Αγίου Αμφιλοχίου - Λόγοι

Λόγοι, διδαχές και παραινέσεις των Αγίων της Ορθοδοξίας μας προς διόρθωση της πορείας του βίου μας.

Moderator: inanm7

Αγίου Αμφιλοχίου - Λόγοι

Unread postby inanm7 » Tue Sep 28, 2021 10:55 pm

Λόγος εἰς τόν Ζακχαῖον (Κυριακή ιε΄ Λουκᾶ).
Ἁγίου Ἀμφιλοχίου ἐπισκόπου ᾿Ικονίου


Ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Θείας Λειτουργίας.
Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον Κεφ. ιθ. 1 – 10.

Τῷ καιρῶ ἐκείνω, διήρχετο ὁ Ἰησοῦς τὴν Ἱεριχῶ, καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἣν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἣν πλούσιος, καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τὴ ἡλικία μικρὸς ἥν. καὶ προδραμῶν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἴνα ἴδη αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτόν, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν, Ζακχαῖε, σπεύσας καταβηθι, σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκω σου δεῖ μὲ μεῖναι. καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων. καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῶ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλύσαι. σταθεῖς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον, ἰδοὺ τὰ ἡμίση των ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἰ τινὸς τί ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκω τούτω ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραὰμ ἐστιν. ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.

Ἀπόδοση:

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στὴν Ἱεριχῶ καὶ περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν πόλη. Ἐκεῖ ὑπῆρχε κάποιος, ποὺ τὸ ὄνομά του ἦταν Ζακχαῖος. Ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πλούσιος. Αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ δεῖ ποιὸς εἶναι ὁ Ἰησούς• δὲν μποροῦσε ὅμως ἐξαιτίας τοῦ πλήθους καὶ γιατί ἦταν μικρόσωμος. Ἔτρεξε λοιπὸν μπροστὰ πρὶν ἀπὸ τὸ πλῆθος κι ἀνέβηκε σὲ μιὰ συκομουριὰ γιὰ νὰ τὸν δεῖ, γιατί θὰ περνοῦσε ἀπὸ ’κει. Ὅταν ἔφτασε ὁ Ἰησοῦς στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, κοίταξε πρὸς τὰ πάνω, τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε: «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου». Ἐκεῖνος κατέβηκε γρήγορα καὶ τὸν ὑποδέχθηκε μὲ χαρά. Ὅλοι ὅσοι τὰ εἶδαν αὐτὰ διαμαρτύρονταν κι ἔλεγαν ὅτι πῆγε νὰ μείνει στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ. Τότε σηκώθηκε ὁ Ζακχαῖος καὶ εἶπε στὸν Κύριο: «Κύριε, ὑπόσχομαι νὰ δώσω τὰ μισά τα ὑπάρχοντά μου στοὺς φτωχοὺς καὶ ν’ ἀνταποδώσω στὸ τετραπλάσιο ὅσα ἔχω πάρει μὲ ἀπάτη». Ὁ Ἰησοῦς, ἀπευθυνόμενος σ’ αὐτόν, εἶπε: «Σήμερα αὐτὴ ἡ οἰκογένεια σώθηκε• γιατί κι αὐτὸς ὁ τελώνης εἶναι ἀπόγονός του Ἀβραάμ. Ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ἦρθε γιὰ ν’ ἀναζητήσει καὶ νὰ σώσει αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χάσει τὸ δρόμο τους».

(Ἐπιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)
________________________________________

Λόγος τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου, Ἐπισκόπου Ἰκονίου, εἰς τὸν Ζακχαῖον

Τίποτα δὲν παρακινεῖ τόσον τὴν ψυχὴ πρὸς εὐφροσύνην, ὅσον ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀποχὴ τῶν κακῶν, ὁ δρόμος τῆς μετανοίας καὶ ὁ τρόπος τῆς ἐξομολογήσεως. Ὅθεν καὶ σήμερα ὁ Δαυὶδ ἐμακάριζεν αὐτοὺς τῶν ὁποίων συνεχωρήθησαν οἱ ἁμαρτίες, φανερώνοντας τὴν φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ, καὶ συγχρόνως προπαρασκευάζοντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ προστρέξουν στὴν μετάνοια. «Μακάριοι», λέγει, «ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι, καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι». Ὅποιος λοιπὸν ἠμπορεῖ νὰ αἰσθανθῆ σὰν τὴν πόρνην καὶ τὸν τελώνην, ἄς τρέξη στὶς ἀκενώτους πηγὲς τῆς σωτηρίας τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι δυνατὸν χωρὶς μετάνοια νὰ λάβη κανεὶς τὴν λύση τῶν κακῶν, οὔτε νὰ ἐπιτύχη τὸν μακαρισμόν, ἔστω καὶ ἂν εἶναι Προφήτης ἢ Ἀπόστολος ἢ καὶ Εὐαγγελιστής. Πράγματι ὅλοι ἀπὸ τὴν ἰδίαν πηγὴ ἔχουν ἀντλήσει. Μεταξύ τῶν Προφητῶν ὁ ἴδιος ὁ Δαυίδ, ὁ ὁποῖος καὶ μετὰ τὴν μοιχείαν παραμένει Προφήτης, μὲ τὴν Χάριν Ἐκείνου ποὺ τὸν συνεχώρησε. Ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας ἔχει «τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας» μετὰ τὴν ἄρνησιν, ὁ δὲ ἄλλος κατέστη Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν μετὰ τὴν δίωξη, μετατρέποντας τὸν ἰουδαϊκὸν ζῆλον σὲ εὐαγγελικὸν τρόπο. Καὶ μέσα στὰ Εὐαγγέλια ἐγνώρισα σωζόμενον τελώνην, ὄχι μόνο τὸν Ματθαῖον, ἀλλὰ μαζὶ μ’ αὐτὸν καὶ ἄλλους δύο. Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, προσευχόμενος καὶ κτυπώντας τὸ στῆθος του ὅπου ὑπῆρχε ὁ θησαυρὸς τῶν κακῶν, καὶ μὴ τολμώντας νὰ σταθῆ στὸν ναὸ μὲ τὰ χέρια καὶ τὸ βλέμμα ὑψωμένα, ὄχι μόνον ἐδικαιώθη, ἀλλὰ καὶ ἐστεφανώθη, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν Φαρισαῖον. Καὶ ὁ σημερινὸς Ζακχαῖος, ἀφοῦ ἀνέβη στὸ δένδρον, ὅπου πολλὲς φορὲς εἶχε σταθεῖ γιὰ νὰ κατασκοπεύη μὴ τοῦ διαφύγη κάποιος ἔμπορος καὶ μείνει ἀφορολόγητος, τώρα ἐπρόσεχε μὴ τοῦ διαφύγη ἀπαρατήρητος ὁ ἔμπορος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα του τὸν ἄσυλον θησαυρὸν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Γιὰ νὰ μὴ συγχέωμεν ὅμως τὶς ἱστορίες τῶν τελωνῶν μεταξύ τους, ἃς διαπραγματευθοῦμε σήμερα, ἐὰν νομίζετε, καὶ ἄς ἐξετάσωμε λεπτομερέστερα τὴν ὑπόθεση μόνον τοῦ Ζακχαίου. «Εἰσελθῶν» ὁ Ἰησοῦς, λέγει, «διήρχετο τὴν Ἱεριχῶ. Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ οὗτος ἣν ἀρχιτελώνης». Δὲν μνημονεύει ὁ Εὐαγγελιστὴς τὴν Ἱεριχῶ χωρὶς λόγον, ἀλλὰ ἐπειδὴ πρόκειται νὰ εἰπῆ ὅτι ἕνας Τελώνης ἐφιλοξένησε στὸν οἶκο του τὸν Θεόν. Ἦταν ἀπίστευτό το πράγμα. Γι’ αὐτὸ ἀναφέρει πρῶτα τὴν πατρίδα, γιὰ νὰ μᾶς ὑπομνήση τὴν πόρνην Ραάβ, καὶ ἔτσι νὰ μᾶς φανῆ παράδοξος ἡ μεταστροφὴ τοῦ Ζακχαίου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἀνέφερε τὴν Ἱεριχῶ. Νὰ φέρωμε στὸν νοῦ μας τὴν πόρνην Ραάβ, καὶ νὰ συγκρίνωμε τὸν τρόπο τῆς σωτηρίας αὐτῶν τῶν δύο. Ὅπως δηλαδὴ ἡ Ραάβ, ἡ πόρνη, ἐδέχθη τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ὡς κατάσκοπο καὶ τὸν ἔκρυψε, ἔτσι καὶ ὁ Ζακχαῖος, ὁ τελώνης, ἐδέχθη καὶ ἔθρεψε στὸν οἶκο του τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, τὸν κατάσκοπό τῆς διανοίας μας. Ἐκείνη ἐδέχθη τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε τὸν λαὸ στὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. Αὐτὸς δέχεται τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἦλθε γιὰ νὰ μᾶς εἰσαγάγη στὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Ἐκείνη ἐδέχθη τὸν παλαιὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος κατηδάφισε τὰ τείχη τῆς Ἱεριχούς. Αὐτὸς ἐδέχθη τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος κατεδάφισε τῶν Ἰουδαίων τὸν ναόν. διότι ὁ ἴδιος εἶπεν ὅτι «οὐ μὴ μείνη ὧδε λίθος ἐπὶ λίθον, ὃς οὐ καταλυθήσεται». Ἡ πόρνη ἐδέχθη τὸν Ἰησοῦν ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε διὰ μέσου τοῦ Ἰορδάνου τὸν λαὸν «εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι». Ὁ τελώνης ἐδέχθη τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε διὰ τοῦ Βαπτίσματος τοὺς πιστοὺς ὅπου «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη». Ἡ Ραὰβ ἐδέχθη ἐκεῖνον τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἐξήγαγε τὸ σταφύλι ἀπὸ τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. Ὁ Ζακχαῖος ὑπεδέχθη τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε τὸν ληστὴν στὸν Παράδεισο. Ἔχει ὅμως καὶ κάποιο ἄλλο μυστικὸν νόημα ἡ πόλις, κρυμμένο μέσα στὴν πηγή της. Ἡ πηγὴ τῆς Ἱεριχοὺς ἦταν κάποτε μητέρα τῆς στειρώσεως, τροφὸς τῆς ἀκαρπίας, ἐπειδὴ τὸ νερὸ τῆς ἦταν ἐλαττωματικόν. Ἐνῶ εἶχε τὸ ρεῖθρον ἀχανὲς καὶ ἔρεε ἀθόρυβα σὰν λάδι, οἱ προσερχόμενοι περιωρίζοντο μόνο νὰ τὴν βλέπουν καὶ ἀναχωροῦσαν διψασμένοι. Διότι δὲν ἦταν ἀκίνδυνος γι’ αὐτοὺς ἡ πόσις. Ἐπρόκειτο πράγματι περὶ ὕδατος ὀλεθρίου. Τὸ κάλλος τῆς πηγῆς παρακινοῦσε τοὺς περαστικοὺς νὰ σπεύσουν γιὰ νὰ πιοῦν, ὅμως ὁ φόβος τῆς βλάβης ἀνέκοπτε τὴν προθυμία τους. Ὅθεν, ἐπειδὴ ἡ πηγὴ ἔρεε ματαίως, οἱ περίοικοι, ποὺ πολλὲς φορὲς ἐπήγαιναν ἐκεῖ, ἐγόγγυζαν ἀπὸ τὴν δίψα ποὺ τοὺς προκαλοῦσε ὄχι ἡ ἀνυδρία ἀλλὰ ἡ θέα τῶν ὑδάτων. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ πάθος αὐτὸ τῆς δίψης, παρεπονοῦντο ἀγανακτισμένοι καὶ ἀπευθύνοντο πρὸς αὐτὴν λέγοντας: «Τί ρέεις ματαίως, ὢ πηγή; Θὰ ἤσουν καλλιτέρα ἂν δὲν φαινόσουν, ἂν εἶχες κρυφθῆ στὰ ὅρη καὶ στὶς ἄμμους καὶ στὶς ἐρημίες, ὅπου δὲν θὰ εἶχες πολλοὺς μάρτυρες τοῦ κακοῦ». Καὶ γιατί τὸ νερὸ δὲν ἦταν πόσιμον; Ἐπειδὴ ἐνέκρωνε τὰ σώματα ὅσων τὸ ἔπιναν. Ἂν ἔπινε ἄνδρας, δὲν ἐγίνετο πατέρας, οὔτε γυναίκα ἐγίνετο μητέρα, διότι ἔχανε τὴν χάρη τῆς μητρότητος. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἡ γῆ ποὺ ἐδέχετο αὐτὸ τὸ νερό, ἠρνεῖτο τὴν συνήθη βλάστησή της, καὶ οἱ εὔσκιοι φοίνικες μὲ τὴν τόσην χάρη τους ἐξεδύοντο τὴν στολὴ τῶν φύλλων καί, γιὰ νὰ τὸ εἰποῦμε μὲ ἕνα λόγον, ὀ,τιδήποτε εἶχε τὴν ἀτυχία νὰ ἔλθη σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ νερὸν αὐτό, ἐρημώνετο. Τοιαύτη ἦταν ἡ πηγή, ὅταν περιήρχετο παλαιὰ τὴν Ἱεριχῶ, ἕως ὅτου ἦλθεν ὁ Προφήτης Ἐλισαῖος, ἐπῆρε ἁλάτι καὶ τὸ ἔρριψε στὴν πηγή, καὶ ἔτσι ἐζωοποίησε τὰ ὕδατα. «Τάδε λέγει Κύριος», ἀναφέρει ἡ Γραφή. «ἴαμαι τὰ ὕδατα ταῦτα». Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος ποὺ πάντοτε, ὅταν ὁμιλῆ, τὸν λόγο του τὸν κάνει ἔργο: «Νὰ μὴ προέλθη πλέον ἀπὸ σᾶς ἄγονος καὶ στείρα», εἶπε, καὶ τὸ νερὸ μετεβλήθη, καὶ οἱ γαστέρες ἄρχισαν νὰ ὠδίνουν, καὶ ἡ γῆ νὰ βλαστάνη, καὶ οἱ ἄμπελοι νὰ θάλλουν, καὶ ἡ ἐλαία νὰ ἐπιδεικνύη τὴν ἰδικὴν της χάρη. Καὶ ἔτσι οἱ περίοικοι συμφιλιώθησαν μὲ τὴν πηγή τους, καὶ ἐνῶ παλαιὰ πολεμοῦσαν καὶ ἐπολεμοῦντο, τώρα τὴν ποθοῦσαν καὶ τὴν ἐπεσκέπτοντο.

