11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἀπόστολος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἦταν διάκονος μεταξὺ τῶν ἑπτὰ διακόνων τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στὴν Ἱερουσαλὴμ (Πράξ. στ’).
Ἐπίσης, ἦταν ἔγγαμος καὶ εἶχε τέσσερις θυγατέρες, προικισμένες μὲ προφητικὸ χάρισμα. (Πράξ. κα’ 8 – 9). Ὁ Φίλιππος, ὅμως, δὲν στάθηκε μόνο στὴν Ἱερουσαλήμ. Πῆγε στὴ Σαμάρεια καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο, σὰν γνήσιος καὶ αὐτὸς «Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ πίστιν ἐκλεκτῶν θεοῦ καὶ ἐπὶ γνῶσιν ἀληθείας τῆς κατ’ εὐσέβειαν». Δηλαδὴ Ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ διδάξει μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἐξέλεξε ὁ Θεός, τὴν πίστη καὶ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν εὐσέβεια.
Ἐκεῖ στὴν Σαμάρεια, διὰ τοῦ κηρύγματός του βάπτισε χριστιανὸ τὸν Σίμωνα τὸν μάγο. Ἔπειτα, ὁ Φίλιππος συνάντησε στὸ δρόμο του τὸν Εὐνοῦχο τῆς βασίλισσας Κανδάκης, καὶ ἀφοῦ τὸν κατήχησε, βάπτισε καὶ αὐτὸν Χριστιανό. Κατόπιν, πῆγε στὶς Τράλλεις τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου μὲ τὴ διδασκαλία του ἔπεισε ὅλους σχεδὸν τοὺς κατοίκους τῆς πόλης νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό.
Ὁ Φίλιππος στὴν πόλη αὐτή, ἀφοῦ ἔκτισε καὶ χριστιανικὸ ναό, παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν ψυχή του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, πλήρης ὑπάρχων, διηκόνησας, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς Διάκονος τοῦ Λόγου Ἀπόστολε· θεοσημείαις δὲ θείαις χρησάμενος, τῆς Σαμαρείας τὰ πλήθη κατηύγασας. Μάκαρ Φίλιππε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Φωτισθεὶς ἐν Πνεύματι τῷ Παναγίῳ, τὰ τῆς γῆς πληρώματα, ταῖς σαῖς φωτίζεις διδαχαῖς, καὶ τῶν θαυμάτων λαμπρότησι, ἱερομύστα Ἀπόστολε Φίλιππε.
Μεγαλυνάριον.
Πίστεως τὸ πλήρωμα γεωργῶν, ἐξ αὐτοῦ παρέχεις, τῷ πληρώματι τῶν πιστῶν, ὡς ἐκλελεγμένος, διακονεῖν ἁγίοις· ἐξ οὗ ἡμῖν μετάδος, Φίλιππε ἔνδοξε.
Οἱ Ἁγίες Ζηναΐδα καὶ Φιλονίλλα
Οἱ Ἅγιες Ζηναΐδα καὶ Φιλονίλλα ἦταν ἀδελφές. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἦταν συγγενεῖς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Ἀφοῦ ἄφησαν τὴν πατρίδα τους καὶ ἐγκατέλειψαν ὅλα τους τὰ ὑπάρχοντα, περιόδευαν καὶ ἀσκοῦσαν τὴν ἰατρικὴ ἐπιτελώντας ταυτόχρονα ἔργο ἀποστολικό, κηρύττοντας τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Κάποτε ἔφτασαν στὴν πόλη Δημητριάδα, ὅπου καὶ διέμειναν σὲ ἕνα σπήλαιο. Κατὰ τὴν διαμονή τους στὸ σπήλαιο αὐτὸ ἡ Ζηναΐδα θεράπευε ἀπὸ κάθε ἀσθένεια ὅσους προσέτρεχαν σὲ αὐτὴν γιὰ βοήθεια. Ἡ Φιλονίλλα ἔκανε μακροχρόνιες νηστεῖες καὶ πραγματοποίησε πολλὲς θαυματουργὲς θεραπεῖες καὶ ἀλλὰ θαύματα.
Καὶ οἱ δυὸ Ἁγίες ἐκοιμήθηκαν ἐν εἰρήνῃ στὸ σπήλαιο.
Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
Περίφημος λόγιος κληρικὸς καὶ ὑπέρμαχος τῆς ἡσυχαστικῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ. Καταγόταν ἀπὸ ἀξιόλογη οἰκογένεια τῆς Θεσσαλονίκης, ἀσπάστηκε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ χρημάτισε ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας στὸ Ἅγιον Ὄρος κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων.
Ὑπέγραψε τὸν Ἁγιορείτικο Τόμο γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἡσυχαστικῆς ἄσκησης (1339) καὶ ἔγραψε δύο σημαντικοὺς θεολογικοὺς λόγους ἐναντίον τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου.
Τὸ 1347 ἐξελέγη μητροπολίτης Ἡράκλειας τῆς Θρᾴκης καὶ ἔλαβε μέρος στὴν μεγάλη σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1351), ἡ ὁποία διακήρυξε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ μὲ τὸν περίφημο «Τόμο».
Μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ πατριάρχη Καλλίστου Α’ ἐξελέγη πατριάρχης (1353), ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ Καλλίστου, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο (1354), στὸν ὁποῖο ἐπανῆλθε τὸ 1364. Κατὰ τὴν δεύτερη πατριαρχία του ὑποστήριξε τὴν θεολογία τῶν ἡσυχαστῶν καὶ ἀποδοκίμασε τὴν προσπάθεια τῶν ἀδελφῶν Δημητρίου καὶ Προχόρου Κυδώνη νὰ εἰσαγάγουν στὸ Βυζάντιο τὴν σχολαστικὴ θεολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη.
Στὴν σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1368) ἀφορίστηκε ὁ Πρόχορος Κυδώνης καὶ ἀνανεώθηκε τὸ κῦρος τοῦ Τόμου τῆς συνόδου τοῦ 1351. Ἄσκησε μὲ μεγάλη σύνεση τὰ πατριαρχικά του καθήκοντα καὶ ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσίας, Σερβίας, Βλαχίας, Βουλγαρίας κ.ἄ., στὶς ὁποῖες διαδόθηκε ἡ ἡσυχαστικὴ θεολογία καὶ πνευματικότητα.
Στὶς σχέσεις του μὲ τὸν παπικὸ θρόνο ὑποστήριξε τὴν ἀνάγκη σύγκλησης Οἰκουμενικῆς συνόδου γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν διαφορῶν. Ἔγραψε θεολογικὲς πραγματεῖες καὶ λόγους γιὰ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ὅπως ἐπίσης βίους καὶ ἀκολουθίες ἁγίων.
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής ὁ Γραπτός, Ἐπίσκοπος Νίκαιας
Ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Θεοδώρου τοῦ Γραπτοῦ καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ μάθηση τῶν ἁγίων γραφῶν καὶ τῆς ἱερῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀκριβὴ γνώση τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν συγγραφῶν.
Ὁ Θεοφάνης τὸ 838, ἔθαψε μὲ μεγάλη λύπη τὸν ἀδελφό του Θεόδωρο, ὅταν αὐτὸς πέθανε στὴν ἐξορία. Κατόπιν ὁ Θεοφάνης ἐξορίστηκε στὴ Θεσσαλονίκη.
Ὅταν πέθανε ὁ εἰκονομάχος βασιλιὰς Θεόφιλος, ἀνέλαβε τὴ διαχείριση τῆς βασιλικῆς ἀρχῆς. Ὁ δὲ Πατριάρχης Μεθόδιος, ἔκανε τὸν Θεφάνη Μητροπολίτη Νικαίας. Ἐπιτέλεσε τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα μὲ μεγάλη ἀκρίβεια καὶ πέθανε ἥσυχος μὲ τὴ συνείδησή του, ὅτι ἐκπλήρωσε ἄρτια τὰ καθήκοντά του πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ σὰν ἁπλὸς Ἱερομόναχος καὶ σὰν ἐπισκοπικὸς κυβερνήτης.
