ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Τα πάντα περί Εορτολογίου, Συναξαριστή, Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών...

Moderator: inanm7

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Fri Jun 06, 2014 11:13 am

7 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ψυχοσάββατον
Τὸ Σάββατο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, λέγεται – «Σάββατο τῶν Ψυχῶν» ἢ Ψυχοσάββατο. Εἶναι τὸ δεύτερο ἀπὸ τὰ δύο Ψυχοσάββατα τοῦ ἔτους (τὸ πρῶτο ἐπιτελεῖται τὸ Σάββατο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω). Ὁ λόγος ποὺ τὸ καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία μας, παρ’ ὅτι κάθε Σάββατο εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς κεκοιμημένους, εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐπειδὴ πολλοὶ κατὰ καιροὺς ἀπέθαναν μικροὶ ἢ στὴν ξενιτιὰ ἢ στὴ θάλασσα ἢ στὰ ὄρη καὶ τοὺς κρημνοὺς ἢ καὶ μερικοί, λόγω πτώχειας, δὲν ἀξιώθηκαν τῶν διατεταγμένων μνημοσυνῶν, «οἱ θεῖοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι θέσπισαν τὸ μνημόσυνο αὐτὸ ὑπὲρ πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος εὐσεβῶς τελευτησάντων Χριστιανῶν».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.

Ὁ βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οἰκονομῶν, καὶ τὸ συμφέρον πᾶσιν ἀπονέμων, μόνε Δημιουργέ, ἀνάπαυσον Κύριε, τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου· ἐν σοὶ γὰρ τὴν ἐλπίδα ἀνέθεντο, τῷ Ποιητῇ καὶ Πλάστῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν.



Θεοτόκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Σὲ καὶ τεῖχος καὶ λιμένα ἔχομεν, καὶ πρέσβυν εὐπρόσδεκτον, πρὸς ὃν ἔτεκες Θεόν, Θεοτόκε Ἀνύμφευτε, τῶν πιστῶν ἡ σωτηρία.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Μετὰ τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστέ, τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στανγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος.

Μεγαλυνάριον.
Ὡς Θεὸς Οἰκτίρμων Παμβασιλεῦ, ἐν σκηναῖς Δικαίων, καὶ ἐν κόλποις τοῦ Ἀβραάμ, τὰς ἀπὸ αἰῶνος, ψυχὰς ἃς προσελάβου, ἀνάπαυσον παρέχων, αὐταῖς τὴν χάριν σου.







Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ ἐν Ἀγκύρᾳ
Image
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδοτος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Παρέμεινε ὀρφανὸς σὲ νηπιακὴ ἡλικία καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου ἀπὸ τὴν εὐσεβέστατη θεία του Τεκοῦσα. Ὄταν ἐμεγάλωσε, ἔγινε ἀρτοποιὸς καὶ ἔμπορος τροφίμων, διεκρινόταν δὲ γιὰ τὴν τιμιότητα, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ φιλανθρωπία του. Διὰ τῶν λόγων, τῶν ἔργων καὶ τῆς ὑποδειγματικῆς χριστιανικῆς διαβιώσεώς του, ἔγινε πρόξενος ἐπανόδου στὸν ὀρθὸ δρόμο πολλῶν παρεκτραπέντων συμπολιτῶν του. Κατὰ τοὺς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμούς, ἀπεστάλη στὴν Ἄγκυρα ὁ Θεότεκνος, δεινὸς διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴ σύλληψη τῶν Χριστιανῶν, τὴν κατεδάφιση τῶν ναῶν καὶ τὴ δήμευση τῆς περιουσίας αὐτῶν, γιὰ νὰ μολύνει δὲ τὰ τρόφιμα διέταξε νὰ ἀναμιχθοῦν αὐτὰ μὲ εἰδωλόθυτα. Τότε συνελήφθησαν μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ ἡ Τεκοῦσα μετὰ τῶν παρθένων Ἀλεξάνδρας, Κλαυδίας, Φαεινῆς, Εὐφρασίας, Ματρώνης, Ἰουλίας καὶ Θεοδότης. Ἐπειδὴ οἱ Ἁγίες ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἐκλείσθησαν ἀρχικὰ σὲ πορνεῖο καὶ παρέμειναν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἁγνές, καὶ στὴ συνέχεια ἐρρίφθησαν στὰ πλησίον κείμενα ἕλη, ὅπου ἔλαβαν τὸ μαρτυρικὸ θάνατο διὰ πνιγμοῦ († 18 Μαΐου).
Ὁ Θεόδοτος, ἀφοῦ κατ’ ἀρχὰς ἀντιμετώπισε ἀποτελεσματικὰ τὸ θέμα τῶν τροφίμων, διαμοιράζοντας καὶ πουλώντας μεγάλες ποσότητες μὴ μολυσμένων μὲ εἰδωλόθυτα, ἄρχισε νὰ περιέρχεται τὶς φυλακές, νὰ διαμοιράζει στοὺς κρατούμενους Χριστιανοὺς τρόφιμα καὶ νὰ παρηγορεῖ αὐτούς. Πληροφορηθεὶς τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τῆς θείας του Τεκούσης καὶ τῶν παρθένων ποὺ ἐμαρτύρησαν μαζί της, σὲ συνεννόηση μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς μετέβη στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου τους, παρέλαβε κρυφὰ τὰ λείψανά τους, καὶ τὰ ἐνταφίασε. Τὴν ἑπομένη, ὅταν ἔγινε ἀντιληπτὴ ἡ ἐξαφάνιση τῶν λειψάνων, διενεργήθησαν πολλὲς συλλήψεις Χριστιανῶν, οἱ δὲ συλληφθέντες ὑποβάλλονταν σὲ ποικίλα βασανιστήρια, γιὰ νὰ ἀποκαλύψουν τοὺς δράστες. Ὁ Θεόδοτος, γιὰ νὰ μὴ συλληφθοῦν καὶ βασανισθοῦν καὶ ἄλλοι ἀθῶοι, ἔσπευσε πρὸς τὸν Θεότεκνο, ὁμολόγησε ὅτι ἦταν Χριστιανὸς καὶ ἀπεκάλυψε στὸν ἄρχοντα, ὄτι αὐτὸς ἦταν ὁ δράστης τοῦ ἐνταφιασμοῦ τῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων γυναικῶν. Ὁ Θεότεκνος διέταξε εὐθὺς τὸ σκληρὸ βασανισμὸ τοῦ Θεοδότου καὶ τὸν ἐγκλεισμό του στὴ φυλακή, ἀποστείλας δὲ στρατιῶτες ἀνεκόμισε τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων γυναικῶν καὶ τὰ κατέκαψε. Μετὰ λίγες ἡμέρες ὁ Ἅγιος Θεόδοτος προσήχθη πάλι ἐνώπιον τοῦ Θεοτέκνου καὶ ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴν ἐμμονὴ στὴν ἀρχικὴ ὁμολογία του καὶ στὴν πατρώα εὐσέβεια. Τότε, ἀφοῦ τοῦ καταξέσχισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια καὶ τοῦ συνέτριψαν τὶς σιαγόνες, τὸν ἀπεκεφάλισαν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δόσιν ἔνθεον, καταπλουτήσας, τὴν τῆς χάριτος ἱερουργίαν, Ἱερομάρτυς τρισμάκαρ Θεόδοτε, καθάπερ δῶρα Θεῷ προσενήνοχας, τὰς ἀριστείας τῶν θείων ἀγώνων σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῶν ἱερέων ἐν στάσει γενόμενος, τῶν Ἀθλοφόρων τοὺς τρόπους ἐζήλωσας, καὶ στέφος διπλοῦν κομισάμενος, σὺν Ἀσωμάτοις χορεύεις Θεόδοτε, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀθλοφόρων ὁ κοινωνός· χαίροις Ἱερέων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις ὁ φαυλίσας, τυράννων τὴν μανίαν, Θεόδοτε τρισμάκαρ, τῇ καρτερίᾳ σου.






Ἡ Ἁγία Ποταμιαίνη ἐξ Ἀλεξανδρείας
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ποταμιαίνη καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Πανέμορφη στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ πιστὴ Χριστιανή, ἦταν δούλη ἀσελγοῦς καὶ ἀκόλαστου ἀνδρός, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ δὲν κατάφερε νὰ τὴν πείσει νὰ δεχθεῖ τὶς ἀνήθικες προτάσεις του, κατήγγειλε αὐτὴν στὸν ἄρχοντα τῆς Ἀλεξανδρείας ὡς Χριστιανή. Εὐθὺς διατάχθηκε ἡ σύλληψή της καὶ ἡ ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος προσαγωγή της. Ὅταν ὅμως ἐμφανίσθηκε ἡ Ποταμιαίνη, αὐτός, ἐπειδὴ θαμπώθηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της, ἐκυριεύθηκε ἀπὸ ἀκόλαστες ἐπιθυμίες, μὲ κολακεῖες δὲ καὶ ὑποσχέσεις προσπάθησε νὰ ἀποσπάσει αὐτὴν ἀπὸ τὴ Χριστιανικὴ πίστη, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἔτσι θὰ ὑπέκυπτε στὶς ὀρέξεις του. Ἀλλ’ ἡ Ποταμιαίνη δὲν ἐνέδωσε στὶς προτάσεις του καὶ ἕνεκα τούτου διέταξε νὰ ριφθεῖ ἡ Μάρτυς μέσα σὲ λέβητα ποὺ ἦταν γεμάτος μὲ καυτὴ πίσσα. Ἡ Ποταμιαίνη μὲ πνευματικὴ χαρὰ ἄκουσε τὴν καταδίκη της, διότι ἔτσι θὰ διατηροῦσε ἀμόλυντα τὰ πολυτιμότερα ἀγαθά της, τὴν παρθενία καὶ τὴν Χριστιανική της πίστη, παρεκάλεσε δὲ τὸν ἄρχοντα νὰ τὴν καταβιβάζουν ἀργὰ μέσα στὸ λέβητα, γιὰ νὰ ἀποβαίνει μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο πλέον ἐπώδυνο τὸ μαρτύριό της. Ἡ τελευταία αὐτὴ ἐπιθυμία της ἔγινε δεκτή, γενικὴ δὲ ὑπῆρξε ἡ κατάπληξη τῶν παρευρισκομένων, γιὰ τὴν καρτερία καὶ ἀταραξία αὐτῆς στὸ φρικτὸ τοῦτο μαρτύριο.






Ὁ Ἅγιος Μαρκελλίνος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μαρκελλίνος ἦταν Ἐπίσκοπος Ρώμης κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Κατὰ τὸ Λιβεριανὸ Κατάλογο διαδέχθηκε τὸν Ἐπίσκοπο Γάϊο τὴν 1η Ἰουλίου 296 μ.Χ. καὶ ἐκάθισε ἐπὶ τοῦ θρόνου ἕως τὸ 304 μ.Χ. Οἱ Δονατιστὲς τὸν κατηγόρησαν γιὰ δειλία κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ στὸ Liber Pontificalis, ὅπου διαβάζουμε ὅτι ὁ Μαρκελλίνος μετανόησε, ἔκλαψε πικρὰ καὶ ἀπολογήθηκε γιὰ τὴ στάση του ἐνώπιον Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν πόλη Σινουέσσα τῆς Καμπανίας. Ἐμφανίσθηκε μὲ τὴν κεφαλή του γεμάτη ἀπὸ στάχτη, σὲ ἔνδειξη μετανοίας, καὶ ὁμολόγησε τὴν ἁμαρτία του στὰ μέλη τῆς Συνόδου. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τὸν συγχώρεσαν, λέγοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀρνήθηκε τὸν Κύριο ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἔκλαψε πικρὰ γιὰ τὴν ἁμαρτία του καὶ ἡ μετάνοιά του ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλ’ ἡ κατηγορία καὶ ἡ ἀναφορὰ περὶ λιποψυχίας καὶ πτώσεως τοῦ Ἁγίου Μαρκελλίνου φαίνεται μᾶλλον ἀστήρικτη.
Ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καὶ ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του καὶ Μάρτυρες τοῦ Κυρίου Κλαύδιο, Κυρίνο καὶ Ἀντωνίνο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Μάρκελλο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπωμισθεῖ τὰ τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως καὶ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἐνῷ ἐχήρευε ὁ ἐπισκοπικός της θρόνος, στὸ κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Πρισκίλλης, μετὰ ἀπὸ ὅραμα στὸ ὁποῖο εἶδε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο νὰ τοῦ δίδει ἐντολὴ γιὰ νὰ ἐνταφιάσουν τὸ τίμιο σκήνωμα μὲ εὐλάβεια.






Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος Ἐπίσκοπος Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος Α’, Ἐπίσκοπος Ρώμης (308 – 309 μ.Χ.), καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ διαδέχθηκε τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Μερκελλίνο († 7 Ἰουνίου). Κατήγγειλε δημοσίως τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὴ σκληρότητά του πρὸς τοὺς ἀθώους Χριστιανοὺς καὶ τοὺς διωγμοὺς καὶ ἐκεὶνος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τ]ν βασανίσουν. Περιορίσθηκε καὶ ἐκλείσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μαξέντιο σὲ ναό, τὸν ὁποῖο εἶχαν ἱδρύσει οἱ παρθένες Πρίσκιλλα καὶ Λουκία, καὶ ὁ ὁποῖος μετατράπηκε σὲ σταῦλο. Ἐκεῖ ἀπέθανε ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὰ βάσανα μακριὰ ἀπὸ τὴν ἔδρα του. Ἐνταφιάσθηκε στὸ κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Πρισκίλλης. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, πλὴν τῆς παρούσης ἡμέρας, καὶ τὴ 16η Ἰανουαρίου.






Οἱ Ἅγιοι Σισίνιος, Κυριακός, Σμάραγδος, Λάργος, Ἀπρονιανός, Σατουρνίνος, Κρήσκης, Παππίας, Μαύρος, Ἀρτεμιάδα, Πρίσκιλλα καὶ Λουκία οἱ Μάρτυρες
Image
Ὅταν ἐκηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐκλείσθηκαν στὶς φυλακές. Ὁ Θράσων, πλούσιος Χριστιανός, ἐφρόντιζε νὰ ἀποστέλλει μὲ τοὺς Σισίνιο, Κυριακό, Σμάραγδο καὶ Λάργο, τρόφιμα καὶ ἐνδύματα στοὺς φυλακισμένους ἀδελφούς του. Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, εὐχαρίστησε τὸν Θράσωνα καὶ ἐχειροτόνησε διακόνους τὸν Σισίνιο καὶ τὸν Κυριακό. Γιὰ τὴ θεοφιλὴ δράση τους οἱ δύο διάκονοι συνελήφθησαν καὶ καταδικάσθηκαν σὲ καταναγκαστικὰ ἔργα. Δὲν ἔφθανε ὅμως αὐτό. Ὁ Μαξιμιανὸς ἀπέστειλε τὸν Σισίνιο στὸ διοικητὴ τῆς Λαοδικείας, ὁ ὁποῖος τὸν ἐφυλάκισε. Ἐκεῖ ὁ διάκονος Σισίνιος συνάντησε τὸν Ἀπρονιανό, ὁ ὁποῖος, βλέποντας τὸ πρόσωπο τοῦ Σισινίου νὰ εἶναι λουσμένο στὸ θεῖο φῶς, ἐπίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ ἐβαπτίσθηκε. Ὅταν ὁ Ἀπρονιανὸς ἐκλήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Λίγο ἀργότερα ἐμφανίσθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁ Σισίνιος καὶ ὁ Σατουρνίνος. Ἐκεῖνος τοὺς διέταξε νὰ προσφέρουν θυσία στὰ εἴδωλα, ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι μὲ τὴν προσευχή τους ἔλιωσαν τὰ τρίποδα μὲ τὸ θυμίαμα τῶν εἰδώλων. Βλέποντας τὸ θαῦμα αὐτὸ οἱ στρατιῶτες Παππίας καὶ Μαῦρος ἐπίστεψαν στὸν Χριστό. Ἔξαλλος ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ οἱ μὲν δύο στρατιῶτες νὰ ὁδηγηθοῦν στὴ φυλακή, οἱ δὲ Σισίνιος καὶ Σατουρνίνος νὰ ἀποκεφαλισθοῦν.

Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ἐβάπτισε κρυφὰ τὸν Παππία καὶ τὸν Μαῦρο, οἱ ὁποῖοι μετὰ ἀπὸ λίγο ἐτελειώθησαν μαρτυρικὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τους στὸν Χριστό. Τὰ τίμια λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Ἰωάννη καὶ τὸν Θράσωνα.
Οἱ μάρτυρες Κυριακός, Σμάραγδος, Λάργος καὶ Κρήσκης, μαζὶ μὲ ἄλλους Χχριστιανούς, ἦσαν φυλακισμένοι καὶ καταδικασμένοι νὰ ἐργάζονται σκληρά. Ἡ Ἀρτεμία, κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ, ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο. Μαθαίνοντας ὁ Διοκλητιανὸς ὅτι ὁ φυλακισμένος Κυριακὸς θὰ μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὴν ἀσθένεια τῆς θυγατρός του, τὸν ἐκάλεσε γιὰ νὰ τὴν κάνει καλά. Πράγματι! Ὀ Ἅγιος Κυριακός, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐθεράπευσε τὴν Ἀρτεμία καὶ ἐξέβαλε τοὺς δαίμονες ἀπὸ αὐτήν. Ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴ θεραπεία τῆς κόρης του ὁ αὐτοκράτορας ἐλευθέρωσε τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ σύντομα ἔστειλε τὸν Κυριακὸ στὴν Περσία, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν κόρη τοῦ Πέρσου βασιλέως. Ὄταν ὁ Κυριακὸς ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη, συνελήφθη, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ αὐτοκράτορος Γαλερίου (305 – 311 μ.Χ.), γαμπροῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε παραιτηθεῖ καὶ ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Ἔδεσαν, λοιπόν, τὸν Ἅγιο Κυριακὸ πίσω ἀπὸ ἕνα ἅρμα ποὺ τὸν ἔσερνε ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Ρώμης καὶ στὴ συνέχεια, ἀφοῦ τὸν ἐβασάνισαν τὸν ἐθανάτωσαν μαζὶ μὲ τοὺς Μάρτυρες Σμάραγδο, Λάργο, Κρήσκεντα, Ἀρτεμία, Πρίσκιλλα καὶ Λουκία.







Οἱ Ἁγίες Αἰσία καὶ Σωσάννα μαθήτριες τοῦ Ἁγίου Παγκρατίου
Οἱ Ἁγίες Αἰσία (ἢ Ἐσία, κατ’ ἄλλην γραφὴν Εὐσεβεία) καὶ Σωσάννα ἦσαν μαθήτριες τοῦ Ἁγίου Παγκρατίου, Ἐπισκόπου Ταυρομενίας († 9 Φεβρπυαρίου), καὶ ὑπέστησαν τὸν διὰ πυρὸς θάνατο. Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὸ ναὸ «ἐν τοῖς Βασιλίσκοις» κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη.







Ἡ Ἁγία Ζηναΐς ἡ Θαυματουργός
Image
Περὶ τῆς Ἁγίας Ζηναΐδος γνωρίζουμε ὅτι ἀξιώθηκε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας καὶ ἐτελειώθηκε μὲ μαρτυρικὸ θάνατο.







Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης καὶ Ταράσιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰωάννης καὶ Ταράσιος ἐτελειώθησαν διὰ ξίφους. Τὸ σχετικὸ δίστιχο ἀναφέρει: «Ἰωάννην τέμνουσι σὺν Ταρασίῳ, οὐ πρὸς τὸ τέμνον ἐκταραχθέντας ξίφος».






Ὁ Ἅγιος Λυκαρίων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἄγιος Μάρτυς Λυκαρίων καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Διαπνεόμενος ὑπὸ θείου ζήλου, διεμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ὑλικὴ μέριμνα ἐπιδόθηκε στὴ διάδοση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, κηρύττοντας τὸ θεῖο λόγο καὶ πολλοὺς εἰδωλολάτρες ἑλκύοντας πρὸς αὐτήν. Γιὰ τὴ θεοφιλὴ δράση του καταγγέλθηκε, συνελήφθη, ἀρνήθηκε δὲ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἀφοῦ ὑποβλήθηκε σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, ἐκ τῶν ὁποίων ὅμως, μὲ τὴ Θεία Χάρη, ἐξῆλθε ἀβλαβής, καὶ ἐκλείσθηκε στὴ φυλακή. Μετὰ λίγες ἡμέρες, ἀφοῦ ὑποβλήθηκε σὲ νέα ἀνάκριση καὶ ἐπέμενε στὴν ὁμολογία του, ὐπέστη ἀκόμη σκληρότερη δοκιμασία. Ἔτσι, ἀφοῦ τοῦ καταξέσχισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια καὶ τοῦ κατέκαψαν τὰ πλευρὰ καὶ τὸ στῆθος μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, τὸν ἐκρέμασαν ἐπὶ σταυροῦ καὶ ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια.






Ἡ Ἁγία Σεβαστιανὴ ἡ Θαυματουργός
Image
Ἡ Ὁσία Σεβαστιανή, ἀξιωθεῖσα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Πρεσβύτερος
Ὁ Ὅσιος Στέφανος, ὁ πρεσβύτερος, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος ὁ Πρεσβύτερος
Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος, ὁ πρεσβύτερος, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Βασιλείδης ὁ Μάρτυρας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Βασιλείδη.







Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ὁσιομάρτυρας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου.







Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος ὁ Σιναΐτης
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου Ἀνατολίου τοῦ Σιναΐτου.







Ὁ Ἅγιος Κολμανὸς ὁ ἐξ Ἰρλανδίας
Ὁ Ἅγιος Κολμανὸς ἐγεννήθηκε, τὸ 450 μ.Χ., στὴ Δαλαραδία τοῦ βασιλείου Κρούτιν τῆς Ἰρλανδίας. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ντρόμορ καὶ εἶναι πολιοῦχος καὶ προστάτης αὐτῆς. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Μεριαδόκιος ὁ ἐξ Οὐαλίας
Ὁ Ὅσιος Μεριαδόκιος καταγόταν ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια τῆς Οὐαλίας καὶ ἔζησε τὸν 5ο ἢ 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἐπιθυμώντας νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἡσυχαστικὸ βίο, ἐπώλησε ὄλα τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ ὁποία διεμοίρασε στοὺς πτωχούς, καὶ ἔγινε ἐρημίτης. Κατόπιν ἦλθε στὴν Κορνουάλη, ὅπου ἵδρυσε πολλὲς ἐκκλησίες, καὶ στὴ συνέχεια ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βάννες. Διακρίθηκε γιὰ τὴ μεγάλη φιλαδελφία καὶ φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη λέγοντες: «Κύριε, σὲ Σένα παραδίδω τὸ πνεῦμά μου».






Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ τῆς Σκήτεως
Ὁ Ὅσιος Δανιήλ, ὁ ἀναχωρητής, συγγραφέας, ἱερομόναχος καὶ κατόπιν ἡγούμενος μοναστικοῦ κέντρου στὴ Σκήτη τῆς Αἰγύπτου, ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Δανιὴλ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία περιεβλήθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἀσκήτεψε στὰ μέρη τῆς Σκήτεως, ὅπου εὑρῆκαν καὶ αἰχμαλώτισαν αὐτὸν Βεδουΐνοι ληστὲς τρεῖς φορές. Ἀπὸ τὴν τελευταία αἰχμαλωσία ἐλευθερώθηκε ἀφοῦ ἐφόνευσε μὲ πέτρες τὸν φρουροῦντα αὐτόν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ αἰσθάνθηκε ὡς βαρύτατο ἁμάρτημα, γι’ αὐτὸ ἦλθε καὶ ἐξομολογήθηκε αὐτὸ πρῶτα μὲν στὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Τιμόθεο Γ’ (520 – 536 μ.Χ.), ἀκολούθως δὲ στοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἐπιφάνιο (520 – 535 μ.Χ.), Ἀντιοχείας Εὐφράσιο (521 – 526 μ.Χ.) καὶ Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Γ’ (516 – 524 μ.Χ.), ὡς καὶ στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ὀρμίσδα (514 – 523 μ.Χ.). Κανένας ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς δὲν κατελόγισε στὸν Δανιὴλ τὴν πράξη. Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν ἀθώωσή του καὶ μὴ δυνάμενος ὁ ἴδιος νὰ συγχωρήσει τὸν ἑαυτό του, παραδόθηκε στὸν πραίτορα τῆς Ἀλεξάνδρεας, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινε καὶ ἐθαύμασε τὴ διάκρισή του, «ἀπέλυσεν αὐτὸν λέγων αὐτῷ: Ὕπαγε, εὖξαι ὑπὲρ ἐμοῦ, ἀββᾶ. Εἴθε καὶ ἄλλους ἑπτὰ ἐφόνευσας ἐξ αὐτῶν».
Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπανῆλθε στὴν περιοχὴ τῆς Σκήτεως, γιὰ νὰ τὴν ἐγκαταλείψει ἀργότερα καὶ νὰ ἔλθει στὴν περιοχὴ Ταμπώκ, ὅπου καὶ ἵδρυσε μονή, στὴν ὁποία ἔγινε ἡγούμενος καὶ στὴν ὁποία, τέλος, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τιμώμενος καὶ σεβόμενος ἀπὸ ὅλους.







Ὁ Ὅσιος Βουλφάγγιος ἐκ Γαλλίας
Ὁ Ὅσιος Βουλφάγγιος ἐγεννήθηκε στὴ Γαλλία. Ἦταν ἔγγαμος ἱερέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος τοῦ Ροῦε κοντὰ στὴν πόλη Ἄμπεβιλ. Ἐπραγματοποίησε ἕνα προσκυνηματικὸ ταξίδι στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἐτελείωσε τὸ βίο του ὡς ἐρημίτης, τὸ 643 μ.Χ.







Ἡ Ὁσία Μοντβέννα ἐκ Μεγάλης Βρετανίας
Ἡ Ὁσία Μοντβέννα ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ μονὴ τοῦ Οὐΐτμπυ ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τῆς Ὁσίας Χίλδας († 17 Νοεμβρίου), ἡγουμένης τῆς μονῆς. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 699 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Ἀβεντίνος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἀβεντίνος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Μπαγκνὲρ κοντὰ στὰ Πυρηναῖα ὄρη. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς ὡς ἐρημίτης στὴν περιοχὴ τοῦ Λάρμπους καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς, τὸ 732 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Βιλλιβάλδος ὁ Ἀπόστολος τῆς Γερμανίας
Ὁ Ἅγιος Βιλλιβάλδος, Ἀπόστολος τῆς Γερμανίας, ἐγεννήθηκε στὶς 21 Ὀκτωβρίου 700 μ.Χ. στὸ Ἔσσεξ. Ὄταν ἦταν μικρὸς ἀσθένησε καὶ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Ἅγιοι Ριχάρδος καὶ Βούννα († 7 Φεβρουαρίου) τὸν ἔριξαν κάτω ἀπὸ ἕνα σταυρὸ καὶ ὑποσχέθηκαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὸν Θεό, ἐὰν θεραπευθεῖ. Τὸ θαῦμα ἔγινε καὶ ὁ πατέρας του, φερόμενος ὡς βασιλέας Ριχάρδος, τὸν ἐμπιστεύθηκε, σὲ ἡλικία πέντε ἐτῶν, στὸν ἡγούμενο Ἐγκβάλδιο τῆς μονῆς τοῦ Βαλτχάιμ στὸ Χάμπσαϊρ, ὅπου παρέμεινε μέχρι ἡλικίας δεκαεπτὰ ἐτῶν. Τὸ 721 μ.Χ., μαζὶ μὲ τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του Βιννιβάλδο († 18 Δεκεμβρίου) καὶ τὸν γέροντα πατέρα τους, ἀνεχώρησαν γιὰ προσκύνημα στοὺς τάφους τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὴ Ρώμη. Καθ’ ὁδὸν ὁ πατέρας τους ἀπέθανε καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη Λούκκα τῆς Ἰταλίας, ὅπου τιμᾶται μέχρι σήμερα ὑπὸ τὸ ὄνομα «Ριχάρδος, βασιλεὺς τῶν Ἄγγλων». Οἱ δύο νέοι συνέχισαν τὴν ὁδοιπορία τους γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἔτσι ἔπλευσαν μέσῳ Κύπρου στὴ Συρία, ὅπου αἰχμαλωτίσθηκαν γιὰ σύντομο χρονικὸ διάστημα στὴν πόλη Ἔμεσσα ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφή του ἐπέρασε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, σύμφωνα μὲ τὸ «Ὁδοιπορικόν», παρέμεινε δύο ἔτη σὲ κελὶ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν περίφημη μονὴ τοῦ Μόντε Κασσίνο ἀγαπώμενος καὶ τιμώμενος ἀπὸ ὅλους. Ἐνῷ ἀσκήτευε ἐκεῖ, ἔλαβε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Πάπα Γρηγόριο Γ’ (731 – 741 μ.Χ.), μετὰ ἀπὸ συνάντηση μαζί του, νὰ μεταβεῖ στὴ Γερμανία, γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν συγγενή του Ἅγιο Βονιφάτιο († 5 Ἰουνίου) στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο. Τὸ 741 μ.Χ. ἐχειροτονήθηκε ἱερέας καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο Ἐπίσκοπος στὴν πόλη Ἄιχσταατ στὴν περιοχὴ τῆς Φραγκονίας, ὅπου ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ μὲ ἔνθεο ζῆλο. Ἐδῶ ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Χαϊντχάιμ, τὴν ὁποία καθοδηγοῦσε πνευματικὰ ὁ ἀδελφός του Ὅσιος Βιννιβάλδος καὶ ἀργότερα ἡ ἀδελφή του Ὁσία Βαλβούργα († 25 Φεβρουαρίου).
Ὁ Ἅγιος Βιλλιβάλδος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 790 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Δεοχάρης ἐκ Γερμανίας
Ὁ Ὄσιος Δεοχάρης ἐγεννήθηκε στὴ Γερμανία καὶ ἀσκήτεψε, ὡς ἐρημίτης, στὰ ὄρη τῆς Φραγκονίας κοντὰ στὴ Βαυαρία. Τὸ 819 μ.Χ., ἔλαβε μέρος στὴν τελετὴ τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου († 5 Ἰουνίου) καὶ ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Χερριέντον. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 847 μ.Χ.







Οἱ Ἅγιοι Πέτρος, Βαλλαβόνσος, Σαβινιανός, Βιστρεμοῦνδος, Ἀβέντιος καὶ Ἱερεμίας οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Πέτρος, ὁ πρεσβύτερος, Βαλλαβόνσος, ὁ διάκονος, ἐτελειώθησαν μαρτυρικά, μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Σαβινιανὸ καὶ Βιστρεμοῦνδο τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ζωΐλου, Ἀβέντιο τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου, καὶ τὸν γέροντα Ἱερεμία, ποὺ ἐζοῦσε στὴ μονὴ τοῦ Ταβάνου, ἀπὸ τοὺς Μαυριτανούς, τὸ 851 μ.Χ., στὴν Κόρδοβα τῆς Ἰσπανίας, ἐπὶ ἡγεμόνος Ἀμπντὲρ Ἀχμὰν Β’, δι’ ἀποκεφαλισμοῦ καὶ διὰ πυρός.






Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Κένσκϊυ ἦταν μὸναχὸς στὴ μονὴ Βαρλαὰμ καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ Ὁσίου Σεραπίωνος († 27 Ἰουνίου). Ἔζησε ὡς σαλὸς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1592.






Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος (Κένσκϊυ) ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐμόνασε στὴ μονὴ τοῦ Κοζεεζέρσκϊυ, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὰ Θεοφάνεια. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ 1634.






Ὁ Ὅσιος Παναγῆς ὁ Μπασιᾶς
Ὁ Ὅσιος Παναγῆς ὁ Μπασιᾶς ἐγεννήθηκε στὸ Ληξούρι τῆς Κεφαλληνίας, τὸ 1801, καὶ ἦταν υἱὸς εὐσεβῶν καὶ ἐπιφανῶν γονέων, τοῦ Μιχαὴλ Τυπάλδου – Μπασιᾶ καὶ τῆς Ρεγγίνας Δελλαπόρτα. Ἔμαθε ἰταλικά, γαλλικά, λατινικὰ καὶ καταρτίσθηκε στὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θεολογία. Μικρὸς ἀκόμα χειροθετεῖται ἀναγνώστης καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς σταδιοδρομίας του διορίζεται γραμματοδιδάσκαλος καὶ ἐξασκεῖ τὸ λειτούργημα τοῦ διδασκάλου, ἀλλὰ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὰ ριζοσπαστικὰ κηρύγματα τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου καὶ Εὐσεβίου Πανᾶ, ἐκκλησιαστικῶν ἀναστημάτων τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ὑπεράσπιζαν ὅτι οἱ Ἄγγλοι (κυρίαρχοι τῆς Ἑπτανήσου) προστάτες, οὐσιαστικὰ τύραννοι, ἐπιβουλεύονται τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν κατοίκων, ἀφήνει τὸ δημόσιο σχολεῖο καὶ παραδίδει μαθήματα κατ’ οἶκον συνεχίζοντας τὴν ἀποστολή του.

Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἔχοντας ἔμφυτη κλίση καὶ ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ τὴν προσωπικότητα τοῦ πολιούχου μεγάλου ἀσκητοῦ Ἁγίου Γερασίμου καὶ τοῦ γείτονός του, ἐπίσης μεγάλου ἀσκητοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου, ἐγκαταλείπει τὰ πάντα καὶ φθάνει στὸ «Ξηροσκόπελο», μικρὸ νησάκι στὴν κάτω Λειβαθὼ Βλαχερνῶν καὶ τόπο ἐξορίας κληρικῶν ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους. Ἐξόριστος τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἦταν καὶ ὁ περίφημος Ζακύνθιος κληρικὸς Νικόλαος Καντούνης. Δὲν ἔμεινε ὅμως πολὺ διάστημα καμφθεὶς ἀπὸ τὶς ἱκεσίες τῆς χήρας μητέρας του καὶ τῆς ἀπροστάτευτης ἀδελφῆς του. Ἐπιστρέφει λοιπὸν μοναχὸς στὸν κόσμο, ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἀποδεικνύεται συνεχὴς ἀσκητικὸς ἀγώνας καὶ συνεπὴς ἐπαγρύπνηση τῶν μοναχικῶν ἰδεῶν καὶ ἀποφάσεών του. Τὸ 1836 χειροτονεῖται διάκονος καὶ πρεσβύτερος ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας Παρθενίου Μακρῆ. Δὲν ἐπεζήτησε ἐφημαριακὴ θέση. Συνήθως ἐλειτουργοῦσε στὸ ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στὸν Πλατὺ Γιαλό, ὅπου συνέρρεε πλῆθος πιστῶν, γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ καὶ νὰ ἀκούσει τὰ θερμὰ κηρύγματά του. Ὑπῆρξε ἡ προσωποποίηση τῆς ἐλεημοσύνης καὶ θερμὸς συμπαραστάτης τῶν ἀδυνάτων. Ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ «προΰλεγε τὰ μέλλοντα συμβαίνειν εἰς πρόσωπα, οἰκογενείας καὶ γενικώτερον τῆς κοινωνίας», ὅπως γράφεται στὴν εἰσήγηση τῆς ἁγιοποιήσεώς του.

Στὶς 21 Μαΐου 1864, γεύεται τὴ χαρὰ τῆς Ἑνώσεως τῆς Ἑπτανήσου μὲ τὴ Μητέρα Ἑλλάδα, γιὰ τὴν ὁποία ἐργάσθηκε μὲ τὸν ἰδικό του ἀντιστασιακὸ τρόπο πλησίον τῶν ἡρώων ριζοσπαστῶν, διατηρώντας καὶ καλλιεργώντας τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, σὲ τόσο δύσκολες πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς περιόδους.

Τὸ 1867, μὲ τοὺς φοβεροὺς σεισμοὺς τῆς Παλλικῆς, γκρεμίζεται ἡ οἰκία του καὶ ἀπὸ τότε φιλοξενεῖται στὴν οἰκία τοῦ ἐξαδέλφου του Ἰωάννου Γερουλάνου, πατέρα τοῦ σπουδαίου χειρουργοῦ Μαρίνου Γερουλάνου. Λόγῳ τῆς διαδοθείσης φήμης ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα, ἀποφεύγοντας τὸ φοβερὸ ὕφαλο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὸν ἐπάρατο ἐγωισμό, καταφεύγει στὴ γνωστὴ μέθοδο μεγάλων Ἀσκητῶν νὰ προσποιεῖται τὸν τρελό, καὶ ἔτσι συγκαταριθμεῖται στὴ χορεία τῶν Διὰ Χριστὸν σαλῶν Ἁγίων. Γιὰ πέντε ἔτη ταλαιπωρεῖται κλινήρης. Καὶ ἀσθενὴς συνεχίζει νὰ εὐλογεῖ, νὰ εἰρηνεύει, νὰ καθοδηγεῖ, νὰ συμβουλεύει τοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι νυχθημερὸν τὸν ἐπισκέπτονται. Ἐκεῖ δέχεται τὴν ἐπίσκεψη τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Γερμανοῦ Καλλιγᾶ, στὸν ὁποῖο προλέγει τὴν ἀνάρρησή του στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ Θρόνο τῶν Ἀθηνῶν.
Ὁ Ὅσιος Παναγῆς ἐκοιμήθηκε τὸ 1888, καὶ στὴν πάνδημη μετὰ τριήμερο κηδεία του ἐξεφώνησε περίφημο ἐπικήδειο ὁ Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Γερμανὸς Καλλιγᾶς. Ἡ ἁγιοποίηση τοῦ Ὁσίου ἔγινε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο διὰ Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Ἀποφάσεως τὴν 4η Φεβρουαρίου 1986. Τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται ἐντὸς ἀργυρῆς θήκης στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου, ὅπου καὶ ὁ τάφος του.







Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἡ ἐν Πολώκ
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἦταν ἡγουμένη τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος στὴν πόλη Πολὼκ τῆς Ρωσίας. Ἡ κυρίως μνήμη της τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 23η Μαΐου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Fri Jun 06, 2014 11:20 am

8 ΙΟΥΝΙΟΥ






Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς
Image
Ὅταν συμπληρωνόταν ἡ πεντηκοστὴ ἡμέρα μετὰ τὴν ἀνάσταση, τῆς ὁποίας ἔφθασε τώρα ἡ μνήμη, ἐνῶ ὅλοι οἱ μαθητὲς ἦσαν συγκεντρωμένοι μαζὶ καὶ εὑρίσκονταν ὁμόψυχοι στὸ ὑπερῶο (οἶκος) ἐκείνου τοῦ ἱεροῦ, ἀλλὰ καὶ στὸ προσωπικό του ὑπερῶο, στὸ νοῦ του, συναγμένος ὁ καθένας τους (διότι ἦσαν σὲ ἡσυχία καὶ ἀφιερωμένοι στὴ δέηση καὶ στοὺς ὕμνους πρὸς τὸ Θεό), ξαφνικά, λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ἀκούσθηκε ἦχος ἀπὸ τὸν οὐρανό, σὰν ἀπὸ ὁρμὴ βιαίου ἀνέμου καὶ γέμισε τὸν οἶκο ὅπου κάθονταν» (Πράξ. β’, 1 – 11). Εἶναι βίαιος γιατί νικᾶ τὰ πάντα καὶ ξεπερνᾶ τὰ τείχη τοῦ πονηροῦ, γκρεμίζει κάθε ὀχύρωμα τοῦ ἐχθροῦ, ταπεινώνει τοὺς ὑπερήφανους, ἀνυψώνει τοὺς ταπεινοὺς στὴ καρδιὰ καὶ διασπᾶ τοὺς συνδέσμους τῶν ἁμαρτημάτων.

Γέμισε δὲ ὁ οἶκος ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο κάθονταν, καθιστώντας τον, κολυμβήθρα πνευματικὴ καὶ ἐκπληρώνοντας τὴν ἐπαγγελία τοῦ Σωτῆρα, ποὺ τοὺς ἔλεγε, πρὶν ἀναληφθεῖ: «Ὁ μὲν Ἰωάννης βάπτισε μὲ νερό, ἐσεῖς δὲ, θὰ βαπτιστεῖτε μὲ Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς μέρες».

Ἀλλὰ καὶ τὸ ὄνομα ποὺ ἔδωσε σ’ αὐτοὺς τὸ ἔδειξε νὰ ἀληθεύει. Διότι διὰ τοῦ ἤχου αὐτοῦ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν πραγματικὰ υἱοὶ βροντῆς.

«Καὶ φάνηκαν σ' αὐτοὺς γλῶσσες διαμεριζόμενες ὡσὰν πυρὸς καὶ στὸν καθένα τους κάθισε ἀπὸ μία καὶ γέμισαν ὅλοι ἅγιο Πνεῦμα καὶ μιλοῦσαν ἄλλες γλῶσσες, ὅπως τοὺς ἔδιδε τὸ Πνεῦμα νὰ μιλοῦν». Ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο φάνηκε τὸ Πνεῦμα σὲ σχῆμα γλωσσῶν;

Ἀφ’ ἑνὸς γιὰ νὰ ἐπιδείξει τὴ συμφυΐα του, τὴ σχέση του μὲ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατί τίποτε δὲν εἶναι συγγενέστερο ἀπὸ τὴ γλώσσα πρὸς τὸ λόγο. Συγχρόνως δὲ καὶ γιὰ τὴ χάρη τῆς διδασκαλίας, γιατί ὁ κατὰ Χριστὸν διδάσκαλος χρειάζεται χαριτωμένη γλώσσα.

Γιατί δὲ, φανερώθηκε τὸ ἅγιο Πνεῦμα μὲ πύρινες γλῶσσες;

Ὄχι μόνο γιὰ τὸ ὁμοούσιο τοῦ Πνεύματος πρὸς τὸ Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ (γιατί πῦρ εἶναι ὁ Θεός μας), ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ διπλὴ ἐνέργεια τοῦ κηρύγματος τῶν Ἀποστόλων. Γιατί μπορεῖ συγχρόνως νὰ εὐεργετεῖ καὶ νὰ τιμωρεῖ. Ὅπως τὸ πῦρ ἔχει διπλὴ ἰδιότητα καὶ νὰ φωτίζει καὶ νὰ φλογίζει, ἔτσι καὶ ὁ λόγος τῆς διδασκαλίας, αὐτοὺς ποὺ ὑπακούουν φωτίζει καὶ αὐτοὺς ποὺ ἀπειθοῦν παραδίδει τελικὰ σὲ πῦρ καὶ κόλαση. Εἶπε δὲ γλῶσσες, ὄχι πυρός, ἀλλὰ σὰν πυρός, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι τὸ πῦρ ἐκεῖνο εἶναι αἰσθητὸ καὶ ὑλικό, ἀλλὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Πνεύματος σὰν μὲ παράδειγμα.

Γιὰ ποιὸ λόγο δὲ οἱ γλῶσσες φάνηκαν νὰ διαμερίζονται σ’ αὐτούς;

Γιατί μόνο στὸ Χριστὸ ποὺ ἦλθε καὶ αὐτὸς ἀπὸ πάνω δὲν δίδεται μὲ μέτρο τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸ Πατέρα. Ἐκεῖνος καὶ κατὰ σάρκα ἀκόμη εἶχε ὁλόκληρη τὴ θεία δύναμη καὶ τὴν ἐνέργεια, ἐνῶ σὲ κανέναν ἄλλο δὲν ἔγινε χωρητὴ ὅλη ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ ἀτομικὰ ὁ καθένας ἀποκτᾶ ἄλλος τὸ ἕνα καὶ ἄλλος τὸ ἄλλο ἀπὸ τὰ χαρίσματα, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανεὶς ὅτι ἡ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα διδόμενη στοὺς ἁγίους χάρη εἶναι φύση.

Τὸ δὲ «κάθισε» δὲν ὑποδηλώνει μόνο τὸ δεσποτικὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ καὶ τὸ ἑνιαῖο τοῦ θείου Πνεύματος. Κάθισε πάνω στὸν καθένα τους καὶ πληρώθηκαν ὅλοι ἅγιο Πνεῦμα, γιατί καὶ ὅταν μερίζεται κατὰ τὶς διάφορες δυνάμεις καὶ ἐνέργειές του, διὰ τῆς καθεμιᾶς ἐνέργειας παρευρίσκεται καὶ ἐνεργεῖ ὁλόκληρο τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ἀμερίστως μεριζόμενο καὶ ὁλοκληρωτικὰ μετεχόμενο, κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς ἡλιακῆς ἀκτίνας.

Λαλοῦσαν δὲ ἄλλες γλῶσσες, δηλαδὴ διαλέκτους, διότι ἔγιναν ὄργανα τοῦ θείου Πνεύματος, ἐνεργοῦντα καὶ κινούμενα κατὰ τὴ θέληση καὶ δύναμη ἐκείνου.

Αὐτὰ προαναγγέλθηκαν καὶ μέσω τῶν προφητῶν του, ὅπως διὰ τοῦ Ἰεζεκιήλ: «θὰ σᾶς δώσω καρδιὰ νέα καὶ Πνεῦμα νέο θὰ βάλω μέσα σας, τὸ Πνεῦμα μου» (Ἰεζ. λστ’, 26). Δία τοῦ Ἰωήλ: «καὶ κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου ἐπάνω σὲ κάθε σάρκα» (Ἰωὴλ β, 28). Δία τοῦ Μωϋσῆ: «ποιὸς θὰ καταστήσει προφῆτες ὅλο τὸ λαὸ τοῦ Κυρίου, ὅταν δώσει ὁ Κύριος σ’ αὐτοὺς τὸ Πνεῦμά του;».

Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Κύριος ἔλεγε: «ὅποιος πιστεύει σὲ μένα, θὰ ρεύσουν ποτάμια ζωντανοῦ ὕδατος ἀπὸ τὴν κοιλιά του» τὸ ὁποῖο ἐρμηνεύοντας ὁ εὐαγγελιστής: «τοῦτο τὸ ἔλεγε περὶ τοῦ Πνεύματος ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λαμβάνουν οἱ πιστεύοντες σὲ Αὐτόν» (Ἰω. ιζ’, 39). Ἔλεγε ἐπίσης στοὺς μαθητές του: «ἐὰν μὲ ἀγαπᾶτε, θὰ τηρήσετε τὶς ἐντολές μου, καὶ ἐγὼ θὰ ζητήσω ἀπὸ τὸν Πατέρα νὰ σᾶς στείλει ἄλλο Παράκλητο, γιὰ νὰ μείνει μαζί σας αἰωνίως, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας» καὶ «ὁ δὲ Παράκλητος, τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ θὰ στείλει ὁ Πατέρας στὸ ὄνομά μου, ἐκεῖνος θὰ σᾶς διδάξει τὰ πάντα» καὶ «θὰ σᾶς ὁδηγήσει σὲ ὅλη τὴν ἀλήθεια» (Ἰω. ιδ’, 15 – ιδ’, 26 – ιε’, 26 – ιζ’, 39).

Τώρα λοιπὸν ἐκπληρώθηκε ἡ ἐπαγγελία καὶ κατῆλθε τὸ ἅγιο Πνεῦμα, σταλμένο καὶ δοσμένο ἀπὸ τὸ Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ ἀφοῦ περιέλαμψε τοὺς ἁγίους μαθητὲς καὶ τοὺς ἄναψε θείως ὡς πραγματικὲς λαμπάδες καὶ τοὺς ἀνέδειξε σὲ φωστῆρες ὑπερκοσμίους καὶ παγκοσμίους. Ὅπως δέ, ἂν κανεὶς ἀνάψει ἀπὸ τὴ φωσφόρο λαμπάδα ἄλλη καὶ ἀπὸ ἐκείνη ἄλλη καὶ οὕτω καθεξῆς, κρατώντας το μὲ τὴ διαδοχή, ἔχει πάντοτε τὸ φῶς μόνιμα, ἔτσι διὰ τῆς χειροτονίας τῶν Ἀποστόλων ἐπὶ τοὺς διαδόχους τῶν διαδίδεται ἡ χάρη τοῦ θείου Πνεύματος διὰ ὅλων τῶν γενεῶν καὶ φωτίζει ὅλους τους ὑπακούοντας στοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους.
Τὸ ἅγιο Πνεῦμα ποὺ δὲν ἀποστέλλεται μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀποστέλλει τὸν ἀπὸ τὸν Πατέρα Υἱὸ πάνω στὴ γῆ καὶ μᾶς δίδαξε τὰ θαυμαστὰ καὶ μεγάλα. Διότι τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἦταν πάντοτε καὶ συνυπῆρχε μὲ τὸν Υἱὸ στὸν Πατέρα, συνδημιουργῶντας στὸν καιρό τους τὰ δημιουργηθέντα καὶ συνανακαινίζοντας τὰ φθαρέντα καὶ συγκρατώντας τὰ διαμένοντα, πανταχοῦ παρὸν καὶ τὰ πάντα πληροῦν καὶ διέπων καὶ ἐφορῶν. Ὄχι μόνο παντοῦ, ἀλλὰ καὶ πάνω ἀπὸ τὸ πᾶν, οὔτε σὲ ὅλο τὸν αἰώνα καὶ τὸ χρόνο μόνο, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ κάθε αἰὼνα καὶ χρόνο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους, τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ δι’ αὐτῶν, τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, Φιλάνθρωπε δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα.