Κάτι σπουδαῖον ὅμως θέλει νὰ εἰπῆ τὸ αἴνιγμα τῆς πηγῆς. Αὕτη ἡ πηγή, ποὺ ἔρρεεν ἀφθόνως καὶ παλαιὰ ἔδιδε ἄχρηστο καὶ ἄγονο νερό, ἦταν προτύπωσις τῆς Ἐκκλησίας.
Πράγματι, πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστόν, κάθε θρησκεία ἦταν τόσον ἀσεβὴς ὥστε, ἂν κάποιος ἄνδρας ἔπινε ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς πηγῆς της, ἔχανε ἀκόμη καὶ τὴν ἰδιότητα νὰ εἶναι ἄνθρωπος, καὶ ἀπὸ τὴν συμπλοκήν του μὲ τὰ εἴδωλα ἠρνεῖτο τὴν λογικὴν φύση τῆς ψυχῆς. Ἡ δὲ γυναίκα δὲν ἐγίνετο μητέρα ἀρετῶν, δὲν ἔτικτε βλαστήματα σωφροσύνης, οὔτε ἀνέβλυζε τὸ λευκόν τῆς εὐσεβείας γάλα. Ἐνῶ ὅμως αὐτὴ ἦταν ἡ κατάστασις τῆς πηγῆς, ἦλθεν ὁ Κύριος, καὶ ἀφοῦ ἔβαλε μέσα της ὡς ἅλας τοὺς Ἀποστόλους, ἔκαμε τὰ ὕδατά της εὔγεστα καὶ πόσιμα. Καὶ ὅτι ἤσαν ἅλας οἱ Ἀπόστολοι, ἄκου τὸν Χριστὸν ποὺ λέγει πρὸς αὐτούς: «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἅλας τῆς γῆς». Ἡ στείρα καὶ ἄγονος, ὅταν μετέλαβε ἀπὸ τὰ ἅλατα τῶν Ἀποστόλων, ἔγινε πολυγόνος, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης…
Ἦλθε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς στὴν Ἱεριχῶ, ἡ πηγὴ κοντὰ στοὺς ποτιζομένους ἀπὸ τὴν πηγήν, ἡ πολυδύναμος χάρις πρὸς τὴν πολυδένδρο καὶ πολύρρυτον πόλιν. «Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἣν ἀρχιτελώνης». Διπλό το κακόν, ὅτι καὶ ἠσχολεῖτο μὲ ἄδικον τέχνη, καὶ ὅτι ἦταν ἀρχηγὸς τῶν κακῶς ἀσχολουμένων μὲ αὐτήν. Ὄχι μόνον ἠμάρτανε, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν εὐθύνη γιὰ ὅ,τι κακὸν ἔκαμαν οἱ ἄλλοι. Ἀπέκλειε τὶς λεωφόρους γιὰ τοὺς ὁδοιπόρους, καὶ τοὺς ὑπεχρέωνε νὰ περάσουν ἀπὸ τὸν παράπλευρον δρόμο τῆς ἀδικίας του. Οὔτε τοὺς ληστᾶς ἐμιμεῖτο, ὅταν παρεμόνευε τοὺς διερχομένους, οὔτε ἀνέμενε τοὺς ὁδοιπόρους ἀπὸ ζῆλον φιλοξενίας, ἀλλά, ἔχοντας ὡς νόμο τὴν ἀδικίαν, ἐφορολογοῦσε τοὺς ξένους κόπους, μιμούμενος τὴν ἄσπλαγχνον ἀδηφαγία τῶν κηφήνων. Ὅπως δηλαδὴ οἱ κηφῆνες τρυγοῦν τὸν κάματο τῶν μελισσῶν χωρὶς νὰ συμμετέχουν στοὺς κόπους των, ἔτσι καὶ οἱ τελῶνες κάθονται ἀργόσχολοι στὰ σταυροδρόμια καὶ ληστεύουν τοὺς κόπους τῶν ξένων ὁδοιπόρων.