Ὁ Θεοφάνης ὁ Γραπτὸς εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Ἕλληνες θρησκευτικοὺς ποιητὲς καὶ ὑμνογράφους τοῦ 8ου αἰῶνα, ἀφοῦ συνέγραψε πολλοὺς κανόνες.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μυηθεῖς τῶν Ἀγγέλων Πάτερ τὸ σύντονον, θεοφανείας ἀρρήτου ἐδείχθης σάλπιγξ χρυσῆ, περιούσιον λαὸν τρέφων τοῖς λόγοις σου· τῶν γὰρ πανσόφων σου ᾠδῶν, ἡ πανεύσημος μολπή, εὐφραίνει τὴν Ἐκκλησίαν, δι’ ἣν λαμπρῶς ἠγωνίσω, θεομακάριστε Θεόφανες.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀνεφάνης Ὅσιε τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὥσπερ ἄλλος ἥλιος, ταύτην φωτίζων ἀστραπαῖς, τῶν σῶν δογμάτων Θεόφανες, ὡς θυηπόλος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Ὄργανον τοῦ Πνεύματος ἐμμελές, λιγυρὰ κινύρα, ἐξαγγέλουσα τοῖς ἐν γῇ, τῶν ἐπουρανίων, ᾀσμάτων τὰς ὑψώσεις, ὑπάρχεις Ἱεράρχα, Πάτερ Θεόφανες.
Οἱ Ἅγιοι Νεκτάριος, Ἀρσάκιος καὶ Σισίνιος Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Νεκτάριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας. Ἱερὸς καὶ ὅσιος στὴ ζωή, συγκλητικὸς στὸ ἀξίωμα. Κατὰ τὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τὴν καθαίρεση τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Μαξίμου, μὲ κοινὴ ψῆφο λαοῦ καὶ κλήρου καὶ γνώμη τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου, ἂν καὶ λαϊκὸς (καὶ μάλιστα ἀβάπτιστος), ἐκλέχτηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (381 – 397) ἀφοῦ βέβαια πρῶτα βαπτίστηκε. Μὲ μεγάλη θεοσέβεια ἀφοῦ ποίμανε τὴν ἐκκλησία, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἀρσάκιος καταγόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Πατριάρχη Νεκταρίου. Ὁ Ἀρσάκιος ἦταν πρεσβύτερος τῆς ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ κλήθηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο (404 – 405) σὰν διάδοχος τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ ἐνῷ εἶχε περάσει τὸ 80ο ἔτος τῆς ἡλικίας του. Ἥσυχα καὶ κατὰ Χριστὸν ἀφοῦ ἔζησε μετὰ ἀπὸ μικρὴ πατριαρχία, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Σισίνιος ἀνέλαβε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὶς ἀρχὲς τοῦ 426, διαδεχθεῖς τὸν Πατριάρχη Ἀττικό. Πρὸ τῆς ἐκλογῆς του, ἔκανε τὰ καθήκοντα τοῦ πρεσβυτέρου στὴν Ἔλαια. Ὁ Σισίνιος ἦταν φημισμένος γιὰ τὶς ἀρετές του καὶ γιὰ τὶς ἄοκνες προσπάθειές του γιὰ τὴν περιποίηση τῶν φτωχῶν. Ἡ χειροτονία του καὶ ἡ ἐγκαθίδρυσή του ἔγινε ἀπὸ Σύνοδο, ποὺ συγκάλεσε ὁ Θεοδόσιος ὁ Β’. Ὁ Σισίνιος ὁ Α’ καὶ σὰν πατριάρχης ἐξακολουθοῦσε τὴν φιλανθρωπική του δράση καὶ ἀναδείχτηκε φιλόστοργος πατέρας τῶν φτωχῶν τάξεων. Πατριάρχευσε ἕνα χρόνο καὶ δέκα μῆνες. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 87 χρονῶν.
Μνήμη Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Αὐτὴ ἔγινε στὴ Νίκαια τὸ 787, ἐπὶ βασιλέως Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης, τῆς μητέρας του, καὶ ἐπὶ Ἀδριανοῦ Πάπα Ρώμης, Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Πολιτιανοῦ Ἀλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Ἀντιοχείας καὶ Ἠλία Ἱεροσολύμων.
Συνολικὰ οἱ Πατέρες ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴ Σύνοδο αὐτὴ ἦταν 365 καὶ ἀναθεμάτισαν τὴν αἵρεση τῶν εἰκονομάχων. Διατύπωσαν, ὅτι ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση τῆς Εἰκόνας διαβαίνει στὸ πρωτότυπο (δηλαδὴ στὸν εἰκονιζόμενο Ἅγιο) καὶ ὄχι στὰ καθ’ αὐτὸ ξύλο καὶ χρῶμα τῆς εἰκόνας.