Μεγαλυνάριον.
Ἐν πυρίναις γλώσσαις τοῖς Μαθηταῖς, ἐν τῷ ὑπερῴῳ, ὡς ὑπέσχου ἐκ τοῦ Πατρός, ἔπεμψας Σωτήρ μου, τὸ συμφυές σου Πνεῦμα, καὶ τούτους τῆς σῆς δόξης, ῥήτορας ἔδειξας.







Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου
Image
Τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου († 8 Φεβρουαρίου) μετετέθη, στὶς 8 Ἰουνίου, ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια τῆς Ποντικῆς, στὸ προγονικὸ κτῆμα τοῦ Ἁγίου, στὰ Εὐχάιτα, κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου τὴν ὁποία ἐξέφρασε πρὸ τῆς ἐκτομῆς αὐτοῦ στὸ γραμματέα του Οὔαρο. Ἐκ τοῦ λειψάνου αὐτοῦ τὴ σιαγόνα ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ ὁ Μονομάχος (1042 – 1055) ἐδώρισε διὰ χρυσοβούλλου στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.






Ἡ Ἁγία Καλλιόπη ἡ Μάρτυς
Image
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ἡ Ἁγία Μάρτυς Καλλιόπη, ἡ ὁποία ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Διακρινόταν τόσο γιὰ τὸ σωματικὸ καὶ ψυχικὸ κάλλος, ὅσο καὶ γιὰ τὴν εἰλικρινὴ καὶ βαθιὰ εὐσέβεια. Κατὰ τὸν κηρυχθέντα τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, συνελήφθηκε καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου γιὰ ἀνάκριση. Αὐτός, εὐθὺς ὡς ἀντίκρισε τὸ κάλλος τῆς Καλλιόπης, καταλήφθηκε ἀπὸ πονηροὺς λογισμοὺς καὶ πόθους καὶ προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει αὐτήν, ὥστε νὰ ὑποκύψει στοὺς ἔνοχους πόθους του. Ἀλλ’ ἡ Καλλιόπη παρέμεινε ἀδιάφορη στὶς κολακεῖες καὶ ἀκλόνητη στὴν πίστη της. Τοῦτο ἐξόργισε τὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἀντιληφθεὶς ὅτι διαψεύδονταν οἱ ἐλπίδες του, διέταξε τὴν κατόπιν σκληρῶν βασανιστηρίων θανάτωσή της. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς, τῆς ἀπέκοψαν τοὺς μαστούς, τὴν κατέκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ περιέχυσαν τὶς πληγές της μὲ ξύδι καὶ ἁλάτι. Στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἡ Ἁγία Καλλιόπη ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Νυμφίου της Χριστοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Σωτῆρος τὸ κάλλος ἐκ ψυχῆς ἀγαπήσασα, καλλιπάρθενε κόρη, Καλλιόπη πανεύφημε, ἠγώνισαι στερρῶς ὑπὲρ αὐτοῦ, καὶ δόξης ἠξιώθης θεϊκῆς· διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τιμῶμεν ἐκβοῶντές σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Παρθενικῇ διαλάμπουσα χάριτι, μαρτυρικῶς τῷ Χριστῷ προσενήνεξαι· οὗ νῦν τῆς χαρᾶς ἀπολαύουσα, τῆς ὑπὲρ νοῦν Καλλιόπη πανεύφημε, δυσώπει ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Κάλλει διαλάμπουσα ψυχικῷ, καλὴ καὶ ὡραία, δι’ ἀγώνων μαρτυρικῶν, ὤφθης τῷ Σωτῆρι, θεόφρον Καλλιόπη, ᾧ πρέσβευε σωθῆναι τοὺς σὲ γεραίροντας.







Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ ἐν τῷ Σωσθενείῳ
Ὁ ναὸς τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ στὸ Σωσθένειον εἶχε εὐκτήριο οἶκο ἀφιερωμένο στὴ Θεοτόκο.






Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος Ἐπίσκοπος Αἴξ
Κατὰ τὴν παράδοση ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου. Συνόδευσε τὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή, τὴ Μάρθα, τὸν Λάζαρο καὶ τὴ Μαρία τοῦ Κλωπᾶ στὴ μετάδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος στὴν περιοχὴ τῆς Προβηγκίας καὶ ἔγινε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Αἴξ τῆς Γαλλίας.

Κατὰ μία ἄλλη παράδοση πρόκειται τοῦ τυφλοῦ τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐθεραπεύθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν ἀκολούθησε ὡς μαθητής Του:

«Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς· καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῥαββί, τὶς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγὼ εἰμί. ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν·ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα, εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὖτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρψπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τὶ λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; Πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ εἴδαμεν, ἢ τὶς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς όφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τοῦτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου, εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὺ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν, ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω , Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ».
Παρὰ τὶς παραδόσεις αὐτὲς νεώτερες ἁγιολογικὲς πληροφορίες φέρουν τὸν Ἅγιο ὡς Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως τοῦ Αἴξ κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Στὴν τέχνη, ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος ἀπεικονίζεται ὡς Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος μεταδίδει τὸ μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας στὴν Ἁγία Μαρία τὴ Μαγδαληνή, ἢ νὰ πλέει σὲ μία βάρκα πρὸς τὴ Μασσαλία μαζὶ μὲ τὸ δίκαιο Λάζαρο, τὴ Μαρία καὶ τὴ Μάρθα.






Οἱ Ἅγιοι Νίκανδρος καὶ Μαρκιανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Νίκανδρος καὶ Μαρκιανὸς ἦσαν στρατιῶτες καὶ ἐμαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), τὸ 297 μ.Χ. στὸ Δορύστολο, ἐπαρχία τῆς Κάτω Μοισίας. Καταγγελθέντες πρὸς τὸν ἄρχοντα Μάξιμο, ἐπειδὴ ἐπίστευαν στὸν Χριστό, συνελήφθησαν καί, ὁμολογήσαντες μὲ παρρησία τὴν πίστη τους, ἐφυλακίσθησαν. Μετὰ εἴκοσι ἡμέρες, κληθέντες ἐκ νέου ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος καὶ ἐμμένοντες στὴν ὁμολογία τους, ὑπεβλήθησαν σὲ σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων. Ἔτσι τοὺς καταξέσχισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια, τοὺς ἔκαψαν σὲ ἀναμμένα κάρβουνα, ἐνῷ ἐπὶ τῶν πληγῶν τους ἔρριπταν ἁλάτι καὶ ξύδι, γιὰ νὰ καταστήσουν τὸ μαρτύριό τους πλέον ὀδυνηρό. Τέλος τοὺς συνέτριψαν τὸ πρόσωπο καὶ τὰ στόματα μὲ πέτρες. Ἐμμένοντες καὶ παρὰ ταῦτα στὴν πατρώα εὐσέβεια, ἀφοῦ τοὺς ἀπέκοψαν τὶς γλῶσσες, ἐτελειώθησαν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, περιβληθέντες ἔτσι τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.







Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάρκος ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος.






Ὁ Ὅσιος Ἀθρέ
Ὁ Ὅσιος Ἀθρὲ ἢ Ἀτρὲ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.






Ἡ Ὁσία Μελανία ἡ Πρεσβυτέρα
Ἡ Ὁσία Μελανία ἡ πρεσβυτέρα ἐγεννήθηκε τὸ 340 μ.Χ., καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ ὑπάτου Μαρκελλίνου τῆς Ἰσπανίας. Μετὰ τὴν χηρεία της, σὲ ἡλικία εἴκοσι δύο ἐτῶν, κατέφυγε στα ἀσκητήρια τῆς Νιτρίας στὴν Αἴγυπτο καὶ διεμοίραζε σὲ ἀσκητὲς πλούσιες εὐλογίες. Ὅταν μάλιστα στὸν μεγάλο διωγμὸ τοῦ βασιλέως Οὐάλη ἐξορίσθηκαν οἱ Μεγάλοι Πατέρες Ἰσίδωρος, Πίσιμος, Ἀδέλφιος, Παφνούτιος, Παμβώ, Ἀμμώνιος καὶ δώδεκα Ἐπίσκοποι καὶ Πρεσβύτεροι στὴ Διοκαισάρεια τῆς Παλαιστίνης, ἡ Ὁσία Μελανία μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς της ἀκολούθησε τοὺς ἐξόριστους. Ἐξόδευε γι’ αὐτοὺς τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ βιοτή τους καὶ φορώντας κουκούλα δούλου τοὺς ἔφερνε κρυφὰ τὴ νύκτα τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα.

Στὴ συνέχεια ἔζησε στὰ Ἱεροσόλυμα εἴκοσι ἑπτὰ χρόνια, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Ρουφίνο ἴδρυσαν ξενῶνες, στοὺς ὁποίους ἐφιλοξενοῦσαν τοὺς προσκυνητὲς τῶν Ἁγίων Τόπων. Ὁ βιογράφος τῆς Ὁσίας γράφει σχετικὰ μὲ τὴ φιλάνθρωπη διάθεση τῆς Ὁσίας:

«Ἐπὶ τριάντα ἑπτὰ χρόνια στὴν ξενιτεία, μὲ ἰδικά της ἀφιερώματα ἐνίσχυσε καὶ ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια καὶ ξένους καὶ φυλακισμένους».

Μὲ τὴν ἐμβριθὴ γνώση τῶν Γραφῶν καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατόρθωσε νὰ ἐπαναφέρει στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ἀποσχισθέντες τετρακόσιους μοναχοὺς τοῦ Παυλίνου καὶ τοὺς πνευματομάχους αἱρετικοὺς τῆς περιοχῆς ποὺ εἶχαν ἀποσχισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Μελέτιο. Ἐξαίροντας ὁ ἱστορικὸς Παλλάδιος τὴ δράση τῆς Ὁσίας Μελάνης γράφει: «Καὶ πάντα αἱρετικὸν πνευματομάχον συμπείσαντες εἰσήγαγον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν».
Ἡ Ὁσία Μελανία ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 410 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Βρόνος ἐξ Ἰρλανδίας
Ὁ Ἅγιος Βρόνος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς Κάσσελ Ἴρα, κοντὰ στὴν πόλη Σλίγκο τῆς Ἰρλανδίας, καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Πατρικίου. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 511 μ.Χ







Ὁ Ἅγιος Γιλδάρδος ἐκ Γαλλίας
Ὁ Ἅγιος Γιλδάρδος καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ρουὲν τῆς Γαλλίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 514 μ.Χ. Στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο ἀναφέρεται ὡς ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Μεδάρδου, Ἐπισκόπου τῆς πόλεως Σουασσόν († 8 Ἰουνίου).







Ὁ Ἅγιος Ἡράκλειος Ἐπίσκοπος Σένς
Ὁ Ἅγιος Ἡράκλειος ἔζησε κατὰ τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν ὁ 14ος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σὲνς τῆς Γαλλίας καὶ ἦταν παρὼν κατὰ τὴ βάπτιση τοῦ βασιλέως Κλόβις, ποὺ ἔγινε, τὸ 496 μ.Χ., στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ρίμς. Ὁ Ἅγιος ἀνήγειρε τὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ στὴν πόλη Σένς, ὅπου καὶ ἐνταφιάσθηκε. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 515 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ὁ ἐν Φοινίκῃ ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἐγεννήθηκε στὸ χωριὸ Σύντα τῆς Συρίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τῆς Φοινίκης καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τοῦ μοναχικοῦ βίου. Διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρὴ ἄσκησή του, τὴν ἀφιέρωσή του στὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ἄλλες ἀρετές. Γιὰ τὸ θεοφιλὴ βίο του, ὁ Ὅσιος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ προορατικὸ χάρισμα καὶ προφήτεψε, ὅταν εὑρισκόταν στὴν Καισάρεια, τὸ φοβερὸ σεισμὸ ποὺ κατέστρεψε τὴν Ἀντιόχεια, τὸ 526 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος ἔφθασε σὲ τέτοιο ὕψος πνευματικῆς τελειότητος, ὥστε ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία εἰρήνευαν κοντά του. Ἔτσι, αφοῦ ἔζησε τὸ μοναχικὸ βίο θεοφιλῶς τηρώντας πιστὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Οἱ Ὅσιοι Βικτωρίνος καὶ Σεβερίνος οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ἅγιοι Βικτωρίνος καὶ Σεβερίνος ἦσαν ἀδελφοὶ καὶ ἔζησαν στὴν Ἰταλία τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. Μὲ τὴν πίεση τοῦ Πάπα Βιγιλίου (537 – 555 μ.Χ.) ἐξελέγησαν καὶ οἱ δύο Ἐπίσκοποι, τὸ 540 μ.Χ., ὁ μὲν Βικτωρίνος Ἐπίσκοπος τοῦ Καμερίνο, ὁ δὲ Σεβερίνος Ἐπίσκοπος Σεπρέμπεντα, ποὺ τώρα καλεῖται Σανσβερίνο πρὸς τιμήν του. Ὅμως ἐγκατέλειψαν λίγο ἀργότερα τὸν κόσμο, διεμοίρασαν τὰ ὑπάρχοντά τους στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀσκήτεψαν στὸ ὄρος Μοντενέρο, κοντὰ στὴν Ἀγκώνα. Ὁ Ἅγιος Βικτωρίνος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 543 μ.Χ. καὶ ὁ Ἅγιος Σεβερίνος τὸ 550 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Μεδάρδος ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Νογυὸν Γαλλίας
Ὁ Ἅγιος Μεδάρδος ἐγεννήθηκε τὸ 470 μ.Χ. στὴ Σαλενσία, περιοχὴ τῆς Πικαρδίας τῆς Γαλλίας καὶ καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Νεκτάρδος καὶ Προταγία καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Γιλδάρδου, Ἐπισκόπου τῆς πόλεως Ρουὲν τῆς Γαλλίας. Σὲ ἡλικία τριάντα τριῶν ἐτῶν ἐχειροτονήθηκε ἱερεὺς καὶ ἐπιδόθηκε στὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Τὸ 553 μ.Χ., ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Νογυὸν καὶ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του. Ὀ Ἅγιος εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια στὸν Ἅγιο Κουεντίνο († 31 Ὀκτωβρίου), τοῦ ὁποίου τὸ ἱερὸ λείψανο ἦταν ἐνταφιασμένο σὲ ναὸ τῆς ἐπισκοπικῆς του ἔδρας. Ὁ Θεὸς τοῦ ἐδώρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται «Θαυματουργός».
Ὁ Ἅγιος Μεδάρδος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 558 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Λεβανὸς ἐξ Ἰρλανδίας
Ὁ Ἅγιος Λεβανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Κορνουάλη καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Μακουτίνος ἐξ Ἰρλανδίας
Ὁ Ὅσιος Μακουτίνος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Συνέγραψε τὸ βίο τῶν Ἁγίων Μπριτζίτας, προστάτιδος τῆς Ἰρλανδίας († 1 Φεβρουαρίου) καὶ Πατρικίου († 17 Μαρτίου). Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ἡ Ὁσία Σύρα ἐξ Ἰρλανδίας
Ἡ Ὁσία Σύρα καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ὑποστηρίζεται ὅτι ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ὁσίου Φριακίου († 30 Αὐγούστου). Ἡ Ὁσία ἀναδείχθηκε στὸ μοναχικό της βίο πρότυπο ταπείνωσης, φιλανθρωπίας καὶ ὑπακοῆς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ἡ Ὁσία Εὐσταδιόλα ἐκ Γαλλίας
Ἡ Ὁσία Εὐσταδιόλα ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Μπουργκὲζ τῆς Γαλλίας. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου της ἐκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀνήγειρε μονὴ στὴν περιοχὴ τοῦ Μουγιέν – Μουτιέρ, στὴν ὁποία ἔγινε ἡγουμένη. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 690 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Κλοδοῦλφος Ἐπίσκοπος Μέτζ
Ὁ Ἅγιος Κλοδοῦλφος ἐγεννήθηκε τὸ 605 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἁγίου Ἀρνούλφου († 18 Ἰουλίου). Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μὲτζ τῆς Γαλλίας, τὴν ὁποία διαποίμανε ἐπὶ σαράντα χρόνια, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 696 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος
Περὶ τοῦ Ὁσίου Ναυκρατίου ἀναφέρουν ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ ὁ Ἱππόλυτος Delehaye χωρὶς συναξαριστικὸ ὑπόμνημα. Ὁ δὲ Ἅγιος Νικόδημος σὲ ὑποσημείωση ἐκφράζει τὴν εἰκασία ὅτι εἶναι ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἀγίου Γρηγορίου Νύσσης καὶ παραθέτει καὶ τὸ ἑξῆς δίστιχο: «Γῆν Ναυκράτιος ἐκπερῶν ἐπιτρέπει τὴν ψυχικὴν ναῦν τῷ Κυβερνήτῃ Λόγῳ». Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Μαυρίκιο πληροφορούμεθα ὅτι ὁ Ναυκράτιος ἦταν μοναχὸς τῆς μονῆς Στουδίου (βλ. † 18 Ἀπριλίου).






Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ὁμολογητής ὁ ἐν Καϊουμᾶ
Ὁ Ὅσιος Παῦλος δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ τοῦ Ἱππολύτου Delehaye. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὰ μετρικὰ ἡμερολόγια κάποιων Εὐαγγελίων, ὅπως στὸ 426 τοῦ Κωνσταντινουπολίτικου μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου, στὸν κώδικα Marc. gr. I. 47 καὶ στὸ αὐτοκρατορικὸ Μηνολόγιο τοῦ Μιχαὴλ Δ’ τοῦ Παφλαγόνος (1034 – 1041 μ.Χ.).
Τὸ φρικτὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Παύλου, ἀποδίδεται στὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (ἀκρωτηριασμὸς τῆς μύτης, ἐγκαύματα μὲ πίσσα καὶ σύρσιμο στοὺς δρόμους τῆς Κωνσταντινουπόλεως) καὶ ἐγράφη μετὰ τὴν εὕρεση τῶν βασανισμένων του μελῶν, χάρη σὲ μία ἀγγελικὴ ἀποκάλυψη, τὴν ἐποχὴ τοῦ Πατριάρχου Ἀντωνίου Β’τοῦ Καυλέα (893 – 901 μ.Χ.). Ἔτσι τὸ μαρτύριό του τοποθετεῖται μεταξὺ τῶν ἐτῶν 771 καὶ 775 μ.Χ. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ὅτι ὁ Ἅγιος Παῦλος ἔζησε καὶ ἐμαρτύρησε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε’ τοῦ Κοπρώνυμου (741 – 775 μ.Χ.).






Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἐπίσκοπος Ροστὼβ καὶ Σουζδαλίας
Image
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ τῆς Ρωσίας μεταξὺ τῶν ἐτῶν 990 – 992 μ.Χ. Ἐκεῖ ἔκτισε τὴν πρώτη ἐκκλησία καὶ ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ οἱ εἰδωλολάτρες ἐστράφησαν ἐναντίον του καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἀπομακρυνθεῖ. Ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη τῆς Σουζδαλίας. Τὸ 1010, ὁ πρίγκιπας Βλαδίμηρος ἀπέστειλε τὸν υἱό του Βόριδα (πρῶτο Ἅγιο τῶν Ρώσων, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Γκλέμπ, † 24 Ἰουλίου) νὰ κυβερνήσει τὸ Ροστώβ. Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ ὁ Ἐπίσκοπος Θεόδωρος ἐπανῆλθε στὸ Ροστὼβ μαζὶ μὲ τὸν Βόριδα καὶ ἀπὸ κοινοῦ ἀνέλαβαν τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τοῦ λαοῦ. Τὸ 1015, ὁ Βλαδίμηρος ἀσθένησε βαριὰ καὶ ἐκάλεσε στὸ Κίεβο τὸν Βόριδα, τὸν ὁποῖο ἐφόνευσε ὁ ἀδελφός του Σβιατοπόλκ, ὅπως λίγο νωρίτερα καὶ τὸν Γκλέμπ. Ὅταν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες ξαναπῆραν τὴ διοίκηση τοῦ Ροστὼβ στὰ χέρια τους καὶ ὁ Θεόδωρος ἀναγκάσθηκε ἐκ νέου νὰ ἀποσυρθεῖ στὴ Σουζδαλία. Ἀφοῦ ἐποίμανε τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1023, καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ εὑρίσκονται κατατεθειμένα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου τῆς Σουζδαλίας.






Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος τοῦ Λούγκα καὶ Ὀτμούχ

Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος ἐγεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Κόνεβιτς († 12 Ἰουνίου). Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1412.






Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίων Βασιλείου ἡγεμόνος Ριαζὰν καὶ Κωνσταντίνου ἡγεμόνος Γιαροσλάβλ
Οἱ Ἅγιοι αὐτάδελφοι Βασίλειος, ἡγεμόνας τοῦ Ριαζάν, καὶ Κωνσταντίνος, ἡγεμόνας τοῦ Γιαροσλάβλ, ἐγεννήθησαν στὴ Ρωσία τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἦσαν υἱοὶ τοῦ βασιλέως τοῦ Γιαροσλάβλ Βσέβολοντ, καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔχασαν τὸν πατέρα τους, ὁ ὁποῖος ἔπεσε στὴ μάχη μὲ τοὺς Τατάρους.
Ὁ Βασίλειος προσπάθησε νὰ διαφυλάξει τὸ βασίλειό του ἀπὸ τοὺς Τατάρους καὶ νὰ σταθεῖ ὡς ἀληθινὸς Χριστιανὸς σὲ αὐτοὺς ποὺ δοκιμάζονταν ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς. Ἀπέθανεν, μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια, τὸ 1249, καὶ στὸν θρόνο τὸν διαδέχθηκε ὁ ἀδελφός του Κωνσταντίνος, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ τὸν μιμηθεῖ. Οἱ λεηλασίες καὶ οἱ δολοφονίες τοῦ πληθυσμοῦ ἀνάγκασαν τὸν Κωνσταντίνο νὰ ἀντιμετωπίσει κατὰ μέτωπον τοὺς Τατάρους. Ἔτσι, πολεμώντας ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τοῦ λαοῦ του, ἔπεσε ἡρωικὰ μαχόμενος, τὸ 1257.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Βασιλείου καὶ Κωνσταντίνου ἀνεκομίσθησαν τὸ 1501 καὶ κατατέθησαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Γιαροσλάβλ.







Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Γιαροσλάβλ ἐν Ρωσίᾳ
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Γιαροσλάβλ ἀνῆκε στοὺς ἱεροὺς πρίγκιπες Βασίλειο καὶ Κωνσταντίνο καὶ πρὸς τιμήν της ὑπάρχει εὐκτήριος οἶκος στὴν πόλη τοῦ Γιαροσλάβλ.






Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ὁσιομάρτυρας
Πληροφορίες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Θεοφάνους ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸν Κώδικα 797 τῆς μονῆς Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ 1618. Ὁ ποιητὴς – συγγραφέας τοῦ Κώδικος ἦταν μοναχὸς ἢ ἱεροδιάκονος Ἁγιορείτης, καὶ ἴσως Βατοπαιδινός, ἀφοῦ τὸν συναντᾶμε σὲ ἀρκετοὺς Κώδικες αὐτοῦ τοῦ μοναστηριοῦ, εἴτε ὡς ποιητή, εἴτε ὡς ἁπλὸ γραφέα Κωδίκων. Φαίνεται νὰ ἀνήκει στὸ ρεῦμα τῆς λόγιας παραδόσεως, πράγμα ποὺ καθρεπτίζεται στὴν καθαρότητα τοῦ λόγου του καὶ στὴν Ἀκολουθία καὶ στὸ Βίο τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ὁσιομάρτυς Θεοφάνης, κατὰ κόσμον Θεόδωρος, ἐγεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ὡς πρὸς τὴν πατρίδα τοῦ Ἁγίου οἱ γνῶμες διίστανται, ἀφοῦ οἱ πηγὲς ἀναφέρουν ὡς πατρίδα του τὴν κώμη Ζαπάντη τῶν Καλαβρύτων ἢ τῆς Καλαμάτας.

Ὁ Θεοφάνης σὲ παιδικὴ ἡλικία ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ἔγινε Μωαμεθανός. Μετὰ τὴν ἄρνηση τῆς Χριστιανικῆς πίστεώς του ὁ Θεόδωρος εἰσάγεται καὶ μένει γιὰ ἕξι χρόνια στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα μὲ ἰδιαίτερες τιμές. Τοῦ δίδουν διδασκάλους νὰ μάθει ὄχι μόνο τὰ τουρκικὰ γράμματα, μὰ καὶ τὶς ἀραβικὲς ἐπιστῆμες. Αὐτὸ θὰ τὸν ὁδηγήσει, ἀπὸ ἀραβικοὺς δρόμους, νὰ προχωρήσει σὲ θεολογικὴ γνώση καὶ ἴσως καὶ μὲ τὴ βοήθεια τῶν καθηγητῶν του, στὴ διδασκαλία περὶ τοῦ Θεανθρώπου Λόγου.

Ἀρχίζουν ὅμως οἱ πρῶτες τύψεις γιὰ τὴν ἄρνηση τῆς πίστεώς του.Ὕστερα ἀπὸ προσευχὴ στὴν Ἁγία Τριάδα, φεύγει ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀρχίζει τὴν περιπλάνηση. Ὁ Θεός, ἀκούοντας τὴ δέησή του, φέρνει τὰ βήματά του στὴ Βενετία, ὅπου ἀρχιεράτευε ὁ σοφὸς Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριὴλ Σεβῆρος, ὁ ὁποῖος τὸν ἐδίδαξε καὶ τὸν ἐστήριξε καὶ μετὰ τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τὸν ὀνόμασε Θεοφάνη. Ἀγωνίσθηκε σκληρὰ μὲ προσευχή, νηστεία, γονυκλισίες καὶ ἄλλες σκληραγωγίες γιὰ τὴν ἐξιλέωσή του καὶ ἔτσι προετοιμάσθηκε γιὰ τὸ μαρτύριο.

Παντοῦ, ὅπως στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν Ἀθήνα καὶ στὸν Εὔριπο, ἐκήρυττε τὸ Ὄνομα τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ. Ἐδῶ δὲν πετυχαίνει αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ, τὸ μαρτυρικὸ θάνατο, ὁπότε ἀναχωρεῖ γιὰ τὴ Λάρισα. Ἐκεῖ παρουσιάζεται στὸ δικαστή, ποὺ ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν ἀγριότητα καὶ τὴ σκληρότητά του καὶ τὸ μόνο ποὺ καταφέρνει εἶναι νὰ τὸν μαστιγώσουν ἑξακόσιες φορές. Φέροντας καὶ ὑποφέροντας γενναῖα τοὺς σκληροὺς βασανισμοὺς προσεύχεται, θεραπεύεται καὶ φεύγει γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου εὑρίσκει Ἁγίους καὶ Πνευματικοὺς καὶ ὁπλίζεται μὲ τὶς εὐχὲς καὶ τὶς εὐλογίες τους.

Πάνοπλος ἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καθημερινὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν πνευματικό του Γέροντα Εὐθύμιο. Ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου πλησιάζει. Ὁ Ἅγιος κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ μετὰ φεύγει, γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀγόρευσή του, σχεδὸν ὑβριστικὴ γιὰ ὅλους τοὺς κρατοῦντες, ὁ δικαστὴς ἔπαρχος τὸν ρίχνει στὴ φυλακή, ὥσπου νὰ ἀποφασίσει γιὰ τὴν τιμωρία του.

Παρὰ τὰ καλοπιάσματα, τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ἀπειλές, ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ὁμολογεῖ τὸν Χριστό. Οἱ Τοῦρκοι τὸν ἐβασάνισαν σκληρὰ καὶ τὸν ἐμαστίγωσαν ἀνηλεῶς. Στὴ συνέχεια τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή.

Οἱ ἄγριοι φύλακες τὸν εἰρωνεύονταν καὶ τοῦ ἐζητοῦσαν κάποιο θαῦμα. Ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε ἐπὶ τρεῖς ὧρες, ὡσὰν στύλος ἀκράδαντος. Καὶ, ὢ τοῦ θαύματος, μετὰ τὸ «Ἀμὴν» τῆς προσευχῆς του, γίνεται μέγας σεισμὸς καί, παρ’ ὅλη τὴ βαθιὰ νύκτα, περιλάμπει τοὺς φύλακες καὶ τοὺς φυλακισμένους «φῶς τοῦ ἡλίου φαεινότερον». Καὶ τότε οἱ φύλακες μεταβάλλονται σὲ ἥμερα ἀρνία, ποὺ ζητοῦν τὴ συγγνώμη καὶ τὴ μεσιτεία τοῦ Μάρτυρος. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς πιστεύουν στὸν Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ γίνονται Χριστιανοί. Οἱ Τοῦρκοι ἀναστατώνονται. Ἀρχίζουν τὰ δικαστήρια καὶ τὰ βασανιστήρια. Ἔρχεται ὁ «πικρότατος θάνατος».

Οἱ βασανιστές του ἔγδαραν τὸ δέρμα αὐτοῦ σὲ λωρίδες καὶ τέλος τὸν ἐκρέμασαν μετέωρο σὲ σχῆμα σταυροῦ. Ὁ Ὁσιομάρτυς Θεοφάνης ὑπέμεινε ἀγόγγυστα τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀδιάκοπα εὐχαριστοῦσε τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μετὰ τὴν πρσευχητικὴ δοξολογία τοῦ Μάρτυρος ἕνα πουλὶ ἔφθασε ἀπὸ ψηλά, σὰν λευκὸ περιστέρι. Ὁ Ἅγιος ἐπλημμύρισε χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Τὸ θέαμα ἦταν ἀνεξήγητο.

Ὅταν ἔφθασε τὸ δειλινὸ καὶ ἐπέρασαν τρεῖς ὧρες συνεχοῦς παρουσίας τοῦ περιστεριοῦ, ἐκεῖνο ἐχάθηκε. Ὁ Ἅγιος ἀνεφώνησε: «διψῶ». Οἱ Τοῦρκοι τὸν ἐπείραζαν: «Γίνε ὅπως καὶ ἐμεῖς, καὶ θὰ σοῦ δώσουμε νερό». Ὅμως ὁ Ἅγιος, ποὺ προγευόταν τὴ χαρὰ τοῦ Πάσχα, τοὺς ἀπάντησε ὅτι ἐδιψοῦσε γιὰ τὴ σωτηρία τους καὶ ὄχι γιὰ νερό.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔρχονται ἀστραπὲς καὶ βροντὲς μέσα στὴ νύκτα καὶ ἕνα οὐράνιο φῶς ἐτύλιξε τὸ Μάρτυρα, κινώντας τὸ θαυμασμὸ τῶν Ἀγαρηνῶν. Οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν νὰ διαμαρτύρονται καὶ ξεσηκώθηκαν. Τὸν ἐθανάτωσαν μὲ αἰχμηρὰ σίδερα, ποὺ τὸν κατατρύπησαν, καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἔλαβε ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτη Θεὸ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τὸ 1588.
Ὅσοι ἀπὸ τοὺς βασανιστὲς ἐπρωτοστάτησαν στὸ νὰ τοῦ βγάλουν τὰ μάτια ἢ νὰ τοῦ γδάρουν τὸ σῶμα, ἐδέχθησαν τὴ δίκαιη τιμωρία τους ἄνωθεν. Ἄλλοι ἐτυφλώθησαν, ἄλλοι ἐτρελάθηκαν, ἄλλοι ἀπεπνίγησαν στὴ θάλασσα, ἄλλοι ἐξεράθηκαν στὰ χέρια. Καὶ ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς μετανόησαν καὶ ἐπικαλέσθηκαν τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου, ἀμέσως ἐθεραπεύθησαν καὶ ἔγιναν κήρυκες τῶν θαυμάτων τοῦ Μάρτυρος καὶ τῆς πίστεως.







Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Θεόδωρος (Κβελτέλι) ἔζησε στὴ Γεωργία καὶ ἐμαρτύρησε τὸ 1609.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Fri Jun 06, 2014 11:26 am

9 ΙΟΥΝΙΟΥ






Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Image
«....Καὶ εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ κύριον καὶ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν πατρὶ καὶ υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν....»



Τὴν Δευτέρα μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖο ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός. Εἶναι ὁμοούσιο μὲ τὰ πρόσωπα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως «συνπροσκυνεῖται καὶ συνδοξάζεται» μὲ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὸν Υἱό, ἴσο κατὰ τὴ λατρεία καὶ τὴν τιμή.



Τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος



Μεγάλα εἶναι καὶ ξεπερνοῦν τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ τὰ χαρίσματα ποὺ μᾶς δώρισε σήμερα ὁ φιλάνθρωπος Θεός. Γι’ αὐτὸ ἃς χαροῦμε ὅλοι μαζὶ καὶ σκιρτώντας ἀπὸ ἀγαλλίαση ἃς ἀνυμνήσουμε τὸν Κύριό μας. Γιατί ἡ σημερινὴ ἡμέρα εἶναι γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ πανηγύρι. Ὅπως δηλαδὴ διαδέχονται ἡ μιὰ τὴν ἄλλη οἱ ἐποχὲς καὶ οἱ κινήσεις τοῦ ἥλιου, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ στὴν Ἐκκλησία ἡ μία ἑορτὴ διαδέχεται τὴν ἄλλη καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀπὸ τὴν μιὰ πηγαίνουμε στὴν ἄλλη. Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ἑορτάσαμε τὸν σταυρό, τὸ πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση, καὶ ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στοὺς οὐρανούς. Σήμερα φθάσαμε στὴν κορυφὴ τῶν ἀγαθῶν, σ’ αὐτὴν τὴν κορωνίδα τῶν ἑορτῶν, βρισκόμαστε πιὰ στὴν πραγματοποίηση τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Κυρίου. «Γιατί ἂν φύγω», λέει, «θὰ σᾶς στείλω ἄλλον Παράκλητο, καὶ δὲν θὰ σᾶς ἀφήσω ὀρφανούς». (Ἰωάν. ιστ’, 6). Βλέπετε τὸ πατρικό Του ἐνδιαφέρον; Βλέπετε τὴν ἀνέκφραστη φιλανθρωπία Του; Πρὶν λίγες ἡμέρες ἀνελήφθη στὸν οὐρανό, κάθισε στὸν βασιλικὸ θρόνο, στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, καὶ σήμερα μᾶς στέλνει ὡς δῶρο τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μᾶς χορηγεῖ ἄπειρα οὐράνια ἀγαθά. Γιατί, πές μου, ποιὸ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ συμβάλλουν στὴ σωτηρία μας δὲν μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα;



Μὲ τὴν χάρη Του ἀπαλλασσόμαστε ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ διαβόλου, καλούμαστε στὴν ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγούμαστε στὴν οὐράνια υἱοθεσία, ἀναγεννιόμαστε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ ξεφορτωνόμαστε τὸ βαρὺ καὶ δυσβάστακτο φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλέπουμε νὰ ὑπάρχουν τόσοι ἱερεῖς καὶ ἔχουμε τάγματα διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν πηγὴ αὐτὴ πήγασαν πλούτη προφητειῶν καὶ χαρίσματα ἰάσεων καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ συνήθως στολίζουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα προέρχονται. Καὶ φωνάζει ὁ Παῦλος καὶ λέει: «Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα ἐνεργεῖ τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ Πνεῦμα, ποὺ τὰ μοιράζει ὅπως θέλει στὸν καθένα χωριστά» (Α’ Κορ. ιβ’, 11).



«Ὅπως θέλει», λέει, ὄχι ὅπως ἔχει διαταχθεῖ. «Μοιράζει», καὶ δὲν μοιράζεται. Ἔχει ἐξουσία, καὶ δὲν ἐξουσιάζεται. Γιατί ὁ Παῦλος λέει πὼς ἔχει καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ἴδια ἐξουσία, ποὺ ἔχει καὶ ὁ Πατήρ. Καὶ ὅπως εἶπε γιὰ τὸν Πατέρα «ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐνεργεῖ παντοῦ καὶ πάντα» (Α’ Κορ. ιβ’, 6), ἔτσι λέει καὶ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα ἐνεργεῖ τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ Πνεῦμα, ποὺ τὰ μοιράζει ὅπως θέλει στὸν καθένα χωριστά». Εἶδες τέλεια ἐξουσία ποὺ ἔχει; Γιατί ὅσα πρόσωπα ἔχουν τὴν ἴδια φύση καὶ οὐσία εἶναι φανερὸ ὅτι ἔχουν καὶ τὴν ἴδια ἐξουσία, καὶ ὅσα ἔχουν τὴν ἴδια ἀξία, σ’ αὐτὰ μία εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ ἐξουσία.



Χάρη στὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπαλλαχτήκαμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, μὲ αὐτὴν ξεπλύναμε τὴν ψυχή μας ἀπὸ κάθε ρύπο. Μὲ τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ ἤμασταν ἄνθρωποι, γίναμε ἄγγελοι, ὅσοι βέβαια θελήσαμε νὰ μᾶς βοηθήσει ἡ χάρη Του, χωρὶς νὰ ἀλλάξει ἡ φύση μας, ἀλλά, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο, διατηρήσαμε τὴν ἀνθρώπινη φύση μας καὶ μὲ αὐτὴ ἐπιδείξαμε ἀγγελικὴ συμπεριφορά. Τόσο μεγάλη εἶναι λοιπὸν ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Καὶ ὅπως ἡ πραγματικὴ φωτιὰ ὅταν δεχτεῖ τὸν μαλακὸ πηλὸ τὸν καθιστὰ σκληρὸ κεραμίδι, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν δεχτεῖ μία ψυχὴ συνετή, ἀκόμη καὶ ἂν τὴ βρεῖ πιὸ μαλακὴ καὶ ἀπ’ τὸν πηλό, τὴν κάνει πιὸ γερὴ καὶ ἀπ’ τὸ σίδερο. Καὶ κάνει ξαφνικὰ πιὸ καθαρὸ ἀπ’ τὸν ἥλιο ἐκεῖνον ποὺ ἕως τώρα ἦταν μολυσμένος ἀπ’ τὴν ἀκαθαρσία τῶν ἁμαρτιῶν.[...]



«Μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ», λέει, «καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μας». Εἶδες, ἀγαπητέ, τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Εἶδες ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐξαφάνισε ὅλες αὐτὲς τὶς κακίες, καὶ ὅτι ἐκείνους ποὺ ἦταν προηγουμένως ὑποδουλωμένοι στὶς ἁμαρτίες τους, τοὺς ἀνέβασε ξαφνικὰ σὲ τόσο ὑψηλὲς τιμές;


Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους, τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ δι’ αὐτῶν, τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, Φιλάνθρωπε δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα.

Μεγαλυνάριον.
Ἐν πυρίναις γλώσσαις τοῖς Μαθηταῖς, ἐν τῷ ὑπερῴῳ, ὡς ὑπέσχου ἐκ τοῦ Πατρός, ἔπεμψας Σωτήρ μου, τὸ συμφυές σου Πνεῦμα, καὶ τούτους τῆς σῆς δόξης, ῥήτορας ἔδειξας.








Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
Image
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 18 Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του. Στὸν Κώδικα 227 Πετρουπόλεως κατὰ τὴν 9η Ἰουνίου σημειώνεται ἡ «μνήμη ἀνακομιδῆς τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου». Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου ἀναφέρονται τὰ ἀκόλουθα δίστιχα:

«Κύριλλον ὑμνῶ τοῦ Κυρίου μου φίλον

καὶ Κυρίας πρόμαχον Ἀειπαρθένου».



«Θανὼν Κύριλλος τῆς Ἀλεξάνδρου Πάπας
πρὸς Κύριον μετῆλθε πάντων Κυρίων».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς κῦρος οὐράνιον, θεολογία ἡ σή, βραβεύει ἐν Πνεύματι, τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, τὴν χάριν τὴν ἔνθεον· σὺ γὰρ καθυπογράψας τῆς Τριάδος τὴν δόξαν, μύστης τῆς Θεοτόκου, καὶ ὑπέρμαχος ὤφθης, παρ’ ἧς λαμπρῶς δεδόξασαι, Ἱεράρχα Κύριλλε.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ σοφίᾳ τῇ θείᾳ καλλωπιζόμενος, τῆς Συνόδου τῆς τρίτης ἐδείχθης ἔξαρχος, καὶ καθεῖλες τὸν δεινὸν Πάτερ Νεστόριον, καὶ Θεοτόκον τὴν Ἁγνήν, ἀνεκήρυξας λαμπρῶς, ὦ Κύριλλε Ἱεράρχα, Ἀλεξανδρέων ἡ δόξα, τῆς Ἐκκλησίας ὁ διδάσκαλος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τὰς τῶν αἱρέσεων πλοκὰς διαρρήξας, ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Χριστοῦ θείοις λόγοις, τὴν Ἐκκλησίαν Κύριλλε ἐπλούτισας, πάντα τὰ ζιζάνια, Νεστορίου ἐκκόψας· ὅθεν καὶ παρίστασαι, σὺν Ἀγγέλων χορείαις, Χριστῷ πρεσβεύων μάκαρ ἐκτενῶς, πᾶσι πταισμάτων, δωρήσασθαι ἄφεσιν.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἄβυσσον ἡμῖν, δογμάτων θεολογίας, ἔβλυσας σαφῶς, ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ Σωτῆρος, τὰς αἱρέσεις κατακλύζουσαν μακάριε, καὶ τὸ ποίμνιον ἀλώβητον, τρικυμίαις διασώζουσαν· τῶν περάτων καὶ γὰρ Ὅσιε, ὑπάρχεις καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σοφῶν.

Μεγαλυνάριον.
Ρήτωρ εὐσεβείας ἀναδειχθείς, δογμάτων τὸν λόγον, θεηγόρως διατρανοῖς, καὶ τὴν τοῦ Σωτῆρος, πανάφθορον Μητέρα, κηρύττεις Θεοτόκον, πάνσοφε Κύριλλε.






Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Προύσης
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλέξανδρος, Ἐπίσκοπος Προύσης, ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους. Κατὰ τὴν 22α Ὀκτωβρίου φέρεται ἀορίστως μνήμη Ἀλεξάνδρου Ἐπισκόπου μὲ σύντομο συναξαριστικὸ ὑπόμνημα καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης θέτει τὸ ἐρώτημα μήπως πρόκειται περὶ τοῦ αὐτοῦ προσώπου.






Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀνανίας ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους.







Οἱ Ἅγιοι Διομήδης, Ὀρέστης καὶ Ρόδων οἱ Μάρτυρες
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε ἄθλησαν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Διομήδης, Ὀρέστης καὶ Ρόδων. Στὸν Κώδικα 1575 φ. 112 τῆς Παρισινῆς Βιβλιοθήκης καὶ τὸν τῆς Λαύρας Δ 10 φ.15 εὑρίσκεται πλήρης Ἀκολουθία αὐτῶν, ποιήμα τοῦ ὑμνογράφου Ἰωσήφ.







Οἱ Ἅγιοι Φηλικιανὸς καὶ Πρίμος οἱ Μάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φηλικιανὸς καὶ Πρίμος ἐμαρτύρησαν στὴ Ρώμη, τὸ 286 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Φηλικιανὸς ἦταν σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἐτῶν. Τὸ 640 μ.Χ., ὁ Πάπας Θεόδωρος Α’ ἀνεκόμισε τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν καὶ τὰ κατέθεσε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Ρώμης.






Οἱ Ἁγίες Μάρθα, Μαρία, Μαριάμνη, Θέκλα καὶ Ἐνναθὰ οἱ Ὁσιομάρτυρες
Οἱ Ἁγίες Ὁσιομάρτυρες Μάρθα, Μαρία, Μαριάμνη, Θέκλα καὶ Ἐνναθὰ ἢ Ἐννεὶμ κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀζᾶ τῆς Περσίας καὶ ἀπὸ γονεῖς πλουσιώτατους. Ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.) καὶ βασιλέως τῶν Περσῶν Σαβωρίου Β’ (310 – 379 μ.Χ.). Ἀσπασθεῖσες τὸ Χριστιανισμὸ ἔγιναν Κανονικές (κατηγορία μοναζουσῶν, οἱ ὁποῖες δὲν ἀποχωροῦσαν ἀπὸ τὸν κόσμο ἀλλὰ ἐζοῦσαν μακριὰ τῶν κοσμικῶν ἀπολαύσεων, ἀφιερωμένες στὴ διακονία τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ πλησίον), ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἐπίδειξη καὶ εἶχαν τεθεῖ ὑπὸ τὴν Πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου ἱερέως ὀνομαζομένου Παύλου. Αὐτὸς ὅμως κατακρατοῦσε τὰ χρήματα τοῦ ναοῦ, στὸ ὁποῖο ὑπηρετοῦσαν καὶ οἱ πέντε Κανονικὲς παρθένοι, καθὼς καὶ κάθε ἄλλη προσφορὰ ποὺ ἐγινόταν γιὰ φιλανθρωπικοὺς σκοπούς, γενόμενος ἔτσι πλουσιώτατος.

Κατὰ τὸν κινηθέντα διωγμὸ ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Σαβωρίου, καταγγέλθηκαν ἀπὸ κάποιον Πέρση, ποὺ ὀνομαζόταν Νιρσῆς, καὶ ἔτσι ὁ Παῦλος καὶ οἱ Κανονικὲς συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος τοὺς ἀπείλησε μὲ θανάτωση καὶ δήμευση τῶν περιουσιῶν τους, ἐὰν δὲν ἀρνοῦνταν τὴ Χριστιανικὴ πίστη τους. Πτοηθεὶς ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ ὁ φιλοχρήματος ἱερεὺς Παῦλος, ἀσπάσθηκε τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία.
Οἱ Κανονικὲς παρθένοι ὅμως ἀρνηθεῖσες νὰ προδώσουν τὴν πατρώα εὐσέβειά τους καταδικάσθηκαν σὲ θάνατο καὶ ἐξετελέσθηκαν διὰ χειρὸς τοῦ τέως πνευματικοῦ τους ὁδηγοῦ καὶ ἤδη ἐξομώτου φιλάργυρου Παύλου. Ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ ἡ τύχη ὑπῆρξε οἰκτρότερη. Τὴ νύχτα, ἔμπιστοι ὑπηρέτες τοῦ ἀρχιμάγου τὸν ἀπαγχόνισαν καὶ ἔτσι ἀπώλεσε καὶ τὴν ψυχή του καὶ τὰ χρήματα, ἕνεκα τῶν ὁποίων διέπραξε τὸ εἰδεχθέστερο ἔγκλημα. Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων ἑορτάζεται ἰδιαίτερα στὴν Κρήτη καὶ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ αὐτὲς καὶ στὶς 26 Σεπτεμβρίου.







Οἱ Ἁγίες Τρεῖς Παρθενομάρτυρες ἐκ Χίου
Οἱ Ἁγίες τρεῖς Παρθενομάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴ Χίο καὶ ἐμαρτύρησαν διὰ ξίφους.







Ὁ Ὅσιος Ἰουλιανὸς ὁ ἐν Συρίᾳ ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Ἰουλιανὸς ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Δύση. Πουλήθηκε ὡς σκλάβος στὴ Συρία, ἀλλὰ ὅταν ἀπέκτησε τὴν ἐλευθερία του ἔγινε μοναχὸς ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ († 28 Ἰανουαρίου). Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ μοναχικὸ βίο, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 370 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Μαξιμιανὸς ὁ ἐκ Συρακουσῶν
Ὁ Ὅσιος Μαξιμιανὸς ἐγεννήθηκε στὴ Σικελία καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τῆς Ρώμης, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Ἐπισκόπου Ρώμης († 12 Μαρτίου). Ὁ Μαξιμιανὸς ὑπηρέτησε ὡς ἀποκρισάριος στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἐπισκόπων Ρώμης Πελαγίου Β’ (579 – 590 μ.Χ.) καὶ Γρηγορίου Α’ τοῦ Διαλόγου (590 – 604 μ.Χ.). Ὁ Γρηγόριος τὸν ἐκάλεσε νὰ ἐπιστρέψει πίσω στὴ Ρώμη καὶ τὸν ἐξέλεξε, τὸ 591 μ.Χ., Ἐπίσκοπο Συρακουσῶν.
Ὁ Ἅγιος Μαξιμιανὸς ἐποίμανε γιὰ τρία ἔτη τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 594 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Κύρος
Ὁ Ὅσιος Κύρος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, στὶς 12 Νοεμβρίου, ἀναγράφεται: «Τὰ ἐγκαίνια τοῦ εὐκτηρίου τοῦ ἀββᾶ Κύρου ἐν τῷ Σπαρακίῳ».






Ὁ Ὅσιος Κολούμπα ὁ Ἱεραπόστολος ἐξ Ἰρλανδίας
Image
Ὁ Ὅσιος Κολούμπα ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Γκάρταν τῆς Δονεγάλης στὴν Ἰρλανδία στὶς 7 Δεκεμβρίου τοῦ 521 μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ βασιλικὴ οἰκογένεια. Ἐμαθήτευσε πλησίον διακεκριμένων διδασκάλων καὶ ἐνωρὶς ἀπεφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὸ μοναχικὸ βίο. Μετὰ τὴν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία του ἐργάσθηκε ὡς ἱεραπόστολος στὴν Ἰρλανδία καὶ ἵδρυσε μοναστήρια στὶς περιοχὲς Ντέρρυ καὶ Ντάροου.

Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πατρίδα του γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Κάποτε παρεκάλεσε τὸν παλαιό του διδάσκαλο Φιννιανὸ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἀντιγράψει τὸ Ψαλτήριό του, ἀλλ’ ὁ Φιννιανός, ἄγνωστο γιατί, ἀρνήθηκε νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του. Ὁ Κολούμπα τὸ ἀντέγραψε χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Φιννιανοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀνεκάλυψε τὴν πράξη τοῦ μαθητοῦ του, ἐζήτησε νὰ κρατήσει τὸ ἀντίγραφο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τὸ γεγονὸς ἔλαβε διαστάσεις καὶ ἔφθασε πρὸς ἐκδίκαση μέχρι τοῦ βασιλέους Ντέρμοτ, ὁ ὁποῖος ἀποφάνθηκε ὑπὲρ τοῦ Φιννιανοῦ. Ὁ Ὅσιος δυσαρεστήθηκε ἀκόμη περισσότερο, ὅταν ὁ βασιλεὺς Ντέρμοτ διέταξε τὴν ἐκτέλεση κάποιου ἐχθροῦ του, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος εἶχε προσφέρει ἄσυλο ἐντὸς τῆς μονῆς.Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁδήγησε δύο ἰρλανδικὰ φύλα σὲ μικρὴ πολεμικὴ σύρραξη, στὴν ὁποία καὶ ὁ Ὅσιος διεδραμάτισε κάποιο ρόλο ἀσυμβίβαστο πρὸς τὴν ἱερατική του ἰδιότητα. Γιὰ τὴν πράξη του αὐτὴ καταδικάσθηκε ἀπὸ Σύνοδο σὲ ἀφορισμό, ἡ ποινή του ὅμως μετατράπηκε σὲ ἰσόβια ἐξορία, μετὰ ἀπὸ μεσιτεία καὶ παράκληση τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, καλουμένου καὶ αὐτοῦ Φιννιανοῦ.

Ὁ Ὅσιος συνοδευόμενος ἀπὸ δώδεκα μαθητές του, ἀναχώρησε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη του πατρίδα καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ μία μικρὴ νῆσο, καλουμένη Ἰόνα, κοντὰ στὶς ἀκτὲς τῆς Σκωτίας. Μὲ τὴν παρουσία του, τὸ ἄγνωστο αὐτὸ νησὶ κατέστη περίφημο καὶ θεωρεῖται μέχρι σήμερα ἁγία νῆσος. Ἐκεὶ ἵδρυσε περιώνυμη μονὴ μὲ ἑκατοντάδες μοναχῶν, ποὺ ἀγωνίζονταν νὰ εὐαρεστήσουν τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἄσκησή τους. Ἐπὶ πλέον ἡ μονὴ αὐτὴ ἔγινε τὸ σπουδαιότερο ἴσως ἐκκλησιαστικὸ κέντρο καὶ διδακτήριο κληρικῶν καὶ ἱεραποστόλων τῆς Κελτικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁρμώμενοι ὁ Ὅσιος Κολούμπα καὶ οἱ μαθητές του ἐκήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Σκωτία. Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ ἀκάματος αὐτὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἵδρυσε στὴ Σκωτία καὶ Βόρεια Ἀγγλία περὶ τὶς ἑκατὸ μονές, πιθανότερο ὅμως εἶναι ὅτι μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς ἱδρύθηκαν

ἀπὸ τοὺς μαθητές του.
Ὁ Ὅσιος Κολούμπα ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη κάποιο Σάββατο ἢ Κυριακὴ πρὸς τὴν 9η Ἰουνίου τοῦ 597 μ.Χ. Τὴν προηγούμενη ἡμέρα, κατὰ μία ὡραία παράδοση, τὸ γέρικο λευκὸ ἄλογό του, τοῦ ὁποίου ἐπέβαινε ἐπὶ πολλὰ χρόνια κατὰ τὶς ἀτέλειωτες ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες του, ἦλθε μὲ δάκρυα καὶ ἀπέθεσε τὴν κεφαλή του ἐπὶ τοῦ στήθους τοῦ Ὁσίου. Ὅταν τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ἐνωρὶς τὸ πρωΐ, οἱ μοναχοὶ ἐσηκώθηκαν γιὰ τὸν Ὄρθρο, εἶδαν τὸ ναὸ ἀπαστράπτοντα ἀπὸ οὐράνιο φῶς καὶ εἰσελθόντες εὑρῆκαν τὸν κοιμηθέντα πνευματικό τους πατέρα νὰ προσεύχεται ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου.







Ὁ Ὅσιος Βαϊθινὸς μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Κολούμπα
Ὁ Ὅσιος Βαϊθινὸς ἢ Κομίνος ἦταν μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Κολούμπα († 9 Ἰουνίου). Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς νήσου Ἰόνα, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα αὐτοῦ, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 598 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ὁ ἐν Λαυκῇ Λίμνῃ Ἀσκήσας
Image
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος, κατὰ κόσμον Κοσμᾶς, ἐγεννήθηκε, τὸ 1337, στὴ Μόσχα ἀπὸ εὐσεβὴ καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ ἐνωρὶς ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ Σιμονὼφ τῆς ὁποίας, τὸ 1390, ἀναδείχθηκε ἡγούμενος. Πολυάριθμοι προσκυνητὲς ἐπισκέπτονταν τὴ μονή, γιὰ νὰ δοῦν τὸν Ὅσιο καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία καὶ τὶς πνευματικὲς συμβουλές του. Ὀ Ὅσιος, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἄρχισε νὰ ψάχνει γιὰ τὴν τέλεια ἐρημία καὶ ἡσυχία. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας μιὰ νύχτα ἄκουσε τὴ φωνὴ μέσα σὲ οὐράνιο φῶς, ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν περιοχὴ τῆς Λευκῆς Λίμνης, στὴν περιοχὴ Βολογκόντσκαϊα, καὶ ἄρχισε νὰ ἀσκεῖται ὡς ἐρημίτης. Ἐκεῖ, τὸ 1397, ἄρχισε νὰ κτίζει ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν ἄρχισε νὰ αὐξάνει καὶ τὸ Τυπικὸ τῆς μονῆς, ποὺ ἔγραψε ὁ Ὅσιος γιὰ τὴν Ἀδελφότητα, προέβλεπε μὲ αὐστηροὺς κανόνες τὴν ἄσκηση καὶ τὴ σιωπή. Ὁ Ὅσιος Κύριλλος εἶχε ὁμιλήσει προσωπικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Στέργιο τοῦ Ραντονὲζ († 5 Ἰουλίου) καὶ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1427.






Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος τοῦ Βὲλσκ ἔζησε τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. στὸ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Περὶ τῆς ὑπάρξεως, τοῦ βίου καὶ τῶν θαυμάτων του πληροφορούμεθα ἀπὸ ἕνα χειρόγραφο, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὰ θαύματά του. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ ὁ Ὅσιος ἦταν ὑπάλληλος ἑνὸς κυβερνήτου τοῦ Νόβγκοροντ καὶ ἔζησε, πρὶν ἀκόμη ἡ πόλη περιέλθει στὴ διοίκηση τῶν πριγκίπων τῆς Μόσχας, δηλαδὴ πρὶν τὸ 1478. Ὁ Ἅγιος ἐπνίγηκε στὸν ποταμὸ Βάγκα, ὅπως πληροφορούμεθα ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ κοιμητηρίου τοῦ χωριοῦ Βὲλσκ καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ κοιμητηρίου. Ὁ ναὸς ἀργότερα ἐκτίσθηκε σὲ παραπλήσιο χῶρο καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου ξεχάσθηκε.

Περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. (ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1517), μετὰ ἀπὸ ἕνα ὅραμα ποὺ εἶδε μία γυναίκα τοῦ παραπλήσιου χωριοῦ, τὰ ἱερὰ λείψανά του ξαναευρέθησαν. Ἔτσι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Βὲλσκ μετέφεραν τὰ λείψανα σὲ παρεκκλήσιο ποὺ ἀνήγειραν γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ κοντὰ στὴν ἐκκλησία. Ἀμέσως ἀρχίζουννὰ παρατηροῦνται θαυμαστὰ γεγονότα.

Τὸ 1587, οἱ ἱερεῖς τοῦ Βέλσκ, χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ, μετακίνησαν τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ εὑρισκόταν στὸ κοιμητήριο. Φαίνεται ὅτι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀρχίζει νὰ καλλιεργεῖται ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο. Μετὰ ἀπὸ μία πυρκαγιὰ στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου, αὐτὰ ποὺ ἀπέμειναν ἀπὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου τοποθετήθηκαν στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Κατόπιν πρωτοβουλίας τοῦ τοπικοῦ κλήρου, τὸ 1780, καὶ χωρὶς νὰ ἔχει γίνει ἐπίσημη ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητός του, ἡ ἑορτὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου διακόπηκε. Τότε ἐπῆραν τὰ λείψανά του ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ ἐνταφίασαν στὸν τόπο ποὺ εὑρισκόταν ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ εἶχε καεῖ. Παρ’ ὅλα ταῦτα δὲν ἐσταμάτησε ἡ τιμὴ τὴν ὁποία ἀπέδιδε ὁ λαὸς πρὸς τὸν Ἅγιο Κύριλλο. Συνεχίσθηκε, ὅπως μᾶς ἀποδεικνύουν κάποιες μαρτυρίες, τουλάχιστον μέχρι τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴν ἐκκλησία τοῦ κοιμητηρίου τοῦ Βὲλσκ εὑρισκόταν ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου συγκαταλέγεται στὸν κατάλογο τῶν Ἁγίων ποὺ διαβάζεται κατὰ τὴν ἑορτὴ πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὀποῖοι ἐφώτισαν τὴ Ρωσικὴ γῆ, καὶ ἡ ὁποία ἑορτάζεται τὴ δεύτερη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή.






Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Κούστσκϊυ ἐγεννήθηκε τὸ 1371 στὴ Ρωσία καὶ ἐμόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς πόλεως Κούστα, ἡ ὁποία εὑρισκόταν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κούστα, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴ λίμνη Κοῦμπεν καὶ περίπου 40 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλη Βολογκντά, τῆς ὁποίας σήμερα σώζονται μονάχα λίγα οἰκοδομήματα. Ἡ μονὴ ἱδρύθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο, ἕνα μοναχὸ τοῦ διπλανοῦ μοναστηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ.

Ἀπὸ ἐκεῖνα ἀκριβῶς τὰ μέρη προέρχονται οἱ πιὸ ἀρχαῖες ἁγιολογικὲς μαρτυρίες σχετικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο: πρόκειται γιὰ μία σύντομη διήγηση ποὺ διαδόθηκε ἀπὸ τὸ μοναχὸ τῆς μονῆς Παΐσιο Γιαρλάβωφ, μετέπειτα ἡγούμενο στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Οἱ πληροφορίες ποὺ παρατέθηκαν ἀπὸ τὸν Παΐσιο διευρύνθηκαν ἀπὸ σχετικὲς προφορικὲς μαρτυρίες τῶν μαθητῶν τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, συγκεκριμένα τῶν μοναχῶν Συμεὼν καὶ Σάββα, καὶ παρεῖχαν ὑλικὸ γιὰ τὴ σύνθεση τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, τοῦ ὁποίου συγγραφέας εἶναι, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, ἕνας μοναχὸς τοῦ ἴδιου μοναστηριοῦ ποὺ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἵδρυσε. Ὁ Βίος, ποὺ παραδίδεται ἀπὸ σπάνια χειρόγραφα τοῦ 17ου -19ου αἰῶνος μ.Χ., εἶναι ἀκόμη καὶ τώρα ἀνέκδοτος.

Σύμφωνα μὲ τὶς πηγές, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐγεννήθηκε τὸ 1371 στὴν πόλη Βολογκντὰ καὶ στὸ βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀλέξιος. Ὄντας ἀκόμη νέος ἐγκατέλειψε τὸ πατρικό του σπίτι καί, ὡς προσκυνητής, ἔφθασε στὸ μοναστήρι Σπασο – Καμέννϊυ, ποὺ εὑρισκόταν ἐπάνω σ’ ἕνα νησὶ τῆς λίμνης Κοῦμπεν καὶ εἶχε ἱδρυθεῖ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ὁ Διονύσιος, ἕνας Ἕλληνας μοναχός, ποὺ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔτσι διηγεῖται ὁ Παΐσιος Γιαροσλάβωφ: «Στὴ συνέχεια, φθάνει στὸ Καμένσκϊυ, μὲ ἡγούμενο τὸν Διονύσιο, ἕνας νέος μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξιος, προερχόμενος ἀπὸ τὴν πόλη Βολογκντά, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν ἐνδύσει μὲ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ὁ ἡγούμενος ἐξετίμησε τὴν ὑπακοή του, τοῦ ἔδωσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ τὸν ὀνόμασε Ἀλέξανδρο. Τὸ ἐμπιστεύθηκε, τοῦ ἐδίδαξε τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἐκεῖνος ἀναδείχθηκε ἀργότερα σὲ σεβάσμιο στάρετς, ποὺ ἔζησε πολλὰ χρόνια μὲ ὑπακοή». Ὁ Βίος δὲν παραλείπει νὰ περιγράψει τὶς μοναχικὲς ἀρετὲς τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου. Ἀκολουθοῦσε αὐστηρὴ νηστεία, ἀσκητικὸ κανόνα προσευχῆς καὶ ἔφερνε μὲ ζῆλο εἰς πέρας τὰ καθήκοντα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Ἔτσι γρήγορα ἐκέρδισε τὴν ἐκτίμηση καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν του. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ σεβασμὸς μὲ τὸν ὁποῖο τὸν περιέβαλαν σύντομα ἔγινε βάρος στὴν ταπεινὴ καρδιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἔτσι, ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει κρυφὰ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ζήσει σὲ ἡσυχία. Ἀφοῦ περιπλανήθηκε γιὰ ὁρισμένες ἡμέρες στὰ δάση, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐσταμάτησε σὲ μία ἔρημη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Σγιανζέμα κοντὰ στὴ λίμνη Κοῦμπεν. Ἐν τούτοις ἡ φήμη τοῦ ἀσκητικοῦ βίου τοῦ μοναχοῦ διαδόθηκε πολὺ γρήγορα καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ κάτοικοι τῶν κοντινῶν χωριῶν συνέτρεχαν σ’ αὐτόν, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψει καὶ ἐκεῖνον τὸν τόπο.

Κατέφυγε στὴν ἐκβολὴ τοῦ ποταμοῦ Κούστα, κοντὰ στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Κοῦμπεν. Ἐδῶ, σ’ ἕνα τόπο ἀπομονωμένο, εὑρῆκε ἕνα κελὶ κατειλημμένο ἀπὸ ἕναν μοναχὸ τοῦ μοναστηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ, τὸν Εὐθύμιο. Γιὰ λίγο καιρὸ οἱ δύο μοναχοὶ ἔζησαν μαζί. Στὴ συνέχεια ὁ Εὐθύμιος παρέδωσε τὸ κελὶ στὸ συμμοναστή του καὶ μεταφέρθηκε στὸ μέρος ποὺ πρὶν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος εἶχε ἐγκαταλείψει, ὅπου ἀργότερα ἵδρυσε ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάληψη. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Βίος, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐζοῦσε σὲ ἀπομόνωση, καλλιεργώντας τὴ γῆ μὲ μία τσάπα καὶ σπέρνοντας δημητριακά. Στὴ συνέχεια κοντά του προσῆλθαν ἕνας στάρετς καὶ τρεῖς ἀδελφοί. Τότε ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐπῆγε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ροστώβ, γιὰ νὰ ζητήσει τὴν εὐλογία του, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ κτίσει μία ἐκκλησία.

Ἡ ἕδρα τοῦ Ροστὼβ ἦταν ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κατειλημμένη ἀπὸ τὸν Διονύσιο τὸν Ἕλληνα, ἤδη ἡγούμενο τοῦ μονασηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ, πού, χειροτονούμενος Ἀρχιεπίσκοπος τὸ 1418, ἐποίμανε τὴν ἐπισκοπή του μέχρι τὸ θάνατό του, τὸ 1425. Ὁ Ἐπίσκοπος Διονύσιος, ἀφοῦ τὸν ἐγνώριζε, διότι ὁ Ὅσιος εἶχε μαθητεύσει κοντά του πνευματικά, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ ἔδωσε ὅ,τι ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς Σκήτης. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐλογία, ἀναχώρησε. Ἔτσι ξεκίνησε τὴν κατασκευὴ τῆς Σκήτης.

Στὴν κατασκευὴ τοῦ μοναστηριοῦ, τοῦ ὁποίου ὁ ναὸς ἀφιερώθηκε στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου συνέβαλε ἐπίσης ὁ οἰκεῖος πρίγκιπας Δημήτριος Βασίλεβιτς Ζαοζέρσκϊυ, ὁ ὁποῖος ἐσκοτώθηκε σὲ μία μάχη ἐνάντια στοὺς Τατάρους, τὸ 1429. Πιὸ συγκεκριμένα, τὸ μοναστήρι ἀπολάμβανε τῆς προστασίας τῆς συζύγου τοῦ Δημητρίου, Μαρίας, ἡ ὁποία ἐδώρισε τὶς εἰκόνες καὶ τὸ Εὐαγγέλιο στὴ νέα ἐκκλησία καὶ συχνὰ ἀπέστελλε ὑλικὴ βοήθεια στὴν πτωχὴ κοινότητα. Στὴν πριγκίπισσα Μαρία, ἡ ὁποία συχνὰ ἐπισκεπτόταν τὸν Ὅσιο, ὁ Ἀλέξανδρος προέβλεψε τὴν ἡμερομηνία τοῦ θανάτου της.

Ὁ Βίος περιγράφει ἐπίσης ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ ἀπὸ τὴν πνευματικότητα καὶ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τοῦ Ὁσίου. Ὡς ἡγούμενος δὲν μετέβαλε τὸν αὐστηρὸ κανόνα ζωῆς: ἀκολουθοῦσε αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή, ἔδιδε τὰ πάντα στοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς πτωχούς. Συγκεκριμένα, μὲ τὴν διήγηση ὁρισμένων θαυμαστῶν γεγονότων, ὅπως ἡ συνάντηση τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου μὲ πέντε Τατάρους καὶ τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν ληστὴ τοῦ σιταριοῦ, ὁ Βίος ὑπογραμμίζει τὴν πραότητα καὶ τὴν φιλευσπλαχνία τοῦ Ὁσίου. Ἐπίσης, διαπραγματεύεται τὰ σωματικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου: μετρίου ὕψους, πολὺ λεπτός, εἶχε ἕνα πρόσωπο στρογγυλό, μὲ μάτια γεμάτα ἡρεμία καὶ γενειάδα στρογγυλὴ ποὺ ἔφθανε μέχρι τὸ στέρνο του, ἐνῶ τὰ μαλλιά, ἀκόμα σκοῦρα, μόλις εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀσπρίζουν. Προτοῦ κοιμηθεῖ, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος παρέδωσε στοὺς ἀδελφούς του τὴν πνευματική του διαθήκη. Ὁ Βίος ἀναφέρει τὰ ἀκόλουθα ποὺ ὁ Ὅσιος ἀπηύθυνε στὴ μοναστικὴ κοινότητά του: «Πλέον μὲ ἐγκαταλείπουν οἱ δυνάμεις, ἀδελφοί, ἀλλὰ ἐσεῖς παραμείνετε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, διατηρεῖστε τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη, στολισθεῖτε μὲ καθαρότητα, μὴν ξεχνᾶτε νὰ εἶσθε φιλόξενοι, μὴν ἀποδίδετε ἀξία στὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ στὴ δόξα αὐτῆς τῆς ζωῆς. Στὴ θέση τους νὰ ἀναμένετε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ οὐράνια ἀγαθά». Κατόπιν, παρήγγειλε στοὺς μαθητές του Συμεὼν καὶ Σάββα νὰ κτίσουν μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Μετὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμά του εἰρηνικὰ καὶ κοιμήθηκε ὁσίως, τὸ 1439.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐνταφιάσθηκε στὴ νότια πλευρὰ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ ἀρκετὰ γρήγορα ὁ τάφος του ἔγινε ἀντικείμενο εὐλάβειας καὶ τιμῆς.

Στὸν εὐλογημένο τόπο τῆς ταφῆς του συνέβησαν πολλὲς θεραπείες σὲ ἐκείνους ποὺ ἔρχονταν μὲ πίστη καὶ ἰδιαίτερα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ δαιμόνιο. Ἔτσι ἐκεῖνο τὸ μέρος ὀνομάσθηκε «Σκήτη τοῦ Ἀλεξάνδρου».
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο, τὴν Τρίτη Κυριακὴ τῆς Παντηκοστῆς, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων ποὺ ἔζησαν στὴν περιοχὴ τῆς Βολογκντά.






Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἐρημίτης
Image
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐρημίτου τὴν 10η Ίανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Fri Jun 06, 2014 11:34 am

10 ΙΟΥΝΙΟΥ







Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος καὶ Ἀντωνίνα οἱ Μάρτυρες
Image
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀλέξανδρος καὶ Ἀντωνίνα κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Κοδράμων ἢ Κροδάμων ἢ Καρδάμων καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησαν. Ἀπὸ αὐτοὺς ἡ Ἀντωνίνη, ἀφιερωθείσα στὸν Χριστό, διῆγε βίο σώφρονα, λατρεύουσα τὸν Θεὸ καὶ καταγινομένη σὲ ἀγαθοεργίες καὶ ἐλεημοσύνες, ἑλκύοντας διὰ τῶν ἔργων καὶ τῶν λόγων της εἰδωλολάτριδες γυναῖκες πρὸς τὸν Χριστιανισμό. Γιὰ τὴ θεοφιλὴ αὐτὴ δράση της καταγγέλθηκε στὸν ἡγεμόνα Φῆστο καὶ ἐκλείσθηκε σὲ οἶκο ἀνοχῆς πρὸς διαφθορά, ἐπειδὴ ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ παρέμεινε ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες νηστικὴ καὶ στὴ συνέχεια ὁδηγήθηκε ἐκ νέου ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος. Ἐμμένουσα ὅμως στὴν ὁμολογία της, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε σκληρά, ἐκλείσθηκε καὶ πάλι στὸ διαφθορεῖο. Πληροφορηθεὶς τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ νεαρὸς Χριστιανὸς Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε μεγάλη ἐκτίμηση πρὸς τὴν Ἀντωνίνη γιὰ τὸν ὅσιο βίο καὶ τὰ θεῖα χαρίσματά της, προσῆλθε στὸ διαφθορεῖο καὶ ὑπὸ τὸ πρόσχημα ἀκολάστου δῆθεν πράξεως, εὑρῆκε τὴν Ἀντωνίνη. Ἀμέσως τὴν ἔντυσε μὲ τὸ χιτῶνά του, ἐκάλυψε τὴν κεφαλή της καὶ τὴν ἐφυγάδευσε. Μετὰ ἀπὸ λίγο ὅμως προσῆλθαν μεθυσμένοι στρατιῶτες, ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν βίαια τὴν ἀτίμωση τῆς Ἀντωνίνης. Ἀντ’ αὐτῆς ὅμως εὑρῆκαν τὸν Ἀλέξανδρο. Ἐξοργισθέντες οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ ἐκακοποίησαν τὸν Ἀλέξανδρο, τὸν ὁδήγησαν δεμένο ἐνώπιον τοῦ Φήστου, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ Μάρτυς ὁμολόγησε τὴ φυγάδευση τῆς Ἀντωνίνης ἀπὸ αὐτὸν καὶ τοῦ ἐξήγησε τοὺς λόγους οἱ ὁποῖοι τὸν ὁδήγησαν στὴν πράξη του. Ἔξαλλος ἀπὸ θυμὸ ὁ ἡγεμόνας διέταξε τὴ σκληρὴ μαστίγωση τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τὴν πάσῃ θυσίᾳ ἀνεύρεση τῆς Ἀντωνίνης, ἡ ὁποία συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ Φήστου. Ὁ ἄρχοντας διέταξε καὶ τοὺς ἀπέκοψαν τὰ ἄκρα τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν. Στὴν συνέχεια ἄλειψαν τοὺς Μάρτυρες μὲ πίσσα καὶ ἔρριψαν αὐτοὺς μέσα σὲ λάκκο μὲ φωτιά, ὅπου καὶ εὑρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.
Τὰ λείψανά τους μεταφέρθηκαν ἀργότερα στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατετέθησαν στὴ μονὴ Μαξιμίνου, ὅπου καὶ ἐτελεῖτο ἡ Σύναξις αὐτῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ξυνωρὶς ἡ ἁγία τῶν Μαρτύρων ὑμνείσθω μοι, σὺν τῷ εὐκλεεῖ Ἀλεξάνδρῳ, Ἀντωνίνα ἡ πάνσεμνος· ἀγάπη γὰρ καὶ πίστει εὐσεβεῖ, ἐκλάμψαντες ἐν ἄθλοις ἱεροῖς, ἰαμάτων ἐφαπλοῦσι μαρμαρυγάς, τοῖς πόθῳ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχς β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἐν Χριστῷ, πνευματικοὺς ὁμαίμονας, καὶ ἐν ὁδοῖς, τῆς εὐσεβείας σύμφρονας, τὸν θεόφρονα Ἀλέξανδρον, σὺν Ἀντωνίνῃ μακαρίσωμεν· τοὺς ἄθλους γὰρ ἐκείνων καὶ τὰ στίγματα, ὡς μύρον εὐωδίας προσεδέξατο, ὁ τούτους δοξάσας ὡς ηὐδόκησε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Ἀλέξανδρε Ἀθλητά· χαίροις Ἀντωνίνα, νύμφη ἄμωμε τοῦ Χριστοῦ· γνώμῃ γὰρ τελείᾳ, ἐχθροῦ τὰς μεθοδείας, ἀθλητικῇ δυνάμει, κατηδαφίσατε.






Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Προύσης

Image
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Τιμόθεος, Ἐπίσκοπος Προύσης. Ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360 – 362 μ.Χ.), τὸ 361 μ.Χ. Ὡς Ἐπίσκοπος Προύσης διακρινόταν γιὰ τὴν ζῶσα εὐσέβεια καὶ τὸν ἀκοίμητο ζῆλό του πρὸς στήριξη τοῦ ποιμνίου του καὶ τὴν περιφρούρηση αὐτοῦ ἀπὸ τὶς διάφορες αἱρέσεις. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ φήμη του εἶχε διαδοθεῖ πολὺ πέραν τῶν ὁρίων τῆς Ἐπισκοπῆς του. Ὅταν ὁ Ἰουλιανὸς ἐξαπέλυσε τὸ διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ Τιμόθεος εὑρέθηκε μεταξὺ τῶν πρώτων ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἀντέστησαν στὶς ἀποφάσεις τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοκράτορος, καταπολεμώντας τὰ ἀνόσια αὐτοῦ διατάγματα μὲ παρρησία καὶ τόλμη. Ἕνεκα τῆς σθεναρῆς αὐτῆς ἀντιστάσεώς του, ὁ Ἰουλιανὸς ἀπέστειλε ἐκπρόσωπό του, γιὰ νὰ πείσει τὸν Τιμόθεο νὰ ὑπακούσει στὶς αὐτοκρατορικὲς διαταγές καὶ νὰ συμμορφωθεῖ πρὸς αὐτές, ἀπαρνούμενος τὸν Χριστό. Ὁ Τιμόθεος ὅμως ἐδήλωσε πρὸς τὸν ἀπεσταλμένο τοῦ αὐτοκράτορος ὅτι δὲν δέχεται διαταγὲς ἀντιβαίνουσες πρὸς τὶς Χριστιανικὲς ἀρχές, ἔλεγξε δὲ τὸν Ἰουλιανὸ γιὰ τὴν ἀποστασία του. Γιὰ τὴ στάση του αὐτὴ καταδικάσθηκε σὲ θάνατο καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.
Ναὸς τοῦ Ἁγίου Τιμοθέου ὑπῆρχε ἐντὸς τοῦ νοσοκομείου τοῦ «ἐν τῷ Δευτέρῳ» τῆς Κωνσταντινουπόλεως.






Ὁ Ἅγιος Νεανίσκος ὁ Μάρτυρας ὁ Σοφώτατος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νεανίσκος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε.
Νέος ὡραιότατος καὶ σοφώτατος, ἐμφορούμενος ἀπὸ γνήσια Χριστιανικὴ πίστη, συναναστρεφόταν τοὺς δούλους του ὡς ἴσος, συμπροσευχόταν μὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐδίδασκε τὸ θεῖο λόγο. Μεταξὺ αὐτῶν ὑπῆρχε καὶ μία δούλη εἰδωλολάτρισσα, ὡραιότατη, ἡ ὁποία, μὴ δυναμένη νὰ ἑλκύσει πρὸς ἑαυτὴν τὸν Νεανίσκο, πρὸς ἱκανοποίηση τῶν ἀκολάστων πόθων της, τὸν κατήγγειλε στὸν ἡγεμόνα Μάξιμο ὡς Χριστιανό. Κατόπιν τούτου ὁ Νεανίσκος συνελήφθη καὶ ἀφοῦ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε τὴν Χριστιανική του πίστη. Εὐθὺς ὁ Μάξιμος διέταξε τὸ σκληρὸ αὐτοῦ βασανισμό, ὁ ὁποῖος διήρκησε ἐπὶ ἑπτὰ συνεχεῖς ἡμέρες, καὶ τὴν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Ὁδηγούμενος στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ὁ Νεανίσκος εἶδε μεταξὺ τοῦ πλήθους καὶ τὴ δούλη ἡ ὁποία τὸν ἐπρόδωσε. Τότε, ἀφοῦ ἐκάλεσε αὐτὴ κοντά του, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ δάκτυλό του βαρύτιμο δακτυλίδι καὶ τὸ ἐπέδωσε σὲ αὐτὴ ὡς δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης του, διότι διὰ τῆς καταγγελίας της θὰ μετέβαινε πλησίον Ἐκείνου, τὸν Ὁποῖο τόσο ἐποθοῦσε. Ἤρεμος καὶ περιχαρὴς ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ προσευχήθηκε, ἔτεινε τὸν αὐχένα του πρὸς τὸν δήμιο καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.






Ὁ Ὅσιος Κανίδης ὁ ἐκ Καππαδοκίας
Ὁ Ὅσιος Κανίδης καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ ἐγεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Θεόδοτο καὶ τὴ Θεοφανώ. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α’ τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.) καὶ σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ κατέφυγε σὲ σπήλαιο ἐπὶ τοῦ ἐκεῖ πλησίον ὄρους εὑρισκόμενο, ὅπου παρέμεινε καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου του, νυστεύων, προσευχόμενος καὶ μελετῶν τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἡ φήμη τῆς ὁσιότητος καὶ τῆς ἀρετῆς του προσείλκυε πολλοὺς θαυμαστὲς ἐξαιτούμενος τὴν εὐλογία καὶ τὶς σοφὲς συμβουλές του. Ἔζησε ἑβδομήντα τρία ἔτη μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ προσευχὴ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Οἱ Ὅσιοι Θεοφάνης καὶ Πανσέμνη
Image
Οἱ Ὅσιοι Θεοφάνης καὶ Πανσέμνη κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες, καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἔζησαν. Ὁ Θεοφάνης, ἀφοῦ ἐνυμφεύθηκε σὲ ἡλικία δέκα πέντε ἐτῶν, μετὰ τρία ἔτη ἐχήρευσε, συνάψας δὲ σχέσεις μὲ τοὺς Χριστιανούς, ἀσπάσθηκε τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ ἐβαπτίσθηκε. Μετὰ τὴν βάπτισή του ἀποσύρθηκε σὲ μικρὸ κελί, τὸ ὁποῖο εὑρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Πληροφορηθεὶς ὅτι μία πόρνη, ποὺ ὀνομαζόταν Πανσέμνη, παρέσυρε πολλοὺς στὴν ἀκολασία καὶ τὴν ἀπώλεια, ἀπεφάσισε νὰ μεταστρέψει αὐτὴν ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀπώλειας πρὸς τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Ἀφοῦ ἐπὶ πολὺ χρόνο ἐσκέφθηκε πῶς νὰ ἐνεργήσει, μία ἡμέρα ἔβγαλε τὰ πτωχικὰ ἐνδύματά του καὶ ἀφοῦ ἐφόρεσε λαμπρὰ φορεσιὰ μετέβη σὲ συνάντησή της. Ἐλθὼν στὴν οἰκία της καὶ πληροφορηθεὶς παρ’ αὐτῆς, ὅτι ἐπὶ δώδεκα ὁλόκληρα ἔτη ἀξασκοῦσε τὸ αἰσχρὸ τοῦτο ἐπάγγελμα, ἀφοῦ τῆς ἐξέθεσε τὰ ἀγαθὰ τοῦ ἔντιμου καὶ ἐνάρετου βίου, τῆς ἐζήτησε νὰ γίνει σύζυγός του. Οἱ λόγοι καὶ ἡ πρόταση τοῦ Θεοφάνους ἄρχισαν νὰ δημιουργοῦν σοβαρὲς σκέψεις στὴν Πανσέμνη, μία δὲ ἀλλαγὴ διεφάνηκε στὴν στάση της. Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἀντιληφθεὶς ὁ Θεοφάνης, ἐξέθεσε πρὸς αὐτὴν τὰ θεῖα διδάγματα τοῦ Χριστοῦ περὶ γάμου καὶ παρθενίας καὶ ἀπεχώρησε, γιὰ νὰ δώσει σὲ αὐτὴν καιρὸ νὰ σκεφθεῖ. Μετὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες, ἀφοῦ ἐπανῆλθε καὶ εὑρῆκε αὐτὴν μεταμορφωμένη, τῆς ἐξέθεσε τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ τῆς ἐζήτησε νὰ γίνει Χριστιανὴ καὶ νὰ βαπτισθεῖ. Τόση ἦταν ἡ θέρμη καὶ ἡ πειστικότητα τῶν λόγων του, ὥστε ἡ Πανσέμνη διεμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀποσυρθεῖσα σὲ κελί, τὸ ὁποῖο τῆς εἶχε ἑτοιμάσει ὁ Θεοφάνης, ἐπιδόθηκε σὲ ἔργα θεοφιλὴ καὶ σκληρότατη ἄσκηση καὶ προσευχὴ πρὸς ἐξιλέωση τῶν ἁμαρτιῶν της. Τόσο εἰλικρινὴς ἦταν ἡ μετάνοιά της καὶ τόσο προόδευσε σὲ ἀρετὴ καὶ ὁσιότητα, ὥστε ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ διὰ τῆς θεραπευτικῆς χάριτος. Ἔτσι, θεοφιλῶς καὶ μὲ ὁσιότητα ἀφοῦ ἔζησε, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἑβδομάδες ἀκολούθησε αὐτὴν καὶ ὁ Θεοφάνης.






Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώ
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλὼ ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος Ἐπίσκοπος Βιθυνίας
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, Ἐπίσκοπος Βιθυνίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Σιλουανὸς ὁ ἐν Κιέβῳ
Ὁ Ὅσιος Σιλουανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ., στὴν Οὐκρανία καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου. Μὲ τὴν προσευχή του ἀκινητοποίησε ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες κάποιους ληστές, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μπεῖ στὴ Λαύρα ἀπὸ τοὺς κήπους αὐτῆς, γιὰ νὰ ληστέψουν τὴ μονὴ καὶ τοὺς Πατέρες. Ὅταν αὐτοὶ μετανόησαν, τοὺς ἀπελευθέρωσε.Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του τὴ δεύτερη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν ἐγγὺς καὶ μακρὰν τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, καὶ στὶς 28 Αὐγούστου.







Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Βασιλείου Ἐπισκόπου Ριαζὰν καὶ Μούρωμ
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, Ἐπισκόπου Ριαζὰν καὶ Μούρωμ, τὴν 12η Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Ἐπίσης ἡ ἑορτὴ ἐπαναλαμβάνεται καὶ σήμερα, λόγω τῆς ἑορτῆς τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Ριαζὰν τῆς Ρωσίας.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Μητροπολίτης Τομπόλσκ καὶ πάσης Σιβηρίας
Image
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μαξίμοβιτς) ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Νεζχίνο τῆς Ρωσίας, τὸ 1651, ἀπὸ τὸν Μάξιμο Βασίλεβιτς καὶ τὴν Εὐφροσύνη. Ἡ οίκογένειά του εἶχε ἑπτὰ υἱοὺς καὶ ὁ Ἰωάννης ἦταν ὁ μεγαλύτερος. Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἐγκύκλιων σπουδῶν του ἐφοίτησε στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε ὡς διδάσκαλος τῆς λατινικῆς γλώσσας. Τὸ 1680, ἐκάρη μοναχὸς στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή.

Στὸ νέο μοναχὸ ἐδόθηκε, μὲ τὴ συγκατάθεση τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, ποὺ ἔβλεπαν τὸ πνευματικὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου, τὸ διακόνημα τοῦ κηρύγματος. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Ἰωάννης ἐπροικίσθηκε μὲ τὸ χάρισμα τῆς εὐγλωττίας. Τὸ κύριο θέμα τῶν ὁμιλιῶν του ἦταν πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία νὰ ἐφαρμόσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή του, γιὰ νὰ κερδίσει τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἡ πνευματική του μελέτη, ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἡλιοτρόπιον», ἀπαντᾶ σὲ σωτηριολογικὰ θέματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν πιστό.

Τὸ 1658, ἀποστέλλεται γιὰ ἱεραποστολικὴ ἐργασία στὴ Μόσχα. Ἐκεῖ, διορίσθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωακείμ (1674 – 1690) ὡς ἐφημέριος τῆς μονῆς Μπριάνσκ – Σβένσκ, ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Τὸ 1695, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος († 5 Φεβρουαρίου), Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ, διόρισε τὸν ἱερομόναχο Ἰωάννη, ὡς ἀρχιμανδρίτη τῆς μονῆς Ἐλέτσκ. Ἐδῶ, ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἀγαποῦσε καὶ ἐσεβόταν πολὺ τὸν Ἅγιο Θεοδόσιο, ἐθεραπεύθηκε ἀπὸ σοβαρὴ ἀσθένεια διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου. Μόλις ἀσθένησε τὸ ἀνέφερε στὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο Θεοδόσιο, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε ἀμέσως ἐντολὴ νὰ συνεχίσει τὸ διακόνημά του καὶ να ἔχει πίστη στὸν Θεό. Ὁ Ἰωάννης ἀμέσως ὑπάκουσε στὴν ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, διότι ἐμπιστευόταν τὴ δύναμη τῆς πίστεώς του πρὸς τὸν Θεό. Τὴν ἑπομένη, μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ Ἰωάννης ἦταν τελείως καλά.

Στὶς 10 Ἰανουαρίου 1697, ὁ Πατριάρχης Μόσχας Ἀδριανὸς (1690 – 1700) ἐξέλεξε τὸν Ἰωάννη Ἐπίσκοπο Τσέρνιγκωφ καὶ ἡ χειροτονία ἔγινε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Κρεμλίνου. Ὁ Ἰωάννης ἀνέλαβε μὲ φόβο Θεοῦ τὰ καθήκοντά του καὶ ἔριξε ἰδιαίτερο βάρος στὴν πνευματικὴ ἀνύψωση καὶ καλὴ ὀργάνωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σχολείων. Θαυμαστὴ ἦταν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ ἡ δραστηριότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τυπογραφείου ποὺ ὀργάνωσε.

Ὁ Ἰωάννης ἐπέδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τοὺς μοναχοὺς τῆς πολιτείας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς Παντελεήμονος, πρὸς τὴν ὁποία ἀπέστειλε σημαντικὴ βοήθεια.

Τὸ 1711, Μητροπολίτης πλέον Τομπόλσκ καὶ πάσης Σιβηρίας, ἐργαζόταν μὲ φόβο Θεοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀναδιοργάνωσε τὸ περίφημο ἱεραποστολικὸ σεμινάριο, ποὺ εἶχε ἱδρύσει τὸ 1727 ὁ μακαριστὸς προκάτοχός του Μητροπολίτης Φιλόθεος († 1727), καὶ συνέχισε τὴν ἀποστολικὴ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τῆς Σιβηρίας. Τὸ 1714, ἀνέθεσε στὸν ἀρχιμανδρίτη Ἱλαρίωνα (Λεζχάϊσκυ) ἱεραποστολικὴ ἐργασία στὸ μακρινὸ Πεκίνο, ἐνῶ στὴν πόλη τοῦ Τομπόλσκ ἀνέπτυξε τὴ συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δραστηριότητα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὡς ποιμένας, ἦταν ἤρεμος καὶ ἀτάραχος, εἰλικρινὴς καὶ διακριτικός, φιλάνθρωπος καὶ φιλεύσπαγχνος. Ἐβοηθοῦσε πολὺ τοὺς πτωχοὺς μοιράζοντάς τους κρυφά, ἐνδεδυμένος ὡς ἁπλὸς μοναχός, γενναιόδωρες ἐλεημοσύνες μὲ τὴν παράκληση νὰ δεχθοῦν αὐτὸ ποὺ τοὺς ἔδινε στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἐπισκοπικὸ οἴκημα ἦταν πάντοτε ἀνοικτὸ γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸ ἐχρειάζονταν, ὅπως καὶ ἡ καρδιά του. Ἀκόμη καὶ τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, τὸ 1715, μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία, εἶχε παραθέσει τράπεζα πρὸς τιμὴν τῶν κληρικῶν του. Ἀφοῦ τοὺς διακόνησε ταπεινὰ ὁ ἴδιος, ἐπῆραν τὴν εὐχή του καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀποσύρθηκε στὸ κελί του. Ὅταν ἐχτύπησε ἡ καμπάνα γιὰ τὸν Ἑσπερινό, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης προσευχόταν γονατιστός. Ἔτσι παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Θεὸ καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ κάθε εὐλάβεια καὶ τιμὴ στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρισοστόμου τοῦ Καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Τομπόλσκ.






Σύναξις Πάντων τῶν Ἁγίων ἐν Ριαζάν
Ἡ ἑορτὴ καθιερώθηκε τὸ 1987, ἐπὶ Πατριάρχου Μόσχας Ποιμένος. Οἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ πρίγκιπες Μπόρις καὶ Γκλέμπ, οἱ Ἐπίσκοποι Βασίλειος τοῦ Ριαζὰν καὶ Ἰωνᾶς τῆς Μόσχας, οἱ εὐσεβεῖς πρίγκιπες Κωνσταντίνος τοῦ Μούρωμ, Θεόδωρος τοῦ Μούρωμ, Μιχαὴλ τοῦ Μούρωμ, Πέτρος καὶ Φεβρωνία τοῦ Μούρωμ, ἡ δίκαιη Ἰουλιανὴ τοῦ Λαζάρεβο καὶ ἡ διὰ Χριστὸν σαλὴ Ἀγάπη τοῦ Ριαζάν.






Σύναξις Πάντων τῶν Ἁγίων ἐν Σιβηρία

Ἡ ἑορτὴ καθιερώθηκε τὸ 1984, ἐπὶ Πατριάρχου Μόσχας Ποιμένος. Οἱ Ἅγιοι εἶναι ὁ Μάρτυς Βασίλειος τῆς Μανγκαζίας, οἱ Ἐπίσκοποι Νεκτάριος τοῦ Τομπόλσκ, Δημήτριος τοῦ Ροστώβ, Φιλόθεος τοῦ Τομπόλσκ, Ἰωάννης τοῦ Τομπόλσκ, Ἀντώνιος τοῦ Τομπόλσκ, Ἰννοκέντιος τοῦ Ἰρκούτσκ, Παῦλος τοῦ Τομπόλσκ, Βαρλαάμιος τοῦ Τομπόλσκ, Φιλάρετος τοῦ Κιέβου, Ἰννοκέντιος τῆς Μόσχας, Συμεὼν τοῦ Σμολένσκ, Μελέτιος τοῦ Χάρκωβ, Γεράσιμος τοῦ Ἀστραχάν, Μελέτιος τοῦ Ριαζάν, οἱ Ὅσιοι Μοναχοὶ Συνέσιος τῆς Σιβηρίας, Ἀρέθας τῆς Ἀλταΐων, Μισαὴλ τοῦ Ἀμπαλάσκ, Δανιὴλ τοῦ Ἀσίνσκ, Βαρλαάμιος τοῦ Σικίζσκ, οἱ δίκαιοι καὶ οἱ διὰ Χριστὸν σαλοὶ Συμεὼν τῆς Βερχοτοῦρε, Ἰωάννης τῆς Βερχοτοῦρε, Δόμνα τοῦ Τόμσκ, Στέφανος τοῦ Ὄμσκ, Κοσμᾶς τῆς Βερχοτοῦρε.







Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Σημείου ἐν Κούρσκ Ρωσίας
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Σημείου εὑρέθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο, τὸ 1295, στὴ ρίζα ἑνὸς δένδρου στὴν ἀκτὴ τοῦ ποταμοῦ Τουσκάρ, στὴν περιοχὴ τοῦ Κούρσκ, ἀπὸ ἕνα κάτοικο τῆς πόλεως Ρίλσκ, ποὺ ἐκυνηγοῦσε στὸ δάσος. Ἡ εἰκόνα, ποὺ ὁμοίαζε μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Νόβγκοροντ, μεταφέρθηκε μὲ τιμὲς στὴν πόλη Ρίλσκ, ὅπου ὁ πρίγκιπας Σεμιάκα ἔκτισε ἕνα μεγαλοπρεπὴ ναὸ ἀφιερωμένο στὸ Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου καὶ ἐναπέθεσε ἐκεῖ τὴν εἰκόνα. Ἀλλὰ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἐπέστρεψε θαυματουργικὰ στὴν προηγούμενη θέση της, ἐκεῖ ποὺ τὴν εἶχαν εὕρει: στὴ ρίζα τοῦ δένδρου. Οἱ εὐλεβεῖς κάτοικοι τοῦ Ρὶλσκ ἔκτισαν ἐκεῖ ἕνα παρεκκλήσιο καὶ ἕνας ἱερέας ἐπιλέχθηκε, γιὰ νὰ τελεῖ τὶς Ἀκολουθίες καὶ τὴ Θεία Λειτουργία. Τὸ παρεκκλήσιο ἐκάηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, τὸ 1358, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔμεινε ἄθικτη. Τὸ 1597, ὁ τσάρος Θεόδωρος Ἰβάνοβιτς ἄκουσε γιὰ τὴ θαυματουργικὴ εἰκόνα καὶ τὴν ἔφερε στὴ Μόσχα, ὅπου τὴν ἐναπέθεσε στὸ αὐτοκρατορικὸ παλάτι. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔμεινε στὴ Μόσχα μέχρι τὸ 1618 καὶ ἔπειτα, λόγῳ ἐπίμονων αἰτημάτων, μὲ ἔγκριση τοῦ τσάρου Μιχαὴλ Θεοδώροβιτς, ἐπεστράφη στὴν πόλη τοῦ Κούρσκ, καὶ ἐτοποθετήθηκε στὴ μονὴ Ζναμέννυ. Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 8 Μαρτίου, 8 Σεπτεμβρίου καὶ 27 Νοεμβρίου.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ταμπὺνσκ ἐν Ρωσία
Ἡ θαυματουργικὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ταμπύνσκ, εὑρέθηκε τὸ 1957, κοντὰ στὸ Ταμπύνσκ, σὲ ἀπόσταση δώδεκα χιλιομέτρων ὅπου εὑρίσκεται τὸ ἐρημητήριο Πρεσιστένκαγια. Τὴν εἰκόνα ηὗρε ὁ εὐλαβὴς ἱεροδιάκονος Ἀμβρόσιος, ὁ ὁποῖος περνώντας ἀπὸ μία πηγή, ἄκουσε καθαρὰ τὴ φωνὴ τῆς Παναγίας νὰ τοῦ λέγει: «Πάρε τὴν εἰκόνα μου». Ὁ διάκονος ἐφοβήθηκε καὶ ἐθεώρησε μᾶλλον ὅτι ἡ φωνὴ ποὺ ἀκουσε δὲν ἦταν πραγματικότητα, ἀλλὰ αὐταπάτη. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ γιὰ τρίτη φορά. Τότε ὁ ἱεροδιάκονος Ἀμβρόσιος ἔτρεξε καὶ ἐνημέρωσε τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ ἡσυχαστηρίου, οἱ ὁποῖοι λιτανεύοντας μετέφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὸ ἡσυχαστήριο. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔγινε ξακουστὴ ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε μέχρι καὶ τὴν Κίνα. Σήμερα ἔχει χαθεῖ, ἀλλὰ καταβάλεται προσπάθεια, μέσα ἀπὸ τὴν ἰστορικὴ ἔρευνα καὶ τὶς μαρτυρίες τῶν πιστῶν, νὰ ξαναευρεθεῖ.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Fri Jun 06, 2014 11:37 am

11 ΙΟΥΝΙΟΥ






Οἱ Ἅγιοι Βαρθολομαῖος καὶ Βαρνάβας οἱ Ἀπόστολοι
Image
Τὸ ὄνομα ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ σημαίνει «υἱὸς τοῦ Θολομαίου». Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση εἶναι ἐλάχιστες. Τὸ ὄνομά του ἀναγράφεται μόνον στὴν ἀναφορὰ τῶν ὀνομάτων τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων. Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐταύτισε μὲ τὸν Ναθαναήλ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἀναφέρεται πάντοτε μὲ αὐτὸ τοῦ Φιλίππου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας. Προφανῶς τὸ ὄνομα Βαρθολομαῖος χαρακτηρίζει τὸ πατρώνυμο τοῦ Ναθαναήλ. Οἱ λόγοι τῆς ταυτίσεως αὐτῆς εἶναι: α) ὅτι στοὺς καταλόγους τῶν Μαθητῶν στὰ Συνοπτικὰ Εὐαγγέλια καὶ στὶς Πράξεις ὀνομάζεται μόνο ὡς Βαρθολομαῖος, ἐνῶ στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον μόνο ὡς Ναθαναήλ. β) Ὅτι στοὺς καταλόγους αὐτοὺς συγκαταριθμεῖται μόνο μὲ τὸν Φίλιππο καὶ αὐτὸ εἶναι σὐμφωνο πρὸς τὴν πληροφορία τοῦ Ἰωάννου, ὅτι ὁ Φίλιππος προσκαλεῖ τὸ Ναθαναήλ, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Μεσσία Ἰησοῦ. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ὑπεστήριζε ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐπέλεξε τὸν Ναθαναὴλ ὡς μαθητή Του, διότι ἐγνώριζε τὸ Νόμο, ἐνῶ οἱ Μαθητὲς ὅλοι ἦσαν ἀγράμματοι, ἀλλὰ στὸν Ἰωάννη ὁ Ναθαναὴλ ἐμφανίζεται ὡς Μαθητὴς τοῦ Κυρίου. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, δοθέντος τοῦ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν συνήθως δύο ὀνόματα, προετίμησε, φαίνεται, τὸ ὄνομα Ναθαναὴλ ὡς ἐκφραστικώτερο (σημαίνει ὁ Θεὸς δίδει) ἀντὶ τοῦ πατρωνυμικοῦ ὀνόματος Βαρθολομαῖος.

Ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Εὐσέβιος ἀναφέρει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Βαρθολομαῖος ἐκήρυξε στὴν Ἰνδία, ὅπου ἐθανατώθηκε στὴν πόλη Οὐρβανούπολη. Κάποιες ἄλλες μαρτυρίες ἀναφέρουν πὼς ἐκήρυξε στὴν Εὐδαίμονα Ἀραβία, τὴν Καραμανία καὶ τὴν Αἰθιοπία. Σύμφωνα μὲ ἄλλη παράδοση, στὰ τέλη τῆς ζωῆς του εὑρέθηκε νὰ κηρύττει στὴ Μεγάλη Ἀρμενία, ὅπου συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἐθανατώθηκε μὲ σταυρικὸ θάνατο, μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, κατὰ διαταγὴ τοῦ βασιλέως Ἀστυάγη. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Βαρθολομαίου ἐκλείσθηκε σὲ λίθινη σαρκοφάγο, ἐρρίφθη στὴ θάλασσα καὶ ἐκβράσθηκε στὶς νήσους Λιπάρες.

Τὸ ὄνομα ΒΑΡΝΑΒΑΣ εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ κυριαρχοῦν στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Τὸ ὄνομά του ἦταν Ἰωσὴφ ἢ Ἰωσῆς, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι τὸν μετονόμασαν Βαρνάβα, ποὺ σημαίνει «υἱὸς παρακλήσεως». Ἦταν Ἰουδαῖος Λευΐτης, Κύπριος στὸ γένος, καὶ ἐζοῦσε στὴν Παλαιστίνη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τὴν πρώτη πληροφορία γιὰ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Βαρνάβα στὴν πρώτη Ἐκκλησία τὴν εὑρίσκουμε στὶς Πράξεις δ’, 36 – 37· «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Βαρνάβας ἀπὸ τῶν ἀποστόλων, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον υἱὸς παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος τῷ γένει, ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ πωλήσας ἤνεγκεν τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκεν πρὸς τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων». Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀναφέρεται στὴν ταυτότητα τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τὴν πώληση ἑνὸς κτήματός του καὶ τὴν προσφορὰ τῶν χρημάτων στὴν πρώτη Χριστιανικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων, στὴν ὁποία ἀνῆκε.

Μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐρμηνείας τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα ἔχουν ἀσχοληθεῖ τόσο οἱ ἀρχαῖοι ὅσο καὶ οἱ νεώτεροι ἑρμηνευτές. Τὸ ἐνδιαφέρον αὐτῶν τῶν ἐρευνητῶν εἶναι εὔλογο, γιατὶ τὸ νέο αὐτὸ ὄνομα, σύμφωνα μὲ τὶς Πράξεις, ἔχει μεγάλη ἱστορικὴ καὶ θεολογικὴ σημασία.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος «Βαρνάβας», ὡς «υἱὸς παρακλήσεως» ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἑρμηνεύει θεολογικὰ τὴν περίπτωση· «Καὶ δοκεῖ μοι ἀπὸ τῆς ἀρετῆς εἰληφέναι τὸ ὄνομα, ὡς πρὸς τοῦτο ἱκανὸς ὢν καὶ ἐπιτήδειος». Ὁ Klostermann προσπαθεῖ νὰ παραγάγει τὸ ὄνομα Βαρνάβας ἀπὸ τὸ Βὰρ – Νεβαά, ποὺ σημαίνει «υἱὸς ἀλήθειας». Ὁ H. H. Wendt εἰσηγεῖται τὴν προέλευση τοῦ ὀνόματος ἀπὸ τὸ Βὰρ – Νεβουὰ, ποὺ σημαίνει «υἱὸς προφητείας». Ὁ A. Loisy ἀμφισβητεῖ τὴν ἐτυμολογικὴ ἐξήγηση τοῦ Wendt γιατὶ δὲν ἀποδίδει, ὅπως ἰσχυρίζεται, τὸ ὄνομα αὐτὸ τὸ «υἱὸς παρακλήσεως». Σύμφωνα μὲ τὸν E. Preuchen, στὴν Παλμύρα εὑρέθηκε μία ἐπιγραφὴ ποὺ ἔγραφε «Bar Nebo», δηλαδὴ «υἱὸς τοῦ Nebo». Αὐτὸ τὸ θρησκειολογικὸ ὑπόβαθρο τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα ὐποστήριξε καὶ ὁ A.G. Deissmann. Ὁ R.P.C. Hanson στὸ συνοπτικὸ άλλᾶ ἐνδιαφέρον Ὑπόμνημά του στὶς Πράξεις ὐποστηρίζει ὅτι τὸ ὄνομα Βαρνάβας δὲν σημαίνει «υἱὸς παρακλήσεως», ἀλλὰ «υἱὸς τοῦ Nebo» ἢ «υἱὸς τοῦ προφήτου» καὶ ὅτι εἶναι ἀπίθανο ἕνας, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ἀραμαϊκά, νὰ ἔκανε αὐτὸ τὸ λάθος. Πιστεύει ἀκόμη ὁ Hanson ὅτι τὸ «υἱὸς παρακλήσεως» ἦταν γραμμένο στὴν πηγὴ τῶν Πράξεων ιγ’, 1, δηλαδὴ στὸν κατάλογο τῶν ὀνομάτων τῶν Προφητῶν, ἀπέναντι ὅμως ἀπὸ τὸ Menaen (Menahem), ποὺ σημαίνει πράγματι «υἱὸς παρακλήσεως» ἢ «ὁ παρηγορῶν». Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἐνόμισε ὅτι ἀναφερόταν στὸν Βαρνάβα καὶ τὸ μετέφερε κατὰ τὴ σύνταξη στὸ Πράξεις δ’, 36.

Ἔχουμε τὴν γνώμη ὅτι ὁ ἱερὸς συγγραφέας δὲν μετέφρασε κατὰ λέξη τὸ ὄνομα «Βαρνάβας», τὸ ὁποῖο εἶναι ἀραμαϊκὸ καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴ λέξη Βὰρ (=υἱὸς) καὶ τὴ ρίζα Νεβουὰ ἀπὸ τὴν ὁποία παράγεται καὶ ἡ λέξη Νεβὶ (=προφήτης), ἀλλὰ ἀπέδωσε τὴ θεολογικὴ καὶ ἱστορικὴ σημασία.

Πιθανὸν ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος «Βαρνάβας», μὲ τὸ «υἱὸς παρακλήσεως», τὸ ὁποῖο εἶναι ἕνας σημιτισμός, νὰ καταχωρήθηκε στὸ κείμενο ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἱεροῦ συγγραφέως. Πάντως, ἐκφράζει κάποιον, ὁ ὁποῖος παρακαλεῖ καὶ αὐτὸς εἶναι συνήθως προφήτης. Ὁ προφήτης ἔχει τὸ χάρισμα νᾶ διδάσκει καὶ νὰ προτρέπει πρὸς οἰκοδομή, ὀπότε ὀρθὰ ἀποδόθηκε ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς στὸν Βαρνάβα. Πρόκειται γιὰ μιὰ μαρτυρία τῶν Πράξεων, ἡ ὁποία ἐκφράζει τὴν ἰδιαίτερη διάκριση τὴν ὁποία εἶχε ὁ «Κύπριος λευΐτης» στὴν πρώτη ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα καὶ ἐπισημαίνει τὴ συμβολή του στὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀπὸ ἱστορικῆς πλευρᾶς, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ίδιαίτερα στὴν προκειμένη περίπτωση, ὁ Βαρνάβας ἦταν πράγματι ἕνας Προφήτης, ὁ ὁποῖος «παρεκάλει» τοὺς νεοφώτιστους πιστοὺς στὴν Ἀντιόχεια καὶ τοὺς προέτρεπε «τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ».

Οἱ Πράξεις δ’, 36 – 37, ἀποδίδουν καὶ τὴν κοινωνικὴ πλευρὰ τοῦ ἔργου τοῦ Βαρνάβα. Ἡ προσφορὰ τῶν χρημάτων ἀπὸ τὴν πώληση τοῦ κτήματός του πρὸς τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν οἰκονομικῶν ἀναγκῶν τῆς Χριστιανικῆς κοινότητος τῶν Ἱεροσολύμων, καθὼς καὶ ἡ ὀργάνωση καὶ λειτουργία της, ἦταν ἀληθινὰ πράξη παρακλήσεως. Ἑπομένως, ὀρθὰ καὶ εὔστοχα ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀπέδωσε τὸν ὀνομασία «Βαρνάβας» μὲ τὸ «υἱὸς παρακλήσεως», γιατὶ πραγματικὰ ἐκφράζει τὸ πνευματικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο τοῦ προσώπου ποὺ φέρει τὸ ὄνομα καὶ τονίζει τὸ γεγονὸς τῆς εἰσόδου του στὸ λειτούργημα τοῦ προφήτου καὶ διδασκάλου.

Ἀσφαλῶς, τὸ φαινόμενο τῆς χρησιμοποιήσεως ἑνὸς νέου ὀνόματος, τοῦ ὁποίου ἡ ἑρμηνεία ἐκφράζει τὴν προσωπικότητα ἢ κάποια χαρακτηριστικὰ αὐτοῦ ποὺ τὸ φέρει, παρουσιάζεται καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὴν περίπτωσή μας ὅμως εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ νέα ἐπωνυμία «Βαρνάβας» ἀντικατέστησε πλήρως τὸ ἀρχικὸ ὄνομα τοῦ ἀποστόλου «Ἰωσὴφ» ἢ «Ἰωσῇ», τὸ ὁποῖο ἐχρησιμοποιήθηκε μόνο μία φορὰ στὶς Πράξεις. Τὸ νέο ὄνομα, τὸ ὁποῖο καθιέρωσαν οἱ Ἀπόστολοι χρησιμοποιεῖται πάντοτε ἀπὸ τὸν Λουκᾶ καὶ ἀπὸ τὸν Παῦλο στὶς ἐπιστολές του.

Πότε ἀκριβῶς ἔγινε Χριστιανὸς ὁ Βαρνάβας, δὲν μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτὸ θὰ εἶχε ἰδιαίτερη σημασία, γιατὶ θὰ γνωρίζαμε ἀπὸ πότε ὑπῆρχε συμμετοχὴ τοῦ κυπριακοῦ στοιχείου στὸν ἀρχέγονο Χριστιανισμό. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας διασώζει διάφορες ἀπόψεις γιὰ τὸ θέμα τοῦ χρόνου τῆς μεταστροφῆς τοῦ Βαρνάβα στὸν Χριστό· α) Ὁ συγγραφέας τῶν Ψευδοκλημεντίων ἀναφέρει ὅτι ὁ Βαρνάβας μεταστράφηκε πολὺ ἐνωρὶς καὶ ἦταν μεταξὺ τῶν πρώτων ποὺ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Ὁ Κύπριος μοναχὸς Ἀλέξανδρος στὸ Ἐγκώμιό του γιὰ τὸν Βαρνάβα, τοποθετεῖ τὴν μεταστροφὴ τοῦ ἀποστόλου μετὰ τὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ. β) Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως καὶ ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Βαρνάβας ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου καὶ μάλιστα, κατὰ τὴν πληροφορία τοῦ Ἐγκωμίου, ὁ «πρῶτος καὶ ἔξαρχος καὶ κορυφαῖος».

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε καὶ τὸ γεγονὸς τῆς συγχύσεως, ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε στὴ χειρόγραφη παράδοση μεταξὺ τῶν ὀνομάτων τοῦ Ἰωσὴφ – Βαρνάβα καὶ τοῦ Ἰωσὴφ – Βαρσαββᾶ. Τὸ πρόβλημα αὐτὸς εἶναι γνωστὸ καὶ στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ἔκανε σαφὴ ἀντιδιαστολὴ τῶν δύο διαφορετικῶν προσώπων. Ὁ Βαρνάβας ἀναγνωρίζεται μεταξὺ τῶν παλαιῶν Μαθητῶν. Μάλιστα, ἦταν τόσο μεγάλη ἡ διάκρισή του, ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μποροῦσε νὰ ἦταν ὐποψήφιος μεταξὺ τῶν δύο, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας θὰ ἀντικαθιστοῦσε τὸν Ἰούδα καὶ θὰ συμπλήρωνε τὸν κύκλο τῶν Δώδεκα. Ἑπομένως, ὁ Βαρνάβας πιθανὸν ἀνῆκε στὸν κύκλο τῶν ἑκατὸν εἴκοσι Μαθητῶν, γι’ αὐτὸ ἦταν ἐνεργὸ μέλος τῆς πρώτης Χριστιανικῆς κοινότητος, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ συστηματικὰ ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀκόμη καὶ ὁ τίτλος «υἱὸς παρακλήσεως», ὁ ὁποῖος δείχνει τὴν χαρισματικὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ «Παρακλήτου», ὑπονοεῖ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Βαρνάβα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς στὸν κύκλο τῶν ἑκατὸν εἴκοσι Μαθητῶν κατὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι εἶναι ἡ πρώτη φορὰ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ποὺ ἔχουμε στὶς Πράξεις τὴ χρήση τοῦ ὅρου «Παράκλητο υἱὸς παρακλήσεως».

Ὁ Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες τῶν Πράξεων, γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα, μέχρι νὰ ἀναδειχθεῖ ὁ Παῦλος καὶ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς στὰ ἔθνη, θὰ εἶναι ἐξέχουσα μορφὴ στὸν ἑλληνικὸ χριστιανικὸ κύκλο τῶν μαθητῶν καὶ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐξέχουσες μορφὲς γενικὰ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς κοινῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τῶν δύο ἀνδρῶν ὁ Βαρνάβας διατηρεῖ τὸ κύρος καὶ τὴν αἴγλη του, ὄπως μαρτυροῦν τὰ παρακάτω γεγονότα: 1) Ἡ μεσολάβηση τοῦ Βαρνάβα, γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ ὁ πρώην διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ Παῦλος στοὺς Ἀποστόλους. Ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας, μὲ τὴν ἐνέργειά του αὐτή, συνέβαλε σημαντικὰ στὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας. Ἐπικυρώθηκε ἡ μεταστροφὴ καὶ ἀναγνώριση τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν καὶ ἐξασφαλίσθηκε ἡ ἑνότητα τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. 2) Ἡ πρόταξη τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα καὶ κατόπιν τοῦ Παύλου τονίζει τὴ διάκριση τοῦ Βαρνάβα καὶ τὴν ἀναγνώριση τῆς προσφορᾶς του ἀπὸ τὴν πρώτη Χριστιανικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε νὰ ἐπιδείξει ἀκόμη ἀνάλογο ἔργο. 3) Ἡ ἐντύπωση ποὺ προκλήθηκε στοὺς κατοίκους τῶν λύστρων ἀπὸ τὴν παρουσία καὶ τὴν δράση τῶν δύο ἱεραποστόλων στὸν τόπο τους εἶναι χαρακτηριστική: «ἐκάλουν τε τὸν Βαρνάβαν Δία, τὸ δὲ Παῦλον Ἑρμῆν», ἀκόμη καὶ ἐκεῖ ποὺ ὁ Παῦλος ἦταν «ἡγούμενος τοῦ λόγου», γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «καὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως ἀξιοπρεπὴς ὁ Βαρνάβας». Ἐπισφράγισμα τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ Βαρνάβα ἀπὸ τὴν Πρώτη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἡ πρόταξη τοῦ ὀνόματός του ὡς ἀπεσταλμένου τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου πρὸς τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς στὴν Ἀντιόχεια· «Ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις ὀμοθυμαδὸν ἐκλεξαμένοις ἄνδρας πέμψαι πρὸς ὑμᾶς σὺν τοῖς ἀγαπητοῖς ἡμῶν Βαρνάβᾳ καὶ Παύλῳ ἀνθρώποις παραδεδωκόσι τὰς ψυχὰς αὐτῶν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου ἀποτελεῖ ἀναγνώριση τοῦ κοινοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου τῶν Βαρνάβα καὶ Παύλου πρὸς τὰ ἔθνη. 4) Ἀκόμη καὶ ἡ συνέχιση τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Βαρνάβα παράλληλα καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Παῦλο, μετὰ τὸ γνωστὸ «παροξυσμὸ» καὶ χωρισμό τους, λόγῳ τοῦ Μάρκου, δείχνει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἀκόλουθος, ἀλλ’ ἐφάμιλλος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν. Ἑπομένως, ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Βαρνάβας ἦταν ἕνας ἁπλὸς βοηθὸς καὶ συνεργάτης τοῦ Παύλου, δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν εἰκόνα τῶν γεγονότων ποὺ μαρτυροῦν οἱ Πράξεις.

Ὡς «λευΐτης», ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἀνῆκε φυσικὰ στὸ ἰουδαϊκὸ ἱερατεῖο. Σύμφωνα μὲ τὴν πληροφορία τῶν Ἀριθμῶν 18,6, οἱ Λευΐτες ἦταν βοηθοὶ τῶν ἱερέων, ἂν καὶ τὸ Δευτερονόμιο 17,9. 18 18,1.21. 24,8. 27,9 ταυτίζει τοὺς ἱερεῖς μὲ τοὺς λευΐτες.

Πῶς βρέθηκε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας στὴν Κύπρο, οἱ Πράξεις καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν μᾶς δίδουν καμία ἀπάντηση, καὶ μόνο ὐποθέσεις μποροῦν νὰ διατυπωθοῦν γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Ὡς γνωστό, οἱ Ἰουδαῖοι μετανάστευαν γιὰ λόγους ἐμπορικοὺς καὶ οἰκονομικούς, ἀλλὰ καὶ ὅταν ὑπῆρχαν στὴν πατρίδα του πολεμικὲς συγκρούσεις. Βέβαια, ἡ Κύπρος πάντοτε ἐκινοῦσε τὸ ἐνδιαφέρον αὐτῶν ποὺ ἀναζητοῦσαν τὸ κέρδος. Γι’ αὐτό, ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς Ἰουδαίων μεταφέρθηκε στὴν Κύπρο καὶ τὴν Αἴγυπτο ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖο Α’, τὸ 320 π.Χ. Ὁ Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ μιὰ πληροφορία τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου, ἦταν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τῆς διασπορᾶς· «οὐκ ἦν ἀλλότριος τοῦ Ἰσραήλ». Οἱ πρόγονοί του, οἱ ὁποῖοι ἦταν Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ, μετανάστευσαν στὴν Κύπρο λόγῳ τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀντιόχου τοῦ Ἐπιφανοῦς (168 π.Χ.).

Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Βαρνάβας ξεκινᾶ τὸ ἱεραποστολικό του ταξίδι μὲ τὸν Παῦλο ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ εἰδικὰ ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα, ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένοι πολυάριθμοι Ἰουδαῖοι, ὑποθέτουμε ὅτι ἴσως αὐτὴ ἦταν ἡ πόλη στὴν ὁποία ἐγεννήθηκε ὁ Ἀπόστολος. Ἡ ἀρχαία παράδοση εἶναι σχεδὸν ὁμόφωνη ὅτι ἡ Σαλαμίνα εἶναι ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Βαρνάβα καὶ τὸ μέρος ὅπου βρίσκεται ὁ τάφος του.

Ἂν καὶ δὲν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸ Ἐγκώμιο ὁμιλεῖ γιὰ σπουδές του στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἐφοίτησε κοντὰ στὸν Γαμαλιὴλ καὶ εἶχε συμφοιτητὴ τὸν Παῦλο. Παρὰ τὶς ἐπιφυλάξεις μας γιὰ τὴ μαρτυρία τῆς παραδόσεως, αὐτὴ ἡ πρώιμη γνωριμία βοηθᾶ στὴν ἐξήγηση τῆς μετέπειτα στενῆς συνεργασίας τῶν δύο ἀνδρῶν. Πάντως, ἡ κυπριακὴ καταγωγὴ τοῦ Βαρνάβα καὶ ἡ ἀνατροφή του σὲ μιὰ ἑλληνικὴ περιοχὴ μὲ ἔντονη τὴν ἐπίδραση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι προϋποθέσεις γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ἔργου του καὶ ἰδιαίτερα τοῦ φιλελεύθερου πνεύματος, μὲ τὸν ὁποῖο ἀντίκρισε τὴ Χριστιανικὴ πίστη. Τὸ πολιτιστικὸ καὶ πνευματικὸ περιβάλλον, μέσα στὸ ὁποῖο μεγάλωσε ὁ Βαρνάβας, τὸν ἐμπόδισε τελικὰ νὰ ἐγκλωβιστεῖ στὶς στενὲς ἰουδαϊκὲς ἀντιλήψεις τῶν ὁμοεθνῶν του τῆς Παλαιστίνης.

Πάντως ἀξίζει νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἀναδείχθηκε μεγάλη μορφὴ στὸν ἀρχέγονο Χριστιανισμὸ καὶ εἶχε τὴ μεγαλύτερη διάκριση καὶ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σχέση του μὲ τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων ἦταν πολὺ στενές. Ἡ ὑπευθυνότητα, ἡ ὁποία διέκρινε τὸν Ἀπόστολο, ἐφάνηκε ἀπὸ τὴν εὔστοχη παρέμβασή του νὰ παρουσιάσει τὸν Παῦλο πρὸς τοὺς Ἀποστόλους. Αὐτὴ ἡ ἐνέργειά του ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸν συγγραφέα τῶν Πράξεων, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις καὶ τὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἀργότερα θὰ ἐξελιχθοῦν οἱ σχέσεις καὶ ἡ δράση τῶν δύο μεγάλων ἱεραποστόλων τῆς Πρώτης Ἐκκλησίας. Οἱ προοπτικὲς τῆς μετέπειτα συνεργασίας τῶν δύο ἀνδρῶν προδιαγράφονται μὲ τὴ σημαντικὴ χειρονομία τοῦ Βαρνάβα. Ἡ βαρύτητα τῆς γνώμης, ἡ ἐγγύηση καὶ ὑπευθυνότητα τοῦ χαρακτήρα τοῦ Βαρνάβα ἄνοιξαν τὸ δρόμο, γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ στὸ προσκήνιο τῆς Πρώτης Ἐκκλησίας ὁ νέος ἀνατέλλων Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἔργο καὶ τὴ δράση του ἔδωσε οἰκουμενικὲς διαστάσεις στὴ νεοσύστατη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ὁ πρώην διώκτης τῆς Ἐκκλησίας κάτω ἀπὸ τὴν προστατευτική, μεσολαβητικὴ καὶ δυναμικὴ παρουσία τοῦ Βαρνάβα, κατὰ τὸν συγγραφέα τῶν Πράξεων, κάνει τὴν πρώτη ἐμφάνισή του στὰ Ἱεροσόλυμα μετὰ τὴ μεταστροφή του.

Ὁ Κύπριος Βαρνάβας μὲ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ ἑδραίωσε ἀκόμη περισσότερο τὴν εὔνοια καὶ τὴ συμπάθεια τῶν Ἀποστόλων.

Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Παύλου στὴν Ταρσὸ καὶ ἡ δράση τῶν δύο στὴν Ἀντιόχεια «ἐνιαυτὸν ὅλον», ἐγκαινίασε μία συστηματικὴ πιὰ ἱεραποστολικὴ δράση στὰ ἔθνη. Ὁ Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ τὸ συγγραφέα τῶν Πράξεων, μεταφέρει τὸ κέντρο δράσεώς του ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἦταν μέχρι τώρα, στὴν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία γίνεται τὸ κέντρο καὶ ἡ μητέρα τῶν ἐξ ἐθνῶν Χριστιανῶν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦταν καθοριστικὸ γιὰ τὴ συνέχιση τῆς δραστηριότητός του. Ὁ συμπαθὴς στοὺς Ἀποστόλους «υἱὸς παρακλήσεως», «σύνδεσμός τους μὲ τοὺς λοιποὺς Μαθητὲς καὶ μάλιστα μὲ τὸν Παῦλο, ὁ ἀσφαλὴς ἐκφραστὴς τοῦ γνήσιου πνεύματος τῆς Πρώτης Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἱεραπόστολος, ὁ ὁποῖος θὰ τάξει τὸν ἑαυτό του στὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ στὰ ἔθνη.

Κατὰ μία παράδοση, ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἀλεξάνδρεια, κατ’ ἄλλη στὴ Ρώμη, κατ’ ἄλλη δὲ καὶ στὰ Μεδιόλανα τῆς Βορείου Ἰταλίας, ὥστε νὰ θεωρεῖται καὶ ὡς ὁ ἱδρυτὴς τῆς αὐτόθι Ἐκκλησίας.

Τὶς τελευταῖες ἡμέρες του, φαίνεται ὅτι διῆλθε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας, στὴν Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ὅπου συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Αὐτοὶ τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν ἔδεσαν στὸν τράχηλο μὲ σχοινὶ καὶ τὸν ἐφόνευσαν διὰ λιθοβολισμοῦ. Ἔτσι, ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ὁ «υἱὸς τῆς παρακλήσεως», πιθανώτατα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 57 – 60 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του τὸ ἔρριξαν στὴ φωτιά. Τοῦτο, ἀφοῦ, μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀπανθρακώθηκε, παρέλαβε ὁ Μάρκος καὶ κάποιοι ἄλλοι εὐλαβεῖς Χριστιανοὶ, τὸ ἐνταφίασαν σὲ σπήλαιο μὲ βαθὺ σεβασμὸ καὶ τιμή.
Ἀργότερα, ἐπὶ αὐτοκράτορος Ζήνωνος, περὶ τὸ 485 μ.Χ., τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὸν ἄγνωστο τόπο τῆς ταφῆς του, ἕνεκα σφοδροῦ διωγμοῦ, ἐθαυματουργοῦσε συνεχῶς, εὑρέθηκε μὲ ὑπόδειξη θαυμαστὴ στὴν Κύπρο κάτω ἀπὸ δένδρο μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο, ποὺ ἦταν σφραγισμένο μὲ πέτρες. Τὸ ἱερὸ σκήνωμα, «πνέον εὐωδίαν χάριτος πνευματικῆς», εἶχε ἐπὶ τοῦ στήθους τὸ μετ’ αὐτοῦ συνενταφιασθὲν Εὐαγγέλιον τοῦ Ματθαίου, ἰδιόγραφο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα. Χάρη στὸ γεγονὸς αὐτό, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἔπαψε πλέον νὰ τελεῖ ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας καὶ κατέστη αὐτοκέφαλος, ἀφοῦ τῆς παραχωρήθηκαν ἀπὸ τοὺς αὐτοκράτορες Ζήνωνα καὶ Ἰουστινιανὸ ἰδιαίτερα προνόμια. Τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου, μετὰ κάποιες μετακινήσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες ἐπίσης ὁμιλεῖ η παράδοση, κατέληξαν καὶ πάλι στὴν Κύπρο, ὅπου σήμερα εὑρίσκονται ἀποθησαυρισμένα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στὴ Σαλαμίνα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖα ὄργανα, τοῦ Παρακλήτου, καὶ ἐκφάντορες, τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀνεδείχθητε θεόπται Ἀπόστολοι, Βαρθολομαῖε τῶν Δώδεκα σύσκηνε, καὶ Βαρνάβα ὡς υἱὸς παρακλήσεως. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, Χριστὸν τὸν Θεὸν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς Χριστοῦ Ἀπόστολοι καὶ ὑπηρέται, εὐσεβείας δόγμασι, πᾶσαν λαμπρύνετε τὴν γῆν, Βαρθολομαῖε θεόληπτε, σὺν τῷ Βαρνάβᾳ· διὸ ὑμᾶς μέλπομεν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ ξυνωρίς, τῆς οἰκονομίας, τοῦ Σωτῆρος οἱ λειτουργοὶ, σὺν Βαρθολομαίῳ, Βαρνάβας ὁ θεόφρων, πνευματικαὶ κινύραι, τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ «Ἄξιόν Ἐστιν» ἐν Ἁγίῳ Ὄρει
Image
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ «Ἄξιόν Ἐστιν» φυλάσσεται στὸ ναὸ τοῦ Πρωτάτου τοῦ Ἅγίου Ὄρους, στὶς Καρυές. Ὁ ναὸς αὐτὸς ἐκτίσθηκε τὸ 843 μ.Χ., ἐμεγάλωσε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο τὸν Ἀθωνίτη καὶ ἁγιογραφήθηκε κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. ἀπὸ τὸν περίφημο ἁγιογράφο Ἐμμανουὴλ Πανσέληνο.

Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, κάποιος μοναχός, ὁ ὁποῖος ἐζοῦσε κοντὰ στὶς Καρυὲς μὲ ἕναν νεαρὸ ὑποτακτικό, ἔφυγε ἕνα βράδυ ἀπὸ τὸ κελί, διότι ἔπρεπε νὰ πάει στὴν ἐκκλησία τοῦ Πρωτάτου, γιὰ νὰ συμμετάσχει σὲ μιὰ ἀγρυπνία. Ὅταν ἐνύχτωσε, ὁ δόκιμος, ποὺ ἔμεινε μόνος, ἄκουσε ἀργὰ τὸ βράδυ νὰ κτυποῦν τὴν πόρτα καὶ ἀνοίγοντάς την εἶδε ἕνα γέροντα μοναχό, ποὺ ἐζητοῦσε φιλοξενία. Τὰ μεσάνυχτα ὁ γέροντας καὶ ὁ δόκιμος ἄρχισαν νὰ ψάλλουν μαζὶ τὴν Ἀκολουθία. Μόλις ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ ψάλλουν «Τὴν Τιμιωτέραν», ὁ γέροντας πρόλαβε τὸ δόκιμο στὸ ψάλσιμό του λέγοντας πρὶς τὸ «Ἄξιον ἐστιν μακαρίζειν Σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν». Ὁ νεαρὸς δόκιμος ἄκουσε τὸν ὕμνο αὐτὸ γιὰ πρώτη φορά. Γι’ αὐτὸ εἶπε στὸ γέροντα νὰ τοῦ γράψει αὐτὰ τὰ λόγια, γιὰ νὰ ὑμνεῖ τὴν Παναγία. Ὁ γέροντας ἐδέχθηκε καὶ ἔγραψε τὸν ὕμνο ἐπάνω σὲ μία πέτρα, ποὺ ἔγινε μαλακὴ σὰν κερί, καὶ εἶπε στὸ νεαρὸ δόκιμο: «Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἔτσι ἐσεῖς καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι νᾶ ψάλετε αὐτὸν τὸν ὕμνο». Ὁ γέροντας μοναχός, ἀφοῦ εἶπε πὼς τὸν ἔλεγαν Γαβριήλ, ἐξαφανίσθηκε.

Μόλις ἐπέστρεψε ὁ γέροντας μοναχός, ὁ δόκιμος τοῦ ἔδειξε τὴν πέτρα καὶ ἔψαλε τὸν ὕμνο ποὺ εἶχε ἀκούσει. Ὁ γέροντας μὲ τὴ διάκρισή του διεπίστωσε ἀμέσως τὸ θαυματουργικὸ γεγονὸς καὶ ἔτρεξε νὰ μεταφέρει τὸ θαυμαστὸ ἀντικείμενο στοὺς γέροντες τοῦ γειτονικοῦ μοναστηριοῦ. Ετσι διαδόθηκε ὅτι ὁ μυστηριώδης ἐπισκέπτης ἦταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος εἶχε κατέβει ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ διδάξει ἕνα νέο ὕμνο πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἡ χαραγμένη πέτρα ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ ἀπεστάλη στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαο Χρυσοβέργη (984 – 996 μ.Χ.), ὀ ὁποῖος ἐνέκρινε τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ἀγγελικοῦ αὐτοῦ ὕμνου στὸ λειτουργικὸ βίο τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι πολὺ παλαιὸ καὶ τοῦτο μαρτυρεῖται ἀπὸ τὰ Μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου στὶς 11 Ἰουνίου ἀναγράφεται: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ ἐν τῷ Ἄδειν». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη τὸ 982 μ.Χ.
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος εἶναι τύπου Ἐλεούσης ἢ Γλυκοφιλούσης καὶ κρατᾶ στὰ δεξιά της τὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Πατέρων ἀθροίσθητε, πᾶσα τοῦ Ἄθω πληθύς, πιστῶς ἑορτάζοντες, σήμερον χαίροντες, καὶ φαιδρῶς ἀλαλάζοντες, πάντες ἐν εὐφροσύνῃ· τοῦ Θεοῦ γὰρ ἡ Μήτηρ, νῦν παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, παραδόξως ὑμνεῖται· διὸ ὡς Θεοτόκον ἀεί, ταύτην δοξάζομεν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῇ σεπτῇ σπυ Εἰκόνι Γαβριὴλ ὁ Ἀρχάγγελος, καταπτὰς ἐν σχήματι ξένῳ, τὴν ᾠδήν σοι ἀνέμελψεν, Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, τὴν μόνην μακαρίζειν σε Ἁγνή, ὡς Μητέρα τοῦ τῶν ὅλων Δημιουργοῦ, καὶ σώζουσαν τοὺς κράζοντας· δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς μεγαλείοις σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προνοίᾳ Ἄχραντε.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἑορτάζει σήμερον ἅπας ὁ Ἄθως, ὅτι ὕμνοις δέδεκται, ὑπὸ Ἀγγέλου θαυμαστῶς, σοῦ τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, ἣν πᾶσα κτίσις γεραίρει δοξάζουσα.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἐπιστὰς ἀπ’ οὐρανοῦ ἐν ξένῳ σχήματι

Ὁ Γαβριὴλ τὸν Μοναστὴν ἐμυσταγώγησε

Μακαρίζει καὶ ὑμνεῖν σε ἀξίως Κόρη.

Ἀλλ’ ἡμεῖς τούτου τὴν μνείαν ἑορτάζοντες

Τὴν πολλήν σου πρὸς ἡμᾶς ὑμνοῦμεν πρόνοιαν
Καὶ βοῶμέν σοι, χαῖρε Ἄθω ἡ ἔφορος.

Μεγαλυνάριον.
Ἄξιον ὑμνεῖν σε διὰ παντός, τὴν Θεοῦ Μητέρα, καὶ προστάτιν τῶν γηγενῶν, παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, Παρθένε διδαχθέντες, ὑμνοῦμεν καθ’ ἑκάστην, τὰ μεγαλεῖά σου.







Ὁ Ἅγιος Θεόπεμπτος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόπεμπτος μαζὶ μὲ ἄλλους 4 Μάρτυρες. Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ὑποθέτει ὅτι δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Θεοπέμπτου, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει στὶς 7 Φεβρουαρίου. Οἱ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν μόνο ὅτι ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους.







Ὁ Ὅσιος Βλιθάριος τῆς Σεζάννης
Ὁ Ὅσιος Βλιθάριος ἐγεννήθηκε στὴ Σκωτία κατὰ τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἦλθε στὴν περιοχὴ τῆς Σεζάννης τῆς Γαλλίας μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Φουρσά († 16 Ἰανουαρίου, ὅπου διῆλθε τὸ βίο του ὡς ἀναχωρητὴς μὲ σκληρὴ ἄσκηση καὶ προσευχή. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Ἐραβάλδιος ὁ Ἐρημίτης ἐκ Βρετανίας
Ὁ Ὅσιος Ἐραβάλδιος ἐγεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴ Βρετανία κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. Ἔγινε ἐρημίτης καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀσκητικοῦ βίου, ἦλθε σὲ μία ἐνορία τῆς πόλεως Μπεριέν, ὅπου καθοδηγοῦσε πνευματικὰ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐκεῖ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ὁ ἐν Βάσῃ Κοιλανίου τῆς Κύπρου

Image
Ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος Βαρνάβας δὲν γνωρίζουμε. Δυστυχῶς στὴ χειρόγραφη Ἀκολουθία του δὲν ὑπάρχει Συναξάρι. Καὶ στὴ Βάσα, ὅπου ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε, δὲν ὑπάρχουν ζωντανὲς παραδόσεις γιὰ τὸ βίο του. Ὁ Κύπριος χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς, ποὺ στὸ Χρονικόν του γράφει καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους ποὺ ἔζησαν στὴν Κύπρο ἢ ἦλθαν ἀπὸ γειτονικὲς χῶρες σ’ αὐτή, ἀναφέρει ὅτι ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς 300 κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ποὺ εἶναι γνωστοὶ μὲ τὸ ὄνομα Ἀλαμανοὶ καὶ ποὺ κατέφυγαν στὴν Κύπρο μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς. Ὅμως ὁ ὑμνογράφος του, στὸ Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων, γράφει: «Τῶν μοναστῶν τὴν καλλονήν, καὶ τῶν Βάσεων βλάστημα καὶ κλέος...», πράγμα ποὺ δείχνει πὼς ὁ Ὅσιος ἦταν γέννημα καὶ θρέμμα καὶ δόξα τῆς Βάσας.

Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἡ ψυχή του, γεμάτη καλοσύνη καὶ εὐσέβεια, ἐξεκουραζόταν μονάχα στὴ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκαλλιεργοῦσε τὸ χαρακτήρα του. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀπέκτησε ἦθος καὶ σεμνότητα.

Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ τὶς τοπικὲς παραδόσεις καὶ τὴν Ἀκολουθία του, ἀσκήτεψε σὲ ἕνα σπήλαιο, ποὺ εὑρίσκεται στὰ Δυτικὰ τοῦ χωριοῦ καὶ στὴ ρίζα ἑνὸς πέτρινου γκρεμοῦ ἀπὸ ἄσπρα ὑδατώδη πετρώματα, καὶ ἔζησε μιὰ ζωὴ δοσμένη ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεὸ καὶ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι διακρίθηκε σὲ ὅλα στὴν ἀσκητική του πολιτεία καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἡ φωτεινὴ λαμπάδα, ποὺ σκορποῦσε τὸ γλυκὸ φῶς της ὁλόγυρα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τακτικὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐπερνοῦσε πολλὲς ὧρες μὲ τὴν προσευχή. Ἡ μελέτη, ἡ προσοχή, καὶ Ἡ αὐστηρὴ νηστεία ἦταν τὰ ὅπλα μὲ τὰ ὁποῖα καθημερινὰ ἀγωνιζόταν. Γίνεται συνόμιλος τῶν Ἀγγέλων καὶ ἰσάγγελος ἐπὶ τῆς γῆς. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ τὸν ἐπεσκίασε πλουσιοπάροχα καὶ τὸν κατέστησε καὶ ἐδῶ στὴ γῆ ἀκένωτη πηγὴ θαυμάτων καὶ εὐεργεσιῶν. Μὲ πνεῦμα πραότητος καὶ δύναμη λόγου ἐδίδασκε ἀκούραστα κάθε φορὰ ἐκείνους πού, ὡς διψασμένα ἐλάφια, κατέφευγαν στὸ σπήλαιό του, γιὰ νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν γιὰ τὴν σωτηρία τους.

Ἐκεῖ στὸ σπήλαιο αὐτὸ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη ὁ Ὅσιος Βαρνάβας. Ἕνα μεγάλο θαῦμα συνόδευσε κατὰ τὸν ὑμνογράφο τὴν κοίμησή του. «Θαῦμα ὑπὲρ ἔννοιαν ἐν τῇ κοιμήσει σου γέγονεν, ὁσιόφρον θεσπέσιε, ἡνίκα τὸ πλῆθος τῶν Βάσεων ἐπέστη ἀθρόον, ὥσπερ γὰρ ἥλιος τὸ πρόσωπόν σου ἐξανατέταλκεν».
Ἀπὸ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου φυλάσσονται τεμάχια καὶ ἡ τίμια κάρα αὐτοῦ στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάσας. Ἐπίσης στὸ ναὸ αὐτὸ εὑρίσκονται καὶ δύο εἰκόνες τοῦ Ὁσίου, μία παλαιὰ καὶ μία νεώτερη, ποὺ εἰκονίζει τὸν Ὅσιο νὰ φέρει τούτη τὴν ἐπιγραφή: «Ἰησοῦ μνήμη φωτίζει τὸν νοῦν καὶ ἐκδιώκει τοὺς δαίμονας».






Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας τῆς Βετλούγκα
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Οὔστιουγκ τῆς Ρωσίας. Ἔχοντας μέσα στὴν καρδιά του ἀναμμένη τὴ φλόγα τῆς ἱερωσύνης, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας καὶ διακονοῦσε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐνορίες τῆς πόλεως. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο, τὸ 1417, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Βετλούγκα, ὅπου ἔζησε ἐπὶ εἴκοσι ὀκτὼ χρόνια μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή. Κοντά του δὲν εὕρισκαν πνευματικοὶ ἀνάπαυση μόνο οἱ πιστοί, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄγρια ζῶα τοῦ δάσους, τὰ ὁποῖα ἐπλησίαζαν τὸν Ὅσιο μὲ εὐχαρίστηση καὶ ἀσφάλεια, διότι ἔνιωθαν τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν φύση. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, τὸ 1439, τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Ὅσιος Μακάριος τοῦ Ζχελτοβὸντ († 25 Ἰουλίου) γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ καὶ νὰ λάβει τὴν εὐχή του.

Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, σὲ βαθὺ γήρας, τὸ 1445. Στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του ἱδρύθηκε κοινοβιακὴ μονὴ ἀφιερωμένη στὸ ὄνομά του καὶ τὸ βίο του συνέγραψε, τὸ 1639, ὁ ἱερομόναχος τῆς μονῆς Ἰωσήφ (Ντιάντκυν), ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη τῆς ἐκτυπώσεως πνευματικῶν βιβλίων στὴ Μόσχα.

Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου εὑρέθησαν θαυματουργικὰ ἐπὶ Πατριάρχου Μόσχας Ἰωάσαφ, τὸ 1639.
Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου στὴ θέση τῆς μονῆς τοῦ Ὁσίου ἐδημιουργήθηκε ἡ πόλη Βαρναβὶν καὶ τὸ καθολικὸ τοῦ μοναστηριοῦ ἐγινε ὁ καθεδρικὸς ναὸς τῆς νέας πόλεως, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὴ τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου.






Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
Image
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. ἡ Ὀρθόδοξη Κινεζικὴ Ἐκκλησία ἔφθασε σὲ μεγάλη ἀκμή. Ἀπέκτησε Κινέζο ἱερέα, τὸν μετέπειτα Ἅγιο Μητροφάνη Τσί – Σούνγκ, ἐκτίσθησαν πολλοὶ ὀρθόδοξοι ναοί, ἐτελοῦντο Λειτουργίες πλὴν τοῦ Πεκίνου καὶ σ’ ἄλλες πόλεις τῆς Κίνας καὶ τῆς Μαντζουρίας καὶ ἀπέκτησε τὴ μεγαλύτερη λάμψη της ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ ἱεραποστόλου Ἰννοκεντίου Φιγκουρόφσκυ ἀπὸ τὸ 1897 ἕως τὸ 1900 – 1901, ὁπότε ἐπῆλθε ἡ μεγάλη δοκιμασία ἀλλὰ καὶ ὁ μαρτυρικὸς θρίαμβος τῆς Ὀρθοδόξου Κινεζικῆς Ἐκκλησίας. Τότε ἐξέσπασε ἡ ἐπανάσταση τῶν Μπόξερ, τῶν συντηρητικῶν Κινέζων, ποὺ ἦταν ἀντίθετοι στοὺς νεωτερισμοὺς καὶ στὶς μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα μὲ τὰ ξενόφερτα δυτικὰ πρότυπα. Ἡ χήρα αὐτοκράτειρα μὲ τοὺς συντηρητικοὺς καὶ τοὺς ὀπαδοὺς τῶν πατροπαράδοτων πολεμικῶν τεχνῶν ἐπενέβησαν βίαια καὶ ἐματαίωσαν τὰ σχέδια τῶν νεωτεριστῶν. Τὸ κίνημα τῶν Μπόξερ, ὅπως ὀνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς ξένους, ἔπνιξε στὸ αἷμα κάθε ἀντίδραση καὶ ἐπεζήτησε τὴν ἔξωση ὅλων τῶν ξένων ποὺ ἐζοῦσαν στὴ χώρα, στοὺς ὁποίους κατὰ τὴ γνώμη τους όφείλονταν κάθε κακὸ ποὺ συνέβη σ’ αὐτήν.

Τὸ 1900, ἡ ἀπόπειρα τῶν ξένων νὰ φέρουν περισσότερα στρατεύματα στὸ Πεκίνο, ἐπιδείνωσε τὴν κατάσταση. Στὶς 10 Ἰουνίου ἐκολλήθησαν προκηρύξεις στοὺς τοίχους τοῦ Πεκίνου, ποὺ ἐκαλοῦσαν τοὺς Κινέζους νὰ ἐξολοθρεύσουν ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ ἀπειλοῦν μὲ φοβερὰ μαρτύρια ὅσους θὰ προσπαθοῦσαν νὰ κρυφθοῦν. Ἡ 11η Ἰουνίου 1900 ἔγινε ἡ ἠμέρα τῆς δόξας γιὰ τὴ χώρα τῆς Κίνας, ποὺ προσέφερε καὶ αὐτὴ τὴ μερίδα τῶν Μαρτύρων της στὴν πορφυρὴ ἁλουργίδα τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας.

Ἡ πομπὴ τῶν δημίων ἐξεκίνησε μεγαλοπρεπῶς μὲ ἀναμμένους δαυλούς, ὑψώνοντας στὰ χέρια τὰ εἴδωλα τῶν πατροπαράδοτων θεῶν τῆς σινικῆς φυλῆς καὶ κρατώντας θυμιατήρια, γιὰ νὰ τοὺς θυμιάσουν οἱ Χριστιανοὶ ἀρνούμενοι τὴν πίστη τους καὶ τὴν πατρώα εὐσέβεια. Τὰ μαρτύρια ἦσαν φρικτὰ καὶ ὁ φόβος μέγας. Ἀπὸ τοὺς 700 Κινέζους Ὀρθόδοξους, οἱ 300 ἐμαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τους.

Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης ἦταν ὁ πρῶτος Κινέζος Ὀρθόδοξος ἱερέας καὶ εἶχε χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο τῆς Ἰαπωνίας. Ὑπηρετοῦσε τὴν ὀρθόδοξη ἱεραποστολὴ δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια. Ἔσφαξαν μπορστὰ στὰ μάτια του τὴν πρεσβυτέρα του Τατιανὴ καὶ τὸν 23χρονο υἱό του Ἡσαΐα, ἐνῷ ἔκοψαν τὴ μύτη, τὰ αὐτιὰ καὶ τὰ δάκτυλα τῶν ποδιῶν τοῦ μικρότερου υἱοῦ του Ἰωάννου. Ὁ παιδομάρτυρας ὄχι μόνο δὲν δυσανασχετοῦσε, ἀλλὰ ὡς ἐκ θαύματος δὲν ἔνιωθε κανένα πόνο καὶ ἀπαντοῦσε στὶς προκλήσεις τῶν δημίων του ποὺ τὸν ἀποκαλοῦσαν «παιδὶ τῶν δαιμόνων»: «Εἶμαι Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος καὶ πιστεύω στὸν Χριστὸ καὶ ὄχι στοὺς δαίμονες».

