ΒΙΩΤΗ & ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, ΓΕΡΟΝΤΩΝ & ΑΣΚΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Λόγοι, διδαχές και παραινέσεις των Αγίων της Ορθοδοξίας μας προς διόρθωση της πορείας του βίου μας.

Moderator: inanm7

Re: ΒΙΩΤΗ & ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, ΓΕΡΟΝΤΩΝ & ΑΣΚΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣ

Unread postby nikolar » Mon Oct 28, 2013 10:44 pm


Ο Στυλιανός Κεμεντζετζίδης μιλά για τον παπα-Δημήτρη Γκαγκαστάθη (1902-1975)


Image

http://www.pemptousia.gr/new_videothiki/?v=56908
nikolar
 

Re: ΒΙΩΤΗ & ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, ΓΕΡΟΝΤΩΝ & ΑΣΚΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣ

Unread postby Εφραίμ » Mon Oct 28, 2013 11:26 pm

Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου:
Βίοι αγνώστων ασκητών
(βιβλίο)

http://www.pigizois.net/arxeia/vioi_agn ... skiton.pdf
Εφραίμ
 

Re: ΒΙΩΤΗ & ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, ΓΕΡΟΝΤΩΝ & ΑΣΚΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣ

Unread postby Εφραίμ » Sat Nov 02, 2013 12:32 am

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης: Αναμνήσεις από το Άγιον Όρος

Εφραίμ
 

Re: ΒΙΩΤΗ & ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, ΓΕΡΟΝΤΩΝ & ΑΣΚΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣ

Unread postby nikolar » Sat Nov 09, 2013 9:01 pm

Οι γέροντες Παΐσιος, Εφραίμ Κατουνακιώτης και Εφραίμ Φιλοθεΐτης, όπως τους γνώρισα
Image

Για τον μακαριστόν Γέροντα Παΐσιον, τον επίσης μακαριστόν Γέροντα π. Εφραίμ Κατουνακιώτην και για τον Γέροντά του Αρχιμανδρίτην Εφραίμ Φιλοθεΐτην -ο οποίος τα τελευταία χρόνια ασκείται στις ΗΠΑ κι έχει ιδρύσει με τη χάρη του Θεού 17 υπέροχα μοναστήρια στην υπερατλαντικήν ήπειρο- μας ομιλεί, αγαπητές και αγαπητοί μου αναγνώστες της «δημοκρατίας», ο πολιός Καθηγούμενος Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Καρακαλληνός.

– Μ.Μ.: Γέροντα, νωρίτερα αναφέρατε τον Γέροντα Παΐσιον· τον γνωρίσατε αρκετά; Ερωτώ διότι έχω πληροφορηθεί ότι ο μακαριστός Γέροντας είχε κατευθύνει προς το μοναστήρι σας αρκετούς νέους, οι οποίοι τον είχαν συμβουλευθεί πού να κοινοβιάσουν.– Αρχιμ. Φ.Κς: Δεν ευτύχησα να έχω στενήν επικοινωνία με τον άγιο Γέροντα. Θα σας πω όμως κάτι το χαρακτηριστικόν: Εναν μήνα προ της μακαρίας κοιμήσεώς του βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη. Ο Γέροντας ήτο εξαντλημένος, λόγω της σοβαράς ασθενείας του. Αυτός ήτο και ο λόγος που δίσταζα να τον επισκεφθώ στη Σουρωτή, παρότι ο συνοδός μου διακαώς το επιθυμούσε. Τελικώς, εκάμφθην προ της μεγάλης επιμονής του και πήγαμε στο μοναστήρι. Παρεκαλέσαμε τις μοναχές να μας επιτρέψουν να φιλήσουμε το χέρι του. Με ευγένεια και σεβασμό μάς απέτρεψαν, λέγοντας ότι η κατάσταση της υγείας του δεν το επέτρεπε. Μπροστά στην παρακλητική μας διάθεση κάμφθηκε μία μοναχή και πήγε να τον ενημερώσει. Δίχως να το αξίζω, έγινε στην ουτιδανότητά μου ίλεως ο Θεός· μεγάλη, μεγίστη χάρη μού έγινε και με δέχθηκε ο Γέροντας. Μόλις μπήκα στο κελλάκι του, αισθάνθηκα ευωδία τιμίου λειψάνου, η οποία ενισχύθηκε όταν τον ασπάσθηκα! Ευωδίαζε από την κορυφή έως τα νύχια! Με καλοσύνη κι ενδιαφέρον με ρώτησε για το μοναστήρι, για κάποιους αδελφούς που ο ίδιος είχε συστήσει. Κάποια στιγμή μού είπε για κάποιον που προσφάτως είχε προσέλθει ως δόκιμος: «Αυτός μπορεί και να μη θέλει να γίνει μοναχός»· σαν να μου έλεγε ότι αυτός δεν είναι για μοναχός. Πράγματι, όπως το είπε έτσι και έγινε. Μα δεν χρειαζόταν άλλη απόδειξη των χαρισμάτων του. Ηταν «απτή», ολοφάνερη η ευωδία που αισθάνθηκα· ευωδία σαν από άγιο λείψανο, ιδιαίτερη, χαριτωμένη!..

– Μ.Μ.: Γνωρίσατε τον Κατουνακιώτη παπα-Εφραίμ;– Αρχιμ. Φ.Κς: Είχα πάει μερικές φορές στο ησυχαστήριό του, στην έρημο των Κατουνακίων. Πρώτη φορά τον είδα το 1971. Δεύτερη φορά πήγα μ’ έναν άλλον μοναχό, στο καλύβι του. Ηταν η επαύριον του Τιμίου Προδρόμου. Ημασταν στην πανηγυρίζουσα Μονή Διονυσίου και μετά την τράπεζα ανηφορήσαμε για τα Κατουνάκια, για το ησυχαστήριο του Αγίου Εφραίμ. Μ’ έβαλε και λειτούργησα. Οι συζητήσεις που έκανε, σχεδόν πάντοτε, περιεστρέφοντο γύρω από το μεγάλο θέμα της υπακοής. Μας έλεγε διάφορα περιστατικά με τον Γέροντά του Νικηφόρο. Μας έλεγε και άλλ’ ανάλογα περιστατικά, άλλων μοναχών. Τι να σας πω... Ηταν για μας δώρο του Θεού η επικοινωνία με τον Γέροντα!..

Το 1993 μια ομάδα Καρακαλληνών μοναχών πήγαμε στα Κατουνάκια. Ο Γέροντας και οι υποτακτικοί του καταγίνονταν έξω από το ησυχαστήριό τους να φτιάχνουν πεζούλια. Μόλις μας είδε, σκίρτησε από χαρά και φώναξε: «Ω! Καλώς ήλθατε, ανιψάκια μου! Καλώς ορίσατε!» Μας έλεγε έτσι, επειδή έχουμε κάποια πνευματική συγγένειαν· όπως είναι γνωστόν, ο Γέροντάς μας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης ήταν υποτακτικός του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού, τον οποίον ο παπα-Εφραίμ θεωρούσε Γέροντά του! Προχώρησε λοιπόν τότε προς εμένα, άνοιξε την τεραστίαν αγκάλη του, μ’ έκλεισε μέσα και μ’ ευλογούσε συνεχώς! Μιλήσαμε για διάφορα. Πάντοτε, οι ομιλίες του ήσαν πνευματική πανδαισία. Κοντά του αισθανόμουν τόση χάρη, που θαρρούσα ότι ήμουν στον Παράδεισον! Ητο για μένα μεγάλη, σπανία ευεργεσία, δώρο του Θεού η επικοινωνία με τον Κατουνακιώτη Γέροντα.

– Μ.Μ.: Αγιε καθηγούμενε, αναφερθήκατε ακροθιγώς στον Γέροντά σας Εφραίμ, υποτακτικό του μακαριστού αγίου Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού. Παρακαλώ να μας μιλήσετε για τον Γέροντά σας. Κάνετε αγάπη, άγιε καθηγούμενε, γι’ άλλη μία φορά...– Αρχιμ. Φ.Κς: Θα κάνω αγάπη και υπακοή θα κάνω, διότι και ο Γέροντας έκανε τυφλήν υπακοή στον Γέροντά του Ιωσήφ. Ανεδείχθη τέλειος υποτακτικός! Ελαβε πλουσίως τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και διέπρεψε και διαπρέπει ως χαριτωμένος Γέροντας και Πνευματικός. Τόσον ο Γέροντάς μου Εφραίμ όσο και οι λοιποί άγιοι υποτακτικοί του σπηλαιώτου Ιωσήφ αποτελούν υποδείγματα καλογερικής... Διέπρεψαν με την υπακοή τους ο μακαριστός Προηγούμενος παπα-Χαραλάμπης Διονυσιάτης, ο ευλογημένος Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός, ο μακαριστός παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης, ο Γέροντάς μου παπα-Εφραίμ Φιλοθεΐτης και οι λοιποί. Το λέγω ξανά, για να το τονίσω: Διέπρεψαν τω όντι με την υπακοή τους οι οσιότατοι αυτοί πατέρες μας, γι’ αυτό και χαριτώθηκαν.

Για να εστιάσω στον Γέροντά μου, οφείλω να σας πω ότι μας ηξίωσεν ο Θεός και γνωρίσαμε εμπειρικώς τη χάρη που ενοικούσε πλούσια στην καρδιά του. Ο Θεός ετίμησε την τελείαν υπακοή του και τον ηξίωσε ν’ αποκτήσει αφοσιωμένη συνοδεία. Μετά την κοίμηση του Γέροντός του Ιωσήφ, εκοινοβίασεν εκεί στη Νέα Σκήτη και ακολούθως στην Προβάτα, στο ησυχαστήριο του Αγίου Αρτεμίου. Εκεί επλήθυνεν ο Θεός την αδελφότητά μας. Ζούσαμε ησυχαστική ζωή. Το πρόγραμμά μας ήτο καθαρώς ησυχαστικόν.

– Μ.Μ.: Ητοι;– Αρχιμ. Φ.Κς: Οι ακολουθίες άρχιζαν με τη δύση του ηλίου και τελείωναν με την ανατολή, περίπου οκτώ ώρες. Εννοείται ότι γίνονταν με τον ησυχαστικό τρόπο, δηλαδή με το κομποσχοίνι. Αυτό το τυπικό ο Γέροντάς μας το μετέφερε από την έρημον, από την καθημερινήν ασκητική πρακτική που είχαν με τον Γέροντά τους Ιωσήφ και τους παραδελφούς του. Αυτό το ησυχαστικό πρόγραμμα διετήρησαν ο Γέροντάς μας Εφραίμ Φιλοθεΐτης, ο Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός, ο Γέροντας Χαραλάμπης Διονυσιάτης με τις συνοδείες τους· έτσι λοιπόν κι εμείς.

– Μ.Μ.: Ποιες ακολουθίες κάνατε -με το κομποσχοίνι- κάθε βράδυ;– Αρχιμ. Φ.Κς: Εσπερινόν, απόδειπνο και όρθρο.

– Μ.Μ.: Δηλαδή, Γέροντα, δεν λέγατε καθόλου τροπάρια του εσπερινού, του αποδείπνου, δεν διαβάζατε ψαλτήρι, δεν κάνατε κάτι τέτοιο;– Αρχιμ. Φ.Κς: Ακριβώς· ένας αριθμός κομποσχοινιών αναπληρώνει την κάθε ακολουθία, με την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ετσι κάνουν οι ησυχασταί...

– Μ.Μ.: Πόσα κομποσχοίνια, Γέροντα, είναι οι ακολουθίες αυτές από τη δύση του ηλίου ως την ανατολήν;– Αρχιμ. Φ.Κς: Είκοσι πέντε με 30 τρακοσάρια. Η Θεία Λειτουργία είναι το μόνο που δεν αναπληρώνεται με κομποσχοίνια· δεν γίνεται ν’ αναπληρωθεί. Ολα τ’ άλλα αναπληρώνονται. Τη Θ. Λειτουργία την κάναμε μεσάνυκτα ακριβώς, αφού ολοκληρώνονταν οι ακολουθίες με τα κομποσχοίνια. Εκείνη την ώρα λοιπόν -εν τω μέσω της νυκτός- συγκεντρωνόμασταν στον κεντρικό Ναό του Αγίου Αρτεμίου και αρχίζαμε παράκληση, εν συνεχεία ώρες και ακολούθως Θεία Λειτουργίαν. Αν ήταν ημέρα που κοινωνούσαμε -Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο- διαβάζαμε τις ακολουθίες της Θείας Μεταλήψεως και των ωρών και μπαίναμε στη Θ. Λειτουργία· λειτουργούσε ο Γέροντας· μυσταγωγία! Αλησμόνητες εμπειρίες...

– Μ.Μ.: Πόσοι πατέρες ήσασταν τότε;– Αρχιμ. Φ.Κς: Είχαμε φθάσει τους είκοσι πέντε.

– Μ.Μ.: Ο Αγιος Αρτέμιος πιο πέρα από το μοναστήρι όπου βρισκόμαστε δεν είναι;– Αρχιμ. Φ.Κς: Μάλιστα· ούτε μία ώρα δεν είναι από εδώ, από τη Μονή Καρακάλλου· κατεύθυνση προς τη Μεγίστη Λαύρα. Είναι πίσω από ένα ύψωμα και δεν φαίνεται από εδώ.

– Μ.Μ.: Γέροντα, να επανέλθουμε στο ησυχαστικό πρόγραμμα της νυκτός, που ολοκληρωνόταν με τη Θεία Λειτουργία. Μετά το αντίδωρο τι κάνατε;– Αρχιμ. Φ.Κς: Εν συνεχεία ανάπαυσις δύο με δυόμισι ώρες. Εγερσις ακολούθως και διακόνημα· ό,τι έκανε ο καθένας: Αγιογραφία, μαγειρείο, ζύμωμα ψωμιών και φούρνισμα, παρασκευή κολλύβων, ραπτική, προετοιμασία του ξύλου για τις εικόνες, αλλά κι εξωτερικά διακονήματα. Να σημειώσετε ότι η περιοχή αυτή έχει πολλές ελιές, έχει φουντουκιές, διάφορα οπωροφόρα και κήπους. Μερικοί από τους αδελφούς καταγίνονταν με τις εργασίες αυτές. Αλλοι επισκεύαζαν το κτίριον. Αλλοι μετέφεραν άμμο, πέτρες, υλικά. Μετά τα διακονήματα επακολουθούσε η τράπεζα και αμέσως μετά μεσημβρινή ανάπαυση, για ν’ αντέξουμε την ολονυκτίαν αγρυπνίαν.

– Μ.Μ.: Ως προς το φαγητό, πότε βάζατε λάδι;– Αρχιμ. Φ.Κς: Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή· Εκτός βεβαίως των νηστειών, που έχει ορίσει η Εκκλησία μας.

– Μ.Μ.: Πόσο μείνατε στον Αγιον Αρτέμιον;– Αρχιμ. Φ.Κς: Περίπου δυόμισι χρόνια. Τότε κάλεσαν τον Γέροντά μας στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, όπου πήγαμε κι εμείς μαζί του.

Μανώλης ΜελινόςΘεολόγος συγγραφέας,διευθυντής Βιβλιοθήκης της Ι. Συνόδου

http://www.dimokratianews.gr/content/20 ... F%83%CE%B1
nikolar
 

Re: ΒΙΩΤΗ & ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, ΓΕΡΟΝΤΩΝ & ΑΣΚΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣ

Unread postby nikolar » Thu Nov 21, 2013 10:25 pm



ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΝΕΚΤΑΡΙΑ-ΡΟΔΟΣ

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΚΡΥΟΝΕΡΙΟΥ


Image

ΓΕΝΝΗΣΗ-ΑΝΑΤΡΟΦΗ-ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Καθώς διηγείται η ίδια η γερόντισσα, κατά κόσμον Δέσποινα Διακονικολάου του π.Γεωργίου και της Μαρίας, γεννήθηκε στο ευλογημένο νησί της Δωδεκανήσου, την Ρόδο, στο χωριό Αρχίπολη, το έτος 1929, στις 23 Ιανουαρίου. Η Ρόδος, παρά τον σκληρό ζυγό και τις καταπιέσεις των Ιταλών κατακτητών, κατόρθωσε να σταθεί σταθερή και αμετακίνητη στις ελληνορθόδοξες παραδόσεις της. Δεν πήγε στο ιταλικό σχολείο, αλλά, κρυφά, με τ' άλλα τα παιδιά μάθαιναν τα ελληνικά γράμματα, στον νάρθηκα της εκκλησίας του χωριού τους, στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου, από τον ιερέα πατέρα της.

Η μαρτυρική της πορεία αρχίζει σε ηλικία τριών ετών, όταν προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε η ίδια: «τριών χρονών με χτύπησε η πολιομυελίτιδα». Θυμόταν τις περιγραφές της μητέρας της για εκείνη την νύχτα:
«ψηνόμουν στον πυρετό. Το τί με κάνανε! μ' έπλυναν με το ξύδι, τίποτα! Αφού κοιμήθηκα, το πρωί σηκώθηκε ο μπαμπάς μου και αυτό το πόδι μου κρεμόταν!».

