4 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥΣύναξις τῶν Ἁγίων Ἑβδομήκοντα ἈποστόλωνΠερὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μᾶς πληροφορεῖ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον στο ι’ κεφάλαιον: «Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος καὶ ἑτέρους ἑβδομήκοντα καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον οὗ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι. Ἔλεγεν οὖν πρὸς αὐτοὺς· ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι. Δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ, ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ. Ὑπάγετε· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς ἄρνας ἐν μέσῳ λύκων. Μὴ βαστάζετε βαλλάντιον, μὴ πήραν, μηδὲ ὑποδήματα, καὶ μηδένα κατὰ τὴν ὁδὸν ἀσπάσησθε· εἰς ἣν δ’ ἂν οἰκίαν εἰσέρχησθε, πρῶτον λέγετε· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ καὶ ἐὰν ᾖ ἐκεῖ υἱὸς εἰρήνης, ἐπαναπαύετε ἐπ’ αὐτὸν ἡ εἰρήνη ὑμῶν· εἰ δὲ μήγε, ἐφ’ ὑμᾶς ἀνακάμψει… καὶ θεραπεύετε τοὺς ἐν αὐτῇ ἀσθενεῖς, καὶ λέγετε αὐτοῖς· ἤγγικεν ἐφ’ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Τοὺς ἐξέλεξε ὁ Χριστὸς ὕστερα ἀπὸ τοὺς Δώδεκα, γιὰ νὰ βοηθοῦν τὸ σωτήριο ἔργο του καὶ νὰ διακονοῦν τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τῆς πρώτης χριστιανικῆς περιόδου, προσπάθησαν νὰ τοὺς ταυτίσουν σταχυολογώντας πρόσωπα τῆς Καινῆς Διαθήκης, κυρίως ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἡ πρώτη ἀπόπειρα καταρτίσεως καταλόγων τῶν ὀνομάτων τῶν ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων ἔγινε σὲ ἀντίδραση ἐνεργειῶν τῶν Γνωστικῶν, οἱ ὁποίοι εἶχαν ἀνορθόδοξη καὶ ἐσφαλμένη ἀντίληψη περὶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ τῆς ἀδιάκοπης ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ ἀποσκοποῦσε νὰ προβάλει πρόσωπα μὲ ἀναμφισβήτητο ἐκκλησιαστικὸ κύρος, ποὺ ἦσαν ἄμεσα συνεχιστὲς τοῦ ἔργου τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων.
Ἀπὸ τὴνἐποχὴ τοῦ πρώτου Σχίσματος (867 μ.Χ.), ὅταν τὸ «παπικὸν πρωτεῖον ἐξῆλθεν πλέον τῆς θεωρητικῆς καὶ ἀορίστου μορφῆς τὴν ὁποίαν μέχρι τοῦδε διετήρει καὶ ἔλαβε πρακτικὴν καὶ ὡρισμένην μορφὴν ἐπικίνδυνον διὰ τὴν ἀνεξαρτησίαν τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», προβάλλονται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οἱ Ἑβδομήκοντα Ἀπόστολοι, σὲ ἀντίδραση στὶς γνωστὲς θέσεις τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα.
Γι’ αὐτό, ἂν καὶ ἕκαστος τῶν Ἀποστόλων ἑορτάζει σὲ τακτὴ ξεχωριστὴ ἡμέρα, ἡ Ἐκκλησία μας ὅρισε καὶ ἰδία ἡμέρα γιὰ τὴν κοινὴ ἑορτὴ αὐτῶν ποὺ κακοπάθησαν γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Αὐτοὶ εἶναι:
Ἄγαβος, προφήτης, ὁ ὁποῖος προεφήτευσε τὴν σύλληψη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τὸν μέγα λιμὸ εἰς Ἱερουσαλήμ († 8 Ἀπριλίου).
Ἀκύλας, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, μετὰ τῆς σζύγου αὐτοῦ Πρισκίλλης, μαρτυρικὰ τελειωθέντες († 14 Ἰουλίου, † 13 Φεβρουαρίου).
Ἀμπλίας, Ἐπίσκοπος Ὀδυσσουπόλεως (τῆς Μακεδονίας), ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἐγκατασταθεὶς καὶ ὑπὸ τῶν ἐθνικῶν ἀναιρεθείς († 31 Ὀκτωβρίου).
Ἀνανίας, μαθητὴς τοῦ Κυρίου στὴ Δαμασκό, συναντήσας, καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ Κυρίου, τὸν Σαούλ (Παῦλο) τυφλωθέντα, τὸν ὁποῖο ἐθεράπευσε καὶ ἐβάπτισε. Ἔγινε Ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ, τελειωθεὶς διὰλιθοβολισμοῦ († 1 Ὀκτωβρίου).
Ἀνδρόνικος, Ἐπίσκοπος Πανονίας († 17 Μαΐου, † 30 Ἰουλίου, 22 Φεβρουαρίου εὕρεσις λειψάνων).
Ἀπελλῆς, Ἐπίσκοπος Σμύρνης († 10 Σεπτεμβρίου).
Ἀπελλῆς (ἕτερος ἢ ὁ προηγούμενος), Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Θράκῃ Ἡρακλείας († 31 Ὀκτωβρίου).
Ἀπολλώ(ς), Ἐπίσκοπος Καισαρείας († 8 Δεκεμβρίου).
Ἀπφία(ς) (ἢ Ἀπφίων)· σαφῶς πρόκειται περὶ γυναίκας Ἀποστόλου, τὴν ὁποία ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολή: «καὶ Ἀπφίᾳ τῇ ἀγαπητῇ». Συνεμαρτύρησε μετὰ τῶν Ἀποστόλων Φιλήμονος, Ἀρχίππου καὶ Ὀνησίμου ἐπὶ Νέρωνος (φέρεται ὡς σύζυγος τοῦ Φιλήμονος) († 22 Νεομβρίου, † 19 Φεβρουαρίου).
Ἀρίσταρχος, Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Συρίᾳ Ἀπαμείας,ἀποκεφαλισθεὶς ὑπὸ Νέρωνος († 27 Σεπτεμβρίου, † 14 Ἀπριλίου).