Κάποιος ἔπλεε στὴν θάλασσα, ἔδωσε μάχες μὲ τὶς τρικυμίες, ἐπολέμησε μὲ τοὺς ἀνέμους, διέσχισε μεγάλο καὶ ἀνυπότακτον πέλαγος, καὶ ὁ Ζακχαῖος ἔσπευδε νὰ τοῦ ἀφαιρέση τὸ κέρδος μὲ τὴν φορολογία. Ἄλλος ἦταν βοσκὸς καὶ ταλαιπωρεῖτο ἀπὸ τὴν ξηρασία καὶ τὸν καύσωνα, συζοῦσε μὲ τὶς βροχές, τὰ χιόνια καὶ τὴν πάχνη, καὶ εἶχε ὡς καλύβη τὶς προεξοχὲς τῶν βράχων, τροφὴ του τὸ τυρὶ καὶ τὸ γάλα, καὶ ἔνδυμα ἀκατέργαστο τό δέρμα τῶν προβάτων. Ἔπεσε ὅμως ὁ πτωχός, ὁ ἀγροῖκος αὐτὸς ποὺ ἔχει ὡς κατοικία του τὰ ὅρη, στὰ χέρια τοῦ Ζακχαίου, ὁ ὁποῖος ἀπεδεκάτισε τὰ ζῶα του, τὸν ἐλήστευσε νομίμως, χωρὶς ξίφος τὸν ἔσφαξε. Παίρνει ὁ δράστης τὸ μαχαίρι του, καὶ τὸ αἱμόφυρτον ἀποκομμένο μέλος καὶ ἀπομακρύνεται μὲ ἀναισθησία, γιὰ νὰ ἀποφύγη τὴν δυσφορία τοῦ πάθους, ἀφήνοντάς τον ἀπὸ ἀνούσιο πτωχεία πληγωμένο νὰ ἀποθάνη, ἀφοῦ πονᾶ μέχρι θανάτου. Δὲν φεύγει ἡ ψυχὴ του ἅπαξ διὰ παντός, ἀλλὰ θνήσκει σιγὰ σιγὰ καὶ συνεχῶς. Καὶ γιὰ νὰ τὸ εἰπῶ συντόμως, τόσον ἀνεπιθύμητος ἦταν ὁ Ζακχαῖος γιὰ τοὺς ἐμπόρους, τοὺς ὁδοιπόρους, τοὺς βουκόλους καὶ τοὺς βοσκούς, ὅσον τὰ ἀπόρθητα φρούρια γιὰ τοὺς στρατιῶτες, οἱ ὕφαλοι γιὰ τοὺς πλοιάρχους καὶ οἱ ὕποπτες κινήσεις γιὰ τοὺς πολεμιστάς.
Ὅμως αὐτός, ὁ ὁποῖος τόσην μανίαν ἐδείκνυε γιὰ τὴν παράλογο συλλογὴ τῶν χρημάτων, ζητοῦσε τώρα νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦν, καὶ δὲν ἠμποροῦσε. Τὸν ἠμπόδιζε τὸ μικρό του ἀνάστημα καὶ τὸ βάρος τῆς ἀδικίας. Τελικὰ ὅμως θεραπεύει τὸ μειονέκτημα τοῦ ἀναστήματος μὲ τὴν συνετήν του ἔμπνευση. Τρέχει ἐνωρίτερα καὶ ἀνεβαίνει σὲ κάποιαν συκομορέα, καὶ κρύπτεται μέσα στὸ πλούσιο φύλλωμά της, πιστεύοντας ὅτι βλέπει χωρὶς νὰ φαίνεται, ἐπειδὴ ἐνόμιζε ὅτι θὰ διαφύγη τῆς προσοχῆς τοῦ Παντογνώστου. Τὸ ἴδιο ἔπαθε καὶ ἡ αἱμορροοῦσα, νομίζοντας ὅτι θὰ κλέψη τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἀρέσκεται σὲ παρόμοιες περιπτώσεις νὰ κλέπτεται. Ἀλλὰ ἐκείνη τουλάχιστον ἐπλησίασε καὶ ἤψατο τῶν ἱματίων του, ἐνῶ αὐτὸς ἔφθασε τὸν Χριστὸν ἀπὸ μακριά, διὰ μέσου τῆς πίστεως. Ἀνεβαίνει λοιπὸν στὸ δένδρο, θεραπεύοντας τὰ κακὰ ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Ὁ ἕνας πλανᾶται ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐνῶ ὁ ἄλλος σώζεται ἀπὸ τὸ δένδρον, ἐπειδὴ ἐπιθυμεῖ νὰ ἰδῆ τὸν Θεόν. Διότι ὅταν ἤκουσε ὅτι κάνει πολλὰ καὶ παράδοξα θαύματα, καὶ ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σώματα θεραπεύει καὶ τὶς ψυχές, καὶ ἀπὸ τὶς μὲν ψυχὲς ἀφαιρεῖ τὶς ἁμαρτίες, στὰ δὲ σώματα χαρίζει τὴν ἀπάθειαν, ἐπεθύμησε νὰ τὸν ἰδῆ, αὐτὸν ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ τὰ πάντα στοὺς πάντες, καὶ συλλογίζετο μέσα του: «Ποῖος νὰ εἶναι ἄραγε αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ποὺ καθαρίζει λεπρούς, θεραπεύει τυφλοὺς καὶ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες ὅσων τοῦ τὸ ζητοῦν; Πῶς μοιάζει ἄραγε, πῶς νὰ εἶναι ἡ μορφή του; Ἄραγε τὰ γνωρίζει ὅλα; Ἔχει ἄραγε ὑπ’ ὄψιν του καὶ τὶς σκέψεις τῶν ἀπόντων, ἢ μόνον τοὺς λογισμοὺς αὐτῶν πού εἶναι κοντά του ἐξετάζει; Ἄραγε ἀνιχνεύει ὡς Θεὸς τὰ νοήματα τῆς καρδίας καθενός; Πῶς λοιπὸν θὰ τὰ μάθω ὅλα αὐτά; Ποῖος θὰ μοῦ τὰ διδάξη; Ποῖος ἄλλος; Ἡ προσωπικὴ πείρα, αὐτὴ εἶναι διδάσκαλος γιὰ ὅλα. Θὰ ἀνέβω στὸ δένδρο, καὶ θὰ καλυφθῶ ἀπὸ τὸ πλούσιο φύλλωμά του. Κρύπτομαι καὶ ἔτσι μαθαίνω ἂν ἠμπορῶ νὰ σωθῶ. Ἐὰν ἀντιληφθῆ τὴν κίνησιν αὐτὴ τῆς ψυχῆς μου, τότε θὰ μάθω ὅτι ἐξαλείφει καὶ τὴν ἁμαρτία τῆς ψυχῆς μου. Μὲ αὐτὸν λοιπὸν τὸν τρόπο θὰ καταλάβω ὅτι γνωρίζει τὰ κρυπτά τῶν λογισμῶν. Ἐὰν μὲ ἰδῆ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν συνωστισμό, καὶ ὄχι μόνον μὲ ἰδῆ ἀλλὰ ἀνακαλύψη καὶ τῆς ψυχῆς μου τὸν ἔρωτα. Θὰ προτιμήσω νὰ τὰ ἀπορρίψω ὅλα γιὰ νὰ βρῶ τὸ ἕνα. Θέλω νὰ μιμηθῶ τὸν Ματθαῖο. Καὶ ἐκεῖνος τελώνης ἦταν ὅπως ἐγώ, ὅμως δὲν προσέτρεξε αὐθαιρέτως, ἀλλὰ προσεκλήθη ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ καὶ ὑπήκουσε. Ὁ Ματθαῖος, φαντάζομαι, καθὼς εἶδε τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἐνόμισεν ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς ὁδοιπόρους. Ἐβαθούλωσε τὶς παλάμες καὶ ἄνοιξε, ὡς συνήθως, τὶς ἀγκάλες του, ἕτοιμος νὰ ἁρπάξη. Ἀντὶ ὅμως νὰ φορολογήση, ὅπως ἤθελε, τὸν Χριστόν, ἐφορολογήθη ἀπὸ αὐτόν, καὶ ὄχι μόνον φαινομενικῶς, ἀλλὰ προσφέροντας ὅλον του τὸν ἐαυτόν. Πράγματι, τὴν στιγμὴ ποὺ ἤκουσε «ἀκολούθει μοι», ὑπερέβη τὴν κλίση μὲ τὴν προθυμία του, τρέχοντας ὅσον ἠμποροῦσε γρηγορότερα πίσω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὸν προσείλκυσε. Ἐὰν λοιπὸν προσκαλεῖ καὶ τελῶνες, καὶ ὄχι μόνον προσκαλεῖ, ἀλλὰ καὶ δικαιώνει, δὲν μὲ βλάπτει ἡ σωρεία τῶν παρελθόντων μου κακῶν. Διότι, ἂν ὁ Ἐλισσαῖος, ρίπτοντας ἀλάτι στὴν πηγή μας, μετέβαλε σὲ γόνιμο τό ἄγονο νερό της, ὁπωσδήποτε καὶ αὐτός, ἂν ἁλατίση μὲ τὴν χάρη τὴν ψυχή μου, θὰ τὴν διεγείρη πρὸς καρπογονίαν ἀρετῆς.

Καθὼς ἐσυλλογίζετο αὐτὰ «ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀναβλέψας εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν: Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι». Ἔχεις ἀνεβεῖ στὸ δένδρον ὡς τελώνης, κατέβα ἀπὸ τὸ δένδρον ὡς φιλόθεος. Κατέβα ἀπὸ τὸ ξύλον αὐτὸ στὴν γῆ, γιὰ νὰ ἀνεβῆς διὰ τοῦ σταυροῦ πρὸς τὸν οὐρανόν. Ἀνῆλθες σ’ ἕνα δένδρον, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κρυπτόμενος, ἀνέρχεσαι διὰ τοῦ σταυροῦ στοὺς ἀγγέλους χαριζόμενος. «Σπεύσας» λοιπὸν «κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν οἴκω σου δεῖ μὲ μεῖναι». Ώ, τί ἀνέκφραστη χάρις! Τί ἀπερίγραπτος φιλανθρωπία! Δὲν θὰ εἶναι πλέον ἀκάθαρτος ὁ οἶκος τοῦ τελώνου. Κάθε κακὸ θὰ ἀποδράση ἀπὸ αὐτόν, διότι ὅπου φιλοξενεῖται ὁ Ἰησοῦς, τὰ πάντα μεταβάλλονται πρὸς τὸ καλλίτερον. «Ζακχαῖε», λέγει. «σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκω σου δεῖ μὲ μεῖναι». Τί νὰ εἴπω; Παράδεισος ἔγινε ἡ οἰκία τοῦ τελώνου. Ὅ,τι βλέπω στὴν περίπτωση τοῦ ληστοῦ, τὸ ἴδιο καὶ τώρα στὸν Ζακχαῖον. Εἶπε στὸν ληστὴ «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔση ἐν τῷ Παραδείσω», καὶ συγχρόνως τὸν παρέλαβε ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ τὸν ἔβαλε στὸν Παράδεισον. Εἶπε στὸν Ζακχαῖο. «Σήμερον ἐν τῷ οἴκω σου δεῖ μὲ μεῖναι», καὶ συγχρόνως τὸν ἔλαβε μαζί του καὶ εἰσῆλθε, κάνοντας τὸν οἶκο του Παράδεισο πρὶν ἀπὸ τὸν Παράδεισο…
Καθὼς ὅμως παρακολουθοῦσαν τὰ γενόμενα οἱ ἀπόγονοι ἐκείνων ποὺ παλαιὰ ἀγανακτοῦσαν καὶ παρεπονοῦντο γιὰ τὴν πηγήν, οἱ ἄγευστοι τῆς θείας δυνάμεως καὶ ἀγαθότητος, σὰν νὰ ἐλυποῦντο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀρχιτελώνου, ἐγόγγυζαν μέσα τους λέγοντες ὅτι «παρὰ ἁμαρτωλῶ ἀνδρὶ εἰσῆλθεν καταλύσαι». Ὡ, ἐργάτες τῆς καταφρονήσεως, καὶ γεωργοί τῆς ραθυμίας! Σεῖς τί εἶσθε, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί; Δὲν εἶσθε μοχθηρότεροι ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους; Πῶς λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἦλθε καὶ ἐσκήνωσε μεταξύ σας; Πῶς ἐγεννήθη μεταξύ σας, ἀνετράφη, ἀνδρώθη, ἔπιεν, ἔφαγε; Γιατί λοιπὸν παραβλέπετε τὰ ἰδικὰ σας τραύματα, καὶ ἀνιχνεύετε τὰ πταίσματα τοῦ πλησίον; Καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ, γιατί ἄλλοτε λέγετε τὸν Χριστὸν ἁμαρτωλόν, καὶ ἄλλοτε δίκαιον; Ὅταν ἐθεράπευσε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, τὸν ἀπεκαλέσατε ἁμαρτωλό, λέγοντας «δὸς δόξαν τῷ Θεῶ. Ἠμεῖς γὰρ οἴδαμεν ὅτι ἁμαρτωλὸς ἐστίν», ἐπειδὴ λύει τὸ Σάββατο. Τώρα ποὺ ἦλθε κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ τελώνου, τὸν διασύρετε ἐνώπιον ὅλων ὡς μὴ δίκαιον, διότι συντρώγει ἀναξίως μὲ ἁμαρτωλούς. Ἂν θεραπεύση τυφλόν, τὸν λέγετε ἁμαρτωλόν, ἂν συμφάγη μὲ ἁμαρτωλοὺς τὸν διασύρετε, ὅτι συντρώγει ἀναξίως μὲ ἁμαρτωλούς. Τί λοιπόν; Νὰ μὴ θεραπεύση τυφλόν τό Σάββατο γιὰ νὰ μὴ νομισθῆ ἁμαρτωλός; Νὰ μὴ φάγη μὲ τελῶνες γιὰ νὰ θεωρηθῆ δίκαιος; Γιατί τὸν κατηγορεῖτε; Καὶ ποῦ ἀλλοῦ ἔπρεπε νὰ τεθῆ τὸ φῶς, παρὰ σὲ μέρος σκοτεινό; Ποῦ ἔπρεπε νὰ ἔλθη ὁ ἰατρός; Νὰ μὴ προστρέξη σ’ αὐτοὺς πού ὑποφέρουν; «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλὰ οἱ κακῶς ἔχοντες». Ποῦ ἔπρεπε νὰ παρουσιασθῆ ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ; Ὄχι πρὸς τοὺς τελῶνες καὶ ἁμαρτωλούς, ὥστε νὰ λάβη τὸ φορτίο τοὺς ἐπάνω του, νὰ τοὺς ἐλαφρύνη, καὶ ἔτσι νὰ τοὺς καταστήση ἱκανοὺς γιὰ τὰ ὑψηλότερα; Ματαίως τὸν κακολογεῖτε. Ἔχει ἐκπληρωθῆ σὲ σᾶς αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη, ὅτι «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς (σᾶς προλαμβάνουν δηλαδὴ) εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
«Σταθεῖς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον. Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοίς· καὶ εἰ τινὸς ἐσυκοφάντησα ἀποδίδωμι τετραπλοῦν». Τώρα ποὺ ἔχω δεχθῆ στὸν οἶκο μου ἐσὲ τὸν προστάτη τῶν πτωχῶν, δὲν ἀνέχομαι πλέον νὰ ἀδικῶ τοὺς πτωχούς, δὲν μὲ κατέχει πλέον ὁ φόβος μήπως δὲν συλλέξω χρήματα, ἀφοῦ ἐφιλοξένησα αὐτὸν ποὺ χαρίζει τὸν πλοῦτον τὸν ἀκένωτον. Δὲν παραμονεύω πλέον τοὺς ὁδοιπόρους, ἀφοῦ συνήντησα στὸν δρόμο τῆς ζωῆς μου τὸν Ὕψιστον Θεόν, ποὺ κατέβη στὴν γῆ μὲ μορφὴν ἀνθρώπου, γιὰ νὰ χαρίση ἀμνηστεία καὶ νὰ σχίση τὸ χειρόγραφον τῶν ἁμαρτιῶν μας…
Μολονότι ὅμως εἶναι ὁ ὄντως πλούσιος, ἔζησε ὡς πτωχός. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ζακχαῖος ἔλεγε «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, σὺ δὲ οὐκ ἔχεις ποὺ τὴν κεφαλὴν κλίνη». Ἄς χαθοῦν οἱ ἐπίσημες αὐλὲς καὶ τὰ προαύλια, οἱ οἰκοδομικὲς μεγαλουργίες, οἱ λαμπροὶ καὶ περιφανεῖς οἶκοι. Ἀντὶ ὅλων αὐτῶν μόνον τὸν ἀκένωτον πλοῦτο τῆς πτωχείας σου ζητῶ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀδυνατῶ νὰ διηγηθῶ ἐπαξίως τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς τοῦ Ζακχαίου, ἃς ἀφήσωμε τὸν λόγο στὸν πλούσιον σὲ ἀρετὲς Πατέρα, ὁ ὁποῖος θὰ ὁμιλήση στὴν καρδία τοῦ καθενός. Στὸν φιλόξενον ἀρμόζει νὰ διηγῆται τὶς ἀρετὲς τοῦ φιλόξενου, πρὸς αἴνεσιν μὲν αὐτοῦ, στηριγμὸν δὲ ἰδικόν σας καὶ στέφανον τῆς Ἐκκλησίας, τιμὴν δὲ τοῦ Χριστοῦ «ὢ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