Παράλληλα απ' αυτή την ηλικία ο Θεός αρχίζει να της δίνει χαρίσματα, όπως να "βλέπει" πολλές φορές θαυμαστά πράγματα, με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής της, αλλά και με τους φυσικούς. Την περίοδο αυτήν, πεθαίνει η θεία της, η αδελφή της μητέρας της, 18 ετών. «
Η μάνα μου με πήρε μαζί της, στο σπίτι της θείας μου, όπου ξεψυχούσε. Εκεί που καθόμουνα, έβλεπα προς τα πάνω, σ' ένα συγκεκριμένο σημείο συνέχεια, για αρκετή ώρα. Με ρωτάει η μάνα μου: -Δέσποινα, παιδί μου, τι βλέπεις; Κι εγώ της είπα: -Βλέπω έναν όμορφο νέο, με άσπρα, με φτερά. Δεν γνώριζα τότε ότι ήταν Άγγελος…».

Καθώς άρχιζε να συλλαβίζει, διάβαζε μόνο θρησκευτικά βιβλία και προπάντων τους βίους των Αγίων.
«Είχα όλους τους βίους των Αγίων, αυτά τα μικρά βιβλιαράκια και τα διάβαζα συλλαβιστά με πολλή δυσκολία. Θα σου πω άλλη στιγμή πώς λύθηκε η γλώσσα μου με θαύμα της Παναγίας. Αφού τα διάβαζα, μετά η χαρά μου ήταν να τα δωρίζω, για να ωφελούνται και άλλοι άνθρωποι».

Σίγουρα αυτά τα βιβλία, που συλλαβιστά διάβαζε, δημιουργούσαν "αναβάσεις" στην παιδική της ψυχή. Οι δυνατές σκέψεις και η θεϊκή φλόγα, που έκρυβαν οι θεάρεστοι βίοι, μαζί με τα θαυμαστά κατορθώματα και τις υπέροχες πνευματικές πτήσεις των αγίων Πατέρων και Μητέρων, την συνέπαιρναν. Αργότερα, ως μοναχή, ομολογούσε ότι παραδειγματιζόμαστε από τους αγώνες των Αγίων και όταν τους διαβάζουμε με προσοχή, ευλάβεια και με δάκρυα, πρεσβεύουν στον Κύριό μας.

ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΗΣ

Ο πατέρας της, ο παπά-Γιώργης, ήταν υπόδειγμα σε όλους. Ποτέ δεν θύμωνε. Νουθετούσε με όλη του την αγάπη και ποτέ δεν έδωσε την εντύπωση ότι αυτά που νουθετούσε, δεν τα εφάρμοζε πρώτος. Ήταν γνωστός για την αρετή του. Ιερεύς των μυστηρίων του Θεού, πνευματοφόρος και ευλαβής. Γελούσε και χαμογελούσε σε όλους. Το δέντρο, όπως βέβαια λέγεται, γνωρίζεται από τον καρπό. Πριν χειροτονηθεί, δούλευε στα χωράφια. Σύμφωνα με τα λόγια της γερόντισσας, έσπερνε σιτάρι, βαμβάκι, τριφύλλι, φακές, φασόλια, εργαζόταν ασταμάτητα απ' το πρωί έως το βράδυ. Ήταν ο κύριος ιεροψάλτης στον ναό του χωριού του, γνώριζε και βυζαντινή μουσική. Τον χειροτόνησε ο μακαριστός Μητροπολίτης Ρόδου, κυρός Σπυρίδων. Η γερόντισσα είχε και θείο ιερέα, με το όνομα Νικόλαος.

Σχετικά με την μητέρα της, η ίδια έλεγε:

«Η μάνα μου, η παπαδιά, ήταν πολύ βασανισμένη. Έντεκα γέννες, δουλειά σκληρή στα χωράφια και στο σπίτι αδιάλειπτη προσευχή. Πενήντα πέντε ετών κοιμήθηκε. Στον ύπνο μου είδα τα εφτά κεκοιμημένα αδελφάκια μου να 'ναι γύρω-γύρω απ' το φέρετρο της μάνας μου και να κρατούν αναμμένες λαμπάδες. Φορούσαν άσπρα αστραφτερά ρουχαλάκια, όπως τα παπαδάκια. Αυτά ήταν βαπτισμένα, μυρωμένα. Ο Θεός ζήτησε αγγέλους και τα πήρε. Εγώ, μικρό παιδάκι, σηκωνόμουν τη νύχτα, που θήλαζε τα μικρά, και ό,τι μπορούσα, την βοηθούσα, επειδή ήταν κατάκοπη. Ήταν τέλεια νοικοκυρά».

Η ΠΡΩΤΗ ΘΕΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Στην παιδική αυτή ηλικία, της εμφανίζεται μέρα μεσημέρι, όπως η ίδια αφηγείται, ο Κύριος. Ήταν φθινόπωρο, περίοδος ελαιοσυγκομιδής. Ας αφήσουμε την ίδια να μας το περιγράψει:

«Ήρθε στο πρόσωπο του μπαμπά μου. Είχαμε εκείνη την χρονιά πολλές ελιές, είχαμε και εργάτες. Η μάνα μου έλειπε στα χωράφια. Εγώ ήμουνα σπίτι με το μωρό μας και ήρθε ο υποτιθέμενος μπαμπάς μου και κάθισε δίπλα μου. Μ' αγκάλιασε, έβαλε το χέρι του στην πλάτη μου και μου λέει: -
Δέσποινα, παιδάκι μου, εμείς είμαστε συνεχώς έξω. Εσύ μένεις στο σπίτι. Μπορεί να έρθει στην πόρτα μας κανένας φτωχός.
Αν είναι άντρας, πού ξέρεις; Μπορεί να 'ναι ο Χριστός και ήρθε να σε δοκιμάσει. Θα του δώσεις ελεημοσύνη. Αν είναι γυναίκα, πού ξέρεις; Μπορεί να 'ναι η Παναγία και ήρθε να σε δοκιμάσει, κάτι να της δώσεις να φύγει
». Εκείνη την στιγμή, αυτά τα λόγια σαν να φύτρωσαν μέσα μου. Και, ξαφνικά, γίνεται άφαντος! Τρέχω έξω, πουθενά ο μπαμπάς μου! Συνήλθα και λέω: ο μπαμπάς μου έρχεται με το γαϊδουράκι μας. Το βράδυ, που 'ρθαν οι γονείς μου, έτρεξα και το 'πα στον πατέρα μου.
Μου 'πε να σωπάσω, να μην το πω πουθενά και να δοξάζω τον Θεό".

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ - ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΓΕΡΟΝΤΑ ΤΗΣ

Παρά την αναπηρία της, 22 χρονών εγκαταστάθηκε στην παλαιά πόλη της Ρόδου και εργαζόταν ως μοδίστρα ασταμάτητα. Τα χρήματα τα έδινε σε ελεημοσύνη. Στην παλιά μητρόπολη γνώρισε μια σχεδόν τυφλή γιαγιά, την γιαγιά Χριστίνα, που αμέσως την συμπόνεσε και την ανέλαβε ως μάνα της. Μπροστά στην εικόνα του Χριστού του τέμπλου, εκείνη την ώρα έδωσε υπόσχεση να μην την εγκαταλείψει μέχρι τον θάνατό της. Αυτή η γιαγιά την οδήγησε στον Άγιο Νικόλαο, όπου γνώρισε τον πατέρα Βασίλειο Μαντικό, ο οποίος για χρόνια ήταν και πνευματικός της, μέχρι που γνώρισε τον μετέπειτα γέροντά της. Είχε μεγάλο σεβασμό στον π. Βασίλειο. Έλεγε, χαρακτηριστικά:
«Ο παπά-Βασίλης διώκει δαιμόνια»
. Ανελλιπώς, παρακολουθούσε τα κηρύγματά του, Κυριακές και καθημερινές. Μάλιστα, και ο ίδιος την αγαπούσε τόσο πολύ, που εξέφρασε την επιθυμία του να την τοποθετήσει νεωκόρο του ναού, φοβούμενος μην φύγει. Αλλά, όπως έλεγε η ίδια:
«Ήμουν έτοιμη για το μεγάλο ταξίδι να γίνω μοναχή»
.
Κάποια Κυριακή, σύμφωνα με τα λόγια της, μία αόρατη δύναμη την οδήγησε στην παλιά μητρόπολη. Ήταν από Θεού. Ο εφημέριος πατήρ Δημήτριος ανακοίνωσε ότι κάποιος ιερομόναχος επρόκειτο να έρθει για εξομολόγηση και, όποιος επιθυμούσε, θα μπορούσε να προσέλθει στο ιερό μυστήριο. Το θεώρησε σημείο από Θεού, για την εκπλήρωση του πόθου της. Εξαιτίας της αναπηρίας της, θεωρούσε ότι δεν μπορεί να γίνει μοναχή, αλλά ούτε και δεκτή σε κάποιο μοναστήρι. Την ημέρα εκείνη γνωρίζει τον ιερομόναχο, ο οποίος επρόκειτο να γίνει ο γέροντάς της, έως την μακαρία κοίμησή της.
«Τί να σας πω, βρε παιδιά; Μου έμεινε αυτή η εικόνα της πρώτης γνωριμίας μου με τον γέροντα. Έκανα πολλή προσευχή. Όταν τον αντίκρισα, κάτι έγινε μέσα μου. Γύρισε και με είδε. Μετά γυρίζει στον Χριστό. Ύστερα, με ξανακοιτάει. Μετά, ξαναγυρίζει στον Χριστό».
Του εξέθεσε τους προβληματισμούς της, έκανε γενική εξομολόγηση, όπως έλεγε, και ηρέμησε. Πήρε το μήνυμα ότι μπορεί να γίνει μοναχή. Η χαρά της ανείπωτη.
«Να 'χα φτερά, να πετάξω, να φύγω κιόλας απ' αυτόν τον κόσμο!»

Μοναχή έγινε δέκα χρόνια αργότερα, αφού πρώτα αναπαύθηκε η γιαγιά που περιποιόταν. Κάποια μέρα,καθώςπροσευχόταν, της μίλησε ο ίδιος ο Κύριος
: «Χριστέ μου, θέλω να 'ρθω στο δικό σου αμπέλι, είμαι δεκτή; Το 'λεγα συνεχώς. Ακούω να μιλάει ο Κύριος από το εικόνισμα: -Μην ξεχνάς το έργο, που άρχισες. Πρώτα θα τελειώσει και μετά Εγώ θα σε καλέσω»
.
Η γιαγιά Χριστίνα κοιμήθηκε το βράδυ των ψυχών. Όπως έλεγε η γερόντισσα: «Ήταν σημαδιακή ημέρα. Ήταν πάρα πολύ πιστή γυναίκα. Εκείνο το βράδυ, τα μεσάνυχτα, καθώς θύμιαζα, άκουσα φωνή να μου λέει: -
Προστέθηκε ένα ακόμη αστέρι στον ουρανό, και τί αστέρι, τί αστέρι
! Δεν έδωσα σημασία, νομίζοντας ότι είναι απ' τον πονηρό. Καθώς συνέχιζα να διαβάζω την ακολουθία, "χτύπησε" δυνατά η θαυματουργός εικόνα της Μυρτιδιώτισσας και κατάλαβα ότι η γιαγιούλα έφυγε...»

ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΕΙΚΟΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΗΣ

Η θαυματουργός εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Μυρτιδιώτισσας ήρθε στα χέρια της γερόντισσας από μια μακρινή θεία της, με το όνομα Σταματία. Η θεία της αυτή ήταν χήρα, άρρωστη και άτεκνη. Η γερόντισσα την βρήκε εγκαταλελειμμένη από τα ανίψια, που την φρόντιζαν. Την βοηθούσε πάντοτε ποικιλοτρόπως, προπαντός οικονομικά. Γι' αυτό και η θεία της την αγαπούσε πολύ. Κάποια στιγμή της εκμυστηρεύτηκε ότι η παλιά εικόνα της Παναγίας, σε μορφή τρίπτυχου, που είχε στο σπίτι της είναι θαυματουργός, και πρέπει να την πάρει η ίδια.
«Παιδί μου, Δέσποινα, αυτή η εικόνα είναι πολύ παλιά και

θαυματουργή. Πρόσεξε μην σου την ζητήσει καμιά για εννιαήμερο, γιατί θα σου την πάρουν. Στην χαρίζω με όλη μου την αγάπη και να την προσέχεις»
. Μετά την ταφή της θείας της, προσευχόταν συνεχώς για την ανάπαυσή της, αλλά και για την εκπλήρωση της μοναχικής της επιθυμίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, της απάντησε, όπως και στο παρελθόν, ο ίδιος ο Κύριος με τα εξής:
"Τώρα είσαι έτοιμη και φύγε για μοναχή"...

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑΣ ΠΡΙΝ ΓΙΝΕΙ ΜΟΝΑΧΗ.

Δίπλα απ' το σπίτι της Γερόντισσας ζούσε ένα νέο ζευγάρι που ακόμα δεν είχε αποκτήσει παιδιά. Η γυναίκα άρχισε να δέχεται έντονες πιέσεις για το θέμα αυτό, από την οικογένεια του συζύγου της, που κατέληξαν σε μεγάλες φασαρίες και καυγάδες. Κάποια Κυριακή, καθώς επέστρεφε η γερόντισσα από την εκκλησία, βλέπει την νέα γυναίκα να σπαρταρά από τα κλάματα πάνω στο κρεβάτι της. Δεν της μίλησε, αλλά πήγε κατευθείαν στην θαυματουργό εικόνα της Παναγίας, αρχίζοντας να την παρακαλεί με πόνο ψυχής να δώσει ένα παιδάκι στο νιόπαντρο ζευγάρι, για να μην χωρίσουν: «Εκεί, που Της έλεγα να χαρίσει ένα παιδάκι, μην τυχόν και χωρίσουν, ακούω ζωντανή την φωνή της Παναγίας, απ' την θαυματουργό εικόνα της: «Φώναξέ την να έρθει πάνω. Σταύρωσέ την με το λαδάκι μου και θα μείνει έγκυος. Πώς θα την σταυρώσεις; Θα επικαλείσαι το όνομα της Αγίας Τριάδος, τρεις φορές στην κοιλιά και τρεις στην μέση, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Μ' αυτόν τον τρόπο να σταυρώνεις τις γυναίκες, που θα έρχονται με πρόβλημα και θα με προσκυνούν».
Φωνάζω, λοιπόν, την Παναγιώτα, αυτό ήταν το όνομά της. Ήρθε πάνω. Η κοπέλα δεν ήξερε ούτε πώς μπαίνουν στην εκκλησία. Αργότερα την κατήχησα, την πήγα για εξομολόγηση και την έπαιρνα μαζί μου τις Κυριακές. Της λέω, λοιπόν: -Αυτά που θα σου πω, να τα πιστέψεις. Η Παναγία θα σου χαρίσει παιδί. - Ναι; μου λέει, και έβαλε τα κλάματα. Γιατί να μην το πιστέψω; Θα το πιστέψω! - Σκύψε να κάνεις τρεις μετάνοιες στην Παναγία και ασπάσου την. Έκανε αυτό που της είπα, πιάνω το καντηλάκι της Παναγίας, την εσταύρωσα στον ομφαλό και στην μέση από τρεις φορές. Εκείνη την ώρα, μας διαπέρασε και τις δύο μια ανατριχίλα, ένα έντονο ρίγος. Τις ημέρες εκείνες έμεινε έγκυος».

ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ

Image

Κάποια στιγμή, ο γέροντάς της την έστειλε στον Μητροπολίτη να του αναφέρει την επιθυμία της για την είσοδό της στην μοναχική πολιτεία. Ο Σπυρίδων εκτιμούσε βαθύτατα τον πατέρα της και την ίδια την αγαπούσε. Μόλις το άκουσε, πέταξε από την χαρά του λέγοντας:
«Να γίνεις, παιδί μου, να γίνεις, και να σε κάνουμε στον Άγιο Νεκτάριο!».
Αφού πήρε την ευλογία από τον Μητροπολίτη, την έστειλε ο γέροντάς της να ετοιμάσει τα σχετικά με την κουρά της, η οποία έγινε την τρίτη μέρα των Χριστουγέννων, ανήμερα του Αγίου Στεφάνου, στην Ιερά Μονή του Αγίου Νεκταρίου, σε ατμόσφαιρα κατανύξεως και χαράς. Έλαβε το μοναχικό σχήμα, μετονομασθείσα σε Νεκταρία μοναχή και η μοναχική της ομολογία καταχωρήθηκε στα βιβλία του ουρανού.

Πρώτα έγινε η ρασοευχή και ύστερα από τέσσερα χρόνια η μεγαλοσχημία της. Όπως έλεγε η ίδια, πετούσε από την χαρά και την συγκίνηση. Ντυμένη στο αγγελικό σχήμα, με το πολυσταύριο και το κουκούλιο, κρατώντας στο χέρι της την λαμπάδα και τον Τίμιο Σταυρό, δεχόταν τις ευλογίες των πατέρων και αδελφών. Η γερόντισσα γνώριζε και βίωνε πως, όσες υποσχέσεις έδωσε ενώπιον του επισκόπου κατά την μεγαλοσχημία της, οι άγγελοι τις έγραψαν στον ουρανό
και ο Θεός θα ζητούσε λόγο γι' αυτές κάποτε.


Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ-ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΛΑΚΟΛΟΥΘΟ ΤΗΣ.