Ἀριστόβουλος, Ἐπίσκοπος Βρεττανίας, ἀδελφὸς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα († 31 Ὀκτωβρίου, † 15 Μαρτίου).
Ἀρτεμᾶς, Ἐπίσκοπος Λύστρων († 30 Ὀκτωβρίου).
Ἄρχιππος, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἰς Κολοσσάς. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ὑπὸ Νέρωνος († 22 Νεομβρίου, † 19 Φεβρουαρίου).
Ἀσύγκριτος, Ἐπίσκοπος Ὑρκανίας, ἐτελειώθηκε μαρτυρικῶς († 8 Ἀπριλίου).
Ἀχαϊκός, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν Κόρινθο, ἐτελειώθηκε ἀπὸ λιμὸ καὶ δίψα († 15 Ἰουνίου).
Βαρνάβας ἢ Ιωσῆς, Κύπριος τὴν πατρίδα, ἀπὸ τοὺς ἑλληνιστὲς Ἑβραίους τῆς νήσου καὶ ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ. Ἀπὸ Ἰωσῆς, γιὰ τὸ γλυκύ του κήρυγμα, μετονομάσθηκε Βαρνάβας, που σημαίνει «υἱὸς παρακλήσεως». Συνέκδημος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἀντιόχεια, Ἱερουσαλὴμ, Ρώμη, Ἀλεξάνδρεια καὶ Κύπρο, ὅπου ἐλιθοβολήθηκε καὶ παραδόθηκε στὸ πῦρ. Εἶναι ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπου († 11 Ἰουνίου).
Γάϊος, Ἐπίσκοπος Ἐφέσου († 5 Νοεμβρίου).
Ἐπαινετός, Ἐπίσκοπος Καρθαγένης († 30 Ἰουλίου).
Ἐπαφρόδιτος (ἢ Ἐπαφρᾶς), Ἐπίσκοπος Κολοφῶνος ἢ Κολώνης ἢ Ἀδράκης († 8 Δεκεμβρίου).
Ἔραστος, οἰκονόμος τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων καὶ Ἐπίσκοπος Πανεάδος († 10 Νοεμβρίου).
Ἑρμᾶς, Ἐπίσκοπος Φιλίππων ἢ Φιλιππουπόλεως († 5 Νοεμβρίου).
Ἑρμῆς, Ἐπίσκοπος Δαλματίας († 8 Μαρτίου).
Εὔβουλος, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 28 Φεβρουαρίου).
Εὔοδος, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, διάδοχος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου († 7 Σεπτεμβρίου).
Ζακχαῖος, ἀρχιτελώνης τῆς Ἱεριχώ, τὸν ὁποίον ἐκάλεσε ὁ Κύριος († 20 Ἀπριλίου).
Ζηνᾶς ἢ Ζήνων, Ἐπίσκοπος Διοσπόλεως τῆς Λαοδικείας († 27 Σεπτεμβρίου).
Ἡρωδίων καὶ Ροδίων ἢ Ρόδιος, Ἐπίσκοπος Νέων Πατρῶν, ἀκόλουθος τῶν Ἀποστόλων,ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ὑπὸ Ἰουδαίων καὶ ἐθνικῶν ἢ Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου στὴ Ρώμη, ἀποκεφαλίσθηκε ὑπὸ Νέρωνος μετὰ τοῦ Ὀλυμπᾶ († 28 Μαρτίου, † 8 Ἀπριλίου, † 10 Νοεμβρίου).
Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ἀδελφὸς τοῦ Κυρίουκαὶ υἱὸς Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, συγγραφεὺς τ[ςη φερωνύμου Καθολικῆς Ἐπιστολῆς καὶ πρῶτος Ἱεράρχης Ἱεροσολύμων. Ὁ Ἅγιος ἐτελειώθηκε μαρτυρικῶς ὑπὸ Ἰουδαίων († 23 Ὀκτωβρίου καὶ Κυριακὴ μετᾶ τὴν Χριστοῦ γέννησιν).
Ἰάκωβος ὁ Ἀλφαίου ἢ Ἀλφαῖος, ἀδελφὸς Ματθαίου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ († 9 Ὀκτωβρίου, † 26 Μαΐου).
Ἰάσων, Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 29 Ἀπριλίου).
Ἰούδας ὁ Ἰακώβου ἢ Θαδδαῖος καὶ Λεββαῖος, ἀδελφὸς κατὰ σάρκα τοῦ Κυρίου καὶ υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, ἀδελφὸς δὲ γνήσιος Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου († 19 Ἰουνίου, † 21 Αὐγούστου).
Ἰουνία(ς)· πρόκειται περὶ ἀνδρὸς Ἀποστόλου, τὸν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή: «ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἰουνίαν τοὺς συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινές εἰσιν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις». Δυστυχῶς στοὺς Συναξαριστὲς ἐθεωρήθηκε ὡς γυναίκα, ἐνῷ σὲ πολλοὺς κώδικες γράφεται ὀρθῶς: «(Ἀνδρόνικος) συνεπόμενον ἔχων καὶ τὸν ὑπερθαύμαστον Ἰουνίαν». Καὶ τὸ δίστιχο μαρτυρεῖ: «Ἰουνία(ς) τέθνηκε μηνὶ Μαΐῳ, ὃς πρῶτος ἐστὶν εἰσιὼν Ἰουνίου» († 17 Μαΐου, † 22 Φεβρπυαρίου – εὕρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων).
Ιοῦστος ἢ Ἰωσὴφ ἢ Βαρσαββᾶς ἢ Ἰησοῦς ἢ Ἰωσῆς, Ἐπίσκοπος Ἐλευθερουπόλεως, ὁ σύμψηφος γενόμενος τοῦ Ματθίου, ὁ ἀδελφόθεος († 30 Ὀκτωβρίου).
Καῖσαρ, Ἐπίσκοπος Κορώνης († 8 Δεκεμβρίου).
Κάρπος, Ἐπίσκοπος Βερόης ἢ Βεροίας τῆς Θράκης († 26 Μαΐου).
Κηφᾶς († 8 Δεκεμβρίου).
Κλήμης, Ἐπίσκοπος Σαρδέων ἢ Σαρδικῆς († 10 Σεπτεμβρίου).
Κοδρᾶτος, Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴ Μαγνησία († 21 Σεπτεμβρίου).