Ἀφοῦ ἐκτέλεσαν τὸν πατέρα Μητροφάνη, ἡ νύφη του Μαρία, μνηστὴ τοῦ Μάρτυρος Ἡσαΐα, 19 ἐτῶν, ἔφθασε στὸ πρεσβυτέριο ἐπιθυμώντας νὰ πεθάνει μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ μνηστῆρός της. Ὅταν οἱ Μπόξερ ἐκύκλωσαν τὸ σπίτι, ἡ Μαρία, ἀφοῦ ἐβοήθησε πολλοὺς Χριστιανοὺς νὰ πηδήσουν τὸν τοῖχο τῆς αὐλῆς καὶ νὰ σωθοῦν, ἐστάθηκε μὲ θάρρος κατέναντι τῶν δημίων της καὶ τοὺς κατηγόρησε γιὰ τὴν ἄδικη δολοφονία τόσων ψυχῶν, χωρὶς νὰ ἔχει ἀποδειχθεῖ ἡ ἐνοχή τους ἀπὸ κανένα δικαστήριο. Οἱ δήμιοι τῆς ἐτρύπησαν τὰ πόδια καὶ τῆς καταπλήγωσαν τὰ χέρια, προτρέποντάς την νὰ φύγει καὶ νὰ σωθεῖ. Ἡ γενναῖα ὅμως Μαρία τοὺς ἀπάντησε θαρραλέα: «Ἐγεννήθηκα ἐδῶ, κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Παναγίας Θεοτόκου, ἐδῶ καὶ θὰ πεθάνω». Τότε οἱ Μπόξερ τὴν ἀποτελείωσαν.
Μεταξὺ τῶν Μαρτύρων τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, συγκαταλέγονται καὶ πολλοὶ ἀπόγονοι τῶν κατοίκων τοῦ Ἀλμπασὶν τῆς Ρωσίας ποὺ εἶχαν πρῶτοι φέρει τὸ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ Πεκίνο, τὸ 1685, καὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀφομοιωθεῖ μὲ τοὺς Κινέζους. Ἀπὸ αὐτοὺς συγκρατοῦνται τὰ ὀνόματα τῶν: Κλήμεντος Κουϊ-Κίν, Ματθαίου Χάι-Τσουάν, τοῦ ἀδελφοῦ του Βὶτ καὶ τῆς Ἄννας Τσούι.
Ἀπὸ τοὺς περίπου χίλιους τῆς ἐνορίας τοῦ Πεκίνου οἱ τριακόσιοι χάθηκαν στὰ αἱματηρὰ γεγονότα τῆς 11ης Ἰουνίου 1900, ἐκ τῶν ὁποίων 222 ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀπετέλεσαν τὴν ἔνδοξη μαρτυρικὴ ἀρχὴ τοῦ 20οῦ αἰῶνος.






Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας
Image
Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς, κατὰ κόσμον Βαλεντίνος, υἱὸς τοῦ Φήλικος Βόϊνο – Γιασενέτσκϊυ, ἐγεννήθηκε στὶς 14 Ἀπριλίου τοῦ 1877, στὴν πόλη Κέρτς, τὸ ἀρχαῖο Ποντικάπαιο, ποὺ ἦταν ἀποικία τῶν Μιλησίων. Στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1880, ἡ οἰκογένειά του μετακομίζει στὴν πρωτεύουσα τῆς Οὐκρανίας, τὸ Κίεβο.

Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Ἅγιος ἐξεχώρισε ἀπὸ τὰ ἄλλα ἀδέλφια του. Ἐζοῦσε ἁπλὰ καὶ λιτά. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἐπέδρασε στὴν ψυχή του ἦταν τὸ περίφημο μοναστήρι τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων, ἕνας τόπος ἁγιασμένος ἀπὸ τὶς προσευχές, τὴν ἄσκηση καὶ τὰ δάκρυα πολλῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔζησαν ἐκεῖ ἀπὸ τὸν 10ο αἰώνα. Ἐσπούδασε στὴν Ἀκαδημία Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Κιέβου καὶ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ζωγραφικῆς. Παράλληλα μὲ τὶς πνευματικές του ἀναζητήσεις ἐμελετοῦσε μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια τὴν Ἁγία Γραφή. Πολλὰ σημεῖα τοῦ Εὐαγγελίου τὸν συνέπαιρναν. Τὰ ὑπογράμμιζε μὲ κόκκινο μελάνι. Αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἐκράτησε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔγινε ὁ ἀχώριστος σύντροφός του. Στὴ συνέχεια ἐσπούδασε τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Κιέβου. Τὸ μέλλον του, ὡς ἰατροῦ, φαίνεται λαμπρό, ἀφοῦ ξεχωρίζει καὶ διακρίνεται στὶς σπουδές του. Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε ὡς σκοπὸ τὴ διακονία τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου, καὶ ἰδιαίτερα τοῦ πτωχοῦ. Βοηθάει τοὺς πάντες. Διακονεῖ χιλιάδες ἀσθενεῖς. Προοδεύει τόσο πολὺ στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη καὶ ἐκλέγεται Καθηγητὴς Πανεπιστημίου.

Τὸ 1918 συλλαμβάνεται ἀπὸ τὸ καθεστὼς τῆς Ὀκτωβριανὴς ἐπαναστάσεως, ἀλλά, σὰν ἀπὸ θαῦμα ἐλευθερώνεται. Ἤδη ἔχουν ἀρχίσει τὰ δεινὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεὸς ξαφνικὰ τὸν καλεῖ νὰ γίνει ἱερεὺς καὶ νὰ διακονήσει τὸν λαό Του. Στὶς 26 Ἰανουαρίου 1921 λαμβάνει τὸν πρῶτο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης. Μιὰ ἐβδομάδα ἀργότερα, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, χειροτονεῖται πρεσβύτερος, ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Τασκένδης Ἰννοκέντιο, καὶ ἀξιώνεται νὰ κρατήσει στὰ χέρια του τὴν παρακαταθήκη ποὺ τοῦ παρέδωσε ἡ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σὰν τὸν Προφήτη Συμεὼν τὸ Θεοδόχο. Ὁ Ἅγιος ἀγωνιζόταν σὲ πολλὰ μέτωπα. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ φροντίδα τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ ἀνάγκες τῆς ἐνορίας. Παράλληλα ἐδίδασκε στὸ Πανεπιστήμιο, στὴν ἕδρα τῆς τοπογραφικῆς ἀνατομίας καὶ χειρουργικῆς, ἐνῷ ἐργαζόταν καὶ στὸ νοσοκομεῖο.

Ὁ ἐξόριστος Ἐπίσκοπος τῆς Οὐφὰ Ἀνδρέας ἔφθασε τὸ 1922 στὴν Τασκένδη, μετὰ τὴν ἀναγκαστικὴ ἀπομάκρυνση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἰννοκεντίου ἀπὸ τοὺς σχισματικοὺς τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας», ποὺ ἔκαναν πιὸ ζωντανὴ τὴν παρουσία τους μὲ τὴ βοήθεια τῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ κράτους. Οἱ κάτοικοι τῆς Τασκένδης ἐξέλεξαν ὁμόφωνα Ἐπίσκοπό τους τὸν Ἅγιο. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀνδρέας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸ μαρτυρικὸ Πατριάρχη Μόσχας Τύχωνα, εἶχε τὴν ἄδεια νὰ ἐκλέγει τοὺς Ἐπισκόπους καὶ νὰ τοὺς χειροτονεῖ κρυφά. Ἔτσι ἔκειρε μοναχὸ τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὀνόμασε Λουκᾶ, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, τοῦ ἰατροῦ. Ἡ χειροτονία του ἔγινε στὴν πόλη Πεντζικέντ ἀπὸ ἐξόριστους Ἐπισκόπους. Ἡ πορεία πρὸς τὸ μαρτύριο ἄρχισε.

Στὶς 9 Ἰουνίου 1923 ἐπῆγε στὸ ναὸ καὶ ἐτέλεσε τὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὸν Ὄρθρο. Ἐπέστρεψε στὸ σπίτι καὶ ἄρχιζε νὰ προετοιμάζεται γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία, διαβάζοντας τὴν Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ τὸν συνέλαβαν οἱ κομισάριοι τῶν Μπολσεβίκων. Ὅμως, ἐπειδὴ ἐγνώριζαν πόσο δημοφιλὴς ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Λουκᾶς καὶ ἐφοβοῦντο ταραχές, ἔβαλαν σὲ ἐφαρμογὴ τὴ μέθοδο τῆς συκοφαντίας καὶ τῆς λασπολογίας. Ἡ κατηγορία ἦταν ὅτι συμμετεῖχε σὲ ἀντιεπαναστατικὰ κινήματα κατὰ τοῦ καθεστῶτος. Παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν κατάφεραν τίποτε, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὴν Τασκένδη, γιατὶ εἶχε ἤδη μεταβεῖ στὴν Τασκένδη ὁ ἀντικανονικὸς Ἐπίσκοπος τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας». Ὁ Ἐπίσκοπος Λουκᾶς φθάνει στὴ Μόσχα, ὅπου συναντᾶ τὸν Ἅγιο Πατριάρχη Τύχωνα καὶ συλλειτουργεῖ μαζί του. Σὲ λίγες ἡμέρες καὶ πάλι συλλαμβάνεται καὶ ὁδηγεῖται στὶς φυλακὲς Μπουτύρσκι, οἱ ὁποῖες εἶχαν τὴ φήμη τῶν πιὸ σκληρῶν φυλακῶν τῆς Μόσχας. Ἀπὸ ἐκεῖ μεταφέρεται στὶς φυλακὲς Ταγκάνκα ποὺ βρίσκονται στὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς Μόσχας καὶ σὲ λίγο καιρὸ ἐξορίζεται στὴ Σιβηρία, στὴν πόλη Γενισέϊσκ. Ἡ ἰατρικὴ ἰδιότητά του τοῦ ἐπέτρεψε κάποια μικρὴ ἄνεση καὶ σχετικὴ ἐλευθερία κινήσεων. Ἐλειτουργοῦσε καὶ ἐχειρουργοῦσε. Ἐθεράπευε τὶς ψυχικὲς ἀλλὰ καὶ τὶς σωματικὲς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων. Καὶ πάλι τὸν ἐξορίζουν στὸ χωριὸ Χάγια, κοντὰ στὸν παραπόταμο τοῦ Ἀγκαρᾶ, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει ἐκ νέου στὸ Γενισέϊσκ. Τὸν ἐξορίζουν στὸ Τουρουχάνσκ. Ἀγόγγυστα ὁ Ἐπίσκοπος ἐδέχθηκε τὴν ἀπόφαση. Στὴν περιοχὴ αὐτὴ οἱ κλιματολογικὲς συνθῆκες κάνουν τὴ ζωὴ πολὺ δύσκολη. Ὁ χειμώνας εἶναι σκοτεινὸς καὶ ἀτελείωτος. Ἡ θερμοκρασία κατεβαίνει στοὺς 40 βαθμοὺς ὑπὸ τὸ μηδὲν ἢ ἀκόμη πιὸ κάτω. Ὁ Ἅγιος θέτει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ ζωή του στὴ διακονία τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδιαίτερα τῶν ἀσθενῶν.

Ἡ δράση τοῦ Ἁγίου δὲν ἀφήνει ἀδιάφορους τοὺς κρατικοὺς παράγοντες. Τοῦ ἀπαγορεύουν νὰ εὐλογεῖ τοὺς ἀσθενεῖς στὸ νοσοκομεῖο, νὰ κάνει κηρύγματα, νὰ ἐπισκέπτεται ἕνα μοναστήρι ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντά, μὲ ἕλκυθρο. Ὅμως, τὸ μαρτύριο συνεχίζεται. Τὸν κατηγοροῦν γιὰ ἀνυπακοὴ στὴ σοβιετικὴ ἐξουσία καὶ τὸν ἐξορίζουν στὸν Ἀρκτικὸ ὠκεανό. Μόνη του παρηγοριὰ ὁ Θεός. Ἡ προσευχὴ ἦταν τὸ καταφύγιό του. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυε τὸ μάρτυρα Ἐπίσκοπο ποὺ ἀντεξε καὶ αὐτὴ τὴ σκληρὴ δοκιμασία.

Ὁ Ἅγιος, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἐπισκόπου Κρασνογιὰρσκ Ἀμφιλοχίου, ἐπιστρέφει στὴν Τασκένδη. Στὶς 23 Ἀπριλίου 1930, οἱ ἀρχὲς ἀνακοινώνουν τὴν κατεδάφιση τοῦ ναοῦ τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ἀναστατώθηκε. Γράφει γι’ αὐτὸ ὁ ἴδιος: «Στὶς 23 Ἀπριλίου 1930 γιὰ τελευταία φορὰ λειτούργησα στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ κατὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου μὲ συνεπῆρε ἡ σκέψη πὼς τὸ ἴδιο βράδυ θὰ μὲ συλλάβουν. Ὅπως καὶ ἔγινε. Τὴν ἐκκλησία τὴν γκρέμισαν ὅταν ἐγὼ βρισκόμουν στὴ φυλακή. Στὸν πασίγνωστο κατηχητικὸ λόγο ποὺ διάβάζεται τὸ Πάσχα, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει, ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο τὰ ἔργα δέχεται, ἀλλὰ καὶ τὴ γνώμη ἀσπάζεται. Καὶ τὴν πράξη τιμᾶ καὶ τὴν πρόθεση ἐπαινεῖ. Γι’ αὐτὴ τὴν πρόθεσή μου νὰ πεθάνω μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, ἂς μοῦ συγχωρέσει ὁ Θεὸς τὶς πολλὲς ἁμαρτίες μου».

Τὸ Μάιο τοῦ 1931, ἀκολουθεῖ ἡ δεύτερη ἐξορία στὴ Σιβηρία, ἀνακρίσεις καὶ βασανιστήρια. Γιὰ λίγο τὸν ἀφήνουν ἐλεύθερο καὶ τὸ Μάρτιο τοῦ 1940 ἐξορίζεται γιὰ τρίτη φορά. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β’ παγκοσμίου πολέμου καλεῖται στὴν πόλη Κρασνογιάρσκ, ὅπου προσφέρει τὶς πολύτιμες ὑπηρεσίες του ὡς ἰατρὸς καὶ λειτουργὸς τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ ἐκλεγεῖ στὴ συνέχεια Ἀρχιεπίσκοπος αὐτῆς. Λίγο ἀργότερα μετατίθεται στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ταμπὼφ καὶ Μιτσούρνικ καὶ τὸ 1945, μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου, δέχεται τὴν πρώτη πολιτικὴ ἐπιβράβευση γιὰ τὸ τεράστιο ἔργο του καὶ τὴν προσφορά του. Τὸ Μάιο τοῦ ἔτους 1946 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς μετατίθεται στὴν Κριμαία, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας. Ἐκεῖ, ὁ Ἅγιος Λουκᾶς, ἀφοῦ προσέφερε τὰ πάντα στὴ διακονία τοῦ λαοῦ του, ἐκοιμήθηκε ὁσίως, τὸ 1961.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του στὶς 29 Μαΐου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νέον ἅγιον, τοῦ Παρακλήτου, σὲ ἀνέδειξεν, Λουκᾶ ἡ χάρις, ἐν καιροῖς διωγμῶν τε καὶ θλίψεων· νόσους μὲν ὡς ἰατρὸς ἐθεράπευσας, καὶ τὰς ψυχὰς ὡς ποιμὴν καθοδήγησας· πάτερ τίμιε, ἐγγάμων τύπος καὶ μοναστῶν, πρέσβευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀνεδείχθης ἥλιος, νυκτὶ βαθείᾳ διωγμοῦ, μακάριε, διὸ καὶ θάλπος νοητὸς τὸ ἐκ Θεοῦ σὺ ἐξέχεας χειμαζομένοις, Λουκᾶ πανσεβάσμιε.






Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἐφραὶμ ἐκ Ρωσίας
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ καὶ στὶς 28 Ἰανουαρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἵδρυσε στὴν πόλη Νόβο – Τόργκα ξενώνα, ὅπου κατοικοῦσαν αἰχμάλωτοι ἢ καταδικασμένοι, καὶ διακονοῦσε τοὺς πάντες μὲ αὐταπάρνηση. Ὁμοίως στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Τβέρτς, πλησίον τοῦ ξενῶνος, ἵδρυσε ναὸ τὸ 1038, καὶ τὴ μονὴ Νοβοτόρζσκϊυ τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλέμπ. Τὰ ἱερὰ λείψανά του μετεκομίσθησαν στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς, τὸ 1572.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Fri Jun 06, 2014 11:40 am

12 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ὁ ἐν Ἱερουσαλήμ
Image
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐγεννήθηκε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Αἴγυτπο καὶ καταγόταν ἀπὸ ἀριστικρατικὴ οἰκογένεια. Ὁ βιογράφος του, Ὅσιος Παφνούτιος, ἀναφέρει ὡς πατρίδα τοῦ Ὀνουφρίου τὴν Περσία, πράγμα ὅμως ποὺ δὲν μνημονεύεται οὔτε στὰ Συναξάρια, οὔτε καὶ στὸν Κανόνα τῆς ἑορτῆς αὐτοῦ.

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος στὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς του πολιτείας εἰσέρχεται σὲ κοινόβιο μοναστήρι κοντὰ στὴν Ἑρμούπολη τῶν Θηβῶν. Τὸ κοινοβιακὸ σύστημα, ποὺ εἶναι αὐστηρότερο ἀπὸ τὸ Λαυρεωτικό, διαμορφώθηκε ὑπὸ τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τοῦ Μεγάλου († 15 Μαΐου) τὸν 4ο αἰώνα στὴν Αἴγυπτο. Τὸ πρῶτο κοινόβιο ἱδρύθηκε περὶ τὸ 320 μ.Χ. στὴνΤαβεννίσιδα κοντὰ στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τοῦ Νείλου ποταμοῦ. Στὸ κοινόβιο τῆς Ἑρμουπόλεως, ὀνομαζόμενο Σμαούν, ὁ Ὀνούφριος ἐδιδάχθηκε τὰ τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ἐκεῖ ἄκουσε γιὰ τὴν ἥσυχη καὶ ἐρημικὴ ζωὴ δύο μεγάλων μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἀσκητικὸ καὶ ἐρημικὸ βίο τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ τοῦ Θεσβίτου, ὁ ὁποῖος ἦταν «ἐνδεδυμένος μηλωτὴν (=δέρμα προβάτου) καὶ ζώνην δερμάτινην περιζωσμένος τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ» καὶ τὸ μιμητὴ αὐτοῦ Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ προετοιμαστὴ τῆς παρουσίας Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως καὶ ὁ Ἠλιού, φέροντας ἀσκητικὸ ἔνδυμα καὶ ἀκολουθώντας τὸν ἐρημικὸ βίο ἐκήρυξε στὸ λαὸ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας.

Μετὰ τὰ ὅσα ἄκουσε στὸ κοινόβιο τῆς Ἑρμουπόλεως, ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐνθουσιάσθηκε γιὰ τὸν ἐρημικὸ βίο καὶ τὸν ἀναχωρητισμὸ καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο.

Ὅταν ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὕστερα ἀπὸ μία ἑβδομάδα ὁδοιπορία, ποὺ εἶχε πολλὴ πείνα καὶ κόπο, εἶδε ξαφνικὰ ἕνα σπήλαιο, ἀπ’ ὅπου βγῆκε ἕνας γέροντας μοναχὸς καὶ τὸν ὑποδέχθηκε, φωνάζοντάς τον μὲ τὸ ὄνομά του. Ὁ ἀσκητὴς ἐκεῖνος διηγήθηκε στὸν Ὅσιο Ὀνούφριο τὸ βίο του καὶ τὶς δυσκολίες τῆς ἐρήμου.

Ὅταν πιὰ ἐπέρασαν τριάντα ἡμέρες, μὲ προσευχὲς καὶ θεῖες διηγήσεις, δίχως νὰ νιώσουν πείνα ἢ δίψα, ὁ ἀσκητὴς εἶπε στὸν Ὅσιο νὰ πάρουν τὸν δρόμο «ἐπὶ τὴν ἐνδοτέραν ἔρημον». Μάλιστα, ἔτρεχε ὁ ἴδιος, παρὰ τὴν προχωρημένη ἡλικία του. Ὕστερα ἀπὸ τέσσερις ἡμέρες εὑρῆκαν ἕνα μικρὸ σπήλαιο, ὅπου εἶπαν νὰ καθήσουν, γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἕνας φοίνικας ἐφύτρωσε καὶ ἐψήλωσε καὶ τοὺς ἔδωσε μεγάλη χαρά. Τότε ὁ γέροντας εἶπε στὸν Ὀνούφριο ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εὐδόκησε, ὥστε σὲ αὐτὸ τὸ σπήλαιο νὰ δώσει τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.

Ἐδῶ ἐνέκρωσε «τὰ ἐπὶ τῆς γῆς μέλη» καὶ ὑπέμεινε «τὸν παγετὸν τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἡμέρας τὸν καύσωνα». Ἔτσι ἐπέτυχε τὴν οὐράνια ζωή, βλέποντας, ὅπως τονίζει ὁ ὑμνογράφος αὐτοῦ, «τὸ ἀμήχανον κάλλος τοῦ Κτίστου» του. Ἔφθασε τὸ πράγματι «ἐφετόν» διὰ τῆς ἀπαρνήσεως κάθε κοσμικῆς συγχύσεως καὶ κατόρθωσε τὴν ποθούμενη «ὑπερκόσμιον ἀκρότητα». Ἔζησε στὴν ἔρημο περίπου ἑβδομήντα ἔτη καὶ εἶχε ὡς τροφὴ τὴν ἐγκράτεια καὶ ὡς πλοῦτο τὴν πτωχεία καὶ τὴν ἀκτημοσύνη. Ἔφθασε δὲ σὲ τέτοιο βαθμὸ ἀσκήσεως στοὺς πειρασμούς, ὤστε τὴν ἡδυπάθεια, τὴ σκληραγωγία καὶ τοὺς πόνους τῆς ἐγκράτειας νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζει μὲ καρτερία καὶ χαρὰ ἀνεκλάλητη.

Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυσε τὸν Ὅσιο στὸν πνευματικὸ καὶ ἀσκητικό του ἀγώνα. Τοῦ ἔδωσε καρτερία καὶ ὑπομονή. Τοῦ ἔστελνε μυστικὰ ψωμὶ καὶ νερὸ κάθε ἡμέρα, καὶ ὁ φοίνικας, ποὺ εἶχε βλαστήσει μπροστὰ στὸ σπήλαιο, τοῦ ἔδιδε γλυκὺ καρπό. Ἄγγελος Κυρίου δὲ τοῦ μετέδιδε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια.

Ἐμελέτησε στὴν ἔρημο τὸ Νόμο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο εἶχε πάντοτε στὴν καρδιά του. Εὑρισκόμενος στὴν ἄβατη ἔρημο μόνος, ἐπιποθοῦσε μόνο τὸν Χριστὸ καὶ ἐντρυφοῦσε στὸ ἅγιο καὶ φωτεινὸ κάλλος Του. Ἐγέμισε τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ φῶς τῆς ἀληθινῆς καὶ θείας γνώσεως καὶ ἔτσι ἔφθασε στὸ σημεῖο τῆς ἀπαθείας.

Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐπεδίωκε πάντοτε νὰ εἶναι εὐάρεστος στὸν Θεὸ καὶ ἐπιποθοῦσε συνεχῶς νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Δημιουργό του διὰ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Ὁ Ὅσιος εἶχε ὡς ἔνδυμα, κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἔνδυμα τὸ ὁποῖο οὐδέποτε προσέβαλε μὲ πνεῦμα ἀργίας, περιέργειας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας.

Ἐπιβραβεύοντας ὁ Κύριος τῆς δόξας τὴν ἀμέριστη πρὸς Αὐτὸν ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπὲρ Αὐτοῦ πνευματικοὺς καὶ σωματικοὺς ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου, ὁδήγησε πρὸς αὐτόν, πρὸς τῆς εἰρηνικῆς κοιμήσεώς του, τὸν Παφνούτιο, ἄνδρα ἐνάρετο καὶ φίλο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, προκειμένου νὰ δεῖ τὴν πνευματικὴ καταξίωση τοῦ Ὁσίου καὶ νὰ μεριμνήσει καὶ ἐπιληφθεῖ τὰ τῆς ταφῆς τοῦ ἁγιασμένου αὐτοῦ σκήνους.

Πρὸ τῆς τελευτῆς του καὶ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Παφνουτίου ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος εἶπε τὴν ἀκόλουθη προσευχή: «Ὕψιστε Θεὲ καὶ ἀόρατε, οὗ ἡ δύναμις ἀνεξιχνίαστος καὶ ἡ δόξα ἀκατανόητος καὶ ἀνέκφραστος, καὶ τὸ ἔλεος ἄπειρον καὶ ἀμέτρητον, ὑμνῶ, εὐλογῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω Σε, Ὃν ἐπόθησα ἐκ νεότητός μου καὶ Σοὶ ἠκολούθησα. Ἐπάκουσόν μου, πρὸς Σὲ γὰρ ἐκέκραξα, ὅτι ἐπεῖδες τὴν ταπείνωσίν μου, ἔσωσας ἐκ τῶν ἀναγκῶν τὴν ψυχήν μου, οὐ συνέκλεισάς με εἰς χεῖρας ἐχθρῶν, ἀλλ’ ἔστησας ἐν εὐρυχώρῳ τοὺς πόδας μου. Δέομαί Σου, Κύριέ μου· τῇ Σῇ δεξιᾷ σκέπασόν με, ἵνα μὴ ταραχθῇ ἡ ψυχή μου ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ὅταν ἐξέρχεται ἐκ τοῦ σώματος, ἀλλὰ παράλαβε αὐτὴν δι’ ἁγίων Ἀγγέλων Σου καὶ κατάτακον αὐτὴν ἔνθα ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας. Μνήσθητι Πανοικτίρμον καὶ Πολυέλεε τοῦ πιστοῦ λαοῦ Σου. Καὶ ὅστις εὑρεθῆ εἰς κίνδυνον θαλάσσης ἢ εἰς θυμὸν δικαστοῦ ἢ εἰς ἄλλην τινὰ στενοχωρίαν, καὶ Σὲ ἐπικαλεσθῇ λέγων· Παντοδύναμε Κύριε, διὰ πρεσβειῶν τοῦ δούλου σου Ὀνουφρίου ἐλέησόν με, παρακαλῶ τὴν βασιλείαν Σου, καθὼς μοῦ ἔταξες ἐπάκουσον τῆς δεήσεως αὐτοῦ. Κύριε εἰς χεῖρας Σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου».

Ὁ βιογράφος του Παφνούτιος, ἀναφέρει ὅτι δύο λιοντάρια ἔνοιξαν τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου στὸν ὁποῖο ἐνταφιάσθηκε τὸ ἱερὸ σκήνωμά του.
Ἡ ἱερὰ μονὴ τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου στὴν Ἱερουσαλὴμ εὑρίσκεται κοντὰ στὴν πηγὴ τοῦ Ἰὼβ καὶ δεξιὰ τῆς ἑνώσεως τῆς κοιλάδος Ἰωσαφὰτ καὶ τῆς φάραγγος Ἐννώμ. Ἡ μονὴ εἶναι κτισμένη στὸν ἀγρὸ τοῦ Αἵματος ἢ Κεραμέως ἢ Ἀκελδαμᾶ καὶ ἀγοράσθηκε διὰ τῶν 30 ἀργυρίων, δι’ ὅσων δηλαδὴ ἐτιμήθηκε ἡ τιμὴ τοῦ Τετιμημένου Κυρίου. Ἡ σημερινὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου οίκοδομήθηκε ἐπὶ τοῦ σπηλαίου, στὸ ὁποῖο κατέφυγαν οἱ Ἀπόστολοι μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐν σαρκὶ μιμησάμενοι, ὤφθητε ἐρήμου πολῖται, καὶ χαρίτων κειμήλια, Ὀνούφριε Αἰγύπτου καλλονή, καὶ Πέτρε τῶν ἐν Ἄθῳ ὁ φωστήρ· διὰ τοῦτο τοὺς ἀγῶνας ὑμῶν ἀεί, τιμῶμεν ἀναμέλποντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δίξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς ἐρήμου πολιστὰς οὐρανοβάμονας

Καὶ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ φύσιν καταγώγια,

Τὸν Ὀνούφριον ὑμνήσωμεν σὺν τῷ Πέτρῳ·

Ὁ μὲν ὤφθη ἐν Αἰγύπτῳ φοῖνιξ εὔκαρπος,

Ὁ δὲ ἔλαμψεν ἐν Ἄθῳ ὡς ἰσάγγελος·
Τούτοις λέγοντες, θεοφόρητοι χαίρετε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου θεῖο πυρσός, Ὀνούφριε Πάτερ, νομοστάθμη ἡσυχαστῶν· χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ, ἀκρότης μάκαρ Πέτρε, Τριάδος τῆς Ἁγίας, ἐνδιαιτήματα.






Ἡ Ἁγία Ἀντωνίνα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀντωνίνα καταγόταν ἀπὸ τὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Κατὰ τὸν κηρυχθέντα τότε ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν διωγμό, καταγγέλθηκε ὡς μέλος τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, συλληφθεῖσα δὲ καὶ ὁδηγηθεῖσα ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος Πρισκιλλιανοῦ, ὁμολόγησε τὴν πίστη της πρὸς τὸν Χριστό. Κατόπιν τούτου, ἀφοῦ ποικιλοτρόπως ἐβασανίσθηκε, ἐρρίφθηκε στὴ φυλακή. Μετὰ ἀπὸ λίγο τὴν ἐκάλεσαν καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος. Ἡ Ἁγία μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία παρέμεινε πιστὴ στὴν ἀρχική της ὁμολογία. Τότε τῆς ἀπέκοψαν τοὺς μαστούς, τὴν ἐκρέμασαν καὶ τὶς ἔσκισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια, καὶ τὴν κατέκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τὸ μαρτυρικό της τέλος ἦλθε τὸ 295 μ.Χ., ὅταν τὴν ἔκλεισαν μέσα σὲ ἕνα σακὶ καὶ τὴν ἔρριψαν στὴ λίμνη ποὺ εὑρισκόταν κοντὰ στὴ Νίκαια.







Οἱ Ἅγιοι Βασιλίδης, Κυρίνος, Ναβώριος καὶ Ναζάριος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βασιλίδης, Κυρίνος, Ναβώριος καὶ Ναζάριος ἦσαν στρατιῶτες καὶ ἐμαρτύρησαν τὸ 304 μ.Χ. στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).







Ὁ Ὅσιος Ἰουλιανὸς ὁ «εἰς τὰ Λίβα ἐν τῇ Δαγούτῃ» λάμψας
Πιθανῶς πρόκειται περὶ μικροῦ ναοῦ τοῦ Ὁσίου Ἰουλιανοῦ. Ἀόριστη εἶναι καὶ ἡ τοποθεσία «Δαγούτη» ἢ «Δαγάτου» ἢ «Δαγάζου», τὴν ὁποία ὁ Δουκάγγιος διόρθωσε «Δαγισταίου». Ἡ διόρθωση αὐτὴ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ νὰ καθορίσουμε τὸν τόπο τοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκειτο κοντὰ στὴν Ἁγία Ἀναστασία τοῦ Ἱππόδρομου.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μάρτυρας ὁ Στρατιώτης
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Στρατιώτου.







Ὁ Ἅγιος Ζήνων Ἐπίσκοπος Κυρήνειας
Ὁ Ἅγιος Ζήνων κατατάσσεται ὑπὸ τοῦ Ἱππολύτου Delehaye καὶ τοῦ Μαχαιρᾶ μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα θεωρεῖται ὄτι διετέλεσε Ἐπίσκοπος Κυρηνείας.






Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει ἀσκήσας
Image
Ὁ Ὅσιος Πέτρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εὐσεβεῖς καὶ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ τὰ νάματα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Καταταγεὶς στὸ στράτευμα καὶ διακρινόμενος γιὰ τὴ θεοσέβεια καὶ τὴν ἀνδρεία του, γρήγορα ἔγινε ἀξιωματικός. Συλληφθεὶς αἰχμάλωτος, σὲ μία μάχη ἐναντίον τῶν Τούρκων, μεταφέρθηκε στὴ Σαμάρεια τῆς Μεσοποταμίας, ὅπου ἐκλείσθηκε στὴ φυλακὴ καὶ ὑπέστη πλεῖστες ὅσες ταλαιπωρίες. Ἀπελευθερωθεὶς μετὰ ὀλίγα ἔτη, μετέβη στὴ Ρώμη καὶ ἐκάρη ὑπὸ τοῦ Πάπα Γρηγορίου Δ’ μοναχός. Ἀκολούθως κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐγκαταστάθηκε ἐντὸς ἐρημικοῦ καὶ ἀπομονωμένου σπηλαίου καὶ ἐπερνοῦσε τὸ βίο του ἀσκούμενος σκληρά, τρεφόμενος μὲ χόρτα καὶ ἐνδεδυμένος μὲ σκισμένα ροῦχα. Ἔζησε τὸν ἀσκητικὸ βίο γιὰ πενήντα τρία χρόνια καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ ἱερὸ λείψανό του εὑρέθηκε τυχαῖα ἀπὸ κάποιον κυνηγὸ καὶ ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς μὲ εὐλάβεια καὶ κάθε τιμή.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐν σαρκὶ μιμησάμενοι, ὤφθητε ἐρήμου πολῖται, καὶ χαρίτων κειμήλια, Ὀνούφριε Αἰγύπτου καλλονή, καὶ Πέτρε τῶν ἐν Ἄθῳ ὁ φωστήρ· διὰ τοῦτο τοὺς ἀγῶνας ὑμῶν ἀεί, τιμῶμεν ἀναμέλποντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δίξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς ἐρήμου πολιστὰς οὐρανοβάμονας

Καὶ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ φύσιν καταγώγια,

Τὸν Ὀνούφριον ὑμνήσωμεν σὺν τῷ Πέτρῳ·

Ὁ μὲν ὤφθη ἐν Αἰγύπτῳ φοῖνιξ εὔκαρπος,

Ὁ δὲ ἔλαμψεν ἐν Ἄθῳ ὡς ἰσάγγελος·
Τούτοις λέγοντες, θεοφόρητοι χαίρετε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Αἰγύπτου θεῖο πυρσός, Ὀνούφριε Πάτερ, νομοστάθμη ἡσυχαστῶν· χαίροις τῶν ἐν Ἄθῳ, ἀκρότης μάκαρ Πέτρε, Τριάδος τῆς Ἁγίας, ἐνδιαιτήματα.






Σύναξις Ὁσίου Ἀλυπίου ἐν τῇ Κωνσταντινούπολη

Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἐτελεῖτο στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Ἀλυπίου στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ Σύναξη αὐτοῦ. Εἰκάζουμε ὅτι ἐπρόκειτο περὶ τοῦ Ὁσίου Ἀλυπίου τοῦ Κιονίτου († 26 Νοεμβρίου), τοῦ ὁποίου μονὴ ὑπῆρχε κοντὰ στὸν ἱππόδρομο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.







Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἁγιορείτης ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Τορνίκιος) καταγόταν ἀπὸ τὴ Γεωργία καὶ ἔζησε τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Στέφανος τοῦ Ὀζέρο καὶ Κομέλ
Τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Στεφάνου τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τὴν 15η Ἰουνίου ὅπου καὶ ὁ βίος του. Ἄγνωστο γιατὶ ἀναφέρεται στὴν σημερινὴ ἡμέρα.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μεγαλομάρτυρας ὁ Νέος ἐκ Τραπεζοῦντος καὶ ἐν Ἀσπροκάστρῳ
Image
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης, λόγιος καὶ εὐσεβὴς Χριστιανός, καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα. Ἀσχολούμενος μὲ τὸ ἐμπόριο, ἐπιβιβάσθηκε κάποτε σ’ ἕνα τούρκικο πλοῖο ποὺ ἔπλεε ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα στὸ Ἀσπρόκαστρο (Ἄκκερμαν) τῆς Ρουμανίας. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδίου, ἡ προσευχή, ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐλεημοσύνη ποὺ ἐξεδήλωσε ὁ Ἰωάννης, ἐκίνησαν τὸ φθόνο τοῦ Τούρκου πλοίαρχου, ὁ ὁποῖος μάταια προσπαθοῦσε νὰ τὸν προσηλυτίσει. Ἀφοῦ ἀποβιβάσθηκαν στὸ Ἀσπρόκαστρο, ὁ πλοίαρχος κατήγγειλε στὸν Τοῦρκο δικαστὴ ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁμολόγησε μεθ’ ὅρκου στὸ πλοῖο του ὅτι θέλει νὰ γίνει Μωαμεθανός. Ὁ Ἰωάννης κληθεὶς ὑπὸ τοῦ δικαστοῦ ἀπέκρουσε ἐντόνως τὴν πρόταση καὶ ἔτσι ἐκεῖνος διέταξε νὰ μαστιγωθεῖ ἀνηλεῶς ἐπὶ δύο ἡμέρες. Στὴ συνέχεια τὸν ἔδεσαν στὴν οὐρὰ ἀτίθασου ἀλόγου καὶ τὸν ἔσυραν ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς πόλεως, ὅπου κάποιος Ἑβραῖος τοῦ ἀπέκοψε τὴν κεφαλή. Ἔτσι, στὶς 12 Ἰουνίου 1330, ὁ Ἰωάννης ἐμαρτύρησε καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας. Τὸ ἱερὸ λείψανο, μετὰ 70 περίπου χρόνια, μετακομίσθηκε ὑπὸ τοῦ βοεβόδα τῆς Μολδαβίας Ἀλεξάνδρου τοῦ Ἀγαθοῦ στὴν πόλη Σουτσεάβα, ἀπ’ ὅπου τὸ 1686, κατὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Ἰωάννου Σομπιέσκι κατὰ τῶν Τούρκων, παραληφθὲν μεταφέρθηκε στὴν πόλη Ζιολκίεβ τῆς Πολωνίας. Τὸ 1783, ἐπανήχθη καὶ πάλι στὴ Σουτσεάβα μὲ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωσὴφ Β’.

Ἀκολουθία τοῦ Νεομάρτυρος Ἰωάννου ἐξέδωσε στὴ Βενετία, τὸ 1752, ὁ Ἰουστίνος ὁ Δεκαδύος, καὶ ἄλλη, συντεθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Νικηφόρου τοῦ Κρητός, ἐξέδωσε στὸ Ἰάσιο τὸ 1819 ὁ Τραπεζούντιος Θωμᾶς Μπουγιούκης.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Τραπεζουντίου ἑορτάζεται, ἐπίσης, στὶς 2 Ἰουνίου.






Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Θαυματουργός τῆς Κονεβίας

Image
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος τῆς Κονεβίας καταγόταν ἀπὸ τὸ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας καὶ ἠσχολεῖτο μὲ τὸ ἐμπόριο τοῦ χαλκοῦ. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καί, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1547 – 1558, εἰσῆλθε στὴ μονὴ Λίσικα κοντὰ στὸ Νόβγκοροντ, ὅπου ἔζησε ἕνδεκα χρόνια. Τὸ 1373, ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἔζησε τρία χρόνια στὴν προσευχὴ στὸ παλαιὸ Ρώσικο μοναστήρι. Στὸ μοναστήρι, μόλις ὁ ἡγούμενος ἐπληροφορήθηκε τί ἐπάγγελμα ἔκανε στὸ παρελθόν, τοῦ ζήτησε νὰ ἐπιδιορθώσει ὅλα τὰ παλαιὰ σκεύη ποὺ ἐχρησιμοποιοῦσε ἡ ἀδελφότητα. Τοῦ ἐζήτησαν νὰ ἐργασθεῖ καὶ στὰ ἄλλα μοναστήρια. Ἡ ἐργασία ὄχι ἁπλῶς δὲν ἀποτελοῦσε ἐμπόδιο γιὰ τὴν προσευχή, ἀλλὰ τοῦ ἐκαλλιέργησε καὶ μία ὑψηλὴ αἴσθηση προσφορᾶς. Ἔτσι, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἐπήγαινε ἀπὸ τὸ ἕνα μοναστήρι στὸ ἄλλο καὶ ἐργαζόταν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, ἐνῷ προσευχόταν κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας. Τελικά, τὸ 1393, ἐπέστρεψε στὴ Ρωσία μεταφέροντας μαζί του μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἀργότερα ὀνομάσθηκε «Παναγία τοῦ Κόνεβιτς».

Ὁ Ὅσιος, ἔχοντας πάντοτε μαζί του τὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ὡς πολύτιμο φυλαχτό, ἐπῆγς στὸ νησὶ Κόνεβιτς, στὴ λίμνη Λάντογα, ὅπου ἔζησε ἑπτὰ χρόνια ὡς ἐρημίτης. Τὸ κρύο ἦταν φονικὸ ἀλλὰ ὁ μακάριος Ἀρσένιος ἀρνιόταν τὶς συνεχεῖς προσκλήσεις τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Βαλαὰμ Σίλα, τὶς ὁποῖες τοῦ μετέφερε ὁ μοναχὸς Λαυρέντιος. Μέλημά του ἦταν νὰ ἐξαλείψει τὶς δεισιδαιμονίες τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. Ἀκόμη καὶ τὸ ὄνομα τοῦ νησιοῦ Κόνεβιτς (ἀπὸ τὸ Κὸν ποὺ σημαίνει ἄλογο), προερχόταν ἀπὸ μία δεισιδαιμονία τῶν κατοίκων του. Οἱ κάτοικοι ἐπίστευαν ὅτι στὸ νησὶ ἐζοῦσαν κακὰ πνεύματα, τὰ ὁποῖα ἐπροστάτευαν τὰ ἄλογα ποὺ ἐβοσκαν ἐλεύθερα σ’ αὐτό. Μὲ σκοπὸ νὰ ἔχουν τὴν εὔνοια τῶν πνευμάτων, οἱ κάτοικοι κάθε χρόνο προσέφεραν θυσία ἕνα ἄλογο, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ ἔδεναν σὲ μία μεγάλη πέτρα, τὸ ἄφηναν νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὸ κρύο. Κατὰ τὴν ἄφιξή του, χάρη στὸν ψαρὰ Φίλιππο, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος εὑρῆκε τὴν «πέτρα τοῦ ἀλόγου», τὴν ὁποία καὶ ἐράντισε μὲ ἁγιασμό. Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι εἶδαν τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ὑπὸ τὴν μορφὴ κοράκων, νὰ πετοῦν τρομοκρατημένα. Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἔζησε πέντε χρόνια στὸ «νησὶ τοῦ ἀλόγου», καταπολεμώντας μὲ τὸ παράδειγμά του τὶς δεισιδαιμονίες τῶν κατοίκων.

Τὸ 1398, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ Ἰωάννου, ἔθεσε τὰ θεμέλια μιᾶς κοινοβιακῆς μονῆς ἀφιερωμένης στὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου. Ἀργότερα, τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Συμεών, ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος θὰ ἐπισκεφθεῖ γιὰ μία φορὰ ἀκόμη τὸ Ἅγιον Ὄρος ζητώντας τὴν εὐλογία τῶν Πατέρων τοῦ Ἄθω γιὰ τὸ μοναστήρι του.

Χωρὶς τὸν κτήτορά του, οἱ μοναχοὶ ἀπεφάσισαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ μοναστήρι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν. Ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν θλίψη, ὁ εὐσεβὴς μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἰωακείμ, κρυμμένος σὲ ἕνα δάσος, ἔκλαιγε συνεχῶς γιὰ τὴν ἀπόφαση τῆς ἀδελφότητος, ἡ ὁποία ἐσήμαινε τὸ τέλος τῆς μοναχικῆς ἐμπειρίας σὲ ἐκεῖνον τὸν τόπο. Ἀπογοητευμένος ὁ Ἰωακεὶμ ἄρχισε νὰ προσεύχεται μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς ἡ Θεοτόκος θὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴ λύπη. Τὴ νύχτα, καὶ ἐνῶ ἦταν σὲ βαθὺ ὕπνο, τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Παναγία, ἡ ὁποία τοῦ προανήγγειλε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου. Πράγματι, τὸ πρωὶ ὁ μακάριος Ἀρσένιος ἐπέστρεψε μὲ δυὸ μεγάλες βάρκες γεμάτες προμήθειες.

Στὸν τόπο τῆς ἐμφανίσεως τῆς Παναγίας ὕψωσαν ἕνα μεγάλο σταυρό, στὴ βάση τοῦ ὁποίου ἐτοποθετήθηκε ἡ εἰκόνα της, ποὺ εὶχε μεταφερθεῖ στὸ νησὶ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Τὸ 1421, μία καταστροφικὴ κακοκαιρία ἐπέφερε μεγάλες ζημιὲς στὸ μοναστήρι καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἀναγκάσθηκε νὰ μεταφέρει πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ νησιοῦ ἐπάνω σὲ μία ὁροσειρά, ἡ ὁποία ὀνομάσθηκε ὅπως καὶ ὁ Ἄθως, δηλαδὴ «Ἅγιον Ὄρος». Τὸ «νησὶ τοῦ ἀλόγου» ἀπέκτησε πολὺ γρήγορα μεγάλη φήμη καὶ ἦσαν πολλοὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κατέφευγαν ὠς προσκυνητὲς στὸ μοναστήρι. Ὁ εὐγενὴς Μιχαὴλ Κοντύλκα ἀπεφάσισε νὰ κάνει μία γενναία δωρεά, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος, κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἐπισκέψεώς του στὸν εὐλογημένο ἐκεῖνο τόπο, ἐδώρισε τὴν ἐπισκοπική του μίτρα.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς.ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1447. Πρὶν τὴν κοίμησή του εἶχε προάγει στὴ θέση τοῦ ἡγουμένου τὸν μοναχὸ Ἰωάννη. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴ μονή, ποὺ βεβηλώθηκε ἀπὸ τὸ καταστροφικὸ μένος τῶν Σουηδῶν. Οἱ μοναχοί, γιὰ λόγους ἀσφαλείας, προτίμησαν νὰ μεταφερθοῦν σὲ ἄλλο μοναστήρι. Ἡ τύχη τοῦ μοναστηριοῦ ἀκολούθησε τὶς φάσεις τοῦ πολέμου μεταξὺ τῶν Ρώσων καὶ τῶν Σουηδῶν στὴ διεκδίκηση τῆς Καρελίας. Τὸ μοναστήρι ξανακτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Ρώσους, τὸ 1594, γιὰ νὰ ἐγκαταλειφθεῖ ἐκ νέου καὶ ὁριστικά, τὸ 1610. Τὸ νησὶ τοῦ Κόνεβετς ἐδόθηκε στὸν πρίγκιπα Ἰάκωβο Φεοντόροβιτς, ενῶ τὸ 1719 ὁ Μέγας Πέτρος ἔκτισε σ’ αὐτὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἡ ἀπόδοση τιμῆς καὶ εὐλάβειας πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου ἄρχισε πολὺ ἐνωρὶς ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τοῦ Κόνεβετς, ἀλλὰ τὸ ὄνομά του καταγράφηκε ἐπίσημα στὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τὸ 1819, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας.







Οἱ Ὅσιοι Αὐξέντιος καὶ Ὀνούφριος οἱ ἐρημίτες τῆς Βολογκντά
Οἱ Ὅσιοι Αὐξέντιος καὶ Ὀνούφριος ἔζησαν τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς στὴν περιοχὴ Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας, στὴν ἔρημο Πέρκοβα. Ὅπως ἀναφέρεται στὸ βίο τους, ἤδη οἱ δύο Ἐρημίτες εὑρίσκονταν στὴν ἔρημο τὸ 1499. Ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη καὶ ἡ μνήμη τους τελεῖται, ἐπίσης, τὴν τέταρτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ἑορτὴ πάντων τῶν Ἁγίων τῆς περιοχῆς Βολογκντά, ἡ ὁποία καθιερώθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἰννοκέντιο (Μπορίσωφ).







Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος τῆς Κατρόμα
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε σὲ ἱερὴ μονὴ πλησίον τῆς λίμνης Κατρόμα στὴν περιοχὴ τοῦ Κάντνικωφ τῆς Ρωσίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ὁ Θαυματουργός ἐν Πσκὼφ Ρωσίας ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος, ὁ Θαυματουργός, ἔζησε στὴ Ρωσία τὸν 15ο, ἢ κατ’ ἄλλους, τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου στὸ Μαλύε, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Λαμπόρσκ τοῦ Πσκώφ, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1492 ἢ τὸ 1592.







Ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Περὶ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου, τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ, δὲν ἔχουμε ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες. Γνωρίζουμε μόνο ὅτι ἔζησε θεοφιλὴ βίο στὴν περιοχὴ Ρομανὼφ – Μπορισογκλέμπσκ τοῦ Γιαροσλάβλ προσευχόμενος ἀδιάλειπτα στὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Ρομανώφ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ ὄνομά του ἀναφέρεται στὶς ἁγιολογικὲς δέλτους τοῦ Golubinskij.







Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ὁ Θαυματουργός ἐν Ἰζμπόρσκ τῆς Ρωσίας ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ἔζησε τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἔζησε βίο θεοφιλὴ καὶ ἐνάρετο καὶ διετέλεσε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς τῆς Παναγίας τοῦ Λάμεχ στὴν περιοχὴ Ἰζμπόρσκ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἐκ Πρεβέζης
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔζησε τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία εὑρίσκεται στὴ νῆσο Κορωνησία τοῦ Ἀμβρακικοῦ κόλπου, καὶ ἱδρύθηκε, κατὰ τὸν Μητροπολίτη Ἄρτης Σεραφείμ στὸ Βυζάντιο, τὸν 17ο αἰώνα.






