε; Τὴν ἀπάντηση ἂς σπεύσει ὁ καθένας νὰ τὴ δώσει ὁ ἴδιος στὸν Κύριο. Τὸ ἀποτέλεσμά μας εἶναι γνωστό. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς, ποὺ διψοῦμε ὅλοι μας, κι ὁ πόθος μας γιὰ ἐθνικὴ δικαίωση δὲν θὰ μείνει καυτὸς πόθος καὶ γλυκὺς ὁραματισμός, μὰ θὰ γίνει ζωντανὴ πραγματικότητα.
Δία τῶν πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ὀνησιφόρου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιο Ἦχος γ' Θείας πίστεως.
Θείοις θαύμασι κατεπλουτίσθη, πάτερ ὅσιε Ὀνησίφορε, ἡ τῆς Πάφου Ἁγία Μητρόπολις- τὸν ἄσυλον θησαυρὸν ἡ Ἀναρίτις ἐκτήσατο, ἔχουσα τὴν λάρνακα τῶν ἁγίων λειψάνων σου· ἡ καὶ βρύει ἀεννάως ἰάσεις εἰς δόξαν Χριστοῦ τοῦ ἐν Τριάδι.