Κουᾶρτος, Ἐπίσκοπος Βηρυτοῦ (†10 Νοεμβρίου).
Κρήσκης, Ἐπίσκοπος Καρχηδόνος († 30 Ἰουλίου).
Λίνος, Ἐπίσκοπος Ρώμης μετὰ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο († 5 Νοεμβρίου).
Λουκᾶς ἢ Λούκιος, Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Συρίᾳ Λαοδικείας, δάφορος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, «ὃν ὁ μακάριος Παῦλος ἐν τῇ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολῇ μαρτυρεῖ» († 10 Σεπτεμβρίου).
Μᾶρκος, ὁ καὶ Ἰωάννης, Ἐπίσκοπος Βύβλου τῆς Ἀντιόχειας, διάφορος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ «οὗ ὁ ἈπόστολοςΛουκᾶς ἐν ταῖς Πράξεσι μέμνηται» († 27 Σεπτεμβρίου).
Μᾶρκος (ἕτερος), ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα, Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος, διάφορος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ τοῦ προηγουμένου, «οὗ ὁ Ἀπόστολος ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς μέμνηται» († 30 Ὀκτωβρίου).
Ματθίας, ὁ διᾶ κλήρου ἀναπληρώσας Ἰούδα τὸν προδότη καὶ συγκαταριθμηθεὶς στοὺς Δώδεκα († 9 Αὐγούστου).
Νάρκισσος, Ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά († 31 Ὀκτωβρίου).
Νικάνωρ, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, τελειωθεὶς τὴν αὐτὴ ἡμέρα μετὰ τοῦ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου († 28 Ἰουλίου).
Νυμφᾶς, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 28 Φεβρουαρίου).
Ὀλυμπᾶς, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλο Πέτρου στὴ Ρώμη, ἀποκεφαλίσθηκε ὑπὸ Νέρωνος μετὰ τοῦ Ροδίωνος († 10 Νοεμβρίου).
Ὀνήσιμος, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στοὺς Ποτίολους († 15 Φεβρουαρίου, † 22 Νοεμβρίου).
Ὀνησιφόρος, Ἐπίσκοπος Κολοφῶνος, συνεργὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 7 Σεπτεμβρίου, † 8 Δεκεμβρίου).
Οὐρβανός, Ἐπίσκοπος Μακεδονίας, ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου ἐγκατασταθεὶς καὶ ὑπὸ τῶν ἐθνικῶν ἀναιρεθείς († 31 Ὀκτωβρίου).
Παρμενᾶς, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά († 28 Ἰουλίου).
Πατρόβας, Ἐπίσκοπος Ποτιόλων († 5 Νοεμβρίου).
Πούδης, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Νέρωνος († 14 Ἀπριλίου).
Πρόχορος, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, Ἐπίσκοπος Νικομηδείας, συνεργὸς τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου καὶ στὴ συγγραφὴ τοῦ Εὐαγγελίου († 28 Ἰουλίου).
Ροῦφος, Ἐπίσκοπος Θηβῶν τῆς Ἑλλάδος. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά († 8 Ἀπριλίου).
Σίλας, Ἐπίσκοπος Κορίνθου, συνεργὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 30 Ἰουλίου).
Σιλουανὸς, Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, συνεργὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 30 Ἰουλίου).
Σίμων ἢ Συμεὼν ἢ Κλεόπας, ὁ ἀδελφόθεος, δεύτερος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, υἱὸς Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος καὶ ἀδελφὸς Ἰακώβου. Ὁ Ἅγιος ἐσταυρώθηκε ἐπὶ Τραϊανοῦ († 27 Ἀπριλίου, † 30 Ὀκτωβρίου).
Στάχυς. Ἐπίσκοπος (πρῶτος) Βζαντίου, κατασταθεὶς ὑπὸ Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου († 31 Ὀκτωβρίου).
Στεφανᾶς, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 15 Ἰουνίου).
Στέφανος, πρωτομάρτυρας καὶ ἀρχιδιάκονος. Ἐτελειώθηκε διὰ λιθοβολισμοῦ († 27 Δεκεμβρίου, † 2 Αὐγούστου, † 15 Σεπτεμβρίου).
Σωσθένης, Ἐπίσκοπος Κολοφῶνος († 8 Δεκεμβρίου).
Σωσίπατρος, Ἐπίσκοπος Ἰκονίου, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 10 Νεομβρίου, † 29 Ἀπριλίου).
Τέρτιος, Ἐπίσκοπος Ἰκονίου, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 30 Ὀκτωβρίου).
Τιμόθεος, Ἐπίσκοπςο Ἐφέσου, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τελειωθεὶς μαρτυρικά († 22 Ἰανουαρίου).
Τίμων, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, Ἐπίσκοπος Βόστρων, τελειωθεὶς μαρτυρικά († 28 Ἰουλίου).
Τίτος, Ἐπίσκοπος Γορτύνης τῆς Κρήτης, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 25 Αὐγούστου).
Τρόφιμος, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Νέρωνος († 14 Ἀπριλίου).
Τυχικός, Ἐπίσκοπος Χαλκηδόνος ἢ Κολοφῶνος, ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου († 8 Δεκεμβρίου).
Φιλήμων, Ἐπίσκοπος Γάζης, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τελειωθεὶς μαρτυρικὰ στὶς Κολοσσὲς ἐπὶ Νέρωνος († 19 Φεβρουαρίου, † 22 Νοεμβρίου).
Φίλιππος, διάκονος ἐκ τῶν ἑπτά, ἐκ Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, ὁ ὁποῖος ἐβάπτισε Σίμωνα τὸν Μάγο καὶ τὸν Εὐνοῦχο τῆς Κανδάκης († 11 Ὀκτωβρίου).
Φιλόλογος, Ἐπίσκοπος Σινώπης, κατασταθεὶς ὑπὸ Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου († 5 Νοεμβρίου).
Φλέγων, Ἐπίσκοπος Μαραθῶνος. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά († 8 Ἀπριλίου).
