7 ΙΟΥΝΙΟΥ
Ψυχοσάββατον
Τὸ Σάββατο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, λέγεται – «Σάββατο τῶν Ψυχῶν» ἢ Ψυχοσάββατο. Εἶναι τὸ δεύτερο ἀπὸ τὰ δύο Ψυχοσάββατα τοῦ ἔτους (τὸ πρῶτο ἐπιτελεῖται τὸ Σάββατο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω). Ὁ λόγος ποὺ τὸ καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία μας, παρ’ ὅτι κάθε Σάββατο εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς κεκοιμημένους, εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐπειδὴ πολλοὶ κατὰ καιροὺς ἀπέθαναν μικροὶ ἢ στὴν ξενιτιὰ ἢ στὴ θάλασσα ἢ στὰ ὄρη καὶ τοὺς κρημνοὺς ἢ καὶ μερικοί, λόγω πτώχειας, δὲν ἀξιώθηκαν τῶν διατεταγμένων μνημοσυνῶν, «οἱ θεῖοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι θέσπισαν τὸ μνημόσυνο αὐτὸ ὑπὲρ πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος εὐσεβῶς τελευτησάντων Χριστιανῶν».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὁ βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οἰκονομῶν, καὶ τὸ συμφέρον πᾶσιν ἀπονέμων, μόνε Δημιουργέ, ἀνάπαυσον Κύριε, τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου· ἐν σοὶ γὰρ τὴν ἐλπίδα ἀνέθεντο, τῷ Ποιητῇ καὶ Πλάστῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν.
Θεοτόκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Σὲ καὶ τεῖχος καὶ λιμένα ἔχομεν, καὶ πρέσβυν εὐπρόσδεκτον, πρὸς ὃν ἔτεκες Θεόν, Θεοτόκε Ἀνύμφευτε, τῶν πιστῶν ἡ σωτηρία.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Μετὰ τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστέ, τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στανγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος.
Μεγαλυνάριον.
Ὡς Θεὸς Οἰκτίρμων Παμβασιλεῦ, ἐν σκηναῖς Δικαίων, καὶ ἐν κόλποις τοῦ Ἀβραάμ, τὰς ἀπὸ αἰῶνος, ψυχὰς ἃς προσελάβου, ἀνάπαυσον παρέχων, αὐταῖς τὴν χάριν σου.
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ ἐν Ἀγκύρᾳ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδοτος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Παρέμεινε ὀρφανὸς σὲ νηπιακὴ ἡλικία καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου ἀπὸ τὴν εὐσεβέστατη θεία του Τεκοῦσα. Ὄταν ἐμεγάλωσε, ἔγινε ἀρτοποιὸς καὶ ἔμπορος τροφίμων, διεκρινόταν δὲ γιὰ τὴν τιμιότητα, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ φιλανθρωπία του. Διὰ τῶν λόγων, τῶν ἔργων καὶ τῆς ὑποδειγματικῆς χριστιανικῆς διαβιώσεώς του, ἔγινε πρόξενος ἐπανόδου στὸν ὀρθὸ δρόμο πολλῶν παρεκτραπέντων συμπολιτῶν του. Κατὰ τοὺς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμούς, ἀπεστάλη στὴν Ἄγκυρα ὁ Θεότεκνος, δεινὸς διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴ σύλληψη τῶν Χριστιανῶν, τὴν κατεδάφιση τῶν ναῶν καὶ τὴ δήμευση τῆς περιουσίας αὐτῶν, γιὰ νὰ μολύνει δὲ τὰ τρόφιμα διέταξε νὰ ἀναμιχθοῦν αὐτὰ μὲ εἰδωλόθυτα. Τότε συνελήφθησαν μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ ἡ Τεκοῦσα μετὰ τῶν παρθένων Ἀλεξάνδρας, Κλαυδίας, Φαεινῆς, Εὐφρασίας, Ματρώνης, Ἰουλίας καὶ Θεοδότης. Ἐπειδὴ οἱ Ἁγίες ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἐκλείσθησαν ἀρχικὰ σὲ πορνεῖο καὶ παρέμειναν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἁγνές, καὶ στὴ συνέχεια ἐρρίφθησαν στὰ πλησίον κείμενα ἕλη, ὅπου ἔλαβαν τὸ μαρτυρικὸ θάνατο διὰ πνιγμοῦ († 18 Μαΐου).