Ὁ Ἅγιος Βενέδικτος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ ἐκ Σερρῶν καὶ ἐν Θεσσαλονίκης ἀθλήσας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βενέδικτος ἐγεννήθηκε λίγο πρὶν τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 στὸ χωριὸ Ἔζιοβα ἢ Ἔζουβα, τὸ σημερινὸ χωριὸ Δάφνη τῆς ἐπαρχίας Βισαλτίας τῶν Σερρῶν ἢ στὸ χωριὸ Ἀμουρμέη, σημερινὸ Καστανοχώρι. Ἡ σύγχυση γιὰ τὴν ἀκριβὴ γενέτειρα τοῦ Ἁγίου εἶναι δικαιολογημένη, διότι στὴν περιοχὴ ἀνάμεσα στὰ δύο αὐτὰ χωριὰ ὑπῆρχε μετόχι τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Σὲ ἐφηβικὴ ἡλικία ὁ Ἅγιος ἐπῆγε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συγκεκριμένα, ὅπως ἦταν φυσικό, στὴν ἱερὰ μονὴ Κωνσταμονίτου. Ἐκεῖ ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου ἔγινε δόκιμος καὶ στὴ συνέχεια ἐκάρη μοναχός, ἐνῶ ὁ νεαρὸς ἀκόμη Βενέδικτος ἀπεστάλη στὸν Πολύγυρο, γιὰ νὰ διδαχθεῖ γράμματα. Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του καὶ εἶχε φθάσει σὲ κατάλληλη ἡλικία, ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ καρεῖ μοναχός. Ἡ κουρά του ἔγινε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Στὴ μονὴ ὁ Ἅγιος διακόνησε ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν σὲ ὅλα τὰ διακονήματα καὶ ὅταν ἔφθασε σὲ μεγάλη ἡλικία ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Ὁ Ἅγιος Βενέδικτος, μαζὶ μὲ ἄλλους πατέρες ἀπεστάλη, γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς, στὸ μετόχι τῆς μονῆς ποὺ εὑρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὴν Καλαμαριὰ τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ἀνάλογες ἐπαναστατικὲς δραστηριότητες νὰ λάβουν χώρα καὶ στὴν περιοχὴ τῆς Μακεδονίας μὲ φοβερὰ ἀντίποινα ἀπὸ τὶς Τουρκικὲς ἀρχές, ἀνάγκασε τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ μετόχι. Ὁ Ἅγιος Βενέδικτος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ Ρουμποὺτ πασᾶ καὶ ὁδηγήθηκε σιδεροδέσμιος μεζὶ μὲ ἀρκετοὺς μοναχοὺς ἀπὸ τὰ μετόχια τῆς γύρω περιοχῆς στὴν Θεσσαλονίκη. Στὶς 12 Ἰουνίου 1821, ἔπειτα ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ πολλοὺς μοναχοὺς καὶ προεστοὺς τῶν γύρω χωριῶν τῆς Θεσσαλονίκης.
Τὴ νύχτα, μετὰ τὸ μαρτύριο, σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τοῦ Βίου, ἐπάνω ἀπὸ τὰ ἄταφα λείψανα τῶν Μαρτύρων ἐφαινόταν ἕνας φωτεινὸς σταυρός. Οἱ στρατιῶτες ποὺ τὰ ἐφύλαγαν, μόλις ἀντίκρισαν αὐτὸ τὸ θαῦμα ξαφνιάστηκαν καὶ τὸ ὁμολόγησαν στοὺς Χριστιανούς. Μὲ ἀφορμὴ τὸ θαῦμα ἐδόθηκε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ἡ ἄδεια νὰ ἐνταφιασθοῦν τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων.






Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐξ Ἰωαννίνων καὶ ἐν Θεσσαλονίκη ἀθλήσας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος ἐγεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα περὶ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Πέτρος. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Ἐσπούδασε στὴ Μπαλαναία Σχολὴ τῶν Ἰωαννίνων καὶ εἶχε ὡς διδάσκαλο τὸν Ἀναστάσιο Μπαλάνο ἢ Καμικάρη. Ἦταν φιλακόλουθος καὶ συμμετεῖχε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Μπουνίλας ἢ τῆς Παναγίας τῆς Περιβλέπτου.

Ὁ Πέτρος, μέσῳ τῆς κυρᾶς Βασιλικῆς, εὐνοουμένης τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, συνδέθηκε μὲ τοὺς πατέρες τῆς μονῆς Κωνσταμονίτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸν ἡγούμενο Χρύσανθο καὶ τὸν ἱερομάρτυρα Βενέδικτο, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει στὰ Ἰωάννινα γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς τους. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὸ μονὴ Κωνσταμονίτου λαβὼν τὸ ὄνομα Παῦλος.
Ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης προέτρεψε τὸν ἀρχηγὸ τῆς Μακεδονίας Ἐμμανουὴλ Παπᾶ νὰ ἀρχίσει τὴν Ἐπανάσταση ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ μεταφέρθηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια.






Ὁ Ἅγιος Συνέσιος ὁ Ὁσιομάρτυρας ἐκ Θεσσαλονίκης
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Συνέσιος συναριθμεῖται καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Βενέδικτο, Τιμόθεο καὶ Παῦλο τῆς ἱερᾶς μονῆς Κωνσταμονίτου, μεταξὺ τῶν μοναχῶν καὶ τῶν ἁπλῶν Χριστιανῶν ποὺ συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν Ρουμποὺτ πασᾶ στὰ περίχωρα τῆς Θεσσαλονίκης καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀμέσως μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ὁδηγήθηκαν στὴν πόλη, ἐβασανίσθηκαν ἀνηλεῶς καὶ θανατώθηκαν μὲ μαρτυρικὸ τρόπο. Ἐκτενεῖς πληροφορίες γιὰ τὸ βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ὁσιομάρτυρος μᾶς παραθέτει ὁ μοναχὸς Δοσίθεος Κωνσταμονίτης στὸ ἔργο του Νέον Ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν Ἱερομαρτύρων καὶ Ὁσιομαρτύρων, τὸ ὁποῖο συνέγραψε πιθανὸν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1830 – 1844, ὀλίγα χρόνια μετὰ τὰ συμβάντα.
Ὁ Ὁσιομάρτυρας Συνέσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ ἰδιαίτερη πατρίδα του ἦταν τὸ χωριὸ Τρίγλια τῆς ἐπαρχίας Προύσης τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὅταν ἔφθασε σὲ ἡλικία γάμου ἐγκατέλειψε τοὺς οἰκείους του καὶ γεμάτος ζῆλο γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ ἐπῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὴν ἀρχὴ μετέβη στὴ μονὴ Ἰβήρων, ὅπου ἐμόναζαν ὁ ἀδελφός του Θεόφιλος καὶ ὁ θεῖος του Γεράσιμος. Μὲ τὶς ἰδικές τους συστάσεις κατέληξε στὴ μονὴ Κωνσταμονίτου. Ἐκεῖ εὑρῆκε κάποιο μοναχὸ Ναθαναήλ, υἱὸ τοῦ οἰκονόμου παπᾶ Δημητρίου ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Αὐτὸς τὸν παρακίνησε καὶ παρέμεινε ὠς δόκιμος καὶ στὴ συνέχεια ἐκάρη μοναχός. Μετὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Τούρκων στὶς μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ πιο συγκεκριμένα ὅταν γιὰ δεύτερη φορὰ μοναχοί, καὶ μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Συνέσιος, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἐπίτροπο τοῦ Ἁγίου Ὄρους Σπανδωνῆ, ὁδηγήθηκαν στὴ Θεσσαλονίκη, ἐφυλακίσθηκαν καὶ μὲ διαταγὴ τοῦ Ρουμποὺτ πασᾶ τοὺς ἐβασάνισαν σκληρὰ μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι δὲν ἀπεκάλυψαν τοὺς κρυμμένους θησαυροὺς τῶν μοναστηριῶν. Ἐπὶ δυόμιση χρόνια οἱ μοναχοί, καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς καὶ ὁ Συνέσιος, φυλακισμένοι ὑφίσταντο τὰ σκληρὰ βασανιστήρια, μαρτυρώντας τελικὰ γιὰ τὴν πίστη τους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, Τριγλίας πέλων, χαίρων ἤσκησας, ἐν Ὄρει Ἄθῳ, Ὁσιομάρτυς Κυρίου Συνέσιε· καὶ μαρτυρίου ἀνύσας τὸ στάδιον, μαρτυρικῆς ἠξιώθης λαμπρότητος· ὅθεν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς νουνεχὴς καὶ μοναστὴς θεόληπτος, μαρτυρικῆς εὐκλείας κατηξίωσαι, καταπαλαίσας τὸν ἀλάστορα,, τῇ ἀνενδότῳ καρτερίᾳ σου· διὸ διπλοῖς στεφάνοις κατηγλάϊσαι, παρὰ Χριστοῦ Ὁσιομάρτυς ἔνδοξε· διό σε Συνέσιε γεραίρομεν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Τριγλίας θεῖος βλαστός, καὶ τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ, Μοναζόντων συγκοινωνός· χαίροις ὁ ἀθλήσας, ὐπὲρ Χριστοῦ νομίμως, Συνέσιε παμμάκαρ, Ἀγγέλων σύσκηνε.






Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐκ Βεροίας καὶ ἐν Θεσσαλονίκη ἀθλήσας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Τιμόθεος συναριθμεῖται καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Βενέδικτο, Συνέσιο καὶ Παῦλο τῆς ἱερᾶς μονῆς Κωνσταμονίτου ποὺ ἐμαρτύρησαν († 12 Ἰουνίου). Ἐκτενεῖς πληροφορίες γιὰ τὸ βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Τιμοθέου μᾶς παραθέτει καὶ πάλι ὁ μοναχὸς Δοσίθεος Κωνσταμονίτης στὸ μνημονευθὲν ἔργο του Νέον Ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν Ἱερομαρτύρων καὶ Ὁσιομαρτύρων.

Ὁ Ὁσιομάρτυς Τιμόθεος καταγόταν ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς Βεροίας καὶ συγκεκριμένα τὴν περιοχὴ ποὺ ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικὰ στὴ δικαιοδοσία τοῦ Μητροπολίτου Βεροίας, ὅπως παραθέτει χαρακτηριστικὰ ὁ βιογράφος Δοσίθεος Κωνσταμονίτης. Οἱ πληροφορίες ποὺ διαθέτουμε εἶναι ἐξαιρετικὰ λιγοστές. Γνωρίζουμε ὡστόσο ὅτι, ὅταν ὁ Τιμόθεος ἦταν νέος, ἐνυμφεύθηκε. Μετὰ τὸ θάνατο ὅμως τῆς συζύγου του, ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὰ κελλιὰ τῶν Καρυῶν, ἐπέλεξε τὴ μονὴ Κωνσταμονίτου, ὅπου ὅμως ὁ κοινοβιακὸς βίος τῆς ἀδελφότητος ἦταν σκληρός. Ἐκεῖ τελικὰ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔζησε στὴν ἡσυχία γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα.
Ὅταν ὁ Τιμόθεος συνελήφθη μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πατέρες τῆς Μονῆς καὶ ὁδηγήθηκε μὲ τὴ βία στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐφυλακίσθηκε, ἦταν ὁ μεγαλύτερος σὲ ἡλικία (πάνω ἀπὸ ἑξήντα ἐτῶν), ἐβασανίσθηκε καὶ ἐμαρτύρησε ἐπὶ Ρουμποὺτ πασᾶ, πιθανῶς τὸ 1822. Ἔτσι ἀξιώθηκε τοῦ στεφάνου τοῦ μαρτυρίου.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Fri Jun 06, 2014 11:43 am

13 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα ἡ Μάρτυς
Image
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀκυλίνα καταγόταν ἀπὸ τὴ Βύβλο ἢ Βίβλο τῆς Παλαιστίνης, ἦταν θυγατέρα τοῦ ἐπιφανοῦς ἄρχοντος Εὐτολμίου καὶ ἄθλησε, τὸ 298 μ.Χ. κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία πέντε ἐτῶν βαπτισθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Εὐθαλίου, τόσον ἀφοσιώθηκε στὸν Θεὸ καὶ τὴν μελέτη τῶν Γραφῶν, ὥστε δωδεκαετὴς ἐδίδασκε τοὺς ὁμηλίκους της νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων καὶ νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό. Ἔνεκα τῆς θεοφιλοῦς αὐτῆς δράσεώς της, καταγγέλθηκε στὸν ἀνθύπατο Οὐολοσιανό, συλληφθεῖσα δὲ καὶ ὁδηγηθεῖσα ἐνώπιον αὐτοῦ, ὁμολόγησε τὴ Χριστιανικὴ πίστη της. Ὁ ἀνθύπατος διέταξε ἀμέσως τὴ διὰ σκληρῶν βασάνων θανάτωσή της. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς καὶ τῆς ἐτρύπησαν τὰ αὐτιὰ μὲ πυρακτωμένη σούβλα, τὴν ἀποκεφάλισαν. Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνας ἐτελεῖτο στὸ ἁγιώτατο αὐτῆς Μαρτύριο, ποὺ ἦταν στὴν περιοχὴ τοῦ Φιλοξένου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κοντὰ στὸ Φόρο καὶ τὸ Περιτείχισμα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Τχὺ προκατάλαβε.
Παρθένος ἀκήρατος, καὶ Ἀθληφόρος σεμνή, ἐδείχθης τοῖς πέρασι, τῇ ἀγαπήσει Χριστοῦ, Ἀκυλίνα θεόνυμφε· σὺ γὰρ καθάπερ ῥόδον, νοητὸν τεθηλυῖα, ἔπνευσας ἐν ἀθλήσει, τῆς ἁγνείας τὴν χάριν, πρεσβεύουσα τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ραντισμοῖς αἱμάτων σου, καθηγνισμένην παρθένε, καὶ Μαρτύρων στέμμασι, σὲ Ἀκυλίνα στεφθεῖσαν, δέδωκε, τοῖς ἐν ἀνάγκαις τῶν νοσημάτων, ἴασιν, καὶ σωτηρίαν ὁ σὸς Νυμφίος, τοῖς προστρέχουσιν ἐν πίστει, Χριστὸς ὁ βρύων, ζωὴν αἰώνιον.

Μεγαλυνάριον.
Μύρων αἰσθομένη τῶν νοητῶν, Μάρτυς Ἀκυλίνα, ὡς νεᾶνις πανευπρεπής, κόσμου τὸ δυσῶδες, ἐμφρόνως ὑπερεῖδες, καὶ ἄθλοις μαρτυρίου, Χριστῷ νενύμφευσαι.







Ἡ Ἁγία Φηλίκουλα ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Φηλίκουλα ἔζησε κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους στὴ Ρώμη. Ἀρνηθεῖσα νὰ νυμφευθεῖ κάποιον ὀνόματι Φλάκκο καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἐκλείσθηκε στὴ φυλακὴ καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο.






Ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος Ἐπίσκοπος Λήδρας
Image
Ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος ἐγεννήθηκε στὴν Κύπρο πιθανῶς περὶ τὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ. Ὡς πατρίδα του θεωρεῖται ἡ Τριμυθούντα καὶ ἡ Λευκωσία. Σὲ ἕνα χειρόγραφο Συναξάρι ἀναφέρεται πὼς ὁ Ἅγιος εἶχε πατέρα ἕναν ἀπὸ τοὺς δώδεκα περιφανεῖς ἄνδρες ποὺ ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε μετεφέρει ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴ Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ὁ νεαρὸς Τριφύλλιος μὲ τὴ μητέρα του Δομνίκη πῆγαν νὰ προσκυνήσουν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στὴν ἐπιστροφή τους ἦλθαν στὴν Κύπρο. Ἐδῶ ὁ Τριφύλλιος συνδέθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα καὶ ἡ μητέρα του ἀργότερα ἔγινε μοναχή.

Ὁ Ἅγιος ἐσπούδασε νομικὰ στὴν περιώνυμη σχολὴ τῆς Βηρυτοῦ, ὅπου καὶ ἐδέχθηκε τὸ ἅγιο βάπτισμα. Ἐπανελθὼν στὴν Κύπρο ἐχειροτονήθηκε διάκονος ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, Ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος († 12 Δεκεμβρίου), καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ ρητορικὴ δεινότητά του καὶ τὸ χάρισμα τοῦ λόγου. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Λήδρας (Λευκωσίας) καὶ μετέσχε στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς, ποὺ ἔγινε τὸ 343 μ.Χ. Ὑπῆρξε σφοδρὸς πολέμιος τῶν αἱρετικῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἀρείου, φίλος καὶ ὑπερασπιστὴς τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου († 18 Ἰανουαρίου). Ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος († 15 Ἰουνίου), ἐπαινώντας τὸν Ἅγιο, γράφει ὅτι ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς εὐγλωττότερους κληρικοὺς τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ὅτι ἀνέγνωσε πολλὰ ἔργα του, ἐκ τῶν ὁποίων κανένα δὲ περισώθηκε.

Ὀ Ἅγιος ἦταν ἁπλὸς στὸ χαρακτήρα, ἀκτήμονας, αὐστηρὸς ἀσκητὴς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ 369 μ.Χ., καὶ εἶναι πολιοῦχος τῆς Λευκωσίας. Ἡ τίμια κάρα αὐτοῦ φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ Κύκκου τῆς Κύπρου.
Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἀραβικὲς ἐπιδρομές, ὄπως γράφει ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς, στὸ Χρονικό του, γύρω στὸν 15ο αἰώνα μ.Χ., Ἄραβες ἐπιδρομεῖς ἄνοιξαν καὶ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Τριφυλλίου μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ εὕρουν κάποιο θησαυρό. Ἀντὶ ἄλλου θησαυροῦ εὑρῆκαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ποὺ ἦταν ἀνέπαφο καὶ εὐωδιάζον. Γεμάτοι ἀγριότητα ἀπέκοψαν μὲ μαχαίρι τὴν τιμία κεφαλὴ καὶ ἀμέσως ἀπὸ τὸν λαιμὸ ἔτρεξε ἄφθονο αἷμα. Τότε ἐπῆραν τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ ἐπῆγαν κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Φανερωμένης, ὄπου ἄναψαν φωτιὰ γιὰ νὰ τὸ κάψουν. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ἀνέπαφο.






Ὁ Ἅγιος Ἀντίπατρος Ἐπίσκοπος Βόστρων

Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἀντίπατρος, Ἐπίσκοπος Βόστρων, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 5ου αἰώνος μ.Χ. Περὶ τοῦ Βίου του δὲν γνωρίζουμε κάτι σχετικό, ἀπὸ τὸ συγγραφικό του ἔργο δὲ διασώθηκαν δύο λόγοι του στὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ Γενέθλιον τοῦ Προδρόμου καὶ ἀποσπάσματα συγγράμματος κατὰ τῆς ὑπὲρ τοῦ Ὠριγένους Ἀπολογίας τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας. Ἡ ἀποδιδόμενη σὲ αὐτὸν συγγραφὴ κατὰ τοῦ Ἀπολιναρίου Λαοδικείας ἀποδείχθηκε ὅτι δὲν εἶναι ἰδική του.

Ὁ αὐτοκράτορας Λέων Α’ (457 – 474 μ.Χ.) συμβουλεύθηκε τὸν Ἅγιο, τὸ 457 μ.Χ., περὶ τοῦ κύρους τῆς ἐν Χαλκηδόνι Συνόδου, ἀλλὰ ἡ ἀπάντηση δὲν διασώθηκε.
Ὁ Ἅγιος Ἀντίπατρος ἔχαιρε ἐνωρὶς τιμῆς ὡς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἅγιο βίο του καὶ τὴν πίστη του στὴν ὀρθὴ πίστη καὶ διδασκαλία. Συνδεόταν διὰ πνευματικῆς φιλίας μὲ τὸν Ὅσιο Εὐθύμιο τὸν Μεγάλο († 437 μ.Χ.). Ὁ ἀββᾶς Γελάσιος ἐδιάβαζε στοὺς μοναχοὺς τῆς Μεγάλης Λαύρας τῶν Ἱεροσολύμων, κατὰ τὸν ἐκκλησιασμό τους, τὰ ὅσα εἶχε γράψει ὁ Ἅγιος κατὰ τῆς ὠριγενείου κακοδοξίας. Κατὰ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀνεγνώσθησαν ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ κείμενά του. Ὁ Ὅσιος Ἀντίπατρος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ ἐξ ἀπάτης τὸν ἀντίχριστον προσκυνήσας
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἤκμασε ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος. Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Χριστό, ὥστε διεμοίρασε τὰ ὐπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐγκατέλειψε κάθε κοσμικὴ ἀπόλαυση, πλὴν τῆς ὑπερηφάνειας, τὴν ὁποία ἐπέτειναν οἱ ἔπαινοι τοῦ πλήθους πρὸς αὐτόν. Ἀποσυρθεὶς σὲ κελί, ἀσκήτεψε. Ἡ ὑπερηφάνειά του ὅμως τὸν ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὴ θεία Χάρη καὶ ἔτσι ὁ σατανᾶς εὑρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ εἰσβάλει στὸ πνεῦμά του. Παρουσιασθείς, λοιπόν, ἐνώπιον αὐτοῦ ὁ δαίμονας μεταμφιεσμένος σὲ ἄγγελο, τοῦ ἀνήγγειλε ὄτι τὴ νύχτα ἐκείνη θὰ τὸν ἐπισκεπτόταν ὁ Χριστός. Τυφλωμένος ὁ Ἰάκωβος ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του, ἐπίστεψε στὰ λεχθέντα καὶ ἀφοῦ ἐκαθάρισε τὸ κελί του, ἄναψε θυμιάματα καὶ λαμπάδες καὶ ἀνέμενε τὸν Κύριο. Περὶ τὰ μεσάνυχτα κατέφθασε μὲ δόξα καὶ φαντασία πολλὴ ὁ ἀντίχριστος. Ἀμέσως ὁ Ἰάκωβος ἔσπευσε, ἄνοιξε τὴ θύρα καὶ τὸν προσκύνησε. Κατὰ θεία ὅμως οἰκονομία, αὐτὸς δὲν εἰσῆλθε στὸ κελί, ἀλλ’ ἀφοῦ ἐκτύπησε τὸν Ἰάκωβο στὸ μέτωπο, ἐξαφανίσθηκε. Τότε ὁ Ἰάκωβος ἀντιλήφθηκε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ πρωὶ ἔσπευσε κλαίοντας καὶ θρηνώντας σὲ γέροντα μοναχὸ καὶ ἐξιστόρησε σὲ αὐτὸν τὰ συμβάντα, ἐκλιπαρώντας τὴ βοήθεια πρὸς ἐξιλέωση τοῦ ἁμαρτήματός του. Ὁ γέροντας, ἀφοῦ τὸν ἐπέπληξε γιὰ τὴν ἀνόητη ὑπερηφάνειά του, τὸν ἀπέστειλε σὲ κοινόβιο, γιὰ νὰ ἐξασκηθεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη. Εὐπειθὴς ὁ Ἰάκωβος, διῆλθε ἑπτὰ ἔτη ὡς ὑπηρέτης τοῦ μαγειρείου τοῦ κοινοβίου καὶ ἄλλα πέντε ὑπηρετῶν πότε τὸν ἕνα καὶ πότε τὸν ἄλλον, ὑπακούων ταπεινὰ σὲ ὅλους τοὺς κανονισμοὺς τοῦ κοινοβίου. Ἔτσι ὁ Ἰάκωβος ἐταπεινοφρόνησε, ἀπέβαλε τὸν ἐγωισμό του, ἀποκαταστάθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς θαυματουργικῆς χάριτος. Ἀφοῦ διῆλθε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ ὁσιότητα καὶ ταπείνωση, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ἡ Ὁσία Ἄννα καὶ ὁ υἱὸς αὐτῆς Ἰωάννης
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τῶν Ὁσίων.







Ὁ Ἅγιος Διόδωρος ὁ Μάρτυρας ὁ ἐξ Ἐμέσης
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἔμεσα καὶ ἐμαρτύρησε σταυρωθείς.







Οἱ Ἅγιοι Μύριοι Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διὰ ξίφους.







Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης καὶ ἄλλοι θεωροῦν ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ Εὐλογίου, Πατριάρχου Ἀντιοχείας, ἀφοῦ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, φέρεται κατὰ τὴ 13η Φεβρουαρίου. Ὅμως στοὺς Πατριαρχικοὺς καταλόγους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας δὲν ἀναφέρεται τὸ ὄνομα Εὐλόγιος.






Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ὁ ἐν Μόσχᾳ ἀσκήσας

Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος τῆς Μόσχας καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ροστὼφ τῆς Ρωσίας καὶ ἔζησε τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἀγάπησε τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ σὲ μικρὴ ἡλικία εἰσῆλθε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ραντονέζ. Γιὰ πολλὰ χρόνια ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ καὶ τὸ ὄνομά του συνδέθηκε μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Σωτῆρος τῆς Μόσχας.

Ἡ ἱστορία τοῦ μοναστηριοῦ ξεκινᾶ μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου Ἀλεξίου, ὁ ὁποῖος μετέφερε ἕνα ἀντίγραφο τῆς Ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος. Κατὰ τὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Μόσχα, ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξιος ἔπεσε σὲ τρικυμία καὶ παραλίγο νὰ ναυαγήσει τὸ πλοῖο. Ὁ Ἐπίσκοπος ἔταξε νὰ κτίσει ἕνα μοναστήρι, τὸ ὁποῖο θὰ ἀφιέρωνε στὸν Ἅγιο ἢ στὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἐτιμοῦσε ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἡμέρα ποὺ διασώθηκε τὸ πλοῖο μὲ τοὺς ἐπιβάτες του. Ἡ τρικυμία εἶχε γίνει στὶς 16 Αὐγούστου, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς μετακομιδὴς τῆς Ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος στὴν Ἔδεσσα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὴν ὁποία κατὰ τὴν παράδοση δὲν ἱστόρησε ἀνθρώπινο χέρι. Σὲ ἐκπλήρωση τοῦ τάματος ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξιος ἀπεφάσισε νὰ ἀφιερώσει τὸ μοναστήρι στὸ Σωτήρα Χριστό, τὸ ὁποῖο ἐκτίσθηκε στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γιάουζα τῆς Μόσχας. Μετὰ ἀπὸ ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ, ὁ Ἀλέξιος ἐκάλεσε ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸν Ὅσιο Ἀνδρόνικο καὶ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὸ ἔργο τῆς οἰκοδομήσεως τοῦ νέου μοναστηριοῦ, ἐνῶ τὸ 1361 τοῦ ἀνέθεσε καὶ τὴν ἡγουμενία.

Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ἀφιερώθηκε στὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ λόγῳ τῆς ταπεινοφροσύνης του προσείλκυσε κοντά του πολλοὺς νέους, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ ἐπιδοθοῦν στὴ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ τὸ μοναχικὸ βίο. Ὁ Ἅγιος Σέργιος ἐπισκεπτόταν τακτικὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸ μαθητή του, προκειμένου νὰ τὸν ἐνθαρρύνει στὴν ἄσκησή του. Ὁ Ἅγιος Σέργιος ἐστάθμευσε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀνδρονίκου καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδίου του πρὸς τὸ Νόβγκοροντ συμφιλίωσε τὸν πρίγκιπα Βόριδα μὲ τὸν πρίγκιπα τῆς Μόσχας. Ἐπάνω στὶ σημεῖο τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τῶν δύο Ἁγίων ἐκτίσθηκε ἕνα παρεκκλήσιο.

Ὄταν λίγο ἀργότερα ὁ Μητροπολίτης τῆς Μόσχας Ἀλέξιος συνόδευσε τὸν μεγάλο πρίγκιπα Δημήτριο στὸ ταξίδι του πρὸς τὸν ποταμὸ Ὄκα, προκειμένου νὰ ξεκινήσει τὶς διαπραγματεύσεις μὲ τὸν Χάν, ἐσταμάτησαν στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀνδρονίκου, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν μαζὶ στὴν Ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ἀκτινοβολοῦσε στὸ πρόσωπό του τὶς μεγάλες του ἀρετές. Ἔζησαν κοντά του οἱ Ὅσιοι Σάββας καὶ Ἀλέξανδρος, Δανιὴλ ὁ Μαῦρος καὶ ὁ Ἀνδρέας Ρουμπλιώφ, ποὺ ἦσαν μεγάλοι καὶ γνωστοὶ εἰκονογράφοι.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1404. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος.







Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ὁ ἐν Μόσχᾳ ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐγεννήθηκε στὴ Ρωσία. Ὡς μοναχὸς ἀκολούθησε τὰ βήματα τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ καὶ ἀργότερα ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος τοῦ Ἀνδρονίκου τῆς Μόσχας. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ 1427, καὶ τὸ τίμιο λείψανο αὐτοῦ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἀνδρονίκου.







Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὁ Ἰβηρίτης
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰβηρία καὶ ἔζησε τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ. Ἐξελέγη Μητροπολίτης στὴ Ρουμανία καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1716.







Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Νικολάου τοῦ Ἱερομάρτυρος
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἑορτάζεται ἡ εὕρεσις τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Νικολάου, τοῦ ἐν Καρυαῖς τῆς Λέσβου. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jun 14, 2014 12:06 am

14 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ὁ Προφήτης Ἐλισσαῖος
Image
Ὁ Προφήτης Ἐλισσαῖος καταγόταν ἐξ Ἀβελμαοὺλ τῆς γῆς Μανασσῆ, ἦταν υἱὸς τοῦ πλούσιου ἀγρότου Σαφάτ, ἀπὸ τὴν κοιλάδα Ἀβελμαουλά, ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γεωργοῦ καὶ ἤκμασε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 9ου αἰῶνος π.Χ.

Ὁ Προφήτης Ἠλίας († 20 Ἰουλίου) εὑρῆκε τὸν Ἐλλισαῖο μὲ τὸ ἄροτρο στὸν ἀγρό του καὶ ἐκάλεσε αὐτὸν νὰ τὸν ἀκολουθήσει, ἀφοῦ ἔρριψε ἐπάνω του τὴ μηλωτή του. Ἡ πράξη αὐτὴ συμβόλιζε τὴν κλήση τοῦ Ἐλισσαίου στὸ προφητικὸ ἀξίωμα καὶ τὴν ἐξ αὐτοῦ ἄντληση ἰσχύος καὶ θείας αὐθεντίας. «... Καὶ Ἐλισσαιὲ τὸν υἱὸν Σαφὰτ χρίσεις εἰς προφήτην ἀντὶ σοῦ... καὶ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ εὑρίσκει τὸν Ἐλισσαιὲ τὸν υἱὸν Σαφὰτ καὶ οὗτος ἠροτρία ἐν βουσί – δώδεκα ζεύγη καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς δώδεκα – καὶ ἀπῆλθεν ἐπ’ αὐτὸν καὶ ἐπέρριψε τὴν μηλωτὴν αὐτοῦ ἐπ’ αὐτόν». Ἀμέσως ὁ Ἐλλισαῖος, ἀφοῦ ἔσφαξε καὶ διεμοίρασε ζεῦγος βοῶν, ἀκολούθησε τὸν Ἠλία. Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκαν τὰ Γάλγαλα, τὴ Βαιθὴλ καὶ τὴν Ἱεριχώ, διέβησαν τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ, ὅπου ὁ Ἠλίας, ἐπιβὰς πυρίνου ἅρματος, ἐξαφανίσθηκε, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε στὰ χέρια τοῦ Ἐλισσαίου τὴ μηλωτή του, διὰ τῆς ὁποίας αὐτὸς ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα. Διὰ τῆς μηλωτὴς τοῦ Προφήτου Ἠλία διεχώρησε ἀργότερα τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ καὶ ἐπέρασε αὐτόν, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ «υἱοὶ τῶν Προφητῶν» διέγνωσαν σὲ αὐτὸν τὸ πνεῦμα τοῦ διδασκάλου τους Ἠλία καὶ τὸν προσκύνησαν ἕως ἐδάφους.

Ἡ προφητικὴ δράση τοῦ Ἐλισσαίου καλύπτει τὰ χρονικὰ διαστήματα τῶν βασιλειῶν τῶν βασιλέων τοῦ Ἰσραὴλ Ἰωράμ, Ἰηοῦ, Ἰωαχὰζ καὶ Ἰωὰς (851 – 825 π.Χ.), τῶν ὁποίων ὑπῆρξε εὐεργετικὸς καὶ συνετὸς σύμβουλος. Ὑπῆρξε ἡ ψυχὴ τῆς προφητικῆς ἀντιστάσεως ἐναντίον τῆς δυναστείας τοῦ Ἀμβρὶ δίδοντας ὁ ἴδιος θαρραλέα τὸ σύνθημα τῆς ἐξεγέρσεως καὶ ἀνέδειξε ἀντὶ τοῦ Ἰωρὰμ τὸν Ἰοὺ βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιφέρει στὴ χώρα θρησκευτικὴ μεταρρύθμιση.

Ἡ δράση του ὡς Προφήτου ἐμφανίζεται κυρίως συνυφασμένη μὲ ἔκτακτες ἐνέργειες καὶ παντοειδὴ θαύματα. Μετέβαλε σὲ πόσιμα τὰ ἁλμυρὰ ὕδατα πηγῆς στὴν Ἱεριχώ, εὐλόγησε τὸ στράτευμα τοῦ βασιλέως Ἰωρὰμ καὶ ἔτσι αὐτὸ ἱκανώθηκε νὰ νικήσει τοὺς Μωαβίτες, ἐπολλαπλασίασε τὸ λάδι τῆς πτωχῆς χήρας, γιὰ νὰ ἀπαλλάξει αὐτὴν ἀπὸ δυσβάστακτα χρέη, ἀνέστησε τὸν πεθαμένο υἱὸ τῆς πλούσιας Σουναμίτιδος χήρας ποὺ τὸν ἐφιλοξένησε, μετέβαλε σὲ φαγώσιμη τὴ δηλητηριασμένη τροφὴ τῶν «υἱῶν τῶν Προφητῶν», ἐχόρτασε μὲ 20 κρίθινους ἄρτους ἑκατὸ πεινασμένους ἀνθρώπους, ἐθεράπευσε ἀπὸ τὴ λέπρα τὸν Ἀραμαῖο ἄρρωστο στρατηγὸ Ναιμάν, ἐτιμώρησε μὲ τὴν ἴδια ἀσθένεια τὸ φιλάργυρο καὶ πονηρὸ ὑπηρέτη του Γιεζί, καὶ τόσα ἄλλα.

Πλήρης ἡμερῶν, ἐπὶ βασιλέως Ἰωάς, ἀπέθανε καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Σεβαστούπολη τῆς Σαμαρείας, ὑπὸ τοὺς θρήνους τοῦ βασιλέως καὶ ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ.

Ἐπὶ αὐτοκράτορος Βυζαντίου Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.) τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα ἀνεκομίσθησαν καὶ μεταφέρθηκαν στὴ μονὴ Παύλου τοῦ λεπροῦ, ποὺ ἦταν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀργότερα δὲ μετακομίσθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκαν στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ναὸ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου ἀνήγειρε στὸ παλάτι τῶν Πηγῶν, στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών (867 – 886 μ.Χ.).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ὑποφήτην ἀληθῆ τοῦ Σωτῆρος, καὶ τῶν ἐν τῷ νόμῳ παιδευτὴν καὶ φωστῆρα, τοῖς πόρρω σε ἐδήλωσεν ὁ τόκος σου σοφέ· σὺ γὰρ κληρωσάμενος, τοῦ Θεσβίτου τὴν χάριν, θαύμασι διέπρεψας, καὶ δυνάμεσι πλείσταις. Καὶ νῦν ἀπαύστως φύλαττε ἡμᾶς, ὦ Ἐλισσαῖε, Προφῆτα θεσπέσιε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Διπλῆν τὴν χάριν εἰληφὼς παρὰ τοῦ Πνεύματος

Προφήτην ὤφθης θαυμαστὸς πᾶσι τοῖς πέρασι

Τοὺς ὑμνοῦντάς σε λυτρούμενος ἐκ κινδύνων

Καὶ δωρούμενος τὴν χάριν τῶν θαυμάτων σου,

Ἐλισσαῖε, τοῖς ἐκ πόθου σοι προστρέχουσι
Καὶ κραυγάζουσι, χαίροις σκεῦος τῆς χάριτος.

Μεγαλυνάριον.
Σύσκηνος ὑπάρχων καὶ φοιτητής, Ἠλιοὺ παμμάκαρ, Ἐλισσαῖε τοῦ ζηλωτοῦ, τῆς ἐκείνου δόξης, ἀνάπλεως ἐδείχθης, θαυμάτων ἐνεργείᾳ, καταλαμπόμενος.






Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ὁ Ὁμολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.), καταγόταν ἀπὸ τὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας καὶ ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια. Ἀφοῦ ἐπεράτωσε στὴ γενέτειρά του τὶς σπουδές του, μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς ἐξεύρεση ἀνάλογης πρὸς τὴ μόρφωση καὶ τὶς ἱκανότητές του ἐργασίας. Ἐκεῖ ὅμως, μὲ προτροπὴ κάποιου μοναχοῦ, ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ Χηνολάκκου καὶ ἐκάρη μοναχός. Διακρινόμενος γιὰ τὴν ἀσκητικότητα, τὴ βαθιὰ μόρφωση, τὴν εἰλικρινὴ εὐσέβεια καὶ τὸ καθαρὸ ἡρωικὸ φρόνημά του, ἔγινε θαυμαστὴς καὶ φίλος τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου († 11 Νεομεβρίου) καὶ περιῆλθε μαζί του διάφορους τόπους, βοηθώντας αὐτὸν στοὺς ὑπὲρ τῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀγῶνές του.

Κατ’ ἀρχὰς ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος προσπάθησε νὰ προσεταιρισθεῖ τὸν Ἅγιο Μεθόδιο, ἐπιδαψιλεύοντας πολλὲς περιποιήσεις καὶ ἐπιδεικνύοντας ἰδιαίτερη πρὸς αὐτὸν ἐκτίμηση. Αὐτὸς ὅμως, τιμώντας τὸν αὐτοκράτορα, δὲν ἔπαψε νὰ παραμένει πιστὸς στὴν Ὀρθόδοξη πίστη του, νὰ κατακρίνει μὲ θάρρος καὶ παρρησία τὰ κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων αὐτοκρατορικὰ διατάγματα καὶ νὰ κατηχεῖ πολλοὺς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ περιβάλλοντος στὰ θεῖα διδάγματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἕνεκα ὅμως τοῦ ὑπερβολικοῦ ζήλου του ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, συνελήφθη, ἐμαστιγώθηκε μὲ φρικώδη τρόπο καὶ δέσμιος ἐρρίφθηκε, μὲ δύο ληστές, ἐντὸς λάκκου στὴ νῆσο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀκρίτα, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια, ὄχι δὲ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴ νῆσο Ἀντιγόνη, ὅπως θέλει διασωθεῖσα παράδοση.

Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Θεοφίλου, ἡ διαδεχθεῖσα αὐτὸν Θεοδώρα ἀνεκάλεσε τὸν Ἅγιο Μεθόδιο στὴν Κωνσταντινούπολη, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Ὁσίου Ἰωαννικίου, τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ ἀσκήσαντος († 4 Νοεμβρίου), καὶ μὲ κοινὴ ψῆφο κλήρου καὶ λαοῦ, στὶς 12 Φεβρουαρίου 842 μ.Χ., ἀνῆλθε στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο.

Πρῶτο μέλημα τοῦ ἁγίου Πατριάρχου ὑπῆρξε ἡ ὁριστικὴ ρύθμιση τοῦ ζητήματος τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτό, στὶς 19 Φεβρουαρίου 842 μ.Χ., συγκρότησε ὑπὸ τὴν προεδρία του Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναστήλωσε τὶς ἅγιες εἰκόνες καὶ ἀναθεμάτισε τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς εἰκονομαχίας. Ἡ ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων ἑορτάσθηκε διὰ μεγαλοπρεποῦς ἀνὰ τὴν πόλη λιτανείας, μὲ συμμετοχὴ ὅλων τῶν παρεπιδημούντων ἐπισκόπων καὶ κληρικῶν στὴν κωνσταντινούπολη, τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας μετὰ τοῦ ὑπ’ αὐτῆς ἐπιτροπευομένου ἀνήλικου υἱοῦ της αὐτοκράτορος Μιχαὴλ καὶ σύμπαντος τοῦ λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἔκτοτε ἐθεσπίσθηκε νὰ ἑορτάζεται πανηγυρικὰ ὁ θρίαμβος αὐτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν Α’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, τῆς Ὀρθοδοξίας.

Οἱ Στουδίτες, φίλοι καὶ σύμμαχοι τοῦ νέου Πατριάρχου, μέχρι τῆς ἐκλογῆς του στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἰκανοποιημένοι ἀπὸ τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, ξαφνικὰ ἔγιναν οἱ βιαιότεροι ἐχθροὶ τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου. Τὰ αἴτια τῆς ἐχθρότητος αὐτῆς τῶν Στουδιτῶν εἶναι πολλαπλά. Δὲν πρέπει νὰ διαφεύγει τῆς προσοχῆς ὅτι ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ἐξελέγη Πατριάρχης, ἐνῶ τέσσερις Στουδίτες συνυποψήφιοι ἀγνοήθηκαν.

Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ἐφρόντισε καὶ μετεκομίσθησαν μὲ τιμὴ στὴν Κωνσταντινούπολη τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν τελειωθέντων στὴν ἐξορία Ἁγίων Νικηφόρου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως († 2 Ἰουνίου) καὶ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Ἡ μετακομιδὴ ἔλαβε χώρα στὶς 26 Ἰανουαρίου 844 μ.Χ.

Τὸν ὑπόλοιπο βίο του διῆλθε ἐπουλώνοντας τὶς πληγὲς ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία, ζώντας ἀσκητικά, παρὰ τὸ ὑπέργηρο τῆς ἡλικίας του, διακρινόμενος στὸ χάρισμα τῆς καλλιγραφίας καὶ τὴ μεταγραφὴ πολλῶν Ψαλτηρίων.

Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 847 μ.Χ., ἡ δὲ Ἐκκλησία, ἐπιβραβεύουσα τοὺς ὑπὲρ αὐτῆς ἀγῶνές του, τὸν κατέταξε μεταξὺ τῶν Ὁμολογητῶν της.
Πρὸ τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ αὐτοκράτορας ἐρχόμενος τὴν δεύτερη ἡμέρα τοῦ Πάσχα προσευχόταν καὶ ἄναβε κεριά.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Εὐσεβείας τὴν μέθοδον προβαλλόμενος, αἱρετικῶν διαλύεις τὰς ἐπινοίας στερρῶς, Ὀρθοδόξων ἡ κρηπὶς Πάτερ Μεθόδιε· τὴν γὰρ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἀνεστήλωσας τιμᾶν, ὡς θεῖος ἱεροφάντωρ· καὶ νῦν ἀεὶ ἐκδυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἱερόν, ὁμολογίας πρόβολον, καὶ ἀρραγές, τῆς Ἐκκλησίας ἔρεισμα, Ἱεράρχην σε περίδοξον, ὁ Ἰησοῦς προεχειρίσατο· τὴν τούτου γὰρ Εἰκόνα κατασπάζεσθαι, ἐν σχέσει ἀνεκήρυξας Μεθόδιε, παρέχων ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς Ὀρθοδοξίας λύρα τερπνή, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὑποβάθρα θεοπαγής, ὤφθης Ἱεράρχα, Εἰκονομάχων θράσος, εἰς γῆς κατεδαφίσας, Πάτερ Μεθόδιε.






Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Γορτύνης
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, Ἐπίσκοπος Γορτύνης, ἐμαρτύρησε στὴν Κρήτη κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ) καὶ ἐπὶ ἡγεμόνος τῆς νήσου Ἀγριανοῦ. Ὁ διωγμὸς ἄρχισε τὸ 303 μ.Χ. Ὁ Διοκλητιανὸς (284 – 305 μ.Χ.), ἐνδίδοντας στὶς πιέσεις τοῦ συνάρχοντος Μαξιμιανοῦ, ἐξέδωσε τὸ πρῶτο διάταγμα στὴ Νικομήδεια. Ἀκολούθησαν τὰ διωκτικὰ διατάγματα τοῦ Δεκίου καὶ προσετέθησαν καὶ ἄλλου, ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν καταστροφὴ τῶν ἱερῶν βιβλίων καὶ ἰδιαίτερα στὴ δίωξη ἱερέων καὶ ἐπισκόπων.
Ὁ Ἅγιος ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος σὲ ἡλικία 68 ἐτῶν καὶ ἐποίμανε τὴν Ἐκκλησία Γορτύνης ἐπὶ εἴκοσι πέντε χρόνια. Μὲ πολλὴ παρρησία, σὲ προχωρημένη ἡλικία, ἀντιμετώπισε τὸν ἡγεμόνα καὶ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ μιαροφαγήσει. Οἱ ἰαμβικοὶ τρίμετροι, ποὺ ὑπάρχουν στὰ Μηναῖα, εἶναι χαρακτηριστικοί:

«Εἰ καὶ γέρων ἦν ὁ Κύριλλος Γορτύνης,

Ἡβῶσαν εἶχε πρὸς τὸ ξῖφος τὴν καρδίαν».

Ἔτσι καταδικάσθηκε στὸ διὰ ξίφους θάνατο. Ὁδηγήθηκε σὲ τόπο ὀχυρὸ καὶ τραχύτατο ποὺ λεγόταν Ράξον, ὅπου ἐμαρτύρησε καὶ ἐνταφιάσθηκε.
Ὁ Ἅγιος, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μαρτυρίου του, προεῖδε τὸ θάνατό του δι’ ὁράματος. Εἶδε ὅτι ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου ἐπάνω σὲ ἅμαξα ποὺ ἔσυραν ζεῦγος βοῶν. Τὰ νεώτερα Συναξάρια ἀναφέρουν πέρα τῶν γνωστῶν στοιχείων καὶ ἕνα ἀκόμη, τὸ ὁποῖο ἐλήφθη ἀπὸ τὴ λατινικὴ παράδοση. Πρόκειται περὶ τῆς πληροφορίας κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἅγιος Κύριλλος παραδόθηκε πρῶτα στὸ πῦρ, ἀλλὰ τὰ δεσμὰ μὲ τὰ ὁποῖα εἶχαν δέσει τὸν Ἅγιο ἐκάηκαν καὶ ἐκεῖνος ἔμεινε ἄφλεκτος. Ἡ εἴδηση αὐτὴ εἶναι ξένη πρὸς τὴν ἑλληνικὴ παράδοση καὶ εἰσῆλθε ἀπὸ τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία. Σὲ ἄλλα Συναξάρια καὶ Μηνολόγια ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἀναφέρεται στὶς 9 Ἰουλίου.







Οἱ Ἅγιοι Οὐαλέριος καὶ Ρουφίνος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Οὐαλέριος καὶ Ρουφίνος ἦσαν στρατιωτικοὶ καὶ ἐμαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).







Ἡ Ὁσία Ἰουλίττα
Ἡ Ὁσία Ἰουλίττα ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Μστισλάβος – Γεώργιος ὁ Ἀνδρεῖος πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ
Ὁ Ἅγιος Μστισλάβος – Γεώργιος, ὁ ἐπικληθεὶς Ἀνδρεῖος, υἱὸς τοῦ ἡγεμόνος Ροστισλάβου – Μιχαήλ, ἐγεννήθηκε, τὸ 1136, στὴ Ρωσία. Ἡγεμόνευε τοῦ Κιέβου, ὅταν ἀνῆλθε στὸ θρόνο τοῦ Βλαδιμὶρ ὁ μέγας ἡγεμόνας Ἀνδρέας (1169). Αὐτός, ὑποπτευόμενος τὸν Μστισλάβο –Γεώργιο καὶ τοὺς ἀδελφούς του Ρούρικ καὶ Δαβίδ, τοὺς προσέταξε νὰ φύγουν ἀπὸ τὶς μεσημβρινὲς ἐπαρχίες καὶ ἐκχώρησε τὸ Κίεβο στὸν ἡγεμόνα τοῦ Τορσένσκ Μιχαήλ. Αὐτοὶ ἐξεγέρθηκαν γιὰ τὴ γενόμενη ἀδικία, εἰσῆλθαν νύχτα στὸ Κίεβο καὶ ἐνθρόνισαν ἡγεμόνα τὸν Ρούρικ. Ὁ ἡγεμόνας Ἀνδρέας εἰδοποίησε τὸν Μστισλάβο – Γεώργιο, ποὺ ἐθεωρεῖτο ἀρχηγὸς τῶν στασιαστῶν, ὅτι δὲν θὰ ἐπέτρεπε σὲ αὐτὸν νὰ μείνει ἐπὶ ρωσικοῦ ἐδάφους. Ὁ Μστισλάβος ὅμως διέταξε νὰ κόψουν τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένεια τοῦ πρεσβευτοῦ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος. Ὁ Ἀνδρέας, ὀργισμένος ἀπὸ τὴν προσβολή, ἐξεστράτευσε μὲ δύναμη 10.000 ἀνδρῶν κατὰ τοῦ Μστισλάβου, ὁ ὁποῖος κλεισθεὶς στὸ φρούριο Βισεγορὸδ ὑφίστατο τὴν πολιορκία ἐπὶ ἐννέα ἑβδομάδες. Σὲ βοήθειά του προσέτρεξε τότε ὁ ἡγεμόνας τῆς Λουτσίσκ. Οἱ πολιορκητὲς τότε ἐφοβήθησαν καὶ τὴ νύχτα ἐδραπέτευσαν. Τὸ πρωὶ ὁ Μστισλάβος ἐπιτέθηκε μὲ ὀλίγους ἀνδρες κατὰ τῶν ἐχθρῶν του καὶ τοὺς ἐνίκησε. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἐθεωρεῖτο ὡς ὁ ἀνδρειότερος ἡγεμόνας τοῦ αἰῶνος. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Μστισλάβος ἐκληρονόμησε τὴ μεγάλη ἡγεμονία τοῦ φονευθέντος Ἀνδρέου καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν πρωτεύουσα τῆς τότε Ρωσίας Βλαδιμίρ. Τὸ Νόβγκοροντ ἐξέλεξε, ἐπίσης, ἡγεμόνα αὐτοῦ τὸν Ἅγιο Μστισλάβο, ὁ ὁποῖος κατέκτησε τὴν Ἐσθονία μέχρι θαλάσσης καὶ ἑτοιμαζόμενος γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Λιβονίας ἀσθένησε καὶ ἀπέθανε, τὸ 1180, ἐνῶ λίγο πρὶν ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.