Φουρτουνᾶτος, μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικά (†15 Ἰουνίου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Θείας πίστεως, τῷ ἀμφιβλήστρῳ, ἐζωγρήσατε, ἐθνῶν ἀγέλας, Ἑβδομήκοντα Κυρίου Ἀπόστολοι, πρὸς εὐσεβείας τὴν θείαν ἐπίγνωσιν, ὡς δεδεγμένοι τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος. Μύσται ἔνθεοι, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς Ἑβδομήκοντα σοφοὺς Ἀποστόλους, ὡς εὐσεβείας γεωργοὺς θεηγόρους, χαρμονικῶς αἰνέσωμεν ᾀσμάτων ᾠδαῖς· οὗτοι γὰρ τῆς πίστεως, τὸν σωτήριον λόγον, κόσμῳ ἐγκατέσπειραν, ὡς Χριστοῦ οἰκονόμοι· καὶ νῦν ἀπαύστως νέμουσιν ὑμῖν, τῶν ἐπταισμένων θεόθεν τὴν ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Ἑβδομηκοντάριθμος καὶ σεπτός, δῆμος Ἀποστόλων, τὸν τῆς πίστεως θησαυρόν, τοῖς ἐν ἀπιστίᾳ, διέδωκαν πλουσίως· ὑμνήσωμεν τὴν τούτων, θείαν συνέλευσιν.
Οἱ Ἅγιοι Ζώσιμος καὶ ἈθανάσιοςὉ Ἅγιος Ζώσιμος ἔζησε στὴν Κιλικία καὶ ἐκατοικοῦσε στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ τὸν ἀναζήτησαν οἱ εἰδωλολάτρες, τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Δομετιανό. Ὁ Ἅγιος Ζώσιμος ὁμολόγησε μὲ παρρησία μπροστὰ στὸν ἄρχοντα τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ ἄρχοντας τότε διέταξε νὰ ὑποβάλουν τὸν Ἅγιο σὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Τοῦ ἔκαψαν, λοιπόν, τὰ αὐτιὰ μὲ πυρακτωμένα σίδερα, τὸν ἔριξαν μέσα σὲ καζάνι γεμάτο βόρβορο ποὺ ἐκόχλαζε καὶ τελικὰ τὸν κρέμασαν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Κατὰ τρόπο ὅμως θαυμαστὸ διασώθηκε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ βασανιστήρια. Ἡ μανία τῶν εἰδωλολατρῶν δὲν ἐσταμάτησε ἐδῶ· ἔριξαν τὸν ἅγιο στὴν ἀρένα τοῦ θεάτρου νὰ τὸν κατασπαράξουν τὰ πεινασμένα ἄγρια θηρία. Ἐκεῖ ὅμως ἐμφανίσθηκε ἕνα λιοντάρι καὶ μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ ὁμίλησε γιὰ τὸν Χριστό. Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ προσελκυσθεῖ στὴν Χριστιανικὴ πίστη ὁ Κομενταρήσιος Ἀθανάσιος. Ἀλλὰ καὶ ὁ τύραννος, ὕστερα ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ἄφησε ἐλεύθερο τὸν Ἅγιο.
Ὁ Ἅγιος, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, πῆγε στὰ ὄρη ὅπου καὶ διέμενε. Μαζί του πῆγε καὶ ὁ Ἀθανάσιος, τὸν ὁποῖο καὶ κατήχησε στὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἐβάπτισε. Ἐκεῖ στὸν ἔρημο τόπο, ποὺ ἦταν οἱ δύο Ἅγιοι, μία πέτρα ἐσχίσθηκε ξαφνικὰ σὲ δύο μέρη. Οἱ Ἅγιοι ἀμέσως μπῆκαν κάτω ἀπὸ τὴν πέτρα, ὅπου καὶ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸν Κύριο.
Ἡ Ὁσία Ἀπολλιναρία ἡ ΣυγκλητικήἩ Ὁσία Ἀπολλιναρία διακρινόταν γιὰ τὸ κάλλος καὶ τὴν σύνεσή της. Ἦταν κόρη τοῦ Ἀνθεμίου, τὸν ὁποῖο ἐχειροτόνησε ὁ Πάπας Λέων ὁ Μέγας καὶ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν διαχείριση θεμάτων τῆς Ρώμης.
Ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ἡ Ἀπολλιναρία εἶχε διακαὴ τὸν πόθο νὰ ἀκολουθήσει τὸν παρθενικὸ βίο καὶ παρακαλοῦσε μὲ ἐπιμονὴ τὸν Θεὸ νύκτα καὶ ἡμέρα νὰ τὴν βοηθήσει νὰ πετύχει αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε ἡ ψυχή της. Παρακάλεσε, λοιπόν, θερμὰ τοὺς γονεῖς της νὰ τῆς ἐπιτρέψουν νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα. Οἱ γονεῖς της ἄκουσαν τὴν παράκλησή της καὶ τῆς ἐπέτρεψαν. Τότε ἐκείνη, ἀφοῦ πῆρε μαζί της δούλους καὶ δοῦλες, καθὼς ἐπίσης καὶ χρυσάφι, ἄργυρο καὶ πολυτελὴ ἐνδύματα, ἔφθασε στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ ἐμοίρασε στοὺς πτωχοὺς ὅλα ὅσα εἶχε πάρει μαζί της.
Ὅταν ὁλοκλήρωσε τὴν προσκυνηματική της ἐπίσκεψη στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐχάρισε τὸ δῶρο τῆς ἐλευθερίας στοὺς δούλους καὶ στὶς δοῦλες ποὺ εἶχε πάρει μαζί της καὶ τοὺς ἄφησε νὰ γυρίσουν πίσω στὴν Ρώμη, μὲ τὸ δικαίωμα πλέον τοῦ ἐλεύθερου πολίτου. Ἐκράτησε ὅμως κοντά της ἕνα σεβάσμιο γέροντα καὶ ἕναν εὐνοῦχο. Μ’ αὐτοὺς μαζὶ ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ἔφθασε σὲ κάποιον πεδινὸ τόπο, σκέφθηκε νὰ σταματήσουν ἐκεῖ, γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας. Μόλις ὁ ὕπνος πῆρε τοὺς κουρασμένους συνοδοιπόρους της, ἡ Ἁγία ἔφυγε χωρὶς νὰ τὴν πάρουν εἴδηση καὶ μπῆκε στὴν δασώδη περιοχὴ ποὺ ἦταν δίπλα, περιφρονώντας ἔτσι ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. Ἡ περιοχὴ αὐτὴ ἦταν καὶ ἑλώδης. Στὸ ὀχληρὸ αὐτὸ ἕλος ἔμεινε ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Κατὰ τὴν παραμονή της ἐκεῖ, ἀπὸ τὰ τσιμπήματα τῶν κουνουπιῶν τὸ δέρμα τοῦ μακάριου σώματός της ἔγινε σὰν τὸ δέρμα χαλώνας.