Ὁ Θεόδοτος, ἀφοῦ κατ’ ἀρχὰς ἀντιμετώπισε ἀποτελεσματικὰ τὸ θέμα τῶν τροφίμων, διαμοιράζοντας καὶ πουλώντας μεγάλες ποσότητες μὴ μολυσμένων μὲ εἰδωλόθυτα, ἄρχισε νὰ περιέρχεται τὶς φυλακές, νὰ διαμοιράζει στοὺς κρατούμενους Χριστιανοὺς τρόφιμα καὶ νὰ παρηγορεῖ αὐτούς. Πληροφορηθεὶς τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τῆς θείας του Τεκούσης καὶ τῶν παρθένων ποὺ ἐμαρτύρησαν μαζί της, σὲ συνεννόηση μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς μετέβη στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου τους, παρέλαβε κρυφὰ τὰ λείψανά τους, καὶ τὰ ἐνταφίασε. Τὴν ἑπομένη, ὅταν ἔγινε ἀντιληπτὴ ἡ ἐξαφάνιση τῶν λειψάνων, διενεργήθησαν πολλὲς συλλήψεις Χριστιανῶν, οἱ δὲ συλληφθέντες ὑποβάλλονταν σὲ ποικίλα βασανιστήρια, γιὰ νὰ ἀποκαλύψουν τοὺς δράστες. Ὁ Θεόδοτος, γιὰ νὰ μὴ συλληφθοῦν καὶ βασανισθοῦν καὶ ἄλλοι ἀθῶοι, ἔσπευσε πρὸς τὸν Θεότεκνο, ὁμολόγησε ὅτι ἦταν Χριστιανὸς καὶ ἀπεκάλυψε στὸν ἄρχοντα, ὄτι αὐτὸς ἦταν ὁ δράστης τοῦ ἐνταφιασμοῦ τῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων γυναικῶν. Ὁ Θεότεκνος διέταξε εὐθὺς τὸ σκληρὸ βασανισμὸ τοῦ Θεοδότου καὶ τὸν ἐγκλεισμό του στὴ φυλακή, ἀποστείλας δὲ στρατιῶτες ἀνεκόμισε τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων γυναικῶν καὶ τὰ κατέκαψε. Μετὰ λίγες ἡμέρες ὁ Ἅγιος Θεόδοτος προσήχθη πάλι ἐνώπιον τοῦ Θεοτέκνου καὶ ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴν ἐμμονὴ στὴν ἀρχικὴ ὁμολογία του καὶ στὴν πατρώα εὐσέβεια. Τότε, ἀφοῦ τοῦ καταξέσχισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια καὶ τοῦ συνέτριψαν τὶς σιαγόνες, τὸν ἀπεκεφάλισαν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δόσιν ἔνθεον, καταπλουτήσας, τὴν τῆς χάριτος ἱερουργίαν, Ἱερομάρτυς τρισμάκαρ Θεόδοτε, καθάπερ δῶρα Θεῷ προσενήνοχας, τὰς ἀριστείας τῶν θείων ἀγώνων σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῶν ἱερέων ἐν στάσει γενόμενος, τῶν Ἀθλοφόρων τοὺς τρόπους ἐζήλωσας, καὶ στέφος διπλοῦν κομισάμενος, σὺν Ἀσωμάτοις χορεύεις Θεόδοτε, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀθλοφόρων ὁ κοινωνός· χαίροις Ἱερέων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις ὁ φαυλίσας, τυράννων τὴν μανίαν, Θεόδοτε τρισμάκαρ, τῇ καρτερίᾳ σου.
Ἡ Ἁγία Ποταμιαίνη ἐξ Ἀλεξανδρείας
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ποταμιαίνη καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Πανέμορφη στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ πιστὴ Χριστιανή, ἦταν δούλη ἀσελγοῦς καὶ ἀκόλαστου ἀνδρός, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ δὲν κατάφερε νὰ τὴν πείσει νὰ δεχθεῖ τὶς ἀνήθικες προτάσεις του, κατήγγειλε αὐτὴν στὸν ἄρχοντα τῆς Ἀλεξανδρείας ὡς Χριστιανή. Εὐθὺς διατάχθηκε ἡ σύλληψή της καὶ ἡ ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος προσαγωγή της. Ὅταν ὅμως ἐμφανίσθηκε ἡ Ποταμιαίνη, αὐτός, ἐπειδὴ θαμπώθηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της, ἐκυριεύθηκε ἀπὸ ἀκόλαστες ἐπιθυμίες, μὲ κολακεῖες δὲ καὶ ὑποσχέσεις προσπάθησε νὰ ἀποσπάσει αὐτὴν ἀπὸ τὴ Χριστιανικὴ πίστη, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἔτσι θὰ ὑπέκυπτε στὶς ὀρέξεις του. Ἀλλ’ ἡ Ποταμιαίνη δὲν ἐνέδωσε στὶς προτάσεις του καὶ ἕνεκα τούτου διέταξε νὰ ριφθεῖ ἡ Μάρτυς μέσα σὲ λέβητα ποὺ ἦταν γεμάτος μὲ καυτὴ πίσσα. Ἡ Ποταμιαίνη μὲ πνευματικὴ χαρὰ ἄκουσε τὴν καταδίκη της, διότι ἔτσι θὰ διατηροῦσε ἀμόλυντα τὰ πολυτιμότερα ἀγαθά της, τὴν παρθενία καὶ τὴν Χριστιανική της πίστη, παρεκάλεσε δὲ τὸν ἄρχοντα νὰ τὴν καταβιβάζουν ἀργὰ μέσα στὸ λέβητα, γιὰ νὰ ἀποβαίνει μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο πλέον ἐπώδυνο τὸ μαρτύριό της. Ἡ τελευταία αὐτὴ ἐπιθυμία της ἔγινε δεκτή, γενικὴ δὲ ὑπῆρξε ἡ κατάπληξη τῶν παρευρισκομένων, γιὰ τὴν καρτερία καὶ ἀταραξία αὐτῆς στὸ φρικτὸ τοῦτο μαρτύριο.