Ἡ μνήμη τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τιμᾶται τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν 11η Ὀκτωβρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Ἑβδόμης Συνόδου τοὺς Πατέρας ὑμνήσωμεν, ὡς τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρας καὶ θερμοὺς ἀντιλήπτορας· Εἰκόνα γὰρ τὴν θείαν τοῦ Χριστοῦ, ἐκήρυξαν τιμᾶσθαι εὐσεβῶς, καθελόντες τῶν αἱρέσεων τὴν ὀφρύν, καὶ πρὸς αὐτοὺς βοήσωμεν· Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας· Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταῖς θείαις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἑπταρίθμοις αὐγαῖς, Πατέρες οἱ ἔνθεοι, καταυγασθέντες τὸν νοῦν, Ἑβδόμην συνέλευσιν, ἤθροισαν ἐκ περάτων, ἐν Νικαίᾳ τῇ πόλει, ἱδρύσαντες θεοφρόνως, τὰς πανσέπτους Εἰκόνας. Αὐτῶν μετ’ εὐφροσύνης, τῇ μνήμῃ ᾄσωμεν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Ἐκ Πατρὸς ἐκλάμψας, Υἱὸς ἀρρήτως, ἐκ γυναικὸς ἐτέχθη διπλοῦς τῇ φύσει· Ὃν εἰδότες οὐκ ἀρνούμεθα, τῆς μορφῆς τὸ ἐκτύπωμα· αὐτὸ δὲ εὐσεβῶς ἀνιστοροῦντες, σέβομεν πιστῶς· καὶ διὰ τοῦτο, τὴν ἀληθινὴν πίστιν κρατοῦσα, ἡ Ἐκκλησία ἀσπάζεται, τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.
Μεγαλυνάριον.
Τοὺς θείους Πατέρας τοὺς τὴν σεπτήν, Σύνοδον Ἑβδόμην, συγκροτήσαντας ἱερῶς, καὶ τετιμηκότας, Εἰκόνας τὰς ἁγίας, ᾀσμάτων συμφωνίᾳ, ἀνευφημήσωμεν.
Ἔτερον Μεγαλυνάριον.
Ἐπὶ τὸ πρωτότυπον ἡ τιμή, τῶν σεπτῶν Εἰκόνων διαβαίνει ὡς ἀληθῶς, ὥσπερ οἱ Πατέρες, Συνόδου τῆς Ἑβδόμης, ἐτράνωσαν πανσόφως· οὓς μεγαλύνωμεν.
Οἱ Ἅγιοι Θεοφάνης, Σολέας καὶ Ἰωνᾶς οἱ ἐν Περγάμῳ τῆς Κύπρου
Γιὰ τὸν Ἅγιο Θεοφάνη δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο του.
Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰωνά, διαβάζουμε τὰ ἑξῆς :
Δυὸ εἰδῶν μάχες γνώρισε καὶ γνωρίζει καὶ σήμερα ἡ στρατευόμενη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν μάχη τοῦ αἵματος καὶ τὴν μάχη τῶν δακρύων.
Ἡ μάχη τοῦ αἵματος ἄρχισε ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμή, ποὺ ὁ σπόρος τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος ἔπεσε στὴν γῆ.
Πρῶτο θῦμα ὁ πρωτομάρτυρας τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ πρωτοδιάκονος Στέφανος. Ὁ ἀγῶνας συνεχίστηκε σὲ λίγο στὰ ἀμφιθέατρα τῆς Ρώμης.
Καὶ συνεχίζεται καὶ στὶς ἡμέρες μας αἱματηρός, ὅπως καὶ τότε, στὶς χῶρες ὅπου ὁ ὑλισμὸς καὶ ἡ μισαλλοδοξία ἔχουν στημένο τὸ κράτος καὶ τὴν δύναμή τους.
Ἡ μάχη τῶν δακρύων ἄρχισε λίγο ἀργότερα, τότε ποὺ ὁ πρῶτος ἀγωνιστῆς τῆς ἐρήμου, ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἐγκατέλειψε τὸ χωριό του καὶ τὸν κόσμο καὶ τράβηξε στὰ ἐρημικὰ μέρη τῆς Αἰγύπτου.
Ἐκεῖ δημιούργησε τὸ πνευματικὸ ἐκεῖνο κίνημα ποὺ χιλιάδες ὀπαδοὶ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη ἔσπευσαν νὰ τὸ ἀγκαλιάσουν καὶ νὰ τὸ κάμουν τρόπο ζωῆς.