(4ος αἰών, ΒΕΠΕΣ τόμ. 71, σελ. 114, Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, σελὶς 439 καὶ ἑξῆς. Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς)
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Αγίου Αμφιλοχίου - Λόγοι

Unread postby inanm7 » Tue Sep 28, 2021 10:56 pm

Περί Απελπισίας – Λόγοι Αγίου Αμφιλοχίου

Ὅταν ἀδελφέ μου ντρέπεσαι νὰ σηκώσεις τὰ μάτια στὸν οὐρανό, καὶ νιώθεις τὴν ψυχή σου ξεγραμμένη ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς, διάβασε αὐτοὺς τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Ἀμφιλοχίου Ἐπισκόπου Ἰκονίου καὶ θὰ βρεῖς νέα δύναμη στὸν κατὰ Χριστὸν ἀγώνα σου. Συνέχισε τὸν ἀγώνα, καὶ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ ὅλους μας!
Κάποιος ἀδελφὸς νικήθηκε ἀπὸ τὸ πάθος τῆς πορνείας καὶ ἔκανε τὴν ἁμαρτία καθημερινά., ἀλλὰ καὶ καθημερινὰ ζητοῦσε ἔλεος ἀπὸ τὸν Κύριό του μὲ δάκρυα καὶ προσευχές. Ἐνεργώντας λοιπὸν ἔτσι, τὸν ξεγελοῦσε ἡ κακὴ συνήθεια, καὶ ἔκανε τὴν ἁμαρτία• ἔπειτα πάλι, μετὰ τὴν ἁμαρτία, πήγαινε στὴν ἐκκλησία, καὶ βλέποντας τὴν ἱερὴ καὶ σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔπεφτε μπροστά της μὲ πικρὰ δάκρυα καὶ ἔλεγε: «Σπλαχνίσου μέ, Κύριε, καὶ πάρε ἀπὸ ἐπάνω μου αὐτὸν τὸν ὕπουλο πειρασμό, γιατί μὲ ταλαιπωρεῖ φοβερὰ καὶ μὲ τραυματίζει μὲ τὶς πικρὲς ἡδονές. Δὲν ἔχω πρόσωπο, Κύριε, νὰ ἀντικρύσω καὶ νὰ δῶ τὴν ἁγία εἰκόνα σου καὶ τὴν ὑπέρλαμπρη μορφὴ τοῦ προσώπου σου, ὥστε νὰ γλυκαθεῖ ἡ καρδιά μου».Τέτοια ἔλεγε, καὶ ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἔπεφτε πάλι στὸν βοῦρκο. Ὅμως καὶ πάλι δὲν ἀπελπιζόταν γιὰ τὴ σωτηρία του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ξαναγύριζε στὴν ἐκκλησία καὶ ἔλεγε τὰ παρόμοια πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Κύριο καὶ Θεό: «Ἐσένα, Κύριε, βάζω ἐγγυητή, ὅτι ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα δὲν θὰ ξανακάνω αὐτὴ τὴν ἁμαρτία• μόνο, ἀγαθέ, συγχώρησέ μου ὅσες ἁμαρτίες σου ἔκανα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τώρα». Καὶ ἀφοῦ ἔδινε αὐτὲς τὶς φοβερὲς ὑποσχέσεις, πάλι γύριζε στὴ βαριὰ ἁμαρτία του. Καὶ ἔβλεπε κανεὶς τὴ γλυκύτατη φιλανθρωπία καὶ τὴν ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνέχεται καθημερινὰ καὶ νὰ ὑπομένει τὴν ἀδιόρθωτη καὶ βαριὰ παράβαση καὶ τὴν ἀχαριστία τοῦ ἀδελφοῦ καὶ νὰ θέλει ἀπὸ πολλὴ εὐσπλαχνία τὴ μετάνοιά του καὶ τὴν ὁριστικὴ ἐπιστροφή του. Γιατί αὐτὸ δὲν γινόταν γιὰ ἕνα, δύο ἢ τρία χρόνια, ἀλλὰ γιὰ δέκα καὶ περισσότερο. Βλέπετε ἀδελφοί, τὴν ἄμετρη ἀνοχὴ καὶ τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; Πῶς κάθε φορᾶ δείχνει μακροθυμία καὶ καλοσύνη, ὑπομένοντας τὶς βαριὲς ἀνομίες καὶ ἁμαρτίες μας; Γιατί αὐτὸ ποὺ συγκλονίζει καὶ προκαλεῖ θαυμασμὸ σχετικὰ μὲ τὴν πλούσια εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἀδελφός, ἐνῶ ὑποσχόταν καὶ συμφωνοῦσε νὰ μὴν ξανακάνει τὴν ἁμαρτία, ἀποδεικνυόταν ψεύτης.Μιὰ μέρα λοιπόν, καθὼς γινόταν αὐτό, ὁ ἀδερφός, ἀφοῦ ἔκανε τὴν ἁμαρτία, πῆγε τρέχοντας στὴν ἐκκλησία, θρηνώντας καὶ στενάζοντας καὶ κλαίγοντας καὶ βιάζοντας τῆς εὐσπλαχνία τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ τὸν γλυτώσει ἀπὸ τὸν βοῦρκο τῆς ἀσωτείας. Καθὼς λοιπὸν ὁ ἀδελφὸς παρακαλοῦσε τὸν φιλάνθρωπο Θεό, ὁ ἀρχέκακος διάβολος, ἡ καταστροφὴ τῶν ψυχῶν μας, εἶδε ὅτι τίποτε δὲν κάνει, ἀλλὰ ὅσο αὐτὸς ἕραβε μὲ τὴν ἁμαρτία, ὁ ἀδελφός τα ξήλωνε μὲ τὴ μετάνοια. Μὲ θράσος λοιπὸν τοῦ παρουσιάστηκε φανερὰ καί, στρέφοντας τὸ πρόσωπό του πρὸς τὴ σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, κραύγαζε καὶ ἔλεγε: «Τί θὰ γίνει μ’ ἐμᾶς τοὺς δύο, Ἰησοῦ Χριστέ; Ἡ ἄπειρη συμπάθειά σου μὲ νικᾶ καὶ μὲ ρίχνει κάτω, καθὼς δέχεσαι αὐτὸν τὸν πόρνο, τὸν ἄσωτο, ποὺ κάθε μέρα σου λέει ψέματα καὶ δὲν λογαριάζει τὴν ἐξουσία σου. Γιατί λοιπὸν δὲν τὸν καῖς, ἀλλὰ μακροθυμεῖς καὶ τὸν ἀνέχεσαι; Ἐσὺ πρόκειται νὰ δικάσεις τοῦ μοιχοὺς καὶ τοὺς πόρνους καὶ νὰ ἐξολοθρεύσεις ὅλους τους ἁμαρτωλούς. Πράγματι, δὲν εἶσαι δίκαιος κριτής, ἀλλὰ ὅπου νομίσει ἡ ἐξουσία σου, κρίνεις ἄδικα καὶ παραβλέπεις. Ἐμένα, γιὰ τὴ μικρὴ παράβαση τῆς ὑπερηφάνειας, μὲ ἔριξες ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κάτω• καὶ αὐτὸς εἶναι ψεύτης καὶ πόρνος καὶ ἄσωτος, καὶ ἐπειδὴ πέφτει μπροστά σου, τοῦ χαρίζεις ἀτάραχος τὴν εὐμένειά σου. Γιατί λοιπὸν σὲ λένε δίκαιο κριτή; Ὅπως βλέπω, καὶ ἐσὺ χαρίζεσαι σὲ πρόσωπα ἀπὸ τὴν πολλή σου ἀγαθότητα καὶ παραβλέπεις τὸ δίκαιο». Καὶ αὐτὰ ὁ διάβολος τὰ ἔλεγε πνιγμένος ἀπὸ τὴν πολλὴ πίκρα του καὶ βγάζοντας φλόγες καὶ καπνὸ ἀπὸ τὰ ρουθούνια του.Ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτὰ ὁ διάβολος, σώπασε• καὶ ἀμέσως ἀκούστηκε μία φωνὴ σὰν ἀπὸ τὸ ἅγιο βῆμα νὰ λέει: «Παμπόνηρε καὶ ὀλέθριε δράκοντα, δὲν χόρτασε ἡ κακία σου ποὺ κατάπιες ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν ποὺ κατέφυγε στὸ ἄπειρο ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας μου πασχίζεις νὰ τὸν ἁρπάξεις καὶ νὰ τὸν καταπιείς; Ἔχεις νὰ παρουσιάσεις ἁμαρτήματα τόσα ποῦ νὰ ζυγίζουν βαρύτερα ἀπὸ τὸ πολύτιμο αἷμα ποῦ ἔχυσα γι’ αὐτὸν ἐπάνω στὸν σταυρό; Μάθε ὅτι ἡ σταύρωση καὶ ὁ θάνατός μου συγχώρησαν τὶς ἁμαρτίες του. Καὶ ἐσὺ βέβαια, ὅταν αὐτὸς πηγαίνει στὴν ἁμαρτία, δὲν τὸν διώχνεις, ἀλλὰ τὸν δέχεσαι μὲ χαρὰ καὶ δὲν τὸν ἀποστρέφεσαι, οὔτε τὸν ἐμποδίζεις, γιατί ἐλπίζεις νὰ τὸν κερδίσεις. Ἐγὼ λοπόν, ποὺ εἶμαι τέτοιος σπλαχνικὸς καὶ φιλάνθρωπος, ποὺ ἔδωσα ἐντολὴ στὸν κορυφαῖο μου ἀπόστολο Πέτρο νὰ συγχωρεῖ ὡς ἑβδομήντα φορὲς τὸ ἑπτὰ αὐτὸν ποὺ ἁμαρτάνει καθημερινά, ἄραγε δὲν θὰ συγχωρήσω καὶ δὲν θὰ τὸν σπλαχνιστῶ; Ναί, σοῦ λέω• καὶ ἐπειδὴ καταφεύγει σ’ ἐμένα, δὲν θὰ τὸν ἀποστραφῶ, ὥσπου νὰ τὸν πάρω δικό μου• γιατί