ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Τα πάντα περί Εορτολογίου, Συναξαριστή, Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών...

Moderator: inanm7

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat May 03, 2014 6:22 pm

8 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἡ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής
Image
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, «ὁ ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ», εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔγραψε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ἀλλὰ καὶ τὶς τρεῖς Καθολικὲς Ἐπιστολές, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομά του.

Ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου ἑορτάζεται στὶς 26 Σεπτεμβρίου. Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ συνδέεται μὲ τὴν ἀνάδυση θαυματουργικῆς κόνεως (σκόνης) ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, μέσῳ τῆς θαυματουργικῆς ἐπενέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ οἱ ντόπιοι τὴν ἀποκαλοῦσαν «ἐπίγειο μάνα».

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀφοῦ, ὕστερα ἀπὸ θεῖο φωτισμό, προέβλεψε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ μεταστεῖ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ στὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη, παρέλαβε τοὺς μαθητές του καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἔφεσο. Ἐκεῖ σὲ ἕνα σημεῖο ὑπέδειξε νὰ ἀνοιγεῖ τάφος. Μόλις ἔγινε αὐτό, μπῆκε μέσα ζωντανὸς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ τάφος αὐτὸς ἐφεξῆς ἔγινε πηγὴ ἰαμάτων.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἐτελεῖτο στὸν περιφανὴ ναό του, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὸν τόπο ποὺ ὀνομάζεται Ἕβδομον, στὸ σημερινὸ Μακροχώρι Κωνσταντινουπόλεως. Γιὰ τὸ ναὸ αὐτὸ στὸν Ἕβδομον, ποὺ ὑπῆρχε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., γνωρίζουμε σχετικὰ ἀπὸ τὸν Σωκράτη τὸν Σχολαστικό. Κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. ὁ ναὸς τοῦ Θεολόγου ἦταν καταβεβλημένος, ἴσως ἐξαιτίας σεισμῶν ἢ καιρικῶν ἐπηρειῶν καὶ γι’ αὐτὸ ἀνήγειρε αὐτὸν ἐκ βάθρων ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπημένε, ἐπιτάχυνον ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον· δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος. Ὃν ἰκέτευε Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον αὐτόμελον. Ἦχος β’.
Τὰ μεγαλεῖα σου Παρθένε τίς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

Μεγαλυνάριον.
Πέτρα ὡς ἡ πάλαι τῷ Ἰσραήλ, ὤφθη Θεολόγε, ὁ σὸς τάφος ὁ εὐαγής· βρύει γὰρ τῷ κόσμῳ, ὡς μάννα ψυθχοτρόφον, τρυφῆς ἐπουρανίου, κόνιν θεόσδοτον.







Ἡ Ἁγία σπείρα Στρατιωτῶν οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες τελειώθηκαν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.







Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Διονύσιος ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ μαρτύρησε στὴ Βιέννη μετὰ τὸ 193 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος Ἐπίσκοπος Ὡξέρρης
Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ὡξέρρης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 387 μ.Χ.






Ἡ Ἁγία Αὐγουστίνη ἡ Μάρτυς ἡ ἐν Βυζαντίῳ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τῆς Ἁγίας Αὐγουστίνης.






Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας
Image
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας γεννήθηκε στὴ Ρώμη, στὴν ἐκκλησία τῆς ὁποίας ἦταν διάκονος, ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.). Διακρινόταν γιὰ τὴ σοφία, τὸ ἄμεμπτο ἦθος καὶ τὶς ποικίλες ἀρετές του. Διῆλθε τὴ ζωή του μὲ τὴν προσευχή, τὴν λατρευτικὴ ζωή, τὴν μελέτη καὶ τὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καὶ ἔμαθε καὶ τὴν «ἄγνωστον γνώσην». Τὴ γνώση, δηλαδή, ποὺ δὲν μπορεῖ νά γίνει κατανοητὴ μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό, ἀλλὰ ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν κεκαθαρμένη καρδιά. Μὲ ἄλλα λόγια, ἐντρύφησε μὲ τὴν μελέτη καὶ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναδείχθηκε σοφὸς διδάσκαλος καὶ ἄριστος παιδαγωγός. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ βασιλέως Γρατιανοῦ καὶ τοῦ Πάπα Ἰννοκεντίου, προσλήφθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο ὡς διδάσκαλος τῶν υἱῶν του Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου.

Στὴν Κωνσταντινούπολη ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλες τιμές, τοῦ δόθηκε ὁ τίτλος τοῦ πατρικίου καὶ ἐτιμάτο ὡς βασιλοπάτωρ, ὅπου ὅλοι τὸν θαύμαζαν γιὰ τὶς πολλὲς γνώσεις καὶ τὴ σεμνότητα τοῦ ἤθους του. Ἀποφεύγοντας τοὺς θορύβους τῆς πόλεως καὶ τὸν πολυτελὴ βίο στὰ ἀνάκτορα, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ ὑψηλά του καθήκοντα καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ὁδὸ σωτηρίας. Οἱ παρακλήσεις τοῦ Ὁσίου εἰσακούσθηκαν καὶ μία ἡμέρα ἄκουσε ὑπερκόσμια φωνή, ἡ ὁποία τὸν προέτρεπε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο. Εὐθὺς ἀμέσως ἀπέβαλε τὰ λαμπρά του ἐνδύματα καὶ ἀφοῦ μεταμφιέσθηκε, ἔφυγε στὴν Αἴγυπτο, εἰσῆλθε σὲ Σκήτη καὶ ἐκάρη μοναχός. Ἐκεῖ ἔλαβε τὴν πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀσκηθεῖ περισσότερο στὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία. Ἡ ὑπεροχή του κατὰ τὴ μόρφωση καὶ τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὸ ἀσκητικό του ἦθος, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ οἱ κατὰ Θεὸν ἀρετές του, τὸν ἀνέδειξαν σὲ πνευματικὸ προεστώτα μεταξὺ τῶν συνασκητῶν του στὴν ἔρημο. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν περιοχή, πολλοὶ δὲ ἀπὸ τὶς πόλεις προσέρχονταν, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλία του, νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικὰ καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του. Ἀκόμη καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος ἐπισκέφθηκε πολλὲς φορὲς τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ ἐπὶ θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων.

Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις του ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους παρακάλεσε τὸν Ὅσιο νὰ τοὺς πεῖ κάποιο λόγο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικά. Τότε ὁ Μέγας Ἀρσένιος τοὺς ρώτησε: «Ἐὰν σᾶς πῶ κάποιο λόγο, θὰ τὸν ἐφαρμόσετε;». Καὶ ὅταν ἐκεῖνοι ἀπάντησαν ναί, τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ὅπου ἀκούετε ὅτι εὑρίσκεται ὁ Ἀρσένιος, μὴ πλησιάσετε σὲ αὐτόν». Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει τὴ μεγάλη του ταπείνωση. Βίωνε στὴν καθημερινή του ζωὴ τὸ λόγο «ὅσο μέγας εἶ, τοσοῦτον ταπείνου σεαυτόν».

Ὁ Ὅσιος, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν κοινωνικότητα καὶ τὶς συχνὲς βαρβαρικὲς εἰσβολὲς καὶ γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ ἀπερίσπαστος στὴν προσευχὴ καὶ τὸν καθαρὸ ἀσκητικὸ βίο, ἐγκατέλειψε τὴ Σκήτη καὶ μὲ τὴν συνοδεία τῶν μαθητῶν του Ἀλεξάνδρου καὶ Ζωΐλου κατέφυγε στὴν Πέτρα, κοντὰ στὴν Μέμφιδα, καὶ μετὰ στὴν Κανώπη, ἐκεῖ ὅπου τὸ 445 μ.Χ. κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, τὸν ρώτησαν οἱ μαθητές του, σὲ ποιὸν τόπο καὶ πῶς θὰ ἤθελε νὰ τὸν ἐνταφιάσουν, καὶ ἐκεῖνος, ὁ μακάριος τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ὦ, τέκνα μου, νὰ δέσετε σχοινίον εἰς τοὺς πόδας μου καὶ νὰ μὲ σύρετε εἰς τὸ βουνόν». Εἶναι καὶ αὐτὴ ἡ ἀπάντηση ἐνδεικτικὴ τῆς μεγάλης ταπεινώσεώς του.

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης περιγράφει καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τοῦ Ὁσίου καὶ λέγει ὅτι ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἦταν «ξηρὸς τὸ σῶμα καὶ μακρὺς εἰς τὸ μέγεθος, εἶχε τὰ γένεια μακριὰ ἕως τὴν κοιλίαν, τὸ εἶδος τοῦ προσώπου του ἦτο ἀγγελικὸν καὶ σεβάσμιον, ὡς τὸ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ».
Ἀξιοσημείωτα εἶναι τὰ τρία ἀποφθέγματα τὰ ὁποῖα μᾶς ἄφησε ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος. Πρώτον, ἡ ὑπενθύμιση, ποὺ συνήθιζε νὰ κάνει στὸν ἑαυτό του νὰ μὴν ξεχάσει ποτὲ τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ζοῦσε καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο πῆγε στὴν ἔρημο. Καὶ ὁ λόγος αὐτὸς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν θέωση, ποὺ εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς ζωῆς ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Δεύτερον, τὸ «ὁ Θεός μου, μὴ ἐγκαταλείπης με, ὅτι οὐδὲν ἐποίησα ἀγαθὸν ἐνώπιόν Σου, ἀλλὰ δός μοι διὰ τὴν ἀγαθότητά Σου βαλεῖν ἀρχήν». Δηλαδή, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του πολὺ ἁμαρτωλό, αἰσθανόταν ὅτι δὲν ἔχει κάνει κανένα καλὸ στὴ ζωή του καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ μὴν τὸν ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ βάλει ἀρχὴ μετανοίας. Τρίτον, ἡ συμβουλὴ «πᾶσαν σου τὴν σπουδὴν ποίησον, ἵνα ἡ ἔνδον σου ἐργασία κατὰ Θεὸν ᾖ, καὶ νικήσῃς τὰ ἔξω πάθη». Δηλαδή, μᾶς προτρέπει ὁ Ὅσιος, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὅτι ὅλη τὴ σπουδὴ μας πρέπει νὰ ἔχουμε στὸ νὰ γίνεται ἡ ἐσωτερικὴ ἐργασία τῆς ἱερᾶς προσευχῆς καὶ νήψεως, καθαρὰ καὶ μόνο γιὰ τὸν Θεό, διότι ἐὰν αὐτὴ ἐνεργεῖται καθαρά, θὰ νικήσουμε τὰ ἐξωτερικὰ πάθη τοῦ σώματος. Τὴν παραπάνω συμβουλὴ τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τὴν ἀναφέρει πολλὲς φορὲς στοὺς λόγους του ὁ μεγάλος Πατέρας καὶ Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Τῶν τερπνῶν ἀπανέστης ἐμφρόνως Ὅσιε, χρηματισθεὶς οὐρανόθεν ὡς Ἀβραὰμ ὁ κλεινός, καὶ Ἀγγέλλων μιμητὴς ὤφθης τῷ βίῳ σου, λόγῳ ἐμπρέπων πρακτικῷ, καὶ σοφίᾳ ἀληθεῖ, Ἀρσένιε θεοφόρε. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς σοφίας ἐνθεώτατον θεράποντα

Καὶ ἡσυχίας ὁδηγὸν καὶ θεῖον γνώμονα

Εὐφημοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου θεοφόρε·

Ἀλλ’ ὡς θείας κοινωνὸς μακαριότητος

Ἐκ παντοίων ἡμᾶς λύτρωσαι κακώσεων,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Πάτερ Ἀρσένιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς σοφίας λύχνος λαμπρός, καὶ τῆς ἡσυχίας, φοῖνιξ ὄντως ὁ εὐθαλής, ὁ πράξεσι θείαις, κομῶν καὶ θεωρίαις, Ἀρσένιε παμμάκαρ, Ὁσίων καύχημα.






Ὁ Ὅσιος Μῆλος (ἢ Μαλλός) ὁ Ὑμνωδός
Οἱ Συναξαριστὲς δὲν παρέχουν καμία πληροφορία περὶ τοῦ Ὁσίου Μήλου. Ἔχουμε μόνο τὸ δίστιχο ποὺ διασώθηκε γι’ αὐτόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μαθαίνουμε ὅτι ὑπῆρξε μελωδός.






Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Ἔγκλειστος
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε, ὡς ἔγκλειστος, στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Κιέβου ἀσκήσας
Image
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος, λάτρης τῆς ἐργασίας, ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Ὅσιος ἀσκήτευε στὸ μοναστήρι τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας καὶ διακρινόταν ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴ σκληρὴ ἐργασία. Δὲν ξεκουραζόταν καθόλου καὶ προσευχόταν διαρκῶς, τρώγοντας μόνο ἐλάχιστα στὴν δύση τοῦ ἡλίου. Γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐργασία, ὁ Χριστὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 12 Ἰουλίου τοῦ 1570. Ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης του στὶς 8 Μαΐου καθιερώθηκε, λόγω τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του τὸ 1785, καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους Ἁγίους ποὺ ἔφεραν τὸ ἴδιο ὄνομα καὶ οἱ ὁποῖοι ἑορτάζονται σήμερα.







Οἱ Ὅσιοι Ζωσιμᾶς καὶ Ἀνδριανός
Οἱ Ὅσιοι Ζωσιμᾶς καὶ Ἀνδριανὸς τοῦ Βολοκολάμκ, ἱδρυτὲς τῆς μονῆς τοῦ Σέστριν στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Σέστρα, ἔζησαν κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς μονῆς Σέστριν.







Μνήμη Θαύματος τῆς σεβασμίας εἰκόνος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Τὸ θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔγινε τὸ 1530 καὶ ἀφορᾶ στὴ θεραπεία ἐνὸς νεαροῦ, ὀνόματι Στεφάνου, ποὺ εἶχε τιμωρηθεῖ ἄδικα μὲ τύφλωση.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat May 03, 2014 6:34 pm

9 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας
Image
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, υἱὸς τοῦ Ἀμώς, γεννήθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα περὶ τὸ 774 π.Χ. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν τεσσάρων μεγάλων Προφητῶν, ὁ λαμπρότερος καὶ μεγαλοφωνότερος ἀπὸ αὐτούς. Τὸ ὄνομα Ἡσαΐας, ἑβραϊστὶ Γιασιαγιάχου, σημαίνει «ὁ Θεὸς σώζει».

Κατὰ ἀρχαία ραββινικὴ παράδοση, ὁ πατέρας του ἦταν ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων Ἀμασίου, ἡ δὲ θυγατέρα του λέγεται ὅτι εἶχε νυμφευθεῖ τὸν βασιλέα Μανασσῆ. Οἱ παραδόσεις αὐτές, θρῦλοι μᾶλλον καὶ ὄχι ἱστορικὲς ἀλήθειες, ὑποδηλώνουν πάντως τὴν εὐγενὴ καταγωγὴ τοῦ Ἡσαΐου. Ὁ Ἡσαΐας ἦταν ἔγγαμος καὶ εἶχε ἀποκτήσει δύο παιδιά, τὰ ὁποία ἀναφέρονται στὶς Προφητεῖες του. Σὲ αὐτά, κατ’ ἐντολὴν προφανῶς τοῦ Θεοῦ, εἶχαν δοθεῖ συμβολικὰ ὀνόματα. Τοῦ μὲν πρώτου τὸ ὄνομα ἦταν Ἰασοὺβ καὶ σημαίνει κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα «τὸ ὑπόλοιπο θὰ ἐπιστρέψει», δηλαδὴ οἱ ἐναπομείναντες στὴν αἰχμαλωσία Ἰουδαῖοι θὰ ἐπανέλθουν στὴν πατρίδα τους. Τοῦ δὲ ἄλλου τὸ ὄνομα ἦταν Μαχὲρ Σχαλὰζ Χὰς Βὰζ καὶ σημαίνει «ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον», σὲ δήλωση τῆς ἐπικείμενης κατὰ τῶν Ἱεροσολύμων ἐπιδρομῆς τῶν Ἀσσυρίων καὶ Βαβυλωνίων.

Ὁ Ἡσαΐας κλήθηκε στὴν προφητικὴ διακονία του κατὰ τὸ 738 μ.Χ., τελευταῖο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ὀζίου καὶ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας Ἰωάθαμ. Ὁ ἴδιος ἱστορεῖ σὲ μία συναρπαστικὴ περιγραφὴ τὴν κλήση του. Εὑρισκόμενος στὸ ἱερὸ εἶδε τὸν Κύριο καθήμενο ἐπάνω σὲ θρόνο ὑψηλό, ἐνῷ ὁ ναὸς ἦταν πλημμυρισμένος ἀπὸ ὑπέρλαμπρο φῶς τῆς θείας δόξας. Τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ἵσταντο γύρω ἀπὸ τὸ θεῖο θρόνο προσφωνώντας καὶ ἀντιφωνώντας τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, δοξολογώντας τὸν Θεὸ καὶ λέγοντας «ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης Αὐτοῦ». Μπροστὰ στὸ μεγαλειῶδες αὐτὸ θέαμα ὁ Ἡσαΐας καταλύφθηκε ἀπὸ βαθιὰ συγκίνηση καὶ δέος, ἀναλογίστηκε τὴν ἀναγιότητά του ὡς ἀνθρώπου καὶ ἀναφώνησε ὅτι, ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Βασιλέα, Κύριο Σαβαώθ. Μετὰ τὴν ταπεινὴ αὐτὴ ὁμολογία του, ἕνα ἀπὸ τὰ Σεραφὶμ ἔλαβε διὰ τῆς λαβίδος στὸ χέρι του ἀναμμένο κάρβουνο ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, στὸ ὁποῖο καιγόταν εὐῶδες θυμίαμα, ἄγγιξε τὰ χείλη τοῦ Ἡσαΐα καὶ τοῦ εἶπε: «ἰδού, αὐτὸ ἄγγιξε τὰ χείλη σου καὶ θὰ ἀφαιρέσει τὶς ἀνομίες σου καὶ θὰ καθαρίσει τελείως καὶ θὰ ἀπαλείψει ἀπὸ σένα τὶς ἁμαρτίες σου».

Τὸ ἔργο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα ἐπεκτάθηκε ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωάθαμ, Ἄχαζ, Ἐζεκίου, ἴσως δὲ καὶ ἐπὶ Μανασσῆ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο, ὅπως λέγεται καταδικάσθηκε σὲ θάνατο καὶ ἐκτελέσθηκε μὲ ξύλινο πριόνι, ἐπειδὴ τὸν ἔλεγξε δημοσίως γιὰ τὴν ἀσέβειά του.

Ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔζησε ὁ Ἡσαΐας ἦταν πολὺ δύσκολη γιὰ τὸ Ἰσραηλιτικὸ βασίλειο. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν ἐκτραπεῖ σὲ μία ὑλόφρονα ζωή, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς ὁποίας δὲν δίσταζαν μπροστὰ σὲ καμία ἀδικία καὶ παρανομία. Οἱ ἱερεῖς ἦταν μέθυσοι, οἱ ψευδοπροφῆτες ὀργίαζαν, οἱ ἄρχοντες ἦταν κλέφτες. Οἱ ψευδοευλαβεῖς ἐκεῖνοι, ποὺ νήστευαν καὶ προσέφεραν θυσίες ὑποκριτικὰ καὶ ἦταν ἄδικοι καὶ ἀνελεήμονες, εἶχαν πληθυνθεῖ καὶ συνεργοῦσαν στὴ διαφθορά.

Μία τέτοια κατάπτωση ἦταν ἑπόμενο νὰ ὁδηγήσει σὲ ὀλιγοπιστία, σὲ ἀπιστία πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σὲ ἐκτροπὴ πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ ἀσέβειας ποὺ κυριαρχοῦσε, μὲ σκοπὸ τὴν παιδαγωγία, τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ λαοῦ καὶ τὴν ὑπακοὴ στὸν θεῖο νόμο, ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε συμφορὲς καὶ θλίψεις, ἰδιαίτερα δὲ τὶς καταστρεπτικὲς ἐπιδρομὲς ξένων, γειτονικῶν καὶ μακρινῶν λαῶν.

Ἔτσι τὸ ἔργο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα, καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς δράσεώς του, ἦταν νὰ ἐλέγχει τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀσέβεια, νὰ καταδικάζει αὐστηρότατα τὴν ἀποστασία καὶ εἰδωλολατρία, νὰ προλέγει θλίψεις κατὰ τοῦ ἀποστάτη λαοῦ καὶ νὰ καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεό. Σὲ περίοδο δὲ προφανῶν κινδύνων, ἐπιδρομῆς ἐχθρῶν καὶ δουλείας τοῦ λαοῦ, ἐνθάρρυνε τοὺς ἀποκαρδιωμένους, ἀναθέρμαινε τὴν πίστη καὶ ὑπακοὴ πρὸς τὸν Θεό, καλλιεργοῦσε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπολυτρώσεως. Ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει ἐντονότερα τὸν Ἡσαΐα εἶναι κυρίως οἱ πολυάριθμες καὶ καθαρότατες Χριστολογικὲς Προφητεῖες του. Φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα προανήγγειλε τὴν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Λυτρωτοῦ, ὅπως καὶ τὸ Ὄνομα Αὐτοῦ «Ἐμμανουήλ», τὸ ὁποῖο σημαίνει «ὁ Θεὸς μαζί μας». Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες, «Εὐαγγελικὸς Προφήτης», οἱ δὲ Προφητεῖες του «Καθ’ Ἡσαΐαν Εὐαγγέλιον».
Τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λαυρεντίου ποὺ ἦταν πλησίον τῶν Βλαχερνῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς σάλπιγξ πανεύσημος, μεγαλοφώνῳ φθογγῇ, τῷ κόσμῳ προήγγειλας, τὴν παρουσίαν Χριστοῦ, Προφῆτα θεσπέσιε· σὺ γὰρ τοῦ Παρακλήτου, ἐλλαμφθεὶς τῇ δυνάμει, κάλαμος ὀξυγράφος, τῶν μελλόντων ἐδείχθης· διὸ σὲ Ἡσαΐα, ὕμνοις γεραίρομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τῆς προφητείας τὸ χάρισμα δεδεγμένος, προφητομάρτυς Ἡσαΐα θεοκῆρυξ, πᾶσιν ἐτράνωσας τοῖς ὑφ' ἥλιον, τὴν τοῦ Θεοῦ φωνήσας μεγαλοφώνως σάρκωσιν· Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρι λήψεται.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθρακι τὰ χείλη σου καθαρθείς, τῆς ὑπερκοσμίου, θεωρίας θεουργικῶς, ὤφθης Ἡσαΐα, Προφήτης θεηγόρος, καὶ τοῦ Χριστοῦ προλέγεις, σαφῶς τὴν σάρκωσιν.






Ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὁ Μεγαλομάρτυρας
Image
Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος καταγόταν ἀπὸ ἡμιβάρβαρη φυλὴ καὶ ὀνομαζόταν Ρεμπρόβος, ποὺ σημαίνει ἀδόκιμος, ἀποδοκιμασμένος, κολασμένος. Πιθανότατα ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.), ὅταν στὴν Ἀντιόχεια Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας († 4 Σεπτεμβρίου).

Ὁ Ἅγιος ὡς πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ἦταν τόσο πολὺ ἄσχημος, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖτο «κυνοπρόσωπος».

Ἡ μεταστροφή του στὸν Χριστὸ ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αἰχμάλωτος σὲ μάχη, ποὺ διεξήγαγε τὸ ἔθνος του μὲ τὰ Ρωμαϊκὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα. Κατατάγηκε στὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες καὶ πολέμησε κατὰ τῶν Περσῶν, ἐπὶ Γορδίου καὶ Φιλίππου.

Ὅταν ἦταν ἀκόμη κατειχούμενος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Χριστό, ἐγκαταστάθηκε σὲ ἐπικίνδυνη δίοδο ποταμοῦ καὶ μετέφερε δωρεὰν ἐπὶ τῶν ὤμων του ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ διέλθουν τὸν ποταμό. Μία μέρα παρουσιάσθηκε πρὸς αὐτὸν μικρὸ παιδί, τὸ ὁποῖο τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν περάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Ὁ Ρεμπρόβος πρόθυμα τὸ ἔθεσε ἐπὶ τῶν ὤμων του καὶ στηριζόμενος ἐπὶ τῆς ράβδου του εἰσῆλθε στὸν ποταμό. Ὅσο ὅμως προχωροῦσε, τόσο τὸ βάρος τοῦ παιδιοῦ αὐξανόταν, ὥστε μὲ μεγάλο κόπο κατόρθωσε νὰ φθάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Μόλις ἔφθασε στὸν προορισμό του, κατάκοπος εἶπε στὸ παιδὶ ὅτι καὶ ὅλο τὸν κόσμο νὰ σήκωνε δὲν θὰ ἦταν τόσο βαρύς. Τὸ παιδὶ τοῦ ἀπάντησε: «Μὴν ἀπορεῖς, διότι δὲν μετέφερες μόνο τὸν κόσμο ὅλο, ἀλλὰ καὶ τὸν πλάσαντα αὐτόν. Εἶμαι Ἐκεῖνος στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ὁποίου ἔθεσες τὶς δυνάμεις σου καὶ σὲ ἀπόδειξη αὐτοῦ φύτεψε τὸ ραβδί σου καὶ αὔριο θὰ ἔχει βλαστήσει», καὶ ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε. Ὁ Ρεμπρόβος φύτεψε τὴν ράβδο καὶ τὴν ἑπομένη τὴν βρῆκε πράγματι νὰ ἔχει βλαστήσει. Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Βαβύλα, ὁ ὁποῖος τὸν μετονόμασε σὲ Χριστοφόρο. Ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, ποὺ ἔλαβε τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, μεταμόρφωσε ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ δύσμορφη ὄψη του φαινόταν φωτεινότερη καὶ ὀμορφότερη.

Στὴν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται νὰ μεταφέρει στὸν ὦμο του τὸν Χριστό. Ἐξ’ ἀφορμῆς ἴσως τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θεωρεῖται προστάτης τῶν ὁδηγῶν καὶ στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἀκολουθία «ἐπὶ εὐλογήσει νέου ὀχήματος» ὑπάρχει, πρῶτο στὴ σειρά, τὸ ἀπολυτίκιό του.

Κατὰ τὸν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, λίγο μετὰ τὴν βάπτισή του, εἶδε Χριστιανοὺς νὰ κακοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ ἀγανάκτηση ἐπενέβη καὶ ἔκανε δριμύτατες παρατηρήσεις πρὸς αὐτούς, διέφυγε δὲ τὴ σύλληψη χάρη στὸ γιγαντιαῖο του παράστημα καὶ τὴν ἡράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε ὅμως στὸν αὐτοκράτορα καὶ διατάχθηκε ἡ σύλληψή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀπεστάλησαν διακόσιοι στρατιῶτες. Αὐτοί, ἀφοῦ ἐρεύνησαν σὲ διάφορα μέρη, τὸν βρῆκαν κατὰ τὴν στιγμὴ τὴν ὁποία ἑτοιμαζόταν νὰ γευματίσει ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμί. Κατάκοποι οἱ στρατιῶτες καὶ πεινασμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Χριστοφόρο νὰ τοὺς δώσει νὰ φάγουν καὶ ὡς ἀντάλλαγμα τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι δὲν θὰ τὸν κακομεταχειρίζονταν. Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, βλέποντας ὅτι πλὴν τοῦ ξεροῦ ἄρτου δὲν ὑπῆρχε καμία ἄλλη τροφή, εἰρωνευόμενος τὸν Χριστοφόρο, τοῦ εἶπε ὅτι εὐχαρίστως θὰ γινόταν Χριστιανός, ἐὰν εἶχε τὴν δύναμη νὰ τοὺς χορτάσει ὅλους μὲ τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ γονάτισε, ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ πολλαπλασιάσει τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου, ὅπως πολλαπλασίασε τοὺς πέντε ἄρτους στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ χορτάσουν οἱ πεινῶντες στρατιῶτες καὶ νὰ φωτισθοῦν στὴν ἀναγνώριση καὶ ὁμολογία Αὐτοῦ. Ἡ παράκληση τοῦ Ἁγίου εἰσακούσθηκε καὶ τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οἱ στρατιῶτες τὸ θαῦμα αὐτό, προσέπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς γνωρίσει καλύτερα τὸν Θεό του. Ὁ Ἅγιος ἐξέθεσε μὲ ἁπλότητα τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἀφοῦ ὅλοι ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνουν Χριαστιανοί, τοὺς ὁδήγησε πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Βαβύλα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάπτισε. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τοὺς μὲν στρατιῶτες συνέλαβε καὶ ἀποκεφάλισε, τὸν δὲ Χριστοφόρο προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει, ἀλλὰ οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στὴν ἐπίμονη ἄρνηση αὐτοῦ. Κατόπιν τούτου ἔστειλε πρὸς αὐτὸν δύο διεφθαρμένες γυναῖκες, τὴν Ἀκυλίνα καὶ τὴν Καλλινίκη, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὰ θέλγητρά τους θὰ τὸν σαγήνευαν καὶ θὰ τὸν παρέσυραν. Οἱ δύο γυναῖκες, ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἐπανέλθουν στὸν δρόμο τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς ἀρετῆς, ἔγιναν Χριστιανὲς καί, ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.

Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τέλος ὑπέστη τὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τὸ 251 μ.Χ.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο αὐτοῦ κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στὸ Κυπαρίσσιον καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον τῆς Ἁγίας Εὐφημίας τῶν Ὀλυβρίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στολαῖς ταῖς ἐξ αἵματος, ὡραϊζόμενος, Κυρίῳ παρίστασαι, τῷ Βασιλεῖ οὐρανῶν, Χριστοφόρε ἀοίδιμε· ὅθεν σὺν Ἀσωμάτων, καὶ Μαρτύρων χορείαις, ᾄδεις τῇ τρισαγίῳ, καὶ φρικτῇ μελῳδίᾳ, διὸ ταῖς ἱκεσίαις ταῖς σαῖς, σῶζε τοὺς δούλους σου.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χριστὸν φέρων ἔνδοξε, ἐν τῇ ψυχῇ σου, ἰσχυρῶς κατέβαλες, τῶν ἐναντίων τὰς ἀρχάς· διὸ Χριστὸν ἐκδυσώπησον, ὦ Χριστοφόρε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Μάρτυς ἀκατάπληκτος καὶ στερρός, πέλων τῇ ἰδέᾳ, Χριστοφόρε καὶ τῷ νοΐ, τῶν ἀντικειμένων, κατέπληξας τὰ στίφη, ἀθλήσας ὑπὲρ φύσιν, πόθῳ τοῦ Κτίστου σου.






Οἱ Ἁγίες Ἀκυλίνα καὶ Καλλινίκη οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἁγίες Μάρτυρες Ἀκυλίνα καὶ Καλλινίκη πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου καί, ἀφοῦ βασανίσθηκαν ἀνηλεῶς μὲ σιδερένιες ράβδους ποὺ διαπέρασαν τὸ σῶμά τους, μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.)







Οἱ Ἅγιοι Ἐπίμαχος καὶ Γορδιανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐπίμαχος ὁ Ρωμαῖος καὶ Γορδιανὸς κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ ἄθλησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Κατηγορήθηκαν ὡς Χριστιανοί, συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος. Ἀφοῦ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, βασανίσθηκαν ἀνηλεῶς καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν. Τὰ ἱερὰ λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν στὸν ἴδιο τάφο καὶ σημαντικὸ μέρος αὐτῶν φυλάσσεται στὸ Ἀββαεῖο τῶν Βενεδικτίνων στὸ Κέμπτον τῆς Βαυαρίας στὴ Γερμανία.






Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔγινε Πατριάρχης Ἱεροσολύμων τὸ 333 μ.Χ. καὶ διαδέχθηκε στὸν θρόνο τὸν Πατριάρχη Μακάριο (314 – 333 μ.Χ.). Τὰ προηγούμενα χρόνια, ἐπὶ αὐτοκράτορος Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.), ὅταν οἱ Χριστιανοὶ ἐδιώκοντο, εἶχε καταδικασθεῖ στὰ μεταλλεῖα, ὅπου τοῦ ἔβγαλαν τὸν δεξιὸ ὀφθαλμὸ καὶ τοῦ ἀκρωτηρίασαν τὸ ἀριστερὸ πόδι. Τὸ 335 μ.Χ. συμμετεῖχε στὴ Σύνοδο τῆς Τύρου, ἀλλὰ δὲν ὑπέγραψε τὴν καταδίκη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τὸ δὲ 349 μ.Χ. ὑποδέχθηκε μὲ μεγάλη χαρὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 350 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Σίος
Image
Ὁ Ὅσιος Σίος γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς, ποὺ δὲν εἶχαν ἄλλα παιδιά. Ὁ Σίος ἦταν μοναδικὸς κληρονόμος τῆς τεράστιας περιουσίας τους καὶ ἡ μοναδικὴ παρηγοριὰ τῶν γηρατειῶν τους. Τὸν ἀνέθρεψαν, λοιπόν, μὲ περισσὴ στοργὴ καὶ ἐπιμέλεια, καλλιεργώντας στὴν ψυχή του τοὺς σπόρους τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσέβειας. Ἐκεῖνος, πάλι, πρόθυμα ἄκουγε τὶς ὠφέλιμες συμβουλὲς καὶ τὶς θεῖες διδαχές τους. «Πνεύματος Ἁγίου πεπλησμένος ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ», ὅπως ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ἀφ’ ὅτου ἔμαθε ἀνάγνωση, μελετοῦσε ἀκατάπαυστα τὶς ἱερὲς Γραφές, ἔχοντας πάντοτε μαζί του τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὸ Ψαλτήριο.

Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἄκουσε γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη Ζενταζνέλι, ὅπου ζοῦσε σὲ μία ἔρημο, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια καὶ εἶχε πολλοὺς μαθητές. Ἀμέσως ἔτρεξε νὰ βρεῖ τὸν Ὅσιο Γέροντα. Ὁ προορατικὸς Γέροντας τοῦ εἶπε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρικὴ οἰκία καὶ νὰ λάβει τὴν εὐχὴ τῶν γονέων του, ποὺ θὰ γίνονταν καὶ αὐτοὶ μοναχοί. Ἔτσι κι ἔγινε.

Ἐλεύθερος πλέον ὁ Ὅσιος Σίος φρόντισε πρῶτα νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς πατρικῆς περιουσίας. Ἕνα μέρος τὸ μοίρασε στὰ μοναστήρια, ὅπου ἐγκαταβίωσαν οἱ γονεῖς του καὶ τὸ ὑπόλοιπο στοὺς φτωχούς. Ὁ ἴδιος κράτησε μόνο τὴν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι ἐπέστρεψε στὸν Ὅσιο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος γεμάτος χαρὰ τὸν μακάρισε, διότι ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ ἀλέτρι καὶ δὲν κοίταζε πίσω στὸν κόσμο.

Ὅταν ὁ Ὅσιος Σίος ἔγινε μοναχός, ἡ καρδιά του φλογίσθηκε ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὸ θεῖο ἔρωτα. Χάρη στὴν ἀδιάκριτη ὑπακοή, τὴν βαθιὰ ταπείνωση, τὴν ἀπέραντη ἀγάπη καὶ τὶς ἄλλες θεῖες ἀρετές του, ἀξιώθηκε νὰ λάβει πολὺ νωρὶς οὐράνια χαρίσματα. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης μὲ ἔκπληξη καὶ δέος παρατηροῦσε τὸν ἁγιοπνευματικὸ πλουτισμὸ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, ποὺ στὸ Ὄνομα καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Κυρίου, ἄρχισε νὰ θεραπεύει θαυματουργικὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ ἀποδιώχνει τὰ δαιμόνια.

Εἴκοσι χρόνια ἔζησε κοντὰ στὸν Ὅσιο Ἰωάννη. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος, μὲ θεία ἀποκάλυψη, ἔφυγε γιὰ τὴ Γεωργία, πῆρε μαζί του τὸν Ὅσιο Σίο καὶ ἄλλους ἕνδεκα μαθητές του.

Τρία χρόνια ἔμειναν στὴ Μτσχέτα κηρύσσοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὕστερα ἀνέβηκαν γιὰ ἄσκηση στὸ ὄρος Ζαντένι.

Δύο χρόνια ἀργότερα, μία νύχτα, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ ἡ Ἁγία Νίνα ἐμφανίσθηκαν στὸν Ὅσιο Ἰωάννη καὶ τὸν πρόσταξαν νὰ στείλει τοὺς ὑποτακτικούς του σὲ ὅλη τὴ Γεωργία γιὰ ἱεραποστολή. Οἱ δώδεκα Πατέρες κίνησαν γιὰ διάφορες περιοχὲς τῆς χώρας, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντός τους καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Εὐλογίου. Ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ συμβουλὴ τοῦ τελευταίου, ὁ καθένας πῆρε μαζί του, ὡς βοηθὸ καὶ συμπαραστάτη, ἀπὸ ἕνα Γεωργιανὸ μοναχό. Ὁ Ὅσιος Σίος ὅμως, ὡς ἐραστὴς τῆς ἐρημιτικῆς ζωῆς, προτίμησε νὰ φύγει μόνος. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης δὲν εἶχε ἀντίρρηση.

Ὁ Ὅσιος Σίος κίνησε γιὰ τὰ ὄρη Σαρκινέτι τῆς Κάρτλης. Ἀφοῦ πέρασε ἐρημικὲς περιοχές, πυκνὰ δάση καὶ δυσκολοδιάβατα βουνά, ἦλθε στὸ Μγίβε (σπήλαιο), σὲ μία βαθιὰ χαράδρα, ἀπ’ ὅπου περνοῦσε ὁ ποταμὸς Κύρος. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε, παραδίδοντας τὸν ἑαυτό του μὲ πίστη στὴν πρόνοια καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ ζεῖ μὲ σκληρὴ ἄσκηση. Προσευχόταν ἀδιάλειπτα. Κοιμόταν ἐλάχιστα. Τρεφόταν μόνο μὲ ἄγρια χόρτα καὶ νερό. Ἔγινε ἔτσι ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος.

Οἱ φθονεροὶ δαίμονες, βέβαια, κατέφευγαν σὲ κάθε πανουργία, γιὰ νὰ τὸν ἐκφοβίσουν καὶ νὰ τὸν πλανέψουν. Συχνά, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, ἐμφανίζονταν μπροστά του μὲ μορφὲς εἴτε φοβερῶν θηρίων εἴτε ἑρπετῶν. Ὁ Ἅγιος τοὺς νικοῦσε στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Κάποια νύχτα ὁ Ὅσιος εἶδε ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς καὶ ὀσφράνθηκε μίαν ἄρρητη εὐωδία. Ἡ ψυχή του πλημμύρισε ἀπὸ χαρά. Στὸ ἄνοιγμα τοῦ σπηλαίου ἐμφανίσθηκε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μὲ ραβδὶ στὸ χέρι. Δίπλα της στεκόταν ἕνας ἐπιβλητικὸς ἄνδρας μὲ ἀσκητικὴ μορφή. Ἦταν ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Ἔντρομος ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν ἀπροσδόκητη οὐράνια ἐπίσκεψη, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Ἡ Παναγία τὸν πλησίασε καὶ τὸν ἄγγιξε μὲ τὸ ραβδί της. «Σήκω» τοῦ εἶπε. Μόλις σηκώθηκε, ἐκείνη τοῦ ἔβαλε στὸ χέρι κάτι λευκὸ σὰν τὸ χιόνι. «Ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης καὶ ἐγώ, βλέποντας τὴν ἀγάπη σου στὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ἤλθαμε νὰ σὲ παρηγορήσουμε. Φᾶγε αὐτὸ ποὺ ἔχεις στὸ χέρι σου. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα, ὥσπου νὰ ἀποκτήσεις ὑποτακτικούς, θὰ παίρνεις τροφὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ὅσο γιὰ τοὺς δαίμονες, μὴν τοὺς φοβᾶσαι. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Υἱοῦ μου θὰ τοὺς κατανικήσεις. Καὶ τούτη ἐδῶ ἡ ἔρημος θὰ γεμίσει θεοφόρους ἄνδρες, ποὺ θὰ μιμηθοῦν τὴ ζωή σου καὶ θὰ δοξάσουν τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ».

Ὁ Ὅσιος, μόλις συνῆλθε ἀπὸ τὸ δέος καὶ τὴν ἔκπληξη, γεύθηκε τὴν οὐράνια τροφὴ ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ Θεομητορικὸ χέρι. Τὸ στόμα του γέμισε μὲ μία ἀνείπωτη γλυκύτητα. Εὐχαρίστησε τὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴ Θεοτόκο καὶ ἀπὸ τότε, ὅπως τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ἡ Παναγία, ἕνα θεόσταλτο περιστέρι τοῦ ἔφερνε καθημερινὰ φρέσκο ψωμί.

Πρῶτος ὑποτακτικός του ἦταν ὁ Εὐάγριος, ἄρχοντας νέος καὶ εὐσεβής, συνεργάτης τοῦ βασιλέως Παρσμὰν ΣΤ’ (541 – 553 μ.Χ.). Σὲ λίγο πολλοὶ Χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐχή του καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ μονάσουν ἐκεῖ. Κάθε νέος ἀδελφός, μὲ ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου, ἔσκαβε μία μικρὴ σπηλιὰ καὶ κατοικοῦσε ἐκεῖ, ζωντας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ καὶ ἐργόχειρο. Ὁ Ὅσιος Σίος δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ δικό του σπήλαιο παρὰ μόνο τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἑορτές, γιὰ νὰ τοὺς διδάξει καὶ νὰ τοὺς καθοδηγήσει στὸν ἀσκητικὸ βίο.

Σὲ λίγο καιρὸ ὁ Ὅσιος Σίος, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἔζησε ἔγκλειστος στὸ σπήλαιό του μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ὅρισε ὡς διάδοχό του τὸν Ὅσιο Εὐάγριο.

Ὁ Ὅσιος Σίος, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὕψωσε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανὸ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου στὶς 4 Ἰανουαρίου, στὶς 4 Φεβρουαρίου καὶ τὴν Πέμπτη τῆς Τυρινῆς ἑβδομάδος.







Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ὁ Μάρτυρας βασιλέας τῶν Σκώτων
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Λέγεται ὅτι ἦταν Βρετανὸς βασιλέας, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸν θάνατο τῆς συζύγου του παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Δαβίδ, προστάτη τῆς Οὐαλίας. Συνεργάσθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Κολούμπα († 9 Ἰουνίου) γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς Πίκτες τῆς Σκωτίας, ἵδρυσε μονὴ καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τὸ 576 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Νέος ὁ ἐν Βουνένοις
Image
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Νικόλαος ὁ Νέος γεννήθηκε πιθανῶς στὴ γῆ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρινόταν γιὰ τὴν θερμὴ πίστη, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν εὐσέβειά του. Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀνδρεία τοῦ Νικολάου δὲν μποροῦσαν νὰ κρυφθοῦν. Ἡ φήμη του ξεπέρασε γρήγορα τὰ στενὰ ὅρια τῆς πατρίδος του καὶ ἁπλώθηκε μέχρι καὶ αὐτὴ τὴν Βασιλεύουσα, τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ τότε αὐτοκράτορας Λέων ὁ ΣΤ’ ὁ Σοφὸς (886 – 912 μ.Χ.) ζήτησε καὶ γνώρισε τὸ Νικόλαο. Ἐκτίμησε ἀμέσως, μὲ τὴν πρώτη ἐπαφὴ μαζί του, τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικά του χαρίσματα καὶ τὸν διόρισε ἀρχηγὸ τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἀποσπάσματος τῆς Λαρίσης, ποὺ εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ φρουρεῖ καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τὴν πόλη αὐτὴ τῆς Θεσσαλίας.

Ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του μὲ ζῆλο. Τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου αὔξανε τὴν πνευματικότητα τοῦ Νικολάου καὶ τὴν ἀγάπη τῶν στρατιωτῶν καὶ τοῦ λαοῦ στὸ πρόσωπό του.

Ὅταν οἱ Ἄβαροι ἔφθασαν μέχρι τὴ Θεσσαλία, ἔκαναν βαρβαρικὴ ἐπιδρομὴ καὶ σκορποῦσαν παντοῦ τὴν ἐρήμωση καὶ τὸ θάνατο. Ὁ Νικόλαος μὲ τὶς λιγοστὲς δυνάμεις του προσπάθησε νὰ ἀναχαιτίσει τὸν ἐχθρό. Οἱ παμπληθεῖς ὅμως δυνάμεις τῶν ἀντιπάλων εὔκολα ἐπικράτησαν καὶ ἐπιδόθηκαν σὲ γενικὲς σφαγὲς καὶ λεηλασίες. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους ἐγκατέλειψαν τὴν πόλη καὶ τὴν περιοχὴ καὶ κατέφυγαν σὲ ὀρεινὰ μέρη. Τελικὰ καὶ ὁ Νικόλαος μὲ ὅσους στρατιῶτες εἶχαν ἀπομείνει πορεύθηκε στὸ δάσος ποὺ βρισκόταν στὸ ὄρος τῆς Βουνένης, ὅπου ὑπῆρχαν πολλοὶ ἀσκητὲς μὲ τὰ ἀσκητήριά τους στὰ ἀπόκρημνα ὑψώματα. Ἐγκαταστάθηκε κοντά τους συναγωνιζόμενος αὐτοὺς στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Μαζί του εἶχε καὶ τοὺς στρατιῶτες του, ποὺ ζοῦσαν καὶ αὐτοὶ τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν.

Κάποιο βράδυ, ἐνῷ ὁ Ὅσιος προσευχόταν, Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάσθηκε καὶ προανήγγειλε τὸν μαρτυρικό τους θάνατο: «Δεῦρο, ἀθληταὶ τοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὸ μαρτυρῆσαι ἑαυτοὺς εὐτρεπίσατε». Πράγματι οἱ ἐχθροὶ τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς ὑπέβαλαν σὲ πλῆθος βασανιστήρια. Τοὺς προέτρεψαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Ἐκεῖνοι ἔμειναν ἀμετακίνητοι στὴν πατρώα εὐσέβεια καὶ τελειώθηκαν μαρτυρικά. Τὰ ὀνόματά τους γράφηκαν στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. Ἀπὸ αὐτὰ μᾶς εἶναι γνωστὰ τὰ ἀκόλουθα: Ἀκίνδυνος, Ἁρμόδιος, Γρηγόριος, Δημήτριος, Εὐώδιος, Θεόδωρος, Ἰωάννης, Μιχαήλ, Παγκράτιος, Παντολέων, Χριστόφορος καὶ Αἰμιλιανός.

Ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Νικολάου μαζὶ μὲ τὰ ὀνόματα τῶν στρατιωτῶν Μαρτύρων ἀναφέρει καὶ τὰ ὀνόματα δύο γυναικῶν μαρτύρων, Εἰρήνης καὶ Πελαγίας. Προφανῶς θὰ πρόκειται γιὰ δύο ἡρωίδες Χριστιανὲς γυναῖκες, ποὺ μαρτύρησαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Θὰ ἀνῆκαν στὸν ἄμαχο πληθυσμὸ τῆς πόλεως Λαρίσης, ποὺ εἶχε καταφύγει στὰ ὀρεινὰ τοῦ Τυρνάβου.

Ὁ μακάριος Νικόλαος, διακρινόμενος γιὰ τὴν ἀνδρεία του, κατόρθωσε νὰ διαφύγει τὴ μανία τοῦ ἐχθροῦ. Φεύγοντας ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Λαρίσης καὶ τοῦ Τυρνάβου, ἔφθασε στὰ ἐνδότερα τῆς Θεσσαλίας, στὰ μέρη τῆς Καρδίτσας, ὅπου τὸ χωριὸ Βούνενα. Ἐκεῖ βρῆκε κατάλληλο τόπο γιὰ ἄσκηση. Ὁ Ὅσιος διάλεξε γιὰ κατάλυμα μία σπηλιά, ποὺ τὴν σκέπαζε μία βελανιδιά. Ἐκεῖ συνέχισε τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ εἶχε ἀρχίσει κοντὰ στοὺς ἀσκητὲς τοῦ Τυρνάβου. Ὑπέταξε κάθε σωματικὴ ἐπιθυμία καὶ δαιμονικὴ παρεμβολή. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε ἐπισκιάσει.

Ὅμως οἱ βάρβαροι ἐπιδρομεῖς ἀνακάλυψαν τὸν ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ Νικόλαο. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πίεζαν μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν γενναία. Τὸν βασάνιζαν καὶ ἐκεῖνος εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, διότι τὸν ἀξίωσε νὰ ὑπομείνει γιὰ χάρη Του βασανιστήρια. Τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ὁ Ὁσιομάρτυς Νικόλαος ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του.
Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Λαρίσης Φίλιππος μετέφερε μὲ πομπὴ στὴν πόλη τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων τοῦ Τυρνάβου. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀνακαλύφθηκε ἀπὸ τὸν δούκα Εὐφημιανὸ τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ Εὐφημιανὸς ἀρρώστησε κάποτε βαριὰ ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀσθένεια τῆς λέπρας. Ἀναζήτησε τὴν θεραπεία του σὲ ὅλους τοὺς ἰατρούς, ἀλλὰ μάταια. Ἄρχισε τότε νὰ ἐπικαλεῖται τοὺς διαφόρους Ἁγίους καὶ νὰ κάνει ἀγαθοεργίες ἐλπίζοντας στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Προσέφερε τὰ χρήματά του σὲ χῆρες, ὀρφανὰ καὶ φτωχούς. Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν πολυπόθητη ὑγεία του. Κατέφυγε στὸν πολιοῦχο τῆς Θεσσαλονίκης Ἅγιο Δημήτριο καὶ τὸν πολιοῦχο τῆς Λαρίσης Ἅγιο Ἀχίλλιο, ποὺ εἶχε ἀκούσει πολλὰ γιὰ τὰ θαύματά τους. Ἐνῷ ὅμως βρισκόταν στὴ Λάρισα καὶ προσευχόταν μπροστὰ στὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, τοῦ ὑποδείχθηκε νὰ μεταβεῖ στὰ ὄρη τῶν Βουνένων. Τὸ σχετικὸ ὅραμα τοῦ ἔλεγε νὰ φροντίσει νὰ βρεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Νικολάου, νὰ λουσθεῖ σὲ πηγὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν τόπο τοῦ ἱεροῦ λειψάνου καὶ νὰ πιστεύει ὅτι ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ θὰ εὕρισκε τὴν θεραπεία του. Χαρούμενος ἀπὸ τὸ ἐλπιδοφόρο τοῦτο ἄγγελμα ὁ Εὐφημιανὸς ξεκίνησε γιὰ τὰ Βούνενα, ὅπου βρῆκε τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τὴν δική του θεραπεία. Γεμάτος χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ θεραπεία ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Ὁσιομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἔκτισε ἕνα μικρὸ ναὸ καὶ ἐνταφίασε ἐκεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐξ Ἑῴας ἐκλάμψας ὡς ἀστὴρ οὐρανόφωτος, Νικόλαε παμμάκαρ ἐν Βουνένοις ἐνήθλησας· διὸ καὶ δοξασθεὶς παρὰ Χριστοῦ, θαυμάτων ἀναβλύζεις δωρεάς, τοῖς προστρέχουσι τῇ θείᾳ σου ἀρωγῇ, Ὁσιομάρτυς ἔνδοξε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν Βουνένοις Ἅγιε, ἀσκητικῶς διαπρέπων, μαρτυρίου στάδιον, θεοπρεπῶς διανύεις· ὅθεν σε, ὁ Ζωοδότης λαμπρῶς δοξάσας, ἔδειξε, θαυμάτων κρήνην τοῖς ἐκβοῶσι· χαίροις κλέος Ὀρθοδόξων, Ὁσιομάρτυς Χριστοῦ Νικόλαε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἑῴας θεῖος βλαστός· χαίροις τῶν Ὁσίων, καὶ Μαρτύρων ὁ κοινωνός· χαίροις τῶν Βουνένων, καὶ πάσης Θεσσαλίας, ἀγλάϊσμα καὶ κλέος, Μάρτυς Νικόλαε.







Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ μεγάλος πρίγκιπας τῆς Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος (Ντονσκόι) γεννήθηκε τὸ 1350 στὴ Μόσχα καὶ ἦταν μέγας πρίγκιπας. Στὶς 7 Σεπτεμβρίου 1380 πολέμησε τοὺς Τάρταρους καὶ ἀπήλλαξε τὴ Ρωσία ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της. Ὁ Ρωσικὸς λαὸς ἀποκαλοῦσε τὸν ἡγεμόνα του «Ντονσκόι» ἀπὸ τὸν ποταμὸ Δόν, κοντὰ στὸν ὁποῖο διεξήχθη ἡ ἱστορικὴ μάχη κατὰ τῶν βαρβάρων.Ὁ Ἅγιος Δημήτριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1389.






Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ τῆς Ὄπτινα
Ὅσιος Ἰωσήφ, τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Ἰβὰν Εὐθύμοβιτς Λιτόφκιν, γεννήθηκε στὶς 2 Νοεμβρίου 1837 στὸ χωριὸ Γκοροντίστσα τῆς περιοχῆς Στάρομπελκ τῆς ἐπαρχίας Καρκώφ, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Εὐθύμιο Αἰμιλιάνοβιτς καὶ τὴν Μαρία Βασίλιεβνα Λιτόφκιν. Εἶχαν ἕξι παιδιά, τρεῖς υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρες, τὸν Ἰβάν, τὸν Πέτρο, τὸν Συμεών, τὴν Ἀλεξάνδρα, τὴν Ἄννα καὶ ἀκόμη μία θυγατέρα. Ἡ ἀδελφή του Ἀλεξάνδρα, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Λεωνίδα, διηγεῖτο πὼς ὁ μικρὸς Ἰβὰν ἦταν πολὺ στοργικὸ καὶ εὐαίσθητο παιδί. Μὲ τὴν τρυφερὴ ψυχή του συμμετεῖχε στὶς θλίψεις τῶν ἄλλων, ἂν καὶ ἡ ἔμφυτη μετριοφροσύνη καὶ συστολή του συχνὰ δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ ὁμιλεῖ. Ὅταν ὁ Ἰβὰν ἦταν τεσσάρων ἐτῶν, ἔχασε τὸν πατέρα του καὶ λίγο ἀργότερα, τὸ ἔτος 1814, τὴν μητέρα του ἀπὸ τὴν ἐπιδημία χολέρας ποὺ ἐνέσκηψε στὸ χωριό.

Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸ μοναχικὸ βίο ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Ὄπτινα. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, στὶς 15 Ἀπριλίου 1872, χειροθετήθηκε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης καὶ στὶς 16 Ἰουλίου τοῦ ἴδιου ἔτους ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἰωσήφ. Τὸ 1877 χειροτονήθηκε διάκονος. Αὐτὸ ἔγινε τελείως ἀπροσδόκητα καὶ μὲ ἕναν τρόπο ποὺ ἔδειχνε καθαρὰ πὼς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τὸν καθοδηγοῦσε στὸν δρόμο του. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1884 ἔλαβε τὴ χάρη τῆς ἱεροσύνης ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Καλούγκα Βλαδίμηρο.

Ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς χειροτονίας του λειτουργοῦσε μὲ προθυμία, μὲ εὐλάβεια, χωρὶς βιασύνη καὶ αἰσθανόταν μεγάλη πνευματικὴ χαρά. Οἱ ἄλλοι πατέρες τὸν εὐλαβοῦνταν καὶ τὸν ἀγαποῦσαν ἰδιαίτερα, γιατί τὸν θεωροῦσαν ἀληθινὸ μοναχό. Ὁ Γέροντας τῆς μονῆς Ἀμβρόσιος διέβλεπε σὲ αὐτὸν τὸν μελλοντικὸ διάδοχό του καὶ τοῦ ἔδινε τὴν εὐλογία νὰ ἐξομολογεῖ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες τῆς μονῆς. Τὸν προετοίμαζε σιγὰ – σιγά, γιὰ νὰ τὸν διαδεχθεῖ. Τὸν δίδασκε τόσο μὲ τὸν λόγο, ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του.

Ὅταν ὁ Γέροντας Ἀμβρόσιος κοιμήθηκε, ὅλοι στράφηκαν πρὸς τὸν Ὅσιο Ἰωσήφ. Καὶ ἐκεῖνος μὲ προσευχὴ καὶ ταπείνωση ἀνέλαβε τὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως τῶν ἀδελφῶν. Ἡ προσευχή του εἶχε μεγάλη δύναμη καὶ εἶχε ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος.

Ὁ Ὅσιος δὲν ἐπέτρεπε ποτὲ στοὺς μοναχοὺς νὰ ἀρνηθοῦν κάποιο διακόνημα. Ἔλεγε πὼς ἐκεῖνος ποὺ φέρει σὲ πέρας τὸ διακόνημα ποὺ τοῦ ἔχουν ἀναθέσει, ἀξιώνεται νὰ ἔχει εὐλογημένο τέλος. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐξέφραζαν τὸ παράπονο πὼς ἡ ὑπακοὴ ἦταν δύσκολη καὶ προκαλοῦσε πολλὴ λύπη, τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου φωτιζόταν μὲ χαρά, τὰ μάτια του γέμιζαν μὲ τρυφερὴ πατρικὴ ἀγάπη καὶ ἔλεγε μὲ ἕναν ἰδιαίτερο πνευματικὸ τόνο: «Λοιπόν, καὶ τί μ’ αὐτό; Λόγω αὐτῆς τῆς ὑπακοῆς θὰ γίνετε μάρτυρες». Σὲ κάποια μοναχὴ ὁ Ὅσιος εἶπε τὰ ἀκόλουθα: «Ἂν οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ σου σὲ ἐνοχλοῦν καὶ δὲν μπορεῖς νὰ εὕρεις τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς σου, θυμήσου τὰ ἑξῆς:

Ἂν οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ σου ποὺ θέλεις νὰ διορθώσεις σὲ ἐνοχλοῦν, σὲ ἐκνευρίζουν καὶ χάνεις τὴν εἰρήνη σου, τότε ἁμαρτάνεις καὶ σύ. Ἡ ἁμαρτία δὲν διορθώνεται μὲ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπείνωση.
Ὁ ζῆλος ποὺ θέλει νὰ καταστρέψει ὅλα τὰ κακὰ εἶναι ἀπὸ μόνος του ἕνα μεγάλο κακό.

Μέσα στὸ μάτι σου ὑπάρχει ἕνα μεγάλο δοκάρι καὶ ἐσὺ προσέχεις τὸ κάρφος στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου.

Ὑπάρχουν ἀτέλειες ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτες καὶ ἄλλες ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐεργετικές. Τὸ καλὸ δοκιμάζεται ἀπὸ τὸ κακό.

Τὸ παράδειγμα τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ χαλιναγωγήσει τὴν ἀνυπομονησία μας, ποὺ μᾶς στερεῖ τὴν εἰρήνη.
Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς φανερώνει μὲ πόση ταπείνωση καὶ καρτερία πρέπει νὰ ὑπομένουμε τὴν ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Ἂν δὲν ἔχουμε κάποια θέση εὐθύνης ἔναντι τῶν ἄλλων, πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἁμαρτία τους μὲ ἐμπάθεια.

Κάθε ἄνθρωπος καταδικάζει ἐκεῖνες τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, γιὰ τὶς ὁποῖες κατηγορεῖται ὁ ἴδιος.

Γιὰ τὶς πράξεις τῶν ἄλλων δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ποὺ νὰ μᾶς ἠρεμεῖ περισσότερο ὅσο ἡ σιωπή, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγάπη».

Θιασώτης καὶ ἐργάτης τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ὁ Ὅσιος προσπαθοῦσε νὰ ἐνθαρρύνει καὶ τοὺς ἄλλους νὰ ἀσκοῦν τὸ θεῖο αὐτὸ ἔργο. Δίδασκε τὴν προσευχὴ πολὺ καλὰ καὶ πίστευε πὼς ἦταν ἡ σπουδαιότερη ἀπασχόληση γιὰ ὅλους. Ἐμπόδιζε δὲ ἐπιτακτικὰ καὶ αὐστηρὰ τοὺς ἄπειρους καὶ τοὺς δόκιμους ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Τοὺς δίδασκε νὰ πορεύονται προοδευτικά, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν προφορικὴ ἄσκηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, κάνοντας μερικὰ κομποσχοίνια. «Αὐτὸ προστατεύει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια», ἔλεγε ὁ Ὅσιος. Κάθε ἡμέρα ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Ὁσίου μαζεύονταν οἱ φτωχοὶ καὶ ὁ μοναχὸς ποὺ ἦταν σὲ ὑπηρεσία ἔδιδε ἐλεημοσύνη σὲ ὅλους.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ λειτουργοῦσε γιὰ τελευταία φορὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τὸ 1905. Ἀπὸ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἀσθένησε καὶ ὅλοι περίμεναν τὸ ἀναπόφευκτο. Ὁ Θεὸς ὅμως παρέτεινε τὴν ζωὴ τοῦ Ὁσίου, ποὺ ἦταν πολύτιμη γιὰ ὅλους, μέχρι τὸ 1911. Λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παρεκάλεσε τοὺς ἀδελφοὺς νὰ προσευχηθοῦν στὸν Θεὸ νὰ ἐλευθερώσει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα του. Ζήτησε νὰ βάλουν κοντά του μία εἰκόνα. Οἱ μοναχοὶ ἔφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, μὲ τὴν ὁποία τὸν εὐλόγησε ὁ μοναχὸς Ἰσαάκιος, τὴν τοποθέτησαν ἀπέναντί του στὸ τραπεζάκι κοντὰ στὸ μαξιλάρι του καὶ ἄναψαν μπροστά της ἕνα καντήλι. Ὁ Ὅσιος κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα μικρὸ ἄσπρο ξύλινο σταυρὸ καὶ στὸ στῆθος του εἶχαν ἀκουμπήσει τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας. Ἔτσι κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες τῆς Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρεις γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τῶν Ἁγίων αὐτῶν Μαρτύρων.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat May 10, 2014 11:16 pm

10 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Ἅγιος Σίμων ὁ Ἀπόστολος ὁ Ζηλωτής
Image
Ὁ Ἀπόστολος Σίμων, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα Μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἀδελφὸς τοῦ Ἰούδα τοῦ Λεββαίου, εἶχε τὴν ἐπωνυμία Καναναῖος ἢ Κανανίτης. Ἡ ἐπωνυμία αὐτὴ δὲν φανερώνει τὴν καταγωγὴ τοῦ Ἀποστόλου Σίμωνος ἀπὸ τὴ Χαναὰν ἢ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας. Ἡ λέξη «Καναναῖος» εἶναι Χαλδαϊκὴ καὶ σημαίνει «Ζηλωτής». Πράγματι ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸν προσονομάζει ὡς «Ζηλωτή».

Οἱ ζηλωτὲς ἀποτελοῦσαν μία ξεχωριστὴ κοινωνικὴ τάξη στὴν Ἰουδαϊκὴ κοινωνία κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Χριστοῦ. Ἀποτελοῦνταν ἀπὸ λαϊκοὺς ἀγωνιστές, οἱ ὁποῖοι μάχονταν ἐναντίον τῶν Ρωμαίων κατακτητῶν, συνεχίζοντας τὴν παράδοση τῶν Μακκαβαίων ἐπαναστατῶν. Ὅμως συχνά, πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς, ἐκμεταλλεύονταν τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα καὶ καταντοῦσαν τύραννοι τοῦ ἰδίου τοῦ λαοῦ τους. Προέβαιναν σὲ παράνομες πράξεις βίας καὶ ληστειῶν γιὰ ἴδιο ὄφελος καὶ γι’ αὐτὸ τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. εἶχε ἀναπτυχθεῖ λαϊκὴ δυσαρέσκεια κατὰ τοῦ κινήματος τῶν ζηλωτῶν. Οἱ συσταυρούμενοι μὲ τὸν Κύριο ληστὲς ἦταν ζηλωτές.

Δὲν γνωρίζουμε ἂν ὁ Σίμων ἀνῆκε στὴν μερίδα τῶν ζηλωτῶν ἢ προερχόταν ἀπὸ αὐτή. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι νὰ προερχόταν ἀπὸ τοὺς ζηλωτές. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ ἀνῆκε ταυτόχρονα καὶ στοὺς ζηλωτές, διότι τὸ ζηλωτικὸ κίνημα ἦταν ἀντίθετο μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Ὑπάρχει βέβαια καὶ μία ἄλλη ὑπόθεση γιὰ τὸν Ἀπόστολο Σίμωνα. Εἶναι πιθανὸ νὰ μὴν εἶχε καμία σχέση μὲ τοὺς ζηλωτὲς καὶ τὸ προσωνύμιο «Ζηλωτής» νὰ σήμαινε τὸν ἔνθεο ζῆλο του.

Κάποιοι ταυτίζουν τὸν Ἀπόστολο Σίμωνα μὲ τὸ νυμφίο τοῦ γάμου τῆς Κανᾶ, ὅπου ὁ Κύριος ἔκανε τὸ πρῶτο θαῦμα Του, μεταβάλλοντας τὸ νερὸ σὲ κρασί. Ὅμως ἰσχυρισμὸς αὐτὸς δὲν ἔχει κανένα ἱστορικὸ ἔρεισμα καὶ πρόκειται γιὰ αὐθαίρετη ὑπόθεση.
Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Ἀπόστολος Σίμων μετὰ τὴν Πεντηκοστή, μετέβη καὶ κήρυξε τὸν θεῖο Λόγο στὴν Αἴγυπτο, Ἀφρικὴ καὶ Λιβύη. Ἀργότερα, μετέβη μὲ τὸν Ἰούδα τὸν Θαδδαῖο στὴ Μεσοποταμία καὶ Περσία, συνελήφθη καὶ ὑπέστη τὸν διὰ σταυροῦ μαρτυρικὸ θάνατο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ζῆλος ἔνθεος, καταλαβών σε, τοῦ γνωσθέντος σοι, σαρκὸς ἐν εἴδει, ζηλωτὴν ἐν Ἀποστόλοις ἀνέδειξε· καὶ τοῦ Δεσπότου ζηλώσας τὸν θάνατον, διὰ Σταυροῦ πρὸς αὐτὸν ἐξεδήμησας· Σίμων ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν ἀσφαλῶς, τὰ τῆς σοφίας δόγματα, ἐν ταῖς ψυχαῖς, τῶν εὐσεβούντων θέμενον, ἐν αἰνέσει μακαρίσωμεν, τὸν θεηγόρον πάντες Σίμωνα· τῷ θρόνῳ γὰρ τῆς δόξης νῦν παρίσταται, καὶ σὺν Ἀσωμάτοις ἐπαγάλλεται, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Ζηλῶν διαπύρως ὦ Ζηλωτά, τῷ σὲ θεηγόρον, ἀναδείξαντι Μαθητήν, ζηλωτὴς ἐν πᾶσι, καὶ μιμητὴς ὡράθης, ὦ Σίμων Χριστοκῆρυξ, τοῦ σὲ δοξάσαντος.






Οἱ Ἅγιοι Ἀλφειός, Κυπρίνος καὶ Φιλάδελφος οἱ Μάρτυρες οἱ Αὐτάδελφοι
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀλφειός, Κυπρίνος καὶ Φιλάδελφος ἦταν ἀδελφοί, υἱοὶ τοῦ ἄρχοντα Πρεφεκτῶν Βιταλίου καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Βασκάνων τῆς Νότιας Ἰταλίας. Ἀφοῦ διδάχθηκαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ βαπτίσθηκαν ἀπὸ κάποιον Ὅσιο ἄνδρα ποὺ ὀνομαζόταν Ὀνήσιμος, κήρυτταν τὸν Χριστό. Καταγγέλθηκαν γιὰ τὴν θεοφιλὴ δράση τους, συνελήφθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀνηγγελίωνα ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ ἀπεστάλησαν δέσμιοι στὴ Ρώμη. Ἀπὸ ἐκεῖ, μετὰ τὴν πρώτη ἀνάκριση, μεταφέρθηκαν στοὺς Ποτιόλους πρὸς τὸν ἡγεμόνα Διομήδη, αὐτὸς δὲ τοὺς παρέπεμψε στὸν ἄρχοντα τῆς Σικελίας Τέρτυλλο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς μεταπείσει, τοὺς καταδίκασε σὲ θάνατο. Τὸν μὲν Ἀλφειὸ ἀποκεφάλισαν, ἀφοῦ τοῦ ἀπέκοψαν τὴ γλῶσσα, τὸν δὲ Φιλάδελφο κατέκαψαν πάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα, ἐνῷ τὸν Κυπρίνο τηγάνισαν μέσα σὲ τεράστιο τηγάνι.







Οἱ Ἅγιοι Ἔρασμος καὶ Ὀνήσιμος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς δεκατέσσερις μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἔρασμος καὶ Ὀνήσιμος μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους δεκατέσσερις Μάρτυρες, ἐπὶ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.), μαζὶ μὲ τοὺς Ἅγιους Μάρτυρες Ἀλφειό, Κυπρίνο καὶ Φιλάδελφο που τιμούνται σήμερα.







Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος ὁ Ὁμολογητής
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἡσυχίου τοῦ Ὁμολογητοῦ τιμᾶται τὴν 6η Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του. Ἄγνωστο γιατί επαναλαμβάνεται καὶ σήμερα.






Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ μωρός
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος γεννήθηκε τὸ 319 μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου καὶ συνασκητὴς τοῦ Ὁσίου Μακαρίου. Μετέβη μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὴ Ρώμη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀναχώρησε μὲ τὴν Ὁσία Μελανία γιὰ τὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου.

Ὁ Ὅσιος διακρινόταν γιὰ τὴν πραότητά του καί, ἐκτὸς τοῦ δώρου τῶν δακρύων, γιὰ τὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποία περιέπιπτε σὲ ἔκσταση, ἐνῷ ἔτρωγε. Μὲ τοὺς Πατέρες τῆς ἐρήμου Μακάριο καὶ Παμβὼ ἔπληττε τὸν μὴ ἀκτήμονα μοναχό: «Τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν».

Ὑπέφερε πολλὰ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ ἤθελε νὰ τὸν κάνει Ἐπίσκοπο καὶ κατόπιν τὸν ἀπέλασε ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἔρημο ποὺ ἀσκήτευε. Ὁ Ὅσιος, μὲ τοὺς μοναχοὺς μαθητές του, ζήτησε τότε τὴν προστασία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 404 μ.Χ.







Οἱ Ὅσιοι Πασσαρίων, Ἀγάπιος καὶ Φιλήμων
Ὁ Ὅσιος Πασσαρίων ὁ Πρεσβύτερος ἦταν ἀπὸ τοὺς πιὸ φημισμένους ἀσκητὲς τῆς Παλαιστίνης. Ἦταν σύγχρονος τοῦ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιου (420 – 458 μ.Χ.) καὶ χρημάτισε διδάσκαλος τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου. Ἔγινε ἱδρυτὴς γηροκομείου στὰ Ἱεροσόλυμα, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε καὶ εὐκτήριος οἶκος ἀφιερωμένος στὸ ὄνομά του καὶ στὸν ὁποῖο κατὰ τὶς 21 Νοεμβρίου ἐτελεῖτο ἡ μνήμη του.Οἱ μετ’ αὐτοῦ φερόμενοι Ὅσιοι Ἀγάπιος καὶ Φιλήμων ἦταν μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Πασσαρίωνος καὶ συνασκητές.






Ὁ Ὅσιος Κομγάλλιος
Ὁ Ὅσιος Κομγάλλιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Οὔλστερ τὸ 517 μ.Χ. Ἦταν υἱὸς στρατιώτη. Σπούδασε στὴ σχολὴ τοῦ Ἁγίου Φινιανοῦ καὶ ἵδρυσε τὴν περίφημη μονὴ τοῦ Μπένγκορ, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ πολυπληθέστερη καὶ ἐνδοξότερη τῆς Ἰρλανδίας. Λέγεται ὅτι ἐπὶ ἡμερῶν του ἐγκαταβιοῦσαν στὴ μονὴ γύρω στοὺς τρεῖς χιλιάδες μοναχούς. Ἐφάρμοσε τοὺς μοναχικοὺς κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ εἶχε ὡς πρότυπο τὸν Ἀνατολικὸ μοναχισμό.Ὁ Ὅσιος Κομγάλλιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 602 μ.Χ.






Ἡ πάροδος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ ἐκ τῆς νήσου Ζακύνθου
Τὸ 1087 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081 – 1118 μ.Χ.) καὶ Πατριάρχου Νικολάου Γ’ τοῦ Γραμματικοῦ (1084 – 1111 μ.Χ.), ἡ ἐπαρχία τῆς Λυκίας καὶ ἡ πόλη τῶν Μύρων δεινοπαθοῦν ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ μοναχοί, ποὺ διακονοῦσαν στὸ προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, συναινοῦν στὴν πρόταση «ἐμπόρων» ἀπὸ τὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἦταν κληρικοί, νὰ πραγματοποιήσουν τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων καὶ τὴν μετακομιδὴ στὸ Μπάρι.
Κατὰ τὴν συναξαριστικὴ παράδοση, τὸ Ἅγιο λείψανο ἀναχώρησε τὴν 1η Ἀπριλίου τοῦ 1087 καὶ ἔφθασε στὸ Μπάρι στὶς 20 Μαΐου. Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτοῦ τοῦ ταξιδιοῦ τοποθετεῖται χρονικὰ καὶ ἡ πάροδος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου ἀπὸ τὰ Ἐπτάνησα. Ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις γιὰ πιθανὴ στάση τοῦ πλοίου πρὸς ἀνεφοδιασμό, εἴτε στὴ Ζάκυνθο, εἴτε ἀλλοῦ, πλὴν ὅμως δὲν ἔχει ἀποδειχθεῖ τίποτε ἀκόμη μὲ ἱστορικὰ στοιχεῖα. Τὸ βέβαιο εἶναι πάντως ὅτι ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ πάροδος καταγράφηκε ἀνεξίτηλα στὴν συνείδηση τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ τῆς Ζακύνθου, ὁ ὁποῖος κληροδότησε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὡς ἱερὰ παρακαταθήκη στοὺς ἀπογόνους του, ὥστε αὐτὴ ἡ εὐλογημένη πάροδος νὰ ἑορτάζεται πανηγυρικὰ στὶς 10 Μαΐου ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα.






Ὁ Ἅγιος Σίμων Ἐπίσκοπος Βλαδιμὶρ καὶ Σουζδαλίας
Ὁ Ἅγιος Σίμων, Ἐπίσκοπος Βλαδιμὶρ καὶ Σουζδαλίας, ἦταν ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Πατερικὸν τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου» καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ.

Τὸ 1206 ἀνεδείχθη ἡγούμενος τῆς μονῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαδιμὶρ καὶ τὸ 1214, μὲ ἐπιθυμία τοῦ πρίγκιπος Γεωργίου Βσεβολοντόβιτς († τὸ 1238 μ.Χ.), ἔγινε ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος Βλαδιμὶρ καὶ Σουζδαλίας. Στὸ ἀρχιερατικό του κατάλυμα ἀγωνιζόταν πνευματικά, ὅπως καὶ στὸ μοναστήρι. Κάποτε μάλιστα, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ σὲ ὅραμα τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία συνοδευόταν ἀπὸ πλῆθος ἀκτινοβόλων Ἁγίων, ἐνῷ στὰ δεξιὰ καὶ στ’ ἀριστερά της στέκονταν οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Θεοδόσιος.
Ὁ Ἅγιος Σίμων, τὴν παραμονὴ τῆς κοιμήσεώς του, τὸ 1226, ἔλαβε τὸ μέγα ἀγγελικὸ σχῆμα. Ἀρχικὰ ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη τοῦ Βλαδιμίρ, ἀλλὰ ἀργότερα, σύμφωνα μὲ τὴν τελευταία ἐπιθυμία του, τὸ τίμιο λείψανό του μεταφέρθηκε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.






Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐπειδὴ ὅμως στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ κυρίως στὴ Λαύρα, ἐπικράτησε ἡ αἵρεση τῶν Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου, ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἔφθασε στὴν περιοχὴ τοῦ Βόλου, στὸ χωριὸ Ἅγιος Λαυρέντιος, ὅπου ἄρχισε νὰ κτίζει μοναστήρι. Τότε βασίλευε ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνηνός, ὁ ὁποῖος ἀπέστειλε στὸν Ὅσιο χρυσόβουλλο καθὼς καὶ τὸν ἀπαιτούμενο χρυσὸ καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ ναοῦ. Ὁ ναὸς ἀποπερατώθηκε τὸ 1378. Στὴν συνέχεια ὁ Ὅσιος ἵδρυσε σκήτη ἐπ’ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καὶ τοῦ Προφήτη Ἠλία, ἡ ὁποία γρήγορα ἀπέκτησε μεγάλη φήμη καὶ ἔγινε πόλος ἕλξεως πολλῶν νέων καὶ μορφωμένων μοναχῶν.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος διῆλθε τὸ βίο του μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας.







Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ὁ Μάρτυρας ὁ ἐκ Κριμαίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐστάθιος γεννήθηκε τὸ 1745. Σὲ ἡλικία μόλις δεκατεσσάρων ἐτῶν ὁμολόγησε θαρραλέα τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἐνώπιον ἑνὸς Τουρκικοῦ δικαστηρίου, κακοποιήθηκε καὶ κλείσθηκε στὴ φυλακή. Ἐπειδὴ ἀρνιόταν νὰ ἀποκηρύξει τὴν πίστη του στὴν πατρώα εὐσέβεια, ἀποκεφαλίσθηκε στὴ Θεοδοσία τὸ 1759. Ἐνταφιάσθηκε, πιθανόν, στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ποὺ βρισκόταν στὸ μοναστήρι τῆς Βατσισαράυ. Κοντὰ σὲ αὐτὸ διέμενε ὁ Μητροπολίτης τῆς Κάφφα Γεδεών.







Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Ἱερομάρτυρος τοῦ Θαυματουργοῦ
Ἡ Ἐκκλησία τιμάει τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Ἱερομάρτυρος καὶ Θαυματουργοῦ, Ἐπισκόπου Μανγκαζίας τῆς Σιβηρίας, στὶς 22 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του.Δὲν ἔχουμε πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου «τῶν ἀδελφῶν του Κιέβου» ἐν Ρωσίᾳ
Image
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ὀνομάζεται ἔτσι ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Κιέβου καὶ τὴν μονὴ στὴν ὁποία φυλασσόταν. Ἀρχικὰ βρισκόταν στὸ Βίσγκο – Ρὸντ καὶ ἀργότερα μετακομίσθηκε στὸ Κίεβο.
Τὸ 1662, ὅταν οἱ Τάταροι εἰσέβαλαν στὴν πόλη τοῦ Βίσγκο – Ρόντ, κατέστρεψαν τὸ ναὸ στὸν ὁποῖο ἐτιμᾶτο ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ ἔριξαν στὸ ποτάμι τὴν εἰκόνα. Αὐτή, ἐπιπλέοντας ἐπάνω στὸ νερό, ἔφθασε μέχρι τὸ μοναστήρι Μπράτσκϊυ (=τῶν Ἀδελφῶν). Οἱ Πατέρες τῆς μονῆς μὲ πνευματικὴ χαρὰ βρῆκαν τὴν εἰκόνα καὶ μὲ εὐλάβεια τὴν μετέφεραν στὸ μοναστήρι τους.
Ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἑορτάζει, ἐπίσης, στὶς 2 Ἰουνίου καὶ 6 Σεπτεμβρίου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat May 10, 2014 11:24 pm

11 ΜΑΪΟΥ






Μνήμη ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως
Image
Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330 μ.Χ. τελέσθηκαν τὰ ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς πόλεως τῆς Θεοτόκου, μία ποὺ κατὰ τὸ ἀρχαῖο ἔθος «τὰς πόλεις μετὰ τὴν κτίσιν καθαίρειν εἴθιστο». Ὁ ἑορτασμὸς τότε κράτησε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες καὶ διασώθηκε μέχρι σήμερα στὸ Μηνολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ λιτὴ γιὰ τὴν γενέθλια ἡμέρα τῆς Πόλεως ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Φόρου καὶ συνεχιζόταν μέχρι τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία. Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἄρχισε ἡ ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας σὲ ρυθμὸ βασιλικῆς, ποὺ τότε, προφανῶς λόγω τοῦ μεγέθους του, ὀνομαζόταν Μεγάλη Ἐκκλησία. Τὰ ἐγκαίνια ὅμως τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἔγιναν μετὰ τὴν κοίμησή του, στὶς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 360 μ.Χ., ὁπότε καὶ ἐπίσημα ὀνομάσθηκε Ἁγία Σοφία.

Τὰ ἔργα τῆς πρώτης φάσεως ἀνοικοδομήσεως τῆς Πόλεως ἐπὶ μεγάλου Κωνσταντίνου στοίχισαν, κατὰ τὸν Κωδινό, 60.000 λίτρες χρυσοῦ.

Ἡ συγκεκριμένη ἡμέρα τῆς τελέσεως τῶν ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπιλέχθηκε σκόπιμα, γιατί συνέπιπτε μὲ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Μωκίου, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ὁ πολιοῦχος τοῦ Βυζαντίου.
Μεταγενέστερες παραδόσεις, ποὺ καταγράφονται εἴτε σὲ χρονογραφήματα εἴτε σὲ ἁγιολογικὲς παραστάσεις, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴ ἀκόμα τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, θέλουν τὸν Μέγα Κωνσταντίνο νὰ προσφέρει τὴν πόλη του στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Τῆς Θεοτόκου ἡ πόλις, τῇ Θεοτόκῳ προσφόρως, τὴν ἑαυτῆς ἀνατίθεται σύστασιν· ἐν αὐτῇ γὰρ ἐστήρικται διαμένειν, καὶ δι’ αὐτῆς περισώζεται καὶ κραταιοῦται, βοῶσα πρὸς αὐτὴν· χαῖρε ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Ὡς περιόσιος κλῆρος ἡ πόλις σου, προσανατίθεται Κόρη τῇ σκέπῃ σου· ἣν σκέποις ἀμάχῳ ἰσχύϊ σου, σοὶ ἀφορῶσαν Παρθένε καὶ κράζουσαν· Σὺ εἶ τοῦ λαοῦ σου ἀσφάλεια.

Μεγαλυνάριον.
Πόλις ἡ περίοπτος τοῦ Χριστοῦ, Κεχαριτωμένη, Παντευλόγητε Μαριάμ, ἥνπερ ἔσχες πόλιν, ὡς σχοίνισμα καὶ κλῆρον, φυλάττοις τε καὶ σώζοις, τῇ προμηθείᾳ σου.






Κυριακή του Παραλύτου
Ἡ Κυριακή του Παραλύτου ἀντλεῖ τὸ θέμα της ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπῆ, ποὺ ἀναγινώσκεται στὴν θεία λειτουργία. Αὐτὴ περιλαμβάνει τὴν διήγηση τῆς ἰάσεως τοῦ παραλυτικοῦ στὴν Προβατικὴ κολυμβήθρα, τὴν Βηθεσδά, στὰ Ἱεροσόλυμα (Ἰω. 5, 1-15). Τὸ δράμα τοῦ ἐπὶ 38 ἔτη παραλύτου συγκινεῖ τὸν Κύριο καὶ τὸν θεραπεύει. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται σὰν ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων. Τὸν παράλυτο δὲν τὸν θεραπεύει ἡ κολυμβήθρα, ἀλλὰ ὁ πανσθενουργὸς λόγος τοῦ Κυρίου.



Κατὰ Ἰωάννην Ε’, 1 – 15



Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θεραπεύει τὸν ἀσθενῆ τῆς δεξαμενῆς Βηθεσδά



1 Μετὰ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα.

2 Ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα.

3 Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν.

4 Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι.

5 ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ.

6 τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;

7 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει.

8 Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.

9 Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. Ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ.

10 Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον.

11 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.

12 Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει;

13 Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ.

14 Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται.

15 Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.



Ἀπόδοση στὴ Νεοελληνική



1 Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ἦτο ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων καὶ ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.

2 Ὑπάρχει δὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα κοντὰ εἰς τὴν πύλην τῶν Προβάτων μία δεξαμενή, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Ἑβραϊστὶ Βηθεσδὰ καὶ ἡ ὁποία ἔχει πέντε στοές.

3 [Σ’ αὐτὲς ἤτανε ξαπλωμένος μεγάλος ἀριθμὸς ἀσθενῶν, τυφλῶν, χωλῶν, παραλυτικῶν, οἱ ὁποῖοι περίμεναν νὰ κινηθῇ τὸ νερό.

4 Διότι ἕνας ἄγγελος κατέβαινε πότε – πότε εἰς τὴν δεξαμενὴν καὶ ἐτάρασσε τὸ νερό. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἔμπαινε πρῶτος, μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ νεροῦ, ἐθεραπεύετο ἀπὸ οἱονδήποτε νόσημα καὶ ἂν ὑπέφερε.]

5 Ὑπῆρχε ἐκεῖ ἕνας, ὁ ὁποῖος ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ χρόνια ἤτανε ἄρρωστος.

6 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τὸν εἶδε κατάκοιτον καὶ κατάλαβε ὅτι εἶχε ἤδη πολὺν χρόνον ἐκεῖ, τοῦ λέγει, «Θέλεις νὰ γίνῃς ὑγιής;».

7 Ἐπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ ἀσθενής, «Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπον νὰ μὲ βάλῃ εἰς τὴν δεξαμενήν. Ὅταν τὸ νερὸ ταραχθῇ, καὶ ἐνῶ ἔρχομαι κατεβαίνει ἄλλος πρὶν ἀπὸ ἐμέ».

8 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει, «Σήκω ἐπάνω, σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτησε».

9 Καὶ ἀμέσως ἔγινε ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐσήκωσε τὸ κρεββάτι του καὶ περπατοῦσε. Ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἦτο Σάββατον.

10 Γι’ αὐτὸ ἔλεγαν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὸν θεραπευθέντα, «Εἶναι Σάββατον, δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ σηκώσῃς τὸ κρεββάτι σου».

11 Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Εκεῖνος ποὺ μὲ ἔκανε ὑγιῆ ἐκεῖνος μοῦ εἶπε, «Σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτησε».

12 Τότε τὸν ρώτησαν, «Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σοῦ εἶπε, «Σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτησε;»

13 Αλλ’ ὁ θεραπευθεὶς δὲν ἤξερε ποιός εἶναι, διότι ὑπῆρχε πολὺς κόσμος εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐξέφυγε.

14 Ὕστερα τὸν εὑρῆκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν ναὸν καὶ τοῦ εἶπε, «Ἰδές, ἔγινες ὑγιής, μὴ ἁμαρτάνῃς πλέον, διὰ νὰ μὴ σοῦ συμβῇ κάτι χειρότερον».
15 Ἔφυγε ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπε εἰς τοὺς Ἰουδαίους ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι αὐτὸς ποὺ τὸν ἔκανε ὑγιῆ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια, ἀγαλλιάσθω τὰ ἐπίγεια, ὅτι ἐποίησε κράτος ἐν βραχιόνι αὐτοῦ ὁ Κύριος· ἐπάτησε τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον· πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο, ἐκ κοιλίας ᾍδου ἐρρύσατο ἡμᾶς, καὶ παρέσχε τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν ψυχήν μου Κύριε, ἐν ἁμαρτίαις παντοίας, καὶ ἀτόποις πράξεσι, δεινῶς παραλελυμένην, ἔγειρον, τῇ θεϊκῇ σου ἐπιστασίᾳ, ὥσπερ, καὶ τὸν παράλυτον ἤγειρας πάλαι, ἵνα κράζω σεσωσμένος· Οἰκτίρμον δόξα, Χριστὲ τῷ κράτει σου.