Τὸ πνευματικὸ αὐτὸ κίνημα συνεχίζεται καὶ στὴν ἐποχή μας σὲ διάφορα μέρη τοῦ δακρύβρεκτου πλανήτη μας. Συνεχίζεται ἐκεῖ ὅπου ψυχὲς εὐγενικὲς σὲ μέρη ἐρημικὰ ἢ καὶ σὲ πόλεις καὶ χωριὰ ἀγωνίζονται τῆς ἀρετῆς τὸν εὐγενικὸ ἀγῶνα, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴ χριστιανικὴ τελειότητα.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ πνεύματος ὑπῆρξε καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς, ὁ Ὅσιος καὶ ἀσκητὴς καὶ μέγας ἐρημίτης καὶ θαυματουργός.
Ἀπ’ τὴν παιδική του ἡλικία θὰ πρέπει νὰ γνώρισε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγάπησε. Μέσα στὴν ἁγνὴ καὶ ἄδολη καρδιὰ τοῦ ἀποθησαύριζε μὲ λαχτάρα κι ἀφοσίωση τὰ λόγια του Θεοῦ, ποὺ ἄκουε στὴν ἐκκλησία. Μ’ αὐτὰ μεγάλωνε. Καὶ μ’ αὐτὰ μέρα μὲ τὴν ἡμέρα μεγάλωνε καὶ στὴν καρδιὰ του βαθὺς ὁ πόθος νὰ ζήσει μία ζωὴ ποὺ θὰ εἶχε σὰν ὁδοδείκτη καὶ σκοπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό, ὅταν κάποτε ἔμαθε πὼς οἱ ἄνθρωποι τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης γύριζαν τὶς χῶρες τῆς Εὐρώπης καὶ καλοῦσαν τοὺς πιστοὺς σὲ ἐκστρατεία γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἁγίων Τόπων ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους, πρῶτος καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τριακόσιους ἄλλους Ἕλληνες ὀρθοδόξους, ποὺ ἐργαζόντουσαν στὴ Γερμανία, ἔσπευσε νὰ στρατολογηθεῖ γιὰ νὰ συμμετάσχει στὸν ἱερὸ ἀγῶνα. Ἡ στρατιὰ αὐτή, ποὺ τὴν ξέρουμε, σὰν δεύτερη Σταυροφορία 1147 – 1149, διαλύθηκε προτοῦ νὰ φθάσει στὸν προορισμό της. Ἔτσι οἱ τριακόσιοι αὐτοὶ Ἕλληνες, ποὺ εἶναι γνωστοὶ σὰν Ἀλαμάνοι, συνέχισαν τὸν δρόμο τους μὲ σκοπὸ νὰ πραγματώσουν ἕναν ἱερὸ πόθο ποὺ εἶχαν. Νὰ προσκυνήσουν στὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ τὴν κρατοῦσαν ἀκόμη χριστιανοὶ Εὐρωπαῖοι. Καὶ τὸ ἔκαμαν. Μετὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ πόθου τους ἀποφάσισαν νὰ μὴν ἐπιστρέψουν στὶς ἐργασίες τους, ἄλλα νὰ παραμείνουν καὶ νὰ ζήσουν τὴ μοναχικὴ καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ ἐκεῖ στὴν ἔρημό του Ἰορδάνου. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖ κατεδιώκοντο ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς καὶ τοὺς Λατίνους, μιὰ μέρα μαζεύτηκαν ὅλοι τους καὶ μὲ ἀρχηγὸ τὸν Αὐξέντιο, ποὺ ἀργότερα ἀσκήτεψε στὴν Καρπασία ᾖλθαν ὅλοι στὴν Κύπρο γύρω στὸ 1150 ἢ καὶ ἀργότερα. Τὸ καράβι ποὺ τοὺς ἔφερνε ἔφτασε στὴν Πάφο, ὅπου καὶ τσακίστηκε ἐπάνω στοὺς βράχους τοῦ λιμανιοῦ. Οἱ χριστιανοὶ στρατιῶτες, ἀφοῦ μὲ πολλὲς ταλαιπωρίες βγῆκαν στὴ στεριά, ἀποφάσισαν νὰ διασκορπισθοῦν καὶ νὰ ζήσουν τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ στὴν Κύπρο. Καὶ τὸ ἔπραξαν. Καὶ ὁ μὲν φίλος τοῦ Ἁγίου, ὁ Ὅσιος Κενδέας, στὴν ἀρχὴ τακτοποιήθηκε σὲ μία καλύβα ποὺ εἶχε στήσει σ’ ἕναν βράχο ἐκεῖ κοντὰ στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Πάφου. Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς, ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε τὸν φίλο καὶ συνασκητὴ τοῦ Κενδέα, προχώρησε, καὶ ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ διάφορα μέρη, ᾖλθε κι ἐγκαταστάθηκε σ’ ἕνα σπήλαιο τῆς περιοχῆς Μάντρες τῆς Τραχιάδος τῆς ἐπαρχίας Ἀμμοχώστου, «εἰς χωρίον λεγόμενον Πέργαμον».