ἐγὼ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σταυρώθηκα καὶ γι’ αὐτοὺς ἅπλωσα τὰ ἄχραντα χέρια μου, ἔτσι ὥστε ὅποιος θέλει νὰ σωθεῖ, νὰ καταφεύγει σ’ ἐμένα καὶ σώζεται. Κανέναν δὲν ἀποστρέφομαι οὔτε διώχνω• ἀκόμη καὶ μύριες φορὲς τὴ μέρα νὰ ἁμαρτήσει κάποιος καὶ μύριες φορὲς νὰ ἔρθει σ’ ἐμένα, δὲν θὰ φύγει λυπημένος. Γιατί δὲν ἦρθα νὰ καλέσω σὲ μετάνοια τοὺς ἐνάρετους ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλούς». Μόλις ἀκούστηκαν αὐτὰ τὰ λόγια, ὁ διάβολος ἔμεινε στὴ θέση τοῦ τρέμοντας, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ φύγει. Καὶ ἀκούστηκε πάλι ἡ φωνή: « Ἄκουσε, ἀπατεώνα, καὶ σχετικὰ μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπες, ὅτι δηλαδὴ εἶμαι ἄδικος. Γιατί ἐγὼ εἶμαι δίκαιος σὲ ὅλους, καὶ σὲ ὅποια κατάσταση βρῶ κάποιον, σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὸν κρίνω. Δές, λοιπόν• αὐτὸν τὸν βρῆκα τώρα σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή, πεσμένο μπροστὰ στὰ πόδια μου καὶ νικητή σου. Θὰ τὸν πάρω λοιπὸν καὶ θὰ σώσω τὴν ψυχή του, ἐπειδὴ δὲν ἀπελπίστηκε γιὰ τὴ σωτηρία του. Καὶ ἐσύ, βλέποντας τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ κάνω, νὰ σουβλιστεῖς ἀπὸ τὸν φθόνο σου καὶ νὰ καταντροπιαστείς». Καὶ ὅπως ἦταν ὁ ἀδελφὸς πεσμένος μπρούμυτα καὶ θρηνοῦσε, παρέδωσε τὴν ψυχή του• καὶ ἀμέσως ἦρθε ὀργὴ μεγάλη σὰν φωτιὰ καὶ ἔπεσε ἐπάνω στὸν σατανᾶ καὶ τὸν κατέκαιγε. Ἀπὸ αὐτὸ λοιπὸν ἃς μάθουμε, ἀδελφοί, τὴν ἄμετρη εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ πόσο καλὸ Κύριο ἔχουμε, καὶ ποτὲ νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε ἢ νὰ ἀμελήσουμε τὴ σωτηρία μας.
Κάποιος ἄλλος πάλι ποὺ μετανόησε μετὰ τὴν ἁμαρτία ἀποσύρθηκε στὴν ἡσυχία• συνέβη ὅμως τότε νὰ χτυπήσει σὲ πέτρα καὶ νὰ πληγωθεῖ στὸ πόδι, καὶ τόσο αἷμα νὰ τρέξει ἀπὸ τὴν πληγή, ὥστε νὰ ξεψυχήσει ἀπὸ τὸν αἱμοραγία. Ἦρθαν λοιπὸν οἱ δαίμονες θέλοντας νὰ πάρουν τὴν ψυχή του• καὶ τοὺς λένε οἱ ἄγγελοι: «Κοιτάξτε στὴν πέτρα καὶ δεῖτε τὸ αἷμα του ποὺ ἔχυσε γιὰ τὸν Κύριο». Καὶ μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπαν οἱ ἄγγελοι, ἀφέθηκε ἐλεύθερη ἡ ψυχή.

Σὲ κάποιον ἀδερφὸ ποὺ ἔπεσε σὲ ἁμαρτία, παρουσιάστηκε ὁ σατανᾶς καὶ εἶπε: «Δὲν εἶσαι χριστιανός». Ὁ ἀδελφός του ἀποκρίθηκε: «ὅποιος καὶ νὰ εἶμαι, πάντως εἶμαι καλύτερός σου». Ὁ σατανᾶς εἶπε πάλι: «Σοῦ λέω, θὰ πᾶς στὴν κόλαση». Καὶ ὁ ἀδελφός του ἀπάντησε: «Δὲν εἶσαι ἐσὺ κριτής μου οὔτε ὁ Θεός μου». Ἔτσι ὁ σατανᾶς ἔφυγε ἄπρακτος, ἐνῶ ὁ ἀδελφὸς ἔδειξε εἰλικρινῆ μετάνοια στὸν Θεὸ καὶ ἔγινε ἄξιος.
Ἕνας ἀδελφὸς ποῦ εἶχε κυριευθεῖ ἀπὸ λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα: «Τί νὰ κάνω; Οἱ λογισμοί μου λένε ὅτι ἄδικα ἀπαρνήθηκα τὸν κόσμο καὶ ὅτι δὲν μπορῶ νὰ σωθῶ». Καὶ ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε: «Ἀκόμη καὶ ἂν δὲν μποροῦμε νὰ μποῦμε στὴ Γῆ τῆς ἐπαγγελίας, μᾶς συμφέρει νὰ ἀφήσουμε τὰ κόκκαλά μας στὴν ἔρημο παρὰ νὰ γυρίσουμε πίσω στὴ Αἴγυπτο».
Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἴδιο γέροντα: «Πάτερ, τί ἐννοεῖ ὁ προφήτης ὅταν λέει: ‘‘ Δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸ σωτηρία ἀπὸ τὸν Θεό του’’;» καὶ ὁ γέροντας εἶπε: «Ἐννοεῖ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπελπισίας ποὺ σπέρνονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες σὲ αὐτὸν ποὺ ἁμάρτησε καὶ τοῦ λένε• ‘‘Δὲν ὑπάρχει πιὰ γιὰ σένα σωτηρία ἀπὸ τὸν Θεό’’, καὶ προσπαθοῦν νὰ τὸν γκρεμίσουν στὴν ἀπελπισία. Αὐτοὺς πρέπει κανεὶς νὰ τοὺς ἀντιμάχεται λέγοντας• ‘‘ Καταφύγιό μου εἶναι ὁ Κύριος, καὶ αὐτὸς θὰ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν παγίδα τὰ πόδια μου’’».
Κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες διηγήθηκε ὅτι στὴν Θεσσαλονίκη ὑπῆρχε ἕνα ἀσκητήριο παρθένων. Μία ἀπὸ αὐτές, ἀπὸ ἐνέργεια τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ, ἔφυγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἔπεσε σὲ πορνεία, καὶ ἔμεινε στὸ πάθος αὐτὸ ἀρκετὸ καιρό. Κάποτε ὅμως, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ, μετανόησε καὶ γύρισε στὸ κοινόβιό της. Καὶ φτάνοντας μπροστὰ στὴν πύλη, ἔπεσε νεκρή.Ὁ θάνατός της ἀποκαλύφθηκε σὲ κάποιον ἅγιο, ὁ ὁποῖος εἶδε τοὺς ἁγίους ἀγγέλους ποὺ ἦρθαν νὰ πάρουν τὴν ψυχή της, καὶ δαίμονες ποὺ τοὺς ἀκολουθοῦσαν. Στὸν διάλογο ποὺ ἔγινε μεταξύ τους, οἱ ἅγιοι ἄγγελοι ἔλεγαν ὅτι γύρισε μὲ μετάνοια. Οἱ δαίμονες πάλι ἀντέλεγαν: «Τόσο καιρὸ εἶναι ὑποδουλωμένη σ’ ἐμᾶς καὶ εἶναι δική μας• ἄλλωστε δὲν πρόλαβε οὔτε νὰ μπεῖ στὸ κοινόβιο, καὶ πῶς λέτε ὅτι μετανόησε;» καὶ εἶπαν οἱ ἄγγελοι: «Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ εἶδε ὁ Θεὸς τὴν πρόθεσή της νὰ ἔχει κλίση στὸν σκοπὸ αὐτό, δέχτηκε τὴ μετάνοιά της• καὶ ἡ μετάνοια βέβαια ἦταν στὴν ἐξουσία της, λόγω τοῦ σκοποῦ ποὺ ἔβαλε, ἡ ζωὴ τῆς ὅμως ἦταν στὴν ἐξουσία τοῦ Κυρίου τοῦ σύμπαντος». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ντροπιάστηκαν οἱ δαίμονες καὶ ἔφυγαν. Καὶ αὐτὸς ποὺ εἶδε τὴν ἀποκάλυψη, τὴ διηγήθηκε στοὺς παρόντες.
Ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος εἶπε ὅτι, ἂν θέλει ὁ ἄθνρωπος, μπορεῖ ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδι νὰ φτάσει σὲ θεία μέτρα.
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ: «Ἔστω ὅτι κάποιος δέρνει τὸν δοῦλο του γιὰ κάποιο σφάλμα ποῦ ἔκανε• τί θὰ πεῖ ὁ δοῦλος;». Ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας: «Ἂν εἶναι δοῦλος καλός, θὰ πεῖ• ‘‘Σπλαχνίσου μὲ ἔσφαλα’’». «Δὲν λέει τίποτε ἄλλο;» ξαναρώτησε ὁ ἀδελφός. «Τίποτε», ἀπάντησε ὁ γέροντας• «γιατί ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀναγνωρίσει τὸ σφάλμα του καὶ θὰ πεῖ ὅτι ἔσφαλε, ἀμέσως τὸν σπλαχνίζεται ὁ κύριος του».