Στην αρχή της μοναχικής της ζωής ζούσε μόνη της στο μοναστήρι. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Μητροπολίτης χειροτόνησε την Γερασίμη από την Αθήνα και την Ευφημία, η οποία κοιμήθηκε νωρίς. Η γερόντισσα, παρά την σοβαρή αναπηρία της, που σιγά-σιγά θα την καθήλωνε για 20 ολόκληρα χρόνια, εργαζόταν σκληρά την ημέρα.
«Ήμουν καλά στην αρχή. Περπατούσα με μπαστούνια, κατέβαινα κάτω, στον ναό. Στο χέρι έπλενα τα σεντόνια των προσκυνητών. Φιλοξενούσα αρκετό κόσμο. Τις Κυριακές γεμάτος ο ναός ασφυκτικά, όπως και οι διάδρομοι.

Έφτιαχνα φαγητά και γλυκά αποβραδίς. Τις σαρακοστές, τηγανίτες, ψωμί με λάδι κι ελιές. Ξαφνικά είδα ότι δεν μπορούσα να ανεβοκατεβαίνω τα σκαλιά, ε, και σιγά-σιγά, καθηλώθηκα ...»
.
Η γερόντισσα ήταν μοναχή με όλη την σημασία της λέξεως. Έμαθε και έζησε την μοναχική ζωή, στην γνήσια έκφρασή της. Είχε την αρετή της μακαρίας απλότητος, πέρα από το φιλότιμο και την λιτότητα που την διέκρινε. Συνήθιζε να λέει πως από μικρή ήταν πολύ αγαθή. Δεν είχε πονηριά μέσα της.

Η απλότητα και η ταπείνωση ήταν πολύτιμα στολίδια της. Η ψυχή της ήταν παιδική. Το στοιχείο αυτό της παιδικής απλότητος, που το εγκωμιάζει ο ίδιος ο Χριστός στο Ευαγγέλιο, αποτελεί διακριτικό γνώρισμα των Αγίων.

Τηρούσε αυστηρότατα τα μοναχικά της καθήκοντα και τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Πίστευε πως μια παρέκκλιση από τα παραδεδομένα και μάλιστα, χωρίς σοβαρό λόγο, μπορεί να φέρει και δεύτερη. Την δεύτερη εύκολα την διαδέχεται η τρίτη και τότε το κακό προχωρεί. Κάθε μοναχός υποχρεούται να κάνει καθημερινά με το κομποσχοίνι του ορισμένο αριθμό προσευχών και γονυκλισιών. Πρόκειται για τον λεγόμενο μοναχικό κανόνα, όπως προαναφέραμε. Η γερόντισσα, εκτός από τον καθιερωμένο κανόνα, έκανε επιπλέον επί μονίμου βάσεως τον διπλάσιο, γιατί, όπως έλεγε χαριτολογώντας, μα και σοβαρά:
«μπορεί να πέσω αύριο στο κρεβάτι. Γιατί να μην κάνω τώρα λίγο παραπάνω που μπορώ;».

Λόγω της αναπηρίας της , δεν μπορούσε να κάνει μετάνοιες. Έκανε τα κομποσχοίνια της με μεγάλους σταυρούς, πάντοτε καθιστή στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι της και ποτέ ξαπλωμένη. Όταν κάποιος της προσέφερε ένα κανονικό μαξιλάρι για τις πολύωρες ακολουθίες της, αρνήθηκε κατηγορηματικά, δεν θέλησε να το χρησιμοποιήσει, γιατί το θεώρησε άνεση και πολυτέλεια.
«Όχι, όχι, ευλογημένε, παρ’ το από 'δω, εγώ είμαι μοναχή.
Τί θα πω στον Κύριό μου, όταν παρουσιαστώ;»
- Γερόντισσα, το πόδι σας χρειάζεται ανάπαυση, μην το κουράζετε τόσο, να ξαπλώνετε λιγάκι. Γελώντας, απαντούσε: -
Τέτοιο που 'ναι, τέτοια του χρειάζονται, για να βάλει μυαλό
. Κάποια φορά, μας εκμυστηρεύτηκε ότι απ' την μασχάλη της έτρεχε συνεχώς αίμα, λόγω των μεγάλων σταυρών που έκανε. Ήταν καύσωνας. Της πήγαμε μία κρέμα, που την δέχθηκε. Μας είπε ότι ήταν πολύ καλή. Όταν την ξαναρωτήσαμε μετά από καιρό σχετικά με την πληγή αυτή, αν η κρέμα την είχε όντως βοηθήσει, γιατί φαινόταν πως υπέφερε, απάντησε πάλι με τα εξής:
«Τί δουλειά έχει η καλογερική με την άνεση και τις κρέμες;»

Image

. Το πρωί ξυπνούσε στις 03:00. Μία ώρα χρειαζόταν για να κατέβει από το κρεβατάκι της, στηριζόμενη στους αγκώνες, για να πάει στο λουτρό, που ήταν κατασκευασμένο ακριβώς δίπλα απ' αυτό.

Τα "πρωινά", όπως χαρακτηριστικά έλεγε τις ακολουθίες του μεσονυκτικού κα του όρθρου, τα άρχιζε στις 04:00 και τα τέλειωνε γύρω στις 09:00.
Δεν παρέλειπε τίποτε.
Την ακολουθία των "Ωρών", την τελούσε, όπως στα μοναστήρια. Τέλειωνε τον όρθρο με τα αναγνώσματα του Αποστόλου και του Ευαγγελίου.



Αμέσως μετά άρχιζε το κομποσχοίνι επί ώρες ατέλειωτες. «Δεν αφήνω το κομποσχοίνι ποτέ από το χέρι μου. Και όταν μιλάω με τον κόσμο και όταν κοιμάμαι, το κρατώ και
λέω την ευχή με το πνεύμα μου
». Το τρίτο δάκτυλο του αριστερού χεριού της με το οποίο κρατούσε το κομποσχοίνι της, είχε ένα εμφανέστατο βαθούλωμα.
Ο καθημερινός της απλός κανόνας ήταν δώδεκα 300άρια κομποσχοίνια με σταυρούς, 100 μετάνοιες, τις οποίες έκανε σε σταυρούς, κλίνοντας το σώμα της προς τα κάτω, και 27 σταυρωτά κατοστάρια!
Βέβαια, σε καθημερινή βάση, δεν παρέλειπε και τα "απόρρητα", όπως τα ονόμαζε
Αυτά ήταν 15 300άρια σταυρωτά (από 3 στην Αγία Τριάδα, στην κυρία Θεοτόκο, στους Αγίους της ημέρας, στους Αγίους Πάντες και στον Φύλακα Άγγελο).
Όλες της ακολουθίες της, της τελούσε ψαλτά
Τους Χαιρετισμούς της Υπεραγίας Θεοτόκου, τους διάβαζε 2 φορές την ημέρα με άκρα ευλάβεια και με δάκρυα στα μάτια. Συχνά, στους επισκέπτες της διηγούνταν την ιστορία, που η Παναγία παρουσιάστηκε σε μοναχό και τον διαβεβαίωσε πως, όποιος διαβάζει με ευλάβεια τους Χαιρετισμούς Της, θα τον προστατεύει, όχι μόνο σ' αυτήν την ζωή την πρόσκαιρη, αλλά και κατά την ώρα που η ψυχή θα χωρίζεται από το σώμα, την ώρα του θανάτου. Μετά τους πρωινούς Χαιρετισμούς άρχιζε να ψάλλει μελωδικότατα την παράκληση της Παναγίας, εναλλάξ, μια μέρα την μικρή, μια μέρα την μεγάλη, και αμέσως μετά του Αγίου Νεκταρίου, όπου στο τέλος έλεγε αρκετά τροπάρια και μεγαλυνάρια Αγίων. Η φωνή της ήταν χαρακτηριστική, μελωδική και γλυκύτατη. Η χροιά της είχε κάτι το ιδιαίτερο. Τον Κανόνα στον Δεσπότη Χριστό, τον έψαλλε σε καθημερινή βάση. Και αμέσως μετά, διέκοπτε τα καθήκοντά της για το λιτό, μεσημεριανό φαγητό της, το οποίο βρισκόταν στο μικρό ψυγείο, που ήταν κοντά της. Την φροντίδα του φαγητού της είχαν αναλάβει οι κατά σάρκα αδελφές της, που της το έφερναν από το σπίτι. Το κρατούσε 2 και 3 μέρες.
Αν κανείς την έβλεπε για πρώτη φορά, θα δάκρυζε. Αναπηρία 100%. Έτρωγε σαν σπουργίτι, εκεί όπου καθόταν και προσευχόταν στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι
.
Image

Να σημειωθεί ότι κρατούσε αυστηρά τις νηστείες, ιδιαίτερα τα τριήμερα, κατά τα οποία δεν έπινε ούτε νερό.

Αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό, άρχιζε την ακολουθία της Ενάτης Ώρας και τον Εσπερινό. Στη συνέχεια, έψελνε το Θεοτοκάριο του Αγίου Νικοδήμου και του Αγίου Νεκταρίου και ολοκλήρωνε με την ακολουθία του Αποδείπνου και των Χαιρετισμών.

Πάντοτε, πετούσε από χαρά, παρά τις δοκιμασίες της. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμά της ήταν μια συνεχής χαρά και μακαριότητα. Ζούσε έντονα με φόβο Θεού την κάθε στιγμή.

Ήταν πολύ λεπτός χαρακτήρας και είχε πάντοτε μια συνεχή πνευματική δίψα. Είχε τον
Θεομητορικό
πόθο μέσα της. Γλυκομίλητη σε όλους. Απλή, άκακη και διδακτική. Ακόμα κι αν θύμωνε, συγχωρούσε ευθύς αμέσως. Έλεγε:
«Σκέπαζε τα πράγματα για να σε σκεπάζει και εσένα ο Θεός»
. Δεν μνησικακούσε ποτέ, δεν έβλαψε κανέναν, αντιθέτως ευεργέτησε πολλούς με την προσευχή της. Το βλέμμα της ήταν ήμερο και διαχεόταν με φως πνευματικό, ταπεινό, πράο, ανεξίκακο, γεμάτο αγάπη και γλυκύτητα. Αγάπη, όχι όπως την φανταζόμαστε εμείς οι κοσμικοί. Συνήθιζε να λέει, με γεμάτα πάντα τα μάτια δάκρυα:
«Αγαπάω πάρα πολύ τον Χριστό μου. Αλλά, Χριστούλη μου, έχω μια μικρή αδυναμία στην Μανούλα σου»
ή, άλλες φορές:
«Χριστέ μου, μην θυμώσεις μαζί μου, δεν διαβάζω γρήγορα, θέλω να συμμετέχει και το πνεύμα μου!»

Είχε προσλάβει, μες στην απλότητά της, το αιώνιο μήνυμα του Θεού, με αποτέλεσμα να μεταφράζει την χριστιανική αλήθεια σε καθημερινό τρόπο ζωής. Στις δύσκολες ώρες των δοκιμασιών της δηλαδή στην περιφρόνηση, στις

συκοφαντίες, στην ψυχολογική πίεση που δεχόταν να εγκαταλείψει το μοναστήρι
πονούσε καρδιακά από την σκληρότητα αυτών των ανθρώπων, και μάλιστα ανθρώπων της εκκλησίας. Έλεγε πάντοτε: «Δεν υπάρχει αληθινή αγάπη! Πολλοί χριστιανοί, είτε ρασοφόροι, είτε λαϊκοί, είναι σκληροί άνθρωποι. Δεν αγαπούν. Νηστεύουν, αγρυπνούν, εξομολογούνται, προσεύχονται, κοινωνούν, αλλά δεν εφαρμόζουν την εντολή της αγάπης». Αγαπούσε υπερβολικά τον Άγιο Γέροντα Πορφύριο και έλεγε σχετικά: «Αυτός ο Άγιος είδε την κόλαση γεμάτη από τέτοιους ανθρώπους. Αλλοίμονό μας! Να μην δώσει ο Θεός γιατί και θα κολαστούμε και στο τέλος θα μας μείνει και ο κόπος της άσκησης!».

Γνήσια μοναχή, ειρηνική, ανυπόκριτη, με ακτημοσύνη, με ευλάβεια και ειλικρινή πόθο. Ό,τι χρήματα της έδιναν, τα έδινε ελεημοσύνη.
Ακόμα και τα έξοδα για τον τάφο της τα είχε πληρώσει χρόνια πριν
. Κάποτε, δεν δέχθηκε λάμπα για να βοηθηθεί στις νυχτερινές ακολουθίες της: «Το κεράκι είναι αρκετό». Ενώ δεν έβλεπε, εντούτοις αγωνιζόταν μην τυχόν και της το καταλογίσει ο Θεός εν ημέρα κρίσεως:
«Εδώ δεν ήρθαμε για να καλοπεράσουμε, αλλά για να αγωνισθούμε, εξετάσεις δίνουμε».
Δοσμένη στην σιωπή, τα χείλη της και η καρδιά της έλεγαν αδιαλείπτως την μονολόγιστο ευχή: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και συνέχιζε με το: «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Ακόμα και όταν συνομιλούσε, εσωτερικά διατηρούσε την αδιάλειπτο ευχή.

Δεν είχε συχνές επισκέψεις. Κανέναν δεν έδιωχνε. Πολλοί, βέβαια, που πήγαιναν ήταν φορτικοί. Είχε καρτερικότητα και ιώβειο υπομονή. Μιλούσε με χαμόγελο, όσο κουρασμένη και αν ήταν. Μόλις έφευγε ο επισκέπτης συνέχιζε από εκεί που σταμάτησε. Γι' αυτό καθημερινά ξάπλωνε μετά την μία τα ξημερώματα. Ο ύπνος της δεν ξεπερνούσε τις 2-3 ώρες.

Η χαρά της η μεγάλη ήταν την νύχτα. Παρά την σωματική της κούραση, έψαλλε τις ακολουθίες, με το κεράκι στο χέρι. Έλεγε χαμογελώντας:
«Την νύχτα οι ουρανοί είναι ανοιχτοί και ο Θεός ακούει!»
. Καθώς άρχιζε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, είχε μεγάλο φόρτο, αλλά και πόνο. Έκλαιγε ασταμάτητα για το Θείο Πάθος. Το Ιερό Ψαλτήρι ήταν το αγαπημένο της εντρύφημα. Το διάβαζε πάντα ολόκληρο, μία φορά την εβδομάδα, εκτός από την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, που το ολοκλήρωνε δύο φορές την εβδομάδα.

ΤΟ ΚΕΛΛΙ ΤΗΣ

Το κελλί της ήταν πολύ απλό. Είχε μεγάλα παράθυρα, παλιά, σιδερένια, όπου τον χειμώνα πάγωνε ο τόπος. Παλαιότερα, είχε μια απλή θερμάστρα, που έκαιγε με ηλεκτρικό ρεύμα, ενώ τα τελευταία χρόνια εγκατέστησε στο κελλάκι της κλιματιστικό, για χειμώνα και καλοκαίρι. Ήταν γεμάτο εικόνες. Σε ένα τραπεζάκι επάνω, ήταν τοποθετημένη η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας. Στο ακριβώς διπλανό βρίσκονταν μικρά τεμάχια Αγίων Λειψάνων, μέσα σε ξύλινες θήκες, που σχεδόν πάντα ευωδίαζαν ιδιαίτερα έντονα. Τα Λείψανα αυτά ήταν των Αγίων Νεκταρίου, Γρηγορίου του Παλαμά, Ευδοκίας και Αναστασίας της Ρωμαίας. Στην ησυχία του κελλιού της, ζούσε ώρες δυνατής προσευχής, μελέτης, αυτοσυγκέντρωσης και ετοιμαζόταν με νοσταλγία και πόθο για την μέλλουσα, αιώνια, αληθινή ζωή.

Καθηλωμένη στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι, συνεχώς φιλοσοφούσε τον θάνατο και την ματαιότητα του κόσμου. Η Γερόντισσα δεν χόρταινε την προσευχή.
Ο Θεός τής δώρισε αυτήν την αρετή, που είναι η μεγαλύτερη των αρετών
. Παράλληλα, μελετούσε και τα ιερά κείμενα, βίους Αγίων, μάλιστα σύγχρονων Αγίων Γερόντων, όπως των Παϊσίου, Πορφυρίου, Ιακώβου, του παπά-Χαράλαμπου της Διονυσίου και άλλων. Της άρεσε να διηγείται ιστορίες απ' αυτούς.
Υπήρξαν μέρες, τρεις και τέσσερις συνεχόμενες, χωρίς κανείς να της ανοίξει την πόρτα. Ολομόναχη μέσα στο δάσος και στην ησυχία του κελιού της "μόνη, μόνω Θεώ"
. Η απλότητα και η ησυχαστική ζωή του κελλιού της, ταίριαζε μ' αυτό που αναφέρει ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στους "Ύμνους θείων ερώτων": "Εάσατε τη κέλλη με μόνον εγκεκλεισμένον. Άφετέ με μετά Θεού, του μόνου φιλανθρώπου... Μηδείς την θύρα κρούσειε, μηδείς φωνήν αφήσει...".

ΟΙ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚΕΣ ΘΕΙΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ.