Ἀκολούθως, φορώντας ἐνδυμασία ἀσκητοῦ, πῆγε σὲ Σκήτη ποὺ ἀσκήτευαν ἅγιοι Πατέρες. Τοὺς εἶπε πὼς ὀνομάζεται Δωρόθεος καὶ πὼς εἶναι εὐνοῦχος. Ὁ θαυμαστὸς ἡγούμενος τῆς Σκήτης Μακάριος τὴν δέχθηκε μὲ ἐγκαρδιότητα καὶ τῆς παρεχώρησε κελλὶ νὰ μένει. Ἡ Ἀπολλιναρία ἐκλείσθηκε μέσα στὸ κελλὶ αὐτὸ καὶ προσευχόταν καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ νύχτα καὶ ἡμέρα.
Ὁ πατέρας της Ἀνθέμιος εἶχε καὶ μία ἄλλη θυγατέρα. Αὐτὴ κάποτε προσβλήθηκε ἀπὸ ἀκάθαρτο δαιμόνιο. Ἀμέσως ὁ Ἀνθέμιος τὴν ἔστειλε στοὺς μοναχοὺς τῆς Σκήτης, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ, χωρὶς βέβαια νὰ γνωρίζει τὸ παραμικρὸ σχετικὰ μὲ τὴν εὐλογημένη θυγατέρα του, τὴν Ἀπολλιναρία, ποὺ βρισκόταν στὴν Σκήτη καὶ ὀνομαζόταν Δωρόθεος.
Οἱ συνοδοί, λοιπόν, ὁδήγησαν τὴν δαιμονισμένη κόρη στὸν ἀββᾶ Δωρόθεο. Μέσα σὲ λίγες ἡμέρες τὸ κορίτσι ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ποὺ τὸ ἐβασάνιζε, καὶ οἱ Πατέρες τὸ ἔστειλαν, ὑγιὲς πλέον, στὸν πατέρα του. Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἄρχισε νὰ φαίνεται στοὺς πολλοὺς πὼς ἡ κόρη ἦταν ἔγκυος. Τότε ὁ πατέρας της, ἐπειδὴ ἐνόμισε ὅτι ἡ κόρη του εἶχε καταστεῖ ἔγκυος ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο, ἔστειλε ἀνθρώπους του καὶ τοῦ τὸν ἔφεραν μπροστά του. Ἡ εὐλογημένη ὅμως Ἀπολλιναρία ἔδειξε μὲ κάποια σημεῖα αὐτὸ ποὺ ἦταν στὴν πραγματικότητα, ὅτι δηλαδὴ ἦταν γυναίκα καὶ ὄχι ἄνδρας ὅπως ἔδειχνε τὸ σχῆμα της. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτὴ προκάλεσε σὲ ὅλους θαυμασμὸ καὶ ἀγωνία· καὶ ἰδιαίτερα θαυμασμό, γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀδελφή της ἡ δαιμονισμένη ἐθεραπεύθηκε θαυματουργικά, ὕστερα ἀπὸ τὶς προσευχές της.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ Ἀπολλιναρία, ἀφοῦ ἔμεινε λίγες ἡμέρες μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς της, ἐγύρισε πάλι στὸ κελλί της, στὴν Σκήτη, χωρὶς νὰ μάθει κανένας ἀπὸ τοὺς Πατέρες αὐτὰ ποὺ εἶχαν γίνει. Ἔτσι, ὅταν μετὰ τὴν κοίμησή της, διαπιστώθηκε ὅτι ἦταν γυναίκα, ὅλοι τὴν ἐμακάρισαν γιὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου της.
Οἱ Ἅγιοι Χρύσανθος καὶ ΕὐφημίαὉ Ἅγιος Χρύσανθος καὶ ἡ Ἁγία Εὐφημία ἐμαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Περὶ τοῦ χρόνου τοῦ μαρτυρίου τους οἱ Συναξαριστὲς σιωποῦν. Γιὰ τὴν Ἁγία Εὐφημία ἀναφέρεται ἁπλῶς «τῆς πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου», ἀπὸ τὸ ὁποῖο θεωροῦμε, ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ τάφου αὐτῆς.
Οἱ Ἅγιοι Ἕξι ΜάρτυρεςΕἶναι ἄγνωστο πότε καὶ ποῦ ἄθλησαν οἱ Μάρτυρες αὐτοί. Στοὺς Συναξαριστὲς καλοῦνται Μάρτυρες, ἀλλὰ τελειωθέντες μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος ΘεόκτιστοςὉ Ὅσιος Θεόκτιστος ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο, διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Κουκουμᾶ ἢ Κουκουμίου ἢ Κουκούμης τῆς Σικελίας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Κτίσις βασίλειος, Θεοῦ γενόμενος, βίον κατάλληλον, τῇ κλήσει ἔσχηκας, εὐαρεστήσας τῷ Θεῷ, ἐν ἔργοις δικαιοσύνης· ὅθεν Μοναζόντων σε, ποδηγέτην ἀνέδειξε, Χριστὸς ὁ φιλάνθρωπος, ὁ δεχθεὶς τοὺς ἀγῶνάς σου· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαίροις Θεόκτιστε θεόφρον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐκ Δυσμῶν ὡς ἥλιος ἐξανατείλας, μυστικῶς κατηύγασας τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀσκητικαῖς σου φαιδρότησι, Πάτερ παμμάκαρ, Θεόκτιστε Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον.
Φοῖνιξ ἐναρέτου ὤφθης ζωῆς, θάλλων διεξόδοις, σῶν ἱδρώτων τῶν εὐαγῶν· ὅθεν διατρέφεις, καρποῖς σου ἀθάνατοις, ἡμῶν τὰς διανοίας, Πάτερ Θεόκτιστε.