Κάποιος ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Ἂν πέσω σὲ ἀξιοδάκρυτο παράπτωμα, μὲ κατατρώει ὁ λογισμός μου καὶ μὲ κατηγορεῖ ποὺ ἔπεσα». Ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Ἄν, τὴν ὥρα ποὺ ἄνθρωπος πέσει σὲ σφάλμα, πεῖ ‘‘ἁμάρτησα’’, ἀμέσως παύει ὁ λογισμός».
Κάποιας νέας, ποὺ λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οἱ γονεῖς καὶ ἔμεινε ὀρφανή. Αὐτὴ τότε μετέτρεψε τὸ σπίτι της σὲ ξενώνα τῶν πατέρων τῆς Σκήτης καὶ γιὰ πολὺ καιρὸ τοὺς δεχόταν καὶ τοὺς φιλοξενοῦσε. Ὅταν ὅμως ξόδεψε ὅσα εἶχε, ἄρχισε νὰ στερεῖται. Τὴν πλησίασαν τότε ἄνθρωποι διεστραμμένοι καὶ τὴν ἔβγαλαν ἀπὸ τὸν καλὸ δρόμο. Καὶ ζοῦσε πλέον ἁμαρτωλά,. Ἔτσι ποὺ κατάντησε καὶ στὴν πορνεία.Ὅταν τὸ ἔμαθαν οἱ πατέρες, λυπήθηκαν πάρα πολὺ καὶ κάλεσαν τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν Κολοβὸ καὶ τοῦ εἶπαν: «Ἀκούσαμε γιὰ τὴν τάδε ἀδελφὴ ὅτι ζεῖ στὴν ἁμαρτία. Αὐτή, ὅταν μποροῦσε, εἶχε δείξει ἀγάπη σ’ ἐμᾶς• ἃς τὴ βοηθήσουμε καὶ ἐμεῖς τώρα, ὅπως μποροῦμε. Κᾶνε λοιπὸν τὸν κόπο νὰ πᾶς σὲ αὐτὴν καὶ μὲ σοφία πού σου ἔδωσε ὁ Θεός, φρόντισε γιὰ τὴ διόρθωσή της».Πῆγε λοιπὸν ὁ γέροντας σὲ αὐτήν, καὶ εἶπε στὴ γριὰ ποὺ φύλαγε στὴν πόρτα: «Πὲς στὴν κυρία σου ὅτι ἦρθα». Ἐκείνη τὸν ἔδιωξε λέγοντας: «Ἐσεῖς παλιά της τὰ φάγατε ὅλα καὶ τώρα εἶναι φτωχή». Ὁ γέροντας ἐπέμενε: «Πές της, καὶ θὰ δεῖ πολὺ καλὸ ἀπὸ ἐμένα». Ἀνέβηκε λοιπὸν ἡ γριὰ καὶ ἀνέφερε στὴ νέα γιὰ τὸν γέροντα. Ἀκούγοντας τὴν ἐκείνη εἶπε: «Αὐτοὶ οἱ μοναχοὶ ὅλο γυρίζουν κατὰ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ βρίσκουν μαργαριτάρια». Στολίστηκε λοιπόν, κάθισε στὸ κρεβάτι καὶ εἶπε στὴ θυρωρό: «Φέρε τὸν ἐδῶ».Ὅταν μπῆκε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης, κάθισε κοντά της καί, κοιτώντας τὴν στὸ πρόσωπο, τῆς εἶπε: «Τί σὲ ἔκανε νὰ ἀπορρίψεις τὸν Ἰησοῦ, ὥστε νὰ φτάσεις σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση;» Αὐτή, ἀκούγοντας τὰ λόγια του, πάγωσε• καὶ ὁ γέροντας, σκύβοντας τὸ κεφάλι, ἄρχισε νὰ κλαίει πικρά. «Ἀββᾶ, γιατί κλαῖς;» τὸν ρώτησε. Αὐτὸς σήκωσε λίγο το κεφάλι του, καὶ σκύβοντας πάλι εἶπε: «Βλέπω τὸν σατανᾶ νὰ χορεύει στὸ πρόσωπό σου, καὶ πῶς νὰ μὴν κλάψω;» «Ὑπάρχει μετάνοια, ἀββᾶ;» ρώτησε ἡ κόρη. «Ναί», τῆς εἶπε ὁ γέροντας. Καὶ ἐκείνη πρόσθεσε: «Πάρε μέ, ὅπου νομίζεις». «Πᾶμε», εἶπε ὁ γέροντας, καὶ αὐτὴ ἀμέσως σηκώθηκε νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ὁ γέροντας παρατήρησε ὅτι δὲν ἄφησε καμιὰ παραγγελία γιὰ τὸ σπίτι της καὶ θαύμασε.Κοντεύοντας στὴν ἔρημο, τοὺς πρόλαβε τὸ βράδυ. Καὶ ὁ γέροντας τῆς ἑτοίμασε ἕνα μικρὸ προσκέφαλο, τὸ σταύρωσε καὶ τῆς εἶπε νὰ κοιμηθεῖ ἐκεῖ. Ἔκανε ἔπειτα καὶ γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ πιὸ πέρα καὶ ἀφοῦ τελείωσε τὶς προσευχὲς τοῦ πλάγιασε καὶ αὐτός.Τὰ μεσάνυχτα ξύπνησε καὶ βλέπει κάτι σὰν δρόμο ἀπὸ φῶς νὰ ξεκινᾶ ἀπὸ αὐτὴν καὶ νὰ καταλήγει στὸν οὐρανό, καὶ εἶδε τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβάζουν τὴν ψυχή της. Σηκώθηκε, πλησίασε καὶ τὴ σκούντηξε μὲ τὸ πόδι. Ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦταν νεκρή, γονάτισε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεό. Καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει ὅτι ἡ μία ὥρα τῆς μετανοίας τῆς ἔγινε δεκτὴ περισσότερο ἀπὸ τὴ μετάνοια πολλῶν ἄλλων, ποὺ διαρκεῖ πολὺν καιρὸ ἀλλὰ δὲν ἔχει θέρμη.
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm

Re: Αγίου Αμφιλοχίου - Λόγοι

Unread postby inanm7 » Tue Sep 28, 2021 10:57 pm

Στὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα ποὺ ἄλειψε τὸν Κύριο μὲ μύρο καὶ στὸν Φαρισαῖο

Ἁγίου Ἀμφιλοχίου Ἰκονίου

Τῇ Μεγάλη Τετάρτη


Α΄. Πολὺ ὠφέλησε τὴν ψυχὴ μᾶς ὁ Χριστός, σὰν παρακάθησε στὸ τραπέζι τοῦ Ζακχαίου. Γιατί ὅπου ὁ Χριστὸς φιλοξενεῖται, καὶ κάμνει συντροφιὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὸ πιοτὸ καὶ τὸ τραπέζι μᾶς καταδέχεται, ἐκεῖ κατοικεῖ ἡ εὐφροσύνη. Γιατί ποιὸς τελώνης ἢ πόρνη ἢ ἀπ’ ἐκείνους ποὺ ἔπραξαν ὅσα δὲ λέγονται κακά, βλέποντας τὸν Ποιητὴν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς νὰ εἰσέρχεται στὸ σπίτι τοῦ Τελώνη, ἢ ἐκεῖνον ποὺ μᾶς δίδει τὰ στάχυα, νὰ λαβαίνει μὲ τὰ χέρια τοῦ ἀνθρώπινο ψωμί, ἢ τῶν τσαμπιῶν τὸν χορηγὸ νὰ πίνει ἀπ’ τὸ κρασὶ καὶ νὰ εὐλογεῖ τὰ πατητήρια, καὶ στὸ μυαλό του δὲ θάβαζε τὴν πράξη τούτη γιὰ μεγάλη γιορτὴ καὶ λαμπρὸ πανηγύρι; Ἀληθινὰ γιορτή. Εὐφροσύνη ἀγγελικῆς φιλοξενίας, νὰ βλέπεις τὸ Δεσπότη μὲ τοὺς δούλους• τὸ Θεὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους• τὸν Κριτὴν τέλος νὰ βλέπεις μ’ ἐκείνους ποὺ θὰ κρίνει, νὰ κάθεται τὸ ἴδιο τραπέζι. Μὰ γιὰ τοῦτον τὸ λόγο ἦρθε στὴ γῆ, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψει τὸν οὐρανὸ ὀρφανὸ ἀπὸ τὴ θεϊκὴ δόξα• γιατί καὶ τέλειος γενόμενος ἄνθρωπος, δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι Θεός…