Το διπλανό κελλί ήταν της αδελφής Γερασίμης. Όταν αυτή κοιμήθηκε, η Γερόντισσα Νεκταρία το μετέτρεψε σε παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής της Μεγαλομάρτυρος, κατόπιν αδείας του μακαριστού Μητροπολίτου Ρόδου κυρού Αποστόλου. Σκιρτούσε από χαρά, κάθε φορά που θα τελούνταν η Θεία Λειτουργία. Χαρακτηριστικά έλεγε:
«Αν βλέπαμε τι γίνεται στην Θεία Λειτουργία, θα πεθαίναμε από ανακοπή! Όσα κομποσχοίνια και μετάνοιες και αγρυπνίες να κάνουμε, σαν την Θεία Λειτουργία δεν υπάρχει»
. Ζητούσε συνεχώς ευκαιρίες να καλεί τον ιερέα να ιερουργεί. Άκουγε την Θεία Λειτουργία από το κελλάκι της και ζούσε ουράνιες στιγμές, ξεσπώντας σε καρδιακά δάκρυα. Πάντοτε ήθελε, όσο κρατούσε η ακολουθία, να είναι μόνη της, να μην υπάρχει άνθρωπος στο κελλί της. Σε κάποια καλοκαιρινή νυχτερινή ακολουθία, παρατηρώντας διακριτικά το τί συνέβαινε μέσα στην μοναξιά του κελλιού της, λίγο πριν από την Θεία Κοινωνία, ήδη ήταν σηκωμένη από το τσιμεντένιο σκαλοπάτι και καθόταν στηριγμένη στους αγκώνες, στην άκρη του κρεβατιού της, περιμένοντας τον ιερέα να την κοινωνήσει. Εκείνη την στιγμή, δεν μιλούσε καθόλου. Το πρόσωπό της είχε μια περίεργη λάμψη, ήταν κυριευμένο από ένα ιερό δέος, μία θεία αγαλλίαση. Στα μάτια της φαίνονταν δάκρυα, αποκαλύπτοντας τον πλούτο της πίστεως και της ευλάβειάς της.
Τελευταία που στερήθηκε αυτήν την χαρά των μεσονυκτικών Θείων Λειτουργιών, σιωπούσε και έκλαιγε απαρηγόρητα.

ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

Από της ελεύσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αρχίζει και ο διωγμός Του. Ταράσσεται ο διάβολος, γιατί καταλύεται η δυναστεία του και εγείρει πόλεμο εναντίον Του. Όργανά του χρησιμοποιεί τους πολιτικούς (Ηρώδης) και τους θρησκευτικούς ηγέτες (Αρχιερείς και Γραμματείς), για να επιτύχει την εξόντωσή Του. Το ίδιο συμβαίνει στους Αποστόλους, στους Χριστιανούς, στην Εκκλησία διαμέσου των αιώνων μέχρι και σήμερα και θα συνεχίζεται μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, σύμφωνα με τον Αληθή Λόγο Του.

Από τις πρώτες ημέρες της εγκαταστάσεώς της στην Ιερά Μονή του Αγίου, ο διάβολος άρχισε λυσσαλέα το έργο του, το οποίο δεν σταμάτησε επί σαράντα χρόνια μέχρι την μακαρία κοίμησή της. Έλεγε, τελευταίως, πικραμένα:
«ξέρεις γιατί αυτά τα ράσα είναι πλατειά;»
. Και απαντούσε η ίδια:
«για να χωρούν πολλές στενοχώριες…»
.
Πραγματικά, εκτός της καθολικής αναπηρίας της, "διήλθεν διά πυρός και ύδατος", απ' όλες τις απόψεις. Και αυτό, για να δείξει ο Κύριος ότι μόνο μέσω των πειρασμών και των θλίψεων "δει ημάς εισελθείν εις την Βασιλείαν Των Ουρανών".
Δεν επιτρέπεται να αναφερθούμε διεξοδικώς σε αυτές τις δοκιμασίες, διότι δεν ωφελούν πνευματικώς, αλλά απεναντίας θλίβουν
. Εξαιτίας όλων αυτών, αποφάσισε να αναχωρήσει από τον τόπο τής μετανοίας της, γεγονός που της κόστισε αφάνταστα

Image

Η απόφασή της αυτή στόχευε σε πνευματικό της όφελος. Έλεγε χαρακτηριστικά εκείνες τις ημέρες: «
Τώρα, στις τελευταίες μου στιγμές, ο αποστάτης (ενν. διάβολος) θέλει να με συντρίψει φανερά. Όχι, δεν θα τού κάνω την χάρη. Ο Χριστός ήρθε για να καταργήσει τα έργα του. Πρέπει να φύγω από εδώ γιατί εάν μείνω, θα ασχολούμαι μόνο με αυτόν. Είναι φοβερό! Δεν αφήνω μνησικακία μέσα μου για να μην του δίνω δικαίωμα επάνω μου. Όλα αυτός ο ταγκαλάκης τα κάνει! Να, φοβάμαι μην χαθεί η λαχτάρα και η λατρεία μου για τον Χριστό. Θέλω να δοθώ όπως πρώτα στον Χριστό μου. Η κάθε αναπνοή μου ο Χριστός μου! Ξέρεις τι δεν αντέχει ο κακομοίρης ο διάβολος; Την περιφρόνηση! Ναι, την περιφρόνηση με την βοήθεια της Θείας Χάρης. Και αυτό επειδή είναι εγωιστής».

Η γερόντισσα, μέχρι που κοιμήθηκε, συγχωρούσε συνεχώς με πόνο ψυχής. Μάλιστα, τηλεφωνούσε και η ίδια σ' αυτούς που την πίκραναν και τους ζητούσε συγγνώμη. Αυτό γινόταν και στο παρελθόν, αλλά και στα τέλη της, που τα πληροφορήθηκε εκ Θεού. Βέβαια, ως άνθρωπος, δοκιμαζόταν από ποικίλους λογισμούς κατάκρισης. Όμως, όπως έλεγε, δεν έκανε το κεφάλι της "αεροδρόμιο λογισμών". Προσπαθούσε να τούς διώχνει αμέσως λέγοντας την ευχή. Έλεγε: «
Σκέπαζέ τα, για να σε σκεπάζει και εσένα ο Θεός
». Είχε παράδειγμα πάντα τον αγαπημένο της προστάτη και έλεγε, γελώντας, χαρακτηριστικά: «Αν ο Άγιός μου έμενε στην Αλεξάνδρεια, θα ήταν Πατριάρχης, αλλά όχι Άγιος. Συκοφαντήθηκε και εκεί και στην Αθήνα και στην Αίγινα. Πήγε ο ανακριτής στην Αίγινα για να τον ανακρίνει και εκείνος σιωπούσε, βλέποντας μόνο τον Εσταυρωμένο Κύριό μας και θύμωσε ο
ανακριτής, αγανάκτησε, τον έβρισε και τον κτύπησε. Μ' αυτό που έγινε, μια μοναχή θέλησε να χτυπήσει τον ανακριτή. Και ο Άγιός μου της είπε: «Ποιον; αυτόν που με οδηγεί πιο σύντομα στον παράδεισο; γι' αυτό να κάνεις 100 μετάνοιες! -Βλέπεις; γι' αυτό είναι μεγάλος Άγιος!».

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ

Κατά το τέλος της ζωής της, πριν φύγει απ’ το μοναστήρι, όπως ήταν φυσικό, εξασθένησαν οι δυνάμεις της λόγω της χρόνιας ακινησίας. Η καρδιά κουραζόταν. Είχε κολπική μαρμαρυγή. Είχε συνεχώς φρικτούς πόνους στον οισοφάγο και στο στομάχι και στην πλάτη μέχρι λιποθυμίας. Οι πόνοι κρατούσαν μέχρι και δύο εικοσιτετράωρα. Συνεχώς είχε εμετούς με αφρούς.
Εντούτοις δεν παρέλειπε ούτε τον κανόνα της αλλά ούτε και τις ενδιάτακτες ακολουθίες του νυχθημέρου κατά την μοναχική τάξη. «Καθώς πήγα να σηκωθώ, έπεσα κάτω στο τσιμέντο από την εξάντληση. Όλη νύχτα εκεί. Σφάδαζα απ’ τους πόνους. Πάγωσα απ’ το κρύο. Δεν μπορούσα να πλησιάσω το τηλέφωνο. Συνεχώς εμετούς με αφρούς».
Κάποια άλλη φορά εμπιστευτικά είπε:
«Ώρες περίμενα για να σηκωθώ από κάτω. Ευτυχώς ήρθε η Τσαμπίκα και με σήκωσε. Τρέμω. Τι να κάνω; Ούτε τα φάρμακα παίρνω. Ποιος να μου τα δώσει; Δεν έχω άνθρωπο. Ξέρεις, ο Θεός δίνει πολλές ευκαιρίες να μπουν εύκολα στον Παράδεισο πολλοί εξαιτίας μου. Εντούτοις αρνούνται. Δυστυχώς, άνθρωπο δεν έχω, είμαι μόνη μου»
.
Την παραμονή της Αγίας Αικατερίνης τού 2005 έπαθε πνευμονικό οίδημα και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο. Μόλις επέστρεψε στο κελλί της, παραμονή της Αγίας Βαρβάρας, διακομίζεται ξανά στο νοσοκομείο με διπλό πνευμονικό οίδημα-διπλή ανακοπή. Εκεί οι γιατροί έδωσαν διορία ζωής το πολύ δύο ημέρες. Λειτουργούσε το 10% της καρδιάς της. Την ημέρα εκείνη την επισκέφθηκε ολοζώντανα ο Άγιος παρουσία και των υπολοίπων ασθενών, όπου και την θεράπευσε (το γεγονός αυτό θα αναφερθεί στο Β' μέρος της βιογραφίας).

«ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ» ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΛΛΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΑΡΧΙΠΟΛΗ

Η Γερόντισσα έφυγε από την μετάνοιά της, από το μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου οριστικά το Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011. Ετοίμασαν ένα απλό

σπιτάκι το οποίο παραχωρήθηκε ευγενώς από τον γιο της μακαρίτισσας Δημητρούλας που ήταν φίλη της Γερόντισσας και ήταν δικό της. Σ’ αυτό το σπίτι έζησε κοντά ενάμιση χρόνο μέχρι που παρέδωσε την ψυχή της.

Προθυμοποιήθηκαν 3 άνδρες με ένα φορτηγάκι να την μεταφέρουν. Την κατέβασαν με μία καρέκλα. Ζήτησε να την οδηγήσουν μέσα στον ναό –στον οποίον είχε να μπει πολλά χρόνια– για να προσκυνήσει και να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο της άγιο για τελευταία φορά. Την άφησαν μπροστά στην θαυματουργό εικόνα για αρκετή ώρα. Μιλούσε συνεχώς του αγίου όπως συνομιλούν δύο άνθρωποι μαζί.
«...σ’ ευχαριστώ μέσα απ’ τα βάθη της καρδιάς μου που με φιλοξένησες 40 χρόνια στο μοναστήρι σου. Εύχομαι χίλια καλά σ’ όσους μ’ εβοήθησαν και σ’ όσους με πίκραναν, τους συγχωρώ μέσα απ’ την καρδιά μου. Χρόνια έχω να δω το φως του ήλιου. Από εκεί, μέσα απ’ το κελλί μου επιθυμούσα να με πήγαιναν στον τάφο...».
Οι παριστάμενοι άνδρες αλλά και οι γυναίκες τρόμαξαν στην κυριολεξία διότι το καντήλι του αγίου, όση ώρα ήταν εκεί η Γερόντισσα, κουνιόταν συνεχώς από πάνω της χωρίς σταματημό
. Μόνον όταν τους είπε να την σηκώσουν σταμάτησε αυτόματα. Σε επικοινωνία που είχαμε μαζί της όταν μάθαμε αυτό το γεγονός μάς απάντησε αινιγματικά. (Αφήνουμε τον διάλογο):

«Γερόντισσα, την ώρα που προσευχόσασταν στην θαυματουργό εικόνα, μου είπε ο ... ότι η καντήλα του αγίου κουνιόταν συνεχώς. Αλήθεια;».

Γερ.: (με γέλια)
«Γιατί ο ... μόνο την καντήλα είδε;»
.
Ο ΔΕΣΠΟΤΗΣ ΘΑ ΜΕ ΚΗΔΕΨΕΙ

Μήνες πριν από την εκδημία της "είδε" την κηδεία της. Πάντοτε γελούσε παρά τις ασθένειες και τις πίκρες που δοκίμαζε. Έλεγε: «Στην Παντάνασσα θα με κηδέψουν. Θα ‘ναι και ο Δεσπότης μας. Αυτός θα με πάει στον τάφο. Άκου τι σου λέγω
(γέλια) θα δεις!».
Πράγματι, στην εξόδιο ακολουθία της χοροστάτησε ο σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ρόδου κ.κ. Κύριλλος ο οποίος την συνόδευσε μέχρι τον τάφο. Η γερόντισσα καθημερινά προσευχόταν για τον νέο Μητροπολίτη, για τον οποίον έτρεφε ιδιαίτερη πνευματική συμπάθεια, χωρίς ποτέ να της δοθεί η ευκαιρία να του την εκδηλώσει.

«ΕΦΤΑΣΕ Η ΣΤΙΓΜΗ» - ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ

Παραμονή της τελευταίας ασθενείας της, ενώ ήταν «καλά» στην υγεία της με τα γνωστά προβλήματα, εκμυστηρεύτηκε σε γνωστό της πρόσωπο ότι έφτασε η στιγμή όπου θα ‘φευγε οριστικά.

-«Γερόντισσα, δόξα τω Θεώ, σ’ ακούω καλά.

-Κοίταξε να δεις. Υπογράφηκε το χαρτί. Δεν πάει άλλο. Τώρα πρέπει να φύγω. Παρακάλεσα τον Κύριό μου. Φτάνει πια, κούρασα τις αδελφές μου. Δεν κυβερνώ το κορμί μου. Τώρα, τώρα έφτασε η στιγμή. Αν επιτρέψει ο Θεός και βρω παρρησία ε,... Είμαι αμαρτωλή, ο Θεός να μ’ ελεήσει και όλο τον ντουνιά. Ευχαριστώ όλον τον κόσμο για την αγάπη που μου έδωσε αυτά τα χρόνια. Τους συγχωρώ όλους όσοι μ’ ελύπησαν. Και εγώ τηλεφώνησα έναν-έναν και τους ζήτησα συγγνώμη.
Όλοι είμαστε αδέλφια και δικά Του παιδιά».

Πράγματι, ενώ η κλινική της εικόνα ήταν καλή, ξαφνικά την επομένη έπεσε στο κρεβάτι με φρικτούς πόνους. Έπαθε εξάρθρωση οστών. Οι ημέρες που ακολούθησαν ήταν οδυνηρές. Μόνο προσευχόταν νοερά. Κάπου-κάπου μέσα από τους πόνους άκουγε κανείς την ευχή και το «Παναγία μου». Δεν ξαναμίλησε εκτός από ελάχιστες φορές.

Την τελευταία βδομάδα ήταν σε κωματώδη κατάσταση. Κάλεσαν τον ιερέα με σκοπό αν γινόταν να την μεταλάβει. Μόλις πλησίασε ο ιερεύς, κάποιος διάβασε το «Πιστεύω» δυνατά. Εκείνην την στιγμή άνοιξε τα μάτια της,
σήκωσε το δεξί της χέρι κάνοντας το σημείο του Τιμίου Σταυρού
. Κοινώνησε και έκλεισε τα σωματικά της μάτια οριστικά μέχρι το πρωί της 16ης Ιουλίου 2012 όπου η ψυχή της ανήλθε στα ουράνια.

Παρ’ όλον ότι ο θάνατος είναι μετάβαση στην όντως ζωή, εντούτοις κυριαρχεί πολλές φορές και το ανθρώπινο συναίσθημα. Αν ο αποδημών τυγχάνει ευεργέτης μας, ασφαλώς η απουσία είναι πιο έντονη.

Ταπεινά ελπίζουμε και ευχόμαστε, καθώς αγωνίστηκε και κοπίασε εδώ στη γη, έτσι να απολαμβάνει τώρα τους εύχυμους γλυκύτατους καρπούς των πόνων της, αλλά συγχρόνως να εύχεται αδιαλείπτως υπέρ των απορφανισθέντων πνευματικών της τέκνων, αδελφών και όλου του κόσμου, ιδιαιτέρως δε υπέρ πάντων των μετά πίστεως επικαλουμένων των ευχών της.