Ὁ Ὅσιος Νήφων ὁ Καυσοκαλυβίτης
Ὁ Ὅσιος Νήφων ἐγεννήθηκε, τὸ 1315, στὸ χωριὸ Λούκοβο τῆς Χειμάρρας, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται καὶ Χειμαρριώτης. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱερέας εὐλεβέστατος. Ἀπὸ μικρὸς μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ ἔγινε πολυμαθέστατος. Ἐπειδὴ διψοῦσε νὰ μάθει περισσότερο τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, κατέφυγε στὴ μονὴ Γηρομερίου, ὅπου ἔγινε ὑποτακτικὸς σὲ ἕνα γέροντα Σιναΐτη ἀσκητή. Ἐκεῖ ἐδιδάχθηκε τοὺς κανόνες τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ τὴν τέχνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Σὲ νεαρὴ ἡλικία εἰσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Μεσοποτάμου τοῦ Δελβίνου, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν.

Ὁ Ὅσιος Νήφων, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέροντός του, ἦλθε γιὰ μεγαλύτερους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου († 12 Ἰουνίου), κοντὰ στὰ μέρη τῆς ἱερᾶς μονῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἐκεῖ ἔγινε ὑποτακτικὸς τοῦ θαυμαστοῦ ἀσκητοῦ Θεογνώστου. Μετὰ τριετία ἀναχωρεῖ καὶ ἔρχεται στὸ Κάθισμα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅπου ἔζησε 14 χρόνια μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή. Ἔζησε ἄλλη μιὰ τριετία ὡς ἐφημέριος στὰ Καθίσματα τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ ἀρκετὰ χρόνια στὰ Βουλευτήρια. Ἐπειδὴ ὅμως ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία, κατέφυγε ὡς ὑποτακτικὸς στὸν Ὅσιο Μάξιμο τὸν Καυσοκαλυβίτη († 13 Ἰανουαρίου), ὅπου μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση διήνυσε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του μὲ μετάνοια.
Ὁ Ὅσιος Νήφων ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1411.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Ἠπείρου τὸν γόνον καὶ τοῦ Ἄθωνος ὄρπηκα, καὶ τῶν ἱερέων τὴν δόξαν, τὸν θεόληπτον Νήφωνα, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς· ἀσκήσει γὰρ ὁσίων ἀρετῶν, οὐρανίων χαρισμάτων ἀξιωθείς, λαμπρύνει τοὺς κραυγάζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ, πάντων τὰ αἰτήματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ Ἄθῳ ἔλαμψας ὡς ἑωσφόρος, Μοναστῶν τὸν σύλλογον, ταῖς σαῖς λαμπρύνων ἀρεταῖς, Ὅσιε Νήφων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ στεφάνῳ τῆς δόξης κεκόσμησαι.

Μεγαλυνάριον.
Νήψει ἀνενδότῳ ἀεὶ τρυφῶν, τῆς αΰλου δόξης, ἐχρημάτισας θεωρός· ἧς νῦν ἀπολαύων, ὦ Νήφων θεοφόρε, προλήψεων ματαίων, ῥῦσαί με δέομαι.






Ὁ Ὅσιος Ἐλισσαῖος ὁ ἐν Σούμυ Ρωσίας ἀσκήσας

Ὁ Ὅσιος Ἐλισσαῖος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. Διετέλεσε μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς νήσου Σολόφκι καὶ ὡς διακόνημα εἶχε τὸ πλέξιμο δικτύων. Ὁ Ὅσιος ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς πόλεως Σούμυ κοντὰ στὴν ἐπαρχία Ἀρχαγγέλσκ καὶ ἀπὸ τότε ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα σ’ ἐκείνους ποὺ προσέρχονται μὲ πίστη.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jun 14, 2014 12:12 am

15 ΙΟΥΝΙΟΥ






Οἱ Ἅγιοι Πάντες
Image
Πραγματικὰ εἶναι θαυμαστὸς ὁ Θεὸς μέσα στοὺς ἁγίους του. Γιατί ὅταν κανεὶς ἀναλογισθεῖ τοὺς ὑπερφυσικοὺς ἀγῶνες τῶν μαρτύρων, πὼς μὲ ἀσθενὴ σάρκα καταντρόπιασαν τὸν ἰσχυρὸ στὴ κακία, πὼς ἔμειναν ἀναίσθητοι στὶς ὀδύνες καὶ στὰ τραύματα, καθὼς ἀγωνίζονταν μὲ σώματα πρὸς φωτιά, πρὸς τὸ ξίφος, πρὸς ποικίλα καὶ θανατηφόρα εἴδη βασάνων καὶ ἀντιπαρατάσσονταν μὲ καρτερία, ἐνῶ τοὺς ἔκοβαν τὶς σάρκες, τοὺς διάλυαν τοὺς ἁρμοὺς καὶ τοὺς συνέτριβαν τὰ ὀστά, ὅμως διαφύλαξαν τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως στὸ Χριστὸ σώα καὶ ἀδιάσπαστη, ἀκεραία καὶ ἀκλόνητη, ποὺ γι’ αὐτὸ τοὺς χαρίσθηκε καὶ ἡ ἀναντίρρητη σοφία τοῦ Πνεύματος καὶ ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων.

Ὅταν κανεὶς ἀναλογισθεῖ ἐπίσης τὴν ὑπομονὴ τῶν ὁσίων, πὼς ὑπέφεραν μὲ τὴ θέλησή τους σὰν ἀσώματοι τὶς πολυήμερες ἀσιτίες, τὶς ἀγρυπνίες, τὶς ἄλλες ποικίλες κακώσεις τοῦ σώματος, καὶ ἀντιτάχθηκαν ἕως τὸ τέλος πρὸς τὰ πονηρὰ πάθη, πρὸς τὰ τόσα εἴδη ἁμαρτίας, πρὸς τὸν ἐσωτερικό μας ἀόρατο πόλεμο, πρὸς τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, ἐνῶ ἔλειωναν καὶ ἀχρηστεύονταν ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἀνανεώνονταν καὶ ἐθεώνονταν ἐσωτερικὰ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τοὺς ἔδωσε τὰ χαρίσματα τῶν θεραπειῶν καὶ δυνάμεων.

Ὅταν λάβει αὐτὰ κανεὶς ὑπ’ ὄψιν του καὶ ἐπὶ πλέον ἐννοήσει ὅτι ὑπερβαίνουν τὴ φύση μας, θαυμάζει καὶ δοξάζει τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε σ’ αὐτοὺς τὴν τόση ἄφθονη χάρη καὶ δύναμη. Γιατί ἂν καὶ εἶχαν ἀγαθὴ καὶ καλὴ προαίρεση, χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ κατόρθωναν νὰ ὑπερβοῦν τὴ φύση καὶ ἔχοντας σῶμα, νὰ κατανικήσουν τὸν ἀσώματο ἐχθρό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης, ἀφοῦ εἶπε: «Θαυμαστὸς εἶναι ὁ Θεὸς μέσα στοὺς ἁγίους αὐτοῦ», πρόσθεσε: «αὐτὸς θὰ δώσει δύναμη καὶ κραταίωση στὸ λαό του». (Ψαλμ. ξζ’, 36).

Ἀπολαύουν δὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅλοι γενικά, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ἐπιδεικνύουν μὲ ἔργα τὴν πρὸς τὸ Θεὸ ἀγάπη καὶ πίστη. Αὐτὸ φανερώνεται στὸ εὐαγγέλιο ποὺ λέγει: «ὅποιος ὁμολογήσει σ’ ἐμένα ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ σ’ αὐτὸν ἐμπρὸς στὸ Πατέρα μου στοὺς οὐρανούς» (Ματθ. ι’, 32).

Δὲν εἶπε «ὅποιος μὲ ὁμολογήσει ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους», ἀλλὰ «ὅποιος ὁμολογήσει μέσα σ’ ἐμένα» μὲ τὴν ἔννοια ὅτι μπορεῖ νὰ προβάλει μὲ παρρησία τὴν εὐσέβεια, δι’ ἐκείνου καὶ διὰ τῆς βοηθείας ἐκείνου. Ἔτσι πάλι «θὰ ὁμολογήσω καὶ ἐγώ» καὶ δὲν εἶπε «αὐτόν» ἀλλὰ «μέσα σ’ αὐτόν», δηλαδὴ διὰ τῆς ἀγαθῆς ἀντιστάσεως καὶ ὑπομονῆς.

Αὐτὸ δηλώνει τὴν ἀδιάσπαστη συνάφεια τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ὁμολογοῦντας, ἂν καὶ εἶναι δοῦλοι Θεοῦ.

Ἀντίθετα «ὅποιος μὲ ἀρνηθεῖ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸ Πατέρα μου στοὺς οὐρανούς».

Δὲν εἶπε ἐδῶ «ὅποιος ἀρνηθεῖ μέσα σὲ μένα», γιατί;

Διότι ὁ ἀρνούμενος ἀρνεῖται τὸ Θεὸ ἂν στερηθεῖ τὴ Θεϊκὴ βοήθεια. Γιατί δὲ ἐγκαταλείφθηκε καὶ ἔμεινε ἔρημος τοῦ Θεοῦ; Ἐπειδὴ αὐτὸς πρῶτα πρόλαβε καὶ τὸν ἐγκατέλειψε, ἀφοῦ ἀγάπησε τὰ πρόσκαιρα καὶ γήινα πράγματα περισσότερο, παρὰ τὰ ἐπαγγελμένα ἀπὸ τὸ Θεὸ οὐράνια καὶ αἰώνια ἀγαθά.

Ἔτσι οἱ θεῖες ἀντιδόσεις ἔχουν μαζί τους τὴ θεία δικαιοσύνη καὶ ἐπιφέρουν ἀπὸ τὴ ὁμοίωση τὰ ἀνάλογα ἀποτελέσματα. Καὶ ἐνῶ οἱ ὁμολογήσαντες τὸ Θεὸ στὸ πρόσκαιρο αὐτὸ βίο τὸ ἔκαναν παρουσία λίγων ἀνθρώπων, ὁ Χριστὸς Θεὸς καὶ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆς θὰ τοὺς ὑποστηρίξει ἐνώπιον τοῦ Πατρός, τῶν ἀγγέλων, ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων καὶ μὲ παρουσία ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι τῆς συντέλειας. Καὶ θὰ στεφανώσει καὶ θὰ δοξάσει ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπέδειξαν πίστη μέχρι τέλους σὲ αὐτόν.

Ἀλλὰ καὶ τώρα δοξάζονται κάποιοι ἅγιοι μὲ τὰ ἱερὰ λείψανά τους ποὺ εὐωδιάζουν, ποὺ χαρίζουν ἰάσεις καὶ διάφορα ἐνεργήματα δυνάμεων, προσκυνώντας τους καὶ γονατίζοντας στὶς εἰκόνες τους βασιλεῖς, ἄρχοντες καὶ ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου.

Ἄλλωστε τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρὸς τοὺς πιστοὺς ὅτι: «ὅποιος ἀφήσει οἰκία, συγγενεῖς ἢ ἀγροὺς γιὰ τὸ ὄνομά μου, θὰ τὰ λάβει ἑκατονταπλάσια καὶ θὰ κληρονομήσει αἰώνια ζωή». (Ματθ. ι’, 37).

Καὶ τὴν ἴδια του ζωὴ εἶναι δίκαιο καὶ ἀναγκαῖο νὰ τὴν ἀφήσει ὁ πιστός, ἂν τὸν καλέσει ὁ καιρὸς σὲ περιόδους διωγμῶν, γιὰ νὰ πετύχει τὴν αἰώνια ζωή, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔδωσε τὴ ζωή του γιὰ χάρη μας. Ἀλλὰ καὶ σὲ εἰρηνικοὺς καιροὺς ὁ πιστὸς λαμβάνει τὸ σταυρό του, σταυρώνοντας τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας.

Διότι λέγει: «ὅποιος βρῆκε τὴν ψυχή του θὰ τὴν χάσει, καὶ ὅποιος ἔχασε τὴν ψυχή του γιὰ χάρη μου, θὰ τὴ βρεῖ». (Ματθ. ι’, 39).

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ὁ ἐκτός δηλαδὴ τοῦ σώματος καὶ ὁ μέσα μας, δηλαδὴ ἡ ψυχή. Ὅταν κάποιος παραδώσει τὸν ἑαυτό του σὲ θάνατο κατὰ τὸν ἐκτὸς ἄνθρωπο, χάνει τὴ ψυχή του ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴ βρίσκει στὸ Χριστὸ κατὰ τὴν ἀνάσταση καὶ γίνεται οὐράνιος καὶ αἰώνιος.

Ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τιμᾶ λοιπὸν καὶ μετὰ θάνατο αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ἀληθινὰ κατὰ Θεό, κάθε μέρα τοῦ ἔτους τελεῖ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων ποὺ μετέστησαν καὶ ἀπεδήμησαν ἀπὸ τὴ πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή.

Συγχρόνως δὲ προβάλλει τὸ βίο καθενὸς χάρη τῆς ὠφελείας μας καὶ ὑποδεικνύει τὸ τέλος τους, εἴτε εἰρηνικὸ εἴτε μαρτυρικό.

Τώρα δὲ μετὰ τὴ Πεντηκοστή, ἡ Ἐκκλησία ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τους ἁγίους γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους μαζί, ἀναπέμπει κοινὸ σὲ ὅλους αὐτοὺς ὕμνο, ὄχι μόνο διότι ὅλοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως τὸ ζήτησε ὁ Κύριος: «νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα, ὅπως ἐγώ, Πάτερ, μὲ σένα καὶ σὺ μὲ μένα, νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ μὲ ἐμᾶς ἕνα στὴν ἀλήθεια», (Ἰω. ιζ’, 20), ἀλλὰ καὶ γιατί φροντίζει νὰ φανερώνει καὶ νὰ ἀνυμνεῖ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστολῆς, φωτισμοῦ καὶ ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἃς τιμήσουμε λοιπὸν ὅλους τοὺς ἁγίους του Θεοῦ. Πῶς; Ἂν κατὰ μίμησή τους καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος καὶ ἔτσι ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὰ κακὰ διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, θὰ φερόμεθα πρὸς τὴν ἁγιοσύνη παρουσιάζοντας τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχές μας εὐάρεστες στὸ Θεό, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων πάντων ὥστε νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς μέτοχοι τῆς ἀπέραντης ἐκείνης πανηγύρεως καὶ εὐφροσύνης μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.

Ἐξ ὕψους κατῆλθες, ὁ εὔσπλαγχνος, ταφὴν κατεδέξω τριήμερον, ἵνα ἡμᾶς ἐλευθερώσῃς τῶν παθῶν. Ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις ἡμῶν, Κύριε δόξα σοι.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος δ’.

Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ Μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καὶ βύσσον τὰ αἵματα, ἡ Ἐκκλησία σου στολισάμενη, δι’ αὐτῶν βοᾷ σοι, Χριστὲ ὁ Θεός· Τῷ λαῷ σου τοὺς οἰκτιρμούς σου κατάπεμψον, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δωρήσαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἁγίων Ἁπάντων τὰ μύρια συστήματα, σὺν τοῖς Ἀποστόλοις Προφήτας, Ἱεράρχας καὶ Μάρτυρας, Ὁσίων καὶ Δικαίων τοὺς χορούς, καὶ ἄθροισμα Ἁγίων Γυναικῶν, καὶ σὺν πᾶσιν ἀνωνύμοις τε καὶ γνωστοῖς, ὑμνήσωμεν κραυγάζοντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ τὴν Ἐκκλησίαν δι’ ὑμῶν πυρσεύοντι.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.

Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως, τῷ φυτουργῷ τῆς κτίσεως, ἡ οἰκουμένη προσφέρει σοι Κύριε, τοὺς θεοφόρους Μάρτυρας. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ τὴν Ἐκκλησίαν σου, διὰ τῆς Θεοτόκου, συντήρησον Πολυέλεε.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τοὺς ἀπ’ αἰῶνος τῷ Θεῷ εὐαρεστήσαντας

Ἐν εὐσεβείᾳ καὶ ἁγίοις κατορθώμασι

Σὺν Δικαίοις Πατριάρχας καὶ τοὺς Προφήτας,

Ἀποστόλους Ἱεράρχας καὶ τοὺς Μάρτυρας

Καὶ Ὁσίων τοὺς χοροὺς ὕμνοις τιμήσωμεν,
Τούτοις λέγοντες, Πάντες Ἅγιοι χαίρετε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀποστόλων δῆμος σεπτός, Προφῆται Κυρίου, καὶ Μαρτύρων στερροὶ χοροί, θεῖοι Ἱεράρχαι, καὶ Ὅσιοι Πατέρες, καὶ Δίκαιοι καὶ πάντες, χαίρετε Ἅγιοι.







Ὁ Προφήτης Ἀμώς
Image
Ὁ Προφήτης Ἀμὼς καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Θεκουὲ τῆς Ἰουδαίας, ἡ ὁποία ἔκειτο νοτιοανατολικὰ τῆς Βηθλεέμ, καὶ ἤκμασε στὴν ἱερὴ πόλη Βαιθήλ, κοντὰ στὴ Σαμάρεια, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τοῦ Ἰσραὴλ Ἱεροβοὰμ Β’ (784 – 746 π.Χ.). Ἦταν βοσκὸς καὶ καλλιεργητὴς συκομορέων καὶ ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτὴ ἐκλήθηκε ἀπ’ εὐθείας ὑπὸ τοῦ Θεοῦ στὸ προφητικὸ ἀξίωμα, ὡς ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὸ ὁμώνυμο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Οὐκ ἤμην προφήτης ἐγὼ οὐδὲ υἱὸς προφήτου, ἀλλ’ ἢ αἰπόλος ἤμην καὶ κνίζων συκάμινα· καὶ ἀνέλαβέ με Κύριος ἐκ τῶν προβάτων καὶ εἶπε Κύριος πρός με· βάδιζε προφήτευσον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ». Ἀναδείχθηκε ἔτσι ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ἐλάσσονες Προφῆτες.
Ἐστηλίτευσε τὴν ἠθικὴ καὶ θρησκευτικὴ κατάπτωση τοῦ Ἰσραήλ, ἐκαλοῦσε τὸ λαὸ αὐτοῦ σὲ μετάνοια καὶ προφήτευσε τὴν ἐπικειμένη κρίση καὶ αἰχμαλωσία αὐτοῦ. Ἂν καὶ ἐστερεῖτο μορφώσεως, διακρινόταν γιὰ τὴν πρωτοτυπία, τὴ φυσικότητα, τὴ δύναμη καὶ εὐρυθμία τοῦ λόγου, τὸ πλῆθος τῶν εἰκόνων καὶ τὸ ποιοτικὸ κάλλος τοῦ ἔργου του. Ἕνεκα τοῦ σφοδροῦ ἐλέγχου καὶ τῶν ζοφερῶν λόγων του περὶ τῆς τύχης τοῦ Ἰσραήλ, ἐξήγειρε ἐναντίον του τὴν ἱερατικὴ τάξη, ὥστε ὁ ἀρχιερεὺς τῆς Βαιθὴλ Ἀμασίας ἐζήτησε ἀπὸ τὸ βασιλέα Ἱεροβοὰμ τὴν ἀποπομπὴ τοῦ Ἀμὼς στὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα διαβάλλοντάς τον ὡς δημεγέρτη καὶ ταραχοποιό. Σὲ ἀπάντηση τῆς πράξεως αὐτῆς τοῦ Ἀμασίου, ὁ Ἀμὼς προανήγγειλε τὸν ὄλεθρο τῆς οἰκογένειας αὐτοῦ. Τότε, λέγεται ἐκ μεταγενεστέρας παραδόσεως, ὅτι ὁ ἐξαγριωθεὶς υἱὸς τοῦ Ἀμασίου Ὀζίας ἐκτύπησε διὰ ροπάλου τὸν Προφήτη Ἀμὼς καὶ τὸν ἄφησε ἡμιθανή. Μεταφερθεὶς δὲ αὐτὸς στὴ γενέτειρά του Θεκουέ, μετὰ δύο ἡμέρες ἀπέθανε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Προφήτην σε πιστόν, καὶ τῶν ἄνω ἐπόπτην, ἀνέδειξεν Ἀμώς, ἐκ ποιμνίου ὁ Λόγος, τοῦ βίου σου δεξάμενος, εὐμενῶς τὴν χρηστότητα· ὅθεν ἤλεγξας, τοὺς ἀσεβοῦντας ἀνδρείως, καὶ τὸν θάνατον, μαρτυρικῶς δεδεγμένος, ζωῆς θείας ἔτυχες.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τὴν θεοδώρητον φαίνων ἐνέργειαν, προφητικῷ ἀξιώματι ἔλαμψας, καὶ πᾶσι προλέγων τὰ μέλλοντα, τὴν τῶν ἀνθρώπων ἀνόρθωσιν εἴρηκας, Ἀμὼς ὡς Προφήτης θεόληπτος.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Προφῆτα Θεοῦ Ἀμώς· τὴν γὰρ πεπτωκυῖαν, ὡς προέφης σκηνὴν Δαβίδ, σαρκωθεὶς ὁ Λόγος, ἀνέστησεν ἐνδόξως, καὶ ταύτην θεουργήσας, Πατρὶ προσήγαγε.






Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος
Image
Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος ἐγεννήθηκε στὴ Στριδώνα τῆς Δαλματίας, περὶ τὸ 347 μ.Χ., ἀπὸ γονεῖς ἐναρέτους καὶ εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας του Εὐσέβιος ἐφρόντισε γιὰ τὴ Χριστιανικὴ αὐτοῦ μόρφωση, τὶς δὲ γραμματολογικὲς σπουδές του συμπλήρωσε στὴ Ρώμη, φοιτήσας πλησίον τοῦ γραμματικοῦ Αἰλίου Δονάτου. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἐβαπτίσθηκε ὑπὸ τοῦ Πάπα Ρώμης Λιβερίου (352 – 366 μ.Χ.). Φύση ζωηρὴ, ὡς ἦταν, παρασύρθηκε ἀπὸ τὸν ἀκόλαστο βίο τῆς ρωμαϊκῆς νεολαίας, παρεξέκλινε τῆς εὐθείας ὁδοῦ καὶ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ στὴ διαφθορά. Ἀφοῦ μετανόησε, ἐστράφηκε πρὸς τὴν Ἀνατολή, ἡ ὁποία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη περιέκλειε στοὺς κόλπους της τὰ μεγάλα καὶ ἀκτινοβολοῦντα κέντρα τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς. Ἔτσι, περὶ τὸ 373 μ.Χ., διὰ τῆς Θράκης καὶ Μικρᾶς Ἀσίας, μετέβη στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐδίδασκε ὁ περίφημος ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν Ἀπολλινάριος, πλησίον δὲ τῆς πόλεως ἀσκήτευε ὁ ἐνάρετος καθ’ ὅλα ἐρημίτης Μάλχος († 24 Νοεμβρίου). Ἐκ τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ἁγνότητος τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ βίου τούτου τόσο ἐπηρεάσθηκε ὁ Ἱερώνυμος, ὥστε μετὰ ἕνα ἔτος ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τῆς Χαλκίδος στὴ Συρία καὶ ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρὸ ἀσκητικὸ βίο, θρησκευτικὲς μελέτες, ἀφοῦ ἔμαθε καὶ τὴν ἑβραϊκή, τὴν ὁποία ἐδιδάχθηκε ἀπὸ κάποιον πρώην Ἰουδαῖο γέροντα μοναχό. Περὶ τὰ τέλη τοῦ 376 μ.Χ., μὴ δυνάμενος νὰ ἀνεχθεῖ τοὺς ὑποκριτὲς μοναχούς, ἐπέστρεψε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐχειροτονήθηκε ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Παυλίνου πρεσβύτερος. Τὸ 380 μ.Χ., μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐμαθήτευσε κοντὰ στὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνό, ἡ ἐπίδραση τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μεγάλη ἐπ’ αὐτοῦ. Τὸ 382 μ.Χ., συνόδευσε τὸν Παυλίνο καὶ μετέβη στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ συνηγορήσει ὑπὲρ αὐτοῦ στὸν Πάπα Δάμασο Α’ (366 – 384 μ.Χ.). Ὁ Δάμασος, ἐκτιμώντας τὶς ἀκριβεῖς γνώσεις τοῦ Ἱερωνύμου περὶ τῶν πραγμάτων τῆς Ἀνατολῆς, τὴ βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωση καὶ τὴν εὐρεία γλωσσομάθειά του (ἐγνώριζε τὴ λατινική, ἑλληνική, ἑβραϊκή, περσικὴ καὶ χαλδαϊκή, ἐξ οὗ καὶ «Πεντάγλωσσος» ἀπεκαλεῖτο), τοῦ ἀν έθεσε τὴ διόρθωση τῆς «Ἰτάλας», τῆς λατινικῆς δηλαδὴ μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἐκτὸς ὅμως τῆς ἐκτιμήσεως τοῦ Πάπα, τὰ σπάνια προσόντα, μὲ τὰ ὁποία ἐκοσμεῖτο, εἵλκυσαν γύρω τους πολλοὺς μαθητὲς καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς εὐγενεῖς οἰκογένειες τῆς Ρώμης. Μεταξύ τους συγκαταλέγονταν καὶ γυναῖκες καὶ παρθένοι, μορφωμένες καὶ ἐνάρετοι, ἀσχολούμενες μετὰ θερμοῦ ζήλου μὲ τὶς θρησκευτικὲς μελέτες καὶ κατεχόμενες ὑπὸ τοῦ πόθου τῆς μοναχικῆς ζωῆς, σημαντικώτερες τῶν ὁποίων ἦσαν ἡ Μαρκέλλα, ἡ Μελανία καὶ ἡ χήρα Παύλα μετὰ τῆς θυγατρός της Εὐστοχίας. Χάρη τῶν μαθητῶν καὶ μαθητριῶν του, ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος συνέγραψε ἀρκετὰ ἀσκητικὰ συγγράματα, ἑρμηνεῖες βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ δύσκολων χωρίων αὐτῆς. Τὸ 384 μ.Χ., μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πάπα Δαμάσου, ἐγκατέλειψε τὴ Ρώμη, συνοδευόμενος ὑπὸ τοῦ ἀδελφοῦ του Παυλινιανοῦ, τοῦ πρεσβυτέρου Βικεντίου καὶ ἄλλων παρθένων. Ἀφοῦ περιῆλθε μαζί τους τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ τὰ ἀσκητικὰ κέντρα τῆς Νιτρίας καὶ Θηβαΐδος τῆς Αἰγύπτου, μετέβη στὴ Βηθλεέμ, ὅπου, ἀφοῦ ἵδρυσε δύο μοναστήρια, ἕνα γυναικεῖο γιὰ τὴν Παύλα καὶ τὶς μοναχὲς ποὺ ἦσαν μαζί της, καὶ ἕνα ἀνδρικό, ἐγκαταστάθηκε σὲ αὐτὸ στὸ ὁποῖο παρέμεινε ἐπὶ 34 χρόνια μελετώντας καὶ συγγράφοντας. Ἐκεῖ συνέγραψε τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἔργα του καὶ τὴν περίφημη «Βουλγάτα», δηλαδὴ νέα ἐντελῶς μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς στὴ λατινική, ἐκ τοῦ Ἑβραϊκοῦ καὶ Ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου. Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Ἱερωνύμου, εὐρὺ καὶ ποικίλο, δικαίως τὸν κατατάσσει μεταξὺ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 420 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἐτῶν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονή του. Ἀργότερα, κατὰ τὸ 14ο αἰώνα μ.Χ., τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα μετακομίσθηκαν στὴ Ρώμη καὶ ἐναπετέθησαν στὸ ναὸ τῆς Santa Maria Maggiore.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν σοφίαν τιμήσας Ἱερώνυμε Ὅσιε, παρ’ αὐτῆς ἐτιμήθης οὐρανίοις χαρίσμασι, καὶ γέγονας φωστὴρ περιφανής, βιώσας ὥσπερ ἄγγελος ἐν γῇ· διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τελοῦμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν εὐκλεῆ, τῶν ἀρετῶν διδάσκαλον, καὶ μυστικήν, τῆς εὐσεβείας σάλπιγγα, Ἱερώνυμον τὸν μέγιστον, μελῳδικῶς ἀνευφημήσωμεν· ἐν κόσμῳ γὰρ ὁσίως πεπολίτευται, καὶ μύστης τῆς σοφίας ὤφθη ἔνθεος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἐναρέτου βίου εἰκών, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐνδιαίτημα ἱερόν· χαίροις συνωνύμων, τῶν σῶν προστάτης θεῖος, καὶ πρέσβυς πρὸς τὸν Κτίστην, ὦ Ἱερώνυμε.






Ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος Ἐπίσκοπος Ἱππῶνος
Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ἐγεννήθηκε, στὶς 13 Νοεμβρίου 354 μ.Χ., στὴν Ταγάστη, πόλη τῆς ἀνθυπατικῆς Νουμιδίας τῆς Βορείου Ἀφρικῆς. Ὁ πατέρας του, Πατρίκιος, κοινοτικὸς σύμβουλος στὴν Ταγάστη, ἐζοῦσε βίο ἔκλυτο καὶ ὡς ἐθνικὸς μόνο περὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του μεταστράφηκε στὴ Χριστιανικὴ πίστη ὑπὸ τῆς εὐσεβοῦς συζύγου του Μόνικας, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπὸ χριστιανικὴ οἰκογένεια καὶ ἦταν ὑπόδειγμα πιστῆς καὶ ἐνάρετης γυναικός. Ὁ Αὐγουστίνος, ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ νεώτερο ἀδελφὸ καὶ πιθανῶς καὶ ἀδελφή, ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρινόταν γιὰ τὴν εὐφυΐα, τὴν ἐπιμέλεια, τὴ ζωηρὴ φαντασία καὶ τὴν εὐγενὴ φιλοδοξία του. Μὲ τὴ φροντίδα τῆς μητέρας του νεώτατος κατατάχθηκε μεταξὺ τῶν κατηχουμένων καὶ ἀφοῦ συμπλήρωσε στὴν Ταγάστη τὴ στοιχειώδη μόρφωση, ἐστάλη ὑπὸ τοῦ πατρός του, ὁ ὁποῖος τὸν προόριζε γιὰ ρήτορα, στὰ γειτονικὰ Μάδαυρα καὶ στὴ συνέχεια, τὸ 371 μ.Χ., στὴν Καρχηδόνα, γιὰ συμπλήρωση τῶν σπουδῶν του. Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ διεφθαρμένου περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο ἐζοῦσε, ὁ νεαρὸς Αὐγουστίνος ἐξέκλινε σὲ βίο ἔκλυτο στὴν Καρχηδόνα καὶ ἤδη σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν, τὸ 372 μ.Χ., ἀπέκτησε ἐξώγαμο παιδί, τὸν Ἀδεοδάτο. Ὁ μελέτη ὅμως τοῦ λατίνου φιλοσόφου καὶ ρήτορος Κικέρωνος τὸν συγκράτησε. Ἀντίθετα ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἔκανε ἀκόμη σὲ αὐτὸν καμία ἐντύπωση. Ὅπως λέγει ἀργότερα στὶς περίφημες Ἐξομολογήσεις του: «Δὲν ἤμουν ἄξιος οὔτε νὰ ἐμβαθύνω οὔτε νὰ εὐχαριστηθῶ στὴν ἁπλότητα ἐκείνη τῶν λόγων, τόσο νέα γιὰ μένα... Ἡ μόνη ἐντύπωση, ἡ ὁποία μοῦ ἔμεινε, ἦταν ὅτι τίποτε στὴ Βίβλο δὲν μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ πρὸς τὴ μεγαλοπρεπὴ εὐγλωττία τοῦ λατινικοῦ ρήτορος. Ἡ ματαιοδοξία μου περιφρονοῦσε τὴ φαινομενικὴ ταπεινότητα τῶν Γραφῶν καὶ οἱ ὀφθαλμοί μου ἦσαν πολὺ ἀσθενεῖς γιὰ νὰ διακρίνουν τί κρυβόταν σὲ αὐτές».

Ὅμως τὰ μεγάλα προβλήματα τοῦ κόσμου διαρκῶς ἀπασχολοῦσαν τὸ πνεῦμά του. Ἔτσι ἐνόμισε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ εὕρει λύση αὐτῶν στὴν ἱδρυθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πέρσου Μάνη (215 – 276 μ.Χ.) αἵρεση τῶν Μανιχαίων.

Ἀφοῦ συμπλήρωσε τὶς σπουδές του στὴν Καρχηδόνα, ἐξάσκησε μὲ ἐπιτυχία τὸ ἐπάγγελμα τοῦ διδασκάλου τῆς γραμματικῆς. Γρήγορα ὅμως, ἀπὸ τὸ 383 μ.Χ., τόσο οἱ σπουδές του περὶ τὴν ἀστρονομία ὅσο καὶ ἡ κατανόηση περὶ τῆς ἐλλείψεως οἱασδήποτε πραγματικῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στὸ Μανιχαϊσμό, συνετέλεσαν νὰ χάσει τὴν ἐκτίμηση τὴν ὁποία ἔτρεφε πρὸς τὴν αἵρεση, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ διαρρήξει κάθε σχέση πρὸς αὐτήν. Κατὰ τὸ 383 μ.Χ. ὁ Αὐγουστίνος, ἀφοῦ ἄφησε τὴν Ἀφρική, ἦλθε στὴ Ρώμη καὶ μετὰ στὰ Μεδιόλανα, ὅπου μὲ τὴ σύσταση τοῦ Ρωμαίου ἔπαρχου Συμμάχου, διορίσθηκε διδάσκαλος τῆς ρητορικῆς. Ἡ μελέτη νεοπλατωνικῶν συγγραμμάτων, ὡς καὶ τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἰδίως δὲ ἡ ἀκρόαση τῶν κηρυγμάτων τοῦ περίφημου τότε Ἐπισκόπου Μεδιολάνων Ἀμβροσίου, ἐπέφεραν βαθμηδὸν στὴν ψυχή του μία μεταστροφὴ καὶ συνετέλεσαν στὴν ὁριστικὴ διακοπὴ οἱασδήποτε σχέσεώς του μὲ τὸ Μανιχαϊσμό.

Κατὰ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 386 μ.Χ., σὲ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν, εὑρισκόμενος στὸν κῆπο τῆς κατοικίας του καὶ διαλογιζόμενος τὰ μεγάλα προβλήματα, τὰ ὁποῖα τὸν ἀπασχολοῦσαν, ἐνόμισε ὅτι ἄκουσε σὰν παιδικὴ φωνή, ἐπανειλημμένα νὰ λέγει πρὸς αὐτόν: «Πάρε καὶ διάβασε». Ταραγμένος ἔσπευσε πρὸς τὸν κῆπο, ὅπου πρὶν λίγο εἶχε ἀφήσει τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καὶ ἀφοῦ τὶς εὑρῆκε, τὶς ἄνοιξε. Τὰ μάτια του ἔπεσαν στὸ χωρίο τῆς πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς: «Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχήμονος περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ. Ἀλλ’ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε τὰς ἐπιθυμίας». Ὠς λέγει ὁ ἴδιος ὁ Αὐγπυστίνος: «Δὲν ἤθελα νὰ δῶ κάτι ἐπὶ πλέον καὶ δὲν ἦταν ἀναγκαῖο. Διότι μόλις ἐτελείωσα τὴν ἀνάγνωση τῶν λίγων αὐτῶν λέξεων καὶ ἀμέσως ἐχύθηκε στὴν καρδιά μου φῶς, τὸ ὁποῖο τῆς ἐχάρισε τὴν εἰρήνη καὶ ἀμέσως διαλύθηκε τὸ σκοτάδι, μὲ τὸ ὁποῖο τὴν περιέβαλαν οἱ ἀμφιβολίες μου».

Ὀ Αὐγουστίνος ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀνένηψε, παραμέρισε τοὺς δισταγμούς, προσανατολίσθηκε ὁριστικὰ στὸν Ἰησοῦ. Παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ διδασκαλικό του ἀξίωμα καὶ ἀποσύρθηκε μὲ τὴ μητέρα του, τὸ παιδί του καὶ κάποιους φίλους του σὲ κτῆμα κοντὰ στὸ Μεδιόλανο. Ἐβαπτίσθηκε τὴ νύχτα τοῦ Πάσχα (25 Ἀπριλίου) τοῦ 387 μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο μαζὶ μὲ τὸν δεκαπενταετὴ υἱό του καὶ τὸ φίλο του Ἀλύπιο.

Μετὰ μερικοὺς μῆνες ἑτοιμάσθηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Ἰταλία γιὰ τὴν Ἀφρική, ἀλλὰ λόγῳ τοῦ θανάτου τῆς ἀγαπημένης του μητέρας, ποὺ τὸν κατελύπησε, ἀνέβαλε τὴν ἀναχώρησή του γιὰ τὸ ἑπόμενο ἔτος. Στὸ ἔνατο βιβλίο τῶν Ἐξομολογήσεών του ὁ εὐγνώμων υἱὸς ἐκφράζει τὴν ἄφατη θλίψη του γιὰ τὸ θάνατο τῆς μητέρας του, τῆς ὁποίας πλέκει τὸ ἐγκώμιον.

Γυρίζοντας στὴν Ἀφρική, ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος συνέπηξε μιὰ μικρὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα καὶ λίγο ἀργότερα, ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν Ἰταλία, ἐχειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν γέροντα Ἐπίσκοπο Βαλέριο πρεσβύτερος, καὶ τὸ 396 μ.Χ. ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη Νουμιδίας βοηθὸς Ἐπίσκοπος. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Βαλερίου ἐξελέγει Ἐπίσκοπος Ἱππῶνος καὶ ἀνέπτυξε μεγάλο πνευματικὸ ἔργο. Ζώντας ἀσκητικὰ μαζὶ μὲ τὸν κλῆρό του, διέθεσε τὴν περιουσία του ὑπὲρ τῶν πτωχῶν, χάρη τῶν ὁποίων προέβαινε καὶ σὲ πώληση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν. Ἐκήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ τακτικώτατα καὶ ἐργαζόταν ἀδιάλειπτα μὲ ἔνθεο ζῆλο γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων. Ὑπηρέτησε ὅσο λίγοι τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ γραφίδα. Τὰ κείμενά του εἶναι ὠκεανὸς σοφίας καὶ χάριτος. Μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ κτυποῦν τὶς αἱρέσεις τοῦ καιροῦ του, μὲ ἀστραπόβροντα ὑψηλῆς θεολογίας καὶ ἀνατανίκητη φραστικὴ πειθώ. Ἄλλα εἶναι φιλοσοφικά, τὸ περὶ ψυχῆς, τὸ περὶ μουσικῆς καὶ ἕνα τρίτο περὶ τοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ μοναδικοῦ Διδασκάλου. Ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς Βίβλου, στρέφοντας τὸ ἐνδιαφέρον του στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἀλλὰ καὶ στὰ δογματικὰ θέματα προσέφερε ἀγλαοὺς καρποὺς στοχασμοῦ.
Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 28 Αὐγούστου 430 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἕξι ἐτῶν, πλήρης πικρίας, καθ’ ὅσον οἱ Βάνδαλοι, ἀφοῦ ἐρήμωσαν τὴν Ἀφρική, ἐπολιορκοῦσαν ἤδη τὴν Ἱππώνα. Τὸ τίμιο λείψανό του ἀπὸ τὴ Σαρδηνία, ὅπου μεταφέρθηκε ἀπὸ Ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς ἐκδιωχθέντες ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς, κατατέθηκε στὴ Μητρόπολη τῆς Παβίας κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, λαμπρὸν δοχεῖον, καὶ τῆς πόλεως, Θεοῦ ἐκφάντωρ, ἀνεδείχθης Αὐγουστῖνε μακάριε· καὶ τῷ Σωτῆρι ὁσίως ἱέρευσας, ὡς Ἱεράρχης σοφὸς καὶ θεόληπτος. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς σοφίας κεκτημένος τὴν λαμπρότητα

Τῆς εὐσεβείας ἀνεδείχθης θεῖον ὄργανον,

Ἱεράρχα Αὐγουστῖνε, Χριστοῦ θεράπον.

Ἀλλ’ ὡς μύστης τῆς ἐνθέου ἀγαπήσεως

Ἀναπτέρωσον ἡμᾶς πρὸς θεῖον ἔρωτα
Τοὺς βοῶντάς σοι, Χαίροις Πάτερ θεόληπτε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Αὐγουστῖνε Πάτερ σοφέ, Πνεύματος Ἁγίου, τὸ δοχεῖον τὸ ἐκλεκτόν· χαῖρε Ἱεράρχα, καὶ πρόεδρε Ἱππῶνος, ἠμῶν δὲ πρὸς τὸν Κτίστην, πρέσβυς εὐπρόδεκτος.






Οἱ Ἅγιοι Ἀχαϊκός, Στεφανᾶς καὶ Φουρτουνάτος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα
Οἱ τρεῖς αὐτοὶ Ἀπόστολοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κόρινθο καὶ ὑπῆρξαν μαθητὲς καὶ συνεργοὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησαν μέχρι τὴν Ἔφεσο, ὑποβοηθοῦντες αὐτὸν στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο του. Περὶ αὐτῶν ὁ Παῦλος γράφει στὴν Α’ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του: «Χαίρω δὲ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾶ καὶ Φουρτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ, ὅτι τὸ ὑμὸν ὑστέρημα οὗτοι ἀνεπλήρωσαν· ἀνέπαυσαν γὰρ τὸ ἐμὸν πνεῦμα καὶ τὸ ὑμῶν. Ἐπιγιγνώσκετε οὖν τοὺς τοιούτους». Ὁ Στεφανᾶς, προσέτι, ὡς ὁ Παῦλος ἀναφέρει στὴν ἴδια ἐπιστολή, εἶχε μετατρέψει τὸν οἶκό του στὴν πρώτη ἐν Ἀχαΐᾳ Ἐκκλησίᾳ, ὅλα δὲ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς του εἶχαν ἀφιερωθεῖ στὴν ὑπηρεσία αὐτῆς: «Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί· οἴδατε τὴν οἰκίαν Στεφανᾶ, ὅτι ἐστὶν ἀπαρχὴ τῆς Ἀχαΐας καὶ εἰς διακονίαν τοῖς ἁγίοις ἔταξαν ἑαυτούς».

Ὁ Ἀπόστολος Ἀχαϊκὸς ἐτελειώθηκε ἀπὸ λιμὸ καὶ δίψα.

Ὁ Ἀπόστολος Στεφανᾶς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἀπόστολος Φουρτουνάτος ἐτελειώθηκε μαρτυρικά.







Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ἦταν στρατιώτης καὶ ἐμαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, τὸ 297 μ.Χ., στὸ Δορύστολο, ἐπαρχία τῆς Κάτω Μοισίας. Αὐτὸς ἀσπάσθηκε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰούλιος († 27 Μαΐου), ὅταν ἐπορευόταν πρὸς τὸ μαρτύριο, λέγοντάς του νὰ ὑπομείνει μὲ θάρρος τὶς βασάνους καὶ νὰ μὴν ἐγκαταλείψει τὴν πατρώα εὐσέβεια.






Οἱ Ἅγιοι Βίτος, Μόδεστος καὶ Κρησκεντία οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βίτος, Μόδεστος καὶ Κρησκεντία ἐμαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) στὴ Λυκαονία, τὸ 303 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Δουλᾶς ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δουλᾶς καταγόταν ἀπὸ τὸ Ζεφύριον τῆς Πραιτωριάδος (ἐπαρχίας τῆς Κιλικίας) καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Διακρινόταν γιὰ τὰ φιλανθρωπικὰ ἔργα του, τὸν ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἔνθερμο ζῆλο καὶ τὶς ἀκάματες προσπάθειές του πρὸς προσέλκυση στὴ Χριστιανικὴ πίστη τῶν εἰδωλολατρῶν συμπολιτῶν του. Γιὰ τὴ θεοφιλὴ αὐτὴ δράση του συνελήφθη καὶ ὁδηγηθεὶς ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος Μαξίμου ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Ὁ Μάξιμος, ἀφοῦ μάταια προσπάθησε μὲ κολακεῖες, ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς νὰ μεταπείσει αὐτόν, διέταξε τὸ σκληρὸ βασανισμό του. Ἔτσι, ἀφοῦ τὸν περιέλουσαν μὲ καυτὸ λάδι, τοῦ κατεξέσχισαν τὶς σάρκες, τὶς δὲ πληγές, γιὰ νὰ καταστήσουν τὸ μαρτύριο ὀδυνηρότερο, ἔτριψαν μὲ ξύδι καὶ ὄστρακα, τοῦ συνέτριψαν τὶς σιαγόνες, τοῦ ἐτρύπησαν τὴν κοιλία καὶ τὸν ὑπεχρέωσαν νὰ τρέχει σὲ μεγάλη ἀπόσταση. Λόγῳ τῶν φοβερῶν κακώσεων, ὁ Μάρτυς Δουλᾶς ἀπέθανε καθ’ ὁδόν.






Ἡ Ἁγία Γραῦς ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Γραῦς ἐμαρτύρησε διὰ ξίφους.







Ὁ Ἅγιος Νερσῆς ὁ Μάρτυρας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Νερσῆ ἢ Ναρσῆ.






Ὁ Ὅσιος Ὀρτίσιος
Ὁ Ὅσιος Ὀρτίσιος ἔζησε τὸν 3ο καὶ 4ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ τὰ σωζόμενα στὸν «Παράδεισο» τῶν Πατέρων ἀποφθέγματά του, φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε διάσημος ἀσκητὴς τῆς ἐρήμου στὴν Ταβέννησο καὶ μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Παχωμίου τοῦ Μεγάλου, τὸν ὁποῖο ἐβοήθησε στὴν κατάρτιση τῶν κανόνων γιὰ τοὺς κοινοβιάτες μοναχούς. Ὁ Ὅσιος ἐγκωμιάσθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο καὶ τὸν Μέγα Ἀντώνιο γιὰ τὴ θαυμαστὴ ἀσκητικὴ βιοτή του καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 308 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ὀρτίσιος συνέγραψε μία πραγματεία γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἡ ὁποία μεταφράσθηκε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἱερώνυμο.






Ὁ Ὅσιος Δουλᾶς ὁ ἐν Αἰγύπτῳ ἀσκήσας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Δουλᾶ, ποὺ ἀσκήτεψε στὴν Αἴγυπτο.







Οἱ Ἁγίες Λεωνίς, Λιβύα καὶ Εὐτροπία οἱ Παρθενομάρτυρες
Οἱ Ἁγίες Παρθενομάρτυρες Λεωνίς, Λιβύα καὶ Εὐτροπία ἐμαρτύρησαν, τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὴν Παλμύρα τῆς Συρίας. Ἡ Λιβύη ἀποκεφαλίσθηκε, ἡ ἀδελφή της Λεωνὶς ἐμαρτύρησε σὲ πάσσαλο, ἐνῶ ἡ δούλη τους Εὐτροπία, δώδεκα μόλις ἐτῶν, ἔγινε στόχος τῶν ὅπλων τῶν στρατιωτῶν.






Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ ἐν Βηθλεέμ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ.






Ὁ Ὅσιος Ἀβραὰμ ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν Γαλλίᾳ
Ὁ Ὅσιος Ἀβραὰμ ἐγεννήθηκε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη καὶ ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο ἀσκητεύοντας στὴν Αἴγυπτο. Ἐκεῖ συνελήφθη αἰχμάλωτος σπείρας ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐκράτησαν αἰχμάλωτο πέντε χρόνια. Ὁ Ὅσιος ἐδραπέτευσε καὶ ἦλθε στὴ Γαλλία, ὅπου ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης στὴν πόλη τῆς Ὠβέρνης κοντὰ στὸ Κλερμόντ. Ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 480 μ.Χ. Τὸν ἐπικαλοῦνται στὴν προσευχή τους ὅσοι ἀσθενοῦν ἀπὸ πυρετό.