Μεγαλυνάριον.
Λόγῳ σου Σωτήρ μου ζωοποιῷ, ἤγειρας ἐκ κλίνης, τὸν Παράλυτον ὡς Θεός, κείμενον χρονίως παρὰ τὴν κολυμβήθραν, τοῦ Σιλωὰμ ὃς ἄρας, τὴν κλίνην ᾤχετο.






Ὁ Ἅγιος Μώκιος ὁ Ἱερομάρτυρας

Image
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Μώκιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς, τὸν Εὐφράτιο καὶ τὴν Εὐσταθία. Ἀγαπώντας τὸν ἱερατικὸ βίο, ἐπιδόθηκε ἀπὸ μικρὴ ἡλικία στὴ σπουδὴ τῶν ἱερῶν γραμμάτων καὶ χειροτονήθηκε ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἀμφίπολη τῆς Θράκης. Ὡς ἱερεὺς δίδασκε μὲ θερμὸ ζῆλο τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πλάνη τους καὶ νὰ προσέλθουν στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μία ἡμέρα, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Λαοδίκιος ἐπρόκειτο νὰ θυσιάσει στὸ θεὸ Διόνυσο, προσῆλθε ὁ Μώκιος καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους ἀνέτρεψε τὸν βωμὸ καὶ διασκόρπισε τὰ θυμιάματα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἀφοῦ κρεμάσθηκε καὶ γδάρθηκε μὲ σιδερένια νύχια στὸ πρόσωπο καὶ στὰ πλευρά, τέθηκε πάνω σὲ φωτιά. Παρέμεινε ὅμως ἀβλαβὴς καὶ ρίχθηκε δέσμιος στὴ φυλακή. Ἀργότερα ὑποβλήθηκε σὲ νέα ἀνάκριση καὶ ὑπέστη πιέσεις ἀπὸ τὸ νέο ἀνθύπατο Μάξιμο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει καὶ ὑποβλήθηκε σὲ νέα σκληρότερα βασανιστήρια. Τὸν ἔδεσαν πάνω σὲ τροχὸ καὶ καταμωλωπίσθηκε καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἔριξαν στὰ θηρία. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής. Μπροστὰ στὰ θαύματα αὐτὰ ὁ λαὸς ζήτησε τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου, ὁ ἀνθύπατος ὅμως ἀπέστειλε αὐτὸν στὴν Ἡράκλεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Φιλιππήσιο στὸ Βυζάντιο, ὅπου τὸ 288 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ὑπέστη τὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.
Ἀργότερα ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀνήγειρε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μωκίου μεγαλοπρεπὴ ναό, στὸν ὁποῖο κατέθεσε καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ. Στὸ ναὸ αὐτὸν γινόταν αὐτοκρατορικὴ προσέλευση κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Στὸ ναό, ἐπίσης, φυλασσόταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Σαμψὼν τοῦ Ξενοδόχου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστῷ ἱερουργῶν, ἱερεὺς ὢν τῆς δόξης, θυσίαν λογικήν, καὶ ὁλόκληρον θῦμα, ἀθλήσεως ἄνθραξι, σεαυτὸν προσενήνοχας· ὅθεν Μώκιε, διπλῷ στεφάνῳ σε στέφει, ὁ δοξάσας σε, ὡς δοξασθείς σου τοῖς ἄθλοις, Χριστὸς ὁ φιλάνθρωπος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Καθοπλισθείς, τῷ θυρεῷ τῆς πίστεως, τῶν ἀσεβῶν, τὰς παρατάξεις ἔτρεψας, καὶ ἐδέξω δόξης στέφανον, παρὰ Κυρίου μάκαρ Μώκιε· διὸ μετὰ Ἀγγέλων ἀγαλλόμενος, περίσωζε κινδύνων τοὺς ὑμνοῦντάς σε, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Μωκώμενος πλάνην τὴν δυσσεβῆ, ὡς τῆς εὐσεβείας, θεορρήμων ἱερουργός, ᾔσχυνας τοῖς ἄθλοις, ἐν ἀσθενείᾳ Μάρτυς, τοῦ σκότους τὸν προστάτην, Μώκιε ἔνδοξε.







Ὁ Ἅγιος Ἐβέλλιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐβέλλιος μαρτύρησε στὴν πόλη Πίζα τῆς Ἰταλίας, ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).







Οἱ Ἅγιοι Ἄνθιμος καὶ Σισίνιος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς Διόκλητος καὶ Φλωρέντιος
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἦταν πρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε στὴ Ρώμη. Ἐνῷ οἱ διῶκτες του ἀρχικὰ τὸν ἔριξαν στὸν Τίβερη ποταμό, ἐκεῖνος μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ διασώθηκε καὶ μετὰ τελειώθηκε διὰ ξίφους.Ὁ Ἅγιος Σισίνιος ἦταν διάκονος καὶ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου, Διόκλητο καὶ Φλωρέντιο, στὴν πόλη Ὄσιμο, κοντὰ στὴν Ἀγκόνα, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.).







Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος, Βάσσος καὶ Φάβιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος, Βάσσος καὶ Φάβιος μαρτύρησαν στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.).







Ὁ Ἅγιος Ἁρμόδιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἁρμόδιος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. τῆς μονῆς Κρυπτοφέρρης στὴ Ρώμη.







Ὁ Ἅγιος Διόσκορος ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος ἢ Διοσκορίδης ὁ Νέος καταγόταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Ἀφοῦ συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως καὶ ἀρνήθηκε νὰ ἀποκηρύξει τὸν Χριστό, ρίχθηκε στὴ φυλακή. Ἐμμένοντας στὴν πίστη του, ἀποκεφαλίσθηκε καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.






Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος οἱ Ἰσαπόστολοι καὶ Φωτιστὲς τῶν Σλάβων
Image
ἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, κατὰ κόσμον Κωνσταντίνος καὶ Μιχαήλ, ἦταν τέκνα τοῦ δρουγγάριου – στρατιωτικοῦ διοικητοῦ Λέοντος καὶ γεννήθηκαν στὴν Θεσσαλονίκη. Εἶχαν δὲ ἄλλα πέντε ἀδέλφια. Ὁ Κωνσταντίνος ἦταν ὁ μικρότερος καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιμέλεια στὰ γράμματα. Παιδὶ ἀκόμη, εἶχε διαβάσει τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ εἶχε γράψει ὕμνο πρὸς τιμήν του. Τὰ χαρίσματά του τὰ πρόσεξε ὁ λογοθέτης Θεόκτιστος καὶ τὸν ἔστειλε στὴν σχολὴ τῆς Μαγναύρας, ὅπου μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Λέοντος τοῦ Μαθηματικοῦ καὶ τοῦ ἱεροῦ Φωτίου σπούδασε βασικὰ φιλοσοφία. Διέπρεψε στὶς σπουδές του καὶ ἀρχικὰ διορίσθηκε χαρτοφύλακας (ἀρχιγραμματέας) τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἀργότερα καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας στὴ σχολὴ τῆς Μαγναύρας.

Ὁ Μιχαὴλ ἀκολούθησε τὴν σταδιοδρομία τοῦ πατέρα τους. Ἔγινε στρατιωτικὸς καὶ ἀνέλαβε τὴν διοίκηση τῆς περιοχῆς τῶν πηγῶν τοῦ Στρυμόνος, δηλαδὴ στὰ σημερινὰ σύνορα Βουλγαρίας καὶ Σερβίας, ὅπου καὶ γνώρισε καλὰ τοὺς Σλάβους. Παρὰ τὴν ἐπιτυχημένη σταδιοδρομία καὶ τῶν δύο ἀδελφῶν, βαθιὰ τοὺς συγκλόνιζε ὁ ζῆλος γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Εἶχαν μοναστικὴ κλίση, ἀλλὰ πίστευαν στὴ μαρτυρικὴ διακονία τῆς κλίσεώς τους αὐτῆς, γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ ἄλλες ψυχές.

Ὁ 9ος αἰώνας μ.Χ., ὅταν καὶ ἔλαμψαν οἱ Ἅγιοι, εἶναι μία μεγάλη ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου. Χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀκμὴ στὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ δύναμη καὶ ἀπὸ ἄνθηση στὴν οἰκονομία, στὰ γράμματα, στὶς τέχνες. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς ἀνασυγκροτεῖται μετὰ τὴν τρικυμία τῆς εἰκονομαχίας. Τὸ πρόβλημα τῆς εἰκονομαχίας, νά μπορεῖ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη, νὰ παρασταθεῖ εἰκονικά, ἔχει ἐπιλυθεῖ. Τὰ ρήγματα ὅμως ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ πολιτικὲς συγκρούσεις μεταξὺ Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς γίνονται βαθύτερα. Τὰ ἐγκόσμια συμφέροντα, οἱ ἀνταγωνισμοὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτικὴ ἐξουσία διασποῦν τὴν μέχρι τότε ἑνιαία Χριστιανικὴ Οἰκουμένη σὲ δύο παράλληλους κόσμους, τὸ Βυζαντινὸ καὶ τὸ Φραγκικό. Οἱ διαφορὲς εἶναι ὁρατὲς στὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ., ὅταν ἀνέκυψε τὸ θέμα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλάβων τῆς Δύσεως. Σὲ αὐτὴν τὴν ἀντιδικία μπλέκονται οἱ δύο Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοί.

Ἀρχικὰ ὁ Κωνσταντίνος ἀναπτύσσει ἱεραποστολικὸ ἔργο μεταξὺ τῆς Τουρκικῆς φυλῆς τῶν Χαζάρων. Ἡ μεγάλη ὅμως εὐκαιρία δίνεται τὸ καλοκαίρι τοῦ 862 μ.Χ., ὅταν φθάνει στὴν Κωνσταντινούπολη πρεσβεία τοῦ ἡγεμόνος τῶν Μοραβῶν Ραστισλάβου, ποὺ τὸ ἔθνος του κατοικοῦσε ἀπὸ τὴ Βοημία μέχρι τὰ Καρπάθια καὶ τὸ Δούναβη. Ὁ Ραστισλάβος ζητᾶ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ ἕναν Ἐπίσκοπο καὶ δάσκαλο, γιὰ νὰ τοὺς διδάξει στὴ γλώσσα τους τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ νὰ προσέλθουν καὶ ἄλλοι στὸν Χριστό. Εἶχαν βαπτισθεῖ πολλοί, ἀλλὰ καὶ οἱ βαπτισμένοι ἀπὸ τοὺς Λατίνους ἱεραποστόλους ἀγνοοῦσαν τόν Χριστιανισμό, ὅσο καὶ οἱ ἀβάπτιστοι, ἀφοῦ οἱ Λατῖνοι, συνεπεῖς στὴν παράδοσή τους, τοὺς ἐπέβαλαν τὴν γνώση τοῦ Εὐαγγελίου στὰ λατινικὰ καὶ τὴν λατρεία πάλι στὰ λατινικά, δηλαδὴ σὲ μία γλώσσα ποὺ ἀγνοοῦσαν.

Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ προσκαλεῖ τὸν φιλόσοφο Κωνσταντίνο νὰ ἀναλάβει αὐτὴν τὴν ἀποστολὴ πρὸς τοὺς Μοραβούς. Τὸ ἔργο τὸ δέχεται ὁ Κωνσταντίνος ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς δημιουργίας γραφῆς στὴ γλῶσσα τῶν Μοραβῶν. Μετὰ ἀπὸ μελέτες φτιάχνει τὸ λεγόμενο γλαγολιτικὸ (ὄχι τὸ κυριλλικό) ἀλφάβητο καὶ ἀρχίζει τὴν μετάφραση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Βυζαντινῆς Λειτουργίας, καθὼς καὶ ἄλλων βιβλίων.

Τὴν ἄνοιξη τοῦ 863 μ.Χ., ὁ Κωνσταντίνος παίρνει τὸν ἀδελφό του Μιχαήλ, ποὺ εἶχε γίνει μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μεθόδιος, καὶ φθάνει στὴν αὐλὴ τοῦ Ραστισλάβου. Ἡ ἐργασία τους διαρκεῖ τρία χρόνια. Ἔκαναν σπουδαῖες μεταφράσεις, εἰσήγαγαν τὴν βυζαντινὴ παράδοση τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στὴ Μοραβία. Ἄνοιξαν τοὺς πολιτιστικοὺς ὁρίζοντες τοῦ εὐαγγελιζόμενου λαοῦ. Ἔγιναν οἱ πραγματικοὶ φωτιστές του. Μὲ ἀφετηρία τὴν ἀρχὴ ὅτι κάθε λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ λατρεύει τὸν Θεὸ στὴ μητρική του γλώσσα, οἱ ἅγιοι ἀδελφοὶ συγκρότησαν γραπτὴ σλαβικὴ γλώσσα, μετέφρασαν τὰ λειτουργικὰ βιβλία στὴ γλώσσα αὐτή, καθιέρωσαν τὴν σλαβικὴ ὡς λειτουργικὴ γλώσσα, ἔγραψαν καὶ πρωτότυπα ἔργα καὶ κατέστησαν διδάσκαλοι δεκάδων μαθητῶν γιὰ τὴν ἐπάνδρωση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μὲ διακόνους καὶ πρεσβυτέρους, ἄριστους γνῶστες τῆς λειτουργικῆς παλαιοσλαβικῆς γλώσσας.

Ἡ διείσδυση ὅμως αὐτὴ ἐνόχλησε τοὺς Φράγκους καὶ τὴ Ρώμη ποὺ ἄρχισαν νὰ ὑποσκάπτουν ἀδιάκοπα τὴν ἱεραποστολικὴ ἐργασία τους.

Ἡ θέση ἡ δική τους, καθὼς καὶ τῶν συνεργατῶν τους μοναχῶν, ἔγινε δύσκολη, ὅταν στὴν Πόλη τὴν ἐξουσία κατέλαβε ὁ Βασίλειος ὁ Β’, ποὺ ξαναέφερε στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς Πατριάρχη τὸν Ἰγνάτιο καὶ ἐπανασύνδεσε τὸ Βυζάντιο μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Τὸ 866 μ.Χ. καὶ οἱ Βούλγαροι εἶχαν συνδεθεῖ μὲ τὴν Ρώμη. Ἔτσι ἡ ἱερποστολὴ ἀπομονώθηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ ἔλθει σὲ συνδιαλλαγὴ μὲ τοὺς Λατίνους.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 868 μ.Χ., ὁ Κωνσταντίνος καὶ ὁ Μεθόδιος φθάνουν στὴ Ρώμη κομίζοντας τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ ἱεραποστόλου Κλήμεντος, ποὺ εἶχε μαρτυρήσει στὴ χώρα τῶν Χαζάρων. Προσπαθοῦν νὰ τακτοποιήσουν τὶς διαφορές τους μὲ τοὺς Λατίνους ἱεραποστόλους ἐνώπιον τοῦ Πάπα Ἀνδριανοῦ Β’. Ἡ μόρφωση καὶ ἡ εὐσέβεια τῶν δύο ἀδελφῶν κατέπληξε τοὺς Ρωμαίους κληρικούς. Ὁ Πάπας ἀναγνώρισε τὸ ἔργο τους πανηγυρικά, ἀλλὰ ἐπεδίωξε νὰ τὸ ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ νὰ τὸ προσεταιρισθεῖ. Ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς παρέλαβε ἀπὸ τοὺς ἱεραποστόλους τὰ σλαβικὰ βιβλία, τὰ εὐλόγησε, τὰ ἀπέθεσε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίας, τὸν ἀποκαλούμενο Φάτνη καὶ τέλεσε μὲ αὐτὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ὁ Πάπας ἀπέθεσε τὰ σλαβικὰ βιβλία στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ πρόσφερε ὡς ἀφιέρωμα στὸ Θεό. Ἔδωσε μάλιστα ἐντολὴ σὲ δύο Ἐπισκόπους, τὸν Φορμόζο καὶ τὸν Γκόντριχον, νὰ προχωρήσουν στὴ χειροτονία τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, τῶν μελλοντικῶν κληρικῶν τῶν Σλάβων στὴ μητρική τους γλώσσα. Καὶ μετὰ ταῦτα δόθηκε ἡ ἄδεια σὲ αὐτούς, τοὺς νεοχειροτόνητους κληρικούς, νὰ τελέσουν τὴ θεία λειτουργία σλαβιστὶ στοὺς ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πέτρου, τῆς Ἁγίας Πετρωνίλλας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου.

Ὁ Πάπας καταδίκασε ἀκόμη τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀντιδροῦσαν στὴν λειτουργικὴ χρήση τῆς σλαβικῆς γλώσσας καὶ τοὺς ἀποκάλεσε Πιλατιανοὺς καὶ Τριγλωσσίτες. Μάλιστα ὑποχρέωσε ἕναν Ἐπίσκοπο, ποὺ ὑπῆρξε ὀπαδὸς τοῦ Τριγλωσσισμοῦ, νὰ χειροτονήσει τρεῖς ἱερεῖς καὶ δύο ἀναγνῶστες ἀπὸ τοὺς Σλάβους μαθητὲς τῶν δύο Ἁγίων ἀδελφῶν.

Καὶ τὸ ἐπιστέγασμα τῆς λειτουργικῆς πανδαισίας σλαβιστὶ συνδέθηκε μὲ τὸν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο. Οἱ Σλάβοι μαθητὲς – κληρικοὶ λειτουργοῦσαν τὴν νύχτα πάνω στὸν τάφο τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῶν ἐθνικῶν, τοῦ Παύλου. Καὶ μάλιστα εἶχαν ὡς συλλειτουργοὺς τους τὸν Ἐπίσκοπο Ἀρσένιο, δηλαδὴ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἐπισκόπους συμβούλους τοῦ Πάπα, καὶ τὸν Ἀναστάσιο τὸν Βιβλιοθηκάριο. Ἡ πράξη αὐτὴ δὲν ἦταν τυχαία. Εἶχε συμβολικὸ χαρακτήρα. Συνέδεε καὶ παραλλήλιζε τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου μὲ τοὺς ἱεραποστολικοὺς ἄθλους τοῦ Παύλου. Σημειωτέον ὅτι ὁ ναὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως. Καὶ συνεπῶς ἡ μετάβαση καὶ ἡ τέλεση Λειτουργίας σὲ αὐτὸν σλαβιστὶ καὶ μάλιστα ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ Ἀποστόλου δὲν ἀποτελοῦσε πράξη ρουτίνας, ποὺ ἀπέβλεπε ἁπλῶς στὴν τέλεση ὁρισμένων λειτουργιῶν στὴ σλαβικὴ γλώσσα. Ἦταν ἡ πανηγυρικὴ ἔγκριση τῆς σλαβικῆς ὡς λειτουργικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν καὶ τῆς ἀκροβυστίας.

Στὸ διάστημα τῆς παραμονῆς τους στὴ Ρώμη, ὁ Κωνσταντίνος ἀρρωσταίνει βαριά. Προαισθάνεται τὸ τέλος του καὶ ζητᾶ νὰ πεθάνει ὡς μοναχός. Κείρεται μοναχὸς καὶ ὀνομάζεται Κύριλλος. Στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 869 μ.Χ. ὁ πύρινος ἱεραπόστολος, ποὺ ἄναψε τὴν φωτιὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦ πολιτισμοῦ στὸ σλαβικὸ κόσμο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ Μεθόδιος θέλει νὰ μεταφέρει τὸ σκήνωμά του στὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς δὲν τὸ ἐπιτρέπει καὶ τὸν θάβει στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, ὅπου μέχρι καὶ σήμερα δείχνεται ὁ τάφος του.

Στὴ συνέχεια, ὁ Μεθόδιος χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Πάπα Ἀρχιεπίσκοπος Σιρμίου, γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Παννονία. Ἡ Ρώμη ἐπιδέξια οἰκειοποιεῖται τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.

Ἡ ζωὴ ὅμως τοῦ Μεθοδίου, ὡς Ἀρχιεπισκόπου, περιπλέκεται στοὺς ἀνταγωνισμοὺς τῶν Λατίνων καὶ τῶν Φράγκων Ἐπισκόπων, στὶς δολοπλοκίες τῶν ἡγεμόνων καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ γίνεται μαρτυρική. Τὸν φυλακίζουν δυόμιση χρόνια σὲ μοναστήρι τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ καὶ μόλις τὸ 873 μ.Χ. ὁ Πάπας Ἰωάννης Η’ τὸν ἐλευθερώνει καὶ τὸν ἀποκαθιστᾶ. Ἡ λατρεία ὅμως στὰ σλαβονικὰ ἀπαγορεύεται καὶ μόνο τὸ κήρυγμα ἐπιτρέπεται. Τὸ 885 μ.Χ., στὴ Μοραβία, ὁ Μεθόδιος παραδίδει τὸ πνεῦμα του μέσα σὲ ἕνα κλίμα ἀντιδράσεων καὶ ραδιουργιῶν. Εἶχε ὅμως προετοιμάσει διακόσιους νέους ἱεραποστόλους. Αὐτοὶ ξεχύθηκαν στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, διέδωσαν καὶ στερέωσαν τὴν Ὀρθοδοξία στὰ σλαβικὰ Ἔθνη. Ἦταν τέτοια δὲ ἡ δύναμη καὶ τὸ ρίζωμα τοῦ ἔργου τους, ὥστε οὔτε ἡ λαίλαπα τῆς Οὐνίας τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ. κατόρθωσε νὰ ἐξανεμίσει τὸ θεολογικὸ καὶ πολιτισμικὸ ἔργο τῶν δύο Ἰσαποστόλων ἀδελφῶν, τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου.

Κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου ἀναρίθμητος λαός, ἀφοῦ συγκεντρώθηκε, τὸν συνόδευσε μὲ λαμπάδες καὶ θρήνησε τὸν ἀγαθὸ διδάσκαλο καὶ ποιμένα. Ἄνδρες καὶ γυναῖκες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἐλεύθεροι καὶ δοῦλοι, χῆρες καὶ ὀρφανά, ξένοι καὶ ντόπιοι, ἀσθενεῖς καὶ ὑγιεῖς, ὅλοι τὸν συνόδευσαν, γιατί ἔδινε τὰ πάντα σὲ ὅλους, γιὰ νὰ τοὺς κερδίσει.

Ἡ ἱεραποστολικὴ πορεία τους, παρὰ τὰ τόσα θρησκευτικὰ καὶ πολιτιστικὰ ἐπιτεύγματά της γιὰ ὁλόκληρο τὸ Βορρά, δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴ ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς. Ἂν καὶ ἐργάσθηκαν ὅσο λίγοι γιὰ τὴν δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄργησαν οἱ Ἑλληνόφωνες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νὰ τοὺς περιλάβουν στὸν κατάλογο τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ Ἁγίων. Τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τους τὴ μαθαίνουμε ἀπὸ σλαβικὲς καὶ λατινικὲς πηγὲς καὶ ἀπὸ δύο παλαιοσλαβονικὲς βιογραφίες.

Οἱ δύο Ἅγιοι ἀνεδείχθησαν ἄξιοι μιμητὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σὲ πολλοὺς τομεῖς τοῦ βίου καὶ τῆς δράσεώς τους. Κατ’ ἀρχὰς ἐντάσσονται μέσα στὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Καὶ μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ ἡ Θεία Οἰκονομία ἐκφράζεται κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο μὲ τὴ φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», τὴν ὁποία ἐπαναλαμβάνει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀνέστησε ὡς διδάσκαλο στοὺς καιρούς του χάριν τοῦ Σλαβικοῦ γένους, γιὰ τὸ ὁποῖο ποτὲ κανεὶς ποτὲ δὲν εἶχε ἐνδιαφερθεῖ.
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος μιμήθηκε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴν περιφρόνηση τῶν κινδύνων, ἰδίως στὰ ταξίδια καὶ τὶς περιπλανήσεις του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ βιογράφος του σημειώνει ὅτι σὲ ὅλα τὰ ταξίδια του ὁ Μεθόδιος περιέπεσε σὲ πολλοὺς κινδύνους, ποὺ προκλήθηκαν ἀπὸ τὸν κακὸ ἐχθρὸ (τὸ διάβολο). Κινδύνευσε στὶς ἐρήμους ἀπὸ τοὺς ληστές, στὴ θάλασσα ἀπὸ τρικυμίες, στὰ ποτάμια ἀπὸ θανάσιμους κινδύνους καὶ ἔτσι ἐκπληρώθηκε σὲ αὐτὸν ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «Κινδύνοις ληστῶν, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις, ἐν κόπῳ καὶ μόχθω, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψῃ» καὶ σὲ ὅλα τὰ παθήματα, τὰ μνημονευόμενα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο. Καὶ ὀφείλουμε νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι στὸ σχόλιο αὐτὸ δὲν ὑπάρχει κάτι τὸ ὑπερβολικό, ἂν ἀναλογισθοῦμε τὰ ταξίδια του στὴν Κριμαία, τὴ Χαζαρία καὶ τὴ χώρα τῶν Φούλλων, τὴ μετάβασή του στὴ Μοραβία, τὸ ταξίδι στὴ Ρώμη μέσῳ Παννονίας καὶ Βενετίας, τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Παννονία καὶ τὴ Μοραβία, τὴ σύλληψή του ἀπὸ τοὺς Φράγκους, τὴ δίκη καὶ καταδίκη του, τὴ φυλάκισή του ἐπὶ δυόμισι ἔτη, τὴν ἀπελευθέρωσή του, τὶς συκοφαντίες σὲ βάρος του, τὴ μετάβασή του στὴ Ρώμη καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀποστόλων τὸν ζῆλον ἐπιδειξάμενοι, ἐπὶ τὰς χώρας τῶν Σλάβων Εὐαγγελίου τὸ φῶς, διηυγάσατε λαμπρῶς θείῳ κηρύγματι, Θεσσαλονίκης οἱ βλαστοί, καὶ ἀστέρες φαεινοί, Μεθόδιε σὺν Κυρίλλῳ, αὐτάδελφοι θεηγόροι, Ἐκκλησιῶν ἡ σεμνοπρέπεια.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐξ εὐκλεοῦς ἀναβλαστήσαντες ῥίζης, καὶ ἐν ἁπάσῃ παιδευθέντες σοφίᾳ, Θεσσαλονίκης φοίνικες οἱ πάγκαρποι, ὁ θεόφρων Κύριλλος, καὶ Μεθόδιος ἅμα, ὤφθησαν ¨ομότροποι, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, καὶ τὰς τῶν Σλάβων χώρας ἀληθῶς, θεογνωσίας φωτὶ κατεφώτισαν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Κύριλλε τρισμάκαρ, καὶ Μεθόδιε ἱερέ, τῆς Θεσσαλονίκης, βλαστοὶ οἱ θεοφόροι, καὶ φωτισταὶ τῶν Σλάβων οἱ ἐνθεώτατοι.






Οἱ Ἅγιοι Κλήμης, Σάββας, Ἀγγελάριος, Γοράσδος καὶ Ναοὺμ οἱ Θαυματουργοὶ Ἰσαπόστολοι
Οἱ Ἅγιοι Κλήμης, Σάββας, Ἀγγελάριος, Γοράσδος καὶ Ναοὺμ ἦταν συνεργάτες καὶ βοηθοὶ τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου. Ἔζησαν καὶ ἔδρασαν κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ.

Οἱ Ἅγιοι Ἀγγελάριος, Ναοὺμ καὶ Κλήμης ἦλθαν στὴ Βουλγαρία, ὅπου καὶ κοιμήθηκαν ὁσιακὰ μετὰ ἀπὸ τὶς μύριες διώξεις καὶ κακουχίες τῶν Φράγκων κληρικῶν καὶ τῶν Γερμανῶν στρατιωτῶν.

Τὸν Ἅγιο Γοράσδο, ποὺ συνέχισε τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, τὸν βλέπουμε νὰ ἀγωνίζεται μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Κλήμη ἐναντίον τῶν Φράγκων ὑποστηρικτῶν τοῦ filioque ἢ τῆς «υἱοπατρικῆς αἱρέσεως». Τὴ μετέπειτα ἱεραποστολική του δράση δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἐλέγξουμε ἀπόλυτα. Οἱ ὑποθέσεις εἶναι δύο: ἡ μὲν πρώτη ποὺ τὸν θέλει νὰ ἐργάζεται στὴ νότια Πολωνία, ὅπου τελεῖται ἡ μνήμη του στὶς 17 Ἰουλίου. Ἡ δεύτερη θεωρεῖ ὅτι ἐργάζεται στὸ Βεράτι τῆς Ἀλβανίας, ὅπου κατὰ τὸν Ρῶσο ἱστορικὸ Γολθβίνσκϊυ στὴν πόλη αὐτὴ ὑπάρχει μονὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Γοράσδου. Στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Παναγίας στὴν πόλη αὐτὴ ὑπάρχει μία λειψανοθήκη, ποὺ μαρτυρεῖ τὴ φύλαξη τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων, πρωτίστως δὲ τῶν Ἁγίων Γοράσδου καὶ Ἀγγελαρίου.
Τὸ 1742 μ.Χ. ἐκδόθηκε στὴ Μοσχόπολη τῆς Μακεδονίας «Ἀκολουθία τῶν ἁγίων ἑπταρίθμων, ποιηθεῖσα παρὰ τοῦ ἐν ἱερομονάχοις Γρηγορίου Μοσχοπολίτου», στὴν ὁποία βέβαια ἀναγράφεται ὅτι ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς ἑορτάζεται στὶς 17 Ἰουλίου. Ἐπίσης, στὸ χειρόγραφο 201 τῆς μονῆς Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους οἱ Ἅγιοι μνημονεύονται στὶς 26 Νοεμβρίου, ὡς ἀκολούθως: «ἐν μηνὶ Νοεμβρίου 26 μνήμη τῶν ἁγίων καὶ δικαίων ἰσαποστόλων, θεοφόρων πατέρων, Κυρίλλου, Μεθοδίου, Γοράσδονος, Κλήμεντος, Ναοὺμ καὶ Σάββα».






Οἱ Ἁγίες Ὀλυμπία καὶ Εὐφροσύνη οἱ Ὁσιομάρτυρες
Οἱ Ὁσίες Ὀλυμπία ἢ Ὀλυμπιὰς καὶ Εὐφροσύνη ἔζησαν τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἡ Ἁγία Ὀλυμπία γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας της ἦταν ἱερέας καὶ ἡ μητέρα της θυγατέρα ἱερέως. Ἡ οἰκογένεια τῆς Ἁγίας ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατοίκησε στὴν Πελοπόννησο. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἡ Ὀλυμπία ἔχασε τοὺς γονεῖς της καὶ οἱ οἰκεῖοι της τὴν ἔστειλαν στὴ μονὴ τῶν Καρυῶν τῆς Θέρμης Λέσβου, τὴ σημερινὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ, στὴν ὁποία ἦταν ἡγούμενη ἡ θεία της, μοναχὴ Δωροθέα. Ἐκεῖ, σὲ ἡλικία δεκαεννέα ἐτῶν ἡ Ἁγία ἐκάρη μοναχὴ καὶ σὲ ἡλικία εἰκοσιπέντε ἐτῶν, ὅταν ἡ θεία της πέθανε, ἔγινε ἡγουμένη.
Μετὰ παρέλευση δέκα ἐτῶν, τὸ 1235, πειρατὲς ἐπιτέθηκαν κατὰ τῆς μονῆς. Οἱ μοναχὲς διασκορπίσθηκαν καὶ ὅσες δὲν πρόλαβαν νὰ φύγουν, τὶς κακοποίησαν. Ἡ ἡγουμένη Ὀλυμπία καὶ ἡ μοναχὴ Εὐφροσύνη βασανίσθηκαν ἀνηλεῶς. Τὴν Εὐφροσύνη, ἀφοῦ τὴν κρέμασαν σὲ δένδρο, τὴν ἔκαψαν. Τὴν Ὀλυμπία τὴν ἔκαψαν σὲ ὅλο τὸ σῶμα μὲ λαμπάδες, διαπέρασαν τὰ αὐτιά της μὲ πυρωμένη σιδερόβεργα καὶ τέλος, τὴν κάρφωσαν σὲ ξύλο μὲ εἴκοσι καρφιά.
Ἔτσι οἱ δυὸ Ἁγίες εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τοῦ οὐράνιου Νυμφίου τους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως μονάσασα τῶν Καρυῶν τῇ Μονῇ ἐν ταύτῃ ἐνήθλησας, τῶν πειρατῶν τῇ χειρὶ κτανθεῖσα, θεόληπτε ὅθεν ἄρτι γνωσθεῖσα, ἐπινεύσει τῇ θείᾳ, ἔδειξας Ὀλυμπία, τὴν σὴν ἄθλησιν πᾶσι, διὸ σὲ ὁσιομάρτυς Χριστοῦ μακαρίζομεν.






Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ὁ Ἔγκλειστος
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Σωφρονίου στὶς 11 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του.






Ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας, ἦταν ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδραρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τὸ 1316. Τὸ 1319 μετέφρασε τὸ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου τῆς Ἱερουσαλὴμ στὴ Σλαβονικὴ γλώσσα καὶ ἀπαίτησε νὰ χρησιμοποιεῖται ἀνελλιπῶς στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας.Ὁ Ἅγιος Νικόδημος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1324.






Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἰωσήφ, πρῶτος Μητροπολίτης Ἀστραχάν, γεννήθηκε στὸ Ἀστραχὰν τὸ 1579. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος Ἀστραχὰν σὲ ἡλικία πενήντα δύο ἐτῶν.

Τὸ 1656 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἀστραχάν. Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1672 καὶ κατὰ τὴν διάρκεια μία ἐπαναστάσεως τῶν κατοίκων τῆς πόλεως, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ τελειώθηκε μαρτυρικά. Τὸ μαρτύριό του καταγράφηκε μὲ λεπτομέρεια ἀπὸ δύο αὐτόπτες μάρτυρες, ἱερεῖς τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἀστραχάν, τὸν π. Κύριλλο καὶ τὸν π. Πέτρο.

Οἱ ἱερεῖς πῆραν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα, τὸ ἔνδυσαν μὲ ἀρχιερατικὰ ἄμφια καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ ἕνα ἑτοιμασμένο μνημεῖο. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, μετὰ τὴν τέλεση τῆς Πανυχίδος, τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκε στὸ παρεκκλήσι καὶ παρέμεινε ἄταφο γιὰ ἐννέα ἡμέρες. Τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου τοποθετήθηκαν μέσα σὲ μνημεῖο καὶ ἐπιτελοῦσαν θαύματα σὲ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν μὲ πίστη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ἁγιοποιήθηκε στὴν Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1918.






Ὁ Ἅγιος Ἀργύριος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ἐπανομίτης
Image
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀργύριος γεννήθηκε τὸ 1788 στὴν Ἐπανωμὴ τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν Ἀστέριο καὶ τὴ Βασιλική, τὸ γένος Ντουγιούδη. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἦλθε στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου προσλήφθηκε ἀπὸ κάποιον ράπτη ὡς ὑπηρέτης.

Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες κάποιος Χριστιανὸς ἀπὸ τὴ Σοχὸ βρισκόταν κλεισμένος στὴ φυλακὴ τοῦ πασᾶ τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ κάποιο ἔγκλημα ποὺ εἶχε κάνει. Μὴν ἔχοντας νὰ πληρώσει τὰ χρήματα ποὺ τοῦ ζητοῦσε ὁ πασᾶς, τὸν ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τὸν κρεμάσει. Μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου ὁ φυλακισμένος ἀποφάσισε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ χαροποίησε τοὺς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν πῆγαν σὲ ἕνα καφενεῖο στὴν τοποθεσία Ταχτάκαλα μὲ σκοπὸ νὰ τὸν μυήσουν στὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία.

Ὁ Ἀργύριος, ποὺ εἶχε πληροφορηθεῖ τὸ γεγονός, εἰσῆλθε καὶ αὐτὸς στὸ καφενεῖο καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἐλέγχει γιὰ τὸ παράπτωμά του καὶ ταυτοχρόνως νὰ τὸν παρακινεῖ, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ στάση του αὐτὴ προκάλεσε τόσο πολὺ τοὺς Γενίτσαρους, ποὺ ὅρμησαν ἐπάνω του καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν γρονθοκοποῦν τόσο ἄγρια, ὥστε θὰ τὸν σκότωναν, ἐὰν δὲν ἀνέστελλε τὴν ὀργή τους ἡ ἐλπίδα μήπως καὶ μπορέσουν νὰ τὸν προσελκύσουν στὴν δική τους πίστη. Προσπάθησαν, λοιπόν, ἀπειλώντας τον ὅτι θὰ τὸν σκοτώσουν, νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Σὰ βροντὴ ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Νεομάρτυρα: «Εἶμαι Χριστιανὸς καὶ δὲν ἀρνιέμαι τὴν πίστη μου. Δόξα καὶ τιμή μου ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιθυμία μου εἶναι νὰ ἀποθάνω γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ».

Οἱ Ἀγαρηνοὶ τότε ὁδήγησαν τὸν Ἀργύριο στὸν κριτή, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου προσπάθησαν καὶ πάλι νὰ τὸν μεταπείσουν μεταχειριζόμενοι πότε ἀπειλὲς καὶ πότε κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις γιὰ δῶρα καὶ ἀξιώματα. Μετὰ ἀπὸ δύο ἡμέρες, οἱ Γενίτσαροι, ἐπανέλαβαν καὶ πάλι τὶς προσπάθειές τους, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα. Ζήτησαν λοιπὸν ἀπὸ τὸν κριτὴ νὰ διατάξει τὴν ἐκτέλεσή του. Αὐτὸς ὅμως, βλέποντας ὅτι ὁ Ἀργύριος δὲν εἶχε διαπράξει κάποιο ἀδίκημα ἄξιο θανάτου, προσπάθησε νὰ κατευνάσει τὴν ὀργὴ τῶν ἐξαγριωμένων Τούρκων καὶ νὰ τοὺς πείσει πὼς δὲν εἶναι δίκαιο νὰ σκοτώσουν ἕναν ἀθῶο ἄνθρωπο. Ἐκεῖνοι ταράχθηκαν καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του καὶ ἔτσι ὁ κριτὴς διέταξε τὴν διὰ ἀπαγχονισμοῦ θανάτωσή του.
Ἔτσι, σὲ ἡλικία μόλις δεκαοκτὼ ἐτῶν, τὸ 1806 καὶ ἡμέρα Παρασκευή, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀργύριος ὁδηγήθηκε σὲ ἕνα τόπο λεγόμενο Καμπὰν (σημερινὸ Καπάνι), στὴν κεντρικὴ ἀγορὰ τῆς πόλεως, ὅπου καὶ ἀπαγχονίσθηκε καὶ ἐπισφράγισε τὴν ὁμολογία του στὸν Χριστὸ μὲ τὴ θυσία τοῦ αἵματός του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Χαίρει ἔχουσα, Ἐπανομή σε, θεῖον βλάστημα, καὶ πολιοῦχον, Νεομάρτυς τοῦ Σωτῆρος Ἀργύριε, καὶ τὴν ἁγίαν σου ἄθλησιν μέλπουσα, τῇ σῇ πρεσβείᾳ προστρέχει κραυγάζουσα· Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀθλήσας Ἅγιε ἐσχάτοις χρόνοις, τὸν Χριστὸν ἐδόξασας, θανατωθεὶς ὑπὲρ αὐτοῦ· διὸ πιστῶς σε γεραίρομεν, ὡς Ἀθλοφόρων Ἀργύριε σύσκηνον.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις εὐσεβείας νέον φυτόν, Ἀργύριε Μάρτυς, Ὀρθοδόξων ἡ καλλονή· χαίροις τῶν Μαρτύρων, ἰσότιμος ἐν δόξῃ, Ἐπανομῆς τὸ ἄνθος, τὸ εὐωδέστατον.






Ὁ Ὅσιος Χριστόφορος ἐκ Γεωργίας
Image
Ὁ Ὅσιος Χριστόφορος ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ στὴν ἔρημο τοῦ Δαβιδγκαρέτζι, τὴ «Θηβαΐδα τῆς Γεωργίας». Ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1871.






Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως

Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος, κατὰ κόσμον Θεόδωρος Γκουμπίν, γεννήθηκε σὲ ἱερατικὴ οἰκογένεια στὸ χωριὸ Μάκοβετς, κοντὰ στὴν Ταρούσσα, τῆς ἐπαρχία Καλούγκα. Τὸ 1838 σπούδασε στὸ θεολογικὸ σεμινάριο τῆς Καλούγκα καὶ ἀργότερα εἰσῆλθε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Στὶς 8 Μαρτίου 1842 ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Θεοφύλακτος. Στὶς 15 Μαρτίου τοῦ ἰδίου ἔτους χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὶς 28 Ἰουνίου πρεσβύτερος.

Ἀφοῦ δίδαξε σὲ διάφορες θεολογικὲς σχολές, ἐξελέγη στὶς 10 Φεβρουαρίου 1863 Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως. Ἀναδείχθηκε ἀληθινὸς ποιμένας καὶ διέπρεψε στὸν ἀσκητικό του βίο.
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1872.






Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Χάρκωβ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀλέξανδρος, κατὰ κόσμον Θεοφάνεβιτς Πετρόφσκϊυ, γεννήθηκε στὴν πόλη Λοὺκ τῆς περιοχῆς τῆς Βολυνίας τὸ 1851. Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του στὸ τμῆμα Νομικῆς, μετὰ τὸν θάνατο τῆς μητέρας του παραδόθηκε σὲ μία ζωὴ ἔκλυτη. Μία ἡμέρα τοῦ παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο ἡ νεκρή του μητέρα, ποὺ ὁ νέος τὴν ἀγαποῦσε πάρα πολὺ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἀλλάξει ζωὴ καὶ νὰ μπεῖ σὲ μοναστήρι. Ὁ Ἀλέξανδρος ὑπάκουσε στὴν αἴτησή της, ἄφησε τὸν κόσμο καὶ ἔγινε μοναχός.

Μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1917 ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀλέξανδρος μαζὶ μὲ ἄλλους ἱερωμένους τῶν ὁποίων οἱ ἐκκλησίες εἶχαν κλείσει, βρῆκε καταφύγιο στὴ γυναικεία μονὴ τοῦ Κοζέλσκινσκϊυ, στὴν ἐπαρχία τῆς Πολτάβα. Ἐξαιτίας τῶν διωγμῶν πενήντα μοναχὲς ἐγκατέλειψαν τὸ μοναστήρι καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πσέλ, ὅπου ἵδρυσαν μία σκήτη. Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ὁ ἐξομολόγος τους. Μὲ τὸ κλείσιμο ὅλων τῶν μοναστηριῶν καὶ τὶς ἐκκλησίες ἐκείνης τῆς περιοχῆς, ἡ σκήτη παρέμεινε τὸ μοναδικὸ κέντρο ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, προσελκύοντας ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ πιστῶν μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν διαφόρων τελετῶν. Τὸ 1932 ἡ σκήτη λεηλατήθηκε ἀπὸ τὶς σοβιετικὲς ἀρχές. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν καταστροφὴ ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀλέξανδρος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τοῦ Οὐμὰνκ καὶ συνενώθηκε μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Μητροπολίτης Σέργιος Σταρογκορόντσκϊυ. Τὸ 1933 μεταφέρθηκε στὴ θέση τῆς Βινίτσα καὶ τὸ 1937 στὴν ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ Χάρκωβ.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος γρήγορα κέρδισε τὴν στοργὴ καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν πιστῶν τοῦ ποιμνίου του. Ἡ κοινωνικότητα, ἡ ζωντάνια καὶ τὸ μειλίχιο ὕφος του συνοδεύονταν ἀπὸ τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπιλύει μὲ ἁπλότητα καὶ σοφία τὶς διαμάχες καὶ νὰ παρακινεῖ τοὺς ἐνορίτες στὴν πίστη καὶ στὴ χριστιανικὴ ζωὴ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διώξεων.