Μέσα στὸ σπήλαιο αὐτὸ ἔστησε ὁ Ἅγιος τὸ ἀσκητήριό του καὶ ἄρχισε τὸν ἀγῶνα του. Ἀγῶνα σκληρὸ ἐνάντια στὴ σάρκα του. Γνωρίζει ὁ ἀσκητὴς ὅτι «ἡ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος». Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσοχή του στρέφεται ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ στὸ νὰ δαμάσει καὶ ὑποτάξει τὸν ἐχθρὸ αὐτό. Καὶ τὸ κατορθώνει μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θεληματικὰ ὑποβάλλει τὸν ἑαυτό του σὲ διάφορες κακοπάθειες. Κακοπάθειες ποὺ συνεπάγεται ὁ διαρκὴς ἀγῶνας καὶ ἡ συνεχὴς προσπάθεια καὶ πάλη νὰ περιφρουρήσει τὴν ἠθική του ἀξία καὶ ἀκεραιότητα. Μὲ τὴν τακτικὴ προσευχή, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση, τὴ νηστεία καὶ τὴν προσεκτικὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ κατόρθωσε νὰ ὑποδουλώσει τὴ «σάρκα τῷ πνεύματι». Ἀλλὰ «ὁ πειράζων» δὲν τὸν ἀφήνει ἥσυχο. Κάποτε μάλιστα ποὺ ὁ Ἅγιος ἔστειλε τὸν ὑποταχτικό του νὰ τοῦ φέρνει νερό, — δὲν εἶχε ἐκεῖ κοντὰ — ὁ διάβολος νὰ τί ἐπενόησε γιὰ νὰ στερήσει τὸ νερὸ ἀπὸ τὸν Ἅγιο.
Γιὰ κάμποσες ἡμέρες, ὅταν ἔβλεπε τὸν ὑποταχτικὸ μὲ τὸ σταμνὶ νὰ φέρνει τὸ νερό, ἔπαιρνε τὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου καὶ στεκόταν ἀρκετὰ μέτρα ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, ἔπαιρνε τὸ σταμνί, ἔχυνε τὸ νερὸ καὶ ἔδιωχνε τὸν ὑποταχτικό. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πέρασαν ἀρκετὲς μέρες. Τὸ δρᾶμα τῆς δίψας βασάνιζε τὸν Ἅγιο. Κάποια μέρα, ὕστερα ἀπὸ καιρό, ποὺ ἔτυχε νὰ ἔρθει ὁ ὑποτακτικὸς νὰ πάρει τὸ σταμνὶ καὶ τὸν εἶδε ὁ Ἅγιος, τοῦ ἔκαμε τρομερὰ παράπονα:
- Παιδί μου, τοῦ εἶπε, τί ἔπαθες καὶ γιὰ τόσες μέρες μ’ ἄφησες χωρὶς λίγο νερό; Τὰ χείλη μου κάηκαν ἀπ’ τὴν δίψα καὶ οἱ δυνάμεις μου κοντεύουν νὰ χαθοῦν.
- Γέροντά μου, ἀπήντησε ὁ ὑποτακτικός. Κάθε ἑβδομάδα ἐδῶ καὶ ἕνα μῆνα, ὅταν σου φέρνω τὸ νερό, βγαίνεις ἀπὸ τὴν σπηλιά, παίρνεις τὸ σταμνὶ καὶ μὲ διώχνεις.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐξήγηση κατάλαβε ὁ Ἅγιος τὸ τέχνασμα τοῦ πονηροῦ καὶ τοῦ εἶπε:
— Παιδί μου, στὸ ἑξῆς, ἂν μὲ δεῖς καὶ χίλιες φορὲς στὸν δρόμο σου, οὐδέποτε νὰ μοῦ δώσεις αὐτὸ πού μου φέρνεις, παρὰ μονάχα, ὅταν μπεῖς στὴν κατοικία μου.