Ὁ Ἅγιος Μελανὸς Ἐπίσκοπος Βιβιέρ
Ὁ Ἅγιος Μελανὸς ἔζησε τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη, τὸ 519 μ.Χ., Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βιβιὲρ τῆς Γαλλίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 549 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Τρίλλος Ἐπίσκοπος ἐν Οὐαλίᾳ
Ὁ Ἅγιος Τρίλλος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Οὐαλία μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Καδφανό († 1 Νοεμβρίου). Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Λανδελίνος ὁ ἐν Γαλλίᾳ
Ὁ Ὅσιος Λανδελίνος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Βὸξ τῆς Γαλλίας, τὸ 625 μ.Χ. Ἀπροετοίμαστος νὰ χειρισθεῖ τὶς παγίδες τοῦ κόσμου, ἔζησε στὴν ἁμαρτία καὶ ἔγινε ληστής. Ὅταν ἕνας ἀπὸ τοὺς συντρόφους του ἐφονεύθηκε, ὁ Ὅσιος μετανόησε καὶ γονυπετὴς ὁδήγησε τὰ βήματά του στὸν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς ζητώντας τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἔτσι ἔγινε μοναχός. Ὁ ἔνθεος ζῆλός του ὁδήγησε τὸν Ἐπίσκοπο στὸ νὰ λάβει τὴν ἀπόφαση νὰ τὸ χειροτονήσει διάκονο καὶ πρεσβύτερο. Τὸ 654 μ.Χ., μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχούς, ἔζησαν τὴν κοινοβιακὴ μοναχικὴ ζωὴ στὴ νέα μονὴ τοῦ Λόμπς. Λίγο ἀργότερα ἵδρυσε ἄλλες μονές, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θεῖο κήρυγμα στὶς γύρω περιοχὲς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 686 μ.Χ.






Οἱ Ὅσιοι Δομετιανὸς καὶ Ἀδελίνος
Οἱ Ὅσιοι Δομιτιανὸς καὶ Ἀδελίνος, ποὺ ἔζησαν τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ., ἦσαν μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Λανδελίνου καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη, τὸ 686 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Κωνσταντίνος Ἐπίσκοπος Μπεβαί Γαλλίας
Ὁ Ὅσιος Κωνσταντίνος ἔζησε τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γαλλία καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μπεβαί. Ἀφοῦ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 706 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ πρῶτος Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Μιχαήλ, μὲ βάση ὁρισμένες Ρωσικὲς πηγές, ἀναφέρεται ὡς πρῶτος Μητροπολίτης Ρωσίας (988 – 991 μ.Χ.). Αὐτὸς διοργάνωσε τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο στὸ Κίεβο, τὴ Σουζδαλία, τὸ Νόβγκοροντ καὶ τὸ Ροστώβ. Ἀνήγειρε τὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Ροστὼβ καὶ ἐγκατέστεισε ἐκεῖ ὡς Ἐπίσκοπο τὸν Ἕλληνα Θεόδωρο. Ὁ Ἅγιος διακρινόταν γιὰ τὴ σοφία, τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ἀκρίβειά του. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη πρὸ τοῦ θέρους τοῦ 991 μ.Χ. στὸ Κίεβο καὶ τὸν διαδέχθηκε ὁ Λέων. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου στὸ Κίεβο. Περὶ τὸ 1103, τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου μετακομίσθηκε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο Θεόκτιστο στὸ σπήλαιο τοῦ Ἀντωνίου καὶ τὴν 1η Ὀκτωβρίου 1730 στὸ Καθολικὸ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ τιμᾶται, ἐπίσης, καὶ στὶς 30 Σεπτεμβρίου.






Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ὁ Βατοπαιδινός
Ὁ Ὅσιος Σάββας, κατὰ κόσμον Στέφανος, ἐγεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια, τὸ 1280. Πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ βίου τους οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του ἔλαβαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Καὶ ὁ νεαρὸς Στέφανος, ἀφοῦ ἐμορφώθηκε κατὰ Θεόν, ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐμόνασε στὸ Βατοπαιδινὸ Κελὶ στὶς Καρυὲς ἔχοντας ὡς διακόνημα τὴν καλλιγραφία. Ἡ ἐπιδρομὴ τῶν Καταλανῶν τὸν ἀνάγκασε νὰ φύγει ἀπὸ τὸ Ὄρος καὶ νὰ εὑρεθεῖ στὴν ἁγιοτόκο Κύπρο. Ἐκεῖ ἐπέλεξε ὡς ἄσκηση τὴν διὰ Χριστὸν σαλότητα. Ἐπὶ 10 χρόνια ἀσκήτεψε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπὶ μία διετία στὸ ὄρος Σινᾶ.

Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπλανήσεις, χωρὶς ποτὲ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ὁδὸ τῆς σκληρῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ἐπέστρεψε στὴ μονὴ Βατοπαιδίου πρὸς συνέχιση τοῦ πνευματικοῦ του ἀγῶνος καὶ συνδέθηκε μὲ τὸ βιογράφο του Ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο.

Τὸ 1342 ἀποστέλλεται στὴν Κωνσταντινούπολη, ὡς μέλος ἁγιορειτικῆς ἀντιπροσωπείας, γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κράτους ποὺ σπαρασσόταν ἀπὸ ἐμφύλιο πόλεμο. Ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὴν ἀνάρρησή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο παρὰ τὶς ἐπίμονες πιέσεις καὶ παρακλήσεις τοῦ αὐτοκράτορος, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ.

Ὁ Ὅσιος Σάββας, μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ καὶ ἐπίπονο ἀσκητικὸ βίο, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴ μονὴ τῆς Χώρας στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του, στὶς 5 Ὀκτωβρίου.






Ὁ Ἅγιος Λάζαρος ὁ Μάρτυρας πρίγκιπας τῶν Σέρβων
Ὁ Ἅγιος Λάζαρος Α’ (Γαβριηλάνοβιτς) ἐγεννήθηκε τὸ 1329 στὴ Σερβία. Ἐξελέγη ἡγεμόνας αὐτῆς, τὸ 1371, ἀπὸ τοὺς Σέρβους ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι συγκεντρώθηκαν πρὸς τοῦτο μετὰ τὴν ἐπακολουθήσασα τὸ θάνατο τοῦ Στεφάνου Δουσὰν (1355) κατάπτωση καὶ διαίρεση τοῦ κράτους. Μετὰ τὴν ἀνάληψη τῆς ἐξουσίας κατόρθωσε νὰ ἀνακτήσει μέγα μέρος τοῦ κράτους τοῦ Δουσὰν καὶ νὰ καταλάβει καὶ ἄλλες πόλεις ἀπὸ τοὺς Οὕγγρους. Τὸ 1382, ἐστέφθηκε πρίγκιπας τοῦ Σερβικοῦ θρόνου καὶ συνέχισε τὸ διοικητικό του ἔργο. Φοβούμενος τὴ διαρκὴ πρὸς βορρᾶν πρόοδο τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι ὑπέτασσαν διαδοχικὰ τοὺς μικροὺς Σέρβους ἡγεμόνες, ἔσπευσε νὰ συνομολογήσει συνθήκη μὲ τὸ σουλτάνο Μουράτ, ἀφοῦ ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωση νὰ ἀποστέλλει κατ’ ἔτος σὲ αὐτὸν 1.000 ἱππεῖς καὶ 1.000 λίτρες χρυσοῦ. Τὸ 1387, συμμάχησε μὲ τὸν Σίσμαν, ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων, καὶ ἐκήρυξε τὸν πόλεμο πρὸς τοὺς Τούρκους. Στὴν ἀρχὴ ὁ πρίγκιπας εἶχε πολλὲς ἐπιτυχίες, ἀλλὰ στὸ τέλος ἡττήθηκε στὸ Κοσσυφοπέδιο μετὰ ἀπὸ προδοσία τοῦ Σέρβου ἡγεμόνος τοῦ Μπράνκοβιτς, ὁ ὁποῖος ἀποχώρησε κατὰ τὴν κρίσιμη στιγμὴ τῆς μάχης μὲ τοὺς 12.000 ἄνδρες του. Ἐκεῖ ἐτραυματίσθηκε καὶ ἐσφαγιάσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Σύμφωνα μὲ μία παράδοση, τὴν παραμονὴ τῆς ἀποφασιστικῆς μάχης μὲ τοὺς Τούρκους, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἅγιος ἐπότισε μαζὶ μὲ τοὺς συντρόφους του τὴ γῆ τοῦ Κοσσυφοπεδίου μὲ τὸ αἷμά του, εἶδε τὸ ἑξῆς ὅραμα: «Ὅτι εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει μία ἐκλογὴ μεταξὺ τοῦ ἐπιγείου βασιλείου ἢ τπης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ: μποροῦσε νὰ κινήσει τὶς δυνάμεις του σὲ ἄμεση ἐπίθεση κατὰ τῶν Τούρκων καὶ νὰ ἔχει ἐγγυημένη τὴ νίκη, ἢ νὰ συγκεντρώσει πρῶτα τὸ στρατό του γιὰ τὴν ἱερουργία τῆς Θείας Λειτουργίας· στὴν περίπτωση ὅμως αὐτὴ θὰ ἡττᾶτο. Ἐδιάλεξε τὸ δεύτερο: τὸ δρόμο γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅλος ὁ Σέρβικος στρατὸς συγκεντρώθηκε στὴ λευκὴ Ἐκκλησία τῆς Σαμοντρέζα καὶ ἐκοινώνησε, πρὶς κινήσει γιὰ νὰ σφαγεῖ. Ὁ σουλτάνος ἐδέχθηκε πράγματι ἕνα θανάσιμο πλῆγμα, ἀλλὰ ὁ πρίγκιπας Λάζαρος αἰχμαλωτίσθηκε καὶ κατόπιν ἀποκεφαλίσθηκε».

Οἱ Τοῦρκοι ἐκέρδισαν μία «πύρρεια» νίκη, ἐφ’ ὅσον οἱ Σέρβοι διάσωσαν τὸ ἀδούλωτο τῆς ψυχῆς τους, ἔστω κι ἂν ἡ ἧττα τους ἐσήμανε τὴν ἔναρξη τῆς ζοφερῆς Ὀθωμανικῆς δουλείας, ἡ ὁποία διήρκεσε πέντε ὁλόκληρους αἰῶνες.
Ὁ Ἅγιος Λάζαρος ἦταν σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ὑπόδειγμα πίστεως, δικαιοσύνης καὶ ἀρετῆς καὶ ἐθεωρεῖτο προστάτης τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Ἀπὸ εὐλάβεια καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἀνήγειρε πολλοὺς ναοὺς καὶ μονές. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ ὁ Νάρθηκας τῆς ἱερᾶς μονῆς Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐνῶ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία τεμάχια τῆς Ἁγίας Ζώνης ποὺ φυλάσσονται στὴν ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου προῆλθε ἀπὸ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου κατὰ τὸν 14ο αἰώνα.







Οἱ Ἅγιοι Γρηγόριος καὶ Κασσιανὸς οἱ Ὁσιομάρτυρες καὶ Θαυματουργοί
Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες Γρηγόριος καὶ Κασσιανὸς ἔζησαν τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψαν κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Σουκόνα τῆς Βολογκντά. Ἐτελειώθησαν μαρτυρικά, τὸ 1392, ἀπὸ τοὺς Τατάρους, κατὰ τὴ διάρκεια εἰσβολῆς τους στὴν περιοχή. Τὰ ἱερὰ λείψανά τους εὑρέθησαν τὸ 1504.






Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων Πατριάρχης Σερβίας
Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων, Πατριάρχης Σερβίας (1380 – 1389), ἐκοιμήθηκε εἰρηνικά, τὸ 1389.






Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ Πατριάρχης Σερβίας
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, Πατριάρχης Σερβίας, ἐγεννήθηκε, τὸ 1322, στὴ Βουλγαρία ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγαποῦσε τὸ μοναχικὸ βίο, γι’ αὐτό, καὶ ὅταν οἱ γονεῖς του ἤθελαν νὰ τὸν νυμφεύσουν, ἐκεῖνος κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια ποὺ ἐπέρασε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔγινε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἰβήρων, καὶ ἀργότερα ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του, ὅπου ἔζησε στὴ μονὴ Ντεκάνι στὸ Κόσοβο. Ὅμως ὁ Πατριάρχης Σάββας ἔκτισε γι’ αὐτὸν ἕνα κελὶ στὴν τοποθεσία Odrelo κοντὰ στὸ μοναστήρι τοῦ Πεκίου. Τὸ 1375, ἐξελέγη ἀπὸ τὴ Σύνοδο Πατριάρχης (1375 – 1380, α’ πατριαρχεία) μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πατριάρχου Σάββα Δ’ (1354 – 1375), ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὸν ἡσυχασμό, ἐγκατέλειψε τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο καὶ ἔζησε ἐννέα χρόνια στὴ μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Ντουσάνοβσκι. Τὸ 1389, μετὰ ἀπὸ παρακλήσεις τοῦ ἁγίου πρίγκιπος τῶν Σέρβων Λαζάρου (1371 – 1389), ὑπέκυψε καὶ ἀποδέχθηκε τὴν ἐπανεκλογή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο (1389 – 1390, β’ πατριαρχεία). Ἐκυβέρνησε θεοφιλῶς τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία προφύλαξε ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τῶν ἰσχυρῶν φεουδαρχῶν, μέχρι τὸ 1390, κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς πολὺ δύσκολης περιόδου μετὰ τὴν ἧττα τῶν Σέρβων στὸ Κόσοβο. Παραιτήθηκε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο καὶ ἀποσύρθηκε, γιὰ νὰ ζήσει ὡς ἀσκητὴς καὶ πάλι στὸ Odrelo. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1400, σὲ ἡλικία ὀγδόντα ὀκτὼ ἐτῶν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Πεκίου ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σάββα Ε’ (1396 – 1407). Ἡ κανονικὴ πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε λίγα χρόνια ἀργότερα, ἐπὶ Πατριάρχου Δανιὴλ Δ’, τὸ 1407.






Ὁ Ἅγιος Συμεὼν Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ καὶ Πσκώφ
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν (κατὰ κόσμον Σαμψών), Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ καὶ Πσκὼφ τῆς Ρωσίας, ἔζησε κατὰ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ἁπλὸς μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Χουτύνσκ, ἐξελέγη, τὸ 1415, λόγῳ τῆς πνευματικότητος τοῦ βίου του, Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ καὶ Πσκώφ. Ἀνήγειρε τοὺς ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πέτρου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ θεάρεστη πολιτεία του. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1421 καὶ κατ’ ἄλλους τὸ 1429.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 14 Φεβρουαρίου καὶ στὶς 4 Ὀκτωβρίου.






Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς Μητροπολίτης Μόσχας
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωνᾶ, Μητροπολίτου Μόσχας, τιμᾶται τὴν 31η Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.







Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ὁ Θαυματουργός
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Κυρίλλου τοῦ Θαυματουργοῦ, τιμᾶται τὴν 4η Φεβρουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.







Ὁ Ὅσιος Στέφανος τοῦ Ὀζέρο καὶ Κομὲλ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ἐγεννήθηκε στὴ γῆ τῆς Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία εἰσῆλθε σὲ μονὴ καὶ ἐκάρη μοναχός. Μὲ τὶς εὐλογίες τῶν Πατέρων τῆς μονῆς ἀσκήθηκε περισσότερο καὶ ἀργότερα ἐγκατέστησε τὸ ἀσκητήριό του στὴν περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Κομὲλ ζώντας πολὺ σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωή. Ἐκεῖ, τὸ 1534, ἀνήγειρε ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1542.







Σύναξις τῶν Ἁγίων Σέρβων Νεομαρτύρων
Οἱ Ἅγιοι Σέρβοι Νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἑορτάζουν σήμερα, εἶναι: Οἱ Μητροπολίτες Ζάγκρεμπ Δοσίθεος, Μαυροβουνίου Ἰωαννίκιος, Σαράγιεβο Πέτρος, οἱ Ἐπίσκοποι Γκόνι – Κάρλοβιτς Σάββας, Μπαναλιούκας Πλάτων, οἱ ἱερομάρτυρες Ραφαὴλ ἐν Σισιβάτς (ἱερομόναχος), Μπράνκο Ντομπροσάλιεβιτς, Γεώργιος Μπόγκιτς, Δανιὴλ Μπάμπιτς, καὶ ὁ Μάρτυς Βουκαλὶν ἐξ Ἐρζεγοβίνης.







Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου πέραν ἐν τοῖς Μαρανικίου ἢ Μαρινακίου
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jun 14, 2014 12:17 am

16 ΙΟΥΝΙΟΥ







Ὁ Ἅγιος Τύχων ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος Κύπρου
Image
Ὁ Ἅγιος Τύχων καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἐγεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς στὴν Ἀμαθούντα τῆς Κύπρου, τὴν σημερινὴ Παλαιὰ Λεμεσό. Ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου (395 – 423 μ.Χ.). Ἀφιερωθεὶς ὑπὸ τῶν φιλοθρήσκων γονέων του στὸν Θεό, ἔλαβε ἄρτια μόρφωση καὶ διακρίθηκε στὴ μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου καὶ τὴν ἁγνότητά του ἐχειροτονήθηκε ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Ἀμαθούντος Μνημονίου διάκονος καὶ στὴ συνέχεια πρεσβύτερος. Ἡ ἱκανότητα, ὁ θερμὸς ζῆλος ὑπὲρ τοῦ θείου κηρύγματος καὶ οἱ πολλαπλὲς ἀρετές του τὸν ἀνέδειξαν, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μνημονίου, διάδοχό του, χειροτονηθεὶς ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Ἁγίου Ἐπιφανίου († 12 Μαΐου). Ὡς Ἐπίσκοπος, ὁ Τύχων διακρίθηκε γιὰ τὰ φιλανθρωπικὰ ἔργα, τὴν ἀδιάλειπτη διδασκαλία καὶ τὴν ὑπὲρ τῆς ἐξαπλώσεως τῆς Χριστιανικῆς πίστεως μέριμνά του. Ἔτσι, μετέστρεψε πολλοὺς εἰδωλολάτρες, κατέστρεψε ναοὺς εἰδωλολατρικοὺς καὶ εἴδωλα καὶ ἀνήγειρε Χριστιανικὲς ἐκκλησίες.

Κάποια ἡμέρα, ποὺ εἰσῆλθε σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ναό, ἔδιωξε ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ἱέρεια τῆς Ἀρτέμιδος, τὴ Μιαρανάθουσα, ἡ ὁποία τὸν ἐξύβρισε. Μὲ παρρησία ἄρχισε νὰ τὴν ἐλέγχει γιὰ τὴν τυφλὴ ἐμμονή της στὴν ἀσέβεια καὶ τὴν εἰδωλολατρία. Τὸ θάρρος τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ ἀρετὴ ποὺ ἀπέπνεε ἡ ὅλη του προσωπικότητα προκάλεσαν τέτοια ἐντύπωση στὴν ἱέρεια τῶν εἰδώλων, ποὺ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ Μιαρανάθουσα μὲ σεβασμὸ καὶ φόβο ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο νὰ τὴν κατηχήσει. Ἔτσι δέχθηκε τὸ Βάπτισμα μὲ μετάνοια καὶ ὀνομάσθηκε Εὐήθεια.

Ἕνεκα τῆς θεοφιλοῦς δράσεώς του καὶ τῆς ἁγνότητος τοῦ βίου του ἐπροικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας, ἐπιτελέσας πολλὰ θαύματα στὴ ζωὴ καὶ μετὰ θάνατον.
Ὁ Ἅγιος Τύχων ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας ἔτυχες, ἱερατείας, νεύσι κρείττονι, ἐκλελεγμένος, ὡς θεράπων τῆς Τριάδος ἐπάξιος· σὺ γὰρ τῶν ἔργων ἐκλάμπων ταῖς χάρισι, τὴν Ἐκκλησίαν ἐστήριξας θαύμασι. Τύχων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκετευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει Ἅγιε, θεοφιλεῖ διαπρέψας, Παρακλήτου δύναμιν, ἐξ ὕψους καθυπεδέξω, ξόανα, καθαιρεῖν πλάνης λαοὺς δὲ σώζειν, δαίμονας, ἀποδιώκειν νόσους ἰᾶσθαι. Διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, ὡς Θεοῦ φίλον, Τύχων μακάριε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ κοινωνός· χαίροις τὸ δοχεῖον, τῶν τοῦ Πνεύματος ἀγαθῶν· χαίροις ὁ τῆς Κύπρου, ἀνέσπερος δᾳδοῦχος, ὦ Τύχων Ἀμαθοῦντος, ποιμὴν μακάριε.






Ὁ Ἅγιος Μνημόνιος Ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος Κύπρου
Image
Ὁ Ἅγιος Μνημόνιος, Ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος τῆς Κύπρου, εἶναι γνωστὸς σὲ ἐμᾶς ἀπὸ ὑπόμνημα στὸ διάδοχό του, Ἅγιο Τύχωνα. Ὁ ὑπομνηματιστὴς ὀνομάζει τὸν Μνημόνιο «ἁγιώτατο». Διετέλεσε Ἐπίσκοπος κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ὡς δυνάμεθα νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ διάδοχός του Τύχων ἐχειροτονήθηκε ὑπὸ τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου.







Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μάρκος, Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος, ἐτελειώθηκε κρεμασθείς, ἀφοῦ τοῦ ἐφόρτωσαν τὰ χέρια μὲ πέτρες. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα.






Ὁ Ἅγιος Ἐλάππας ὁ Μάρτυρας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἐλάππα.







Οἱ Ἅγιοι Φερραίολος καὶ Φερρούκιος οἱ Ἱερομάρτυρες οἱ ἐν Γαλατίᾳ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φερραίολος, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, Ἐπισκόπου Λουγδούνου († 23 Αὐγούστου), ἐστάλη μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Φερρούκιο, κατὰ τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ., στὴν πόλη Μπεζανσὸν τῆς Γαλλίας, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο. Συλληφθέντες ἐπὶ αὐτοκράτορος Καρακάλλα (211 – 217 μ.Χ.), ὑπέστησαν μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 212 μ.Χ.







Οἱ Ἅγιοι Πέντε Μάρτυρες ἐν Νικομηδείᾳ
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν στὴ Νικομήδεια διὰ ξίφους.







Οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες οἱ Ρωμαῖοι
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διὰ πυρός.







Οἱ Ἁγίες Ἀκτινέα καὶ Γρεσινιάνα οἱ Παρθενομάρτυρες
Οἱ Ἁγίες Παρθενομάρτυρες Ἀκτινέα καὶ Γρεσινιάνα ἐμαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Βολτέρρα τῆς Ἰταλίας.






Ὁ Ἅγιος Σιμιλιανὸς ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Νάντης
Ὁ Ἅγιος Σιμιλιανὸς διετέλεσε Ἐπίσκοπος τῆς Νάντης τῆς Γαλλίας κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ἐξυμνεῖται ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Τουρώνης ὡς μέγας Ὁμολογητής. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 310 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Κεττίνος
Ὁ Ἅγιος Κεττίνος, Βοηθὸς Ἐπίσκοπος τοῦ Ἁγίου Πατρικίου, Ἀποστόλου τῆς Ἰρλανδίας († 17 Μαρτίου), ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Κολμανὸς ἐξ Ἰρλανδίας
Ὁ Ὅσιος Κολμανὸς ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Κολούμπα († 9 Ἰουνίου). Ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Ρεχρέιν στὴ νῆσο Λάμπεϋ κοντὰ στὸ Δουβλίνο καὶ διετέλεσε πρῶτος ἡγούμενος αὐτῆς. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Κουρίγγος ἐξ Οὐαλίας
Ὁ Ὅσιος Κουρίγγος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ., καὶ θεωρεῖται Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λάνμπανταρν τῆς Οὐαλίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ὅσιος Ἰσμαὴλ ἐξ Οὐαλίας
Ὁ Ὅσιος Ἰσμαὴλ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τῶν Ὁσίων Τεϊλίου († 9 Φεβρπυαρίου) καὶ Δαβὶδ τῆς Οὐαλίας († 1 Μαρτίου). Ὁρισμένοι ἐρευνητὲς ὑποστηρίζουν ὅτι ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως Βουδίκου τῆς Κορνουάλης καὶ Ἐπίσκοπος.Ὁ Ὅσιος Ἰσμαήλ, ἀφοῦ ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Οὐαλία, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.







Ὁ Ἅγιος Αὐρηλιανὸς Ἐπίσκοπος Ἀρελάτης
Ὁ Ἅγιος Αὐρηλιανὸς διετέλεσε Ἐπίσκοπος Ἀρελάτης τῆς Γαλλίας ἀπὸ τὸ 546 ἕως τὸ 551 μ.Χ., πιθανὸν ἔτος τοῦ θανάτου του. Ἐτοποθετήθηκε στὴν ἕδρα αὐτὴ μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων Χιλδεβέρτου Α’ ὑπὸ τοῦ Πάπα Ρώμης Βιγιλίου (538 – 555 μ.Χ.). Τὸ 548 μ.Χ., ἵδρυσε μία ἀνδρικὴ καὶ μία γυναικεία μονή, καθόρισε δὲ καὶ Κανόνα γιὰ κάθε μία ἀπὸ αὐτές. Τοῦ Αὐρηλιανοῦ σώζεται, ἐπίσης, ἐπιστολὴ πρὸς τὸν βασιλέα Θευδεβέρτο Α’.Ὁ Ἅγιος Αὐρηλιανὸς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν πόλη Λυὼν τῆς Γαλλίας.






Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Συκεώτου
Image
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Συκεώτου, τιμᾶται τὴν 22α Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του. Τὸ ἱερὸ λείψανό του εὑρέθηκε τὸ 1200 ἀπὸ τὸ Ρῶσο προσκυνητὴ Ἀντώνιο καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου «ἐν τῷ Δευτέρῳ» στὸ Βυζάντιο.






Ὁ Ὅσιος Σάββας τῆς Μόσχας
Ὁ Ὅσιος Σάββας ἐμόνασε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴν ἱερὰ μονὴ Ἀνδρονίκου τῆς Μόσχας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1378.







Ὁ Ὅσιος Τύχων ὁ ἐν Μεντὺν τῆς Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Τύχων τοῦ Μεντὺν καὶ τῆς Καλούγκα ἔζησε κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ Χούντωφ τῆς Μόσχας. Κινούμενος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἐρημικὴ ζωή, ἀσκήτεψε σὲ ἀπομονωμένο τόπο τοῦ Μαρογιαροσλάβλ καὶ μέσα στὴν κοιλότητα μιᾶς βελανιδιᾶς κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Βεπρίκα. Ἐκεῖ ἀνήγειρε τὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία καὶ κατεύθυνε πνευματικὰ μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, τὸ 1492.






Ὁ Ὅσιος Τύχων ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν τῷ Λούκωφ τῆς Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Τύχων, κατὰ κόσμον Τιμόθεος, ἦταν στρατιώτης στὴν περιοχὴ τῆς Λιθουανίας στὴν ὑπηρεσία τοῦ πρίγκιπος τοῦ Μπελύϊ. Τὸ 1482, ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ δεχθεῖ τὴν Οὐνία, ἔφυγε ἀπὸ τὴ Λιθουανία καὶ κατέφυγε στὴ Ρωσία. Ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τῆς πόλεως Λοὺκ στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Κοστρόμας. Ἡ Λούκ, κατ’ ἐκείνη τὴν περίοδο, ἦταν ὑπὸ τὴν διακυβέρνηση τοῦ Λιθουανοῦ πρίγκιπος Θεοδώρου Βέλσκυ. Ἐκεῖ ἀνήγειραν, μαζὶ μὲ τοὺς συνασκητές του Φώτιο καὶ Γεράσιμο, ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ὁ Ὅσιος Τύχων, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1503.






Οἱ Ὅσιοι Νίκων, Βασίλειος καὶ Τύχων οἱ ἐν Σολόκοβο τῆς Ρωσίας
Οἱ ὅσιοι Νίκων, Βασίλειος καὶ Τύχων ἀσκήτεψαν κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴν ἔρημο τοῦ Σολόκοβο καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη. Ἡ μνήμη τους τιμᾶται, ἐπίσης τὴ δεύτερη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή.







Ὁ Ὅσιος Τύχων ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν Καράτσεβ τῆς Ρωσίας
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Τύχωνος, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τοῦ Καράτσεβ στὴν Ἐπαρχία τοῦ Ὀρέλ, ἀναφέρεται σὲ ἕνα χειρόγραφο τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Καουαϊκχόρσος ὁ Μάρτυρας ὁ Ἰβηρίτης μοναχὸς ἐν Ἱερουσαλήμ
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Καουαϊκχόρσος καταγόταν ἀπὸ τὴ Γεωργία καὶ ἐμαρτύρησε ἐπὶ σάχη Ἀμπᾶ, τὸ 1612.






Ὁ Ὅσιος Μωυσῆς τῆς Ὄπτινα
Ὁ Ὅσιος Μωυσῆς τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Τιμόθεος, ἐγεννήθηκε στὸ Μπορισογκλὲμπσκ τῆς Ρωσίας, στὶς 15 Ἰανουαρίου 1782. Οἱ γονεῖς του, Ἰβὰν Γρηγορίεβιτς Πουτίλωφ καὶ Ἄννα Ἰβάνοβνα Γκολοβίνα, ἦταν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι ἄνθρωποι. Ὁ παππούς του ἀπὸ τὴν μητέρα του, ὁ Ἰωήλ, ἦταν ἱεροδιάκονος καὶ εὐσεβὴς γέροντας, ποὺ ἐζοῦσε στὴ μονὴ Σερπούκωφ Βυσότσκυϊ. Ἡ οἰκογένεια εἶχε ἀκόμη πέντε παιδιά, τὸν Κύριλλο, τὸν Ἰωνᾶ, τὸν Βασίλειο, τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὴν Ἀνυσία καὶ ἄλλα τέσσερα ποὺ ἀπέθαναν νήπια. Οἱ τρεῖ υἱοὶ Τιμώθεος, μετέπειτα ἡγούμενος Μωυσῆς τῆς Ὄπτινα, Ἀλέξανδρος, μετέπειτα ἡγούμενος Ἀντώνιος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μαλογιαροσλάβετς, καὶ Ἰωνᾶς, μετέπειτα ἡγούμενος Ἡσαΐας τῆς μονῆς Σάρωφ, ἀρνήθηκαν τὸν κόσμο καὶ ἀφιερώθηκαν στὸ Θεό.

Οἱ γονεῖς του ἀνέθρεψαν τὸν Τιμόθεο μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἀπὸ μικρὸς ἦταν φιλακόλουθος καὶ διακρίθηκε στὴ μελέτη. Ὅταν εὑρισκόταν μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του Ἰωνᾶ στὴ Μόσχα γιὰ δουλειά, ἐμελετοῦσε πολὺ καὶ ἀντέγραφε ὅσες περικοπὲς πνευματικῶν κειμένων ἐθεωροῦσε ἀξιόλογες. Στὴ Μόσχα ἐγνώρισε καὶ τὴν ἁγία γερόντισσα μοναχὴ Δοσιθέα, ποὺ ἀσκήτευε στὸ μοναστήρι Ἰβανόφσκυϊ τῆς Μόσχας καὶ τὸν συνέδεσε πνευματικὰ μὲ τοὺς γέροντες τῆς μονῆς Νόβο – Σπάσκυϊ Ἀλέξανδρο καὶ Φιλάρετο, ποὺ εἶχαν πνευματικοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν φημισμένο στάρετς Παΐσιο Βελιτσκόφσκυϊ.

Παρὰ τὶς ἀρχικές του ἀντιρρήσεις καὶ μετὰ ἀπὸ περιπέτειες ὁ πατέρας του ἔδωσε τὴ συγκατάθεσή του στὸν υἱό του Τιμόθεο νὰ πάει στὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ, ἐνῶ ἐκράτησε κοντά του τὸν Ἰωνᾶ, στὸν ὁποῖο ἔδωσε τὴν εὐχή του ἀργότερα. Ἔτσι ὁ Τιμόθεος καὶ ὁ Ἰωνᾶς ἐπῆγαν στὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν στὴν ἀκμή του.

Ὁ Ἰωνᾶς ἔμεινε γιὰ πάντα στὴ μονὴ τοῦ Σάρωφ καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἡσαΐας. Ἀργότερα ἔγινε σκευοφύλακας καὶ μετά, τὸ 1842, ἡγούμενος. Ἐκοιμήθηκε τὸ 1860.

Ὁ Τιμόθεος ἔφυγε γιὰ τὴ Μόσχα τὸ 1808 καὶ ἀποφάσισε νὰ πάει στὸ μοναστήρι Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Σβένσκ, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε στὴν Ἐπισκοπὴ Ὀρλώφ. Ἐκεῖ ἀνέλαβε τὸ διακόνημα τοῦ σκευοφύλακος, τὴν ἀλληλογραφία τῆς μονῆς καὶ τὴν ἀνάγνωση στὶς Ἀκολουθίες. Διάφορες τυπικὲς δυσκολίες δὲν ἐπέτρεψαν τὴν κουρὰ τοῦ Τιμοθέου, ὁ ὁποῖος, μετὰ ἀπὸ συμβουλὴ τοῦ ἱερομονάχου Ἀλεξίου τῆς μονῆς Σιμονὼς τῆς Μόσχας, προτίμησε νὰ ζήσει τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ τῶν ἀναχωρητῶν τοῦ Ροσλάβλ. Τὸ 1811, ὁ Τιμόθεος ἔφθασε στὰ δάση τοῦ Ροσλὰβλ καὶ στὴν ἀρχὴ ἔμεινε μὲ τὸν ἱερομόναχο Ἀθανάσιο, τὸν γεροντότερο ἀπὸ τοὺς ἀναχωρητές, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἔκειρε μυστικὰ μοναχὸ δίδοντάς του τὸ ὄνομα Μωυσῆς. Τὸ 1816, ἔφθασε στὸ δάσος τοῦ Ροσλάβλ καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ὁσίου Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος ἔγινε, τὸ 1820, μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀντώνιος.

Ὡστόσο ὁ Ὅσιος Μωυσῆς συνέχιζε τὸν πνευματικό του ἀγώνα. Σὲ κάποιες ἐλάχιστες σημειώσεις, ποὺ διασώθηκαν, μεταξὺ ἄλλων, ὁ Ὅσιος ἔγραφε: «Τὸ Πάτερ ἡμῶν εἶναι ἡ προσευχὴ ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας μας, γιὰ νὰ καλύψει ὅλες τὶς ἀνάγκες τῆς παρούσας καὶ τῆς μέλλουσας ζωῆς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχὴ αὐτὴ ὁ πολυεύσπλαγχνος Κύριος εὐλογεῖ καὶ τὴν ἀκόλουθη, ὅταν λέγεται μὲ πίστη καὶ ταπείνωση: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, Πολυεύσπλαγχνε καὶ Οἰκτίρμον, ὁ πολὺς ἐν ἐλέει καὶ πλούσιος ἐν οἰκτιρμοῖς, ὁ συμπαθής, ὁ παρέχων συγγνώμην, ὁ ἀληθινός, μὴ ὀργισθῇς ἡμῖν σφόδρα, μηδὲ μνησθῇς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν, ἀλλ’ ἐπίβλεψον ἡμῖν ὡς φιλάγαθος καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σῶσον, Κύριε, καὶ ἐλέησον τὸν δοῦλόν Σου, τὸν ἀδελφόν μου (τόνδε). Κύριε, χάρισέ του γνῶσιν καὶ ἐπιμέλειαν εἰς τὴν ἐπιτέλεσιν τῶν ἐντολῶν Σου, εἰρήνην ψυχῆς καὶ σώματος, ὑγείαν εὶς τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν ἔργων τῆς ὑπακοῆς Σου, ὥστε νὰ τελέσῃ ἐν φόβῳ πᾶσαν ἀνατεθεῖσαν αὐτῷ ἐργασίαν, μὲ ταπείνωσιν, ἄνευ δικαιώματος ἢ γογγυσμοῦ ἢ προσκόμματος ὑπὸ τοῦ πονηροῦ, ἐν ἁπλότητι καρδίας, συμφώνως πρὸς τὸ πανάγιον θέλημά Σου...».

Ἐκεῖνο ποὺ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, εἶναι πώς, ἀπὸ εὐσέβεια πρὸς τοὺς Πατέρες καὶ Ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου, ὁ Ὅσιος Μωυσῆς, ὅσο ζοῦσε στὰ δάση τοῦ Ροσλάβλ, ἐμελετοῦσε ἀλλὰ καὶ ἀντέγραφε τὰ κείμενά τους ὄρθιος. Καὶ αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ πολύωρη ὀρθοστασία στὴν προσευχή.

Τὸ 1821, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ φιλομόναχου Ἐπισκόπου Καλούγκα Φιλαρέτου, ὁ Ὅσιος Μωυσῆς, συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς πατέρες Ἀντώνιο, Ἱλαρίωνα καὶ Σαββάτιο, ἦλθε στὴ Σκήτη τῆς Ὄπτινα, καὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου ἐξεκίνησε τὴ δημιουργία νέας Σκήτης. Μετὰ τὰ ἐγκαίνιά της, στὶς 5 Φεβρουαρίου 1822, ὁ Ὅσιος, στὶς 22 Δεκεμβρίου ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὶς 25 Δεκεμβρίου πρεσβύτερος. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὸν ἀνέδειξε, τὸ 1826, ἡγούμενο τῆς μονῆς τῆς Ὄπτινα. Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος, παρὰ τὸ ἡγουμενικὸ ἀξίωμα, ἐξακολουθοῦσε νὰ ζεῖ ὡς μοναχός: μὲ ἀγρυπνίες, νηστεία, προσευχή, ἡσυχία, ταπείνωση, αὐστηρὴ ἄσκηση, φιλοξενία, ἐλεημοσύνη, ἀγάπη, πίστη, ὑπομονή, πραότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὡς πνευματικὸς ἀνάπαυε τὶς ψυχὲς τῶν μοναχῶν καὶ τῶν προσκυνητῶν τῆς μονῆς.

Τὰ χρόνια ὅμως περνοῦσαν. Ἡ ὑγεία τοῦ Ὁσίου ἔφθινε. Ἀλλὰ ὁ ζῆλός του ἐμεγάλωνε. Νοιαζόταν γιὰ τὴν ἀπόλυτη ἐφαρμογὴ τῆς μοναχικῆς πρακτικῆς καὶ τῶν κοινοβιακῶν κανόνων. Παρὰ τὴν ἀσθένειά του ὁ Ὅσιος Μωυσῆς προσπαθοῦσε νὰ λειτουργεῖ καὶ ἐκοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων συνεχῶς. Τὸ βράδυ τῆς 6ης Ἰουνίου 1862 ἐκάρη μεγαλόσχημος καὶ ἐζήτησε νὰ γραφεῖ ἡ πνευματικὴ διαθήκη του. Τὶς ἑπόμενες ἡμέρες ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου ἐπιδεινώθηκε. Ἐκεῖνος ἐζήτησε νὰ ἀναγνωσθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ὅταν ὁ μοναχὸς ἐδιάβαζε τὸ τέλος τοῦ 16ου κεφαλαίου τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, «Μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ...», ὁ Ὅσιος Μωυσῆς παρέδωκε τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριο.



Πνευματικὴ Διαθήκη Ὁσίου Μωυσῆ



«Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας καὶ Ζωοποιοῦ καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος, τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν!

Ἐγὼ ὁ ὑπογραφόμενος, ὁ πολὺ ἁμαρτωλὸς ἀρχιμανδρίτης Μωυσῆς τῆς μονῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς Ὄπτινα, τῆς Ἐπισκοπῆς Καλούγκα, ἀξιώθηκα νὰ λάβω ἀμέτρητα καὶ ἀνέκφραστα ἐλέη καὶ εὐεργεσίες ἀπὸ τὸν Πανάγαθο καὶ Πολυεύσπλαγχνο Κύριό μου, σὲ ὅλη μου τὴ ζωή. Ἀξιώθηκα νὰ γίνω μοναχός, νὰ δεχθῶ τὸ ὑπούργημα τῆς ἱερωσύνης καὶ νὰ γίνω ἡγούμενος καὶ ἀρχιμανδρίτης, ἐνῶ εἶμαι ἄμοιρος ἔργων ἀγαθῶν. “Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ πέρι πάντων ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;”. Μέσα μου νιώθω καὶ ἐκφράζω τὴ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη μου καὶ παρακαλῶ τὴν ἀγαθότητά Του νὰ μοῦ χαρίσει τὴ σωτηρία τῆς ἁμαρτωλῆς ψυχῆς μου. Νὰ μοῦ δώσει τέλος ἀγαθό, ὥστε μὲ πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ ἀνείκαστο ἔλεός Του καὶ τὴν ἀτίμητη θυσία τοῦ Υἱοῦ Του, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, νὰ ἀξιωθῶ νὰ παρασταθῶ ἀκατάκριτος στὴ φοβερὴ καὶ δίκαιη κρίση του καὶ νὰ μὲ βάλει στὰ δεξιά Του, μαζὶ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς Του. Καὶ ἀπὸ σᾶς, πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ πνευματικά μου τέκνα, ζητῶ νὰ εὔχεσθε στὸν Κύριο, ὥστε νὰ μὴ μὲ στερήσει ἀπὸ τὸ ποθούμενο.

Ἐπειδὴ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ αἰσθάνομαι ἀδύναμος καὶ ἀσθενὴς καὶ καταλαβαίνω πὼς ὁ καιρὸς τοῦ θανάτου μου εἶναι ἄγνωστος, σκέφθηκα πὼς εἶναι καλὸ ν’ ἀφήσω μία διαθήκη, ὄπως ἔχω δικαίωμα, γιὰ τὰ πράγματα ποὺ εὑρίσκονται στὴν κατοχή μου. Αὐτὰ ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἅγιες εἰκόνες καὶ πνευματικὰ βιβλία, ποὺ ἐβοήθησαν στὴν κατάρτιση τῆς ψυχῆς μου. Χρήματα δὲν ἔχω. Ἀπὸ τότε ποὺ εἰσῆλθα στὸ ζυγὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς μέχρι σήμερα ζῶ σὲ μοναστήρι κοινόβιο. Ἔτσι δὲν εἶχα ποτὲ ἐνδιαφέρον ν’ ἀποκτήσω περιουσία, διότι θυμόμουν τὸν ὅρκο ποὺ ἔδωσα στὸν Θεὸ νὰ ζήσω μὲ ἀκτημοσύνη. Ἀνάγκη γιὰ φαγητὸ καὶ ἔνδυση δὲν εἶχα, διότι μοῦ τὰ ἔδιδε ὄλα τὸ μοναστήρι. Ἔτσι, τὰ λινά, τὰ εἴδη ρουχισμοῦ καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπίπλωση, εὑρεθεῖ στὸ κελί μου μετὰ τὸ θάνατό μου δὲν ἀνήκουν σὲ μένα ἀλλὰ στὸ μοναστήρι καὶ θὰ πρέπει νὰ δοθοῦν στὸ κελάρι, γιὰ νὰ μοιρασθοῦν ἀπὸ τὸν ὑπεύθυνο σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Οἱ ἅγιες εἰκόνες νὰ τοποθετηθοῦν στὴν ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπου ταιριάζουν καλύτερα.Τὰ πνευματικά μου βιβλία, ποὺ συλλέγω ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα μοναχός, τὰ θεωρῶ μεγάλο θησαυρό, ποὺ ἔθρεψαν τὴν ψυχή μου μὲ τροφὴ ἀθάνατη, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή. Τ’ ἀφήνω ὅλα στὴ βιβλιοθήκη τῆς μονῆς, γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδομὴ τῶν πατέρων καὶ τῶν ἀδελφῶν μου.

“Γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ τῆς κοιλίας τῆς μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι”. Γι’ αὐτὸ καὶ θέλω ὅλα ὅσα ἔχω στὴν κατοχή μου, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ νὰ καλυφθεῖ καὶ νὰ ταφεῖ τὸ σῶμά μου, νὰ μεταφερθοῦν ἀπὸ τὸ κελί μου, σύμφωνα μὲ τὶς ὑποδείξεις μου.Ἔτσι, μετὰ τὸ θάνατό μου, κανένας δὲν θὰ κουρασθεῖ γιὰ νὰ ἐντοπίσει καὶ νὰ καταγράψει τὴν περιουσία μου καὶ κανένας δὲν θὰ ἔχει εὐθύνη γι’ αὐτήν.

Οἱ συγγενεῖς μου δὲν ἔχουν νὰ κάνουν τίποτα μὲ τὴν περιουσία μου αὐτή. Εἶμαι σίγουρος πὼς δὲν θὰ ἀνακατευθοῦν, θὰ μείνουν εὐχαριστημένοι μὲ αὐτὰ ποὺ ὁ Θεὸς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἔδωσε. Δὲν θὰ θελήσουν νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὴ μοναστικὴ περιουσία, διότι ἀνήκει στὸ μοναστήρι. Ἂν τολμήσουν νὰ τὴν ἀγγίξουν, αὐτὴ θὰ γίνει φωτιά, ποὺ θὰ κάψει τὴν κληρονομία τους.

Ὅταν φανεῖ εὐάρεστο στὸν Θεὸ νὰ χωρισθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμά μου, παρακαλῶ τὸν πνευματικό μου πατέρα καὶ ὅλους τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μου σὲ αὐτὸ τὸ μοναστήρι, νὰ ἐνταφιάσουν τὸ σῶμά μου σύμφωνα μὲ τὴ χριστιανικὴ καὶ μοναστηριακὴ τάξη. Μετά, σᾶς παρακαλῶ, νὰ συνεχίσετε νὰ μὲ μνημονεύετε, τόσο στὶς Ἀκολουθίες ὅσο καὶ στὶς κατὰ μόνας προσευχές σας, ὥστε ὁ Κύριος νὰ συγχωρέσει τὶς ἁμαρτίες μου καὶ νὰ ἀναπαύσει τὴν ψυχή μου μετὰ τῶν δικαίων.

Ἂν ὅσο ἐζοῦσα, ἐλύπησα κάποιον μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, μὲ ἔργα, μὲ λόγια ἢ μὲ τοὺς λογισμούς μου, ζητῶ ταπεινὰ συγγνώμη ἀπὸ ὅλους. Καὶ ἂν κάποιος μὲ ἐλύπησε μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, τὸν συγχωρῶ ἀπὸ τὴν καρδιά μου.

Ἔγραψα τὴν πνευματική μου αὐτὴ διαθήκη μὲ τὴ θέλησή μου, ἔχοντας σώας τὰς φρένας καὶ ἐναργὴ μνήμη.

6 Ἰουνίου 1862

Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Ὄπτινα

Ἀρχιμανδρίτης Μωυσῆς».






Ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Τομπὸλσκ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἑρμογένης, κατὰ κόσμον Γεώργιος Ἐφραίμοβιτς Ντολγκάνωφ, ἐγεννήθηκε, στὶς 25 Ἀπριλίου 1858, στὴν περιοχὴ τῆς Χερσονήσου. Ἦταν γόνος ἱερατικῆς καὶ εὐλαβοῦς οἰκογένειας καὶ ὁ πατέρας του ἐγκατέλειψε τὴν ἱερατικὴ διακονία στὸν κόσμο καὶ ἔγινε μοναχός. Μετὰ τὴν ἐγκύκλια μόρφωση ἐσπούδασε στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Νοβοροσίσκ νομική, ἱστορία καὶ φιλολογία καὶ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Νικάνορα (Μπρόβκοβιτς) ἀφιερώθηκε στὸν Θεό. Ἔτσι εἰσήχθη στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ ἐχειροτονήθηκε διάκονος, στὶς 28 Νοεμβρίου 1890. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, στὶς 2 Δεκεμβρίου, χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ διορίζεται ἱεροκῆρυξ. Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ ἐργάζεται σκληρὰ καὶ διορίζεται, τὸ 1898, διευθυντὴς τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας τῆς Τυφλίδος. Ἡ δραστηριότητά του εἶναι μεγάλη. Ἱδρύει ἐνοριακὰ σχολεῖα καὶ ἐργάζεται ἱεραποστολικὰ σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Λίγο ἀργότερα, στὶς 21 Μαρτίου 1903, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Σαράτωφ καὶ διορίζεται μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Ἀναλώνει τὸν ἑαυτό του στὴ νέα ἐπισκοπικὴ διακονία καὶ εἶναι πατέρας γιὰ τὸ λαό του.
Ἀνεγείρει ναούς, μεριμνᾶ γιὰ τὴ διοργάνωση τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀκριβὴ τήρηση τοῦ Τυπικοῦ τῶν μονῶν, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγιορείτικη παράδοση, γιὰ τὴν αὔξηση τῆς ἱεραποστολικῆς ἐργασίας, τὴν ἔκδοση ἐκκλησιαστικῶν ἐντύπων γιὰ τὴν κατήχηση τοῦ λαοῦ, κηρύττει συνεχῶς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ τόσο στοὺς ἐπιστήμονες ὅσο καὶ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης ἐθαύμαζε τὸν Ἐπίσκοπο Ἑρμογένη καὶ προεῖπε τὸ μαρτυρικὸ θάνατο αὐτοῦ, ποὺ συνέβη τὸ 1918.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Δοκιαναῖς (ἢ πέραν ἐν Εὐδοκιαναῖς)
Ὁ Μανουὴλ Γεδεὼν ἀναφέρει ὅτι πρόκειται περὶ παραφθορᾶς τοῦ «Ἰουκουνδιαναῖς» καὶ εἰκάζει ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου «τῶν Μαρνακίου» ἢ «Μαρανακίου».
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

PreviousNext

Return to ΕΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 0 guests