Ὁ Ἅγιος Μαρκελλίνος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μαρκελλίνος ἦταν Ἐπίσκοπος Ρώμης κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Κατὰ τὸ Λιβεριανὸ Κατάλογο διαδέχθηκε τὸν Ἐπίσκοπο Γάϊο τὴν 1η Ἰουλίου 296 μ.Χ. καὶ ἐκάθισε ἐπὶ τοῦ θρόνου ἕως τὸ 304 μ.Χ. Οἱ Δονατιστὲς τὸν κατηγόρησαν γιὰ δειλία κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ στὸ Liber Pontificalis, ὅπου διαβάζουμε ὅτι ὁ Μαρκελλίνος μετανόησε, ἔκλαψε πικρὰ καὶ ἀπολογήθηκε γιὰ τὴ στάση του ἐνώπιον Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν πόλη Σινουέσσα τῆς Καμπανίας. Ἐμφανίσθηκε μὲ τὴν κεφαλή του γεμάτη ἀπὸ στάχτη, σὲ ἔνδειξη μετανοίας, καὶ ὁμολόγησε τὴν ἁμαρτία του στὰ μέλη τῆς Συνόδου. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τὸν συγχώρεσαν, λέγοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀρνήθηκε τὸν Κύριο ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἔκλαψε πικρὰ γιὰ τὴν ἁμαρτία του καὶ ἡ μετάνοιά του ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλ’ ἡ κατηγορία καὶ ἡ ἀναφορὰ περὶ λιποψυχίας καὶ πτώσεως τοῦ Ἁγίου Μαρκελλίνου φαίνεται μᾶλλον ἀστήρικτη.
Ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καὶ ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του καὶ Μάρτυρες τοῦ Κυρίου Κλαύδιο, Κυρίνο καὶ Ἀντωνίνο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Μάρκελλο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπωμισθεῖ τὰ τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως καὶ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἐνῷ ἐχήρευε ὁ ἐπισκοπικός της θρόνος, στὸ κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Πρισκίλλης, μετὰ ἀπὸ ὅραμα στὸ ὁποῖο εἶδε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο νὰ τοῦ δίδει ἐντολὴ γιὰ νὰ ἐνταφιάσουν τὸ τίμιο σκήνωμα μὲ εὐλάβεια.
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος Ἐπίσκοπος Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος Α’, Ἐπίσκοπος Ρώμης (308 – 309 μ.Χ.), καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ διαδέχθηκε τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Μερκελλίνο († 7 Ἰουνίου). Κατήγγειλε δημοσίως τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὴ σκληρότητά του πρὸς τοὺς ἀθώους Χριστιανοὺς καὶ τοὺς διωγμοὺς καὶ ἐκεὶνος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τ]ν βασανίσουν. Περιορίσθηκε καὶ ἐκλείσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μαξέντιο σὲ ναό, τὸν ὁποῖο εἶχαν ἱδρύσει οἱ παρθένες Πρίσκιλλα καὶ Λουκία, καὶ ὁ ὁποῖος μετατράπηκε σὲ σταῦλο. Ἐκεῖ ἀπέθανε ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὰ βάσανα μακριὰ ἀπὸ τὴν ἔδρα του. Ἐνταφιάσθηκε στὸ κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Πρισκίλλης. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, πλὴν τῆς παρούσης ἡμέρας, καὶ τὴ 16η Ἰανουαρίου.
Οἱ Ἅγιοι Σισίνιος, Κυριακός, Σμάραγδος, Λάργος, Ἀπρονιανός, Σατουρνίνος, Κρήσκης, Παππίας, Μαύρος, Ἀρτεμιάδα, Πρίσκιλλα καὶ Λουκία οἱ Μάρτυρες
Ὅταν ἐκηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐκλείσθηκαν στὶς φυλακές. Ὁ Θράσων, πλούσιος Χριστιανός, ἐφρόντιζε νὰ ἀποστέλλει μὲ τοὺς Σισίνιο, Κυριακό, Σμάραγδο καὶ Λάργο, τρόφιμα καὶ ἐνδύματα στοὺς φυλακισμένους ἀδελφούς του. Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, εὐχαρίστησε τὸν Θράσωνα καὶ ἐχειροτόνησε διακόνους τὸν Σισίνιο καὶ τὸν Κυριακό. Γιὰ τὴ θεοφιλὴ δράση τους οἱ δύο διάκονοι συνελήφθησαν καὶ καταδικάσθηκαν σὲ καταναγκαστικὰ ἔργα. Δὲν ἔφθανε ὅμως αὐτό. Ὁ Μαξιμιανὸς ἀπέστειλε τὸν Σισίνιο στὸ διοικητὴ τῆς Λαοδικείας, ὁ ὁποῖος τὸν ἐφυλάκισε. Ἐκεῖ ὁ διάκονος Σισίνιος συνάντησε τὸν Ἀπρονιανό, ὁ ὁποῖος, βλέποντας τὸ πρόσωπο τοῦ Σισινίου νὰ εἶναι λουσμένο στὸ θεῖο φῶς, ἐπίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ ἐβαπτίσθηκε. Ὅταν ὁ Ἀπρονιανὸς ἐκλήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Λίγο ἀργότερα ἐμφανίσθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁ Σισίνιος καὶ ὁ Σατουρνίνος. Ἐκεῖνος τοὺς διέταξε νὰ προσφέρουν θυσία στὰ εἴδωλα, ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι μὲ τὴν προσευχή τους ἔλιωσαν τὰ τρίποδα μὲ τὸ θυμίαμα τῶν εἰδώλων. Βλέποντας τὸ θαῦμα αὐτὸ οἱ στρατιῶτες Παππίας καὶ Μαῦρος ἐπίστεψαν στὸν Χριστό. Ἔξαλλος ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ οἱ μὲν δύο στρατιῶτες νὰ ὁδηγηθοῦν στὴ φυλακή, οἱ δὲ Σισίνιος καὶ Σατουρνίνος νὰ ἀποκεφαλισθοῦν.
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ἐβάπτισε κρυφὰ τὸν Παππία καὶ τὸν Μαῦρο, οἱ ὁποῖοι μετὰ ἀπὸ λίγο ἐτελειώθησαν μαρτυρικὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τους στὸν Χριστό. Τὰ τίμια λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Ἰωάννη καὶ τὸν Θράσωνα.
Οἱ μάρτυρες Κυριακός, Σμάραγδος, Λάργος καὶ Κρήσκης, μαζὶ μὲ ἄλλους Χχριστιανούς, ἦσαν φυλακισμένοι καὶ καταδικασμένοι νὰ ἐργάζονται σκληρά. Ἡ Ἀρτεμία, κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ, ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο. Μαθαίνοντας ὁ Διοκλητιανὸς ὅτι ὁ φυλακισμένος Κυριακὸς θὰ μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὴν ἀσθένεια τῆς θυγατρός του, τὸν ἐκάλεσε γιὰ νὰ τὴν κάνει καλά. Πράγματι! Ὀ Ἅγιος Κυριακός, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐθεράπευσε τὴν Ἀρτεμία καὶ ἐξέβαλε τοὺς δαίμονες ἀπὸ αὐτήν. Ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴ θεραπεία τῆς κόρης του ὁ αὐτοκράτορας ἐλευθέρωσε τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ σύντομα ἔστειλε τὸν Κυριακὸ στὴν Περσία, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν κόρη τοῦ Πέρσου βασιλέως. Ὄταν ὁ Κυριακὸς ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη, συνελήφθη, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ αὐτοκράτορος Γαλερίου (305 – 311 μ.Χ.), γαμπροῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε παραιτηθεῖ καὶ ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Ἔδεσαν, λοιπόν, τὸν Ἅγιο Κυριακὸ πίσω ἀπὸ ἕνα ἅρμα ποὺ τὸν ἔσερνε ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Ρώμης καὶ στὴ συνέχεια, ἀφοῦ τὸν ἐβασάνισαν τὸν ἐθανάτωσαν μαζὶ μὲ τοὺς Μάρτυρες Σμάραγδο, Λάργο, Κρήσκεντα, Ἀρτεμία, Πρίσκιλλα καὶ Λουκία.
Οἱ Ἁγίες Αἰσία καὶ Σωσάννα μαθήτριες τοῦ Ἁγίου Παγκρατίου
Οἱ Ἁγίες Αἰσία (ἢ Ἐσία, κατ’ ἄλλην γραφὴν Εὐσεβεία) καὶ Σωσάννα ἦσαν μαθήτριες τοῦ Ἁγίου Παγκρατίου, Ἐπισκόπου Ταυρομενίας († 9 Φεβρπυαρίου), καὶ ὑπέστησαν τὸν διὰ πυρὸς θάνατο. Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὸ ναὸ «ἐν τοῖς Βασιλίσκοις» κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη.
Ἡ Ἁγία Ζηναΐς ἡ Θαυματουργός
Περὶ τῆς Ἁγίας Ζηναΐδος γνωρίζουμε ὅτι ἀξιώθηκε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας καὶ ἐτελειώθηκε μὲ μαρτυρικὸ θάνατο.
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης καὶ Ταράσιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰωάννης καὶ Ταράσιος ἐτελειώθησαν διὰ ξίφους. Τὸ σχετικὸ δίστιχο ἀναφέρει: «Ἰωάννην τέμνουσι σὺν Ταρασίῳ, οὐ πρὸς τὸ τέμνον ἐκταραχθέντας ξίφος».
Ὁ Ἅγιος Λυκαρίων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἄγιος Μάρτυς Λυκαρίων καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Διαπνεόμενος ὑπὸ θείου ζήλου, διεμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ὑλικὴ μέριμνα ἐπιδόθηκε στὴ διάδοση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, κηρύττοντας τὸ θεῖο λόγο καὶ πολλοὺς εἰδωλολάτρες ἑλκύοντας πρὸς αὐτήν. Γιὰ τὴ θεοφιλὴ δράση του καταγγέλθηκε, συνελήφθη, ἀρνήθηκε δὲ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἀφοῦ ὑποβλήθηκε σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, ἐκ τῶν ὁποίων ὅμως, μὲ τὴ Θεία Χάρη, ἐξῆλθε ἀβλαβής, καὶ ἐκλείσθηκε στὴ φυλακή. Μετὰ λίγες ἡμέρες, ἀφοῦ ὑποβλήθηκε σὲ νέα ἀνάκριση καὶ ἐπέμενε στὴν ὁμολογία του, ὐπέστη ἀκόμη σκληρότερη δοκιμασία. Ἔτσι, ἀφοῦ τοῦ καταξέσχισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια καὶ τοῦ κατέκαψαν τὰ πλευρὰ καὶ τὸ στῆθος μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, τὸν ἐκρέμασαν ἐπὶ σταυροῦ καὶ ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια.
Ἡ Ἁγία Σεβαστιανὴ ἡ Θαυματουργός
Ἡ Ὁσία Σεβαστιανή, ἀξιωθεῖσα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Πρεσβύτερος
Ὁ Ὅσιος Στέφανος, ὁ πρεσβύτερος, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος ὁ Πρεσβύτερος
Ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος, ὁ πρεσβύτερος, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Βασιλείδης ὁ Μάρτυρας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Βασιλείδη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ὁσιομάρτυρας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου.
Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος ὁ Σιναΐτης
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου Ἀνατολίου τοῦ Σιναΐτου.
Ὁ Ἅγιος Κολμανὸς ὁ ἐξ Ἰρλανδίας
Ὁ Ἅγιος Κολμανὸς ἐγεννήθηκε, τὸ 450 μ.Χ., στὴ Δαλαραδία τοῦ βασιλείου Κρούτιν τῆς Ἰρλανδίας. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ντρόμορ καὶ εἶναι πολιοῦχος καὶ προστάτης αὐτῆς. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Μεριαδόκιος ὁ ἐξ Οὐαλίας
Ὁ Ὅσιος Μεριαδόκιος καταγόταν ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια τῆς Οὐαλίας καὶ ἔζησε τὸν 5ο ἢ 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἐπιθυμώντας νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἡσυχαστικὸ βίο, ἐπώλησε ὄλα τὰ ὑπάρχοντά του, τὰ ὁποία διεμοίρασε στοὺς πτωχούς, καὶ ἔγινε ἐρημίτης. Κατόπιν ἦλθε στὴν Κορνουάλη, ὅπου ἵδρυσε πολλὲς ἐκκλησίες, καὶ στὴ συνέχεια ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βάννες. Διακρίθηκε γιὰ τὴ μεγάλη φιλαδελφία καὶ φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη λέγοντες: «Κύριε, σὲ Σένα παραδίδω τὸ πνεῦμά μου».
Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ τῆς Σκήτεως
Ὁ Ὅσιος Δανιήλ, ὁ ἀναχωρητής, συγγραφέας, ἱερομόναχος καὶ κατόπιν ἡγούμενος μοναστικοῦ κέντρου στὴ Σκήτη τῆς Αἰγύπτου, ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Δανιὴλ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία περιεβλήθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἀσκήτεψε στὰ μέρη τῆς Σκήτεως, ὅπου εὑρῆκαν καὶ αἰχμαλώτισαν αὐτὸν Βεδουΐνοι ληστὲς τρεῖς φορές. Ἀπὸ τὴν τελευταία αἰχμαλωσία ἐλευθερώθηκε ἀφοῦ ἐφόνευσε μὲ πέτρες τὸν φρουροῦντα αὐτόν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ αἰσθάνθηκε ὡς βαρύτατο ἁμάρτημα, γι’ αὐτὸ ἦλθε καὶ ἐξομολογήθηκε αὐτὸ πρῶτα μὲν στὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Τιμόθεο Γ’ (520 – 536 μ.Χ.), ἀκολούθως δὲ στοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἐπιφάνιο (520 – 535 μ.Χ.), Ἀντιοχείας Εὐφράσιο (521 – 526 μ.Χ.) καὶ Ἱεροσολύμων Ἰωάννη Γ’ (516 – 524 μ.Χ.), ὡς καὶ στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ὀρμίσδα (514 – 523 μ.Χ.). Κανένας ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς δὲν κατελόγισε στὸν Δανιὴλ τὴν πράξη. Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὴν ἀθώωσή του καὶ μὴ δυνάμενος ὁ ἴδιος νὰ συγχωρήσει τὸν ἑαυτό του, παραδόθηκε στὸν πραίτορα τῆς Ἀλεξάνδρεας, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινε καὶ ἐθαύμασε τὴ διάκρισή του, «ἀπέλυσεν αὐτὸν λέγων αὐτῷ: Ὕπαγε, εὖξαι ὑπὲρ ἐμοῦ, ἀββᾶ. Εἴθε καὶ ἄλλους ἑπτὰ ἐφόνευσας ἐξ αὐτῶν».
Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπανῆλθε στὴν περιοχὴ τῆς Σκήτεως, γιὰ νὰ τὴν ἐγκαταλείψει ἀργότερα καὶ νὰ ἔλθει στὴν περιοχὴ Ταμπώκ, ὅπου καὶ ἵδρυσε μονή, στὴν ὁποία ἔγινε ἡγούμενος καὶ στὴν ὁποία, τέλος, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τιμώμενος καὶ σεβόμενος ἀπὸ ὅλους.
Ὁ Ὅσιος Βουλφάγγιος ἐκ Γαλλίας
Ὁ Ὅσιος Βουλφάγγιος ἐγεννήθηκε στὴ Γαλλία. Ἦταν ἔγγαμος ἱερέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος τοῦ Ροῦε κοντὰ στὴν πόλη Ἄμπεβιλ. Ἐπραγματοποίησε ἕνα προσκυνηματικὸ ταξίδι στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ ἐτελείωσε τὸ βίο του ὡς ἐρημίτης, τὸ 643 μ.Χ.
Ἡ Ὁσία Μοντβέννα ἐκ Μεγάλης Βρετανίας
Ἡ Ὁσία Μοντβέννα ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ μονὴ τοῦ Οὐΐτμπυ ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τῆς Ὁσίας Χίλδας († 17 Νοεμβρίου), ἡγουμένης τῆς μονῆς. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 699 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ἀβεντίνος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἀβεντίνος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Μπαγκνὲρ κοντὰ στὰ Πυρηναῖα ὄρη. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς ὡς ἐρημίτης στὴν περιοχὴ τοῦ Λάρμπους καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς, τὸ 732 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Βιλλιβάλδος ὁ Ἀπόστολος τῆς Γερμανίας
Ὁ Ἅγιος Βιλλιβάλδος, Ἀπόστολος τῆς Γερμανίας, ἐγεννήθηκε στὶς 21 Ὀκτωβρίου 700 μ.Χ. στὸ Ἔσσεξ. Ὄταν ἦταν μικρὸς ἀσθένησε καὶ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Ἅγιοι Ριχάρδος καὶ Βούννα († 7 Φεβρουαρίου) τὸν ἔριξαν κάτω ἀπὸ ἕνα σταυρὸ καὶ ὑποσχέθηκαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὸν Θεό, ἐὰν θεραπευθεῖ. Τὸ θαῦμα ἔγινε καὶ ὁ πατέρας του, φερόμενος ὡς βασιλέας Ριχάρδος, τὸν ἐμπιστεύθηκε, σὲ ἡλικία πέντε ἐτῶν, στὸν ἡγούμενο Ἐγκβάλδιο τῆς μονῆς τοῦ Βαλτχάιμ στὸ Χάμπσαϊρ, ὅπου παρέμεινε μέχρι ἡλικίας δεκαεπτὰ ἐτῶν. Τὸ 721 μ.Χ., μαζὶ μὲ τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του Βιννιβάλδο († 18 Δεκεμβρίου) καὶ τὸν γέροντα πατέρα τους, ἀνεχώρησαν γιὰ προσκύνημα στοὺς τάφους τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὴ Ρώμη. Καθ’ ὁδὸν ὁ πατέρας τους ἀπέθανε καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη Λούκκα τῆς Ἰταλίας, ὅπου τιμᾶται μέχρι σήμερα ὑπὸ τὸ ὄνομα «Ριχάρδος, βασιλεὺς τῶν Ἄγγλων». Οἱ δύο νέοι συνέχισαν τὴν ὁδοιπορία τους γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἔτσι ἔπλευσαν μέσῳ Κύπρου στὴ Συρία, ὅπου αἰχμαλωτίσθηκαν γιὰ σύντομο χρονικὸ διάστημα στὴν πόλη Ἔμεσσα ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ὁ Ὅσιος ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφή του ἐπέρασε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, σύμφωνα μὲ τὸ «Ὁδοιπορικόν», παρέμεινε δύο ἔτη σὲ κελὶ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν περίφημη μονὴ τοῦ Μόντε Κασσίνο ἀγαπώμενος καὶ τιμώμενος ἀπὸ ὅλους. Ἐνῷ ἀσκήτευε ἐκεῖ, ἔλαβε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Πάπα Γρηγόριο Γ’ (731 – 741 μ.Χ.), μετὰ ἀπὸ συνάντηση μαζί του, νὰ μεταβεῖ στὴ Γερμανία, γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν συγγενή του Ἅγιο Βονιφάτιο († 5 Ἰουνίου) στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο. Τὸ 741 μ.Χ. ἐχειροτονήθηκε ἱερέας καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο Ἐπίσκοπος στὴν πόλη Ἄιχσταατ στὴν περιοχὴ τῆς Φραγκονίας, ὅπου ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ μὲ ἔνθεο ζῆλο. Ἐδῶ ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Χαϊντχάιμ, τὴν ὁποία καθοδηγοῦσε πνευματικὰ ὁ ἀδελφός του Ὅσιος Βιννιβάλδος καὶ ἀργότερα ἡ ἀδελφή του Ὁσία Βαλβούργα († 25 Φεβρουαρίου).
Ὁ Ἅγιος Βιλλιβάλδος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 790 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Δεοχάρης ἐκ Γερμανίας
Ὁ Ὄσιος Δεοχάρης ἐγεννήθηκε στὴ Γερμανία καὶ ἀσκήτεψε, ὡς ἐρημίτης, στὰ ὄρη τῆς Φραγκονίας κοντὰ στὴ Βαυαρία. Τὸ 819 μ.Χ., ἔλαβε μέρος στὴν τελετὴ τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου († 5 Ἰουνίου) καὶ ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Χερριέντον. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 847 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Πέτρος, Βαλλαβόνσος, Σαβινιανός, Βιστρεμοῦνδος, Ἀβέντιος καὶ Ἱερεμίας οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Πέτρος, ὁ πρεσβύτερος, Βαλλαβόνσος, ὁ διάκονος, ἐτελειώθησαν μαρτυρικά, μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Σαβινιανὸ καὶ Βιστρεμοῦνδο τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ζωΐλου, Ἀβέντιο τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου, καὶ τὸν γέροντα Ἱερεμία, ποὺ ἐζοῦσε στὴ μονὴ τοῦ Ταβάνου, ἀπὸ τοὺς Μαυριτανούς, τὸ 851 μ.Χ., στὴν Κόρδοβα τῆς Ἰσπανίας, ἐπὶ ἡγεμόνος Ἀμπντὲρ Ἀχμὰν Β’, δι’ ἀποκεφαλισμοῦ καὶ διὰ πυρός.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Κένσκϊυ ἦταν μὸναχὸς στὴ μονὴ Βαρλαὰμ καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ Ὁσίου Σεραπίωνος († 27 Ἰουνίου). Ἔζησε ὡς σαλὸς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1592.
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος (Κένσκϊυ) ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐμόνασε στὴ μονὴ τοῦ Κοζεεζέρσκϊυ, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὰ Θεοφάνεια. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ 1634.
Ὁ Ὅσιος Παναγῆς ὁ Μπασιᾶς
Ὁ Ὅσιος Παναγῆς ὁ Μπασιᾶς ἐγεννήθηκε στὸ Ληξούρι τῆς Κεφαλληνίας, τὸ 1801, καὶ ἦταν υἱὸς εὐσεβῶν καὶ ἐπιφανῶν γονέων, τοῦ Μιχαὴλ Τυπάλδου – Μπασιᾶ καὶ τῆς Ρεγγίνας Δελλαπόρτα. Ἔμαθε ἰταλικά, γαλλικά, λατινικὰ καὶ καταρτίσθηκε στὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θεολογία. Μικρὸς ἀκόμα χειροθετεῖται ἀναγνώστης καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς σταδιοδρομίας του διορίζεται γραμματοδιδάσκαλος καὶ ἐξασκεῖ τὸ λειτούργημα τοῦ διδασκάλου, ἀλλὰ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὰ ριζοσπαστικὰ κηρύγματα τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου καὶ Εὐσεβίου Πανᾶ, ἐκκλησιαστικῶν ἀναστημάτων τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ὑπεράσπιζαν ὅτι οἱ Ἄγγλοι (κυρίαρχοι τῆς Ἑπτανήσου) προστάτες, οὐσιαστικὰ τύραννοι, ἐπιβουλεύονται τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν κατοίκων, ἀφήνει τὸ δημόσιο σχολεῖο καὶ παραδίδει μαθήματα κατ’ οἶκον συνεχίζοντας τὴν ἀποστολή του.
Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἔχοντας ἔμφυτη κλίση καὶ ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ τὴν προσωπικότητα τοῦ πολιούχου μεγάλου ἀσκητοῦ Ἁγίου Γερασίμου καὶ τοῦ γείτονός του, ἐπίσης μεγάλου ἀσκητοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου, ἐγκαταλείπει τὰ πάντα καὶ φθάνει στὸ «Ξηροσκόπελο», μικρὸ νησάκι στὴν κάτω Λειβαθὼ Βλαχερνῶν καὶ τόπο ἐξορίας κληρικῶν ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους. Ἐξόριστος τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἦταν καὶ ὁ περίφημος Ζακύνθιος κληρικὸς Νικόλαος Καντούνης. Δὲν ἔμεινε ὅμως πολὺ διάστημα καμφθεὶς ἀπὸ τὶς ἱκεσίες τῆς χήρας μητέρας του καὶ τῆς ἀπροστάτευτης ἀδελφῆς του. Ἐπιστρέφει λοιπὸν μοναχὸς στὸν κόσμο, ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἀποδεικνύεται συνεχὴς ἀσκητικὸς ἀγώνας καὶ συνεπὴς ἐπαγρύπνηση τῶν μοναχικῶν ἰδεῶν καὶ ἀποφάσεών του. Τὸ 1836 χειροτονεῖται διάκονος καὶ πρεσβύτερος ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας Παρθενίου Μακρῆ. Δὲν ἐπεζήτησε ἐφημαριακὴ θέση. Συνήθως ἐλειτουργοῦσε στὸ ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στὸν Πλατὺ Γιαλό, ὅπου συνέρρεε πλῆθος πιστῶν, γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ καὶ νὰ ἀκούσει τὰ θερμὰ κηρύγματά του. Ὑπῆρξε ἡ προσωποποίηση τῆς ἐλεημοσύνης καὶ θερμὸς συμπαραστάτης τῶν ἀδυνάτων. Ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ «προΰλεγε τὰ μέλλοντα συμβαίνειν εἰς πρόσωπα, οἰκογενείας καὶ γενικώτερον τῆς κοινωνίας», ὅπως γράφεται στὴν εἰσήγηση τῆς ἁγιοποιήσεώς του.
Στὶς 21 Μαΐου 1864, γεύεται τὴ χαρὰ τῆς Ἑνώσεως τῆς Ἑπτανήσου μὲ τὴ Μητέρα Ἑλλάδα, γιὰ τὴν ὁποία ἐργάσθηκε μὲ τὸν ἰδικό του ἀντιστασιακὸ τρόπο πλησίον τῶν ἡρώων ριζοσπαστῶν, διατηρώντας καὶ καλλιεργώντας τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, σὲ τόσο δύσκολες πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς περιόδους.
Τὸ 1867, μὲ τοὺς φοβεροὺς σεισμοὺς τῆς Παλλικῆς, γκρεμίζεται ἡ οἰκία του καὶ ἀπὸ τότε φιλοξενεῖται στὴν οἰκία τοῦ ἐξαδέλφου του Ἰωάννου Γερουλάνου, πατέρα τοῦ σπουδαίου χειρουργοῦ Μαρίνου Γερουλάνου. Λόγῳ τῆς διαδοθείσης φήμης ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα, ἀποφεύγοντας τὸ φοβερὸ ὕφαλο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὸν ἐπάρατο ἐγωισμό, καταφεύγει στὴ γνωστὴ μέθοδο μεγάλων Ἀσκητῶν νὰ προσποιεῖται τὸν τρελό, καὶ ἔτσι συγκαταριθμεῖται στὴ χορεία τῶν Διὰ Χριστὸν σαλῶν Ἁγίων. Γιὰ πέντε ἔτη ταλαιπωρεῖται κλινήρης. Καὶ ἀσθενὴς συνεχίζει νὰ εὐλογεῖ, νὰ εἰρηνεύει, νὰ καθοδηγεῖ, νὰ συμβουλεύει τοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι νυχθημερὸν τὸν ἐπισκέπτονται. Ἐκεῖ δέχεται τὴν ἐπίσκεψη τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Γερμανοῦ Καλλιγᾶ, στὸν ὁποῖο προλέγει τὴν ἀνάρρησή του στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ Θρόνο τῶν Ἀθηνῶν.
Ὁ Ὅσιος Παναγῆς ἐκοιμήθηκε τὸ 1888, καὶ στὴν πάνδημη μετὰ τριήμερο κηδεία του ἐξεφώνησε περίφημο ἐπικήδειο ὁ Μητροπολίτης Κεφαλληνίας Γερμανὸς Καλλιγᾶς. Ἡ ἁγιοποίηση τοῦ Ὁσίου ἔγινε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο διὰ Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Ἀποφάσεως τὴν 4η Φεβρουαρίου 1986. Τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται ἐντὸς ἀργυρῆς θήκης στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Σπυρίδωνος Ληξουρίου, ὅπου καὶ ὁ τάφος του.
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἡ ἐν Πολώκ
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἦταν ἡγουμένη τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος στὴν πόλη Πολὼκ τῆς Ρωσίας. Ἡ κυρίως μνήμη της τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 23η Μαΐου.