Αιωνία αυτής η μνήμη!
nikolar
 

Re: ΒΙΩΤΗ & ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, ΓΕΡΟΝΤΩΝ & ΑΣΚΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣ

Unread postby Voreios » Wed Aug 19, 2015 4:25 pm

Η δύναμη της προσευχής-Ένα μέτρο πάνω απ’το έδαφος, λουσμένος στο Φως.
Κάποιες μέρες του 1980, ο Πατήρ Βησσαρίων της Μονής Αγάθωνος βρέθηκε για λόγους ποιμαντικούς στο χωριό Κάτω Τιθορέα της Φθιώτιδος και φιλοξενήθηκε στο σπίτι της οικογένειας Ευαγγέλου και Ζωής Κωνσταντίνου.
Το δεύτερο βράδυ της φιλοξενίας σηκώθηκε η κυρία Ζωή γύρω στα μεσάνυχτα για κάποια ανάγκη της.Βγαίνοντας στον διάδρομο, παρατήρησε ότι από το δωμάτιο όπου αναπαυόταν ο πατήρ Βησσαρίων, έβγαινε φως.
Το σπίτι ήταν παλιάς κατασκευής, με πόρτες στα υπνοδωμάτια, στις οποίες υπήρχαν μικρά τζαμάκια, που τα κάλυπταν ομορφοκεντημένα κουρτινάκια.Κάποιο λοιπόν απ’αυτά ήταν τραβηγμένο και η νοικοκυρά του σπιτιού είδε να έρχεται ένα παράδοξο φως.Πλησίασε ασυναίσθητα και κοίταξε μέσα. Μαρμάρωσε από την έκπληξη!!Είδε τον πατέρα Βησσαρίωνα γονατιστό, σε στάση προσευχής, αλλά στον αέρα!Ένα μέτρο πάνω από το έδαφος και λουσμένο μέσα σε Φώς!…
Όταν συνήλθε από την έκπληξη και τον θαυμασμό, πήγε και ξύπνησε τον άνδρα της, σκεπτόμενη ότι, όταν θα του διηγείτο τι είδε δεν θα την πίστευε και θα την έλεγε «ονειροπαρμένη».
Ξύπνησε λοιπόν ο άνδρας της, ο κυρ-Βαγγέλης, σηκώθηκε και ακολούθησε την κυρία Ζωή μπροστά στο τζαμάκι της εσώπορτας και αντίκρυσε κι αυτός την ίδια αξιοθαύμαστη εικόνα:τον πατέρα Βησσαρίωνα λουσμένο μέσα σε ολόλαμπρο ωραιότατο πάλλευκο Φως, να προσεύχεται γονατιστός στον αέρα!
Όταν από την έκπληξη και τον θαυμασμό συνήλθαν, ο κυρ-Βαγγέλης σταυροκοπήθηκε πολλές φορές και είπε στην γυναίκα του:
-Δεν θα το πούμε σε κανέναν, μέχρι που να πεθάνει ο παππούλης.
(Αυτό το γεγονός το διηγήθηκε η ανηψιά του κυρ-Βαγγέλη και της κυρίας Ζωής Κωνσταντίνου την 1/6/2006).
ΠΗΓΗ: Βιβλίο-«Η ΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ» του Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου κ. Αναγνωστόπουλου.(Κεφάλαιο 1-Η προσευχή με το όνομα του Ιησού Χριστού).
https://simeiakairwn.wordpress.com/2015/05/09/%CE%B7-%CE%B4%CF%8D%CE%BD%CE%B1%CE%BC%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%B5%CF%85%CF%87%CE%AE%CF%82-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%BC%CE%AD%CF%84%CF%81%CE%BF-%CF%80%CE%AC%CE%BD%CF%89-%CE%B1/
Image
«Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς»
User avatar
Voreios
 
Posts: 1595
Joined: Tue Nov 15, 2011 7:15 pm

Re: ΒΙΩΤΗ & ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, ΓΕΡΟΝΤΩΝ & ΑΣΚΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣ

Unread postby XAPA » Sat Aug 22, 2015 8:12 pm

Image


Συμβουλές Γέροντος σε χριστιανούς που ζουν στον κόσμο


Αν ζείτε με άλλους, διακονείστε τους πρόθυμα σα να υπηρετείτε τον ίδιο το Θεό.

Και μην απαιτείτε αγάπη για την αγάπη σας, μήτε ευγνωμοσύνη για τις θυσίες που κάνετε,

μήτε τον έπαινο για την ταπείνωσή σας.


Μην είστε βλοσυροί και απλησίαστοι.

Συμπεριφερθείτε σαν τα άκακα παιδιά και, αν χρειαστεί, βοηθείστε πρόσχαρα τον πλησίον σας.

Προσοχή, μην τον προσβάλετε έστω και με το βλέμμα σας.

Να τον αγαπάτε ολόθερμα, γιατί η αξία του είναι ανεκτίμητη.

Είναι μέλος του Χριστού. Γι’αυτόν έχυσε το αίμα Του ο Κύριος.


Επιδιώξτε τη σωτηρία σας ευαρεστώντας το Θεό πρωτίστως με την αρετή της αγάπης.

Αυτό είναι το μοναδικό σας μέλημα: το πως θα γίνετε πλούσιοι σε αγάπη.

Εκείνος που έχει αγάπη, έχει μέσα του τον ίδιο το Θεό.


Μην ανταποδίδετε τους ονειδισμούς ή τις θλίψεις που τυχόν σας προξενούν.

Δείξτε υπομονή και μη θελήσετε ποτέ να πικράνετε κανένα.

Να είστε τότε σίγουροι πως το δικό σας όνομα θα συγκαταριθμηθεί στα ονόματα των αγίων «των γεγραμμένων εν τω βιβλίω της ζωής».

Υπομένετε αγόγγυστα τους κακούς τρόπους του αδελφού σας, την αγανάκτησή του, την οργή του, τις απερισκεψείες του.


Η σωτηρία μας δε βρίσκεται στην πολυλογία, αλλά στη σιωπή και στην άγρυπνη προσευχή.

Να βαδίζετε πάντα τη μέση οδό. Τα άκρα σε καμιά περίπτωση δεν ωφελούν.

Σε κάθε προστριβή με τον πλησίον σας εξετάστε πρώτα τον εαυτό σας.

Ασκώντας αυστηρή αυτοκριτική, σχεδόν πάντα θα διαπιστώνουμε πως αιτία της δυρασκέσκειας είναι ο

ίδιος μας ο εαυτός.


Το κακό να το νικάτε με το καλό. Το κακό δε διορθώνεται ποτέ με το κακό.

Πριν πείτε οτιδήποτε, σκεφτείτε μήπως με τα λόγια σας προσβάλετε το Θεό ή τον πλησίον σας.

Αν εσείς γίνατε η αφορμή να πικραθεί ο αδελφός σας, χρησιμοποιήστε κάθε τρόπο να απαλλαγεί από τη

λύπη που του δημιουργήσατε.


Να μη θυμάστε με λύπη το κακό που σας προξένησε ο αδελφός σας, για να μη θυμηθεί και ο Κύριος

τις δικές σας αμαρτίες για τις οποίες σας συγχώρεσε.

Αποφεύγετε τα λογια και τις πράξεις που μπορούν να σκανδαλίσουν ή να προσβάλουν τους αδελφούς σας.

Τις προσβολές όμως να τις δέχεστε σα δώρο Θεού.

Είναι το όπλο που σας προσφέρει ο ίδιος ο Κύριος για να νεκρώσετε τα πάθη που φωλιάζουν στην ψυχή σας.


Αν βιάζεσαι να δεις τον κόσμο να γίνεται καλύτερος, άρχισε από τον εαυτό σου. Είναι ο συντομότερος δρόμος.

Προτού επισκεφτείτε τον αδελφό σας, θέστε ως όρο στον εαυτό σας να διατηρήσετε και μετά την

επίσκεψή σας την ίδια αγαθή διάθεση και αγάπη που τρέφετε και τώρα απέναντί του, ανεξάρτητα από

τον τρόπο με τον οποίο με τον οποίο θα σας υποδεχθεί εκείνος.


Μην προβάλλετε δικαιολογίες. Αποφεύγετε τις διενέξεις.

Συμπεριφερθείτε με συγκατάβαση στον πλησίον σας, ανάλογα με τον χαρακτήρα και την ηλικία του.

Φανείτε με κάθε τρόπο παρήγοροι σε όλους και στον καθένα χωριστά.


Όταν βλέπετε κάποιο συναίσθημα αντιπάθειας προς τον πλησίον νʼαγγίζει την ψυχή σας, αγωνιστείτε να το διώξετε.

Υποχρεώστε τον εαυτό σας να εξυπηρετήσει και να διακονήσει με κάθε τρόπο τον συγκεκριμένο αδελφό.

Πιέστε τον εαυτό σας στην εξής προσευχή: «Κύριε, σώσε το δούλο Σου (τάδε) και με τις άγιες προσευχές του

ειρήνευσε και τη δική μου ψυχή».


Βλέποντας ο Κύριος αυτή την καλή σας προαίρεση, όχι μόνο θα ξεριζώσει από μέσα σας την αντιπάθεια,

μα και θα σκορπίσει ανάμεσά σας την αγία Του αγάπη.

Μην ασχολείστε με το ποιος και γιατί σας αδίκησε. Θυμηθείτε μόνο πως χωρίς παραχώρηση Θεού κανείς

δε θα τολμούσε να σας ακουμπήσει.



Καλύτερα, λοιπόν, να ευγνωμονείτε τον Κύριο, γιατί οι δοκιμασίες που Αυτός επιτρέπει αποδεικνύουν

πως είστε δικά Του παιδιά.

Αυτός φροντίζει για σας και με κάθε τρόπο σας καθοδηγεί στη βασιλεία των ουρανών.

Παρατηρήστε τον εαυτό σας και θα διαπιστώσετε πως μόνο τότε είστε αναπαυμένοι με όλα,

όταν υπάρχει μέσα σας η υπομονή, η ταπεινοφροσύνη, η υπακοή, η αγάπη.

Σε κάθε περίπτωση παραδοθείτε στο θέλημα του Θεού. Αυτό είναι το πλέον σωτήριο για σας.




pentapostagma
XAPA
 
Posts: 17754
Joined: Tue Nov 22, 2011 5:35 pm

Re: ΒΙΩΤΗ & ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, ΓΕΡΟΝΤΩΝ & ΑΣΚΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣ

Unread postby Matina » Sun Dec 10, 2017 11:03 pm

Τι αποκαλύπτουν Γέροντες του Άθωνα…

Image

Οπωσδήποτε πολλοί εκ των αναγνωστών του παρόντος πονήματος θα έχουν ακούσει ή διαβάσει έστω και μια διήγηση για τους αόρατους Ερημίτες του Άθωνα.

Άλλοι τους ονόμασαν «αόρατους ασκητές», άλλοι «γυμνούς ασκητές», άλλοι «μυστικούς γέροντες», άλλοι πάλι «αφανείς αναχωρητές».
Πρόκειται για ομάδα ασκητών, οι οποίοι είναι εφτά, κατ’ άλλους δώδεκα και κατ’ άλλους δέκα, οι οποίοι διατρίβουν στις ερημικότερες περιοχές της αθωνικής ερήμου και είναι αόρατοι από τα μάτια των ανθρώπων.
Εμφανίζονται μόνο σ’ όποιον αυτοί θέλουν ως επί το πλείστον απλό και απονήρευτο μοναχό ή και σε ευσεβή και ευλαβή προσκυνητή που έχει καθαρό και χριστιανικό βίο. Εδώ πρέπει να μεταφέρω κάποια υποσημείωση ενός σύγχρονου συγγραφέα μοναχού (Από το βιβλίο του μοναχού Ιωσήφ Διονυσιάτου «Ο Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης», 2002) περί των μυστηριωδών αυτών ασκητών που την βρήκα την πιο κατάλληλη σε περιεκτικότητα και περιγραφή και την πιο σύντομη για το θέμα αυτό: «Γυμνοί ασκητές: Κατά την μακραίωνη ιστορία του Αγίου Όρους υπάρχει η εξής παράδοσις. Μια ομάδα ασκητών τον αριθμόν επτά (κατ’ άλλους δώδεκα), ζουν με άκρα άσκηση, με μοναδικό έργο την αδιάλειπτη προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Έχουν λάβει ειδική χάρη από τον Κύριο να ζουν άοικοι και γυμνοί και να είναι αόρατοι από τους οφθαλμούς των ανθρώπων».



Η φήμη των ασκητών αυτών, μάλλον η παράδοση αυτή διασώζεται τα τελευταία διακόσια χρόνια τουλάχιστον και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά στον αγιορείτικο μοναχισμό και ιδίως τον ασκητισμό, και όχι μόνο αλλά και σε ολόκληρη την ορθοδοξία … Συζήτησα με πολλούς αγιορείτες Γέροντες, Σκητιώτες, Κοινοβιότες, Κελλιώτες, Ερημίτες για το θέμα αυτό, δηλαδή την ύπαρξη και σήμερα των αοράτων γυμνών ασκητών και βρήκα πολλούς να πιστεύουν ότι υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι ερημίτες. Συνάντησα πράγματι απλούς και ενάρετους και αγωνιστές Μοναχούς και Γέροντες οι οποίο πιστεύουν τη παράδοση αυτή. Δηλαδή ότι υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι αναχωρητές σε άβατα αθωνικά μέρη, που ζουν πρωτόγονα, απλά, λιτά και τρέφονται από το Θεό με θαυμαστό τρόπο. Μάλιστα ένας τέτοιος απλός Γέροντας μου διηγήθηκε ότι γνωρίζει μερικούς τέτοιους μυστικούς αναχωρητές οι οποίοι ζουν στη ψηλότερη και αγριότερη περιοχή από αυτόν και ότι τους οικονομεί η θεία Πρόνοια τα προς το ζωή αναγκαία με θαυμαστό και ιδιαίτερο τρόπο. Και ότι τις νύχτες αγρυπνούν προσευχόμενοι όρθιοι. Και για να μην νυστάξουν και πέσουν κάτω – μετά τις μεσονύκτιες ώρες που αποκάμνουν – στηρίζονται με σχοινιά δεμένοι από τις μασχάλες και που κρέμονται από δοκάρια. Και δεν θέλησε να μου πει ούτε τον τόπο που μένουν, ούτε τα περαιτέρω της θαυμαστής ασκητικής των πολιτείας.

Υπάρχουν πάλι άλλοι μοναχοί που πιστεύουν ότι υπάρχει μέχρι σήμερα η ομάδα αυτή των εφτά ασκητών και αναπληρώνεται όταν πεθάνει κάποιος απ’ αυτούς με άλλον ενάρετο από τους Αγιορείτες Μοναχούς, ο οποίος προσφεύγει κοντά τους με θαυμαστό τρόπο και γίνονται πάλι εφτά. Υπάρχει και παράδοση μάλιστα, που υποστηρίζει ότι αυτοί οι Εφτά ερημίτες (κατ’ άλλους δώδεκα) θα επιτελέσουν την τελευταία Λειτουργία στη κορυφή του Άθωνα στο ναϊδριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Και μετά θα έρθει η συντέλεια του κόσμου, δηλαδή η Δευτέρα Παρουσία. Αυτοί οι εφτά (ή δώδεκα) δεν θα γευθούν θάνατο, αλλά θα μεταμορφωθούν. Δηλαδή θα αλλάξουν μορφή και τα σώματά τους θα γίνουν άφθαρτα και αθάνατα όπως όλων των ευρισκομένων εν ζωή τότε ανθρώπων. Υπάρχουν βέβαια και μερικοί οι οποίοι θεωρούν την παράδοση αυτή των «αοράτων Ερημιτών» σαν θρύλο.

Image


Εμφάνιση Αόρατου Αγιορείτη ασκητή

– Άκουσα και εγώ για τον Αρσένιο, αλλά δεν τον είδα, είπε και ο Πορφύριος. Λέγεται ότι τον Αρσένιο τον πήρε η Παναγία πάνω στην κορυφή του Άθωνα, για να συμπληρώσει τον αριθμό των 7 αναχωρητών που προσεύχονται για την ειρήνη του κόσμου και ζουν χωρίς φαγητό και νερό, μόνο με το λόγο του Θεού.
– Ναι, απάντησε ο Δομέτιος. Άκουσα και εγώ αυτή την παράδοση, στην εορτή της Μεταμορφώσεως, στις 6 Αυγούστου, όταν ανέβηκα στην κορυφή του Άθωνα. Κάτω από την κορυφή σε μια σπηλιά μιλούσαν μερικοί αναχωρητές, που τους φώτιζε ένα φαναράκι, όπου ξεκουραζόντουσαν. Ήταν περίπου στις 4 το πρωί. Ήμουν μαζί με τον Πελάγιο, μαθητή του Ευγενίου Βούλγαρη. Ο Πελάγιος διάβασε από ένα βιβλίο του Ηλία Μηνιάτη. Ο π. Ευγένιος ήταν περίπου 80 χρονών και ανέβηκε μέχρι την κορυφή του Όρους. Αυτός πήγε στους αναχωρητές που μιλούσαν μέσα στο σπήλαιο, και ακούσαμε ότι κοιμήθηκε ο Πάτερ Χρυσογόνος από τους «7 Αόρατους Ασκητές» του Άθωνα και ότι θα τον αντικαταστήσει ο π. Αρσένιος, ο γλύπτης. Λένε ότι μεταξύ των 7 ήταν και ο νηπτικός π. Βαρνάβας, καθηγητής της νοεράς προσευχής και οι Ρουμάνοι Μαρτινιανός, Ιωνάς και Θεοφύλακτος, οι οποίοι μετείχαν ένας μετά τον άλλο στην ομάδα των 7. Όλοι αυτοί ήταν γλύπτες, έκαναν κουτάλες, κανάτες, δοχεία για λάδι και κρασί.
Ο μεγάλος σύγχρονος άγιος της Ρουμανίας πατήρ Αρσένιος Μπόκα († 28 Νοεμβρίου 1989) έλαβε το χάρισμα της προφητείας στο Άγιο Όρος και επιστρέφοντας στην Ρουμανία έγινε η μεγαλύτερη πνευματική μορφή της χώρας, όλων των καιρών. Μια υπέροχη ιστορία του Αγίου Όρους με αφηγητή τον πατέρα Αρσένιο Μπόκα – τότε ένας νεαρός άγαμος διάκονος Μπόκα Ζιάν.