Ὁ Ὅσιος Θεόπροβος Ἐπίσκοπος Καρπασίας ΚύπρουὉ Ἅγιος Θεόπροβος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο μ.Χ. αἰώνα.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ ΝέοςΣτοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται μόνο ὅτι ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος (ὁ ναὸς ἢ ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου), κεῖται πλησίον τοῦ Ἁγίου Μωκίου.
Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Μωκίου, ἀνηγέρθη ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο (324 – 337 μ.Χ.) πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μωκίου, , τοῦ ὁποίου τὴν μνήμη ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ στὶς 11 Μαΐου, ἐπὶ τῆς θέσεως παλαιοῦ ἐθνικοῦ ναοῦ στὸ Ἐξωκιόνιον (Ἕξ Μάρμαρα) τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α’ (379 – 395 μ.Χ.) ὁ ναὸς αὐτὸς ἐδόθηκε στοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανοὺς ποὺ ὀνομάσθηκαν γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἐξωκιονίτες. Ἀργότερα κτίσθηκε ἐκεῖ νέος ναὸς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Α’ (525 – 565 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἀνακαινίσθηκε ἀπὸ τὸν Βασίλειο Β’ (867 – 886 μ.Χ.). Στὴν ἐκκλησία αὐτὴ ἐκκλησιάζονταν, σύμφωνα μὲ τὸ Τυπικό, οἱ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου δύο φορὲς τὸν χρόνο: τὴν Κυριακὴ τοῦ Ἀντίπασχα (τοῦ Θωμᾶ) καὶ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Στὶς 11 Μαΐου 903 μ.Χ., ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ὑπέστη ἐντὸς τοῦ ναοῦ δολοφονικὴ ἐπίθεση ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὁ ΣΤ’ καὶ ἀπὸ τότε καταργήθηκε ὁ ἐκεῖ ἐκκλησιασμὸς τῶν αὐτοκρατόρων.
Οἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καὶ Σίος ἐκ ΓεωργίαςΟἱ Ὅσιοι Εὐάγριος καὶ Σίος τοῦ Μγκβιμέλι ἔζησαν στὴν Γεωργία τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἀρχικὰ ἦταν δούκας τοῦ Ζιχαντίνι καὶ ἀρχηγὸς τοῦ μεγαλύτερου κράτους στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλείου τοῦ Κάρτλι (Δυτικὴ Γεωργία). Στὴν συνέχεια ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους γεωργιανοὺς μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Σίου καὶ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς μονῆς ποὺ ἵδρυσε ὁ τελευταῖος. Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος ἀσκόπευε νὰ γίνει μοναχὸς ὅταν, πηγαίνοντας σὲ ἕνα κυνήγι, ἔγινε θεατὴς ἑνὸς θαύματος: εἶδε ἕνα περιστέρι νὰ φέρνει τροφὴ στὸν ἐρημίτη Ἅγιο Σίο. Αὐτὸς ἀρχικὰ ἦταν ἀντίθετος στὴ ἀπόφαση τοῦ Εὐάγριου, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ βιαστική. Ὁ Εὐάγριος ὅμως, ἐπέμενε καὶ τελικὰ ὁ Ἅγιος Σίος τοῦ παρήγγειλε νὰ ἐπιστρέψει σπίτι, νὰ τακτοποιήσει ὅλες τὶς ὑποθέσεις του, νὰ ἀποχαιρετήσει τοὺς δικούς του καὶ ἔπειτα νὰ πάει στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μτκβάρι καὶ νὰ βάλει μέσα στὸ νερὸ ἕνα μπαστούνι ποὺ ὁ ἴδιος θὰ τοῦ ἐδώριζε. Ἐὰν ὁ ποταμὸς ἐστέγνωνε μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Εὐάγριου, αὐτὸ θὰ ἦταν ἕνα θεϊκὸ σημάδι γιὰ νὰ ξεκινήσει τὸν μοναχικὸ βίο, διαφορετικὰ ὁ φιλόδοξος μοναχὸς θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν σκοπό του. Ὁ Εὐάγριος ἔπραξε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καί, κατὰ τὴν θεία βούληση, παρέμεινε μὲ τὸν Ἅγιο Σίο.
Ἔκτοτε ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀσκητῶν γύρω τους ἄρχισε νὰ πολλαπλασιάζεται καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐγεννήθηκε τὸ μοναστήρι. Ὁ Εὐάγριος μὲ δικά του ἔξοδα ἀγόρασε γιὰ τὴν ἀδελφότητα τὸ χωριὸ Σαλτέμπα μαζὶ μὲ τὰ προσαρτημένα ἐδάφη.
Μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα, ὁ Ἅγιος Σίος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, ἀπομονώθηκε σὲ σπήλαιο καὶ ὅρισε τὸν Ὅσιο Εὐάγριο ἡγούμενο τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητος.
Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων τελεῖται καὶ στὶς 4 Φεβρουαρίου.