Κατὰ τὸ 1930 οἱ ἐκκλησίες τοῦ Χαρκώβ, ποὺ εἶχαν ἐναπομείνει, ἦταν σὲ μεγάλο βαθμὸ στὰ χέρια τῶν ἱερέων ποὺ καθοδηγοῦνταν ἀπὸ τὴν «Ἀναδιοργάνωση» (Obnovlency) ἢ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Μονάχα ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴ Λυσάγια Γκόρα, ἕνα μακρινὸ προάστιο τῆς πόλεως, ἀνῆκε στὴν κοινότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ, χάρη στὸν ποιμαντικὸ ζῆλο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ἐξελισσόταν μία ζωντανὴ ἐκκλησιαστικὴ δραστηριότητα. Κάθε ἑβδομάδα οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξάνδρου συγκέντρωναν χιλιάδες ἀνθρώπων καὶ κάθε Κυριακὴ ἡ Θεία Κοινωνία διαρκοῦσε ἀρκετὲς ὧρες. Ἐπίσης, πάντοτε τὴν Κυριακή, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος βάπτιζε δεκάδες ἀνθρώπων (μερικὲς φορὲς μέχρι καὶ ἑκατὸν εἴκοσι).

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀφύπνιση τῶν κατοίκων τοῦ Χάρκωβ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου προκάλεσαν τὴν ἀποδοκιμασία τῶν ἀρχῶν. Στὶς 28 Ἰουλίου 1938 ὁ Ἅγιος συνελήφθη καὶ στὶς 17 Ἰουνίου 1939 καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ στρατοδικεῖο σὲ δεκαετὴ φυλάκιση μὲ τὴν κατηγορία τῆς «ἀντιεπαναστατικῆς προπαγάνδας». Στὶς 5 Ἰανουαρίου 1940 αὐτὴ ἡ καταδίκη ἀποσύρθηκε καὶ ἡ περίπτωση τοῦ Ἀλεξάνδρου τέθηκε σὲ συμπληρωματικὴ ἔρευνα. Ἀλλὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲν ἄντεξε τὴν διάρκεια τῆς προφυλακίσεώς του καὶ πέθανε στὶς 24 Μαΐου τοῦ 1940 στὸ ἀναρρωτήριο τῆς φυλακῆς. Μέσα ἀπὸ μεγάλες δυσκολίες καὶ κινδύνους, οἱ πιστοὶ κατόρθωσαν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν μυστικὰ στὸ κοιμητήριο Ζαλγιούτνσκϊυ τοῦ Χάρκωβ. Ἔκτοτε ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου ἔγινε τόπος ἱεροῦ προσκυνήματος καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια οἱ πιστοὶ τοῦ Χάρκωβ συνέχισαν νὰ ἐναποθέτουν στὸν τάφο του λουλούδια.
Τὸ 1993, ἡ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας (Πατριαρχεῖο Μόσχας) ἐπεκύρωσε τὴν τοπικὴ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Οὐκρανίας. Ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου τελεῖται, ἐπίσης, τὴν ἡμέρα ποὺ ἀφιερώθηκε στὴ μνήμη τῶν Νεομαρτύρων τῆς Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας, τὴν 9η Μαΐου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat May 10, 2014 11:29 pm

12 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας καὶ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου
Image
Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βησανδούκη τὸ 310 μ.Χ., κοντὰ στὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ πάμφτωχη οἰκογένεια Ἰουδαίων ἀγροτῶν. Οἱ γονεῖς του εἶχαν ἀκόμη ἕνα παιδί, τὴν Καλλίτροπο. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ὁ Ἅγιος ἔχασε τὸν πατέρα του καὶ ἔμεινε ὀρφανός.

Χάρη στὴ διδασκαλία δύο περίφημων γιὰ τὴν γραμματική τους κατάρτιση καὶ τὸ ἀσκητικὸ ἦθος μοναχῶν, τοῦ Λουκιανοῦ καὶ τοῦ Ἰλαρίωνος, προσελκύεται στὸν Χριστιανισμὸ καὶ βαπτίζεται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐλευθερουπόλεως Λουκιανό. Στὴν συνέχεια πηγαίνει στὴν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης καὶ ζεῖ κοντὰ στοὺς ἐπιφανέστερους ἀσκητές, ἀσκούμενος στὴν ἐγκράτεια, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, γενόμενος ὑπόδειγμα γιὰ τοὺς συνασκητές του. Ἡ φήμη του καὶ οἱ ἀρετές του δὲν ἄργησαν νὰ διαδοθοῦν καὶ γρήγορα ἀναδείχθηκε, τὸ 367 μ.Χ., Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, στὴν ὁποία κατέφυγε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, ὅταν τὸ πλοῖο ποὺ ἐπέπλεε πρὸς τὴν Παλαιστίνη, λόγω τρικυμίας, ἔφθασε στὴν Κύπρο.

Ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Ἐπισκόπου ὁ Ἅγιος ἄρχισε τὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ ποιμνίου του καὶ ἀγωνίσθηκε μὲ θερμότατο ζῆλο γιὰ τὴ διατήρηση καὶ ἐνίσχυση τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, καταπολεμώντας ὅλες τὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ πλάνες τῆς ἐποχῆς του καὶ ἰδιαίτερα ἐκεῖνες τοῦ Ὠριγένους. Κάνοντας συνεχὴ χρήση τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γράφοντας πλῆθος ἀντιαιρετικῶν συγγραμμάτων, ἀγωνίσθηκε γιὰ νὰ κρατήσει τοὺς πιστοὺς στὴν ἀνόθευτη χριστιανικὴ πίστη. Ὁ εὐαγγελισμὸς τῆς νήσου ὁλοκληρώνεται στὰ χρόνια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Ἐπιφανίου στὸ τελευταῖο ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Ὁ μεγάλος αὐτὸς ἱεράρχης, μὲ τὴν δύναμη τοῦ χαρακτῆρος του, τὴν παιδεία καὶ τὴν δογματικὴ κατάρτισή του, ἀγωνίσθηκε σκληρὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ἀλλοθρήσκων. Τόσο καθολικὴ ἦταν ἡ ἀναγνώριση καὶ ἡ βαθιὰ ἐκτίμηση πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, ὥστε ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Α’ ζήτησε ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς Κύπρου ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας.

Μετὰ ἀπὸ τριάντα ἕξι ἔτη γόνιμης καὶ ἐποικοδομητικῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας καὶ προσφορᾶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 403 μ.Χ. Τὸ τίμιο λείψανό του μετακόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφός. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸν ἁγιότατο οἶκο του, ποὺ ἦταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος.
Ὁ Ἐπιφάνιος Κωνσταντίας ἔκτισε τὴν μεγάλη βασιλικὴ (δὲν τὴν ὁλοκλήρωσε μέχρι τὸν θάνατό του), τῆς ὁποίας τὰ ἐρείπια διασώζονται μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἀρχιεπίσκοπος, πολὺ σημαντικὸς διδάσκαλος καὶ πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξε καὶ ἀξιόλογος συγγραφέας. Τὰ ἔργα του «Πανάριον», «Ἀγκυρωτός», «Περὶ μέτρων καὶ σταθμῶν», «Περὶ τῶν δώδεκα λίθων τῶν ὄντων ἐν τοῖς στολισμοῖς τοῦ Ἀαρών», ἀποτελοῦν πολύτιμα πετράδια στὸ μέγα ψηφιδωτὸ τῆς Πατερικῆς Γραμματείας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείας πίστεως, ἔγνως τὴν χάριν, καὶ θεόφθογγον, ἔσχηκας γλῶσσαν, Ἱεράρχα σοφέ Ἐπιφάνιε· ὅθεν δογμάτων ὀρθαῖς ἀναπτύξεσιν, αἱρετικῶν θριαμβεύεις τὴν ἄνοιαν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἀνάρχου Θεότητος, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανόν· ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς Ἱεράρχης τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατος

Τῆς ἐν τῇ Κύπρῳ Ἐκκλησίας ποιμὴν ἄριστος

Καὶ τοῦ Πνεύματος δοχεῖον λαμπρὸν ἐδείχθης.

Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον

Καθικέτευε λυτροῦσθαι πάσης θλίψεως

Τοὺς βοῶντάς σοι· χαίροις Πάτερ Ἐπιφάνιε.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῷ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιον· οὗτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τὰς γλώσσας, δόγματα δοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον.

Χαίροις Ἐπιφάνιε ἱερέ, Κύπρου ποιμενάρχα, Ἐκκλησίας πάσης φωστήρ· χαίροις Ὀρθοδόξων, δογμάτων μυστογράφε, καὶ τῶν σοὶ ὁμωνύμων, πρέσβυς πρὸς Κύριον.



Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Φῶς ὁ Ἐπιφάνιος νοητόν, λάμψας ἐν τοῖς λόγοις, καταυγάζει τοὺς εὐσεβεῖς· γέρας δ’ ἀληθείας, ὁ Γερμανὸς παρέχει, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ· οὓς μεγαλύνομεν.






Ἡ Ὁσία Καλλίτροπος
Ἡ Ὁσία Καλλίτροπος ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, Ἐπισκόπου Κωνσταντίας τῆς Κύπρου.Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τῆς Ὁσίας.






Ἡ Ἁγία Δομιτίλλα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Δομιτίλλα ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρώμη. Ἦταν σύζυγος τοῦ Ρωμαίου ἀξιωματούχου Τίτου Φλαβίου Κλήμεντος καὶ θυγατέρα τῆς ἀδελφῆς τοῦ αὐτοκράτοροςΔομιτιανοῦ (81 – 96 μ.Χ.). Τελειώθηκε μαρτυρικά, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.







Οἱ Ἅγιοι Ἀχιλλέας καὶ Νερέος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀχιλλέας καὶ Νερέος, σύμφωνα μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Δάμασο Α’ (366 – 384 μ.Χ.), ἦσαν στρατιῶτες στὴν πραιτωριανὴ φρουρὰ καὶ μαρτύρησαν τὸ 100 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ (98 – 117 μ.Χ.).






Ὁ Ἅγιος Παγκράτιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Παγκράτιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Συρία ἢ τὴ Φρυγία καὶ μαρτύρησε στὴ Ρώμη τὸ 304 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).







Ὁ Ἅγιος Δρακόντιος Ἐπίσκοπος Νικαίας
Ὁ Ἅγιος Δρακόντιος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Νικαίας καὶ ἔζησε σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς τρεῖς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες.







Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Ἀργύριος
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Φίλιππος ὁ Ἀργύριος, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο, ἦταν πρεσβύτερος καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Σικελία. Εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ στὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Σιναϊτικὸ Κώδικα 647 καὶ στὸν Κώδικα Δ. α. Ι.Χ. τῆς μονῆς τῆς Κρυπτοφέρρης τῆς Ρώμης, ὅπου καὶ ἡ ἀκολουθία του.






Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Image
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη περὶ τὸ 640 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ πατρικίου Ἰουστινιανοῦ. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός, ὅταν ὁ πατέρας του ἐκτελέσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ’ τὸν Πωγωνάτο (668 – 685 μ.Χ.), ἐπειδὴ θεωρήθηκε ὅτι ἐνεχόταν στὴν δολοφονία τοῦ πατέρα του Κώνσταντος Β’. Τὸν Γερμανό, ἀφοῦ τὸν εὐνούχισε, τὸν κατέταξε στὸν κλῆρο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ μελέτη τῶν ἱερῶν γραμμάτων, ἔγινε βαθὺς γνώστης αὐτῶν καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου καὶ τὴν ἀρετή του. Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου χειροτονήθηκε ἱερεύς. Τὸ 709 μ.Χ. ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κύρο Ἐπίσκοπος Κυζίκου.

Ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ αὐτὴ θέση ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν. Ὅταν καθαιρέθηκε ὁ Πατριάρχης Κύρος καὶ πέθανε ὁ διάδοχος αὐτοῦ Ἰωάννης ΣΤ’, ἐξελέγη στὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 715 μ.Χ., μὲ τὴν ἐπίνευση τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔγινε Πατριάρχης, ἀφιέρωσε ὅλες τὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικές του δυνάμεις στὴ διακονία τοῦ ποιμνίου του, διδάσκοντας καὶ νουθετώντας αὐτὸ μὲ τὰ ἐμπνευσμένα κηρύγματά του.

Ὅταν ἀνῆλθε στὸ θρόνο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων Γ’ ὁ Ἴσαυρος (717 – 741 μ.Χ.), πιεζόμενος ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ἀπὸ αὐτόν, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει μὲ σκοπὸ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλὰ τὸν μὲν Λέοντα ἔλεγξε γιὰ τὶς ἀνίερες πράξεις του, τὸν δὲ λαὸ παρότρυνε σὲ ἀντίσταση κατὰ τῶν εἰκονομάχων. Βλέποντας ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὅτι τίποτα δὲν κατόρθωνε, διὰ πραξικοπήματος ἀνάγκασε τὸν Ἅγιο νὰ παραιτηθεῖ. Ἔτσι, στὶς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 730 μ.Χ., ἀφοῦ κατέθεσε τὸ ὠμοφόριό του στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ παλατιοῦ, ἀποσύρθηκε στὴν πατρική του οἰκία στὸ Πλατάνι, ὅπου ἔζησε ἀσκητεύοντας καὶ συνθέτοντας ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους.

Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κοιμήθηκε, μετὰ σύντομη ἀσθένεια, τὸ 740 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς Χώρας.

Ἐνῷ ἀρχικὰ καθαιρέθηκε καὶ ἀναθεματίσθηκε ἀπὸ τὴ ψευδοσύνοδο τῆς Ἱερείας τὸ 754 μ.Χ., στὴν συνέχεια δικαιώθηκε καὶ ἐξυμνήθηκε ἀπὸ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 787 μ.Χ., ἡ ὁποία καταδίκασε τοὺς εἰκονομάχους καὶ ἀναστήλωσε τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ἐπὶ τῆς Πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὸ 718 μ.Χ. διασώθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπὸ βαρβαρικὴ ἐπιδρομή, συμπληρώθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.

Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κατέλιπε ἀξιόλογο ὑμνογραφικὸ καὶ συγγραφικὸ ἔργο, δυστυχῶς ὅμως τὰ περισσότερα ἔργα του κατακάηκαν μὲ διαταγὴ τοῦ Λέοντος. Περισώθηκαν δὲ ἀπὸ μὲν τοὺς ὕμνους, 104 Στιχηρὰ καὶ 22 Κανόνες, ἀπὸ δὲ τὰ συγγράμματά του τὰ ἑξῆς: α) «Περὶ αἱρέσεων καὶ Συνόδων», β) «Τρεῖς δογματικαὶ ἐπιστολαὶ ἐπὶ τῶν εἰκονομάχων» (πρὸς Ἰωάννην, Ἐπίσκοπον Συνάδων, πρὸς Κωνσταντίνον, Ἐπίσκοπον Νακαλείας, καὶ πρὸς Θωμᾶν, Ἐπίσκοπον Κλαυδιουπόλεως), γ) «Ὀκτὼ λόγοι» (δύο στὴν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Σταυροπροσκυνήσεως καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, δύο στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, τρεῖς στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καὶ ἕνας στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου), δ) «Ὁμιλία» (στὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ τὰ ἅγια σπάργανα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ).
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Σοφίας τοῖς δόγμασιν, ἐκπαιδευθεὶς εὐκλεῶς, φωστὴρ ἐχρημάτισας, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐν λόγοις καὶ πράξεσι· σύμμορφος γὰρ ὑπάρχων, τῆς εἰκόνος τοῦ Λόγου, λύεις Εἰκονομάχων, τὴν ἀντίθεον πλάνην· διό σε Ἱεράρχα Γερμανέ, Χριστὸς ἐδόξασε



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἀνάρχου Θεότητος, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανόν· ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Οἰκονόμος ἄριστος, τῶν δωρεῶν τοῦ Σωτῆρος, ὡς εἰκὼν θεόγραφος, τῶν ἀρετῶν πέλων Πάτερ, ἔλαμψας, ἐν Ἱεράρχαις ἀμέμπτῳ βίῳ· ἔδειξας, τὴν τῶν Εἰκόνων τιμὴν προσφόρως· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις τρισμάκαρ, Γερμανὲ ἔνδοξε.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῷ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιον· οὗτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τὰς γλώσσας, δόγματα δοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.

Μεγαλυνάριον.

Χαίροις ὁ τῆς χάριτος ὑπουργός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφόστολος θεοειδής· χαίροις ὁ τρανώσας, τὴν τῶν Εἰκόνων δόξαν, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, Γερμανὲ ἔνδοξε.



Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Φῶς ὁ Ἐπιφάνιος νοητόν, λάμψας ἐν τοῖς λόγοις, καταυγάζει τοὺς εὐσεβεῖς· γέρας δ’ ἀληθείας, ὁ Γερμανὸς παρέχει, τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ· οὓς μεγαλύνομεν.






Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ ἐν Κυθήροις ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κορώνη τῆς Πελοποννήσου καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Β’ (919 – 948 μ.Χ.). Ἀπὸ τὸν μεγάλο του ζῆλο πρὸς τὰ θεία καὶ τὴν ἀρετή του, χειροθετήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Κορώνης ἀναγνώστης. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του μετέβη στὸ Ναύπλιο, ὅπου νυμφεύθηκε μὲ κάποια σεμνὴ καὶ ἐνάρετη νέα καὶ ἀπέκτησε δύο τέκνα. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἔγγαμου βίου του ἐξακολούθησε νὰ ζεῖ ἀσκητικὰ καὶ νὰ αὐξάνει πνευματικά, βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὴν ἐνάρετη σύζυγό του. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἄργους Θεόδωρος, ἐκτιμώντας τὶς μεγάλες ἀρετὲς τοῦ Θεοδώρου, τὸν χειροτόνησε διάκονο. Τὸν εὐτυχὴ καὶ θεοσεβὴ βίο του συντάραξε ὁ ξαφνικὸς θάνατος τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του. Αὐτὸ τὸν ὁδήγησε ἀκόμη πιὸ κοντὰ στὸν Θεό. Ἔτσι, ἀφοῦ μετέβη στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς τόπους ἀθλήσεως τῶν Μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, ἐπανῆλθε στὴν Πελοπόννησο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Μονεμβασιά. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, διαφωτίζοντας τὸν λαὸ καὶ στερεώνοντας τὴν πίστη του. Ἀργότερα μετέβη στὴ νῆσο τῶν Κυθήρων καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ ἡμιερειπωμένο ναὸ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Σεργίου καὶ Βάκχου. Ἀμέσως ἐπιδόθηκε στὸ ἔργο τῆς ἀνυψώσεως τοῦ ἠθικοῦ τοῦ καταπτοημένου λαοῦ ἀπὸ τὶς βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς καὶ τῆς ἐπαναφορᾶς τῆς ψυχικῆς του γαλήνης. Τὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο συνέχισε μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα σὲ ἐκείνους ποὺ προσκυνοῦσαν μὲ εὐλάβεια τὸ τίμιο λείψανό του.







Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἀναφέρεται ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ἂν καὶ τὸ ὄνομά του δὲν ἀναφέρεται στοὺς γνωστοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 12ου - 13ου αἰῶνος μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Σερρῶν
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης, ὁ Σερραῖος, ἦταν γόνος μιᾶς εὐκατάστατης οἰκογένειας Σερραίων. Στὴν ἀκμὴ τῆς νεότητός του, τὸ θάρρος του νὰ παρουσιάζεται σὲ δημόσιους χώρους ὡς ἴσος πρὸς τοὺς κατακτητὲς καὶ ἡ λαμπρότητα τῆς ἐμφανίσεώς του, προκάλεσαν τὸν φθόνο τῶν Τούρκων ποὺ τὸν διέβαλαν στὶς ἀρχές τους. Οἱ κατήγοροί του ὑποστήριξαν πὼς ὁ Νεομάρτυρας Ἰωάννης δημόσια ἐξύβρισε τὴν πίστη τοῦ Μωάμεθ, ἀρνούμενος, παρὰ τὴν ἀρχική του ὑπόσχεση, νὰ τὴν ἀκολουθήσει. Οἱ δικαστές του, ἐκτιμώντας τὰ δεδομένα, στὴν ἀρχὴ προσπάθησαν μὲ ὑποσχέσεις γιὰ ἀξιώματα νὰ τὸν δελεάσουν, ὥστε νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του, καθὼς θὰ εἶχαν μεγάλο κέρδος, ἂν τὸ παράδειγμά του ἔβρισκε καὶ ἄλλους μιμητές.

Ὅταν οἱ προσπάθειές τους ἀπέτυχαν, κατέφυγαν στὰ βασανιστήρια. Ἔβγαλαν τὸν Μάρτυρα ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν ἔσυραν χωρὶς ἔνδυση πάνω στὴν γῆ, ξεριζώνοντάς του τὴν πλούσια κόμη του καὶ ραβδίζοντας τον. Ὁ Ἅγιος, παρὰ τὰ φοβερὰ αὐτὰ μαρτύρια, ἄντεχε καὶ συνέχιζε νὰ ὑμνεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τότε, στὰ δεξιά του ἐμφανίσθηκε ἕνας ἔφιππος καὶ μεγαλοπρεπὴς ἄνδρας ποὺ τὸ πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε σὰν ἥλιος. Ὁ Μάρτυρας Ἰωάννης εἶδε τὴν ὑπέρλαμπρη αὐτὴ παρουσία καὶ ἀντελήφθη πὼς μὲ νεῦμα ὁ ἔφιππος ἄνδρας τοῦ συνιστοῦσε νὰ μὴ φοβᾶται τίποτα καὶ νὰ μὴν χάσει τὸ θάρρος του.

Οἱ Τοῦρκοι, ὅταν καὶ μὲ αὐτὸν τὸν ἐπώδυνο τρόπο στάθηκε ἀδύνατο νὰ τὸν κάνουν νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του, τὸν ἔβγαλαν καὶ πάλι ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν ὁδήγησαν σὲ χῶρο δημόσιο, ὅπου οἱ δήμιοί του, γιὰ νὰ κάνουν τὸ τέλος του πιὸ ἐπώδυνο, τὸν ἀνέβασαν πάνω σὲ σωρὸ ἀπὸ φρύγανα καὶ ξερὰ ξύλα καί, ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ἔβαλαν φωτιὰ στὸ εὔφλεκτο ὑπόστρωμα.

Ὁ Μάρτυς Ἰωάννης παρέμεινε ἤρεμος σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου καί, μάλιστα, σιγανὰ ὑμνολογοῦσε τὸν Θεό. Ἕνας ἀπὸ τοὺς βασανιστές του, γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ σωπάσει, τοῦ ἔμπηξε ἕνα πάσσαλο στὸ στόμα καὶ ἐπέφερε ἔτσι τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου.
Τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου ἔγραψε ὁ Μεγάλος Ρήτορας τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας Μανουὴλ ὁ Πελοποννήσιος, πιθανότατα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1451 – 1481.







Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης Ἐπίσκοπος Σολέα Κύπρου
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης καταγόταν ἀπὸ τὴν Λευκωσία καὶ ἔγινε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἑνετικῆς κυριαρχίας Ἐπίσκοπος Σολέας. Ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἐρημικὴ ζωή, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο του καὶ μετέβη στὸ ἐρημητήριο τοῦ Μέσα Ποταμοῦ στοὺς πρόποδες τοῦ Τροόδους ὄρους. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε θεοφιλῶς μὲ εἰρήνη τὸ 1550. Ὅταν μετὰ ἕξι χρόνια ἄνοιξαν τὸν τάφο του, βρῆκαν τὸ ἱερὸ λείψανό του ἀκέραιο μὲ ἔκδηλα τὰ σημεῖα τῆς ἁγιότητος.







Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀπαντᾶ στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριον. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 7 Νοεμβρίου.







Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Σιναΐτης
Δὲν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Νικήτα τοῦ Σιναΐτου.







Οἱ Ἅγιοι 30.000 Μάρτυρες ἐκ Γεωργίας
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Νεομάρτυρες ἤσαν Γεωργιανοὶ ἱερεῖς, 300 στρατιῶτες, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ἀποκεφαλίσθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. στὴν περιοχὴ Ντουντικβάτι (=ἀποκεφαλισμός) καὶ Παπάτι (=λόφος τῶν ἱερέων). Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση μαρτύρησαν συνολικὰ γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ 30.000 Λάζοι.






Ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας Πατριάρχης Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐρμογένης, Πατριάρχης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν, ἄρχισε νὰ τιμᾶται ὡς Ἅγιος, ἀπὸ τὶς 12 Μαΐου τοῦ 1913. Πιστοὶ ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς Ρωσίας ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνονται στὴ Μόσχα, γιὰ νὰ δοξάσουν τὸν Ἱερομάρτυρα Ἑρμογένη καὶ νὰ προσκυνήσουν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη στὸν καθεδρικὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο, ὅπου Παννυχίδες τελοῦνταν σχεδὸν χωρὶς διακοπή. Ἐκείνη τὴ νύχτα ὁ Ἅγιος ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα καὶ θεραπεῖες ἀσθενῶν. Ἡ μνήμη του τιμᾶται 17 Φεβρουαρίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Ὁ Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Ραντονέζ
Image
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Ραντονέζ, κατὰ κόσμον Δαβὶδ Ζομπνινόβσκι, γεννήθηκε περὶ τὸ 1570 στὴν πόλη Ρζέβ. Ὑπῆρξε μοναχὸς καὶ μετὰ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ Οὐσπένσκι στὴ Στάριτσα. Τὴ λεγόμενη Σκοτεινὴ περίοδο ἦταν ὁ πιὸ πιστὸς βοηθὸς τοῦ Ἐπισκόπου Ἐρμογένους, Πατριάρχου Μόσχας. Ἀπὸ τὸ 1610 ὁ Ὅσιος Διονύσιος γίνεται Ἀρχιμανδρίτης τῆς Τρόιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρας. Μὲ τὴν φροντίδα του ἱδρύθηκαν στὸ μοναστήρι νοσοκομεῖα γιὰ ἀρρώστους, τραυματισμένους καὶ ἄστεγους τοῦ πολέμου μετὰ ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Πωλονο – Λιθουανικοῦ στρατοῦ. Σὲ περίοδο πείνας, κατόπιν ἐπιμονῆς του, ἡ ἀδελφότητα τῆς Λαύρας τρεφόταν μὲ ψωμὶ ἀπὸ βρώμη καὶ νερό, γιὰ νὰ διαθέσει τὸ ψωμὶ ἀπὸ σιτάρι καὶ σίκαλη στοὺς ἀρρώστους. Τὸ 1611 – 1612 μαζὶ μὲ τὸν μοναχὸ τῆς Τρόιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρας, τὸν Ἀβραὰμ Πολίτσιν († τὸ 1625), ἔγραφε ἐπιστολὲς μὲ ἔκκληση νὰ ἀποσταλοῦν στρατιῶτες καὶ χρήματα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπὸ τοὺς Πολωνούς. Ἔγραψε ἐπίσης καὶ στὸν πρίγκιπα Δημήτριο Ποζάρσκι καὶ στοὺς στρατιῶτες του νὰ ἐπιταχύνουν τὴν ἐκστρατεία τους στὴ Μόσχα.

Οἱ συνεχεῖς προσευχές του καὶ τὰ καθημερινὰ πνευματικά του κατορθώματα, τοῦ πρόσφεραν, ἐπίσης, τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ξεχωριστὸ γεγονὸς ἀποτελεῖ ἡ συμμετοχή του στὴ διόρθωση τῶν θεολογικῶν βιβλίων. Ἀπὸ τὸ 1616 ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἡγεῖται τῆς ἐργασίας διορθώσεως τῆς Σύνοψης τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, ἡ ὁποία βασιζόταν στὴ σύγκριση τῶν ἀρχαίων Σλαβικῶν καὶ διαφόρων Ἑλληνικῶν ἐκδόσεων. Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ἐργασίας οἱ διορθωτὲς βρῆκαν πολλὲς καὶ σημαντικὲς διαφορὲς καὶ σὲ ἄλλα βιβλία, τὰ ὁποῖα ἐκδόθηκαν τὴν περίοδο ἀπὸ τὸ 1612 ἕως τὸ 1619. Ὃμως οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εὐθύνονται γιὰ τὰ λάθη αὐτά, στὴ Σύνοδο τοῦ 1618, κατηγόρησαν τὸν Ὅσιο Διονύσιο γιὰ αἵρεση. Ἀπὸ τὸν Ὅσιο Διονύσιο ἀφαιρέθηκαν τὰ ἱερουργικά του δικαιώματα. Τὸν ἀπέκοψαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ μονὴ Νοβοσπάσκιϊ, ὅπου ὑπέφερε ἀπὸ ἀσιτία. Οἱ ἐπεμβάσεις τοῦ Πατριάρχου τῶν Ἱεροσολύμων Θεοφάνους Δ’ (1608 – 1644) καὶ τοῦ Πατριάρχου Φιλαρέτου (1619 – 1633), ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Πολωνικὴ αἰχμαλωσία, διέκοψαν τὴν φυλάκισή του καὶ ἀθωώθηκε.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1633 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν Τρόϊιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρα.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Βλαχίας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Ἰωάννης γεννήθηκε στὴ Βλαχὶα καὶ καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ἐπὶ Σουλτάνου Μεχμὲτ καὶ σὲ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν τὸν συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι, ποὺ εἰσέβαλαν στὴ Βλαχία, γιὰ νὰ καταπνίξουν τὴν ἐπανάσταση τοῦ ἄρχοντα Μιχαὴλ Βοεβόδα Τζιβὰν Μπέτι. Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ποὺ εἶδε τὴν ὀμορφιὰ τοῦ Ἁγίου, τὸν ἔδεσε σὲ ἕνα δένδρο μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀσελγήσει ἐπ’ αὐτοῦ. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀμυνόμενος τὸν φόνευσε. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη ὅμως ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ παραδόθηκε στὴ σύζυγο τοῦ στρατιώτη ποὺ σκότωσε, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκείνη τὸν ὁδήγησε στὸ βεζίρη, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ἀνάκριση τὸν παρέδωσε πάλι σὲ ἐκείνη, γιὰ νὰ τὸν μεταχειριστεῖ ὅπως ἤθελε. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπέτυχε νὰ τὸν ἐξισλαμίσει, τὸν παρέδωσε στὸν ἔπαρχο. Ὁ ἔπαρχος ἀπέτυχε νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ διέταξε τὸν διὰ ἀπαγχονισμοῦ θάνατό του τὸ 1662, στὸ Παρμὰκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐξαγοράσθηκε μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ εὐλάβεια.






Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ραντονέζ
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ραντονέζ, κατὰ κόσμον Ἀνδρέας Μεντβέντεφ, γεννήθηκε στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1792 στὴν πόλη Λύσκοβο τῆς ἐπαρχίας Νόβγκοροντ καὶ ἡ οἰκογένειά του ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Γεωργιανοῦ πρίγκιπος Γεωργίου. Γεμάτος ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο ὁ Ἅγιος εἰσῆλθε τὸ 1818 στὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Σάρωφ καὶ τὸ 1822 στὴ μονὴ Βυσοκογκόρσκϊυ τοῦ Ἀρζαμᾶς, ὅπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Τὸ 1831 καλεῖται ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου, στὴν ὁποία διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ τὶς ἀρετές του.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1877. Ἡ κανονικὴ πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο τὸ 1997.






Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Νικόλαος Τύχωνωφ, γεννήθηκε τὸ 1853 στὴν πόλη Γιελὲτς τῆς ἐπαρχίας Ὀριόλ, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Βασίλειο καὶ τὴν Ἑλένη. Ὅταν ὁ Νικόλαος ἦταν ἑπτὰ ἐτῶν, ἔχασε τὸν πατέρα του. Λίγο πρὶν τὸ θάνατό του, εὐλόγησε τὸν υἱό του μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀναθέτοντας τὸ παιδί του στὴν κηδεμονία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου. Ὁ μελλοντικὸς Στάρετς δὲν ἀποχωρίσθηκε τὴν εἰκόνα αὐτὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν ζωή του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Νικόλαο ἡ μητέρα του εἶχε καὶ ἄλλα μικρότερα τέκνα, τὰ ὁποῖα πέθαναν πρόωρα ἀπὸ πεῖνα καὶ ἀσθένειες.

Ὁ μικρὸς Νικόλαος εἶχε θερμὴ καρδιακὴ σχέση μὲ τὴν μητέρα του. Οἱ προσευχές της καὶ ἡ αὐστηρὴ ἀνατροφή, ποὺ τοῦ ἔδωσε, τὸν προστάτευαν ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ συμφορές. Σιγὰ – σιγὰ μεγάλωνε καὶ ἔγινε πρᾶος, ἥσυχος καὶ εὐλαβής, ἔξυπνος καὶ φιλομαθής. Λόγω τῆς μεγάλης φτώχειας τῆς οἰκογένειάς του ἀναγκάσθηκε νὰ φοιτήσει ὄχι στὸ δημόσιο σχολεῖο, ἀλλὰ στὸ ἐνοριακὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του, ὅπου φοιτοῦσαν οἱ ἄποροι. Ἐκεῖ λοιπὸν ἔμαθε νὰ διαβάζει, νὰ γράφει, νὰ μετράει καὶ νὰ μελετᾶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ἔγινε ἕνδεκα ἐτῶν, ἐργάσθηκε στὸ κατάστημα τοῦ πλούσιου ἐμπόρου Χάμωφ. Λίγο ἀργότερα, ἐνῷ ὁ Νικόλαος ἦταν ἀκόμη πολὺ νέος, ἡ μητέρα του πέθανε καὶ ἔτσι ἔμεινε πιὰ παντελῶς ὀρφανός. Ἔζησε γιὰ ἐννέα χρόνια στὸ σπίτι τοῦ ἐμπόρου. Στὶς ἐλεύθερες ὧρες του μελετοῦσε πνευματικὰ βιβλία καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Τὸν διέκρινε ἡ πραότητα, ἡ μετριοφροσύνη καὶ ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ζοῦσε στὴν Γιελὲτς μία σχεδὸν ἑκατοντάχρονη μοναχή, ἡ μάτιουσκα Θεοδώρα, πνευματικὴ θυγατέρα τοῦ Ὁσίου Τύχωνος τοῦ Ζαντὸνκ († 13 Αὐγούστου). Οἱ κάτοικοι τῆς Γιελὲτς εἶχαν τὴν εὐλαβὴ συνήθεια νὰ τὴν συμβουλεύονται σὲ ὅλες τὶς σημαντικὲς ἀποφάσεις τους. Ὁ ἐργοδότης, λοιπόν, τοῦ Νικολάου, ποὺ πληροφορήθηκε ὅτι τοῦ ἑτοίμαζαν ἕνα προξενιό, τὸν ἔστειλε σὲ αὐτὴν νὰ πάρει εὐλογία γιὰ τὸ γάμο. Ἡ γερόντισσα τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, πήγαινε στὴν Ὄπτινα στὸν Στάρετς Ἱλαρίωνα καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ πεῖ τί θὰ κάνεις». Ἔτσι ὁ Νικόλαος πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴν Ὄπτινα, ποὺ βρισκόταν σχετικὰ κοντὰ στὴ γενέτειρά του καὶ ἦταν τότε ἤδη ξακουστὴ σὲ ὅλη τὴ Ρωσία.

Ὁ Στάρετς Ἱλαρίων τοῦ συνέστησε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Στάρετς Ἀμβρόσιο. Ὁ Γέροντας τὸν δέχθηκε καὶ μίλησε μαζί του γιὰ δύο ὧρες. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνομιλία ἡ ζωὴ τοῦ Νικολάου ἄλλαξε ξαφνικά. Κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ ἀνακάλυψε τὴν πραγματική του κλίση.

Ὁ Νικόλαος ἐκτελοῦσε κάθε διακόνημα μὲ πολλὴ ὑπακοή, ταπείνωση καὶ ζῆλο. Ὅταν ἀργότερα ὁ Στάρετς, ἐπαναλάμβανε τὸ ἀποστολικὸ παράγγελμα: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε. Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες. Ἳνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες. Ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο. (Νὰ πειθαρχεῖτε καὶ νὰ ὑπακούετε στοὺς ἡγουμένους σας. Γιατί αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν χάριν τῶν ψυχῶν σας, ἐπειδὴ θὰ ἀποδώσουν λόγο στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς. Ὥστε αὐτὸ νὰ τὸ κάνουν μὲ χαρὰ καὶ ὄχι ἀναστενάζοντας. Διότι αὐτὸ θὰ εἶναι ἐπιζήμιο γιὰ σᾶς)».

Στὶς 3 Ἀπριλίου 1876 ἐκάρη ρασοφόρος μοναχός. Μετὰ ἕνδεκα χρόνια, στὶς 14 Μαρτίου 1887, Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἐκάρη μικρόσχημος καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Νεκτάριος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Νεκταρίου τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου († 29 Νοεμβρίου).

Ἡ εἴσοδός του στὸ ἀγγελικὸ τάγμα τῶν μοναχῶν τοῦ ἔφερε μεγάλη χαρά. Σὲ προχωρημένη ἡλικία θυμόταν: «Ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἔνοιωθα σὰ νὰ εἶχα φτερὰ στοὺς ὤμους μου».

Ὅσο περισσότερο ἀνέβαινε τὴν πνευματικὴ κλίμακα, τόσο κατώτερο ἀπὸ ταπεινοφροσύνη θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του, τόσο περισσότερο αἰσθανόταν τὴν ἀναξιότητά του.

Οἱ Γέροντες, ποὺ ἔβλεπαν τὴν πνευματικὴ προκοπή του, ἀποφάσισαν τὴν χειροτονία του σὲ διάκονο, ποὺ ἔγινε στὶς 19 Ἰανουαρίου 1894 ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀνατόλιο καὶ εἰς πρεσβύτερον στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1898 ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Καλούγκα Μακάριο.

Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος δίδασκε στὰ πνευματικά του παιδιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπομονή, περισσότερο ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετές. Γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου δίδασκε πῶς ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν προσευχή, ὅταν ἱκετεύεις τὸν Θεὸ λέγοντας «Πατέρα μου καὶ Κύριε τῆς ψυχῆς μου, ἐλέησόν με», ὁ Θεὸς καθαρίζει τὴν ψυχή σου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κάνει νύμφη Κυρίου καὶ ἀδελφὴ τοῦ Λόγου. Πράγματι ὁ Ὅσιος δίδασκε σὲ ὅλους τὴν προσευχὴ καὶ ἰδιαίτερα τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Μάλιστα, ὅταν πλησίαζε ἡ σοβιετικὴ λαίλαπα, τόνιζε στὰ πνευματικά του παιδιά: «σὲ αὐτὲς τὶς ἔσχατες ἡμέρες εἶναι καιρὸς γιὰ προσευχή. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐργασίας σας νὰ λέτε συνεχῶς τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Στὴν ἀρχὴ μὲ τὰ χείλη, μετὰ μὲ τὸ νοῦ καὶ ὕστερα θὰ εἰσχωρήσει μέσα στὴν καρδιά σας».

Ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως, ἡ Ὄπτινα ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα ὅλες τὶς δοκιμασίες, ἀλλὰ οἱ μέρες τῆς ἁγίας μονῆς ἦταν πιὰ μετρημένες. Τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τοῦ 1923 ἡ Ὄπτινα ἔκλεισε ὁριστικά. Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος σνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε στὸ ἀρτοποιεῖο τῆς μονῆς, ποὺ εἶχε μετατραπεῖ σὲ φυλακή. Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁδηγήθηκε στὴν φυλακὴ τοῦ Κοζὲλκ καὶ καταδικάσθηκε χωρὶς δίκη σὲ θάνατο διὰ τουφεκισμοῦ. Μετὰ ἀπὸ διαμαρτυρίες ὁ Ὅσιος ἀπελευθερώθηκε στὶς 17 Ἀπριλίου καὶ ἔζησε ὡς ἐξόριστος σὲ ἀγρόκτημα τοῦ Πλόχινο. Ἀργότερα, μὲ διαταγὴ τῶν ἀρχῶν τοῦ καθεστῶτος, ἐξορίζεται πιὸ μακριά, στὸ χωριὸ Χόλμισι τῆς ἐπαρχίας Μπριάνκ. Ἐκεῖ δεχόταν τοὺς ἐπισκέπτες καὶ πλῆθος ἐπιστολῶν ἀπὸ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μεγάλους ἱεράρχες. Ὁ Ἅγιος Πατριάρχης Τύχων τὸν συμβουλευόταν διὰ μέσου ἔμπιστων ἀνθρώπων. Ὁ Ἅγιος Θεὸς εἶχε δωρίσει στὸν Ὅσιο τὸ διορατικὸ χάρισμα. Ἔτσι ὅλοι τὸν ἐμπιστεύονταν καὶ ἔκαναν ὑπακοὴ στὸν λόγο του.

Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος κοιμήθηκε, μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια, τὸ 1928. Ἡ εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του διαδόθηκε ἀστραπιαία. Χιλιάδες πιστοὶ ἄρχισαν νὰ συρρέουν συνεχῶς ἀπὸ διάφορες πόλεις στὸ Χόλμισι.
Τὸ 1935, κλέφτες ἔσκαψαν τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου ψάχνοντας γιὰ πολύτιμα ἀντικείμενα. Ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο τὸ φέρετρο, ἔσπασαν τὸ κάλυμμα καὶ ἀφοῦ ἔψαξαν καὶ δὲν βρῆκαν τίποτε, παράτησαν τὸ ἀνοιχτὸ φέρετρο μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου στηριγμένο σὲ ἕνα δένδρο. Μία ὁμάδα ἀπὸ ἐργάτες, ποὺ δούλευαν δίπλα στὰ ἀγροκτήματα, ἔτρεξαν στὸ κοιμητήριο καὶ εἶδαν ἔκπληκτοι πὼς ὁ Ὅσιος ἦταν ἐκεῖ ἄφθαρτος, ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση καὶ τὴν ταφή του. Τὸ δέρμα του εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ κεριοῦ καὶ τὰ χέρια του ἦταν εὐλύγιστα καὶ μαλακά. Μία γυναῖκα ἔφερε λευκὸ μεταξωτὸ ὕφασμα καὶ κάλυψε τὸ πρόσωπό του. Ἔπειτα ἔκλεισαν τὸ φέρετρο καὶ ἐνταφίασαν τὸν Ὅσιο ψάλλοντας Τρισάγιο. Στὶς 16 Ἰουλίου 1989 πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Ὁσίου καὶ ἡ ἐπιστροφή του στὴν Ὄπτινα.






Οἱ Ἅγιοι Χιλιάδες Μάρτυρες εἰς Μπούτοβο τῆς Ρωσίας
Τὸ Μπούτοβο, περιοχὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ Μόσχα, ἔγινε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως (1917) τόπος μαζικῶν ἐκτελέσεων Ἀρχιερέων, Κληρικῶν καὶ πιστῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ μαρτύρησαν κατὰ τὰ ἔτη τοῦ διωγμοῦ στὴν Ρωσία. Μεταξὺ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ποὺ μαρτύρησαν στὸ Μπούκοβο καὶ ἀνέρχονται σὲ χιλιάδες, ἦταν καὶ δέκα Ἕλληνες Μάρτυρες.







Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίας Εἰρήνης τῆς Παρθενομάρτυρος
Τὰ τίμια λείψανα τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς Παρθενομάρτυρος βρέθηκαν στὸ χωριὸ Καρυὲς τῆς Λέσβου. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat May 10, 2014 11:33 pm

13 ΜΑΪΟΥ






Ἡ Ἁγία Γλυκερία ἡ Μάρτυς
Image
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Γλυκερία γεννήθηκε στὴν Τραϊανούπολη τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἀντωνίνος ὁ Εὐσεβὴς (138 – 161 μ.Χ.). Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Μακάριος καὶ εἶχε διατελέσει ὕπατος. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἀσπάσθηκε τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἀνέπτυξε ἔντονη χριστιανικὴ καὶ κατηχητικὴ δράση. Ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς ὁ ἡγεμόνας Σαβίνος, τὴν κάλεσε νὰ παρουσιασθεῖ μπροστά του. Μὲ μεγάλη προθυμία ἡ Ἁγία ἐμφανίσθηκε σὲ ἐκεῖνον, ἔχοντας σημειώσει στὸ μέτωπό της τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ δὲν δίστασε νὰ ὁμολογήσει μὲ παρρησία καὶ σθένος τὴν πίστη της στὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ Ἰησοῦ Χριστό.

Ὅταν ὁ ἡγεμόνας κάλεσε τὴν Ἁγία νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, αὐτὴ ἀρνήθηκε καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Ἀκολούθως προσευχήθηκε στὸν Θεὸ λέγοντας: «Ὁ Θεός, ὁ Παντοκράτορας, Σὺ πού δοξάζεσαι μὲ τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ Σου ἀπὸ τοὺς δούλους Σου, Σὺ ποὺ ἐμφανίσθηκες στοὺς Ὁσίους Σου παῖδες καὶ τοὺς γλύτωσες ἀπὸ ἀναμμένο καμίνι, Σὺ ποὺ ἔκλεισες τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν καὶ ἀνέδειξες νικητὴ τὸν δοῦλο Σου Δανιήλ, Σὺ ποὺ κατέστρεψες τὸν Βάαλ καὶ ἐξόντωσες τὸν δράκοντα καὶ συνέτριψες τὴ διαβολικὴ εἰκόνα (τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορ), Ἰησοῦ Χριστέ, τὸ ἄμωμο καὶ ἄκακο ἀρνίον τοῦ Θεοῦ, ἔλα σὲ ἐμένα τὴν ταπεινὴ καὶ συνέτριψε τὸν δαίμονα (τὸν Δία) ποὺ δημιουργήθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη τέχνη καὶ διασκόρπισε τὴν κακή τους θυσία». Ἀμέσως μετὰ τὴν προσευχὴ ἔγινε βροντὴ μεγάλη καὶ ἔπεσε τὸ ἄγαλμα τοῦ Δία καὶ συντρίφθηκε, γιατί ἦταν πέτρινο.

Ὅταν ὁ ἡγεμόνας καὶ οἱ εἰδωλολάτρες ἱερεῖς εἶδαν νὰ συντρίβεται τὸ ἄγαλμα τοῦ θεοῦ τους, γεμάτοι ἀπὸ ὀργή, ἔδωσαν τὴν ἐντολὴ νὰ πεθάνει ἡ Γλυκερία μὲ λιθοβολισμό. Ἀμέσως τὰ πλήθη τῶν εἰδωλολατρῶν ὅρμησαν μανιασμένα καὶ ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὴν Ἁγία. Οἱ πέτρες ὅμως ἔπεφταν δίπλα της χωρὶς καθόλου νὰ τὴν ἀγγίζουν. Οἱ εἰδωλολάτρες βλέποντας τὸ φαινόμενο καὶ μὴ ἀντιλαμβανόμενοι αὐτὴ τὴ δωρεὰ καὶ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, νόμισαν ὅτι ἡ Ἁγία εἶναι μάγισσα καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὴν ἄγγιζαν οἱ πέτρες. Ἄρχισαν λοιπὸν νὰ τὴν βρίζουν.

Ὁ ἡγεμόνας παρεμβαίνοντας διέταξε νὰ τὴν βάλουν μέχρι τὸ πρωὶ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας στὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὴν ἀσφαλίσουν καλά, μήπως κάνοντας χρήση τῶν μαγικῶν της ἱκανοτήτων κατορθώσει νὰ φύγει καὶ ἔπειτα διαδώσει ὅτι τὴν βοήθησε ὁ Θεός της μὲ συνέπεια νὰ ἐξαπατήσει πολλούς.

Ἐκεῖ στὴν φυλακή, τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, ἐπισκέφθηκε τὴν Ἁγία ὁ Χριστιανὸς ἱερέας τῆς πόλεως, Φιλοκράτης, τὸν ὁποῖο ἡ Ἁγία παρακάλεσε νὰ τὴ σφραγίσει μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.

Τὸ πρωὶ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας ὁ ἡγεμόνας ᾖλθε στὸ δικαστήριο, γιὰ νὰ δικάσει καὶ τιμωρήσει παραδειγματικὰ τὴν Ἁγία Γλυκερία. Διέταξε λοιπὸν νὰ τὴν ὁδηγήσουν μπροστά του καὶ τὴν ρώτησε, ἐὰν θέλει νὰ θυσιάσει στὸν Δία. Τῆς ἐπέστησε δὲ τὴν προσοχὴ ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ δὲν ἐπείθετο καὶ δὲν ὑπάκουε θὰ ἔδινε τὴν ἐντολὴ νὰ τὴν σκοτώσουν. Ἡ Ἁγία ἀρνήθηκε. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ τῆς γδάρουν τὴν κεφαλή. Ἡ Ἁγία, καθὼς ἦταν κρεμασμένη, εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό.

Ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἀντιλήφθηκε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ κατισχύσει τῆς Ἁγίας Γλυκερίας, διέταξε νὰ ξεκρεμάσουν τὴν Μάρτυρα καὶ νὰ τῆς συντρίψουν τὸ πρόσωπο. Μόλις τελείωσε τὴν προσευχή της, οἱ ὑπηρέτες ἄρχισαν νὰ τὴν χτυποῦν. Ξαφνικὰ ὅμως ἐμφανίσθηκε Ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλυσε αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν ἀποσβολωμένοι σὰν νεκροί. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ μεταφερθεῖ ἡ Ἁγία καὶ πάλι στὴ φυλακὴ καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολή, κανένας νὰ μὴν τῆς δώσει τροφή. Ἡ Ἁγία Γλυκερία γεμάτη χαρὰ καὶ δοξάζοντας τὸν Θεὸ ἐπανῆλθε στὴν φυλακή. Ὁ δεσμοφύλακάς της μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ φόβο τὴν κλείδωσε στὸ κελλί της. Ἡ Μεγαλομάρτυς εὐχαρίστησε τὸν Θεό.

Ἀπὸ τότε πέρασε ἱκανὸς χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ Ἁγία ἦταν πάντα κλεισμένη μέσα στὴ φυλακὴ καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεό, ἐνῷ Ἄγγελοι ἔφερναν τροφὴ σὲ αὐτήν.

Κάποτε ὁ ἡγεμόνας ἐπρόκειτο νὰ μεταβεῖ στὴν Ἡράκλεια. Τότε σκέφθηκε νὰ περάσει καὶ ἀπὸ τὴν φυλακή, γιὰ νὰ δεῖ τί γίνεται ἡ Γλυκερία καὶ ἂν εἶναι σὲ θέση νὰ τὸν ἀκολουθήσει στὴν Ἡράκλεια. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στὴ φυλακὴ καὶ εἶδε τὴν πόρτα σφραγισμένη, νόμισε ὅτι εἶχε ἤδη πεθάνει ἡ Ἁγία. Ἀλλὰ μόλις ἄνοιξε ἡ πόρτα διαπίστωσε ὅτι ἡ Ἁγία ἦταν λυμένη καὶ δίπλα της ὑπῆρχε ἕνα πινάκιο μὲ γάλα καὶ ψωμὶ καὶ ἕνα δοχεῖο μὲ νερό. Γεμάτος ἔκπληξη ὁ ἡγεμόνας καὶ μὴ γνωρίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς ἔτρεφε τὴν Ἁγία, τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακή.

Μετὰ ἀπὸ αὐτά, πῆρε ὁ ἡγεμόνας τὴν Ἁγία καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Ἡράκλεια. Ὅταν οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἡράκλειας ἄκουσαν γιὰ τὴν ἀθληφόρο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅτι τὴν ἔφερναν στὴν πόλη τους, ἔτρεξαν ὅλοι νὰ τὴν προϋπαντήσουν ἔχοντας ἐπικεφαλῆς τους τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως, Δομίτιο.

Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας ἡ ἡγεμόνας διέταξε νὰ προσαχθεῖ σὲ δίκη ἡ Ἁγία καὶ σὲ περίπτωση ποὺ καὶ πάλι θὰ ἀρνιόταν νὰ ὑπακούσει, νὰ τὴν ἔριχναν στὴ φωτιά. Ἡ Ἁγία καὶ πάλι ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ ρίξουν τὴν Ἁγία μέσα σὲ καμίνι. Ὅταν ἑτοιμάσθηκε ἡ φωτιὰ μέσα στὸ καμίνι, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸ πλησιάσει ἄνθρωπος, ἡ Ἁγία κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ σφράγισε τὸν ἑαυτό της καὶ προσευχήθηκε πρὸς τὸν Θεό. Μόλις τὴν ἔριξαν μέσα στὸ καμίνι, ἦλθε οὐράνια δροσιὰ καὶ ἔσβησε τὴ φλόγα τῆς φωτιᾶς.

Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ὁ ἡγεμόνας θυμωμένος διέταξε νὰ τῆς γδάρουν τὸ κεφάλι μέχρι τὸ μέτωπο καὶ ἀφοῦ ἔδεσαν οἱ ὑπηρέτες χειροπόδαρα τὴν Ἁγία, ἔπρατταν κατὰ τῆς διαταγὲς τοῦ ἡγεμόνος. Ὁ ἡγεμόνας, μὴ ὑποφέροντας τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ ἀντοχὴ τῆς Ἁγίας, διέταξε νὰ τὴν κλείσουν πάλι στὴν φυλακή. Ἐκεῖ διέταξε νὰ τὴν δέσουν χειροπόδαρα καὶ νὰ τὴν ξαπλώσουν πάνω σὲ κοφτερὲς πέτρες, γιὰ νὰ ὑποφέρει ἀφόρητα ὅταν ἤθελε νὰ μετακινηθεῖ δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Καὶ οἱ ὑπηρέτες ἔκαναν ὅτι τοὺς διέταξε ὁ ἡγεμόνας. Κατὰ τὸ μεσονύκτιο ὅμως Ἄγγελος Κυρίου ἦλθε καὶ ἔλυσε τὴ Μάρτυρα ἀπὸ τὰ δεσμά της καὶ ἐπούλωσε τὰ τραύματα τοῦ προσώπου της, ὥστε νὰ καταστεῖ ἀπόλυτα ὑγιεῖς, χωρὶς κανένα σημάδι ἢ οὐλή, ὅπως δηλαδὴ τῆς τὸ εἶχε χαρίσει ὁ Θεός.

Τὸ ἑπόμενο πρωὶ ἦλθε ὁ ἡγεμόνας στὸ δικαστήριο καὶ διέταξε νὰ φέρουν μπροστά του τὴν Ἁγία. Ὅταν ὁ δεσμοφύλακας, ὀνόματι Λαοδίκιος, ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς φυλακῆς, βρῆκε τὴν Γλυκερία λυμένη καὶ ὑγιή, ὥστε δὲν τὴν ἀναγνώρισε. Ἡ Ἁγία ὅμως τοῦ εἶπε: «Μὴν κάνεις τίποτε καὶ λυπήσου τὸν ἑαυτό σου, ἐγὼ εἶμαι ἐκείνη ποὺ ζητᾶς».

Ὁ δεσμοφύλακας γεμάτος ἔκπληξη καὶ ἔντρομος ἔβγαλε τὴν Ἁγία ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ ἀφοῦ δέθηκε ὁ ἴδιος μὲ τὰ δεσμὰ τῆς Μάρτυρος τὴν ἀκολούθησε στὸ βῆμα τοῦ ἡγεμόνα. Ἀντικρίζοντας αὐτὸ τὸ θέαμα ὁ ἡγεμόνας ρώτησε τὸν δεσμοφύλακα. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε τί ἀκριβῶς συνέβη. Ὁ ἄρχοντας ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ καὶ οἱ στρατιῶτες ἀποκεφάλισαν τὸν Μάρτυρα. Τὸ λείψανό του τὸ πῆραν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν.

Στὴ συνέχεια ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ ριχθεῖ ἡ Γλυκερία στὰ θηρία. Ἀλλὰ ἡ Μάρτυς ἀκούγοντας τὴν ἀπόφαση τοῦ ἡγεμόνα ἀντὶ νὰ πανικοβληθεῖ χάρηκε ὡς νὰ τῆς συνέβη κάτι τὸ εὐχάριστο.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἡγεμόνας καὶ ὁ λαὸς πῆραν τὶς θέσεις τους στὸ στάδιο, ἔριξαν μέσα στὸν στίβο τὴν Ἁγία, ἡ ὁποία εἰσῆλθε χαρούμενη καὶ στάθηκε γαλήνια στὴν μέση τοῦ σταδίου περιμένοντας καὶ πάλι τὸν Χριστὸ ὡς βοηθό της. Ἒτσι ὁλοκληρώθηκε τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας Γλυκερίας στὸ ὁποῖο ἀναδείχθηκε τέλεια στὴν ὁμολογία τῆς ἀλήθειας.
Τὸ ἱερὸ λείψανό της παρέλαβε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ἡρακλείας Δομίτιος καὶ τὸ τοποθέτησε σὲ εὐπρεπὴ τόπο κοντὰ στὴν πόλη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καλλιπάρθενον, Χριστοῦ τιμήσωμεν, τὴν ἀριστεύσασαν, πόνοις ἀθλήσεως, καὶ ἀσθένειᾳ τῆς σαρκός, τὸν ὄφιν καταβαλοῦσαν· πόθῳ γὰρ τοῦ Κτίσαντος, τῶν βασάνων τὴν ἔφοδον, παρ’ οὐδὲν ἡγήσατο, καὶ θεόθεν δεδόξασται· πρὸς ἣν ἀναβοήσωμεν πάντες· χαίροις θεόφρον Γλυκερία.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν παρθένον στέργουσα, καὶ Θεοτόκον Μαρίαν, διετήρεις ἄφθορον, τὴν σεαυτῆς παρθενίαν· πόθῳ δέ, καρδιωθεῖσα τῷ τοῦ Κυρίου, ἤθλησας, ἀνδρειοφρόνως μέχρι θανάτου· διὰ τοῦτο Γλυκερία, διπλῷ στεφάνῳ, σὲ στέφει Χριστὸς ὁ Θεός.

Μεγαλυνάριον.
Μύρον πολυσύνθετον τῷ Χριστῷ, ἐξ ἁγνοίας πόνων, καὶ αἱμάτων τοῖς σταλαγμοῖς, προσενεγκαμένη, θεόφρον Γλυκερία, ἐν μύροις θεοβρύτοις, λαμπρῶς δεδόξασαι.







Ἐγκαίνια ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου Παντανάσσης στὴ νῆσο τῆς Ἁγίας Γλυκερίας
Ἡ μικρὴ νῆσος τῆς Ἁγίας Γλυκερίας κεῖται πρὸ τοῦ Νικητιάτου, δηλαδὴ πρὸ τῆς σημερινῆς πόλεως τῶν Τούζλων. Ἡ μονὴ σωζόταν τὸ 1158 καὶ ὑπὲρ αὐτῆς ἐξέδωσε χρυσόβουλλο ὁ αὐτοκράτορας Μανουὴλ ὁ Κομνηνός.







Ὁ Ἅγιος Λαοδίκιος ὁ Μάρτυρας ὁ δεσμοφύλακας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λαοδίκιος ἦταν δεσμοφύλακας στὴν Τραϊανούπολη τῆς Θράκης, κατὰ τὸν χρόνο τὸν ὁποῖο ἡ Μάρτυς Γλυκερία ἦταν κλεισμένη στὴ φυλακή. Ἀφοῦ κατηχήθηκε ἀπὸ αὐτὴν στὸν Χριστιανισμὸ καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ Ἀληθινό, συνελήφθη καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.







Ὁ Ἅγιος Ἀββανός
Ὁ Ἅγιος Ἀββανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε στὴν Ἀγγλία κατὰ τὸ 2ο αἰώνα μ.Χ. Βαπτίσθηκε τὸ 165 μ.Χ. καὶ κήρυξε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν περιοχὴ Ἄμπινκντον τῆς Ἀγγλίας. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Οὐαλεριανὸς Ἐπίσκοπος Ὠξέρρης
Ὁ Ἅγιος Οὐαλεριανὸς ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ὠξέρρης τῆς Γαλλίας καὶ ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 350 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Ὀνήσιμος ἐκ Γαλλίας
Ὁ Ἅγιος Ὀνήσιμος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη τὸ 350 μ.Χ. Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σουασσὼ τῆς Γαλλίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 361 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Σαρβάτος Ἐπίσκοπος Τονγκρὲ Βελγίου
Ὁ Ἅγιος Σαρβάτος ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τονγκρὲ τοῦ Βελγίου. Φιλοξένησε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὅταν ἐκεῖνος ἦταν ἐξόριστος στὴ Δύση λόγω τῶν διώξεων τῶν ὀπαδῶν τοῦ αἱρετικοῦ Ἀρείου. Ὑπεράσπισε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο καὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη ἰδιαίτερα κατὰ τὴν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς στὴ Σόφια τὸ 343 μ.Χ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 384 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Παυσίκακος Ἐπίσκοπος Συνάδων
Ὁ Ἅγιος Παυσίκακος, ὁ ἰατρός, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀπαμεία τῆς Βιθυνίας καὶ γεννήθηκε ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαυρικίου (582 – 602 μ.Χ.). Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ἔχοντας κλίση πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο, ἔγινε μοναχός, περιερχόμενος δὲ τὶς πόλεις θεράπευε δωρεὰν τοὺς πάσχοντες καὶ συγχρόνως κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Πατριάρχης Κυριακὸς (595 – 606 μ.Χ.), ἀφοῦ ἐκτίμησε τὴ θεοφιλὴ του δράση, τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Συνάδων.

Ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ θέση ὁ Ἅγιος Παυσίκακος ἐπέδειξε μεγάλη δραστηριότητα καὶ διὰ τῆς ἐμπνευσμένης διδασκαλίας του στερέωνε τὴν πίστη τοῦ ποιμνίου του καὶ κατόρθωσε ὥστε νὰ ἐξαφανισθοῦν οἱ αἱρέσεις ἀπὸ τὴν ἐπισκοπή του.

Ὁ αὐτοκράτορας Μαυρίκιος πληροφορήθηκε τὶς θαυματουργικὲς θεραπεῖες του, τὸν κάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν θεράπευσε ἀπὸ βαρὺ νόσημα ἐκ τοῦ ὁποίου ἔπασχε. Σὲ ἔκφραση εὐγνωμοσύνης του γιὰ τὴν ἴασή του, ὁ αὐτοκράτορας ὅρισε διὰ χρυσοβούλλου γιὰ τὴν ἐπισκοπή, ἐτήσιο χρηματικὸ βοήθημα ἐκ μιᾶς λίτρας χρυσοῦ.
Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν ἕδρα του ὁ Ἅγιος Παυσίκακος καὶ ποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, κοιμήθηκε σὲ βαθύτατο γῆρας μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Μάρτυρας ὁ ἀπὸ Τιβεριανῶν
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλέξανδρος τελειώθηκε μαρτυρικὰ διὰ ξίφους. Στὸν Κώδικα 152 Supll. Παρισίων ἀναφέρεται ὅτι ἦταν Ἐπίσκοπος, ἐνῷ στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα Ι 70, φ. 238β, ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγιος ἦταν στρατιώτης τοῦ τάγματος τῶν Τιβεριανῶν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.). Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης θεωρεῖ ὅτι ἡ ἀναφορὰ «ἐπὶ κόμητος Τιβεριανοῦ» παραμορφώθηκε εἰς «ἐπισκόπου Τιβεριανῶν».






Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Πρεσβύτερος
Εἶναι ἄγνωστο σὲ ποιὰ ἐποχὴ ἔζησε ὁ Ὅσιος Νικηφόρος. Τὸ εἰς αὐτὸν σύντομο ὑπόμνημα τοῦ Λαυριωτικοῦ Κώδικος Ι 70 (φ. 239) ἀναφέρει ἁπλῶς ὅτι αὐτός, λόγω τῆς ἐνάρετης καὶ θεάρεστης πολιτείας του ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τῆς πολυάνθρωπης μονῆς τῆς Ἐφάψεως καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Σέργιος ὁ Ὁμολογητής
Ὁ Ὅσιος Σέργιος καταγόταν ἀπὸ ἔνδοξη καὶ εὐγενὴ οἰκογένεια τοῦ Βυζαντίου καὶ ἦταν πατέρας τοῦ ἱεροῦ Φωτίου († 6 Φεβρουαρίου) καὶ ἀδελφὸς τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου (784 – 806 μ.Χ.). Μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του Εἰρήνη καταδιώχθηκαν στὰ χρόνια τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Σέργιος, δέσμιος ἀπὸ τὸν λαιμό, διαπομπεύθηκε ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στερήθηκε τὴν περιουσία του καὶ ἐξορίσθηκε μὲ τὴ σύζυγο καὶ τὰ παιδιά του σὲ τόπο ἄνυδρο, ὅπου ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες πέθανε ὡς Ὁμολογητής.






Ὁ Ὅσιος Γαβριὴλ ὁ Ἴβηρας

Ὁ Ὅσιος Γαβριὴλ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰβηρία καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Αὐτός, ἐνῷ ἀσκήτευε μέσα σὲ σπήλαιο, ἐπάνω ἀπὸ τὴ μεθόριο τῶν μονῶν Ξηροποτάμου καὶ Ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὴν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου τοῦ 829 μ.Χ., μὲ τὴν ὑπόδειξη θεϊκῆς φωνῆς, κατῆλθε στὴν παραλία, ὅπου βρῆκε καὶ ἀνέσυρε ἀπὸ τὴ θάλασσα τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἀποκαλούμενη «τῆς Πορταϊτίσσης», ἡ ὁποία σήμερα βρίσκεται στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κοντὰ στὴ μονὴ καὶ ἀνατολικὰ αὐτῆς. Τὴν ἱερὴ εἰκόνα εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὴ θάλασσα, εὐσεβὴς Χριστιανὸς ἀπὸ τὴ Νίκαια, γιὰ νὰ τὴ σώσει ἀπὸ τὴν μανία τῶν εἰκονομάχων.






Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἴβηρας
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης (Βαρασβατσέ) καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰβηρία καὶ ἔζησε τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν σύμβουλος τοῦ διοικητῆ τῆς Ἰβηρίας Δαβὶδ τοῦ Κουροπαλάτου, τοπάρχης τῆς Ἰβηρικῆς Μεσχίας καὶ τιτλοῦχος τοῦ Βυζαντίου. Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια ἀποσύρθηκε, γιὰ νὰ μονάσει στὸν Ὄλυμπο τῆς Μυσίας, ἀργότερα δέ, ἀφοῦ παρέλαβε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη τὸν νεαρὸ υἱό του, Εὐθύμιο, ποὺ εἶχε παραδοθεῖ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἰβηρίας Δαβὶδ ὡς ὅμηρος, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἀσκήτευε στὴν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου μαζὶ μὲ μερικοὺς μαθητές. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 998 – 1003.






Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Ἀθωνίτης κτήτορας τῆς Ι.Μ. Ἰβήρων
Image
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Ἀθωνίτης καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Τάω τῆς Ἰβηρίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸ β’ ἥμισυ τοῦ 10ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία κατέφυγε μὲ τὸν πατέρα του Ἰωάννη στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου κατετάγησαν στὴν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.

Ἐπειδὴ ὁ χῶρος ποὺ παραχωρήθηκε σὲ αὐτοὺς ἦταν ἀνεπαρκής, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἀποφάσισε τὴν ἵδρυση ἀνεξάρτητης μονῆς ὑποκείμενης στὴν ἄμεση προστασία τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Στὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς αὐτῆς «τοῦ Κλήμεντος» ποὺ ὀνομάσθηκε μονὴ τῶν Ἰβήρων ἀπὸ τὸν τόπο καταγωγῆς τῶν κτητόρων, συνετέλεσε τὰ μέγιστα ὁ Ἴβηρας μοναχὸς Ἰωάννης Τορνίκιος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἀπεκδύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἐτέθη ἐπικεφαλῆς δώδεκα χιλιάδων ἀνδρῶν, συμπολέμησε μὲ τὸν Βάρδα Φωκᾶ καὶ κατατρόπωσε τὸν στρατηγὸ Βάρδα Σκληρό, ποὺ στασίασε κατὰ τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου τοῦ Β’. Αὐτὸς μετὰ τὴν νίκη τῆς Παγκαλείας, ἀφοῦ ἐνδύθηκε καὶ πάλι τὸ μοναχικὸ σχῆμα, μὲ αὐτοκρατορικὴ χορηγία καὶ χρυσόβουλο τοῦ 980 μ.Χ., μὲ τὴν βοήθεια δὲ καὶ τοῦ κτήτορα τῆς Λαύρας Ὁσίου Ἀθανασίου, συνέβαλε ὥστε κατὰ τὸ 985 μ.Χ. ἡ μονὴ νὰ εἶναι ἕτοιμη.

Ὅταν πέθανε ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ἡγούμενος τῆς μονῆς ἐξελέγη ὁ υἱός του Ὅσιος Εὐθύμιος. Ὁ νεὸς ἡγούμενος μὲ τὴν θεάρεστη πολιτεία καὶ τὴν ἀσκητικὴ βιοτή του συνέβαλε στὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τῶν ἀδελφῶν καὶ κατέστη περίφημος γιὰ τὶς ἀρετές του, ἕνεκα τῶν ὁποίων καὶ εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴ θαυματουργικὴ χάρη. Παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ ἡγουμένου τὸ 1012, γιὰ νὰ εἶναι ἀπερίσπαστος στὴ μετάφραση ἐκκλησιαστικῶν ἔργων καὶ στὴν πρωτότυπη συγγραφή. Χάρη στὸ κλασσικὸ καὶ λαμπρὸ ὕφος του, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος εἶναι πλέον ἀναγνωρισμένος συγγραφέας τοῦ Ἰβηρικοῦ μεσαίωνα.
Τὸ 1028, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ ἁγιορείτικες ὑποθέσεις, ἀλλὰ πέθανε ἀφοῦ ἔπεσε ἀπὸ ἡμίονο ποὺ τὸν μετέφερε. Κατὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του ἐπιτελέσθηκαν πολλὰ θαύματα σὲ ἔνδειξη τῆς ἁγιότητάς του. Ἀργότερα τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ὁσίου ἀνακομίσθηκε καὶ μεταφέρθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, ποὺ εἶχε ἀνοικοδομήσει ἴδιος.






Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Ἴβηρας
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος
Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Τέκοα τῆς Παλαιστίνης. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.






Οἱ Ἅγιοι Ἰβηρίτες Ὁσιομάρτυρες
Image
Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγος (1259 – 1282), γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴν παρέμβαση τοῦ Πάπα Γρηγορίου Ι’ (1271 – 1276) καὶ ἀργότερα τοῦ Ἰωάννου Κ’ (1276 – 1277) πρὸς τὸν Κάρολο τὸν Ἀνδεγαβικὸ προκειμένου νὰ σταματήσει τὶς ἐπιθέσεις του κατὰ τοῦ Βυζαντίου, προσχώρησε στὴν ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ποὺ διακηρύχθηκε στὶς 6 Ἰουνίου τοῦ 1274 στὴ Σύνοδο τῆς Λυὼν τῆς Γαλλίας. Ἡ πράξη ὅμως αὐτὴ τοῦ αὐτοκράτορα ἐξήγειρε ἐσωτερικὸ πόλεμο ποὺ κράτησε μέχρι τὸ 1281, διότι τόσο ὁ κλῆρος, ὅσο καὶ ὁ λαός, ἀντετάχθησαν σθεναρὰ κατὰ τῆς ἑνωτικῆς αὐτῆς πολιτικῆς. Ὁ αὐτοκράτορας μεταχειρίσθηκε ἐναντίον τῶν ἀντιφρονούντων αὐστηρὰ μέτρα: βαριὲς φορολογίες καὶ κατασχέσεις, δημόσιες τιμωρίες καὶ περιυβρίσεις.
Βοηθούμενος δὲ καὶ ἀπὸ τὸν λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰωάννη ΙΑ’ Βέκκο (1275 – 1282), ἐπιχείρησε νὰ ἐπιβάλει τὴν ἕνωση βίαια. Θύματα τῆς βίας αὐτῆς ὑπῆρξαν οἱ Ἰβηρίτες μοναχοί, οἱ ὁποῖοι, δὲν ὑπάκουσαν στὶς πατριαρχικὲς καὶ αὐτοκρατορικὲς διαταγὲς περὶ ἀποδοχῆς τῆς ἑνώσεως, ἀλλὰ μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἔλεγξαν αὐτοὺς γιὰ τὴν ἀνορθόδοξη πολιτική τους, συνελήφθησαν καὶ ρίχθηκαν στὴ θάλασσα, ὅπου βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.






Ἡ Ἁγία Γλυκερία ἐκ Ρωσίας
Ἡ Ἁγία Γλυκερία τοῦ Νόβγκοροντ ἔζησε κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Παντελεήμονος, δημοτικοῦ ἄρχοντα τοῦ Νόβγκορτ. Ἡ Ἁγία κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1522. Τὰ ἄφθαρτα λείψανά της, σύμφωνα μὲ τὸ δεύτερο Χρονικὸ τοῦ Νόβγκοροντ, βρέθηκαν στὶς 14 Ἰουλίου 1572 κοντὰ στὴν πέτρινη ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Φλώρου καὶ Λαύρου, ὅπου καὶ ἐνταφιάσθηκαν ἀπὸ τὸ Ἀρχιεπίσκοπο Νόβγκοροντ Λεωνίδη. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτῆς, ἐπιτελέσθηκαν θεραπεῖες ἀσθενῶν καὶ θαύματα.







Ὁ Ὅσιος Μακάριος τῆς Γλουσίτσα
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Μακαρίου τῆς Γλουσίτσα τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 12 Ὀκτωβρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Ἱερομάρτυρος

Image
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μακαρίου μετακομίσθηκαν ἀπὸ τὸ Κάνεφ στὴν πόλη τοῦ Περεσλάβλ τὸ 1688.Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 7 Σεπτεμβρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue May 13, 2014 2:06 am

14 ΜΑΪΟΥ






Μεσοπεντηκοστή
Image
Τὴν Τετάρτη μετὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μας μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Τὰ βυζαντινὰ χρόνια, ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνέτρεχαν κατ’ αὐτὴ στὸν μεγάλο ναὸ πλήθη λαοῦ. Δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ ἀνοίξει τὴν Ἔκθεση τῆς Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου γιὰ νὰ δεῖ τὸ ἐπίσημο τυπικὸ τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τὴν Μεσοπεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 903 μ.Χ. στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Μωκίου στὴν Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903 μ.Χ.). Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερὴς περιγραφὴ τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, ποὺ καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καὶ καθορίζει μὲ τὴν γνωστὴ παράξενη βυζαντινὴ ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τὸ πρωὶ τῆς ἑορτῆς μὲ τὰ ἐπίσημα βασιλικὰ τοῦ ἐνδύματα καὶ τὴν συνοδεία τοῦ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ ἱερὸ παλάτι γιὰ νὰ μεταβεῖ στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία. Σὲ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν πατριάρχη. Καὶ βασιλεὺς καὶ πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στὸν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μὲ τὴν συνήθη στὶς μεγάλες ἑορτὲς βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στὸ ὁποῖο ἔπαιρνε μέρος καὶ ὁ πατριάρχης. Καὶ πάλι ὁ βασιλεὺς ὑπὸ τὶς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους ὁ Θεὸς ἀγάγει τὴν βασιλείαν ὑμῶν» καὶ μὲ πολλοὺς ἐνδιαμέσους σταθμοὺς ἐπέστρεφε στὸ ἱερὸ παλάτι.



Ἀλλὰ καὶ στὰ σημερινά μας λειτουργικὰ βιβλία, στὸ Πεντηκοστάριο, βλέπει κανεὶς τὰ ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σὰν μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, μὲ τὰ ἐκλεκτά της τροπάρια καὶ τοὺς διπλούς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μὲ τὰ ἀναγνώσματά της καὶ τὴν ἐπίδρασή της στὶς πρὸ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν Κυριακὲς καὶ μὲ τὴν παράταση τοῦ ἑορτασμοῦ της ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες κατὰ τὸν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.



Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονὸς τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τὸ θέμα της εἶναι καθαρὰ ἑορτολογικὸ καὶ θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπὸ τοῦ Πάσχα καὶ ἡ 25η πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τὸ μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετὰ τὸ Πάσχα ἑορτάσιμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδὴ ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραία τὸ τοποθετεῖ τὸ πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:



«Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν,
τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως
Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων,
καί λάμπει τάς λαμπρότητας
ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα
καί ἑνοῦσα τάς δύο
καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα
τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».





Χωρὶς δηλαδὴ νὰ ἔχει δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτὴ συνδυάζει τὰ θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφ’ ἑτέρου, καὶ «προφαίνει» τὴν δόξα τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ ἑορτασθεῖ μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στὸ νοῦ καὶ ἕνα ἑβραϊκὸ ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τὸ «Μεσσίας». Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλὰ ἠχητικὰ θυμίζει τὸ μέσον. Ἔτσι καὶ στὰ τροπάρια καὶ στὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ παρουσιασθεῖ ὁ Χριστὸς σὰν Μεσσίας - μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, «μεσίτης καὶ διαλλάκτης ἡμῶν καὶ τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τὴν παροῦσαν ἑορτὴν ἑορτάζοντες καὶ Μεσοπεντηκοστὴν ὀνομάζοντες τὸν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στὸ συναξάρι. Σ’ αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ ἐξελέγη γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ (Ἰω. 7, 14 – 30). Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὸ ἱερὸ καὶ διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τὸν θαυμασμό, ἀλλὰ καὶ ζωηρὰ ἀντιδικία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν διδασκάλων. Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἡ δὲν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἢ δὲν εἶναι; Νέο λοιπὸν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστὸς εἶναι διδάσκαλος. Αὐτὸς ποὺ ἐνῶ δὲν ἔμαθε γράμματα κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τὸν κόσμο. Ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει στὸν ναό, στὸ μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στὸ μέσον της ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς δῆθεν σοφοὺς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἐκλέγομε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια, τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ’ ἤχου:



«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,
ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι·
Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς;
ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία
ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον.
Δόξα σοι».





Λίγες σειρὲς πιὸ κάτω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετὰ τὴν περικοπὴ ποὺ περιλαμβάνει τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Ἰουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, ποὺ ἔλαβε χώρα μεταξὺ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδὴ κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὸς ἀρχίζει μὲ μία μεγαλήγορο φράση τοῦ Κυρίου. «Ἐὰν τὶς διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 37 – 38). Καὶ σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής. «Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7, 39). Δὲν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου δὲν ἐλέχθησαν κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλὰ λίγες ἡμέρες ἀργότερα. Ποιητικὴ ἀδεία μπῆκαν στὸ στόμα τοῦ Κυρίου στὴν ὁμιλία Του κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν ἐξ’ ἄλλου τόσο πολὺ μὲ τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεθεῖ πιὸ παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δειχθεῖ ὁ χαρακτήρας τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σὰν ὕδωρ ζῶν, σὰν ποταμὸς χάριτος ποὺ δρόσισε τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, ποὺ ξεδιψᾶ καὶ ἀρδεύει τὶς συνεχόμενες ἀπὸ βασανιστικὴ δίψα ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ποῦ μεταβάλλει τοὺς πίνοντας σὲ πηγές. «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38). «Καὶ γενήσεται αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα» (Ἰω. 4, 14). Ποὺ μετέτρεψε τὴν ἔρημό τοῦ κόσμου σὲ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτεμένων παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ γόνιμο αὐτὸ θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ στόλισε τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μὲ ἐξαίρετους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τοὺς πιὸ χαρακτηριστικούς: Τὸ κάθισμα τοῦ πλ. δ’ ἤχου πρὸς τὸ «Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον», ποὺ ψάλλεται μετὰ τὴν γ’ ὠδὴ τοῦ κανόνος στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:



«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς
ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ,
καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι
σωτηρίας τά νάματα·
τόν γάρ θεῖον νόμον σου
δεχόμενος ἄνθρωπος,
ἐν αὐτῷ σβεννύει
τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.
Ὅθεν εἰς αἰῶνας
οὐ διψήσει, οὐ λήξει
τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε.
Διά τοῦτο δοξάζομεν
τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι
καταπέμψαι πλουσίως
τοῖς δούλοις σου».





Τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τὸ πρῶτο του πλ. δ’ καὶ τὸ δεύτερό του δ’ ἤχου:



«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διψῶσάν μου τήν ψυχήν
εὐσεβείας πότισον νάματα·
ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας·
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».

«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης
πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός·
Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν·
Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν,
σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».





Καὶ τέλος τὸ ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς:



«Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων
τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».



Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψη ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τὸν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκὸ χαρακτήρα, ποὺ θὰ τὴν ἔκανε προσφιλὴ στὸν πολὺ κόσμο. Καὶ τὸ ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δὲν βοήθησε τοὺς χριστιανούς, ποὺ δὲν εἶχαν τὶς ἀπαραίτητες θεολογικὲς προϋποθέσεις, νὰ ξεπεράσουν τὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ εἰσδύσουν στὴν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος. Συνέβη μὲ αὐτὴ κάτι ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη μὲ τοὺς περίφημους ναοὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ποὺ ἀντὶ νὰ τιμῶνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἀνεγέρθησαν, κατήντησαν, γιὰ τοὺς ἰδίους λόγους, νὰ πανηγυρίζουν στὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἢ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἢ τῆς ἁγίας Τριάδος ἢ τῶν Εἰσοδίων ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἢ καὶ αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων της Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης, ὁ τῶν ἁπάντων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, πρὸς τοὺς παρόντας ἔλεγες Χριστὲ ὁ Θεός· Δεῦτε καὶ ἀρύσασθε, ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν, καὶ πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τοὺς οἰκτιρμους σου δώρησαι ἡμῖν· σὺ γὰρ ὑπάρχεις, πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν.






Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Μάρτυρας ἐν Χίῳ
Image
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰσίδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Οἱ γονεῖς του ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὑπηρέτησε στὸ ρωμαϊκὸ στρατὸ ἐπὶ βασιλέως Δεκίου (249 – 250 μ.Χ.) καὶ προήχθη στὸ ἀξίωμα τοῦ Ὀπτίωνος. Ὁ Ἅγιος εἶχε ἑλκυσθεῖ στὴν Χριστιανικὴ πίστη κατὰ τὸ τελευταῖο του ταξίδι ἀπὸ ἄλλους Χριστιανοὺς ποὺ ὑπηρετοῦσαν μαζί του στὴ ναυτικὴ στρατιωτικὴ δύναμη. Ὅταν ἦλθε στὴ Χίο ὁ Κεντυρίων Ἰούλιος τὸν διέβαλε ἀναφέροντας στὸ ναύαρχο Νουμέριο ὅτι ἦταν Χριστιανὸς καὶ ἀρνιόταν νὰ προσφέρει θυσία στοὺς θεούς. Τότε τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἀπείλησαν, γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ σὲ σκληρὸ ξυλοδαρμὸ ποὺ κατανίκησε μὲ τὴν ἀδάμαστη πίστη του. Ὁ πατέρας του, ὅταν ἔμαθε ὅτι ἦταν Χριστιανός, ἐξεπλάγην. Ἔτσι, ξεκίνησε τὸ ταξίδι γιὰ τὴν Χίο, ὅπου ἔφθασε μὲ πολὺ κόπο. Ἀμέσως ζήτησε νὰ δεῖ τὸν φυλακισμένο υἱό του καὶ ὁ ναύαρχος Νουμέριος, νομίζοντας ὅτι ἡ πατρικὴ παρέμβαση θὰ ἄλλαζε τὴν πίστη τοῦ Μάρτυρα, τὸ ἐπέτρεψε. Ὁ Ἅγιος ἱκέτευε τὸν πατέρα του νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ νὰ δεῖ τὴν ἀλήθεια. Ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου ἦταν ἀνένδοτος. Δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι ὁ υἱός του πίστευε στὸν σταυρωθέντα Ναζωραῖο καὶ ἀρνήθηκε τὴν προγονικὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Τὸν καταράστηκε καὶ δήλωσε στὸν ναύαρχο Νουμέριο ὅτι τὸν ἀποκηρύσσει παρακαλώντας τον ταυτόχρονα νὰ ἐπισπεύσει τὴ θανατικὴ καταδίκη τοῦ υἱοῦ του. Ὁ Νουμέριος τὸν ἔδεσε σὲ ἄλογο ποὺ τὸν παρέσυρε καλπάζοντας ἐπάνω σὲ πέτρες. Ὁ Μάρτυς ἦταν γεμάτος πληγὲς καὶ αἵματα. Ἀμέσως ὁ Νουμέριος διέταξε τὴν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του.
Τὸ σεπτὸ λείψανό του τὸ ἔριξαν σὲ φαράγγι, γιὰ νὰ τὸν καταφάγουν τὰ ὄρνεα, λίγοι δὲ στρατιῶτες φύλαγαν ἐκεῖ, μὴν τυχὸν ἔλθουν οἱ Χριστιανοὶ καὶ παραλάβουν τὸ σῶμα. Ὅμως, μία Χριστιανή, ὀνόματι Μυρόπη, ἦλθε τὴ νύχτα καὶ μὲ τὴν βοήθεια δύο ὑπηρετριών, τὴν ὥρα ποὺ οἱ στρατιῶτες εἶχαν πέσει καὶ ἡσύχαζαν, παρέλαβε τὸ ἱερὸ λείψανο, τὸ ὁποῖο ἐνταφίασε. Τὴν ἑπομένη, ὁ Νουμέριος πληροφορήθηκε ὅτι τὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρος εἶχε ἁρπαχθεῖ. Ὑπέθεσε ὅτι οἱ στρατιῶτες δελεάστηκαν μὲ χρήματα καὶ δῶρα καὶ ἐπέτρεψαν στοὺς Χριστιανοὺς νὰ παραλάβουν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου. Γι’ αὐτὸ τοὺς φυλάκισε, ἐνῷ παράλληλα κυκλοφόρησε τὴν εἴδηση ὅτι θὰ τοὺς φονεύσει , ἂν δὲν τοῦ ποῦν σὲ ποιὸν παρέδωσαν τὸ λείψανο. Ἡ Μυρόπη ἔκρινε ὅτι θὰ ἦταν ἄδικο νὰ ἐκτελεσθοῦν οἱ στρατιῶτες. Γι’ αὐτὸ παρουσιάσθηκε στὸν Νουμέριο καὶ τοῦ δήλωσε τὴν ἀλήθεια. Ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὴν φυλακίσουν. Μετὰ τὸ μαρτύριό της, οἱ Χριστιανοὶ ἔθαψαν μὲ εὐλάβεια τὸ λείψανο τῆς Παρθενομάρτυρος κοντὰ στὸν τάφο, ὅπου προηγουμένως αὐτὴ εἶχε ἀποθέσει αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς στρατευθεὶς τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων, τῶν ἐπιγείων τὴν στρατείαν ἀπώσω, καὶ εὐθαρςῶς ἐκήρυξας Χριστὸν τὸν Θεὸν· ὅθεν τὸν ἀγῶνά σου, τὸν καλὸν ἐκτελέσας, Μάρτυς θεοδόξαστος, τοῦ Σωτῆρος ἐδείχθης· ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, τοὺς σὲ τιμῶντας, παμμάκαρ Ἰσίδωρε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κυβερνήτης μέγιστος τῇ οἰκουμένῃ, σὺ ἐφάνης Ἅγιε, ταῖς πρὸς Θεόν σου προσευχαῖς· διὸ ὑμνοῦμέν σε σήμερον, Μάρτυς θεόφρον, Ἰσίδωρε ἔνδοξε.