Ἐννοεῖται πὼς ὁ Ἅγιος, μετὰ τὴν ταλαιπωρία του αὐτὴ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ ραβδί του, σὰν ἄλλος Μωϋσῆς, κτύπησε τὸν βράχο ἐκεῖ στὴ σπηλιά του καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Μιὰ πηγὴ ἀπὸ κρυστάλλινο νερὸ ἄνοιξε στὴ στιγμή, γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ἀνάγκες τοῦ Ἁγίου καὶ ὅσων τὸν ἐπεσκέπτοντο, γιὰ νὰ πάρουν τὶς εὐλογίες του. Ἡ βρύση αὐτὴ ὑπῆρχε μέχρι τὸ 1912 καὶ ἦταν γνωστὴ σὰν τὸ «ἅγιασμα τοῦ ὁσίου». Δυστυχῶς ὁ φανατισμὸς τῶν μουσουλμάνων ποὺ κατοικοῦσαν τὸ Πέργαμον ξέσπασε κάποια μέρα καὶ πάνω στὴν πηγὴ καὶ τὸ σπήλαιο «σπηλιάϊν» τοῦ Ἁγίου. Μὲ μηχανὲς γκρέμισαν τὸ σπήλαιο καὶ κατέστρεψαν τὴν πηγή. Γιὰ νὰ καλύψουν τὸ ἔγκλημά τους φύτεψαν πάνω ἀπ’ τὴν τοποθεσία ἐκείνη κάμποσα κλήματα. Τὸ ἴδιο ἔκαμαν καὶ μὲ τὸν ναὸ τοῦ Ὁσίου. Οἱ χριστιανοὶ καταδιωγμένοι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ μαζί τους μετέφεραν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, ποὺ φυλάσσεται στὴν Ξυλοτύμπου. Ἡ εἰκόνα εἶναι παλαιὰ καὶ κατεστραμμένη σχεδὸν κατὰ τὸ ἥμισυ. Δὲν ἔχει χρονολογία καὶ φέρει ἐπάνω τούτη τὴν ἐπιγραφή:
«Ὅστις προσφέρει δῶρον εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν, καμὲ πρὸς Θεὸν εὐρήσει προστάτην».
Κι εἶναι προστάτης ὁ Ἅγιος γιατί μὲ τὴν ὅλη ζωή του εὐηρέστησε στὸν Κύριο. Νίκησε τὴν σάρκα του καὶ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο ποὺ ἔχουμε ὅλοι μέσα μας. Νίκησε τὸν διάβολο μὲ τὴν δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Νίκησε καὶ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καὶ μένει παράδειγμα σὲ μᾶς. Παράδειγμα ζωντανό. Παράδειγμα ζηλευτό. Παράδειγμα ἑλκυστικό. Παράδειγμα ποὺ θὰ διαλαλεῖ στοὺς αἰῶνες τί μπορεῖ νὰ πετύχει ὁ ἄνθρωπος σὰν δώσει πραγματικὰ τὴν καρδιά του στὸν Θεό. Σὰν ἀφήσει νὰ περιλούσει τὴν ψυχή του ἡ πίστη ἡ καυτή, ἡ πίστη ἡ θαυματουργική.
Μὲ τὴν δύναμη τῆς πίστεώς του ὁ εὐσεβὴς καὶ πιστὸς αὐτὸς στρατιῶτης τοῦ Χριστοῦ βγῆκε νικητὴς ἐνάντια σὲ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἔγινε καὶ μένει στοιχεῖο ὠφέλιμο καὶ εὐεργετικὸ σὲ ὅλους. Πλεῖστα θαύματα ἔκαμε, ὅταν ζοῦσε.
Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ εἶναι καὶ τοῦτο: Κάποτε τὸν ἐπεσκέφθη στὸ κατάλυμά του ἕνας πατέρας κρατώντας στὰ χέρια τὸ νεκρὸ παιδί του καὶ ἀφοῦ γονάτισε μπροστά του, ἄρχισε νὰ τοῦ λέει μὲ σπαραγμὸ ψυχῇς:
— Γέροντά μου, σπλαχνίσου με. Ἕνα τὸ ἔχω καὶ μοῦ τὸ πῆρε ὁ χάρος. Ξέρω πὼς σὰν παρακαλέσεις σὺ τὸν Θεό, ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἀκούσει καὶ θὰ μοῦ ξαναδώσει πίσω ζωντανὸ τὸ παιδί μου. Γέροντά μου, λυπήσου με.