Β΄. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν τὸ καταλάβαιναν οἱ Φαρισαῖοι καὶ σχολίαζαν μὲ τὶς ἀπαίσιές τους γλῶσσες καὶ διέβαλλαν τὸ Χριστὸ ποὺ τὸν ἔβλεπαν νὰ τρώγει μὲ τοὺς τελῶνες. Μὰ σὰν τὰ ἀσκιὰ τὰ παληὰ ἀνοίξανε γιατί δὲν μποροῦσαν νὰ δεχτοῦν τὸν καινούριο δυνατὸ λόγο τῆς διδασκαλίας. Ἐμεῖς ὅμως, ἀδελφοί, ἃς ἀκολουθήσουμε τὸ μέγα φιλάνθρωπο στὴν πορείαν του. Ἐκεῖνος
λοιπὸν ποὺ τὸν Ζακχαῖον τὸν τελώνην ἔφερε στὸ δρόμο τὸν καλὸ καὶ στὴ λογικὴ μάντρα τῶν Ἀποστόλων συγκατέλεξε, ἐκεῖνος εἶναι ποὺ καὶ τὴν πόρνην τὴν ἁμαρτωλήν, τὴν ἐργάτιδα τόσων κακῶν, ἐτράβηξε ἀπὸ τὸ φαράγγι τοῦ διαβόλου καὶ στὴν ἀσφαλισμένη μάντρα τὴν ἀπέδωσε.
Γιὰ νὰ γνωρίσετε ὅμως τὴ φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ κι ἀπὸ τὴν ἄλλην τῶν Φαρισαίων τὴν παραφροσύνην καὶ γιὰ νὰ μάθετε τῆς ἁμαρτωλῆς τὴν ἐπιστροφή, παραθέτω τοῦτες τὶς εὐαγγελικὲς ρήσεις, καὶ ἂν ἀκούσετε καλὰ καὶ προσέξετε τὸ ὕφος, εὔκολα πολὺ θὰ βγάλετε καὶ τὸ νόημά τους.
Ἠρώτησε, λέγει, τὶς τῶν Φαρισαίων τὸν Ἰησοῦν, ἴνα φάγη μετ’ αὐτοῦ. Καὶ εἰσελθῶν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη. Ὢ ἀνείπωτη χάρις! Ὢ πρωτάκουστη φιλανθρωπία ποὺ δὲ γνωρίζεις ὅρια! Καὶ μὲ Φαρισαίους παρακάθεται χωρὶς ν’ ἀποδιώχνει τοὺς τελῶνες• καὶ τὶς πόρνες ἐλεεῖ καὶ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα διαλέγεται• καὶ στὴ Χαναναίαν ἀπαντᾶ καὶ στὴν αἱμορροοῦσα τὸ κράσπεδον τοῦ ἱματίου τοῦ παραχωρεῖ καὶ δὲν ντρέπεται. Εἶναι γιατρὸς γιὰ ὅλα τα πάθη καὶ τὰ θεραπεύει γιὰ νὰ ὠφελήσει ὅλους, τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἀγαθούς, τοὺς ἀχάριστους καὶ τοὺς εὐγνώμονες. Ἔτσι λοιπὸν καὶ τώρα ποὺ τὸν προσκαλεῖ ὁ Φαρισαῖος, δέχεται, καὶ εἰσέρχεται στὴν οἰκίαν του, πλὴν οἰκίαν γιομάτη μὲ ἁμαρτίες. Γιατί ὅπου Φαρισαῖος ἐκεῖ εἶναι ἡ πονηρία, ὁ τόπος τῆς ἁμαρτίας, τῆς ὑπερηφανίας τὸ «καλωσόρισες». Καὶ σὲ τέτοιο σπίτι ὁ Κύριος δὲν ἀρνιέται νὰ ὑπάγει. Καὶ φυσικά, γιατί ὡς ὁ ἥλιος δὲ χάνει τὴ λάμψη τοῦ ἀκόμα καὶ στὸ βόρβορο σὰ ρίχνει τὶς ἀκτίνες τοῦ ἀλλὰ τουναντίον τὸν καθαρίζει, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς κάθε τόπον αἰσχύνης καὶ βέβηλον διαλέγει καὶ τὴ βρωμερὴν ἁμαρτία μὲ τὶς ἀκτίνες τοῦ διαλύει, κι ἄσπιλος μένει πάντα ὁ λόγος τῆς θεότητος.

Γ΄. Ἔτσι εὐθὺς ἐπῆγε στὸν Φαρισαῖον• ἤρεμος, σιωπηλός, χωρὶς νὰ ἐλέγξει τὴ ζωή του. Πρῶτα γιὰ νὰ ἁγιάσει τοὺς καλεσμένους, ἐκεῖνον ποὺ τὸν κάλεσε, τὴν οἰκίαν καὶ τῆς πολιτείας τὰ βρώματα• ἔπειτα γιὰ νὰ δείξει πὼς δὲν ἦταν φάσμα ἡ ἐνανθρώπησή του μὰ κάτι πραγματικό, πὼς γίνηκε δηλαδὴ τέλειος ἄνθρωπος, κάθισε στὸ τραπέζι γιατί ἐκεῖ ἔμελλε νὰ ἔρθει ἡ πόρνη καὶ νὰ δείξει τὸ θερμὸν καὶ φωτεινὸν τρόπο τῆς μετανοίας. Γι’ αὐτὸ σὰν τὸν κάλεσε ὁ Φαρισαῖος, εὐθὺς συγκατανεύει γιὰ νὰ διδάξη παρουσία τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων. Ὅταν ἡ πόρνη θὰ ὁμολογεῖ τὰ σφάλματά της, πῶς πρέπει νὰ ζητοῦν συγχώρεση οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ δέχονται τὴ χάρη του. Ἰδοὺ γάρ, λέγει, γυνὴ ἐν τῇ πόλει, ἥτις ἣν ἁμαρτωλός… Καὶ θὰ εἰπῶ πρῶτα γιὰ τὴν προηγούμενή της συμπεριφορὰ καὶ πῶς σκορποῦσε σπάταλά τους τρόπους της, γιὰ νὰ ἀντιληφθῆτε καλλίτερα τὴν πολυτέλεια τῆς μετανοίας.

Δ΄. Ὁ Θεὸς ἔλαβεν ὀστοῦν ἀπὸ τὴν πλευρὰν τοῦ Ἀδάμ, τοῦ προσέθηκε σάρκα καὶ ἔτσι ἔκαμε τὴν Εὕα, ποὺ καὶ γι’ αὐτὸ γυναίκα τὴν κάλεσε, καὶ τὴν ἔδωσε στὸν Ἀδὰμ γιὰ σύντροφό του. Ἀλλὰ μετὰ ποὺ ἁμάρτησαν καὶ παρέβηκαν τὸν νόμο καὶ διωχθήκανε ἀπὸ τὸν Παράδεισον, σὰν τιμωρία τοὺς ἦρθε καὶ ὁ θάνατος. Μὰ γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὁλότελα τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου, ἔρχεται ὁ γάμος ν’ ἀναχαιτίσει τὸ θάνατο. Γιὰ νὰ σπέρνει ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος νὰ θερίζει• ὁ ἕνας νὰ κόβει κι ὁ ἄλλος νὰ βλασταίνει. Κι ὅτι μετὰ τὴν εἰσέλαση τοῦ θανάτου δόθηκε ἡ χάρη τοῦ γάμου, καταφάνερο εἶναι ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν Παράδεισο βρέθηκε μὲ τὴν Εὕα. Κι ἔχει γραφτεῖ ὅτι σὰν βγήκανε ἀπὸ τὸν Παράδεισο, τότε ἐγνώρισε ὁ Ἀδὰμ τὴ γυναίκα του• πρὸ τῆς ἁμαρτίας λοιπὸν ἦταν ἡ παρθενία, ποὺ διατηροῦσε ἀμόλυντο καὶ καθαρό το χιτώνα τῆς φύσεως. Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνομία, ὕστερα ἀπὸ τὴν τιμωρία τοῦ θανάτου εἰσέλασε ὁ γάμος γιὰ νὰ ἐξασθενήσει τὸ θάνατο μὲ τὴν ἄνθησή του καὶ νὰ τὸν νικήσει μὲ τὴν ἀρχοντική του βλάστηση. Καὶ γιὰ νὰ μὴ χαθῆ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀλλὰ τουναντίον νὰ πληθυνθεῖ ψηφίστηκε ὁ νόμος τοῦ γάμου. Καὶ στὸν ἄνδρα χάρισε τὴν ἡδονὴ καὶ στὴ γυναίκα τὴ θωπεία καὶ τὴν ὡραιότητα, ὡραιότητα πρόσκαιρη, ὄχι γιὰ νὰ ἐρεθίζωνται ἀνάμεσά τους καὶ νὰ ὠθοῦνται σὲ ἄνομες μίξεις, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἑνώνονται ἔννομα μὲ τὸ θεσμὸ τοῦ γάμου. Ὅθεν ἡ μίξις ὕστερα ἀπὸ νόμιμον γάμον εἶναι τίμια καὶ εὐλογημένη ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ γίνεται γιὰ νὰ κερδίσει ἡ σάρκα τὴν ἡδονή, ἔχει μέσα της τὸ θάνατο. Τίμιος γὰρ ὁ γάμος ἐν πάσι, καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος• πόρνους δὲ καὶ μοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός. Ὅσες λοιπὸν νόμιμα γνώρισαν τοὺς ἄνδρες γιὰ νὰ κάμουν παιδιά, εἶναι ἀψεγάδιαστες• ὅπως ἡ Σάρρα, καὶ ἡ Ραβέκκα, καὶ ἡ Ραχήλ. Καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη. Ἐκεῖνες ὅμως ποὺ διεγείρουν τοὺς νέους, καὶ τοὺς σπρώχνουν στὴν ἀκολασία γιὰ νὰ χαροῦν τὴν ἄνομη ἡδονή, αὐτὲς εἶναι καταδικασμένες γιὰ τὴ φθορά, γιατί τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καταστρέφουν. Εἰ τὶς γάρ, λέγει, φθείρει τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός. Καὶ ἀπὸ τοῦτες ἤτανε ἡ ἁμαρτωλὴ ποὺ λέγουμε. Κι ἀφοῦ τόσον αἰσχρὰ ἐκμεταλλεύτηκε τὴ φύση, μὲ τὸ νὰ χρωματίζει μὲ φτηνὴ βαφὴ τὸ πρόσωπό της, καὶ μὲ ἐπιδεξιότητα νὰ προσπαθεῖ πῶς νὰ φανεῖ ἑλκυστική, ἔσερνε τυφλά τους νέους στὴν ἀκολασία καὶ τοὺς ἔσπρωχνε στὸ βάραθρο τῆς πορνείας.