Μεγαλυνάριον.
Ξίφει ἐκτμηθείς σου τὴν κεφαλήν, ἔτεμες τῆς πλάνης, Ἀθλοφόρε τὰς μηχανάς, καὶ Χριστῷ ἡνώθεις, τῇ κεφαλῇ τῶν ὅλων, ὡς κοινωνὸς τοῦ πάθους, τούτου Ἰσίδωρε.







Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Βάρβαρος καὶ Ἀκόλουθος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀλέξανδρος, Βάρβαρος καὶ Ἀκόλουθος κήρυξαν μὲ παρρησία τὸν Χριστὸ καὶ χειραγώγησαν πολλοὺς πρὸς τὴν εὐσέβεια. Ὑπέμειναν μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὶς ὕβρεις καὶ τὰ βασανιστήρια. Μαρτύρησαν διὰ τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας αὐτῶν κεφαλῆς. Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης ποὺ ἦταν κοντὰ στὴ θάλασσα.







Ὁ Ἅγιος Καρτέγιος Ἐπίσκοπος Λίσμορ
Ὁ Ἅγιος Καρτέγιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἦταν ἱδρυτὴς τῆς περίφημης μονῆς τοῦ Ραθανόφφαλυ, ποὺ εἶχε περὶ τοὺς ὀκτακόσιους ἑξήντα μοναχούς. Τὸ 635 μ.Χ. ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ μονὴ καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὸ Λίσμορ, ὅπου ἐξελέγη Ἐπίσκοπος. Ἀφοῦ ἔζησε καὶ ποίμανε τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 637 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Θεράποντας ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Κύπρου
Image
Ὁ μακάριος αὐτός ἄνδρας, καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Ἀλεμάνων (Δουκάτο στὴν περιοχὴ τῆς Γερμανίας), ἀπὸ εὐγενεὶς καὶ ευσεβεὶς γονείς. Καταφρόνησε ὅλες τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς γιατὶ ἐκπαιδεύτηκε στὰ Ἱερὰ Γράμματα κατανοώντας τα πλήρως. Περνοῦσε κάθε ἡμέρα, ὅλο τὸν χρόνο του στὶς ἱερὲς Ἐκκλησίες, μελετώντας τὶς Γραφές. Ἡ ζωή του ἦταν πολὺ λιτὴ καὶ ἁπλή. Ἤθελε νὰ ἀρέσει στὸν Θεὸ καὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσει τὴν ἐπίδοση τῶν ἀρετῶν, σκληραγωγοῦσε τὸν ἑαυτό του σὲ ἐγκράτεια καὶ πολλοὺς ἀγῶνες. Ἔγινε ἔνθερμος κήρυκας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ἀλεμανίας τὸν κάλεσε – ἀφοῦ ἔμαθε γιὰ τὴν ζωή του – καὶ μὲ τὴν συνεργεία τῆς Θείας Πρόνοιας καὶ τὴν ψήφο τοῦ λαοῦ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, ὅτι ὁ Ἅγιος Θεράπων δὲν τὸ ἐπιθυμοῦσε αὐτό, ἀλλὰ ὑπάκουσε στὴν ἐντολὴ τῆς Θείας Χάριτος καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν πατρίδα του μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ Ἐπισκόπου. Λάμπρυνε τὸ ἀξίωμά του, ἔγινε διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἀκριβὴς στὸν λόγο του. Μετέστρεψε πολλοὺς ἀπὸ διάφορες αἱρέσεις πίσω στὴν Ἀληθινὴ Πίστη τῆς Ὀρθοδοξίας.



Ἐπειδὴ ποίμανε θεάρεστα γιὰ πολλὰ χρόνια τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Διάβολος, κήρυξε βρώμικο πόλεμο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Ὁ Ἅγιος Θεράπων ἀντιτάχθηκε καὶ ἄσκησε κριτικὴ στοὺς εἰκονομάχους ἀποκαλώντας αὐτοὺς αἱρετικούς, ἄθεους καὶ ἀσεβείς. Ἐκείνοι, μὴ ἀνεχόμενοι τὶς ὕβρεις τοῦ Ἁγίου, τὸν συκοφάντησαν καὶ τὸν φυλάκισαν καὶ μὲ σιδερένια νύχια ἔσκιζαν τὸ σῶμά του. Ὁ Ἄγιος, τὰ ὑπέμεινε ὅλα αὐτά μὲ χαρὰ καὶ ἔλεγε στοὺς βασανιστές του «Γιὰ τὴν Ἁγία Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, εἶμαι ἔτοιμος ἀκόμα καὶ κομμάτια νὰ γίνω». Καὶ αὐτοὶ ἔδεσαν χειροπόδαρα καὶ φυλάκισαν τὸν Ἅγιο, τοποθετώντας μάλιστα καὶ μεγάλη φρουρὰ ἔξω ἀπό τὸ κελί του. Καὶ ἐνῷ οἱ θύρες τοῦ κελιοῦ του ἦταν σφραγισμένες, Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στὸν Ἄγιο τρεῖς φορὲς καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔλυσε τὰ δεσμὰ καὶ τοῦ γιάτρεψε τὶς πληγές, τοῦ εἶπε: «Σήκω καὶ μὴ φοβᾶσαι τίποτα. Ἀκούστηκε ἡ προσευχή σου γνήσιε Μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ». Τὸ ἑπόμενο πρωί, οἱ φρουροὶ ἔβγαλαν τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὸ κελί του, τὸν χτυποῦσαν καὶ τὸν χλεύαζαν. Ὁ Ἅγιος ἀμέσως τοὺς εἶπε: «ἐπειδή μὲ εἰρωνεύεστε καὶ παραμένετε ἀδιόρθωτοι καὶ μὲ βρίζετε, ἔφθασε σὲ σᾶς ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου, καὶ θὰ γίνετε ὅλοι παράλυτοι, ὥστε ἀπὸ σᾶς, νὰ σωφρονιστοῦν καὶ οἱ ὑπόλοιποι». Μόλις τελείωσε τὸν λόγο του, σχηματίστηκε στὸν οὐρανὸ ἕνα εἶδος ἀστραπὴς ποὺ ἄφησε μεγάλο κρότο, καὶ παρέλυσε τοὺς φρουρούς, καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου, δραπέτευσε ὁ Ἅγιος καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Ἀλεμανία στὰ Ἱεροσόλυμα, μέσα σὲ μία νύχτα. Ἀφοῦ ἐπισκέφτηκε ὅλα τὰ Ἱερά προσκυνήματα γιὰ δική του ὡφέλεια, κατέπληξε πολλούς, μὲ πολλὰ θαύματα καὰ σημεῖα ποὺ ἔκανε καὶ ἀνακηρύχτηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους ὡς Μέγας καὶ Θαυματουργός.



Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Ἅγιος Θεράπων, ἔγινε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅταν συνάντησε τυχαῖα στὸν δρόμο μία τελετὴ ταφῆς ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ. Ὁ Ἅγιος, σπλαγχνίσθηκε τὴ μάνα τοῦ παιδιοῦ ποὺ «ἀμέτρως ἐκόπτετο». Πλησίασε τὴν σωρὸ τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ, καὶ ἅπλωσε τὸ δεξί του χέρι πρὸς αὐτὴν καὶ εἶπε: «Σήκω, στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον οἱ ἄνομοι Ἑβραῖοι σταύρωσαν, ἐπὶ ἡγεμονίας Ποντίου Πιλάτου». Ὁ λόγος τοῦ Ἅγίου, ἀμέσως ἀνέστησε τὸ νεκρὸ παιδὶ καὶ ἔμειναν ὅλοι ἔκπληκτοι. Ἡ μάνα τοῦ παιδιοῦ, προσκύνησε τὰ ἴχνη τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ ἀναφιλητὰ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὴν βαπτίσει μαζὶ μὲ τὸ παιδί της καὶ νὰ ἀναγεννηθεῖ στὴν Ὀρθοδοξία. Μετὰ τὸ γεγονὸς αυτό, ὅλος ὁ κόσμος διατυμπάνιζε παντοῦ αὐτὸ τὸ μέγα θαῦμα ποὺ τέλεσε ὁ Ἄγιος.



Ὁ Ἅγιος, ἔμεινε πολλὰ χρόνια στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τελοῦσε πλῆθος θαυμάτων σὲ ὅλον τὸν κόσμο, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Βλέποντας ὅμως τὸν κόσμο νὰ τὸν τιμάει καὶ ἔχοντας ἤδη γίνει αρκετὰ γνωστὸς σὲ ὅλη τὴν ἐκεῖ περιοχή, ἀποφάσισε νὰ ἀφήσει τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ πάει κάπου μακριὰ γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν δόξα. Μπῆκε σὲ ἕνα πλοῖο καὶ πῆγε στὴν Κύπρο. Ὅμως ἡ φήμη του ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ εἶχε φθάσει ἀκόμα καὶ στὴν Κύπρο. Φιλοξενήθηκε ἀπὸ κάποιον Σώσιο ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τὴν γυναίκα του ἦταν φιλάσθενοι. Ἡ γυναίκα του ἦταν κατάκοιτη στὸ κρεβάτι γιὰ ἐννέα χρόνια μὲ ὑψηλὸ πυρετό. Βλέποντας ὁ Ἅγιος τὴν καλοσύνη τους, τοὺς ἔδωσε τὴν πολυπόθητη ὑγεία. Καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀσθενείς, ὅταν τὸ ἔμαθαν παρακαλοῦσαν τὸν Ἅγιο νὰ τοὺς θεραπεύσει καὶ ὁ Ἅγιος, βάζοντας τὰ χέρια του ἐπάνω στὰ κεφάλια τους, θεράπευε ὅλες τὶς ἀσθένειες, κηρύττοντας σὲ ὅλον τὸν κόσμο τὴν Ἀληθινὴ Πίστη τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀσκῶντας ἔλεγχο καὶ κριτικὴ στοὺς Αἱρετικοὺς ποὺ πολεμοῦσαν τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Ὁ Ἅγιος Θεράπων ἦταν ἀπόλυτος σὲ ὅ,τι ἀφοροῦσε τέτοια θέματα (γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εἰκόνα του, κάνει πολλὰ θαύματα).

Κάποια στιγμή, ἐνῷ ὁ Ἅγιος ἔδινε τὸν ἀγῶνά του ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν σὲ δημόσιο χῶρο, κάποιος αὐθάδης αἱρετικὸς μὴ μπορῶντας νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν Ἅγιο, τὸν χτύπησε στὸ πρόσωπο καὶ τὸν ἔριξε καταγῆς. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες, νιώθοντας τύψεις γιὰ τὴν μεγάλη διαφορὰ ἡλικίας ποὺ τοὺς χώριζε καὶ γιὰ τὴν βία ποὺ ἄσκησε στὸ πρόσωπο τοῦ γέροντα, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο νὰ τὸν συγχωρέσει. Ὁ Ἅγιος τὸν κάλεσε νὰ ἀσπασθεῖ τὶς Ἱερὲς εἰκόνες καὶ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν αἵρεση. Ἐκεῖνος δὲν δέχθηκε καὶ ὁ Ἅγιος δὲν τὸν συγχώρεσε, διώχνοντάς τον ἀπὸ κοντά του «ἐπαρασάμενος αὐτὸν εἶναι κεχωρισμένον τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ». Εἶχε δεῖ σὲ ὅνειρο, τὸν Κύριο σὲ νηπιακὴ ἡλικία, νὰ φοράει ἕναν χιτῶνα λευκὸ ἀλλὰ σκισμένο ἀπὸ τὴν κορυφὴ ὡς τὰ πόδια καὶ νὰ τὸν πληροφορεῖ ὅτι αὐτὸς ὁ Αἱρετικὸς καὶ οἱ ὅμοιοί του διέρρηξαν τὸν χιτώνα του μὲ τὰ πιστεύω τους. Ὅλη ἡ κοινωνία τῆς Κύπρου ἔμεινε ἔκπληκτη μὲ τὸ θᾶρρος καὶ τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἁγίου.



Ὁ τότε Πρόεδρος τοῦ νησιοῦ, ἀφοῦ ἔμαθε γιὰ τὸν Ἅγιο, τὸν κάλεσε καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μείνει ἐκεῖ κοντά του, δίνοντάς του τὴν ἐπισκοπὴ τῆς Λάρνακας, γιὰ νὰ ὡφεληθεῖ ὅλος ὁ κόσμος. Ὁ Ἅγιος, δέχθηκε καὶ ἔγινε Ἐπίσκοπος Κύπρου. Ὅλοι ἦταν χαρούμενοι γιατὶ ἑκτὸς ἀπὸ Ἐπίσκοπος, ἦταν καὶ ὁ Ἀνάργυρος Ἰατρὸς τοῦ Νησιοῦ.



Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἔγινε ἐπιδρομὴ τῶν Ἀράβων στὴν Κύπρο, οἱ ὁποῖοι κατέκαυσαν ὅλα τὰ Μοναστήρια καὶ τὶς Ἐκκλησίες καὶ ἔσφαξαν πολλοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ. Καὶ τὸν Ἅγιο Θεράποντα τὸν συνέλαβαν στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα τὴν ὥρα ποὺ λειτουργοῦσε στὶς 14 Μαΐου. Ξαφνικά, μόλις ἔγινε αὐτό, οὐράνιες μελῳδίες καὶ ἕνα Ἄκτιστο Φῶς κύκλωσε ὅλο τὸν χῶρο τῆς Ἁγίας Τράπεζας. Αὐτὸ τὸ θέαμα στοὺς πιστοὺς τοὺς ἔδωσε δύναμη, ἐνῷ στοὺς Ἄραβες προκάλεσε φόβο καὶ τύψεις γι’ αὐτὸ ποὺ ἔκαναν. Τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου Θεράποντος τοῦ Ἱερομάρτυρα κηδεύτηκε ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὅπου καὶ χτίστηκε ὁ πρῶτος Ναός του.



Ἔπειτα ἀπὸ μερικοὺς αἰῶνες, καὶ λίγο πρὶν ἐπιτεθοῦν ξανὰ οἱ Ἀγαρηνοὶ στὴν Κύπρο, ἐμφανίστηκε σὲ ὅνειρο ὁ Ἅγιος καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταφερθοῦν τὰ ὀστά του στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ μὴν πατηθοῦν ἀπὸ ἀπίστους. Πράγματι, τὰ ὀστά του μεταφέρθηκαν στὴν Πόλη στὶς 27 Μαΐου, ὅπου ἔγινε καὶ ναὸς πρὸς τιμήν του καὶ ἀναβλύζουν θαύματα σὲ ὅποιον ἐπικαλεῖται τὸ Πάνσεπτο ὄνομά του καὶ τιμᾶ τὴν Ἁγία Εἰκόνα του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Θεραπεύσας ἐνθέῳ ζήλῳ τὸν Κύριον, ἀληθῶς ἀνεδείχθης θεράπων τούτου πιστός· διὸ δέδοσαι ἡμῖν τοῖς τιμῶσί σε, ἀκεσώδυνος πηγή, καὶ πολυχεύμων ποταμός, θαυμάτων καὶ ἰαμάτων, Θεράπον Ἱερομάρτυς· ὅθεν σε πάντες μακαρίζομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῇ ἱερᾷ καὶ ζωηφόρῳ πηγῇ σου, πεποικιλμένῃ ποικιλίᾳ θαυμάτων, πάντες πιστοὶ προστρέχοντες πιστῶς καὶ εὐλαβῶς, πλοῦτον ἀρυόμεθα, ἐξαισίων θαυμάτων, καὶ φαιδρῶς γεραίρομεν, τοὺς σεπτούς σου ἀγῶνας, οὓς περ ὑπέστης ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, Ἱερομάρτυς Θεράπον θαυμάσιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἱερέων ἔμπνους εἰκών, Θεράπον παμμάκαρ, καὶ Μαρτύρων ὁ κοινωνός· χαίροις ὁ πηγάζων, θαυμάτων θεῖα ῥεῖθρα, σοφὲ Ἱερομάρτυς, τοῖς εὐφημοῦσί σε.






Ὁ Ἅγιος Λεόντιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Τιβεριούπολη τῆς Φρυγίας καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς περὶ τὸ β’ ἥμισυ τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὴν γενέτειρά του καὶ φοίτησε κοντὰ σὲ εὐλαβὴ ἱερέα, προσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Πτελιδίου, ὅπου ἔγινε μοναχός. Ἀργότερα μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συνδέθηκε μὲ τὸν Μητροπολίτη Τιβεριάδος, στὸν ὁποῖο καὶ ὑπετάγη. Ἀφοῦ ἀκολούθησε τὸν γέροντά του, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεφε στὴν Ἐπισκοπή του, κατέπλευσε μαζί του στὴν Πάτμο, γιὰ νὰ προσκυνήσει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ξεκίνησε τὸ ταξίδι του γιὰ τὴν Κύπρο, ἀλλὰ ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ τὸν ὁδήγησε καὶ πάλι πίσω στὴν Πάτμο. Ἐκεῖ, μὲ πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Θεοκτίστου, ἀνδρὸς ἔμπειρου στὰ πνευματικά, κατέστη ὑπόδειγμα ἀδελφικῆς ἀγάπης καὶ ταπεινοφροσύνης. Ὅταν ὁ ἡγούμενος Θεόκτιστος πέθανε, ὁ Λεόντιος ἐξελέγη διάδοχός του μὲ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῶν μοναχῶν.

Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ἐπισκεπτόταν γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τῆς μονῆς καὶ τὴ νῆσο τῆς Κρήτης. Εἶχε δὲ ὁρμητήριο στὴν Κρήτη τὸ μονύδριο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἐντὸς τῆς ἀρχαίας πόλεως Ἄπτερα, ἐπάνω ἀπὸ τὸ τουρκικὸ φρούριο Ἰσδεζὶν (Καλάμι), ποὺ ἦταν τότε μετόχι τῆς μονῆς Πάτμου.

Μεριμνώντας γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς μονῆς, ὁ Ἅγιος Λεόντιος μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ εἵλκυσε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση τοῦ αὐτοκράτορος Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ (1143 – 1180 μ.Χ.) γιὰ τὸ πρόσωπό του, κατὰ σύσταση καὶ ὑποστήριξη τοῦ ὁποίου ἐξελέγη Πατριάρχης Ἱεροσολύμων τὸ 1170, σὲ καιροὺς κατὰ τοὺς ὁποίους ἡ Σιωνίτιδα Ἐκκλησία δοκιμαζόταν ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Λατίνων.
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος, ἀφοῦ διέπρεψε σὲ ὁσιότητα βίου καὶ ἀποστολικὸ ζῆλο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1190.






Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Θαυματουργός ὁ διὰ Χριστὸν σαλός
Image
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος Τβερντίσλοβ (=πιστὸς τοῦ Λόγου), γεννήθηκε στὴν Γερμανία ἀπὸ πλούσιους γονεῖς. Μεγαλωμένος σὲ Ρωμαιοκαθολικὸ περιβάλλον, μεταστράφηκε ἀργότερα στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἀπὸ τὴ νεότητά του ἔζησε ἀσκητικὸ βίο καὶ εἶχε στὴν καρδιά του μεγάλη εὐσπλαχνία γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπιθυμώντας τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅγιος ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία, διαμοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἄρχισε νὰ ζεῖ περιπλανώμενος. Τελικὰ ἔφθασε στὴ Ρωσία καὶ ἀποφάσισε νὰ ζήσει στὸ Ροστώβ. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ζοῦσε μέσα στὸ χιόνι καὶ στὸ κρύο, ὑπομένοντας κάθε προσβολή. Ἐγκαταστάθηκε σὲ μία σαθρὴ ξύλινη καλύβα, τὴν ὁποία ἔφτιαξε ὁ ἴδιος. Ἐπέλεξε ἕνα ἀκατανόητο τρόπο ζωῆς γιὰ τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιγράφει στὴν Α’ Ἐπιστολή του πρὸς Κορινθίους.

Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος περνοῦσε τὸν καιρό του μὲ ἀδιάλειπτη προσευχή, μὴ ἐπιτρέποντας στὸν ἑαυτό του πολὺ ὕπνο ἢ ξεκούραση. Στεκόταν ὅλη τὴ νύχτα ἄγρυπνος καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεό.

Τὴν ἡμέρα ὁ Ἅγιος ἔκανε τοὺς γύρους τῆς πόλεως, ἐνεργώντας ὡς σαλός. Ὅπως ὁ Ἰὼβ ὁ παλαιὸς στὴν ὑπομονή του, ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος, ἐνῷ ἦταν ἀκόμα ζωντανός, ἦταν μαζὶ ἐπίγειος Ἄγγελος καὶ οὐράνιος ἄνθρωπος, μία φιλεύσπλαχνη ψυχή, ἁγνὸς στὴ σκέψη, μὲ ἄγρυπνη καρδιά, πίστη ἀκαταίσχυντη καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη χωρὶς ὑποκρισία. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ βίου του ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.

Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1474. Οἱ Χριστιανοὶ πληροφορήθηκαν τὴν κοίμησή του μόνο ὅταν περνώντας ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβα του ἔνιωσαν τὴν εὐωδία, ποὺ ἀνέδιδε τὸ ἱερὸ λείψανό του. Στὸν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ Ἁγίου, κτίσθηκε ὁ ναὸς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, στὸν ὁποῖο φυλάσσονται τὰ λείψανά του.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὀνομάζεται Τβερντίσλοβ (πιστὸς τοῦ Λόγου), ἐπειδὴ ὁμιλοῦσε συνεχῶς γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.







Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Μάρτυρες μοναχοὶ καὶ λαϊκοί
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀντώνιος, ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Οὔγκλιχ († 6 Ἰουνίου), μαρτύρησε μαζὶ μὲ σαράντα μοναχοὺς τῆς μονῆς καὶ χίλιους λαϊκούς, ἀπὸ τοὺς Πολωνοὺς τὸ 1609.






Ὁ Ἅγιος Δανιὴλ ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Μάρτυρες μοναχοὶ καὶ λαϊκοί

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δανιήλ, ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μαρτύρησε μαζὶ μὲ τριάντα μοναχοὺς τῆς μονῆς καὶ διακόσιους λαϊκούς, ἀπὸ τοὺς Πολωνοὺς τὸ 1609.






Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Νεομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μᾶρκος ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα τῆς νήσου Κρήτης. Ὁ πατέρας του, ὀνόματι Ἀνδρέας, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ζάκυνθο καὶ ἡ μητέρα του ἀπὸ τὴν Κρήτη. Σὲ μικρὴ ἡλικία, μετὰ τὸν θάνατο τῆς μητέρας του, ἀκολούθησε τὸν πατέρα του στὴν Σμύρνη. Ἐκεῖ, λόγω τῆς βίαιης διαγωγῆς τοῦ πατέρα του, ἐξισλαμίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τέσσερα χρόνια παρέμεινε στὸν Ἰσλαμισμὸ ὁ Μᾶρκος καὶ μετονομάσθηκε Μουσταφᾶ.
Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ μετανόησε καὶ ἀνένηψε, ἀπέκρουσε μὲ βδελυγμία τὴν πλάνη τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ διέφυγε στὴ Ζάκυνθο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κρήτη. Κατέφυγε στὴν ἀκμάζουσα τότε ἱερὰ μονὴ τῆς Κυρίας Ἀκρωτηριανῆς (Τοπλοῦ) Σητείας, γιὰ περισυλλογὴ καὶ ἄσκηση. Ἀργότερα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐξομολογήθηκε καὶ μαθήτευσε κοντὰ στὸν σοφὸ καὶ πολυμαθὴ διδάσκαλο Μελέτιο Συρίγο. Ἐπανῆλθε στὴ Σμύρνη, ὅπου κήρυξε δημόσια τὸν Χριστιανισμό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἀφοῦ μὲ σθένος ἀρνήθηκε νὰ προδώσει τὴν πίστη του, βασανίσθηκε σκληρὰ καὶ τέλος ἀποκεφαλίσθηκε στὴ Σμύρνη τὸ 1643. Τὸ τίμιο λείψανό του, ἀφοῦ ἐξαγοράσθηκε ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, ὁ δὲ Θεός, σὲ ἀνταμοιβὴ τῆς θυσίας του, τὸν ἀνέδειξε πηγὴ ἰαμάτων γιὰ ὅσους προσέτρεχαν πρὸς αὐτὸν μὲ πίστη.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ὁ Βούλγαρος, ὁ χρυσοχόος
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Σούμνα τῆς Βουλγαρίας καὶ ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ χρυσοχόου. Ἦταν ὡραῖος στὴν ὄψη καὶ ἐνάρετος. Τὸν Ἰωάννη ἐρωτεύθηκε μία Ὀθωμανίδα, ποὺ κατοικοῦσε κοντὰ στὸ ἐργαστήριό του. Ἐπειδὴ ἀπέτυχε στὴν προσπάθειά της νὰ ἑλκύσει τὸν Ἰωάννη, ἡλικίας δεκαοκτῶ ἐτῶν, τὸν συκοφάντησε ὅτι ἀποπειράθηκε νὰ τὴν βιάσει. Κατόπιν τούτου, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ὁ ὁποῖος τὸν πίεζε νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ νὰ νυμφευθεῖ τὴν δῆθεν βιασμένη ἀπὸ αὐτὸν γυναῖκα. Ὁ Ἰωάννης, ἀφοῦ ἀντέκρουσε τὴν ἐναντίον του συκοφαντία, δήλωσε πρὸς τὸν κριτὴ ὅτι ἦταν καὶ θὰ παρέμενε μέχρι τέλους πιστὸς στὴν Χριστιανικὴ πίστη του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ βασανίσθηκε σκληρὰ καὶ κλείσθηκε στὴ φυλακή. Ἡ πίστη τοῦ Νεομάρτυρα ἦταν ἀκατάβλητη. Οἱ βασανιστὲς τὸν ἔβαλαν σὲ τροχό, ἔσκισαν τὸ δέρμα αὐτοῦ ἀπὸ τῆς κοιλιᾶς μέχρι τοῦ λαιμοῦ καὶ τὸν ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τέλος, μὲ διαταγὴ τοῦ μουφτῆ, οἱ δήμιοι τὸν ἀποκεφάλισαν τὸ 1802.







Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ἔγκλειστος
Image
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Νικήτα ἐπαναλαμβάνεται στὶς 31 Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ στὶς 30 Ἀπριλίου.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Ἰαροσλάβλ
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἰαροσλάβλ (Πετσέρκ) ὑπῆρχε στὴν ὁμώνυμη πόλη. Ἡ Ἀλεξάνδρα Ντομπίτσκινα, ποὺ ὑπέφερε τρομακτικὰ γιὰ δεκαεπτὰ χρόνια ἀπὸ ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ἀσθένεια, εἶδε τὸ 1823 σὲ ὅραμα μία ἐκκλησία μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ἀποφάσισε νὰ ψάξει γιὰ ὁ ναὸ τοῦ Ἰαροσλάβλ καὶ τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ὅραμα. Ὅταν εἰσῆλθε στὸ ναό, ἡ λυπημένη Ἀλεξάνδρα εἶδε στὸν τοῖχο τὴν ἀπεικόνιση τῆς Θεοτόκου τῶν Σπηλαίων. Ξαφνικὰ εἶχε μία ἰσχυρὴ κρίση πυρετοῦ, μετὰ τὴν ὁποία ἦλθε ἡ ἀνακούφιση καὶ ἡ πλήρης θεραπεία ἀπὸ τὴν πολύχρονη ἀσθένεια. Ἀπὸ τότε ἡ εἰκόνα ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα σὲ ἐκείνους ποὺ προστρέχουν μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.







Οἱ Ἅγιοι Ἀριστοτέλης καὶ Λέανδρος οἱ Μάρτυρες
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τῶν Ἁγίων.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue May 13, 2014 2:09 am

15 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὁ Μέγας
Image
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος γεννήθηκε τὸ 292 μ.Χ. στὴν Κάτω Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.). Στὸ στρατό, στὸν ὁποῖο κατετάγη, γνωρίσθηκε μὲ Χριστιανοὺς στρατιῶτες καὶ διδάχθηκε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Ὅταν δὲ ἀπολύθηκε ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἀφοῦ μετέβη στὴν Ἄνω Θηβαΐδα, βαπτίσθηκε καὶ ἐκάρη μοναχός.

Ἐπιθυμώντας μεγαλύτερη ἡσυχία, γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄσκηση, κατέφυγε στὴν ἔρημο καὶ ἐτέθη ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ περίφημου ἡσυχαστοῦ Παλάμονος († 12 Αὐγούστου), τοῦ ὁποίου ἔγινε τέλειος μιμητής.

Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, περὶ τὸ 320 μ.Χ., κατέφυγε σὲ ἔρημο νησίδα τοῦ Νείλου, στὴ νῆσο Ταβέννη τῆς Ἄνω Θηβαΐδος, ὅπου βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὸν ἀσπασθέντα τὸ μοναχικὸ σχῆμα ἀδελφό του Ἰωάννη, ἵδρυσε μικρὴ μονή.

Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς συνέσεώς του, εἵλκυσε πολλοὺς μοναχούς, ἐξαιτίας δὲ τούτου ὁλοένα καὶ μεγάλωνε τὴ μονή του, ὥστε σὲ διάστημα ὀλίγων ἐτῶν αὐτὴ νὰ ἀριθμεῖ περισσότερους ἀπὸ 14.000 μοναχούς. Ἔτσι ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους οἰκιστὲς καὶ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου.

Ὁ Ὅσιος Παχώμιος θεωρεῖται θεμελιωτὴς τῆς κοινοβιακῆς ὀργανώσεως τῶν ἀσκητῶν. Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ Λαυσαϊκὴ Ἱστορία, βιβλίο ποὺ ἔγραψε ὁ Παλλάδιος περὶ τὸ 420 μ.Χ., οἱ μοναχοὶ τοῦ Παχωμίου, ποὺ ὀνομάζονταν Ταβεννησιῶτες, ζοῦσαν ἀνὰ τρεῖς σὲ μικρὰ οἰκήματα. Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἐπέβαλε στοὺς μοναχοὺς κοινὴ προσευχὴ κάθε πρωὶ καὶ βράδυ (συνολικὰ βέβαια οἱ μοναχοὶ προσεύχονταν, σύμφωνα μὲ τὸν Κανόνα, δώδεκα φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ δώδεκα τὴ νύχτα), κοινὴ ἐργασία, κοινὰ ἔσοδα, κοινὲς δαπάνες, κοινὰ γεύματα καὶ ὁμοιόμορφη ἐνδυμασία. Τὰ γεύματά τους ἀποτελοῦνταν ἀπὸ φυτικὲς τροφὲς καὶ τυρί. Κατ’ αὐτὰ οἱ μοναχοὶ δὲν μιλοῦσαν μεταξύ τους καί, γι’ αὐτό, συνεννοοῦνταν μὲ νεύματα. Κάλυπταν δὲ τὰ πρόσωπά τους κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ βλέπουν μόνο τὴν τράπεζα. Ἡ ὁμοιόμορφη στολή τους ἀποτελεῖτο ἀπὸ τὰ ἑξῆς ἐνδύματα: λινὸ χιτώνα («λεβιτωνάριο»), ποὺ ἔφθανε λίγο κάτω ἀπὸ τὰ γόνατα καὶ ζωνόταν μὲ ζώνη, λευκὸ μαλλοφόρο ἔνδυμα αἰγὸς ἢ προβάτου («μηλωτή»), ἐπίσης ζωσμένο, ποὺ ἔφθανε ὡς τὰ γόνατα καὶ εἶχε τὴ μαλλοφόρο ὄψη πρὸς τὰ ἔξω, κωνοειδὲς κουκούλιο, ποὺ στὸ πίσω μέρος ἔφθανε ὡς τοὺς ὤμους, καὶ μικρὸ λινὸ ὠμοφόριο («μαφόριον» ἢ «μαφόριον»), ποὺ κάλυπτε συνήθως τὸν αὐχένα καὶ τοὺς ὤμους. Ὑποδήματα σπανίως χρησιμοποιοῦσαν.

Οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοὶ κοιμοῦνταν καθήμενοι καὶ κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κάθε Σάββατο καὶ Κυριακή. Διαιροῦνταν σὲ εἴκοσι τέσσερα τάγματα, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποία χαρακτηρίζονταν μὲ ἕνα γράμμα τῆς ἀλφαβήτου, ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση καὶ τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς ἐκείνων ποὺ τὸ ἀποτελοῦσαν.

Πνεῦμα ὀργανωτικὸ καὶ ἀπαράμιλλος στὴν καθοδήγηση καὶ διακυβέρνηση προσώπων καὶ πραγμάτων, κατόρθωσε νὰ διατηρήσει μεταξὺ τοῦ πλήθους τῆς περὶ αὐτὸν ἀδελφότητας πειθαρχία καὶ ἀγάπη, φροντίζοντας ὡς φιλόστοργος πατέρας γιὰ τὶς πνευματικὲς καὶ ὑλικές τους ἀνάγκες, διὰ δὲ τῶν σοφῶν συμβουλῶν του καὶ τοῦ παραδείγματός του νὰ τοὺς ἐνθερρύνει στὸν ἀγῶνα πρὸς τὴν ἁγιότητα. Λόγω τῆς θεοσεβείας καὶ τῆς θεοφιλοῦς δράσεώς του ὁ Ὅσιος Παχώμιος προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας καὶ ἐπιτέλεσε πλεῖστα ὅσα θαύματα.
Τὸ 348 μ.Χ. περιποιούμενος ὁ ἴδιος τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἀσθένησαν ἀπὸ πανώλη, ἀρρώστησε καὶ ὁ ἴδιος καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε. Τὸν Ὅσιο Παχώμιο διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Ἡγιασμένος († 16 Μαΐου).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγελάρχης ἐδείχθης τοῦ Ἀρχιποίμενος, Μοναστῶν τᾶς ἀγέλας Πάτερ Παχώμιε, πρὸς τὴν μάνδραν ὁδηγῶν τὴν ἐπουράνιον, καὶ τὸ πρέπον ἀσκηταῖς, ἐκεῖθεν σχῆμα μυηθείς, καὶ τοῦτο πάλιν μυήσας· νῦν δὲ σὺν τούτοις ἀγάλλῃ, καὶ συγχορεύεις ἐν οὐρανίαις σκηναῖς.

Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὴν τῶν Ἀγγέλων ἐν σώματι πολιτείαν, ἐπιδειξάμενος Παχώμιε θεοφόρε, τούτων καὶ τῆς εὐκλείας ἠξίωσαι, τῷ τοῦ Δεσπότου θρόνῳ, σὺν αὐτοῖς παριστάμενος, καὶ πᾶσι πρεσβεύων θείαν ἄφεσιν.

Μεγαλυνάριον.
Πάχος ἀπορρίψας τὸ γεηρόν, πρὸς γνόφον εἰσέδυς, τῶν ἀΰλων θεωριῶν· ὅθεν ἐκομίσω, τὰς θεογράφους πλάκας, Παχώμιε παμμάκαρ, ζωῆς τῆς κρείττονος.






Οἱ Ἅγιοι Τορκουάτος, Κτησιφῶν, Σεκοῦνδος, Ἰνδαλέτιος, Καικίλιος, Ἡσύχιος καὶ Εὐφράσιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τορκουάτος, Κτησιφῶν, Σεκοῦνδος, Ἰνδαλέτιος, Καικίλιος, Ἡσύχιος καὶ Εὐφράσιος μαρτύρησαν στὴν Ἱσπανία κατὰ τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ., ὅπου κήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀπεστάλησαν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο. Ὁ Ἅγιος Τορκουάτος κήρυξε στὴν πόλη Γκουάντιξ κοντὰ στὴ Γρανάδα, ὁ Ἅγιος Καικίλιος στὴ Γρανάδα, ὁ Ἅγιος Κτησιφῶν στὴν πόλη Μπέργκα, ὁ Ἅγιος Εὐφράσιος στὴν πόλη Ἀντουγιάρ, ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος στὸ Γιβραλτάρ, ὁ Ἅγιος Ἰνδαλέτιος στὴν πόλη Οὔρσι κοντὰ στὴν Ἀλμέρια καὶ ὁ Ἅγιος Σεκοῦνδος στὴν πόλη Ἄβηλα.







Ὁ Ἅγιος Σιμπλίκιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σιμπλίκιος μαρτύρησε στὴ Σαρδηνία τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).






Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος Ἐπίσκοπος Λαρίσης
Image
Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος γεννήθηκε κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ. στὴν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.).

Ἀφοῦ ἔτυχε εὐσεβοῦς παιδείας, ἀπὸ θεῖο ζῆλο κινούμενος, ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὴ συνέχεια τὴ Ρώμη, ὅπου τὰ λείψανα καὶ οἱ τάφοι τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου προσείλκυαν τοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανούς. Ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἐπιδόθηκε στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, περιεχόμενος τὶς διάφορες χῶρες καὶ ἀψηφώντας τὶς ταλαιπωρίες καὶ τοὺς κινδύνους. Ἡ θεοφιλὴς δράση του καὶ τὰ πολλὰ πνευματικὰ χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν στολισμένος, τὸν ἀνέδειξαν Ἐπίσκοπος Λαρίσης.

Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου.

Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴ Λάρισα, ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ στερέωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ ποιμνίου του, μὲ τὴν ὑποστήριξη δὲ τοῦ αὐτοκράτορος κατόρθωσε νὰ καταστρέψει τοὺς εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς καὶ νὰ ἱδρύσει στὴ θέση τους Χριστιανικούς.
Ἔτσι θεοφιλῶς ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος καὶ ἀφοῦ ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Λαρίσης σε πρόεδρον, καὶ πολιοῦχον λαμπρόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς Ἱεράρχην σοφόν, παμμάκαρ Ἀχίλλιε· σὺ γὰρ τὸ τῆς Τριάδος, ὁμοούσιον κράτος, θαύμασί τε καὶ λόγοις, κατετράνωσας κόσμῳ. Ἣν Πάτερ ἐξευμενίζου, τοῖς σὲ γεραίρουσι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῆς οἰκουμένης τὸν ἀστέρα τὸν ἀνέσπερον

Καὶ Λαρισαίων τὸν ποιμένα τὸν ἀκοίμητον

Τὸν ἀχίλλιον ὑμνήσωμεν ἐκβοῶντες·

Παρρησίαν κεκτημένος πρὸς τὸν Κύριον

Ἐκ παντοίας τρικυμίας ἡμᾶς λύτρωσαι
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἀχίλλιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἑῴας ἀστὴρ λαμπρός, καὶ τῶν Λαρισαίων, λαμπαδοῦχος καὶ ὁδηγός, χαίροις εὐσεβείας, λειμὼν ὁ ἀνθηφόρος, Ἀχίλλιε παμμάκαρ, Τριάδος πρόμαχε.






Ὁ Ὅσιος Σιλβανὸς ὁ Ταβεννησιώτης
Ὁ Ὅσιος Σιλβανὸς ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴν Ταβέννη τῆς Ἄνω Θηβαΐδος, κοντὰ στὸν Ὅσιο Παχώμιο τὸν Μέγα. Ὁ Ὅσιος διακρίθηκε γιὰ τὸ χάρισμα τῶν δακρύων, τὸ προφητικὸ δῶρο καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Ἱλάριος
Ὁ Ὅσιος Ἱλάριος ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὴν Τοσκάνη. Ἀσκήτεψε στὰ Ἀπέννινα Ὄρη ἐπὶ πενήντα δύο χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 558 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Μυροβλύτης
Ὁ Ὅσιος Βάρβαρος ἀνῆκε, σύμφωνα μὲ τὸν ἐγκωμιαστή του Κωνσταντίνο Ἀκροπολίτη καὶ τὸ Συναξάρι, σὲ ληστρικὴ ὁμάδα Ἀράβων, ἡ ὁποία ἐπέδραμε στὴ νότια Ἤπειρο καὶ τὴν Αἰτωλία ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820 – 829 μ.Χ.). Σὲ κάποια σύγκρουση οἱ σύντροφοί του φονεύθηκαν καὶ ἀπὸ τότε ὁ Βάρβαρος περιφερόταν μόνος «λήσταρχος γενόμενος, καὶ ποιῶν ἀβάτους τὰς ὁδούς, οἰκῶν ἐν ὄρεσι καὶ ἁλσώδεσι τόποις». Κατ’ οἰκονομία Θεοῦ κάποια ἡμέρα εἰσῆλθε σὲ ναὸ ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, σὲ τόπο ποὺ ὀνομαζόταν Νήσα, ὅπου λειτουργοῦσε ὁ ἱερεὺς Ἰωάννης. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ὑψώσεως τῶν Τιμίων Δώρων ὁ ἱερεὺς τὸν εἶδε καὶ προσευχήθηκε μετὰ φόβου στὸν Θεό. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ὁ Κύριος ἄνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ληστοῦ, ποὺ εἶδε τοὺς Ἀγγέλους νὰ συλλειτουργοῦν μὲ τὸν ἱερέα. Ὅταν ὁ ἱερεὺς τελείωσε τὴν Θεία Λειτουργία, ὁ Βάρβαρος τὸν ρώτησε: «Ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἦταν μαζί σου;». Ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἡ Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ τὸν ἀξίωσε νὰ δεῖ αὐτὰ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δοῦν τὰ ἀνθρώπινα μάτια, γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ μετάνοια. Ὁ Βάρβαρος ἀμέσως ἀπέβαλε τὰ λησταρχικὰ ὅπλα, μετανόησε, ἄρχισε τὴν ἄσκηση καὶ βαπτίσθηκε. Ὁ ἀσκητικὸς ἀγῶνας στὴν περιοχὴ Τρύφου τοῦ Ξηρομέρου (ἢ Ξηρομένων) Αἰτωλοακαρνανίας ἔγινε μεγαλύτερος. Ἐπὶ τρία ἔτη ἀγωνίσθηκε πνευματικὰ καὶ «πεποίηκε χρόνους τρεῖς κυλιόμενος ὡς τετράπους καὶ ἐσθίων χοῦν καὶ βοτάνας τὰς φυομένας, κλαίων καὶ ὀδυρόμενος, κατακοπτομένων αὐτοῦ τῶν σαρκῶν». Μία νύχτα, ἕνας γεωργὸς ποὺ ἔτρωγε σὲ ἐκεῖνον τὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε ὁ Ὅσιος, τὸν φόνευσε κατὰ λάθος, νομίζοντας ὅτι εἶναι θηρίο.