Δουλεύουμε αρκετές ημέρες για να ανακατασκευάσουμε τα σκαλοπάτια από την Σκήτη του Πρόδρομου προς το σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου, που βρίσκεται περίπου 50 μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Χρησιμοποιούσαμε κομμάτια βράχου αρκετά σκληρά, πελεκημένα με τη σμίλη. Συνεργαζόμουν με τον Πορφύριο και τον Δομέτιο από το κελί του Αγίου Υπατίου [Βατοπαιδινό κελί], αλλά ήμασταν στην υπακοή του Πατρός Αρσενίου Μάντρεα, Ηγούμενου της Σκήτης Προδρόμου. Η συμμετοχή σ’ αυτό το έργο ήταν για μένα ένα είδος πληρωμής, όχι σε χρήμα, αλλά για την αντιγραφή των Πατέρων της Φιλοκαλίας, από τη πλούσια σε χειρόγραφα βιβλιοθήκη. Το έργο μου ανατέθηκε από τον Μητροπολίτη Νικόλαο Μπαλάν και από τον καθηγητή π. Δημήτριο Στανιλόαε. Έπρεπε να σπάσουμε και να πελεκήσουμε τις πέτρινες πλάκες. Μετά θα τις μεταφέραμε ψηλά στο λόφο με όποιο τρόπο μπορούσαμε. Χρησιμοποιούσαμε μπαστούνια από καστανιά και κομμάτια σχοινιά από παλιά πλοία, που μύριζαν θάλασσα, φύκια και ψάρια. Πεινούσα και διψούσα. Το στόμα μου ήταν στεγνό και πικρό. Ήταν αρχές Απριλίου, μόλις ξεχειμώνιαζε. Ο ήλιος μας χτυπούσε, αλλά δεν ήταν καυτός. Σκεφτόμουν τους Αγίους του Σινά, που ανέβαιναν βήμα βήμα προς την κορυφή όπου ο Μωυσής δέχτηκε το Νόμο. Προσπαθούσα να θυμηθώ πόσα σκαλοπάτια είχε ο δρόμος προς την κορυφή. Το μάθαμε στο Λύκειο. Εδώ είχαμε να κάνουμε περίπου τριακόσια… […]
– Η μητέρα μου, Χριστιανή, έχει γαλάζια μάτια. Αυτή ήθελε από τότε που γεννήθηκα να γίνω ιερέας. Τώρα τη θυμήθηκα, διότι δεν της έχω γράψει εδώ και ένα χρόνο. Της είπα ότι θέλω να γίνω μοναχός και στενοχωρήθηκε. Δεν της γράφω πλέον για να το συνηθίσει, για να με ξεχάσει. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή όχι; Εσείς τι λέτε;
– Δεν ξέρω, απάντησε ο Πορφύριος. Εσύ είσαι πιό μορφωμένος από μένα. Είτε της γράφεις είτε όχι, αυτή οπωσδήποτε σε σκέφτεται, διότι είναι μητέρα.

– Στείλε της ένα γράμμα. Θα χαρεί όταν το πάρει και θα καυχιέται στην γειτονιά για το παιδί της που βρίσκεται στο Άγιον Όρος, το Περιβόλι της Παναγίας.
– Έτσι θα κάνω, όπως λες εσύ Δομέτιε.
– Ο μοναχός Ιωακείμ, με έμαθε να διαβάζω και μου έδειξε τα βιβλία του, είπε ο Δομέτιος. Όταν πήγαινα με τα πρόβατα, ερχόταν και αυτός στο λόφο με το ντορβά. Εκεί με δίδασκε. Ήταν ο πνευματικός μου πατέρας. Σ’ αυτόν ήρθε ένας μοναχός από το Άγιον Όρος που είχε πάει στα γύρω χωριά να μαζέψει ελεημοσύνες για την ανακαίνιση της Μονής Ζωγράφου, στην οποία βρίσκεται η σημαία του Στεφάνου του Μεγάλου με τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Έτσι άκουσα για πρώτη φορά για το Άγιο Όρος, ήμουν μόλις 13 χρονών. Αυτός ήταν Ρουμάνος και ζούσε μαζί με Έλληνες. Πρώτα ήταν στο κελί της Γεννήσεως της Θεοτόκου που ανήκει στη Μονή Βατοπαιδίου και είχε πνευματικό τον Νικόδημο, μαθητή του Αρσενίου του ησυχαστή. Αυτός ο Αρσένιος ήταν πολύ καλός γλύπτης σε ξύλο και μάρμαρο και άφησε πολλά και ωραία χειροποίητα αντικείμενα: σταυρούς, καντήλια, ποτήρια, φανάρια, γλάστρες. Έκανε και δύο περίφημα γλυπτά: τη Σταύρωση και τη Δευτέρα Παρουσία. Για να τα σκαλίσει εργαζόταν 15 ολόκληρα χρόνια.

– Νηστέψαμε όλη την ημέρα, είπε ο Δομέτιος. Διψάω και νομίζω βλέπω οράματα… Βλέπω συνέχεια ένα πλάσμα εκεί πάνω στον τοίχο σ’ εκείνο το κελί, που νόμιζα ότι είναι εγκαταλειμμένο. Είναι κάτι περίεργο ή θαύμα. Άλλοτε έχει μορφή λιονταριού, άλλοτε ανθρώπου, εσείς δεν βλέπετε;
– Να σου εξηγήσει ο διάκονος Ζιάν διότι είναι ζωγράφος, εγώ είμαι απλός αμόρφωτος μοναχός.
– Ναι, είπα και εγώ, οι 4 Ευαγγελιστές έχουν δίπλα τους ένα πλάσμα σαν σύμβολο και πεμπτουσία του μηνύματος του Ιερού Ευαγγελίου, που έγραψε ο καθένας. Ο Ματθαίος, που ήταν τελώνης πριν να γνωρίζει τον Σωτήρα, έχει σύμβολο τον άγγελο. Ο Μάρκος έχει το μοσχάρι, ο Λουκάς το λιοντάρι, ο Ιωάννης έχει τον αετό.
Ξαφνικά ακούστηκε μια βροντή σαν να έπεφτε ένας ογκόλιθος. Μία συγκλονιστική φωνή έλεγε: «Ζιάν Μπόκα, από την Ρουμανία, να στείλεις γράμμα στην μητέρα σου, αλλιώς θα πεθάνει και θα το έχεις βάρος στην συνείδησή σου. Ξέρω ότι είσαι παρθένος και δεν άγγιξες γυναίκα, αλλά είσαι υπερήφανος διότι είσαι αγιογράφος και έκοβες πτώματα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου στο Βουκουρέστι. Πρέπει να νηστεύεις, να προσεύχεσαι και να κόψεις 100 μπαστούνια καστανιάς σαν κανόνα της εξιλέωσης». Εμείς προσπαθούσαμε να σπρώξουμε όλοι μαζί ένα μεγάλο ογκόλιθο πάνω σε δύο κυλινδρικά μπαστούνια καστανιάς. Το έργο ήταν πολύ δύσκολο λόγω της ανηφόρας. Ξαφνικά νιώσαμε ότι το φορτίο έγινε ελαφρύ και ο λίθος ανέβαινε σαν κάποιος να τον τραβούσε, κάποιος ουράνιος μηχανισμός.

Και ο Δομέτιος παρατήρησε ότι κάτι γίνεται και έλεγε: «Παναγία μου, ήρθε ο Άγιος!». Αληθινά, δίπλα μας ήταν ένα πλάσμα όμοιος άνθρωπος και θηρίο, με τα γένια μέχρι το έδαφος και τα μαλλιά σαν χαίτη λιονταριού. Έσπρωχνε μαζί μας το λίθο και αυτός τον έκανε να ανέβει. Έλεγε: «Άξιόν εστι ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον…». Είχε μια αγγελική φωνή, ούτε έντονη ούτε βραχνή αλλά ευχάριστη. Όλοι ψάλαμε «Άξιόν εστι». Η φωνή μου που δεν ήταν εξασκημένη να ψάλει πήρε ένα μελωδικό χρώμα και έβγαζε ευχάριστους φθόγγους τους οποίους ούτε εγώ δεν γνώριζα μέχρι τότε. Έψαλε και ο Πορφύριος με την βαρύτονη φωνή του. Ο Δομέτιος μας ξεπερνούσε όλους. Ήμασταν στον παράδεισο. Τέσσερα πλάσματα στην άκρη του γκρεμού δοξολογούσαν την Παναγία. Ο νους μου όμως ήταν στο χωριό μου, και έβλεπα την μητέρα μου γονατισμένη μπροστά την εικόνα της Παναγίας πως προσευχόταν και έκλαιγε κρατώντας τη φωτογραφία μου στο χέρι. Το πλάσμα δίπλα μου, με μακριά γένια, μου είπε: «Η μητέρα σου ονομάζεται Χριστιανή και είναι χήρα. Όταν σε γέννησε σε αφιέρωσε στον Κύριο και στην Εκκλησία».
Συγκλονίστηκα, διότι είχα δίπλα μου ένα άγιο, ένα προφήτη που γνωρίζει το παρελθόν μου και το όνομα.
– Πάτερ, ποιό είναι το όνομά σας και ποιός είστε; ρώτησε ο Πορφύριος.
Ο ξένος δεν του απάντησε αλλά είπε:
– Μη φοβάστε τον Ηγούμενο Αρσένιο, δεν θα σας τιμωρήσει διότι δεν πήγατε στον Εσπερινό. Ξέρατε ότι οι «9 Αόρατοι Ασκητές» του Άθωνα έρχονται φέτος στο Πάσχα για την Θεία Λειτουργία στη Σκήτη του Προδρόμου; Ένας είναι ο Πάτερ Ματθαίος από Καρακάλου, ένας πολύ ταπεινός άνθρωπος που λειτουργεί κάθε μέρα στα κελιά και στις καλύβες που βρίσκεται αντιμήνσιο. Θα λειτουργεί μέχρι την τελευταία του πνοή. Φέτος το Πάσχα θα χιονίσει στην κορυφή του Άθωνα. Θα συναντηθούμε πάλι το Πάσχα. Αδελφέ Ζιάν, μην ξεχάσεις να γράψεις στη μητέρα σου.

Ήμουν όλος έκθαμβος από τα γεγονότα. Ο μοναχός που μιλούσε έγινε ξαφνικά αόρατος. Με τραβούσε σαν μαγνήτης να κοιτάξω πίσω του. Είχε ήδη νυχτώσει και δεν μπορούσα να τον παρακολουθήσω. Ο Πορφύριος μάζευε τα εργαλεία, να τα βρούμε τακτοποιημένα την επόμενη μέρα. Ο Δομέτιος ήταν συγκλονισμένος και όπως πάντοτε έψαλε. Ακούστηκε η φωνή του πλάσματος που μόλις έφυγε, του πάγκαλου [=πανέμορφου] πατρός. Δεν ήξερα πως τον λένε αλλά ελκύστηκα προς τα άνω και άρχισα να ανεβαίνω γρήγορα. Το μονοπάτι φωτιζόταν από ένα γαλάζιο φώς, σαν ηλεκτρικού τόξου, το φως που ερχόταν από το θαυμάσιο πλάσμα σαν από αναμμένο θάμνο που καιγόταν στο βουνό επάνω μας. Πίσω από εμένα ανέβαινε ο Πορφύριος λαχανιασμένος και μετά ο Δομέτιος ψάλλοντας. Ο άγιος μας φώτιζε το δρόμο προς την κορυφή. Ήταν ένα απροσδόκητο θεϊκό δώρο, διότι νύχτωσε για καλά και χωρίς φως θα πέφταμε στο γκρεμό. Ο Πορφύριος είπε: «Έχω δέκα χρόνια στο Όρος και δεν έζησα κανένα θαύμα μέχρι σήμερα, αλλά τώρα μου φανερώθηκε το έλεος του Θεού δια του Αγίου αυτού. Μείνε, πανάγιε, μην τρέξεις, διότι βλέπουμε το φως σου σαν φάρο που μας οδηγεί και μπορούμε να ανεβούμε το βουνό χωρίς να πέσουμε στο γκρεμό/!
– Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού, μίλησε ψαλμικά και ο Δομέτιος. Αδελφέ Ζιάν, σήμερα δέχθηκες το βάπτισμα με φως και προφητεία, διότι σου μίλησε ο ουρανός.

Εγώ δεν έλεγα τίποτε. Ένοιωθα μια ιερή συγκίνηση και ανεπανάληπτη ζεστασιά. Ήταν πολύ καλά, σε σχέση με το κρύο στην παραλία που ήμουν παγωμένος. Φτάσαμε στην άκρη του βουνού, στο σταυρό. Ο άγιός μας απομακρυνόταν αλλά ακόμα μας φώτιζε με τη θεία μορφή του. Βλέπαμε το μονοπάτι προς την Σκήτη του Προδρόμου. Ο άγιος ήταν μπροστά μας, αλλά σαν να πηδούσε ένας πύρινος τροχός, ένα καιόμενο πουλί. Πίσω μου ο πάτερ Πορφύριος έκανε σταυρούς και έλεγε ρυθμικά: «Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ο Δομέτιος έψαλε: «Μεθ’ ημών ο Θεός, γνώτε έθνη καί ηττάσθε». Το φως μπήκε μπροστά μας στην πύλη της μονής, και εμείς πίσω του. Φτάσαμε στην πόρτα που τότε έκλεινε, μας ξύπνησε η ανδρική φωνή του Ηγουμένου Αρσενίου Μάνδρεα, που ήρθε ο ίδιος να κλείσει την πύλη:
– Πόσα βήματα κάνατε, πατέρες;
– Έντεκα, απάντησε ο Πορφύριος.
– Καλά, μπορείτε να πάτε στην τράπεζα για δείπνο. Ο Κύριος μαζί σας. Θα ξυπνήσετε όταν αρχίσει ο Όρθρος.
Τρέξαμε στο νιπτήρα και πλυθήκαμε με κρύο νερό, πίνοντας και λίγο, αλλά σαν να μη διψούσα αν και δεν ήπια ούτε σταγόνα όλη την ημέρα. Πήγα στο κελί μου και ξάπλωσα στο σκληρό κρεβάτι διότι με πονούσαν τα κόκαλα και οι μύες από τον κόπο της ημέρας. Αλλά η ψυχή μου ήταν τοσο φωτισμένη και ευτυχισμένη. Σήμερα στο Άγιον Όρος έζησα το πρώτο θαύμα, γνώρισα έναν άγιο. Μια φλόγα πυρός.
Είπα νοερά το “Πάτερ ημών”, έκανα με το δεξί μου χέρι το σημείο του Τιμίου Σταυρού στο κρεβάτι μου και έπεσα σε βαθύ ύπνο.

Image


Κι άλλη εμφάνιση των αοράτων ασκητών

Ένας προσκυνητής ανερχόμενος τον ανηφορικό δρόμο από την παραλία προς την Μικρή Αγιάννα, συνάντησε τούτους τους Αγίους περιπλανηθείς στο δάσος και θέλησε να τους ακολουθήσει, αλλά εκείνοι του είπαν ότι «Εσύ αδελφέ προορίζεσαι για την Σκήτη του Ξενοφώντος» και του έδειξαν τον δρόμο για να πάει στον πνευματικό Παπα – Σάββα να του πει εκείνος τι θα κάνει. Ο προσκυνητής, αφού απομακρύνθηκε λίγο από τους Αγίους αυτούς μετανόησε, ότι άφησε και έφυγαν τέτοιοι άγιοι. Γύρισε πίσω και για πολλή ώρα τους αναζητούσε, αλλά δεν τους βρήκε πουθενά. Τότε πήγε στον Παπα – Σάββα και του ανέφερε την υπόθεση. Ο Παπα – Σάββας του είπε: «Εσύ παιδί μου δεν είσαι για να τους ακολουθήσεις, αλλά θα είχες καμία αμφιβολία, αν υπάρχουν τέτοιοι άγιοι σήμερα στο Άγιον Όρος και για τούτο ο Θεός σου τους φανέρωσε, εσύ θα εγκαταβιώσεις στην Σκήτη του Ξενοφώντος». Και πράγματι τούτο έγινε, διότι ο αδελφός αυτός έγινε στην Σκήτη του Ξενοφώντος Μοναχός.
Το γεγονός αυτό διηγήθηκε ο πνευματικός Παπα – Ακάκιος από την Καψάλα, άνθρωπος πολύ ενάρετος και φιλαλήθης, ο οποίος και τον άνθρωπο που είδε τους αγίους αυτούς γνώρισε, και ο οποίος του διηγήθηκε την υπόθεση αυτή όπως λεπτομερώς έγινε.

Τρία χρόνια άρρωστος ή τρεις μέρες στην κόλαση

Ο συνασκητής του Γέροντος Δαμάσκηνου στον Αγιοβασίλη πάτερ Ιωάννης, υποτακτικός του Γέροντος Ιωσήφ, διηγήθηκε το ακόλουθο γεγονός, που έλαβε χώρα πριν από 70 χρόνια στην Ρωσική Σκήτη του Αγίου Ανδρέου στο λεγόμενο «Σεράγιον» ως εξής:
Ένας αδελφός της Σκήτης αυτής Ρώσος Μοναχός, αρρώστησε βαριά και τον θέριζαν δριμύτατοι πόνοι και παρακαλούσε το θεό να τον θεραπεύσει, οπόταν βλέπει επάνω από το κρεβάτι του έναν Άγγελο, ο οποίος του είπε: «Πάτερ, τι προτιμάς; Θέλεις να μείνεις στο κρεβάτι που είσαι με τους πόνους αυτούς άρρωστος τρία χρόνια; Ή προτιμάς να μείνεις στην Κόλαση τρεις μέρες και να γίνεις καλά;
Ο άρρωστος του είπε: «Αφού είναι για τρεις μέρες μόνο, καλύτερα προτιμώ την Κόλαση».
Αμέσως βρέθηκε σε τόπο «αφάτου οδύνης και ανυπόφορων βασάνων», εκεί ήταν τρομερά τα κολαστήρια, διότι μετά από λίγη ώρα βλέπει πάλι τον Άγγελο, ο οποίος τον ρώτησε: «Πώς είσαι Γέροντα; είναι καλά εδώ;» Κι ο Μοναχός απεκρίθη: «Με ρωτάς πώς περνώ που αντί τρεις ημέρες πού μου είπες ότι θα μείνω στην Κόλαση και τώρα έχω τριακόσια ολόκληρα χρόνια με φριχτά και ανυπόφορα βάσανα;» Και τότε ο Άγγελος του είπε: «Αδελφέ ακόμη δεν πέρασε μισή ώρα και λες πώς έχεις τριακόσια χρόνια;» Φανταστείτε τριακόσια χρόνια, ούτε για μισή ώρα δεν λογαριάστηκαν, οι τρεις ημέρες πόσοι αιώνες θα ήταν;
Και ο Μοναχός είπε στον Άγγελο, «γρήγορα σε παρακαλώ να με πάς στο κρεβάτι του πόνου καλύτερα εκεί να βασανίζομαι τρία χρόνια παρά εδώ στην φοβερή αυτή Κόλαση τρεις μέρες».
Τότε ο Άγγελος έκανε την επιθυμία του Μονάχου και τον επανέφερε στο κρεβάτι του, όπου έμεινε επί τρία χρόνια άρρωστος.