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ὁ ΣτυλίτηςὉ Ὅσιος Τιμόθεος ἔζησε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 872 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος Ἡγούμενος Μονῆς Βατοπαιδίου και οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες 12 ΜοναχοίΤὴν ἐποχὴ τοῦ Πάπα Οὐρβανοῦ Δ’ (1263) καὶ τοῦ διαδόχου του Κλήμεντος Δ’ (1267) ὁ αὐτοκράτορας τῆς Κωνσταντινουπόλεως Μιχαὴλ Παλαιολόγος ἄρχισε νὰ διαπραγματεύεται γιὰ τὴν ἕνωση τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὴν Δυτική. Ὁ Πάπας Κλήμης Δ’ ἔστειλε στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς ὑπογραφὴ τοὺς ὅρους τῆς ἑνώσεως, στοὺς ὁποίους μεταξὺ ἄλλων ὁ Πάπας ἐθεωρεῖτο ὡς δικαιούμενος ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ κρίνει καὶ νὰ ἀποφασίζει ὁριστικὰ γιὰ κάθε δογματικὸ ζήτημα ἢ ἄλλη ἐκκλησιαστικὴ διαφωνία. Ἔτσι ὁ Πάπας ἀναδεικνυόταν σὲ ὑπέρτατη ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία, οἱ δὲ Σύνοδοι, Τοπικὲς ἢ Οἰκουμενικές, ἐκμηδενίζονταν. Τὸ ζήτημα ὅμως λόγῳ πατριαρχικῶν ἀνωμαλιῶν δὲν ἐπροχώρησε καὶ ὁ αὐτοκράτορας δὲ μποροῦσε νὰ ἐνεργήσει μόνος. Οἱ διαπραγματεύσεις ἐπανελήφθησαν τὸ ἔτος 1273, ὅταν προχειρίσθηκε Πάπας ὁ Γρηγόριος ὁ Ι’, ὁ ὁποῖος ἐδήλωσε ὅτι δέχεται τὸ ζήτημα τῆς ἑνώσεως νὰ συζητηθεῖ σὲ Σύνοδο, ἡ ὁποία ὁρίσθηκε νὰ συνέλθει στὴν πόλη Λυὼν τῆς Γαλλίας. Ὁ βασιλεὺς ἐδήλωσε στοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Πάπα, ὅτι δέχεται τὴν πρόταση καὶ θὰ ἀποστείλει πρέσβεις ἐπιτετραμμένους στὴν Σύνοδο, ἀλλὰ ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ ἀντιστάθηκε καὶ διαμαρτυρήθηκε ἔντονα, ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἤθελε νὰ ὑπογράψει ἕνωση μὲ τὸν Πάπα ποὺ θὰ ἀναγνώριζε σὲ αὐτὸν ἔξω ἀπὸ τῆς ἱερᾶς παραδόσεως καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμίων τέτοια ἐξουσία. Ὁ βασιλεὺς ἐξοργίσθηκε. Μὴ τολμῶν νὰ ἐγγίσει τὸν Πατριάρχη προέβη σὲ φοβερὸ διωγμὸ τῶν λοιπῶν, ἄλλους ἐβασάνισε καὶ ἄλλους ἐξόρισε. Καὶ ἐπειδὴ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐτάχθησαν κατὰ τῆς ἑνώσεως, ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ, τυφλωμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ πεῖσμα, δήλωσε, ὅτι, ἐπειδὴ αὐτὸς εἶχε ἀνακτήσει τὴν Πόλη ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ἐδικαιοῦτο νὰ εἶναι ἰδιοκτήτης της, καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν λαὸ νὰ τοῦ καταβάλουν ἐνοίκιο γιὰ τὶς κατοικίες τους. Ἡ ἀπαίτηση αὐτὴ καὶ τὰ βίαια μέτρα ἔκαναν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ φύγουν σὲ χῶρες ἔξω ἀπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ αὐτοκράτορος, ἄλλους δὲ ν’ ἀποσυρθοῦν στὴν ἐπαρχία, ὅπου διοργάνωσαν ἔνοπλα σώματα κατὰ τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐθαιρεσίας.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ βασιλικοὶ ἀπεσταλμένοι μετέβησαν στὴν Σύνοδο τῆς Λυῶνος καὶ ὑπέγραψαν τὶς παπικὲς προτάσεις περὶ ἑνώσεως, ἀπεδέχθησαν δηλαδὴ τὴν προσθήκη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ καὶ ἀνεγνώρισαν τὴν κυριαρχία τοῦ Πάπα καὶ τὸ δικαίωμά του νὰ μνημονεύεται ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, ὅταν αὐτὸς θὰ ἐλειτουργοῦσε. Ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ ἀντιστάθηκε στὸ ζήτημα τῆς ἑνώσεως καὶ ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του.Ἔτσι, τὸν Μάϊο τοῦ 1275, Πατριάρχης ἔγινε ὁ ἕως τότε Χαρτοφύλαξ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Ἰωάννης Βέκκος.
Ὅμως, ὁ λαός, ὁ κλῆρος καὶ οἱ μοναχοὶ ἀρνοῦνταν νὰ δεχθοῦν αὐτὴν τὴν ἕνωση, τὴν ὁποίαν ἀπέκρουαν καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ αὐτοκράτορα Εὐλογία, ὁ τότε ἄρχοντας τῆς Ἠπείρου Νικηφόρος, ὁ ἀδελφὸς τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννης, δούκας τῶν Νέων Πατρῶν, καὶ ἄλλοι συγγενεῖς τοῦ βασιλέως. Δυστυχῶς οἱ πιέσεις καὶ οἱ ἐκβιασμοὶ γιὰ τὴν ἕνωση συνεχίσθηκαν μὲ τὰ πλέον τυραννικὰ μέσα καὶ τὸν διωγμὸ κατὰ τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Στὴν μεγάλη αὐτὴ μάχη δὲν ἔμεινε ἀμέτοχο τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ Μονὴ Βατοπαιδίου διαμαρτυρήθηκε τολμηρὰ κατὰ τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ Πατριάρχου. Κατεδίωξαν, λοιπόν, τοὺς μοναχοὺς κατὰ τὸν κινηθέντα κατὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους διωγμὸ τὸ ἔτος 1285. Ἄλλους ἐβασάνισαν, τὸν δὲ ἡγούμενο τῆς Μονῆς Εὐθύμιο ἔπνιξαν στὴν θάλασσα, ἐνῶ δώδεκα ἄλλους μοναχοὺς τοὺς ἀπηγχόνησαν.
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος Ἀρχιεπίσκοπος ΣερβίαςὉ Ἅγιος Εὐστάθιος Α’ Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1286.
Ὁ Ὅσιος Ἀχίλλιος ὁ ΔιάκονοςὉ Ὅσιος Ἀχίλλιος ἐμόνασε κατὰ τὸν 14ο μ.Χ. αἰώνα στὴν Λαύρα τοῦ Κιέβου. Ἁγιοποιήθηκε μαζὶ μὲ ἄλλους ἁγίους τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, τὴν ἑπόμενη περίοδο μετὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν Μογγόλων, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη τοῦ Κιέβου καὶ τῆς Γαλικίας Ἅγιο Πέτρο τὸν Μογγίλα, τὸ ἔτος 1643.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐκ ΡωσίαςὉ Ὅσιος Συμεὼν (Μολγιούμποφ) ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Τομπόλσκ τῆς Ρωσίας. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Μονὴ τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλὲμπ τῆς πόλεως Ροστὼβ Βελίκιϊ. Τὸ 1672 ἔγινε ἡγούμενος σὲ Μονὴ τοῦ Νόβγκοροντ καὶ τὸ 1674 στὴν Μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῆς Μόσχας. Στὶς 9 Ἀπριλίου 1676 ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Σμολένσκ καὶ Ντορογκομπούζ.