Ὁ τάφος του ἀνέδιδε μύρο καὶ ὁ Ὅσιος ἐπιτελοῦσε θαύματα πολλά. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη του στὶς 15 Μαΐου.
Ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται στὴν τοπικὴ ἁγιολογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας καὶ Κέρκυρας ὡς Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Πενταπολίτης, ἡ ὁποία τιμᾶ τὴν μνήμη του στὶς 23 Ἰουνίου.
Μέχρι σήμερα στὴν Αἰτωλοακαρνανία μιλοῦν γιὰ τὸ σπήλαιο, ὅπου ὁ Ἅγιος Βάρβαρος πέρασε τὰ δέκα ὀκτὼ χρόνια τῆς ἀσκήσεώς του καὶ τὸ ἁγίασμά του. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ἀναφορὰ τὸ 1571 μ.Χ. ἕνας Βενετὸς στρατιωτικός, ὀνόματι Σκλαβοῦνος, ποὺ ἔλαβε μέρος στὴ ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου, ἀσθένησε ξαφνικὰ ἀπὸ θανατηφόρα ἀσθένεια. Ὁ ἀσθενὴς βλέπει τὸν Ὅσιο σὲ ὅραμα, ὁ ὁποῖος τὸν καλεῖ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο του, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Πράγματι, ὅταν ἔφθασε στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου, προσκύνησε μὲ εὐλάβεια καὶ ἔγινε καλά. Θέλοντας νὰ τιμήσει τὸν Ὅσιο Βάρβαρο ἔκανε ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του μὲ σκοπὸ νὰ τὰ μεταφέρει στὴ Βενετία. Περνώντας ἀπὸ τὴν Κέρκυρα γιὰ ἀνεφοδιασμό, σταμάτησε στὸ χωριὸ Ποταμός, ὅπου θεραπεύθηκε ἕνας παράλυτος νέος. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ὅσιο.






Ὁ Ὅσιος Πανηγύριος ὁ ἐκ Κύπρου
Ὁ Ὅσιος Πανηγύριος ἔζησε καὶ ἔδρασε στὴ Μαλούντα, ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Λευκωσίας τῆς Κύπρου. Ἦταν μοναχὸς καὶ ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του ἔφθασε μέχρι τὸν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε καὶ τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Μὲ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη ὁ εὐλαβὴς ἀσκητὴς ἀποδέχθηκε τὴ μεγάλη τούτη τιμή, ὥστε ἀπὸ τὸν ὑμνογράφο του νὰ χαρακτηρίζεται «τῶν ἱερέων τὸ ἐγκαλλώπισμα καὶ τῶν Ὁσίων τὸ κλέος».

Ὁ Ἅγιος Θεὸς χάρισε στὸν Ὅσιο καὶ τὸ δῶρο τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι, ἐπιτελοῦσε πολλὰ θαύματα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Ὅσιος Πανηγύριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Θείας πίστεως.
Τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Μαλουντίων τὸ καύχημα καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Πανηγύριε· ἱερωσύνης ἐνεδύσω τὴν στολὴν καὶ θαυμάτων τε πηγὴ ἀνεδείχθης, τοῖς προστρέχουσιν ἐν πίστει ἐν τῷ πανσέπτῳ καὶ θείῳ τεμένει σου. Δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖν πρέσβυν ἀκοίμητον.







Μνήμη ἐν τῷ περιτειχίσματι καὶ ἡ ἀνάδειξις τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος ἐν Καμουλιανοῖς
Ἡ μνήμη τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ἀναγράφεται στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα. Ἡ διήγηση περὶ τῆς εὑρέσεως τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν εἰδωλολάτρισσα καὶ μετέπειτα Χριστιανὴ Ἀκυλίνα , μέσα σὲ ἕνα κιβώτιο ἀποδόθηκε στὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἀλλὰ εἶναι ψευδεπίγραφη.






Ὁ Ἅγιος Ἡσαΐας ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ροστώβ
Ὁ Ἅγιος Ἡσαΐας γεννήθηκε στὴ γῆ τοῦ Κιέβου ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, ποὺ τοῦ ἔδωσαν χριστιανικὴ ἀγωγή. Ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια ἀγάπησε τὸν Χριστό, περιφρόνησε ὅλες τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις καὶ ἦλθε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων, γιὰ νὰ γίνει μοναχός. Ἡγούμενος ἦταν τότε ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, ποὺ διεῖδε μὲ τὴν χαρισματική του διάνοια τὴν μελλοντικὴ ἐξέλιξη τοῦ νέου καὶ τὸν ἔνδυσε μὲ τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα. Ἀπὸ τότε ὁ Ἡσαΐας ἀφιερώθηκε «ψυχή τε καὶ σώματι» στὸν Νυμφίο Χριστὸ καὶ ἄρχισε μία αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή.

Ἦταν ἁπλός, ταπεινός, ὑπάκουος, ἀφιλάργυρος, φιλάνθρωπος, γνήσιος ἐνσαρκωτὴς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς. Καὶ ἐπειδὴ «οὐ δύναται πόλις κρυβήναι ἐπάνω ὄρους κειμένη», ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητός του διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴ χώρα καὶ ἔφθασε μέχρι τὰ αὐτιὰ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος Ἰζιασλάβου Παροσλάβιτς.

Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ ἐπίμονα τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο νὰ δώσει τὴν εὐλογία του, γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ ὁ Ἡσαΐας ἡγούμενος στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, μία καὶ ὁ μακάριος Βαρλαὰμ εἶχε κοιμηθεῖ ἐν Κυρίῳ.

Ὁ θεοφώτιστος Θεοδόσιος πληροφορήθηκε ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἀναλάβει ὁ ὑποτακτικός του τὴ διακονία τοῦ ἡγουμένου. Ἔτσι ἔδωσε τὴν συγκατάθεση καὶ τὴν εὐλογία νὰ γίνει ὁ Ἡσαΐας ἡγούμενος. Καὶ ἐκεῖνος, μὴ θέλοντας νὰ παρακούσει, σήκωσε μὲ πόνο τὸ βαρὺ φορτίο καὶ ἔγινε ὁ ποιμένας ὁ καλὸς τῶν μοναχῶν τῆς νέας μονῆς του.

Οὔτε ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του ἄλλαξε, οὔτε τὸ ταπεινὸ φρόνημά του ἀλλοιώθηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμα ποὺ ἀνέλαβε. Ὁ νοῦς του ἦταν πάντοτε προσκολλημένος στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θανάτου, τῆς κρίσεως καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Γι’ αὐτὸ συνέχιζε, μὲ περισσότερο τώρα ζῆλο, τὶς ἀσκήσεις καὶ τοὺς ἀγῶνες του καὶ γινόταν ζωντανὸ παράδειγμα ἀγγελικῆς βιοτῆς γιὰ τοὺς ὑποτακτικούς του, καλώντας τους στὶς κορυφὲς τῶν ἀρετῶν καὶ ἐκπληρώνοντας πάντοτε πρῶτος ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

Ὁ ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος χαιρόταν καὶ εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο, ποὺ ἔστειλαν στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου αὐτὸν τὸν ἔμψυχο ἀδάμαντα. Ἀλλὰ περισσότερο ὁ Κύριος δόξασε τὸν πιστὸ δοῦλο του, τιμώντας τον μὲ τὸ ὑψηλὸ καὶ θεῖο ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα. Μετὰ τὴν μακαρία κοίμηση τοῦ θεοφιλοῦς Λεοντίου, ἐπισκόπου τοῦ Ροστώβ, ὁ Ἅγιος Ἡσαΐας, μὲ κοινὴ βουλὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος σὲ ἐκείνη τὴν ἐπαρχία.

Ὅταν ἦλθε στὴ θεόσωστη γῆ τοῦ Ροστώβ, ὁ Ἅγιος ποιμενάρχης βρῆκε πολλοὺς Χριστιανούς, πρόσφατα βαπτισμένους ἀλλὰ ἀστερέωτους στὴν πίστη. Εἶχαν κρατήσει πολλὲς παλαιὲς εἰδωλολατρικὲς συνήθειες καὶ διέπρατταν, ἀπὸ ἄγνοια, σοβαρὰ ἁμαρτήματα. Ἄρχισε τότε ὁ Ἅγιος ἕνα δύσκολο καὶ κοπιαστικὸ ποιμαντικὸ ἀγώνα, γιὰ τὴ διαφώτιση καὶ τὴν στήριξη τοῦ ποιμνίου του στὴν πίστη καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Περιόδευε ἀκατάπαυστα στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς τοῦ Ροστὼβ καὶ τῆς Σουζδαλίας. Κατηχοῦσε, κήρυττε, νουθετοῦσε, δίδασκε, διέλυε τὶς πλάνες, κατέλυε τὰ προπύργια τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ. Ὅπου ἔβλεπε νὰ ὑπάρχουν ἀκόμα εἴδωλα ἢ εἰδωλολατρικοὶ ναοί, ἔδινε ἐντολὴ νὰ κατεδαφισθοῦν ἢ νὰ παραδοθοῦν στὴ φωτιὰ καὶ ἔπειτα δίδασκε στοὺς κατοίκους τὴν Ὀρθόδοξη πίστη στὴν Ἁγία καὶ Ὁμοούσιο καὶ Ζωαρχικὴ Τριάδα. Ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀβάπτιστους Ρώσους πίστευαν, βαπτίζονταν ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἱεράρχη στὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅσοι δὲν πίστευαν μὲ τὴν κατήχηση καὶ τὸ κήρυγμα, πείθονταν μὲ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα καὶ σημεῖα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ τὶς πιὸ σκληρὲς καρδιὲς τὶς λύγιζε ἡ ἀγάπη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀκακία καὶ ἡ μακροθυμία τοῦ Ἁγίου. Ἦταν παρηγορητὴς τῶν θλιβομένων, τροφὸς τῶν πεινασμένων, προστάτης τῶν χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, βοηθὸς τῶν φτωχῶν, ὑπερασπιστὴς τῶν ἀδικουμένων.
Ὁ Ἅγιος Ἠσαΐας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1090.







Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας ἔζησε κατὰ τὸν 10ο καὶ 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ 1115.






Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ Ἐρημίτης ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ Ἐρημίτης ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ δεσπότου τῆς Ἠπείρου Μιχαὴλ Β’ τοῦ Κομνηνοῦ (1237 – 1271) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μονοδένδρι Ζαγορίου Ἰωαννίνων.

Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι, ἐπειδὴ ζήλωσε τὸν ἀσκητικὸ βίο, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἦλθε καὶ κατοίκησε σὲ σπήλαιο, στὸ ὄρος Καλάνα τῆς ἐπαρχίας Βάλτου, τὸ ὁποῖο βρίσκεται μεταξὺ Αἰτωλοακαρνανίας καὶ Εὐρυτανίας.
Ὁ Κύριος, κατὰ τὸν βιογράφο του, ἔδωσε θαυμαστὸ σημεῖο, κατὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, γιὰ νὰ τὸν δοξάσει: «Οὐράνιο φῶς καὶ ἀναμμένες λαμπάδες κατέβαιναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὸ σημεῖο ποὺ βρισκόταν τὸ τίμιο λείψανό του». Μόλις πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς ἡ βασίλισσα τῆς Ἄρτας, Ἁγία Θεοδώρα, συγκέντρωσε τὴν σύγκλητο καὶ μετέβησαν στὸ μέρος ποὺ βρισκόταν τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο μὲ τιμὲς καὶ εὐλάβεια. Ἔδωσε δὲ ἐντολὴ νὰ κτίσουν ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου.






Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὁ Ἀναχωρητής
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος, τῆς Νερέκτα, κατὰ κόσμον Ἰάκωβος, γεννήθηκε ἀπὸ μία ἱερατικὴ οἰκογένεια στὸ Βλαντιμὶρ τοῦ Κλιάζμα. Ὁ πατέρας του ἦταν ὁ ἱερεὺς Ἰγνάτιος, ὁ ὁποῖος διακονοῦσε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἡ οἰκογένειά του τὸν ἔστειλε στὸ σχολεῖο καὶ σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν ὁ Ὅσιος εἶχε μάθει πολὺ καλὰ τὴν Ἁγία Γραφή.

Ποθώντας τὸν μοναχικὸ βίο κατέφυγε στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Βλαντιμὶρ καὶ ἔγινε μοναχός.

Γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση ὁ Ὅσιος ἔφυγε ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ πῆγε στὰ περίχωρα τῆς Νερέκτα. Ἐδῶ, στὸν ποταμὸ Γκριντένκα, βρῆκε ἕνα κατάλληλο μέρος γιὰ μοναστήρι, ἕνα ὑπερυψωμένο τοπίο, σὰ νησί, μέσα στὸ πυκνὸ δάσος. Ὁ Ὅσιος ζήτησε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ κτίσουν ἕνα μοναστήρι στὴν περιοχὴ τοῦ Σιπάνοβο, στὰ σύνορα μὲ τὴν πόλη Κοστρόμα. Οἱ κάτοικοι τῆς Νερέκτα μὲ χαρὰ συναίνεσαν καὶ βοήθησαν στὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἁγιογράφησε μία εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἀφοῦ ἔψαλλε τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα, τὴν μετέφερε στὸ μέρος ὅπου θὰ ἔκτιζε τὸ ναό, ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Τριάδα. Ὅταν ἡ κατασκευὴ ὁλοκληρώθηκε, ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὀργάνωσε τὸ νέο μοναστήρι, τὸ ὁποῖο σύντομα ἄρχισε νὰ προσελκύει μοναχούς.

Στὸ νέο μοναστήρι οἱ μοναχοὶ ἔπρεπε ἀπὸ μόνοι τους νὰ καλλιεργοῦν τὴ γῆ καὶ νὰ τρέφουν τοὺς ἑαυτοὺς τους μὲ τὸν μόχθο τῶν χεριῶν τους. Ὁ Ὅσιος ἔδιδε πρῶτος τὸ παράδειγμα γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς μὲ τὴν ἐργασία του.

Ὁ Ὅσιος Παχώμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας τὸ 1384, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν ὁποῖο καὶ ἔκτισε.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Παχωμίου στὶς 23 Μαρτίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.






Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος, κατὰ κόσμον Ἐλεάζαρ, γεννήθηκε περὶ τὸ 1386 στὸ χωριὸ Βιντελεμπιέ, κοντὰ στὸ Πσκώφ. Ἀπὸ τὸ ἴδιο χωριὸ καταγόταν ὁ Ὅσιος Νίκανδρος τοῦ Πσκὼφ († 24 Σεπτεμβρίου).

Οἱ γονεῖς του Ἐλεάζαρ ἤθελαν νὰ νυμφεύσουν τὸν υἱό τους, ἀλλὰ αὐτὸς ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Σνετνογκόρσκϊυ, ὅπου ἔγινε μοναχός.

Περὶ τὸ 1425, ἐπιθυμώντας ὁ Ὅσιος νὰ ζήσει σὲ ἀπομόνωση, γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς ἐγκαθίσταται σὲ ἕνα ἀπομονωμένο κελλὶ στὸν ποταμὸ Τόλβα, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸ Πσκώφ. Ἐδῶ εἶδε σὲ ὅραμα τοὺς τρεῖς Οἰκουμενικοὺς Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, οἱ ὁποῖοι τοῦ ὑπέδειξαν τὸν τόπο ὅπου θὰ οἰκοδομοῦσε μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη σὲ αὐτούς. Ἀμέσως μετά, τὸν πλησίασε ἕνας εὐσεβὴς μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεραφεὶμ καὶ γύρω ἀπὸ τὸν Ὅσιο Εὐφρόσυνο ἄρχισαν νὰ συναθροίζονται καὶ ἄλλοι ἀσκητὲς ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ζήσουν μαζί του τὸν ἀναχωρητικὸ βίο.

Τὸ 1477 ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος κατασκεύασε στὴν τοποθεσία ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ, μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στοὺς τρεῖς Ἱεράρχες καὶ τὸν Ὅσιο Ὀνούφριο καὶ κελλιὰ γιὰ τὴν ἀδελφότητα καὶ ἄρχισε νὰ δέχεται ὅσους εἶχαν ἀνάγκη πνευματικὴ καθοδήγηση. Σὲ ὅσους μοναχοὺς τὸν ἐπισκέπτονταν ὁ Ὅσιος ἔλεγε νὰ ζήσουν σύμφωνα μὲ τὸν μοναχικὸ κανόνα ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε φτιάξει. Αὐτὸς ὁ κανόνας στὴν πραγματικότητα ἦταν μία διδασκαλία γιὰ τὴν ἀληθινὴ εὐαγγελικὴ ζωὴ ποὺ πρέπει νὰ ζεῖ ἕνας μοναχός.

Ἀπὸ ταπείνωση καὶ διάθεση νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν προσευχή, ὁ Ὅσιος δὲν ἀνέλαβε ποτὲ τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου, ἀλλὰ συνέχισε νὰ ζεῖ ὡς ἐρημίτης λίγο μακριά, στὶς ὄχθες τῆς λίμνης τοῦ Πσκώφ.
Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος κοιμήθηκε σὲ ἡλικία ἐνενήντα πέντε ἐτῶν, τὸ 1481. Στὸν τάφο του τοποθετήθηκε ἡ εἰκόνα του, εἰκονογραφημένη ἀπὸ τὸν μαθητὴ του Ἰγνάτιο, ὅταν ἀκόμα ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ἦταν στὴ ζωὴ καὶ ἡ διαθήκη ποὺ ὁ ἴδιος ἄφησε στὴν ἀδελφότητα καὶ ἔγραψε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια σὲ περγαμηνὴ καὶ ἐπικύρωσε μὲ μολυβένια σφραγίδα ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Νόβγκοροντ, Θεόφιλος.






Ὁ Ὅσιος Σεραπίων τοῦ Πσκώφ
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Σεραπίωνος στὶς 8 Σεπτεμβρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Θαυματουργός ὁ πρίγκιπας
Image
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος (Ἰβάνοβιτς) γεννήθηκε στὴ Μόσχα τὸ 1581. Ἦταν υἱὸς τοῦ τσάρου Ἰβὰν Δ’ τοῦ Τρομεροῦ ἀπὸ τὸν ἕβδομο γάμο του, ἀποδόθηκε σὲ αὐτὸν ὁ τίτλος τοῦ «τσάρεβιτς», δηλαδὴ τοῦ διαδόχου τοῦ θρόνου, καθ’ ὅσον ὑπῆρχε φόβος μὴν πεθάνει ἄτεκνος ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς αὐτοῦ, Θεόδωρος. Αὐτός, ἀφοῦ ἀνῆλθε στὸν θρόνο, ἄφησε ὅλη τὴν ἐξουσία στὸ γυναικαδελφό του Βορὶς Γκουτουνώφ, ὁ ὁποῖος, φιλοδοξώντας τὴν κατάληψη τοῦ θρόνου, ἀποφάσισε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν Δημήτριο. Περιόρισε, λοιπόν, τὸ νεαρὸ τσάρο στὸ Οὔγκλιχ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Μαρία Θεοδώροβνα.

Ὁ νεαρὸς Δημήτριος εἶχε ἐμπνεύσει στοὺς Ρώσους μεγάλες ἐλπίδες, οἱ ὁποῖες χάθηκαν ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατό του. Ὁ θάνατός του, τὸ 1591, παρέμεινε μυστηριώδης, μεταξὺ δὲ τῶν ἱστορικῶν ὑπάρχουν διαφωνίες, ἐὰν ἐπῆλθε τυχαία ἢ κατόπιν ἐγκλήματος. Ἡ ἱστορία ὅμως στιγμάτισε ὡς ἠθικὸ αὐτουργὸ τῆς δολοφονίας του, τὸν Γκουτουνώφ.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ στὶς 3 Ἰουνίου.







Ὁ Ὅσιος Παχώμιος τοῦ Κένο
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος τοῦ Κένο ἔζησε τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως κοντὰ στὴν περιοχὴ τῆς λίμνης Κένο, στὴν ἐπαρχία τῆς Καργκοπόλ. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Τύχωνος Ἐπισκόπου Ζαντόνκ
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Τύχωνος, Ἐπισκόπου τοῦ Ζαντὸνκ στὶς 13 Αὐγούστου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Τύχωνος ἔγινε τὸ 1846 κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ νέου καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ζαντόνκ.







Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος (Κεδρώφ) ἦταν πρεσβύτερος στὴν πόλη Γιαράνκ, κοντὰ στὴν ἐπαρχία Βυάτκα τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ τὸν γάμο του μὲ τὴν πρεσβυτέρα Ἐλισάβετ ἀπέκτησε τρεῖς υἱούς, τοὺς Ἱερομάρτυρες Παχώμιο καὶ Ἀβέρκιο, τὸν Μιχαὴλ Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Βρασλάβα τῆς Πολωνίας καὶ μία θυγατέρα, τὴν Βέρα.Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος μαρτύρησε τὸ 1936.






Ὁ Ἅγιος Ἀβέρκιος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀβέρκιος, κατὰ κόσμον Πολύκαρπος Κεδρώφ, γεννήθηκε στὶς 2 Μαρτίου 1879 στὴν πόλη Γιαρὰνκ τῆς ἐπαρχίας Βυάτκα ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Ἱερομάρτυρα Νικόλαο καὶ τὴν Ἐλισάβετ. Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Βυάτκα καὶ στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Στὶς 2 Ἰουλίου 1910 ἔγινε μοναχὸς ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Φιλανδίας Σέργιο Στραγκορόντσκυ, ὀνομάσθηκε Ἀβέρκιος καὶ στὶς 5 τοῦ ἰδίου ἔτους εἰσῆλθε στὴν ἱερωσύνη. Ἀνέλαβε καθήκοντα διευθυντοῦ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς τοῦ Ζχιτομὶρ καὶ στὶς 27 Ἰουνίου 1915 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς.

Ὁ Ἅγιος Ἀβέρκιος συνελήφθη γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸ σοβιετικὸ καθεστὼς τὸ 1922 καὶ ἐξορίσθηκε στὸ Οὐζμπεκιστάν. Κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη ἀγωνίσθηκε κατὰ τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Τὸ 1925 ζοῦσε στὴ Μόσχα καὶ παρευρέθηκε στὴν κηδεία τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος. Συνελήφθη ἐκ νέου τὸ 1926 καὶ φυλακίσθηκε στὸ Ζχιτομίρ. Κατόπιν μεταφέρθηκε στὴ φυλακὴ Μπουτύρκι στὴ Μόσχα.
Ὁ σθεναρὸς Ἀβέρκιος, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀρχιεπίσκοπο Παχώμιο, ὑπέγραψε μία ἐπιστολὴ κατὰ τῆς «κρατικῆς θρησκείας», τὴν ὁποία τὸ ἄθεο καθεστὼς προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβάλει.
Τὸ 1929 φυλακίσθηκε στὸ Μπουτύρκι καὶ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1930 ἐξορίσθηκε στὴν πόλη τοῦ Ἀρχαγγέλσκ. Ἀπὸ τὸ 1933 μέχρι τὸ 1934 ἦταν ἐξόριστος στὴν πόλη Βὶρκ στὴν Μπασκιρία, ὅπου συνελήφθη καὶ καταδικάσθηκε, τὸ 1937, στὸν διὰ τυφεκισμοῦ θάνατο.






Ὁ Ἅγιος Παχώμιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παχώμιος, κατὰ κόσμον Πέτρος Κεδρώφ, γεννήθηκε στὶς 30 Ἰουλίου 1876 στὴν πόλη Γιαρὰνκ τῆς ἐπαρχίας Βυάτκα καὶ ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἀβερκίου. Ἀπὸ τὴν φύση του ὁ Πέτρος ἦταν ταπεινὸς καὶ πρᾶος καὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὴν Ἐκκλησία. Μετὰ τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του φοίτησε στὴν θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Καζάν, ὅταν διευθυντὴς ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντώνιος (Χαροποβίτσκϊυ).

Ὁ Πέτρος εἶχε τόση ἁπλότητα, ποὺ ἀποφάσισε νὰ ἐκπληρώσει κυριολεκτικὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ποὺ λέγει: «Καὶ ἂν κάτι τόσο σπουδαῖο σὰν τὸ δεξί σου μάτι σὲ σκανδαλίζει, βγάλε το καὶ πέταξε το. Γιατί σὲ συμφέρει νὰ χάσεις ἕνα μέλος σου, παρὰ νὰ ριφθεῖ ὅλο τὸ σῶμα σου στὴν κόλαση». Γι’ αὐτὸ μία νύχτα ἀποπειράθηκε νὰ κάψει τὸ ἕνα του μάτι μὲ ἕνα κερί. Τὸ ἔγκαυμα ἦταν τόσο σοβαρὸ ποὺ ἀπαίτησε χειρουργικὴ ἐπέμβαση.

Τὸ 1899 εἰσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου καὶ τὸ 1916 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Σταροντοὺμπ τῆς ἐπαρχίας Τσέρνιγκωφ, γιὰ νὰ ἀναδειχθεῖ Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ τὸ ἑπόμενο ἔτος.

Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος οἱ ἀρχὲς προσπάθησαν νὰ τὸν συλλάβουν μία ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία θὰ τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία, ἀλλὰ τὸ πλῆθος τῶν Χριστιανῶν τοὺς ἐμπόδισε. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος εἶχε τὴν συνήθεια νὰ παραμένει ἐπὶ πολὺ ὥρα στὸ ἱερὸ βῆμα, ὅταν τελείωνε τὶς Ἀκολουθίες. Ἐκεῖ τὸν συνέλαβαν γιὰ πρώτη φορά. Ἡ ἱστορία ἐπανελήφθη πολλὲς φορές. Αὐτὸς ἦταν ὁ συνεχὴς ἐφιάλτης ποὺ ἄρχισε νὰ ὑπονομεύει τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου.

Ἀθεϊστικὴ ἐπιτροπὴ ἐπιστημόνων ἔπρεπε νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὴν ἁγιότητα τῶν ἱερῶν λειψάνων, τὰ ὁποία πολλὲς φορὲς πετοῦσαν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος ἔζησε τὴν σκηνὴ τῆς ἔρευνας γιὰ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Τσέρνιγκωφ. Μόνο ποὺ ὅταν τὰ ἄνοιξαν, δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανέναν νὰ πλησιάσει. Οἱ ἀρχὲς πῆραν τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τὰ τοποθέτησαν στὸ μουσεῖο. Ἀπὸ ἐκεῖ οἱ Χριστιανοὶ τὰ μετέφεραν κρυφά. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος συνελήφθη. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του τὸ 1923, βρῆκε καταφύγιο στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Δανιήλ, στὴ Μόσχα. Ἐδῶ συνελήφθη καὶ μετὰ τὸν ἐγκλεισμό του στὴν φυλακὴ Μπουτύρκι τῆς Μόσχας καταδικάσθηκε σὲ τριετὴ ἐξορία σὲ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῶν ἀντιφρονούντων.

Τὸ 1927, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἐπίσκοπο Ἀβέρκιο Παχώμιο, ὑπέγραψε μία ἐπιστολὴ κατὰ τῆς «κρατικῆς θρησκείας» καὶ τῆς προσπάθειας τῶν κρατούντων νὰ ἀποϊεροποιήσουν τὴν Ἐκκλησία.

Ὁ Ἅγιος καὶ πάλι συνελήφθη καὶ ἐξορίσθηκε στὴν Κουζέμα. Ἀφέθηκε ἐλεύθερος, γιὰ νὰ συλληφθεῖ ἐκ νέου τὸ 1930, μὲ τὶς κατηγορίες τῆς ἐπαναστατικῆς δραστηριότητας, τῆς ὑποκινήσεως τῶν ἱερῶν σὲ ἀντίσταση, τῆς ἐκκλησιαστικῆς δραστηριότητας.
Τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Παχωμίου συνέβη τὸ 1937.







Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου
Φεύγοντας οἱ Ἑνετοὶ ἀπὸ τὴν Κρήτη μετὰ τὴν ἅλωση τῆς νήσου ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1669, μετέφεραν μαζί τους καὶ τὴ σωζόμενη τιμία κάρα τοῦ Ἀποστόλου Τίτου, ἡ ὁποία κατατέθηκε στὴν λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου Μάρκου τῆς Βενετίας, ἀποδόθηκε δὲ στὴν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης τὸ 1966, ἀρχιερατεύοντος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Κρήτης κυροῦ Εὐγενίου (Ψαλλιδάκη) καὶ κατατέθηκε στὸ σεβάσμιο φερώνυμο ναὸ τοῦ Ἀποστόλου, στὸ Ἡράκλειο Κρήτης.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue May 13, 2014 2:16 am

16 ΜΑΪΟΥ






Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Ἡγιασμένος ὁ Ταβεννησιώτης
Image
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Ἡγιασμένος, ὁ ὁποῖος ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.), καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς πλούσιους. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸν Ὅσιο Παχώμιο († 15 Μαΐου) στὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου καὶ ἐντάχθηκε ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του, ἐνῷ ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ἀγαπητοὺς μαθητὲς αὐτοῦ. Πιστὸς μιμητὴς τοῦ διδασκάλου του στὸν μοναχικὸ βίο, τὸν διαδέχθηκε μετὰ τὴν κοίμησή του στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς. Γιὰ τὴν ἁγνότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν ἁγιοσύνη του προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν χάρη τῆς θαυματουργίας. Γιὰ τὴν τέλεια δὲ ψυχικὴ καὶ σωματικὴ καθαρότητά του ἔλαβε τὸν τίτλο Ἡγιασμένος.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 367 μ.Χ

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον πέφηνας, ἁγιωσύνης, τὸν πανάγιον, δοξάσας Λόγον, ἡγιασμένε θεόφρον Θεόδωρε· ὅθεν βλυστάνεις ἐκ θείας χρηστότητος, ἁγιασμὸν ἀληθῆ τοῖς βοῶσί σοι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τὸν ἐν Ἁγίοις ἀληθῶς ἀναπαυόμενον

Τοῖς σοῖς ὁσίοις θεραπεύσας κατορθώμασιν

Ἁγιότητος ἐδείχθης λαμπρὸν δοχεῖον.

Ἀλλ’ ἁγίασον παμμάκαρ τῇ σῇ χάριτι

Καὶ ἡμῶν τὰς διανοίας καὶ τὰ σώματα
Τῶν βοώντων σοι, χαίροις Πάτερ Θεόδωρε.

Μεγαλυνάριον.
Σῶμα καὶ καρδίαν ἁγιασθείς, τῷ ἀμέμπτῳ βίῳ, ὡς τοῦ Πνεύματος ἐραστής, Τρισηλίου δόξης, ἡγιασμένον σκεῦος, ἐν τοῖς Ὁσίοις ὤφθης, Πάτερ Θεόδωρε.







Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Ἱερομάρτυρος, Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 12 Δεκεμβρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.







Ὁ Ἅγιος Περεγρίνος Ἐπίσκοπος Τέρνι
Ὁ Ἅγιος Περεγρίνος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τέρνι τῆς Ἰταλίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 138 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Περεγρίνος ὁ Μάρτυρας τῆς Ὡξέρρης
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Περεγρίνος γεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ μαρτύρησε πιθανῶς τὸ 261 μ.Χ., ἐπὶ βασιλείας Γαλλιηνοῦ ἢ τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ.






Οἱ Ἅγιοι Αὐδᾶς, Αὐδιησοῦς, Βενιαμὶν καὶ ἄλλοι τριάντα ὀκτὼ Μάρτυρες
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴν Περσία καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 -337 μ.Χ.) καὶ τοῦ Πέρσου Βασιλέως Σαπὼρ Β’ (309 – 379 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Αὐδιησοῦς ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βηθχασχάρ. Ἀφοῦ κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν ἀνεψιό του στὸν βασιλέα ὅτι ἐργαζόταν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ καταφρονοῦσε τὰ εἴδωλα, συνελήφθη καί, μαζὶ μὲ δέκα ἕξι πρεσβυτέρους, ἐννέα διακόνους, ἕξι μοναχοὺς καὶ ἑπτὰ παρθένες, ὁδηγήθηκε ἐνώπιον αὐτοῦ. Ἀφοῦ ὁμολόγησε μὲ τοὺς λοιποὺς τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἀπεστάλη στὸ Μβεὴτ Λαβάτ, πρὸς τὸν ἀδελφὸ τοῦ βασιλέως Ἀρσήθ. Αὐτός, ἀφοῦ τοὺς ἀνέκρινε καὶ πιστοποίησε τὴν ἐμμονή τους πρὸς τὴν Χριστιανικὴ πίστη, διέταξε νὰ θέσουν ξύλα περὶ τὰ σώματά τους, ἔπειτα δέ, ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν, συνέτριψαν τὰ ὀστὰ καὶ σὲ ἄθλια κατάσταση τοὺς ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου ὡς τροφὴ τοὺς διδόταν μόνο εἰδωλόθυτα. Αὐτοὶ ὅμως ἀρνοῦνταν νὰ φάγουν ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἀρκοῦνταν σὲ λίγο ψωμὶ καὶ νερό, τὰ ὁποία κρυφὰ τοὺς ἔφερνε θεοσεβὴς Χριστιανή. Μετὰ ἀπὸ λίγο συνελήφθη καὶ ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Χασχὰρ Αὐδᾶς, ὅλοι δέ, ἐμμένοντας μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία στὴν ὁμολογία τους, ἀποκεφαλίσθηκαν καὶ ἔτσι περιεβλήθησαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τὸ 375 μ.Χ.






Οἱ Ἅγιοι Βαχθισόης, Ἰσαάκιος καὶ Συμεὼν οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βαχθισόης, Ἰσαάκιος καὶ Συμεὼν τελειώθηκαν διὰ πυρός. Στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρεται ὅτι ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.) καὶ τοῦ Πέρσου βασιλέως Σαπὼρ Β’ (309 – 379 μ.Χ.), ἀφοῦ προσήχθησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.






Ὁ Ἅγιος Καραντόκιος ὁ πρίγκιπας
Ὁ Ἅγιος Καραντόκιος ἦταν Οὐαλλὸς πρίγκιπας καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Βοήθησε τὸν Ἅγιο Πατρίκιο, Φωτιστὴ τῆς Ἰρλανδίας, στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Δομνόλος

Ὁ Ἅγιος Δομνόλος ἦταν μοναχὸς στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου, κοντὰ στὸ Παρίσι τῆς Γαλλίας, καὶ τὸ 543 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λὲ Μάν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 581 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Φιδωλός
Ὁ Ὅσιος Φιδωλὸς ἔζησε στὴν Γαλλία καὶ ἦταν υἱὸς ἀνωτέρου Ρωμαίου κρατικοῦ ἀξιωματούχου. Αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὸν βασιλέα Κλόβις καὶ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Aumont, κοντὰ στὸ Troyes, Ἀβεντίνο. Ἐκεῖ ἐξελέγη ἀργότερα ἡγούμενος καὶ ἀσκήτεψε, ἀφοῦ διέπρεψε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κατὰ Θεὸν πολιτεία. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Βρενδανὸς ὁ Ἀναχωρητής
Ὁ Ὅσιος Βρενδανὸς γεννήθηκε στὴν Ἰρλανδία περὶ τὸ 489 μ.Χ. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴ χώρα του καὶ κοιμήθηκε στὴν πόλη Ἄνναγχνταουν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 577 καὶ 583 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Καραντόκιος
Ὁ Ὅσιος Καραντόκιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Οὐαλία καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἔγινε μοναχὸς καὶ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία τῆς περιοχῆς Λανγκράννογκ καὶ τὴν μονὴ τοῦ Κέρναχ στὴν ὁποία ἔγινε ἡγούμενος. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Ἰρλανδία καὶ τὴ Βρεττάνη καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Ὀνωράτος Ἐπίσκοπος Ἀμιένης
Ὁ Ἅγιος Ὀνωράτος γεννήθηκε στὸ Πὸρτ λὰ Γκρὰντ τῆς Γαλλίας κοντὰ στὴν Ἀμιένη. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Ἀμιένης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Οἱ Ἅγιοι ἀββάδες οἱ ἐν τῇ μονῇ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀναιρεθέντες

Ἀγνοοῦμε, λόγω ἐλλείψεως ὑπομνήματος, ἂν πρόκειται περὶ τῆς σφαγῆς τῶν Σαββαϊτῶν Πατέρων ποὺ τελειώθηκαν μαρτυρικὰ ὑπὸ τῶν Βλεμμύων, Ἀράβων λῃστῶν, καὶ ἑορτάζονται στὶς 20 Μαρτίου ἢ περὶ ἄλλης σφαγῆς σὲ ἄλλη ἐποχή.







Ὁ Ἅγιος Παπυλίνος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Παπυλίνος τελειώθηκε διὰ ξίφους.







Οἱ Ἅγιοι Φήλικας καὶ Γεννάδιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φήλικας καὶ Γεννάδιος μαρτύρησαν στὴν Ἀφρική.







Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Πέτρος ἤθλησε ὑπὲρ τῶν Ἁγίων εἰκόνων τὸ 761 μ.Χ. Ὡς φαίνεται αὐτὸς εἶναι ὁ ἀοίδιμος στυλίτης ἀπὸ πέτρας, ποὺ ἀναφέρει ὁ Θεοφάνης, ὅπου ἡ λέξη «πέτρα» ἀναφέρεται στὸ ναὸ τῆς Θεομήτορος ἢ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Πέτρα, ὅπου μόναζε ὁ Ὅσιος Πέτρος.Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν.







Ὁ Ὅσιος Νεάδιος
Ὁ Ὅσιος Νεάδιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πλήρης ἀρετῶν καὶ κεκοσμημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Διακρινόταν γιὰ τὴν πραότητα καὶ τὴν καλοσύνη, τὴ φιλάνθρωπη διάθεση καὶ τὸν ἀσκητικό του βίο.Ὁ Ὅσιος Νεάδιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Α’ ὁ Μυστικὸς, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ εὔπορη καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια τῆς Κάτω Ἰταλίας καὶ ἤκμασε περὶ τὸ τέλος τοῦ 9ου καὶ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. Σὲ νεαρὴ σχετικὰ ἡλικία ἔλαβε τὸ ἀξίωμα τοῦ συγκλητικοῦ καὶ χρημάτισε σύμβουλος ἐξ ἀπορρήτων τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπονομάσθηκε καὶ «Μυστικός». Ὅμως ὁ Νικόλαος, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο, ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Γαλακρηνῶν καὶ ἀργότερα, γιὰ τὶς πολλὲς ἀρετὲς καὶ τὴ μόρφωσή του, ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ χειροτονήθηκε τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 895 μ.Χ., διαδεχόμενος τὸν ἀποθανόντα Πατριάρχη Ἀντώνιο Β’ τὸν Καυλέα.

Πρῶτο μέλημά του μὲ τὴν ἐγκατάστασή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ἦταν ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας, γεγονὸς τὸ ὁποῖο τὸν ἔφερε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα καὶ τοῦ στοίχισε προσωρινὰ τὸν πατριαρχικὸ Θρόνο. Ὁ λόγος ἦταν ὅτι ὁ αὐτοκράτορας, παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς Ἐκκλησίας, τέλεσε τέταρτο γάμο μετὰ τῆς Ζωῆς τῆς Καρβονοψίνας. Μόλις ὁ Πατριάρχης Νικόλαος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, καθαίρεσε τὸν ἱερέα Θωμᾶ ποὺ τέλεσε τὸ μυστήριο καὶ ἀφόρισε τὸν αὐτοκράτορα. Ὁ Λέων, γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ, κατόρθωσε νὰ τὸν ἐκθρονίσει καὶ ὅρισε ὡς διάδοχό του τὸν Εὐθύμιο τὸν Α’, ὁ ὁποῖος γιὰ «λόγους οἰκονομίας», ἀναγνώρισε τὸν γάμο τοῦ Λέοντος. Τὸ γεγονὸς ἐπέφερε σάλο στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διότι τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν κληρικῶν ἐξακολουθοῦσε νὰ θεωρεῖ τὸ Νικόλαο ὡς νόμιμο Πατριάρχη. Πρὸς κατάπαυση τοῦ σάλου καὶ γιὰ τὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Λέοντος, Ἀλέξανδρος, τὸ 911 μ.Χ., καθαίρεσε ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο τὸν Εὐθύμιο καὶ ἀποκατέστησε σὲ αὐτὸν τὸ Νικόλαο.

Ἐπὶ τῆς πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἔγινε καὶ ἡ πρώτη διάταξη τοῦ Μηνολογίου τῶν Ἁγίων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπαγορεύθηκε ρητὰ ὁ τέταρτος γάμος διὰ τοῦ λεγομένου «Τόμου τῆς Ἑνώσεως».
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 925 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῶν Γαλακρηνῶν.







Μνήμη Ἁγίας Εὐφημίας πλησίον τοῦ Νεωρίου
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἑορταζόταν ἡ γενεθλιακὴ ἑορτὴ τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ποὺ ἔκειτο στὴ θέση Μπαγτζὲ – καπὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης
Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἐπισκόπου Μυτιλήνης, ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία στὶς 7 Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Ἴσως κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ πρέπει νὰ ἀναγνωρισθεῖ ἡ ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.







Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ ἐκ Ρωσίας
Τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ ἐκ Ρωσίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 26 Σεπτεμβρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Οἱ Ὅσιοι Κασσιανὸς καὶ Λαυρέντιος
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς τοῦ Κομὲλ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Κορνηλίου τοῦ Κομὲλ († 19 Μαΐου) καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Κομέλ. Καθημερινὰ μοχθοῦσε νὰ μιμηθεῖ τὸν πνευματικό του διδάσκαλο σὲ ὅλα καὶ ἀκολουθοῦσε πιστὰ τὸν μοναχικό του κανόνα.

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς συμβούλευε τοὺς μοναχοὺς νὰ διάγουν τὸν βίο τους μὲ φόβο Θεοῦ, νὰ προσεύχονται ἀδιάλειπτα , νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἐσωτερικοῦ τους κόσμου καὶ νὰ ἀποβάλλουν ὅλες τὶς κοσμικές τους σκέψεις, νὰ εἶναι νηφάλιοι στὴ σκέψη, ἄγρυπνοι στὴν ψυχὴ καὶ νὰ ζοῦν μὲ μετάνοια.

Μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου στὸ μοναστήρι, ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς μὲ πνευματικὴ χαρὰ συνάντησε τὸν γέροντά του καὶ παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς, θέλοντας νὰ εἶναι ὑποτακτικὸς στὸν γέροντά του, ὅπως πρίν.

Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1537.

Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος τοῦ Κομὲλ ἦταν καὶ αὐτὸς μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου τοῦ Κομέλ. Τὸ 1538, μὲ τὴ σύσταση τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου, ὁμοφώνως ἐξελέγη ἡγούμενος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς καὶ πορεύθηκε μὲ βάση τὶς πνευματικὲς νουθεσίες καὶ ὁδηγίες τοῦ διδασκάλου του.

Παρ’ ὅλες τὶς μοναχικὲς ἀσχολίες του, ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος δὲν ἐγκατέλειψε τὴν προσφιλὴ σὲ αὐτὸν ἐργασία, ποὺ ἦταν ἡ ἀντιγραφὴ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1548.






Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Βρσάκ
Δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Θεόδωρο, Ἐπίσκοπος Βρσὰκ στὴν περιοχὴ τῆς βόρειας Σερβίας. Ἔζησε τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ τὸ 1593 ἀναφέρεται ὡς Ἐπίσκοπος καὶ πνευματικὸς ἡγέτης τοῦ λαοῦ του, ποὺ ἀγωνιζόταν κατὰ τῶν Τούρκων. Γιὰ νὰ διασώσει τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὴν σφαγή, τὸ ὁδήγησε πρὸς τὴν Οὐγγαρία. Μετὰ τὴν ὑπογραφὴ εἰρήνης μὲ τοὺς Τούρκους ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὸ Βρσάκ, ὅπου συνελήφθη, βασανίσθηκε ἀνηλεῶς καὶ τὸν ἔγδαραν ζωντανό. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος, μὲ τὸ μαρτύριό του, εἰσῆλθε στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου του καὶ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.






Ὁ Ἅγιος Βουκασίνος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Image
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Βουκασίνος ἔζησε κατὰ τὸν 20ο αἰώνα καὶ γεννήθηκε σὲ ἕνα μικρὸ χωριό, τὸ Κλέπτσι, κοντὰ στὴν Ἐρζεγοβίνη. Δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν βίο του. Ἐπειδὴ ἦταν Ὀρθόδοξος μοναχὸς συνελήφθη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου πολέμου ἀπὸ τοὺς φιλοναζιστὲς Ρωμαιοκαθολικοὺς Κροάτες καὶ ὁδηγήθηκε στὸ φρικτὸ στρατόπεδο συγκέντρωσης Γιασένοβατς, ὅπου, ἀρνούμενος νὰ μεταστραφεῖ στὸ Ρωμαιοκαθολικισμό, θανατώθηκε μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια.







Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 17 Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Τὴν ἡμέρα αὐτὴ στὸ χωριὸ Μύλοι τῆς νήσου Σάμου ἑορτάζεται πανηγυρικὰ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Κορίνθου, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος διῆλθε ἀπὸ τὸν τόπο αὐτὸ καὶ τὸν πλούτισε μὲ τὴν ἀσκητική του μορφὴ καὶ τὴν πλούσια θαυματουργική του χάρη.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Tue May 13, 2014 2:18 am

17 ΜΑΪΟΥ






Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία οἱ Ἀπόστολοι
Image
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία συγκαταλέγονται ἀνάμεσα στοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου μας, τοὺς ὁποίους ἑορτάζουμε στὶς 4 Ἰανουαρίου.






Οἱ Ἅγιοι Παμφαμήρ, Παμφυλῶν καὶ Σολόχων οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παμφαμήρ, Παμφυλῶν ἢ Παμφαλὼν καὶ Σολόχων κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ὑπηρετώντας στὸ στρατὸ καὶ ἐνῷ βρισκόταν στὴ Χαλκηδόνα, κατόπιν διαταγῆς τοῦ αὐτοκράτορος νὰ ἀναζητηθοῦν οἱ Χριστιανοὶ στρατιῶτες, διετάχθησαν ὑπὸ τοῦ τριβούνου Καμπανοῦ νὰ θυσιάσουν ὅλοι στὰ εἴδωλα. Ὅλοι συμμορφώθηκαν μὲ τὴν διαταγὴ πλὴν τῶν ἀνωτέρω Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν νὰ πράξουν τοῦτο, ὁμολογώντας τὴν πίστη τους στὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἀμέσως συνελήφθησαν καὶ ὑπεβλήθησαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Οἱ Μάρτυρες Παμφαμὴρ καὶ Παμφυλὼν βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο. Ὁ Μάρτυς Σολόχων, ἀφοῦ ὑπέμεινε καὶ ἔλεγξε τὸν Καμπανὸ γιὰ τὴν ἀπάνθρωπη συμπεριφορά του, διατρυπήθηκε μὲ σιδερένιο ὄργανο ἀπὸ τὸ αὐτὶ μέχρι τὸν ἐγκέφαλο. Ἀπὸ τὸ μαρτύριο αὐτὸ παρέμεινε ἄνευ αἰσθήσεων καὶ παράλυτος. Ἀφοῦ παραλήφθηκε ἀπὸ Χριστιανοὺς καὶ μεταφέρθηκε στὴν οἰκία κάποιας εὐσεβοῦς χήρας, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό.






Μνήμη ἁλώσεως τῆς Ἱερουσαλὴμ
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων τελοῦσε κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ λειτουργικὴ Σύναξη στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, γιὰ τὴν θλιβερὴ ἀνάμνηση τῆς καταστροφῆς καὶ πυρπολήσεως τῆς Ἁγίας Πόλεως ἀπὸ τοὺς Πέρσες τὸ 614 μ.Χ. Κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἐψάλλετο ἰδιαίτερη Ἀκολουθία, τῆς ὁποίας διασώθηκαν Στιχηρὰ καὶ Κανόνας μέχρι τῆς ζ’ Ὠδῆς. Τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Πέρσες περιέγραψε μὲ λεπτομέρειες ὁ σύγχρονος αὐτῆς ἁγιοσαββίτης μοναχὸς Ἀντίοχος Στρατήγιος.
Ἡ ἐπίθεση τῶν Περσῶν κατὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἄρχισε στὶς 15 Ἀπριλίου. Οἱ ἐχθροὶ εἰσέβαλαν στὴν πόλη, ὅπως τὰ ἐξαγριωμένα ἄγρια κτήνη. Οἱ Χριστιανοὶ κατέφυγαν σὲ σπήλαια, τάφρους, δεξαμενὲς καὶ ναούς, προκειμένου νὰ σωθοῦν. Οἱ κατακτητὲς δὲν ἔδειξαν οἶκτο. Δὲν σεβάσθηκαν οὔτε ἄνδρες, οὔτε γυναῖκες, οὔτε παιδιά, οὔτε βρέφη, οὔτε νέους, οὔτε γέροντες, οὔτε μοναχούς, οὔτε κληρικούς. Ὁ βασιλέας τῶν Περσῶν Χορσόης βοηθούμενος ἀπὸ 20.000 Ἰουδαίους ἐξάλειψε κάθε χριστιανικὸ οἰκοδόμημα καὶ 80.000 Χριστιανοὶ μαρτύρησαν. Τότε μεταφέρθηκε στὴν Περσία αἰχμάλωτος ὁ Πατριάρχης καὶ ὁ Τίμιος Σταυρός. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χορσόη φαίνεται ὅτι ὁ Περσικὸς ζυγὸς δὲν συνέχισε νὰ εἶναι σκληρός, διότι ὁ Ἐπίσκοπος Μόδεστος, ποὺ ἀντικατέστησε πρόσκαιρα τὸν Πατριάρχη, κατόρθωσε νὰ οἰκοδομήσει ἔστω καὶ πρόχειρα τὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἄλλους ναούς.






Ἡ Ὁσία Εὐδοκία
Ἡ μνήμη τῆς Ὁσίας Εὐδοκίας τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 7 Ἰουλίου ὅπου καὶ ὁ βίος της.







Ἡ Ἁγία Ρεστιτούτα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ρεστιτούτα μαρτύρησε στὴν Καρθαγένη ἐπὶ αὐτοκράτορος Οὐαλεριανοῦ τὸ 255 μ.Χ. ἢ ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ τὸ 304 μ.Χ.






Οἱ Ἅγιοι Ἄνδριος, Βίκτωρ καὶ Βασίλλα οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἄνδριος, Βίκτωρ καὶ Βασίλλα μαρτύρησαν στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἢ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς. Ὁ χρόνος τοῦ μαρτυρίου τους εἶναι ἄγνωστος.






Οἱ Ἅγιοι Ἐράδιος, Παῦλος καὶ Ἀκυλίνος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐράδιος, Παῦλος καὶ Ἀκυλίνος μαρτύρησαν τὸ 303 μ.Χ., μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴν πόλη Νυόν, κοντὰ στὴν λίμνη τῆς Γενεύης, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).






Ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεοδώρητος ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας καὶ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.).







Ὁ Ὅσιος Ματρῶνος
Ὁ Ὅσιος Ματρῶνος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κορνουάλλη καὶ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο.Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 545 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Μαϊδοῦλφος
Ὁ Ὅσιος Μαϊδοῦλφος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀγγλία καὶ ἔζησε ὡς ἐρημίτης. Ἀφοῦ ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν χώρα του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὸ Μαλμέσμπουρυ τὸ 673 μ.Χ.






Οἱ Ὅσιοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης οἱ Ἀψαράδες

Οἱ Ἅγιοι αὐτάδελφοι ἱερομόναχοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα τοῦ ἀρχοντικοῦ οἴκου τῶν Ἀψαράδων στὰ Ἰωάννινα, ἕναν οἶκο ποὺ διαδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στὴ ζωὴ τῆς Ἠπειρωτικῆς πρωτεύουσας.

Ἀρχικὰ τὸ ἐπώνυμο ξεκίνησε ὡς Ὀψαρᾶς καὶ σημαίνει τὸν ἰχθυοπώλη, ἀπὸ τὸ ὄψον – ὀψάριον – ψάρι. Ἀπὸ τὴν διαλάληση τῶν ἰχθυοπωλῶν [ὁ ψαράς] κατὰ φωνητικὴ ἀλίωση προῆλθε τὸ [ἀψαρᾶς] καὶ ἐξ αὐτοῦ καὶ τὸ ἐπώνυμο Ἀψαρᾶς. Ἀργότερα ἀπὸ τὸ ὀψαρᾶς προῆλθε τὸ «ὁ ψαράς».

Ἔντονη εἶναι ἡ παρουσία καὶ ἡ ἀνάμειξη μελῶν τῆς οἰκογένειας τῶν Ἀψαράδων στὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς Ἠπείρου, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξουσίας τοῦ Σέρβου Δεσπότου Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς (1366/7 – 1384). Ἀναφέρεται ὁ Μιχαὴλ Ἀψαρᾶς «ἄνδρας ἐπίβουλος, καταδότης καὶ φαῦλος», τὸν ὁποῖο τίμησε γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του ὁ τύραννος μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ πρωτοβεστιάριου. Μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Πρελιούμποβιτς, ὁ Μιχαὴλ Ἀψαρᾶς συλλαμβάνεται, τυφλώνεται καὶ κατόπιν ἐξορίζεται. Ἀντίθετα ὁ συγγενής του Θεόδωρος Ἀψαρᾶς καλεῖται ὡς σύμβουλος ἀπὸ τὴν χήρα τοῦ δυνάστου Μαρία Ἀγγελίνα Παλαιολογίνα καὶ «…ἐντίμως τὸν ἀποστάτην θάπτουσι καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτῆς τὸν βασιλέα Ἰωάσαφ εἰσφέρουσιν…».

Οἱ δύο Ὅσιοι γεννήθηκαν στὰ Ἰωάννινα, στὰ τέλη τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ ἴδιοι ξεκινοῦν τὴν αὐτοβιογραφία τους ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀφιερώθηκαν στὸν Θεό, χωρὶς νὰ κάνουν καμία μνεία γιὰ τὴν ἀρχοντικὴ καταγωγή τους, τὴν ἀνατροφή, τὴν μόρφωση καὶ τὴν περιουσία τους. Οἱ γονεῖς τους καὶ οἱ τρεῖς ἀδελφές τους ἐνδύθηκαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ κατοικοῦσαν σὲ κάποιο κελλὶ κοντὰ στὸ χωριὸ τοῦ νησιοῦ. Τὸ ὄνομα τῆς τρίτης ἀδελφῆς τῶν Ὁσίων, πιθανότατα εἶναι Μαγδαληνή.

Οἱ δύο αὐτοὶ ἀδελφοί, Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης, οἱ Ἀψαράδες, ἔλαβαν μία ἀξιόλογη γιὰ τὴν ἐποχὴ τοὺς παιδεία στὴν περίφημη μονὴ τῶν Φιλανθρωπηνῶν ἐπὶ ἡγουμένου Μακαρίου Φιλανθρωπηνοῦ. Ὅμως, τὰ πλούτη, ἡ δόξα, ἡ ἱκανὴ μόρφωση στάθηκαν ἀδύνατα νὰ νικήσουν τὴν θεϊκή τους ἀγάπη. Σὲ πολὺ νεαρὴ ἡλικία, οἰστρηλατημένοι ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα, κατέφυγαν στὸν μοναχισμὸ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν Ἠπειρωτικὴ πρωτεύουσα καὶ δικαιώνοντας τὸν χαρακτηρισμό της ὡς «Μοναχοπόλεως». Τὸ ἱερὸ μοναχικὸ σχῆμα περιεβλήθησαν κατὰ τὸ 1495 ἀπὸ κάποιον Ὅσιο γέροντα, Σάββα ὀνομαζόμενο († 3 Φεβρουαρίου). Κοντά του ἔμειναν δέκα ὁλόκληρα χρόνια, στὸ ἀσκητήριο τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς νήσου τῶν Ἰωαννίνων μέχρι τὴν κοίμησή του, στὶς 9 Ἀπριλίου 1505, συλλέγοντας τοὺς καρποὺς τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς.

Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα Σάββα ἀνεχώρησαν γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν ἀστείρευτη πηγὴ τοῦ ἀναχωρητισμοῦ, γιὰ νὰ ἀντλήσουν νέα στηρίγματα γιὰ τὴν κατοπινή τους μοναχικὴ πορεία. Στὸ «Περιβόλι τῆς Παναγίας» ἔγιναν δεκτοὶ ἀπὸ τὸν πρώην Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Νήφωνα Β’, ὁ ὁποῖος μόναζε στὴ μονὴ Διονυσίου μετὰ ἀπὸ τὴν Τρίτη ἐκλογή του τὸ 1502.

Κατὰ τὸ διάστημα τῆς σύντομης παραμονῆς τους στὴ μονὴ Διονυσίου ζήτησαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν ἁγιασμένο καὶ φωτισμένο πνευματικό τους καθοδηγητή, Πατριάρχη Νήφωνα, «ὅρο καὶ κανόνα μοναχικῆς καταστάσεως». Ἀφοῦ μὲ τὴν διδασκαλία του ἐκπλήρωσε τὶς ἐπιθυμίες τους καὶ μὲ τὴν ἀγαθὴ καρδιά του τοὺς ὅπλισε μὲ τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια γιὰ τὴν πνευματικὴ τους σωτηρία, τοὺς συμβούλεψε νὰ ἐπιστρέψουν στὸ κελλὶ τῆς μετανοίας τους, συνεχίζοντας ἐκεῖ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τους.

Ὑπακούοντας στὶς παραινέσεις καὶ στὶς ἐντολὲς τοῦ Πατριάρχου Νήφωνος, ποὺ στάθηκε γι’ αὐτοὺς δεύτερος πνευματικὸς πατέρας καὶ μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι δὲν θὰ παρέκλιναν ἀπ’ ὅσα τοὺς παρήγγειλε, γύρισαν στὸ κελλί τους, στὸ νησὶ τῶν Ἰωαννίνων.

Ἐπειδὴ ὅμως τὸ βρῆκαν κατειλημμένο ἀπὸ κάποιους κοσμικοὺς ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα προέβαλαν καὶ κτιτορικὰ δικαιώματα ἐπάνω του, ἀναγκάσθηκαν νὰ τὸ ἐγκαταλείψουν γιὰ δεύτερη φορά. Κατέφυγαν στὰ ἐνδότερα μέρη τοῦ νησιοῦ, ὅπου βρῆκαν, κατὰ τὴν ἐπιθυμία τους, τόπο κατάλληλο γιὰ ἡσυχία καὶ ἄσκηση, κοντὰ σὲ κάποιο ἄλλο μισοερειπωμένο καὶ ἔρημο ἡσυχαστήριο, ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα. Αὐτὸ ἦταν κτισμένο σὲ μία σπηλιά, ἐπάνω ἀπὸ τὴ λίμνη, ὅπου τὰ νερά της εἶχαν εἰσχωρήσει μέσα στὴν κοιλότητα τοῦ βράχου σχηματίζοντας μία πελώρια «Γούβα», ὅπως τοπικὰ ὀνομαζόταν.

Πρὶν πολλὰ χρόνια εἶχε ἁγιάσει στὸν τόπο αὐτό, ἕνας περίφημος γιὰ τὴν ἄσκησή του ἐρημίτης, ὁ Ἀντώνιος. Δέκα ὀκτὼ χρόνια εἶχε μείνει ἔγκλειστος στὸ κελλὶ καὶ εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πολλή του καθαρότητα μὲ διορατικὸ χάρισμα.

Εὐθὺς ἀμέσως ἐπισκέφθηκαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων τὴν εὐλογία του καὶ τὴν ἔγγραφη ἄδειά του γιὰ τὴν ἀνέγερση νέου ἡσυχαστηρίου. Γιὰ περισσότερη ἀσφάλεια ζήτησαν καὶ τὴν ἔκγριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Παχωμίου Α’ (1503 – 1504, 1504 – 1513). Ἐκεῖνος μὲ ἰδιόγραφο πατριαρχικὸ γράμμα του στήριξε τὶς προσπάθειές τους, ἐνισχύοντάς τους μάλιστα μὲ τὴ διαβεβαίωση, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Μητροπολίτης, ὅτι κανένας δὲν θὰ τοὺς ἐμπόδιζε στὸ θεάρεστο ἔργο τους.

Ἀφοῦ ἐξασφάλισαν τὴν ἀπαιτούμενη ἄδεια καὶ ἔγκριση, προχώρησαν ἀμέσως στὴν ἀνέγερση ναοῦ καὶ στὸ κτίσιμο κελλιῶν. Ἡ κτιτορικὴ δημιουργία στὴν πράξη ἀποδείχθηκε ἕνας μεγάλος καὶ κοπιαστικὸς ἀγώνας. Ὅλη τὴν ἡμέρα οἱ Ὅσιοι δούλευαν νὰ κόψουν ἕνα μεγάλο τμῆμα βράχου, νὰ γεμίσουν μὲ χῶμα καὶ πέτρες τὴν γούβα, γιὰ νὰ ἀρχίσουν κατόπιν τὸ κτίσιμο. Τελικὰ τὸ 1506/1507 ἀνήγειραν μὲ προσωπικά τους ἔξοδα τὸ ναὸ τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ μαζὶ μὲ αὐτόν, σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα, περατώθηκε καὶ ἡ ἀνέγερση τῶν κελλιῶν καὶ τῶν λοιπῶν ἀπαραίτητων οἰκοδομῶν.

Οἱ ἱερομόναχοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης ἦταν κτίτορες ἑνὸς ἀκόμα μοναστηριοῦ. Μετὰ τὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ νησί, ἀνήγειραν γιὰ τὶς ἀδελφές τους καὶ τοὺς γονεῖς τους τὸ μοναστικὸ ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Λεπενό.

Ἡ ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου Λεπενοῦ μὲ τὴν διαθήκη τῶν κτιτόρων κληροδοτήθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Βαρλαάμ. Αὐτὴν τὴν χρησιμοποιοῦσε ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. ὡς Μετόχι καὶ ὡς κατάλυμα σταθμεύσεως τῶν διακονητῶν Βαρλααμιτῶν, ποὺ φρόντιζαν τὰ κτήματα τῶν Ἀψαράδων στὴν Οὐσδίνα.

Ἡ πορεία τους συνεχίστηκε μὲ δοκιμασίες. Ἡ τελευταία ἐπίθεση ἐναντίων τους ἦταν ἡ πιὸ ἐπώδυνη. Τὰ βέλη δὲν προέρχονταν ἀπὸ τοὺς ἀλλόπιστους Τούρκους, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς καὶ κοσμικοὺς ἄρχοντες τοῦ τόπου, γιὰ λόγους τοὺς ὁποίους, ὅπως ἀναφέρουν στὴν αὐτοβιογραφίες τους, δὲν θέλησαν νὰ κοινοποιήσουν.

Βλέποντας ὅλη αὐτὴ τὴν δοκιμασία, τὸν πόλεμο καὶ τὴν κακία τῶν ἐχθρῶν νὰ αὐξάνεται, ἦλθε στὸ νοῦ τους ἡ συμβουλὴ τοῦ ἁγιορείτη γέροντός τους, τοῦ Ἁγίου Νήφωνος, ποὺ προορατικὰ τοὺς εἶχε πεῖ: «Ὅταν καταλάβῃ ὑμᾶς πειρασμός, μὴ ἀντιστῆτε αὐτῷ, ἀλλὰ ἀναχωρήσατε ἐν μοναστηρίῳ καὶ εἰρηνεύσετε».

Πράγματι μετὰ ἀπὸ τέσσερα περίπου χρόνια παραμονῆς τους στὰ Ἰωάννινα ἐγκατέλειψαν ὁριστικὰ πιὰ τὴ νεόκτιστη μονή τους καὶ μετέβησαν κατὰ τὸ 1510/11 στοὺς μετεωρίτικους βράχους ἀναζητώντας ἐκεῖ τὴ νέα ἑστία γιὰ τὴν ἀσκητική τους τελείωση.

Τοὺς δόθηκε ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Σκήτης τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ὁ στῦλος τοῦ Ἱεροῦ Προδρόμου ὅπου καὶ παρέμειναν γιὰ ἑπτὰ χρόνια.

Ἡ στενότητα ὅμως τοῦ βράχου καὶ τὸ ἀνθυγιεινὸ κλίμα ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς ἀνέμους δὲν τοὺς ἐπέτρεψε νὰ παραμείνουν περισσότερο ἐκεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ στράφηκαν στὴν ἀναζήτηση καταλληλότερου χώρου. Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν μετεωρίτικων βράχων τοὺς εἵλκυσε περισσότερο ἕνας πλατὺς καὶ εὐάερος λίθος, ἡσυχαστικὸς καὶ ἀρκετὰ εὐρύχωρος, κατάλληλος γιὰ κατοικία, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν τοῦ Βαρλαάμ. Ἡ ἐπωνυμία αὐτὴ ἦταν παρμένη ἀπὸ τὸν πρῶτο ἐρημίτη – οἰκιστή, ποὺ σκαρφάλωσε καὶ ἐγκαταβίωσε στὴν ἀπάτητη αὐτὴ κορυφή.

Στὸν βράχο λοιπὸν τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁλοκληρωτικὰ ἔρημος καὶ ἀκατοίκητος πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, οἱ δύο Ὅσιοι ἀνέβηκαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης Βησσαρίωνος καὶ τοῦ τότε καθηγουμένου τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1517/18.

Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάβασή τους στὸν βράχο ἄρχισαν τὶς οἰκοδομικές τους ἐργασίες, γιατί δὲν σώζονταν τίποτε ἀπὸ τὰ παλαιότερα κτίσματα. Ἀφοῦ ἔκτισαν μερικὰ πρόχειρα κελλιὰ γιὰ κατοίκηση, πρώτη τους δουλειὰ ἦταν νὰ ἀνεγείρουν τὸν τέλεια ἐρειπωμένο ναό. Ἀπὸ τὸ παλαιὸ ἐκκλησάκι, ποὺ ὁ ἐρημίτης Βαρλαὰμ εἶχε ἀφιερώσει στοὺς Ἁγίους Τρεῖς Ἱεράρχες, σώζονταν μόνο μερικὰ ἑτοιμόρροπα τμήματα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα, ποὺ ἐξυπηρετοῦσαν τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες γιὰ ἀρκετὸ καιρό.

Γι’ αὐτό, μὲ ἀνεξάντλητους σωματικοὺς κόπους καὶ ταλαιπωρίες, μὲ τὴν ἀμέριστη συμπαράσταση τῶν Ὁσίων ὑποτακτικῶν τους, Βενεδίκτου καὶ Παχωμίου, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μαζί τους καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ προχώρησαν στὴν ἐκ βάθρων ἀνέγερση τοῦ ναοῦ.

Γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριάντα χρόνια ἀπαρασάλευτη φύλαξαν τὴν ἀκολουθία τῶν θείων ὕμνων καὶ προσευχῶν, τὴν ὁλονύκτια ἀγρυπνία τῶν Κυριακῶν, καθὼς καὶ κάθε ἄλλης δεσποτικῆς ἑορτῆς ἢ καὶ μνήμης μεγάλου Ἁγίου, ἐνῷ κατὰ τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος τὸ ἥμισυ τῆς νυκτὸς τὸ εἶχαν ἀφιερώσει στὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ἡ δὲ καθημερινή τους δίαιτα ἦταν ὑπερβολικὰ ἀσκητικὴ καὶ ἀδιάπτωτη.

Τὸ 1542 θεμελίωσαν τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων. Στὶς 17 Μαΐου τοῦ 1544, ἡμέρα Σάββατο, τὴν ἐνάτη βυζαντινὴ ὥρα ὁ ναὸς τῶν Ἁγίων Πάντων ὁλοκληρώθηκε.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Ὅσιος Θεοφάνης εἶχε ἤδη δέκα μῆνες ἀσθενὴς στὸ κρεβάτι καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του βρισκόταν στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου του. Καί, ἐνῷ ὅλοι οἱ συμπαραστεκόμενοι ἀδελφοὶ καὶ πατέρες γύρω του ἔκλαιγαν καὶ θρηνοῦσαν καὶ μὲ μάτια δακρυσμένα ἔψελναν τὸν κατανυκτικὸ Παρακλητικὸ Κανόνα, ἔγινε ἕνα θαῦμα. Ξαφνικὰ ἕνα ὑπέρλαμπρο καὶ διαυγέστατο ἀστέρι εἶχε σταθεῖ πάνω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Ὁσίου, καταλάμποντας τὸ μὲ ὑπερκόσμιο φῶς! Μὲ τὴν δύση τοῦ ἡλίου ἡ ψυχὴ τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους μετέστη στὶς αἰώνιες μονές. Ταυτόχρονα ἔσβησε καὶ τὸ ὑπερφυσικὸ ἀστέρι, σημεῖο τῆς ἀμέτρητης δόξας ποὺ τὸν περίμενε στὴν οὐράνια πολιτεία. Ἕξι χρόνια ἀργότερα, δεύτερη ἡμέρα τῆς Διακαινησίμου, στὶς 7 Ἀπριλίου 1550, ἀναπαύθηκε καὶ ὁ Ὅσιος Νεκτάριος. Ὁ τάφος τους καὶ τὰ ἅγια λείψανά τους, τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ὁσίου Νεκταρίου καὶ τὸ ἀριστερὸ χέρι τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους μὲ ἄφθαρτο τὸ δέρμα ἐπὶ τῶν ἁγίων ὀστῶν τους, ἀποτελοῦν πηγὴ δυνάμεως γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς καὶ τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητές.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Δυὰς ἡ τῶν Ὁσίων θεοφόροι αὐτάδελφοι, τῶν Ἰωαννίνων τὸ κλέος, Μετεώρων ἀγλάϊσμα, Θεόφανες θεράπον τοῦ Χριστοῦ, καὶ νέκταρ ὦ Νεκτάριε ζωῆς, πάσης βλάβης καὶ κινδύνων καὶ πειρασμῶν, λυτροῦσθε τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι δι’ ὑμῶν, ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος, τῶν θεοφόρων Πατέρων, ὁ κλεινὸς Νεκτάριος, καὶ Θεοφάνης ὁ θεῖος, λάμψαντες, ἐν Μετεώροις καθάπερ ἄστρα, νέμουσι, φῶς σωτηρίας τοῖς ἐκβοῶσι· χαίρετε φωτὸς δοχεῖα, οἱ τῆς Τριάδος θεῖοι θεράποντες.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Νεκτάριε μάκαρ, καὶ Θεοφάνες ἱερέ, Ἰωαννίνων δόξα, καὶ Μετεώρων λύχνοι, καὶ Βαρλαὰμ τῆς Μάνδρας, θεῖοι δομήτορες.







Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Μεγαλομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ μαρτύρησε τὸ 1555. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.






Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος γεννήθηκε στὸ Μέτσοβο ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Νέος στὴν ἡλικία ἀναχώρησε γιὰ τὰ Τρίκαλα, ὅπου ἐργαζόταν ὡς ὑπάλληλος σὲ ἀρτοπωλεῖο. Ἐκεῖ μὲ δόλο τὸν ἐξαπάτησαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἀρνήθηκε τὴν πίστη του. Γρήγορα ὅμως συναισθάνθηκε τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀποστασίας καὶ ἐπέστρεψε στὸ Μέτσοβο, ὅπου ζοῦσε αὐστηρὴ χριστιανικὴ ζωή. Κάποτε ἦλθε στὰ Τρίκαλα, γιὰ νὰ πουλήσει κάποια προϊόντα του καὶ κάποιος Τοῦρκος τὸν ἀναγνώρισε καὶ τὸν ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τὸν προδώσει. Ὁ Νικόλαος, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴ σιωπή του, τοῦ παρέδωσε ὅλο τὸ φορτίο καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι κάθε χρόνο θὰ τοῦ φέρνει τὸ ἴδιο φορτίο. Μετανόησε ὅμως γι’ αὐτή του τὴν συμπεριφορά, ἐξομολογήθηκε σὲ κάποιο πνευματικὸ καὶ ἄρχισε νὰ ἐπιζητᾶ τὸ μαρτύριο. Γι’ αὐτὸ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ποὺ ἦλθε στὰ Τρίκαλα, δὲν ἔφερε στὸν Τοῦρκο τὸ φορτίο ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ. Ὀργισμένος ὁ Τοῦρκος τὸν κατήγγειλε καὶ ὁ Νικόλαος ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ὅπου μὲ θάρρος καὶ σθένος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὅταν ὁ κριτὴς κατάλαβε ὅτι οὔτε μὲ κολακεῖες, οὔτε μὲ ἀπειλὲς μποροῦσε νὰ τὸν μεταπείσει, διέταξε νὰ βασανισθεῖ σκληρὰ καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴν φυλακή, ὅπου καρτερικὰ ὑπέμεινε τὸ μαρτύριο τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας. Ὅταν γιὰ δεύτερη φορὰ ὁδηγήθηκε στὴν ἀνάκριση, ἀποδείχθηκε ἀσάλευτος στὴν πίστη. Τότε οἱ Τοῦρκοι ὀργισμένοι τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ τὸ 1617. Τὴν τίμια κάρα τοῦ Νεομάρτυρος ἀγόρασε ἀντὶ μεγάλης ἀμοιβῆς κάποιος Χριστιανὸς κεραμέας καὶ τὴν δώρισε μετὰ ἀπὸ χρόνια στὴν ἱερὰ μονὴ Βαρλαὰμ Μετεώρων.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Μετσόβου τὸν γόνον καὶ Τρικκάλων τὸ καύχημα, καὶ τῶν πάλαι Μαρτύρων, μιμητὴν καὶ ὁμότροπον, Νικόλαον τιμήσωμεν πιστοί, τὸν νέον τοῦ Σωτῆρος Ἀθλητήν, ὡς λυτρούμενον κινδύνων πολυειδῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ νεόφωτος, λαμπρῶς ἀθλήσας, ἐν ὑστέροις ἔτεσι, τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ, ἐδείχθης Μάρτυς Νικόλαε· διὸ γεραίρει τὴν θείαν σου ἄθλησιν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τοῦ Μετσόβου θεῖος βλαστός· χαίροις ὁ Τρικκάλων, ἀντιλήπτωρ καὶ ἀρωγός· χαίροις ὁ παρέχων, ἰάσεων τὴν χάριν, Νικόλαε τρισμάκαρ τοῖς σοὶ προστρέχουσι.






Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀρχιεπίσκοπος Χριστιανουπόλεως
Image
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Καρύταινα τῆς Γορτυνίας περὶ τὸ 1640 καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος Κορφηνός. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀνδρέας καὶ Εὐφροσύνη καὶ εἶχαν ἀκόμη τρία τέκνα. Ὑποθέτουμε πὼς τὰ πρῶτα γράμματα τὰ ἔμαθε στὴν γενέτειρά του καὶ στὴν συνέχεια μᾶλλον φοίτησε στὴν περίφημη σχολὴ τῆς μονῆς Φιλοσόφου καὶ ἀργότερα, ὡς κληρικός, στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ὅταν ὁ Ἀναστάσιος βρισκόταν σὲ ἡλικία γάμου, οἱ γονεῖς του παρὰ τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἀκολουθήσει τὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἐπέμεναν νὰ τὸν νυμφεύσουν. Ὁ πατέρας του μάλιστα, χωρὶς κὰν νὰ ἔχει τὴν σύμφωνη γνώμη τοῦ υἱοῦ του, τὸν ἀρραβώνιασε στὴν Πάτρα μὲ τὴν θυγατέρα ἑνὸς πλούσιου ἄρχοντος καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἔστειλε στὸ Ναύπλιο νὰ προμηθευθεῖ τὰ γαμήλια πράγματα. Ὁ Ἀναστάσιος ὑπάκουσε στὴν πατρικὴ ἐντολὴ καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ Ναύπλιο. Στὸν δρόμο του πέρασε καὶ ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας στὸ Βιδόνι, κοντὰ στὸ χωριὸ Σύρνα καὶ ζήτησε τὴν θεία φώτιση.

Στὸ Ναύπλιο, ἀφοῦ ἀγόρασε ὅτι ἔπρεπε, πῆρε τὴν μεγάλη ἀπόφαση. Ἀναφέρεται πὼς τὴν προηγούμενη νύχτα τῆς προγραμματισμένης ἀναχωρήσεώς του γιὰ τὴν Καρύταινα, ἐνῷ βασανιζόταν ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τους νὰ πράξει, εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν Παναγία μαζὶ μὲ τὸν Τίμιο Πρόδρομο, ἡ ὁποία ἀποκαλώντας τον μὲ τὸ ὄνομα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λάβει ἀργότερα ὡς μοναχός, τοῦ εἶπε, σύμφωνα μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ πρώτου βιογράφου του: «Σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ὑπηρέτην τοῦ Υἱοῦ μου ἐπιθυμῶ νὰ γίνεις, Ἀθανάσιε. Ἀπέστειλε, λοιπόν, τοὺς δούλους σου μὲ τὰ νυμφικὰ ἱμάτια πρὸς τὸν πατέρα σου καὶ ἡ κόρη ἂς συζευχθεῖ ἄλλον ἄνδρα. Ἐσὺ δὲ νὰ πορευθεῖς στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβεις ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου εὐδόκησε». Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ Ἀθανάσιος ἀπέστειλε πίσω τοὺς δούλους καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, ἀφοῦ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος, χειροτονήθηκε κατόπιν διάκονος καὶ πρεσβύτερος.

Ἐπὶ τῆς πρώτης πατριαρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰακώβου, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος χειροτονεῖται Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Ἀρκαδίας, σὲ διαδοχὴ τοῦ Μητροπολίτου Εὐγενίου, ποὺ μὲ βάση σωζόμενα ἔγγραφα ἀρχιεράτευσε στὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ ἐπαρχία ἀπὸ τὸ 1645 ἕως τὸ 1673 τουλάχιστον. Ὡς χρόνο τῆς χειροτονίας του πρέπει νὰ ὑποθέσουμε τὸ ἀργότερο τὰ τέλη τοῦ 1680 ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1681, γιατί γιὰ πρώτη φορὰ ἀπαντᾶται τὸν Ἀπρίλιο αὐτοῦ τοῦ ἔτους, ὅταν ὑπογράφει ὡς μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν Κωνσταντινούπολη ἀφοριστικὸ γράμμα πρὸς τὸν Μητροπολίτη Εὐρίπου καὶ Ἐπίτροπο Μελενίκου.

Ὡς πρὸς τὴν ἕδρα τῆς Μητροπόλεως, ὁ τίτλος «Χριστιανουπόλεως» ὁδηγεῖ στὴν Χριστιανούπολη, τὸ σημερινὸ χωριὸ Χριστιάνοι. Οὐσιαστικὴ ὅμως ἕδρα τῆς Μητροπόλεως πρέπει νὰ θεωρήσουμε μὲ ἀσφάλεια τὴν πόλη τῆς Κυπαρισσίας.

Ἡ κατάσταση τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ἁγίου ἦταν οἰκονομικά, ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἠθικὰ ἀπελπιστική. Ὅσο ὑπῆρχε στὴν Πελοπόννησο ἡ Τουρκικὴ κατάσταση, ἡ θέση τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ οἰκονομικὴ πλευρὰ ἦταν δεινή. Ἡ θρησκευτικὴ κατάσταση, παρὰ τὴν εὐεργετικὴ δράση τῶν μοναχῶν τοῦ Λουσίου καὶ τῆς σχολῆς τῆς μονῆς Φιλοσόφου καὶ ὅποιων ἄλλων, δὲν διέφερε καὶ πολύ, τὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια, ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ὑπόδουλης χώρας.

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἄρχισε ἀμέσως τὸν ἀγῶνα προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ διάφορα προβλήματα καὶ νὰ βελτιώσει τὴν κατάσταση. Πρῶτο μέλημά του ἦταν ἡ ἐξεύρεση κατάλληλων νέων γιὰ τους ἱερατικὸ ἀξίωμα. Προκειμένου νὰ πετύχει τὸν στόχο του ὁ Ἅγιος σύστησε σχολεῖα γιὰ τὴν στοιχειώδη λειτουργικὴ καὶ λοιπὴ ἐκπαίδευση τῶν ὑποψηφίων καὶ παράλληλα παραιτήθηκε ἀπὸ κάθε συνηθισμένη τότε οἰκονομικὴ προσφορά, ποὺ δινόταν ἐκ μέρους τους στὸν Ἀρχιερέα γιὰ τὴν συντήρηση τοῦ ἰδίου καὶ τῆς Ἐπισκοπῆς. Πιστεύοντας ὁ Ἅγιος πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἱερὸς θεσμός, ποὺ διατηρεῖ τὴν γνήσια πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ὁ συνεκτικὸς κρίκος, ποὺ ἑνώνει τοὺς ὑπόδουλους Ἕλληνες καὶ συντηρεῖ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση καὶ ἀκόμα πὼς οἱ ἐκκλησίες εἶναι τὸ κέντρο ἀναφορᾶς καὶ τὸ σημεῖο συναντήσεως καὶ κοινωνίας τῶν δύστυχων Ἑλλήνων, φρόντισε γιὰ τὴν ἐπισκευὴ καὶ συντήρησή τους, ὅσο βέβαια αὐτὸ ἦταν ἐφικτὸ καὶ ἀπὸ οἰκονομικῆς πλευρᾶς καὶ ἀπὸ πλευρᾶς χορηγήσεως ἀδείας ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ Ἅγιος ἐνδιαφέρθηκε καὶ γιὰ τὰ μοναστήρια, τὶς ἱερὲς αὐτὲς ἑστίες τῆς σωτηρίας, τὰ κέντρα φωτισμοῦ καὶ φιλανθρωπίας, ποὺ πρωτοστάτησαν στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ὑπόδουλου Γένους.

Πρὸς τὸ ποίμνιό του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος στάθηκε ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος καὶ μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐνδιαφέρθηκε ὄχι μόνο γιὰ τοὺς τόπους λατρείας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν διακονία τοῦ λαοῦ του, προκειμένου νὰ τὸν ἀνακουφίσει ἀπὸ τὰ καθημερινὰ δεινὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς δουλειᾶς. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὰ ὀρφανά, τὶς χῆρες, τοὺς ἀνήμπορους γέροντες, τοὺς διωκόμενους καὶ ἀδικούμενους ἦταν μοναδική.
Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς παρέσχε στὸν Ἅγιο «μισθό» καὶ τὸν ἀξίωσε ἤδη ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή του ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του νὰ ἐπιτελεῖ σημεῖα καὶ θαύματα. Ἀναφέρεται πώς, ὅταν ὁ Ἅγιος λειτουργοῦσε, τὴν στιγμὴ ποὺ ἔβγαινε στὴν Ὡραία Πύλη νὰ πεῖ τὸ «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε…», οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν μπροστὰ στὸ στόμα του ἕνα φεγγοβόλο ἀστέρι.
Ἔτσι, ἀφοῦ ποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του καὶ διακόνησε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος κοιμήθηκε μετὰ ἀπὸ ὀλιγοήμερη ἀσθένεια τὸ 1707 ἢ τὸ 1708. Λίγα χρόνια ἀργότερα, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1710 – 1713 ἔγινε ἡ ἐκταφή του καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο βρέθηκε στὸ μεγαλύτερο μέρος του ἀδιάλυτο καὶ μυροβόλο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς τελοῦντας τὴν μνήμην, καὶ τιμώντας τὸ σῶμά σου, καὶ πανευλαβῶς προσκυνοῦντας τὴν μυρίπνοον Κάραν σου, ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς Θεόν, ἱκέτευε Χριστὸν τὸν ἀγαθόν, καὶ ταῖς σαῖς θερμαῖς πρεσβείαις, τῶν κινδύνων σῷζε, ὦ ἅγιε Ἀθανάσιε. Ἔχων δὲ καὶ συμπρεσβευτήν, τὸν μέγαν Κυρίου Πρόδρομον, ἔσο ἀοράτως τῆς Μονῆς, φρουρὸς καὶ προπύργιον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὁ δοξασθεὶς παρὰ Θεοῦ θαυμασίως, δι’ εὐωδίας καὶ θαυμάτων ποικίλων, ἐν τοῖς ἐσχάτοις χρόνοις, Ἀθανάσιε, φάνηθι ταχύτατος, καὶ θερμὸς ἀντιλήπτωρ, τῶν δεινῶν λυτρούμενος· τοὺς πιστῶς σε τιμῶντας, καὶ τοὺς τὰ λείψανα κατέχοντας τὰ σά, πρὸς μετανοίας ὁδὸν χειραγώγησον.






Ὁ Ἅγιος Ἐλεάζαρος

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐλεάζαρος ἤ Λαζαρος ἔζησε κατὰ τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Βαζέν. Μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Ὄλονετς.






Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς τῆς Ὀδησσοῦ
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς Μωϋσέεβιτς Ἀταμάνσκϊυ γεννήθηκε στὴν Ὀδησσὸ στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1855. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Μωυσῆς καὶ ἦταν διάκονος καὶ ἡ μητέρα του Γλυκερία. Πέθαναν ὅμως νωρὶς καὶ ἄφησαν ὀρφανὸ τὸν Ὅσιο σὲ μικρὴ ἡλικία, ὁ ὁποῖος καθημερινά, νύχτα καὶ ἡμέρα, περνοῦσε τὸν χρόνο του προσευχόμενος στοὺς τάφους τῶν γονέων του. Τὴν κηδεμονία τοῦ φτωχοῦ παιδιοῦ ἀνέλαβε ὁ θεῖος του. Ὁ Ὅσιος πρόκοπτε στὴν ἀρετή, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν μόρφωση. Ὁ θεῖος ζῆλος φούντωνε μέσα στὴν καρδιά του. Ἔτσι τὸ 1884 χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ 1886 πρεσβύτερος. Διακόνησε τὴν Ἐκκλησία, στὴν ἀρχὴ ὡς ἐφημέριος σὲ χωριὸ καὶ ἀργότερα, ἀπὸ τὸ 1897, στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Ὀδησσοῦ.

Ἡ ποιμαντική του δράση ὑπῆρξε ἀξιοθαύμαστη. Οἱ φτωχοὶ καὶ ἄποροι εὕρισκαν καταφύγιο κοντά του. Ὁ Ὅσιος τοὺς δίδασκε μὲ τὴ λειτουργική του ζωὴ καὶ τὰ φλογερὰ κηρύγματά του. Ἡ ἐκκλησιαστική του κοινότητα ἦταν παρόμοια μὲ αὐτὴ τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας καὶ ἀναγνώριζε στὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου τὸν ἄνθρωπο τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.

Ἡ εὐεργετικὴ ποιμαντικὴ δράση τοῦ Ὁσίου φάνηκε περισσότερο κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ρωσο – Ἰαπωνικοῦ πολέμου, τὸ 1905, κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1917 καὶ στὰ χρόνια τοῦ διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος συνέχισε χωρὶς φόβο τὴν διακονία του μὲ πίστη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν λαό. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι πολλοὶ συνέρεαν πρὸς αὐτόν, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ νοσήματά τους.
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1924 καὶ ἡ κανονικὴ πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε τὸ 1995. Τὸ 1996 τὰ ἱερὰ λείψανά του μετακομίσθηκαν στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Ὀδησσοῦ.






Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἡ ἐν Μόσχᾳ
Image
Τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Εὐφροσύνης τῆς ἐν Μόσχᾳ, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 7 Ἰουλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος της.






Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἀδριανοῦ
Τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀδριανοῦ, ἐκ Ρωσίας, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 26 Αὐγούστου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

PreviousNext

Return to ΕΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 0 guests