Ε΄. Καὶ δὲν τὰ λέγω αὐτά, γιὰ νὰ περιγελάσω ἐκεῖνα ποὺ ἔκαμε• ἀλλὰ τουναντίον γιὰ νὰ τὴν ἐπαινέσω, μὲ τὸ νὰ ξέρετε ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε καὶ ποῦ ἔφτασε. Καὶ λέγω ποιὰ ἤτανε πρῶτα, γιὰ νὰ σᾶς δείξω τί γίνηκε τώρα. Καὶ ὅλα τα ἁμαρτήματά της καταλεπτῶς τὰ ἱστορῶ, γιὰ νὰ δείξω τὰ κατορθώματα τῆς μετανοίας. Ἀλλὰ αὐτή, ποὺ δὲ μεταχειρίστηκε ὡς ἔπρεπε τὸ σῶμα της• μὰ ἄλλους σαγήνευε μὲ τὶς πλεξοῦδες τῶν μαλλιῶν της, ἄλλους ἐμάγευε μὲ τὰ δάκρυά της κι ἄλλους μὲ τὴ θρασύτητά της καὶ ὅλους ἀπὸ παντοῦ τους ὠδηγοῦσε στὸ βάραθρο τῆς ἀκολασίας, αὐτὴ τώρα τὸν αἰσχρὸ καὶ σαρκικὸν ἔρωτά της ἀλλάζει σὲ θεία καὶ οὐράνια στοργή.
Σὰν εἶδε τὸν Ἰησοῦ ἄλλοτε νὰ μιλᾶ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα κι ἄλλοτε νὰ σιμώνει τὴ Χαναναία, κι ἄλλη φορᾶ νὰ διαπιστώνει τὴν κλοπὴ τῆς αἱμορροούσης, καὶ πότε νὰ τρώγει μὲ τοὺς τελῶνες καὶ πότε νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς Φαρισαίους, σκέφτηκε. Ἀφοῦ τὶς πόρνες καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς τελῶνες καταδέχεται, ὡς πότε θὰ σπαρταράω σὰν ψάρι γιὰ τὴν ἡδονὴ καὶ θὰ βυθίζομαι συνεχῶς στὰ πελάγη τῆς ἁμαρτίας; Δὲ θὰ μείνω γιὰ πάντα στὸν κόσμο, οὔτε ὡραία θὰ μείνω, γιατί τὸ καθένα ἔχει στὸν καιρὸ τοῦ τὸ θάνατο καὶ ὅλα μαραίνονται• καὶ τὰ ἄνθη καὶ τὰ κρίνα κι οἱ ὀμορφιὲς τοῦ προσώπου. Καὶ τί θὰ πάθω γιὰ τὰ ἔργα μου; Ἀρχίζω τώρα καὶ ἐννοῶ τὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως καὶ ἡ ψυχή μου μετανοεῖ, γιατί προσπαθώντας μὲ κάθε μέσο πῶς νὰ φανῶ ὡραιότερη γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν νέων, ἔβγαινα στοὺς δρόμους τῆς πολιτείας καὶ στὴν ἀγορὰ κι ἔτρεχα στὶς μαζώξεις τῶν ἀνθρώπων κι εἶχα γιὰ δίχτυ μου τὰ πόδια κι ὡς δόλωμα τὶς ὡραῖες μου κουβέντες.
Ὢ πόσους νεαροὺς κατέστρεψα μὲ τὶς ματιές μου, τὶς γιομάτες ἀναίδεια καὶ πάθος. Κι ἔκαμνα πολλὰ φτιασίδια κι αὐτὸ γιὰ βλάβη πάλιν ἐκείνων ποὺ μὲ κυτοῦσαν, καὶ πότε ὕψωνα τὰ μαλλιά μου σὲ σειρὲς ἀπανωτὲς σὰν πύργο, καὶ πότε ἄφηνα ἀπὸ ψηλὰ πολλὲς πλεξοῦδες ἀφρόντιστα νὰ χαλοῦν στὸ μέτωπό μου. Καὶ τὰ μάγουλά μου ἔβαφα καὶ τὰ μάτια μου τὰ εἶχα πάντα μὲ μαυράδια. Καὶ πότε μὲ δάκρυα ψεύτικα ἔκαμνα τοὺς νέους νὰ πέφτουνε μπροστά μου. Ώ, τί θὰ καταντήσω γιὰ τοῦτα, καὶ ποιὸ γιατρὸ θὰ βρῶ σὲ ὅλα τοῦτα τὰ πάθη; Ἂν ἐξομολογηθῶ τὶς ἀνομίες μου στοὺς ἀνθρώπους, ἀνώφελη θὰ εἶναι ἡ ἐκμυστήρευσή μου• νὰ κρύψω τὰ ἁμαρτήματά μου δὲ μπορῶ. Κι ἀπὸ ποῦ νὰ τὰ κρύψω μιᾶς ποῦ τὸ Θεὸ δὲ μπορῶ νὰ ξεγελάσω; Καὶ ποῦ νὰ πάω ποῦ παντοῦ το δικαστὴ βρίσκω μπροστά μου; ποῦ ναὶ μὲν δὲ φαίνεται μὰ παντοῦ μὲ ἐλέγχει; Μιὰ ἐλπίδα σωτηρίας μου ἀπομένει, μιὰ εὐκαιρία γιὰ τὴ ζωή• νὰ βρῶ τὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ τρέξω κοντά του. Αὐτὸς ποὺ τοὺς Τελῶνες δέχεται δὲν ἀπαρνιέται τὴν πόρνη. Αὐτὸς ποὺ δειπνεῖ μαζὶ μὲ τοὺς Φαρισαίους δὲ διώχνει τὰ δάκρυα τῆς ἁμαρτωλῆς. Κι ἐπειδὴ ξέρω πὼς βρίσκεται στοῦ Σίμωνα τοῦ Φαρισαίου, ἐκεῖ θὰ πάω. Μὰ τί νὰ τοῦ ζητήσω σὰν πάω; Τὴν ὑγεία τῶν ματιῶν μου; Μὰ εἶναι πρόσκαιρό το χάρισμα. Ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια; Μικρό το κατόρθωμα, γιατί ὁ αἰώνιος θάνατος εἶναι πιὸ μεγάλος ἀπὸ τὴ σύντομη τούτη ζωή. Ἀπ’ ὅλα θὰ παραιτηθῶ λοιπόν, τὰ σωματικά, καὶ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς μου θὰ ζητήσω. Καὶ μιὰ λύση στὰ κακὰ καὶ τὶς ἁμαρτίες ποὺ σώρεψα εἶναι νὰ δῶ τὸ Δικαστὴ καὶ νὰ προλάβω τὴν κόλαση. Θὰ μιμηθῶ τὴν πόρνη τὴ Ραάβ, καὶ θὰ ζηλέψω τὴν ἐνάρετη ζωὴ τῆς γυναικός. Καὶ τίποτε ἄλλο δὲ ζητεῖ ὁ Θεὸς πλὴν τῆς μετανοίας.

Στ΄. Καὶ σὰ σκέφτηκε τοῦτα, ποὺ εἴπαμε, μὲ εὐσέβεια, καὶ σὰν μετάστρεψε τὸν νοῦ της στὴν πίστη, ἔρχεται στὸν Ἰησοῦ μὲ παρρησία νὰ ὁμολογήση τὴν ἀναίδειά της. Καὶ δὲ λέγει τίποτε• δὲν τολμοῦσεν• ἤξερε πὼς ἐκεῖνος ποὺ ἐποπτεύει τοὺς λογισμοὺς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ λόγια. Καὶ τί θὰ τοῦ ἔλεγε ἀφοῦ ὅλα τα γνωρίζει! Πῶς ἁμάρτησε κι ἐργάστηκε τὴν ἀνομία; Πῶς ἐρωτεύονταν κι ἀπολάμβανε τὶς σαρκικὲς ἡδονές; Αὐτὰ τὰ ἤξερε καλὰ ὁ Θεός, ὄχι γιατί γίνηκαν ἀλλὰ γιατί γνωρίζει καὶ τοὺς λογισμοὺς στὰ μύχια της καρδιᾶς μας. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐγνώριζε πὼς ὅλα εἶναι φανερὰ στὸ Θεὸ καὶ δὲ μπορεῖ νὰ τὸν ξεγελάση, σφάλησε τὸ στόμα της κι ἄνοιξε τὰ δάκρυά της νὰ μιλήσει. Στάσα γάρ, λέγει, παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, κλαίουσα ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσιν. Καὶ δὲ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα της, ἀλλὰ μὲ στεναγμοὺς καὶ μὲ καρδιὰ συντετριμμένη ἔλεγε τὴν ἄβυσσο τῶν ἁμαρτιῶν της• τοὺς ἄσεμνους στοχασμούς, καὶ τὶς αἰσχρὲς μνῆμες, τὶς βέβηλες πράξεις καὶ τὶς ἄνομες ὁμιλίες ὁμολογοῦσε. Καὶ δὲν ὑπῆρξε τίποτα ποὺ νὰ ἔκαμε καὶ ποὺ δὲν τὸ πλήρωσε μὲ δάκρυα. Κι ἤξερε καλὰ πὼς γιὰ ὅτι ἔλεγε ἐλάβαινε τὴν συγχώρεση. Εἶπα γάρ, λέγει, ἑξαγορεύσω κατ’ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου, καὶ σὺ ἀφήκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου. Καὶ ὄχι μόνον χωρὶς νὰ ὁμιλεῖ, ὁμολογοῦσε ζητώντας τὴν ἐξιλέωση τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδιᾶς της• ἀλλὰ ἐξεπλήρωσε καὶ τὸ ὡραῖο σχῆμα τῆς μετανοίας. Ἐδάκρυσε γιατί γέλασε πολύ• καὶ μὲ τὰ καλὰ δάκρυα λούζει τὸ κακό της γέλιο• μὲ τὶς σταγόνες τῶν ματιῶν τῆς ξεπλένει τὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὰ μάγουλά της• ἤγουν μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἁμάρτησε μὲ τοῦτα καὶ ἀπολογιέται• μὲ ὅσα ἔπραξε τὶς ἀνομίες, μὲ αὐτὰ ζητεῖ νὰ ἐξιλεώσει τὸ νομοθέτη. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Δαβίδ, τὸ στρῶμα ποὺ μόλυνε μὲ ἐναγκαλισμοὺς τὸ ξέπλυνε μὲ τὰ δάκρυα…….
ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ 希臘
User avatar
inanm7
Συντονιστής Κατηγορίας
 
Posts: 1823
Joined: Tue Nov 15, 2011 1:43 pm


Return to ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Who is online

Users browsing this forum: No registered users and 7 guests

cron