Ὁ Ὅσιος Συμεών, ποὺ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1699.
Ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Νέος ὁ ἐν ΧίῳὉ Ἅγιος Ὀνούφριος, ποὺ κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Ματθαῖος, καταγόταν ἀπὸ τὸ Μεγάλο Τύρναβο καὶ ἐγεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάμπροβα ἀπὸ εύκατάστατους γονεῖς. Ὁ πατέρας του, ὀνομαζόμενος Δέτζιο, προσῆλθε ἀργότερα στὸν μοναχισμὸ καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Δανιήλ. Ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Ἄννα. Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἦλθε σὲ φιλονικία μὲ τοὺς γονεῖς του, ἐπειδὴ τὸν ἔδειραν γιὰ κάποια ἀταξία, καὶ τοὺς ἀπείλησε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Μὲ μύριους κόπους κατόρθωσαν οἱ γονεῖς του νὰ ἁρπάξουν αὐτὸν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Τούρκων, πρὸς ἀποφυγὴν τῆς περιτομῆς. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἀσπάσθηκε τὸν Μωαμεθανισμό, ἀλλὰ ἀργότερα μετανόησε γιὰ τὴν ἀσεβὴ αὐτὴ πράξη. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆγε στὴν Μονὴ Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου καὶ ἐκάρη μοναχός, μετονομασθεὶς σὲ Μανασσῆ. Στὴν συνέχεια ἐχειροτονήθηκε Διάκονος καὶ ζοῦσε ἀσκητικὸ βίο. Ἐπιθυμώντας νὰ ἐπανορθώσει γιὰ τὸ προηγούμενο μέγα του ἁμάρτημα, αὐτὸ τῆς ἀλλαξοπιστίας, ἐπιζητοῦσε τὸν μαρτυρικὸ θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ ἦλθε στὴν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, βρῆκε τὸν πνευματικὸ Νικηφόρο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἑτοιμάσει γιὰ τὸ μαρτύριο. Μετὰ τέσσερις μῆνες πνευματικῆς δοκιμασίας ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχὸς καὶ ὀνομάσθηκε Ὀνούφριος. Στὴν συνέχεια, σὲ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν, μετέβη, μὲ συνοδίτη κάποιον Γρηγόριο ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, στὴν Χίο, ὅπου παρέμεινε ἑπτὰ ἡμέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ἀμέσως μετὰ ἔλαβε λάδι ἀπὸ τὶς κανδῆλες τῶν Ἁγίων καὶ ἀφοῦ προσκύνησε σὲ κάποιο ναὸ τὰ ἱερὰ λείψανα Ἁγίων καὶ Νεομαρτύρων, ἐνδύθηκε τὰ ἐνδύματα τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ ἐξῆλθε στοὺς δρόμους ἐπιζητώντας τὴν εὐκαιρία τοῦ μαρτυρίου. Ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν ὁμολόγησε τὴν πίστη του καὶ ἐκήρυξε τὸν Χριστὸ ὡς μόνο ἀληθινὸ Θεό. Τότε οἱ Τούρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια τοῦ ἀπέκοψαν τὴν τιμία κεφαλή. Ἦταν τὸ ἔτος 1818, ἡμέρα Παρασκευή, καὶ ὥρα ἐνάτη. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρος καὶ τὸ ματωμένο χῶμα τοῦ εὐλογημένου τόπου τοῦ μαρτυρίου του ἐρρίφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὴν θάλασσα.
Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νεομάρτυρος ἐκ ΚονίτσηςΤὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου ἑορτάζεται στὶς 23 Σπετεμβρίου. Μετὰ τὸ μαρτύριό του, τὸ ἔτος 1814, οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως τοῦ Βραχωρίου (Ἀγρινίου) παρέλαβαν τὸ τίμιο λείψανο αὐτοῦ καὶ τὸ ἐνταφίασαν σὲ ἕναν ἀγρό. Ὅταν ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1814 – 1821, τὰ ἱερὰ λείψανα μεταφέρθηκαν κρυφὰ στὴν ἱερὰ Μονὴ Προυσιωτίσσης Εὐρυτανίας ἀπὸ τὸν ἱερέα Κύριλλο Καστανοφύλλη καὶ κατετέθησαν σὲ τόπο κρυφό. Τὰ χρόνια πέρασαν καὶ τὸ γεγονὸς περιέπεσε σὲ λήθη. Ἀλλὰ ὁ δοξάζων τοὺς Ἁγίους Κύριος ἀπεκάλυψε αὐτὰ στοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς, οἱ ὁποίοι ἀπεφάσισαν, στὶς 4 Ἰανουαρίου 1974, νὰ ἀνοίξουν τὴν κρύπτη πάνω στὴν ὁποία εἶχε χαραχθεῖ μὲ τὸ χέρι τοῦ κομίσαντος: «Οὐ μεταλλεῖον ἀργυροχρύσου πέλω, ἀλλ’ ὄλβον φέρω. Πάντα λίθον μὴ κίνει». Μόλις οἱ μοναχοὶ ἀποκύλησαν τὸν λίθο ποὺ ἦταν πάνω στὴν κρύπτη, ἄρρητη εὐωδία ἐξῆλθε, ποὺ εὐχαρίστησε καὶ ἐξέπληξε τὶς ψυχές τους. Μέσα στὴν κρύπτη ὑπῆρχε μία ξύλινη λειψανοθήκη ἐντὸς τῆς ὁποίας φυλάσσονταν ἡ τίμια κάρα μετὰ τῶν ὀστέων ἀγνώστου Ἁγίου. Ἐρευνώντας τὸν τόπο βρῆκαν ἕνα κεραμίδι ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἀναγραφόταν: «ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ (Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ). Οὗτος ἦν ὁ ἐξ Ὀθωμανῶν Ἰωάννης, ὁ ἐν Βραχωρίῳ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσας κατὰ τὸ 1814 Σεπτεμβρίου κγ’».