Image

Επειδή μερικοί άνθρωποι είναι δυνατόν να φανούν κάπως δύσπιστοι στο διήγημα αυτό, για τούτο κρίναμε σκόπιμο να καταχωρήσουμε στη συνέχεια επιστολή του θεσπέσιου Κυρίλλου Πατριάρχου Αλεξανδρείας, την οποίαν μετέφρασε ο Διδάσκαλος Αγάπιος ο Κρής στην απλή διάλεκτο, η οποία έχει ως έξης: «Διήγατε ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας εις μίαν επιστολή, όπου γράφει εις τον ιερόν Αυγουστίνο, και λέγει ότι τρεις άνθρωποι ανέστησαν εκ νεκρών, οίς κρίμασιν ό Θεός οίδεν, ό τα πάντα προς το ημών συμφέρον οικονόμων. Ένα από τους οποίους επήγα καί ηύρηκα, όστις θρηνεί, απαρηγόρητα, καί ερωτών αυτόν, δεν μου απεκρίνατο τίποτε, μόνον έκλαιε. Τέλος πάντων αφού εβαρέθη την αυθάδειάν μου, διατί τον ωρκισα εις τον Θεόν, να ειπεί λόγον τινά εις ώφέλειαν των παρισταμένων, μου άπεκρίθη ούτως. Εάν ήξερες τάς τιμωρίας του Αδου δεν ήθελες δυνηθεί να κράτηση το πένθος ούτε ποσώς. ‘Αλλά ποταπά κολαστήρια θαρρείς να είναι ητοιμασμένα τοις αμαρτάνουσι; Λέγω σου να είναι μεγαλύτερα από όλα αυτά ταύτα τα πρόσκαιρα. Ό δε στενάξας βαρέως είπεν. Εάν όλας τάς θλίψεις ξεσχισμούς καί μαρτύρια, οπού μπορεί να πάθη τις εις τούτον τον κόσμον, παρομοιάσεις καί να τα συγκρίνης με τον μικρότερον καί ολιγώτερον της Κολάσεως, θέλουν σου φανεί ετούτα ηδονές καί παραμύθια. Πίστευσόν μου, ότι δεν είναι τινάς, οπού να ήθελε δοκιμάσει εκείνων των κολάσεων την δριμύτητα, να μην εχη κάλιον να παιδεύεται χωρίς άνεσιν εδώ έως το τέλος του κόσμου, με όλας τάς θλίψεις καί βάσανα όπου επάθασι όλοι οι άνθρωποι από Αδάμ έως σήμερον, παρά να κάνη μόνον μια ήμέραν εκεί εις την κόλασιν. Ή αιτία λοιπόν των δακρύων μου είναι ετούτη, διατί επταισα του Θεού, όστις υπάρχει τοσούτον δίκαιος όπου μήτε του δαίμονος ημπορεί να κάμη παραμικράν «δικοκρισίαν. Μη θαυμάζης γούν το πώς κλαίω, αλλά μάλλον φρίττε καί θαύμαζε πώς ηξεύροντες οι άνθρωποι πώς τους εκδέχονται τοιαύται κολάσεις, ουδέν περί τούτου φροντίζουσιν ούτε μεριμνώσι να εξαλείψουν τάς αμαρτίας τους. Γίνωσκε δε καί τούτο, ότι την ώραν όπου εχοιριζεν ή ψυχή εκ του αθλίου μου σώματος επήρα τόσην οδύνην καί πόνον, όπου είναι αδύνατον να το καταλάβη τινάς ή να το πιστεύση, εάν δεν το δοκιμάση εμπράκτως».



Και μείς πού αυτήν την στιγμή τα γράφουμε δεν μας κάνουν εντύπωση τόση όση έπρεπε να μας κάνουν διότι ζούμε μακριά από το Θεό και έχουμε πάθει ψυχική πώρωση, πλην όμως αδελφοί μου είναι γεγονότα και θα μπορούσαμε εδώ να παραθέσουμε πάμπολλα πού σε αρχαίους χειρόγραφους κώδικας έχουν καταχωριστή από αρχαιοτάτων χρόνων, πού ό πανάγαθος Θεός δείχνει ορισμένα τέτοια σημεία για να μας αφυπνίσει από τον βαρύ ύπνο της αμαρτίας και να ‘ρθούμε σε μετάνοια και επίγνωση για να σώσουμε την μονάκριβη και μονογεννή μας ψυχή από τα βασανιστήρια της αιωνίου Κολάσεως και να ζούμε αιώνια με το Θεό.


Image


ΟΙ ΑΟΡΑΤΟΙ ΑΣΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ
από διήγηση του γ. Παϊσίου, και σε μας διά του π. Αθανασίου.

Το Μυστικό που τελικά αποκαλύφθηκε:

Αν δεν καταλάβατε ποια είναι η ανώτερη μορφή άσκησης, μάθετε ότι είναι να υποφέρεις κατά Χριστόν, ακόμη και από ανθρώπους της Εκκλησίας, με τρόπο όμως θεάρεστο.
Λέγεται ότι υπήρχε ένας αγίας ζωής μοναχός που εκδιώχθηκε από το άγιον Όρος διότι έκανε τρέλες κατά την τυπική μεριά της υποθέσεως, όμως από ότι φαίνεται ήταν κατά Θεόν. Αυτός στάλθηκε στου Λεμπέτη, μια νευρολογική κλινική της Θεσσαλονίκης, αλλά το υπέμεινε γενναία, και κατά τον γέροντα Παΐσιο έφτασε σε ανώτερα μέτρα από τους αόρατους ασκητές!
Μην ξεχνάτε και τον άγιο Νεκτάριο, που είναι τόσο θαυματουργός, και ίσως αυτό οφείλεται στο ότι υπέμεινε αγογγύστως διωγμό από τη μεριά εκκλησιαστικών παραγόντων.
Να ένα παράδειγμα, σε ποιους αναφερόταν ο γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, ότι είχαν ανώτερη ζωή ακόμη και από τους αόρατους ασκητές:

Ο άκακος και σιωπηλός δια Χριστόν σαλός Γέρο Κωνσταντίνος (Αγγελής) γεννήθηκε στο Καλέντσι της Δωδώνης, στην Ήπειρο, στις 10-2-1898. Τον πατέρα του τον έλεγαν Σταύρο και την μητέρα του Ανθούλα. Λε­πτομέρειες από τα πρώτα χρόνια της μοναχικής ζωής του δεν γνωρίζουμε, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι είχε κά­νει παλιά στην Ι. Μονή Διονυσίου ως αρχάριος. Χρόνια όμως, συνέχεια, τον έβλεπε κανείς να εμφανίζεται γύρω στις Καρυές και να μένη σ’ ένα γκρεμισμένο Κελλί της Μονής Κουτλουμουσίου. (Παλιά ήταν το «Μονύδριο των Φιλαδέλφων» του Αγίου Γεωργίου).
Εκεί λοιπόν σε μία γωνία του γκρεμισμένου κτιρίου, που έπεφταν λιγότερα νερά από την στέγη και έμπαινε λιγότερο κρύο από τα σπασμένα παράθυρα και τις πόρτες, είχε κάτι κουρελιασμένες κουβέρτες και έμοιαζε σαν αετός στην φωλιά του.
Εξωτερικά ο Γέρο Κωνσταντίνος δεν φαινόταν τι είναι, διότι μόνο σκουφί και γένια είχε, που τον έδειχναν για Καλόγηρο. Πάντα τον σκέπαζε μια παλιά χλαίνη, με ένα σχοινί σφιχτά δεμένο στην μέση, και έδειχνε για κοσμικός. Εσωτερικά όμως ήταν ντυμένος με την Χάρη του Αγγελικού Σχήματος, η οποία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Όποιος τον έβλεπε από μακριά τον Γέροντα, τον περνούσε για δυστυχισμένο φτωχό άνθρωπο ή τρελό, αλλά από κοντά, όταν έβλεπε κανείς το λαμπερό του πρόσωπο, καταλάβαινε ότι κάποιο μυστήριο κρύβεται σ’ αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο και δεν τον θεωρούσε για τρελό, αλλά τρελούς θεωρούσε εκείνους που έλεγαν τρελό τον Γέρο Κωνσταντίνο.
Ο Γέρο Κώστας (έτσι τον έλεγαν), ενώ ζούσε στις συνθήκες που ανέφερα, με τελεία εγκατάλειψη του εαυτού του, και ενώ ούτε πλενόταν, εν τούτοις ήταν καθαρός, γιατί ζούσε σαν πετεινό του ουρανού.

Με ανθρώπους σπάνια μιλούσε, ενώ με τον Θεό πάντοτε δια της αδιαλείπτου προσευχής. Πολλές φορές ηρπάζετο ο νους του, και, όταν συνερχόταν, έκανε κάτι κινήσεις με το χέρι του, «για να θολώση τα νερά», χωρίς να πη τίποτα και έφευγε. Φυσικά, για τους κοσμικούς ανθρώπους αυτή η συμπεριφορά του ήταν παρεξηγήσιμη. Ακόμη και όταν τους έλεγε κανένα προφητικό, και αυτό τους φαινόταν για ανοησία.
Όταν καμιά φορά μιλούσαν οι γύρω του, και ο Γέρο Κωνσταντίνος δεν τους παρακολουθούσε, γιατί αυτός προσευχόταν, και ο νους του ήταν στον Θεό, πάλι για αφηρημένο τον νόμιζαν. Έπρεπε να τον ρωτάη κανείς πολλές φορές τον Γέρο Κωνσταντίνο και να επιμένη για να απαντήση, και πάλι θ’ άκουγε δυό – τρία λόγια μουρμουριστά, αλλά προφητικά.
Ο Γέρο Κωνσταντίνος είχε εσωτερική καθαρότητα, γι αυτό έβλεπε καθαρά πολύ μακριά! Δυστυχώς όμως, μερικοί από εμάς τους ταλαίπωρους «τον άνθρωπο του Θεού» τον θεωρούσαμε για ταλαίπωρο άνθρωπο, επειδή έμενε μέσα στα χαλάσματα, ενώ εκείνος εκεί στα χαλάσματα έκτιζε συνέχεια την ψυχή του, η οποία ψυχή αξίζει περισσότερο απ’ όλο τον κόσμο, καθώς μας είπε ο Χριστός.

Όπως ανέφερα, σε μια γωνιά στα χαλάσματα είχε την φωλιά του με τις κουρελιασμένες κουβέρτες και δίπλα του ένα Ψαλτήρι και ένα Ωρολόγιο της Εκκλησίας. Το δε νοικοκυριό του ήταν ένα τενεκάκι από κουτί κονσέρβας με ένα σύρμα για χερούλι! Αυτή ήταν όλη η περιουσία του!
Κάθε Σάββατο περνούσε συνήθως από δύο Κονάκια στις Καρυές, και οι Πατέρες του έβαζαν κάτι από τα περισσεύματα στο τενεκάκι του. Περνούσε πάντα σιωπηλά, χωρίς να ζητάει είχε αρχοντιά. Εάν οι άλλοι ήταν απασχολημένοι, έφευγε χωρίς να πάρη τίποτα. Κάπου – κάπου περνούσε και από τα μπακάλικα και έπαιρνε μόνος του, σαν σπουργίτης, πέντε – έξι ελιές στο χέρι του και έφευγε. Οι μπακάληδες το θεωρούσαν αυτό ευλογία, γιατί τον αγαπούσαν τον Γέρο Κώστα. Εάν κανείς του έβαζε χρήματα στην τσέπη του κρυφά, τα άφηνε και αυτός κρυφά στα μπακάλικα και έφευγε. Έτσι φρόνιμα ζούσε ο Γέρο Κώστας στο Περιβόλι της Παναγίας, σαν άκακο αρνάκι.
Δυστυχώς όμως, πριν από ένδεκα χρόνια, το 1969, επειδή έρχονταν πολλοί κοσμικοί, Ευρωπαίοι, και τον νόμιζαν για τρελό, έτσι όπως εμφανιζόταν στις Καρυές, οι Αρχές έστειλαν στο Τρελοκομείο τον άνθρωπο του Θεού!

Εκεί στην κλινική, αφού τον εξέτασαν οι γιατροί, δεν του βρήκαν τίποτε. Τα μυαλά του ζύγιζαν τετρακόσια δράμια (μια οκά), αλλά εμείς οι σημερινοί άνθρωποι, oι εξωτερικοί, με την κατ’ όψιν κρίση μας, τον αδικήσαμε και στην συνέχεια. Ενώ τον βρήκαν υγιέστατο, τον έστειλαν από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο. Εκεί, επειδή είχε βρεθή τελείως ξαφνικά σε κοσμικό περιβάλλον – στην Θεσσαλονίκη – έπιανε μία γωνία και έλεγε την ευχή, και από τα μάτια του κυλούσαν συνέχεια τα δάκρυα σαν χάνδρες.
Όταν έμαθα ότι ο Γέρο-Κώστας πέρασε αυτή την ταλαιπωρία και βρίσκεται πια στο Γηροκομείο, είπα στην αδελφή που ήταν στην Γραμματεία να τον φροντίζη. Φυσικά, ήταν καλύτερα από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο, αλλά όσο και καλά να ήταν, για τον φιλήσυχο Μοναχό Γέρο Κωνσταντίνο το Περιβόλι της Παναγίας ήταν καλύτερο και απ’ όλα τα παλάτια του κόσμου. Απορούσε το καημένο Γεροντάκι και έλεγε στην αδελφή :
-Γιατί μ’ έφεραν εδώ;
Εκεί λοιπόν πέρασε την επίλοιπη ζωή του ο «δια Χριστόν σαλός», ο οποίος ταλαιπωρήθηκε από εμάς τους κοσμικά έξυπνους.
Δεν έχει σημασία που κοιμήθηκε κι αν κοιμήθηκε στο Γηροκομείο… και όχι στο άγιον Όρος ο Γέρο Κώστας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι θα ξύπνησε στον Παράδεισο, ο πολύ έξυπνος, ο «δια Χριστόν σαλός» Γερο Κωνσταντίνος. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Επιβεβαίωση της ύπαρξης αοράτων ασκητών
Ιεροδιάκονος Σιλουανός, Λευκάδα

Σχετικώς με το γεγονός που ζήσαμε στο Κελλί του Προφήτου Δανιήλ, παραθέτουμε παρακάτω την καταγραφή αυτού του γεγονότος, πιστεύοντας πως αξίζει να γνωστοποιηθεί και σε άλλους.

Image


Εξ αρχής θέλουμε να διευκρινίσουμε ότι έχουμε την βεβαιότητα ότι δεν λέμε κάτι πρωτάκουστο η ότι τα παρακάτω αποτελούν μία αξεπέραστη πνευματική εμπειρία στο «Περιβόλι της Παναγίας». Αντιθέτως, γνωρίζουμε ότι είναι μία μαρτυρία από τις πολλές, η οποία αν ίσως και δεν έχει την ισχύ να επιβεβαιώσει ακράδαντα την παράδοση για τους ερημίτες και αόρατους ασκητές του Αγίου Όρους, είναι όμως μία επιπλέον επανάληψη αυτής της παραδόσεως, και το βασικότερο, ότι εξ άπαντος αποτελεί μία βέβαιη μαρτυρία της ζωής των Αγιορειτών πατέρων, που συνεχίζει την ασκητική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Προ δύο ετών περίπου, η Ιερά Μονή Οσίου Ξενοφώντος μας «παραχώρησε» το αρχαίο και εγκαταλελειμμένο Κελλί της – του Αγίου Προφήτου Δανιήλ και των τριών Παίδων. Αυτό το Κελλί βρίσκεται σε μία ερημική τοποθεσία πάνω στο βουνό, ανατολικά της Μονής Ξενοφώντος και βόρεια της Σκήτης Ξενοφώντος. Δεν γειτνιάζει με κανένα άλλο Κελλί, παρά μόνο με ένα ερειπωμένο, επ’ ονόματι της Αγίας Τριάδος, ούτε καν φαίνεται άλλο Κελλί η Σκήτη η οτιδήποτε άλλο οίκημα, στο οποίο να μαρτυρείται η να δικαιολογείται ανθρώπινη παρουσία. Το μόνο, που είναι ορατό, είναι το βόρειο άκρο και οι τρούλοι της Μονής Ξενοφώντος, που είναι κτισμένη στις εκβολές ενός χειμάρρου, ο οποίος βρίσκεται σε μακρινή απόσταση από το Κελλί. Όποιος βρίσκεται στην αυλή η τον εξώστη -απλωταριά του Προφήτη Δανιήλ έχει μία πανοραμική θέα όλου σχεδόν του φαραγγιού, από τα ανατολικά, που είναι τα Δοχειαρίτικα σύνορα, μέχρι τα δυτικά – την θάλασσα. Η ηρεμία δε και η ησυχία που έχει το Κελλί είναι χαρακτηριστική, και μόνο κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι διακόπτεται από τις ασταμάτητες λαλιές των αηδονιών και των άλλων ωδικών πτηνών.
Εκεί βρεθήκαμε, για μία ακόμη φορά, και εμείς, οι φιλοξενούμενοι της Μονής Ξενοφώντος και ένοικοι του Ιερού αυτού Κελλίου. Η παραμονή μας διήρκησε λίγες ημέρες, αλλά είχε μεγάλη ευλογία, μία εμπειρία που δεν υπολογίζαμε να αξιωθούμε ποτέ. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Στις 21 Απριλίου 2010 (παλ. ημ.), προπαραμονές της πανηγύρεως της Μονής Ξενοφώντος, που τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου ΜεγαλομάρτυροςΓεωργίου, βρεθήκαμε στο Κελλί του Προφήτη Δανιήλ. Είχαμε φθάσει κατά το μεσημέρι, και μετά από σύντομη ανάπαυση και τακτοποίηση των πραγμάτων μας, ο Γέροντας πρότεινε να πάμε ένα μικρό περίπατο. Κατηφορίσαμε και κατόπιν ακολουθήσαμε τον αδιέξοδο δρόμο που αρχίζει στην πρώτη στροφή και ο οποίος οδηγεί προς τα Δοχειαρίτικα.

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ, διότι ήδη είχε σουρουπώσει αρκετά. Σε ένα σημείο της διαδρομής μας, ένας από την ομάδα μας, θέλοντας να συμπεράνει το βάθος του φαραγγιού που βρισκόταν μπροστά μας έριξε τρεις πέτρες, αρκετά μεγάλες, προς το φαράγγι. Οι δύο λαϊκοί που βρίσκονταν στην παρέα, άδραξαν την ευκαιρία για να αστειευτούν με την επιπόλαιη αυτή πράξη λέγοντας πως ίσως κάποιος ερημίτης ασκητής να ήταν δέκτης αυτού του πετροβολητού. Ο Γέροντας, αποσιωπώντας την κωμική πλευρά τoύ θέματος, αναφέρθηκε στην ύπαρξη των ερημιτών και των αοράτων ασκητών, στις αναφορές γύρω από διάφορα σχετικά συμβάντα, και άφησε τον καθένα ελεύθερο να αποδεχθεί η όχι αυτή την παλιά αγιορείτικη παράδοση για τους γυμνούς και αόρατους ασκητές που ζουν στις ερημιές του Αγίου Όρους.

Όταν επιστρέψαμε στο Κελλί, είχε ήδη σκοτεινιάσει. Προσπαθήσαμε να βαλουμε μπρος την πετρελαιογεννήτρια, αλλά παρά τις επίμονες προσπάθειές μας επί μισή ώρα περίπου, το μηχάνημα δεν λειτούργησε, και έτσι μείναμε «αναγκαστικά» με τα κεριά και την λάμπα πετρελαίου (εκ των υστέρων σκεφτήκαμε ότι δεν ήταν ένα γεγονός τυχαίο).
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά, τα αστέρια ήταν ευδιάκριτα, παρά την ελαφριά συννεφιά που είχε ο ουρανός, και τα αηδόνια είχαν παραιτηθεί πλέον από το ολοήμερο κελάηδημά τους. Η σιωπή σε όλη την περιοχή ήταν πιο αισθητή τώρα, μετά την πρόσφατη παύση, παρά τα μεσάνυχτα. Ο Γέροντας είχε αποσυρθεί στο κελλί του, και τα άλλα τρία πρόσωπα κάθισαν μπροστά στην εξώπορτα του Κελλιού και μιλούσαν. Καθώς μιλούσαν, ένας από αυτούς διέκρινε και μία άλλη – δεύτερη φωνή, μακρινή και ακαθόριστη, και μη θέλοντας να διακόψει τον συνομιλητή του αρχικά δεν αντέδρασε. Εφ᾽ όσον όμως αυτή η φωνή συνεχιζόταν ήδη για πέμπτο λεπτό, παίρνοντας θάρρος διέκοψε αυτόν που μιλούσε ρωτώντας τον έναν: «ακούς κάτι;». Αφού συγκέντρωσαν και οι δύο την προσοχή τους, άκουσαν μια φωνή που προερχόταν από το βάθος του χειμάρρου. Ήταν μία ανδρική ενθουσιώδης φωνή, που φώναζε εκστατικά σχεδόν, μέσα στήνσιγαλιά της νύκτας και κάτω από το πανόραμα του ουρανίου στερεώματος:
«Δόξα σοι ο Θεός», «Κύριε σώσον τον κόσμο σου».
Τα επανελάμβανε συνεχώς και μεγαλόφωνα, καθώς και άλλα λόγια, τα οποία εξ αιτίας της αποστάσεως και του αντίλαλου ήταν ακαθόριστα.

Αλλά από το ύφος της φωνής ήταν κάτι σαν ευχαριστία και δοξολογία στον Θεό καθώς και ικεσία για το έλεός Του. Το άκουσε κατόπιν και ο άλλος λαϊκός, που ήταν στην παρέα. Και οι τρεις ακούγαμε ένα άνθρωπο, που βρισκόταν μέσα στο «πουθενά», να ευχαριστεί και να δοξολογεί τον Θεό. Γρήγορα ειδοποιήθηκε και ο Γέροντας, ο οποίος άκουσε αυτόν τον άγνωστο να δοξολογεί ακατάπαυστα, καθαρότατα τον Θεό. Στην συνέχεια και για ένα μικρό διάστημα ο άγνωστος έπαυσε την μεγαλόφωνη προσευχή του.
Όλοι αποσυρθήκαμε στα κελλιά μας. Ο καθένας κράτησε την δική του στάση απέναντι σε αυτή την αναπάντεχη εμπειρία, και κατάκοποι καθώς ήμασταν, γρήγορα αποκοιμηθήκαμε όλοι. Όλοι εκτός από τον Γέροντα, ο οποίος κάθισε στην απλωταριά αναμένοντας να ακροαστεί μία ακόμα φορά τον άγνωστο προσευχητή. Και όντως μετά από ένα διάστημα περίπου μισής ώρας τον άκουσε πάλι. Αυτή την φορά έψαλε μεγαλόφωνα αναστάσιμους ύμνους. Και αυτό που μπόρεσε ο Γέροντας να διακρίνει ήταν το τροπάριο της πρώτης ωδής του κανόνα του Πάσχα «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις…», καθώς και άλλες προσευχές, όπως «Κύριε σώσε τον κόσμο σου», και άλλα.
Την άλλη ημέρα όλοι κοιτάξαμε προς την πλευρά, απ’ όπου ερχόταν η χθεσινοβραδυνή φωνή, προσπαθώντας να καταλάβουμε το ακριβές σημείο που βρισκόταν αυτός ο άνθρωπος η κάποιο σημάδι της παρουσίας του. Γρήγορα όμως καταλάβαμε ότι κοπιάζουμε μάταια και παραιτηθήκαμε από την προσπάθειά μας. Έμεινε όμως μέσα στην ψυχή μας η περιέργεια να μάθουμε αν τυχόν υπάρχει κάποιο Κελλί στην περιοχή αυτή, που να είναι αδιόρατο από την πλευρά του δικού μας Κελλίου.

Κατεβήκαμε στην Μονή για την έναρξη της Αγρυπνίας προς τιμήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου και ο Γέροντάς μας συνάντησε τον π. Σεραφείμ, ο οποίος έχει γνώση του χώρου και πολύ αγάπη για τον Προφήτη Δανιήλ και είναι αλήθεια ότι χωρίς τον π. Σεραφείμ δεν θα γίνονταν και πολλά πράγματα. Τον ρώτησε σχετικά, αν υπάρχει εκεί κοντά κάποιο Κελλί και του ανέφερε το γεγονός. Μας διαβεβαίωσε πως όχι μόνο Κελλί δεν υπάρχει αλλά και η απλή παρουσία οποιουδήποτε ανθρώπου είναι αν όχι αδύνατη, τουλάχιστον αδικαιολόγητη εξ αιτίας της πυκνής βλάστησης και του απροσπέλαστου της περιοχής.
Μετά από όλα αυτά ο καθένας κράτησε μέσα στην ψυχή του την ανάμνηση αυτού του γεγονότος, ενός ανθρώπου μέσα στην απόλυτη ερημιά, ανυποψίαστου για την δική μας παρουσία, που φώναζε ενθουσιασμένος και ευχαριστούσε τον Θεό. Και από τους αόρατους ασκητές να μην ήταν, μόνο και μόνο αυτή η εγκάρδια προσευχή του την νύκτα στην μέση του δάσους, μας έδωσε το μήνυμα που ο Θεός επέτρεψε.
Συμπληρωματικά να προσθέσουμε ότι η γεννήτρια, αν λειτουργούσε το βράδυ, θα ήταν σίγουρα ανασταλτική αιτία για την αυθόρμητη και εξωστρεφή εκδήλωση του αγνώστου, διότι εξ αιτίας του θορύβου και των φώτων θα γινόταν η παρουσία μας πέρα για πέρα αισθητή. Και αυτή η γνώμη γίνεται πιο ισχυρή, αν λάβουμε υπ᾽ όψη μας το παράδοξο, ότι την άλλη ημέρα το πρωί πήρε αμέσως μπροστά.
Αυτή είναι η ιδιαίτερη «εμπειρία μας» κατά την τελευταία επίσκεψή μας στο Άγιον Όρος. Σας την παραθέτουμε, όπως ακριβώς τη ζήσαμε.



Mαρτυρία “Γυμνού Ασκητού”
περί της Αγιότητος του εν Αγίοις Πατρός ημών Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως.


Image

Αποφεύγοντας λοιπόν να παρασταθούμε και παρακολουθήσουμε είτε γενικά, είτε με λεπτομέρειες την παραμονή του στη χερσόνησο του Άθω, την καταγεμάτη διδαχή, συγκίνηση και δέος, θα βρεθούμε κοντά σε μία επίσκεψη που έκανε μιά από κείνες τις ημέρες στα Καυσοκαλύβια, στη δροσερή Κερασιά κι από εκεί στα Κατουνάκια, στο Ησυχαστήριο των ζωγράφων Δανιηλαίων, στην ακροτοπιά, που, όπως λένε, ψέλνουν αγγελικά. Ήταν μία ταλαιπωρία, για να φθάσει ώσαμε εκεί. Αλλά υπερνικήθηκε από τον έρωτα που ένοιθε για βυζαντινές μελωδίες, για κατανυκτικούς ύμνους στην Υπεραγία Θεοτόκο. Στα Κατουνάκια οι περίφημοι ζωγράφοι Δανιηλαίοι από αδελφό σε αδελφό φύλαγαν το θησαυρό του αρχαίου μέλους, ισοκρατούσαν και έμελπαν την υμνολογία χρωματίζοντας το λόγο σαν άγγελοι. Κάτι το ασύλληπτο, το “ραντίζον την ψυχήν θεικήν δρόσον και αγαλλίασιν”. Στο Ησυχαστήριό τους, περίφημο για την Αβραμιαία φιλοξενία του, εμόναζαν και τότε κάπου δώδεκα αδελφοί, οι οποίοι ζούσαν μεταξύ τους με άκρα υπακοή, απλότητα και αγάπη. Εκτελούσαν τις ιερές ακολουθίες με τέτοια κατάνυξη, που ο επισκέπτης λησμονούσε τα πάντα, αιθεροπιανόταν, ξέφευγε από τη χοική ουσία και επιθυμούσε να μη σαλέψει ποτέ από κεί.
Κάπου δέκα λεπτά της ώρας πορεία, κάτω από το Ησυχαστήριό τους, ήταν το φρικτό Καρούλι, ένας απόκρημνος βράχος πάνω από εκατό μέτρα, όπου κάτω χαμηλά στις ακριές του βρεχόταν από το μανιασμένο κύμα της ακρογιαλιάς.
Οι Δανιηλαίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επίσκεψή του, δεν ήξεραν ποιός είναι. Παρουσιάστηκε με καλογερικό σκούφο, με τα παλαιά ράσα που χρησιμοποιούσε στην καλλιέργεια των λουλουδιών του κήπου της Ριζαρείου, με χοντρές καλογερίστικες αρβύλες. Είπε πως ήταν ένας μοναχός από την Αθήνα. Τον υποδέχθηκαν όμως όπως πάντα με εγκαρδιότητα, με Αβραμιαία, όπως είπαμε, καλοσύνη και, αφού τον εκέρασαν νωπά σύκα, φουντούκια με αγριόμελο, ευχαριστήθηκαν που θα έμενε μερικές μέρες κοντά τους να παρακολουθήσει τις ιερές ακολουθίες.
Αλλά τα λίγα λόγια του, περίεργο, είχαν ουσία, τόξευαν ακτίνες “Θείου Φωτός!” . Όπου καθώς σε μιά στιγμή ύστερα από τις πρώτες περοποιήσεις σιγοπερπατούσαν με έναν από τους αδελφούς Δανιηλαίους, τον πέμπτο της συντροφιάς, κατευθυνόμενοι προς το φοβερό βράχο του Καρουλίου, συναπαντούν έναν άγνωστο “περίεργο” ερημίτη, μελαμψό, με καταμπαλωμένο κίτρινο ράσο, λιπόσαρκο, με δύο μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν…

-Ευλογείτε…ψιθύρισε ο Νεκτάριος. Κι απόμεινε εκστατικός.
-Ο Κύριος, αποκρίθηκε αυτός. Και μονομιάς έκανε παρατήρηση στον αδελφό Δανιήλ.
-Πώς προπορεύεσθε, αδελφέ, από τον Πενταπόλεως, τον πρό πολλού ενταχθέντα μεταξύ των αγίων ιεραρχών; Σα να τους κόπηκε η αναπνοή. Ο Δανιήλ απόμεινε να κυττάζει χαύνος. Εκείνος εκύτταζε τα μάτια του ερημίτη και σώπαινε. Η καρδιά του γοργοκτυπούσε. Είχε λοιπόν δίπλα του μίαν άγνωστη αγωνιστική ψυχή, ευλογημένη με το ποορατικό χάρισμα; Άθελά του δάκρυσε.
-Υπερευλογημένο το όνομα του Κυρίου μας, αδελφέ, ψιθύρισαν τα χείλη του. Μην αναφέρετέ τι δια τον ταπεινόν δούλον του. Παρακαλώ…παρακαλώ, δεχθείτε…τον ασπασμόν μου. Κι επλησίασε κι έσκυψε να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι του ερημίτη.
Εκείνος τραβήχθηκε με φόβο. Και σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη βρέθηκαν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο. Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό.
-Χθες οι δαίμονες φρύαξαν… ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή. Μεταβλήθησαν σε σμήνος μεγάλων κωνώπων, με έπληττον και προσπαθούσαν να με αφήσουν χάμου αναίσθητον. Πλην όμως δεν ίσχυσαν εις το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Εις δε την φράσιν “Αναστήτω ο θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού” εξηφανίσθησαν.
-Διατί;
-Διότι θα μου εδίδετο η ευκαιρία να γνωρίσω έναν φοβερό διώκτην των. Τί νέα από τον κόσμο;
-Τι νέα…Πόλεμοι, ατασθαλίαι, ζυμώσεις και…
-Καταλαμβάνω, συμπλήρωσε ο ερημίτης. Κομπασμός, υπερηφάνεια, νοησιαρχία.
Ακολούθησε σιγή, όπως αναφέρει το xorisorianews.

Στο μεταξύ ο αδελφός Δανιήλ παρατηρούσε με έκσταση τον απρόσμενο εκείνο επισκέπτη, που ήταν Επίσκοπος, και προσπαθούσε με λόγια συντριβής να επανορθώσει την παράλειψη προσφοράς του ανάλογου σεβασμού.
-Σας αντιλαμβάνομαι, Σεβασμιώτατε,έπιασε να λέει ο ασκητής. Νοσταλγείτε την μόνωσιν. Αλλ’ εφόσον θεωρήσατε καθήκον να υπηρετήσετε αυτοπροσώπως τον λαόν, εφόσον υπελογίσατε τους συνανθρώπους και τους αγαπήσατε εκ μέσης καρδίας…Θάρθει και η μόνωσις.
Τον κύτταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε.
-Τί φρονείτε δια τον εικοστόν αιώνα που έρχεται; σιγορώτησε.
Ο ερημίτης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:
-Τέλος τα βασίλεια. Πόλεμοι…ανησυχίαι, σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ο φόβος.
-Ο φόβος…επανάλαβαν τα χείλη του Δανιήλ.
Δεν είπαν άλλο τίποτα. Προχώρησαν και οι τρείς για το φοβερό βράχο…”.





Πηγή: vimaorthodoxias
O Κύριός μου κι ο Θεός μου!
User avatar
Matina
 
Posts: 2178
Joined: Tue Nov 15, 2011 10:36 am

Previous

Return to ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 0 guests