Στὴν παράκληση τοῦ πονεμένου πατέρα ὁ Ἅγιος σηκώθηκε. Ἔτρεξε κοντά του καὶ ἀφοῦ γονάτισε μπροστὰ στὸ νεκρὸ παιδί, ἄρχισε νὰ προσεύχεται μὲ κατάνυξη. Στὸ τέλος παίρνοντας τὸ νεκρὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ εἶπε:
— Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Λυτρωτῆ καὶ Θεοῦ μας, σοῦ λέω: «Σήκω παιδί μου».
Στὴ στιγμὴ τὸ νεκρὸ παιδί, σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ βαθὺ ὕπνο, ἄνοιξε τὰ μάτια. Ὁ ἀσκητὴς τὸ σήκωσε καὶ τὸ παράδωσε στὸν εὐτυχισμένο τώρα πατέρα. Ὅλοι τότε δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ εἶχε δώσει τέτοια ἐξουσία στὸν Ὅσιό του.
Ἐκεῖ στὴν σπηλιὰ ἔζησε ὁ Ἅγιος ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Ἀπὸ αὐτὴ βγῆκε μόνο μερικὲς φορὲς γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν φίλο του Ὅσιο Κενδέα, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ἐγκατέλειψε τὴν Πάφο καὶ ᾖρθε καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ μία ἄλλη σπηλιά, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Αὐγόρου ἐκεῖ κοντὰ ποὺ βρίσκεται σήμερα καὶ ὁ ναός του. Ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ οἱ Ἅγιοι ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν σπηλιά τους καὶ ἐπεσκέπτοντο, ὁ ἕνας τὸν ἄλλο γιὰ ἀλληλοενίσχυση. Ἐκεῖ στὴ σπηλιὰ οἱ πιστοὶ τὸν βρῆκαν μία μέρα νεκρό. Τὸ σκήνωμά του ἀνέδιδε μία εὐωδία. Μὲ δάκρυα πῆραν τὸ λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν ἐκεῖ ποὺ ἔζησε τὴν ζωὴ τῆς ἀσκήσεώς του.
Τὸ εὐεργετικὸ ἔργο του συνέχισε ὁ Ὅσιος καὶ μετὰ τὸν θάνατό του σὲ ὅσους μὲ πίστη κατέφευγαν στὴ χάρη του. Μὲ πίστη ἂς καταφεύγουμε καὶ ἐμεῖς νοερὰ σ’ αὐτὸν κι ἂς ἐκζητοῦμε τὴ μεσολάβησή του στὰ πολυποίκιλα προβλήματά μας. Πρὸ παντὸς σήμερα ποὺ ἐξ αἴτιας τῶν ἁμαρτιῶν μας τὸ ἥμισυ σχεδὸν τοῦ νησιοῦ μας στενάζει κάτω ἀπὸ τὴν ἀρβύλα τοῦ πιὸ βάρβαρου καταχτητῆ. Σήμερα, ἂς γονατίζουμε κάθε βράδυ καὶ μὲ πόνο ψυχῇς ἂς λέμε:
Ὅσιε Ἰωνᾶ, σὺ ποὺ μὲ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες σου ἀπολαμβάνεις σήμερα κοντὰ στὸν Κύριο τὴν ἀγάπη του, ἄκουσε τὴν παράκλησή μας καὶ σπλαγχνίσου μας. Πολὺ φταίξαμε στὸν Κύριό μας.
Οἱ ἁμαρτίες μας μετέβαλαν αὐτὸν τὸν τόπο τὸν ἁγιασμένο σὲ σπήλαιο λῃστῶν.
Δεήσου, ἅγιέ μας στὸν Χριστό μας, νὰ μᾶς συγχωρήσει καὶ νὰ μᾶς ξαναδώσει πίσω ἐλεύθερα τὰ σκλαβωμένα χωριά μας.
Νὰ μπορέσουμε νὰ ξαναπᾶμε πίσω στὰ σπίτια μας καὶ τὶς ἐκκλησίες μας.
Νὰ ξανὰ ἀνάψουμε τὰ καντήλια τους.
Νὰ λειτουργηθοῦμε.
Νὰ ξαναγευθοῦμε τὴν χαρὰ καὶ τὴν λύτρωση ἀπὸ τὸν πόνο τὸν ἀσήκωτο, τῆς σκλαβιᾶς τὸν πόνο.
Ἅγιε, βοήθησέ μας!
Ταῖς τοῦ Ὅσιου Ἰωνᾶ πρεσβείαις ὁ Θεὸς ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμὴν.