ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Τα πάντα περί Εορτολογίου, Συναξαριστή, Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών...

Moderator: inanm7

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jun 14, 2014 12:19 am

17 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Ἴσαυρος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες

Ἀπὸ τοὺς Μάρτυρες αὐτοὺς οἱ τρεῖς πρῶτοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, οἱ δὲ λοιποὶ ἀπὸ τὴν Ἀπολλωνιάδα τῆς Ἰλλυρίας καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Νουμεριανοῦ (283 – 284 μ.Χ.). Ὁ Ἴσαυρος ὑπῆρξε διάκονος στὴν Ἀθήνα, ἀφοῦ δὲ παρέλαβε καὶ τοὺς ἀσπασθέντας τὸ Χριστιανισμὸ συμπολίτες του Βασίλειο καὶ Ἰννοκέντιο, εὑρῆκαν ἐντὸς σπηλαίου κρυπτόμενους τοὺς ἐπίσης Χριστιανοὺς Φήλικα, Ἑρμεία καὶ Περεγρίνο, μὲ τοὺς ὁποίους, ἀδελφωθέντες, ἐζοῦσαν φυλάττοντες τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ μοχθοῦντες πρὸς ἐξάπλωση τῆς Χριστιανικῆς ἀλήθειας. Καταγγελθέντες στὸν ἔπαρχο Τριπόντιο, συνελήφθησαν, ἀρνηθέντες δὲ νὰ ἀποκηρύξουν τὴ Χριστιανικὴ πίστη τους, οἱ μὲν Φῆλιξ, Ἑρμείας καὶ Περεγρίνος ἀποκεφαλίσθηκαν ὑπ’ αὐτοῦ, ὁ δὲ Ἴσαυρος καὶ οἱ λοιποὶ ἀπεστάλησαν πρὸς τὸν υἱὸ τοῦ Τριποντίου Ἀπολλώνιο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς ἐβασάνισε ἀνηλεῶς, τοὺς ἀπέκοψε, τὸ 284 μ.Χ., τὶς κεφαλές.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς ἐννεάριθμον, τοῦ Λόγου σύνταγμα, ἐχθρῶν τὰς φάλαγγας, κατετροπώσαντο, Ἴσαυρος Φῆλιξ σὺν αὐτοῖς, Ἑρμείας καὶ Περεγρῖνος, ἅμα Ἰννοκέντιος, Μανουὴλ καὶ Βασίλειος, Ἰσμαὴλ ὁ ἔνδοξος, καὶ Σαβὲλ ὁ μακάριος· διὸ καὶ τὰ βραβεῖα τῆς νίκης, εὗρον ὡς Μάρτυρες Κυρίου.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς χορὸς θεόπλοκος κατηρτισμένοι, Ἀθληταὶ ἐννάριθμοι, ἀνδραγαθεῖτε εὐκλεῶς, ἐν ὁμονοίᾳ κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Μαρτύρων Χριστὲ τὸ κραταίωμα.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀθλοφόρων παρεμβολή, Ἴσαυρε παμμάκαρ, καὶ οἱ σύναθλοι οἱ κλεινοί· Χαίρετε γενναῖοι, ὁπλῖται τοῦ Κυρίου, Ἀγγέλων συμπολῖται, καὶ ἰσοστάσιοι.






Οἱ Ἅγιοι Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσμαὴλ οἱ Μάρτυρες
Image
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσμαὴλ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Περσία, ἦσαν ἀδελφοὶ καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Ὁ πατέρας τους ἦταν πυρολάτρης, ὅπως ὅλοι οἱ Πέρσες. Ἡ μητέρα του ὅμως, εὐσεβέστατη Χριστιανή, ἐμπιστεύθηκε αὐτοὺς στὸν εὐλαβὴ πρεσβύτερο Εὔνικο, γιὰ τὴ χριστιανικὴ αὐτῶν ἀγωγὴ καὶ μόρφωση. Στρατιωτικοὶ τὸ ἐπάγγελμα, ἀπεστάλησαν ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Βαλτάνου στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς πρεσβευτὲς εἰρήνης. Ἀφιχθέντες στὴ Χαλκηδόνα εἶδαν τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα, μὲ τὴν παρουσία πλήθους κόσμου, κατοίκων τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν τὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη. Τοῦτο τοὺς ἐλύπησε πολὺ καὶ οἰκτείρησαν τὸ κράτος, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ὁποίου ἔγινε ἔνοχος τέτοιας ἀσέβειας. Ἕνεκα τούτου καταγγέλθηκαν ὑπὸ τοῦ κουβικουλάριου Ἰνδικοῦ πρὸς τὸν Ἰουλιανό, προσαχθέντες δὲ ἀνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καὶ μὴ πεισθέντες νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἀφοῦ τοὺς ἐχτύπησαν σκληρά, διεπέρασαν τοὺς ἀστραγάλους μὲ περόνες, ἔκαψαν τὶς μασχάλες μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ τοὺς ἐβασάνισαν ποικιλότροπα, τοὺς μετέφεραν, τὸ 363 μ.Χ., στὸ τεῖχος τοῦ Κωνσταντίνου κοντὰ στὴ Θράκη, σὲ γκρεμῶδες μέρος καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν. Τὰ τίμια λείψανά τους, περισυλλεγέντα ὑπὸ πιστῶν Χριστιανῶν, ἐνταφιάσθηκαν μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς ἐννεάριθμον, τοῦ Λόγου σύνταγμα, ἐχθρῶν τὰς φάλαγγας, κατετροπώσαντο, Ἴσαυρος Φῆλιξ σὺν αὐτοῖς, Ἑρμείας καὶ Περεγρῖνος, ἅμα Ἰννοκέντιος, Μανουὴλ καὶ Βασίλειος, Ἰσμαὴλ ὁ ἔνδοξος, καὶ Σαβὲλ ὁ μακάριος· διὸ καὶ τὰ βραβεῖα τῆς νίκης, εὗρον ὡς Μάρτυρες Κυρίου.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς χορὸς θεόπλοκος κατηρτισμένοι, Ἀθληταὶ ἐννάριθμοι, ἀνδραγαθεῖτε εὐκλεῶς, ἐν ὁμονοίᾳ κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Μαρτύρων Χριστὲ τὸ κραταίωμα.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀθλοφόρων παρεμβολή, Ἴσαυρε παμμάκαρ, καὶ οἱ σύναθλοι οἱ κλεινοί· Χαίρετε γενναῖοι, ὁπλῖται τοῦ Κυρίου, Ἀγγέλων συμπολῖται, καὶ ἰσοστάσιοι.







Ὁ Ἅγιος Ἀντίδιος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀντίδιος, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μπαιζανσὸν τῆς Γαλλίας, ἐμαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Βανδάλους, τὸ 265 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Μοντανὸς ὁ Μάρτυρας ἐξ Ἰταλίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μοντανὸς ἦταν Ρωμαῖος στρατιώτης καὶ ἐμαρτύρησε περὶ τὸ 300 μ.Χ., στὴν περιοχὴ τῆς Καμπανίας (Ταρρακίνα), ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμὸ βαριὰ πέτρα καὶ τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Τὸ ἱερὸ λείψανο περισυνελέγη ἀπὸ εὐλαβεῖς Χριστιανοὺς τῆς νήσου Πόνζα καὶ φυλάχθηκε σὲ ἱερὸ χῶρο στὴν πόλη Γκαέτα τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας.






Ὁ Ἅγιος Ἀλβανὸς ὁ Πρωτομάρτυρας ἐκ Βρετανίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλβανὸς ἔζησε στὴν πόλη Βερουλὰμ καὶ ἦταν εἰδωλολάτρης στρατιώτης τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ τῆς Βρετανίας. Ὁ Ἅγιος Βεδέας γράφει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀλβανὸς ἔζησε καὶ ἄθλησε ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἂν καὶ οἱ σύγχρονοι ἱστορικοὶ ἔχουν ἐκφράσει διαφωνίες γιὰ τὴ θέση αὐτὴ καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι πρέπει νὰ ἔζησε κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (254 μ.Χ.) ἢ τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου (209 μ.Χ.). Κατ’ αὐτὴ τὴ μαρτυρικὴ περίοδο ὁ Ἅγιος Ἀλβανὸς προσέφερε φιλοξενία καὶ καταφύγιο στὸ διωκόμενο Χριστιανὸ ἱερέα Ἀμφίπαλο, τοῦ ὁποίου ἡ ἁγιότητα τόση ἐντύπωση τοῦ ἔκανε, ὥστε τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν κατηχήσει καὶ νὰ τὸν βαπτίσει. Καὶ ἔτσι ἔγινε. Λίγο ἀργότερα διέρρευσε ἡ πληροφορία ὅτι ὁ ἱερέας ἐκρυβόταν στὴν οἰκία τοῦ Ἁγίου. Ὁ κυβερνήτης ἔστειλε ἀμέσως ἀπόσπασμα γιὰ νὰ τὸν συλλάβει. Ὁ Ἅγιος ἐφυγάδευσε τὸν ἱερέα, γιὰ νὰ κηρύξει ἀλλοῦ τὸ σωτηριῶδες μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, καί, ἀφοῦ ἐφόρεσε ὁ ἴδιος τὰ ἱερατικὰ ἐνδύματα, παραδόθηκε στοὺς στρατιῶτες οἱ ὁποῖοι τὸν ἀποκεφάλισαν. Στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του ἀνοικοδομήθηκε μεγάλη μονή.







Ὁ Ἅγιος Φιλονίδης ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Κουρίου
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλονίδης καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὑπηρετῶν ὡς Ἐπίσκοπος Κουρίου τῆς Κύπρου συνελήφθη ἕνεκα τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου του ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος Μαξίμου καὶ μὲ ἄλλους τρεῖς Χριστιανούς, τὸν Ἀριστοκλῆ, τὸν Δημητριανὸ καὶ τὸν Ἀθανάσιο († 23 Ἰουνίου), ἐρρίφθηκε στὴ φυλακή. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ, παρὰ τὶς κακοποιήσεις καὶ τὶς ἀπειλές, ὁ Ἐπίσκοπος Φιλονίδης δὲν ἔπαψε νὰ διδάσκει τὸν Χριστό, ἐπιτυχῶν μάλιστα νὰ ἑλκύσει πρὸς Αὐτὸν εἰδωλολάτρες ἐγκληματίες συγκρετούμενούς του. Ὁ Μάξιμος, ὀργισμένος γιὰ τὴ δράση αὐτὴ τοῦ Ἱεράρχου, ἀφοῦ μὲ σκληρὰ βασανιστήρια ἐτελείωσε τοὺς τρεῖς συγκρατουμένους του Χριστιανούς, διέταξε νὰ εἰσβάλουν στὴ φυλακὴ μεθυσμένοι στρατιῶτες καί, ἀφοῦ ἀπομονώσουν τὸν Ἅγιο Φιλονίδη σὲ σκοτεινὸ κελί, νὰ προσβάλουν τὴν τιμὴ τοῦ σώματος αὐτοῦ. Πληροφορηθεὶς τοῦτο ὁ Ἅγιος ἀπὸ κάποιον κρυπτοχριστιανὸ στρατιώτη, ἐκάλεσε κοντά του μερικοὺς ἀπὸ τοὺς κρατούμενους ἀδελφούς του καὶ τοὺς ἐφανέρωσε τὶς διαθέσεις τοῦ ἄρχοντος καὶ τὴν ἀπόφασή του γιὰ αὐτοθυσία. Ἤθελε νὰ μὴ σκανδαλισθεῖ κανένας ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ θὰ πέθαινε. Ἀφοῦ ἔδεσε τὴν κεφαλὴ αὐτοῦ, γιὰ νὰ μὴ φαίνεται ἡ μακρὰ κόμη του καὶ ἐκάλυψε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸν ἐπενδυτὴ του, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῶν φρουρῶν, ἀνῆλθε σὲ ὑψηλὸ μέρος, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ἐγκρεμίσθηκε, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸ μολυσμὸ τοῦ σώματος. Προτοῦ τὸ μαρτυρικὸ σῶμα ἀγγίξει τὴ γῆ, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ Ἱερομάρτυρος ἐλεύθερη ἐπέταξε στὸν οὐρανό. Οἱ εἰδωλολάτρες ἔβαλαν τὸ τίμιο λείψανό του σὲ ἕνα σάκο καὶ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα. Μὰ αὐτὴ δὲν τὸ ἐκράτησε. Τὸ ἀπέθεσε στὴν ἀμμουδιά, ὅπου ἀνευρέθηκε ἀπὸ πιστοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι τὸ παρέλαβαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Φιλονίδου ἑορτάζεται, ἐπίσης, στὶς 30 Αὐγούστου, ὡς ἀναφέρεται στὸ Σιναϊτικὸ Κώδικα 631.







Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ἀναχωρητής
Ἀπὸ τὸν Εὐεργετινὸ φαίνεται ὅτι ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Πιώρ

Ὁ Ὅσιος Πιὼρ καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε κατὰ τὸ β’ ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Εἰκοσαετής, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου συνάντησε τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο καὶ ἔγινε ὑποτακτικός του. Ἀργότερα, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ διδασκάλου του, ἀποσύρθηκε στὰ ἐνδότερα τῆς ἐρήμου καὶ ἐκεῖ πλέον ἔζησε μὲ σκληρὴ ἄσκηση. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, σὲ ἡλικία ἑκατὸ περίπου ἐτῶν, πρὶν τὸ 395 μ.Χ.
Περὶ αὐτοῦ λέγεται, ὅτι, ἀφοῦ ὁρκίσθηκε νὰ μὴ ξαναδεῖ τοὺς συγγενεῖς του, μετὰ πενήντα χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία, μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Ἐπισκόπου, ἐδέχθηκε τὴν ἀδελφή του, ἡ ὁποία ἐζήτησε νὰ τὸν δεῖ, πρὶν πεθάνει, μὲ κλειστοὺς τοὺς ὀφθαλμούς.






Ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος ὁ ἐν Ρουφιαναῖς

Ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Φρυγία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου (395 – 423 μ.Χ.). Ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία κατείχετο ὑπὸ ἰσχυρῆς κλίσεως πρὸς τὰ θεῖα, πλὴν ὅμως ὁ εἰδωλολάτρης πατέρας του τὸν ἐπέπληττε γι’ αὐτό, πολλὲς φορὲς δὲ τὸν ἐνέπαιζε. Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ πατέρα του ἀνάγκασε τὸν Ὑπάτιο, σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν, νὰ ἐγκαταλείψει τὸν πατρικὸ οἶκο καὶ νὰ καταφύγει σὲ κοινόβιο τῆς Ἁλμυρισσοῦ τῆς Θράκης, ὅπου ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἀργότερα, τὸ 400 μ.Χ., ἐπιθυμῶν ἀκόμη περισσότερο ἀσκητικὸ βίο, συνοδευόμενος καὶ ἀπὸ δύο ἄλλους συμμοναστές, τοὺς Τιμόθεο καὶ Μοσχίωνα, μετέβη στὴν ἀκατοίκητη καὶ ἔρημη μονὴ τοῦ Ρουφίνου ἢ Ρουφινιανῶν, κοντὰ στὴ Χαλκηδόνα, τὴν ὁποία κατέστησαν κατοικήσιμη καὶ ἐχρησιμοποίησαν ὡς ἀσκητήριο. Στὴ μονὴ αὐτὴ παρέμεινε ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος ἀρκετὸ καιρό, ἀκολούθως δὲ ἐπέστρεψε στὸ κοινόβιο τῆς Ἁλμυρισοῦ. Οἱ μοναχοὶ ὅμως τῆς μονῆς Ρουφίνου ἔσπευσαν πρὸς αὐτὸν καὶ ἐπέτυχαν ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τοῦ κοινοβίου τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ὑπατίου στὴ μονή τους ὡς ἡγήτορος αὐτῆς. Ἡ φήμη καὶ ἡ θαυματουργικὴ χάρη, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς εἶχε προικίσει τὸν Ὅσιο, εἵλκυσε πρὸς τὴ μονὴ καὶ ἄλλους ζηλωτὲς τῆς μοναχικῆς πολιτείας, οἱ ὁποῖοι, τεθέντες ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του, ἐζοῦσαν μὲ εὐαγγελικὴ ἀκρίβεια, φροντίζοντες γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους καὶ τῶν πλησίον τους. Μὲ τὰ προϊόντα τῶν κόπων τους ἐβοηθοῦσαν τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀσθενεῖς καὶ μὲ τοὺς λόγους, συμβουλὲς καὶ ἀρετές τους ἐστήριζαν τοὺς πιστοὺς καὶ προσείλκυαν τοὺς εἰδωλολάτρες.
Σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν ὁ Ὅσιος, ἀσθένησε βαριὰ καὶ ἀφοῦ, κατόπιν παρακλήσεώς του, μεταφέρθηκε στὸ παρεκκλήσι τῆς μονῆς καὶ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τὸ 446 μ.Χ., παρέδωσε τὸ πνεῦμα πρὸς τὸν Κύριο.







Ὁ Ὅσιος Βησσαρίων ὁ Ἀναχωρητής
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Βησσαρίωνος τιμᾶται τὴν 20η Φεβρουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.






Ὁ Ὅσιος Ἄβιτος
Ὁ Ὅσιος Ἄβιτος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Ὀρλὰν τῆς Γαλλίας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 530 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Ἰμέριος Ἐπίσκοπος Ἀμελίας
Ὁ Ἅγιος Ἰμέριος ἐγεννήθηκε στὴν Καλαβρία κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀναχωρητὴς καὶ μοναχὸς ἀρχικά, καὶ κατόπιν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἀμέλια τῆς Ὀμβρικῆς τῆς Ἰταλίας. Ἦταν αὐστηρὰ προσηλωμένος στὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ τὴν προσευχὴ καὶ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του.Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 560 μ.Χ. Περὶ τὸ 965 μ.Χ. τὰ ἱερὰ λείψανά του μετακομίσθηκαν ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Λιουτπρανδο (962 – 972 μ.Χ.) στὴν πόλη τῆς Κρεμόνας.






Ὁ Ἅγιος Νέκταν ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρυρας Νέκταν ἐγεννήθηκε στὴν Οὐαλία κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. ὡς πρωτότοκος υἱὸς τοῦ βασιλέως Ἁγίου Βρυχανοῦ τοῦ Μπρένκοκ, καὶ εἶχε 24 ἀδέλφια, τὰ ὁποῖα ἐτάχθησαν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ: ὁρισμένα ἔζησαν ὡς ἐρημίτες, ἄλλα ἵδρυσαν μονὲς καὶ ναούς.

Ὁ Ἅγιος Νέκταν, ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴν Οὐαλία, ἀκούσας περὶ τοῦ σπουδαίου ἐρημίτου τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, Ἁγίου Ἀντωνίου, ἐμπνεύσθηκε καὶ ἀπεφάσισε νὰ μιμηθεῖ τὸν τρόπο ζωῆς ἐκείνου. Μετέβη στὴ βόρειο ἀκτὴ τοῦ Ντεβονσάϊρ στὸ Χάρτλαντ, ὅπου καὶ ἐμόνασε ἐπὶ πολλὰ ἔτη. Ἔπεσε ὅμως θύμα ἀπαγωγῆς ὑπὸ δύο ληστῶν, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ὁ Ἅγιος προσπάθησε νὰ τοὺς κηρύξει τὸ θεῖο λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ ἀπέκοψαν τὴν κεφαλή. Τότε, θαυματουργικά, ἐθεάθηκε τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου νὰ συλλέγει τὴν κεφαλή του ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ νὰ τὴν φέρει ἐπὶ μεγάλη ἀπόσταση μέχρι μιὰ πηγὴ παρακείμενη στὸ κελί του, ὅπου καὶ τὴν ἀπέθεσε. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ληστές, ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκοψε τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου, ἰδὼν τὸ θέαμα τοῦτο, παρεφρόνησε καὶ ὁ ἄλλος, μεταστραφεῖς στὴ χριστιανικὴ πίστη, περισυνέλεξε μὲ σεβασμὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου καὶ τὰ ἐνταφίασε στὸ κελί του.

Ἔκτοτε πολλὰ θαύματα ἔλαβαν χώρα γύρω ἀπὸ τὸ χῶρο, ὅπου ἀναπαύονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου.
Ὁ σωζόμενος Βίος του εἶναι τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ., ἐνῶ ὑπάρχει στὴ Ρωσία, στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Σουρώζ, παρεκκλήσι ἀφιερωμένο στοὺς Ἁγίους Συμεὼν καὶ Ἄννα, ὅπου ἑορτάζεται, ἐπίσης, ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέκταν.







Οἱ Ὅσιοι Ἀδούλφιος καὶ Βοτούλφιος ὁ Ὁμολογητής , οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες μας Ἀδούλφιος καὶ Βοτούλφιος ἐγεννήθηκαν, ἔζησαν κατὰ Χριστὸν καὶ ἀσκήτεψαν στὴν Ἀγγλία. Ἐκοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 680 μ.Χ., καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετακομίσθηκαν στὸ Ἀββαεῖο τοῦ Θόρνεϋ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐθελβόλδιο, Ἐπίσκοπο Οὐΐντσεστερ, τὸ 972 μ.Χ.Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Βοτουλφίου τιμᾶται σήμερα στὴν Ἀγγλία, στὶς 25 Ἰουνίου στὴ Σκωτία καὶ τὴν 1η Δεκεμβρίου (ἑορτὴ τῆς μετακομιδῆς τῶν λειψάνων αὐτοῦ).







Ὁ Ἅγιος Γουνδούλφιος Ἐπίσκοπος Γαλλίας
Ὁ Ἅγιος Γουνδούλφιος ἐγεννήθηκε τὸ 530 μ.Χ. στὴν πόλη Ἀκουϊτέν, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Μπορντὼ τῆς Γαλλίας. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τονγκρὲ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν πόλη Μπουργκέζ, τὸ 559 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Ἐρβέος ὁ ἐν Γαλλία
Ὁ Ὅσιος Ἐρβέος ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Βρετάνη τῆς Γαλλίας. Περὶ τοῦ Βίου του διασώζονται ἐλάχιστες ἀξιόπιστες πληροφορίες. Ἐγεννήθηκε τυφλὸς καὶ ὅταν ὁ πατέρας του ἀπέθανε, ἡ μητέρα του ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἔτσι, ὁ Ὅσιος ἀκολούθησε τὸν ἐρημικὸ βίο κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Ἁγίου Καδοκίου († 24 Ἰανουαρίου), καὶ ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 575 μ.Χ.Ὁ Ὅσιος εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἀσθενειῶν τῶν ὀφθαλμῶν.






Ὁ Ἅγιος Σάλβα ὁ Μάρτυρας ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάλβα καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀχαλτσίχε τῆς Γεωργίας καὶ ἐμαρτύρησε τὸ 1227. Καταγόταν ἀπὸ πριγκιπικὴ οἰκογένεια καὶ ἦταν στολισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ πολλὲς ἀρετές. Ἐπὶ βασιλίσσης Θάμαρ τῆς Μεγάλης (1184 – 1212) διορίσθηκε στρατηγὸς καὶ κυβερνήτης τῆς ἐπαρχίας Ἀχαλτσίχε. Ἡ μεγάλη του ἀνδρεία τὸν ὁδήγησε, σὲ νίκη κατὰ τοῦ Σελτζούκου σουλτάνου Ρουκναλντίν, τὸ 1203, στὴν περιοχὴ τοῦ Μπασιάνι, καὶ ἔτσι ἡ Γεωργία ἔζησε μὲ ἀδιατάρακτη εἰρήνη ποὺ διήρκησε πολλὰ χρόνια.

Ὅταν ἡ βασίλισσα Θάμαρ ἀπέθανε, στὸ θρόνο ἀνέβηκε ὁ υἱός της Γεώργιος, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ πολὺ νέος, μόλις 29 ἐτῶν, τὸ 1223. Ἐπειδὴ τὰ παιδιά του ἦταν ἀνήλικα, τὴ διακυβέρνηση τοῦ βασιλείου ἀνέλαβε ἡ ἀδελφή του Ρουσουντὰν († 1247), ποὺ ἐστερεῖτο διοικητικῶν χαρισμάτων, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν παρακμὴ τοῦ κράτους.
Οἱ Πέρσες ἄρχισαν νὰ λεηλατοῦν καὶ νὰ ἐρημώνουν τὶς νοτιοανατολικὲς περιοχὲς τῆς Ἀρμενίας καὶ ὅταν τὸ κράτος ἄρχισε νὰ ἀπειλεῖται σοβαρά, τότε ἡ βασίλισσα Ρουσουντὰν ἀπεφάσισε νὰ ἀποστείλει ἐναντίον τῶν εἰσβολέων στρατό. Ἡ μάχη ἔγινε στὴν περιοχὴ Γάρνισι. Οἱ Γεωργιανοὶ ἔχασαν καὶ οἱ Πέρσες κατευθύνονταν πρὸς τὴ Γεωργία. Ὁ Μάρτυς Σάλβα αἰχμαλωτίσθηκε. Οἱ Πέρσες τὸν ἐπῆραν μαζί τους καὶ τιμώντας τον γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν καταγωγή του, τοῦ παρεχώρησαν καὶ μία ἔπαυλη σὲ ἕνα μικρὸ νησί, στὴν πόλη Ἀρνταμπάνι, γιὰ νὰ ζήσει μὲ ὅλες τὶς ἀνέσεις. Μετὰ λίγο καιρό, ὁ σάχης Τζαλὰλ ἀλ Ντὶν Μπινγκμπούρνου ἐκάλεσε τὸν Σάλβα καὶ τοῦ ἐζήτησε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἐκεῖνος ἔδωσε μὲ πνευματικὴ γενναιότητα μαρτυρία ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Τὸν ἐβασάνισαν σκληρὰ καὶ τὸν ἔκλεισαν ἡμιθανὴ σὲ ἕνα κελί, ὅπου παρέδωσε τὴν ἁγιασμένη του ψυχὴ στὸν Θεό, τὸ 1227.






Οἱ Ὅσιοι Ἰσαάκ, Κλήμης, Κύριλλος, Νικήτας καὶ Νικηφόρος ἐκ Ρωσίας
Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων Ἰσαάκ, Κλήμεντος, Κυρίλλου, Νικήτα καὶ Νικηφόρου τῶν ἐκ Ρωσίας, τιμᾶται τὴν 4η Μαΐου ὅπου καὶ ὁ βίος τους.







Ὁ Ὅσιος Ἀνανίας ὁ εἰκονογράφος
Ὁ Ὅσιος Ἀνανίας ἐγεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Ρωμαίου († 17 Ἰανουαρίου) τοῦ Νόβγκοροντ. Ὁ Θεὸς τὸν ἐπροίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς εἰκονογραφίας, ἐργόχειρο ποὺ ἔκανε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου. Ὅσον ἀφορᾶ στὴ χρονολογία τῆς κοιμήσεώς του οἱ ἱστορικὲς πηγὲς δὲν συμφωνοῦν μεταξύ τους. Ἔτσι θεωρεῖται ὡς ἔτος τῆς κοιμήσεώς του τὸ 1521 ἢ τὸ 1561 ἢ τὸ 1581.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jun 14, 2014 12:22 am

18 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ὕπατος καὶ Θεόδουλος μαρτυρήσαντες
Image
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λεόντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Βεσπασιανοῦ (69 – 79 π.Χ.). Καταταγεὶς στὸ στράτευμα, διακρινόταν γιὰ τὸρ ρωμαλέο καὶ μεγαλοπρεπὲς παράστημα, τὴ γεναιότητα καὶ ἀνδρεία του. Ἕνεκα τῶν ἀρετῶν του ἀνῆλθε ταχέως τὶς στρατιωτικὲς βαθμίδες, γενόμενος στρατηγός. Διορισθεὶς στὴν Ἀφρική, διένεμε ἄφθονα ἀπὸ τὰ στρατιωτικὰ σιτηρέσια στοὺς φτωχοὺς Χριστιανούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων συγκαταλέγετο καὶ ὁ ἴδιος, λατρεύων τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό. Τὸ γεγονὸς τοῦτο πληροφορηθεὶς ὁ ἡγεμόνας τῆς Φοινίκης Ἀδριανός, ἀπέστειλε τὸν τριβοῦνο Ὕπατο μὲ δύο στρατιῶτες γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Λεόντιο καὶ τὸν ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του. Αὐτοί, ἀφοῦ ἦλθαν καὶ συναναστράφησαν μετὰ τοῦ Λεοντίου, ἐπείσθησαν ἀπὸ τοὺς λόγους του καὶ ἀσπάσθησαν τὸ Χριστιανισμό, καὶ ὁ Ὕπατος καὶ ὁ ἕνας ἐκ τῶν στρατιωτῶν, ὁ Θεόδουλος. Μαθόντες τὰ γενόμενα οἱ εἰδωλολάτρες, εἰδοποίησαν τὸν Ἀδριανό, ὁ ὁποῖος, ἀφιχθεὶς ἐκ Φοινίκης στὴν Τρίπολη, διέταξε τὴν σύλληψη αὐτῶν καὶ τὴν ἐνώπιόν του προσαγωγή τους. Καὶ τοὺς μὲν Ὕπατο καὶ Θεόδουλο, ἀφοῦ ἤλεγξε γιὰ τὴν ἀνυπακοή τους, ἀποκεφάλισε, τὸν δὲ Λεόντιο, ἀφοῦ μάταια προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει στὴν εἰδωλολατρία, διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν ἀνηλεῶς, νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ καταξεσχίσουν τὶς σάρκες διὰ σιδηρῶν ὀνύχων καὶ νὰ τὸν ἐγκλείσουν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη, καλέσας ἐκ νέου τὸν Λεόντιο καὶ μὴ δυνηθεὶς πάλι νὰ μεταπείσει αὐτόν, διέταξε τὴν κατόπιν σκληρῶν βασανιστηρίων θανάτωσή του. Ἔτσι, ἀφοῦ τὸν ἐξάπλωσαν στὴ γῆ καὶ τοῦ ἔδεσαν τεντωμένα τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια σὲ τέσσερις πασσάλους, τὸν ἐχτύπησαν μέχρι ποὺ παρέδωσε τὸ πνεῦμα πρὸς τὸν Κύριο, περιβληθεὶς τὸν ἀμάραντο τοῦ μαρτυρίου στέφανο.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο «πέραν ἐν τῷ Μαρωδίῳ» καὶ στὸν εὐκτήριο οἶκο αὐτοῦ κοντὰ στὴν «Πόρτα τῆς Πηγῆς».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Ρώμην ἔνθεον, διεζωσμένος, ἐθριάμβευσας, ἐν τοῖς ἀγῶσιν, Ἀθλοφόρε τοῦ Σωτῆρος Λεόντιε· σὺ γὰρ ὡς λέων πρὸς ἄθλησιν ὥρμησας, καὶ πολεμίων τὸ κράτος κατέβαλες. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν τυράννων ᾔσχυνας, τὰς πονηρὰς ἐπινοίας, καὶ Ἑλλήνων ἤλεγξας, τὸ ἀθεώτατον σέβας· ἔλαμψας, θεογνωσίαν πᾶσιν ἀνθρώποις, δόγμασι, τῆς εὐσεβείας θεόφρον Μάρτυς. Διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην, τιμῶμεν πόθῳ, σοφὲ Λεόντιε.

Μεγαλυνάριον.
Δόξῃ διαπρέπων στρατηγικῇ, αἴγλῃ ἐλαμπρύνθης, ἐν Κυρίῳ ἀθλητικῇ· σὺ γὰρ τοῦ Σωτῆρος, τὸ ὄνομα δοξάσας, μεγαλομάρτυς ὤφθης, αὐτοῦ Λεόντιε.







Ὁ Ὅσιος Λεόντιος ὁ Ποιμένας ὁ πέραν τοῦ ἄστεως
Ὁ Ὅσιος Πατέρας μας Λεόντιος ἐκοιμήθηκε εἰρηνικά. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου.






Ὁ Ἅγιος Αἰθέριος ὁ Μάρτυρας ὁ ἐν Νικομηδείᾳ
Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Αἰθερίου. Ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Συλληφθεὶς ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος Ἐλευσίου γιὰ τὴν πρὸς τὸν Χριστὸ πίστη του καὶ ἀρνηθεὶς νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἐκάηκε μὲ πυρακτωμένα σίδερα στὰ ὦτα, ὥστε οἱ κόρες τῶν ὀφθαλμῶν του κατέπεσαν. Ἐδέθηκε στὴ συνέχεια ἐπὶ τροχοῦ, ἐκρεμάσθηκε διὰ χαλινοῦ ἀπὸ τὸ στόμα, κατακάηκε στὶς σάρκες μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, καὶ ἀφοῦ τὸν ἐξάπλωσαν ἐπὶ πυρακτωμένης σχάρας, τὸν ἀποκεφάλισαν, τὸ 303 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Ἐλπίδιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐλπίδιος ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴ Γαλλία κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ.







Οἱ Ἅγιοι δύο Μάρτυρες οἱ ἐν Κύπρῳ
Οἱ δύο αὐτοὶ Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν, ἀφοῦ τοὺς ἔκαψαν τοὺς πόδες.






Ὁ Ὅσιος Ἔρασμος
Ὁ Ὅσιος Πατέρας Ἔρασμος ἐκοιμήθηκε εἰρηνικά. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου.






Οἱ Ἅγιοι Κυριακὸς καὶ Παύλα οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κυριακὸς καὶ Παύλα ἐμαρτύρησαν, τὸ 305 μ.Χ., λιθοβολούμενοι στὴ Μάλαγα τῆς Ἰσπανίας ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.).






Σύναξις Ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ ἐν τῷ Φόρῳ
Ὁ ναὸς ἔκειτο πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἰουλιανοῦ, κοντὰ στὸ Υσεμπερλῆ – Τὰς καὶ ἀνηγέρθηκε ὑπὸ τοῦ Ἀναστασίου τοῦ Θρακός.







Οἱ Ὅσιοι Γρηγόριος, Δημήτριος καὶ Καλόγηρος οἱ Ἀναχωρητές
Ὁ Ἐπίσκοπος Γρηγόριος, ὁ Διάκονος Δημήτριος καὶ ὁ Ἐρημίτης Καλόγηρος ἔζησαν περὶ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. Ἐξεδιώχθησαν ἀπὸ τὴ Βόρειο Ἀφρικὴ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανοὺς καὶ κατέφυγαν στὴ Μεσίνα τῆς Ἰταλίας, κοντὰ στὴν περιοχὴ Φραγκάλατα, ὅπου ἐκήρυσσαν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐστερέωναν τοὺς Χριστιανοὺς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Ἀμάνδος Ἐπίσκοπος Μπορντὼ Γαλλίας
Ὁ Ἅγιος Ἀμάνδος, προικισμένος ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ πνευματικὰ χαρίσματα, διετέλεσε διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Παυλίνου τῆς Νόλα († 22 Ἰουνίου), τὸν ὁποῖο καὶ ἐβάπτισε. Ἐξελέγη μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Δελφίνου († 24 Δεκεμβρίου), Ἐπισκόπου τῆς πόλεως Μπορντὼ τῆς Γαλλίας, ὡς Ἐπίσκοπος αὐτῆς, γιὰ νὰ παραιτηθεῖ, προκειμένου νὰ ἀσκητέψει, χάριν τοῦ Ἁγίου Σεβερίνου († 23 Ὀκτωβρίου). Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Σεβερίνου, ὁ Ἅγιος Ἀμάνδος ἐπανῆλθε καὶ πάλι στὸ θρόνο του καὶ ἐποίμανε μέχρι τῆς κοιμήσεώς του τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς καὶ θεαρέστως. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 431 μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Φορτουνάτος ὁ Φιλόσοφος
Ὁ Ἅγιος Φορτουνάτος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Βερσέϊλ τοῦ Πεδεμοντίου καὶ γιὰ τὴν ἁδρότατη παιδεία του ἐπονομάσθηκε Φιλόσοφος. Ἐξελέγη γιὰ τὴ φιλομάθεια καὶ εὐσέβειά του Ἐπίσκοπος στὴ Λομβαρδία, ἔπειτα δὲ ἀποσυρθεὶς στὴν πόλη Σὲλλ τῆς Γαλλίας, συνδέθηκε διὰ φιλίας μὲ τὸν Ἐπίσκοπο τῶν Παρισίων Ἅγιο Γερμανὸ († 1 Νοεμβρίου), καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 569 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Λεόντιος ὁ ἐν τοῖς Σπηλαίοις τοῦ Κιέβου
Ὁ Ὅσιος Λεόντιος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸ 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Στὴ μονὴ τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ τὸ διακόνημα τοῦ Κανονάρχη. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴ μνήμη του καὶ στὶς 28 Αὐγούστου, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως τῶν Πατέρων τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου.






Ὁ Ὅσιος Λεόντιος ὁ Μυροβλήτης
Ὁ Ὅσιος Λεόντιος καταγόταν ἀπὸ τὸ Ἄργος τῆς Πελοποννήσου καὶ ἔζησε κατὰ τὸ β’ ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνος. Ἐγκαταλείψας τὸν κόσμο, ἀποσύρθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου παρέμεινε ἀσκούμενος μὲ αὐστηρότητα ἐπὶ ἑξήντα ὀκτὼ ἔτη, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων δὲν ἐξῆλθε οὔτε μία στιγμὴ ἀπὸ τὴ μονή. Ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος, μετὰ δὲ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του μύρο ἀνέβλυσε ἐκ τῶν ἱερῶν αὐτοῦ λειψάνων.
Ὁ Ὅσιος Λεόντιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μετὰ μικρὴ ἀσθένεια, τὸ 1605.






Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἐκ Σερβίας
Ὁ Ὅσιος Πέτρος (Κόρις) ἐγεννήθηκε στὶς 18 Ἰουνίου 1215 στὸ Κόσοβο κοντὰ στὸ Πέκ, ἀπὸ οἰκογένεια ἀρχοντικὴ καὶ πλούσια. Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του ἀκολούθησε μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή του τὴν ὁδὸ τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ἀρχικὰ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, ἀλλὰ ἀργότερα ἀποσύρθηκε ὡς ἐρημίτης σὲ ἕνα σπήλαιο τοῦ ὄρους Σάρα. Ἐκεῖ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἐπροίκισε μὲ πολλὰ πνευματικὰ χαρίσματα. Πλῆθος κόσμου συνέρεε κοντά του, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ καὶ νὰ ταχθεῖ ὑπὸ τὴν πνευματική του καθοδήγηση.
Ἀφοῦ ἔφθασε σὲ βαθὺ γήρας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Ἰωαννίκιος ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Μαυροβουνίου καὶ Παραθαλασσίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἰωαννίκιος (Λίποβατς) ἐγεννήθηκε στὶς 16 Φεβρουαρίου 1890 στὴ κωμόπολη Στολὶβ τῆς περιοχῆς τῆς Μπόκα Κοτόρσκα ποὺ τότε ἀνῆκε στὸ βασίλειο τῆς Δαλματίας. Μετὰ τὶς ἄριστες θεολογικὲς σπουδές του, ἐνυμφεύθηκε, ἀλλὰ γρήγορα ἔχασε τὴν πρεσβυτέρα του, ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος καὶ ἐδίδαξε θεολογία στὸ Βουκουρέστι ἀπὸ τὸ 1925 μέχρι τὸ 1940. Τὸ 1939, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας Βουντὶμ καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος ὀνομάσθηκε Μητροπολίτης Μαυροβουνίου καὶ Παραθαλασσίας.

Ἡ ἀρχιερατεία του ἦταν δύσκολη. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β’ παγκοσμίου πολέμου τὸ Μαυροβούνιο καταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰταλούς. Πολλοὶ ἐφυλακίσθηκαν καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ἰωαννίκιος ἐφρόντισε νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς φυλακισμένους συμπατριῶτές του καὶ νὰ τοὺς μοιράζει τρόφιμα, ἐνῶ τοὺς ἐνίσχυε πνευματικά.
Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1945 συνελήφθη ἀπὸ τὶς κομμουνιστικὲς ἀρχὲς μαζὶ μὲ 70 ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεώς του καὶ ὁδηγήθηκε στὸ Ζάγκρεμπ. Κατηγορήθηκε γιὰ συνεργασία μὲ τοὺς Ἰταλοὺς μετὰ ἀπὸ ψευδομαρτυρία. Μὲ ἐντολὴ τοῦ Milovan Dilas, τὸν μετακίνησαν στὸ Βελιγράδι, ὅπου καὶ τὸν ἐδολοφόνησαν πλησίον τῆς περιοχῆς Ἀραντέλοβατς, στὶς 18 Ἰουνίου 1945.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μπογκολιούμπσκϊυ Ρωσίας
Τὸ προσωνύμιο τῆς ἱερῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, Παναγία τοῦ Μπογκολιούμπσκϊυ, ὀφείλεται στὸ ὄνομα τοῦ πρίγκιπος Ἀνδρέου Μπογκολιούμπσκϊυ († 4 Ἰουλίου), ὁ ὁποῖος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἁγιογραφηθεῖ ἡ Θεοτόκος, σὲ ἀνάμνηση τῆς παρουσίας τῆς Θεομήτορος σ’ αὐτὸν κατὰ τὸ 12ο αἰώνα μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ἀνήγειρε πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου ναὸ καὶ τὴ μονὴ τῶν Γενεθλίων τῆς Θεοτόκου. Κοντὰ στὸ μοναστήρι ἐδημιουργήθηκε ἕνα χωριό, τὸ ὁποῖο ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ πρίγκιψ ὀνόμασε Μπογκολιούμπσκϊυ (= ἀγαπημένο ἀπὸ τὸν Θεό).
Ἡ εἰκόνα παριστᾶ τὴ Θεομήτορα ὁλόσωμη, μὲ εἰλητάριο στὸ χέρι, νὰ ἀπευθύνεται, σὲ στάση μεσιτείας πρὸς τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος εὐλογεῖ διὰ τῆς δεξιᾶς χειρός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jun 14, 2014 12:24 am

19 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Ἰούδας ὁ Ἀπόστολος
Image
Ὁ Ἀπόστολος Ἰούδας, ἕνας ἐκ τῶν 12 Μαθητῶν καὶ Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου, ἦταν υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ μνήστορος Ἰωσὴφ Ἀλφαίου καὶ τῆς συγγενοῦς τῆς Θεοτόκου Μαρίας, ἀδελφὸς δὲ τοῦ ἐπίσης Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ ἐπιλεγομένου Ἀδελφοθέου. Πρὸς διάκριση ἐκ τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτου, στὸ μὲν τὸ κατὰ Λουκᾶ Εὐαγγέλιο (6, 16) καὶ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (1, 13) ἀποκαλεῖται Ἰούδας Ἰακώβου (ἀδελφὸς δηλαδὴ τοῦ Ἰακώβου), στὸ δὲ τὸ κατὰ Ματθαῖο (10, 3) καὶ Μάρκο (Γ’, 18) ὀνομάζεται Θαδδαῖος ἢ Λεββαῖος. Ὁ συγγραφέας τῆς Ἐπιστολῆς Ἰούδα χαρακτηρίζεται σαφῶς «Ἰούδας... ἀδελφὸς δὲ τοῦ Ἰακώβου».

Ἡ ζωή του κατὰ τὴν ἐπὶ τῆς γῆς παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς ἦταν ὅμοια μὲ αὐτὴ τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων. Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὅμως, ὅταν ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατῆλθε ἐπὶ τῶν Ἀποστόλων, ὁ Ἰούδας, ἀφοῦ γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα παρέμεινε ἐργαζόμενος στὰ Ἱεροσόλυμα, κοπιῶν ὑπὲρ τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας, μετέβη ἀκολούθως στὶς γειτονικὲς χῶρες, κηρύττων τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς ἐν Σαμαρείᾳ καὶ Μεσοποταμίᾳ ὁμοεθνεῖς του. Στὴ συνέχεια, μετὰ τοῦ Σίμωνος τοῦ Ζηλωτοῦ ἀφίχθη στὴν Περσία, στὴν Ἔδεσσα, ὅπου ἐθεράπευσε τὸν ἐκ λέπρας πάσχοντα τοπάρχη Ἄβγαρο, καί, τέλος, συνελήφθη στὴν πόλη Ἀραράτ, ὅπου ἐκρεμάσθηκε καὶ ἐτελειώθηκε κτυπηθεὶς διὰ βελῶν. Κατ’ ἄλλους βιογράφους, ὁ Ἰούδας ἐμαρτύρησε στὴ Βηρυττὸ περὶ τὸ 80 μ.Χ., ἀφοῦ προηγουμένως ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἰουδαία, Ἀραβία καὶ Συρία. Τέλος, σύμφωνα μὲ τὶς Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων, ὁ Ἰούδας ὑπῆρξε τρίτος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετὰ τὸν Ἰάκωβο καὶ Συμεὼν τοῦ Κλωπᾶ (7, 46, 1 – 2), τοῦτο δὲ ἐπανέλαβε καὶ ὁ Γεώργιος Σύγγελος.
Ὅσον ἀφορᾶ στὸ θέμα τῆς συγγραφῆς τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἰούδα, αὐτὸς χαρακτηρίζει ἑαυτὸν «ὡς Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλον, ἀδελφὸν δὲ Ἰακώβου». Καὶ διὰ μὲν τοῦ πρώτου χαρακτηρισμοῦ δηλώνει τὴν ἀφοσίωσή του στὸν Ἰησοῦ Χριστό, διὰ δὲ τοῦ δευτέρου δηλώνει ὅτι ἦταν ἀδελφὸς τοῦ γνωστοῦ σὲ ὅλους Ἰακώβου, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ἡγετικὴ θέση στὴν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Χριστοῦ σε συγγενῆ, ὦ Ἰούδα εἰδότες, καὶ μάρτυρα στερρόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην πατήσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαῖς σου λαμβάνομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ἐκ ῥίζης εὐκλεοῦς, θεοδώρητον κλῆμα, ἀνετειλας ἡμῖν τοῦ Κυρίου αὐτόπτα, Ἀπόστολε Θεάδελφε, τοῦ Χριστοῦ κῆρυξ πάνσοφε, τρέφων ἅπαντα, κόσμον καρποῖς σου τῶν λόγων, τὴν ὀρθόδοξον, πίστιν Κυρίου διδάσκων, ὡς μύστης τῆς χάριτος.

Μεγαλυνάριον.
Δεῦτε τὸν Θεάδελφον Μαθητήν, καὶ τῆς εὐσεβείας, τὸν φωστῆρα τὸν θεαυγῆ, ὑμνήσωμεν πόθῳ, χαῖρε αὐτῷ βοῶντες, Ἀπόστολε Ἰούδα, Χριστοῦ διάκονε.






Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Μέγας καὶ Θεοφόρος
Image
Ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος Πατέρας μας Παΐσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἀπὸ γονεῖς εὔπορους, ἐνάρετους καὶ εὐσεβεῖς Χριστιανοὺς καὶ ἄκμασε κατὰ τὸ β’ ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατρός του, νέος ἀκόμη στὴν ἡλικία, ὑπὸ θείου ζήλου κινούμενος, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔγινε μαθητὴς τοῦ περιώνυμου ἐρημίτου ἀσκητοῦ Παμβὼ († 18 Ἰουλίου), ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ ὁποίου προέκοψε σὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὴ βαθιὰ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ διδασκάλου του, έπιθυμῶν πλέον ἥσυχη καὶ ἐρημικὴ ζωή, γιὰ αὐστηρότερη ἄσκηση, κατέφυγε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου, ὅπου ἐγνωρίσθηκε καὶ συνδέθηκε διὰ στενοτάτης φιλίας μετὰ τοῦ ἐπίσης μεγάλου ἀσκητοῦ Ὁσίου Παύλου († 15 Ἰανουαρίου). Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του ἄρχισε ταχέως νὰ διαδίδεται, πολλοὶ δὲ πιστοὶ προσέτρεχαν πρὸς αὐτόν, ἐξαιτοῦντες τὴν εὐλογία καὶ τοὺς σοφοὺς παρηγορητικοὺς λόγους του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε Μέγας. Γέροντας πλέον, μετὰ ἀπὸ παρακκλήσεις πολλῶν ἀδελφῶν, ἐγκατέλειψε τὴν ἔρημο καὶ ἐγκατασταθεὶς πλησίον κατοικημένων τόπων ἐδίδασκε καὶ ἐνουθετοῦσε τὰ πρὸς αὐτὸν προσερχόμενα πλήθη τῶν πιστῶν.

Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθύτατο γήρας καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν ἔρημο. Μετὰ ὀλίγα ἔτη, τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα, ἀνακομισθέντα, μεταφέρθησαν στὴν Πισιδία καὶ κατετέθησαν στὴν ἐκεῖ εὑρισκόμενη μονή.
Τὸ Βίο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου συνέγραψε ὁ συνασκητής του Ὅσιος Ἰωάννης ὀ Κολοβός († 9 Νοεμβρίου), τὴν δὲ Ἀκολουθία του ἐξεπόνησε ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Μοναστῶν κορωνίς, ὁ ἄσαρκος ἄνθρωπος, τῶν οὐρανῶν οἰκιστής, ὁ θεῖος Παΐσιος, χαίρει τῇ αὐτοῦ μνήμῃ, σὺν ἡμῖν ἑορτάζων, νέμει τοῖς κοπιῶσι, δι’ αὐτὸν θείαν χάριν· διὸ ἐν προθυμίᾳ πολλῇ, τοῦτον τιμήσωμεν.

Κοντάκια. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῆς ἐρήμου πολιοῦχον καὶ κοσμήτορα

Καὶ τῶν Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα καὶ σέμνωμα

Μακαρίζομέν σε πάντες, Θεοῦ θεράπον·

Σὺ γὰρ ὤφθης ἐκ παιδὸς ὅλος θεόληπτος

Καὶ προσφόρως τῇ σῇ κλήσει πεπολίτευσαι.
Διὸ κράζομεν, χαίροις Πάτερ Παΐσιε.

Μεγαλυνάριον.
Τῷ Χριστῷ ἐκ βρέφους ἀνατεθείς, ηὔξησαι εἰς μέτρον, ἡλικίας πνευματικῆς, καὶ τῶν ἐν ἐρήμῳ, στῦλος φωτὸς ἐφάνης, Παΐσιε παμμάκαρ, Αἰγύπτου βλάστημα.






Ὁ Ἅγιος Ζώσιμος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ζώσιμος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀπολλωνιάδα τῆς Θράκης καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ (98 – 117 μ.Χ.) καὶ ἡγεμόνος τῆς ἐν Πισιδίᾳ Ἀντιοχείας Δομετιανοῦ. Ὑπηρετῶν στὶς τάξεις τῶν ρωμαϊκῶν λεγεώνων καὶ δεχθεὶς τὸν Χριστιανισμό, ἀπέρριψε τὸν ὁπλισμό του καὶ καταφυγὼν σὲ Χριστιανικὴ ἐκκλησία ἐβαπτίσθηκε. Καταγγέλθηκε γι’ αὐτό, συνελήφθη, ὁδηγήθηκε δὲ ἐνώπιον τοῦ Δομετιανοῦ καὶ ἀφοῦ ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν Χριστό, καταδικάσθηκε σὲ θανάτωση μὲ σκληρὰ βασανιστήρια. Ἔτσι, τὸν ἐκρέμασαν καὶ τοῦ καταξέσχισαν τὶς σάρκες, τὸν ἅπλωσαν ἐπάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα, τοῦ ἐφόρεσαν σιδερένια ὑποδήματα φέροντα ἐσωτερικῶς καρφιὰ καὶ τὸν ὑποχρέωσαν νὰ τρέχει δεμένος ὄπισθεν πόλου, γιὰ νὰ μεταβεῖ στὴν πόλη τῶν Κανανέων, ὅπου καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.






Ὁ Ἅγιος Ἀσύγκριτος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀσύγκριτος ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ διὰ μαχαίρας. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου στὴν Ἁγία Εἰρήνη ποὺ ἦταν κοντὰ στὴ θάλασσα.







Οἱ Ἅγιοι Γερβάσιος, Προτάσιος καὶ Οὐρσικίνος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Γερβάσιος καὶ Προτάσιος ἦταν ἀδέλφια καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας καὶ ἦταν πιθανῶς οἱ υἱοὶ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Βιταλίου καὶ Βαλερίας († 29 Ἀπριλίου). Ὁ Ἅγιος Βιτάλιος ἐνεθάρρυνε τὸν Ἅγιο Μάρτυρα Οὐρσικίνο, ὅταν αὐτὸς πρὸς στιγμὴν ἐφοβήθηκε τὸ μαρτύριο.Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν τὸ 62 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).






Ὁ Ὅσιος Ζήνων
Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς καὶ ὁ χρόνος δράσεως τοῦ Ὁσίου Ζήνωνος. Ἐγκατέλειψε τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἀσκήτεψε πλησίον ἐναρέτου καὶ σοφοῦ γέροντος, ποὺ ὀνομαζόταν Σιλουανός. Διακρινόμενος γιὰ τὴν ὑπερβολική του ὑπακοή, τὴ μεγάλη εὐσέβεια καὶ τὴν ἀκτημοσύνη του, ἔτυχε παρὰ τοῦ Θεοῦ τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας, πολλοὺς πάσχοντες θεραπεύσας. Ἀφοῦ ἔζησε μὲ ὁσιότητα καὶ εὐσέβεια, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μετὰ ἀπὸ αὐστηρότατη ἄσκηση ποὺ διήρκησε 62 καὶ πλέον ἔτη.






Ὁ Ὅσιος Βαρλαὰμ ὁ ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Βαρλαάμ, κατὰ κόσμον Βασίλειος Στεπάνοβιτς Σβοεζεμσέβ, ἔζησε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴν περιοχὴ τοῦ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Εὔπορος καὶ διακεκριμένος ἄνθρωπος, ἀγάπησε τὴν περιοχὴ καὶ ἐφρόντισε γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς γεωργίας καὶ τῆς ἁλιείας, γιὰ νὰ ζοῦν οἱ συμπατριῶτές του καλύτερα. Ἐπέδειξε ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ στοργὴ πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ καθημερινὰ προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ διατηρήσει τὴ ζέση τῆς ἀγάπης του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Κύριο καὶ ἡ ταπείνωσή του ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν ἱερὰ κοινοβιακὴ μονὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, τοῦ Μαθητοῦ τῆς ἀγάπης, καὶ ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός.

Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ ἄσκηση στὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ προσευχή, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του πρὸς τὸν Κύριο, τὸ 1467.
Ἡ κανονικὴ διαδικασία τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε, τὸ 1631, ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη Νόβγκοροντ Κυπριανό.






Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ ἐν τῇ μονῇ Χιλανδαρίου ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Χιλανδαρινὸς ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Μπάνσκο τῆς Βουλγαρίας, τὴν περιοχὴ τοῦ Σαμοκόβου, περὶ τοῦ 1722. Νέος ἦλθε στὴ μονὴ Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἐμόνασε πλησίον τοῦ μεγαλυτέρου ἀδελφοῦ του ἡγουμένου Λαυρεντίου.

Συνέβαλε τὰ μέγιστα στὴν ἀφύπνιση τοῦ ἐθνικοῦ αἰσθήματος τῶν Βουλγάρων καὶ στὴ διαμόρφωση τῆς ἐθνικῆς τους συνειδήσεως. Ἐταξίδευσε στὴ Μόσχα γιὰ νὰ αὐξήσει τὶς γνώσεις του καὶ νὰ ἀναζητήσει σχετικὴ βιβλιογραφία, καὶ κυρίως ἔργα περὶ τῆς ἱστορίας τῶν σλαβικῶν λαῶν, πρωτότυπων ἢ μεταφρασμένων στὴ ρωσική, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔλαβε ἀφορμὲς καὶ στοιχεῖα γιὰ μιὰ δική του σύνθεση, ποὺ κατέγραψε σὲ ἕνα ἔργο μὲ μικρὴ ἱστορικὴ ἀξία.

Δυστυχῶς δὲν γνωρίζουμε τὴν ἡμερομηνία τῆς εἰρηνικῆς κοιμήσεώς του καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἑορτάζεται τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸ συνώνυμό του Ὅσιο Παΐσιο τὸν Μέγα.
Ἡ κανονικὴ ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητός του ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jun 14, 2014 12:27 am

20 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ὀλύμπου
Image
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μεθόδιος, ὁ ὁποῖος ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὑπῆρξε κατ’ ἀρχὰς μὲν Ἐπίσκοπος τοῦ ἐν Λυκίᾳ Ὀλύμπου, ἔπειτα δὲ Ἐπίσκοπος Τύρου (τῆς Φοινίκης), κατ’ ἄλους δὲ Ἐπίσκοπος Φιλίππων τῆς Μακεδονίας. Τὸ ἀναφερόμενο ὅτι διετέλεσε Ἐπίσκοπος Πατάρων εἶναι ἀναληθές, προελθὸν ἐκ τοῦ περὶ Ἀναστάσεως διαλόγου του, ὁ ὁποῖος ἔλαβε χώρα στὰ Πάταρα. Διαπρεπὴς ἀρχιερεὺς καὶ πλατωνικὸς φιλόσοφος, διακρινόταν γιὰ τὴν ἐμμονή του στὴν πίστη καὶ τὴν παράδοση καὶ κατατάσσεται στοὺς κορυφαίους θεολόγους τῆς ἐποχῆς του, ἀγωνισθεὶς σφοδρῶς κατὰ τοῦ Ὠριγένους καὶ τῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ. Κατὰ τὸν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κηρυχθέντα διωγμό, συνελήφθη καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 311 μ.Χ., στὴ «Χαλκίδα τῆς Ἑλλάδος καὶ οὐχὶ τῆς Συρίας», κατὰ νεώτερες ἐπιστημονικὲς ἔρευνες. Κατ’ ἄλλους, ἀσθενῶν, ἐφονεύθη διὰ μαχαίρας ὑπὸ ὑπηρέτου, τὸν ὁποῖο οἱ Ὠριγενιστὲς εἶχαν δώσει σὲ αὐτόν. Ὁ ὑμνογράφος Θεοφάνης στὸν ἑορταστικὸ Κανόνα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου (Ὠδὴ Γ’, τροπ. 1) ἐκφράζεται ὡς ἑξῆς ἐπὶ τοῦ προκειμένου γιὰ τὸν Μεθόδιο: «Ἐπιπολάζουσαν ἰδών, τὴν Ὠριγένους ἀπάτην, ὡς ὑπάρχων ἄριστος ποιμήν, τῷ θείῳ πυρὶ συντόμῳ ἔφλεξας, πᾶσαν ἐκείνου τὴν ἀχλύν, τὴν ἀπαστράπτουσαν αἴγλην, ἅψας τῆς σοφίας σου, θεόληπτε». Γιὰ τὸ μαρτυρικό του θάνατο ἐκφράζεται (Ὠδὴ Α’, τροπ. 3) κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο: «Στέφει τοῦ μαρτυρίου, ἱερωσύνης τε μύρῳ, παμμάκαρ κοσμούμενος, δι’ ἀμφοτέρων ἤστραψας, ὅθεν τῆς ἀληθεστάτης, καὶ θεοειδοῦς κληρουχίας τετύχηκας».

Ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Πατάρων ποὺ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἑορτάζεται τὴν 20η Ἰουνίου, ὅταν τελεῖται «ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μεθοδίου ἐπισκόπου Πατάρων», πρόκειται δὲ γιὰ τὸν Ἅγιο Μεθόδιο Ὀλύμπου.

Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου ὑπῆρξε πλουσιώτατο, τὸ σπουδαιότερο δὲ ἔργο του, τὸ ὁποῖο ἀναδεικνύει καὶ ἀξιόλογο ποιητή, εἶναι τὸ ἀσκητικοῦ καὶ ἠθικοῦ περιεχομένου «Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων ἢ περὶ ἁγνείας».
Ἄλλα ἔργα εἶναι «Περὶ τοῦ αὐτεξουσίου», «Περὶ ἀναστάσεως» ἢ «Ἀγλαοφῶν». Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ ἔργα του εἶναι: «Περὶ τῶν γενητῶν», «Ἑρμηνευτικαὶ πραγματεῖαι», «Περὶ βίου», «Ἐκ τῶν κατὰ Πορφυρίου» καὶ ἄλλα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν μέθοδον, τῆς εὐσεβείας, ἐθησαύρισας, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς Ἱεράρχης καὶ Μάρτυς Μεθόδιε· σὺ γὰρ σοφίας τὸν πλοῦτον δρεψάμενος, ἀθλητικῶς τὸ σὸν τάλαντον ηὔξησας· Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς πυρσὸν κτησάμενος τὴν θείαν γνῶσιν, ἐν ἀθλήσει ἔφανας, μυσταγωγὲ τῶν ὑπὲρ νοῦν, καταφαιδρύνων τοὺς ψάλλοντας· χαίροις ἐκφάντωρ τοῦ Λόγου Μεθόδιε.

Μεγαλυνάριον.
Εὔσημος κιθάρα καὶ μελουργός, θείων διδαγμάτων, ἀνεδείχθης Ἱερουργέ· ὅθεν καὶ τῷ ξίφει, τμηθείς σου τὸν αὐχένα, ἀπέτεμες τὴν πλάνην, Πάτερ Μεθόδιε.







Κατάθεσις ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἀνδρέου, Θωμᾶ καὶ Λουκᾶ, τοῦ Μάρτυρος Λαζάρου καὶ τοῦ Προφήτου Ἐλισαίου
Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου (913 – 959 μ.Χ.) ἐδηλώθη σὲ αὐτὸν ὅτι σὲ κάποια σημεῖα τῆς Πόλεως κρύπτονται ἐσθῆτες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἔτσι, ἀφοῦ τὶς ἀνέλαβε, τὶς ἀποθησαύρισε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.






Οἱ Ὅσιοι δύο ἐρημίτες ἀσκητές
Οἱ Ὅσιοι αὐτοὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη στὴν ἔρημο.






Οἱ Ἅγιοι Ἰννᾶς, Πιννᾶς καὶ Ριμμᾶς οἱ Μάρτυρες
Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰννᾶ, Πιννᾶ καὶ Ριμμᾶ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 20η Ἰανουαρίου ὅπου καὶ ἡ μνήμη τους. Στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1567 ἡ μνήμη αὐτῶν τιμᾶται καὶ σήμερα.






Ὁ Ἅγιος Σιλβέριος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Σιλβέριος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Διαδέχθηκε τὸ ἔτος 536 μ.Χ. τὸν Πάπα Ἀγαπητὸ ποὺ ἀπέθανε στὴν Κωνσταντινούπολη. Περιέπεσε στὴν ὀργὴ τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, διότι ἀρνιόταν νὰ ἀκυρώσει τὴν ὑπὸ τοῦ Ἀγαπητοῦ γενόμενη καθαίρεση ὡς αἱρετικοῦ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνθίμου, προστατευόμενου τῆς Θεοδώρας. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐπείσθη ὁ Βελισσάριος, ποὺ τότε εὑρισκόταν στὴ Ρώμη, στὶς ραδιουργίες τῆς Θεοδώρας καὶ τὴ συκοφαντία τοῦ διακόνου Βιγιλίου ὅτι ὁ Ἅγιος Σιλβέριος ἦταν φίλος τῶν Γότθων, ἐξόρισε τὸν Ἅγιο στὰ Πάταρα τῆς Λυκίας καὶ ἀντ’ αὐτοῦ ἐγκατέστησε στὸ θρόνο τῆς Ρώμης τὸν Βιγίλιο. Ὁ Ἅγιος ἀνακλήθηκε τῆς ἐξορίας ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό, ὁ ὁποῖος ἐπληροφορήθηκε περὶ τῆς πλεκτάνης, ἀλλὰ ὁ Βιγίλιος κατόρθωσε νὰ ἐξορισθεῖ καὶ πάλι ὁ Ἅγιος στὸ νησὶ Παλμαρία ποὺ βρίσκεται ἀνατολικὰ τῆς Κορσικῆς. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἀπέθανε ἀπὸ τὴν πείνα, τὸ 538 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Ναούμ
Ὁ Ὅσιος Ναοὺμ ἦταν μαθητὴς τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, ποὺ διέδωσαν κατὰ τὸ 886 μ.Χ. τὸ Χριστιανισμὸ στοὺς Σλάβους, συνήργησε δὲ καὶ αὐτὸς στὴ διάδοση τῆς πίστεως. Ἵδρυσε τὴ φερώνυμη μονὴ στὴ λίμνη τῆς Λυχνιδοῦ (Ἀχρίδος) καὶ ἐκοιμήθηκε ὁσιακὰ μετὰ ἀπὸ μύριες διώξεις καὶ κακουχίες τῶν Φράγκων κληρικῶν καὶ τῶν Γερμανῶν στρατιωτῶν.






Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς Ἐπίσκοπος Πολὸκ τῆς Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς ἔζησε στὴ Ρωσία καὶ ἐξελέγη, τὸ 1105, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Πολὸκ τῆς Ρωσίας. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1116.






Ὁ Ἅγιος Γκλὲμπ πρίγκιπας τοῦ Βλαδιμήρ
Ὁ Ἅγιος Γκλέμπ, ποὺ ὀνομάσθηκε κατὰ τὴ βάπτισή του Γεώργιος, ἔζησε κατὰ τὸν 12ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν ὁ νεώτερος υἱὸς τοῦ ἡγεμόνος Ἀνδρέου Μπογκολιούμπσκϊυ († 4 Ἰουλίου) καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου, τὴ φιλανθρωπία, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἐκοιμήθηκε σὲ νεαρὴ ἡλικία (19 ἐτῶν), τὸ 1174, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Βλαδιμίρ. Θεωρεῖται θαυματουργὸς καὶ προστάτης τῆς πόλεως τοῦ Βλαδιμίρ.






Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Image
Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος ἐγεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ προγυμνάσθηκε στὸ μοναχικὸ βίο καὶ τὴ θεωρία τοῦ ἡσυχασμοῦ στὴ Σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ. Ἐδῶ συναντήθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸ Μετεωρίτη, τὸν ὁποῖο ἐβοήθησε νὰ κτίσει τὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὰ Μετέωρα. Ἐμφορούμενος ἀπὸ πνεῦμα συνέσεως, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης ὁ μοναχὸς Κάλλιστος, ἔγινε μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, τὸ βίο τοῦ ὁποίου καὶ συνέγραψε.

Ἡ ἐμφύλια διαμάχη ποὺ εἶχε ξεσπάσει στὸ Βυζάντιο μεταξὺ αὐτοκρατόρων προξένησε μεγάλες συμφορὲς σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ ἐρήμωση τόσο τῶν νησιῶν ὅσο καὶ τῶν μικρῶν πόλεων ἐξαιτίας τῶν ληστρικῶν ἐπιδρομῶν καὶ τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων διόγκωσε τὴν κοινωνικὴ ἐξαθλίωση.

Τὸ 1342, ἡ Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους συγκροτεῖ ἐπιτροπὴ εἰρηνεύσεως καὶ συνδιαλλαγῆς, τὴν ὁποία στέλνει στὴν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νὰ συμφιλιώσει τοῦ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου Ἰωάννη Καντακουζηνὸ (1347 – 1354) καὶ Ἰωάννη Παλαιολόγο (1341 – 1391). Ἡγετικὴ φυσιογνωμία αὐτῆς τῆς ἐπιτροπῆς ἦταν ὁ ἐνάρετος ἱερομόναχος Κάλλιστος, ποὺ ἐντυπωσίασε, παρὰ τὸ ἀτελέσφορο τῆς εἰρηνευτικῆς προσπάθειας, τοὺς ἀντιμαχόμενους βασιλεῖς. Ἀργότερα ὁ ἱερομόναχος Κάλλιστος διόρίζεται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Κοινότητα μέλος τῆς ἐπιτροπῆς τοῦ ἀντιαιρετικοῦ κατὰ τῶν Βογομίλων ἀγώνα, τὴν κακόδοξη διδασκαλία τῶν ὁποίων ἀνέκοψε στὰ πρῶτά της βήματα.

Μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰσιδώρου, τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο κόσμησε ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος Κάλλιστος, ὕστερα ἀπὸ πρόταση τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ. Στὶς 10 Ἰουνίου τοῦ 1350 γίνεται ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Ἁγίου Καλλίστου Α’, ποὺ ἐπατριάρχευσε ὥς τὸ 1353, ὁπότε, ἀπεκδύθηκε ἑκουσίως τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα καὶ ἔζησε ἀρχικὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνὸς ἐζήτησε ἐπίσημα τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἁγίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος ὅμως, θεματοφύλακας τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ νομιμότητος, ἀποποιήθηκε τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας καὶ μετέβη στὴν Τένεδο.

Ἀξιομνημόνευτη πατριαρχικὴ πράξη κατὰ τὸ διάστημα τῆς πρώτης πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου Καλλίστου εἶναι ἡ ἔκδοση σιγιλίου, τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1350, κατὰ τῶν προστρεχόντων στοὺς μάγους, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἐκφυλιστικὴ πνευματικὴ κατάσταση τοῦ λαοῦ, ποὺ εἶχε τὴν ἀρχή της στὴν πνευματικὴ ἔνδεια τοῦ κλήρου.

Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1351 ὁ Ἅγιος, προκειμένου νὰ προστατέψει τὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, συγκάλεσε τοπικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τῶν ἀντιησυχαστῶν Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου καθὼς καὶ τοὺς πρεσβεύοντες τὶς ἴδιες δοξασίες μητροπολίτες Ἐφέσου καὶ Γάνου. Τὸ 1352 δὲν ἐδίστασε νὰ ἀφορίσει τὸ Σερβικὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ εἶχε παράνομα συσταθεῖ ἀπὸ τὸ Σέρβο ἡγεμόνα Στέφανο Δουσάν, προκειμένου νὰ κρατήσει ἑνωμένη τὴν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία.

Μετὰ τὴν ἑκούσια ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Καλλίστου ἀπὸ τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο, ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνὸς συγκάλεσε Σύνοδο, ποὺ ἐκήρυξε ἔκπτωτο τὸν Κάλλιστο καὶ ἐξέλεξε στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο τὸ Μητροπολίτη Ἡρακλείας Φιλόθεο Κόκκινο (1353 – 1354).

Ἡ εἴσοδος στὴν πρωτεύουσα, τὸ Νοέμβριο τοῦ 1354, δυνάμεων φιλικὰ προσκείμενων στὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Ε’ Παλαιολόγο, ἐσήμανε οὐσιαστικὰ τὸ τέλος τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καὶ τὴν ἄνοδο, τὸ χειμώνα τοῦ 1355, στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο, γιὰ δεύτερη φορά, τοῦ Ἁγίου Καλλίστου. Κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα τῆς δεύτερης πατριαρχείας του ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦν: α) ἡ ἔκδοση συνοδικοῦ τόμου, ποὺ ἀπαγόρευε τὰ συνοικέσια ἀνάμεσα σὲ μικρὰ παιδιά, καὶ β) ἡ μείζονος σημασίας πατριαρχικὴ διδασκαλία πρὸς τοὺς Βουλγάρους ἱερεῖς καὶ μοναχούς, ποὺ ἐβάπτιζαν κακῶς, μὲ μία μόνο κατάδυση καὶ ραντισμό, ἐνῶ τὸ Ἅγιο Μύρο ἀντικαθιστοῦσαν μὲ Μύρο ἀπὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Βαρβάρου.

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεύτερης πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου, ἱδρύθηκαν τὰ μοναστήρια Παντοκράτορος καὶ Σίμωνος Πέτρας στὸ Ἅγιον Ὄρος.

Τὸ τέλος τοῦ ἐμφύλιου σπαραγμοῦ στὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία δὲν ἔφερε καὶ τὴν εἰρήνη στὴν ἐπικράτειά της. Ἡ ἡμισέληνος ὡς δρέπανο θανάτου ἐθέριζε τὰ στάχυα τῆς Ὀρθοδοξίας στὰ καλλίκαρπα μέρη τοῦ Ἕβρου.Οἱ Τοῦρκοι, ποὺ ἦλθαν ὡς σύμμαχοι τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ στὰ Βαλκάνια, ἔφτιαξαν ἰσχυρὰ προγεφυρώματα στὴ Θράκη καὶ μὲ ἕδρα τὸ Διδυμότειχο, τὴν Ἀδριανούπολη καὶ τὴ Φιλιππούπολη κατέστρεφαν τὴν ὕπαιθρο χώρα, ἐφαρμόζοντας συστηματικὰ μέτρα ἐποικισμοῦ. Ἡ ἀντιμετώπιση αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἀπαιτοῦσε τὴ συνένωση τῶν χριστιανικῶν δυνάμεων τῆς Βαλκανικῆς. Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος ἡγήθηκε μιᾶς αὐτοκρατορικῆς πρεσβείας πρὸς τὴν ἡγεμόνα τῶν Σέρβων Ἐλισάβετ, μὲ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ τὴ συμμαχία τῶν Σερβικῶν καὶ τῶν Βυζαντινῶν δυνάμεων, γιὰ νὰ ἀναχαιτισθεῖ ὁ τουρκικὸς ἐπεκτατισμὸς στὴ Θράκη.

Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἡ συνοδεία του, ἀφοῦ προσκύνησαν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔφτασαν στὴν πόλη τῶν Σερρῶν στὶς ἀρχὲς Ἰουνίου τοῦ 1364, ὅπου τοὺς ὑποδέχθηκε φιλόφρονα ἡ ἡγεμονίδα τῶν Σέρβων Ἐλισάβετ. Ὅμως, ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος Α’ ἀσθένησε ἀπὸ λοιμώδη νόσο καὶ ἐτελείωσε τὸ βίο του ἀπρόοπτα στὴν πόλη τῶν Σερρῶν.

Ἡ θλιβερὴ εἴδηση τοῦ ἀπρόοπτου τέλους τῆς ζωῆς τοῦ Πατριάρχου διέτρεξε τὰ ὅρια τῆς αὐτοκρατορίας. Ἐπιτροπὲς ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μάλιστα τῆς Λαύρας, ἦρθαν στὶς Σέρρες καὶ ἐζήτησαν ἀπὸ τὴν Ἐλισάβετ τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου προκειμένου νὰ τὸ μεταφέρουν στὴ μητρόπολη τοῦ Ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ ἡγεμονίδα τῶν Σέρβων δὲν ἐκάμφθηκε ἀπὸ τὶς παρακλήσεις τῶν μοναχῶν, λέγοντάς τους πὼς θὰ κρατήσει τὸ ἅγιο λείψανό του, γιὰ νὰ ἔχει ἡ ἴδια καὶ ἡ πόλη τῶν Σερρῶν τὴν ἁγία του προστασία.
Ἡ ἡγεμόνας Ἐλισάβετ ἐνταφίασε μὲ μεγαλοπρέπεια τὸν Πατριάρχη στὴ Μητρόπολη τῶν Σερρῶν.
Ἀσφαλεῖς ἐνδείξεις βεβαιώνουν πὼς τὸ μεγαλοπρεπὲς παρεκκλήσι, ἀριστερὰ τῆς εἰσόδου τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, στεγάζει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Καλλίστου.






Ὁ Ὅσιος Νικόλαος Καβάσιλας
Image
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος Καβάσιλας ἐγεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη κατὰ τὸ 1322 ἢ 1323 καὶ τὸ πατρικὸ ἐπώνυμό του ἦταν Χαμαετός. Ἡ ἐπιφανὴς οἰκογένειά του, προερχόμενη πιθανῶς ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, ἀνέδειξε πολλὲς ἀξιόλογες προσωπικότητες ἀπὸ τὸν 14ο αἰώνα καὶ ἔπειτα.

Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν αὐτὴ τὴν ἐποχὴ «μητρόπολις τῆς φιλοσοφίας», ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ὅσιος Νικόλαος στὸ Ἐγκώμιό του στὸν Ἅγιο Δημήτριο, καὶ διακρινόταν γιὰ τὶς ἀξιόλογες σχολές της. Τοῦτο ὅμως δὲν ἀπέτρεψε τὸν Νικόλαο ἀπὸ τὸ ν’ ἀναχωρήσει, ἔφηβος ἀκόμη, στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ συνέχιση τῶν σπουδῶν του. Στὶς σπουδές του συμπεριέλαβε τὴ ρητορική, τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες καὶ τὴ θεολογία.

Κατὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἐμφυλίου πολέμου φαίνεται ὅτι ὁ Ὅσιος, λόγῳ νεαρῆς ἡλικίας, δὲν ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος. Τὸ ἑπόμενο ὅμως ἔτος (1342) ἀπεφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὴ γενέτειρά του, ὅπου εὑρέθηκε σὲ μία διάσπαση χειρότερη ἀπὸ αὐτὴ τῆς πρωτεύουσας. Οἱ ταραχὲς τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχαν δώσει τὴν ἀφορμὴ τῆς κινητοποιήσεως τῶν δυνάμεων στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα. Στὴ Θεσσαλονίκη οἱ εὐγενεῖς ἐτάχθηκαν στὸ πλευρὸ τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ, ἐνῶ ὁ λαός, συγκινούμενος πάντοτε ἀπὸ τὸ δράμα μιᾶς χήρας βασίλισσας καὶ ἑνὸς ἀνήλικου διαδόχου, τῶν ὁποίων κινδυνεύουν τὰ δίκαια, ἐτάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ Ἰωάννου Παλαιολόγου. Τὰ αἰσθήματα αὐτὰ τοῦ λαοῦ ὑπὲρ τοῦ νομίμου βασιλέως ἐκμεταλεύθηκαν μερικοὶ φιλόδοξοι δημοκόποι, οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμοποίησαν τοὺς Ζηλωτές, γιὰ νὰ τὸν ξεσηκώσουν σὲ ἐπανάσταση.

Ἔτσι, ὅταν ὁ Καντακουζηνὸς ἐζήτησε τὴ βοήθεια τοῦ ἀναποφάσιστου διοικητοῦ τῆς πόλεως Θεοδώρου Συναδηνοῦ, οἱ Ζηλωτές, μὲ ὑψωμένο τὸ σύμβολο τοῦ σταυροῦ, ἐπαναστάτησαν καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρες σφαγῶν καὶ λεηλασιῶν κατέλαβαν τὴν ἐξουσία τὸν Ἰούλιο τοῦ 1342, ἐνῶ ὁ Συναδηνὸς μὲ 1.000 εὐγενεῖς κατέφυγε στὸ Γυναικόκαστρο.

Ἡ ἀπομόνωση τῆς πόλεως ὁδήγησε τὴ μεγάλη πλειονότητα τῶν κατοίκων της νὰ ζητήσει συμβιβασμὸ μὲ τὸν Καντακουζηνὸ καὶ τὸ 1345 στάλθηκε στὸν ἀντιπρόσωπό του στὴ Βέροια ἐπιτροπὴ ἀποτελούμενη ἀπὸ τὸν Νικόλαο Καβάσιλα καὶ τὸν Γεώργιο Φαρμάκη.

Μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Καντακουζηνοῦ, τὸ 1347, ὁ Νικόλαος προσκλήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν Δημήτριο Κυδώνη, προφανῶς κατ’ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορος, καὶ ἔκτοτε ἀρχίζει τὸ πολιτικό του στάδιο ποὺ δὲν φαίνεται νὰ κράτησε περισσότερο ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξετίμησε τόσο πολὺ τὶς ἰκανότητες τοῦ νέου, ὥστε τὸν κατέστησε μαζὶ μὲ τὸν Κυδώνη κύριο σύμβουλό του.

Ἐξ ἄλλου, ὑπῆρχε ἡ ἀγαθὴ συγκυρία ὅτι ὁ νέος Πατριάρχης Ἰσίδωρος (1347 – 1349) ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους διδασκάλους του στὴ Θεσσαλονίκη. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1347, μαζὶ μὲ ἄλλους συνόδευσε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ στὸ ταξίδι του πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη γιὰ τὴν ἐνθρόνιση, ἀλλὰ δὲν ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τοὺς Ζηλωτές. Ἔτσι ἀπεχώρησαν μαζὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Καβάσιλας ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι πιθανὸν ὅτι ἀργότερα συνόδευσε τὸν Καντακουζηνὸ κατὰ τὴν ἐκστρατεία του ποὺ ἔθεσε τέρμα στὴν ἀνταρσία τῶν Ζηλωτῶν (1350).

Μετὰ τὸ 1354, ὁ Καβάσιλας ἀσχολήθηκε μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα στὸ πλευρὸ τοῦ Πατριάρχου Φιλοθέου (1353 – 1355, 1364 – 1376). Τὸ 1362, ἐπέστρεψε στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου προσπάθησε νὰ θέσει ὑπὸ ἔλεγχο μέρος τῆς περιουσίας του, ποὺ εἶχε ἀπομείνει μετὰ τὶς ἁρπαγὲς τῶν Ζηλωτῶν καὶ τῶν Σέρβων. Μόλις ἔφθασε ἐκεῖ, ἐπληροφορήθηκε τὸν πρόσφατο θάνατο τοῦ πατέρα του, καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος ἔζησε τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του, καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος ἔζησε τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τοῦ θείου του Νείλου, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἡ μητέρα του ἔπειτα εἰσῆλθε ως μοναχή στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας.

Δὲν εἶναι γνωστὸ ἂν ὁ Ὅσιος Νικόλαος εἶχε λάβει ἱερατικὴ χειροτονία, ἂν καὶ οἱ γνώσεις του καὶ ὁ τρόπος ἐκφράσεως στὰ δύο κύρια συγγράμματά του προϋποθέτουν κληρικὴ ἰδιότητα. Φυσικὰ στηρίζεται σὲ σύγχυση ἡ παλαιὰ καὶ νέα ἄποψη ὅτι διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὀφειλόμενη κυρίως στὸ γεγονὸς ὅτι καὶ ὁ θεῖος του Νεῖλος ἔφερε ὡς κοσμικὸς τὸ ὄνομα Νικόλαος. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ βέβαιο εἶναι ὅτι ἦταν μοναχός, πιθανῶς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς εἰσόδου τῆς μητέρας του στὸ μοναχικὸ βίο, ποὺ συμπίπτει μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ δεύτερη ἄνοδο τοῦ Φιλοθέου στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τοῦ βίου του ἐζοῦσε στὴ μονὴ τῶν Μαγγάνων καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 1392.

Ὁ Γεώργιος Σχολάριος παρατήρησε ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Ὁσίου Νικολάου Καβάσιλα εἶναι ἕνα στολίδι: «κόσμος εἰσὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ». Διακρινόταν δὲ γιὰ τὴ γνησιότητα τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήματος τὸ ὁποῖο προβάλλουν, τὴ θέρμη καὶ τὸ βάθος τῆς πίστεως.

Τὸ πρῶτο ἀπὸ αὐτὰ φέρει τὸν τίτλο Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἡ Θεία Λειτουργία γιὰ τὸν Ὅσιο, ὅπως γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, ἡ θυσία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ δὲ Χριστὸς εἶναι συγχρόνως θύτης, θύμα, προσδεχόμενος. Ἀπὸ αὐτὸ ξεκινᾶ γιὰ νὰ τονίσει ὄτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ βασικὴ ὁδὸς γιὰ τὴν πνευματικὴ μεταποίηση τοῦ κόσμου.

Στὸ ἔργο Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς προσφέρει μία ἀνατομία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὴν ὁποία τοποθετεῖ στὰ πλαίσια τῆς Ἐνανθρωπήσεως, συνεχιζόμενης καὶ ἐπαναλαμβανόμενης στὰ τρία βασικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ πρῶτο βιβλίο, ἡ πνευματικὴ ζωὴ ὁρίζεται ὡς ζωὴ ἐν Χριστῷ καὶ δηλώνεται ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ δύο παράγοντες, τὸν θεῖο καὶ τὸν ἀνθρώπινο. Ἡ προσφορὰ τοῦ θείου παράγοντος, πραγματοποιούμενη διὰ τῶν τριῶν μυστηρίων ποὺ ἀποτελοῦν ἐπέκταση καὶ πολλαπλασιασμὸ τοῦ ἑνιαίου μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ἐξετάζεται στὰ τρία ἑπόμενα βιβλία, δεύτερο (βάπτισις, λουτρό), τρίτο (χρίσμα, μύρο) καὶ τέταρτο (θεία εὐχαριστία, τράπεζα). Στὸ πέμπτο βιβλίο, ως παράρτημα, ἀναπτύσσεται ὁ συμβολισμὸς τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ καὶ στὸ πρόσθετο τμῆμα του ἐξηγεῖται ἡ ἀρχὴ τῆς συνεργίας τῶν δύο παραγόντων. Ἡ προσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς νοήσεως καὶ τῆς βουλήσεως ἐξετάζεται στὰ δύο τελευταῖα βιβλία, ἕκτο καὶ ἕβδομο.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας συνέγραψε καὶ ἄλλα φιλοσοφικά, ἑρμηνευτικὰ καὶ κοινωνικὰ κείμενα, πανηγυρικοὺς λόγους, ἐπιστολὲς καὶ ἐπιγράμματα.






Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Γουρία Ἀρχιεπισκόπου Καζάν
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Γουρία, Ἀρχιεπισκόπου Καζάν, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 5η Δεκεμβρίου.Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἀνακομιδῆς τῶν τιμίων λειψάνων του.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς «Μοντένᾳ» ἐν Ρωσία
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, στὴν ὁποία ἡ Παναγία διακρίνεται ὁλόσωμη, ἔχει δύο προσωνύμια: πρῶτον, τῆς Μοντένα, τῆς Ἰταλικῆς πόλεως ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ 1717 ὁ Ρῶσος στρατηγὸς Βόρις Πέτροβιτς Σερεμέτιεφ τὴν πῆρε γιὰ νὰ τὴ μεταφέρει στὴν πατρίδα του, καὶ δεύτερον, τοῦ Κοζίνο, δηλαδὴ τῆς ὁμωνύμου κωμοπόλεως στὰ περίχωρα τῆς Μόσχας, ὅπου φυλάσσεται.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jun 14, 2014 12:29 am

21 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ἐξ Ἀναζαρβοῦ Κιλικίας
Image
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀνάζαρβα, τῆς δευτέρας ἐπαρχίας τῶν Κιλίκων. Ἦταν υἱὸς κάποιου Ἕλληνα βουλευτοῦ καὶ εἶχε μητέρα Χριστιανή, ἡ ὁποία καὶ τοῦ δίδαξε τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὴν ἡλικία τῶν δεκαοκτὼ χρόνων, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς πόλεως Μαρκιανοῦ. Ἐπειδὴ ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν Χριστὸ καὶ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, οἱ δήμιοι ἄνοιξαν μὲ βία τὸ στόμα του καὶ τοῦ ἔριξαν μέσα κρασὶ καὶ κρέας, ποὺ εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὶς θυσίες τῶν εἰδώλων. Στὴν συνέχεια τὸν ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ καὶ ὁδήγησαν ἐκεῖ καὶ τὴν μητέρα του. Ἐκείνη παρακάλεσε νὰ μείνει μαζὶ μὲ τὸν υἱό της γιὰ τρεῖς ἡμέρες, γιὰ νὰ ἀποφασίσει μαζί του. Καὶ ἀφοῦ ἔγινε αὐτό, τοὺς ὁδήγησαν πάλι σὲ ἀνάκριση. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁμολόγησαν ἐκ νέου τὴν πίστη τους στὴν πατρώα εὐσέβεια. Ὁ ἡγεμόνας τότε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κόψουν στὴ μέση τὶς φτέρνες τῆς μητέρας τοῦ Μάρτυρος καὶ νὰ τὴν ἀφήσουν. Τὸ δὲ Ἅγιο Ἰουλιανό, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν σὲ σάκο γεμάτο μὲ δηλητηριώδη ἑρπετὰ καὶ ἄμμο, τὸν πέταξαν στὴν θάλασσα. Τὸ ἱερὸ λείψανό του βρέθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ κάποια εὐλαβὴ χήρα γυναῖκα.
Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται στὶς 16 Μαρτίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικαῖς ὑποθήκαις μυσταγωγούμενος, πανευκλεὴς στρατιώτης ὤφθης Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, παντευχίαν μυστικὴν περιζωσάμενος· ὅθεν καθεῖλες τὸν ἐχθρόν, ὠς γενναῖος ἀριστεύς, καὶ ἤθλησας θεοφρόνως, Ἰουλιανὲ θεόφρον, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύων Θεῷ.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Νεανίας ἔκλαμπρος, ὡς ἀληθῶς δεδειγμένος, Ἀθλοφόρος ἔνδοξος, τῆς εὐσεβείας ἐφάνης· πόνων γάρ, τῶν ἐν ἀθλήσει καταφρονήσας, ἔφερες, τὸν ἐν θαλάσσῃ πνιγμὸν ἀνδρείως, Ἰουλιανὲ παμμάκαρ· διὸ πρὸς ὕδωρ ζωῆς ἐσκήνωσας.

Μεγαλυνάριον.
Σώματι ἀκμάζοντι καὶ τερπνῷ, καὶ ψυχῇ ἀρίστῃ, ὑπεδέξω ὡς πίων γῆ, τῆς μητρὸς τοὺς λόγους, καὶ τούτους γεωργήσας, ἀθλητικοὺς προσάγεις, καρποὺς τῷ Κτίστῃ σου.







Ὁ Ἅγιος Τερέντιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἰκονίου
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Τερέντιος ἢ Τέρτιος ἦταν Ἐπίσκοπος Ἰκονίου καὶ ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. Ἐτελειώθηκε, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ ἀγκάθια. Ὁρισμένοι τὸν ταυτίζουν μὲ τὸν Ἅγιο Τέρτιο († 30 Ὀκτωβρίου), ὁ ὁποῖος διετέλεσε δεύτερος Ἐπίσκοπος Ἰκονίου, μετὰ τὸν Σωσίπατρο, καὶ ἀναφέρεται στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.






Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Μάρτυρας ὁ Αἰγύπτιος
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἰουλιανοῦ τιμᾶται τὴν 8η Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του.






Οἱ Ἅγιοι Ἀντώνιος, Ἀναστάσιος, Κέλσιος, Βασίλισσα, εἴκοσι δεσμοφύλακες καὶ ἑπτὰ ἀδελφοί οἱ Μάρτυρες μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἰουλιανοῦ μαρτυρήσαντες
Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ποὺ ἄθλησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἰουλιανὸ, ἤτοι Ἀντωνίου πρεσβυτέρου, Ἀναστασίου τοῦ ἐκ νεκρῶν ἀναστάντος, Κελσίου, Βασιλίσσης τῆς μητρὸς αὐτοῦ, εἴκοσι δεσμοφυλάκων καὶ ἑπτὰ συγγόνων (αδελφῶν), τιμᾶται τὴν 8η Ἰανουαρίου, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἰουλιανό, ὅπου καὶ ὁ Βίος τους.






Ὁ Ἅγιος Ἀφροδίσιος ὁ Μάρτυρας ἐκ Κιλικίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀφροδίσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Κιλικίας καὶ προερχόταν ἀπὸ χριστιανικὴ οἰκογένεια. Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἐξ αἰτίας τῆς πίστεώς του στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος τῆς περιοχῆς Διονυσίου ὁμολογώντας τὴν πίστη του. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἐβασανίσθηκε ἀφοῦ τοῦ ἔκαψαν τὴν πλάτη μὲ πυρωμένα σίδερα, τὸν ἔβαλαν μέσα σὲ καζάνι μὲ βραστὸ μολύβι καὶ τὸν ἐκρέμασαν ἀνάποδα. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἐκ θαύματος, δὲν ἔπαθε τίποτα. Τότε ἔριξαν μία λέαινα στὸ χῶρο βασανισμοῦ του, ἀλλὰ καὶ πάλι μεγάλο σημεῖο συνέβη, ἀφοῦ τὸ ζῶο ὁμίλησε μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ ἐλέγχοντας τοὺς εἰδωλολάτρες γιὰ τὴ σκληρότητά τους. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους ἐπίστεψαν καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀποκεφαλίσθηκαν.
Βλέποντας τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ ἡγεμόνας, διέταξε τοὺς στρατιῶτές τουνὰ σχίσουν ἔνα βράχο στὴ μέση καὶ ἀφοῦ τοποθετήσουν ἐκεὶ τὸν Ἅγιο νὰ τὸν συνθλίψουν. Ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ βράχου καὶ πενήντα πέντε στρατιωτῶν, ὁ Ἅγιος Ἀφροδίσιος παρέδωσε τὸ πνεῦμα.






Οἱ Ἅγιοι Κυριακὸς καὶ Ἀπολλινάριος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κυριακὸς καὶ Ἀπολλινάριος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀφρική, ἀναφέρονται στὰ ἀρχαῖα Μαρτυρολόγια, ἀλλὰ πέραν τούτου δὲν ὑπάρχουν ἄλλα ἁγιολογικὰ στοιχεῖα.






Οἱ Ἁγίες Δημητρία καὶ Βιβιανὴ οἱ Παρθενομάρτυρες

Οἱ Ἁγίες Δημητρία καὶ Βιβιανὴ ἐζοῦσαν κατὰ τοὺς χρόνους τοὺς αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου στὴ Ρώμη καὶ ἦταν θυγατέρες τῶν Ἁγίων Φλαβιανοῦ († 22 Δεκεμβρίου) καὶ Δαφροσίας († 4 Ἰανουαρίου). Ὁ διοικητὴς τῆς Ρώμης μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τῶν γονέων τους, ἀφοῦ συνέλαβε τὴν Δημητρία καὶ τὴν Βιβιανὴ καὶ τὶς ἐβασάνισε ἀνηλεῶς, δὲν κατάφερε νὰ τὶς ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Ἔτσι, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὶς ἀποκεφαλίσουν, τὸ 363 μ.Χ. Ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Σιμπλίκιος (468 – 483 μ.Χ.) καθιέρωσε ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Ἁγίας Βιβιανῆς, ὁ δὲ Οὐρβανὸς ὁ Η’, τὸ 1628, ἀνακαίνισε αὐτὸν καὶ μετακόμισε ἐκεῖ τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ἁγίας Δημητρίας καὶ τῆς μητρὸς αὐτῆς.






Ὁ Ἅγιος Ἀρχίλιος Β’ ὁ Μάρτυρας βασιλέας τῆς Γεωργίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀρχίλιος, βασιλεὺς τῆς Γεωργίας, ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως Στεφάνου καὶ ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους, τὸ 744 μ.Χ., σὲ ἡλικία 80 ἐτῶν.






Ὁ Ἅγιος Λουαρσάβος ὁ Μάρτυρας βασιλέας τῆς Γεωργίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λουασάρβος, βασιλέας τοῦ Κάρτχλι τῆς ἀνατολικῆς Γεωργίας, ἐγεννήθηκε τὸ 1587. Ἦταν υἱὸς τοῦ Γεωργίου (1600 – 1603), ὁ ὁποῖος δηλητηριάσθηκε ἀπὸ τὸν σάχη τῶν Περσῶν Ἀμπὰς (1584 – 1628), καὶ εἶχε δύο ἀδελφές, τὴν Χορεσάν καὶ τὴν Ἑλένη, μὲ τὶς ὁποῖες ἔμεινε μαζὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του. Παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀνδρεία του. Ἔτσι ἄξια ἐστέφθηκε βασιλέας τῆς Γεωργίας.

Τὸ 1609, ἡ Γεωργία ἐδέχθηκε ἐπίθεση τῶν Τούρκων ποὺ εἶχαν ἀρχηγὸ τὸν Ντελή-Μαμάντ-Χάν. Ὁ νεαρὸς βασιλέας ἀπεφάσισε νὰ δώσει τὴν ἀποφασιστικὴ μάχη κατὰ τῶν Τούρκων. Πρὶν τὴ μάχη, οἱ 14.000 Γεωργιανοὶ στρατιῶτες ἐπέρασαν ὅλη τὴ νύχτα μὲ προσευχὲς καὶ τὸ πρωΐ, μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία, ἀφοῦ ἐκοινώνησαν, ἐνίκησαν καὶ ἀνάγκασαν σὲ φυγὴ τοὺς 60.000 Τούρκους στρατιῶτες.

Ὁ σάχης τῶν Περσῶν Ἀμπάς, θορυβημένος ἀπὸ τὴ νίκη τῶν Γεωργιανῶν, προσπαθοῦσε μὲ κάθε τρόπο νὰ κάνει κακὸ στὸ νεαρὸ Λουαρσάβο, ὁ ὁποῖος, στὴν προσπάθειά του νὰ σώσει τὴν κεντρικὴ Γεωργία ἀπὸ τὴ λεηλασία καὶ ὑποταγμένος στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ σάχη, ἀναγκάσθηκε νὰ τοῦ δώσει γιὰ σύζυγό του τὴν ἀδελφή του Ἑλένη. Ὅμως ἀκόμα καὶ αὐτὸ δὲν ἐσταμάτησε τὸν σάχη. Εἰσέβαλε καὶ πάλι στὴ Γεωργία μὲ πολυάριθμο στρατὸ καὶ ὁ ἀγαθόπιστος Λουαρσάβος, μετὰ ἀπὸ προδοσία κάποιων ἡγεμόνων, ἀναγκάσθηκε, περὶ τὰ τέλη τοῦ 1615, νὰ καταφύγει στὴ δυτικὴ Γεωργία κοντὰ στὸν τσάρο Γεώργιο ΙΙΙ (1605 – 1639).

Ὁ σάχης λεηλάτησε τὴν περιοχὴ καὶ ἀπαίτησε τὴν παράδοση τοῦ Λουαρσάβου. Ὁ γενναῖος Λουαρσάβος, στὴν προσπάθειά του νὰ διασώσει τοὺς ναοὺς ἀπὸ τὴν τέλεια καταστροφή, παραδίδεται στὸ σάχη Ἀμπὰς λέγοντας: «Στηρίζω τὶς ἐλπίδες μου στὸν Χριστό, ὅποιο καὶ ἂν εἶναι τὸ τέλος: ζωὴ ἢ θάνατος. Εὐλογητὸς ὁ Θεός».
Τὸ τέλος ἦταν μαρτυρικό. Τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὸ φρούριο Γκουλάμπ – Καλὲ κοντὰ στὴν περιοχὴ Σιρὰζ ἐπὶ 7 χρόνια. Καθημερινὰ ὑφίστατο πιέσεις καὶ συνεχεῖς ξυλοδαρμούς, γιὰ νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ πνευματικὴ γενναιότητα ὁμολογοῦσε τὴν πίστη του στὸν Κύριό μας, μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ καταδικάσθηκε σὲ μαρτυρικὸ θάνατο μαζὶ μὲ δύο πιστοὺς αὐλικούς του. Ἦταν τὸ 1622. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του στὶς 20 Μαρτίου.






Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος τοῦ Πιζένσκϊυ ἐγεννήθηκε στὴ Ρωσία, πρὶν τὸ 17ο αἰώνα μ.Χ., ὅπως ἀναφέρεται σὲ Συναξάρι Ρώσων Ἁγίων τῆς Λαύρας Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ 1657, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Νισύρου
Image
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικήτας ἐγεννήθηκε στὴ νῆσο Νίσυρο, τὸ 1716 ἢ 1717. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ἀπὸ τοὺς προύχοντες τῆς κωμοπόλεως Μανδράκι. Ὁ πατέρας του, δημογέροντας τοῦ νησιοῦ, ἀφοῦ περιέπεσε στὴ δυσμένεια τῶν Τούρκων καὶ προσάχθηκε σὲ δίκη στὴ Ρόδο, ἀλλαξοπίστησε καὶ ἀσπάσθηκε τὸ Κοράνι. Ἔτσι μετακόμισε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Ρόδο. Ὁ μικρότερος ἀπὸ τοὺς υἱούς του ὀνομάσθηκε Μεχμὲτ καὶ ἀνατρεφόμενος μὲ τὰ τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας ἔδειχνε ζῆλο πρὸς τὴ θρησκεία αὐτή, χωρὶς νὰ γνωρίσει ποτὲ τὰ περὶ τῆς προγονικῆς πίστεώς του καὶ τῆς καταγωγῆς του.

Μία ἡμέρα ἐμάλωσε μὲ ἕνα Τουρκόπουλο καὶ ἡ μητέρα του ἔβρισε τὸν Νικήτα ὀνομάζοντάς τον γκιαούρη, δηλαδὴ ἄπιστο. Πικραμένος ὁ μικρὸς Νικήτας ἐζήτησε νὰ μάθει ἀπὸ τὴ μητέρα του, γιατὶ ἡ Τουρκάλα τὸν ἔβρισε ἔτσι. Τότε ἡ μητέρα του ἀναγκάσθηκε νὰ τοῦ πεῖ ὅλη τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴ χριστιανικὴ καὶ ἑλληνικὴ καταγωγή τους καὶ ὅτι τὸ χριστιανικό του ὄνομα ἦταν Νικήτας.

Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ Νικήτα ἄρχισε μία ἐπανάσταση. Αὐτὸ ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε συνέχεια ἦταν μὲ ποιὸ τρόπο θὰ ἐπέστρεφε στὴν πατρώα πίστη καὶ εὐσέβεια. Καὶ ὁ Θεὸς ἄρχισε νὰ οἰκονομεῖ τὰ πράγματα. Ὁ Νικήτας ἔλαβε τὶς ἀποφάσεις του. Μπῆκε σὲ ἕνα καΐκι καὶ ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ κατ’ ἄλλους στὴ Χίο. Στὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ δωδεκάχρονος νέος ἔμεινε ἐπὶ μία τετραετία καὶ ὠφελήθηκε πολὺ ἀπὸ τὴ συναναστροφή του μὲ μοναχούς.

Στὴ συνέχεια ἀναχώρησε γιὰ τὴ Χίο. Ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴ Νέα Μονὴ τῆς Χίου καὶ ἐκεῖ ἀνέφερε στὸν ἡγούμενο τὶ ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ. Ὁ ἡγούμενος τὸν ἔστειλε τότε στὸν Ἅγιο Μακάριο τὸν Νοταρᾶ, ἀπὸ τὶς μεγάλες μορφὲς τῶν Κολλυβάδων, καὶ σ’ αὐτὸν ὁ Νικήτας ἐξομολογήθηκε καὶ καθημερινὰ ὡρίμαζε πνευματικὰ προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸ μαρτύριο.

Ἔτσι, κάποια στιγμή, ὅταν κατέβηκε στὴ Χώρα καὶ εὑρέθηκε ἐνώπιον τοῦ ἀγᾶ, ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ γενναιότητα τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἀμέσως ἀκολούθησε ἡ σύλληψή του, ὁ ἐγκλεισμὸς στὴ φυλακὴ καὶ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια. Τελικά, τὸ μανιασμένο πλῆθος τὸν ὁδήγησε στὴ θέση Κάτω Αἰγιαλὸς τῆς Χίου, ὅπου ἦταν μετόχι τῆς μονῆς Ἰβήρων. Ἐκεῖ ἕνας Τοῦρκος ποὺ ὀνομαζόταν Κριμλῆς, ἀπέκοψε μὲ μανία τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Νεομάρτυρος Νικήτα, τὸ 1792.
Οἱ Τοῦρκοι ἐπέταξαν τὸ ἱερὸ λείψανο σὲ ἀκάθαρτο τόπο, ἀλλὰ τὸ σκήνωμα τοῦ Νεομάρτυρος παρέμεινε καθαρὸ καὶ λευκό. Τέλος, τὸ ἔρριψαν στὴ θάλασσα καὶ διασώθηκαν, χάρη στὴν εὐλάβεια τῶν Χριστιανῶν, τεμάχια ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἡ τίμια κάρα τοῦ Νεομάρτυρος Νικήτα ποὺ φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ Ἰβήρων.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jun 21, 2014 10:53 pm

22 ΙΟΥΝΙΟΥ







Ὁ Ἅγιος Εὐσέβιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Σαμοσάτων
Image
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐσέβιος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῶν Σαμοσάτων στὴν Κομμαγηνὴ τῆς Συρίας. Διακρίθηκε γιὰ τοὺς ἀγῶνές του κατὰ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν καὶ ἐξορίσθηκε γιὰ τὰ ὀρθόδοξα φρονήματά του ἀπὸ τὸν ἀρειανίζοντα αὐτοκράτορα Οὐάλεντα στὶς παρὰ τὸ Δούναβη χῶρες. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Οὐάλεντος (378 μ.Χ.) ἐπανῆλθε στὴν Ἐπισκοπή του καὶ ἐξακολούθησε τὸν ἀγώνα του γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἀφοῦ ἐχειροτόνησε πολλοὺς Ἐπισκόπους πρὸς καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Μάρη, Ἐπίσκοπο τῆς ἀρειανίζουσας πόλεως Δολιχῆς, ἐφονεύθηκε διὰ κεράμου ποὺ ἔρριψε ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του αἱρετικὴ γυναίκα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τοῦ Πνεύματος, καταυγασθεὶς τῷ φωτί, τὸν λόγον ἐτράνωσας, τῆς εὐσεβείας ἡμῖν, Εὐσέβιε ἔνδοξε· σὺ γὰρ ἱεραρχήσας, εὐσεβῶς τῇ Τριάδι, ἤθλησας θεοφρόνως, καὶ τὴν πλάνην καθεῖλες. Καὶ νῦν Πάτερ δυσώπησον, σώζεσθαι ἅπαντας.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῆς εὐσεβείας κατασπείρας τὰ διδάγματα,

Τὰ τοῦ Ἀρείου ἐναπέτεμες ζιζάνια

Καὶ Μαρτύρων τῷ στεφάνῳ κατεκοσμήθης·

Τὸν γὰρ Λόγον σὺν Πατρί τε καὶ τῷ Πνεύματι

Ὁμοούσιον καὶ σύνθρονον ἐκήρυξας·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Εὐσέβιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Τριάδος μυσταγωγέ, καὶ τῶν Σαμοσάτων, ποιμενάρχα καὶ ὁδηγέ· χαίροις ὁ τοῦ Λόγου, πιὼν μετ’ εὐφροσύνης, ποτήριον τὸ θεῖον, μάκαρ Εὐσέβιε.






Οἱ Ἅγιοι Ζήνων καὶ Ζηνᾶς οἱ Μάρτυρες
ImageImage
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ζήνων καὶ Ζηνᾶς κατάγονταν ἀπὸ τὴ Φιλαδέλφεια τῆς Ἀραβίας καὶ ἄθλησαν ἐπὶ τῆς βασιλείας Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ὁ μὲν Ζήνων ἦταν στρατιώτης, ὁ δὲ Ζηνᾶς δοῦλός του. Ἐπιθυμώντας νὰ ζήσει κατὰ Χριστὸν ζωή, διεμοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὰ ὑπάρχοντά του, ἀπελευθέρωσε τοὺς δούλους του, καί, ἀφοῦ προσῆλθε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος Μαξίμου, τὸν ἔλεγξε γιὰ τὴν ἀπιστία αὐτοῦ. Ὀργισθεῖς ὁ ἡγεμόνας, τὸν συνέλαβε καὶ τὸν ἐνέκλεισε στὴ φυλακὴ μὲ τὸν οἰκέτη του Ζηνᾶ. Μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια, ἔδωσε ἐντολὴ καὶ ἀπέκοψαν τὶς κεφαλὲς αὐτῶν.
Ἡ Σύναξις αὐτῶν ἐτελεῖτο «ἐν τῷ μαρτυρείῳ τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τῷ ὄντι ἐν τῷ Κυπαρισσίῳ».






Οἱ Ἅγιοι Γαλακτίων καὶ Πομπιανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Γαλακτίων καὶ Πμπιανὸς ἐμαρτύρησαν σὲ ἄγνωστο χρόνο καὶ τόπο, ἀφοῦ ἐρρίφθησαν στὴ θάλασσα.Ἡ Σύναξις αὐτῶν ἐτελεῖτο «ἐν τῷ μαρτυρείῳ αὐτῶν τῷ ὄντι πλησίον τῆς ἁγίας Μάρτυρος Εὐφημίας ἐν τῷ Πετρίῳ».






Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανὴ καὶ Σατορνίνος οἱ Μάρτυρες
Image
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰουλιανὴ καὶ ὁ υἱὸς αὐτῆς Σατορνίνος ἐτελειώθησαν διὰ πυρὸς.
Ἡ Σύναξις αὐτῶν ἐτελεῖτο «ἐν τῷ μαρτυρείῳ αὐτῶν τῷ ὄντι πλησίον τῆς ἁγίας Μάρτυρος Εὐφημίας ἐν τῷ Πετρίῳ».







Οἱ Ἅγιοι ἐν Σεβαστείᾳ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν κατὰ τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ.







Ὁ Ἅγιος Βασίλειος Ἐπίσκοπος Πατελαρίας
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, Ἐπισκόπου Πατελαρίας, εἶναι ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές. Ἀναφέρεται στὸ Μορσελλιανὸν Ἑορτολόγιον.






Ἡ Ἁγία Εὔα ἡ Ὁσιοπαρθενομάρτυρας ἡ Νέα καὶ οἱ σὺν αὐτῇ μαρτυρήσαντες
Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Ὁσιοπαρθενομάρτυρος Εὔας τῆς Νέας, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 2α Ἀπριλίου ὅπου καὶ ὁ Βίος της.






Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διδάσκαλος Μητροπολίτης Οὐγγροβλαχίας
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁ ἐπονομαζόμενος Διδάσκαλος, ἐγεννήθηκε, τὸ 1765, στὸ Βουκουρέστι ἀπὸ εὐσεβὴ οἰκογένεια. Ὁ νεαρὸς Γεώργιος Μινσκουλέσκου ἐσπούδασε στὶς πλέον φημισμένες σχολὲς τῆς ἐποχῆς του, ὅπως τὴν Ἡγεμονικὴ Ἀκαδημία τοῦ Ἁγίου Σάββα, καὶ ἀπέκτησε ἐξαιρετικὴ μόρφωση καὶ θεολογικὴ παιδεία.

Στὴ συνέχεια ἀναχώρησε γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Νεὰμτς καὶ ἐκεῖ ἔθεσε τὸν ἑαυτό του ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Τὸ 1790, ἐκάρη μοναχὸς ἀπὸ τὸν Ὅσιο Παΐσιο καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Γρηγόριος καὶ ἄρχισε ἀμέσως τὴ μετάφραση τῶν ἁγιοπατερικῶν ἔργων. Μετὰἀπὸ λίγα χρόνια ἀπεστάλη μὲ τὸ μοναχὸ Γερόντιο στὸ Βουκουρέστι, ὅπου τοῦ ἀνατέθηκε ἡ φροντίδα τῆς βιβλιοθήκης τῆς Μητροπόλεως.

Ἀπὸ ἐδῶ ἀναχώρησε ἀργότερα μὲ τὸν Γερόντιο γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐμόνασε γιὰ πολὺ καιρὸ σὲ Κελὶ τῆς περιοχῆς Καλαμίτσι ποὺ ἀνήκει στὴν ἱερὰ μονὴ Βατοπαιδίου.

Τὸ 1812, ὁ Γρηγόριος ἐπέστρεψε στὴ μονὴ Νεάμτς, ὅπου συνέχισε τὴ μεταφραστική του ἐργασία καὶ ἄρχισε τὴν ἐκτύπωση τῶν ἱερῶν βιβλίων. Τὸ 1820, μετέβη καὶ πάλι στὸ Βουκουρέστι. Ἔμεινε ἀρκετὲς φορὲς στὴ μονὴ Ἀντὶμ καὶ κατόπιν στὴ μονὴ Καλνταρουσάνι, στὴν ὁποία ἐφαρμοζόταν ἁγιορείτικο τυπικό, καθιερωμένο ἀπὸ τὸν Ὅσιο Γεώργιο τῆς Τσερνίκα.

Τὸ 1823, ὁ ἡγεμόνας τῆς Ρουμανίας, πληροφορούμενος τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀρετὴ τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, τὸν ἐκάλεσε καὶ τοῦ ἐπρότεινε τὴν ἀνάρρησή του στὸ μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Οὑγγροβλαχίας. Ὁ Ἅγιος ἐδέχθηκε μὲ ἀρκετὴ δυσκολία.

Μετὰ τὴν ἐκλογὴ καὶ χειροτονία του, ἀμέσως ἐγκατέστησε καλοὺς Ἐπισκόπους στὶς περιοχὲς Ἄρτζες, Ρίμνικ καὶ Μπουζάου, ἀνήγειρε πολλοὺς ναοὺς καὶ ἵδρυσε σχολεῖα στὶς πόλεις καὶ στὰ χωριά. Μὲ τὴ φροντίδα του ἱδρύθηκαν τὰ Σεμινάρια τοῦ Βουκουρεστίου, τοῦ Μπουζάου, τῆς Κούρτεα Ντε Ἄρτζες καὶ τοῦ Ρίμνικ. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς φτωχούς, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Καὶ τὸ συγγραφικό του ἔργο ἐπεκτάθηκε καὶ ἐκτύπωσε ἐπὶ πλέον τοὺς Βίους τῶν Ἁγίων σὲ 12 τόμους.

Ἐξορίσθηκε, τὸ 1829, στὴ Βεσσαραβία ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ διαχείριση καὶ ἐπανῆλθε στὸ Βουκουρέστι, τὸ 1833.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὴν ὥρα τῆς ἀγρυπνίας, τὸ 1834, καὶ ἐνταφιάσθηκε κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος εἶχε ἐπιλέξει. Τὸ 1934, τὰ ἱερὰ λείψανά του ἐτοποθετήθηκαν σὲ ξύλινη λειψανοθήκη καὶ ἐτοποθετήθηκαν στὸ παρεκκλήσιο τοῦ κοιμητηρίου τῆς μονῆς, καὶ τὸ 1961, ἐπανενταφιάσθηκαν στὸ νάρθηκα τῆς μεγάλης ἐκκλησίας τῆς μονῆς.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jun 21, 2014 10:56 pm

23 ΙΟΥΝΙΟΥ







Ἡ Ἁγία Ἀγριππίνα ἡ Μάρτυς
Image
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀγριππίνα ἐγεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ καταγόταν ἀπὸ περιφανεῖς καὶ ἰσχυροὺς γονεῖς ποὺ τὴν ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Προόδευσε τόσο στὴν πίστη στὸ Χριστὸ ὥστε ἐπόθησε τὴν παρθενία καὶ τὴν ἁγνότητα. Μὲ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία ἐκέρδισε τὴν ἐκτίμηση τῆς χριστιανικῆς κοινότητας. Συκοφαντήθηκε ὅμως ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ὅτι ἀποσπᾶ τὰ νέα κορίτσια ἀπὸ τὰ εἴδωλα καὶ τὰ ὁδηγεῖ στὸ Χριστό, ὅτι καταφρονεῖ καὶ δὲν ὑπολογίζει τοὺς νόμους τοῦ βασιλέως, ὅτι δὲν σέβεται τοὺς ἄρχοντες καὶ ὅτι διακηρύττει δημόσια πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ δημιουργὸς ὁλόκληρου τοῦ σύμπαντος. Τὴν κατέδωσαν λοιπὸν στὸν ἄρχοντα καὶ τὴν ὁδήγησαν σ’ αὐτόν, ἐνῶ τὴ συνόδευαν ἡ Βάσσα, ἡ Παύλα καὶ ἡ ἄριστη Ἀγαθονίκη.
Ἀρνούμενη ἡ Ἀγριππίνα νὰ προδώσει τὴν πίστη της, ἐμαρτύρησε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 253 – 260 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό της μετακόμισαν στὴ Σικελία ἡ Βάσσα, ἡ Παύλα καὶ ἡ Ἀγαθονίκη καὶ ἔγινε πρόξενος πολλῶν θαυμάτων.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, κραταιωθεῖσα, ἠνδραγάθησας, γενναιοφρόνως, Ἀγριππῖνα παρθενίας ὀσφράδιον· ὅθεν Χριστοῦ δοξασθεῖσα τῇ χάριτι, πηγὰς θαυμάτων βλυσταίνεις τοῖς πέρασι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὥσπερ παρθένον σεμνὴν καὶ ἀμόλυντον, καὶ ἀθληφόρον στερρὰν καὶ ἀήττητον, Χριστός σε λαμπρῶς προσελάβετο, καὶ θαυμαστῶς Ἀγριππῖνα ἐδόξασεν, ὁ μόνος ὑπάρχων Φιλάνθρωπος.

Μεγαλυνάριον.
Φίλτρῳ πτερωθεῖσα τῷ ἱερῷ, νύμφη ἀνεδείχθης, τοῦ Σωτῆρος πανευπρεπής, οὗ ἰχνηλατοῦσα, μαρτυρικῶς τὸ πάθος, τῆς τούτου Ἀγριππῖνα, εὐκλείας ἔτυχες.







Οἱ Ἅγιοι Ἀριστοκλῆς, Δημητριανὸς καὶ Ἀθανάσιος οἱ Μάρτυρες ἐν Κύπρῳ ἀθλήσαντες
Image
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀθανάσιος ἦταν ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 302 μ.Χ., κατὰ τοὺς διωγμοὺς ἐπὶ Μαξιμιανοῦ, ἀφοῦ ὁμολόγησε τὸν Χριστό, στὴ Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, τμηθεὶς τὴν κεφαλή. Μαζί του ἐμαρτύρησαν ὁ πρεσβύτερος Ἀριστοκλῆς καὶ ὁ διάκονος Δημητριανός.






Ὁ Ἅγιος Εὐστόχιος ὁ Πρεσβύτερος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Ὁ Ἅγιος Εὐστόχιος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Οὐσάδων καὶ ἦταν ἱερεὺς τῶν εἰδώλων κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν βασιλέων Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), Γαλερίου (305 – 311 μ.Χ.) καὶ τοῦ ἡγεμόνος Ἀγρίππα. Βλέποντας τὸ πλῆθος τῶν Μαρτύρων καὶ τὰ τελούμενα θαύματα ἀπὸ αὐτούς, ἀπαρνήθηκε τὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων καὶ προσῆλθε στὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Εὐδόξιο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐβάπτισε καὶ τὸν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερο. Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια μετέβη στὰ Λύστρα, ὅπου εὑρῆκε τὸν ἀνεψιό του Γαϊανὸ, τὸν ὁποῖο καὶ ἐφείλκυσε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐβάπτισε αὐτὸν καὶ τὰ παιδιά του Λολλία, Πρόβη καὶ Οὐρβανό. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη ἀπὸ τὴν ἡγεμόνα καὶ ἐβασανίσθηκε, ἀφοῦ τὸν ἀνήρτησαν ἐπὶ ξύλου. Στὴ συνέχεια μὲ τὸν ἀνεψιό του καὶ τὰ παιδιά του παραπέμφθηκε στὸν ἡγεμόνα τῆς Ἄγκυρας Ἀγρίππα ἢ Ἀγριππίνο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς ἐβασάνισε σκληρά, στὸς τέλος τοὺς ἀπεκεφάλισε.






Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος τῆς Βάτου
Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος ὁ Σιναΐτης ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς φλεγομένης βάτου κατὰ τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. καί, ἀφοῦ διέλαμψε στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τούτου σώζεται ἔργο, ὑπὸ τὸν τίτλο: «Πρὸς Θεόδουλον λόγος ψυχωφελὴς περὶ νήψεως καὶ ἀρετῆς κεφαλαιώδης, τὰ λεγόμενα ἀτνιρρητικὰ καὶ εὐκτικά».






Ἡ Ὁσία Ἐθελδρέδα ἡ βασίλισσα
Ἡ Ὁσία Ἐθελδρέδα εἶναι ἡ πλέον τιμώμενη Ἁγία τῆς Βρετανίας καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Πατέρας της ἦταν ὁ βασιλέας Ἄννα τῆς ἀντολικῆς Ἀγγλίας. Ἀφοῦ ἐνυμφεύθηκε δύο φορὲς καὶ ὁ δεύτερος σύζηγός της τὴν ἀπέλυσε, διότι ἡ βασίλισσα ἐπιθυμοῦσε ἀδελφικὲς σχέσεις μαζί του, ἐκάρη μοναχὴ καὶ ἵσρυσε μεγάλη μονὴ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἔλυ, στὴν ὁποία κατάστη ἡγουμένη. Ἔζησε βίο ἀσκητικὸ καὶ θεοφιλὴ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 679 μ.Χ., σὲ ἡλικία 49 ἐτῶν.






Ὁ Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Μυροβλήτης
Ὁ Ἅγιος Βάρβαρος ἀνῆκε, σύμφωνα μὲ τὸν ἐγκωμιαστή του Κωνσταντίνο Ἀκροπολίτη, καὶ τὸ Συναξάρι, σὲ ληστρικὴ ὁμάδα Ἀράβων, ἡ ὁποία ἐπέδραμε στὴ νότια Ἤπειρο καὶ τὴν Αἰτωλία ἐπὶ τῶν ἡμερῶν Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820 – 829 μ.Χ.). Σὲ κάποια σύγκρουση οἱ σύντροφοί του ἐφονεύθησαν καὶ ἀπὸ τότε ὁ Βάρβαρος περιφερόταν μόνος «λήσταρχος γενόμενος, καὶ ποιῶν ἀβάτους τὰς ὁδούς, οἰκῶν ἐν ὄρεσι καὶ ἁλσώδεσι τόποις». Κατ’ οἰκονομία Θεοῦ κάποια ἡμέρα εἰσῆλθε σὲ ναὸ ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, σὲ τόπο ποὺ ὀνομαζόταν Νῆσα, ὅπου ἐλειτουργοῦσε ὁ ἱερεὺς Ἰωάννης Νικοπολίτης. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ὑψώσεως τῶν Τιμίων Δώρων ὁ ἱερεὺς τὸν εἶδε καὶ προσευχήθηκε μετὰ φόβου στὸν Θεό. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ὁ Κύριος ἄνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ληστοῦ, ποὺ εἶδε τοὺς Ἀγγέλους νὰ συλλειτουργοῦν μὲ τὸν ἱερέα. Ὅταν ὁ ἱερεὺς τελείωσε τὴν Θεία Λειτουργία, ὁ Βάρβαρος τὸν ἐρώτησε: «Ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἦταν μαζί σου;». Ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἡ Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ τὸν ἀξίωσε νὰ δεῖ αὐτὰ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δοῦν τὰ ἀνθρώπινα μάτια, γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ μετάνοια. Ὁ Βάρβαρος ἀμέσως ἀπέβαλε τὰ λησταρχικὰ ὅπλα, μετανόησε, ἄρχισε τὴν ἄσκηση καὶ ἐβαπτίσθηκε. Ὁ ἀσκητικὸς ἀγώνας στὴν περιοχὴ τοῦ Ξηρομέρου (ἢ Ξηρομένων) Αἰτωλοακαρνανίας ἔγινε μεγαλύτερος. Ἐπὶ τρία ἔτη ἀγωνίσθηκε πνευματικὰ καὶ «πεποίηκε χρόνους τρεῖς κυλιόμενος ὡς τετράπους καὶ ἐσθίων χοῦν καὶ βοτάνας τὰς φυομένας, κλαίων καὶ ὀδυρόμενος, κατακοπτομένων αὐτοῦ τῶν σαρκῶν». Μιὰ νύχτα, ἕνας γεωργὸς ποὺ ἔτρωγε σὲ ἐκεῖνο τὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε ὁ Ἅγιος, τὸν ἐφόνευσε κατὰ λάθος, νομίζοντας ὅτι ἦταν θηρίο.

Ὁ τάφος του ἀνέδιδε μύρο καὶ ὁ Ἅγιος ἐπιτελοῦσε θαύματα πολλά. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη του καὶ στὶς 15 Μαΐου. Ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται στὴν τοπικὴ ἁγιολογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας καὶ Κερκύρας ὡς Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Πενταπολίτης, ἡ ὁποία τιμᾶ τὴ μνήμη του στὶς 23 Ἰουνίου.
Μέχρι σήμερα στὴν Αἰτωλο-Ἀκαρνανία ὁμιλοῦν γιὰ τὸ σπήλαιο, ὅπου ὁ Ἅγιος Βάρβαρος ἐπέρασε τὰ 18 χρόνια τῆς ἀσκήσεώς του καὶ τὸ ἁγίασμά του. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἀναφορὰ τὸ 1571 μ.Χ. ἕνας Βενετὸς στρατιωτικός, ὀνόματι Σκλαβοῦνος, ποὺ ἔλαβε μέρος στὴ Ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου, ἀσθένησε ξαφνικὰ ἐπὸ θανατηφόρο ἀσθένεια. Ὁ ἀσθενὴς βλέπει τὸν Ἅγιο σὲ ὅραμα, ὁ ὁποῖος τὸν καλεῖ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο του, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Πράγματι, ὅταν ἔφθασε στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου, προσκύνησε μὲ εὐλάβεια καὶ ἐγινε καλά. Θέλοντας νὰ τιμήσει τὸν Ἅγιο Βάρβαρο ἔκανε ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του μὲ σκοπὸ νὰ μεταφέρει τὰ ἱερὰ λείψανα στὴ Βενετία. Περνώντας ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, γιὰ ἀνεφοδιασμό, σταμάτησε στὸ χωριὸ Ποταμός, ὅπου θεραπεύθηκε ἕνας παράλυτος νέος. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο.






Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐκ Θηβῶν
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νικήτα καταγράφεται στὸ χειρόγραφο 552 τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐγεννήθηκε στὴν πόλη τῶν Θηβῶν πιθανὸν κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ γονεῖς του, Ἀνδρέας καὶ Θεοδώρα, ἦσαν εὐπάτριδες καὶ εὐσεβεῖς. Ὁ βιογράφος του ἀναφέρει ὅτι, ὅταν ὁ Ὅσιος ἐβαπτιζόταν «ἄνωθεν ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάρις ἐν εἴδει περιστερᾶς εἰς αὐτὸν ἐπεφοίτησεν». Ὅταν ἔγινε πέντε ἐτῶν, οἱ γονεῖς του τὸν παρέδωσαν στὸ διδασκαλεῖο τῆς ἐποχῆς, γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ γράμματα καὶ νὰ προκόψει στὴν ἀρετὴ καὶ τὴ μάθηση.

Ὁ Ὅσιος διακρινόταν γιὰ τὴν φρόνηση, τὴν ἀνδρεία, τὴ σωφροσύνη καὶ τὴ δικαιοσύνη καὶ ἐπορευόταν τὴν ὁδὸ τῆς ἁγιότητος καὶ τοῦ θεοφιλοῦς βίου. Βλέποντάς τον οἱ γονεῖς του εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεὸ καὶ προσεύχονταν γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν αὔξησή του.

Ἡ καρδιὰ τοῦ Ὁσίου ἐπιθυμοῦσε τὸ μονήρη καὶ ἀσκητικὸ βίο. Ἔτσι σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν, παίρνοντας μαζὶ τὸν ἀδελφό του, κατέφυγε μυστικὰ στὴ μονὴ Θεοκλήτου, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς ἀπὸ τὸν ἡγούμενο. Ἐδῶ ζοῦσε ἀσκητικὰ καὶ προσευχητικά. Ἐκεῖνος ὅμως ἀναζητοῦσε νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἡσυχία καὶ νὰ γίνει ἐρημίτης καὶ ἀναχωρητής. Τότε Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάζεται στὸν ἡγούμενος τῆς μονῆς καὶ τοῦ παραγγέλει νὰ μὴν ἐμποδίσει τὸ νέο μοναχὸ στὰ σχέδιά του γιὰ τὴν ἀναχώρησή του στὴν ἔρημο. Τὸ ἴδιο πρωΐ ὁ ἡγούμενος προσκαλεῖ τὸν Ὅσιο καὶ τοῦ δίδει τὴν εὐχή του: «Πορεύου, τέκνον, καὶ Κύριος κατευθύναι τὰ πρὸς αὐτόν σου διαβήματα». Καί τότε, παίρνοντας τὸν αὐτάδελφό του μαζί, ἔφυγαν στὴν ἔρημο ἀναζητώντας ἡσυχαστικὸ τόπο. Ἔφθασαν στὴν περιοχὴ τῆς Ὀστείας, ὅπου εὑρῆκαν ἕνα «σπηλοειδὲς κογχάριον» καὶ ἐκεῖ ἐδιάλεξαν νὰ στήσουν τὴ σκηνὴ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων τους.

Ἐδῶ ἄρχισαν τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς μὲ ἐγρυπνίες, προσευχές, ὑπομένοντες κάθε κακουχία καὶ ἀντιξοότητα. Ἔτσι ἀξιώθηκαν τῆς διακρίσεως πρὸς Θεόν.

Ἡ φήμη τοῦ ἐνάρετου ἀσκητοῦ ἐξαπλώθηκε παντοῦ καὶ πολλοὶ πιστοὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ἐπισκέπτονται, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν στὰ πνευματικὰ θέματα καὶ νὰ λάβουν τὴν εὐχή του. Ἐκεῖ ἔλαβε καὶ τὴν ἱερωσύνη ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς. Τότε ἄρχισε νὰ μεγαλώνει καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν ποὺ ἐζοῦσαν κοντά του μιμούμενοι τὸν ἀγγελικὸ βίο.

Γιὰ τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τῶν συμμοναστῶν του ἔκτισε στὴ σπηλιὰ ἐκείνη ναὸ ἀφιερωμένο στὸ Σωτήρα Χριστὸ καὶ ἐκεῖ, μπροστὰ στὸν πρόναο τοῦ κογχοειδοῦς αὐτοῦ σπηλαίου, εὑρισκόταν σχεδὸν ὅλη μέρα καὶ ὅλη νύκτα προσευχόμενος.

Παροιμιώδης ἦταν καὶ ἡ ἀκτημοσύνη τοῦ Ὁσίου. Εἶχε τὸ χάρισμα νὰ ἀναστράφεται μὲ τὰ θηρία τοῦ δάσους χωρὶς τὸν παραμικρὸ κίνδυνο. Δὲν εἶχε φροντίδα γιὰ τὸ τί θὰ ἐνδυθεῖ ἢ τί θὰ φάγει. Ὄλα τὰ ἄφηνε μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν κάποιοι τὸν ἐπισκέπτονταν καὶ τοῦ ἔφερναν κάτι φαγώσιμο, δὲν ἐδίσταζε νὰ γευθεῖ, ἔστω καὶ ἐλάχιστα, μαζί τους, ἀκόμη καὶ λίγο κρασί, γιὰ νὰ διώχνει μακριὰ τὸ «οἴημα τῆς ἀνθρωπαρέσκειας», δηλαδὴ τὴν ὑπερηφάνεια. Ὡστόσο, ὅταν ἔμενε μόνος, ἐπανελάμβανε τὴν αὐστηρὴ νηστεία. Μάλιστα κατὰ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τὴν ξηροφαγία τὴν εἶχε μόνο τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, τηρώντας ἀπόλυτη νηστεία τὶς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος.

Στὸ τέλος τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Νικήτα, ὁ βιογράφος του ἀναφέρει καὶ δύο ἀπαντήσεις τοῦ Ὁσίου σὲ θεολογικὰ ἐρωτήματα, ποὺ διάφοροι ἱερεῖς ὑπέβαλαν στὸν Ὅσιο.

Τὸ πρῶτο ἦταν σχετικὸ μὲ τὴ νηστεία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου: μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία, καταλύουμε ἢ ὄχι; ὁ Ὅσιος τοὺς ἀπαντᾶ προκαταβολικῶς καὶ τοὺς ἀναφέρει τὸ συγκλονιστικὸ ἐκεῖνο παράδειγμα τοῦ Λειμωναρίου. Ἔνας ἐρημίτης μοναχός, ποὺ δὲν εἶχε δεῖ ἄνθρωπο στὴν ἔρημο ποὺ ἀσκήτευε γιὰ πολλὰ χρόνια, ἐδέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη κάποιων Χριστιανῶν τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ποὺ τοῦ ἔφεραν καὶ διάφορα δῶρα, τυρὶ καὶ ἄλλα φαγώσιμα. Ὁ ἀσκητὴς τοὺς προσέφερε καὶ ἔφαγε καὶ αὐτὸς μαζί τους «μηδόλως διακριθείς». Οἱ πιστοὶ τὸ εἶδαν καὶ ἐξαφνιάσθηκαν κάπως δυσάρεστα, μὰ δὲν εἶπαν τίποτε. Μόλις ἐγύρισαν, ὅμως, στὴν πόλη πῆγαν καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν Ἐπίσκοπο. Ἐκεῖνος τὸν ἐκάλεσε μπροστά του, τὸν ἤλεγξε μὲ αὐστηρὸ τρόπο καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή, ἀποκαλώντας τον πλάνο καὶ παραβάτη. Τὸ μεσημέρι ὁ Ἐπίσκοπος ἐκάλεσε τοὺς ἱερεῖς σὲ τράπεζα καὶ εἶπε νὰ φέρουν καὶ τὸν ἀσκητὴ ἀπὸ τὴ φυλακή, γιὰ νὰ τὸν λοιδορήσει καὶ νὰ τὸν προσβάλει. Ὁ ἀσκητὴς προσπάθησε νὰ ἐξηγήσει μὲ πνευματικὰ καὶ εὐγενικὰ ἐπιχειρήματα, γιατὶ τὸ εἶχε κάνει: «Τόσα χρόνια στὴν ἔρημο καθήμενος δὲν εἶδα ἄνθρωπο, γι’ αὐτὸ ὅταν εἶδα τοὺς ἀδελφοὺς ἐθεώρησα τὴν ἄφιξή τους Πάσχα. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν μοῦ ἐφάνηκε βαρὺ ἢ νὰ λογισθεῖ ἁμαρτία τὸ ὅτι ἔφαγα τυρὶ μαζί τους». Ὅμως, ὁ Ἐπίσκοπος δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει τίποτε. Τότε ὁ ἀσκητὴς φωνάζει ἕνα βρέφος σαράντα ἡμερῶν, παιδὶ τοῦ πρωτοπαππᾶ, τὸ πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ ἐρωτᾶ δυνατά, γιὰ νὰ ἀκούσουν ὅλοι: «Πές μου, ὢ παιδί μου, ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας σου; Καὶ ὢ τοῦ ξένου ἀκούσματος: τὸ βρέφος ἐξεβόησε ἐκ τρίτου: ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ἐπίσκπος». Φρίκη καὶ ντροπὴ κατέλαβε τοὺς ἄλλους, ποὺ δὲν ἤξεραν πῶς νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ χῶρο γρηγορώτερα.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1079, ὅταν ἐβασίλευε στὸ Βυζάντιο ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος ὁ Βοτανειάτης (1078 – 1081).







Ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ πριγκίπισσα Μούρωμ
Ἡ Ἁγία Εἰρήνη, πριγκίπισσα τοῦ Μούρωμ τῆς Ρωσίας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1129, ἀφοῦ ἔζησε βίο εὐσεβὴ καὶ ἐνάρετο, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Μούρωμ.






Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ πρίγκιπας Περεγιασλάβλ καὶ Βλαδιμὶρ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος Α’ Ἀλεξάνδροβιτς ἦταν υἱὸς τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ καὶ ἐγεννήθηκε τὸ 1234. Διαδέχθηκε, τὸ 1276, στὸ θρόνο τὸ θεῖο του Βασίλειο Ἰαροσλάβιτς, ἀναγνώρισαν δὲ αὐτὸν ὡς ἡγεμόνα τους καὶ οἱ πολίτες τοῦ Νόβγκοροντ. Οἱ Ρῶσοι ἱστορικοὶ χαρακτηρίζουν τρομερὴ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας του, διότι ἡ Ρωσία ὑπέστη ἀλλεπάλληλους ἐμφύλιους σπαραγμοὺς καὶ ἔπαθε πολλὰ ἀπὸ τὰ ταρταρικὰ στίφη. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες καὶ δεινά, ὁ Δημήτριος, κατάπονος ἀπὸ τοὺς ἀδιάκοπους πολέμους, παραχώρησε τὸ ἀξίωμά του στὸν ἀδελφό του Ἀνδρέα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1294.






Ἡ Ἁγία Εὐδοξία πριγκίπισσα Βλαδιμίρ
Ἡ Ἁγία Εὐδοξία ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸ 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν θυγατέρα τοῦ μεγάλου πρίγκιπος Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ γυναικεία μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βλαδιμὶρ μαζὶ μὲ τὶς δύο συζύγους τοῦ Ἀλεξάνδρου, Ἀλεξάνδρα καὶ Βάσσα. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴ μνήμη τους στὶς 23 Ἰουνίου, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Βλαδιμίρ.






Οἱ Ἅγιοι Γεώργιος καὶ Θεοδοσία ἐκ Ρωσίας
Οἱ Ἅγιοι Γεώργιος καὶ Θεοδοσία, οἱ Δίκαιοι, μέλη τῆς ἁγίας οἰκογένειας τῆς Ἁγίας Ἰουλιανῆς († 2 Ἰανουαρίου), ἐζησαν κατὰ τὸν 16ο καὶ 17ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμιος ἐν Βέρκολᾳ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμιος ἐγεννήθηκε στὸ χωριὸ Βέρκολα, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πινέγκα, τῆς βορείου περιοχῆς τοῦ ποταμοῦ Ντβίνα, τὸ ἔτος 1532, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Κοσμᾶ καὶ τὴν Ἀπολλιναρία, καὶ ἦταν ἀδελφὸς τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τοῦ Πινέγκα († 28 Ὀκτωβρίου).

Κατὰ τὸν Συναξαριστή, ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν ἔδειξε συμπεριφορὰ ὄχι παιδική. Τοῦ ἄρεσε ἡ σιωπή καὶ ἦταν ἰδιαίτερα ὑπάκουος, τὸν διέκρινε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἦταν δὲ ἀσυνήθιστα ταπεινὸς καὶ ἁγνός.

Ὁ Ἀρτέμιος σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν, ἐνῶ βοηθοῦσε τὸν πατέρα του στὶς ἀγροτικές του ἐργασίες, κτυπήθηκε ἀπὸ κεραυνὸ καὶ ἔπεσε νεκρός, στὶς 23 Ἰουνίου 1545. Τὸ Συναξάρι, ἀναφερόμενο στὸν τρόπο τοῦ θανάτου του παρατηρεῖ ὅτι «ἔτσι ὁ Ἐλεήμων Πάνσοφος Κύριος ὁ Θεός, σχεδίασε νὰ λάβει στὰ σκηνώματα τῆς Οὐρανίου Βασιλείας Του, τὴν ψυχὴ τοῦ δικαίου δούλου Του».

Τὸν τρόπο τοῦ θανάτου του οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ δεισιδαίμονες χωρικοὶ τὸν ἑρμήνευσαν σὰν θεία τιμωρία, σὰν σημεῖο ὅτι ὁ Θεὸς ἦταν θυμωμένος μὲ τὸν Ἀρτέμιο. Γιὰ τοῦτο τὸν ἄφησαν ἄταφο στὸ δάσος, ἀφοῦ σκέπασαν τὸ σῶμά του μὲ κλαδιά.

«Εὔκολα μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανεὶς πόσο ἐπηρέασε ἡ γνώμη του χωριοῦ τὴν ἤδη θεοφοβούμενη καὶ ἐξαιρετικὰ εὐσεβὴ οἰκογένειά του. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ δέους καὶ τῆς σιωπῆς, τρέμοντας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀνατράφηκε ἡ Παρασκευὴ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου, ποὺ ἔφθασε σὲ μέτρα ἁγιότητος χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει. Ἀπομονωμένη ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ τριγυρισμένη ἀπ’ τὶς ὀμορφιὲς τῆς ἀνθισμένης ἄνοιξης τοῦ βορρᾶ καὶ διατηρημένη ἀπὸ τὶς παγωνιὲς τοῦ χειμῶνα, ἔγινε Ἁγία καὶ Θαυματουργή, γιατί, ὅπως καὶ ὁ ἀδελφός της, ἦταν ἐκλεκτὸ σκεῦος τοῦ Θεοῦ».

Τὸ 1577, τριάντα δύο χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἀρτεμίου, ἔνα συνταρακτικὸ γεγονὸς ἦλθε νὰ ἀνατρέψει τὴν κοσμικὴ καὶ ἀντιπνευματικὴ γιὰ τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ γνώμη.

Ἔνας χωρικὸς ποὺ ὀνομαζόταν Καλλίνικος, Ἀναγνώστης στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, βγῆκε στὸ δάσος γιὰ νὰ μαζέψει μανιτάρια. Ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς, πάνω ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ «ἀναπαυόταν» τὸ λείψανο τοῦ Ἀρτεμίου, τὸν ὤθησε νὰ πλησιάσει παρὰ τὸ φράκτη ποὺ εἶχε ὑψωθεῖ, καὶ ἔκπληκτος νὰ διαπιστώσει ὅτι τὸ ἱερὸ λείψανο παρέμενε ἄφθορο.

Οἱ δεισιδαίμονες χωρικοὶ ὑποδέχθηκαν τὸ γεγονὸς χωρὶς ἰδιαίτερη προσοχή. Ἁπλὰ ἐπῆραν τὸ σκήνωμα, τὸ ἔβαλαν σὲ ἕνα φέρετρο καὶ τὸ ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ στοὰ τοῦ ἐνοριακοῦ τους ναοῦ.

Ὁ Κύριος ὅμως ἐπέτρεψε νὰ συμβεῖ στὴν περιοχὴ μία μεγάλη και θλιβερὴ δοκιμασία, γιὰ νὰ ὁδηγήσει στὴ διαπίστωση καὶ διακήρυξη τῆς ἁγιότητος τοῦ δούλου Του.

Τὸ ἴδιο ἔτος τῆς εὑρέσεως, τὸ 1577, λοιμικὴ νόσος ἔπληξε τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ βορείου Ντβίνα καὶ πάρα πολλοὶ θάνατοι ἐσημειώθηκαν, κυρίως γυναικοπαίδων. Τότε ὁ ἀπελπισμένος πατέρας ἑνὸς ἐτοιμοθάνατου ἀγοριοῦ, ἐσκέφθηκε νὰ ἐπικαλεσθεῖ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἀγνοημένου Ἀρτεμίου. Ἔσπευσε στὴν ἐκκλησία, προσκύνησε τὸ ἱερὸ λείψανο, καὶ φεύγοντας ἐπῆρε μερικὰ φύλλα ἀπὸ τὰ κλαδιὰ ποὺ ἐσκέπαζαν ἀκόμη τὸ φέρετρο. Ὅταν στὴ συνέχεια εὐλόγησε μὲ αὐτὰ τὸν ἄρρωστο υἱό του, τὸ παιδὶ ἔγινε ἀμέσως καὶ ἐντελῶς καλά.

Τὸ πρῶτο αὐτὸ θαῦμα ἀκολούθησε δεύτερο, μεγαλύτερο καὶ σπουδαιότερο, ὅταν, διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου, ὁ Θεὸς εἰσάκουσε τὶς δεήσεις τῶν κατοίκων καὶ ἐσταμάτησε ἡ ἐπιδημία.

Ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἁγιότητος τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ἔφερε στρατιὲς πασχόντων ἐμπρὸς στὸ ξύλινο φέρετρο, στὸν ταπεινὸ ἐνοριακὸ ναὸ τοῦ χωριοῦ.

Νέα θαύματα, ὅπως ἐκεῖνο στὸ χωρικὸ Παῦλο, τοῦ ὁποίου τὸ πρόσωπο εἶχε στραφεῖ πρὸς τὰ πίσω, ὑποχρέωσαν τοὺς κατοίκους νὰ φτιάξουν εἰδικὴ πτέρυγα στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὅπου ἐτοποθέτησαν τὸ τίμιο λείψανο, τὸ 1584, ἀφοῦ προηγουμένως ἐτοποθέτησαν αὐτὸ σὲ λάρνακα.

Βλέποντας τὶς ἀλλεπάλληλες θεραπεῖες, οἱ ἱερεῖς Ἰωάννης καὶ Θωμᾶς, ἀπεφάσισαν νὰ ἁγιογραφήσουν εἰκόνες τοῦ Ἁγίου ἐπάνω στὶς σανίδες τοῦ παλαιοῦ φερέτρου. Μάλιστα, ὁ ἱερεὺς Ἰωάννης περισυνέλεξε μὲ πολλὴ προσοχὴ τὰ ὑπολείμματα τῶν κλαδιῶν ποὺ κάποτε ἐσκέπαζαν τὸ τίμιο σκήνωμα.

Τὸ 1601, ὁ εὐσεβὴς Παγκράτιος μετέφερε μία ἀπὸ τὶς εἰκόνες αὐτὲς στὸ Μεγάλο Οὔστιουγκ, ὅπου ἀναδείχθηκε θαυματουργή.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 10 Ὀκτωβρίου.







Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Κορνήλιος τοῦ Ἀλεξάντρωφ ἔζησε τὸ 17ο μ.Χ. αἰώνα στὴ Ρωσία καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ Βίος του συνδέεται μὲ τὸ μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἀλεξάντρωφ, στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Βλαδιμίρ.






Ὁ Ἅγιος Καλλίνικος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Βεροίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Καλλίνικος ἐγεννήθηκε στὴν ἁγιοτόκο πόλη τῆς Βεροίας σὲ καιροὺς χαλεποὺς κατὰ τὸ 1790. Κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Βεροίας ἐδιδάχθηκε μαζὶ ἐγκύκλια γράμματα καὶ τὴν ἀγάπη στὸν Χριστό.

Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὸν ὁδήγησε μακριὰ ἀπὸ τὴ γενέθλιά του γῆ, πρῶτα ἴσως στὸ Ἰάσιο, ὄπου ἐσπούδασε σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες κοντὰ στὸ διδάσκαλο Κλεόβουλο, καὶ στὴ συνέχεια στὴν Κρήτη, γιὰ νὰ συμβάλει ἐκεῖ μὲ τὶς γνώσεις του ὡς διδάσκαλος στὴ διατήρηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως. Ἱεροδιάκονος ἤδη καὶ μυημένος στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία, ποὺ εἶχε ὡς μοναδικὸ σκοπὸ τὴν ἀφύπνιση τῶν Ἑλλήνων, καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγό, δὲν παρέλειπε νὰ ἀγωνίζεται μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό. Στενὸς συνεργάτης τοῦ Μητροπολίτου Κυδωνίας Καλλινίκου, τὸν ὁποῖο καὶ ἐμύησε, τὸ 1820, στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία, ἐδοκίμασε τὴν ὀργὴ τῶν Τούρκων δύο μόλις μῆνες μετὰ τὸ ξέσπασμα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Συνελήφθη περὶ τὰ μέσα Μαΐου μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἐγύμναζε τοὺς μαθητές του μὲ στρατιωτικὲς ἀσκήσεις καὶ ἐφυλακίσθηκε μαζὶ μὲ τὸ Μητροπολίτη Κισάμου Μελχισεδέκ. Ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου εἶχε σημάνει γιὰ τὸ νεαρὸ ἀλλὰ γενναῖο ἱεροδιάκονο Καλλίνικο, ποὺ ὑπέμεινε μὲ ἀξιοθαύμαστη καρτερία τὰ βασανιστήρια καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς.
Στὶς 19 Ἰουνίου τοῦ 1821, ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, κρεμασμένος στὴν πλατεία Σπλάτζιας τῶν Χανίων, παρέδωσε μαζὶ μὲ τὸ Μητροπολίτη Μελχισεδὲκ τὸ πνεῦμά του στὸν Θεό.






Οἱ Ἅγιοι Γεράσιμος, Νεόφυτος, Ἰωακείμ, Ἱερόθεος, Ζαχαρίας, Ἰωακείμ, Γεράσιμος, Καλλίνικος, Μελχισεδέκ, Καλλίνικος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς ἀθλήσαντες κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἐν ἔτεσιν 1821 καὶ 1822
Στὶς 23 Ἰουνίου 1821 ἔγινε Σύνοδος στὴ Μητρόπολη τῆς Κρήτης, στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἐπίσκοπος Κρήτης ἄρχισε νὰ διαβάζει ἕνα γράμμα ἀπεσταλμένο ἀπὸ τὸ βεζύρη. Οἱ ἐχθροὶ καιροφυλακτοῦντες, ὅρμησαν στὸ ναὸ καὶ ἐφόνευσαν τοὺς Ἀρχιερεῖς, δεκαεπτὰ ἱερεῖς καὶ πέντε ἁγιορεῖτες πατέρες ἀπὸ τὴ μονὴ Βατοπαιδίου, ποὺ εἶχαν προσκομίσει στὸ Μέγα Κάστρο γιὰ προσκύνηση κατὰ τῆς ἐπιδημίας τῆς πανώλους τίμια λείψανα καὶ τὴν Ἁγία Ζώνη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐπίσης ἐφόνευσαν ὡς τριακόσιους παρευρεθέντες Χριστιανούς. Ἀπὸ ἐκεῖ διασπαρέντες στὴν πόλη ἐδίωκαν τοὺς λοιποὺς Χριστιανοὺς φονεύοντες ἀνηλεῶς ὅσους ἀπαντοῦσαν στοὺς δρόμους, ὅπου συνάντησαν καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Λάμπης Ἱερόθεο, τὸν ὁποῖο ἐφόνευσαν μετὰ τοῦ διακόνου του. Τὴν ἑπομένη ἡμέρα στὸ χωριὸ Ἐπάνω Φουρνή, ὅπου ἡ ἔδρα τῆς Ἐπισκοπῆς Πέτρας, ἐτυφεκίσθηκε ὁ Ἀρχιερεὺς αὐτῆς Ἰωακεὶμ ἔξω ἀπὸ τὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.






Οἱ Ἅγιοι ἅπαντες Μάρτυρες ἐν Βλαδιμὶρ τῆς Ρωσίας
Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ καθιερώθηκε, τὸ 1982, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Ποιμένος. Ἡ λειτουργικὴ μνήμη ἀναφέρεται στοὺς Μάρτυρες Ἀβραὰμ τὸν Βούλγαρο, στοὺς Ἀρχιεπισκόπους Μητροφάνη καὶ Πατρίκιο, στοὺς Ἐπισκόπους τοῦ Βλαδιμὶρ Μάξιμο, Ἀλέξιο, Ἰωνᾶ, Ἰλαρίωνα, Διονύσιο, Ἀρσένιο, Θεόδωρο, Σίμωνα, Ἰωάννη, Σίμωνα, Σεραφείμ, Θεόδωρο, Βασίλειο τοῦ Ριαζάν, Κύριλλο τοῦ Ροστώβ, Σωφρόνιο καὶ Μητροφάνη τοῦ Βορονέζ, στοὺς μοναχοὺς Νικήτα τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἠλία τοῦ Μούρωμ, Παχώμιο καὶ Θεοδόσιο, Δανιὴλ τοῦ Οὐσπένσκϊυ, Μιχαὴλ τοῦ Βγιάζνικωφ, Σέργιο τοῦ Ραντονέζ, Ρωμανὸ τοῦ Κιρζάκ, Παχώμιο τοῦ Νερέχτσκϊυ, Εὐθύμιο τῆς Σουζδαλίας, Στέφανο τοῦ Μακχρίνσκϊυ, Νίκωνα τοῦ Ραντονέζ, Κοσμᾶ τοῦ Γιαχρομσκόϊυ, Ἰὼβ τοῦ Βλαδιμίρ, Ἀρκάδιο τοῦ Βγιάζμα, Πρόχορο καὶ Βασσιανὸ τοῦ Γιαστρέμπσκϊυ, Διονύσιο τοῦ Περεγιασλάβλ, Λουκιανό, Κορνήλιο καὶ Ζωσιμᾶ τοῦ Ἀλεξάντρωφ, στὶς μοναχὲς Μαρία (μοναχικὸ ὄνομα Μάρθα),, Θεοδοσία (μοναχικὸ ὄνομα Εὐφροσύνη), Εὐφροσύνη τῆς Σουζδαλίας, Βάσσα (μοναχικὸ ὄνομα Θεοδώρα) τοῦ Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ, Σοφία καὶ Θεοδοσία τοῦ Μούρωμ, στοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχὲς Γκλέπμ, Κωνσταντίνο, Μιχαὴλ καὶ Θεόδωρο τοῦ Μούρωμ, Μπόρις τοῦ Τούτωβ, Ἰνιασλάβο, Μιστισλάβο, Ἀνδρέα τοῦ Μπογκολιούμποβο, Γκλέμπ, Μιχαήλ, Πέτρο τοῦ Μούρωμ, Γεώργιο, Βασίλει τοῦ Ροστώβ, Βλαδίμηρο, Δημήτριο, Θεόδωρο, Σβιατοσλάβο, Ἀλέξανδρο Νέφσκϊυ, Δημήτριομ Δημήτριο, Θεόδωρο τοῦ Σταροντούμπσκϊυ, Εἰρήνη καὶ Φεβρονία τοῦ Μούρωμ, Ἀγάθη, Θεοδώρα, Μαρία καὶ Χριστίνα, Εὐδοξία, στοὺς Δίκαιους Γεώργιο καὶ Ἰουλιανὴ τοῦ Μούρωμ, Σάββα τοῦ Μοσκώσκ, στοὺς διὰ Χριστὸν σαλοὺς Κυπριανό, Εὐδοξία καὶ Παρθένιο τῆς Σουζδαλίας.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Βλαδιμήρου ἐν Κιέβῳ
Image
Ἡ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Βλαδιμήρου τιμᾶται τὴν 21η Μαΐου, ὅπου καὶ οἱ λεπτομέρειες. Ἄγνωστο γιατὶ ἐπαναλαμβάνεται σήμερα.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Τρυφερῆς
Image
Ἡ Σύναξις τπης Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς ἐπιλεγομένης «Τρυφερῆς», ἐτελεῖτο ἐν τῇ Λαύρᾳ τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκὼφ τῆς Ρωσίας.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jun 21, 2014 10:59 pm

24 ΙΟΥΝΙΟΥ







Γενέσιον τοῦ Τιμίου ἐνδόξου Προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου
Image
Ἡ Ἐκκλησία, τρία μόνο Γενέθλια τιμᾶ καὶ ἑορτάζει: α. τοῦ Δεσπότου καὶ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, β. τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ γ. τοῦ Τιμίου Προδρόμου.

Τὰ γεγονότα τῆς γεννήσεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ α’ κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του.

Γράφει, λοιπόν, ὅτι στὶς ἡμέρες τοῦ βασιλέως Ἡρώδη ἐζοῦσε στὴν Ἰουδαία κάποιος ἱερέας ποὺ λεγόταν Ζαχαρίας. Εἶχε σύζυγό του τὴν Ἐλισάβετ, ἡ ὁποία ἦταν ἀπόγονος τοῦ Προφήτου Ἀαρών. Ἦσαν καὶ οἱ δύο ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ ἐζοῦσαν μὲ δικαιοσύνη, φόβο Θεοῦ, εὐλάβεια, σωφροσύνη, καὶ ἐτηροῦσαν τὶς θεῖες ἐντολές. Γιὰ πολλὰ χρόνια ἱκέτευαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς εὐλογήσει μὲ τὴ χαρὰ τῆς τεκνογονίας, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἀποκτήσει, παρὰ τὴ θερμὴ προσευχή τους, παιδί. Ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ στείρα σύζυγός του Ἐλισάβετ εἶχαν φθάσει σὲ βαθὺ γήρας καὶ δὲν εἶχαν πλέον ἐλπίδα νὰ τεκνοποιήσουν.

Ἐνῶ ὁ ἱερέας Ζαχαρίας εὑρισκόταν μία ἡμέρα στὸ ναὸ καὶ ἐθυμίαζε στὸ ἱερὸ Βῆμα, ἐφανερώθηκε σ’ αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου, γιὰ νὰ προμηνύσει τὴ γέννηση τοῦ ἐπιγείου καὶ ἔνσαρκου ἄγγελου, τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Βλέποντάς τον ὁ Ζαχαρίας ἐταράχθηκε καὶ ἐφοβήθηκε τόσο πολὺ ὥστε ἔμεινε ἐκστατικός. Τότε ὁ Ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι, Ζαχαρία. Γιατὶ ὁ Θεὸς ἐδέχθηκε τὴν προσευχή σου καὶ ἡ γυναίκα σου, ἡ Ἐλισάβετ, θὰ γεννήσει υἱό. Καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰωάννη. Καὶ θὰ δοκιμάσεις μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Πολλοὶ θὰ χαροῦν γιὰ τὴ γέννησή του, γιατὶ θὰ εἶναι μεγάλος καὶ περιφανὴς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θὰ λάβει ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Θείας Χάριτος καὶ θὰ γεμίσει ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ἀκόμη θὰ κυοφορεῖται στὴν κοιλία τῆς μητέρας του Ἐλισάβετ. Καὶ μὲ τὸ κήρυγμά του θὰ ἐπιστρέψουν πολλοὶ Ἰσραηλῖτες στὴ γνώση τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου αὐτῶν».

Ἀκούγοντας ἔκπληκτος ὁ Ζαχαρίας τὸ μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου, κατεπλάγη καὶ τὸν ἐρώτησε γεμάτος ἀπορία: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό; Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ τὸ γνωρίσω καὶ θὰ τὸ πιστέψω, ὅταν εἶμαι γέροντας στὴν ἡλικία καὶ ἡ γυναίκα μου ὑπέργηρη καὶ στείρα;». Τότε ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, ποὺ παρουσιάζομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς νὰ σοῦ φέρω αὐτὴ τὴ χαρμόσυνη ἀγγελία. Καὶ ἰδού, ἐπειδὴ δὲν ἐπίστεψες στὰ λόγια μου, θὰ μείνεις ἄλαλος μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅσα σοῦ προανήγγειλα, δηλαδὴ μέχρι νὰ γεννηθεῖ ὁ Ἰωάννης».

Πράγματι ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ζαχαρίας ἔμεινε βουβὸς καὶ ἄλαλος, ἕως ὅτου ἡ Ἐλισάβετ ἔτεκε τὸν Πρόδρομο.

Τὴν ὄγδοη ἡμέρα οἱ συγγενεῖς ἦλθαν γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ ἤθελαν νὰ τὸ ὀνομάσουν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ἀλλὰ ἡ Ἐλισάβετ τοὺς εἶπε ὅτι θὰ ὀνομαστεῖ Ἰωάννης. Στὴν ἀπορία τους, πῶς θὰ λάβει τὸ ὄνομα αὐτό, ἐπειδὴ κανένας ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς δὲν εἶχε τὸ ὄνομα αὐτό, ὁ Ζαχαρίας ἐζήτησε μία μικρὴ πλάκα ἐπὶ τῆς ὁποίας ἔγραψε τὰ ἀκόλουθα: «Ἰωάννης εἶναι τὸ ὄνομά του». Καὶ ἐξεπλάγησαν ὅλοι. Ὁ Ζαχαρίας δὲ ἄνοιξε ἀμέσως τὸ στόμα του καὶ εὐλογοῦσε τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του. Ὁ δὲ Ἰωάννης καθημερινὰ ἀναδεικνυόταν ὡς ἔμψυχο ὄργανο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πλήρης τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήλη κάθε ἀρετῆς καὶ εὐσέβειας.
Κατὰ τοὺς τελευταίους βυζαντινοὺς χρόνους, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Προδρόμου τῆς Πέτρας, μὲ τὴν παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Προφῆτα καὶ Πρόδρομε, τ[πης παρουσίας Χριστοῦ, ἀξίως εὐφημῆσαί σε, οὐκ εὐποροῦμεν ἡμεῖς, οἱ πόθῳ τιμῶντές σε· στείρωσις γὰρ τεκούσης, καὶ πατρὸς ἀφωνία, λέλυνται τῇ ἐνδόξῳ, καὶ σεπτῇ σου γεννήσει, καὶ σάρκωσις Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κόσμῳ κηρύττεται.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ πρὶν στεῖρα σήμερον, Χριστοῦ τὸν Πρόδρομον τίκτει, καὶ αὐτὸς τὸ πλήρωμα, πάσης τῆς προφητείας· ὃνπερ γὰρ, προανεκήρυξαν οἱ Προφῆται, τοῦτον δή, ἐν Ἰορδάνῃ χειροθετήσας, ἀνεδείχθη Θεοῦ Λόγου, Προφήτης κῆρυξ, ὁμοῦ καὶ Πρόδρομος.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθος τὸ θεόσδοτον ἐκφυέν, σήμερον ἐκ στείρας, εὐωδίας ἁγιασμοῦ, ἔπλησε τὰ πάντα, τὴν ἔρημον τὰ ὄρη, τῶν ποταμῶν τὰ ῥεῖθρα, Χριστοῦ ὁ Πρόδρομος.







Σύναξις Ζαχαρίου καὶ Ἐλισάβετ τῶν Δικαίων γονέων τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ
Σήμερα ἐτελεῖτο ἡ Σύναξις τῶν γονέων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τοῦ γενεσίου αὐτοῦ, Ἁγίων Δικαίων Ζαχαρίου καὶ Ἐλισάβετ.






Ὁ Ἅγιος Νικήτας Ἐπίσκοπος Ρεμεσιάνας τῆς Ρουμανίας
Ὁ Ἅγιος Νικήτας, Ἐπίσκοπος Ρεμεσιάνας, ἔζησε τὸν 4ο καὶ 5ο μ.Χ. αἰώνα καὶ ἐγεννήθηκε στὴ Δεκία, τὸ 338 μ.Χ. Στοιχεῖα γιὰ τὴ δράση του σώζονται στὸ ἔργο τοῦ Παυλίνου († 431 μ.Χ.), Ἐπισκόπου Νόλλης, τὸν Γεννάδιο τῆς Μασσαλίας († 492 – 505 μ.Χ.), τὸν Κασσιόδωρο († 575 μ.Χ.), καὶ τὸν Ὅσιο Ἱερώνυμο.

Ὁ Ἅγιο Νικήτας συμμετεῖχε ὡς πρεσβύτερος στὴ Σύνοδο τῆς Ρώμης, ποὺ συγκλήθηκε τὸ 369 μ.Χ., κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ ἀναδείχθηκε ὑπέρμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 370 – 371 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρεμεσιάνας καὶ ἔγραψε τὸ πρῶτό του ἔργο «Περὶ πίστεως». Διακρινόμενος γιὰ τοὺς ἀγῶνές του κατὰ τῶν αἱρετικῶν ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Ἀντιόχειας, τὸ 378 μ.Χ., ὡς καὶ σὲ ἄλλες. Διέπρεψε στὸ κήρυγμα, στὴν ἱεραποστολικὴ ἐργασία, τὴ συγγραφικὴ δύναμη καὶ τὴν ποιμαντικὴ δράση, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλέσθηκε «Ἀπόστολος τῶν Δακο-Ρουμάνων».
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 420 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Γκερμόκιος ἐκ Κορνουάλης
Ὁ Ὅσιος Γκερμόκιος ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ἡ Ἁγία Ἀλένα ἡ Μάρτυς ἐκ Βρυξελλῶν
Ἡ Ἁγία Ἀλένα καταγόταν ἀπὸ τὶς Βρυξέλλες καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἐβαπτίσθηκε Χριστιανή, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουν οἱ ἐθνικοὶ γονεῖς της, καὶ ἐμαρτύρησε τὸ 640 μ.Χ.







Ὁ Ὅσιος Ἰβὰν ἐκ Τσεχίας
Ὁ Ὅσιος Ἰβάν, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 903 μ.Χ.






Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων (Τβαλοέλι) ἔζησε στὴ Γεωργία κατὰ τὸ 10ο καὶ 11ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Καχούλι τῆς περιοχῆς Σάμζχε καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1401.






Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἐκ Ρωσίας
Image
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ντύμσκ, ἐγεννήθηκε στὸ Νόβγκοροντ, περὶ τὸ 1157. Μία ἡμέρα, ἐνῶ ἦταν στὸ ναὸ καὶ προσευχόταν, ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν, καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». Τότε ὁ Ὅσιος ἐγκατέλειψε τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο, ὑποτασσόμενος πνευματικὰ στὸν Ὅσιο Βαρλαὰμ τοῦ Χουτὺν († 6 Νοεμβρίου), ὁ ὁποῖος τὸν ὅρισε διάδοχό του μετὰ τὴν κοίμησή του. Ὁ Ὅσιος δὲν ἀποδέχθηκε τὴ θέση αὐτή, ἀλλὰ κατέφυγε στὴν περιοχὴ τῆς λίμνης Ντύμα κοντὰ στὸ Τιχβίν, γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση. Ἐκεῖ ἵδρυσε μοναστήρι στὸ ὁποῖο, μετὰ ἀπὸ πνευματικοὺς ἀγῶνες, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1224.







Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Νέου
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Νέου τιμᾶται τὴν 12η Ἰουνίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του, καθὼς καὶ τὴν 2α Ἰουνίου μὲ ἀφορμὴ θαύματος μὲ τὸ ὁποῖο ἐσώθηκε ἡ πόλη Σουτσεάβα, στὴν ὁποία φυλάσσονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου. Ἡ μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων, ἔγινε στὴν πόλη Σουτσεάβα, ἀπὸ τὴν πόλη Ζιολκίεβ τῆς Πολωνίας, τὸ 1783 μ.Χ.







Οἱ Ἅγιοι Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης οἱ Δίκαιοι οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης κατάγονταν ἀπὸ εὐσεβὴ οἰκογένεια καὶ ἦσαν τέκνα τοῦ Ἰσιδώρου καὶ τῆς Βαρβάρας. Ἐμαρτύρησαν ἀπὸ ἐθνικούς, τὸ 1569, στὴν πόλη Μενούγκα τῆς Ρωσίας, ὁ μὲν Ἰάκωβος σὲ ἡλικία 3 ἐτῶν, ὁ δὲ Ἰωάννης σὲ ἡλικία 5 ἐτῶν.






Ὁ Ἅγιος Παναγιώτης ὁ Νεομάρτυρας ὁ Καισαρεύς
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Παναγιώτης ὁ Καισαρεὺς καταγόταν ἀπὸ τὸ Δελβινάκι τῆς Β. Ἠπείρου καὶ ἐμαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν πίστη του στὸ Χριστὸ σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, τὸ 1765, ἐνῶ κατ’ ἄλλους τὸ μαρτύριό του ἔλαβε χώρα τὸ 1767. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε μὲ εὐλάβεια ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς στὸ ναὸ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὴν Κωνσταντινούπολη.






Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐν Ἀρχαγγέλσκ Σιβηρίας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Γερασίμου.






Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος
Image
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος ὁ Κολλυβᾶς, ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἐξέχουσες μορφὲς τοῦ μοναστικοῦ φρονήματος τοῦ 18ου αἰῶνος, καθὼς καὶ μία φωτισμένη μορφὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ γένους. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἀθανάσιος Τούλιος καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ νησὶ τῆς Πάρου. Ὁ ἴδιος ξεχώρισε σὲ μία δύσκολη ἐποχὴ γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ γένος, γιὰ τὴ θεολογικὴ κατάρτισή του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ θύραθεν παιδεία του, ἀφοῦ διετέλεσε διδάσκαλος καὶ σχολάρχης.

Ὁ Ὅσιος ἐγεννήθηκε τὸ 1722 ἢ 1723, στὸ Κῶστο τῆς Πάρου καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἀπόστολος Τούλιος μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Σίφνο, ἀλλὰ ἐκατοίκησε στὸ Κῶστο, ἀφοῦ ἐνυμφεύθηκε Κωστιανή. Ἐκεῖ ἐδιδάχθηκε τὰ πρῶτα του γράμματα στὰ ὁποῖα ἔδειξε ἰδιαίτερη κλίση, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ πατέρας του τὸν ἔστειλε στὴ Σχολὴ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Ναούσης Πάρου. Στὴν συνέχεια τὸν ἀπέστειλε στὴ Σχολὴ τοῦ Παναγίου Τάφου στὴ Σίφνο καὶ κατόπιν μὲ ἔξοδα τῆς Μονῆς Ἁγίου Ἀντωνίου Κεφάλου στὴ Σχολὴ τῆς Ἄνδρου, ἂν καὶ οἱ βιογράφοι του δὲν συμφωνοῦν ὄλοι μὲ αὐτό. Τὸ 1745, σὲ ἡλικία 23 ἐτῶν ἀποχαιρετᾶ τοὺς γονεῖς του καὶ φθάνει στὴ Σμύρνη, ὅπου ἐγγράφεται στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολή. Μιὰ σχολὴ ὅπου ἐφοίτησαν ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς καὶ ὁ Νικόλαος Καλλιβούρτσης, δηλαδὴ ὁ μετέπειτα στενός του συνεργάτης Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, παραμένοντας ἐκεῖ γιὰ ἕξι ἔτη. Ὅταν πληροφορήθηκε τὴ λειτουργία τῆς Ἀθωνιάδας Σχολῆς μὲ διευθυντὴ τὸ Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, ἀπὸ τὴν Πάτρα, ἐγγράφεται ἀμέσως (1751), τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀναλαμβάνει Διευθυντὴς ὁ Διάκονος τότε, Εὐγένιος Βούλγαρης. Ἀπὸ τὸ Νεόφυτο ἐκπαιδεύτηκε στὰ «Γραμματικὰ» καὶ στὰ «Περὶ Συντάξεως» τοῦ Θεοδώρου Γαζῆ, ἐνῶ ἀπὸ τὸν Εὐγένιο στὰ φιλοσοφικὰ μαθήματα καὶ τὶς ὑπόλοιπες ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς. Κατόπιν ἐκπαιδεύεται στὴ ρητορικὴ καὶ τὴν ποιμαντική, ἐνῶ σταδιακὰ ἀρχίζει νὰ ξεχωρίζει γιὰ τὶς ἰκανότητές του. Ἡ διαρκὴς ἀνέλιξή του τὸν καθιστᾶ «δεξὶ χέρι» τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη καὶ σὲ ἡλικία 35 ἐτῶν, ἀναλαμβάνει τὴ θέση τοῦ καθηγητοῦ τῆς Σχολῆς.

Ἡ φήμη του γιὰ τὶς ἰκανότητές του ἐμαθεύθηκε ἀνάμεσα στὴν ὑπόδουλη ὀρθόδοξη κοινότητα, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς τὸν ζητοῦν γιὰ τὴ Διεύθυνση τῆς Σχολῆς τους. Μὲ παρότρυνση ἀλλὰ καὶ πίεση τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη δέχεται, ἂν καὶ ἀρχικὰ προέβαλε κάποιες ἐνστάσεις. Ἔτσι διευθύνει τὴ Σχολὴ ἐπιτυχῶς γιὰ τέσσερα χρόνια (1758 – 1762), ὅταν καὶ τὸ 1762 ἡ Σχολὴ κλείνει λόγῳ ἐπιδημίας πανώλης. Ἔτσι καταφεύγει σὲ μία σχολὴ στὴν Κέρκυρα, ποὺ τὴ διευθύνει ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης. Ἐκεῖ τελικὰ ὁλοκληρώνει τὶς σπουδές του καὶ ὁδηγεῖται στὸ Μεσολόγγι, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ συμμαθητοῦ του στὴν Ἀθωνιάδα Παναγιώτη Παλαμᾶ, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ἀπὸ τὸ 1760 τὴν Παλαμιαία Σχολή. Μετὰ τὰ Ὀρλωφικὰ (1768 – 1774), ἡ Παλαμιαία Σχολὴ εὑρίσκεται σὲ ἀκμὴ μὲ τὸν Ἀθανάσιο νὰ διαδραματίζει σημαντικὸ ρόλο, ὅμως τότε λαμβάνει τιμητικὴ πρόσκληση ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο ἀναφέροντάς του: «Ἡ μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία διὰ γραμμάτων Συνοδικῶν τὸν παρακαλεῖ ν’ ἀπέλθει εἰς Ἅγιον Ὄρος ὡς διδάσκαλος καὶ σχολάρχης τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς μετὰ τὸν ἀοίδιμον Εὐγένιον».

Ὁ ἴδιος δέχεται ἄμεσα καὶ παρεπιδημεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου συναντᾶ τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, ὁ ὁποῖος τὸν προτρέπει νὰ χειροτονηθεῖ. Ὁ Ἀθανάσιος ὑπακούει καὶ χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο πρεσβύτερος. Τὸ 1777, πικραμένος ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίσθηκαν οἱ Κολλυβάδες καὶ μετὰ ἀπὸ κάλεσμα ἐπιστρέφει ὡς Σχολάρχης στὴ Σχολὴ τῆς Θεσσαλονίκης. Διευθύνει τὴ Σχολὴ γιὰ 6 ἔτη (1777 – 1783) ἢ γιὰ ἄλλους 8 ἔτη (1777 – 1785). Τὸ ποίμνιο τῆς Θεσσαλονίκης τὸν γνωρίζει πλέον καὶ ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος ὡς Ἱερέα. Τώρα μὲ νέα Πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ καλεῖται νὰ ἀναλάβει τὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τοῦ ζητοῦν μάλιστα νὰ καθορίσει μόνος του τὸ ὕψος τῆς ἀμοιβῆς του. Ὁ ἴδιος ὅμως θὰ ἀπαντήσει: «Τὰς μὲν ἀρχιερατείας τιμῶ καὶ προσκυνῶ ἀλλ’ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος. Ἂν ἐκαταλάμβανα ὅτι ἔκαμνα περισσότερον καρπὸν εἰς τὴν Βασιλεύουσαν πόλιν, ἤθελα ἔλθει αὐτόκλητος. Ἐπειδὴ ὅμως, ὡς στοχάζομαι, αὐτοῦ εἶναι κάποια ἐμπόδια, διὰ τοῦτο, ἄφετέ μέ, παρακαλῶ, ἐδῶ εἰς τὰ πέριξ νὰ ὠφελῶ ὅσον δύναμαι τοὺς ἀδελφούς μου καὶ τὸ Γένος μου». Καὶ τὸν ἄφησαν...

Ἡ ὁριστική του ἀπόφαση εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα του, τὴν Πάρο. Καὶ ἐνῶ τὸ πλοῖο κατευθύνεται πρὸς τὸ νότιο Αἰγαῖο, ξεσπάει ὁ Ρωσοτουρκικὸς πόλεμος καὶ τὸ πλοῖο ἀναγκάζεται νὰ προσορμισθεῖ στὴ Χίο (5 – 6 Νοεμβρίου 1786, 64 ἐτῶν). Ἀποσύρεται στὸ μονύδριο τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἐκεῖ μελετᾶ καὶ προσεύχεται. Ξεκινᾶ τὸ Θεολογικὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τὴ Λογικὴ τοῦ ἀοιδίμου Εὐγένιου Βούλγαρη. Ὅταν τελειώνει ὁ πόλεμος, δέχεται νὰ παραμείνει στὴ Χίο, στὰ χέρια τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ. Τελικὰ θὰ παραμείνει ἐκεῖ τρεῖς δεκαετίες. Ἡ «Φιλοσοφικὴ Σχολή», ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσαν, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του γνωρίζει τεράστια ἀκμὴ καὶ ἀνάλογη φήμη. Τὸ 1812, 90 ἐτῶν πλέον, παραιτεῖται.

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ πὼς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς διωκόμενους Κολλυβάδες μοναχοὺς (ὅπως ὑποτιμητικὰ τοὺς ἀποκαλοῦσαν, λόγῳ τῆς θεολογικῆς διαμάχης γιὰ τὴ χρήση τῶν Κολλύβων), οἱ ὁποῖοι μὲ ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα, προσπάθησαν καὶ τελικὰ κατάφεραν νὰ διατηρήσουν, ἀπὸ τὶς νοθεῖες τοῦ Πρωτεσταντισμοῦ καὶ τῆς Οὐνίας, τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἐδέχθηκε σφοδρὸ διωγμὸ στὸ Πατριαρχεῖο, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, τὸν Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, τὸν Ἀγάπιο τὸν Κύπριο, τὸν Ἰάκωβο τὸν Πελοποννήσιο καὶ τὸν Χριστόφορο Προδρομίτη, γιὰ τὸν ἀγώνα τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας. Ὁ ἴδιος καθαιρεῖται ἀπὸ ἱερέας καὶ καταδικάζονται οἱ ὑπόλοιποι. Διώκονται καὶ ἐξορίζονται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐνῶ ὁ Ἀθανάσιος ὁδηγεῖται, ὅπως προαναφέρθηκε, στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ πίκρα ὅμως τῶν διωγμῶν αὐτῶν ἔγινε τὸ νερὸ ποὺ ἐπότισε μὲ τοὺς διασκορπισμένους Κολλυβάδες τὸ Ὀρθόδοξο Γένος σὲ μία δύσκολη καὶ μεταβατικὴ ἱστορικὴ ἐποχή.

Τὸ 1771 ἐντέλει, ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία διαπίστωσε τὶς συκοφαντίες καὶ τοὺς ἀθωώνει. Μεταξὺ ἄλλων ἡ ἀθώωση ἀναφέρει:

«Δύναται πολλάκις καὶ συρραφεῖσα διαβολὴ ὑποκλέψαι τοῖς ἀνεγκλήτοις καὶ ἀναιτίου καταδίκης αἰτία γενέσθαι πρὸς ἄνδρας ἀθώους καὶ ἀμετόχους τῶν κατ’ αὐτῶν λαληθέντων... Ἐπειδὴ τοιγαροῦν καὶ ὁ κὺρ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ἀνὴρ ὢν οὐ τῶν εὐκαταφρονήτων, σοφίας τὲ μετασχηκὼς τῆς θύραθεν καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς καὶ καλῶς μεμνημένος τὰ θεῖα... ἀθῶος ὑπάρχει... ἔχων καὶ τὸ ἐνεργοῦν τῆς ἱερωσύνης αὐτοῦ ἀκωλύτως...».

Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα ἀπόμερο μέρος τῆς Χίου, τὰ Ρεστά, ὅπου ὑπῆρχε μονύδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖ μαζί του ἡσύχαζε καὶ ὁ μαθητὴς καὶ φίλος του Νικηφόρος καὶ ὁ Ἱεροδιάκονος Ἰωσὴφ ἀπὸ τὰ Φουρνὰ τῶν Ἀγράφων, ὁ ὁποῖος εἶχε χρηματίσει καὶ δάσκαλος στὴ Σχολή. Ἐδῶ συγγράφει τὸ πόνημά του «ἀλεξίκακον πνευματικὸν» κατὰ τῶν τότε «ἐκσυγχρονιστῶν» ποὺ ἀντέλεγαν καὶ ἐφέρονταν καταφρονητικὰ σὲ ζητήματα τῶν Θείων Γραφῶν. Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του παθαίνει ἀποπληξία. Ὁ ἴδιος προετοιμάσθηκε πνευματικά, μετέλαβε καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μιὰ ἡμέρα μετά, στὶς 24 Ἰουνίου 1813. Στὰ προπύλαια τοῦ ναοῦ ἐθαψαν τὸ σεπτό του σκήνωμα, ἐνῶ οἱ συνασκητὲς στὸ κελί του βρῆκαν μόνο μία τριμμένη στολή, ἕνα μελανοδοχεῖο καὶ ἕνα λυχνάρι. Τὰ ὀστά του τοποθετήθηκαν στὸ ὀστεοφυλάκιο τοῦ ναϋδρίου, ἀλλὰ ἀποτεφρώθηκαν κατὰ τὴ μεγάλη πυρκαγιά, τὸ 1822.
Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου εἶναι πλούσιο καὶ πολὺ σημαντικό. Ἀφορᾶ σχεδὸν ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς χριστιανικῆς δράσεως (βίοι Ἁγίων, δογματικά, κοινωνικά, λειτουργικά, παιδαγωγικά, ποιμαντικά) καὶ ἀξιολογεῖται σήμερα τὴ βιβλική, κοινωνικὴ καὶ δογματική του κατάρτιση, ὡς ἕνα ἐξαιρετικὸ δεῖγμα ὀρθόδοξης ποιμαντικῆς διακονίας.







Μνήμη Θαύματος Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὡραιοτάτης ἐν Ἀκαρνανίᾳ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jun 21, 2014 11:01 pm

25 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ἡ Ἁγία Φεβρωνία ἡ Ὁσιομάρτυς ἡ πολύαθλος
Image
Ἡ Ὁσιομάρτυς Φεβρωνία ἐμόναζε σὲ κάποιο μοναστήρι τῆς πόλεως Νισίβεως τῆς Μεσοποταμίας μαζὶ μὲ τὴ θεία της Βρυαίνη καὶ τὴν ἀδελφὴ Θωμαΐδα, διότι ὅλες οἱ ἄλλες μοναχές, ἀφοῦ ἐπληροφορήθηκαν ὅτι ἔρχονταν στὴ μονὴ πρὸς σύλληψή τους στρατιῶτες τοῦ ἡγεμόνος Σελήνου (288 μ.Χ.), κατὰ τοὺς διωγμοὺς τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἐζήτησαν σωτηρία διὰ τῆς φυγῆς. Προσελθόντες δὲ οἱ στρατιῶτες τὶς ἀπήγαγαν πρὸς τὸν Σελῆνο, ὁ ὁποῖος καὶ ἐπέβαλε τὴν Ὁσία Φεβρωνία σὲ φρικότατα βασανιστήρια, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ δεχθεῖ ὡς σύζυγό της τὸν Λυσίμαχο, ἀνεψιὸ τοῦ ἡγεμόνος. Μὲ προσευχὲς καὶ πνευματικὴ ἀνδρεία, ἐπιθυμοῦσα νὰ γίνει «τῆς μελλούσης δόξης κοινωνὸς» ἐδέχθηκε τὸ μαρτυρικὸ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ τέλος αὐτῆς, τὸ 304 μ.Χ.
Ἡ Σύναξις αὐτῆς ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ ποὺ εὑρισκόταν στὴν Ὀξεία.

Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς τῆς ἀσκήσεως, ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως, τῷ κόσμῳ ἔμπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ, δραμοῦσα ἀσχέτῳ, πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν καὶ Μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε, Φεβρωνία ὁ Κύριος· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας χάρισι, καῖ μαρτυρίου τῷ κάλλει, κοσμηθεῖσα ἔνδοξε, ὡς πανακήρατος νύμφη, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νημφίῳ, ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ, καὶ πρεσβεύεις Φεβρωνία, ὑπὲρ τῶν πίστει ὑμνολογούντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Φεβρωνία πανευκλεής, Ὁσίων ἡ δόξα, καὶ Μαρτύρων ἡ καλλονή· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, ἀθλήσασα νομίμως, εἰκότως καὶ βραβείων, διπλῶν ἠξίωσαι.






Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κτητωρ Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους
Image
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Κορησσὸς Καστορίας καὶ ἐγεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου († 11 Ἰανουαρίου), ἡγουμένου τῆς μονῆς Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ Ἐπισκόπου Τραπεζοῦντος. Ὁ Ὅσιος, σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἀκολούθησε τὸν ἀδελφό του Θεοδόσιο. Ἀπὸ ἐκεῖνον ἐδιδάχθηκε τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ τοῦ ἀσκητικοῦ βίου. Ὅταν ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἔγινε Ἐπίσκοπος Τραπεζοῦντος, ὁ ἀδελφός του Διονύσιος τὸν ἐπισκέφθηκε. Ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀργότερα, τὸ 1346, ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἱερισσοῦ. Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐγνωρίσθηκε μὲ τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Κομνηνὸ (1350 – 1390 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος τὸν ἐβοήθησε νὰ τελειώσει τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου ποὺ εἶχε ἀρχίσει στὸ Ἄγιον Ὄρος, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα εἶναι γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομά του, μονὴ Διονυσίου. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐξασφάλισε καὶ τὸ μέλλον τῆς μονῆς μὲ Χρυσόβουλο, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1374. Ὁ Ὅσιος Διονύσιος, ἀφοῦ παρέλαβε τὸ Χρυσόβουλο, ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὸν Ἄθωνα. Κατὰ τὴν ἐπιστροφή του εὑρῆκε λεηλετημένη τὴ μονὴ καὶ διαπίστωσε ὅτι ὅλοι οἱ μοναχοὶ εἶχαν αἰχμαλωτισθεῖ. Ἀναζητώντας τους μετέβη στὴ Βιθυνία, ὅπου εὑρῆκε τοὺς μοναχούς, τοὺς ὁποίους ἀφοῦ ἐξαγόρασε ἀπὸ τοὺς πειρατὲς τοὺς ὁδήγησε πάλι στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ 1380 ἐπισκέφθηκε, γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς μονῆς, τὴν Τραπεζούντα, καί, τὸ 1382, τὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν Τραπεζούντα, τὸ 1388, καὶ ἐκηδεύθηκε ἀπὸ τὸν αὐτάδελφό του Θεοδόσιο στὸ ναὸ Χρυσοκεφάλου τῆς Τραπεζοῦντος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Φῶς οὐράνιον, ἐν σοὶ σκηνῶσαν, λύχνον ἄσβεστον, τοῖς ἐν τῷ Ἄθῳ, Διονύσιε σαφῶς σε ἀνέδειξε· σὺ γὰρ Προδρόμου τὸν βίον μιμούμενος, Μονὴν αὐτῷ ἀνέγειρες περίβλεπτον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ᾿ Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τοῦ Προδρόμου μιμητὴν βίου λαμπρότητι

Καὶ μοναζόντων ὁδηγὸν καὶ τύπον ἄριστον

Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου θεοφόρε.

Ἐν τῷ Ἄθῳ γὰρ βιώσας ὡς ἀσώματος

Καταυγάζεις ταῖς σαῖς πράξεσιν ἑκάστοτε
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Διονύσιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ, γνώμων θεῖος δι’ ἀρετῆς· χαίροις τῆς Μονῆς σου, ἀντίληψης καὶ σκέπη, ἣν φρούρει οὐρανόθεν, ὦ Διονύσιε.






Οἱ Ἅγιοι Ὀρέντιος, Φαρμάκιος, Ἔρως, Φίρμος, Φιρμίνος, Κυριακὸς καὶ Λογγίνος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ὀρέντιος, Φαρμάκιος, Ἔρως, Φίρμος, Φιρμίνος, Κυριακὸς καὶ Λογγίνος, ὀνομαστοὶ γιὰ τὴν ἀνδρεία τους, κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, ἦταν ἀδέλφια καὶ ὑπηρετοῦσαν ὡς στρατιῶτες στὴ Θράκη κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ) καὶ Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Σὲ κάποια μάχη ἐναντίον τῶν Σκυθῶν, ὁ Ὀρέντιος κατόρθωσε νὰ φονεύσει τὸν ἀρχηγό τους Μαροθώμ. Γιὰ τὸ κατόρθωμά του αὐτὸ ἐτιμήθηκε , ἀλλὰ συγχρόνως προσκλήθηκε νὰ συμμετέχει στὶς θυσίες πρὸς τὰ εἴδωλα ποὺ θὰ προσφέρονταν γιὰ τὴ νίκη του. Ὁ Μάρτυς ἀρνήθηκε μὲ πνευματικὴ γενναιότητα νὰ θυσιάσει καὶ διακήρυξε μὲ παρρησία ὅτι ὁμολογεῖ τὴν ἀκλόνητη πίστη του στὸν Ἀληθινὸ Θεό. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸν ἀπέστειλαν, μαζὶ μὲ τὰ ἕξι ἀδέλφια του, δυσμενὴ μετάθεση στὰ Σάταλα τῆς Ἀρμενίας. Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο, συνελήφθησαν καὶ ὑπεβλήθησαν σὲ ἀνάκριση. Ὅλοι, «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ», διεκήρυξαν τὴν πίστη τους πρὸς τὸν Κύριον καὶ Σωτήρα τους. Ἀμέσως ἐξορίσθηκαν σὲ μακρινοὺς καὶ σκληροὺς τόπους, ὅπου ἀπέθαναν μαρτυροῦντες ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες, τὶς ὁποῖες ὑπέστησαν χάριν τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ.
Ὁ Μάρτυς Ὀρέντιος ἐτελειώθηκε στὸ Ρίζιο, ὅταν οἱ εἰδωλολάτρες τοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμὸ βαριὰ πέτρα καὶ τὸν ἔρριψαν στὴ θάλασσα. Ἀπὸ ἐκεῖ, ὅμως, τὸν ἔβγαλε σῶο καὶ ἀβλαβὴ στὴν ξηρὰ Ἄγγελος Κυρίου, καὶ ἀφοῦ ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε, παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Θεό, στὶς 24 Ἰουνίου. Ἐκεῖ ἐνταφιάσθηκε τὸ τίμιο λείψανό του. Ὁ Μάρτυς Φαρνάκιος ἀναπαύθηκε, στὶς 3 Ἰουλίου, στὴν Κορδύλη. Οἱ Μάρτυρες Φίρμος καὶ Φιρμίνος ἀπέθαναν στὶς 7 Ἰουλίου στὴν Ἄψαρο τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τῆς Μαύρης Θάλασσας. Ὁ Μάρτυς Κυριακὸς ὑπέκυψε στὴ χώρα τῶν Λαζῶν, σὲ μιὰ περιοχὴ ὀνομαζόμενη Ζιγάνεω, στὶς 14 Ἰουλίου. Ὁ Μάρτυς Λογγίνος ἐπνίγηκε, ὅταν τὸ πλοῖο ποὺ τὸν μετέφερε στὴν Λιβυκὴ ἐβυθίστηκε στὴν Πιτυούντα. Ἐκεῖ καὶ ἐνταφιάσθηκε.






Οἱ Ἁγίες Εὐτροπία, Λεωνὶς καὶ Λιβύη οἱ Ὁσιομάρτυρες
Image
Ἡ Ἁγία Ὁσιομάρτυς Εὐτροπία ἐμαρτύρησε διὰ πυρὸς μὲ προτροπὴ τῆς μητέρας της, οἱ δὲ Λεωνὶς καὶ Λιβύη διὰ ξίφους, ἐν Παλμύρᾳ τῆς Συρίας, τὸ 303 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Γαλλικανὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γαλλικανὸς ἐγεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ., ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τοῦ ὁποίου ἦταν φίλος. Ἀφοῦ προσῆλθε στὸ Χριστιανισμό, τὸν ὁποῖο ἐδιδάχθηκε ἀπὸ τοὺς Μάρτυρες Ἰωάννη καὶ Παῦλο († 26 Ἰουνίου) παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ δημόσιο ἀξίωμά του καὶ ἀποσύρθηκε στὴν Ὠστία, ὅπου ἀφιέρωσε τὸ βίο του δεχόμενος καὶ περιθάλπων ἀσθενεῖς καὶ πρωχοὺς ὁδοιπόρους. Καταδιώχθηκε ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) καὶ κατέφυγε στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Ἐκεῖ συνελήφθη καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, τὸ 362 μ.Χ., ὑπὸ τοῦ δικαστοῦ Ραυκίωνος.






Ὁ Ἅγιος Πρόσπερος ἐξ Ἀκουϊτανίας τῆς Γαλλίας
Ὁ Ἅγιος Πρόσπερος ἐγεννήθηκε στὴ Γαλλία, τὸ 390 μ.Χ. Ἐγκαταστάθηκε στὴ Μασσαλία καὶ ἀφιέρωσε τὸ βίο του στὴ θεία μελέτη καὶ τὴ θεολογικὴ συγγραφὴ ἀναδειχθὴς σφοδρὸς πολέμιος τοῦ Πελαγιανισμοῦ. Εἶχε συνδεθεῖ μετὰ τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου καί, κατὰ μία παράδοση, λέγεται ὅτι διετέλεσε γραμματεὺς τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Λέοντος τοῦ Α’ (440 – 461 μ.Χ.). Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴ Ρώμη, τὸ 463 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Γαλλικανὸς ἐκ Γαλλίας
Ὁ Ἅγιος Γαλλικανὸς διετέλεσε πέμπτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἐμπροὺν τῆς Γαλλίας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, μετὰ τὸ 541 μ.Χ.






Ὁ Ἅγιος Μαρτύριος
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μαρτυρίου ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον, χωρὶς ἐπιπλέον λεπτομέρειες.







Ὁ Ὅσιος Σίμων
Ὁ Ὅσιος Σίμων, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἀποφθέγματά του εὑρίσκονται στὸν Εὐεργετινὸ καὶ ἐμφαίνουν τὴν ταπεινοφροσύνη του.






Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος ὁ ἐν Νηβρύτῳ τῆς Κρήτης
Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος καταγόταν ἀπὸ τὴν ἐπαρχία Ρεθύμνου τῆς Κρήτης. Ἔχοντας στὴν καρδιά του ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία τὴ μοναχικὴ ἔφεση, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἀκολούθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο. Ἦλθε στὴν πόλη τῆς Νηβρύτου κοντὰ στὴν περιοχὴ τῆς Γορτύνης καὶ ἐκεῖ διέμεινε στὶς ὑπερωρεῖες τοῦ ὄρους Ἴδη, μέσα σὲ σπήλαιο, ἀγωνιζόμενος μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ σκληραγωγία. Ἀφοῦ ἔφθασε στὸ ὑψηλότερο στάδιο τῶν ἀρετῶν, ἦταν ὡς ἄγγελος ἔνσαρκος καὶ ἀξιώθηκε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, πλήρης ἡμερῶν καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται ἰδιαίτερα στὴν Κρήτη.







Μνήμη βοηθείας παρὰ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
Γιὰ τὸ γεγονὸς διαβάζουμε:«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησις τῆς ὑπὲρ λόγον καὶ πᾶσαν ἐλπίδα δωρηθείσης ἡμῖν βοηθείας παρὰ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ πρεσβειῶν τῆς ἀσπόρως Αὐτὸν τεκούσης Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, κατὰ τῶν διά τε γῆς καὶ θαλάσσης κυκλωσάντων τὴν βασιλίδαν πόλιν καὶ πανωλεθρίᾳ παραδοθέντων καὶ τελείῳ ἀφανισμῷ».







Ὁ Ὅσιος Ἀδελβέρτος ὁ Ἀρχιδιάκονος
Ὁ Ὅσιος Ἀδελβέρτος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Νορθούμπερλαντ τῆς Ἀγγλίας. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο ἀκολούθησε τὸν Ὅσιο Ἔγκμπερτ († 24 Ἀπριλίου) στὴν Ἰρλανδία. Ἔγινε μοναχὸς πιθανῶς στὸ ἀββαεῖο τοῦ Μέλιφορντ καί, τὸ 690 μ.Χ., ἐχειροτονήθηκε διάκονος. Στὴ συνέχεια ἔγινε ὑποτακτικὸς τοῦ Ἁγίου Οὐϊλλιβρόρδου († 7 Νοεμβρίου) καὶ ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ μαζί του. Θεωρεῖται ὅτι ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν περιοχὴ τῆς Οὐτρέχτης ὡς ἀρχιδιάκονος καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 710 μ.Χ.






Οἱ Ὅσιοι Δαβὶδ καὶ Εὐφροσύνη οἱ Ρώσοι
Ὁ Ὅσιος Δαβίδ, κατὰ κόσμον Πέτρος, ἦταν ὁ δευτερότοκος υἱὸς τοῦ Γιούρι Βλαντιμίροβιτς, ἡγεμόνος τοῦ Μούρωμ, καὶ διαδέχθηκε στὸ θρόνο τὸν πατέρα του, τὸ 1203. Ὅμως ὁ πρίγκιπας Πέτρος ἀρρώστησε ἀπὸ τὴ φοβερὴ νόσο τῆς λέπρας καὶ ἐθεραπεύθηκε μετὰ ἀπὸ ὄραμα ἀπὸ τὴ Φεβρωνία, θυγατέρα ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ μελισσοκόμου ποὺ ἐζοῦσε στὸ χωριὸ Λάσκοβα τοῦ Ριαζάν, τὴν ὁποία καὶ ἐνυμφεύθηκε. Οἱ ὑπεροπτικοὶ Βογιάροι δὲν ἄντεχαν νὰ βλέπουν ὅτι ἡ πριγκίπισσά τους δὲν εἶναι ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς καὶ ἐπίεζαν τὸν ἡγεμόνα Πέτρο νὰ τὴν ἀφήσει, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἡγεμόνες τους ἦσαν ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καὶ φιλάνθρωποι. Ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε καὶ ἔτσι τὸ ἱερὸ ζεῦγος ἔφυγε ἀπὸ τὸ Μούρωμ προσευχόμενο γιὰ τὴ δοκιμασία αὐτή. Σύντομα ὅμως οἱ κάτοικοι ἱκέτευαν γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους, ὅταν μετὰ ποικίλες δοκιμασίες, κατάλαβαν ὅτι ἀντιβαίνουν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις τους.
Καὶ οἱ δύο ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη τὴν ἴδια ἡμέρα, τὸ 1228, ἀφοῦ πρῶτα ἔλαβαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ τὰ ὀνόματα Δαβὶδ καὶ Εὐφροσύνη.






Ὁ Ἅγιος Θεόληπτος Μητροπολίτης Φιλαδελφείας
Ὁ Ἅγιος Θεόληπτος ἐγεννήθηκε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας περὶ τὸ 1250. Ἔλαβε πολὺ καλὴ μόρφωση καί, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε νωρὶς τὴ σύζυγό του, ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο ἀναζητώντας τὴν ἡσυχία στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν ἡσυχαστὴ Νικηφόρο καὶ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο Κωνσταντινουπόλεως ποὺ ἐπέδρασαν πνευματικὰ στὴν ψυχή του. Ἔζησε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὴν Κωνσταντινούπολη ἔλεγξε γιὰ τὴν ἐκκλησιαστική του πολιτικὴ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η’ τὸν Παλαιολόγο (1259 – 1282) μὲ συνέπεια νὰ ἐγκλεισθεῖ στὴ φυλακή. Μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του, ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του καὶ λόγῳ τῆς ἁγίας ζωῆς του ὁ λαὸς τὸν ἐθεώρησε ὡς πνευματικό του πατέρα.

Περὶ τὸ 1324 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Φιλαδελφείας καὶ ποιμένει θεοφιλῶς τὸ θεόλεκτο ποίμνιό του ἐπὶ 40 χρόνια. Τὰ κείμενα καὶ οἱ ὁμιλίες του,ποὺ διασώζονται, τὸ μαρτυροῦν περίτρανα. Θεωρεῖται πρόδρομος τῆς θεολογικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ διακρίνεται γιὰ τὴν ἄσκηση, τὴ νήψη καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος πνευματικὸς διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ὁ Ἅγιος Θεόληπτος, θεόσοφος καὶ ὑψίνους ἐκκλησιαστικὸς ποιμένας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ σκηνὲς μεγάλης συγκινήσεως ἐκτυλίχθηκαν κατὰ τὴν ἐκδημία του. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του τὴ Β’ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου.






Ὁ Ὅσιος Δομέτιος ὁ Διονυσιάτης
Ὁ Ὅσιος Δομέτιος, φίλος καὶ συνασκητὴς τοῦ Ὁσίου Διονυσίου, τοῦ κτίτορος τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐκατοικοῦσε στὰ Βουλευτήρια. Εἶδε καὶ αὐτὸς τὸ θεῖο ὅραμα, ἀπὸ τὸν Ἀντιάθωνα ποὺ κατόπιν ἀσκήτευε, νὰ εἶναι λαμπάδα ἀναμμένη ἐπάνω στὸ βράχο, ὅπου σήμερα ἡ μονὴ Διονυσίου.
Πρὸ τῆς ἀναχωρήσεώς του, ὁ Ὅσιος Διονύσιος παρέδωσε τὴν ποίμνη του στὸν εὐλογημένο Δομέτιο. Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς ἀπὸ τὸ 1390 μέχρι τὸ 1405 καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ μεγάλη ἡλικία, ἀφοῦ ὡς ἡγούμενος ἐστάθηκε πατέρας καὶ ὑπόδειγμα καὶ ἄριστος ὁδηγὸς τῶν μοναχῶν.






Ὁ Ἅγιος Προκόπιος ὁ Ὁσιομάρτυρας ἐκ Βάρνας
Ὁ Ὁσιομάρτυρας Προκόπιος καταγόταν ἀπὸ τὰ πλησιόχωρα μέρη τῆς Βάρνας καὶ ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν ἐπῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐμόνασε στὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὡς ὑποτακτικὸς τοῦ γέροντος Διονυσίου. Ὡς μοναχὸς διακρίθηκε γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν ἀσκητικὴ βιοτή του. Ἀργότερα, ἐγκατέλειψε τὴ μοναχικὴ ζωή, ἔφθασε στὴ Σμύρνη καὶ εὑρισκόμενος σὲ ἀπόγνωση, ἐξισλαμίσθηκε. Κατόπιν ὅμως, οἱ τύψεις συνειδήσεως ποὺ εἶχε γιὰ τὸ βαρὺ πνευματικὸ ὀλίσθημά του, τὸν ἐφεραν μὲ δάκρυα μετανοίας σὲ κάποιο πνευματικό, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε καὶ ἐπῆρε τὶς ἀνάλογες συμβουλὲς παρηγοριᾶς καὶ ἀνανήψεως. Κατόπιν προσευχήθηκε μὲ θέρμη στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἐξεκίνησε γιὰ τὸν κριτὴ τῆς πόλεως.

Μόλις ἔφθασε ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ἐπέταξε τὸ τούρκικο σαρίκι ποὺ ἐφοροῦσε στὴν κεφαλή του καὶ ἐφόρεσε τὸ μοναχικὸ σκοῦφο. Ἔπειτα ἔλεγξε μὲ τόλμη τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία καὶ ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ Κύριό του.
Οἱ Τοῦρκοι, ὅταν εἶδαν τὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ Μάρτυρος, τὸν ὁδήγησαν μὲ χλευασμοὺς στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἀλλ’ ὅταν διαπίστωσαν τὴ χαρὰ μὲ τὴν ὁποία ἐβάδιζε πρὸς τὸ μαρτύριο, οἱ δήμιοι ἐφοβήθηκαν καὶ ἀρνήθηκαν νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Τότε ἀνέλαβε καὶ τὸν ἀποκεφάλισε κάποιος ἀρνησίχριστος, ποὺ ἐκλήθηκε γιὰ τὸ λόγο αὐτό, στὶς 25 Ἰουνίου 1810, ἡμέρα Σάββατο.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐξ Ἀτταλείας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ἐγεννήθηκε στὰ μέρη τῆς Ἀττάλειας ἀπὸ γονεῖς εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς. Νήπιο ἀκόμα, ὁ Γεώργιος ἁρπάχθηκε ἀπὸ τὸν ἀγᾶ Προύσαλη, κατὰ τὶς συνηθισμένες ἁρπαγὲς Χριστιανόπουλων ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐξισλαμίσθηκε καὶ ὀνομάσθηκε Μεχμέτ. Ὅταν ἦλθε σὲ ἡλικία γάμου, ἐνυμφεύθηκε τὴ θυγατέρα τοῦ ἀγᾶ. Μὲ τὴν προτροπὴ τῶν θεοσεβῶν γονέων του, μία Χριστιανὴ ὑπηρέτρια τοῦ Γεωργίου, ὀνομαζόμενη Μαρία, ἀποκάλυψε σ’ αὐτὸν γιὰ τὴν καταγωγή του καὶ τὸν τρόπο τοῦ ἐξισλαμισμοῦ του. Μὲ τὴν πρόφαση ὅτι θὰ ἐπήγαινε γιὰ προσκύνημα στὴ Μέκκα, ὁ Γεώργιος, μαζὶ μὲ τὴ Μαρία, ἦλθε στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου παρέμεινε γιὰ δύο χρόνια. Κατόπιν ἔφθασε στὴν πόλη Κρήνη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου ἐνυμφεύθηκε τὴν Ἑλένη Μαυρογιάννη.
Ἐπιζητώντας τὸ μαρτύριο ὁ Γεώργιος, ἐπῆγε στὸ διοικητήριο καὶ ἐβοήθησε νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ ἄλογο ὁ διερχόμενος ἀπὸ τὴν Κρήνη πρώην πεθερός του, στὸν ὁποῖο μετὰ ἀπὸ λίγο ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔρριψαν στὴ φυλακή, ὅπου τὸν ἔχτύπησαν βάναυσα καὶ ἔβαλαν στοὺς πόδες του φάλαγγα καὶ στὴ συνέχεια πυρακτωμένο χάλκινο σκεῦος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του. Τελικά, τὸ 1823, τὸν ἐκρέμασαν στὸν τοῖχο τῆς οἰκίας τοῦ Παντελάκη Φαρμάκη καὶ τὸν ἀαπγχόνισαν.






Ὁ Ἅγιος Νίκων ὁ Ἱερομάρτυρας τῆς Ὄπτινα
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νίκων, κατὰ κόσμον Νικόλαος, ἐγεννήθηκε στὶς 26 Σεπτεμβρίου 1888 στὴ Μόσχα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Μητροφάνη καὶ τὴ Βέρα Μπελϋάεφ. Ἡ οἰκογένεια, μετὰ τὴν εὐλογημένη ἐπίσκεψη στὴν οἰκία τους τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης, ἔφερε τὸν Νικόλαο στὴ Σκήτη τῆς Ὄπτινα. Ἐδῶ ὁ Νικόλαος, στὶς 24 Μαΐου 1915, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νίκων καὶ ἄρχισε τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν πνευματικὴ ἄνοδο. Ἡ χειροτονία του εἰς διάκονον ἔγινε στὶς 30 Ἀπριλίου 1916 καὶ ἡ εἰς πρεσβύτερον στὶς 3 Νοεμβρίου 1917.

Τὰ χρόνια ὅμως ἦταν δύσκολα. Τὸ νέο καθεστὼς προέβαινε σὲ συλλήψεις καὶ φυλακίσεις Χριστιανῶν. Ἔτσι ἡ πρώτη σύλληψη τοῦ Νίκωνος γίνεται τὸ 1919. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ὄπτινα. Ἀλλὰ οἱ ἀρχὲς ἔκλεισαν τὴ μονὴ καὶ τὸν ἀγροτικὸ συνεταιρισμὸ αὐτῆς καὶ τὴν μετέτρεψαν σὲ μουσεῖο.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες ὁ Νίκων συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται στὸ στρατόπεδο Κεμπερμπούνκτ. Ἐδῶ παρέδωσε, ἀσθενής, μετὰ ἀπὸ κακουχίες, τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριό του, τὸ 1931, ἀφοῦ μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

Re: ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Unread postby tsailiketess » Sat Jun 21, 2014 11:05 pm

26 ΙΟΥΝΙΟΥ






Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ ἐν Θεσσαλονίκη
Image
Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ καταγόταν ἀπὸ τὴ βόρεια Μεσοποταμία, ποὺ ἦταν μεγάλο μοναστικὸ κέντρο, καὶ ἐγεννήθηκε περὶ τὸ 450 μ.Χ. Γιὰ λόγους ποὺ δὲν ἀναφέρονται ἦλθε στὴ Θεσσαλονίκη μαζὶ μὲ τὸ μοναχὸ Ἀδολᾶ. Κατὰ τὸ βιογράφο τους ὁ Ὅσιος εἰσῆλθε ἀρχικὰ στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Θεοδώρου καὶ Μερκουρίου, ἐπιλεγομένη Κουκουλλιατῶν, τῆς ὁποίας ἡ τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων». Τὸ προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν» ἢ «Κουκουλλατῶν» δηλώνει τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἔφεραν κουκούλιο, ἴσως κατὰ ἰδιάζοντα τρόπο, ἂν κρίνει κανεὶς ἀπὸ τὶς σωζόμενες ἀπεικονίσεις τοῦ Ὁσίου, δηλαδὴ ριγμένο στοὺς ὤμους. Ἡ θέση τῆς μονῆς πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ βορειοανατολικὰ τῆς Ἀκροπόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἀναγνωρίζεται τὸ τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ».

Τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἰδιαιτέρως τοῦ Προφήτου καὶ βασιλέως Δαβίδ, ὁ ὁποῖος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παιδεία καὶ σύνεσις», ὤθησαν τὸν Ὅσιο Δαβὶδ νὰ ἀποφασίσει νὰ καθίσει σὲ δένδρο ἀμυγδαλέας μέχρι ὁ Κύριος νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸ θέλημά Του καὶ νὰ τοῦ χαρίσει σύνεση καὶ ταπείνωση. Στὸ τέλος τῆς τριετίας ἐμφανίσθηκε στὸν Ὅσιο Ἄγγελος Κυρίου, ὁ ὁποῖος τὸν διαβεβαίωσε ὅτι εἰσακούσθηκε ἡ παράκλησή του καὶ ἡ δοκιμασία του ὡς δενδρίτου ἀσκητοῦ ἔληξε. Ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε νὰ κατέλθει ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ νὰ συνεχίσει τὸν ἀσκητικό του βίο σὲ κελὶ αἰνῶν καὶ εὐλογῶν τὸν Θεό. Ὁ Ὅσιος ἐκοινοποίησε τὴν ὀπτασία αὐτὴ στοὺς μαθητές του, ζητώντας τὴ βοήθειά τους γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ κελιοῦ. Ἡ εἴδηση γρήγορα ἔφθασε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο καὶ σὲ ὅλη τὴν πόλη.

Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς μὲ τὴ Νεαρὰ 11, τοῦ 535 μ.Χ., ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τὶς βόρειες περιοχὲς τοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ ἀνύψωσε τὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα σὲ Ἀρχιεπισκοπή, ὑπὸ τὸν τίτλο τῆς Νέας Ἰουστινιανῆς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ἦταν ὁ Ἀριστείδης, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ ἀποδέχθηκε τὴ μεταβολή, προσπάθησε ὅμως νὰ περισώσει τὴν πολιτικὴ σημασία τῆς πόλεως, μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ ὑπάρχου τοῦ Ἰλλυρικοῦ ἀπὸ τὴν Πρώτη Ἰουστινιανὴ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐνῶ ἡ διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως δὲν ἐμείωνε τὴν ἀξία τῆς Θεσσαλονίκης, ἡ μετάθεση τῆς ἕδρας τῆς ὑπαρχίας συνιστοῦσε σοβαρὸ ὑποβιβασμὸ τῆς πόλεως. Τὸ αἴτημα λοιπὸν τῶν Θεσσαλονικέων, καθὼς καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ὑπάρχου Δομνίκου, ἦταν ἡ ἐπαναφορὰ τῆς ἕδρας στὴ Θεσσαλονίκη, ἰδέα ποὺ ἐνστερνίσθηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀριστείδης. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐζητήθηκε ἡ βοήθεια τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ γιὰ τὴ μεταφορὰ τοῦ αἰτήματος στὸν Ἰουστινιανό, διότι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ὅπως ὁ Βίος ἐξηγεῖ, δὲν μποροῦσε «καταλιπεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον» καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων ὅμως, ἡ προτίμηση τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ δείχνει τὴ βαρύτητα, ἀλλὰ καὶ τὶς δυσχέρειες ποὺ προβλεπόταν ὅτι θὰ συναντοῦσε ἕνα παρόμοιο αἴτημα στὸν Ἰουστινιανό, ὁ ὁποῖος προσφάτως εἶχε τιμήσει τὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη Ἰουστινιανή, μὲ τὶς ἕδρες τῆς νέας Ἀρχιεπισκοπῆς καὶ τῆς ὑπαρχίας. Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἐγκλεισμοῦ ὁ Ὅσιος ἐμφανίσθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἡ μορφή του εἶχε ἀλλάξει. Τὰ μαλλιά του εἶχαν μακρύνει μέχρι τὴν ὀσφὺ αὐτοῦ καὶ τὰ γένεια του μέχρι τοὺς πόδες του, τὸ δὲ ἅγιο πρόσωπό του ἔλαμπε σὰν τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Συνοδευόμενος ἀπὸ δύο μαθητές του, τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Δημήτριο, ἀπέπλευσε πρὸς τὴ Βασιλεύουσα. Ἡ φήμη ὅμως τοῦ Ὁσίου εἶχε προτρέξει. Ἔτσι, ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, ὅλη ἡ Πόλη τὸν ὑποδέχθηκε. Ἡ ὑποδοχή του ἀπὸ τὴ Θεοδώρα, σύζυγο τοῦ Ἰουστινιανοῦ, καθὼς καὶ οἱ τιμὲς καὶ ὁ σεβασμός της πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου, προκάλεσαν τὸν θαυμασμὸ ὅλων τῶν παρισταμένων. Ἡ Θεοδώρα ἐκινήθηκε δραστήρια· ἔτσι, ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Ἰουστινιανός, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε σὲ ἐπίσημες ὑποχρεώσεις, ἐφρόντισε νὰ προκαταλάβει τὴ γνώμη του θετικὰ ὑπὲρ τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ αὐτοκράτορας νὰ προσκαλέσει τὸν Ὅσιο ἐνώπιον τῆς συγκλήτου. Ὁ Ὅσιος παρουσιάσθηκε στὴ σύγκλητο κατὰ τρόπο θεαματικὸ κρατώντας στὰ χέρια του φωτιὰ μὲ θυμίαμα ποὺ δὲν κατέκαιγε τὴ σάρκα του. Τὸ παράστημα τοῦ Ὁσίου καθὼς καὶ τὸ προφανὲς θαῦμα ἐπέβαλε σὲ ὅλους κλίμα δέους καὶ κατανύξεως, ὥστε ὁ βασιλέας πρόθυμα ἱκανοποίησε τὸ αἴτημά του μὲ σπουδή.

Κομίζοντας τὰ ἀγαθὰ νέα ὁ Ὅσιος ἀπέπλευσε γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, τὴν ὁποία ὅμως ἔμελλε μόνο ἀπὸ μακριὰ νὰ ξαναδεῖ, διότι μόλις τὸ πλοῖο παρέκαμψε τὸ ἀκρωτήριο ἐκεῖνος παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸ Θεό. Τὸ γεγονὸς συνέβη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 535 – 541 μ.Χ.

Ἡ εἴδηση τῆς ἀφίξεως τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ὁσίου κάτω ἀπὸ τὶς συνθῆκες αὐτὲς συγκλόνισε ὁλόκληρη τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης. Τὸ σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ ἀρχικά κατατέθηκε στὸν τόπο, ὅπου εἶχαν ἀποτεθεῖ παλαιότερα τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων Θεοδούλου καὶ Ἀγαθόποδος, στὰ δυτικὰ τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀριστείδης μὲ πολλὴ θλίψη ὅρισε πάνδημη κηδεία. Τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου ἐνταφιάσθηκε στὴ μονή του, τῶν Ἀπροΐτων, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του.

Ἑκατὸν πενήντα χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, περὶ τὸ 685 – 690 μ.Χ., ἔγινε μία προσπάθεια γιὰ τὴ διάνοιξη τοῦ τάφου, ὅταν ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Ἀπροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου». Μόλις ὅμως ἐξεκίνησε ἡ ἐργασία αὐτή, ἡ πλάκα ποὺ ἐκάλυπτε τὸν τάφο ἔσπασε καὶ αὐτὸ ἐθεωρήθηκε ὡς φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Ὁσίου νὰ μὴ θιγεῖ. Τὸ ἱερὸ λείψανο παρέμεινε στὴν ἀρχική του θέση μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν σταυροφοριῶν. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς λατινικῆς κυριαρχίας τοῦ μομφερρατικοῦ οἴκου στὴ Θεσσαλονίκη (1204 – 1222), τὸ ἱερὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Ἰταλία καὶ τὸ 1236 ἀπαντᾶται στὴν Παβία, ἀπ’ ὅπου μεταφέρθηκε στὸ Μιλάνο, τὸ 1967.
Τελικά, τὸ σεπτὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ μεταφέρθηκε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ κατατέθηκε στὴ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὶς 16 Σεπτεμβρίου 1978.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῶν ἀρετῶν τοὺς καρπούς, ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος, ἀμυγδαλῆς ἐν φυτῷ, Δαβὶδ Πάτερ Ὅσιε. Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τοῖς ὁσίοις σου πόνοις, χάριν παρὰ Κυρίου, δαψιλῆ καρπουμένη, γεραίρει ὡς μεσίτην σε, θερμὸν πρὸς τὸν Φιλάνθρωπον.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῇ ἀγάπῃ τοῦ Λόγου Πάτερ πτερούμενος, ἐπὶ τοῦ δένδρου διῆλθες ἀγγελικὴν βιοτήν, καὶ ἐξήνεγκας ἡμῖν καρποὺς τῆς χάριτος· ἐξ ὧν τρυφῶντες νοητῶς, ἐκβοῶμέν σοι πιστῶς, Δαβὶδ Ὁσίων ἀκρότης· μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψηχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς μιμητήν, τῶν οὐρανίων τάξεων, καὶ ἀγαθῶν, τῶν ἐπιγείων πάροικον, ἀπαξίως μακαρίζομεν, σὲ ὦ Δαβὶδ θεομακάριστε· τὸν βίον γὰρ ὡς ἄγγελος ἐτέλεσας, καὶ θείων δωρημάτων κατετρύφησας, ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν μετάδος Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Ἤνεγκας ὡς κλῆμα ἐν τῇ Ἐδέμ, ἑστὼς ὑπὲρ φύσιν, ἐπὶ δένδρου Πάτερ Δαβίδ, βότρυας ἡδίστους, ζωῆς τῆς μακαρίας, δι’ ὧν ἀεὶ εὐφραίνεις, τοὺς σὲ γεραίροντας.






Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης καὶ Παῦλος οἱ Μάρτυρες
Ἡ χρονολογία καὶ τὰ γεγονότα τοῦ μαρτυρίου τῶν Ἁγίων Ἰωάννου καὶ Παύλου δὲν δύνανται νὰ ἐξακριβωθοῦν ἱστορικά. Κατὰ τὴν ἁγιολογικὴ παράδοση, ἀποκεφαλίσθηκαν ἐπὶ τῆς βασιλείας Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Μὲ ἄλλους Ἁγίους μνημονεύονται στὴν Ἀναφορὰ τῆς Ρωμαϊκῆς καὶ Ἀμβροσιανῆς λειτουργίας.

Ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση τῶν δύο Μαρτύρων ἀρχίζει, ὅπως φαίνεται, στὴ Ρώμη μὲ τὴν ἀφιέρωση στὴ μνήμη τους, περὶ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ., ρωμαϊκῆς βασιλικῆς. Ἡ βασιλικὴ αὐτή, ἀνεγερθεῖσα κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ., ἐπὶ τῶν ἐρειπίων τριῶν οἰκιῶν τοῦ Καιλίου λόφου, ἔφερε τὸν τίτλο τοῦ Παμμαχίου ἢ πιθανῶς καὶ τοῦ Βυζαντίου.

Κατὰ τὴν ἁγιολογικὴ παράδοση, ὁ Ἰωάννη καὶ ὁ Παῦλος, εὐνοῦχοι τῆς Κωνσταντίας ἢ Κωνσταντίνης καὶ τιτλοῦχοι τῆς αὐτοκρατορίας, ἀκολούθησαν τὸν στρατηγὸ Γαλλικανὸ σὲ πολεμικὴ ἐκστρατεία, κατὰ τὴν ὁποία τὸν ἔπεισαν περὶ τῆς ἀληθείας τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Ἀφοῦ ἐπανῆλθε στὴ Ρώμη νικητής, ὁ Γαλλικανὸς ἀπαρνεῖται τὸν κόσμο τοῦ παλατίου καὶ ἀποσύρεται στὴν Ὠστία. Ἐκεῖ, μετατρέπει τὴν οἰκία φίλου ἀνδρός, ποὺ ὀνομαζόταν Ἰλαρίνος, σὲ πανδοχεῖο καὶ ἀφιερώνεται ἐξ ὁλοκλήρου στὴν ἐξυπηρέτηση τῶν διερχόμενων πτωχῶν καὶ ἀσθενῶν. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς τὸν καλεῖ τότε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἀλλ’ ἀρνεῖται καὶ καταφεύγει στὴν Αἴγυπτο, ὅπου συλλαμβάνεται καὶ ὑπόκειται σὲ μαρτυρικὸ θάνατο († 25 Ἰουνίου). Παρόμοιο θάνατο εὑρίσκει καὶ ὁ Ἰλαρίνος στὴν Ὠστία († 7 Αὐγούστου).

Στὴ συνέχεια ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Παῦλος καλοῦνται στὸ παλάτι, ἀλλὰ δὲν ἀποδέχονται τὴν πρόσκληση. Ὁ Ἰουλιανὸς ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν Τερεντιανό, γιὰ νὰ τοὺς πείσει νὰ θυσιάσουν, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο ἀρνήθηκαν μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία. Ἔτσι, ἀποκεφαλίσθηκαν ἀμέσως μετὰ στὴν οἰκία τους, ὅπου καὶ ἐνταφιάσθηκαν.
Ὁ μυστικὸς τάφος τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰωάννου καὶ Παύλου εὑρέθηκε κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ Ἰοβιανοῦ (363 – 364 μ.Χ.), διαδόχου τοῦ Ἰουλιανοῦ. Τότε ὁ διώκτης τους Τερεντιανὸς ἀσπάζεται τὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀναλαμβάνει νὰ συγγράψει τὸ βίο τους.







Ὁ Ὅσιος Ἀνθίων
Ὁ Ὅσιος Πατέρας μας Ἀνθίων, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.






Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης Ἐπίσκοπος Γοτθίας
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ὡς ὁ μέγας Προφήτης Ἰερεμίας, ἀφοῦ ἁγιάσθηκε ἀπὸ βρέφος, ἐγεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐλαβικούς, τὸν Λέοντα καὶ τὴν Φωτεινή, καὶ πιστοὺς μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπαγγελία. Καὶ ἐδόθηκε ἀπὸ αὐτοὺς ταυτόχρονα μὲ τὴ γέννηση ὡς δῶρο στὸν Θεὸ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἐπισκοπῆς Γοτθίας κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στὸ μέτρο τῆς πνευματικῆς καὶ σωματικῆς ἡλικίας, καὶ ἔπρεπε αὐτὸς νὰ ἀνέλθει στὸ θρόνο τῆς ἀρχιερωσύνης, ἀφοῦ ἐψηφίσθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο λαό, ἀπεστάλει στὴν Ἰβέρια καὶ ἐχειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα ποὺ ἦταν ἐκεῖ, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπικρατοῦσε ἡ αἵρεση τῶν Εἰκονομάχων. Καὶ ἀφοῦ ἐπέστρεψε καὶ ἄριστα διαποίμανε τὸ ποίμνιό του, μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἰσαύρου. Καὶ ἀφοῦ ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὴ βασίλισσα Εἰρήνη, ἐπέστρεψε στὸ ποίμνιό του.
Παρέμεινε ἁπλός, ταπεινόφρων, φτωχὸς καὶ ἀφιλάργυρος, ἀδελφὸς τῶν ἱερέων, πατέρας τῶν λαϊκῶν του, ἀλλὰ κάποια αἱματηρὴ στάση ἀνάγκασε τὸν καλὸ ποιμένα νὰ καταφύγει μὲ πολλοὺς Χριστιανοὺς στὴν Ἀμάστριδα τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Ἐκεῖ ἔμεινε ἐπὶ τέσσερα χρόνια καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, μὴ παύων νὰ ἐλεεῖ μέχρι τὴν τελευταία του ἀναπνοή.






Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀρχιεπίσκοπος Σουζδαλίας
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐγεννήθηκε στὴ νότια Ρωσία στὴν ἐπαρχία τοῦ Κιέβου, κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ., ἦταν ἐρημίτης καὶ ἱδρυτὴς κοινοβίων, καθὼς καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς μοναστικῆς ἀναγεννήσεως καὶ τῆς γενικῆς πολιτικῆς καὶ πολιτιστικῆς ἀφυπνίσεως στὴ Ρωσία τῆς ἐποχῆς του. Ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος ὑπερασπίσθηκε μὲ θάρρος τὴν αὐτονομία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία καὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἀπὸ τὶς αἱρέσεις.

Σχετικὰ μὲ τὰ πρῶτα του βήματα στὸ μοναχικὸ βίο συλλέγουμε τὶς πληροφορίες ἀπὸ διάφορα ρωσικὰ χρονογραφήματα. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ χρονογραφήματα συνθέτουμε τὶς κύριες κατευθύνσεις τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας ποὺ ἦταν στενότατα συνδεδεμένη μὲ τὶς πολιτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἀνακατατάξεις τῆς ἐποχῆς του. Σημαντικὲς πληροφορίες γιὰ τὴν ἀναγέννηση ποὺ ἔφερε στὸ μοναχισμὸ εἶναι, ἐπίσης, οἱ Βίοι τῶν μαθητῶν του. Σὲ νεανικὴ ἡλικία ἔζησε ὡς ἀναχωρητὴς σὲ μία σπηλιὰ κατὰ μῆκος τοῦ Βόλγα. Ἡ παρουσία σὲ ἐκείνη τὴν ἔρημο τῆς θαυματουργικῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας στὴν ὁποία ἀπεικονίζονταν καὶ οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου, μᾶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Διονύσιος προερχόταν ἀπὸ τὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1330 ἔκτισε σὲ ἐκείνη τὴν περιοχὴ τὸ μοναστήρι τῆς Ἀναλήψεως, ἀναδεικνυόμενος σὲ ἱκανότατο ἡγούμενο καὶ σοφότατο πνευματικὸ πατέρα.

Οἱ ἐπιδόσεις τοῦ Ὁσίου Διονυσίου στὴ σκληρὴ ἄσκηση καὶ οἱ γνώσεις του ἐπάνω στὶς Γραφὲς προσελκύουν κοντά του ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ νέων. Αὐτοὶ μὲ τὴ σειρά τους, γύρω στὸ 1350, θὰ ἱδρύσουν πολλὰ κοινόβια μοναστήρια στὶς περιοχὲς τοῦ Νόβγκοροντ καὶ τῆς Σουζδαλίας.

Τὸ 1371, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐτέλεσε τὴ μοναχικὴ κουρὰ τῆς πριγκίπισσας Βασίλισσας – Θεοδώρας, χήρας τοῦ πρίγκιπα τοῦ Νίζνϊυ Νόβγκοροντ Ἀνδρέα Κωνσταντίνοβιτς, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἐμοίρασε ὅλα της τὰ πλούτη, ἀποσύρθηκε στὸ μοναστήρι ποὺ εἶχε κτίσει ἡ ἴδια στὶς ὄχθες τοῦ Βόλγα. Τὸ παράδειγμά της ἀκολούθησαν καὶ ἄλλες εὐγενεῖς, ἀκολουθώντας τὸ μοναχικὸ τυπικὸ τὸ ὁποῖο εἶχε δώσει ὁ Ὅσιος Διονύσιος στὴ Θεοδώρα.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλοι οἱ μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Διονυσίου ἵδρυσαν κοινόβια μοναστήρια, μᾶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀδελφότητα τῆς μονῆς ποὺ ἵδρυσε ὁ ἴδιος στὶς ἀρχὲς τοῦ 1335 ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα κοινόβια τῆς βόρειας Ρωσίας.

Στὶς 19 Φεβρουαρίου 1374, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Σουζδαλίας ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη Ἀλέξιο, τοῦ ὁποίου τὶς ἀπόψεις ἀκολούθησε σχετικὰ μὲ τὴν πολιτικὴ ἑνοποίηση ὅλων τῶν πριγκίπων κάτω ἀπὸ τὴς ἡγεμονία τῆς Μόσχας.

Ὅταν ὁ Μητροπολίτης Ἀλέξιος ἐκοιμήθηκε († 1378), ὁ Διονύσιος μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Σέργιο τοῦ Ραντονὲζ καὶ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τοῦ Σιμωνώφ, ἀντιτάχθηκαν μὲ σκληρότητα ἐναντίον τῆς ἐκλογῆς τοῦ μοναχοῦ Μιχαὴλ στὴ χηρεύουσα Μητρόπολη. Ἡ δραστικὴ εἰσήγηση τοῦ Διονυσίου στὴ Σύνοδο, τὴν ὁποία συγκάλεσε ὁ πρίγκιπας τῆς Μόσχας Δημήτριος Ἰβάνοβιτς, προκάλεσε τὴν ὀπισθοχώριση τοῦ τελευταίου ἀπὸ τὴν ἀξίωσή του νὰ χειροτονήσει τὸν ὑποψήφιό του στὴ Μόσχα, πράγμα τὸ ὁποῖο θὰ ἦταν κανονικὸ ἀτόπημα καὶ θὰ ὑπαινισσόταν τὴν de facto αὐτοκεφαλία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μιχαὴλ ἐστάλθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νὰ χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸ συναινετικὸ Πατριάρχη Μακάριο, ἐνῶ ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐφυλακίσθηκε. Μὲ τὴ διαμεσολάβηση τοῦ Ὁσίου Σεργίου, ἐλευθερώθηκε δίνοντας τὴν ὑπόσχεση πὼς δὲν θὰ ἐγκαταλείψει τὴ Ρωσία καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ Νόβγκοροντ. Ἀπὸ ἐκεῖ ταξίδεψε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρέστη στὴ Σύνοδο τοῦ 1380, ὅπου ὁ νέος Πατριάρχης Νεῖλος ἐχειροτόνησε ὡς νέο Μητροπολίτη Κιέβου καὶ τῆς Μεγάλης Ρωσίας τὸν ἀρχιμανδρίτη Ποιμένα, ἕναν ἐκ τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Δημητρίου ποὺ συνόδευε τὸν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ἀπέθανε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδίου.

Ὁ Ὅσιος Διονύσιος προκάλεσε τὸ θαυμασμὸ τῶν Ἑλλήνων Ἐπισκόπων ὄχι μόνο μὲ τὴν ἀσκητικότητά του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς νηστεῖες του, γιὰ τὶς ὁλονύκτιες προσευχές του καὶ γενικὰ γιὰ ὅλες τὶς χάρες ποὺ εἶχε ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Θαυμασμὸ προκαλοῦσε καὶ ἡ γνώση του ἐπάνω στὰ Ἱερὰ Κείμενα τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Πατριάρχης τὸν ἀνύψωσε σὲ Ἀρχιεπίσκοπο καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ κατέστη ὁ δεύτερος στὴν ἱεραρχία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Διονύσιος παρέμεινε στὴ Βασιλεύουσα μέχρι τὰ τέλη τοῦ 1382. Τὸ 1381, ἀπέστειλε στὴ Ρωσία μὲ τὸν Ἕλληνα μοναχὸ Μαλαχία τὸν Φιλόσοφο, δύο ἀντίγραφα τῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, προκειμένου νὰ τοποθετηθοῦν μία στὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος στὸ Νίζνϊυ Νόβγκοροντ καὶ ἡ ἄλλη στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Σουζδαλίας.

Τὴν 1η Ἰανουαρίου 1383, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἦταν παρὼν στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ στάρετς Παύλου Βισόσκϊυ, ποὺ ἦταν μαθητής του καὶ γιὰ τὸ χαμὸ τοῦ ὁποίου ἔκλαψε πολύ, ὅπως μᾶς ἀναφέρουν διάφορες πηγές.

Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπῆγε στὴ Σουζδαλία καὶ στὸ Νόβγκοροντ, ἀπ’ ὅπου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλέξιος τὸν ἔστειλε στὸ Πσκώφ. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἔστειλε στοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς Σνετογκόρσκϊυ μία ἐπιστολὴ σχετικὰ μὲ τὸ τυπικὸ τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ. Τὸ σπουδαιότερο δὲ πρόβλημα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει στὶ Πσκὼφ ὁ Διονύσιος ἦταν ἡ αἵρεση τῶν Στριγγολνίκων, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸ πρώτυπο τῶν Βογομόλων, ἀρνοῦνταν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία ὠς ἀντικανονική, ἀρνοῦνταν τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ θρησκευτικὸ ἐνταφιασμό, ἐκτὸς ἀπὸ μία παράδοξη ὁμολογία πρὸς τὴ γῆ.

Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸ Πσκώφ, ὁ Ὅσιος Διονύσιος εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ μοναχικὸ κίνημα ἐναντίον τοῦ Μητροπολίτου Ποιμένος. Προκειμένου νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν σὲ παραίτηση, τὸν ἐφυλάκισαν ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Ὁσίου Διονυσίου ἀποκαταστάθηκε στὸ θρόνο του καὶ πάλι.

Τὸ 1383, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Θεόδωρο Σιμωνόφσκι (ἀνιψιὸ τοῦ Ὁσίου Σεργίου) ἐπιστρέφει στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς πρέσβης τοῦ μεγάλου πρίγκιπος Δημητρίου καὶ σύμφωνα μὲ τὰ ρωσικὰ χρονογραφήματα προήχθη σὲ Μητροπολίτη Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας. Ἡ ἀντικανονικότητα αὐτῆς τῆς ἐκλογῆς ὁδηγεῖ κάποιους στὸ συμπέρασμα ὅτι ἐπρόκειτο στὴν πραγματικότητα γιὰ μία συμφωνία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος Διονύσιος θὰ ἀνελάμβανε τὴ διοίκηση μέχρι τὴ διευθέτηση τοῦ προβλήματος ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν Ποιμένως καὶ Κυπριανοῦ ποὺ ἦσαν διεκδικητὲς τοῦ μητροπολιτικοῦ θρόνου.

Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, δὲν κατάφερε νὰ φθάσει στὴ Μόσχα, διότι περνώντας ἀπὸ τὸ Κίεβο συνελήφθη ἀπὸ τὸ Λιθουανὸ πρίγκιπα Βλαδίμηρο Ὀλγκέρδοβιτς καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἀπομονώσεως, ἐκοιμήθηκε στὶς 15 Ὀκτωβρίου 1385. Ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου καὶ εἶχε ξεκινήσει τὸ μοναχικό του βίο.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου ἐχάθησαν μεταξὺ τοῦ 1638 καὶ 1686. Ἔχει τὴ φήμη τοῦ θαυματουργοῦ καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι καταγεγραμμένο στὴ λίστα ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Στὸ Συνοδικὸ τῆς μονῆς τῆς Ἀναλήψεως ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου ἑορτάζεται στὶς 26 Ἰουνίου, ἀλλὰ καὶ στὶς 15 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.






Ὁ Ἅγιος Δαβὶδ ὁ Ὁσιομάρτυρας ἐκ Κυδωνιῶν
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Δαβὶδ καταγόταν ἀπὸ τὶς Κυδωνίες (Ἀϊβαλὶ) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Οἱ κάτοικοι τῶν Κυδωνιῶν εἶχαν ἀναπτύξει μιὰ ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος, καθὼς ὑπῆρχαν δύο ἁγιορείτικα μετόχια στὴν πόλη τους, ἕνα τῆς μονῆς Ἰβήρων καὶ ἕνα τῆς μονῆς Παντοκράτορος. Ἔτσι, ὅταν ὁ Δαβὶδ ἐγκατέλειψε τὴ γενέτειρά του, ἐπισκέφθηκε τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ διέμενε κοντὰ σὲ κάποιον συμπατριώτη του, ἀδελφὸ τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ἀργότερα ἐκάρη καὶ ὁ ἴδιος μοναχός.

Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μοναχικῆς του πολιτείας, κινούμενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο, ἀνέλαβε τὴν πρωτοβουλία, ἀφοῦ πρῶτα ἔλαβε τὴν εὐλογία τοῦ γέροντός του, νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴ Σμύρνη, γιὰ νὰ συλλέξει χρήματα γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῶν ἐρειπωμένων ναῶν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος καὶ τῆς Θεοτόκου στὸ Ἅγιον Ὄρος. Μετὰ τὴν ἀποπεράτωση τῶν ἐργασιῶν στοὺς δύο ναούς, οἰκοδόμησε καὶ δύο δεξαμενὲς νεροῦ, καθὼς καὶ μία σειρὰ κελιὰ γιὰ τοὺς προσκυνητές. Δὲν παρέμεινε ὅμως ἄλλο στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου ἐπισκέφθηκε τὴ Μαγνησία, ὅπου προκάλεσε τοὺς Τούρκους, ὀνειδίζοντάς τους γιὰ τὴ θρησκεία τους. Αὐτοὶ τὸν συνέλαβαν καί, ἀφοῦ τὸν ἐξυλοκόπησαν ἄγρια, τὸν ἀπέπεμψαν ἀπὸ τὴν πόλη τους. Ἔτσι, χωρὶς νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του ἐπέστρεψε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ἐξομολογήθηκε στὸ γέροντά του τὸ διακαὴ πόθο του γιὰ τὸ μαρτύριο. Ὁ πνευματικός του, φοβούμενος γιὰ τὴν ἔκβαση μιᾶς τέτοιας πράξεως, προσπάθησε νὰ τὸν ἀποτρέψει, χωρὶς ὅμως τελικὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει. Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ ἐπισκέφθηκε στὶς Καρυὲς τὸν Ἐπίσκοπο πρώην Χριστουπόλεως Παγκράτιο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε τὴν εὐλογία γιὰ νὰ προχωρήσει στὸ μαρτύριο, καὶ κατόπιν ἦλθε στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ ἐπληροφορήθηκε γιὰ τὴν ἐξώμοση ἑνὸς μοναχοῦ ἀπὸ τὴ Βατοπαιδινὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει· μάταια ὅμως, γιατὶ ὁ ἀρνησίθρησκος ἐπέμενε στὴν πλάνη του. Οἱ Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι ἐφρουρούσαν τὸν ἐξωμότη, συνέλαβαν τὸν Ὅσιο καὶ ἀφοῦ τὸν ἐκτύπησαν, τὸν παρέδωσαν στὸν κριτή, γιὰ νὰ δικασθεῖ. Ὁ κριτής, φοβούμενος μήπως ὁ Ὅσιος Δαβὶδ καταφέρει νὰ μεταπείσει τὸν ἐξωμότη, διέταξε τὴν ἄμεση θανάτωση τοῦ Ὁσίου. Τὴν ἴδια νύχτα λοιπόν, στὶς 26 Ἰουνίου τοῦ 1813, ὁ Ὅσιος Δαβὶδ ὁ Κυδωνιεὺς εὑρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο δι’ ἀπαγχονισμοῦ.
Ἰδιαίτερα τιμᾶται ὁ Ὁσιομάρτυς Δαβὶδ στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὁδηγήτριας ἐν Τιχβὶν Ρωσίας
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Τιχβὶν ἐφυλασσόταν ἀρχικὰ στὴν Ἀντιόχεια καὶ κατέληξε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν ἐκκλησία τῶν Βλαχερνῶν. Τὸ 1383, τὴν ἐποχὴ τοῦ πρίγκιπος Δημητρίου Ντονσκόϊ, ἐμφανίσθηκε μέσα σ’ ἕνα λαμπερὸ φῶς νὰ μεταφέρεται ἀπὸ Ἀγγέλους στὴ λίμνη Ὀνέγκα καὶ εὑρέθηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ Τιχβὶν σὲ βαλτώδη περιοχή. Ἐκεῖ ἀνήγειραν, πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου, ναὸ καὶ ἀργότερα ἵδρυσαν μονή. Ἀνάμεσα στὰ πολλὰ θαύματα τῆς εἰκόνος θεωρεῖται καὶ ἡ διάσωση τῆς πόλεως ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Σουηδῶν, τὸ 1613.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Νεάμτς Ρουμανίας
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Νεὰμτς προσφέρθηκε ὡς δῶρο ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγο (1391 – 1425) στὸν ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας Ἀλέξανδρο τὸ 1399 καὶ τοποθετήθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Νεὰμτς τῆς Ρουμανίας.






Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν ἑπτὰ Λιμνῶν ἐν Καζὰν Ρωσίας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.







Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ρωμαίας ἐν Ρωσίᾳ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ ΚΥΡΙΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ Η ΕΛΠΙΣ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ ΣΟΙ
User avatar
tsailiketess
 
Posts: 1434
Joined: Tue Nov 15, 2011 3:29 pm

PreviousNext

Return to ΕΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 1 guest